ΛΥ. ἐς καιρὸν οἴκων, Ἀμφιτρύων, ἔξω περᾶις·
χρόνος γὰρ ἤδη δαρὸς ἐξ ὅτου πέπλοις
κοσμεῖσθε σῶμα καὶ νεκρῶν ἀγάλμασιν.
ἀλλ᾽ εἶα παῖδας καὶ δάμαρθ᾽ Ἡρακλέους
705 ἔξω κέλευε τῶνδε φαίνεσθαι δόμων,
ἐφ᾽ οἷς ὑπέστητ᾽ αὐτεπάγγελτοι θανεῖν.
ΑΜ. ἄναξ, διώκεις μ᾽ ἀθλίως πεπραγότα
ὕβριν θ᾽ ὑβρίζεις ἐπὶ θανοῦσι τοῖς ἐμοῖς·
ἃ χρῆν σε μετρίως, κεἰ κρατεῖς, σπουδὴν ἔχειν.
710 ἐπεὶ δ᾽ ἀνάγκην προστίθης ἡμῖν θανεῖν,
στέργειν ἀνάγκη· δραστέον δ᾽ ἃ σοὶ δοκεῖ.
ΛΥ. ποῦ δῆτα Μεγάρα; ποῦ τέκν᾽ Ἀλκμήνης γόνου;
ΑΜ. δοκῶ μὲν αὐτήν, ὡς θύραθεν εἰκάσαι
ΛΥ. τί χρῆμα; δόξης τίνος ἔχεις τεκμήριον;
715 ΑΜ. ἱκέτιν πρὸς ἁγνοῖς Ἑστίας θάσσειν βάθροις
ΛΥ. ἀνόνητά γ᾽ ἱκετεύουσαν ἐκσῶσαι βίον.
ΑΜ. καὶ τὸν θανόντα γ᾽ ἀνακαλεῖν μάτην πόσιν.
ΛΥ. ὁ δ᾽ οὐ πάρεστιν οὐδὲ μὴ μόληι ποτέ.
ΑΜ. οὔκ, εἴ γε μή τις θεῶν ἀναστήσειέ νιν.
720 ΛΥ. χώρει πρὸς αὐτὴν κἀκκόμιζε δωμάτων.
ΑΜ. μέτοχος ἂν εἴην τοῦ φόνου δράσας τόδε.
ΛΥ. ἡμεῖς ‹δ᾽›, ἐπειδὴ σοὶ τόδ᾽ ἔστ᾽ ἐνθύμιον,
οἱ δειμάτων ἔξωθεν ἐκπορεύσομεν
σὺν μητρὶ παῖδας. δεῦρ᾽ ἕπεσθε, πρόσπολοι,
725 ὡς ἂν σχολὴν λεύσσωμεν ἄσμενοι πόνων.
ΑΜ. σὺ δ᾽ οὖν ἴθ᾽, ἔρχηι δ᾽ οἷ χρεών· τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἴσως
ἄλλωι μελήσει. προσδόκα δὲ δρῶν κακῶς
κακόν τι πράξειν. ὦ γέροντες, ἐς καλὸν
στείχει, βρόχοισι δ᾽ ἀρκύων κεκλήισεται
730 ξιφηφόροισι, τοὺς πέλας δοκῶν κτενεῖν
ὁ παγκάκιστος. εἶμι δ᾽, ὡς ἴδω νεκρὸν
πίπτοντ᾽· ἔχει γὰρ ἡδονὰς θνήισκων ἀνὴρ
ἐχθρὸς τίνων τε τῶν δεδραμένων δίκην.
***
ΛΥΚ. Στην ώρα βγαίνεις, ω Αμφιτρύων, απ᾽ το παλάτι,
γιατί πολύς επέρασε καιρός που ακόμα
αλλάζετε και βάζετε νεκροστολίδια.
Εμπρός, τα τέκνα του Ηρακλή και τη γυναίκα
απ᾽ το παλάτι νά ᾽βγουν έξω διάταξέ τους,
για ν᾽ αποθάνουν όπως μόνοι τους θελήσαν.
ΑΜΦ. Με κυνηγάς τον δύστυχον, ω βασιλιά μου,
και για τους πεθαμένους μου σκληρά με βρίζεις·
έπρεπε να μη βιάζεσαι, κι ας είσαι αφέντης.
710 Κι αφού μας φέρνεις στην ανάγκη του θανάτου,
πρέπει να στέργουμε και κάμε ό,τι νομίζεις.
ΛΥΚ. Πού ᾽ναι η Μεγάρα; πού ᾽ναι του Ηρακλή τα τέκνα;
ΑΜΦ. Θαρρώ που αυτή, καθώς μου φαίνεται απ᾽ τη θύρα,
ΛΥΚ. Τί πράγμα; ποιάν απόδειξη της γνώμης σου έχεις;
ΑΜΦ. πα στης εστίας τ᾽ αγνά σκαλιά κάθεται ικέτης.
ΛΥΚ. Ανώφελα για τη ζωή παρακαλώντας.
ΑΜΦ. Και μάταια τον νεκρό συχνοκαλεί τον άντρα,
ΛΥΚ. Μα αυτός δεν έρχεται, που είθε ποτέ μην έρθει.
ΑΜΦ. εξόν αν βέβαια θεός κανείς τον αναστήσει.
720 ΛΥΚ. Πήγαινε μέσα κι εδώ οδήγησέ την έξω.
ΑΜΦ. Του φόνου μέτοχος κι εγώ θα ᾽μαι, αν το κάμω.
ΛΥΚ. Εγώ, επειδή είναι ανάγκη να σου το θυμίσω,
οπού δεν σκιάζομαι θα βγάλω έξω μονάχος
παιδιά και μάνα. Ω δούλοι μου, εδώ ακλουθάτε
με χαρά να ιδούμε των πόνων τους το τέλος.
ΑΜΦ. Πήγαινε, μα έρχεσαι όπου πρέπει· όμως για τ᾽ άλλα
άλλοι θα φροντίσουνε. Και να περιμένεις
κακό να πάθεις κάμνοντας κακό. Ω γερόντοι,
πάει σε καλή ώρα, και σε βρόχια σπαθοφόρα
730 θα μπερδευτεί νομίζοντας πως θα σκοτώσει
τους άλλους ο παγκάκιστος. Να ιδώ πηγαίνω
νεκρός να πέφτει, γιατί ο εχθρός σαν αποθνήσκει,
πληρώνοντας τα όσα έκαμε κακά, χαρά είναι.
χρόνος γὰρ ἤδη δαρὸς ἐξ ὅτου πέπλοις
κοσμεῖσθε σῶμα καὶ νεκρῶν ἀγάλμασιν.
ἀλλ᾽ εἶα παῖδας καὶ δάμαρθ᾽ Ἡρακλέους
705 ἔξω κέλευε τῶνδε φαίνεσθαι δόμων,
ἐφ᾽ οἷς ὑπέστητ᾽ αὐτεπάγγελτοι θανεῖν.
ΑΜ. ἄναξ, διώκεις μ᾽ ἀθλίως πεπραγότα
ὕβριν θ᾽ ὑβρίζεις ἐπὶ θανοῦσι τοῖς ἐμοῖς·
ἃ χρῆν σε μετρίως, κεἰ κρατεῖς, σπουδὴν ἔχειν.
710 ἐπεὶ δ᾽ ἀνάγκην προστίθης ἡμῖν θανεῖν,
στέργειν ἀνάγκη· δραστέον δ᾽ ἃ σοὶ δοκεῖ.
ΛΥ. ποῦ δῆτα Μεγάρα; ποῦ τέκν᾽ Ἀλκμήνης γόνου;
ΑΜ. δοκῶ μὲν αὐτήν, ὡς θύραθεν εἰκάσαι
ΛΥ. τί χρῆμα; δόξης τίνος ἔχεις τεκμήριον;
715 ΑΜ. ἱκέτιν πρὸς ἁγνοῖς Ἑστίας θάσσειν βάθροις
ΛΥ. ἀνόνητά γ᾽ ἱκετεύουσαν ἐκσῶσαι βίον.
ΑΜ. καὶ τὸν θανόντα γ᾽ ἀνακαλεῖν μάτην πόσιν.
ΛΥ. ὁ δ᾽ οὐ πάρεστιν οὐδὲ μὴ μόληι ποτέ.
ΑΜ. οὔκ, εἴ γε μή τις θεῶν ἀναστήσειέ νιν.
720 ΛΥ. χώρει πρὸς αὐτὴν κἀκκόμιζε δωμάτων.
ΑΜ. μέτοχος ἂν εἴην τοῦ φόνου δράσας τόδε.
ΛΥ. ἡμεῖς ‹δ᾽›, ἐπειδὴ σοὶ τόδ᾽ ἔστ᾽ ἐνθύμιον,
οἱ δειμάτων ἔξωθεν ἐκπορεύσομεν
σὺν μητρὶ παῖδας. δεῦρ᾽ ἕπεσθε, πρόσπολοι,
725 ὡς ἂν σχολὴν λεύσσωμεν ἄσμενοι πόνων.
ΑΜ. σὺ δ᾽ οὖν ἴθ᾽, ἔρχηι δ᾽ οἷ χρεών· τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἴσως
ἄλλωι μελήσει. προσδόκα δὲ δρῶν κακῶς
κακόν τι πράξειν. ὦ γέροντες, ἐς καλὸν
στείχει, βρόχοισι δ᾽ ἀρκύων κεκλήισεται
730 ξιφηφόροισι, τοὺς πέλας δοκῶν κτενεῖν
ὁ παγκάκιστος. εἶμι δ᾽, ὡς ἴδω νεκρὸν
πίπτοντ᾽· ἔχει γὰρ ἡδονὰς θνήισκων ἀνὴρ
ἐχθρὸς τίνων τε τῶν δεδραμένων δίκην.
***
ΛΥΚ. Στην ώρα βγαίνεις, ω Αμφιτρύων, απ᾽ το παλάτι,
γιατί πολύς επέρασε καιρός που ακόμα
αλλάζετε και βάζετε νεκροστολίδια.
Εμπρός, τα τέκνα του Ηρακλή και τη γυναίκα
απ᾽ το παλάτι νά ᾽βγουν έξω διάταξέ τους,
για ν᾽ αποθάνουν όπως μόνοι τους θελήσαν.
ΑΜΦ. Με κυνηγάς τον δύστυχον, ω βασιλιά μου,
και για τους πεθαμένους μου σκληρά με βρίζεις·
έπρεπε να μη βιάζεσαι, κι ας είσαι αφέντης.
710 Κι αφού μας φέρνεις στην ανάγκη του θανάτου,
πρέπει να στέργουμε και κάμε ό,τι νομίζεις.
ΛΥΚ. Πού ᾽ναι η Μεγάρα; πού ᾽ναι του Ηρακλή τα τέκνα;
ΑΜΦ. Θαρρώ που αυτή, καθώς μου φαίνεται απ᾽ τη θύρα,
ΛΥΚ. Τί πράγμα; ποιάν απόδειξη της γνώμης σου έχεις;
ΑΜΦ. πα στης εστίας τ᾽ αγνά σκαλιά κάθεται ικέτης.
ΛΥΚ. Ανώφελα για τη ζωή παρακαλώντας.
ΑΜΦ. Και μάταια τον νεκρό συχνοκαλεί τον άντρα,
ΛΥΚ. Μα αυτός δεν έρχεται, που είθε ποτέ μην έρθει.
ΑΜΦ. εξόν αν βέβαια θεός κανείς τον αναστήσει.
720 ΛΥΚ. Πήγαινε μέσα κι εδώ οδήγησέ την έξω.
ΑΜΦ. Του φόνου μέτοχος κι εγώ θα ᾽μαι, αν το κάμω.
ΛΥΚ. Εγώ, επειδή είναι ανάγκη να σου το θυμίσω,
οπού δεν σκιάζομαι θα βγάλω έξω μονάχος
παιδιά και μάνα. Ω δούλοι μου, εδώ ακλουθάτε
με χαρά να ιδούμε των πόνων τους το τέλος.
ΑΜΦ. Πήγαινε, μα έρχεσαι όπου πρέπει· όμως για τ᾽ άλλα
άλλοι θα φροντίσουνε. Και να περιμένεις
κακό να πάθεις κάμνοντας κακό. Ω γερόντοι,
πάει σε καλή ώρα, και σε βρόχια σπαθοφόρα
730 θα μπερδευτεί νομίζοντας πως θα σκοτώσει
τους άλλους ο παγκάκιστος. Να ιδώ πηγαίνω
νεκρός να πέφτει, γιατί ο εχθρός σαν αποθνήσκει,
πληρώνοντας τα όσα έκαμε κακά, χαρά είναι.