ΙΙΙ
Γλυκόφωνες, γλυκόλαλες παρθένες, δε μπορούνε
τα γόνατά μου πιά να με κρατούνε.
Μακάρι τώρα να ήμουνα κηρύλος, που πετάει
πά στου κυμάτου τον αφρό με τα θαλασσοπούλια,
χωρίς μες στην καρδιά φόβο να κλεί
τ’ αλικοφτέρουγο της άνοιξης πουλί.
Περίληψη
Η κοσμογονική αυτή άποψη, η οποία διατυπώνεται απο τον Αλκμάνα στα μέσα του 7-ου π.Χ., ασφαλώς περιγράφει απόψεις πολύ αρχαιότερες, οι οποίες συμπίπτουν με ορισμένες απο τις σύγχρονες κοσμολογικές υποθέσεις βάσει των οποίων το παρατηρήσιμο αστρικό σύμπαν γεννήθηκε απο μια σημειακή ιδιομορφία στο εσωτερικό μίας λευκής οπής, όπου η τελευταία μπορεί, λόγω της χρονικής συμμετρίας των εξισώσεων Einstein, να θεωρηθεί ως μια χρονικά ανεστραμμένη μελανή οπή.
Εισαγωγή
Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λυρικούς ποιητές της αρχαιότητας, ο οποίος διαμόρφωσε, στα μέσα του 7-ου π.Χ. αιώνα, το “χορική” ποίηση στην Σπάρτη σαν ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, υπήρξε ο Άλκμαν, γιός του Δάμα ή Τίταρου, ο οποίος, λόγω της απαράμιλλης τέχνης του, κατείχε την πρώτη θέση στον Αλεξανδρινού “κανόνα”. Ο Αθηναίος μας πληροφορεί ότι :«Ἀλκμᾶνα γεγονέναι τῶν ἐρωτικῶν με λῶν ἡγεμόνα». Το όνομά του αποτελεί προσαρμογή στη δωρική διάλεκτο του ιωνικού ονόματος Αλκμαίων ή Αλκμέων, αλλά δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον πυθαγόρειο Αλκμαίωνα (περί το 500 π.Χ.), γιό του Πειρίθους απο τον Κρότωνα, την ελληνική αποικία της κάτω Ιταλίας. όπως γράφει ο Α. Δ. Σκιαδάς, η Σούδα (λήμμα Άλκμαν), αναφέρει ότι ο ποιητής έζησε κατά την 27-ην Ολυμπιάδα (672 -668 π.Χ.), όταν κυβερνήτης της Λυδίας ήτας ο Άρδυς, ενώ ο εκκλησιαστικός συγραφέας Ευσέβειος τοποθετεί την ακμή του στο 659 π.Χ. Ομοίως, σε ένα απόσπασμα, που περιείχετο στον πάπυρο 2390 της Οξυρύγχου, αναφέρεται ότι ο Άλμαν σε κάποιο του ποίημα μνημονεύει ονομαστικά τον “Λεωτυχίδα” βασιλιά της Σπάρτης. Από τα προηγούμενα φαίνεται ότι μπορεί να τοποθετήσουμε τον Αλκμάνα στο δεύτερο ήμισυ του 7-0υ π.Χ. αιώνα. Σύμφωνα με την μαρτηρία της Σούδας, ο Άλκμαν καταγόταν απο την ελληνική Ιωνία (Σάρδεις της Λυδίας) και απο εκεί μετέβη στην Σπάρτη. Η άποψη αυτή επανέρχεται σε ένα υπόμνημα που σώθηκε στον πάπυρο της Οξυρύγχου [P. Oxy. XXXIX fr. 1, col. III, 30 (=10(α), 30)] ο οποίος αναφέρει : «ὡς Λακεδα[ι]μόνιοι τότ̣[ε ἐπέστησαν Λυδὸν ὄντα διδάσκαλον τῶν θυγατέ ρων καὶ ἐφή[βω]ν». Η άποψη όμως αυτή μπορεί να μην ισχύει, διότι ένα σχόλιο, που περιέχεται στον πάπυρο 2389 της Οξυρύγχου [P. Oxy. 2389 fr. 9 col (=13(a)P.)στ. 11+] αναφέρει ότι ο μεγάλος ποιητής δεν είναι Λύδος : «ἀλλ᾽ ἔοικε Λυδὸν αὐ τὸν νομί]ζειν ὅ τε Ἀριστοτέλης καὶ [ σύ]μψηφοι ἀπατηθέντες». Ως προς τη διαφωνία για τον τόπο γένησης του Αλκμάνα ο Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς (Σούδα Α.Ρ. 7,18,5) σημειώνει ότι η διεκδίκηση της εντοπιότητας μεγάλων ποιητών απο πολλέςπόλεις ήταν κάτι πολύ κοινό στην αρχαιότητα. Ο Παυσανίας (ΙΙΙ,15,2) πιστοιποιεί ότι στο Σέρβιο, μια περιοχή δεξιά της Σπάρτης, που ονομαζόταν “Δρόμος” υπήρχε μέχρις το 2-ον π.Χ. αιώνα, ένα μνημείο προς τιμήν του Αλκμάνα, δίπλα στα ιερά των Ιπποκοντιάδων και του Ηρακλή. Στον Αλκμάνα χρωστάμε και την πληροφορία πως οι αρχαιότροι Έλληνες λεγόνταν “Γραικοί”, όπως βγαίνει απο τον λεξικογράφο Στέφανο Βυζάντιος (5ος – 6ος αιώνας) ο οποίος για την λέξη “Γραικός”, γράφει σχετικά : «Γραῖκες δὲ παρὰ Ἀλκμᾶνι αἱ τῶν Ἑλλήνων μητέρες».
Το έργο του ποιητή
Το έργο του Αλκμάνα έχει ταξινωμηθεί απο τους Αλεξανδρινούς σε έξι ή επτά βιβλία και περιλάμβανε, ύμνους, παιάνες, υμέναιους και παρθένια (τραγούδια που έψαλαν νεαρές παρθένες για λατρευτικούς σκοπούς). Η γλώσσε που χρησιμοποίησε ο Αλκμάνας είναι κυρίως η δωρική της εποχής του, αναμεμειγμένη με στοιχεία της ιωνικής και αιολικής διαλέκτου. Την γλώσσα αυτή ο Παυσανίας την ονομάζει “καθόλου εύηχον”. Από το έργο του μεγάλου λυρικού ποιητή έχουν σωθεί μόνο λίγα αποσπάσματα. Το 1855 ο Γάλλος αιγυπτιολόγος Mariette ανεκάλυψε σε τάφο κοντά στην 2-η μεγάλη πυραμίδα, έναν πάπυρο με 100 στίχους που άνηκαν σε ένα από τα Παρθένια του (Παρθένιο προς την Ορθία Άερτεμη). Το απόσπασμα αυτό εκδόθηκε για πρώτη φορά απο τον καθηγή Egger το 1863. Η μεγάλη έκπληξη όμως ποήλθε το 1957 μετά τη δημοσιοποίηση του παπύρου 2390 της Οξυρύγχου, ο οποίος χρονολογείται απο τον 2-ον μ.Χ. αιώνα. Στον πάπυρο αυτό διασώζονται τμήματα απο ένα σχόλιο σε πεζό λόγο στα οποία αποκαλεύπτεται ότι σε ένα απο τα ποιήματά του ο Αλκμάνας ασχολείται με ένα είδος θεογονικής Κοσμογονίας. Το κεντρικό κομμάτι του σχολίου, που καταγράφεται στα επόμενα, περιέχει συγχρόνως και «λήμματα», σύντομες δηλαδή φράσεις του Αλκμάνος.
Το κείμενο το σχολίου:
“ἐκ δὲ τοῦ π(ρέσγυς Πόρος Τέκμωρ τε.) τέκμωρ ἐγένετο τ(ῶι πόρωι ἀκόλουθον) μο(.)ἐντεῦθεν … πόρον ἀπό τῆς πορ(ίμου) (πάντων ἀρχᾶς). ὡς γάρ ἤρξατο ἡ ὕλη κατασκευα(σθῆναι) ἐγένετο πόρος τις οἱονεί ἀρχή. λ(έγει) οὖν ὁ Ἀλκμάν τήν ὕλην πάν(των τετα)ραγμένην καὶ ἀπόητον. εἶτα (γενέ)σθαι τινά φησιν τὸν κατασκευά(ζοντα) πάντα, εἶτα γενέσθαι (πό)ρον, τοῦ (δὲ πό)ρου παρελθόντος ἐπακολουθῆ(σαι) τέκμωρ. καὶ ἔστιν ὁ μὲν πόρος οἷον ἀρχή, τὸ δὲ τέκμωρ οἱονεὶ τέλος. τῆς Θέτιδος γενομένης ἀρχὴ καὶ τέ(λ)ο(ς ταῦτ)α πάντων ἐγένε(τ)ο, καὶ τὰ μὲν πάντα (ὁμο)ίαν ἔχει τὴν φύσιν τῆι τοῦ χαλκοῦ ὕληι, ἡδὲ Θέτις τ(ῆι) τοῦ τεχνίτου, ὁ δὲ πόρος καὶ τὸ τέκμωρ τῆι ἀρχῆι καὶ τῶι τέλει. πρέσγ(υ)ς δὲἀντὶ τοῦ πρεσβύτης.
καὶ τρίτος σκότος. διὰ τὸ μηδέπω μήτε ἥλιον μήτε σε(λ)ήνην γεγονέναι ἀλλ’ ἔτι ἀδιάκριτ(ο)ν εἶναι (τ)ὴν ὕλην. ἐγένοντο οὖν ὑπὸ (ταὐτό) πόρος καὶ τέκμωρ καὶ σκότ(ος ἆμάρ τε καὶ σελάνα καὶ τρίτον σκότος τὰς μαρμαρυγάς. ἆμαρ οὐ ψιλῶς άλλὰ σὺνἡλίωι. τὸ μὲν πρότερον ἦν σκότος μόνον, μετὰ δὲ ταῦτα διακριθέ(ντο)ς αὐτοῦ.“
Μετάφραση : γιατί όταν η ύλη άρχισε να τακτοποιείται, δημιουργήθηκε ένα είδος πόρου (δρόμου, περάσματος), κάτι σαν αρχή. Λέει λοιπόν ο Αλκμάν ότι η ύλη όλων των πραγμάτων ήταν ταραγμένη και αποίητη, έπειτα γεννήθηκε κάποιος που τακτοποιούσε τα πάντα, έπειτα δημιουργήθηκε ένας πόρος και όταν παρήλθε αυτός ο πόρος, ακολούθησε ένα όριο (ή τέρμα, τέκμωρ). Και ο πόρος είναι η αρχή, ενώ το όριο σαν τέλος. Όταν γεννήθηκε η Θέτις, αυτά έγιναν η αρχή και το τέλος των πάντων και το σύνολο των πραγμάτων έχει φύσιν παρόμοια με το υλικό του χαλκού, ενώ η Θέτις με εκείνη του τεχνίτη και ο πόρος και το όριο (τέκμωρ) παρόμοια με εκείνη της αρχής και του τέλους.
και τρίτο στη σειρά το σκότος, εξαιτίας του ότι ποτέ ως τότε ούτε ο Ηλιος ούτε η Σελήνη είχαν δημιουργηθεί, αλλά η ύλη ήταν ακόμη αδιαμόρφωτη. Δημιουργήθηκαν λοιπόν ο πόρος και το όριο (τέκμωρ) και το σκότος. Η ημέρα και η Σελήνη και τρίτον το σκότος. Η ακτινοβολία της ημέρας δεν ήταν πυκνή αλλά υπεβοηθείτο από (την ακτινοβολία) του Ηλίου, (διότι) προηγουμένως ήταν μόνο σκοτάδι, μετά δε αυτά (αυτή τη διαδικασία) ξεχώρισε από αυτό…
Όλοι μας ακούμε και διαβάζουμε για τα επιτεύγματα της σύγχρονης Φυσικής και Αστροφυσικής, χωρίς πολλές φορές να τα αντιλαβανόμαστε λογικά και πρακτικά.
Για να κατανοήσουμε την σύγχρονη Φυσική και Αστροφυσική θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι άλλαξαν τα επόμενα τρία βασικά δεδομένα τα οποία καθόριζαν την έννοια «επιστήμη» από το 1700 μ. Χ μέχρι σήμερα.
1 Μέχρι σήμερα η έννοια της ανθρώπινης κοινής λογικής, της λογικής που ανέπτυξε ο άνθρωπος μέσω των αισθήσεών του, ταυτιζόταν με την επιστημονική λογική. Τώρα πλέον, η σύγχρονη επιστημονική σκέψη διαφοροποιείται όλο και περισσότερο από την «κοινή ανθρώπινη λογική», έτσι ώστε, όποιος δεν έχει εκπαιδευτεί από μικρός σε αυτήν, να μην μπορεί να κατανοήσει την αλήθεια των φυσικών γεγονότων που περιγράφονται από την σύγχρονη Φυσική θεωρία. Το κακό βέβαια είναι ότι το παγκόσμιο εκπαιδευτικό σύστημα, δεν βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση.
Ενα δεύτερο δεδομένο που ανατράπηκε από τη σύγχρονη φυσική, ήταν η έννοια της «ύλης», όπως αυτή γινόταν αντιληπτή από τις αισθήσεις μας, και αποτελούσε το αντικείμενο επεξεργασίας της εφαρμοσμένης επιστήμης. Μαζί με τη έννοια της ύλης, ξεπεράστηκε και η Νευτώνεια φυσική, με βάση την οποία μελετούσαμε το Σύμπαν, και αντικαταστάθηκε από την Σχετικιστική και Κβαντική Φυσική.
Για το θέμα αυτό, αναφέρει ο Τσαρλς Μιούζες στο βιβλίο του Συνείδηση και πραγματικότητα «?ένα δέντρο, ένα τραπέζι, ένα σύννεφο, μια πέτρα, Όλα αυτά διαλύονται από την επιστήμη του 20ου αιώνα σε κάτι που συνίσταται από το ίδιο υλικό. Αυτό το κάτι είναι ένα συνονθύλευμα στροβιλιζόμενων σωματιδίων που υπακούουν στους νόμους της κβαντικής φυσικής. Τούτο σημαίνει ότι όλα τα αντικείμενα που μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι απλές τρισδιάστατες εικόνες που σχηματίζονται από κύματα, κάτω από την επίδραση ηλεκτρομαγνητικών και πυρηνικών διαδικασιών».
Ομοίως η ύλη για τη θεωρία της Σχετικότητας δεν είναι πλέον το αναλλοίωτο σύμπλεγμα μορίων του Νεύτωνα, αλλά ένα πύκνωμα ενός ενεργειακού ρεύματος. Στα πλαίσια του χωροχρόνου του Αϊνστάιν, η ύλη δεν αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα, αλλά είναι μια ιδιομορφία του πεδίου. Ενα σωματίδιο δεν είναι τίποτα άλλο από ένας κινούμενος στρόβιλος μέσα στο χώρο.
Αυτό που μέχρι σήμερα αντιλαμβανόμαστε σαν απτή και εξατομικευμένη ύλη, για την σύγχρονη φυσική δεν είναι παρά ένα ψευδές κατασκεύασμα των αισθήσεών μας. «Βλέπουμε» δηλαδή το περιβάλλον μας όχι όπως στην πραγματικότητα είναι, αλλά όπως οι αισθήσεις, μας επιτρέπουν να το αντιληφθούμε.
Ενα τρίτο δεδομένο που άλλαξε δραματικά τις επιστημονικές περί Σύμπαντος απόψεις είναι η φύση του χώρου μέσα στον οποίο δημιουργούνται τα φυσικά γεγονότα.
Η κλασική Νευτώνεια φυσική, θεωρούσε σαν αυτονόητο ότι ο χώρος του Σύμπαντος περιγράφεται από την γεωμετρία του Ευκλείδη. Αυτό αρκούσε εφόσον γνωρίζαμε ότι οι ανθρώπινες αισθήσεις μπορούν να αντιληφθούν μόνο μορφές και σχήματα που υλοποιούνται μέσα σε Ευκλείδειους χώρους, μέχρι και τριών διαστάσεων. Όμως και αυτή μας η πίστη αποδείχθηκε λανθασμένη, όταν ο Αϊνστάιν μέσω της Γενικής θεωρίας της Σχετικότητας, απέδειξε ότι ο χώρος του Σύμπαντος δεν είναι Ευκλείδειος, αλλά περιγράφεται από μια άλλη γεωμετρία, αυτή του Ρείμαν, η οποία διαφέρει ριζικά από αυτή του Ευκλείδη.
Το γεγονός αυτό δεν θα είχε και μεγάλη σημασία αν δεν γνωρίζαμε κάτι συγκλονιστικό, ότι κάθε σχήμα και μορφή που υλοποιείται σε ένα τέτοιο χώρο (οσονδήποτε διαστάσεων, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό από τις ανθρώπινες αισθήσεις».
Αυτό που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας δεν είναι οι πραγματικές μορφές και τα σχήματα του σύμπαντος που μας περιβάλει, αλλά οι προβολές τους, οι σκιές τους δηλαδή, μέσα και πάνω σε μικρά κομματάκια του σύμπαντος, που λόγω του μεγέθους τους, συμπεριφέρονται σαν Ευκλείδειοι χώροι, και ως εκ τούτου γίνονται αντιληπτοί από τις ανθρώπινες αισθήσεις.
Είναι βέβαια φανερό, ότι αυτές οι αυτές προβολές (σκιές) των πραγματικών μορφών που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας δεν έχουν καμιά σχέση με τον πραγματικό κόσμο του σύμπαντος που προσεγγίζεται μόνο μέσω μαθηματικών σχέσεων.
Τελικά αυτό που θα πρέπει να αντιληφθούμε είναι ότι ζούμε μέσα σε ένα Σύμπαν που δεν μπορούμε να το αντιληφθούμε μέσω των αισθήσεών μας και ότι αυτό που μπορούμε να αντιληφθούμε δεν είναι παρά μια σκιά αυτού που πραγματικά υπάρχει.
Μέσω των αισθήσεών μας δεν μπορούμε να μελετήσουμε πλέον το Σύμπαν, καταργείται η έννοια της επιστημονικής έρευνας;
Αρχικά θα πρέπει να τονίσουμε ότι η κλασική φυσική θεωρία, όπως την γνωρίζαμε μέχρι σήμερα συνεχίζει να λειτουργεί άψογα όταν μελετάμε φαινόμενα μέσα σε μικρά κομμάτια του σύμπαντος όπως π. χ. είναι το πλανητικό μας σύστημα. Πάνω στις κλασικές αυτές επιστημονικές γνώσεις στηρίζεται η σύγχρονη τεχνολογία που κάνει τη ζωή μας άνετη και ευχάριστη. Ομως ακόμα και όταν έχουμε να μελετήσουμε συνολικά μεγάλες περιοχές του Σύμπαντος ή ακόμα ολόκληρο το σύμπαν, όπου οι αισθήσεις μας στέκουν αδύναμες, η επιστήμη μπορεί να συνεχίσει την έρευνα, εφόσον τα φαινόμενα, οι μορφές και τα σχήματα που δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τις ανθρώπινες αισθήσεις, μπορούν να περιγραφούν από μαθηματικές σχέσεις που οι επιστήμη ονομάζει μοντέλα.
Πρέπει λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε ότι ο η μελέτη του μεγάκοσμου του σύμπαντός μας δεν είναι πια έργο της εμπειρικής και αποδεικτικής μέσω των αισθήσεων επιστήμης, αλλά ένα έργο το νου μας, τον οποίο ίσως πολύ σύντομα θα πρέπει να τον χρησιμοποιήσει ο άνθρωπός σαν μια επί πλέον αίσθηση, πιο ευαίσθητη από την όραση και την ακοή.
Όλα τα προηγούμενα μας δημιουργούν την αίσθηση ότι εκτός των άλλων άλλαξε το φιλοσοφικό υπόβαθρο των θετικών επιστημών;
Από το 1700 μ. Χ και έπειτα, η επικράτηση του Αριστοτελισμού σε βάρος του Πλατωνισμού, στην Δυτική Ευρώπη, δημιούργησε το καθεστώς θεοποίησης της ύλης και των εφαρμογών της, δημιουργώντας αυτό που σήμερα λέμε σύγχρονο τεχνολογικό πολιτισμό.
Με βάση τον Αριστοτελισμό, κυριάρχησε ο πραγματισμός του κόσμου των αισθήσεων, και μια λογική που στηριζόταν στην εμπειροκρατεία.
Ο μη αντιληπτός, από τις αισθήσεις, αλλά υπαρκτός, κόσμος των ιδεών του Πλάτωνα, και η θεωρία απεικόνισης τους στις υλικές αισθητές μορφές, μη έχοντας τότε καμιά επιστημονική στήριξη και τεκμηρίωση, έγινε εύκολη λεία της Αριστοτελικής πρακτικής σκέψης.
Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει και μάλλον ο Πλατωνισμός παίρνει μια πανηγυρική ρεβάνς.
Οπως ήδη συζητήσαμε, η επιστήμη γνωρίζει ότι το σύμπαν μας, όπως ακριβώς πίστευε και ο Πλάτωνας, είναι μη αισθητό λόγω του γεγονότος ότι περιγράφεται από μια μη Ευκλείδειο γεωμετρία, και ότι οι μορφές και τα σχήματα που αντιλαμβανόμαστε δεν αποτελούν παρά ψευδείς απεικονίσεις, άλλων, πραγματικών μεν αλλά μη αισθητών γεγονότων, που τυπώνονται σαν σκιές πάνω σε μικρά κομματάκια του χώρου που οι αισθήσεις μας έχουν τη δυνατότητα να τα αντιλαμβάνονται.
Ομως δεν είναι μόνο ο Πλάτωνας που είχε προβλέψει τη νέα φυσική πραγματικότητα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε και τους, Ηράκλειτο, Δημόκριτο και Παρμενίδη που δίδασκαν ότι αυτά που φαίνονται στις αισθήσεις δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αλλά δημιουργούνται μόνο στην φαντασία των ανθρώπων, και ακόμα ότι η γνώση που προέρχεται από τις αισθήσεις είναι ψευδής και ότι μόνο η διανοητική σύλληψη των πραγμάτων μας οδηγεί στην συμπαντική αλήθεια.
Με βάση τα προηγούμενα μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως οι αρχαίοι μας πρόγονοι είχαν φθάσει, πριν από εμάς στη σύλληψη των βασικών αρχών που διέπουν τη λογική των σύγχρονων θετικών επιστημών.
Πως πιστεύει η σύγχρονη Αστροφυσική ότι είναι δομημένο το Σύμπαν μας
Οσο και αν φαίνεται περίεργο, οι πλέον προχωρημένες κοσμολογικές απόψεις της εποχής μας (θεωρίες των Linde, Lee Smolin κ. α.) συμφωνούν με τις απόψεις των προσωκρατικών φιλοσόφων, όπως ο Αναξίμανδρος, ο Αναξαγόρας, ο Δημόκριτος, ο Διογένης ο Απολλωνιάτης, ότι το Σύμπαν μας αποτελείται από ένα μεγάλο αριθμό ανεξάρτητων μεταξύ τους κόσμων, που είτε συνυπάρχουν και ο ένας δεν γίνεται αντιληπτός από τον άλλο, είτε υπήρξαν ή θα υπάρξουν στο παρελθόν ή το μέλλον αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τις απόψεις αυτές, ο χώρος του σύμπαντος παρομοιάζεται σαν ένας χώρος φυσαλίδων, που κάθε μια από αυτές αντιστοιχεί σε έναν ανεξάρτητο κόσμο, με διαφορετικούς φυσικούς νόμους και μαθηματικές δομές.
Οπως γίνεται φανερό, με βάση τα προηγούμενα, η θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης, η θεωρία που σήμερα πιστεύουμε ότι περιγράφει τον τρόπο δημιουργίας του σύμπαντος, περιγράφει απλά την δημιουργία μιας και μοναδικής φυσαλίδας, αυτής που μέσα της υπάρχουμε.
Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία, τη θεωρία των υπερχορδών, εκτός του δικού μας σύμπαντος μπορούμε να προβλέψουμε την ύπαρξη ενός δεύτερου παράλληλου σύμπαντος προς το δικό μας, το οποίο υλοποιείται στα πλαίσια άλλων διαστάσεων.
Το παράλληλο αυτό σύμπαν δεν είναι δυνατόν να το αντιληφθούμε μέσω των αισθήσεών μας αλλά ίσως εμμέσως, μέσω των βαρύτιμων δυνάμεων που ασκεί πάνω στο δικό μας σύμπαν.
Οπως είναι φανερό μια νέα εποχή ανοίγει για την Αστροφυσική, αλλά και για την δικαίωση της κλασικής Ελληνικής σκέψης.
Όπως διαβάσαμε στον καθημερινό τύπο, σε πανευρωπαϊκό συνέδριο μια εργασία που συνδέει μια παλαιότερη κοσμολογική άποψη του λυρικού ποιητή Αλκμάνα για τον τρόπο γέννησης του σύμπαντος, με πρόσφατα διατυπωθείσες κοσμολογικές απόψεις.
Ο εντοπισμός του κειμένου του Αλκμάνα έχει μια μικρή ιστορία.
Μελετώντας τις κοσμολογικές απόψεις που αναπτύσσονται από τον Μέγα Βασίλειο στο έργο του «Ομιλίες εις την Εξαήμερον», θελήσαμε να εξετάσουμε τις πηγές της άποψης του Αγίου, από τις οποίες άντλησε τις απόψεις ότι ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από το «τίποτα», αλλά από κάποιο υλικό που προϋπήρχε. Ας σημειώσουμε ότι μια τέτοια άποψη δεν είναι αποδεκτή από τον σύγχρονο Χριστιανισμό.
Διασταυρώνοντας τις πηγές σημειώσαμε ότι την περίοδο κατά την οποία ο Μέγας Βασίλειος επισκέφθηκε την Αίγυπτο, γράφονταν οι πάπυροι της Οξυρρύγχου. Ανατρέχοντας στις μεταφράσεις των κειμένων των παπύρων, ανακαλύψαμε το κείμενο του Αλκμάνα (7ος π. Χ αιώνας), το οποίο απεδείκνυε ότι το 2ο αιώνα μ. Χ, μια από τις επικρατούσες επιστημονικές απόψεις ήταν ότι το Σύμπαν μας γεννήθηκε από ένα μη αισθητό υλικό το οποίο προϋπήρχε, με έναν τρόπο με τον οποίο συμφωνούν και σήμερα κάποιες προχωρημένες κοσμολογικές απόψεις.
Ομοίως μέσω του κειμένου του ο ποιητής περιγράφει την γέννηση του σύμπαντος μέσα από μια λευκή οπή, ένα αμφιλεγόμενο μέχρι σήμερα αστρονομικό αντικείμενο, το οποίο έχει συνδέσει την ύπαρξή του με το γνωστό σε όλους αστρονομικό αντικείμενο της μελανής οπής.
Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι αφού ο λυρικός ποιητής έζησε τον 7ο π. Χ αιώνα, μεταφέρει στο ποίημά του απόψεις πολύ παλαιότερες. Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι θετικοί επιστήμονες, πριν το 7ο π. Χ αιώνα, ανέπτυσσαν κοσμολογικές απόψεις σύμφωνες με τις σημερινές θεωρίες.
Οι απόψεις αυτές που καταγράφονται από τον Αλκμάνα, σίγουρα αποτέλεσαν την πηγή και το έναυσμα, παραπλήσιων απόψεων οι οποίες διατυπώθηκαν μετέπειτα και από άλλους προσωκρατικούς Ελληνες φιλόσοφους.
Το θέμα των μελανών και λευκών οπών, και τα σημεία που η θεωρία αυτή συμφωνεί με την περιγραφή του Αλκμάνα:
Οταν ένα αστέρι πολλή μεγάλης μάζας φθάσει στα τελευταία στάδια της ζωής του αρχίζει να συστέλλεται με βίαιο τρόπο, μειώνοντας συνεχώς την ακτίνα του και αυξάνοντας δραματικά την πυκνότητα του υλικού του και το πεδίο βαρύτητας που το περιβάλλει. Όταν η ακτίνα του γίνει πολλή μικρή το βαρυτικό του πεδίο έχει γίνει τόσο μεγάλο που έλκει το φως του με τέτοια δύναμη που δεν του επιτρέπει να φύγει μακριά από αυτό. Τότε πλέον επειδή δεν φθάνουν μέχρι εμάς οι ακτινοβολίες του άστρου παύουμε να το βλέπουμε και λέμε ότι αυτό έγινε μια μελανή οπή.
Ομως το άστρο συνεχίζει να συστέλλεται και τελικά ολόκληρο το υλικό του συσσωρεύεται στα πλαίσια ενός σημείο που λέγεται σημειακή ιδιομορφία. Στον πολύ κοντινό χώρο που περιβάλλει αυτό το σημείο παύουν να ισχύουν οι γνωστοί φυσικοί νόμοι. Σύμφωνα με κάποιες θεωρίες (μελανή οπή Schwarzschild), το υλικό του άστρου, αθέατο πλέον από τις ανθρώπινες αισθήσεις, μεταφέρεται μέσω ενός λώρου, της γέφυρας Einstein-Rosen, σε ένα παράλληλο σύμπαν, διαφορετικών φυσικών νόμων, το οποίο συνυπάρχει με δικό μας χωρίς να γίνεται αντιληπτό από εμάς.
Από το παράλληλο αυτό σύμπαν η μάζα του αστεριού μπορεί, σύμφωνα με τις ίδιες θεωρητικές απόψεις θα μεταφερθεί και πάλι στο δικό μας σύμπαν, μέσω ενός καινούργιου λώρου που θα καταλήγει σε μια νέα αντιδιαμετρική σημειακή ιδιομορφία του σύμπαντός μας, την λευκή οπή.
Μια λευκή οπή δηλαδή θα αποτελούσε πρακτικά μια περιοχή του χώρου μας από την οποία θα υλοποιείτο μέσα στο παρατηρούμενο σύμπαν μας μάζα , απείρου πυκνότητας μέσα σε μια εκτυφλωτική έκρηξη απροσδιόριστης διάρκειας, από τη μάζα αυτή θα δημιουργώντας νέα ουράνια αντικείμενα.
Μέσα στο κείμενό του ο Αλκμάνας περιγράφει με θαυμαστή λεπτομέρεια το χώρο του παραλλήλου και μη αισθητού σύμπαντος μέσα από το οποίο προήλθε η ύλη του αισθητού μας σύμπαντος, τη δημιουργία του λώρου Einstein-Rosen, και της σημειακής ιδιομορφίας της λευκής οπής. Ομοίως περιγράφει τη δημιουργία των αισθητών σ' εμάς αστρονομικών αντικειμένων (Ήλιος, Σελήνη κλπ ) από το υλικό αυτό.
Μετά όλα τα προηγούμενα μπορούμε να πούμε ότι η κοσμολογική πρόταση του Αλκμάνα αποτελεί την μητέρα των αντίστοιχων σύγχρονων κοσμολογικών θεωριών.
Παράλληλα στο επίπεδο της έρευνας της ιστορίας και της φιλοσοφίας των θετικών επιστημών, συνεχίζουμε να αναζητάμε σχέσεις και αντιστοιχίες μεταξύ της προσωκρατικής φιλοσοφικής σκέψης και των σύγχρονων επιστημονικών ιδεών.
Γνωρίζω όλοι οι διάσημοι αστροφυσικοί ασχολήθηκαν ή ασχολούνται με την ιστορία και την φιλοσοφία της αστρονομίας. Γιατί όχι και εμείς οι Έλληνες που έχουμε και το κατάλληλο φιλοσοφικό υπόβαθρο.
Αυτό όμως που θέλω να τονίσω είναι ότι οι ενεργοί ερευνητές των θετικών επιστημών, σε αντίθεση με τους ιστορικούς και τους αρχαιολόγους, μελετούν την ιστορία και την φιλοσοφία των επιστημών τους υπό μια άλλη οπτική γωνία. Αναζητούν μέσω της μελέτης των ιστορικών κειμένων, απαντήσεις και καλές ιδέες προκειμένου να ξεπεράσουν άλυτα σύγχρονα επιστημονικά προβλήματα που συναντούν στην καθημερινή τους ερευνητική προσπάθεια.
Το μεγάλο παρθένειο του Αλκμάνα
Εις Αρτεμην ορθίαν
7-[τὸν ἔκτανε] Πωλυδεύκης·
[οὐκ ἐγὼ]ν Λύκαιθον ἐγ καμοῦσιν ἀλέγω
[ἀλλ’ Ἐνα]ρσφόρον τε καὶ Qέβρον ποδώκη
[Ἄλκιμο]ν τε τὸν βιατὰν
[Ἱππόθω]ν τε τὸν κορυστὰν
[Εὐτείχη] τε Ϝάνακτά τ’ Ἀρήιον
[Ἀκμον]ά τ’ ἔξοχον ἡμιθίων.-
– –
21-[καὶ στρατῶ] τὸν ἀγρόταν
[Σκαῖον] μέγαν Εὔρυτόν τε
[Ἄρεος ἂν] πώρω κλόνον
[Ἀλκων]ά τε τὼς ἀρίστως
[ἄνδρας, οὐ] παρήσομες.
[κράτησε γ]ὰρ Αἶσα παντῶν
[καὶ Πόρος]γεραιτάτοι
[θιῶν ἀπ]έδιλος ἀλκά.
[μή τις ἀνθ]ρώπων ἐς ὠρανὸν ποτήσθω
[μηδὲ πει]ρήτω γαμῆν τὰν ᾿Αφροδίταν
[Κυπρίαν Ϝ]άν[α]σσαν ἤ τιν’
[ἠυειδ]ῆ παίδα Πόρκω
[εἰναλίω. Χά]ριτες δὲ Διὸς δ[ό]μον
[ἐσβαινοι]σιν ἐρογλεφάροι.-
– –
35-[οὑδὲν ἀλκιμω]τάτοι
[ἀνδρῶν, τὰ δὲ πάν]τα δαίμων
[ἀμφέπει· θιῶν] φίλοις
[αὐτὸς μὲν ἔδ]ωκε δῶρα,
[ὥτε νᾶμα] γᾶ ρέον,
[ἐχθρὼς δέ τ’ ἀπ]ώλεσ’. ἥβα
[δαϜία ποκ’ ἐς θ]ρόνον
[Διὸς μανίας μα]ταίας
[ἄντα φυσιῶσ’] ἔβα· τῶν δ’ ἄλλος ἰῷ
[ἔφθιτ’, ἄλλος δ’ αὖτε] μαρμάρῳ μυλάκρῳ,
[πάντας ἔστ’ ἀνεῖλ]εν Ἄιδας,
[νηπίως, οἳ Κᾶρα]ς αὐτοὶ
[ἀφραδίαισιν ἐπέ]σπον· ἄλαστα δὲ
Ϝέργα πάσον κακὰ μησαμένοι.-
– –
49 (14)-…ἔστι τις θιῶν τίσις·
ὁ δ’ ὄλβιος, ὅστις εὔφρων
ἁμέραν [δι]απλέκει
ἄκλαυτος· ἐγὼν δ’ ἀείδω
Ἀγιδῶς τὸ φῶς· ὁρῶ
Ϝ’ ὥτ’ ἄλιον, ὅνπερ ἇμιν
Ἀγιδὼ μαρτύρεται
φαίνην· ἐμὲ δ’ οὔτ’ ἐπαινῆν
οὔτε μωμήσθαι νιν ἁ κλεννὰ χοραγὸς
οὐδ’ ἁμῶς ἐῇ· δοκεῖ γὰρ ἤμεν αὔτα
ἐκπρεπὴς τὼς ὥπερ αἴ τις
ἐν βοτοῖς στάσειεν ἵππον
παγὸν ἀεθλοφόρον καναχάποδα
τῶν ὑποπετριδίων ὀνείρων·-
– –
63 (28)-ἦ οὐχ ὁρῇς; ὁ μὲν κέλης
Ἐνετικός· ἁ δὲ χαίτα
τᾶς ἐμᾶς ἀνεψιᾶς
Ἁγησιχόρας ἐπανθεῖ
χρυσὸς [ὡ]ς ἀκήρατος·
τό τ’ ἀργύριον πρόσωπον,
διαφάδαν τί τοι λέγω;
Ἁγησιχόρα μὲν αὕτα·
ἁ δὲ δευτέρα πεδ’ Ἀγιδὼ τὸ Ϝεῖδος
ἵππος Ἰβηνῷ Κολαξαῖος δραμήται·
ταὶ Πεληάδες γὰρ ἇμιν
ὀρθρίᾳ φᾶρος φεροίσαις
νύκτα δι’ ἀμβροσίαν ἅτε Σήριον
ἄστρον ἀϜηρομέναι μάχονται· –
– –
77 (42)-οὔτε γάρ τι πορφύρας
τόσσος κόρος ὥστ’ ἀμύναι,
οὔτε ποικίλος δράκων
παγχρύσιος, οὐδὲ μίτρα
Λυδία, νεανίδων
ἰανογ[λ]εφάρων ἄγαλμα,
οὐδὲ ταὶ Ναννῶς κόμαι,
ἀλλ’ οὐ[δ’] Ἀρέτα θιειδής,
οὐδὲ Θύλακίς τε καὶ Κλεησιθήρα,
οὐδ’ ἐς Αἰνησιμβρ[ό]τας ἐνθοῖσα φασεῖς·
Ἀσταφίς [τ]έ μοι γένοιτο
καὶ ποτιγλέποι Φίλυλλα
Δαμαρ[έ]τα τ’ ἐρατά τε Ϝιανθεμίς·
ἀλλ’ Ἁγησιχόρα με τείρει. –
– –
91 (56)-οὐ γὰρ ἁ κ[α]λλίσφυρος
Ἁγησιχ[ό]ρ[α] πάρ’ αὐτεῖ,
Ἀγιδοῖ [δ’ ἴκτ]αρ μένει
θωστήρ[ιά τ’] ἅμ’ ἐπαινεῖ;
ἀλλὰ τᾶν [εὐχὰς] θιοὶ,
δέξασθε· [θι]ῶν γὰρ ἄνα
καὶ τέλος· [χο]ροστάτις,
Ϝείποιμί δ’, [ἐ]γὼν μὲν αὐτὰ
παρθένος μάταν ἀπὸ θράνω λέλακα
γλαύξ· ἐγὼ[ν] δὲ τᾷ μὲν Ἀώτι μάλιστα
Ϝανδάνην ἐρῶ· πόνων γὰρ
ἇμιν ἰάτωρ ἔγεντο·
ἐξ Ἁγησιχόρ[ας] δὲ νεάνιδες
ἰρ]ήνας ἐρατ[ᾶ]ς ἐπέβαν· –
– –
101 (66)-τῷ] τε γὰρ σηραφόρῳ
αὐ]τῶς ἕ[πεται] μεγ’ [ἅρμα],
τ[ῷ] κυβερνάτᾳ δὲ χρὴ
κ[ἠ]ν νᾶϊ μά[λιστ’ ἀκούην·]
ἁ δὲ τᾶν Σηρην[ί]δων
ἀοιδοτέρα μ[ὲν οὐχί,
θιαὶ γάρ, ἀντ[ὶ δ’ ἕνδεκα
παίδων δεκ[ὰς ἅδ’ ἀείδ]ει·
φθέγγεται δ’ [ἄρ’] ᾥ[τ’ ἐπὶ] Ξάνθω ῥοαῖσι
κύκνος· ἁ δ’ ἐπιμέρῳ ξανθᾷ κομίσκᾳ …-
– -
14PD-Anruf an die Muse
c-Μῶσ’ ἄγε Μῶσα λίγηα πολυμμελὲς
αἰὲν ἀοιδὲ μέλος
νεοχμὸν ἄρχε παρθένοις ἀείδην
καὶ ναὸς ἁγνὸς εὐπύργω Θεράπνας
χέρρονδε κωφὸν ἐν φύκεσσι πίτνει –
– -
16PD-Der Mann aus Sardeis
1-οὐκ ἦς ἀνὴρ ἀγρεῖος οὐ–
2
3-δὲ σκαιὸς οὐδὲ †παρὰ σοφοῖ-
σιν† οὐδὲ Θεσσαλὸς γένος,-
4-Ἐρυσιχαῖος οὐδὲ ποιμήν,-
5-ἀλλὰ Σαρδίων ἀπ’ ἀκρᾶν –
–
19PD-Gedeckter Tisch
4-κλίναι μὲν ἑπτὰ καὶ τόσαι τραπέσδαι
μακωνιᾶν ἄρτων ἐπιστεφοίσαι
λίνω τε σασάμω τε κἠν πελίχναις
†πεδεστε† χρυσοκόλλα. -…
– -
20PD–Jahreszeiten
5-ὥρας δ’ ἔθηκε τρεῖς, θέρος
καὶ χεῖμα κὠπώραν τρίταν
καὶ τέτρατον τὸ Ϝῆρ, ὅκα
θάλλει μέν, ἐσθίην δ’ ἄδαν
οὐκ ἔστι.-.
56D-
-
26PD/94D–Das Alter
4-οὔ μ’ ἔτι, παρθενικαὶ μελιγάρυες ἱαρόφωνοι,
γυῖα φέρην δύναται· βάλε δὴ βάλε κηρύλος εἴην,
ὅς τ’ ἐπὶ κύματος ἄνθος ἅμ’ ἀλκυόνεσσι ποτήται
νηδεὲς ἦτορ ἔχων, ἁλιπόρφυρος ἱαρὸς ὄρνις.
-
27PD/67D–Musenanruf
3-Μῶσ’ ἄγε Καλλιόπα θύγατερ Διὸς
ἄρχ’ ἐρατῶν Ϝεπέων, ἐπὶ δ’ ἵμερον
ὕμνῳ καὶ χαρίεντα τίθη χορόν
-
29PD-Prooimion
2-ἐγὼν δ’ ἀείσομαι
ἐκ Διὸς ἀρχομένα
–
56PD/37D–An Dionysos
6-πολλάκι δ’ ἐν κορυφαῖς ὀρέων, ὅκα
θιοῖσι Ϝάδῃ πολύφανος ἑορτά,
χρύσιον ἄγγος ἔχοισα, μέγαν σκύφον,
οἷά τε ποιμένες ἄνδρες ἔχοισιν,
χερσὶ λεόντεον ἐν γάλα θεῖσα
τυρὸν ἐτύρησας μέγαν ἄτρυφον Ἀργειφόντᾳ.-
– -]
59PD-Eros
b-῎Ερως με δηὖτε Κύπριδος Ϝέκατι
γλυκὺς κατείβων καρδίαν ἰαίνει.
τοῦτο Ϝαδειᾶν ἔδειξε Μωσᾶν
δῶρον μάκαιρα παρθένων
ἁ ξανθὰ Μεγαλοστράτα.-
81PD–
1-Ζεῦ πάτερ, αἰ γὰρ ἐμὸς πόσις εἴη. –
– -]
82PD–
2-λῦσαν δ’ ἄπρακτα νεάνιδες ὥ-
τ’ ὄρνις Ϝιέρακος ὑπερπταμένω. –
--
7-εὕδουσι δ’ ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραγγες
πρώονές τε καὶ χαράδραι
φῦλά τ’ ἑρπέτ’ ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖα
θῆρές τ’ ὀρεσκώιοι καὶ γένος μελισσᾶν
καὶ κνώδαλ’ ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλός·
εὕδουσι δ’ οἰωνῶν
φῦλα τανυπτερύγων.-
–
-ἁμέραν [δι]απλέκει-
-ἄκλαυτος· ἐγὼν δ᾽ ἀείδω-
40-Ἀγιδῶς τὸ φῶς· ὁρῶ-
-.᾽ ὥτ᾽ ἄλιον, ὅνπερ ἇμιν-
-Ἀγιδὼ μαρτύρεται-
-φαίνεν· ἐμὲ δ᾽ οὔτ᾽ ἐπαινὲν-
-οὔτε μωμέσθαι νιν ἁ κλεννὰ χοραγὸς-
45-οὐδ᾽ ἁμῶς ἐῆι· δοκεῖ γὰρ ἤμεν αὔτα-
-ἐκπρεπὴς τὼς ὥπερ αἴτις-
-ἐν βοτοῖς στάσειεν ἵππον-
-παγὸν ἀεθλοφόρον καναχάποδα-
-τῶν ὑποπετριδίων ὀνείρων·-
– –
50-ἦ οὐχ ὁρῆις; ὁ μὲν κέλης-
-Ἐνετικός· ἁ δὲ χαίτα-
-τᾶς ἐμᾶς ἀνεψιᾶς-
-Ἁγησιχόρας ἐπανθεῖ-
-χρυσὸς [ὡ]ς ἀκήρατος·-
55-τό τ᾽ ἀργύριον πρόσωπον,-
-διαφάδαν τί τοι λέγω;-
-Ἁγησιχόρα μὲν αὕτα·-
-ἁ δὲ δευτέρα πεδ᾽ Ἀγιδὼ τὸ εἶδος-
-ἵππος Εἰβηνῶι Κολαξαῖος δραείήται·-
60-ταὶ Πελειάδες γὰρ ἇμιν-
-Ὀρθρίαι φᾶρος φεροίσαις-
-νύκτα δι᾽ ἀμβροσίαν ἅτε Σίριον-
-ἄστρον αὐειρομέναι μάχονται·-
– –
-οὔτε γάρ τι πορφύρας-
65-τόσσος κόρος ὥστ᾽ ἀμύναι,-
-οὔτε ποικίλος δράκων-
-παγχρύσιος, οὐδὲ μίτρα-
-Λυδία, νεανίδων-
-ἰανογ[λ]εφάρων ἄγαλμα,-
70-οὐδὲ ταὶ Ναννῶς κόμαι,-
-ἀλλ᾽ οὐ[δ᾽] Ἀρέτα σιειδής,-
-οὐδὲ Σύλακίς τε καὶ Κλεησισήρα,-
-οὐδ᾽ ἐς Αἰνησιμβρ[ό]τας ἐνθοῖσα φασεῖς·-
-Ἀσταφίς [τ]έ μοι γένοιτο-
75-καὶ ποτιγλέποι Φίλυλλα-
-Δαμαρ[έ]τα τ᾽ ἐρατά τε Ἰανθεμίς·-
-ἀλλ᾽ Ἁγησιχόρα με τείρει.-
– –
-οὐ γὰρ ἁ κ[α]λλίσφυρος-
-Ἁγησιχ[ό]ρ[α] πάρ᾽ αὐτεῖ,-
80-Ἀγιδοῖ…. αρμένει-
-θωστήρ[ιά τ᾽] ἅμ᾽ ἐπαινεῖ.-
-ἀλλὰ τᾶν [..]… σιοὶ-
-δέξασθε· [σι]ῶν γὰρ ἄνα-
-καὶ τέλος· [χο]ροστάτις,-
85-εἴποιμί κ᾽, [ἐ]γὼν μὲν αὐτὰ-
-παρσένος μάταν ἀπὸ θράνω λέλακα-
-γλαύξ· ἐγὼ[ν] δὲ τᾶι μὲν Ἀώτι μάλιστα-
-ἁνδάνην ἐρῶ· πόνων γὰρ-
-ἇμιν ἰάτωρ ἔγεντο·-
90-ἐξ Ἁγησιχόρ[ας] δὲ νεάνιδες-
-ἰρ]ήνας ἐρατ[ᾶ]ς ἐπέβαν·-
– –
-τῶ]ι τε γὰρ σηραφόρωι-
-..]τῶς εδ………..-
-τ[ῶι] κυβερνάται δὲ χρὴ-
95-κ[ἠ]ν νᾶϊ μάλιστ᾽ ἀκούεν·-
-ἁ δὲ τᾶν Σηρην[ί]δων-
-ἀοιδοτέρα μ[ὲν οὐχί,-
-σιαὶ γάρ, ἀντ[ὶ δ᾽ ἕνδεκα-
-παιδῶν δεκ[ὰς ἅδ᾽ ἀείδ]ει·-
100-φθέγγεται δ᾽ [ἄρ᾽] ὥ[τ᾽ ἐπὶ] Ξάνθω ῥοαῖσι-
-κύκνος· ἁ δ᾽ ἐφειμέρωι ξανθᾶι κομίσκαι-
…
ΣΕ ΑΛΛΗ ΑΠΟΔΟΣΗ
1-[ ] Πωλυδεύκης·-
-οὐκ ἐγὼν Λύκαισον ἐν καμοῦσιν ἀλέγω-
-[ Ἐνα]ρσφόρον τε καὶ Σέβρον ποδώκη-
-[ ]ν τε τὸν βιατὰν-
5-[ ]. τε τὸν κορυστὰν-
-Εὐτείχη τε Ϝάνακτά τ᾽ Ἀρήιον-
-[ ]ά τ᾽ ἔξοχον ἡμισίων·-
– –
-[ ]ν τὸν ἀγρόταν-
-[ ] μέγαν Εὔρυτόν τε-
10-[ ]πώρω κλόνον-
-[ ]. τε τὼς ἀρίστως-
-[ ] παρήσομες-
-[ ]αρ Αἶσα παντῶν-
-[ ] γεραιτάτοι-
15-[ ἀπ]έδιλος ἀλκὰ-
-[μή τις ἀνθ]ρώπων ἐς ὠρανὸν ποτήσθω-
-[ μηδὲ πη]ρήτω γαμὲν τὰν Ἀφροδίταν-
-[ ]άν[α]σσαν ἤ τιν᾽-
-[ ] ἢ παίδα Πόρκω-
20-[ Χά]ριτες δὲ Διὸς δ[ό]μον-
-[ ]σιν ἐρογλεφάροι·-
– –
-[ ]τάτοι-
-[ ]τα δαίμων-
-[ ]ι φίλοις-
25-[ ]ωκε δῶρα-
-[ ]γαρέον-
-[ ]ώλεσ᾽ ἥβα-
-[ ]ρονον-
-[ ].ταίας-
30-[ ]έβα· τῶν δ᾽ ἄλλος ἰῶι-
-[ ] μαρμάρωι μυλάκρωι-
-[ ].εν Ἀΐδας-
-[ ]αυτοι-
-[ ]πον· ἄλαστα δὲ-
35-ἔργα πάσον κακὰ μησαμένοι·-
– –
-ἔστι τις σιῶν τίσις·-
-ὁ δ᾽ ὄλβιος, ὅστις εὔφρων-
-ἁμέραν [δι]απλέκει-
-ἄκλαυτος· ἐγὼν δ᾽ ἀείδω-
40-Ἀγιδῶς τὸ φῶς· ὁρῶ-
-.᾽ ὥτ᾽ ἄλιον, ὅνπερ ἇμιν-
-Ἀγιδὼ μαρτύρεται-
-φαίνεν· ἐμὲ δ᾽ οὔτ᾽ ἐπαινὲν-
-οὔτε μωμέσθαι νιν ἁ κλεννὰ χοραγὸς-
45-οὐδ᾽ ἁμῶς ἐῆι· δοκεῖ γὰρ ἤμεν αὔτα-
-ἐκπρεπὴς τὼς ὥπερ αἴτις-
-ἐν βοτοῖς στάσειεν ἵππον-
-παγὸν ἀεθλοφόρον καναχάποδα-
-τῶν ὑποπετριδίων ὀνείρων·-
– –
50-ἦ οὐχ ὁρῆις; ὁ μὲν κέλης-
-Ἐνετικός· ἁ δὲ χαίτα-
-τᾶς ἐμᾶς ἀνεψιᾶς-
-Ἁγησιχόρας ἐπανθεῖ-
-χρυσὸς [ὡ]ς ἀκήρατος·-
55-τό τ᾽ ἀργύριον πρόσωπον,-
-διαφάδαν τί τοι λέγω;-
-Ἁγησιχόρα μὲν αὕτα·-
-ἁ δὲ δευτέρα πεδ᾽ Ἀγιδὼ τὸ εἶδος-
-ἵππος Εἰβηνῶι Κολαξαῖος δραείήται·-
60-ταὶ Πελειάδες γὰρ ἇμιν-
-Ὀρθρίαι φᾶρος φεροίσαις-
-νύκτα δι᾽ ἀμβροσίαν ἅτε Σίριον-
-ἄστρον αὐειρομέναι μάχονται·-
– –
-οὔτε γάρ τι πορφύρας-
65-τόσσος κόρος ὥστ᾽ ἀμύναι,-
-οὔτε ποικίλος δράκων-
-παγχρύσιος, οὐδὲ μίτρα-
-Λυδία, νεανίδων-
-ἰανογ[λ]εφάρων ἄγαλμα,-
70-οὐδὲ ταὶ Ναννῶς κόμαι,-
-ἀλλ᾽ οὐ[δ᾽] Ἀρέτα σιειδής,-
-οὐδὲ Σύλακίς τε καὶ Κλεησισήρα,-
-οὐδ᾽ ἐς Αἰνησιμβρ[ό]τας ἐνθοῖσα φασεῖς·-
-Ἀσταφίς [τ]έ μοι γένοιτο-
75-καὶ ποτιγλέποι Φίλυλλα-
-Δαμαρ[έ]τα τ᾽ ἐρατά τε Ἰανθεμίς·-
-ἀλλ᾽ Ἁγησιχόρα με τείρει.-
– –
-οὐ γὰρ ἁ κ[α]λλίσφυρος-
-Ἁγησιχ[ό]ρ[α] πάρ᾽ αὐτεῖ,-
80-Ἀγιδοῖ…. αρμένει-
-θωστήρ[ιά τ᾽] ἅμ᾽ ἐπαινεῖ.-
-ἀλλὰ τᾶν [..]… σιοὶ-
-δέξασθε· [σι]ῶν γὰρ ἄνα-
-καὶ τέλος· [χο]ροστάτις,-
85-εἴποιμί κ᾽, [ἐ]γὼν μὲν αὐτὰ-
-παρσένος μάταν ἀπὸ θράνω λέλακα-
-γλαύξ· ἐγὼ[ν] δὲ τᾶι μὲν Ἀώτι μάλιστα-
-ἁνδάνην ἐρῶ· πόνων γὰρ-
-ἇμιν ἰάτωρ ἔγεντο·-
90-ἐξ Ἁγησιχόρ[ας] δὲ νεάνιδες-
-ἰρ]ήνας ἐρατ[ᾶ]ς ἐπέβαν·-
– –
-τῶ]ι τε γὰρ σηραφόρωι-
-..]τῶς εδ………..-
-τ[ῶι] κυβερνάται δὲ χρὴ-
95-κ[ἠ]ν νᾶϊ μάλιστ᾽ ἀκούεν·-
-ἁ δὲ τᾶν Σηρην[ί]δων-
-ἀοιδοτέρα μ[ὲν οὐχί,-
-σιαὶ γάρ, ἀντ[ὶ δ᾽ ἕνδεκα-
-παιδῶν δεκ[ὰς ἅδ᾽ ἀείδ]ει·-
100-φθέγγεται δ᾽ [ἄρ᾽] ὥ[τ᾽ ἐπὶ] Ξάνθω ῥοαῖσι-
-κύκνος· ἁ δ᾽ ἐφειμέρωι ξανθᾶι κομίσκαι-