Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Σαμία (421-439)

ΝΙ. παρατενεῖς, γύναι. βαδίζω νῦν ἐκείνῳ προσβαλῶν.
οὐδ᾽ ἂν ἐπὶ πολλῷ γενέσθαι τὸ γεγονός, μὰ τοὺς θεούς,
πρᾶγμ᾽ ἐδεξάμην. μεταξὺ τῶν γάμων ποουμένων
συμβέβηκ᾽ οἰωνὸς ἡμῖν ἄτοπος· ἐκβεβλημένη
425 εἰσελήλυθεν πρὸς ἡμᾶς παιδάριον ἔχουσά τις
δάκρυα γίνεθ᾽, αἱ γυναῖκες τεθορύβηνται. Δημέας
σκατοφαγεῖ. νὴ τὸν Ποσειδῶ καὶ θεούς, οἰμώξεται
σκαιὸς ὤν. ΜΟ. οὐ μὴ δύῃ ποθ᾽ ἥλιος. τί δεῖ λέγειν;
ἐπιλέλησθ᾽ ἡ νὺξ ἑαυτῆς. ὢ μακρᾶς δείλης. τρίτον
430 λούσομ᾽ ἐλθών· τί γὰρ ἔχοιμ᾽ ἂν ἄλλο ποιεῖν; ΝΙ. Μοσχίων,
χαῖρε πολλά. (ΜΟ.) νῦν ποοῦμεν τοὺς γάμους; ὁ Παρμένων
εἶπεν ἐν ἀγορᾷ περιτυχὼν ἄρτι μοι. τί κωλύει
μετιέναι τὴν παῖδά μ᾽ ἤδη; (ΝΙ.) τἀνθάδ᾽ ἀγνοῶν πάρει;
(ΜΟ.) ποῖα; (ΝΙ.) ποῖ᾽; ἀηδία τις συμβέβηκεν ἔκτοπος.
435 (ΜΟ.) Ἡράκλεις· τίς; οὐ γὰρ εἰδὼς ἔρχομαι. (ΝΙ.) τὴν Χρυσίδα
ἐξελήλακ᾽ ἔνδοθέν σου, φίλταθ᾽, ὁ πατὴρ ἀρτίως.
(ΜΟ.) οἷον εἴρηκας. (ΝΙ.) τὸ γεγονός. (ΜΟ.) διὰ τί; (ΝΙ.) διὰ τὸ παιδίον.
(ΜΟ.) εἶτα ποῦ ᾽στι νῦν; (ΝΙ.) παρ᾽ ἡμῖν ἔνδον. (ΜΟ.) ὢ δεινὸν λέγων
πρᾶγμα καὶ θαυμαστόν. (ΝΙ.) εἴ σοι δεινὸν εἶναι φαίνεται—

***
ΝΙΚ. Θα μου βγάλεις την ψυχή, γυναίκα. Πηγαίνω τώρα
να τα βάλω μαζί του. Και να μου έδιναν πολλά λεφτά
δεν θα δεχόμουν, μα τους θεούς, να γίνει αυτό που έγινε.
Είναι κακό σημάδι να μας συμβεί αυτό, ενώ
ετοιμάζουμε τον γάμο. Μπήκε στο σπίτι μας
425 διωγμένη γυναίκα με παιδί. Έχουμε κλάματα,
οι γυναίκες είναι αναστατωμένες. Ο Δημέας είναι
αγροίκος. Μα τον Ποσειδώνα και τους θεούς, θα κλάψει
ο βάρβαρος. ΜΟΣ. Ο ήλιος δεν πρόκειται να δύσει. Τί λέω;
Ξεχάστηκε η νύχτα να φανεί. Τί δειλινό ατέλειωτο!
Πάω για το τρίτο λουτρό. Τί άλλο έχω να κάνω;
430 ΝΙΚ. Μοσχίων, γειά σου. ΜΟΣ. Θα κάνουμε τώρα τον γάμο;
Μου το είπε πριν από λίγο ο Παρμένων, που τον συνάντησα
στην αγορά. Υπάρχει εμπόδιο να πάω να πάρω
τώρα τη νύφη; ΝΙΚ. Δεν ξέρεις αυτά που έγιναν εδώ;
ΜΟΣ. Ποιά; ΝΙΚ. Ποιά; Έγινε κάτι πολύ άσχημο. ΜΟΣ. Ηρακλή μου, τί;
435 Δεν έχω ιδέα. ΝΙΚ. Έδιωξε τη Χρυσίδα από το σπίτι,
αγαπητέ μου, ο πατέρας σου, πριν από λίγο.
ΜΟΣ. Τί μου λες; ΝΙΚ. Αυτό που έγινε. ΜΟΣ. Γιατί; ΝΙΚ. Για το παιδί.
ΜΟΣ. Και τώρα πού είναι; ΝΙΚ. Μέσα σε μας. ΜΟΣ. Ω τρομερό
και παράξενο πράγμα μου λες! ΝΙΚ. Αν σου φαίνεται τρομερό—

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Αττικισμός, η «καλή» και η «κακή» γλώσσα

11.2.2 Ας ξαναγυρίσουμε στην καθαρεύουσα


Αυτό λοιπόν που έκανε την καθαρεύουσα, για τους υποστηρικτές της, «καλή», «πρότυπη», «καθαρή» γλώσσα ήταν ότι προσεγγίζει (κρατώντας τη μορφολογία και ένα μέρος του λεξιλογίου της) την ένδοξη αρχαία ελληνική γλώσσα. Αλλά και κάτι ακόμα: ήταν «καθαρή» από δάνεια, τουρκικής, σλαβικής, αλβανικής, ιταλικής προέλευσης. Αυτά τα δάνεια, το έχουμε ήδη πει, είχαν μπει στην ομιλούμενη γλώσσα μέσα από τις επαφές της με άλλους λαούς και γλώσσες - επαφές κυριαρχίας (τα τουρκικά λ.χ., ή τα ιταλικά σε ιταλοκρατούμενες περιοχές όπως τα Επτάνησα), επαφές γειτονίας και συμβίωσης (σλαβικές γλώσσες, αλβανικά). Τα δάνεια αυτά θεωρούνταν, μαζί με την απομάκρυνση από τα αρχαία ελληνικά, ως αίτια της μη καθαρότητας της δημοτικής. Έχουμε όμως ήδη μιλήσει για τον γλωσσικό δανεισμό σε προηγούμενο κεφάλαιο. Ο γλωσσικός δανεισμός δεν «βρωμίζει» τη γλώσσα έτσι ώστε να χρειάζεται να την «καθαρίσουμε». Όλες οι γλώσσες, το έχουμε ήδη συζητήσει, διαμορφώθηκαν μέσα από τις επαφές τους με άλλες γλώσσες. Και δεν γίνεται αλλιώς. 

Οι λαοί και οι γλώσσες δεν κλείνονται σε γυάλες. Μάρτυρας γι' αυτό είναι και η ίδια η «καθαρή» καθαρεύουσα. Μπορεί να απέφευγε τη χρήση τουρκικών, σλαβικών, αλβανικών και άλλων δανείων, που χρησιμοποιούνταν και επέζησαν στην δημοτική, αλλά δεν απέφυγε τον «κρυφό δανεισμό», την ελληνική απόδοση δηλαδή εκφράσεων που προέρχονταν από άλλες γλώσσες και κυρίως τα γαλλικά, που ήταν η γλώσσα του πολιτισμού του 19ου αιώνα. Θυμηθείτε τη λέξη διαμέρισμα, που αναφέραμε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Η λέξη αυτή μεταφράζει τη γαλλική λέξη appartement. Εκφράσεις όπως ανοίγω πυρ, κερδίζω έδαφος, έλαμψε διά της απουσίας του είναι, όλες, ελληνικές αποδόσεις, δηλαδή «κρυφά δάνεια», από άλλες γλώσσες (κυρίως τα γαλλικά και τα αγγλικά). 

Η καθαρεύουσα είχε ανάγκη αυτό τον κρυφό δανεισμό, γιατί έπρεπε να «μιλήσει» για πράγματα και καταστάσεις που δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα. Στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν διαμερίσματα, ούτε πιστόλια και τουφέκια για να «ανοίξει κανείς πυρ». Πολλές φορές η εμμονή της καθαρεύουσας στον αρχαϊσμό γεννούσε αστείες καταστάσεις. Έτσι, στο θεατρικό έργο Βαβυλωνία του 1836 (αναφερθήκαμε σε αυτό σε προηγούμενο κεφάλαιο) ο καθαρευουσιάνος δάσκαλος ζητά από τον χωρικό συνομιλητή του νηφοκοκκόζωμον. Μάταια, γιατί εννοεί καφέ αλλά δεν θέλει να χρησιμοποιήσει αυτή τη «μη καθαρή» λέξη. Ο συνομιλητής όμως δεν καταλαβαίνει, ενώ το νηφοκοκκόζωμον του θυμίζει άλλα… πράγματα (ο Ξενοδόχος μιλάει χιώτικα):

Ανατολίτης: Ντεν τρέπεσαι, εσύ κοντζάμου λογιότατος, νύφη τέλεις; Πού νά βρούμε νύφη για; [προς τον Ξενοδόχον] Έλα, έλα, μισέ Μπαστιά, λογιότατο νύφη υρεύει.

Ξενοδοχος [προς τον Λογιότατον]: Καλέ σεις, εν ντρεπούστενε να λέτεν πως θέτενε νύφη; Και πού να σας τηνε βρούμεν τώρη;

Λογιοτατος: Ουχί, αλλά νηφοκοκκόζωμον είρηκα.

Ανατολίτης: Έι, ιστέ, νύφη κοκόνα για; Ένα ζουμί έχει παραπάνου.

Λογιοτατος: Ουκ έγνωκας, αγράμματε.

Ανατολίτης: Εγώ γράμματα ντεν ξέρω, αμά νύφη κοκόνα υρεύεις, καλή ντουλειά ντεν είναι - ετούτο καταλαβαίνω τί τα πει.

Λογιοτατος: Ω αναλφάβητε άνερ! Και δη ζωμόν έφην του κόκκου, ον υμείς οι βάρβαροι καφέν καλείτε.

Ανατολίτης: Καφέ τέλεις;

Λογιοτατος: Έγωγε.

Ανατολίτης: Έγωγες να γένεις! Και ντε λες έτσι, μόνε λες νύφη και κοκόνα; Πολύ σασκίνη άντρωπο είσαι· ατζαΐπικο μπουνταλά είσαι, να μη σε κακοφανεί… Εγώ έτσι σασκίνη άντρωπο ντεν είδα ακόμη… Καρδιά του τέλει καφέ, και να υρεύει κοκόνα νύφη… Ακόμα να δγιούμε τί τα υρέψεις λοής κοπής ανάποντα πράματα.

λογιότατος: δάσκαλος | μισέ: κύριε | θέτενε: θέλετε | είρηκα: είπα | ιστέ: να, ορίστε I κοκόνα: κυρία από καλή οικογένεια | ουκ έγνωκας: δεν κατάλαβες | αμά: μα, αλλά | άνερ: άνθρωπε | και δη … καλείτε: είπα ζουμί του κόκκου, αυτό που εσείς οι βάρβαροι λέτε καφέ | έγωγε: ναι | σασκίνη: χαζός | ατζαΐπικο μπουνταλά: παράξενος βλάκας | λοής κοπής: κάθε είδους

Σε έναν οδηγό μαγειρικής πάλι (του 1830) η μπριζόλα, λέξη ιταλικής προέλευσης, γίνεται εμπρησθόλα για να συνδεθεί με το αρχαίο ρήμα πίμπρημι που σημαίνει 'καίω', το ίδιο ρήμα που βρίσκεται στις λέξεις εμπρησμός και εμπρηστής 'αυτός που βάζει φωτιά'.

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Αἴας (815-865)

815 ΑΙ. ὁ μὲν σφαγεὺς ἕστηκεν ᾗ τομώτατος
γένοιτ᾽ ἄν, εἴ τῳ καὶ λογίζεσθαι σχολή,
δῶρον μὲν ἀνδρὸς Ἕκτορος ξένων ἐμοὶ
μάλιστα μισηθέντος, ἐχθίστου θ᾽ ὁρᾶν.
πέπηγε δ᾽ ἐν γῇ πολεμίᾳ τῇ Τρῳάδι,
820 σιδηροβρῶτι θηγάνῃ νεηκονής·
ἔπηξα δ᾽ αὐτὸν εὖ περιστείλας ἐγώ,
εὐνούστατον τῷδ᾽ ἀνδρὶ διὰ τάχους θανεῖν.
οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν· ἐκ δὲ τῶνδέ μοι
σὺ πρῶτος, ὦ Ζεῦ, καὶ γὰρ εἰκός, ἄρκεσον.
825 αἰτήσομαι δέ σ᾽ οὐ μακρὸν γέρας λαχεῖν.
πέμψον τιν᾽ ἡμῖν ἄγγελον, κακὴν φάτιν
Τεύκρῳ φέροντα, πρῶτος ὥς με βαστάσῃ
πεπτῶτα τῷδε περὶ νεορράντῳ ξίφει,
καὶ μὴ πρὸς ἐχθρῶν του κατοπτευθεὶς πάρος
830 ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ᾽ ἕλωρ.
τοσαῦτά σ᾽, ὦ Ζεῦ, προστρέπω, καλῶ δ᾽ ἅμα
πομπαῖον Ἑρμῆν χθόνιον εὖ με κοιμίσαι,
ξὺν ἀσφαδᾴστῳ καὶ ταχεῖ πηδήματι
πλευρὰν διαρρήξαντα τῷδε φασγάνῳ.
835 καλῶ δ᾽ ἀρωγοὺς τὰς ἀεί τε παρθένους
ἀεί θ᾽ ὁρώσας πάντα τἀν βροτοῖς πάθη,
σεμνὰς Ἐρινῦς τανύποδας, μαθεῖν ἐμὲ
πρὸς τῶν Ἀτρειδῶν ὡς διόλλυμαι τάλας.
καί σφας κακοὺς κάκιστα καὶ πανωλέθρους
840 ξυναρπάσειαν, ὥσπερ εἰσορῶσ᾽ ἐμὲ
αὐτοσφαγῆ πίπτοντα· τὼς αὐτοσφαγεῖς
πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο.
ἴτ᾽, ὦ ταχεῖαι ποίνιμοί τ᾽ Ἐρινύες,
γεύεσθε, μὴ φείδεσθε πανδήμου στρατοῦ.
845 σὺ δ᾽, ὦ τὸν αἰπὺν οὐρανὸν διφρηλατῶν
Ἥλιε, πατρῴαν τὴν ἐμὴν ὅταν χθόνα
ἴδῃς, ἐπισχὼν χρυσόνωτον ἡνίαν
ἄγγειλον ἄτας τὰς ἐμὰς μόρον τ᾽ ἐμὸν
γέροντι πατρὶ τῇ τε δυστήνῳ τροφῷ.
850 ἦ που τάλαινα, τήνδ᾽ ὅταν κλύῃ φάτιν,
ἥσει μέγαν κωκυτὸν ἐν πάσῃ πόλει.
ἀλλ᾽ οὐδὲν ἔργον ταῦτα θρηνεῖσθαι μάτην·
ἀλλ᾽ ἀρκτέον τὸ πρᾶγμα σὺν τάχει τινί.
ὦ θάνατε θάνατε, νῦν μ᾽ ἐπίσκεψαι μολών·
855 καίτοι σὲ μὲν κἀκεῖ προσαυδήσω ξυνών.
σὲ δ᾽, ὦ φαεννῆς ἡμέρας τὸ νῦν σέλας,
καὶ τὸν διφρευτὴν Ἥλιον προσεννέπω,
πανύστατον δὴ κοὔποτ᾽ αὖθις ὕστερον.
ὦ φέγγος, ὦ γῆς ἱερὸν οἰκείας πέδον
860 Σαλαμῖνος, ὦ πατρῷον ἑστίας βάθρον,
κλειναί τ᾽ Ἀθῆναι, καὶ τὸ σύντροφον γένος.
κρῆναί τε ποταμοί θ᾽ οἵδε, καὶ τὰ Τρωικὰ
πεδία προσαυδῶ, χαίρετ᾽, ὦ τροφῆς ἐμοί·
τοῦθ᾽ ὑμὶν Αἴας τοὔπος ὕστατον θροεῖ,
865 τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἐν Ἅιδου τοῖς κάτω μυθήσομαι.

***
ΑΙ. Είναι στημένος ο σφαγέας, τόσο που να μπορεί
πέρα για πέρα να με κόψει — μιλώ σαν κάποιον που έχει
ακόμη τον καιρό να λογαριάζει.
Δώρο του Έκτορα αυτό το ξίφος, του ξένου
που τον μίσησα όσο κανέναν άλλο — χειρότερο εχθρό
δεν είδανε τα μάτια μου.
Είναι ο σφαγέας στημένος στο χώμα της αντίπαλης
Τρωάδας, στο αμόνι ακονισμένος
820 που τρώει τον σίδηρο.
Καλά, και με την πρέπουσα φροντίδα τον έμπηξα ο ίδιος,
τόσο που πρόθυμος το σώμα αυτό θα θανατώσει γρήγορα.
Είμαστε έτοιμοι, λοιπόν, πανέτοιμοι.
Και τώρα, ω Δία, απ᾽ όλους πρώτον, καταπώς αρμόζει,
εσένα επικαλούμαι, ζητώντας τη βοήθειά σου.
Δεν σου ζητώ μεγάλη χάρη· μαντατοφόρο στείλε μόνο,
να πει στον Τεύκρο το πικρό μαντάτο· πρώτος αυτός
στα χέρια του να με σηκώσει
απ᾽ το ματοβαμμένο μου σπαθί·
να μην προλάβουν οι εχθροί και μείνω απορριγμένος,
830 λεία στα λαίμαργα σκυλιά και στα κοράκια.
Τόσο μονάχα, ω Δία, σ᾽ ικετεύω.
Συνάμα ανακαλώ τον χθόνιο, ψυχοπομπό Ερμή,
να με κοιμίσει ήρεμα, όταν πηδώντας γρήγορα πάνω
σ᾽ αυτό το ξίφος, θα σχίσω την πλευρά μου,
δίχως να σφαδάξω.
Καλώ ακόμη να παρασταθούν εκείνες οι αθάνατες
Παρθένες, που επιβλέπουν συνεχώς
όλα τα πάθη των βροτών·
τις Ερινύες, εννοώ, σεμνές κι ωκύποδες, να μάθουνε
πως άδικα απ᾽ τους Ατρείδες χάνομαι — ο δύσμοιρος.
Αυτούς κακήν κακώς να τους αρπάξουν,
840 να τους εξολοθρέψουν· εμένα βλέποντας,
που με το ίδιο μου το χέρι σφάζομαι και σβήνω.
Έτσι κι αυτοί ν᾽ αφανιστούν, σφαγιασμένοι
να βρεθούν από το χέρι των παιδιών τους.
Φανείτε, εκδικηθείτε, Ερινύες, τώρα, το αίμα τους
γευθείτε, κανέναν μέσα στον στρατό μη λυπηθείτε.
Ήλιε, κι εσύ που κυβερνάς εκεί ψηλά στον ουρανό
το ένιππο άρμα σου, όταν πάρει το μάτι σου
την πατρική μου γη, συγκράτησε για λίγο
το χρυσό σου χαλινάρι, κι ανάγγειλε
ολόκληρη τη συμφορά, με το μοιραίο τέλος της,
στον γέροντα πατέρα μου και στη φτωχή μου μάνα.
850 Που όταν η δύστυχη ακούσει αυτή την είδηση,
μεγάλον κοπετό σίγουρα θα σηκώσει σ᾽ όλη την πόλη.
Αλλά σε τίποτα δεν ωφελεί αυτός ο μάταιος θρήνος·
πρέπει το πράγμα να τελειώσει όσο μπορεί πιο γρήγορα.
Θάνατε, ω Θάνατε, έφτασε η ώρα τώρα, έλα και ρίξε
πάνω μου το βλέμμα σου, παρότι εκεί θα έχω
όλον τον καιρό δικό μου μαζί σου να συνομιλώ.
Εσένα λάμψη μέρας πάμφωτης, εσένα Ήλιε
αρματηλάτη, για ύστατη φορά σας χαιρετώ — ποτέ ξανά.
Ω φέγγος, χώμα ιερό της πατρικής μου γης,
860 της Σαλαμίνας, ω βάθρο της προγονικής εστίας,
ω δοξασμένη Αθήνα, κι εσείς σύντροφοι ναυτικοί, κρήνες,
ποτάμια, κάμποι γύρω της Τρωάδας, σας αποχαιρετώ
—εσείς με αναθρέψατε.
Αυτή ᾽ναι η τελευταία λέξη που προφέρει ο Αίας·
τ᾽ άλλα, στους ένοικους κάτω του Άδη θα τα διηγηθώ.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας

Νεοελληνικές διάλεκτοι

Δείγματα νεοελληνικών διαλέκτων. Μερικές δεν μιλιούνται πια.

Χρησιμοποιούνται τα παρακάτω σύμβολα:  = παχύ · , , ,  = ουρανικοί φθόγγοι, όπως στις λέξεις κιλό, μιλιά, πανιά, χυμός αντίστοιχα· ξ́, σ́, τ́ = ουρανικοποιημένοι φθόγγοι , , ·  = παχύ ·

στην ποντιακή,  = φωνήεν ανάμεσα στο και στο ·

στην καππαδοκική, ə = φωνήεν που αρθρώνεται όπως το ε, αλλά με πιο κλειστό στόμα· q = φθόγγος περισσότερο υπερωικός από το·  = υπερωικό α, όπως μετά το πρώτο α στη λέξη αγκαλιά·

στην τσακωνική, κ῾, π῾, τ῾ = δασέα· τ́ = ουρανικοποιημένο και απαλό .

Πελοποννησιακή: Αναμνήσεις από την επανάσταση του 1821

Πώς να σου τα μολοήσω, παιδάκι μου; Εδώ πέρα, καθώς θα 'χεις μαθημένα, ήτανε πρώτα Τουρκιά. Τόμ άναψε το ντουφέκι, οι καλοί άντρες πήγανε στον πόλεμο και μεις μείναμε. Ήτανε φερμένος ο Μπραήμης και μας εκυνήησε και εφύγαμε· άλλοι τις Πέτσες κι άλλοι το Λενίδι. Εμείς σηκωθήκαμε, καμιά κατοστή φαμπελιές, και πάμε τα Τζίντζινα, από κει βγαίνομε τον Άι-Βασίλη τη ρεματιά μέσα. Από τον Άι-Βασίλη στο Βρονταμά, από το Βρονταμά στο Παρόρι, κι από το Παρόρι στο Μυστρά φευγόδικοι. Στο Βρονταμά, πού να σου λέω, μας εκυνηήσανε· δε μας αφήνανε να πιούμε νερό.

τόμ: όταν | τις Πέτσες, το Λενίδι κτλ.: στις Σπέτσες, στο Λενίδι κτλ. | φαμπελιές: φαμίλιες, οικογένειες

Μανιάτικη: Σατιρικό μοιρολόι. (Τα γράμματα σε παρένθεση μόλις ακούγονται.)

«Μωρή, τί να ζε κάνομε;

Για να ζε περιμένομε,

μωρή, δε(ν) τάζεις τίποτα;
»

«Δε(ν) κουμαντάρου τίποτα,

γιατ' έναι η μάνα μου μη(ι)τρά,

μόν' το φουστάνι που φορού

το τάζου κ(ι)αι περικαλού

ο γάιδαρος να σηκωθεί

και το σομάρι στην οργή.»

ζε: σε | έναι: είναι | μη(ι)τρά: μητριά | φορού: φορώ | περικαλού: παρακαλώ | σομάρι: σαμάρι

Επτανησιακή: Ο ανεμοστρόφιλος

Μες στις δώδεκα ώρες τση μερός, ό,τι καιρός κι αν είναι, τυχαίνει κάποτες να διαβεί από το χωριό ένας αγέρας μεγάλος και δυνατός με κάτι χτύπους σα σκεπετιές κι ό,τι βρει ομπρός του το σέρνει· σηκώνει κι άνθρωπο (θέλεις άλλο;) και σου τον απελάει μεδά ξέρω κι εγώ πού! Εμείς εούτο το κακό το λέμ' ανεμοστρόφιλο, κι ομολογούνε πως είναι κειμεσαθιό αγερικά πλήθος αρίφνητο και πολεμάνε συναμεταξύ τους το 'να με τ' άλλο.

τση μερός: της ημέρας | σκεπετιές: τουφεκιές | απελάει: αμολάει | μεδά: ούτε | εούτο: τούτο | κειμεσαθιό: εκεί μέσα | αρίφνητο: αναρίθμητο

Μεγαροαιγινήτικη: Αιγινήτικο παραμύθι

Μια φορά τσ' ένα τσαιρό ήτανε ένας βασιλέας, Ύπνος τ' όνομά του. Δίπλα εις το παλάτι εκαθότανε μια φτωχή κόρη τσαι ξενοδούλευε τσαι ζούσε. Ενυχτόρευε τσαι, όντες της ερχότανε ο ύπνος να τουμηθεί, έπαιρνε κουτσία τσ' έτρωε τσ' έλεε: «Ήρθες, ύπνε. Καλώς ήρθες, φάε κουτσία τσαι φύγε

τσ' ένα τσαιρό: κι έναν καιρό | τσαι: και | ενυχτόρευε: ξενυχτούσε | όντες: όταν | τσουμηθεί: κοιμηθεί | κουτσία: κουκιά

Κυκλαδική: Παροιμία από την Άνδρο

Όποιος ξοδεύγει δεκοχτώ

τσαι δε σοδεύγει τριγιάdα,

στη φυλατσή το βάζουνε

τσαι δεν ηξέρει γιάdα.


τσαι: και | σοδεύγει: κερδίζει | γιάdα: γιατί

Κρητική: Τραγούδι νεαρού

Οψές αργά επέρνουνα 'πού τη Χαριτωμένη

κι είδα μιαν κόρη κι έπλυνε, ω τη διαολεμένη!

Κι εγώ τση ζήτηξα φιλί, κι αυτή εκρυφογέλα

και θάρρουνα πως μου 'λεγε: «Σα θες, το βράδυ έλα.»

Και σαν εποσκοτείνιασε, εγλάκουνα ως εbόρου,

κι εκείνη είχε κουζουλούς κι εβλέπανε τσι πόρους.


επέρνουνα: περνούσα | 'πού: από | Χαριτωμένη: ναός της Παναγίας | τση ζήτηξα: της ζήτησα | θάρρουνα: θαρρούσα, νόμιζα | εποσκοτείνιασε: σκοτείνιασε εντελώς | εγλάκουνα: έτρεχα | εbόρου: μπορούσα | κουζουλούς: τρελούς· εδώ: ζωηρούς | εβλέπανε: πρόσεχαν | τσι πόρους: τις πόρτες, τα περάσματα

Δωδεκανησιακή: Παράδοση από την Κω

Η μια η γειτόνισ-σα ήθελε ν-να πάνε στα μοναστήρgια όλ-λdα να τα προσευκηστούνε. Ε, αυτή λοιπόν επήγαιν-νεμ bροστά. Οι άλ-λdες την εσυκοφανdίζ-ζαμ 'bό πίσω, να πούμενε, την επαρεξηγούσασίνε. Ε, αυτή ητίναξεν, ηπάαιν-νένε με την αθέαν dης την gαρδγιά. Δεν ησταμάτησένε. Επρόφτασεν αυτή πιο γλήορι, επήαινε στον Άιγ-Γιώρgη. Της φανερώθητσεν ο Άις Γιώρgης. Είπεν ότι «Τί χάρηθ θέλεις να σου πλερώσω, αυτήν dην αγωνίαμ bου 'καμες για μένα, να 'ρτεις να πκιάσεις να με σκουπίζ-ζεις;»

μoναστήρgιa: ξωκλήσια | προσευκηστούνε: προσκυνήσουν | 'bό πίσω: από πίσω | ητίναξεν: προχώρησε γρήγορα | ηπάαιν-νένε: πήγαινε | αθέαν: αθώα | γλήορι: γρήγορα | τί χάρηθ θέλεις να σου πλερώσω: τί χάρη θέλεις να σου κάνω | dην αγωνίαμ: τον κόπο

Στερεοελλαδίτικη: Παράδοση από την Αιτωλία

Στου Βραχώρ νια βουλά ήμναν φυγόδικους· κι ήμναν σν Άι-Παρασκιβή κι μόμναν, κι αϊκώ: «Μάνθου! Μάνθου!» Δε μίσα. Ύστιρα είπι: «Ωρέ, συ είσι, δείνα!» Έκαμα πως δεν άικσα τίπουτα. μήθκα. Κουντά χαραή ήβρα του μαχαίρι μ μπημένου μες στου τσαρού κι πάρα πέρα του κμπούρι μ· κι βρέθκα χτισμένους. Ύστιρα έμαθα πως είνι κει νιράιδις.

νια βουλά: μια φορά | ήμναν: ήμουν | σν: στην | μόμαν: κοιμόμουν | αϊκώ: ακούω | χαραή: χαραυγή, χαράματα | μπημένου: μπηγμένο | κμπούρι: κουμπούρι

Θεσσαλική: Παραμύθι από τον Τίρναβο

Ήταν ένας φτουχός, είχι δυο ζουντόβουλα κι μιτ' αυτά κουβανούσι χώμα. Ήταν χουματάς. Η γναίκα τ ήταν μια φαντασμέ! Κάθι ώρα τουν είχι του κουντό, ντε κι καλά να γέ αφέντς. «Γέαφέντς,» τουν ήλεγι, «κι έ ι Θιος. Γέαφέντς κι έ ι Θιος.» «Μαρή γναίκα,» τν ήλιγι, «πώς να γένου αφέντς; Σα δεν κουβανήσου χώμα πώς θα ζήσουμι;»

ζουντόβουλα: ζώα | μιτ': με | κουβανούσι: κουβαλούσε | τουν είχι του κοντό: τον είχε από κοντά | ι Θιος: ο Θεός | μαρή: μωρέ | τν: την

Μακεδονική: Η Χιονούλα

Μια φουρά κι έναν κιρό ήταν ένας βασλιάς κι μια βασίλτσα. Η βασίλτσα, ικεί που έπλικι ν ταντέλα, πήγι ένα σπουρίτ́ στου παραθύρ. Η βασίλτσα, σαν του είδι, έτριξι γρήγουρα ν' ανοίξ́ του παραθύρ για να μπει μέσα. Πως έκανι ν' ανοίξ́ του παραθύρ, μπήκι ου κουρσές μέσα στου δάχτυλου τς κι του αίμα έσταξι πάν' στου χιον. Είπιν η βασίλτσα: «Να χάμου ένα κουρίτσ́ να 'νι κόκκινου σαν του αίμα κι άσπρου σαν του χιο!» Όπους είπιν η βασίλτσα, ετσ́ κι έγινι.

ν: την | κουρσές: βελονάκι

Κυπριακή: Οι μαγικές μπότες

Ένας άθρωπος είεν τρεις γιούες. Τείνος ο άθρωπος επήεν εις το παναΰριν τ' έχερεν μιαν αλ-λαήν ποΐνες. Τ' επήεν ο μιαλ-λύτερος γιος του ται λαλεί του: «Γιε, παπά, χέρ' μου τούτες τες ποΐνες τ' εν-να τες χορίω εγιώνη.» «Ίντα μπο 'ν-να μου κάμνεις, γιε μου;» λαλεί του. «Να σου γλέπω ψύλ-λους μέσ' τ' άερο,» λ-λαλεί του. «Ε, γιε μου, πήαιν-νε τ' εν κάμνεις για λ-λόου μου.» Επήεν ο δεύτερος, λαλεί του: «Φέρ' μου, γέρο, πο τούτες τες ποινές να τες χορίω.» Λαλεί του: «Μα ντα μπο 'ν-να μου κάμνεις, γιε μου;» λαλεί του. Λαλεί του: «Να σου φκάλ-λω -ύλ-λους έξω 'πού το χωρκόν.»

Ένας άνθρωπος είχε τρεις γιους. Αυτός ο άνθρωπος πήγε στο πανηγύρι και έφερε ένα ζευγάρι μπότες. Και ο μεγαλύτερος γιος του πήγε και του είπε: «Ε, πατέρα, φέρε μου αυτές τις μπότες και θα τις φορέσω εγώ.» «Τί θα κάνεις για μένα, γιε μου;» του λέει. «Θα βλέπω ψύλλους μέσα στο άχυρο,» του λέει. «Ε, γιε μου, πήγαινε, και δεν κάνεις για μένα.» Πήγε ο δεύτερος, του λέει: «Φέρε μου, γέρο, αυτές τις μπότες να τις φορέσω.» Του λέει: «Και τί θα κάνεις για μένα, γιε μου;» του λέει. Του λέει: «Θα βγάζω σκυλιά έξω από το χωριό.»

Ποντιακή: Η παρέα της αλεπούς και του φιδιού

Έναν καιρόν ο αλεπόν και το φίδ' εποίκαν συντροφίαν κι επήγαν σ' έναν τρανόν δεντρόν αφκά, έχτ'σαν τ' οσπιτόπον ατουν κι ερχίνεσεν ο καθένας να 'φτάει την δουλείαν ατ'. Ο αλεπόν επέν'νεν κι έφερ'νεν κοσσάρας ας σα σουμά τα χωρία και με τα δόντ'τ' ένοιεν τα καρδίας ατουν και τ' ωβά εδίν'νεν 'ς σο φίδ' και το κρέας έτρωεν ο ίδιον.

Έναν καιρό η αλεπού και το φίδι έκαναν παρέα και πήγαν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, έχτισαν το σπιτάκι τους κι άρχισε ο καθένας να κάνει τη δουλειά του. Η αλεπού πήγαινε κι έφερνε κότες από τα κοντινά χωριά και με τα δόντια της άνοιγε την κοιλιά τους και τα αβγά τα έδινε στο φίδι και το κρέας το έτρωγε η ίδια.

Ποντιακή: Δημοτικό τραγούδι από την Τραπεζούντα

Χριστέ μ', ούλ καλά ποίκες, τρία καλά κί εποίκες·

ποίκες τον ουρανόν ψηλά, κι εκεί σκάλαν κί εφτάνει,

ποίκες την θάλασσαν πλατύν, κι εκεί γεφύρ' κί στέκει,

ποίκες την ξενιτιάν μακρά, κι εκεί λαλ κί πάγει.


ούλ: όλα | ποίκες: έκανες | κί: δεν | λαλ: μιλιά

Καππαδοκική: Παραμύθι από το Αραβάνι

Ήσανε ρο φέα, αdέλφα, το 'να τανό και το 'να αqουλού. Είχαν ένα βαβά, και πέρανε. Ιτό βαβά τουν ζείν τουν. Είχαν και πολλά πρόβατα κι ένα τανά. Είχαν και ρο αχə́ρια, το 'να τεζέ και τ' άλλο παλό. Ένα μέρα τ' αqουλού σο τανό τ'είπε: «Όσα πρόβατα bουν σο τεζέ σο αχə́ρ τα μον dαι· όσα μbουν σο παλό τα σον dai.»

Ήτανε δυο παιδιά, αδέρφια, ένα κουτό και ένα έξυπνο. Είχαν έναν πατέρα, και πέθανε. Ο πατέρας τους ήταν πλούσιος. Είχαν και πολλά πρόβατα και ένα μοσχάρι. Είχαν και δυο στάβλους, τον έναν καινούργιο και τον άλλον παλιό. Μια μέρα το έξυπνο (παιδί) είπε στο κουτό: «Όσα πρόβατα μπουν στον καινούργιο τον στάβλο είναι δικά μου· όσα μπουν στον παλιό είναι δικά σου.»

Τσακωνική: Τ'ο γάμο τα Μαρούα (Στο γάμο της Μαρούλας)

Εζάκαϊ τ'ον άγιε, σ' εστεφανούκαϊ, τ́σ' από τσι σ' εκατούκαϊ του τσουφάλε σου με κουφέτε χοντροί από το δίσκο τ́σ' ετσαφήκαϊ κ'αμπόσοι κουμπούρε, εμπαήκαϊ από τον άγιε Στράκηγο τ́σ' αρχιίαϊ dίντε τα βιοία. Α Μαρούα έκι καμαρούνα. «Μα, για ξείκα, Τζείνα, καμάι π'οι ' έν' έχα α ύιθη,» έ' αούα α Γιωργού. «Εζού, να ντ' αλήου, όρκο μι Τζείνα, όμα ολπίζα ι να ' άει ο Γιάννη ταμ Παλιομαρούα, το συχιατ'έ πράμα, εστάκιου οικοτ́σουρόπουλε, με στρομπούλια ίτ'ε, με κοτά τ́σεάρα, με πειβόι, με βούε, με ελίε, π'' έκι πρέπουντα να ν' άει ταν καύτερα σάτη.» «Γιατσί, α του ιχάη τσ' έ' έχα; Εζού έ' αούα κάτσι ' εμποίκαϊ το καμπζί». «ιία, Γιωργού, κάτ́σι τα γρούσσα ντι. Έκι α τύχη σι να καοτσυτάτσει. Μαγάι να 'γκι καοτσυτέντε έτρου τ́σ' οι σατέρε νάμου…»

Πήγαν στην εκκλησία, τους στεφάνωσαν, κι αφού τους έσπασαν τα κεφάλια με κουφέτα χοντρά από τον δίσκο κι έριξαν κάμποσες κουμπουριές, βγήκαν από τον άγιο Στράτηγο κι άρχισαν να χτυπούν τα βιολιά. Η Μαρούλα καμάρωνε: «Μα, για κοίτα, Αγγελίνα, καμάρι που το 'χει η νύφη,» έλεγε η Γιωργού. «Εγώ, να σου πω, καμάρι μου Αγγελίνα, δεν το ήλπιζα να την πάρει ο Γιάννης την Παλιομαρούλα, το σιχαμένο πράμα, τέτοιο νοικοκυρόπουλο, με τόπια πανί, με κοτζάμ σπιτάρα, με περιβόλι, με βόδια, με ελιές, που έπρεπε να πάρει το καλύτερο κορίτσι.» «Γιατί, η (κόρη) του Μιχάλη τί είχε; Εγώ λέω κάτι του έκαναν του παιδιού.» «Μιλιά, Γιώργου, δάγκωσε τη γλώσσα σου. Ήταν η τύχη της να καλοπέσει. Μακάρι να καλόπεφταν έτσι και τα κορίτσια μας…»

Κατωιταλική: Παραμύθι.

Καλαβρία

Ήτο μια φ-φορά ένα βρούθακο. Ται μίαν ημέρα πως εμέτερ-ρε στο σπίτιν doυ, ήβρε τρία δινέρια. Ται αχ-χέρωε να είπει: «Τί χοράτω με τούτα; Τί χοράτω με τούτα; Χοράτω κρέα; Ουdέ, γιατί το κρέα έχει στέα, ται κουμbιάτω. Χοράτω αζ-ζάρι; Ουdέ, γιατί το αζ-ζάρι έχει ακάθ-θια, ται με τρυ- πούσι.»

Απουλία

Ήσανε μία φ-φορά α κ-κρακάλι. Ται μίαν ημέρα σάτ-τι σκούπιτε στο σπίτι τ-του, ήβρηκε τρία τουρνία. Ται αρτίνιασε να πει: «Τί αφοράτω; Τί αφοράτω; Αφοράτω κρέα; Nde, γιατί το κρέα έχει στέατα, ται αμφουκέομαι. Αφοράτω αφσάρι; Νdε, γιατί τ' αφσάρι έχει ακάτ-τια, ται με τρυπούνε.»

βρούθακο/κ-κρακάλι: βάτραχος | ται: και | πως/σάτ-τι: καθώς | εμέτερ-ρε: σκούπιζε | δινέρια/τουρνία: νομίσματα | αχ-χέρωε/αρτίνιασε: άρχισε | χοράτω/αφοράτω: αγοράζω | στέα/στέατα: οστά, κόκαλα | ουδέ/νdε: όχι | κουμbιάτω/αμφουκέομαι: πνίγομαι | αζ-ζάρι/αφσάρι: ψάρι | ακάθ-θια/ακάτ-τια: αγκάθια

Αρνητικά συναισθήματα: Η αποδοχή τους κάνει καλό στην ψυχική υγεία

Όταν κάτι πάει στραβά και τ΄ αρνητικά συναισθήματα μας κατακλύζουν, ένας φαύλος κύκλος ξεκινά. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο θυμός, η λύπη, η απογοήτευση συνυπάρχουν με τις ενοχές και τις αυτομομφές. Σκέψεις, ακόμη πιο αρνητικές με βασικό κατήγορο και κατηγορούμενο τον εαυτό μας, συνοδεύονται με πολλές ενοχές.

Η σκληρή κριτική στον εαυτό μας σχετικά με μια αρνητική κατάσταση ή κακό αποτέλεσμα, όχι μόνο δε βελτιώνει τα δεδομένα αλλά βλάπτει μακροπρόθεσμα τη ψυχική μας υγεία. Το να νιώθει κάποιος άσχημα ή ενοχικά που βιώνει ένα αρνητικό συναίσθημα, σίγουρα δεν είναι μονόδρομος.

Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΙΑ ΕΥΕΡΓΕΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΙΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΤΡΕΣ.

Αποδοχή και Ψυχική Υγεία

Μια πρόσφατη μελέτη του επιστημονικού περιοδικού “Personality and Social Psychology”, που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2017, εξέτασε τη ψυχική υγεία των ατόμων που αποδέχονται, αντί να κατηγορούν σκληρά, τις συναισθηματικές τους εμπειρίες.

Τα ευρήματα της εν λόγω έρευνας αναφέρουν ότι τα άτομα που αποδέχονται τ΄αρνητικά συναισθήματα τους έχουν καλύτερη μακροπρόθεσμη (6 μήνες μετά) ψυχική υγεία και επιδεικνύουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε συνθήκες καθημερινού στρες. Επιπλέον, διαφαίνεται ότι βιώνουν λιγότερα αρνητικά συναισθήματα όταν εκτίθενται σε καταστάσεις στρες. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τα παραπάνω ευρήματα επαληθεύτηκαν και στα δύο φύλα, σε όλες τις εθνικότητες που συμμετείχαν αλλά και σε όλα τα κοινωνικό- οικονομικά επίπεδα.

Αυτομομφές όπως: “Δεν θα έπρεπε να νιώθω έτσι, οι δειλοί μόνο λυπούνται”, “Είμαι άχρηστος-η που έδειξα το θυμό μου” προσθέτουν ένα ακόμη βαρύ φορτίο στη ψυχική υγεία. Το άτομο έχει παράλληλα να διαχειριστεί και τη κατάσταση, η οποία συσχετίζεται με το αρνητικό συναίσθημα που βιώνει, αλλά ταυτόχρονα και τον εαυτό του, που δεν αποδέχεται τη συναισθηματική του αντίδραση.

Αυτή η κατάσταση μπορεί να δημιουργήσει εσωτερική σύγκρουση, η οποία με τη σειρά της πιθανά να αποτελέσει απειλή για τη ψυχική υγεία του ατόμου.

Τα οφέλη της Αποδοχής

Η αποδοχή των συναισθηματικών εμπειριών φαίνεται να αποτελεί μια ευεργετική στάση απέναντι στις καθημερινές συνθήκες στρες. Πλαισιώνοντας τον εαυτό μας με αποδοχή των αρνητικών συναισθημάτων, δημιουργούμε τη βάση για ορθότερη επεξεργασία των καταστάσεων ή συνθηκών που συσχετίζονται με τα αρνητικά συναισθήματα που βιώνουμε.

Επίσης, προσφέρουμε χρόνο αποφόρτισης από τις στρεσογόνες συνθήκες, χωρίς “εσωτερικές παρεμβολές”, όπως μπορεί να χαρακτηριστούν οι ενοχές και οι αυτομομφές. Τέλος, αποκτούμε μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε καταστάσεις, οι οποίες στη καθημερινότητα αξιολογούνται ως απαιτητικές, καθώς οι σκέψεις μας επικεντρώνονται στην επίλυση των εκάστοτε καταστάσεων και όχι στη διαχείριση μιας επιπρόσθετης εσωτερικής κρίσης.

Την επόμενη φορά, λοιπόν, που κάτι θα πάει στραβά, αποδέξου το θυμό, τη λύπη και την απογοήτευση σου και δώσε χρόνο στον εαυτό σου να αντιμετωπίσει «μονιασμένος» τις καθημερινές προκλήσεις.

Η γνώση είναι το να μαθαίνεις κάτι κάθε μέρα. Η σοφία είναι το να αφήνεις κάτι πίσω σου κάθε μέρα

Υπάρχει ένα ρητό στη φιλοσοφία του Ζεν που εξηγεί πολύ καλά τη σημαντική διαφορά ανάμεσα στη γνώση και στη σοφία:

«Η γνώση είναι το να μαθαίνεις κάτι κάθε μέρα. Η σοφία είναι το να αφήνεις κάτι πίσω σου κάθε μέρα»

Πράγματι, η απλότητα απαιτεί να ξεφορτωνόμαστε το πλεονάζον από τη ζωή μας, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα αφήσουμε πίσω μας επιθυμίες και πράγματα που περισσεύουν. Αν και φυσικά η κοινωνία μάς εξαναγκάζει να παλεύουμε για να αποκτάμε πάντα κάτι περισσότερο, κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος να θέτει ως προτεραιότητά του την βελτίωση της ποιότητας ζωής του.

Για πολλούς ανθρώπους, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καταφέρουν να έχουν λιγότερο στρες στην καθημερινότητά τους και να καταφέρουν να νιώθουν λιγότερο πιεσμένοι γενικά. Πραγματικότητες όπως η εργασία, οι λογαριασμοί και τα έξοδα δυσχεραίνουν αυτή την προσπάθεια για ευτυχία και εσωτερική ηρεμία, αλλά το βέβαιο είναι πως δεν είναι αδύνατο.

Το να ζείτε στη στιγμή σημαίνει ότι εστιάζετε στο παρόν περισσότερο απ’ ότι εστιάζετε στο μέλλον και πολύ περισσότερο απ’ ότι εστιάζετε στο παρελθόν. Αυτή η στάση ζωής αναπόφευκτα οδηγεί σε μια γενικά απλούστερη ζωή· όπως αναφέρθηκε ήδη, η ποιότητα του χρόνου μειώνεται, όταν αυτός είναι γεμάτος με πολλά «πράγματα».

Μόλις αρχίσετε να αναγνωρίζετε τι πραγματικά θέλετε στη ζωή, θα αρχίσετε και να συνειδητοποιείτε πολύ αυθόρμητα τι είναι αυτό που δεν χρειάζεστε πια. Επιπροσθέτως, το πιθανότερο είναι πως θα αρχίζετε να λέτε πιο εύκολα «όχι»· όχι με αγενή τρόπο, αλλά απλά με έναν τρόπο που αποκαλύπτει την ανάγκη σας να περάσετε ποιοτικό χρόνο με τον εαυτό σας, για τη δική σας ψυχική ευεξία.

Τοποθετώντας την ελευθερία και την ευελιξία πάνω από αυστηρά προγράμματα και οικονομικές απολαβές, απολαμβάνετε οφέλη που δεν μπορούν να εκφραστούν επακριβώς με λόγια. Είτε επιλέξετε να ξοδέψετε το χρόνο σπίτι σας ή ταξιδεύοντας, μικρές και μεγαλύτερες απολαύσεις θα προστίθενται αυτόματα στη ζωή σας και οι αναμνήσεις των εμπειριών σας θα σας φέρνουν μεγαλύτερη χαρά απ’ όση μπορεί ποτέ να σας έδωσε οτιδήποτε αγοράσατε στη ζωή σας. Είναι ζωτικής σημασίας πρώτα να ξεφορτωθείτε την ιδέα ότι «όσο περισσότερα, τόσο το καλύτερο» από τη φιλοσοφία σας.

Αν και αυτή η ιδεολογία στρέφεται κατά των προσδοκιών και των στάνταρ που θέτει για εσάς η κοινωνία, χρειάζεται να αναρωτηθείτε πώς γίνεται κάποιος να απολαύσει τη ζωή, με τον ίδιο τρόπο που όλοι οι άλλοι το κάνουν. Ξεφορτωθείτε όσα πράγματα δεν χρειάζεστε, ελέγξτε σπανιότερα το mail σας και δείξτε καθημερινά ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους που έχετε στη ζωή σας.

Φυσικά, η αλλαγή σπανίως αποδεικνύεται εύκολη και μια τέτοια αλλαγή βεβαίως και δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Όμως, αν πραγματικά πιστεύετε ότι θα καταφέρετε να αλλάξετε προς το καλύτερο και αν η επιθυμία σας είναι αυθεντική, τότε θα καταφέρετε χωρίς δεύτερες σκέψεις να αντισταθείτε στους κανόνες που σας έχει θέσει η κοινωνία και θα βρείτε χρόνο για απολαυστικές και χαλαρωτικές δραστηριότητες.

Το ανθρώπινο σεξ, μια πόρτα προς την υπερενσυναίσθηση

Μπορεί να γίνει το Σεξ πύλη για την Πνευματικότητα;

Αν το σεξ δεν λάβει μια πνευματική διάσταση, ένα πνευματικό κύρος, δεν θα μπορέσει να γεννηθεί ποτέ μια νέα ανθρωπότητα. Η ανθρώπινη ψυχή λαχταρά να ανυψωθεί, να ανέβει στον ουρανό, να φωτιστεί σαν το φεγγάρι και τα αστέρια, να ανθίσει σαν τα λουλούδια. Η ανθρώπινη ψυχή διψάει και κλαίει για μουσική, για χορό. Όμως ο άνθρωπος γυρίζει γύρω – γύρω σαν ένα βόδι στον μύλο και τελειώνει τη ζωή του εκεί- δεν μπορεί να απελευθερωθεί.

Ποιά μπορεί να είναι η αιτία;

Υπάρχει μόνο μία αιτία και αυτή είναι ότι η παρούσα διαδικασία της αναπαραγωγής είναι παράλογη· είναι γεμάτη με τρέλα. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορέσαμε να κάνουμε το σεξ μια πόρτα προς την υπερενσυναίσθηση. Το ανθρώπινο σeξ μπορεί να γίνει μια πόρτα προς την υπερενσυναίσθηση.

Μέχρι να μπορέσουμε να φέρουμε μια βαθιά κατανόηση και αρμονία στην πράξη του σεξ, μέχρι να την κάνουμε πνευματική -μια πόρτα στην υπερενσυναίσθηση- δεν μπορεί να υπάρξει μια καλύτερη ανθρω­πότητα. Μέχρι να συμβεί αυτό η ανθρωπότητα θα γίνεται όλο και χειρότερη, επειδή τα σημερινά παιδιά θα περάσουν αργό­τερα από το σεξ και θα γεννήσουν παιδιά χειρότερα από τα ίδια. Η ποιότητα της κάθε καινούργιας γενιάς θα είναι όλο και χειρότερη· αυτό είναι βέβαιο, αυτό τουλάχιστον μπορούμε να το προφητεύσουμε. Όμως έχουμε φτάσει ήδη σε ένα τόσο χαμηλό επίπεδο ώστε κατά πάσα πιθανότητα δεν υπάρχει περι­θώριο να κατέβουμε πιο κάτω. Ολόκληρος ο κόσμος έχει σχε­δόν γίνει ήδη ένα τεράστιο τρελοκομείο.

Οι άνθρωποι που αποφεύγουν τις αλήθειες της ζωής είναι εχθροί της ανθρωπότητας. Αυτός που σας λέει, «Μην συζητάς ποτέ για το σεξ» είναι εχθρός της ανθρωπότητας. Αυτοί είναι εχθροί που δεν έχουν επιτρέψει στους ανθρώπους να το σκεφτούν, να το συλλογιστούν. Διαφορετικά, πώς είναι δυνατόν να μην έχουμε αναπτύξει ακόμη μια επιστημονική στάση απέναντι στο σεξ;

Κάποιος που σας λέει ότι το σεξ δεν έχει σχέση με τη θρησκευτικότητα κάνει 100% λάθος, επειδή αυτή που μπαίνει στο βασίλειο της θρησκείας είναι η ενέργεια του σεξ σε μια μεταμορφωμένη και εξευγενισμένη κατάσταση. Η ενέργεια του σεξ που ανεβαίνει προς τα πάνω μας πηγαίνει σε βασίλεια για τα οποία δεν έχουμε ιδέα, βασίλεια στα οποίο δεν υπάρχει θάνατος, δεν υπάρχει θλίψη, δεν υπάρχει τίποτα παρά από ευτυχία.

Πού είναι αυτή η ενέργεια όμως; Ποιός έχει αυτή την ενέργεια που τον οδηγεί στην αλήθεια, τη συναίσθηση, την ευτυχία;

Σπαταλάμε αυτή την ενέργεια. Είμαστε σαν κουβάδες γεμάτοι τρύπες στο κάτω μέρος και μετά προσπαθούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτούς τους κουβάδες για να βγάλουμε νερό από το πηγάδι. Ακούμε τον παφλασμό καθώς ο κουβάς φτάνει στο νερό μέσα στο πηγάδι, ακούγεται ο ήχος του κουβά που γεμίζει. Και καθώς ανεβαίνει υπάρχει ο ήχος του νερού που πέφτει από μέσα του, δείχνοντάς ότι υπάρχει νερό στον κουβά. Μέχρι να μας φτάσει όμως δεν έχει απομείνει καθόλου νερό.

Όλο το νερό έχει βγει, και καταλήγουμε με έναν άδειο κουβά. Είμαστε βάρκες με τρύπες στο κάτω μέρος, κωπηλατούμε απλά και μόνο για να βυθιστούμε. Οι βάρκες μας δεν φτάνουν ποτέ στην ακτή. Μας παρασέρνουν απλά στη μέση του ποταμού και μας καταστρέφουν.

Όλες αυτές οι τρύπες υπάρχουν εξαιτίας εκτροπών στη ροή της σεξουαλικής ενέργειας προς λάθος κατευθύνσεις.

Η ευθύνη για την καταστροφή της ανθρώπινης σεξουαλικής ενέργειας βαραίνει εκείνους που έχουν βάλει φραγμούς στον τρόπο που κατανοεί ο κόσμος την αλήθεια του σεξ.

Δάσκαλε, το φόβο πώς να τον νικήσω;

-Δάσκαλε, το φόβο πώς να τον νικήσω;

-Καταρχάς παιδί μου, δεν τον πολεμάς! Ότι πολεμάς, σε αυτό συγκεντρώνεσαι και τότε αυτό θεριεύει. Ο φόβος, είναι αποτέλεσμα. Κοιτάς λοιπόν να βρεις τις σπηλιές από τις οποίες προέρχεται, εκεί όπου γεννήθηκε. Και σου λέω ότι, ο φόβος γεννιέται σε χρόνους που δεν τους ζεις, σε τόπους όπου ποτέ δεν έχεις πάει.

Μένει, ζει και μεγαλώνει μέσα στη φαντασία σου, αναπτύσσεται από το παρελθόν σου, και στοιχειώνει το μέλλον σου. Αλλά ποτέ το παρόν σου! Ποτέ σου δεν φοβάσαι αυτή τη στιγμή, για αυτή τη στιγμή! Φοβάσαι για κάτι που είναι να συμβεί, για κάτι που στο μέλλον δεν θα μπορέσεις να ανταποκριθείς.

Έστω και αν αυτό το μέλλον είναι μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Μέλλον είναι! Και φοβάσαι γι' αυτό, γιατί έτσι εκπαιδεύτηκες να φοβάσαι στο παρελθόν σου.

Έτσι, έχεις μια χρονική στιγμή που ζεις τώρα, στην οποία σύμφωνα με τις εικόνες και τα συναισθήματα του παρελθόντος, έμαθες να φοβάσαι την προσμονή του μέλλοντος! Βρες μου ένα μωρό που να φοβάται! Δεν έχει ακόμα εκπαιδευτεί ώστε να μετατρέπει την εικόνα και το συναίσθημα σε φόβο!

Σε αυτό να πατήσεις γερά! Μπορείς να είσαι κύριος της στιγμής σου. Και αυτή τη στιγμή σου, επειδή είναι δική σου, μπορείς να τη γεμίσεις με αγάπη για τον εαυτό σου. Επέλεξε την αυτοπεποίθηση, τον αυτοσεβασμό, την αυτοεκτίμηση και την αξιοπρέπεια που θα σε οδηγήσουν στην αγάπη σου, και το αυγό του εκκολαπτόμενου φόβου θα μείνει για πάντα αγέννητο στη σπηλιά. Έτσι πόλεμος δεν υπάρχει! Η επόμενη στιγμή, θα συμβεί. Αλλά εσύ έχεις επιλέξει το πώς θα την αντιμετωπίσεις!

Μέσα σε κάθε άνθρωπο χτυπάει μια βόμβα ικανή να εξουδετερώσει μεγατόνους εχθρότητας και σύγχυσης

Ο έρωτας είναι μια προσωπική εμπειρία για την οποία δε χρειάζονται συνταγές. Είναι μια τέχνη που απαιτεί πειθαρχία, υπομονή και ενσυναίσθηση. Για να αγαπήσει κανείς, πρέπει να έχει συνείδηση και να ασχολείται με το έργο του κάθε μέρα.

Οι άνθρωποι μιλάμε πολύ για το πώς θα πάμε καλά στην επαγγελματική μας ζωή, στην κοινωνία, στις σπουδές, αλλά συχνά ξεχνάμε ότι αυτή η ίδια νοητική και συναισθηματική πειθαρχία είναι αναγκαία για να αγαπήσουμε με έξυπνο τρόπο.

Αγαπάμε καταπώς είμαστε, γι’ αυτό και ο τρόπος με τον οποίο σχετιζόμαστε με τους άλλους είναι μια μορφή αυτογνωσίας. Όπως έλεγε ο Έριχ Φρομ, «στην ερωτική πράξη, στο δόσιμο, στη διείσδυση στο άλλο πρόσωπο, βρίσκω τον ίδιο μου τον εαυτό, με ανακαλύπτω, ανακαλύπτω και τους δύο, ανακαλύπτω τον άνθρωπο».

Η υπομονή μάς επιτρέπει να εδραιώνουμε δεσμούς διαρκείας, μας βοηθάει να ακούμε και να σκύβουμε στις καταστάσεις με απόλυτο τρόπο. Το αγαπώ είναι ενεργητικό, μια και συνεπάγεται ότι αισθάνομαι, πράττω και ζω.

Μέσα σε κάθε άνθρωπο χτυπάει μια βόμβα ικανή να εξουδετερώσει μεγατόνους εχθρότητας και σύγχυσης. Η καρδιά είναι το καλύτερό μας όπλο για να κερδίσουμε την εσωτερική ειρήνη.

KURT TUCHOLSKY: Ο ψύλλος

Στο νομό Γκαρντ -πολύ σωστά, εκεί που βρίσκεται η Νιμ και η Γέφυρα του Γκαρντ: στη Νότια Γαλλία εκεί, σ’ ένα ταχυδρομικό γραφείο, ήταν υπάλληλος μια αρκετά ηλικιωμένη δεσποινίδα, που είχε μια κακή συνήθεια: άνοιγε λιγουλάκι τα γράμματα και τα διάβαζε. Αυτό το ‘ξερε όλος ο κόσμος. Αλλά στη Γαλλία τα πράγματα έτσι έχουν: ο θυρωρός, το τηλέφωνο και το ταχυδρομείο είναι ιεροί θεσμοί, που μπορούμε βεβαίως να τους αγγίζουμε, αλλά δεν μπορούμε να τους θίγουμε, και κανείς δεν διανοείται να το κάνει.

Η δεσποινίς λοιπόν διάβαζε τα γράμματα, και με την αδιακρισία της αυτή στενοχωρούσε αφάνταστα πολύ κόσμο.

Στο νομό κατοικούσε, σ’ έναν όμορφο πύργο, ένας έξυπνος κόμης. Οι κόμητες στη Γαλλία τυχαίνει μερικές φορές να είναι έξυπνοι. Κι αυτός ο κόμης μια μέρα έκανε το εξής: κάλεσε στον πύργο του έναν δικαστικό επιμελητή και μπροστά του έγραψε ένα γράμμα σ’ ένα φίλο του:

Αγαπητέ φίλε!

Επειδή γνωρίζω ότι η ταχυδρομική υπάλληλος Εμιλί Ντυπόν ανοίγει και διαβάζει όλα τα γράμματα, γιατί την τρώει η περιέργεια, και για να της κόψω τη συνήθεια αυτή, σου εσωκλείω έναν ζωντανό ψύλλο.

Με πολλούς εγκάρδιους χαιρετισμούς,
κόμης Κοκς.


Και το γράμμα αυτό το έκλεισε παρουσία του δικαστικού επιμελητή. Αλλά δεν έβαλε μέσα ψύλλο.

Όταν το γράμμα έφτασε στον παραλήπτη, μέσα υπήρχε ένας ψύλλος.

Ο Ρομπέν των Δασών πρέπει να σκεφτεί ποιες αρετές προσπαθεί να προστατέψει μέσω των πράξεών του

ΗΘΙΚΗ ΑΡΕΤΗ: Ο Αριστοτέλης, ο Βούδας και ο Κομφούκιος αποτελούν το “αλφαβητάρι” της ηθικής αρετής, έτσι οι ρίζες της πηγαίνουν πολύ πίσω στο παρελθόν. Και οι τρεις αυτοί σοφοί άνθρωποι κήρυτταν ένα είδος μετριοπάθειας, διδάσκοντας, με ξεχωριστούς τρόπους, ότι η αγαθότητα απλά προέρχεται από την άσκηση των αρετών και την αποφυγή των φαυλοτήτων. Οι αρετές και τα ελαττώματα (όχι πολύ διαφορετικά από τους ιούς) είναι πράγματα που τα αποκτούμε από άλλους και τα μεταδίδουμε σε άλλους.

Είναι σαν τις καλές και τις κακές συνήθειες.
Έτσι αν στόχος μας είναι να δούμε καλούς ανθρώπους να ενεργούν σωστά σε μια δίκαιη κοινωνία, πρέπει να δημιουργήσουμε και να διατηρήσουμε ενάρετα περιβάλλοντα – στο σπίτι, στο σχολείο, στη δουλειά, στην κυβέρνηση και ούτω καθεξής.
Αυτοί που ακολουθούν την ηθική αρετή θα υποστήριζαν ότι η κλοπή γενικά είναι λάθος, αλλά επίσης θα παραδέχονταν ότι οι άνθρωποι όντως χρειάζονται να φροντίζουν τους εαυτούς τους.

Εάν μια κυβέρνηση καταχράται την εξουσία της κλέβοντας την τροφή των πολιτών, υπερφορολογώντας τον πλούτο τους και στερώντας τους τη δικαιοσύνη, ίσως θα είναι αναγκαίο να αποκατασταθούν αυτές οι αδικίες. Ίσως να χρειαστείτε έναν Ρομπέν των Δασών.
Η ηθική αρετή επικροτεί το να είναι οι άνθρωποι πιο ανεξάρτητοι, και να μη χρειάζονται συνέχεια να κυβερνιούνται από άλλους, πράγμα το οποίο ελαττώνει το ρίσκο να γίνουν θύματα της αναρχίας στο ένα άκρο και του δεσποτισμού στο άλλο.
Στον καιρό του Ρομπέν των Δασών, οι κοινοί άνθρωποι ήταν στο έλεος των μοναρχών, πολλοί εκ των οποίων ήταν διεφθαρμένοι δεσπότες. Αν ένας πρίγκιπας επέλεγε να γίνει ένας δοξασμένος κλέφτης και συστηματικά καταλήστευε τους υποτελείς του, οι υποτελείς του το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να επιδοθούν σε αντι-κλοπή και οι ίδιοι, απλώς και μόνο για να επιβιώσουν.

Δεν είναι ηθικά αρεστό, αλλά είναι πρακτικά αναγκαίο.
Έτσι ο Ρομπέν θα μπορούσε να πάρει την έγκριση της ηθικής αρετής, λόγω των ειδικών καταστάσεων. Σε αυτή την περίπτωση, η ηθική αρετή καταδεικνύει το φαύλο σύστημα σαν ένοχο. Ο Ρομπέν θα θεωρούνταν σαν ένα θύμα του ανήθικου περιβάλλοντός του.
Όπως μια καλή “κατάσταση” είναι η κατάσταση στην οποία κανένας πολίτης δεν θα αναγκαζόταν να καταπατά τους νόμους, έτσι ένα άτομο που αναγκάζεται να γίνει παράνομο λόγω της πολιτικής κατάχρησης δεν πέφτει σε ατόπημα επειδή ζει εκτός νόμου.

Ακόμη κι ένας παράνομος μπορεί να είναι καλός και σωστός και δίκαιος.
Το κύριο προτέρημα της ηθικής αρετής είναι η έμφασή της στην εκπαίδευση και στη διαμόρφωση συνηθειών, οδηγών και δρόμων προς την καλή ζωή.
Βλέπει αισιόδοξα τον άνθρωπο σαν ένα κομμάτι πηλό, το οποίο μπορεί να πλαστεί με πολλούς τρόπους, από την οικογένεια και την κοινωνία, από την κούνια ως τον τάφο. Ακόμη και αν είναι κακοσχηματισμένο, μπορεί να επανασχηματιστεί. Σε αυτό το σύστημα, σχεδόν κανένας δε θεωρείται αδιόρθωτος. Την ίδια στιγμή, το σύστημα αναγνωρίζει ότι διαφορετικά άτομα έχουν και διαφορετικές ικανότητες. Με την ίδια ευκαιρία σε ένα ενάρετο περιβάλλον, οι άνθρωποι θα εκφράσουν την τελειότητα διαφορετικά. Με την ίδια ευκαιρία σε ένα αδιάφορο περιβάλλον, θα εκφράσουν την απάθεια διαφορετικά. Με την ίδια ευκαιρία σε ένα φαύλο περιβάλλον, θα εκφράσουν την φαυλότητα διαφορετικά.

Οι αδυναμίες της ηθικής αρετής είναι διπλές.
Στο ένα άκρο, στην Ασία, η κομφουκιανή έμφαση στην οικογένεια, σαν τον ακρογωνιαίο λίθο της κοινότητας, της κοινωνίας και της πολιτείας, μπορεί να οδηγήσει – και έχει οδηγήσει – στη διαφθορά και τη μεροληψία με τη μορφή της ρουσφετολογίας και συναφών αδυναμιών.
Στο άλλο άκρο, όπου η μοντέρνα δυτική έμφαση στην ατομική ελευθερία έχει υποβαθμίσει την πυρηνική οικογένεια, και εκεί όπου η πολιτική δύναμη είναι ένα αγαθό που πρέπει να αγοραστεί, δίνεται συνολικά ελάχιστη προσοχή στην αρετή.

Όταν οι άνθρωποι αφήνονται στην τύχη τους και ποτέ δεν ενθαρρύνονται – ή υποχρεώνονται – να υιοθετήσουν ηθικά συστήματα, συχνά επιλέγουν την φαυλότητα αντί της αρετής.
Όπως και ο φυσικός κόσμος, έτσι και ο ηθικός κόσμος δεν είναι τέλεια αποδοτικός. Το χάσιμο απόδοσης ή το κέρδος εντροπίας – κίνηση από την τάξη προς το χάος – εμπεριέχεται στον φυσικό κόσμο. Κάθε διαδικασία είναι λιγότερο από 100% αποδοτική.
Ομοίως είναι ευκολότερο να αποκτήσεις κακές συνήθειες αντί για καλές και είναι δυσκολότερο να απαλλαγείς από τις κακές αντί από τις καλές. Βραχυπρόθεσμα, και από ατομική οπτική γωνία, τα ελαττώματα φαίνεται να είναι πιο ευχάριστα από τις αρετές.
Αλλά μακροπρόθεσμα, και από μια κοινωνική οπτική γωνία, μια ελαττωματική κοινωνία γίνεται δυσλειτουργική και εχθρική προς την ευημερία των μελών της· ενώ μια ενάρετη παραμένει λειτουργική και ενισχυτική για την ευημερία των μελών της.
Έτσι ο Ρομπέν πρέπει να σκεφτεί ποιες μακροπρόθεσμες αρετές προσπαθεί να προστατέψει μέσω των βραχυπρόθεσμων πράξεών του.

«Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να πασχίζουν να ακολουθούν αυτό που είναι το σωστό και όχι αυτό που είναι καθιερωμένο». -ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Η πραγματική ομορφιά

Θυμήσου ότι η πραγματική ομορφιά βρίσκεται μέσα μας..

Στις όμορφες σκέψεις που συντηρούμε, στα φιλιά που κρύβουμε στο τσεπάκι της ψυχής μας, στα μισοτελειωμένα δειλινά – αυτά που αφουγκράζονται τους όρκους αγάπης που δίνεις – στα φλογερά μεσημέρια του Ιούλη, στα δάκρυα χαράς που χαϊδεύουν τα μάγουλα σου και σε όλα εκείνα τα μικρά μουτζουρωμένα τετράδια που έχεις σαν φυλαχτό κάτω από το μαξιλάρι σου..

Η πραγματική ομορφιά είναι εκείνη της ψυχής. Που δεν φοβάται κανένα καθρέφτη. Δεν έχει ανάγκη την επιβεβαίωση των άλλων. Μα έχει ανάγκη το νερό της αγάπης. Για να θεριέψει. Να γίνει μεγάλη και τρανή. Να απλώσει τις ρίζες της παντού στον κόσμο και να σκορπίζει το μεθυσμένο άρωμα της…

Για πάντα..

Θυμήσου... η πραγματική ομορφιά βρίσκεται μέσα σε δυο μάτια. Κόβει βόλτες και περιμένει το σύνθημα. Για να ανοίξει τα πελώρια φτερά της και να πετάξει. Να κάνει έναν κύκλο και να κουρνιάσει στο βάθος της καρδιάς σου. Και να φτιάξει εκεί τη φωλιά της.

Για πάντα.

Η πραγματική ομορφιά δεν έχει ανάγκη τα φτιαξίδια για να λάμψει. Δεν χρειάζεται κανένα κοκκινάδι. Τίποτα ψεύτικο δεν μπορεί να σταθεί επάνω της.

Μα έχει ανάγκη το πάθος. Τα χρώματα που θα γεμίσουν τον καμβά της. Λάμψη που σε τυφλώνει. Ήλιους ζεστούς που σε παίρνουν αγκαλιά. Και τα ξεχνάς όλα. Και χαμόγελα. Πολλά, πλατιά, αθώα.. που μαζεύονται ένα σωρό και γίνονται γέλια.

Τραγουδιστά Παιδικά. Αμέτρητα, που χοροπηδούν άτσαλα εδώ και εκεί.. Και εσύ δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να τρέξεις ξοπίσω τους.. Σαν μικρό παιδί..

Και αν ποτέ στο δρόμο σου βρεις ψυχές κατσούφικες, άσχημες.. θυμήσου να τους χαρίσεις ένα πλατύ χαμόγελο. Να τους το φορέσεις. Και να το στερεώσεις με την αγάπη συνεργό.

Και τότε θα δεις….την πραγματική ομορφιά, να υποκλίνεται μπροστά σου…!

LAO TZU: Η μετριοφροσύνη φέρνει την καταξίωση

Επειδή στην Οικουμένη:

η υποχώρηση φέρνει προώθηση·
το άδειασμα, πληρότητα·
το πάλιωμα, ανανέωση·
όταν επιζητάς λίγα, στο τέλος κερδίζεις πολλά·
όταν επιζητάς πολλά, χάνεις και τα λίγα …

Ο σοφός άνθρωπος
αποδέχεται ανεπιφύλακτα
την ενότητα των αντιθέτων.

Έτσι στη ζωή του:

Δεν αυτοπροβάλλεται·
γι’ αυτό του όμως το προτέρημα
αναδεικνύεται.
Δεν ισχυρίζεται ότι
κάθε του λόγος είναι δίκαιος·
γι’ αυτό του όμως το προτέρημα
παινεύεται.
Δεν ισχυρίζεται ότι
κάθε πράξη του είναι σωστή·
γι’ αυτό του όμως το προτέρημα
εκτιμάται.

Δεν έχει έπαρση·
γι’ αυτό του όμως το προτέρημα
επιλέγεται για αρχηγός.
Δηλαδή φαίνεται ότι,
επειδή δεν διακατέχεται
από το πνεύμα του ανταγωνισμού,
κανείς μέσα στην κοινωνία
δεν μπορεί να τον ανταγωνιστεί.

Μήπως το παλιό ρητό:

«Η μετριοφροσύνη φέρνει την καταξίωση»
είναι λόγια κούφια;
– Δεν νομίζω.

– Αλήθεια!
Αν κρατάς τέτοια στάση,
καταξιώνεσαι …

ΛΑΟ ΤΣΕ, ΤΑΟ ΤΕ ΤΣΙΝΓΚ

Γιατί θρηνούμε όταν άνθρωποι που αγαπάμε απουσιάζουν από τη ζωή μας

Όταν πεθαίνουν άνθρωποι που αγαπάμε, ολόκληρα σύμπαντα πεθαίνουν μαζί τους. Όσοι από εμάς μένουμε πίσω δεν λυπόμαστε για αυτούς, λυπόμαστε για τους εαυτούς μας. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν ενσωματωμένοι στην ύπαρξή μας. Οι ζωές τους ήταν λάμπες που φώτιζαν τις δικές μας. Τους αγαπούσαμε και μας αγαπούσαν και ξαφνικά νιώθουμε την αγάπη λιγότερο και νιώθουμε να μας αγαπούν λιγότερο. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν ήλιοι των οποίων τη θέρμη απολαμβάναμε και δεν έχουμε πια τις ακτίνες τους να μας ζεσταίνουν. Μας λείπει κάτι που δεν μπορεί να αντικατασταθεί. Αυτό που έχει χαθεί δεν είναι μόνο το άτομο, μα και η σχέση μας με το άτομο αυτό. ‘Έχουμε ακόμη τις αναμνήσεις μας, μα δεν έχουμε την άμεση συναισθηματική σύνδεση. Διαφορετικοί άνθρωποι φέρνουν στην επιφάνεια διαφορετικές πλευρές του χαρακτήρα μας. Μεγάλο μέρος του εαυτού μας είναι μια αντανάκλαση πάνω σε άλλους. Ο Ντεκάρτ παρέλειψε κάτι όταν συμπέρανε: «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Παρέλειψε την κοινωνική άποψη της ανθρώπινης ύπαρξης: «Άλλοι με σκέφτονται, άρα υπάρχω». Όταν κάποιος πεθαίνει, χάνουμε το αντίστοιχο κομμάτι του εαυτού μας, όσο και αυτόν που πεθαίνει. Νιώθουνε ελαχιστοποιημένοι από την απουσία του ανθρώπου.

Ο Χομπς έβλεπε τους ανθρώπους κυρίως ως εγωκεντρικούς και αυτά τα συναισθήματα της απώλειας το επιβεβαιώνουν. Η θλίψη μας είναι για τους εαυτούς μας, πρώτα και κύρια. Αυτό δεν είναι κακό. Μην το συγχέετε με απλό εγωισμό, ο οποίος παραβλέπει αυτά που απασχολούν άλλους προς όφελος του εαυτού μας. Μετά το θάνατο, δεν γνωρίζουμε τι συμβαίνει σε αυτό το πρόσωπο. ‘Έχουμε μια ποικιλία απόψεων για να μας παρέχουν απαντήσεις, μα κανείς δεν είναι σίγουρος. ‘Έτσι, αυτό που χρειαζόμαστε όταν κάποιος πεθάνει είναι να απεξαρτηθούμε από το άτομο αυτό, να ηρεμήσουμε τους εαυτούς μας και να διαφυλάξουμε τις αναμνήσεις μας.

Το Τάο διδάσκει ότι καταλήγουμε να μαθαίνουμε τα πράγματα με τα συμπληρώματά τους, όπως με τη ζωή και το θάνατο. Αυτοί που έφτασαν πολύ κοντά, μας λένε ότι απολαμβάνουν τη ζωή περισσότερο επειδή κοίταξαν το θάνατο καταπρόσωπο. Οι περισσότεροι από εμάς θεωρούμε τη ζωή δεδομένη. Εμπλεκόμαστε με την ικανοποίηση άμεσων αναγκών, την ολοκλήρωση μακροπρόθεσμων στόχων και με το να ονειροπολούμε στο ενδιάμεσο. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ένας υπερκείμενος στόχος μπορεί να είναι το κλειδί για μια ικανοποιητική ζωή. Μα δεν είναι και το τέλος της ιστορίας. Η ενασχόληση με τη γενικότερη εικόνα της ζωής εξαφανίζει την αξία μιας απλής ημέρας ή έστω και μιας ώρας ζωής. Αυτοί που έχουν αντιμετωπίσει την άμεση προοπτική να μην έχουν άλλες απλές ημέρες ή ώρες καταλαβαίνουν αυτή την αξία με διαύγεια που λείπει από τους περισσότερους.

Μια βουδιστική παραβολή μάς διδάσκει πώς να αντιμετωπίζουμε το θάνατο με ισορροπία. Ένας μοναχός είχε ένα φλιτζάνι τον τσαγιού δίπλα στο κρεβάτι του και κάθε βράδυ πριν πάει για ύπνο το γύριζε ανάποδα. Κάθε πρωί το γύριζε στη σωστή θέση. Όταν ένας απορημένος μαθητευόμενος ρώτησε, ο μοναχός εξήγησε ότι άδειαζε συμβολικά το ποτήρι της ζωής κάθε βράδυ για να τονίσει την εξοικείωσή του με τη θνητότητα του. Η τελετουργία τού υπενθύμιζε ότι είχε κάνει τα πράγματα που χρειαζόταν να κάνει για τη συγκεκριμένη ημέρα και έτσι ήταν έτοιμος εάν θα ερχόταν ο θάνατος για αυτόν. Κάθε πρωί, λοιπόν, ξαναγύριζε το ποτήρι για να δεχτεί το δώρο μιας καινούριας ημέρας. Έπαιρνε τη ζωή ημέρα με την ημέρα, αναγνωρίζοντας το υπέροχο δώρο της ζωής κάθε αυγή, μα ήταν έτοιμος να το ξεχάσει στο τέλος κάθε ημέρας.

Βρέθηκε τρόπος να... γυρίσουμε πίσω το χρόνο;

Ένας Αμερικανός αστροφυσικός ισχυρίζεται πως βρήκε τις εξισώσεις και τις αρχές, σύμφωνα με τις οποίες μπορούμε να γυρίσουμε το χρόνο πίσω.

Την πεποίθηση πως το ταξίδι στο χρόνο είναι εφικτό εκφράζει ένας επιστήμονας από τις ΗΠΑ, υποστηρίζοντας μάλιστα πως έχει δημιουργήσει και μαθηματικές εξισώσεις που το αποδεικνύουν!

Ο Ρον Μάλετ, ο οποίος είναι αστροφυσικός, σε συνέντευξή του στο CNN, αναφέρει πως έχει καταφέρει να δημιουργήσει τις εξισώσεις και τις αρχές, βάσει των οποίων μπορεί να κατασκευαστεί μια μηχανή που θα μας επιτρέψουμε να γυρίσουμε το χρόνο πίσω.

Στην ίδια συνέντευξη ωστόσο, συμπλήρωσε πως αυτό δεν θα πραγματοποιηθεί στο άμεσο μέλλον και δεν θα καταφέρει να δει τη θεωρία του να αποδεικνύεται, όσο ζει.

Σύμφωνα με τον Μάλετ, τα ευρήματά του βασίζονται στη θεωρία της Γενικής Σχετικότητας και τη θεωρία της Ειδικής Σχετικότητας, τις οποίες ανέπτυξε ο Αϊνστάιν, σύμφωνα με τις οποίες «ο χρόνος μπορεί να επηρεαστεί από την ταχύτητα».

Ο αστροφυσικός υποστηρίζει πως «μια γυροσκοπική δέσμη λέιζερ μπορεί να δράσει σαν ένας τύπος χρονομηχανής και να δημιουργήσει μια διαστρέβλωση στο χρόνο, μέσω της οποίας θα μπορούμε να μεταφερθούμε στο παρελθόν».

Όπως σημειώνει όμως ο Αμερικανός επιστήμονας, υπάρχει και ένας περιορισμός. «Μπορείς να στείλεις μια πληροφορία στο παρελθόν, αλλά μπορείς να την στείλεις μόνο μέχρι το σημείο του παρελθόντος, κατά το οποίο ξεκίνησε η λειτουργία της μηχανής» εξήγησε.

Παλιρροϊκές παραμορφώσεις σε περιστρεφόμενες μαύρες τρύπες δείχνουν νέοι υπολογισμοί

Θα μπορούσε μια μαύρη τρύπα να έχει παλίρροιες; Η κοινή άποψη είναι όχι, τέτοια πυκνά αντικείμενα είναι πολύ στερεά για να σχηματίσουν τέτοιες επιφανειακές παραμορφώσεις. Όμως ένας νέος θεωρητικός υπολογισμός βρίσκει ότι μια περιστρεφόμενη μαύρη τρύπα μπορεί να αναπτύξει μια παλιρροϊκή διόγκωση (εξόγκωμα) σε ένα μη συμμετρικό ως προς άξονα βαρυτικό πεδίο. Ο Alexandre Le Tiec από Παρατηρητήριο του Παρισιού και ο Marc Casals από το Βραζιλιανό Ερευνητικό Κέντρο Φυσικής δείχνουν ότι οι συνθήκες αυτές θα μπορούσαν να προκύψουν κατά τη διάρκεια μιας συγχώνευσης μελανών οπών και ότι αυτή η διόγκωση θα πρέπει να επηρεάζει την περιστροφή της μαύρης τρύπας.

Η Γη αλλάζει το σχήμα της υπό την έλξη της Σελήνης και του Ήλιου. Η παραμορφωσιμότητα αυτή χαρακτηρίζεται από τον «παλιρροϊκό αριθμό Love» (TLN), που ονομάστηκε έτσι από το όνομα του μαθηματικού Augustus Love. Οι διάφοροι TLN περιγράφουν διαφορετικούς τύπους παλιρροϊκών αποκρίσεων. Ο τετραπολικός TLN της Γης, για παράδειγμα, έχει τιμή 0,3, ενώ η ίδια παράμετρος για ένα (λιγότερο παραμορφώσιμο) άστρο νετρονίων εκτιμάται ότι είναι γύρω στο 0,1.

Προηγούμενη εργασία καθόρισε ότι ο TLN είναι μηδέν για μια μη-περιστρεφόμενη μαύρη τρύπα σε ένα στατικό παλιρροϊκό πεδίο. Όμως η κατάσταση είναι διαφορετική όταν το πεδίο αλλάζει με τον χρόνο και όταν η μαύρη τρύπα περιστρέφεται σε ένα μη-συμμετρικό πεδίο. Οι Le Tiec και Casals βρήκαν ότι μια μαύρη τρύπα που περιστρέφεται στο 10% του μέγιστου ρυθμού σε ένα μη-συμμετρικό πεδίο θα πρέπει να έχει τετραπολικό TLN 0,002. Αν και η τιμή είναι σχετικά μικρή, τέτοιες παλιρροϊκές παραμορφώσεις θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη δυναμική των συγχωνεύσεων των μελανών οπών. Για την περίπτωση μιας μαύρης τρύπας αστρικής μάζας που περιστρέφεται σπειροειδώς γύρω από μια περιστρεφόμενη υπερμεγέθη μαύρη τρύπα, οι ερευνητές βρήκαν ότι το παλιρροϊκό εξόγκωμα στο μεγαλύτερο αντικείμενο δημιουργεί μια ροπή που επιβραδύνει την περιστροφή της.

Από πού προέρχεται η μάζα; Μόνο από το πεδίο Higgs;

Η ιστορία της μάζας σωματιδίων ξεκινά αμέσως μετά το big bang. Κατά τις πρώτες πρώτες στιγμές του σύμπαντος, σχεδόν όλα τα σωματίδια ήταν άμαζα, ταξιδεύοντας με την ταχύτητα του φωτός σε μια πολύ καυτή «αρχέγονη σούπα». Σε κάποιο σημείο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το πεδίο Higgs (που δεν είναι το ίδιο με το σωματίδιο Higgs) ενεργοποιήθηκε, διεισδύοντας στο σύμπαν και δίνοντας μάζα στα πολύ στοιχειώδη σωματίδια που «κολυμπούσαν» μέσα από σε αυτό το πεδίο Higgs. Μέσω αυτής της αλληλεπίδρασης κάθε σωματίδιο πήρε τη μάζα του.

Το πεδίο Higgs δίνει μάζα σε στοιχειώδη σωματίδια, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της μάζας μας προέρχεται από κάπου αλλού.

Διαφορετικά σωματίδια αλληλοεπιδρούν με το πεδίο Higgs με διαφορετικές δυνάμεις, επομένως ορισμένα σωματίδια είναι βαρύτερα (έχουν μεγαλύτερη μάζα) από άλλα. Μερικά σωματίδια που δεν αλληλοεπιδρούν, όπως τα φωτόνια, δεν έχουν μάζα.

Το πεδίο Higgs άλλαξε το περιβάλλον όταν ήταν ενεργοποιημένο, αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται τα σωματίδια. Κάποιοι συγκρίνουν το πεδίο Higgs με ένα δοχείο μελάσας ή με παχύ σιρόπι, το οποίο επιβραδύνει ορισμένα σωματίδια καθώς ταξιδεύουν.

Άλλοι έχουν οραματιστεί το πεδίο Higgs ως το πλήθος που βρίσκεται σε ένα πάρτι. Καθώς διασχίζουν το πλήθος ορισμένα διάσημα άτομα, οι άνθρωποι που τους περιβάλλουν (που έρχονται κοντά τους για να τους δουν από κοντά) τους επιβραδύνουν. Άλλοι, λιγότερο γνωστά πρόσωπα, κινούνται πιο εύκολα μέσα στα πλήθη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η “δημοτικότητα” τους είναι συνώνυμη με τη μάζα – όσο πιο δημοφιλής είστε, τόσο περισσότερο θα αλληλεπιδράτε με το πλήθος και τόσο περισσότερη “μάζα” θα έχετε. Με λίγη δημοφιλία αλληλοεπιδρούν λιγότερο με το πλήθος και αποκτούν μικρότερη μάζα τα σωματίδια.

Γιατί όμως ενεργοποιήθηκε το πεδίο Higgs; Γιατί κάποια σωματίδια αλληλοεπιδρούν περισσότερο με το πεδίο Higgs από άλλα; Η σύντομη απάντηση είναι: Δεν ξέρουμε.

Το πεδίο Higgs δίνει μάζα σε θεμελιώδη σωματίδια – τα ηλεκτρόνια, τα κουάρκ και άλλα δομικά στοιχεία που δεν μπορούν να χωριστούν σε μικρότερα μέρη. Αλλά αυτά εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό ποσοστό της μάζας του σύμπαντος.

Τα υπόλοιπα προέρχονται από τα πρωτόνια και νετρόνια, τα οποία παίρνουν σχεδόν όλη τη μάζα τους από την ισχυρή πυρηνική δύναμη. Αυτά τα σωματίδια αποτελούνται το καθένα από τρία κουάρκ που κινούνται με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με γλουόνια, τα σωματίδια που μεταφέρουν την ισχυρή πυρηνική δύναμη. Η ενέργεια αυτής της αλληλεπίδρασης μεταξύ κουάρκ και γλουονίων είναι αυτό που δίνει στα πρωτόνια και τα νετρόνια τη μάζα τους. Λάβετε υπόψη τη διάσημη σχέση E = mc 2 του Einstein , που εξισώνει την ενέργεια και μάζα. Αυτό καθιστά τη μάζα σαν μία μυστική εγκατάσταση αποθήκευσης της ενέργειας.

Έτσι, όταν βάζετε μαζί τρία κουάρκ για να δημιουργήσετε ένα πρωτόνιο, καταλήγετε να δεσμεύετε μια τεράστια ενεργειακή πυκνότητα σε μια μικρή περιοχή στο χώρο.

Ένα πρωτόνιο αποτελείται από δύο πάνω κουάρκ και ένα κάτω κουάρκ. ένα νετρόνιο αποτελείται από δύο κάτω κουάρκ και ένα επάνω κουάρκ. Η παρόμοια σύνθεσή τους καθιστά τη μάζα που αποκτούν από την ισχυρή δύναμη σχεδόν ίδια. Ωστόσο, τα νετρόνια είναι ελαφρώς πιο βαριά από τα πρωτόνια – και αυτή η διαφορά είναι κρίσιμη. Η διαδικασία των νετρονίων που αποσυντίθενται σε πρωτόνια προάγει τη χημεία και, συνεπώς, τη βιολογία. Εάν τα πρωτόνια ήταν βαρύτερα, αντιθέτως θα διασπαστούν μόνιμα σε νετρόνια και το σύμπαν, όπως το γνωρίζουμε, δεν θα υπήρχε.

Όπως αποδεικνύεται, τα κάτω (down) κουάρκ αλληλοεπιδρούν πιο έντονα με το πεδίο Higgs, οπότε έχουν λίγο περισσότερη μάζα. Γι ‘αυτό υπάρχει η μικρή διαφορά μεταξύ μάζας πρωτονίων και νετρονίων.
Τι γίνεται όμως με τα νετρίνα;

Έχουμε μάθει ότι τα στοιχειώδη σωματίδια αποκτούν τη μάζα τους από το πεδίο Higgs – αλλά περιμένετε! Μπορεί να υπάρχει εξαίρεση: τα νετρίνα. Τα νετρίνα είναι μία ξεχωριστή τάξη από μόνα τους. Έχουν εξαιρετικά μικροσκοπικές μάζες (ένα εκατομμύριο φορές μικρότερες από το ηλεκτρόνιο, το δεύτερο ελαφρύτερο σωματίδιο), είναι ηλεκτρικά ουδέτερα και σπάνια αλληλοεπιδρούν με την ύλη.

Οι επιστήμονες προβληματίζονται για το γιατί τα νετρίνα είναι τόσο ελαφριά. Οι θεωρητικοί εξετάζουν επί του παρόντος πολλαπλές δυνατότητες. Θα μπορούσε να εξηγηθεί εάν τα νετρίνα είναι συγχρόνως και τα αντισωματίδια τους – δηλαδή, εάν η έκδοση της αντιύλης είναι ίδια με την έκδοση της ύλης. Εάν οι φυσικοί ανακαλύψουν ότι πράγματι συμβαίνει αυτό, θα σήμαινε ότι τα νετρίνα παίρνουν τη μάζα τους με διαφορετικό τρόπο και από αλλού από το μποζόνιο Higgs, το οποίο ανακάλυψαν οι φυσικοί το 2012.

Τα νετρίνα πρέπει να πήραν τη μάζα τους από ένα πεδίο Higgs, το οποίο είναι ηλεκτρικά ουδέτερο και εκτείνεται σε ολόκληρο το σύμπαν. Αυτό θα μπορούσε να είναι το ίδιο Higgs που δίνει μάζα στα άλλα στοιχειώδη σωματίδια, ή θα μπορούσε να είναι ένας πολύ μακρινός ξάδελφος του. Σε ορισμένες θεωρίες, η μάζα των νετρίνων προέρχεται επίσης από μια πρόσθετη, ολοκαίνουργια πηγή που θα μπορούσε να περιέχει τις απαντήσεις σε άλλα μυστήρια της φυσικής των σωματιδίων.

Οι άνθρωποι ενθουσιάζονται για αυτήν την πιθανότητα επειδή μπορεί να ερμηνευτεί ως απόδειξη για μια ολοκαίνουργια ενεργειακή κλίμακα, αθώα άσχετη με το φαινόμενο Higgs. Αυτός ο νέος μηχανισμός μπορεί επίσης να σχετίζεται με το πώς η σκοτεινή ύλη, που οι φυσικοί πιστεύουν ότι αποτελείται από μη ανακαλυφθέντα ακόμα σωματίδια, παίρνει τη μάζα της.

Και όπως λένε οι φυσικοί «Η φύση τείνει να είναι οικονομική», θυμηθείτε την Λεπίδα του Occam. Οπότε είναι πιθανό ότι το ίδιο νέο σετ σωματιδίων εξηγεί όλα αυτά τα περίεργα φαινόμενα που δεν έχουμε εξηγήσει ακόμη.

Η αθανασία της ψυχής στον Πλάτωνα: 8. Η απόδειξη της αθανασίας στην «Πολιτεία»

[608d – 611b]

Οι αποδείξεις της αθανασίας που γνωρίσαμε ως τώρα είτε είχαν την αφετηρία τους σε φυσικοφιλοσοφικές σκέψεις είτε αντλούσαν την αποδεικτική ισχύ τους από τη θεωρία των ιδεών. Ένα διαφορετικού είδους επιχείρημα βρίσκεται στο δέκατο βιβλίο της Πολιτείας. Το επιχείρημα αυτό είναι συγγενές με την ιδέα που αναπτύσσεται στον Γοργία, ότι η αδικία είναι αρρώστια της ψυχής. Σε συνάρτηση προς την άποψη αυτή ο Πλάτων εξετάζει στην Πολιτεία τα αίτια που προκαλούν αφανισμό και φθορά. Αφετηρία του επιχειρήματος αποτελεί ο συλλογισμός ότι καλό είναι καθετί που σώζει και ωφελεί, κακό αντίθετα είναι εκείνο που φέρνει καταστροφή και αφανισμό. Ο ορισμός του καλού ως εκείνου που ωφελεί και ενισχύει αυτό που υπάρχει κατ’ αρχήν μας φαίνεται αρκετά ύποπτος· γιατί γνωρίζουμε με ποιο τρόπο μπορεί να παρανοηθεί ένας τέτοιος ορισμός του καλού και ποιες συνέπειες μπορεί να έχει αυτή η παρανόηση. Καλό είναι αυτό που ωφελεί το λαό, το κράτος ή το κόμμα: Αυτό όμως φαίνεται σα να είναι ένα είδος άδειας για την άσκηση κάθε μορφής βίας ενάντια σε αντιφρονούντες. Οι αντιφρονούντες είναι στοιχεία φθοροποιά, άρα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ανάλογο τρόπο. Αυτό θέλει να πει ο Πλάτων; Ασφαλώς όχι. Καλό είναι εκείνο που ωφελεί κάθε πράγμα σ’ αυτό που είναι εκείνο στην ουσία του και αυτήν σώζει, άρα καλό είναι εκείνο στην ουσία του και αυτήν σώζει, άρα καλό είναι εκείνο που ωφελεί τον άνθρωπο ως άνθρωπο. Και επειδή ο άνθρωπος στην πραγματικότητα είναι η ψυχή, καλό είναι εκείνο που ωφελεί την ψυχή, κακό είναι εκείνο που την βλάπτει. Αυτό γενικεύεται ως εξής: Καλό είναι εκείνο που σώζει κάθε πράγμα σ’ αυτό που είναι η ουσία του και αυτήν ωφελεί, κακό είναι εκείνο που φέρνει στο καθετί τον αφανισμό.

Άραγε αυτό που φέρνει τον αφανισμό είναι το ίδιο για όλα τα έμβια όντα, καθώς και για την ανόργανη φύση; Μάλλον όχι. Τα έμβια όντα καταστρέφονται από αρρώστιες και από την φθορά της γήρανσης, και μάλιστα δεν καταστρέφονται όλα από τις ίδιες αρρώστιες· τα άβια όντα έχουν πάλι άλλες αιτίες που προκαλούν σ’ αυτά φθορά, όπως, π.χ. η σκουριά στο σίδερο. Η ψυχή δεν είναι έμβιο ον με σώμα ούτε άβιο. Υπάρχει κάποιο κακό που βλάπτει την ψυχή; Αναμφίβολα. Το κακό αυτό είναι ένα και μοναδικό, η αδικία. Γιατί γίνεται αυτό; Από αρρώστιες που προσβάλλουν και εξοντώνουν τους οργανισμούς η ψυχή δεν μπορεί προφανώς να υποστεί βλάβη, γιατί δεν είναι οργανισμός. Ούτε και εκείνο που διαλύει και αφανίζει τα ανόργανα πράγματα μπορεί να βλάψει την ψυχή, όπως και δεν μπορεί να βλάψει την ψυχή οτιδήποτε προκαλεί τη φθορά των υλικών πραγμάτων. Συνεπώς, ως μοναδικό κακό που μπορεί να προκαλέσει βλάβη στην ψυχή πρέπει να θεωρηθεί η αδικία. Άραγε πεθαίνει η ψυχή από την αδικίαν, δηλαδή από το ανάλογο προς τη φύση της κακό; Αν συνέβαινε αυτό, τότε οι άδικοι θα ‘πρεπε να πεθαίνουν εξαιτίας της κακότητας τους. Αυτό όμως διόλου δεν συμβαίνει, αλλά αντίθετα, αν τους αφήσουν να κάνουν ό,τι θέλουν, γίνονται όλο και πιο δραστήριοι. Αλλά μπορεί ίσως να τιμωρηθούν με το να χωριστεί η ψυχή τους από το σώμα. Αυτό σημαίνει ότι η αδικία η ίδια βλάπτει μεν την ψυχή, αλλά δεν της επιφέρει σαν ένα είδος αρρώστιας το θάνατο. Αν ένας άδικος τιμωρείται με το θάνατο εξαιτίας της αδικίας του, δεν είναι η αδικία εκείνο που προξενεί το θάνατο του σώματος, αλλά είναι ένα κακό με τέτοια φύση που μπορεί να καταστρέψει το σώμα. Αφού λοιπόν η ψυχή δεν μπορεί να εξολοθρευτεί από το κακό που τη βλάπτει και αφού εκτός από αυτό το ένα κακό της ψυχής, την αδικίαν, δεν υπάρχει άλλο που να την βλάπτει, η ψυχή δεν μπορεί καθόλου να εξολοθρευτεί.

Εδώ θα μπορούσαν να υπάρξουν αντιρρήσεις: Κάθε πράγμα μπορεί μεν να εξολοθρεύεται μόνο από το αντίστοιχο προς αυτό κακό, το αντίστοιχο όμως αυτό κακό προκαλείται από άλλα κακά. Οι χαλασμένες τροφές, οι τροφές δηλαδή που έχουν προσβληθεί από το σύμφυτό τους κακό, αν καταναλωθούν, προξενούν αρρώστια· από την αρρώστια μπορεί το σώμα να καταστραφεί. Στην περίπτωση αυτή το σώμα καταστρέφεται από το δικό του κακό, την αρρώστια, εξαιτίας των τροφών. Ισχύει κάτι παρόμοιο για την ψυχή, ώστε, για παράδειγμα, από αρρώστια, του σώματος να προκληθεί η αρρώστια της ψυχής και τότε η ψυχή εξαιτίας της αρρώστιας της να καταστραφεί από το δικό της κακό; Αν συνέβαινε αυτό, θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι η σωματική αρρώστια προκαλεί αδικίαν, αδικία και κακότητα. Κάτι τέτοιο συμβαίνει αναμφίβολα με ορισμένες αρρώστιες, δεν είναι όμως ο κανόνας. Ακόμη όμως και να παραδεχτούμε ότι μερικές αρρώστιες επενεργούν αρνητικά σ’ αυτό που ονομάζει ο Πλάτων ψυχή, τίποτα πάλι δεν έχει αποδειχθεί μ’ αυτό· γιατί η αδικία, για όποιον την έχει, δεν θα προκαλέσει το θάνατο της ψυχής του. Συνεπώς η ψυχή είναι αθάνατη.

Διδάσκει ο Πλάτων μια ατομική αθανασία; Είναι ή δεν είναι αθάνατη η ατομική ψυχή; Ο U. v. Wilamowitz γράφει τα ακόλουθα: «Μια ψυχή που περιφέρεται σε αναρίθμητα ανθρώπινα σώματα δεν έχει ατομικότητα, και όσο κι αν την αποκτά σε καθεμιά ενσάρκωση, πρέπει να την αποβάλει. Και εντούτοις φανερώνεται (στον Πλάτωνα) το ισχυρό αίσθημα του ατομικού βίου, γιατί ο ίδιος ο Πλάτων είχε μια τόσο ισχυρή ατομική ψυχή. Στην πραγματικότητα δεν έφερε σε πλήρη λογική ενότητα ό,τι διδάσκει και πιστεύει για την ανθρώπινη ψυχή.» Παρόμοιες απόψεις βρίσκουμε στη νεότερη βιβλιογραφία για τον Πλάτωνα. Επ’ αυτού μπορούν να λεχθούν τα ακόλουθα: Ότι το σώμα αποτελεί την αρχή της εξατομίκευσης είναι η θεωρία του Θωμά Ακινάτη, όχι όμως του Πλάτωνα. Η ιδέα ότι η ψυχή αμείβεται ή τιμωρείται στο επέκεινα για τις πράξεις της (Φαίδων, Πολιτεία) έχει νόημα μόνο αν η ψυχή συνεχίζει να ζει ως άτομο. Επίσης, η θεωρία της αναμνήσεως δείχνει ότι κάθε επιμέρους ψυχή είδε τις ουσίες στην προηγούμενη ύπαρξή της. Καμιά ένδειξη δεν υπάρχει για το ότι η ψυχή μετά το χωρισμό από το σώμα απορροφάται από την κοσμική ψυχή και χάνει συγχρόνως την ατομικότητα της. Ας θέσουμε τώρα παραπέρα το ερώτημα: είναι η ψυχή αθάνατη ως σύνολο ή είναι αθάνατο μόνο κάτι μέσα της; Αν ήταν αθάνατο μόνο κάτι στην ψυχή, θα ‘πρεπε η ψυχή να έχει μέρη. Τούτο όμως αμφισβητείται στον Φαίδωνα. Η ψυχή είναι ομοιότερη και συγγενέστερη με τις ουσίες, γιατί ανήκει στην περιοχή αυτού που είναι ασύνθετο. Αφού λοιπόν η ψυχή είναι ασύνθετη, δεν μπορεί να έχει μέρη. Συνεπώς, όσον αφορά τον Φαίδωνα, το ερώτημα μας μπορεί να απαντηθεί ξεκάθαρα: Αυτό που ονομάζεται στον Φαίδωνα ψυχή και αποτελεί το αντικείμενο της συζήτησης είναι ως σύνολο αθάνατο. Έμεινε ο Πλάτων σταθερός στην αντίληψη αυτή στη συνέχεια; Η απάντηση της έρευνας είναι: όχι. Στην Πολιτεία μπορούμε για πρώτη φορά να υποδείξουμε ότι ο Πλάτων δέχεται την ύπαρξη μερών της ψυχής.

ΛΟΓΓΟΣ: Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (2.13.1-2.15.3)

[2.13.1] Τῶν δή τις ἀγροίκων ἐς ἀνολκὴν λίθου θλίβοντος τὰ πατηθέντα βοτρύδια χρῄζων σχοίνου, τῆς πρότερον ῥαγείσης, κρύφα ἐπὶ τὴν θάλασσαν ἐλθών, ἀφρουρήτῳ τῇ νηῒ προσελθών, τὸ πεῖσμα ἐκλύσας, οἴκαδε κομίσας ἐς ὅ τι ἔχρῃζεν ἐχρήσατο. [2.13.2] Ἕωθεν οὖν οἱ Μηθυμναῖοι νεανίσκοι ζήτησιν ἐποιοῦντο τοῦ πείσματος καὶ —ὡμολόγει γὰρ οὐδεὶς τὴν κλοπὴν— ὀλίγα μεμψάμενοι τοὺς ξενοδόχους ἀπέπλεον· καὶ σταδίους τριάκοντα παρελάσαντες προσορμίζονται τοῖς ἀγροῖς, ἐν οἷς ᾤκουν ὁ Δάφνις καὶ ἡ Χλόη· ἐδόκει γὰρ αὐτοῖς καλὸν εἶναι τὸ πεδίον ἐς θήραν λαγῶν. [2.13.3] Σχοῖνον μὲν οὖν οὐκ εἶχον ὥστε ἐκδήσασθαι πεῖσμα· λύγον δὲ χλωρὰν μακρὰν στρέψαντες ὡς σχοῖνον, ταύτῃ τὴν ναῦν ἐκ τῆς πρύμνης ἄκρας εἰς τὴν γῆν ἔδησαν· ἔπειτα τοὺς κύνας ἀφέντες ῥινηλατεῖν ἐν ταῖς εὐκαίροις φαινομέναις τῶν ὁδῶν ἐλινοστάτουν. [2.13.4] Οἱ μὲν δὴ κύνες ἅμα ὑλακῇ διαθέοντες ἐφόβησαν τὰς αἶγας· αἱ δὲ τὰ ὀρεινὰ καταλιποῦσαι μᾶλλόν τι πρὸς τὴν θάλασσαν ὥρμησαν· ἔχουσαι δὲ οὐδὲν ἐν ψάμμῳ τρώξιμον, ἐλθοῦσαι πρὸς τὴν ναῦν αἱ θρασύτεραι αὐτῶν τὴν λύγον τὴν χλωράν, ᾗ δέδετο ἡ ναῦς, ἀπέφαγον.
[2.14.1] Ἦν δέ τι καὶ κλυδώνιον ἐν τῇ θαλάσσῃ, κινηθέντος ἀπὸ τῶν ὀρῶν πνεύματος. Ταχὺ δὴ μάλα λυθεῖσαν αὐτὴν ὑπήνεγκεν ἡ παλίρροια τοῦ κύματος καὶ ἐς τὸ πέλαγος μετέωρον ἔφερεν. [2.14.2] Αἰσθήσεως δὴ τοῖς Μηθυμναίοις γενομένης οἱ μὲν ἐπὶ τὴν θάλασσαν ἔθεον, οἱ δὲ τοὺς κύνας συνέλεγον· ἐβόων δὲ πάντες, ὡς πάντας τοὺς ἐκ τῶν πλησίον ἀγρῶν ἀκούσαντας συνελθεῖν. Ἀλλ᾽ ἦν οὐδὲν ὄφελος· τοῦ γὰρ πνεύματος ἀκμάζοντος ἀσχέτῳ τάχει κατὰ ῥοῦν ἡ ναῦς ἐφέρετο. [2.14.3] Οἱ δ᾽ οὖν οὐκ ὀλίγων κτημάτων [οἱ Μηθυμναῖοι] στερόμενοι ἐζήτουν τὸν νέμοντα τὰς αἶγας· καὶ εὑρόντες τὸν Δάφνιν ἔπαιον, ἀπέδυον· εἷς δέ τις καὶ κυνόδεσμον ἀράμενος περιῆγε τὰς χεῖρας ὡς δήσων. [2.14.4] Ὁ δὲ ἐβόα τε παιόμενος καὶ ἱκέτευε τοὺς ἀγροίκους καὶ πρώτους γε τὸν Λάμωνα καὶ τὸν Δρύαντα βοηθοὺς ἐπεκαλεῖτο. Οἱ δὲ ἀντείχοντο σκληροὶ γέροντες καὶ χεῖρας ἐκ γεωργικῶν ἔργων ἰσχυρὰς ἔχοντες, καὶ ἠξίουν δικαιολογήσασθαι περὶ τῶν γεγενημένων.
[2.15.1] Ταὐτὰ δὲ καὶ τῶν ἄλλων ἀξιούντων δικαστὴν καθίζουσι Φιλητᾶν τὸν βουκόλον· πρεσβύτατός τε γὰρ ἦν τῶν παρόντων καὶ κλέος εἶχεν ἐν τοῖς κωμήταις δικαιοσύνης περιττῆς. Πρῶτοι δὲ κατηγόρουν οἱ Μηθυμναῖοι σαφῆ καὶ σύντομα, βουκόλον ἔχοντες δικαστήν. [2.15.2] «Ἤλθομεν εἰς τούτους τοὺς ἀγροὺς θηρᾶσαι θέλοντες. Τὴν μὲν οὖν ναῦν λύγῳ χλωρᾷ δήσαντες ἐπὶ τῆς ἀκτῆς κατελίπομεν, αὐτοὶ δὲ διὰ τῶν κυνῶν ζήτησιν ἐποιούμεθα θηρίων. Ἐν τούτῳ πρὸς τὴν θάλασσαν αἱ αἶγες τούτου κατελθοῦσαι τήν τε λύγον κατεσθίουσι καὶ τὴν ναῦν ἀπολύουσιν. [2.15.3] Εἶδες αὐτὴν ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ φερομένην, πόσων οἴει μεστὴν ἀγαθῶν; Οἵα μὲν ἐσθὴς ἀπόλωλεν, οἷος δὲ κόσμος κυνῶν, ὅσον δὲ ἀργύριον. Τοὺς ἀγροὺς ἄν τις τούτους ἐκεῖνα ἔχων ὠνήσαιτο. Ἀνθ᾽ ὧν ἀξιοῦμεν ἄγειν τοῦτον, πονηρὸν ὄντα αἰπόλον, ὃς ἐπὶ τῆς θαλάσσης νέμει τὰς αἶγας ὡς ναύτης.»

***
[2.13.1] Κάποιος χωρικός χρειάστηκε σκοινί για ν᾽ ανεβάζει το λιθάρι που έλιωνε τις πατημένες ρώγες, επειδή το προηγούμενο σκοινί τού είχε κοπεί. Πήγε λοιπόν κρυφά στο γιαλό, σίμωσε στο αφύλαχτο καράβι, έλυσε το παλαμάρι και το πήρε σπίτι του να το μεταχειριστεί για τη δουλειά του. [2.13.2] Όταν ξημέρωσε, οι νεαροί Μηθυμνιώτες αποζήτησαν το παλαμάρι και, καθώς κανένας δεν ομολογούσε ότι το ᾽χε κλέψει, παραπονέθηκαν λίγο σ᾽ αυτούς που τους είχαν φιλοξενήσει κι έφυγαν. Αφού προχώρησαν γιαλό-γιαλό τέσσερα μίλια, άραξαν στην περιοχή όπου ζούσαν ο Δάφνης και η Χλόη, γιατί ο κάμπος τούς φάνηκε καλός για το κυνήγι του λαγού. [2.13.3] Μιας και δεν είχαν λοιπόν σκοινί για παλαμάρι, έπλεξαν ένα είδος σκοινί από μακριές χλωρές λυγαριές και με τούτο έδεσαν το ποδόσταμα του καραβιού στη στεριά. Κατόπι αμόλησαν τα σκυλιά να οδηγηθούν από τις μυρωδιές, και σ᾽ όσα περάσματα έκριναν κατάλληλα έστησαν δίχτυα. [2.13.4] Τα σκυλιά άρχισαν να τρέχουν γαβγίζοντας, τόσο που οι γίδες τρόμαξαν και φεύγοντας από τους λόφους ροβόλησαν κατά τη θάλασσα. Καθώς όμως δεν έβρισκαν τίποτα να φάνε στην αμμουδιά, οι πιο τολμηρές από δαύτες πήγαν στο καράβι κι έφαγαν τη λυγαριά που του χρησίμευε για παλαμάρι.
[2.14.1] Έτυχε και να φυσήξει από το βουνό και να φουσκώσει λίγο η θάλασσα. Έτσι το άδετο καράβι γρήγορα παρασύρθηκε από το κύμα και βρέθηκε ακυβέρνητο στο πέλαγο. [2.14.2] Όταν το κατάλαβαν οι Μηθυμνιώτες, άλλοι έτρεξαν στην παραλία κι άλλοι περιμάζεψαν τα σκυλιά· συνάμα έβαλαν όλοι τέτοιες φωνές, που τους άκουσε και μαζεύτηκε όσος κόσμος βρισκόταν στα κοντινά υποστατικά. Τίποτα ωστόσο δεν μπορούσαν να κάνουν: ο άνεμος δυνάμωνε κι έσπρωχνε το καράβι ακράτητα με το ρεύμα. [2.14.3] Τότε οι Μηθυμνιώτες, που πάθαιναν μεγάλη ζημιά, αποζήτησαν τον βοσκό των γιδιών και βρίσκοντας τον Δάφνη βάλθηκαν να τον χτυπάνε και να τον γδύνουν· ένας μάλιστα πήρε ένα λουρί σκύλου και δοκίμασε να του δέσει τα χέρια πίσω από την πλάτη. [2.14.4] Ο Δάφνης ωστόσο φώναζε απ᾽ τα χτυπήματα και παρακαλούσε τους χωρικούς, κι ιδίως τον Λάμωνα και τον Δρύα, να τον βοηθήσουν. Τούτοι, καλοδεμένοι γέροι με χέρια σκληραγωγημένα από τις δουλειές στα χωράφια, τον υπερασπίστηκαν απαιτώντας να γίνει δίκη για την υπόθεση.
[2.15.1] Τα ίδια υποστήριξαν κι οι άλλοι, κι όρισαν δικαστή τον Φιλητά το γελαδάρη, που ήταν ο γεροντότερος απ᾽ όσους βρίσκονταν εκεί κι είχε φήμη πολύ δίκαιου ανθρώπου ανάμεσα στους χωρικούς. Πρώτοι μίλησαν οι Μηθυμνιώτες, διατυπώνοντας την κατηγορία καθαρά και σύντομα μιας κι είχαν να κάνουν με γελαδάρη για δικαστή: [2.15.2] «Ήρθαμε σε τούτο τον κάμπο για κυνήγι. Δέσαμε το καράβι μας με λυγαριά χλωρή και τ᾽ αφήσαμε στο γιαλό ενώ πηγαίναμε με τα σκυλιά να βρούμε κυνήγι. Στο μεταξύ οι γίδες τουτουνού κατέβηκαν στην παραλία, έφαγαν τη λυγαριά κι έφυγε το καράβι. [2.15.3] Το είδες που αρμενίζει ακυβέρνητο στη θάλασσα; Ξέρεις τί βιος έχει μέσα, τί ρούχα χάθηκαν, τί στολίδια των σκυλιών, τί χρήματα; Έφταναν για ν᾽ αγοράσει κανένας τούτα τα υποστατικά. Γι᾽ αυτό κι εμείς απαιτούμε, γι᾽ αποζημίωση, να πάρουμε αυτόν εδώ, που είναι και κακός γιδάς μιας και βόσκει τις γίδες του στη θάλασσα, λες κι είναι ναύτης».