«Που γεννήθηκε, λοιπόν, ο μύθος και γιατί, άραγε, και πως; Η πρώτη γυναίκα το ‘μαθε, αρχή - αρχή του χρόνου. Ποιος το ‘πε στην γυναίκα; Το παιδί που είχε μες στην κοιλιά της. Ποιος το ‘πε στο παιδί ; Η σιωπή του Θεού. Ποιος το ‘πε στην σιωπή» ;
Η μικρή αυτή εισαγωγή, υποδεικνύει πως οι μύθοι είναι τόσο παλιοί, όσο και η ίδια η Ανθρωπότητα. Αφορά την απόπειρα της ανθρωπότητας κατά την νηπιακή της ηλικία, να ερμηνεύσει τον κόσμο και τις φυσικές δυνάμεις από τις οποίες εξαρτιόταν η επιβίωση της. Ο μύθος λειτουργεί ως μία πρωτόγονη φιλοσοφία στην πιο ακατέργαστη μορφή του, σε μία εποχή που η ανθρωπότητα αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως μία ολότητα. Είναι η προφορική μετάδοση της συλλογικής μνήμης, της εμπειρίας και της γνώσης σε μία εποχή που ακόμα οι ανθρώπινες κοινότητες δεν έχουν αναπτύξει την φιλοσοφία και τις επιστήμες.
Η μετάδοση της γνώσης είναι εξαιρετικά σημαντική για την συνέχεια της κοινότητας. Έτσι για να είναι θελκτική και κατανοητή από τα νεαρότερα μέλη της κοινότητας, δημιουργείται ο μύθος καθώς η δύναμη των εικόνων είναι ισχυρότερη του λόγου. Η μετάδοση της γνώσης αρχικά γινόταν με τη μίμηση. Η μιμητική αναπαράσταση ήταν ζωντανό παράδειγμα. Ο άνθρωπος έπαιρνε το ξύλο ή την πέτρα και έδειχνε στους άλλους πώς να την επεξεργαστούν. Το παράδειγμα ήταν ζωντανό και άμεσα κατανοητό. Το ίδιο γινόταν και στο κυνήγι. Χρειάστηκε όμως να διατυπωθούν όλα αυτά σε λογικές κατηγορίες, σε λογικές έννοιες και να εκφραστούν ως τέτοιες. Δεν μπορεί να υπάρξει λογική χωρίς την έκφρασή της. Αυτή η αναπαράσταση της συγκεκριμένης πράξης με το μύθο, με λογικές εικόνες, θα αλλάξει ριζικά τη συμπεριφορά και τη ζωή του ανθρώπου. Από την απλή αναπαράσταση – μίμηση, όπου ο νέος πρακτικά έβλεπε, περνάει στην αναπαράσταση με λόγια (με μύθο). Κάπου εδώ αρχίζει η μυθική έκφραση.
Δεν είναι φυσικά τυχαίο ο πως η λέξη «μύθος» σχετίζεται γλωσσικά με τη ρίζα *μν – απ’ όπου οι λέξεις μύω, μυώ, μύστης, μυστήριο κ.ά. Υποθέτουμε ότι με τους γνωστικούς μύθους, δηλαδή με μύθους που περιέχουν στοιχεία γνώσης για το κυνήγι, τη βλάστηση, τους καρπούς, οι γηραιότεροι μύστες μυούν τους νέους στα μυστικά της φύσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι μύθοι συνδέονται με μαγικές τελετές και τελετουργίες, χρησιμοποιώντας εντέχνως κοινά αρχετυπικά σύμβολα και εικόνες, περιγράφοντας αρχέγονες δυνάμεις και μορφές που αντιπροσωπεύουν καθολικές αξίες. Έτσι σύμφωνα με τον Πρόκλο :
«Εξάλλου το ότι οι μύθοι επιδρούν και στους πολλούς το δείχνουν οι τελετές. Αυτές πράγματι, χρησιμοποιώντας τους μύθους, με σκοπό να κλείσουν μέσα τους την απόρρητη αλήθεια σχετικά με τους θεούς, αποβαίνουν για τις ψυχές αιτίες της ταύτισης αισθημάτων με τα δρώμενα κατά τρόπο άγνωστο σε εμάς και θεϊκό. Έτσι άλλοι από αυτούς που μετέχουν στις ιερές τελετές καταπλήσσονται κυριευμένοι από το θεϊκό δέος , ενώ άλλοι που προσαρμόζουν την διάθεση τους προς τα ιερά σύμβολα και εξέρχονται από τον εαυτό τους, τοποθετούνται στην περιοχή των θεών και ευφορούνται από το πνεύμα τους. Και σε κάθε περίπτωση, τα επόμενα αυτών γένη, που είναι ανώτερα από εμάς, βάσει της εναρμόνισης και οικειότητας τους προς τα τέτοιου είδους σύμβολα, μας υψώνουν δια της συμπαθείας μέσω αυτών στους θεούς».
Αλλά και στην σύγχρονη ψυχολογία για τον Καρλ Γιουγκ, η θρησκεία και ο μύθος αποτελούν αντανάκλαση της εσωτερικής μας πραγματικότητας, καθώς: «Οι μύθοι έχουν ένα ζωτικό νόημα. Δεν αναπαριστούν απλά, αλλά είναι η ψυχική ζωή της πρωτόγονης φυλής… Η μυθολογία μιας φυλής είναι η ζωντανή της θρησκεία… Η θρησκεία είναι ένας ζωντανός κρίκος με τις ψυχικές διαδικασίες που λειτουργούν ανεξάρτητα και πέρα από τη συνείδηση, μέσα στα σκοτεινά βάθη της ψυχής».
Ως Έλληνες έχουμε την τύχη να έχουμε την πλουσιότερη και σημαντικότερη ίσως μυθολογική παράδοση στον Δυτικό και ίσως όχι μόνο κόσμο. Για αυτό τον λόγο η λέξη «Μύθος» , πέρασε και καθιερώθηκε αυτόύσια σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Οι αρχαίοι Έλληνες μυθοπλάστες με πρώτο τον Όμηρο, έχοντας επίγνωση πως δίνουν υποδείγματα ζωής, ανασταίνουν πλήθος ηρωικές μορφές που πραγματώνουν όλες τις αρετές ενός ανθρώπου που αξίζει να λέγεται άνθρωπος. Αποτυπώνουν χαρακτηριστικά στοιχεία του ελληνικού πνεύματος, όπως η αγωνιστική διάθεση, η κατάφαση της ζωής, η λατρεία της ομορφιάς, η απαίτηση του δικαίου στο όνομα των αδυνάτων, η μετάδοση ηθικοπλαστικών και η αναζήτηση του ανθρώπου σαν ανθρώπου και μόνο. Μια εικόνα ανθρώπου που προβάλλει κανόνες ζωής με καθολικό κύρος. Κάθε ποιητής διατηρούσε το μύθο αναλλοίωτο μετασχηματίζοντας επουσιώδη στοιχεία του μύθου αντικρίζοντας την ήρωα του από άλλη σκοπιά, για να αποσπάσει από το μύθο καινούριες αξίες.
Οι μυθικές φιγούρες που παρουσιάζουν οι ελληνικοί μύθοι είναι τόσο ζωντανές και κατανοητές που ακόμα και για μας σήμερα, εάν δεν αποτελούν μοντέλα συμπεριφοράς, γίνονται τουλάχιστον πρότυπα ανθρωπισμού στην αυθεντική τους μορφή. Εάν οι μύθοι υπήρξαν οδηγοί της ανθρώπινης ζωής, αυτό το έκαναν αβίαστα και με πνεύμα ελευθερίας, χωρίς προσπάθεια επιβολής., χωρίς προσπάθεια επιβολής. Συντέλεσαν και συντελούν στη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα προβάλλοντας τη θέση του ανθρώπου απέναντι στους Θεούς και στο Σύμπαν.
Οι ήρωες του παρελθόντος διατηρούν την ατομικότητά τους αλλά ταυτόχρονα γίνονται τύποι του ανθρώπινου πεπρωμένου και παραδείγματα των σχέσεων του ανθρώπου με τους Θεούς. Ο καθένας μπορεί να βρει σ’ αυτούς κάτι που να τον αγγίζει, ενώ πίσω και πέρα από τα «ψέματα» τους βρίσκεται το καθολικό και παγκόσμιο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Η Ελληνική Μυθολογία, σύμφωνα με πολλούς μελετητές, έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην ευρύτερη αγωγή και παιδεία του ανθρώπου εξαιτίας της σημασίας του εύρους και του βάθους που αυτή έδωσε στις ανθρώπινες αξίες.. Ο άνθρωπος που προβάλλει αποτελεί αφ’ εαυτού μια παιδεία.
Η παιδευτική αξία των μύθων – και ιδιαίτερα των αρχαίων Ελληνικών – θα πρέπει να αναζητηθεί στη σημασία που έχουν ή που μπορούν να πάρουν, όταν τους προσεγγίζει κανείς στο συναισθηματικό «φορτίο»που μεταφέρουν και στην καλλιέργεια της ανθρώπινης φαντασίας που προσφέρουν. Η μελέτη των αρχαίων ελληνικών μύθων μας αποκαλύπτει αρχέτυπα, που εξακολουθούν να έχουν την δύναμη να φωτίζουν τα βαθύτερα μυστήρια της ύπαρξης μας, παράλληλα με την προ- ιστορία του τόπου μας.
Ο μύθος μεταφέρει στον πυρήνα του ιστορικές αλήθειες, περιγράφοντας πολύ συχνά πραγματικά γεγονότα. Για αυτό τον λόγο υπάρχουν διαχρονικά κοινά πολιτισμικά μοτίβα, που συναντώνται σε όλες τις μυθολογίες, αν και κάτω από διαφορετικές μορφές. Έτσι π.χ. ο παγκόσμιος κατακλυσμός είναι ένας Μύθος που περιγράφεται σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Η Ιλιάδα επίσης ήταν ένας μύθος έως ότου ανακαλύφθηκε η Τροία από τον Σλήμαν.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο οι μύθοι, περιγράφουν εξιδανικευμένες ιστορίες ηρώων και Θεϊκών δυνάμεων χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα αρχέτυπα με τους ανάλογους συμβολισμούς , ώστε να μας οδηγήσουν ασυνείδητα ή συνειδητά σε ανώτερες συνειδησιακές καταστάσεις. Οι μυθολογικές αναφορές εμπεριέχουν διαχρονικά αρχετυπικά σύμβολα και αλήθειες, που εάν κάποιος καταφέρει να τις αποσυμβολίσει, τότε ο μύθος αποτελεί τη «πύλη» για μία άλλη οπτική της ιστορίας της ανθρωπότητας και του συλλογικού ασυνείδητου.
Θα άξιζε λοιπόν τον κόπο να ασχοληθούμε με το ιστορικό του όρου «Μύθος» ξεκινώντας από τον Όμηρο (8ο αιώνα π. Χ.), πηγαίνοντας στον Πίνδαρο (520 π. Χ.), στον Ηρόδοτο (480 π. Χ.), στον Αριστοτέλη (384 π. Χ.) και τους νεότερους συγγραφείς. Στην Ιλιάδα του Ομήρου, ο Αντήνορας λέει στους Τρώες: «Το μύθο μου δηλαδή τη συμβουλή μου – αν δεν ακούσετε, δεν θα βγει σε καλό σας» (Η 358 και παρακάτω: «Μα ελάτε ομπρός μου, το μύθο μου ν’ ακούσουν όλοι θέλω». Αλλού λέει δημόσια ο Διομήδης: «Εγώ δεν κατάγομαι από γενιά δειλή και τιποτένια για ν’ αψηφήσετε το μύθο μου – δηλαδή τις προτάσεις μου, τη γνώμη μου» . Ο μύθος είναι πολλές φορές συναισθηματικά φορτισμένος. Στο στίχο Ε 493 «Ο Σαρπηδόνας άσκημα τον Έκτορα μαλώνει κι ο μύθος του – δηλαδή ο φορτισμένος λόγος του – κατάβαθα τον Έκτορα δαγκώνει». Και πολλές φορές στο Ομηρικό λεξιλόγιο αποκτά την έννοια της γνώσης και της γνώμης που έχουν οι Ήρωες. Λέει ο Αχιλλέας στον Αίαντα: «Λίγο – πολύ σωστοί είναι οι μύθοι σου, δεν έχουμε άλλη γνώμη».
Με την Ομηρική του έννοια ο μύθος εξηγεί λίγο – πολύ τις ομόρριζες λέξεις μύηση, μύστης, όπως προαναφέραμε. Όπως είναι γνωστό οι πρωτόγονες φυλές γιορτάζουν με τελετές μύησης το πέρασμα από την παιδική στην εφηβική ηλικία ή από την εφηβική στην αντρική. Παράλληλα ο μύστης έχει να μυήσει τους νεαρούς εφήβους σε έθιμα, παραδόσεις και κώδικες συμπεριφοράς που έχουν ενσωματώσει μυστικά κερδισμένα μέσα από την πείρα της φυλής. Θα τους διηγηθεί τον γνωστικό μύθο του κυνηγιού, το μύθο της καλλιέργειας της γης και της γονιμικής λατρείας, θα τους μυήσει ακόμα στον πανάρχαιο πολεμικό μύθο.
Ο μύθος σε ένα τέτοιο πολιτισμικό πλαίσιο, αφορά μία «προ-λογική» σκέψη του πρωτόγονου ανθρώπου, από την οποία λείπουν μερικές βασικές έννοιες όπως η ουσία, η αιτιότητα και ο χρόνος. Για πρώτη ύλη του ο μύθος έχει ευχάριστες ή δυσάρεστες σκέψεις και στη θέση των αφηρημένων εννοιών χρησιμοποιεί εικόνες, παραβολές, σύμβολα. Δουλεύει περισσότερο με το συναίσθημα και τη φαντασία, παρά με τη νόηση και την κρίση. Σκοπός του είναι η απαίτηση του δικαίου στο όνομα των αδυνάτων, η μετάδοση ηθικοπλασιών, η ικανοποίηση της άλογης λαχτάρας για κάτι απόλυτο, ακόμα η γαλήνη του θυμικού, η παρηγοριά, ο εορτασμός. Τριακόσια χρόνια αργότερα ο μύθος στον Πίνδαρο παίρνει τη σημασία του παραμυθιού. Γράφει στο πρώτο Ολύμπιον (1.47) του έργου του Επίνικοι (σ. ο επίνικος είναι εγκωμιαστικός λόγος του νικητή των Αγώνων: «Ομορφοπλουτισμένα ξεγελούν με ψέματα λογής λογής οι μύθοι».
Εδώ ο μύθος γίνεται παραμύθι, λόγος πλαστός. Πενήντα χρόνια αργότερα στον Ηρόδοτο, ο μύθος αντιστοιχεί στο θρησκευτικό αφήγημα που υπήρχε πριν από την εμφάνιση της Ιστορίας. «Απερίσκεπτα πράγματα λένε πολλά οι Έλληνες, ανάμεσα στ’ άλλα είναι και ο ενήθης μύθος – δηλαδή το ανόητο παραμύθι – που λένε για τον Ηρακλή, ότι βρέθηκε, τάχατες στην Αίγυπτο κ.λ.π.», γράφει στο δεύτερο βιβλίο της Ιστορίας του(2.45). Στον Αριστοτέλη, μύθος ονομάζεται πλέον η πλοκή της τραγωδίας, η υπόθεση (Ποιητική 6,8).
Στους νεότερου χρόνους (Χριστιανισμός) , στον Γρηγόριο Ναζιανζηνό για παράδειγμα μυθολάτρης είναι ο τυφλός οπαδός των μύθων, ο ειδωλολάτρης, ο μη χριστιανός.
Στην αρχαία Ελλάδα συντελέστηκε επίσης ένα ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Αυτό έγινε όταν ο μυθολογικός λόγος, συνάντησε τον φιλοσοφικό, όταν αυτός εμφανίστηκε στην Ιωνία, κατά τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Ακόμα και τότε όμως ο μύθος εξακολουθεί να χρησιμοποιείται παράλληλα με το λόγο – όπως για παράδειγμα στα ομηρικά έπη – αλλά σιγά σιγά χάνει τη θέση του και κυριαρχεί απόλυτα ο λόγος ως στοιχείο της λογικής. Καθώς χάνει τη θέση του στην καθημερινή χρήση, ο μύθος κερδίζει μιαν άλλη θέση. Προσδιορίζει την παλιά γνώση που είχε συσσωρευτεί στον Αιγιακό κόσμο ως τη στιγμή που χρησιμοποιείται ο λόγος.
Αν θέλαμε να ξεκινήσουμε από την ετυμολογία της λέξης, η απάντηση είναι απλή: Φιλοσοφία είναι η αγάπη για τη σοφία, όπως την όρισε ο Πυθαγόρας.
Η Φιλοσοφία έμαθε τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, πέρα από τα όρια, δόγματα και προκαταλήψεις, αναζητώντας να δώσει ερωτήματα, στη προέλευση του κόσμου, και του ανθρώπου. Παρά τα διακριτικά τυπολογικά χαρακτηριστικά τους, μύθος και Φιλοσοφία επιτελούν την ίδια λειτουργία. Συνθέτουν ερμηνείες του κόσμου, κοσμοεικόνες, και για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούν σε μεγάλο βαθμό τα ίδια εργαλεία, με βασικότερο τη διάκριση δύο επιπέδων πραγματικότητας: θεϊκός-ανθρώπινος κόσμος, ουσία-φαινόμενο, δέον-είναι· διάκριση πάνω στην οποία βασίζουν την οντολογία και την ηθική τους. Η παρουσία του μύθου είναι αισθητή στην φιλοσοφική σκέψη, κυρίως στις περιπτώσεις φιλοσόφων με μυστικιστικές τάσεις, όπως οι Πυθαγόρειοι, ο Εμπεδοκλής, ο Πλάτωνας, οι Στωικοί, που αποδέχονται τη εγκυρότητα του περιεχομένου κάποιων μυθικών αφηγήσεων.
Στις αρχές του 5ου αιώνα και η αλληγορική ερμηνεία του, την οποία θα εγκαινιάσει ο Θεαγένης από το Ρήγιο και θα συνεχίσουν συγγραφείς όπως ο Στησίμβροτος ο Θάσιος, ο Μητρόδωρος ο Λαμψακηνός και ο Γλαύκωνας. Για αυτό τον λόγο, η εμφάνισή της Φιλοσοφίας δεν σήμαινε την ολοκληρωτική εξαφάνιση της μυθικής αφήγησης, καθώς η παρουσία της εξακολουθεί και είναι εντυπωσιακή ακόμη και κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα.
Η Φιλοσοφία αποτελεί δημιούργημα συγκεκριμένων ατόμων (ή και ομάδων), για αυτό η παραγωγή και η μετάδοσή του απαιτεί πολιτισμό γραφής και προϋποθέτει την ύπαρξη εξατομικευμένης κοινωνίας. Η Φιλοσοφία είχε και έχει ως στόχο την γνώση, μία γνώση όμως που προϋπόθετε συνέπεια λόγων και πράξεων. Για αυτό τον λόγο οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ζούσαν βίο που αποτελούσε πρότυπο για την κοινωνία και καθιέρωνε πρότυπα συμπεριφοράς για την κοινωνία των πολιτών. Έπρεπε να υπάρχει μια αρμονία μεταξύ λόγων και πράξεων, διαφορετικά ήταν φιλόσοφοι, αν δεν ζούσαν ς εναρμόνιο βίο. Ο φιλοσοφικός στοχασμός ακόμα και σήμερα ως αποστολή του έχει καλλιεργώντας τη τάση για αμφιβολία και έρευνα, να προφυλάσσει από τις εύκολες λύσεις του εφησυχασμού και του δογματισμού, να κρατά άγρυπνες τις συνειδήσεις, να εμπνέει πίστη στις ανθρώπινες αξίες και να συμβάλει στην απροκατάληπτη διαμόρφωση ιδεών για τον κόσμο και τη ζωή. Βοηθά τον άνθρωπο να γνωρίσει τον εαυτό του, του αποκαλύπτει τα πραγματικά προβλήματά του και του υποδεικνύει τρόπους για τη βελτίωση της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζει.
Η Φιλοσοφία λοιπόν μέσα από μία διαφορετική θεώρηση και μελέτη της πραγματικότητας, γίνεται ξεχωριστή στάση ζωής, με βασικό εφόδιο την κριτική σκέψη που αναπτύσσει την πνευματική ελευθερία. Ασφαλώς, η μελέτη των μεγάλων στοχαστών της ανθρωπότητας είναι και αναγκαία και επιβεβλημένη. Το να γνωρισθεί κανείς με μεγάλους φιλοσόφους βοηθά στο να αντιληφθεί τις αξίες τους, να αισθανθεί τους προβληματισμούς τους, και εφαρμόζοντας τα συμπεράσματά τους, να μπορέσει να ανακαλύψει κι άλλες αλήθειες διευρύνοντας τους δικούς του στοχαστικούς ορίζοντες.
Η φιλοσοφία έχει μία ουσιώδη διαφορά από τις σύγχρονες επιστήμες και αυτή συνίσταται ακριβώς στο γεγονός, ότι δεν ασχολείται με το ειδικό, όπως συμβαίνει με τις επιστήμες, αλλά επιδιώκει να συλλάβει το καθολικό, την ουσία, μέσα από το ατομικό, το «καθέκαστον», όπως χαρακτηριστικά λέει ο Αριστοτέλης. Ασχολείται έτσι με ερωτήματα, που αναφέρονται στη φύση και στον χαρακτήρα του κόσμου που μας περιβάλλει, στη φύση και τον χαρακτήρα της γνώσης, της επιστήμης, της λογικής, της αισθητικής, της ηθικής, της πολιτικής. Ασχολείται, ακόμη, με το πρόβλημα της σχέσης σώματος και ψυχής, με τις έννοιες της συνείδησης, του θεού, της θρησκείας, καθώς και με το πρόβλημα της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο, τον άνθρωπο και την κοινωνία.
Ο Φρόυντ έλεγε πως «η Γνώση οδηγεί στην Μεταμόρφωση», πως η θεωρία και η πράξη δεν πρέπει να διαχωρίζονται, πως η γνώση του εαυτού μας σημαίνει και την μεταμόρφωση του. Αυτό κάνει και την διαφορά μεταξύ της πραγματικής γνώσης και της θεωρητικής, που δεν έχει κανένα μεταμορφωτικό αποτέλεσμα. Πίστευε πως η συνειδητή σκέψη είναι ένα μικρό μέρος της όλης ψυχικής πορείας, που γίνεται μέσα μας, ένα ασήμαντο μέρος σε σχέση με τις τρομαχτικές δυνάμεις των σκοτεινών πηγών που κρύβονται μέσα μας. Η επιθυμία του Φρόυντ ήταν να φτάσει στο εσωτερικό, στην αληθινή φύση του ατόμου, ήθελε να σπάσει το συνειδητό σύστημα σκέψης, με την μέθοδο του ελεύθερου συνειρμού, που είναι να προσπεράσουμε την λογική συνειδητή παραδοσιακή σκέψη και να οδηγηθούμε προς μια νέα πηγή της προσωπικότητας μας. Η γνώση εν κατακλείδι δεν σημαίνει τίποτα αν δεν γίνει προσωπικό βίωμα, αν δεν μεταστοιχειωθεί σε σοφία.
Ο «Έτερος» κλάδος της φιλοσοφίας που στοχεύει στην βιωματική γνώση των μυστηρίων της δημιουργίας και κατ’ επέκταση της ανθρώπινης φύσης, είναι η μεταφυσική. Ο όρος «Μεταφυσική» προήλθε από την κατάταξη των έργων του Αριστοτέλους που ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος έκανε κατά το 70 π.Χ. περίπου. Ο σπουδαίος αυτός Αριστοτελικός φιλόσοφος ενέταξε την «πρώτη φιλοσοφία» μετά τα «Φυσικά» συγγράμματα. Η τοποθέτηση αυτή ασφαλώς δεν είναι τυχαία, αφού η «πρώτη φιλοσοφία» ερευνούσε τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων και τα οποία είναι και το αντικείμενο της μεταφυσικής
Η μεταφυσική ζητεί να βρει το σταθερό πίσω από τα φαινόμενα, κάτι που να μην αλλάζει, την πραγματικότητα την ίδια, το Όντως Ον. Ο Πλάτωνας όρισε τη μεταφυσική ως θεωρία περί του Είναι και χώρισε τα είδη του Είναι διακρίνοντας τα πράγματα σε αισθητά και νοητά. Το αισθητό Είναι, πάλι, η Πλατωνική μεταφυσική το διαιρούσε σε άψυχο και έμψυχο, σε ύλη και ζωή. Το αισθητό είναι το φθειρόμενο ή μεταβαλλόμενο, το νοητό είναι το σταθερό. Το νοητό επομένως είναι το όντως ον, οι ιδέες. Οι ιδέες ως το πραγματικό Είναι έχουν Ζωή. Η Ζωή είναι το γνώρισμα του «Είναι». Η μεταφυσική επιζητεί να αναγάγει το πλήθος των όντων σε μία αιτία, ευρισκόμενη πέρα της φύσεως και ούσα ριζικώς διαφορετική από αυτήν.
«Κοιτάζω γύρω μου, κοιτάζω μέσα μου. Η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε. Πρέπει νάρθει πάλι ο Νους ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους, πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος».
Η ανάπτυξη της εσωτερικής ή διαισθητικής αντίληψης πέρα από την επιφανειακή διανόηση είναι μια μακροχρόνια εξελικτική διαδικασία, που προϋποθέτει τη συνειδησιακή μεταμόρφωση του ίδιου του ερευνητή. Ο μεταφυσικός είναι ταυτόχρονα και η πρώτη ύλη, που καλείται να περάσει από τις διαδοχικές φάσεις της αλχημιστικής μεταμόρφωσης, για να φθάσει στην πολυπόθητη φάση του συνειδησιακού «χρυσού»;. Η Μεταφυσική, η γνώση δηλαδή της ανθρώπινης φύσης, του πεπρωμένου καθώς και της θέσης του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν, μπορεί να αποτελέσει το συνδετικό ιστό επικοινωνίας μεταξύ των διαφορετικών λαών και να αναζωογονήσει τις πνευματικές αξίες.
Τελευταία αναγνωρίζεται από όλο και περισσότερους επιστήμονες πως ο Μύθος, η αρχαία φιλοσοφία και η μεταφυσική δεν έρχονται και δεν πρέπει να έρχονται σε αντίθεση με την σύγχρονη επιστήμη, πόσο μάλλον δε, με την Κβαντοφυσική. Κατά τον Χάιζεμπεργκ έναν από τους θεμελιωτές της κβαντικής θεωρίας: «Ο διαχωρισμός της επιστήμης διαπότισε βαθιά τον ανθρώπινο νου στους τρεις αιώνες που ακολούθησαν τον Καρτέσιο και θα χρειαστεί πολύς καιρός ακόμη μέχρι να αντικατασταθεί από μια διαφορετική νοοτροπία απέναντι στο πρόβλημα της αντίληψης της πραγματικότητας». Αναγνωρίζεται σχεδόν από όλους αυτό που αναφέρει ο φυσικός Οπενχαιμερ :
«Οι βασικές αρχές που ακολούθησε η ανθρώπινη σκέψη για να μας οδηγήσει στις πρόσφατες ανακαλύψεις της ατομικής φυσικής δεν είναι εντελώς άγνωστες, ούτε πρωτότυπες, ούτε καινούργιες. Ουσιαστικά στοιχεία τους υπάρχουν στα πλαίσια της ιστορίας της σκέψης του δικού μας πολιτισμού (ευρωπαϊκού-αρχαιοΕλληνικού), αλλά και εκτεταμένα διαπιστώσεις βρίσκουμε εύκολα στα θεωρητικά θεμέλια του Βουδισμού και του ινδουισμού. Έτσι οι πρόσφατες ανακαλύψεις δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά εξειδικεύσεις και λεπτομερειακές διευρύνσεις της βασικής διδασκαλίας της αρχαίας σοφίας..»
Ίσως έτσι εξηγούνται οι ισχυρισμοί των μεγάλων φιλοσόφων του παρελθόντος, πως ο άνθρωπος στην πορεία του προς την γνώση δια μέσου τόσο του μύθου, όσο και της Φιλοσοφίας και της Μεταφυσικής, μπορεί να αποκτήσει συνείδηση μιας διαφορετικής πραγματικότητας. Αντιλαμβάνεται μια πλατύτερη εικόνα του κόσμου μέσα του και γύρω του. Από τη στιγμή που συνειδητοποιεί αυτή την εικόνα, αγωνίζεται να την πραγματώσει στην καθημερινή ζωή, αλλάζοντάς τη σύμφωνα με τα πρότυπα που έχει φευγαλέα βιώσει. Αυτά τα πρότυπα είναι αξίες αιώνιες, νόμοι αναλλοίωτοι και σταθεροί. Αυτοί οι νόμοι συνθέτουν το Μονοπάτι που οδηγεί τον άνθρωπο πίσω στην πηγή του. Ξαναχαράζει το Δρόμο αναθεωρώντας τη στάση του απέναντι στη ζωή, αναζητώντας τις αιτίες που κρύβονται πίσω από τον κόσμο των φαινόμενων. Ιχνηλατεί το Μονοπάτι, αναγνωρίζοντας και βάζοντας σε εφαρμογή αξίες διαφορετικές από εκείνες του καθημερινού κόσμου.
Μπορεί να πει κανείς πως, ο αναζητητής κρατάει διαρκώς ζωντανή μια δημιουργική σχέση με τον κόσμο, ή τουλάχιστον το προσπαθεί. Όσο περισσότερο πλαταίνουν τα σύνορα -κάθε είδους σύνορα- πλαταίνει και βαθαίνει συνάμα και η ανθρώπινη συνείδηση. Αυτό ήταν εξάλλου η μύηση στις αρχαίες αλλά και σύγχρονες μυητικές τελετές, η διεύρυνση της συνείδησης; Καθώς η συνείδηση πλαταίνει, αγκαλιάζει όλο και περισσότερα κομμάτια της Δημιουργίας. Έτσι ξεπολώνεται από το γεωκεντρισμό, από τον ανθρωποκεντρισμό, από τον εγωκεντρισμό και αντιλαμβάνεται πως είναι ένα κομμάτι του κόσμου και όχι κάτι ανεξάρτητο από αυτόν.
Κατά τον ΄Εριχ Φρομ : «H δυνατότητα αυτογνωσίας, η λογική και η φαντασία ξεχωρίζουν τον άνθρωπο από την υπόλοιπη φύση, χωρίς όμως να τον αποδεσμεύουν από τους νόμους της. Έτσι ο άνθρωπος γνωρίζει την τρομερή αν και επίπλαστη αντίφαση της ύπαρξής του. Δεν μπορεί να απαλλαγεί από το μυαλό του, αλλά ούτε και από το κορμί του, ώστε να ανήκει αποκλειστικά σε ένα από τα δύο. Αυτή η αντίφαση τον ωθεί συνέχεια σε μια προσπάθεια να αναζητά λύσεις στο δίλημμά του και έτσι προχωρά αδιάκοπα σε νέες φάσεις. Από φύση του είναι υποχρεωμένος να βαδίζει προς τα εμπρός, σε μια αέναη προσπάθεια να καταστήσει γνωστό το άγνωστο, να γεμίσει με απαντήσεις τους κενούς χώρους της γνώσης. Πρέπει να κάνει απολογισμό στον εαυτό του για τον εαυτό του και για το νόημα της ύπαρξής του.
Ωθείται να ξεπεράσει τον εσωτερικό του διχασμό γεμάτος από μια επιθυμία για το απόλυτο, για ένα είδος αρμονίας που θα μπορεί να αποτινάξει επιτέλους την κατάρα που τον χώρισε από τη φύση, τους συνανθρώπους του και από τον ίδιο του τον εαυτό».