Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Μύθοι, Φιλοσοφία, Μεταφυσική και Επιστήμη



«Που γεννήθηκε, λοιπόν, ο μύθος και γιατί, άραγε, και πως; Η πρώτη γυναίκα το ‘μαθε, αρχή - αρχή του χρόνου. Ποιος το ‘πε στην γυναίκα; Το παιδί που είχε μες στην κοιλιά της. Ποιος το ‘πε στο παιδί ; Η σιωπή του Θεού. Ποιος το ‘πε στην σιωπή» ;
 
Η μικρή αυτή εισαγωγή,  υποδεικνύει πως οι μύθοι είναι τόσο παλιοί, όσο  και η ίδια η Ανθρωπότητα. Αφορά την  απόπειρα της  ανθρωπότητας κατά την νηπιακή της ηλικία, να  ερμηνεύσει τον κόσμο και τις φυσικές δυνάμεις  από τις οποίες εξαρτιόταν η επιβίωση της.  Ο μύθος λειτουργεί ως μία πρωτόγονη φιλοσοφία στην πιο ακατέργαστη μορφή του, σε μία εποχή που η ανθρωπότητα αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως μία ολότητα. Είναι η  προφορική μετάδοση της συλλογικής μνήμης, της  εμπειρίας και της γνώσης σε μία εποχή  που ακόμα οι ανθρώπινες κοινότητες δεν έχουν αναπτύξει την φιλοσοφία και τις επιστήμες.  
 
Η μετάδοση της γνώσης είναι εξαιρετικά σημαντική για την συνέχεια της κοινότητας. Έτσι  για να είναι θελκτική και κατανοητή από τα νεαρότερα μέλη της κοινότητας,  δημιουργείται ο  μύθος καθώς η δύναμη των εικόνων είναι ισχυρότερη του λόγου.  Η μετάδοση της γνώσης αρχικά γινόταν με τη μίμηση. Η μιμητική αναπαράσταση ήταν ζωντανό παράδειγμα.  Ο άνθρωπος έπαιρνε το ξύλο ή την πέτρα και έδειχνε στους άλλους πώς να την επεξεργαστούν. Το παράδειγμα ήταν ζωντανό και άμεσα κατανοητό.  Το ίδιο γινόταν και στο κυνήγι. Χρειάστηκε όμως να διατυπωθούν όλα αυτά σε λογικές κατηγορίες, σε λογικές έννοιες και να εκφραστούν ως τέτοιες. Δεν μπορεί να υπάρξει λογική χωρίς την έκφρασή της. Αυτή η αναπαράσταση της συγκεκριμένης πράξης με το μύθο, με λογικές εικόνες, θα αλλάξει ριζικά τη συμπεριφορά και τη ζωή του ανθρώπου. Από την απλή αναπαράσταση – μίμηση, όπου ο νέος πρακτικά  έβλεπε, περνάει στην αναπαράσταση με λόγια (με μύθο). Κάπου εδώ αρχίζει η μυθική έκφραση.

 Δεν είναι φυσικά τυχαίο ο πως η λέξη «μύθος» σχετίζεται γλωσσικά με τη ρίζα *μν – απ’ όπου οι λέξεις μύω, μυώ, μύστης, μυστήριο κ.ά. Υποθέτουμε ότι με τους γνωστικούς μύθους, δηλαδή με μύθους που περιέχουν στοιχεία γνώσης για το κυνήγι, τη βλάστηση, τους καρπούς, οι γηραιότεροι  μύστες μυούν τους νέους στα μυστικά της φύσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι μύθοι συνδέονται  με  μαγικές τελετές και τελετουργίες, χρησιμοποιώντας εντέχνως  κοινά αρχετυπικά σύμβολα και εικόνες, περιγράφοντας  αρχέγονες δυνάμεις και μορφές που αντιπροσωπεύουν καθολικές αξίες.  Έτσι σύμφωνα με τον  Πρόκλο :
 
«Εξάλλου το ότι οι μύθοι επιδρούν και στους πολλούς το δείχνουν οι τελετές. Αυτές πράγματι, χρησιμοποιώντας τους μύθους, με σκοπό να κλείσουν μέσα τους την απόρρητη αλήθεια σχετικά με τους θεούς, αποβαίνουν για τις ψυχές αιτίες της ταύτισης αισθημάτων με τα δρώμενα κατά τρόπο άγνωστο σε εμάς και θεϊκό. Έτσι άλλοι από αυτούς που μετέχουν στις ιερές τελετές καταπλήσσονται κυριευμένοι από το θεϊκό δέος , ενώ άλλοι που προσαρμόζουν την διάθεση τους προς τα ιερά σύμβολα και εξέρχονται από τον εαυτό τους, τοποθετούνται στην περιοχή των θεών και ευφορούνται από το πνεύμα τους. Και σε κάθε περίπτωση, τα επόμενα αυτών γένη, που είναι ανώτερα από εμάς, βάσει της εναρμόνισης και οικειότητας τους προς τα τέτοιου είδους σύμβολα, μας υψώνουν δια της συμπαθείας μέσω αυτών στους θεούς».
Αλλά και στην σύγχρονη ψυχολογία για τον Καρλ Γιουγκ,  η θρησκεία και ο μύθος αποτελούν αντανάκλαση της εσωτερικής μας πραγματικότητας, καθώς: «Οι μύθοι έχουν ένα ζωτικό νόημα. Δεν αναπαριστούν απλά, αλλά είναι η ψυχική ζωή της πρωτόγονης φυλής… Η μυθολογία μιας φυλής είναι η ζωντανή της θρησκεία… Η θρησκεία είναι ένας ζωντανός κρίκος με τις ψυχικές διαδικασίες που λειτουργούν ανεξάρτητα και πέρα από τη συνείδηση, μέσα στα σκοτεινά βάθη της ψυχής».
Ως Έλληνες έχουμε την τύχη να έχουμε  την πλουσιότερη  και σημαντικότερη ίσως  μυθολογική παράδοση στον Δυτικό και ίσως όχι μόνο κόσμο. Για αυτό τον λόγο η λέξη «Μύθος» , πέρασε και καθιερώθηκε  αυτόύσια σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.  Οι αρχαίοι Έλληνες μυθοπλάστες με πρώτο τον Όμηρο,  έχοντας επίγνωση πως δίνουν υποδείγματα ζωής, ανασταίνουν πλήθος ηρωικές μορφές που πραγματώνουν όλες τις αρετές ενός ανθρώπου που αξίζει να λέγεται άνθρωπος. Αποτυπώνουν χαρακτηριστικά στοιχεία του ελληνικού πνεύματος, όπως η αγωνιστική διάθεση, η κατάφαση της ζωής, η λατρεία της ομορφιάς, η απαίτηση του δικαίου στο όνομα των αδυνάτων, η μετάδοση ηθικοπλαστικών και η αναζήτηση του ανθρώπου σαν ανθρώπου και μόνο. Μια εικόνα ανθρώπου που προβάλλει κανόνες ζωής με καθολικό κύρος. Κάθε ποιητής διατηρούσε το μύθο αναλλοίωτο μετασχηματίζοντας επουσιώδη στοιχεία του μύθου αντικρίζοντας την ήρωα του από άλλη σκοπιά, για να αποσπάσει από το μύθο καινούριες αξίες.
Οι μυθικές φιγούρες που παρουσιάζουν οι ελληνικοί μύθοι είναι τόσο ζωντανές και κατανοητές που ακόμα και για μας σήμερα, εάν δεν αποτελούν μοντέλα συμπεριφοράς, γίνονται τουλάχιστον πρότυπα ανθρωπισμού στην αυθεντική τους μορφή. Εάν οι μύθοι υπήρξαν οδηγοί της ανθρώπινης ζωής, αυτό το έκαναν αβίαστα και με πνεύμα ελευθερίας, χωρίς προσπάθεια επιβολής., χωρίς προσπάθεια επιβολής. Συντέλεσαν και συντελούν στη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα προβάλλοντας τη θέση του ανθρώπου απέναντι στους Θεούς και στο Σύμπαν.
Οι ήρωες του παρελθόντος διατηρούν την ατομικότητά τους αλλά ταυτόχρονα γίνονται τύποι του ανθρώπινου πεπρωμένου και παραδείγματα των σχέσεων του ανθρώπου με τους Θεούς. Ο καθένας μπορεί να βρει σ’ αυτούς κάτι που να τον αγγίζει, ενώ πίσω και πέρα από τα «ψέματα» τους βρίσκεται το καθολικό και παγκόσμιο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Η Ελληνική Μυθολογία, σύμφωνα με πολλούς μελετητές, έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην ευρύτερη αγωγή και παιδεία του ανθρώπου εξαιτίας της σημασίας του εύρους και του βάθους που αυτή έδωσε στις ανθρώπινες αξίες.. Ο άνθρωπος που προβάλλει αποτελεί αφ’ εαυτού μια παιδεία.
Η παιδευτική αξία των μύθων – και ιδιαίτερα των αρχαίων Ελληνικών – θα πρέπει να αναζητηθεί στη σημασία που έχουν ή που μπορούν να πάρουν, όταν τους προσεγγίζει κανείς στο συναισθηματικό  «φορτίο»που μεταφέρουν και στην καλλιέργεια της ανθρώπινης φαντασίας που προσφέρουν.  Η  μελέτη των αρχαίων ελληνικών μύθων  μας αποκαλύπτει  αρχέτυπα, που εξακολουθούν να  έχουν την δύναμη να φωτίζουν τα  βαθύτερα μυστήρια της ύπαρξης μας,  παράλληλα με την προ- ιστορία του τόπου μας.
 
Ο μύθος μεταφέρει στον πυρήνα του ιστορικές αλήθειες, περιγράφοντας  πολύ συχνά πραγματικά γεγονότα. Για αυτό τον λόγο υπάρχουν διαχρονικά κοινά πολιτισμικά μοτίβα, που συναντώνται σε όλες τις μυθολογίες, αν και κάτω από διαφορετικές μορφές.  Έτσι π.χ. ο παγκόσμιος κατακλυσμός είναι ένας Μύθος που περιγράφεται σε διαφορετικούς  πολιτισμούς. Η Ιλιάδα επίσης ήταν ένας μύθος έως ότου ανακαλύφθηκε η Τροία από τον Σλήμαν.
 
Σε ένα δεύτερο  επίπεδο οι μύθοι,  περιγράφουν  εξιδανικευμένες ιστορίες ηρώων και Θεϊκών δυνάμεων χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα αρχέτυπα με τους ανάλογους συμβολισμούς , ώστε να μας οδηγήσουν ασυνείδητα ή συνειδητά σε ανώτερες συνειδησιακές καταστάσεις.  Οι μυθολογικές αναφορές εμπεριέχουν  διαχρονικά αρχετυπικά σύμβολα και αλήθειες, που εάν κάποιος καταφέρει να τις  αποσυμβολίσει,  τότε  ο μύθος αποτελεί τη  «πύλη» για μία άλλη οπτική της ιστορίας της ανθρωπότητας και του συλλογικού ασυνείδητου.  
Θα άξιζε λοιπόν τον κόπο να ασχοληθούμε με το ιστορικό του όρου «Μύθος» ξεκινώντας από τον Όμηρο (8ο αιώνα π. Χ.), πηγαίνοντας στον Πίνδαρο (520 π. Χ.), στον Ηρόδοτο (480 π. Χ.), στον Αριστοτέλη (384 π. Χ.) και τους νεότερους συγγραφείς. Στην Ιλιάδα  του Ομήρου, ο Αντήνορας λέει στους Τρώες: «Το μύθο μου  δηλαδή τη συμβουλή μου – αν δεν ακούσετε, δεν θα βγει σε καλό σας» (Η 358 και παρακάτω: «Μα ελάτε ομπρός μου, το μύθο μου ν’ ακούσουν όλοι θέλω». Αλλού λέει δημόσια ο Διομήδης: «Εγώ δεν κατάγομαι από γενιά δειλή και τιποτένια για ν’ αψηφήσετε το μύθο μου – δηλαδή τις προτάσεις μου, τη γνώμη μου» . Ο μύθος είναι πολλές φορές συναισθηματικά φορτισμένος. Στο στίχο Ε 493 «Ο Σαρπηδόνας άσκημα τον Έκτορα μαλώνει κι ο μύθος του – δηλαδή ο φορτισμένος λόγος του – κατάβαθα τον Έκτορα δαγκώνει». Και πολλές φορές στο Ομηρικό λεξιλόγιο αποκτά την έννοια της γνώσης και της γνώμης που έχουν οι Ήρωες. Λέει ο Αχιλλέας στον Αίαντα: «Λίγο – πολύ σωστοί είναι οι μύθοι σου, δεν έχουμε άλλη γνώμη».

Με την Ομηρική του έννοια ο μύθος εξηγεί λίγο – πολύ τις ομόρριζες λέξεις μύηση, μύστης, όπως προαναφέραμε. Όπως είναι γνωστό οι πρωτόγονες φυλές γιορτάζουν με τελετές μύησης το πέρασμα από την παιδική στην εφηβική ηλικία ή από την εφηβική στην αντρική. Παράλληλα ο μύστης έχει να μυήσει τους νεαρούς εφήβους σε έθιμα, παραδόσεις και κώδικες συμπεριφοράς που έχουν ενσωματώσει μυστικά κερδισμένα μέσα από την πείρα της φυλής. Θα τους διηγηθεί τον γνωστικό μύθο του κυνηγιού, το μύθο της καλλιέργειας της γης και της γονιμικής λατρείας, θα τους μυήσει ακόμα στον πανάρχαιο πολεμικό μύθο.
 
Ο μύθος σε ένα τέτοιο πολιτισμικό πλαίσιο,   αφορά μία «προ-λογική» σκέψη του πρωτόγονου ανθρώπου, από την οποία λείπουν μερικές βασικές έννοιες όπως η ουσία, η αιτιότητα και ο χρόνος. Για πρώτη ύλη του ο μύθος έχει ευχάριστες ή δυσάρεστες σκέψεις και στη θέση των αφηρημένων εννοιών χρησιμοποιεί εικόνες, παραβολές, σύμβολα. Δουλεύει περισσότερο με το συναίσθημα και τη φαντασία, παρά με τη νόηση και την κρίση. Σκοπός του είναι η απαίτηση του δικαίου στο όνομα των αδυνάτων, η μετάδοση ηθικοπλασιών, η ικανοποίηση της άλογης λαχτάρας για κάτι απόλυτο, ακόμα η γαλήνη του θυμικού, η παρηγοριά, ο εορτασμός.  Τριακόσια χρόνια αργότερα ο μύθος στον Πίνδαρο παίρνει τη σημασία του παραμυθιού. Γράφει στο πρώτο Ολύμπιον (1.47) του έργου  του Επίνικοι (σ. ο επίνικος είναι εγκωμιαστικός λόγος του νικητή των Αγώνων:  «Ομορφοπλουτισμένα ξεγελούν με ψέματα λογής λογής οι μύθοι».
 
Εδώ ο μύθος γίνεται παραμύθι, λόγος πλαστός. Πενήντα  χρόνια αργότερα  στον Ηρόδοτο,  ο μύθος αντιστοιχεί στο θρησκευτικό αφήγημα που υπήρχε πριν από την εμφάνιση της Ιστορίας. «Απερίσκεπτα πράγματα λένε πολλά οι Έλληνες, ανάμεσα στ’ άλλα είναι και ο ενήθης μύθος – δηλαδή το ανόητο παραμύθι – που λένε για τον Ηρακλή, ότι βρέθηκε, τάχατες στην Αίγυπτο κ.λ.π.»,  γράφει στο δεύτερο βιβλίο της Ιστορίας του(2.45). Στον Αριστοτέλη, μύθος ονομάζεται πλέον η πλοκή της τραγωδίας, η υπόθεση (Ποιητική 6,8).
 
Στους  νεότερου χρόνους (Χριστιανισμός) , στον Γρηγόριο Ναζιανζηνό για παράδειγμα μυθολάτρης είναι ο τυφλός οπαδός των μύθων, ο ειδωλολάτρης, ο μη χριστιανός.

Στην αρχαία Ελλάδα  συντελέστηκε επίσης  ένα ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Αυτό έγινε όταν ο μυθολογικός λόγος, συνάντησε τον φιλοσοφικό, όταν αυτός εμφανίστηκε στην Ιωνία, κατά τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.  Ακόμα και τότε όμως ο  μύθος εξακολουθεί να χρησιμοποιείται παράλληλα με το λόγο – όπως για παράδειγμα στα ομηρικά έπη – αλλά σιγά σιγά χάνει τη θέση του και κυριαρχεί απόλυτα ο λόγος ως στοιχείο της λογικής. Καθώς χάνει τη θέση του στην καθημερινή χρήση, ο μύθος κερδίζει μιαν άλλη θέση. Προσδιορίζει την παλιά γνώση που είχε συσσωρευτεί στον Αιγιακό κόσμο ως τη στιγμή που χρησιμοποιείται ο λόγος.
 
Αν θέλαμε να  ξεκινήσουμε από την ετυμολογία της λέξης, η απάντηση είναι απλή:  Φιλοσοφία είναι η αγάπη για τη σοφία, όπως την όρισε ο Πυθαγόρας.
Η Φιλοσοφία   έμαθε τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, πέρα από τα όρια, δόγματα και προκαταλήψεις, αναζητώντας να δώσει ερωτήματα, στη  προέλευση του κόσμου, και του ανθρώπου. Παρά  τα διακριτικά τυπολογικά χαρακτηριστικά τους, μύθος και Φιλοσοφία επιτελούν την ίδια λειτουργία. Συνθέτουν ερμηνείες του κόσμου, κοσμοεικόνες, και για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούν σε μεγάλο βαθμό τα ίδια εργαλεία, με βασικότερο τη διάκριση δύο επιπέδων πραγματικότητας: θεϊκός-ανθρώπινος κόσμος, ουσία-φαινόμενο, δέον-είναι· διάκριση πάνω στην οποία βασίζουν την οντολογία και την ηθική τους. Η παρουσία του μύθου είναι αισθητή στην  φιλοσοφική σκέψη, κυρίως στις περιπτώσεις φιλοσόφων με μυστικιστικές τάσεις, όπως οι Πυθαγόρειοι,  ο Εμπεδοκλής, ο Πλάτωνας, οι Στωικοί,  που αποδέχονται τη εγκυρότητα του περιεχομένου κάποιων μυθικών αφηγήσεων.

Στις αρχές του 5ου αιώνα και η αλληγορική ερμηνεία του, την οποία θα εγκαινιάσει ο Θεαγένης από το Ρήγιο και θα συνεχίσουν συγγραφείς όπως ο Στησίμβροτος ο Θάσιος, ο Μητρόδωρος ο Λαμψακηνός και ο Γλαύκωνας. Για αυτό τον λόγο, η εμφάνισή της Φιλοσοφίας  δεν σήμαινε την ολοκληρωτική εξαφάνιση της μυθικής αφήγησης, καθώς  η παρουσία της εξακολουθεί και είναι εντυπωσιακή ακόμη και κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα.
 
Η Φιλοσοφία αποτελεί δημιούργημα συγκεκριμένων ατόμων (ή και ομάδων), για  αυτό η παραγωγή και η μετάδοσή του απαιτεί πολιτισμό γραφής και προϋποθέτει την ύπαρξη εξατομικευμένης κοινωνίας.  Η Φιλοσοφία είχε και έχει ως στόχο την γνώση, μία γνώση όμως που προϋπόθετε συνέπεια λόγων και πράξεων.  Για αυτό τον λόγο οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ζούσαν βίο που αποτελούσε  πρότυπο για την κοινωνία και καθιέρωνε  πρότυπα συμπεριφοράς για την κοινωνία των πολιτών. Έπρεπε να  υπάρχει μια αρμονία μεταξύ λόγων και πράξεων, διαφορετικά ήταν  φιλόσοφοι, αν δεν ζούσαν ς εναρμόνιο βίο. Ο  φιλοσοφικός στοχασμός ακόμα και σήμερα ως αποστολή του έχει καλλιεργώντας τη τάση για αμφιβολία και έρευνα, να προφυλάσσει από τις εύκολες λύσεις του εφησυχασμού και του δογματισμού, να κρατά άγρυπνες τις συνειδήσεις, να εμπνέει πίστη στις ανθρώπινες αξίες και να συμβάλει στην απροκατάληπτη διαμόρφωση ιδεών για τον κόσμο και τη ζωή. Βοηθά τον άνθρωπο να γνωρίσει τον εαυτό του, του αποκαλύπτει τα πραγματικά προβλήματά του και του υποδεικνύει τρόπους για τη βελτίωση της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζει.

Η Φιλοσοφία λοιπόν μέσα από μία διαφορετική θεώρηση και μελέτη της πραγματικότητας, γίνεται ξεχωριστή στάση ζωής, με βασικό εφόδιο την κριτική σκέψη που αναπτύσσει την  πνευματική ελευθερία. Ασφαλώς, η μελέτη των μεγάλων στοχαστών της ανθρωπότητας είναι και αναγκαία και επιβεβλημένη. Το να γνωρισθεί κανείς με μεγάλους φιλοσόφους βοηθά στο να αντιληφθεί τις αξίες τους, να αισθανθεί τους προβληματισμούς τους, και εφαρμόζοντας τα  συμπεράσματά τους, να μπορέσει να ανακαλύψει κι άλλες αλήθειες διευρύνοντας τους δικούς του στοχαστικούς ορίζοντες. 

Η φιλοσοφία έχει μία ουσιώδη διαφορά από τις σύγχρονες  επιστήμες και αυτή συνίσταται ακριβώς στο γεγονός, ότι δεν ασχολείται με το ειδικό, όπως συμβαίνει με τις επιστήμες, αλλά επιδιώκει να συλλάβει το καθολικό, την ουσία, μέσα από το ατομικό, το «καθέκαστον», όπως χαρακτηριστικά λέει ο Αριστοτέλης. Ασχολείται έτσι με ερωτήματα, που αναφέρονται στη φύση και στον χαρακτήρα του κόσμου που μας περιβάλλει, στη φύση και τον χαρακτήρα της γνώσης, της επιστήμης, της λογικής, της αισθητικής, της ηθικής, της πολιτικής. Ασχολείται, ακόμη, με το πρόβλημα της σχέσης σώματος και ψυχής, με τις έννοιες της συνείδησης, του θεού, της θρησκείας, καθώς και με το πρόβλημα της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο, τον άνθρωπο και την κοινωνία.
 
Ο Φρόυντ έλεγε πως «η Γνώση οδηγεί στην Μεταμόρφωση», πως η θεωρία και η πράξη δεν πρέπει να διαχωρίζονται, πως η γνώση του εαυτού μας σημαίνει και την μεταμόρφωση του. Αυτό κάνει και την διαφορά μεταξύ της πραγματικής γνώσης και της θεωρητικής, που δεν έχει κανένα μεταμορφωτικό αποτέλεσμα. Πίστευε πως η συνειδητή σκέψη είναι ένα μικρό μέρος της όλης ψυχικής πορείας, που γίνεται μέσα μας, ένα ασήμαντο μέρος σε σχέση με τις τρομαχτικές δυνάμεις των σκοτεινών πηγών που κρύβονται μέσα μας. Η επιθυμία του Φρόυντ ήταν να φτάσει στο εσωτερικό, στην αληθινή φύση του ατόμου, ήθελε να σπάσει το συνειδητό σύστημα σκέψης, με την μέθοδο του ελεύθερου συνειρμού, που είναι να προσπεράσουμε την λογική συνειδητή παραδοσιακή σκέψη και να οδηγηθούμε προς μια νέα πηγή της προσωπικότητας μας. Η γνώση εν κατακλείδι δεν σημαίνει τίποτα αν δεν γίνει προσωπικό βίωμα, αν δεν μεταστοιχειωθεί σε σοφία.

Ο «Έτερος»  κλάδος της φιλοσοφίας που στοχεύει στην βιωματική  γνώση των μυστηρίων της δημιουργίας και κατ’ επέκταση  της  ανθρώπινης φύσης, είναι η μεταφυσική.  Ο όρος «Μεταφυσική» προήλθε από την κατάταξη των έργων του Αριστοτέλους που ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος έκανε κατά το 70 π.Χ. περίπου. Ο σπουδαίος αυτός Αριστοτελικός φιλόσοφος ενέταξε την «πρώτη φιλοσοφία» μετά τα «Φυσικά» συγγράμματα. Η τοποθέτηση αυτή ασφαλώς δεν είναι τυχαία, αφού η «πρώτη φιλοσοφία» ερευνούσε τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων και τα οποία είναι και το αντικείμενο της μεταφυσικής
 
Η μεταφυσική ζητεί να βρει το σταθερό πίσω από τα φαινόμενα, κάτι που να μην αλλάζει, την πραγματικότητα την ίδια, το Όντως Ον.  Ο Πλάτωνας όρισε τη μεταφυσική ως θεωρία περί του Είναι και χώρισε τα είδη του Είναι διακρίνοντας τα πράγματα σε αισθητά και νοητά. Το αισθητό Είναι, πάλι, η Πλατωνική μεταφυσική το διαιρούσε σε άψυχο και έμψυχο, σε ύλη και ζωή. Το αισθητό είναι το φθειρόμενο ή μεταβαλλόμενο, το νοητό είναι το σταθερό. Το νοητό επομένως είναι το όντως ον, οι ιδέες. Οι ιδέες ως το πραγματικό Είναι έχουν Ζωή. Η Ζωή είναι το γνώρισμα του «Είναι». Η μεταφυσική επιζητεί να αναγάγει το πλήθος των όντων σε μία αιτία, ευρισκόμενη πέρα της φύσεως και ούσα ριζικώς διαφορετική από αυτήν.

Ο Πλάτωνας είδε τον τελικό σκοπό της φιλοσοφίας στη «θέα του αγαθού» και την «ομοίωσιν αυτώ». Η μεταφυσική είναι ένα ιδιαίτερο είδος γνώσης, όπως λέει ο Bergson «ενορατική γνώση», που αντιλαμβάνεται άμεσα την ουσία των πραγμάτων σε αντίθεση με τη ορθολογική επιστημονική γνώση που γυρίζει γύρω από τα πράγματα. Η πρώτη, αντικειμενική, ανήκει στο χώρο των αιώνιων και αμετάβλητων Αρχών, ενώ η δεύτερη, υποκειμενική, αγκαλιάζει τον κόσμο του παροδικού και του φαινομενικού. Ο H Bergson, υποστήριχε επίσης πως, το πνεύμα μας αντιμετωπίζει την πραγματικότητα διττώς: εκ των ένδον και εκ των έξω. Ο οπλισμός του πνεύματος για την πρώτη πορεία είναι η αυτοσυνειδησία, που χρησιμοποιεί τη διαίσθηση, για τη δεύτερη είναι ο Λόγος, η διάνοια, που χρησιμοποιεί τη μέθοδο. Μόνο όταν συνδυάσουμε αυτούς τους δύο εξοπλισμούς, κατά τη γνώμη μας, θα καταφέρουμε να θέσουμε σε κίνηση τον μηχανισμό δύο φαινομενικώς αντιφατικών, αλλά ουσιαστικώς συμπληρωματικών δυνάμεων του ανθρωπίνου πνεύματος: της αφαιρετικής και γενικευτικής θεάσεως του όλου και της συνθετικής και εξειδικευτικής τοποθετήσεως του μερικού και συγκεκριμένου. Η πρώτη μας επομένως διαπίστωση για τη φιλοσοφία είναι ότι, όπως στους πρώτους Ιωνες Φιλοσόφους υπήρξε εκ των πραγμάτων γενικευτική, σήμερα πλέον καθίσταται - και πάλι εκ των πραγμάτων διεπιστημονική. Ο Ν. Καζαντζάκης, αναφέρει σχετικά με τις νοητικές διεργασίες στην Αναφορά στον Γκρέκο:

«Κοιτάζω γύρω μου, κοιτάζω μέσα μου. Η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε. Πρέπει νάρθει πάλι ο Νους ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους, πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος». 

Η ανάπτυξη της εσωτερικής ή διαισθητικής αντίληψης πέρα από την επιφανειακή διανόηση είναι μια μακροχρόνια εξελικτική διαδικασία, που προϋποθέτει τη συνειδησιακή μεταμόρφωση του ίδιου του ερευνητή. Ο μεταφυσικός είναι ταυτόχρονα και η πρώτη ύλη, που καλείται να περάσει από τις διαδοχικές φάσεις της αλχημιστικής μεταμόρφωσης, για να φθάσει στην πολυπόθητη φάση του συνειδησιακού «χρυσού»;. Η Μεταφυσική, η γνώση δηλαδή της ανθρώπινης φύσης, του πεπρωμένου καθώς και της θέσης του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν, μπορεί να αποτελέσει το συνδετικό ιστό επικοινωνίας μεταξύ των διαφορετικών λαών και να αναζωογονήσει τις πνευματικές αξίες.

Τελευταία αναγνωρίζεται  από όλο και περισσότερους επιστήμονες πως ο  Μύθος, η αρχαία φιλοσοφία και η μεταφυσική δεν έρχονται και δεν πρέπει να έρχονται σε αντίθεση με την σύγχρονη επιστήμη,  πόσο μάλλον δε, με την Κβαντοφυσική. Κατά τον Χάιζεμπεργκ έναν από τους θεμελιωτές της κβαντικής θεωρίας: «Ο διαχωρισμός  της επιστήμης διαπότισε βαθιά τον ανθρώπινο νου στους τρεις αιώνες που ακολούθησαν τον Καρτέσιο και θα χρειαστεί πολύς καιρός ακόμη μέχρι να αντικατασταθεί από μια διαφορετική νοοτροπία απέναντι στο πρόβλημα της αντίληψης της πραγματικότητας».  Αναγνωρίζεται σχεδόν από όλους  αυτό που αναφέρει ο φυσικός  Οπενχαιμερ :
«Οι βασικές αρχές που ακολούθησε η ανθρώπινη σκέψη για να μας οδηγήσει στις πρόσφατες ανακαλύψεις της ατομικής φυσικής δεν είναι εντελώς άγνωστες, ούτε πρωτότυπες, ούτε καινούργιες. Ουσιαστικά στοιχεία τους υπάρχουν στα πλαίσια της ιστορίας της σκέψης του δικού μας πολιτισμού (ευρωπαϊκού-αρχαιοΕλληνικού), αλλά και εκτεταμένα διαπιστώσεις βρίσκουμε εύκολα στα θεωρητικά θεμέλια του Βουδισμού και του ινδουισμού. Έτσι οι πρόσφατες ανακαλύψεις δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά εξειδικεύσεις και λεπτομερειακές διευρύνσεις της βασικής διδασκαλίας της αρχαίας σοφίας..»

Ίσως έτσι εξηγούνται οι ισχυρισμοί των μεγάλων φιλοσόφων του παρελθόντος, πως ο άνθρωπος στην πορεία του  προς την γνώση δια μέσου τόσο του μύθου, όσο και της Φιλοσοφίας και της Μεταφυσικής, μπορεί να αποκτήσει συνείδηση μιας διαφορετικής πραγματικότητας. Αντιλαμβάνεται μια πλατύτερη εικόνα του κόσμου μέσα του και γύρω του. Από τη στιγμή που συνειδητοποιεί αυτή την εικόνα, αγωνίζεται να την πραγματώσει στην καθημερινή ζωή, αλλάζοντάς τη σύμφωνα με τα πρότυπα που έχει φευγαλέα βιώσει. Αυτά τα πρότυπα είναι αξίες αιώνιες, νόμοι αναλλοίωτοι και σταθεροί. Αυτοί οι νόμοι συνθέτουν το Μονοπάτι που οδηγεί τον άνθρωπο πίσω στην πηγή του. Ξαναχαράζει το Δρόμο αναθεωρώντας τη στάση του απέναντι στη ζωή, αναζητώντας τις αιτίες που κρύβονται πίσω από τον κόσμο των φαινόμενων. Ιχνηλατεί το Μονοπάτι, αναγνωρίζοντας και βάζοντας σε εφαρμογή αξίες διαφορετικές από εκείνες του καθημερινού κόσμου.

Μπορεί να πει κανείς πως, ο αναζητητής  κρατάει διαρκώς ζωντανή μια δημιουργική σχέση με τον κόσμο, ή τουλάχιστον το προσπαθεί. 
Όσο περισσότερο πλαταίνουν τα σύνορα -κάθε είδους σύνορα- πλαταίνει και βαθαίνει συνάμα και η ανθρώπινη συνείδηση. Αυτό ήταν εξάλλου  η μύηση στις αρχαίες αλλά και σύγχρονες μυητικές τελετές, η  διεύρυνση της συνείδησης; Καθώς η συνείδηση πλαταίνει, αγκαλιάζει όλο και περισσότερα κομμάτια της Δημιουργίας. Έτσι ξεπολώνεται από το γεωκεντρισμό, από τον ανθρωποκεντρισμό, από τον εγωκεντρισμό και αντιλαμβάνεται πως είναι ένα κομμάτι του κόσμου και όχι κάτι ανεξάρτητο από αυτόν.

Κατά τον ΄Εριχ Φρομ : «H δυνατότητα αυτογνωσίας, η λογική και η φαντασία ξεχωρίζουν τον άνθρωπο από την υπόλοιπη φύση, χωρίς όμως να τον αποδεσμεύουν από τους νόμους της. Έτσι ο άνθρωπος γνωρίζει την τρομερή αν και επίπλαστη αντίφαση της ύπαρξής του. Δεν μπορεί να απαλλαγεί από το μυαλό του, αλλά ούτε και από το κορμί του, ώστε να ανήκει αποκλειστικά σε ένα από τα δύο. Αυτή η αντίφαση τον ωθεί συνέχεια σε μια προσπάθεια να αναζητά λύσεις στο δίλημμά του και έτσι προχωρά αδιάκοπα σε νέες φάσεις. Από φύση του είναι υποχρεωμένος να βαδίζει προς τα εμπρός, σε μια αέναη προσπάθεια να καταστήσει γνωστό το άγνωστο, να γεμίσει με απαντήσεις τους κενούς χώρους της γνώσης. Πρέπει να κάνει απολογισμό στον εαυτό του για τον εαυτό του και για το νόημα της ύπαρξής του.

Ωθείται να ξεπεράσει τον εσωτερικό του διχασμό γεμάτος από μια επιθυμία για το απόλυτο, για ένα είδος αρμονίας που θα μπορεί να αποτινάξει επιτέλους την κατάρα που τον χώρισε από τη φύση, τους συνανθρώπους του και από τον ίδιο του τον εαυτό».

Είχε η εκκλησία εθνική συνείδηση;


Ήταν ακατανόητο για τους χριστιανούς το γεγονός ότι ο Θεός έδωσε τη νίκη στους «ασεβείς» μωαμεθανούς το 1453. Συνέβη προς εξαγνισμό των αμαρτιών τους; Ο Γεώργιος Σχολάριος, ο πρώτος πατριάρχης μετά την Αλωση, θεωρούσε την πτώση της Πόλης σημάδι της συντέλειας του κόσμου, που την περίμενε το 1492. To μοιραίο αυτό έτος θα συμπληρώνονταν 7.000 χρόνια από τη δημιουργία του κόσμου, σύμφωνα με το εκκλησιαστικό ημερολόγιο, και εφόσον «μια ημέρα Κυρίου, χίλια έτη επί γης», η περίοδος αυτή αντιστοιχούσε σε μια εβδομάδα του Θεού, επομένως μπορούσε να κλείσει ο κύκλος που άρχισε με τη δημιουργία του κόσμου.
Ο παροξυσμός του μαρτυρίου
Η ένταση των αποκαλυπτικών αναμονών δημιούργησε απτά γεγονότα. Ο παροξυσμός του μαρτυρίου είναι ένα από αυτά. Ο κόσμος των ιδεών και των παραστάσεων των νεομαρτύρων παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με αντιλήψεις των χρησμολόγων. Υπήρξαν κινήματα, όπως του Διονυσίου του Φιλοσόφου, που ελαύνονταν από παρόμοιες εσχατολογικές αντιλήψεις. Στις περισσότερες ερμηνείες της Αποκάλυψης θεωρούνταν ότι ο Μωάμεθ είχε προαναγγελθεί ως το τέταρτο θηρίο. Σε άλλα εκκλησιαστικά κείμενα παρουσιάζεται ως γιος του Διαβόλου. Από τις αντιλήψεις αυτές γεννήθηκε η ιδέα ότι το Ισλάμ δημιουργήθηκε βάσει «σατανικού» σχεδίου, ενώ ο Μωάμεθ στάλθηκε στη γη ως αντίβαρο του Χριστού.

 
Αν όμως η Τουρκοκρατία ισοδυναμούσε με την κυριαρχία του Αντιχρίστου, όπως είχε προφητεύσει η Αποκάλυψη, τι επιφύλασσε το μέλλον για τους χριστιανούς; Θεολόγοι όπως ο Γεώργιος Κορέσιος ή ο Αναστάσιος Γόρδιος και o Νεκτάριος Τέρπος υποστήριζαν ότι ύστερα από το εσχατολογικό αυτό γεγονός θα επέλθει η συντέλεια του κόσμου. Άλλοι, όπως ο Πανταζής ο Λαρισαίος, ο Λίνδιος, ο Θεοδώρητος και ο Κύριλλος, διακήρυσσαν ότι μετά την πτώση του μωαμεθανισμού και του παπισμού θα επικρατούσε στον κόσμο η αναμενόμενη χιλιετής βασιλεία του Χριστού με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Η περιοδολόγηση της ιστορίας σε τέσσερις αυτοκρατορίες, σύμφωνα με το όραμα του προφήτη Δανιήλ, αποτελούσε το υπόβαθρο της ιστορικής τους αντίληψης. Πού βρισκόμαστε τώρα, σε ποιο σημείο της ιστορίας, αναρωτιόταν ο Αναστάσιος Γόρδιος (18ος αι.), βέβαιος ότι η ιστορική πορεία είχε προδιαγραφεί στη Βίβλο.
«Αραγε ποία είναι η βασιλεία του Μωάμεθ και εις ποίαν αράδα ευρίσκεται μέσα εις την Θείαν Γραφήν; Διατί η Θεία Γραφή τέσσαρας βασιλείας μεγάλας του κόσμου φανερώνει πως έχουν να κυριεύσουν όλον τον κόσμον, μία κατόπιν την άλλην, και εις την τετάρτην βασιλεία μέλλει να γίνει η συντέλεια του κόσμου».
Η έννοια της εθνικής απελευθέρωσης ήταν απλώς έξω από κάθε δυνατότητα σκέψης στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα. Ηταν, δηλαδή, αδιανόητη. Η αποκαλυπτική πίστη ήταν τόσο διαδεδομένη ώστε τα αποκαλυπτικά κείμενα, οι προφητείες, οι χρησμοί αποτελούσαν μέρος της καθημερινής λαϊκής κουλτούρας. Οι διατριβές των Α. Αργυρίου («Οι ελληνικές ερμηνείες στην Αποκάλυψη») και Αλ. Καριώτογλου («Η περί του Ισλάμ και της πτώσεως αυτού ελληνική χρησμολογική γραμματεία») δείχνουν έναν κόσμο πεποιθήσεων που θα ξάφνιαζε τον ιστορικά εγγράμματο σημερινό αναγνώστη. Αυτόν τον κόσμο δεν μπορούσαμε να τον δούμε παλαιότερα, αρχικά εξαιτίας της αναδρομικής προβολής επάνω του της εθνικής ιδέας και στη συνέχεια επειδή υπερεκτιμήθηκε η εμβέλεια του Διαφωτισμού.
Ωστόσο η αναμονή του τέλους της ιστορίας δεν εμπόδισε τον Σχολάριο να διαπραγματεύεται με τον Μωάμεθ τον κατακτητή προνόμια για την Εκκλησία και να την εντάσσει στα φορολογητέα υποκείμενα της αυτοκρατορίας.
Η ικανότητα προσαρμογής
Όπως μας έδειξε πρόσφατα η Τόνια Κιουσοπούλου στο βιβλίο της «Βασιλεύς ή Οικονόμος; Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση» (Πόλις, 2007), η Εκκλησία είχε αρχίσει να παίρνει αποστάσεις από την πολιτική εξουσία ήδη πριν από την άλωση της Πόλης, όταν αντιλήφθηκε ότι το κράτος θα ναυαγούσε ενώ η ίδια θα επιβίωνε. Εξάλλου η Εκκλησία επί τέσσερις αιώνες πριν από την Αλωση συμβίωνε με τους Οθωμανούς που είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της παλιάς αυτοκρατορίας. Βαθμιαία η Εκκλησία αυτονομήθηκε και υποκατέστησε συμβολικά την αυτοκρατορία. Το βλέπει κανείς και στις αλλαγές στην εικονογραφία. Μετά την Αλωση εμφανίστηκε η εικόνα του Δεσπότη Χριστού με αυτοκρατορική αμφίεση και βασιλική μίτρα. Σε μικρούς αυτοκράτορες μεταμφιέστηκαν από τότε και οι ορθόδοξοι επίσκοποι. Η αυτονόμηση της Εκκλησίας φυσικά διευκολύνθηκε και από την ενωτική πολιτική των Παλαιολόγων και ο θρίαμβος των Τούρκων επισφράγισε τη νίκη των Ανθενωτικών. Με την Αλωση η Εκκλησία απελευθερώθηκε από τον σφιχτό εναγκαλισμό της χριστιανικής εξουσίας.
Το χαμένο ραντεβού ανάμεσα στην Άλωση και στη συντέλεια αποδέσμευσε και τα λόγια στρώματα από την αποκαλυπτική παράδοση. Σιγά σιγά μικρές ομάδες από τη σημειολογική επικράτεια του αποκαλυπτικού χρόνου άρχισαν να περνούν στη σημειολογική επικράτεια της αναβίωσης του αρχαίου κόσμου, σε ένα άλλο δηλαδή χρονικό σχήμα, ακολουθώντας βέβαια ανάλογες διανοητικές μετατοπίσεις στην Ιταλία, με την οποία άλλωστε αυτές οι ομάδες συνδέονταν. Τον αυτοπροσδιορισμό Ελληνες ή Ελληνορωμαίοι άρχισαν να τον χρησιμοποιούν μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα γενικού εξαρχαϊσμού, στα οποία οι Τούρκοι ονομάζονταν Αχαιμενίδες ή Πέρσες, οι Μουσουλμάνοι Ισμαηλίτες ή Αγαρινοί και οι Ιταλοί Λατίνοι. Αυτά τα συμφραζόμενα άλλωστε οδηγούσαν και στον άκρατο εξαρχαϊσμό της γλώσσας. Σε αυτή την κατεύθυνση ωθήθηκαν βέβαια και από άλλους λόγους. Σε μια ατμόσφαιρα αναβίωσης των ελληνικών και λατινικών σπουδών που προκάλεσε η Αναγέννηση, η επίκληση της ελληνικότητας αποτελούσε ισχυρό πολιτισμικό κεφάλαιο. Βέβαια αυτή η τάση αφορούσε ελάχιστους κύκλους. Οι περισσότεροι ονόμαζαν «Έλληνες» τους παγανιστές και τους αλλόδοξους.
Το 1774 και οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι ήταν γεγονότα που πυροδότησαν εκ νέου προφητείες. Η απογοήτευση από τον πόλεμο αυτόν έδωσε τη στροφή προς την εκκοσμικευμένη αντίληψη της ιστορίας. Διεύρυνε, δηλαδή, τον κύκλο όσων διαπίστωναν την πλήρη ανεπάρκεια των παλαιών κωδίκων για την ανάγνωση του κόσμου και την ανάγκη υιοθέτησης ενός νέου κώδικα. Αυτή η μετάβαση από το ένα σύστημα σκέψης στο άλλο, δηλαδή από την αποκάλυψη και τη θεωρία των τεσσάρων αυτοκρατοριών στην αναβίωση του αρχαίου έθνους και από την προεγγραφή των γεγονότων στην ακολουθία αιτίας - αποτελέσματος, ήταν η αναγκαία συνθήκη ώστε να γίνει το πέρασμα και στην ιδέα του έθνους. Χωρίς την εγκατάλειψη της πίστης στη συντέλεια του κόσμου δεν μπορούσε να γεννηθεί η συνείδηση του έθνους. Αν χρησιμοποιήθηκαν αργότερα παρόμοιες χρησμολογίες για να εμψυχώσουν εθνικά κινήματα, αυτό έγινε με εντελώς εργαλειακό τρόπο και δείχνει πόσο εμπεδωμένες ήταν στο λαϊκό φαντασιακό οι αποκαλυπτικές ιδέες ως η μορφή που έπαιρνε το μέλλον.
Η προφητεία και η ιστορία
Η αναδίφηση των παλιών αποκαλυπτικών κειμένων αυτής της εποχής δείχνει ότι τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά από την εικόνα συμπόρευσης Εκκλησίας και εθνικού απελευθερωτικού πνεύματος. Η προφητεία εξηγούσε την ιστορία, και όχι το αντίθετο. Και η προφητεία δεν μίλαγε για εθνική απελευθέρωση αλλά για τη συντέλεια του κόσμου και τη χιλιετή βασιλεία του Θεού. Η έννοια «έθνος», για να συνειδητοποιηθεί, απαιτούσε ένα άλλο, πολύ διαφορετικό μοντέλο ιστορικής συνείδησης από το αποκαλυπτικό.
Τις δυσκολίες και τα πρώτα αδέξια βήματα στη δημιουργία αυτής της νέας συνείδησης έρχεται τώρα να μας δείξει το βιβλίο του Νίκου Ροτζώκου «Εθναφύπνιση και εθνογένεση» (Βιβλιόραμα, 2007) εντοπίζοντας τις δυναμικές διαφοροποιήσεις στα 50 χρόνια που προηγήθηκαν της Επανάστασης. Το εκπληκτικό βέβαια είναι πώς μέσα σε λίγα χρόνια μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους η Εκκλησία κατόρθωσε να πείσει για τον δικό της πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιδέα του έθνους και να τον επιβάλει στη διδασκαλία της ιστορίας στην εκπαίδευση. Ταυτίστηκε μάλιστα τόσο με την ιδέα αυτή ώστε να κατακεραυνώνει όσους της αμφισβητούσαν την πρωτοκαθεδρία στους εθνικούς αγώνες. Βέβαια αυτός ο εναγκαλισμός Ορθοδοξίας και εθνικισμού μετά από τον 19ο αι. και εξής συνέβη με όλες τις βαλκανικές χώρες, και δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να απορούμε. Αν η Εκκλησία δεν είχε την τεχνογνωσία της προσαρμογής σε διαδοχικές εξουσίες και καταστάσεις, δεν θα είχε επιβιώσει επί δύο χιλιετίες. Και από την άποψη ενός θεσμού με δισχιλιετή ιστορία, ένα κράτος όπως το ελληνικό, που δεν συμπλήρωσε ακόμη ούτε 200 χρόνια ύπαρξης, δεν είναι παρά επεισόδιο στη ζωή του.

Με γενετικό τρικ αναπτύχθηκαν τα λουλούδια

Πριν από περίπου 160 εκατομμύρια χρόνια, ο πλανήτης γέμισε ξαφνικά λουλούδια. Η εξάπλωσή τους ήταν μάλιστα τόσο γρήγορα ώστε χαρακτηρίστηκε από το Δαρβίνο «απαίσιο μυστήριο» της φύσης. Το γονιδίωμα ενός ζωντανού απολιθώματος στο βασίλειο των φυτών αποκαλύπτει τώρα το γενετικό τρικ που έδωσε στα λουλούδια το πάνω χέρι.
Τα φυτά που παράγουν άνθη, γνωστά ως αγγειόσπερμα, αποτελούν σήμερα τη συντριπτική πλειονότητα των φυτών σε όλο τον πλανήτη. Πιστεύεται ότι προήλθαν από τα γυμνόσπερμα, φυτά χωρίς πραγματικά άνθη, στα οποία κατατάσσονται τα σημερινά κωνοφόρα. 
Ερευνητές αμερικανικών ιδρυμάτων παρουσιάζουν τώρα στο περιοδικό Science το γονιδίωμα του δέντρου Amborella trichopoda, το οποίο φύεται αποκλειστικά στο κύριο νησί της Νέας Καληδονίας στον Ειρηνικό, και θεωρείται ζωντανό απολίθωμα.
Το Amborella θεωρείται ο πλησιέστερος σύγχρονος συγγενής των πρώτων αγγειόσπερμων φυτών -η εξελικτική γραμμή του διαχωρίστηκε από τα υπόλοιπα αγγειόσπερμα λίγο μετά το άνοιγμα του πρώτου μπουμπουκιού στον πλανήτη.
Η σύγκριση του γονιδιώματός του με τα γονιδιώματα άλλων φυτών δείχνει τώρα να επιβεβαιώνει μια θεωρία που είχε προταθεί ως απάντηση στο «απαίσιο μυστήριο» του Δαρβίνου: πριν από περίπου 200 εκατ. χρόνια, οι πρόγονοι των ανθοφόρων φυτών υπέστησαν διπλασιασμό του γενετικού υλικού τους.
Το φαινόμενο είναι γνωστό ως πολυπλοειδία και είναι σύνηθες ακόμα και στα σημερινά φυτά -η πατατιά, για παράδειγμα, φέρει δύο έως έξι αντίγραφα κάθε γονιδίου και κάθε χρωμοσώματος.
Η αντιγραφή ενός γονιδίου σε πολλά αντίτυπα μέσα στο ίδιο γονιδίωμα πιστεύεται ότι δίνει στην εξέλιξη περιθώριο για αλλαγές: το αρχικό γονίδιο μπορεί να διατηρήσει τη λειτουργία του, αφήνοντας έτσι τα αντίγραφά του να μεταλλαχθούν και να αναλάβουν τελικά νέες λειτουργίες.
Τα ίδια τα άνθη αποτελούν εξάλλου παράδειγμα για το πώς μπορεί αυτό να συμβεί: τα πέταλα και τα σέπαλα των λουλουδιών σχηματίζονται από διαφοροποιημένα αντίγραφα γονιδίων τα οποία αρχικά εμπλέκονταν στον σχηματισμό των φύλλων. Με άλλα λόγια, τα σέπαλα και τα πέταλα είναι διαφοροποιημένα φύλλα.
«Ο διπλασιασμός του γονιδιώματος μπορεί επομένως να προσφέρει μια εξήγηση στο "απαίσιο μυστήριο" του Δαρβίνου -τη φαινομενικά απότομη εμφάνιση νέων ειδών ανθοφόρων φυτών την Κρητιδική περίοδο» λέει ο Κλοντ ντεΠαμφιλίς του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
«Ολόκληρες γενιές επιστημόνων προσπάθησαν να λύσουν αυτό το παζλ» επισημαίνει.
Η ομάδα του ήταν τυχερή που πρόλαβε να λύσει το απαίσιο μυστήριο, αφού η μοναδική Amborella επιζεί σήμερα μόνο σε 18 σημεία της Νέας Καληδονίας και το μέλλον της είναι αβέβαιο.

Πως ξεκίνησε το φιλί


Πως ξεκίνησε το φιλίΤο φιλί είναι, σύμφωνα με τους ειδικούς, μια από τις πιο παράξενες ανθρώπινες δραστηριότητες.Οι ανθρωπολόγοι υποστηρίζουν ότι το φιλί είναι η εξέλιξη της κίνησης που έκαναν οι άνθρωποι, αιώνες πριν, προσπαθώντας να μυρίσουν τον άλλον σε μια προσπάθεια να αντλήσουν πληροφορίες για εκείνον.
"Σε κάποιο σημείο, γλίστρησαν και κατέληξαν στα χείλη και έκριναν ότι είναι πολύ καλύτερα", λέει ο Βον Μπράιαντ, ανθρωπολόγος στο πανεπιστήμιο Τέξας A&M και αυθεντία στο θέμα της εξέλιξης του φιλιού.

Για το μεγαλύτερο μέρος της πρώιμης ανθρώπινης ιστορίας, η όσφρηση ήταν η πιο σημαντική από τις αισθήσεις για τις διαπροσωπικές σχέσεις, εξηγεί η Σέριλ Κίρσενμπαουμ, συγγραφέας του βιβλίου "Η Επιστήμη του Φιλιού".

Οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν την όσφρηση για να διαπιστώσουν τη διάθεση του άλλου, την υγεία του και την κοινωνική του θέση, λέει η ίδια.

"Έτριβαν τη μύτη τους στο πρόσωπο του άλλου γιατί στο πρόσωπό μας υπάρχουν οσφρητικοί αδένες και με το χρόνο το τρίψιμο στο πρόσωπο μεταφέρθηκε στα χείλη κι έτσι γεννήθηκε το φιλί ως κοινωνικός χαιρετισμός", λέει η Κίρσενμπαουμ.

Το φιλί ως ρομαντική έκφραση θεωρείται ότι ξεκίνησε στην Ινδία, όπου το μεγαλύτερο ινδικό έπος που γράφτηκε στα σανσκριτικά περίπου το 1.000 π.Χ. το Μαχαμπχαράτα, περιελάμβανε τις πρώτες περιγραφές ενός ρομαντικού φιλιού στην ιστορία.

"Ακούμπησε το στόμα της στο στόμα μου και έκανε έναν ήχο που μου προκάλεσε ευχαρίστηση", αναφέρει το ποίημα.

Οι ιστορικοί θεωρούν ότι την εποχή εκείνη, το ρομαντικό φιλί ήταν άγνωστο στον υπόλοιπο κόσμο και ότι στην Ευρώπη έγινε γνωστό από τον Μέγα Αλέξανδρο.

Στην αρχαία Ελλάδα, το φιλί ήταν ένας τρόπος για να επικοινωνήσει κάποιος την τάξη του, την κοινωνική του θέση και την πίστη του, μεταξύ ανδρών στο στρατό κυρίως, σύμφωνα με την ίδια.

"Ήταν ένας τρόπος να εκφράσει κάποιος ένα είδος κοινωνικής ιεραρχίας", εξηγεί.

Το φιλί αναφέρεται και στην Οδύσσεια του Ομήρου, αλλά ως μια μορφή ικεσίας, όχι ως ρομαντική έκφραση, λέει η Κίρσενμπαουμ. Για παράδειγμα, ο Οδυσσέας επιστρέφει στην πατρίδα και δέχεται το φιλί ενός από τους σκλάβους.

Για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, το σημείο που φιλάει κάποιος τον άλλον δείχνει τη θέση του σε μια βασιλική οικογένεια ή στο στρατό.

Κάποιος που ήταν κοινωνικά ισότιμος θα φιλούσε έναν άλλον άνδρα στο στόμα, ενώ οι υποδεέστεροι στρατιώτες, οι υπηρέτες και οι σκλάβοι φιλούσαν το μάγουλο, το χέρι, τα πόδια, τα ρούχα ή ακόμα και το έδαφος μπροστά σε κάποιον που εθεωρείτο πολύ ανώτερης καταγωγής για να δεχτεί φιλί. Αυτό συνεχίστηκε και τον 18ο αιώνα.

Αλλά την εποχή του Ιούλιου Καίσαρα, οι Ρωμαίοι έβλεπαν διαφορετικά το φιλί. Στη συλλογή του των ερωτικών ελεγειών "Amores" (Έρωτες), ο Οβίδιος αναφέρεται στο "savium", το οποίο οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν "φιλί της ψυχής" και που σήμερα --εξηγεί ο Μπράιαντ--είναι το γαλλικό φιλί.

Ο ρωμαίος αυτοκράτορας Τιβέριος επιχείρησε να απαγορεύσει το φιλί γιατί θεωρούσε ότι έτσι μεταδιδόταν η λέπρα, λέει η Κίρσενμπαουμ.

"Αλλά απέτυχε, γιατί στους ανθρώπους άρεσε πραγματικά να φιλιούνται", προσθέτει.

Στη Βίβλο, το φιλί αναφέρεται εννέα φορές, αλλά μόνο στην Προς Ρωμαίους επιστολή πρόκειται για ρομαντικό φιλί. Υπάρχει το φιλί της προδοσίας (του Ιούδα), φιλιά χαιρετισμού, φιλιά υποταγής και το φιλί της ζωής στο βιβλίο της Γενέσεως.

Πολλοί Πάπες προσπάθησαν στη διάρκεια του χρόνου να απαγορεύσουν το ρομαντικό φιλί. Το 1312 ο Πάπας Κλεμέντιος Ε' διακήρυξε ότι "το φιλί που δίδεται με σκοπό τη συνουσία εκτός γάμου θα θεωρείται θανάσιμο αμάρτημα".

Την εποχή εκείνη το φιλί παρέμενε άγνωστο στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Όταν οι ευρωπαίοι ιεραπόστολοι μετέβησαν στην Αφρική, την Ασία και την Ωκεανία τον 19ο αιώνα, διέδωσαν το φιλί σε μέρη όπου το αποστρέφονταν.

"Διέδωσαν το φιλί μαζί με τον λόγο του Θεού σε πολλούς από αυτούς τους λαούς", λέει ο Μπράιαντ.

Στην Ιαπωνία, το φιλί εθεωρείτο προσβλητικό όταν το διέδωσαν οι Αμερικανοί τον 19ο αιώνα. Όταν εκτέθηκε στο Τόκιο το γλυπτό του Ροντέν, "Το Φιλί", τη δεκαετία του 1920, το έκρυψαν πίσω από ένα παραβάν, ενώ οι σκηνές με φιλιά αφαιρούνταν προσεκτικά από τις ταινίες του Χόλιγουντ που προβάλλονταν στην υπό κατοχή Ιαπωνία μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Σήμερα το φιλί λαμβάνει πολλές διαφορετικές έννοιες, σύμφωνα με τον σύμβουλο σχέσεων στο Σικάγο Τζέφρι Σάμπερ, συγγραφέα ενός βιβλίου για τη σημασία του φιλιού.

"Το φιλί είναι επικοινωνία με τα σώματα. Είναι η γέφυρα ανάμεσα στα λόγια μας και τις πράξεις μας".

Τι πρέπει να κάνετε σε περίπτωση υποθερμίας από έκθεση στο κρύο

Όταν η εσωτερική θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος πέφτει κάτω από 35ο C, το αποτέλεσμα είναι η υποθερμία.
Όταν η θερμοκρασία ελαττωθεί κάτω από τα κανονικά επίπεδα λειτουργίας του θερμοστάτη σε ένα οργανισμό, αυτό αποκαλείται ιατρικώς υποθερμία. Στην υποθερμία ο οργανισμός, χάνει θερμότητα με μεγαλύτερο ρυθμό από ό,τι παράγει.
Σε νέους υγιείς ενήλικες, η μέση θερμοκρασία του στόματος είναι 36,8 +_ 0,4 βαθμοί Κελσίου, με χαμηλότερα επίπεδα στις έξι το πρωί και υψηλότερα το απόγευμα. Οι θερμοκρασίες στη μασχάλη είναι κατά μισό βαθμό χαμηλότερες από τις προαναφερόμενες, στο στόμα. Παρά το γεγονός ότι θερμοκρασίες σώματος πάνω από 37,2 και κάτω από 35,5 είναι γενικώς παθολογικές, η θερμορυθμιστική λειτουργία του «θερμοστάτη» του σώματος διαφέρει από άτομο σε άτομο και τροποποιείται με την πάροδο της ηλικίας
Η υποθερμία μπορεί συμβεί από ανεπαρκή – ακατάλληλη ένδυση σε σχέση με χαμηλή θερμοκρασία περιβάλλοντος. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι απώλεια θερμότητας από το ανθρώπινο σώμα επιταχύνεται όταν μαζί με με τη χαμηλή θερμοκρασία περιβάλλοντος φυσάει αέρας με μεγάλη ταχύτητα (ταχύτητα ανέμου) όπου ο άνεμος ενισχύει την ταχύτερη πρόκληση υποθερμίας (wind chill factor)
Όταν η θερμοκρασία του σώματος είναι 32-35οC το άτομο εμφανίζει:
α) Ταχυκαρδία
β) Υπέρταση
γ) Ρίγος
δ) Μειωμένη συνείδηση, κρίση, απάθεια
Σε θερμοκρασία σώματος 28-32οC εμφανίζονται:
α) Βραδυκαρδία
β) Μυδρίαση
γ) Επιβράδυνση αντανακλαστικών
δ) Διανοητική σύγχυση
ε) Λήθαργο
ζ) Αλλοιώσεις στο ΗΚΓ
Σε θερμοκρασίες σώματος κάτω των 28οC το δέρμα είναι μελανό και παρουσιάζεται άπνοια, ασυστολία, κοιλιακή μαρμαρυγή, διαταραχή ηλεκτρολυτών, νεφρική ανεπάρκεια.
Άμεση φροντίδα για βλάβες από το κρύο
-  Σταματήστε την απώλεια θερμότητας, βρίσκοντας καταφύγιο, που να προφυλάσσει το θύμα από τον αέρα και την βροχή.
-  Αλλάξτε τα βρεγμένα ρούχα και βάλτε στεγνά. Η τοποθέτηση ζεστών κομπρεσών στο λαιμό, στο θώρακα και στις βουβωνικές περιοχές, μπορεί να βοηθήσει διότι έτσι θερμαίνεται το αίμα που κυκλοφορεί διαμέσου των μεγάλων αιμοφόρων αγγείων που περνούν από τις εν λόγω κομβικές περιοχές.
-  Αποφύγετε την επαφή του ατόμου με το έδαφος αν αυτό είναι παγωμένο, βάζοντας το να καθίσει πάνω σε ένα σακίδιο ή sleeping bag.
-  Καθίστε κολλητά ο ένας με τον άλλο, ώστε να ζεσταθεί το άτομο από την θερμότητα των σωμάτων των άλλων μελών της ομάδας.
-  Δώστε στο άτομο να πιει ζεστά ροφήματα και φαγητά που περιέχουν ζάχαρη (μόνο όταν διατηρεί τις αισθήσεις του).
-  Δεν πρέπει να τοποθετείται άμεση πηγή θερμότητας όπως ζεστό νερό ή λάμπα θέρμανσης.
-  Πρέπει να αποφεύγετε να θερμαίνετε πρώτα τα άκρα του σώματος δηλαδή τα πόδια και τα χέρια. Ο λόγος είναι διότι έτσι το κρύο αίμα θα φεύγει από την περιφέρεια και θα πηγαίνει στο κέντρο του σώματος επιδεινώνοντας έτσι την κατάσταση.
-  Αποφεύγετε το τρίψιμο ή το μασάζ του θύματος της υποθερμίας. Χρειάζεται πολύ απαλή μεταχείριση διότι υπάρχει ο κίνδυνος καρδιακής ανακοπής.
-  Αν έχει όρεξη δώστε του γλυκά και σοκολάτες που περιέχουν υδατάνθρακες και ζάχαρη και γρήγορα μετατρέπονται σε θερμότητα και ενέργεια. Εάν το θύμα είναι σε ημικωματώδη κατάσταση ή, χειρότερα, προσπαθήστε να το κρατήσετε ξύπνιο.
-  του δίνετε ζεστά υγρά από το στόμα σε σοβαρή υποθερμία.
-  Οινοπνευματώδη ποτά δεν χρησιμοποιούμε γιατί με τη διαστολή και συστολή των αγγείων προκαλούν θρομβώσεις. Η χρήση τέτοιων ποτών για να ζεσταθεί ο οργανισμός στο βουνό, όπως λένε πολλοί είναι μεγάλο λάθος. Αυτό γίνεται μόνο σε χαμηλούς υψομετρικά χώρους, όπου το περιβάλλον είναι ζεστό.
Σε επείγουσες καταστάσεις θα πρέπει να γίνουν:
Υποστήριξη καρδιακής και αναπνευστικής λειτουργίας, πρόνοια να μη χαθεί άλλη θερμότητα (απομάκρυνση του αιτίου, τμηματική επαναθέρμανση του σώματος).
Γενικώς όταν το άτομο που εμφάνισε υποθερμία δεν έχει υποκείμενο νόσημα (σακχαρώδη διαβήτη, θυρεοειδοπάθεια) εύκολα επιβιώνει και επανέρχεται.
Υποθερμία χεριών – ποδιών
Τα άκρα (χέρια – πόδια) δεν πρέπει να τρίβονται ή να μαζεύονται.
α) Τοπικό μασάζ κατά την επαναθέρμανση
β) Η επαναθέρμανση πρέπει να γίνεται το γρηγορότερο δυνατό.
(Σχόλιο «τροφής»: Και για τον θεό, μην βάζετε τα παγωμένα χέρια ή πόδια κοντά σε πηγή θέρμανσης ή σε ζεστό νερό, διότι ο κίνδυνος είναι μεγάλος και ο πόνος αφόρητος! Για τα παγωμένα άκρα, το τρεχούμενο ΚΡΥΟ νερό είναι βάλσαμο ή ακόμη και το ελαφρύ τρίψιμο με οινόπνευμα!)
Υπάρχει ο γενικός κανόνας που εκφράζεται σαν «Διατήρηση ζεστού σκέλους – Να μην είναι υγρό το σκέλος – Να κινείται έστω και παθητικά το σκέλος».
Σαν κανόνας πρόληψης για το κρύο, πρέπει πάντα να υπάρχουν όταν γίνονται επισκέψεις ή εκδρομές σε χιονοδρομικά κέντρα:
α) ζευγάρια κάλτσες – εσώρουχα
β) γάντια
γ) ζεστά υποδήματα
δ) παραπάνω φορεσιές ρούχων
Γενικές Συμβουλές.
Να αποφεύγετε τις απότομες μεταβολές θερμοκρασίας (κρύο ζέστη), την πολύωρη παραμονή στο κρύο, τα κρύα ρεύματα. Αλλάζετε άμεσα τα ρούχα σας όταν είναι βρεγμένα. Προτιμάτε αδιάβροχα ρούχα. Να φοράτε πάντα κάλτσες τον Χειμώνα. Αποφύγετε τα ρούχα που παρεμποδίζουν την κυκλοφορία (π.χ. στενές ζώνες, παντελόνια)
Μην δίνετε στο άτομο με υποθερμία, να πιει οινοπνευματώδη. Προκαλούν διεύρυνση των αιμοφόρων αγγείων με αποτέλεσμα την απώλεια θερμότητας
Ακόμα και όταν το άτομο ανακτήσει την θερμοκρασία του, ή παροχή θερμότητας θα πρέπει να συνεχιστεί, μέχρι να μπορεί από μόνο του το σώμα να παράγει την ικανή και αναγκαία θερμότητα, που θα διατηρεί την θερμοκρασία του σταθερή.

Το ραγισμένο δοχείο ( Η εσωτερική ομορφιά)

Πριν πολλά χρόνια, σε μια επαρχία κάπου στην Κίνα, ζούσε μια ηλικιωμένη γυναίκα η οποία κουβαλούσε καθημερινά νερό από ένα μακρινό ρυάκι με δύο μεγάλα δοχεία περασμένα σε ένα μακρύ ξύλινο κοντάρι το οποίο στήριζε στους ώμους της.

Το ένα δοχείο ήταν άψογο και μετέφερε πάντα όλη την ποσότητα νερού που μπορούσε να χωρέσει.
 
Το άλλο είχε μια ρωγμή και στο τέλος της μακριάς διαδρομής, από το ρυάκι στο σπίτι, έφθανε με τη στάθμη του  νερού έως τη μέση.
 
Έτσι για δύο ολόκληρα χρόνια η γυναίκα κουβαλούσε καθημερινά μόνο ενάμισι δοχείο νερό στο σπίτι της.

Φυσικά το τέλειο δοχείο ένοιωθε υπερήφανο που εκπλήρωνε απόλυτα και τέλεια το σκοπό για τον οποίο είχε κατασκευαστεί.
 
Το ραγισμένο δοχείο ήταν δυστυχισμένο που μόλις και μετά βίας μετέφερε τα μισά από αυτά που έπρεπε κι ένοιωθε ντροπή για την ατέλεια του.
 
Ύστερα από δύο χρόνια δεν άντεχε πια την κατάσταση αυτή
και αποφάσισε να μιλήσει στην ηλικιωμένη γυναίκα.

"Ντρέπομαι τόσο για τον εαυτό μου και θέλω να σου
ζητήσω συγγνώμη!" 
 
"Μα γιατί;" ρώτησε η γριά. "Για ποιο λόγο νιώθεις ντροπή;"

"Ε, να ! Δύο χρόνια τώρα μεταφέρω μόνο το μισό νερό λόγω
της ρωγμής μου και εξαιτίας μου κοπιάζεις άδικα και εσύ!"

Η γυναίκα χαμογέλασε, και είπε: 
"Παρατήρησες ότι στο μονοπάτι υπάρχουν λουλούδια μόνο στη δική σου πλευρά και όχι στη μεριά του άλλου δοχείου; Πρόσεξα την ατέλειά σου και την εκμεταλλεύτηκα. Φύτεψα σπόρους στην πλευρά σου και εσύ τους πότιζες. Δύο χρόνια τώρα μαζεύω τα άνθη και τα τοποθετώ το τραπέζι μου. Αν δεν ήσουν εσύ δεν θα είχα τόση ομορφιά να στολίζει το σπιτικό μου!" 

Ανθισμένοι κάκτοι

Κι όμως τα αγκαθωτά αυτά φυτά έχουν λουλούδια, πολλά από τα οποία μάλιστα είναι ιδιαίτερα όμορφα.
Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους

Perierga.gr - Λουλούδια σε κάκτους
 

Στη γαλήνη της αγκαλιάς...

«Χρειαζόμαστε τέσσερις αγκαλιές τη μέρα για να επιβιώσουμε, οκτώ αγκαλιές την ημέρα για να συντηρηθούμε και δώδεκα αγκαλιές την ημέρα για να αναπτυχθούμε», έχει πει η αμερικανίδα ψυχοθεραπεύτρια Virginia Satir. Και οι επιστήμονες, όσο και η αίσθηση που αποκομίζουμε μετά από μια ζεστή αγκαλιά με ένα αγαπημένο μας πρόσωπο, φροντίζουν να το αποδείξουν με χειροπιαστά στοιχεία, τα οποία συγκεντρώνουμε παρακάτω. Με μια προτροπή: Αγκαλιάστε περισσότερο, κάνει καλό.

*Η αγκαλιά νικά την κατάθλιψη
Και όχι μόνο: Η μοναξιά, ο θυμός και κάθε αρνητικό συναίσθημα καταπολεμάται από την οξυτοκίνη, την ορμόνη που παράγει ο οργανισμός μας όταν αγκαλιαζόμαστε. Παράλληλα, αυξάνονται τα επίπεδα σεροτονίνης, της «ουσίας της ευτυχίας».

*Η αγκαλιά τονώνει το ανοσοποιητικό μας σύστημα

Η ήπια πίεση που επιτυγχάνεται με την επαφή του στέρνου μας με αυτό κάποιου άλλου και το συναισθηματικό φορτίο που αυτή δημιουργεί ενεργοποιεί τον θυμοειδή αδένα του εγκεφάλου, ο οποίος ρυθμίζει και εξισορροπεί την παραγωγή λευκών αιμοσφαιρίων. Τα οποία με την σειρά τους φροντίζουν να μας κρατούν υγιείς. Η αύξηση της αιμοσφαιρίνης, άλλωστε, που επιτυγχάνεται με την αγκαλιά ενός αγαπημένου προσώπου βοηθά στην μεταφορά του οξυγόνου στον οργανισμό και την επούλωσή του μετά από μία ασθένεια.

*Η αγκαλιά κρατά την καρδιά υγιή
Η υψηλή αρτηριακή πίεση είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων. Επιστημονικές έρευνες έχουν δείξει πως ο εναγκαλισμός μπορεί να μειώσει την πίεση και επομένως να μειώσει τον κίνδυνο αυτό.

*Η αγκαλιά βοηθά τις σχέσεις μας
Μπορεί η αγκαλιά να αποτελεί έκφραση και απότοκο της καλής μας σχέσης με τον/την σύντροφό μας, αλλά το ίδιο ισχύει και αντίστροφα: Οι συχνές αγκαλιές, που παράγουν τις ορμόνες της σεροτονίνης και της ντοπαμίνης, βοηθούν στην διατήρηση της αρμονίας μεταξύ δύο συντρόφων και το χτίσιμο μιας καλής σχέσης.

*Η αγκαλιά τονώνει την αυτοπεποίθησή μας
Διότι δεν αποτελεί μόνο δείγμα της αγάπης κάποιου άλλου προς το πρόσωπό μας, αλλά μας βοηθά και εμάς τους ίδιους να αγαπήσουμε τον εαυτό μας. Από την στιγμή που γεννιόμαστε, άλλωστε, λαμβάνουμε την αγάπη των γονιών μας κυρίως μέσα από το άγγιγμά τους, κάτι που μας επιβεβαιώνει ότι την αξίζουμε. Αυτό, λένε οι επιστήμονες, «εγγράφεται» στα κύτταρά μας και οι αγκαλιές καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής μας, μας θυμίζουν αυτή τη σύνδεση του σωματικού επιπέδου με την ικανότητα να αγαπάμε τον εαυτό μας και να τον εκτιμάμε.

*Η αγκαλιά βοηθά το νευρικό σύστημα
Συγκεκριμένα, η γαλβανική απόκριση της επιδερμίδας μας σε μια αγκαλιά αποδεικνύει την αγωγιμότητα του δέρματός μας, του οποίου η υγρασία και το ηλεκτρικό φορτίο μπορεί να μεταβληθεί και να εξισορροπηθεί χάρη σε ένα άγγιγμα.

*Η αγκαλιά μας μαθαίνει να δίνουμε και να παίρνουμε
Πάντα χρειάζονται δύο (τουλάχιστον) για μια αγκαλιά, κάτι που μας μαθαίνει με τον πιο άμεσο τρόπο πως όταν δίνουμε, αυτόματα παίρνουμε. Ουσιαστικά, η αγκαλιά μας διδάσκει πως η αγάπη είναι ένα συναίσθημα που… ρέει σε διπλή κατεύθυνση.

*Η αγκαλιά μας απελευθερώνει
Όταν αγκαλιάζουμε κάποιον, σταματάμε αυτόματα να σκεφτόμαστε οτιδήποτε άλλο: Η ενέργεια της αγκαλιάς μας κατακλύζει, μας αποσυνδέει από τις σκέψεις μας και μας επιτρέπει να επικεντρωθούμε στα συναισθήματά μας. Έχετε παρατηρήσει πως κατά την διάρκεια της αγκαλιάς μπορείτε να ακούσετε τον χτύπο της καρδιάς σας και να εστιάσετε στην αναπνοή σας; Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα και όταν διαλογιζόμαστε ή όταν γελάμε – όλα τα παραπάνω αποτελούν διαδικασίες που μας βοηθούν να αφεθούμε στη στιγμή και να νιώσουμε καλύτερα.

"Μπαρμπούτι" το τυχερό παιχνίδι με ζάρια έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα.

"Μπαρμπούτι" το κλασικό τυχερό παιχνίδι με ζάρια που παίζεται επί αιώνες στον ελληνικό χώρο και το οποίο, από το όνομά του, φαίνεται να έχει οθωμανικές ρίζες.
Βέβαια, τα παιχνίδια με ζάρια δεν ανακαλύφθηκαν τότε, καθώς παίζονταν ήδη στην αρχαία Ελλάδα.
Ο Όμηρος αναφέρει ότι ο Αχαιός ήρωας Παλαμήδης επινόησε τα ζάρια, ώστε οι πολιορκητές της Τροίας να απασχολούνται στον ελεύθερο χρόνο τους. Ο περιηγητής του 2ου αι. μ.Χ. Παυσανίας, μάλιστα, αναφέρει ότι ο μεγάλος ζωγράφος του 5ου αι. π.Χ. Πολύγνωτος είχε απεικονίσει στην Νέκυια, την περίφημη τοιχογραφία του στην Λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς, τον Παλαμήδη με τον συμμαχητή του Θερσίτη και τους δύο Αίαντες (τον Τελαμώνιο και τον Λοκρό) να συνεχίζουν και στον Κάτω Κόσμο το ατέρμονο παιχνίδι τους.

Τα ζάρια (κύβοι) ήταν εξάπλευροι βόλοι με σημειωμένους σε κάθε έδρα αριθμούς από το ένα έως το έξι. Ο κάθε παίκτης τοποθετούσε τα ζάρια σε ένα σκεύος που ονομαζόταν φιμός και, αφού το έσειε, τα έριχνε σε έναν άβακα. Από τον συνδυασμό του αποτελέσματος προέκυπτε η νίκη ή η ήττα στο παιχνίδι. Όπως και σήμερα η καλύτερη ρίψη ήταν οι εξάρες.
Οι κύβοι ήταν αγαπημένο παιχνίδι μικρών και μεγάλων όχι μόνο στην αρχαία Ελλάδα αλλά σε όλους τους πολιτισμούς της Μεσογείου. Κατασκευασμένοι από διάφορα υλικά, όπως πηλό, ελεφαντοστό, οστό και μέταλλο, τους βρίσκουμε συχνά σε τάφους ως κτέρισμα, μαζί με αστραγάλους και πεσσούς, να συντροφεύουν τους νεκρούς στον μεταθανάτιο βίο τους.
Όπως συμβαίνει και σήμερα, η επιτυχία στα τυχερά παιχνίδια είναι άρρηκτα δεμένη με την έκφραση της ενδόμυχης ανάγκης του ανθρώπου για καλή τύχη, πρόγνωση του μέλλοντος και ευόδωση των επιθυμιών του.

Ως προστάτες των κυβευτών, δηλ. των παικτών ζαριών, εθεωρούντο οι θεοί Ερμής και Πάν. Οι Σικελοί και αρχαίοι Έλληνες, ιδίως οι Αθηναίοι, επιδίδονταν με ιδιαίτερη ζέση στην κυβεία, δηλ. στο παίξιμο των ζαριών. Ο Αριστοφάνης, μάλιστα, διακωμώδησε το πάθος των Αθηναίων συμπολιτών του, οι οποίοι ασκούνταν στην κυβεία σε ειδικούς, συνήθως κακόφημους, χώρους, ακόμη και στο ιερό της Αθηνάς Σκιράδος, δίπλα στην Ιερά Οδό, όπου φαίνεται πως χάθηκαν πολλές περιουσίες.

Εξαιρετικά διαδεδομένο ήταν το παιχνίδι αυτό και στην αρχαία Ρώμη και το Βυζάντιο, όπου είχε εξελιχθεί σε κοινωνική μάστιγα και είχε γίνει απόπειρα να καταργηθεί διά νόμου.
Η συνήθεια της πρόγνωσης του μέλλοντος και της αποφασιστικής κρίσης μέσω κύβων, αποτυπώνεται ανάγλυφα σε μία παροιμιώδη ρήση του Ιούλιου Καίσαρα. Ο Ρωμαίος συγγραφέας Σουητώνιος αναφέρει ότι ο στρατηλάτης κατά την κρίσιμη στιγμή της διάβασης του ποταμού Ρουβίκωνα (10 Ιανουαρίου 49 π.Χ.) και της έναρξης της νικηφόρου πορείας και τελικής επίθεσης κατά της δημοκρατικής Ρώμης, αναφώνησε: «alea jacta est» ή «jacta alea est», δηλαδή, «ο κύβος ερρίφθη» (λατ. Alea=κύβος). Συνέπεια της ενέργειας αυτής υπήρξε η ουσιαστική κατάλυση της ρωμαϊκής δημοκρατίας, με τελική κατάληξη την ίδρυση λίγο αργότερα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.


Όπως μας πληροφορεί ο σχετικός με θέματα τζόγου ιστότοπος: kazinokazino.com, το μπαρμπούτι και τα ζάρια ήταν δημοφιλή καθώς ήταν πολύ εύκολο για κάποιον να στήσει μια αυτοσχέδια μπαρμπουτιέρα πάνω σε μια κουβέρτα όπως και πολύ εύκολο ήταν για κάποιον να κουβαλάει δύο ζάρια χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Επειδή κατά καιρούς υπήρξαν διάφορες απαγορεύσεις για τέτοιου είδους τυχερά παιχνίδια όπως το μπαρμπούτι, ήταν πολύ εύκολο αυτά τα παιχνίδια να διεξάγονται παράνομα και όσο εύκολα στήνονταν τόσο εύκολα διαλύοντανι αν υπήρχε ανάγκη.

«Πάντα ο Δίας φέρνει την καλύτερη ζαριά», λέει μία περίφημη φράση του αρχαίου δραματουργού Σοφοκλή, δείχνοντας τις θεϊκές καταβολές του παρεξηγημένου παιχνιδιού, το οποίο ευθύνεται στις μέρες μας για την απώλεια ολόκληρων περιουσιών και την καταστροφή οικογενειών.
Αρχαία ζάρια που βρέθηκαν στο Σούνιο( 580-570 π.Χ)

Σύμφωνα με πολύτιμες πληροφορίες αντλημένες από το http://prkls.blogspot.gr/:

Οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν στο μπαρμπούτι -ζάρια θεϊκή καταγωγή, θεωρώντας το ισάξιο της λογοτεχνίας, των μαθηματικών και της αστρονομίας. Ενδεικτική είναι η ιστοριούλα που σκαρώνει ο Πλάτωνας στον χαρούμενο πλατωνικό διάλογο "Φαίδρος", όπου βάζει τον Σωκράτη να αφηγείται μια ιστοριούλα περί του θεού Θεύθ, η οποία πάνω-κάτω είναι η εξής:

Αυτός ο Θευθ, λέει ο Σωκράτης, γεννήθηκε στη Ναύκρατι της Αιγύπτου.

Για σύμβολό του, είχε ένα πουλί.

Ο Θευθ λοιπόν, μεγάλωσε, πήγε σχολείο, όπου την πέρασε ζωή και κότα, επειδή ακόμα δεν υπήρχαν γράμματα και όταν ενηληκιώθηκε, δεν είχε τι να κάνει και άρχισε να φτιάχνει εφευρέσεις και πατέντες.

Μια μέρα, πήρε παραμάσχαλα τις εφευρέσεις - πατέντες του, που ήταν πολλές ,
αριθμοί, αστρονομία, τάβλι, μπαρμπούτι -ζάρια, και μέσα σε όλα και τη γραφή και τα γράμματα,
και πήγε να τις παρουσιάσει στον Θαμούν-Άμμωνα.

Τις παρουσίασε μία-μία τις πατέντες του στον Θαμούν, και ο Θαμούν τον ρώταγε για κάθε μια
τι χρησιμότητα έχει.

Το εντυπωσιακό είναι το εξής:

Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σωκράτους, ο Θαμούν σκάλωσε όταν είδε τα γράμματα, μη μπορώντας να εννοήσει ποιά χρησιμότητα θα μπορούσαν να έχουν (παρακάτω βλέπουμε πως ουσιαστικά τα γράμματα θα τα θεωρήσει μια σχεδόν άχρηστη εφεύρεση). Δεν συνέβη όμως το ίδιο με "τας κυβείας", δηλαδή με το μπαρμπούτι. Κρίνοντας από τα συμφραζόμενα των λόγων του Σωκράτους, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε πως ο Θαμούν όχι μόνο κατάλαβε αμέσως τα περί μπαρμπουτιού, αλλά επιπλέον θα πρέπει να το θεώρησε μια εξαιρετικά χρήσιμη εφεύρεση. Το σίγουρο είναι ότι όλες οι αντιρρήσεις του Θαμούν περιορίστηκαν στη χρησιμότητα των γραμμάτων και μόνο. Για το μπαρμπούτι -ζάρια δεν αναφέρεται να έγινε η παραμικρή αρνητική κριτική...

Φαίνεται πως το μπαρμπούτι, ως παίγνιον, ήταν αρκετά διαδεδομένο μεταξύ των αρχαίων ημών προγόνων. Βέβαια, ήταν λίγο διαφορετικό από το δικό μας.

Αυτούς που έπαιζαν ζάρια, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι δεν τους έλεγαν τζογαδόρους ή ζαράκηδες, αλλά τους έλεγαν "τρηματίκτες". (πιθανόν από την παραλλαγή κάποιας φράσεως που εμπεριείχε τη λέξη "τρία").

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι έπαιζαν μπαρμπούτι χρησιμοποιώντας τρία ζάρια, και όχι δύο ζάρια όπως εμείς σήμερα. Όπως γίνεται προφανές, εφόσον το παιχνίδι παιζόταν με τρία ζάρια, σαφώς και προφανώς η καλύτερη ζαριά ήταν το 666.

Τη συγκεκριμένη ζαριά, την 666, την αναφέρει και ο Πλάτων στους "Νόμους" του (Νόμοι 12:968)
και βέβαια ήταν ιδανική ζαριά για τον νικητή, αλλά καταστροφική για τον χαμένο.
"Ας κινδυνέψουμε για την πολιτεία! Ας τα παίξουμε όλα για όλα!
Είτε να φέρουμε 666 (και κατά συνέπεια να έχουμε απόλυτη επιτυχία)
είτε να φέρουμε 111 (επομένως να μας φάει το μαύρο σκοτάδι)"
λέει ο φιλόσοφος Πλάτων στους "Νόμους".

Όταν λοιπόν ο Σοφοκλής λέει πως "αεί γαρ εύ πίπτουσιν οι Διός κύβοι", δηλαδή "ο Δίας πάντοτε φέρνει την καλύτερη ζαριά", καλό θα ήταν να ξέρουμε πως η καλύτερη ζαριά εκείνη την εποχή ήταν το "666", οι εξάρες με τρία ζάρια, δηλαδή.

Και εφόσον αυτή ήταν η συνήθης ζαριά του Δία (αλλά και η ιδεώδης παικτική στόχευση κάθε ευδαίμονος τζογαδόρου της αρχαιότητας), ε, επόμενο ήταν να αρχίσει από τους κακορίζικους της μετά Χριστόν εποχής το γνωστό "κυνήγι του 666".

Μήπως δε ζούμε στο 2013 αλλά στο... 1717;

Οι περισσότεροι από εμάς, έχουμε αναρωτηθεί κάποια στιγμή στη ζωή μας, είτε μετά από μια αξέχαστη νύχτα διασκεδάζοντας με τους φίλους μας, είτε μετά από μια συναρπαστική συζήτηση μαζί τους, 

ή ενώ εργαζόμαστε επάνω σε κάτι που μας έχει απορροφήσει: "Πότε πέρασε η ώρα; Ούτε που το κατάλαβα!". Μήπως επειδή όντως ''χάνουμε τον χρόνο'';

Για όσους μάλιστα έζησαν κατά τη διάρκεια των ετών 614 – 911 μ.Χ. θα μπορούσε μάλιστα να μοιάζει η εποχή αυτή σαν… να μην υπήρξε ποτέ… στην πραγματικότητα!

Ξεκινώντας από την 1η Ιανουαρίου του 45 π.Χ. το Ιουλιανό Ημερολόγιο ίσχυσε έως το 1582, όταν ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ διαμόρφωσε το Γρηγοριανό Ημερολόγιο.

Το Γρηγοριανό ημερολόγιο επινοήθηκε γιατί σύμφωνα με το Ιουλιανό, η εαρινή ισημερία μετατοπιζόταν κατά μία μέρα κάθε 128 χρόνια, γεγονός μη επιθυμητό. Έτσι, αντικαταστάθηκε από το Γρηγοριανό, σύμφωνα με το οποίο η εαρινή ισημερία μετατοπίζεται μόλις μία ημέρα κάθε 3.300 χρόνια.

Ο Γερμανός ιστορικός Χέρμπερτ Ίλιγκ εξέφρασε πρώτος το 1991 την άποψη ότι έχουμε "χάσει στο μέτρημα" 297 χρόνια και πως στην πραγματικότητα σήμερα δε ζούμε στο 2013 αλλά στο 1716.

Αυτό το "κενό" προκλήθηκε "είτε κατά λάθος, είτε από παρανόηση εγγράφων, ή από εσκεμμένη παραποίηση". Θα μπορούσε να οφείλεται στην εναλλαγή ημερολογίων κατά τη διάρκεια των αιώνων, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να οδηγηθούν σε λανθασμένους υπολογισμούς.

Ακόμη όμως και μετά το πέρασμα αιώνων, σύμφωνα με τον Ίλιγκ, ο "χαμένος χρόνος" θα έπρεπε να είναι κάποιες ημέρες ή μήνες, και όχι 297 χρόνια!

Ο συνάδελφός του, ιστορικός, Δρ. Χανς Ούρλιχ Νίεμιτζ  υποστήριξε σε μια ερευνητική εργασία το 1995, σε ό,τι αφορά την "υπόθεση του χαμένου χρόνου" (Phantom Time Hypothesis), ότι υπάρχουν αρκετά αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν ότι τα χρόνια 614 – 911 όντως δεν υπήρξαν ποτέ!

Το παρεκκλήσι του Άαχεν, που πιστεύεται ότι χτίστηκε το 800 μ.Χ. παρουσιάζει αρχιτεκτονικές ομοιότητες με παρεκκλήσια που κατασκευάστηκαν 200 χρόνια μετά.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής η Βυζαντινή Αυτοκρατορία πέρασε από τεράστιες μεταρρυθμίσεις, "όμως δεν υπάρχουν καθόλου ιστορικές πηγές για τις υποτιθέμενες μεταρρυθμίσεις εκείνης της περιόδου".

Ο Νίεμιτζ χρησιμοποιεί ακόμη ως αποδεικτικά στοιχεία την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων για την ευρεία επέκτασης της θρησκείας του Ισλάμ σε όλη την Περσία και την Ευρώπη και την αδράνεια του Εβραϊκού λαού κατά τη διάρκεια μιας εποχής μεγάλης αναταραχής.

"Ενώνοντας όλα αυτά τα σημεία" υποστήριζε ο ίδιος, "γίνεται ξεκάθαρο ότι από την ιστορία πολλών πολιτισμών λείπουν 297 χρόνια"

"Ποιος, πότε, πώς και γιατί –διερωτάται στο τέλος της εργασίας του- παραποίησε την ιστορία, προσθέτοντάς της σχεδόν 300 χρόνια;"

Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η Καθολική Εκκλησία παραποιούσε συνεχώς έγγραφα, για να διατηρεί τη "θεολογία της και να προσθέτει αξιοπιστία στη θρησκεία, παρουσιάζοντας έθιμα/λείψανα/διατάγματα ως παλαιότερης εποχής", κάτι που σύμφωνα με τον Nίεμιτζ "είναι γνωστό σε όλους τους ιστορικούς κύκλους".

Μία άλλη θεωρία επικεντρώνεται γύρω από το Γερμανό Αυτοκράτορα, Όθωνα Γ΄, και την επιθυμία του η βασιλεία του να συμπέσει με το έτος 1.000 μ.Χ. Προκειμένου να το πετύχει, παραποίησε τα… χρόνια.

Ο Niemitz υποθέτει ακόμη (με τη βοήθεια του βυζαντινολόγου Πήτερ Σράινερ) ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ έβαλε να ξαναγραφεί η ιστορία του Βυζαντίου και διέταξε στους "μεταγραφείς" να καταστρέψουν τα αρχικά αρχεία.

''Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε γιατί ήθελε να το κάνει αυτό ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Ζ΄. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η πράξη αυτή της επαναγραφής και παραποίησης είχε συμβεί. Και αν μπορούσε να συμβεί στο Βυζάντιο, θα μπορούσε να έχει ξανασυμβεί οποιαδήποτε άλλη στιγμή" καταλήγει ο Νίεμιτζ.

Όλα τα στοιχεία που παραθέτουν τόσο ο Νίεμιτζ  όσο και ο Ίλιγκ,, είναι περιστασιακά και βασίζονται στον κανόνα «αν κανείς δεν έχει δει τις αποδείξεις ότι δεν υπάρχει, τότε θα μπορούσε να έχει υπάρξει».

Φαίνεται λοιπόν ότι ο «χαμένος χρόνος»… δεν πήγε πουθενά!

Ευτυχισμένο το 2014... ή μήπως το 1717;