Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - Περὶ ποιητικῆς 9, 1451a36-1451b32

φιλοσοφώτερον ποίησις ἱστορίας

Το Περὶ ποιητικῆς του Αριστοτέλη, έργο γραμμένο κατά τη "δεύτερη αθηναϊκή περίοδο" του φιλοσόφου (335-323 π.Χ.), αποτελεί αναμφισβήτητα το σημαντικότερο έργο θεωρίας της λογοτεχνίας της αρχαιότητας. Όπως όλα τα σωζόμενα συγγράμματα του Αριστοτέλη, δεν προοριζόταν από τον ίδιο για δημοσίευση, αλλά είχε χαρακτήρα σημειώσεων που θα υποστήριζαν την προφορική του διδασκαλία (για τα έργα αυτής της κατηγορίας χρησιμοποιείται συνήθως ο όρος ἀκροαματικά).Από τα δύο βιβλία που πιθανότατα αποτελούσαν αρχικά το έργο, έχει σωθεί το πρώτο βιβλίο που πραγματεύεται την τραγωδία και το έπος, όχι όμως το δεύτερο που ήταν αφιερωμένο στην κωμωδία. Στα πρώτα πέντε κεφάλαια του έργου εξετάζεται αδρομερώς η έννοια της ποίησης και η σημασία της μίμησης σ᾽ αυτήν (με τον όρο εννοείται όχι η πιστή αντιγραφή της πραγματικότητας αλλά η δημιουργική αναπαράσταση με καλλιτεχνικά μέσα πραγματικών ή δυνατών γεγονότων, καταστάσεων ή αντικειμένων). Ύστερα από το γενικό μέρος ακολουθεί η πραγμάτευση της τραγωδίας. Από τον ορισμό της τραγωδίας και των συστατικών της αναδεικνύεται ως σημαντικότερο στοιχείο ο μύθος, δηλαδή η πλοκή των γεγονότων. Ο μύθος πρέπει, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, να αποτελεί όλον με το απαραίτητο μέγεθος και με οργανική ενότητα. Με αφορμή την έννοια της εσωτερικής ενότητας, ο Αριστοτέλης εξετάζει συγκριτικά στο περίφημο κεφ. 9 την ποίηση και την ιστορία. Σύμφωνα με την άποψη που διατυπώνει στο ανθολογούμενο απόσπασμα, η ποίηση είναι "φιλοσοφικότερη" από την ιστορία, γιατί ασχολείται με πράγματα που έχουν γενική ισχύ, με τα καθόλου, όχι με τα συγκεκριμένα γεγονότα. Για τους αρχαίους όμως -συνεπώς και για τον Αριστοτέλη- ο μύθος αποτελεί ένα πρωιμότερο στάδιο της ιστορίας, που περιλαμβάνει εξίσου πραγματικά γεγονότα με τα μεταγενέστερα στάδια. Ο Αριστοτέλης προσπαθεί στη συνέχεια να άρει τη (φαινομενική) αντίφαση που δημιουργείται μεταξύ της δήλωσης ότι η ποίηση έχει ως θέμα της τα καθόλου και του γεγονότος ότι πραγματεύεται κατά κανόνα μυθικά (= ιστορικά) θέματα. Παραθέτει τρία επιχειρήματα για να στηρίξει την καθολικότητα της ποίησης: (α) Οι παραδεδομένοι μύθοι χρησιμοποιούνται γιατί είναι πιστευτοί. (β) Σε μερικές τραγωδίες είναι τα πιο πολλά ονόματα επινοημένα, ενώ υπάρχουν και άλλες, στις οποίες είναι όλα επινοημένα. (γ) Από το σύνολο του μυθικού υλικού ο ποιητής επιλέγει -αυτό άλλωστε τον καθιστά κατ᾽ ουσίαν ποιητή- εκείνο που ανταποκρίνεται στους κανόνες της πιθανοφάνειας και έχει καθολικότερο χαρακτήρα.

 Περὶ ποιητικῆς 9, 1451a36-1451b32

[1451a36-38] φανερὸν δὲ ἐκ τῶν εἰρημένων καὶ ὅτι οὐ τὸ τὰ γενόμενα λέγειν, τοῦτο ποιητοῦ ἔργον ἐστίν, ἀλλ᾽ οἷα ἂν γένοιτο καὶ τὰ δυνατὰ κατὰ τὸ εἰκὸς ἢ τὸ ἀναγκαῖον. [1451b1-4] ὁ γὰρ ἱστορικὸς καὶ ὁ ποιητὴς οὐ τῷ ἢ ἔμμετρα λέγειν ἢ ἄμετρα διαφέρουσιν (εἴη γὰρ ἂν τὰ Ἡροδότου εἰς μέτρα τεθῆναι καὶ οὐδὲν ἧττον ἂν εἴη ἱστορία τις μετὰ μέτρου ἢ ἄνευ μέτρων)· ἀλλὰ τούτῳ διαφέρει, τῷ τὸν μὲν τὰ γενόμενα λέγειν, τὸν δὲ οἷα ἂν γένοιτο. διὸ καὶ φιλοσοφώτερον καὶ [1451b5-9] σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν· ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ᾽ ἱστορία τὰ καθ᾽ ἕκαστον λέγει. ἔστιν δὲ καθόλου μέν, τῷ ποίῳ τὰ ποῖα ἄττα συμβαίνει λέγειν ἢ πράττειν κατὰ τὸ εἰκὸς ἢ τὸ ἀναγκαῖον, οὗ στοχάζεται ἡ ποίησις ὀνόματα ἐπιτιθεμένη· τὸ δὲ καθ᾽ ἕκαστον, [1451b10-14] τί Ἀλκιβιάδης ἔπραξεν ἢ τί ἔπαθεν. ἐπὶ μὲν οὖν τῆς κωμῳδίας ἤδη τοῦτο δῆλον γέγονεν· συστήσαντες γὰρ τὸν μῦθον διὰ τῶν εἰκότων οὕτω τὰ τυχόντα ὀνόματα ὑποτιθέασιν, καὶ οὐχ ὥσπερ οἱ ἰαμβοποιοὶ περὶ τὸν καθ᾽ ἕκαστον ποιοῦσιν. [1451b15-19] ἐπὶ δὲ τῆς τραγῳδίας τῶν γενομένων ὀνομάτων ἀντέχονται. αἴτιον δ᾽ ὅτι πιθανόν ἐστι τὸ δυνατόν· τὰ μὲν οὖν μὴ γενόμενα οὔπω πιστεύομεν εἶναι δυνατά, τὰ δὲ γενόμενα φανερὸν ὅτι δυνατά· οὐ γὰρ ἂν ἐγένετο, εἰ ἦν ἀδύνατα. οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐν ταῖς τραγῳδίαις ἐν ἐνίαις μὲν ἓν ἢ δύο τῶν γνωρίμων ἐστὶν ὀνομάτων, τὰ δὲ ἄλλα πεποιημένα, [1451b20-24] ἐν ἐνίαις δὲ οὐθέν, οἷον ἐν τῷ Ἀγάθωνος Ἀνθεῖ· ὁμοίως γὰρ ἐν τούτῳ τά τε πράγματα καὶ τὰ ὀνόματα πεποίηται, καὶ οὐδὲν ἧττον εὐφραίνει. ὥστ᾽ οὐ πάντως εἶναι ζητητέον τῶν παραδεδομένων μύθων, περὶ οὓς αἱ τραγῳδίαι εἰσίν, ἀντέχεσθαι. [1451b25-29] καὶ γὰρ γελοῖον τοῦτο ζητεῖν, ἐπεὶ καὶ τὰ γνώριμα ὀλίγοις γνώριμά ἐστιν, ἀλλ᾽ ὅμως εὐφραίνει πάντας. δῆλον οὖν ἐκ τούτων ὅτι τὸν ποιητὴν μᾶλλον τῶν μύθων εἶναι δεῖ ποιητὴν ἢ τῶν μέτρων, ὅσῳ ποιητὴς κατὰ τὴν μίμησίν ἐστιν, μιμεῖται δὲ τὰς πράξεις. κἂν ἄρα συμβῇ γενόμενα ποιεῖν, [1451b30-32] οὐθὲν ἧττον ποιητής ἐστι· τῶν γὰρ γενομένων ἔνια οὐδὲν κωλύει τοιαῦτα εἶναι οἷα ἂν εἰκὸς γενέσθαι {καὶ δυνατὰ γενέσθαι}, καθ᾽ ὃ ἐκεῖνος αὐτῶν ποιητής ἐστιν.

***
[1451a36] Από όσα έχουν λεχθεί προκύπτει επίσης σαφώς ότι έργο του ποιητή δεν είναι να παρουσιάζει τα πραγματικά γεγονότα, αλλά αυτά που θα μπορούσαν να συμβούν, δηλαδή τα δυνατά σύμφωνα με τους κανόνες της πιθανοφάνειας ή της αναγκαιότητας. [1451b] Ο ιστορικός και ο ποιητής δεν διαφοροποιούνται κατά το ότι γράφουν έμμετρα ή χωρίς μέτρο (το έργο του Ηροδότου θα μπορούσε να στιχουργηθεί, αλλά και με μέτρο δεν θα ήταν λιγότερο ιστορία από ό,τι χωρίς το μέτρο)· η διαφορά τους είναι η εξής: ο ένας παρουσιάζει αυτά που έγιναν, ο άλλος αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν. [5] Συνεπώς η ποίηση είναι και φιλοσοφικότερη και σπουδαιότερη από την ιστοριογραφία. Γιατί η ποίηση έχει ως θέμα της πιο πολύ τα καθόλου, ενώ η ιστοριογραφία τα καθ᾽ έκαστον. Το καθόλου έγκειται στο ότι σ᾽ έναν τύπο ανθρώπου προσιδιάζει να λέει ή να πράττει σύμφωνα με την πιθανοφάνεια και την αναγκαιότητα κάποιου είδους πράγματα. Σε αυτό ακριβώς αποβλέπει η ποίηση, έστω και αν δίνει κύρια ονόματα στα πρόσωπα. [10] Το καθ᾽ έκαστον έγκειται, για παράδειγμα, στο τι έκανε ή τι έπαθε ο Αλκιβιάδης.
Στην κωμωδία αυτό έχει γίνει στις μέρες μας ήδη σαφές: οι ποιητές συνθέτουν πρώτα την πλοκή στηριζόμενοι στους κανόνες της πιθανοφάνειας και κατόπιν δίνουν στα πρόσωπα τυχαία ονόματα -όχι όπως οι ιαμβογράφοι, που συνθέτουν ποιήματα για συγκεκριμένα πρόσωπα. [15] Στην τραγωδία ωστόσο οι ποιητές διατηρούν τα παραδεδομένα ονόματα των προσώπων. Η αιτία έγκειται στο ότι πιστευτό είναι αυτό που είναι δυνατό· αυτά όμως που δεν έχουν πραγματικά συμβεί δεν πιστεύουμε εύκολα ότι είναι δυνατά, ενώ αντιθέτως όσα έχουν συμβεί είναι προφανές ότι είναι δυνατά (γιατί δεν θα είχαν συμβεί, εάν ήταν αδύνατα). Εντούτοις και μεταξύ των τραγωδιών υπάρχουν μερικές που διατηρούν ένα ή δύο γνωστά ονόματα, ενώ τα υπόλοιπα είναι επινοημένα· [20] σε μερικές μάλιστα ούτε ένα όνομα δεν είναι γνωστό, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στον Ανθέα του Αγάθωνα.1 Στο έργο αυτό είναι επινοημένη τόσο η υπόθεση όσο και τα ονόματα, και παρ᾽ όλα αυτά δεν προσφέρει μικρότερη ευχαρίστηση. Κατά συνέπεια δεν πρέπει να επιδιώκει κανείς πάση θυσία να μένει προσκολλημένος στους παραδεδομένους μύθους, από τους οποίους αντλούν το υλικό τους οι τραγωδίες. [25] Μια τέτοια επιδίωξη θα ήταν μάλιστα αστεία, αφού και οι γνωστοί μύθοι είναι μόνο σε λίγους γνωστοί, και παρ᾽ όλα αυτά προσφέρουν ευχαρίστηση σε όλους.
Από τα παραπάνω καθίσταται λοιπόν σαφές ότι ο ποιητής πρέπει να είναι περισσότερο ποιητής μύθων παρά στίχων, στο βαθμό που είναι ποιητής επειδή μιμείται και αντικείμενο της μίμησής του αποτελούν οι πράξεις. Ακόμη λοιπόν και αν ασχολείται στην ποίησή του με πραγματικά γεγονότα, δεν είναι λιγότερο ποιητής. [30] Διότι τίποτα δεν εμποδίζει κάποια από αυτά τα γεγονότα να συνάδουν προς το πιθανόν. Και βάσει αυτού του χαρακτηριστικού ο ποιητής τα επιλέγει για να τα πραγματευθεί.
-------------------
1 Ο Αγάθων ήταν σημαντικός τραγικός ποιητής, λίγο νεότερος του Ευριπίδη. Για την τραγωδία του Ἀνθεύς δεν γνωρίζουμε τίποτα πέρα από τη συγκεκριμένη αναφορά του Αριστοτέλη.

Ο πόνος του κόσμου

psychologyΗ έκφραση «ο πόνος του κόσμου» αναφέρεται στο περιεχόμενο των οντολογικών κατηγοριών. Έχουμε σαν δεδομένη την υπόθεση ότι ο κόσμος, μέσα στον οποίο ζούμε, προσδιορίζεται από μια ρυθμιστική τάξη, που προκαλεί τη συναισθηματική εξέγερση και τη διανοητική απορία του ανθρώπου. Η κοσμική αυτή υφή, στον τρόπο που προσκρούει στην καταφατική προθυμία του ανθρωπίνου όντος, ονομάζεται κακό. Η ανθρώπινη προσπάθεια, στον τρόπο που αναμετριέται με το κακό του κόσμου και αγωνίζεται να πετύχει την υπερκέρασή του –αν αυτό είναι κατορθωτό- γίνεται πόνος. Από την άποψη αυτή ο «πόνος του κόσμου» είναι η εκφραστική σύμφυρση του πικρού κόσμου και του άθλιου ανθρώπου.

Η ελεγεία με την αποτύπωση του πόνου του κόσμου στο έλυτρο της ανθρώπινης ψυχής κατασημαίνει τη μεταστοιχείωση του κοσμικού γεγονότος σε ανθρώπινη εμβίωση. Το υποθετικό σημείο του γαληνού τέρματος, με την έννοια της χρονικής απαρχής, στο οποίο έχει συμφιλιωθεί ο άνθρωπος με τον κόσμο στο σύνολο δομικό του περιεχόμενο (Weltstruktur) και τον έχει αναγνωρίσει αταλάντευτα, ορίζει την υπέρβαση, το ηθικό τέλος.

Σύμφωνα με το αδρό αυτό οριστικό διάγραμμα ο πόνος του κόσμου εκφράζει το γεγονός της εναγώνιας προσπάθειας να συσχετισθεί ο άνθρωπος με τον κόσμο χωρίς την αναίρεση του γνωστικού σχίσματος, που οδήγησε σ’ αυτή την οργανική αποκοπή. Έκπτωτος καθώς είναι ο άνθρωπος στον αγκαθερό τόπο της γνώσης, ζητεί ν’ αποκαταστήσει την αρχική του ενότητα. Ο πόνος του κόσμου πηγάζει από την αναρρίπιση της νοσταλγίας για την αρχέγονη κατάσταση κάτω από το οδυνηρό φώς της γνωστικής συνείδησης, που χωρίς αυτή το κακό δεν θα γινόταν πόνος. Ο πόνος του κόσμου υπάρχει μόνο στην ανθρώπινη υπόσταση και τη ριγηλή παράσταση, που συμβολίζει την αρχική του εμφάνιση, την έχουμε μέσα στο μυθολογικό γέρμα του πρώτου μελαγχολικού δειλινού.

Θεωρημένος απο αυτή τη σκοπιά ο πόνος του κόσμου δεν είναι απλώς η δηλωτική μορφή μιας μεμονωμένης ευαίσθητης δεκτικότητας, που καταποντίστηκε στην υδρόχαρη αβουλία της συναισθηματικής υπερπλασίας. Οσάκις πηγάζει από τέτοια αιτία, πρόκειται αναντίρρητα για κατάσταση παθολογική. Διαστέλλοντας τον πόνο του κόσμου σε κοσμικό και εγωιστικό, είναι αυτονόητο οτι μας απασχολεί μόνο ο πρώτος. Ο πόνος αυτός ημπορεί να προβάλλει με τη στιγμιαία έκφραση συλλογικών συμπτώσεων σαν το κατασκεύασμα της Βαβέλ, τους κήπους της Σεράμιδος στη Βαβυλώνα ή τα κυκλώπεια μεγέθη των ελληνικών μύθων. Σαν ξέχωρη κίνηση στην λογοτεχνική ροή του νεώτερου αιώνα, παρουσιάζεται στην περίοδο «της ορμής και της θύελλας» (Sturm und Drang) και του ρομαντισμού στη Γερμανία ή τη βυρωνική εποχή στην Αγγλία. Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για εντονώτερη και χτυπητή εκδήλωση κάτω από τα αναφυλλητά ή το οργίλο ύφος της απελπισίας. Πολύ περισσότερο όμως ο πόνος του κόσμου διαπερνά τον άνθρωπο σαν υπόγειο ποτάμι συνειδητά ή ανεπίγνωστα σε κάθε ώρα και σε κάθε φάση της ζωής του. Το κακό με την πληθυντική του γονιμότητα προβάλλει με σαλέματα πολυκέφαλης έρπουσας ύδρας και μεταστοιχειώνεται στην ασύλληπτη ενεργητικότητα ενός αέναου πρωτεϊσμού.

Η σήμανση του πόνου στη φύση έχει αντικειμενική χροιά, γιατί το κακό στέκεται έξω από τον οντολογικό ορίζοντα. Ο χειμώνας, που τον φέρνουν σταθερά οι ώρες, εκτελεί το χρέος της φθοράς με την ακολουθία δρεπανηφόρων αρμάτων. Η ευκρασία του αέρα, η θαλερή χλωρίδα και το ζωϊκό βασίλειο εκτίθενται στο στροβιλισμό των πνοών ενός τεράστιου φονικού ριπιδίου. Ο θάνατος ακαταμάχητος και αργός συνωθεί στον άπληστο κόλπο του όλες τις μορφές της ζωής. Με το ίδιο εύρος μετώπου παρουσιάζεται η ανάγκη του κακού στον αγώνα για την επιβίωση των όντων. Εάν απουσιάζει από το φυσικό πεδίο η κατανόηση και το κακό δεν μεταπίπτει στο ερμηνευτικό σχήμα του πόνου, η ουσία του πόνου δεν αλλάζει. Η γενική βιολογική διάθεση του ζώου, που σπαράζεται, είναι διαφορετική απο εκείνη του ζώου, που κατασπαράζει. Στον άνθρωπο εξ’ αιτίας της γνωστικής του ιδιαιτερότητας, ο τυφλός και ασύνειδος πόνος της φύσης είναι ξέχωρα διαφωτιστικός, γιατί παραπέμπει στην ερμητική (ερημητική) απομόνωσή του μέσα στο οντικό περιβάλλον και στη βεβαιότητα ότι το κύρος του πόνου είναι απολέμητο, αφού η πηγή του ανιχνεύεται στα αδιατάρακτα βάθη του κόσμου (malum physicum).

Ήδη τη γέννηση του ανθρώπου συνοδεύει ο σπασμός των ωδίνων, που αθροίζει τη σωματική αμηχανία και τον ψυχικό τάραχο της μητέρας. Και το κλάμα του νιογέννητου, σαν η πρώτη αντίδραση στην επαφή του με τον κόσμο, παραπέμπει στην συμβολική πληροφορία ότι ο πόνος προορίσθηκε να στέκεται ο δια βίου συνοδός και παραστάτης του ανθρώπου. Επίσης, την κραταιή και αναπαλλοτρίωτη σιωπή του νεκρού συνοδεύει σαν τελευταία έκφραση του δεσμού του με την ζωή ο αποχαιρετιστήριος θρήνος, το μοιρολόι των ζωντανών. Ο πόνος στα δυο αυτά έσχατα βιολογικά σήμαντρα, που ανοίγουν και κλείνουν την πύλη της ζωής, διαφωτίζει τη σχέση του ανθρώπου με τη μεταφυσική του προέκταση (ante et post). Η κατάσταση του ανθρώπου, που την ορίζει η οντολογική διάκριση η στηριζόμενη στο γνώρισμά του για γνωστική κατανόηση του Είναι, ημπορεί να παραβληθεί με παλίνδρομη απορροή από τον πόνο στον πόνο. Το φιλόσοφο, όχι μόνο δεν παραπέμπει στο σοφό, αλλά εκφράζει την οδυνηρή ανάλωση μεταξύ του γνωστού, που δεν ικανοποιεί, και του αγνώστου, που αυξάνει τόσο πιό πολύ , όσο πιό πολύ αναζητείται. Το εωσφορικό συναίσθημα της παντογνωσίας, που προβάλλει στιγμιαία, ελέγχεται αυστηρά από τη σωφροσύνη του ανθρώπου, η οποία αποκλείει την είσοδό του στην περιοχή της απόλυτης αλήθειας. Ο άνθρωπος δεν επροικίσθηκε με τον intellectus infinitus.

Εντονώτερα αισθητή και περισσότερο πλούσια εμφανίζεται η πολυχρωμία του πόνου στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Ο ηθικός κόσμος είναι ανθρώπινη καθαρά δημιουργία, που η αρχή της διαλύεται στο μακρυνό σύθαμπο της ιστορικής αμφιλύκης. Η γενετική αιτία του ηθικού κόσμου είναι σύδετη με τις συμβιωτικές παρενέργειες. Ο σκοπός του ηθικού κόσμου κατατείνει στην αντίκρουση της κοινωνικής έχθρας, κατά τον τρόπο που την έχθρα της φύσης προς τα άλλα ζώα την αντιμετωπίζει η διαδικασία της «βιολογικής διαλεκτικής». Οι έννοιες του δικαίου και της αρετής πλαστουργούν αυτόν τον αγλαόμορφο σκοπό, ανάλογα με το βαθμό που αναγνωρίζονται από τον άνθρωπο και παρακολουθείται η λειτουργία τους στο ιερό του οντολογικού του οίκου. Εάν την τάξη στη φύση την οικονομεί η μηχανική νομοτέλεια, η αρμονία του ηθικού κόσμου εξαρτιέται από την αποκλειστική προϋπόθεση της ελευθερίας. Η άγνοια ή η συνειδητή ασέβεια του ανθρώπου απέναντι στην ελευθερία απαγορεύει την ηθική αρμονία και καταφάσκει την ιστορική ταραχή. Η ιστορική ταραχή είναι το κάτοπτρο του στείρου και μηδενιστικού πόνου, αντίθετα προς τη δημιουργική και οιστρήλατη οδύνη, που συνοδεύει την ανύψωση του ανθρώπου στον αξιολογικό χώρο της ελευθερίας και της ευδαιμονίας. Και οι δύο μορφές του πόνου, η πρώτη ποσοτικά κατακλυσμιαία και η δεύτερη ποιοτικά θεοφόρητη, μας δίνουν την παράστασή του μέσα στο τόξο του ηθικού φάσματος (malum morale).

Η σύντομη αυτή σκιαγράφηση του πόνου, που διατρέχει τον ορίζοντα της φυσικής, της μετα-φυσικής και της ιστορίας, δίνει το μέτρο της δεσποτείας του επάνω στον κόσμο. Η απειρότητα των μορφών, μέσα στις οποίες αναπηδά και βυθίζεται, μεταμοσχεύει και ξανανθίζει, είναι σημαντική των ιμπεριαλιστικών του ορίων. Η ηχητική πανδαισία του έχει μετατρέψει το σύμπαν στο μέγα του λάλητρο. Και το αρχετυπό του φυλάσσεται στην εικόνα των βασάνων και του μαρτυρίου των ίδιων των θεών. Η ταύτιση του Οσίριδος και του Διονύσου απηχεί την πράξη της κοινής κατακρεούργησης μέσα σε μια αδελφική συνοδεία, που εφορεύεται από την ανάγκη της ανανέωσης. Η ίδια αναστάσιμη ανάγκη παρουσιάζει εντονώτερα τον ανθρωπολογικό χαρακτήρα της στο δράμα του Ιησού. Εδώ ο πόνος περικλείει φανερά και την ανθρώπινη συμμετοχή και εξωθείται στην ανώτατη έκφραση. Η σκηνή της αγωνίας, που μεταβάλλει τον ιδρώτα του μετώπου σε αίμα στον κήπο της εγακτάλειψης, έκλεισε τελειωτικά το κεφάλαιο κάθε νέας θρησκευτικής απόπειρας, να περιγραψει πιστότερα την ανάλογη οριακή κατάσταση.

Δ.Λιαντίνης - Έξυπνον Ενύπνιον - Οι Ελεγείες του Duino του Rilke

Η στιγμή της απόσυρσης

Απομακρύνομαι για να μείνω λίγο με τον εαυτό μου ή για να πάω πάλι από την αρχή.

Ας πάρουμε ένα κλασικό παράδειγμα: τον ζωγράφο με τον πίνακά του.

Ο ζωγράφος στέκεται λίγα λεπτά μπροστά στο τελάρο πριν ακόμη αρχίσει να ζωγραφίζει. Αισθάνεται την πρόκληση που τον δημιουργεί η λευκότητα του τελάρου. Αντιλαμβάνεται το κενό που έχει απέναντι του και νιώθει την ευθύνη ότι κάτι πρέπει να κάνει μ’ αυτό που υπάρχει εκεί μπροστά στα μάτια του. Ο καλλιτέχνης δέχεται, σαν να μη μπορεί να κάνει αλλιώς, έναν καταιγισμό συναισθημάτων. Αρχίζει να αισθάνεται διάφορα πράγματα μπροστά σ’ αυτό το λευκό τελάρο, μαζί με την επιθυμία να ζωγραφίσει. Και τότε, κάνει μια κίνηση. Αρπάζει ένα πινέλο, λίγη μπογιά και μια σπάτουλα, πλησιάζει το τελάρο και ζωγραφίζει κάτι. Αυτό αποτελεί τη μετουσίωση του συναισθήματος που ένιωθε.

Αφού βάλει μερικές πινελιές, ο ζωγράφος σταματάει. Κάνει δυο-τρία βήματα πίσω και κοιτάζει.

Αυτή είναι η στιγμή που ονομάσαμε «της απόσυρσης».

Όταν πηγαίνει λίγο πίσω και κοιτάζει, συνειδητοποιεί και αντιλαμβάνεται αυτό που βλέπει, και αποκτά συναίσθηση του τι έχει βάλει στον πίνακά του. Λίγα μόλις δευτερόλεπτα ή λεπτά μετά, έχει συνείδηση του έργου τον και αισθάνεται ξανά να τον πλημμυρίζουν συναισθήματα, έχει ξανά συναίσθηση αυτού που βλέπει, και νιώθει ξανά ότι κάτι πρέπει να κάνει. Η αίσθηση αυτή μετατρέπεται πάλι σε ενέργεια. Ο καλλιτέχνης πλησιάζει το πινέλο και την παλέτα. Ζωγραφίζει για κάποιο διάστημα, πριν κάνει πάλι λίγα βήματα πίσω για ένα νέο ξεκίνημα του κύκλου.

Η ζωή μας ολόκληρη σημαδεύεται από τέτοιες στιγμές. Ενώ είμαστε μόνοι μας και σε απόσταση από αυτό που συμβαίνει, ανακαλύπτουμε αισθήματα και νιώθουμε να διακινούνται μέσα μας συναισθήματα τα οποία, όπως είπαμε παραπάνω, μπορεί να γίνουν ενέργεια στην υπηρεσία αυτού που θα ακολουθήσει.

Όταν καταφέρνω να μετατρέπω τα συναισθήματά μου σε μιαν ανάλογη ενέργεια, τότε η πράξη αυτή με φέρνει σε επαφή με «το πράγμα». Το ζω, λειτουργώ μέσα σ’ αυτό και, σ’ έναν μικρό ή μεγάλο βαθμό, το αλλάζω.

Αν με την παρέμβασή μου εξαντληθεί ή αλλάξει η κατάσταση (ή όταν εμένα με κουράσει το βίωμα), αποσύρομαι ξανά — όχι όμως με την έννοια ότι φεύγω, αλλά ότι ακόμη μια φορά ξαναρχίζω.

Γιατί Όσα Φοβόμαστε Είναι Εκείνα που Επιθυμούμε πιο Πολύ;

Επαναπαυμένοι στην επιστράτευση της Λογικής, μεταφράζουμε -ή μάλλον ονοματοθετούμε- με δικά μας κριτήρια, τα οποία τείνουν να θεμελιωθούν λόγω μαζικής αποπροσανατολισμένης αποδοχής, βασικές συναισθηματικές καταστάσεις, με στρουθοκαμηλίστικη επιτυχία.

Μία από αυτές, είναι ο φόβος. Γιατί όταν αισθανόμαστε φόβο, πιστεύουμε πως ήρθε η ώρα να αποφύγουμε μια κατάσταση ή να φύγουμε από κάποιον άνθρωπο, κινούμενοι σε τροχιές αδιαφορίας;

Γιατί απομακρυνόμαστε από αυτό που θέλουμε να μας πλησιάσει;

Κατά τον Benjamin Franklin, είναι τόσο βολικό να είμαστε λογικά όντα, από τη στιγμή που μπορεί κανείς να βρει ή να κατασκευάσει ένα λόγο για οτιδήποτε έχει στο νου του.

Επειδή, ακριβώς, δε γνωρίζουμε πως να προσεγγίσουμε κάτι που έχει εισχωρήσει στο ενδότερο στόχαστρο του ενδιαφέροντός μας και υπολογίζουμε με ασυνείδητη μαθηματική ακρίβεια, το πόνο και την απογοήτευση που θα μας προκαλέσει η πιθανή μη απόκτηση-κατάκτησή του, επιστρατεύουμε μια από τις πιο διαδεδομένες δευτερογενείς αμυντικές διεργασίες που σχετίζονται με την εσωτερική οριοθέτηση του ψυχικού οργάνου, δηλαδή την εκλογίκευση.

Διακατεχόμαστε από μία έντονη αλεξιθυμία που μας βραχυκυκλώνει και δε μας επιτρέπει να αποδεχτούμε αυτό, που πιθανώς, αισθανόμαστε σε επίπεδο βιοσωματικής ευαισθησίας και αποφεύγουμε νοητικά, βάσει σχεδίου, κάθε πιθανό δυσάρεστο συναίσθημα, ώστε να διατηρήσουμε τον τίτλο του γνώστη ελέγχου των συναισθημάτων.

Χτίζουμε ένα αδιαπέραστο τοίχος και κλεινόμαστε στο γυάλινο πύργο μιας παράλογης λογικής που απαγορεύει κάθε ενέργεια έκφρασης, με φόβο μην εκτεθούμε και θα παραμείνουμε εκεί, μέχρι η αδράνεια να αποτελέσει τη λιγότερο βολική επιλογή.

Όταν φτάσουμε σε αυτό το σημείο, νιώθουμε ότι πρέπει να κινητοποιηθούμε, λεκτικά ή πρακτικά και να είμαστε ειλικρινείς με ό,τι είμαστε και πιστεύουμε εκείνη τη στιγμή. Ακόμα κι αν δε μπορούμε να κατονομάσουμε τι είναι αυτό που μας προκαλεί δυσφορία και μας αφήνει μια γλυκόπικρη επίγευση στο τέλος της ημέρας, γνωρίζουμε ότι αν ξεπεράσουμε το φόβο αναγνώρισής του, θα μπορέσουμε να το αντιστρέψουμε και να φέρουμε τη κατάσταση στα δικά μας μέτρα.

Όσο αγνοούμε το κακό που μας κάνει η απραξία στα καλέσματά του, τόσο πιο πολύ θα ζούμε σε ένα κίβδηλο φαντασιακό κόσμο που ο φόβος είναι απλά ένα κατασκεύασμα του νου μας. Έτσι, τείνουμε να ξεχάσουμε το αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας και την αρχική θέση που θέλαμε να πάρουμε απέναντί του, φτάνοντας μέχρι και σε σημείο να αποφασίσουμε αναδρομικά ότι τελικά δε το επιθυμούσαμε και τόσο πολύ.

Όσα μας τρομάζουν είναι εκείνα που επιθυμούμε περισσότερο από κάθε τι. Είναι όσα θέλουμε να κάνουμε και να μάθουμε, αλλά φοβόμαστε μήπως τα οικειοποιηθούμε, αλλάξει η σύσταση του χαρακτήρα μας και φανερωθεί ένας λιγότερο σκληρός εαυτός.

Ό,τι δε σε σκοτώνει, πράγματι, σε κάνει πιο δυνατό. Γι’ αυτό πρέπει να τολμάμε παραπάνω από όσα νομίζουμε ότι μπορούμε να αντέξουμε και να μην αφήνουμε στη πρώτη γραμμή μάχης το φόβο, πιστεύοντας ότι θα μας προστατέψει καθοδηγώντας μας σε σωστά μονοπάτια.

Ακόμα κι αν χάσουμε, θα ξέρουμε ότι προσπαθήσαμε. Αν δε προσπαθήσουμε, δε θα μάθουμε ποτέ αν μπορούσαμε να έχουμε νικήσει.

Αν φοβηθούμε να αφήσουμε τη μονοτονία της ομοιοστατικής ζωής μας και να αναλάβουμε την ευθύνη των επιτακτικών μας θέλω, είμαστε καταδικασμένοι να πορευόμαστε με ένα δυνητικό “Αν”, το οποίο δε θα συναντήσουμε ποτέ.

Το ερώτημα είναι: Τι είναι, τελικά, πιο τρομακτικό και θανάσιμο; Να ζούμε ξεπερνώντας τους φόβους μας ή μια χλιαρή ζωή γεμάτη σίγουρες εκβάσεις;

Γιατί οι άντρες «κλείνονται»

Οι περισσότεροι άντρες αντιδρούν στο μεγάλο άγχος αποσιωπώντας τα συναισθήματά τους και παρατηρώντας αντικειμενικά την κατάσταση.

Αυτό σημαίνει ότι ξανασκέφτονται. Ολόκληρη η σκέψη τους συσπειρώνεται και συγκεντρώνεται. Μετά απομακρύνονται απομονώνοντας τον εαυτό τους από τις συναισθηματικές αντιδράσεις τους. Όταν ξαναποκτήσουν την αντικειμενικότητά τους, αρχίζουν να συνέρχονται.

Επειδή η κυρίαρχη φύση του άντρα είναι η αντρική, για να καταπολεμήσει το άγχος χρειάζεται να απομακρυνθεί και να μείνει λίγο μόνος του. Η απομάκρυνση αυτή δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην αντρική του δύναμη. Δεν είναι για κείνον τώρα η κατάλληλη στιγμή να ψάξει τις συναισθηματικές του αντιδράσεις. Η έλλειψη ισορροπίας για όσο διάστημα θα έχει άγχος, τον κάνει παράλογο ως προς τις συναισθηματικές του αντιδράσεις. Οι περισσότεροι άντρες, όταν αντιμετωπίζουν άγχος, έχουν σαν πρώτη αντίδραση την αποκοπή τους, από τα συναισθήματα, ώστε να μπορέσουν αντικειμενικά να ανακεφαλαιώσουν ό,τι έχει γίνει.

Οι γυναίκες νιώθουν μεγάλη απειλή όταν ο άντρας απομακρύνεται, γιατί όταν οι ίδιες απομακρύνονται, συνήθως είναι τόσο αναστατωμένες, ώστε θέλουν ν’ απορρίψουν ένα άτομο. Αυτό δεν συμβαίνει στον άντρα. Οι άντρες, για ν’ αντιδράσουν στο άγχος κλείνονται αυτόματα, ενώ το γυναικείο κλείσιμο είναι αποτέλεσμα μιας συνειδητής απόφασης. Η γυναίκα συνήθως κλείνεται όταν πια έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά. Αν επανειλημμένα έχει πληγωθεί από κάποιον κι έχει χάσει την εμπιστοσύνη και την παραδοχή, τότε παίρνει τη συνειδητή απόφαση να αποκοπεί από τα συναισθήματά της. Οι γυναίκες δεν συνειδητοποιούν ότι οι άντρες απομακρύνονται μόνο για να ξαναβρούν την ισορροπία τους και ν’ αποφύγουν την βίαιη εισβολή των «αρνητικών συναισθημάτων».

Ο άντρας έχει την ικανότητα να κλείνεται μέσα σε ένα λεπτό. Αντίθετα, η γυναίκα κλείνεται σιγά σιγά. Για κείνην, το να χτίσει πετραδάκι πετραδάκι έναν τοίχο με συσσωρευμένη μνησικακία, είναι μια διαδικασία που παίρνει χρόνο. Όταν τελικά χτίσει τον τοίχο, αποφασίζει να κλειστεί για να προστατέψει τον εαυτό της από ακόμη περισσότερο πόνο.

Όσο γρήγορα μπορεί ένας άντρας να κλείνεται, τόσο γρήγορα μπορεί ν’ ανοίγει. Οι γυναίκες συνήθως δεν εμπιστεύονται τον άντρα που μπορεί να ανοίγεται τόσο εύκολα. Νομίζουν ότι απλά προσποιείται πως νιώθει καλύτερα. Από τη γυναικεία άποψη, μια γυναίκα δεν θα μπορούσε ποτέ να κλείσει και να ξανανοίξει τόσο γρήγορα. Όταν μια γυναίκα κλειστεί, έχει ανάγκη από πολλή συζήτηση και γιατρειά για να ξανανοίξει. Με τον άντρα όμως είναι διαφορετικά, γιατί εκείνο που συνήθως χρειάζεται είναι πολύς δικός του χώρος και γρήγορα πάλι μπορεί να ξανανοίξει.

Όταν μια γυναίκα προσπαθήσει να βγάλει τον άντρα της απ’ το καβούκι του, είναι σαν να προκαλεί τη σκοτεινή πλευρά του. Αν τον ρωτήσει πώς νιώθει – τη στιγμή που είναι αποκομμένος από τα συναισθήματά του – είναι σαν να πηγαίνει γυρεύοντας. Όταν ο άντρας είναι αναστατωμένος, είναι φυσικό να έχει την τάση να πάει «στη σπηλιά του» για να ξεθυμάνει και να δει τι μπορεί να κάνει.

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο άντρας μπορεί να καθησυχάζει τη σύντροφό του βεβαιώνοντάς την ότι θα επιστρέψει σύντομα και τότε θα τα συζητήσουν όλα.

Οι άντρες μπορούν να εξασκηθούν σε μια τεχνική αντιμετώπισης. Όταν κλείνονται μπορούν να πουν: «Χρειάζομαι λίγο χρόνο για να σκεφτώ και θα ξαναγυρίσω». Να μην προσθέσουν όμως, «και τότε θα μιλήσουμε» – γιατί αυτό είναι πολύ δεσμευτικό και υπερβολικό για την αντρική φύση. Όταν ο άντρας επιστρέψει από τη σπηλιά του, μπορεί να μην έχει τίποτα να πει γιατί συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε λόγος να είναι αναστατωμένος. Κατάλαβε ότι υπήρξε υπερβολικός ή είχε πάρει κάτι στραβά κι ότι τώρα όλα είναι πάλι μια χαρά. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αν ένας άντρας, «επιστρέφοντας», πει ότι όλα είναι μια χαρά, η γυναίκα πρέπει να του δείξει εμπιστοσύνη και να ηρεμήσει.

Η συνωμοσία του Σύμπαντος

Σίγουρα θα έχεις νοιώσει κατά καιρούς ότι όλο το σύμπαν συνωμοτεί εναντίον σου. Όταν τίποτα δεν πάει καλά, όταν όλα φαίνεται να γκρεμίζονται, όταν ο φόβος κυριεύει την καρδιά σου και όλα όσα μπορείς να σκεφτείς και να κάνεις δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα. Μάλλον το αντίθετο… όλο και πιο κοντά φαίνεται να έρχεται το μηδέν, το τίποτα, η ανυπαρξία.

Δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο, αλλά είναι ΑΚΡΙΒΩΣ τότε που ο νους χρειάζεται να παραιτηθεί από τις συνήθεις λειτουργίες του: να προσπαθεί να ερμηνεύσει, να προσπαθεί να κατατάξει και να επιχειρεί απεγνωσμένα να ελέγξει το γκρέμισμα. Τα πάντα κινδυνεύουν ναι, αλλά τίποτα δεν εξαρτάται από τον νου και την έρμη την προσωπικότητα που τώρα φαντάζει μικρή και ανίσχυρη μπροστά στη θύελλα που έρχεται μανιασμένη και την καταστροφή που φαίνεται αναπόφευκτη.

Μα δεν θα ΚΑΝΕΙΣ τίποτα; Θα καθίσεις την άκρη ατάραχος να παρατηρείς το αναπάντεχο που δεν ελέγχεις να σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του; Θα περιμένεις «με σταυρωμένα χέρια» το θαύμα που δεν φαίνεται να έρχεται από πουθενά; Θα αφεθείς στον χείμαρρο που κινδυνεύει να σε πνίξει στο πέρασμά του και να σε πάει στα βάθη του ωκεανού της ανυπαρξίας;

Ναι, κάπως έτσι… γιατί ό,τι κι αν ΚΑΝΕΙΣ, ό,τι κι αν επιχειρήσεις μέσα από τις «καλύτερες σου προθέσεις» θα είναι λάδι στη φωτιά της ζωής που ζητάει απεγνωσμένα την αλλαγή. Μια αλλαγή που ακόμα κι αν ήσουν πρόθυμος και έτοιμος να κάνεις, δεν έβλεπες το περιεχόμενό της, δεν έμαθες τα μαθήματά της, δεν αφέθηκες στο πέρασμά της. Και τώρα είναι αργά για τη δράση που έμαθες και ξέρεις να κάνεις. Χρειάζεται να παραιτηθείς: πλήρης, ολοκληρωτική παραίτηση!

Τώρα χρειάζεται να κάνεις το άλμα της πίστης. Να εμπιστευτείς, να ΕΙΣΑΙ η ίδια η πίστη, να ΕΙΣΑΙ η ίδια η αγάπη, η σύνδεση με το Σύμπαν, με όλα γύρω σου, ακόμα και με τους εισβολείς σου. Χρειάζεται να σωπάσεις το νου και να παραιτηθείς από την αντίληψή του. Χρειάζεται να αφεθείς στο κάλεσμα της ζωής… γυμνός, αγνός, καθαρός, έτοιμος να φανερώσεις και τα τελευταία κρυμμένα κομμάτια σου. Χρειάζεται να πάρεις τη ματιά από ό,τι σε απειλεί και σε γκρεμίζει και να εστιαστείς σε ό,τι σε ενώνει, σε ανυψώνει, σε ολοκληρώνει. Όλα έχουν σκοπό, τον Ύψιστο Σκοπό της ύπαρξής σου, που ο μικρός, δυαδικός νους δεν γνωρίζει και θα πολεμήσει για να αποκτήσει ξανά τη δική του κυριαρχία.

Θα παραμείνεις ατάραχος; Θα αφεθείς στο κάλεσμα στης Αγάπης που δεν φαίνεται στο γκρέμισμα που επιτελείται μπροστά στα φυσικά σου μάτια; Θα παραμείνεις ενοποιημένος, με καθαρό το νου, έτοιμος να αναγνωρίσεις τα μηνύματα, να αναλάβεις την ευθύνη, να αδράξεις την πρόκληση, να πετάξεις στο άγνωστο που δεν ορίζεις;

Δεν θα το κάνεις αν δεν έχεις περάσει την κατάλληλη προετοιμασία - μύηση. Δεν θα το κάνεις αν ο νους ακόμα κυβερνά τη συνειδητότητά σου, αν πιστεύεις ότι μπορείς και πρέπει να ελέγξεις την πορεία σου. Δεν θα το κάνεις αν πιστεύεις ότι γνωρίζεις και ερμηνεύεις το όνειρο που Αποφάσισες να Ζήσεις. Έμαθες να περιμένεις να αντιδράσεις στον πανικό, στο πρόβλημα, στο σύμπτωμα, στο γκρέμισμα… μα τότε είναι αργά, πολύ αργά. Δεν έχεις πλέον καμία επιλογή εκείνη τη μακάβρια στιγμή του ξεσκίσματος, της πλήρης αποδόμησης. Η παρόρμηση των ενστίκτων θα επικρατήσει του αυθορμητισμού της Ανώτερης Διάνοιας.

Η ώρα να προετοιμαστείς είναι πιο πριν, πριν το πέρασμα του Εγκέλαδου, αν και ο νους σου θα σε πείσει ότι κάθε φύσημα του ανέμου ΕΙΝΑΙ ο Eγκέλαδος.

Έλα ζωή, σε περιμένω… δείξε μου τα μαγικά σου που ο νους μου δεν χωράει. Πάρε με μαζί σου σε μέρη που δεν έχω ξαναπάει. Σήκωσέ με από το βόλεμα που δεν ήξερα πώς να ξεβολέψω. Ανέβασέ με στις φτερούγες σου και ζάλισέ με τις φανταστικές σου εικόνες που μπορώ να απολαμβάνω μόνο από ψηλά. Και αν είμαι εδώ ακόμα μετά, θα μοιραστώ αυτά που είδα, θα δώσω αυτά που πήρα, θα είμαι αυτό που έγινα. Αν δεν είμαι, δεν έχει σημασία, ούτως ή άλλως. Θα βρίσκομαι ήδη πολύ μακριά για να μπορώ να συμβάλλω…

Για έναν «περίφημο Έλληνα γιατρό» ομιλεί ο Ηρόδοτος

Όταν βασιλιάς στο κράτος των Περσών ήταν ο Δαρείος, ο μεγάλος ηττημένος της μάχης του Μαραθώνα, έλαβε χώρα — όπως διηγείται ο Ηρόδοτος στο τρίτο βιβλίο των Ιστοριών του— ένα θλιβερότατο για τον Ελληνισμό γεγονός: οι Πέρσες υπέταξαν τη Σάμο. Ο τύραννός της, ο γνωστός Πολυκράτης, έπεσε —λίγο πριν— θύμα μιας εντελώς ανατολίτικου τύπου απάτης: ο σατράπης Οροίτης τον προσκάλεσε — δήθεν φιλικά — να ᾽ρθει να τον φιλοξενήσει στις Σάρδεις, εκεί όμως «τον θανάτωσε με τρόπο που δεν ταιριάζει ούτε να τον αφηγηθώ» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ηρόδοτος. Ανάμεσα στους ανθρώπους της ακολουθίας του Πολυκράτη ήταν και ο Δημοκήδης, «γιατρός», όπως σημειώνει ο Ηρόδοτος, «που ασκούσε την τέχνη του καλύτερα από όλους τους γιατρούς της εποχής του». Πώς όμως ο γιατρός αυτός συνδέθηκε με τον Πολυκράτη; Αξίζει εδώ να παρακολουθήσουμε προσεκτικότερα την διήγηση του Ηροδότου.

Ο Δημοκήδης — λέει ο Ηρόδοτος — συνδέθηκε με τον Πολυκράτη όταν αυτός ήρθε στη Σάμο. Στην πατρίδα του τον Κρότωνα, στη Μεγάλη Ελλάδα, ο Δημοκήδης καταπιεζόταν από τον πατέρα του, έναν άνθρωπο με πολύ δύσκολο χαρακτήρα. Επειδή λοιπόν δεν μπορούσε να υποφέρει τον πατέρα του, ο Δημοκήδης έφυγε από τον Κρότωνα και πήγε στην Αίγινα. Εγκαταστάθηκε εκεί και μέσα σε έναν χρόνο ξεπέρασε όλους τους άλλους γιατρούς, μολονότι δεν είχε καθόλου εργαλεία και γενικά, τίποτε από όσα χρειάζεται για την άσκηση της τέχνης του ως γιατρός. Τον δεύτερο χρόνο οι Αιγινήτες τον πήραν στην υπηρεσία τους δίνοντάς του μισθό ένα τάλαντο, τον τρίτο χρόνο οι Αθηναίοι με μισθό εκατό μνες, τον τέταρτο χρόνο ο Πολυκράτης δίνοντάς του δύο τάλαντα. «Έτσι έφθασε ο Δημοκήδης στη Σάμο και είναι αυτός από τον οποίο ξεκίνησε κατά κύριο λόγο το καλό όνομα που έχουν οι Κροτωνιάτες γιατροί».

«Λίγο αργότερα» —συνεχίζει τη διήγησή του ο Ηρόδοτος— «έτυχε ο βασιλιάς Δαρείος να βρίσκεται σε κυνήγι. Εκεί, πηδώντας από το άλογό του, στραμπούλιξε το πόδι του —ένα πολύ γερό στραμπούλιγμα, αφού εξαρθρώθηκε τελείως ο αστράγαλός του. Ο βασιλιάς πάντοτε συνήθιζε να έχει γύρω του τους καλύτερους Αιγύπτιους γιατρούς. Αυτούς λοιπόν χρησιμοποίησε και τότε. Μόνο που αυτοί, συστρέφοντας το πόδι του και βιάζοντάς το, του έκαναν ακόμη μεγαλύτερο κακό. Εφτά μέρες και εφτά νύχτες ο Δαρείος δεν έκλεισε μάτι από τον πόνο. Την όγδοη μέρα, και ενώ η κατάστασή του εξακολουθούσε να είναι άσχημη, κάποιος, που είχε κάποτε ακούσει τυχαία στις Σάρδεις να μιλούν για την τέχνη του Κροτωνιάτη Δημοκήδη, πήγε και το είπε στον Δαρείο, κι εκείνος διέταξε να του τον φέρουν το γρηγορότερο. Τον βρήκαν παραμελημένο κάπου μεταξύ των δούλων του Οροίτη.

«Τον παρουσίασαν στον Δαρείο με αλυσίδες στα πόδια και ντυμένον με κουρέλια, και έτσι όπως εκείνος ήταν στημένος μπροστά του ο Δαρείος τον ρώτησε αν ήξερε την ιατρική τέχνη. Εκείνος επίμονα το αρνιόταν. Φοβόταν βλέπεις, μήπως, αν φανερωνόταν, έχανε πια κάθε ελπίδα να ξαναδεί την Ελλάδα. Του Δαρείου όμως δεν του ξέφυγε ότι ο Δημοκήδης ήξερε πολύ καλά την τέχνη να ξεγλιστρά και έδωσε διαταγή σ᾽ αυτούς που τον είχαν φέρει να παν να φέρουν μαστίγια και κεντριά. Τότε πια ο Δημοκήδης φανερώθηκε, μόνο που είπε ότι δεν ήταν δα και κανένας καλός γνώστης της ιατρικής τέχνης· είχε απλώς συναναστραφεί ένα γιατρό και έτσι ήξερε κάτι λίγα μόνο πράγματα. Ο Δαρείος τον άφησε να κοιτάξει το πόδι του, κι εκείνος, εφαρμόζοντας Ελληνικούς τρόπους γιατρειάς, χρησιμοποιώντας τα ήπια και μαλακά ύστερα από τα δυνατά και βίαια, του ξαναχάρισε τον ύπνο του και μέσα σε λίγο χρόνο, τον ξανάκανε καλά, εκεί που ο Δαρείος δεν είχε πια καμιά ελπίδα να ξαναδεί γερό το πόδι του.

«Ύστερα από αυτό ο Δαρείος του χάρισε δύο ζευγάρια χρυσές χειροπέδες κι εκείνος τον ρώτησε αν γι᾽αυτόν ακριβώς το λόγο τού διπλασιάζει τα βάσανα, επειδή τον έκανε καλά. Ευχαριστήθηκε με τον λόγο αυτό του Δημοκήδη ο Δαρείος και τον έστειλε στις γυναίκες του και οι ευνούχοι, παρουσιάζοντάς τον, έλεγαν στις γυναίκες πως αυτός ήταν που ξανάδωσε τη ζωή στον βασιλιά. Τότε η καθεμιά τους, βουτούσε ένα κύπελλο στο κιβώτιο με το χρυσάφι της και γεμάτο όπως ήταν του το χάριζε. Έχοντας λοιπόν τότε κάνει καλά στα Σούσα τον Δαρείο ο Δημοκήδης απόκτησε ένα μεγάλο σπίτι και έτρωγε στο τραπέζι του βασιλιά. Αν εξαιρέσουμε ένα μόνο πράγμα, που δεν του επιτρεπόταν να φύγει πίσω πάλι στην Ελλάδα, ό,τι άλλο ήθελε το είχε. Γενικά ο Δημοκήδης ήταν για τον βασιλιά ένα πολύ σπουδαίο πρόσωπο».

«Λίγο καιρό αργότερα» —η διήγηση πάντα του Ηροδότου— «έτυχε να γίνουν και τα ακόλουθα: Η Άτοσσα, η κόρη του Κύρου και γυναίκα του Δαρείου, παρουσίασε ένα οίδημα στον μαστό της, που λίγο ύστερα έσπασε και απλωνόταν. Όσο το οίδημα ήταν μικρό, εκείνη το έκρυβε και από ντροπή δεν μιλούσε γι᾽αυτό σε κανέναν. Όταν όμως η κατάστασή της έγινε πολύ άσχημη, κάλεσε τον Δημοκήδη και του το έδειξε. Εκείνος της είπε ότι θα τη γιατρέψει και την έβαλε να ορκιστεί ότι κι εκείνη θα του κάνει όποια αντίχαρη της ζητήσει —και, φυσικά, της είπε, δεν επρόκειτο να της ζητήσει τίποτε από όσα φέρνουν ντροπή».

Η διήγηση του Ηροδότου παρουσιάζει από δω και πέρα ιδιαίτερο ενδιαφέρον —μια ιστορία αληθινό θρίλερ, που τελειώνει με την οριστική πια επιστροφή του Δημοκήδη στην πατρίδα του. Εμάς όμως μας περιμένουν τώρα για σχολιασμό συγκεκριμένα σημεία από την ιστορία που ακούσαμε.

Βρισκόμαστε στο τελευταίο πέμπτο του 6ου αι. π.Χ. Η απόσταση από τον Όμηρο, μετρημένη έτσι απλώς σε χρόνια, δεν είναι δα —σκέφτεται κανείς— και τόσο μεγάλη, ώστε να αναμένονται ουσιαστικές αλλαγές τόσο στη σύλληψη των βασικών εννοιών της ιατρικής όσο και στην άσκηση αυτής της τέχνης. Αν, επομένως, υπάρχουν τελικά αλλαγές, και μάλιστα σημαντικές, πρέπει, φυσικά, κάτι το εξαιρετικό να είχε συμβεί στον σχετικά μικρό ενδιάμεσο χρόνο. Ας περιγράψουμε λοιπόν από τη διπλή αυτή άποψη την εποχή του Ομήρου· ίσως αυτό μας βοηθήσει να διαπιστώσουμε και το είδος και τη σημασία των διαφορών.

Θυμηθείτε την αρχή της Ιλιάδας: «νοῦσος κακή» ταλαιπωρεί το στρατόπεδο των Αχαιών, σταλμένη από τον γιό του Δία και της Λητώς, άγρια οργισμένον επειδή ο Αγαμέμνονας πρόσβαλε βάναυσα τον ιερέα του, τον Χρύση· μέρες κρατά η οργή του θεού, και όλες αυτές τις μέρες «ὀλέκοντο λαοί», χανόταν ο στρατός, ανήμποροι να προσφέρουν οι ίδιοι και την παραμικρότερη βοήθεια στον εαυτό τους. Η λύση–θεραπεία του κακού θα᾽ ρθει μόνο όταν ο θεός το θελήσει —υπό ορισμένους , φυσικά, όρους. Το παράδειγμα είναι τυπικό, κι εμείς δικαιούμαστε να διατυπώσουμε το συμπέρασμά μας έτσι: οι θεοί είναι ακόμη στην εποχή του Ομήρου αυτοί που στέλνουν τις αρρώστιες, θυμωμένοι για μια λαθεμένη, απέναντί τους, συμπεριφορά των ανθρώπων. Πάλι όμως οι θεοί είναι και που μπορούν να πάρουν πίσω τις αρρώστιες, απαλλάσσοντας έτσι τους ανθρώπους από αυτές, αυτό θα πεί: ξαναχαρίζοντάς τους την υγεία, φτάνει οι ίδιοι να τους το ζητήσουν με θυσίες και προσευχές· αν δεν το θέλουν επομένως οι θεοί, οι άνθρωποι είναι ανήμποροι μπροστά στην αρρώστια τους με τις δικές τους μόνο δυνάμεις· το μόνο που μπορούν να κάνουν αυτοί είναι να ζητήσουν από τους μάντεις και από τους κάθε λογής εξηγητές, να τους αποκαλύψουν την αιτία της οργής των θεών· αυτοί θα τους υποδείξουν και τον τρόπο πώς θα καταπραΰνουν τον θυμωμένο θεό: οι ιεροτελεστίες θα εξευμενίσουν τον θεό και η γιατρειά μπορεί τότε να γίνει εύκολη. Είναι φανερό ότι στον Όμηρο=στους Έλληνες της εποχής του, οι έννοιες υγεία, νόσος, ίαση συλλαμβάνονταν ακόμη μέσα σε ένα πλαίσιο καθαρά θρησκευτικό.

Και ύστερα έγινε το θαύμα: στο πρώτο μισό του 6ου αι. π.Χ. γεννήθηκε στην πνευματικά ανήσυχη Ιωνία αυτό που θα λέγαμε «επιστημονική σκέψη». Τρείς άνδρες, γέννημα και οι τρείς της Μιλήτου, ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης, για πρώτη φορά στην πνευματική ιστορία της ανθρωπότητας, έστρεψαν εκεί ερευνητικό το βλέμμα τους προς τη φύση. Η προσπάθειά τους ήταν, ξεπερνώντας το πλήθος και την ποικιλία, τα επιμέρους φυσικά φαινόμενα να αναχθούν στην κοινή αρχή όλων. Έτσι έφτασαν στην ιδέα της μιας πρωταρχικής ουσίας, που οι μεταβολές της δημιουργούν την ποικιλία των φυσικών φαινομένων: ο Θαλής θεώρησε το νερό την πρωταρχική ουσία («στοιχεῖον») που είναι, συγχρόνως, και «ἡ ἀρχή πάντων», ο Αναξίμανδρος αναζήτησε ως αρχή των όντων κάτι το αφηρημένο και μίλησε για το ἄπειρον, ενώ ο Αναξιμένης υπέδειξε ως «ἀρχήν τῶν ὄντων» τον αέρα· αργότερα στοιχεῖον και ἁρχή τῶν ὄντων θεωρήθηκε η γῆ, που πάει να πεί: το χώμα, ή η φωτιά , το πῦρ, ενώ άλλοι κατέληξαν στην αθροιστική χρήση των μεμονωμένων παλαιότερα «στοιχείων»: γη, αέρας, νερό, φωτιά.

Η πραγματική, βέβαια, πρόοδος στον χώρο της ιατρικής άρχισε όταν στην περιοχή, της προσωκρατικής, όπως τη λέμε, φιλοσοφίας η προσοχή των ερευνητών στράφηκε από τον μακρόκοσμο, τον έναστρο πάνω τους ουρανό και τη γύρω τους φύση, στον μικρόκοσμο, τον, άνθρωπο, και έφτασαν στο συμπέρασμα ότι οι νόμοι που διέπουν τον πρώτο είναι και του δεύτερου οι νόμοι και ότι, επομένως, η μέθοδος που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη διερεύνηση των φαινομένων της φύσης θα μπορούσε να βρει εφαρμογή και στη διερεύνηση των ανθρώπινων φαινομένων, άρα και των φαινομένων της υγείας, της αρρώστιας και της γιατρειάς. Το πράγμα φάνηκε καθαρά στον χώρο των Πυθαγορείων (ο αρχηγός τους ξεκίνησε από την ιωνική Σάμο, η ανάδειξή του όμως σε αρχηγό σχολής έγινε στον Κρότωνα). Ο Αριστοτέλης μας βεβαιώνει ότι από τις διδασκαλίες των Πυθαγορείων έβγαινε το συμπέρασμα ότι γι᾽αυτούς αρχές των όντων ήταν τα ἐναντία· μια ομάδα μάλιστα από αυτούς δίδασκαν ότι οι αρχές είναι δέκα, αυτές που τις έλεγαν ζευγαρωτά:

πέρας – ἄπειρον
περιττόν – ἄρτιον
ἕν – πλῆθος
δεξιόν – ἀριστερόν
ἄρρεν – θῆλυ
ἠρεμοῦν – κινούμενον
εὐθύ – καμπύλον
φῶς – σκότος
ἀγαθόν – κακόν
τετράγωνον – ἑτορόμηκες

Αυτή είναι, με εξοργιστικά λίγα λόγια, η πυθαγορική διδασκαλία περί ἐναντίων, και, βέβαια στο κέντρο της διδασκαλίας αυτής βρίσκεται η πίστη ότι απέναντι σε κάθε αρχή που έχει τη δύναμη να επιβληθεί υπάρχει μια άλλη που υποτάσσεται. Η τάξη, επομένως, η «αρμονία» δηλαδή στον κόσμο, άρα και η υγεία στον άνθρωπο —δίδασκαν οι Πυθαγόρειοι— είναι το αποτέλεσμα της μοναρχίας, της επικράτησης και επιβολής του ενός από τα ἐναντία.

Πολλά θα πεί κανείς και για την ιδέα των ζευγαριών και για τα ίδια τα δέκα ζευγάρια. Όμως εμείς ας μη σταματήσουμε να αναλύσουμε εδώ το φιλοσοφικό περιεχόμενο αυτής της διδασκαλίας. Καλύτερα ας προσέξουμε ότι ένα από τα δέκα ἐναντία ζευγάρια το αποτελούν οι έννοιες ἀγαθόν και κακόν. Όλες τότε οι έννοιες που βρίσκονται από την πλευρά του ἀγαθού πρέπει να είναι σύστοιχες με αυτό, που πάει να πεί: έχουν ιδιότητες σαν τις δικές του· όσες πάλι έννοιες βρίσκονται από την πλευρά του κακοῦ, πρέπει να είναι και αυτές σύστοιχες με την έννοια του κακοῦ. Το καταλαβαίνει κανείς αν δει π.χ. πώς είναι τακτοποιημένες στις δύο στήλες οι έννοιες φῶς–σκότος. Ας μη μιλήσουμε για τα άλλα ζευγάρια, πώς όμως να μην προσέξεις ότι το δεξιόν είναι από την πλευρά του ἀγαθού και το ἀριστερόν από την πλευρά του κακοῦ; Μήπως και εμείς —που δεν είμαστε φιλόσοφοι— δεν λέμε «καλό» μας χέρι το δεξί και «κακό» το αριστερό μας; Πώς να μην προσέξεις επίσης ότι το ἄρρεν είναι από την πλευρά του ἀγαθού και το θῆλυ από την πλευρά του κακοῦ; «ἐκ γυναικός ἐρρύη τά φαῦλα» είχε αποφανθεί ο εξέχων βυζαντινός —και η πίστη αυτή δεν έλειψε ακόμη στις μέρες μας.

Είχα πριν από χρόνια ακούσει μια διήγηση, από αυτές που συλλέγει η λαογραφία. Στη Θάσο —έλεγε η διήγηση, φαίνεται όμως ότι τα πράγματα δεν είναι αλλιώτικα στα άλλα μέρη— ο άντρας που θέλει να αποκτήσει αγόρι, δένει σφιχτά, όταν επισκέπτεται τη γυναίκα του, την αριστερή του δύναμη, «για να μη δουλέψει, πανάθεμά του!». Πιστεύω και εγώ ότι η φιλοσοφία είναι μια από τις κορυφαίες εκδηλώσεις του ανθρώπινου μυαλού. Όμως ο άνθρωπος σε όλη τη μακρότατη πορεία της ιστορίας του δεν ήταν μόνο μυαλό. Χίλιες δυο άλλες δυνάμεις —ποιός να ήξερε την αρχή τους!— κυβέρνησαν το σώμα και την ψυχή του, και όταν άρχισε να γλυκοχαράζει στον ορίζοντα της ιστορίας του ο ήλιος της φιλοσοφίας, ο άνθρωπος —το ᾽θελε δεν το ᾽θελε— τις κουβαλούσε ήδη μέσα του τις δυνάμεις αυτές. Τις κράτησε —τι άλλο μπορούσε να κάνει;— ντυμένες τώρα με καινούργια ρούχα-σχήματα· τις είπε π.χ. εναντίες δυνάμεις και τις έκανε ένα κεφάλαιο της φιλοσοφίας του, της πιο αυστηρής εκδήλωσης του νού του. Έτσι οι δυνάμεις αυτές συνέχισαν μέσα στην ανθρώπινη ιστορία τη ζωή τους —πόσες από αυτές δεν συνεχίζουν αγέραστες τη ζωή τους, ακόμη και όταν ήρθε να προστεθεί στη φιλοσοφία, πιο αυστηρή αυτή και από τη φιλοσοφία, η επιστήμη;

Ποιός θα ισχυριζόταν —ακόμη στις μέρες μας— ότι το ανθρώπινο μυαλό έπαψε να «δουλεύει» στη δύναμη του χρώματος, του γένους, του χώρου, της ύλης; Είμαι βέβαιος ότι και στη σύγχρονη ιατρική επιστήμη, αν ψάξει κανείς, θα βρεί —mutatis mutandis— αντιλήψεις σαν εκείνη του αρχαίου γιατρού που επέμενε να είναι από μαύρη αγελάδα το γάλα που ήταν να χρησιμοποιηθεί στην τάδε αρρώστια. Ένας νεότερος στοχαστής, ο Gaston Bachelard, που μελέτησε τη διαμόρφωση του επιστημονικού πνεύματος, έφτασε στη διαπίστωση ότι η σκέψη είχε να υπερπηδήσει ένα πλήθος από «επιστημονικά εμπόδια», όπως τα είπε, ώσπου να γίνει επιστημονική, εμπόδια που εισχώρησαν στη γνωστική ικανότητα του ανθρώπου, δέθηκαν σχεδόν αξεδιάλυτα με αυτήν και έκαναν έτσι αφάνταστα δύσκολο τον δρόμο προς την αντικειμενική επιστήμη. Πώς να καταλάβεις τη φιλοσοφία, κορυφαία δημιουργία του ανθρώπου, αν δεν ξέρεις την ιστορία της ανθρώπινης ζωής στο σύνολό της; [Και πάλι: Τι κόπος να κάνεις το μυαλό σου αποτελεσματικό εργαλείο νόησης, που πολλές φορές σημαίνει: ελευθερίας!]

Τη φήμη, πάντως, που είχε στην αρχαιότητα ο Κρότωνας δεν τη χρωστούσε μόνο στον Πυθαγόρα, αλλά και στη λαμπρή ιατρική σχολή, που είχε ιδρυθεί εκεί την ίδια περίπου εκείνη εποχή. Η ιατρική σχολή του Κρότωνα φαίνεται ότι ιδρύθηκε και αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τη σχολή του Πυθαγόρα, ο κυριότερος όμως εκπρόσωπός της, ο Αλκμαίων, ο κατεξοχήν «Κροτωνιάτης» στην ιστορία της ιατρικής, πρέπει να γνώρισε τις πιθαγορικές διδασκαλίες. Στον Αέτιο, έναν δοξογράφο του 1ου ή 2ου αι. μ.Χ., χρωστούμε τη μοναδική πληροφορία που έφτασε ως εμάς από την αρχαιότητα για τον τρόπο με τον οποίο ο Αλκμαίων αντιλαμβανόταν την υγεία και την αρρώστια. «Εκείνο που γεννάει και συντηρεί την υγεία», έλεγε, «είναι η ισορροπία» (ισονομία ήταν η δική του λέξη) των δυνάμεων υγρού και ξηρού, ψυχρού και θερμού, πικρού και γλυκού κλπ. Η επικράτηση του ενός από αυτά (μοναρχία ήταν τώρα η δική του λέξη) είναι η αιτία που γεννάει την αρρώστια: «η νίκη της μιας από τις δυνάμεις αυτές (αδιάκριτα, της μιας ή της άλλης) είναι ολέθρια· αντίθετα, η υγεία βασίζεται στη σύμμετρη ανάμειξη των ποιοτήτων».

Οι ομοιότητες και οι διαφορές Πυθαγορείων και Αλκμαίωνα είναι νομίζω, πια τώρα φανερές. Την ίδια όμως στιγμή έγινε, επίσης, φανερή η τεράστια απόσταση που χώριζε πια —παρά την ελάχιστη, επαναλαμβάνω, στην πραγματικότητα χρονική μεταξύ τους απόσταση— την εποχή του Ομήρου από την εποχή των φιλοσόφων αυτών ως προς τη σύλληψη των εννοιών «υγεία», «αρρώστια», «ίαση».

Προς τι όμως όλος αυτός ο λόγος μας; Μα, ολοφάνερα, γιατί επιτέλους τώρα, ύστερα από όλα τα προηγούμενα, είμαστε πια σε θέση να αντιληφθούμε το πραγματικό νόημα της ηροδότειας πληροφορίας για τη μέθοδο που εφάρμοσε ο Δημοκήδης προκειμένου να γιατρέψει τον Δαρείο. Η μέθοδος του Δημοκήδη ήταν, μας λέει ο Ηρόδοτος, ελληνική και συνίστατο, όπως θα έλεγαν οι σημερινοί γιατροί, στη χρήση «ἠπίων μετά τά ἰσχυρά», «ήπιων και μαλακών ύστερα από τα δυνατά και βίαια», είπαμε εμείς στη μετάφρασή μας: είναι φανερό ότι ο Δημοκήδης ακολούθησε τις αρχές της περί ἐναντίων διδασκαλίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, και μάλιστα στην ιατρική της σχολή· η περίπτωση του Δαρείου μπορεί —τότε— να θεωρηθεί μια «ιστορική» επιβεβαίωση της ορθότητας=της αποτελεσματικότητας αυτής της διδασκαλίας.

Η ιστορία όμως του Δημοκήδη μάς δίνει τη δυνατότητα για άλλο ένα σχόλιο, ίσως το πιο σημαντικό. Για να μπορέσουμε, πάντως, να κάνουμε το σχόλιο αυτό, είναι ανάγκη να θυμηθούμε τον λεγόμενο Ιπποκρατικό Όρκο, το πιο μικρό από όλα τα έργα που έφτασαν ως εμάς από την αρχαιότητα με το όνομα του «πατέρα της ιατρικής», μαζί όμως και το πιο προβληματικό από όλα τους. Κύριο ερώτημα: Τι είναι βασικά ο Όρκος; Σχετίζεται πράγματι το κείμενο αυτό με τον Ιπποκράτη; Ένα πράγμα, φυσικά, είναι απόλυτα σίγουρο: ότι το κείμενο αυτό, είτε είναι παλαιότερο από τον Ιπποκράτη (πρώτο ενδεχόμενο), είτε είναι δημιούργημα του ίδιου του μεγάλου γιατρού ή, έστω, της σχολής στην οποία εκείνος ανήκε (δεύτερο ενδεχόμενο), είτε ανήκει σε μια μεταγενέστερη εποχή, που απέχει, λιγότερο ή περισσότερο, από την εποχή του Ιπποκράτη (τρίτο ενδεχόμενο), είναι ασφαλώς η παλαιότερη, αλλά και η πιο σημαντική μαρτυρία ιατρικής ηθικής και δεοντολογίας, ένας ανεπανάληπτος οδηγός ιατρικής συμπεριφοράς.

Δύο είναι οι κύριες ερμηνευτικές γραμμές που ακολούθησε στις μέρες μας η σχετική με τον Όρκο έρευνα. Σε ένα λαμπρό άρθρο του στα 1932 ο Karl Deichgräber παρουσίασε τις σκέψεις του για την Ιατρική επαγγελματική ηθική του ιπποκρατικού όρκου. Στην πραγματικότητα το άρθρο αυτό ήταν το εναρκτήριο μάθημα που ο Deichgräber έκανε στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου στις 28 Απριλίου του 1931. Με μια μεθοδική μελέτη της δομής του Όρκου ο Γερμανός φιλόλογος οδηγήθηκε στην πίστη ότι το κείμενο αυτό πρέπει να ανήκει στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. Η πίστη αυτή προήλθε βασικά από δύο πρατηρήσεις:

α) Για τον Έλληνα αυτής της εποχής, και μάλιστα για τον Έλληνα της Ιωνίας, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική η προσήλωση στην ιδέα της δικαιοσύνης, της αρετής που όταν την έχει κανείς είναι σαν να έχει όλες μαζί τις αρετές («ἐν δέ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ᾽ ἀρετῆ έστιν»), που φαίνεται όμως (η αρετή αυτή) με έναν ιδιαίτερο τρόπο στην εγκράτεια και στη σωφροσύνη: αυτήν τη δικαιοσύνη, με το ιδιαίτερο αυτό περιεχόμενό της, είναι που διεκδικεί, κατά τον Deichgräber, για τον εαυτό του και ο γιατρός του Όρκου.

β) Η ηθική του Όρκου είναι, κατά τον Deichgräber, βασικά η απολλώνια ηθική, αφού η αγνότητα που θέλει για τον εαυτό του ο γιατρός είναι εκείνη ακριβώς που αποτελεί το ιδιαίτερο γνώρισμα του θεού Απόλλωνα· η έννοια «δίκαιος ιατρός» συμπίπτει, στην περίπτωση του Όρκου, με την έννοια «Απολλώνιος γιατρός».

Τη δεύτερη ερμηνευτική γραμμή τη χάραξε ο πιο ρηξικέλευθος ιπποκρατιστής των νεότερων χρόνων, σύγχρονος του Deichgräber, ο Ludwig Edelstein, που με μια προσεκτικότατη ερμηνεία των επιμέρους προτάσεων του Όρκου και με μια αυστηρή ανάλυση της δομής του, οδηγήθηκε στην πίστη ότι ο Όρκος έχει από την αρχή ως το τέλος του μια συνεπέστατη ενότητα και ότι η μορφή με την οποία τον έχουμε εμείς σήμερα είναι έργο ενός πυθαγόρειου γιατρού του δεύτερου μισού του 4ου αι. π.Χ. Δεν έχω, δυστυχώς, τον χρόνο, ούτε θα το θεωρούσα σκόπιμο να αναφέρω τα επιχειρήματα με τα οποία ο Edelstein στήριξε τη θεωρία του, βιάζομαι, ωστόσο, να δηλώσω ότι προσωπικά είμαι, από χρόνια τώρα με το μέρος της δεύτερης αυτής ερμηνευτικής γραμμής.

Μπορούμε τώρα να ξαναγυρίσουμε στον Ηρόδοτο, στην αφήγησή του της πρώτης για το θέμα της αρρώστιας τής Άτοσσας συζήτησης του Δημοκήδη με τη βασίλισσα: Ο Δημοκήδης τη βεβαιώνει ότι θα τη γιατρέψει, τη βάζει όμως να του ορκιστεί ότι και εκείνη θα του κάνει όποια αντίχαρη της ζητήσει —και, φυσικά, δεν πρόκειται, της λέει, να της ζητήσει τίποτε από αυτά που φέρνουν ντροπή. Εύκολα, νομίζω, μπορεί κανείς να δεχτεί ότι η τελευταία φράση του Δημοκήδη —εντελώς, από κάποια άποψη, αφύσικη και άκομψη αυτή τη στιγμή στο στόμα του γιατρού της βασίλισσας— αποτελεί απήχηση του Όρκου «μακριά θα μένω από κάθε πράξη αφροδισιακή πάνω σε σώματα γυναικεία ή αντρικά ελεύθερων ή σκλάβων».

Αν τελικά τη φράση που είπαμε την έβαλε στο στόμα του Δημοκήδη ο ίδιος ο Ηρόδοτος που, ξέροντάς την από τον όρκο που έδιναν οι γιατροί της εποχής του, θέλησε με αυτήν να δηλώσει ότι ο γιατρός για τον οποίο ήταν ο λόγος του γνώριζε πολύ καλά και τηρούσε ευλαβικά τον βασικό αυτό κανόνα της ιατρικής δεοντολογίας, τότε θα μπορούσε, πιστεύω, κανείς να υποστηρίξει —με πολλές ελπίδες ότι πετυχαίνει το σωστό— ότι πριν από την πυθαγορική, όπως πιστεύω και εγώ μαζί με τον Edelstein, μορφή του κειμένου του Όρκου που έφτασε ως εμάς πρέπει να υπήρχε, πράγματι, ένας άλλος Όρκος, της εποχής του Ιπποκράτη ή και παλαιότερος από τον μεγάλο γιατρό, που θα περιείχε και εκείνος την πρόταση που μας απασχολεί.

Κατά βάθος πιστεύω ότι με ανάλογες επισημάνσεις θα μπορέσουμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι στις προτάσεις του Όρκου που έχουμε, πρέπει να διακρίνουμε τις βασικές αρχές από τις οποίες πήγασαν οι συγκεκριμένες προτάσεις του. Ως τέτοιες βασικές αρχές τής τόσο παλαιάς αυτής δεοντολογίας θα μπορούσαν, πιστεύω, να υποδειχθούν:

α) ο σεβασμός προς τη ζωή,

β) ο σεβασμός προς τον άρρωστο,

γ) ο σεβασμός προς την επιστήμη και τους εργάτες της,

δ) η επιθυμία για διάκριση στην επιστήμη και στην κοινωνία μόνο με έντιμα και αξιοπρεπή μέσα, και

ε) η άρνηση κάθε εκμετάλλευσης των εύκολων περιστάσεων.

Ποια μορφή θα μπορούσε να έχει σ᾽αυτόν τον παλαιότερο όρκο η πρόταση-απήχηση της τελευταίας από τις πέντε αυτές αρχές μάς βοηθάει, πιστεύω, να το αντιληφθούμε η μαρτυρία του Ηροδότου στην οποία αναφερθήκαμε.

Ένας γιατρός, λοιπόν, που το όνομά του μας έγινε οικείο μέσα από τη διήγηση του Ηροδότου. Έχουν, στ᾽αλήθεια, μερικές φορές σημαδιακό περιεχόμενο τα ονόματα των ανθρώπων. Είναι, θαρρείς, πράγματι nomina omina, ονόματα οιωνοί. Όταν τους τα δίνουμε, είναι σαν να κάνουμε μέσα μας μιαν ευχή: όταν μεγαλώσουν, να δικαιώσουν το όνομά τους. Ο Κροτωνιάτης Δημοκήδης ήταν πράγματι ένας γιατρός «του δήμου κηδόμενος». Η ιστορία ανταμείβει τους ανθρώπους αυτούς: το όνομά τους δεν το σβήνει ο χρόνος.

Eφηβεία: Συμβουλές για τους πρώτους έρωτες

Πώς πλησιάζω τον άλλον;
Τι σημαίνει σχέση αγάπης;
Γνωρίζω κάποιον ρωτώντας τον για τη ζωή του και μιλώντας για τη δική μου.
Τι είναι σημαντικό στη ζωή γι' αυτόν/ήν;
Με τι του αρέσει ν' ασχολείται;
Τι μπορούμε να κάνουμε μαζί;
Εμπλεκόμαστε σε μια φιλική σχέση που μπορεί να οδηγήσει σε μια βαθύτερη σχέση σώματος και ψυχής, όταν μιλάμε για τον εαυτό μας, ενδιαφερόμαστε και επιτρέπουμε στον άλλον να μας μιλήσει για κείνον/η. Δε μιλάμε, δηλαδή, μόνο για την τηλεόραση, για το video-game που μας αρέσει και στους δυο ή δεν πάμε μόνο σε clubs, όπου συχνά αυτό που γίνεται είναι να τον/την κοιτάω και να με κοιτά.
Η σχέση του ανθρώπου με την πραγματικότητα οδηγείται από την επιθυμία και όχι από το ένστικτο. Η επιθυμία εκφράζεται, κατ' αρχήν, μέσα από το λόγο.
Καμιά φορά παρομοιάζουμε το ένστικτο στον άνθρωπο με την ενστικτώδη ζωή των ζώων. Αλλά οι ομοιότητες μεταξύ των δύο είναι μικρές. Απόδειξη ότι δεν υπάρχει συνταγή για τα σημαντικά ερωτήματα της ερωτικής ζωής:
Ποιον να επιλέξω ως σύντροφο;
Πότε; Πώς το κάνω;
Αντίθετα, τα ζώα ξέρουν και με ποιον και πότε και πώς. Τα οδηγεί το ένστικτό τους, χωρίς παρεκκλίσεις, στο σεξουαλικό σύντροφο. Στον άνθρωπο, όμως, η συνάντηση με τον άλλο είναι πολύ πιο περίπλοκη.
Εάν υπάρχει μια οδηγία που να μπορεί να μας κατευθύνει, αυτή είναι το να σεβόμαστε τον εαυτό μας και τον άλλον, να μας εμπιστευόμαστε. Αγάπη και εμπιστοσύνη πάνε μαζί. Όταν λέμε «σέβομαι», εννοούμε σέβομαι και εμπιστεύομαι την απόσταση που με χωρίζει από τον άλλον και ενδιαφέρομαι να τη διατηρήσω, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο άλλος να συνεχίζει να έχει ενδιαφέρον, εκείνος για μένα και εγώ για κείνον.
«...Αν δεν υπήρχε η απόσταση
θα μαραζώνανε τα μακρινά ταξίδια
με μηχανάκι θα μας έφερναν στα σπίτια
σαν πίτσες την υφήλιο που ορέχτηκε η φυγή μας.»
Οι σχέσεις είναι σαν ταξίδια. Έτσι, αν νιώθεις ότι στη σχέση σου δεν αισθάνεσαι άνετα, ότι δεν μπορείς να εκφραστείς, όπως γίνεται με τους φίλους σου, δεν υπάρχει λόγος να παραμένεις σ' αυτήν ή να είσαι πιστός/ή στο όνομα ενός ιδανικού.
Όταν ο ένας είναι φτιαγμένος για τον άλλον, όταν υπάρχει φιλία, τότε έχει νόημα η πίστη. Διαφορετικά, η δύναμη είναι στο να χωρίσεις.
Να θυμάστε, πάντα κάποιος χωρίζει μόνος του. Δεν μπορεί, δηλαδή, να περιμένει να συμφωνήσει και ο άλλος.
Φιλία σημαίνει αλληλεγγύη, αποδοχή και ενδιαφέρον για τη διαφορετικότητα του άλλου.
Σημαίνει επιθυμία για συνομιλία και επικοινωνία.
Άλλωστε, τι είναι η μακροχρόνια σχέση αγάπης; Μια επιθυμία συνομιλίας με την ψυχή και το σώμα του άλλου μέχρι τα βαθιά γεράματα. Είναι η τέχνη να επιτρέπουμε στον άλλον να είναι φίλος μας, να μας εκπλήσσει και όχι να τον θεωρούμε δεδομένο: να γνωρίζουμε, δηλαδή, εκ των προτέρων τι θα πει και τι θα κάνει. Τότε βαριόμαστε και θέλουμε να φύγουμε.
Στην εφηβεία, βέβαια, σπάνια μια σχέση μπορεί να γίνει μια σχέση ζωής. Συνήθως, πρόκειται για πειραματισμούς στη σχέση με τον άλλο. Αυτό είναι το θετικό και ακριβώς γι' αυτό χρειάζεται αρκετή ειλικρίνεια και σοβαρότητα για μια καλή αρχή.
Εμπιστοσύνη, όμως, τι είναι;
Είναι η οικειότητα; Αν π.χ. μπορώ να γδυθώ μπροστά σε κάποιον σημαίνει ότι του έχω εμπιστοσύνη; Καθόλου. Το να γδυθώ με άνεση μπροστά σε κάποιον μπορεί να το κάνω για να φανώ ότι έχω οικειότητα, εμπιστοσύνη ή για να προκαλέσω. Αυτός που έχει εμπιστοσύνη σε κάποιον δε δίνει ιδιαίτερη σημασία στην οικειότητα. Έτσι είπε ο Νίτσε και διαβάστε τι λέει ακόμα για την εμπιστοσύνη:
«Άνθρωποι που μας χαρίζουν απεριόριστη εμπιστοσύνη πιστεύουν ότι αποκτούν έτσι το δικαίωμα να τους εμπιστευόμαστε και 'μεις. Πρόκειται για συμπεράσματα λανθασμένα, με δώρα δεν αποκτά κανείς δικαιώματα».

Η αλήθεια για τους έρωτες του σχολείου

Περνάτε τέλεια μαζί αλλά θα συνεχίσει αυτό για πάντα; Διάβασε παρακάτω ορισμένες αλήθειες για τις σχέσεις στο σχολείο που φοβάσαι να παραδεχτείς.

1. Δεν κρατάνε και πολύ

Πριν απογοητευτείς, να σου πω ότι υπάρχουν περιπτώσεις που μπορεί και να κρατήσει η σχέση σας για πάντα, είναι όμως πολύ σπάνιο. Μεγαλώνοντας, αλλάζουμε και ωριμάζουμε και συνειδητοποιούμε πραγματικά τι θέλουμε. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να κάνεις καμία σχέση. Περισσότερο σημαίνει να απολαύσεις τη στιγμή.

2. Δεν ξέρεις τι ακριβώς κάνεις

Φιλάω καλά; Μήπως δε θέλει να τον φιλήσω; Όλες οι σκέψεις που περνάνε από το μυαλό είναι απολύτως φυσιολογικές και είναι σημάδι ότι μεγαλώνεις. Απλώς αποδέξου ότι και οι δύο είστε πρωτάρηδες και σκέψου πως ούτε και αυτός έχει ιδέα το τι κάνει. Με λίγα λόγια είναι αμοιβαία τα αισθήματα.

3. Συγκρίνεις τον εαυτό σου με τους άλλους

Η εφηβεία είναι η εποχή που ίσως περισσότερο από ποτέ θέλεις κάπου να ενταχθείς κάπου και να μοιάζεις με τους άλλους. Δυστυχώς τα σχόλια και τα κουτσομπολιά δε θα λείψουν, αν αναλογιστείς πόσο μικρή είναι η κοινωνία του σχολείου. Για να χαλαρώσεις, σκέψου ότι όταν θα ενηλικιωθείς, θα σκέφτεσαι τα σχολικά σου χρόνια και θα γελάς.

4. Είσαι σε φάση αλλαγής, οπότε είναι φυσικό να ξε-ερωτεύεσαι

Είναι η εποχή που διαμορφώνεται ο χαρακτήρας σου, τα ενδιαφέροντά σου, η σεξουαλικότητά σου. Επομένως, είναι φυσικό επόμενο εάν είστε πολύ καιρό μαζί, κάποιος από τους δυό σας να θέλει άλλα πράγματα.

5. Οι σχέσεις του σχολείου θα σε βοηθήσουν να καταλάβεις τι δεν θες

Είναι άλλωστε η προετοιμασία για τις αληθινές σχέσεις μετά το σχολείο. Είναι και η στιγμή που θα συνειδητοποιήσεις τι σου αρέσει σε ένα άτομο και τι όχι, πράγμα που είναι πολύ σημαντικό.

6. Έχετε πολύ λίγες προσωπικές στιγμές

Είναι δύσκολο να βρεθείτε μόνοι σας γιατί συνέχεια κάποιος θα είναι στο σπίτι. Απλώς περίμενε μέχρι να πας στο πανεπιστήμιο όπου η ελευθερία θα είναι -λογικά- δεδομένη.

Τα εκθαμβωτικά θαύματα του θαλάσσιου κόσμου

Αξιοθαύμαστες εικόνες του κόσμου μας δεν είναι μόνο αυτές της ξηράς ή του ουρανού. Εκπληκτικό θέαμα παρουσιάζει και ο κόσμος κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Από ναυάγια στα ανοιχτά των νησιών Καϊμάν μέχρι καρχαρίες στον Ατλαντικό, ένα νέο φωτογραφικό λεύκωμα αποτυπώνει την ομορφιά του θαυμαστού θαλάσσιου κόσμου.

photographs1photographs2photographs3photographs4photographs5photographs6photographs7photographs8photographs9photographs10photographs11photographs12photographs13
 

Το τζάμι που γίνεται αδιαφανές με το πάτημα ενός κουμπιού!

Αν κανείς βαριέται να ανεβοκατεβάζει στόρια και ρολά, έρχεται μια λύση που θα τον ικανοποιήσει: τζάμια σε παράθυρα και πόρτες, τα οποία από διαφανή μετατρέπονται σε αδιαφανή απλώς με το πάτημα ενός κουμπιού.
 
Οι ερευνητές της Σχολής Μηχανικής και Εφαρμοσμένων Επιστημών «Τζον Πόλσον» του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, με επικεφαλής τον καθηγητή Υλικών Ντέηβιντ Κλαρκ, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό οπτικής «Optics Letters».
 
Τα τζάμια που αλλάζουν τον βαθμό της διαφάνειάς τους, δεν είναι κάτι καινούριο. Όμως σχεδόν όλες οι έως τώρα σχετικές τεχνολογίες βασίζονται σε ηλεκτροχημικές αντιδράσεις, που καθίστανται εφικτές μέσω παραγωγικών διαδικασιών υψηλού κόστους.
 
Η νέα μέθοδος, η οποία είναι απλούστερη και φθηνότερη, χρησιμοποιεί ένα φύλλο γυαλιού ή πλαστικού που γίνεται «σάντουιτς» ανάμεσα σε δύο διαφανή και μαλακά ελαστομερή (ένα είδος πολυμερών), τα οποία έχουν ψεκαστεί με μια επίστρωση από νανοσύρματα αργύρου.
 
Όταν, με το πάτημα ενός κουμπιού ή το γύρισμα ενός διακόπτη, το ηλεκτρικό ρεύμα τα διαπερνά, τα νανοσύρματα και στις δύο πλευρές εξωθούνται να κινηθούν το ένα προς το άλλο, με συνέπεια να συμπιέζουν και να παραμορφώνουν τα ελαστομερή. Το τελικό αποτέλεσμα είναι το τζάμι, γυάλινο ή πλαστικό, να γίνεται αδιαφανές μέσα σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο.
 
Μάλιστα, το πόσο αδιαφανές θα γίνει το παράθυρο, εξαρτάται από το πόσο ισχυρό είναι το ηλεκτρικό ρεύμα που το διαπερνά. Ρεύμα υψηλής έντασης κάνει το παράθυρο πλήρως αδιαφανή, ενώ αν το ρεύμα είναι μικρότερης έντασης, τότε το τζάμι απλώς θολώνει.
 
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι η τεχνολογία τους μπορεί να εφαρμοστεί και σε μεγάλες επιφάνειες τζαμιών, ενώ ήδη εργάζονται για τη βελτίωσή της, προκειμένου τα ελαστομερή να γίνουν πιο λεπτά, ώστε να απαιτείται ασθενέστερο ηλεκτρικό ρεύμα για να πετύχει το ίδιο αποτέλεσμα.
 
Το Γραφείο Ανάπτυξης Τεχνολογίας του Χάρβαρντ ήδη έσπευσε να κατοχυρώσει τη σχετική πατέντα για την εμπορική αξιοποίηση της νέας τεχνικής, ενώ βρίσκεται κιόλας σε συζητήσεις με υαλουργίες για την πρακτική εφαρμογή της σε μαζική κλίμακα.

Πάγος αρχαίος όσο και το ηλιακό μας σύστημα βρέθηκε στον κομήτη 67Ρ

Τα μυστικά των κομητών σιγά σιγά αποκαλύπτονται. Τώρα πλέον ξέρουμε ότι οι κομήτες σχηματίστηκαν την ίδια περίοδο με το υπόλοιπο ηλιακό μας σύστημα, σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα από τον κομήτη 67P/Churyumov-Gerasimenko.

Το σκάφος Rosetta, της Ευρωπαϊκής Διαστημικής Υπηρεσίας (ESA), ανέλυσε τον κομήτη 67P με μεγάλη ακρίβεια και ανακάλυψε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό του πάγου στο αντικείμενο αυτό, σχηματίστηκε από το αρχικό πρωτοπλανητικό νέφος από το οποίο δημιουργήθηκαν αργότερα ό ήλιος και οι υπόλοιποι πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος. Η ανακάλυψη αυτή ήρθε για να απαντήσει μια και καλή το ερώτημα δεκαετιών για το πότε ακριβώς δημιουργήθηκαν οι κομήτες.

Η δομή των μορίων πάγου λέει πολλά για τον σχηματισμό των κομητών. Ο πάγος μπορεί να δημιουργηθεί με δύο τρόπους, είτε ως κρύσταλλος είτε σαν άμορφος πάγος. Η δεύτερη μορφή πάγου δημιουργείται όταν τα μόρια νερού παγώσουν πολύ γρήγορα, και κατ’ επέκτασιν δεν οργανώνονται σε μια όμορφη και με ακρίβεια δομή. Αν όμως η ψύξη είναι σταδιακή, ο πάγος δημιουργείται σε κρυστάλλους. Υπάρχει επίσης μια άλλη σημαντική διαφορά που έχει αστρονομικές συνέπειες: ο άμορφος πάγος παγιδεύει πολύ περισσότερα αέρια όταν ψυχραίνεται.

Το Rosina, ένα από τα όργανα που βρίσκονται στο σκάφος Rosetta, μέτρησε τα ποσοστά διάφορων αερίων(άζωτο,αργό και διοξείδιο του άνθρακα) στον κομήτη 67P, και εντόπισε ποσότητες εκατοντάδες φορές πιο μικρές από αυτό που θα περίμενε κάποιος από τον άμορφο πάγο, κάτι που υποδεικνύει μια ξεκάθαρη κρυσταλλική δομή.

Αυτή είναι μια πολύ σημαντική ανακάλυψη γιατί μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε την ηλικία των κομητών. Ο άμορφος πάγος δημιουργείται στο διαστρικό διάστημα όπου δεν υπάρχουν πηγές θερμότητας. Όταν τα άστρα αρχίζουν να δημιουργούνται, το πρωτοπλανητικό νέφος είναι αρκετά ζεστό για να εξαχνωθεί ο διαστρικός πάγος. Καθώς το νέφος ψύχεται και οι πλανήτες αρχίζουν να δημιουργούνται, το νερό παγώνει σε κρυστάλλους πάγου, παγιδεύοντας κατά τη διαδικασία αυτή κάποια αέρια.

Οι κομήτες λοιπόν που είναι φτιαγμένοι από κρυσταλλικό πάγο πρέπει να δημιουργήθηκαν την ίδια περίοδο όπως και το υπόλοιπο ηλιακό σύστημα. Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Astrophysical Journal, υποδεικνύει ότι ο κομήτης 67P πρέπει να σχηματίστηκε μεταξύ -228 και -223 βαθμών Κελσίου για να παγιδέψει τις σωστές ποσότητες αερίων που παρατηρήθηκαν.

Τα ευρήματα αυτά μπορούν να έχουν και άλλες προεκτάσεις πέρα από τους κομήτες. Πολλά σενάρια δημιουργίας για τους γίγαντες πλανήτες αερίων και τα φεγγάρια τους, καθώς και αντικείμενα στην ζώνη Kuiper (όπως ο Πλούτωνας), χρειάζονται την συσσώρευση κρυσταλλικού πάγου για να είναι πιθανά.

"Μαγικό" υλικό αλλάζει σχήμα, μέγεθος και όγκο από μόνο του!

Ένα αυτόνομο υλικό που κάνει...τα δικά του, καθώς διπλώνει-ξεδιπλώνει, λυγίζει, συρρικνώνεται και ξαναδιογκώνεται από μόνο του, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, δημιούργησαν ερευνητές στις ΗΠΑ.

Και όλα αυτά συμβαίνουν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Μάλιστα όταν το τρισδιάστατο «μαγικό» υλικό τεντωθεί και γίνει επίπεδο, μπορεί να αντέξει το βάρος ενός ελέφαντα!

Οι επιστήμονες της Σχολής Μηχανικής και Εφαρμοσμένων Επιστημών «Τζον Πόλσον» του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, με επικεφαλής την αναπληρώτρια καθηγήτρια Κάτια Μπερτόλντι, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Nature Communications".

Το προσαρμόσιμο υλικό -που θυμίζει το οριγκάμι (τα καλλιτεχνικά διπλωμένα χαρτιά των Ιαπώνων) - μπορεί να αξιοποιηθεί για να δημιουργηθούν αντικείμενα μεταβαλλόμενης αρχιτεκτονικής, των οποίων το σχήμα, το μέγεθος και ο όγκος μπορούν να αλλάζουν δραστικά. Επίσης μπορεί να μεταβάλλεται από εύκαμπτο σε άκαμπτο και αντίστροφα.

Το υλικό που αυτενεργεί, είναι αρχικά ένας κύβος, που αποτελείται από επιμέρους μικροσκοπικούς κύβους, οι οποίοι -χάρη σε ενσωματωμένους μηχανισμούς ενεργοποίησης- είναι δυνατό να παραμορφωθούν και να αναδιαταχθούν, έτσι ώστε το υλικό να γίνει...αγνώριστο. Η αυτο-μεταμόρφωση κάθε φορά του υλικού μπορεί να προγραμματισθεί εκ των προτέρων.

Επιπλέον, το υλικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες κλίμακες, από την πολύ μικρή (π.χ. για να δημιουργηθεί ένα χειρουργικό «μπαλονάκι») έως την πολύ μεγάλη (για να κατασκευασθεί ένα φορητό καταφύγιο για περιπτώσεις φυσικών καταστροφών ή ανθρωπιστικών κρίσεων). Με αυτό τον τρόπο, ένα ολόκληρο σπίτι μπορεί να χωράει μέσα σε ένα σακίδιο πλάτης!

Το ταξίδι των αριθμών ανάμεσα στους αιώνες – Από την ύπαρξη της μονάδας μέχρι και το «φανταστικό σύνολο»

Η έννοια των αριθμών, έστω και ως εργαλείο καταμέτρησης, γεννήθηκε πολύ παλαιότερα από κάθε άλλο στοιχείο στον κόσμο των μαθηματικών. Αυτό το συνεχώς εξελισσόμενο σύνολο αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο για κάθε άλλη ανακάλυψη που προέκυψε μεταγενέστερα στην ιστορία των επιστημών. Η εγγενής ανάγκη του ανθρώπου να μετρήσει, οδήγησε τους πρώτους μαθηματικούς στην ιστορία της ανθρωπότητας να δημιουργήσουν μία ομάδα συμβόλων, που αποτέλεσε το αρχικό σύστημα αρίθμησης.

Τα πρώτα βήματα και η ανακάλυψη των Φυσικών Αριθμών

Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει την περίοδο που η ιδέα της αρίθμησης άρχισε να απασχολεί την ανθρωπότητα. Οι άνθρωποι πιθανότατα μετρούσαν ο,τι τους ενδιέφερε αρκετές χιλιετίες πριν δημιουργηθεί το πρώτο, έστω και αφηρημένο, σύστημα αρίθμησης στην αρχαία Μεσοποταμία, γύρω στο 3.500 π.Χ. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα οι Αιγύπτιοι μαθηματικοί παρουσίασαν ένα δικό τους, πιο ορθά δομημένο, σύστημα με βάση το 10. Το πρώτο σύνολο αριθμών γρήγορα διαδόθηκε στους πιο εξελιγμένους πολιτισμούς, με τους αρχαίους Ελληνες να παίρνουν τα… σκήπτρα για να συμβάλλουν στην πορεία των μαθηματικών.

Τα πρώτα προβλήματα που ώθησαν τους επιστήμονες της εποχής να δημιουργήσουν τους αριθμούς αφορούσαν τον υπολογισμό της διάρκειας της ημέρας, αλλά και την καταμέτρηση αντικειμένων. Οι αριθμοί ξεκινούσαν από τη μονάδα, που αντιστοιχούσε στην ύπαρξη ενός αντικειμένου, και συνέχιζαν με ανάλογο τρόπο. Το πρώτο σύστημα αρίθμησης δηλαδή ήταν ουσιαστικά αυτό που στη συνέχεια της μαθηματικής ιστορίας ονομάστηκε «Φυσικοί Αριθμοί».

Η αφηρημένη έννοια του αρνητικού αριθμού – Οι «αγώνες» για την αναγνώριση του μείον

Οσο οι μαθηματικοί περιορίζονταν στον υπολογισμό του πλήθους των φυσικών αντικειμένων, η έννοια του αρνητικού αριθμού δεν είχε σημασία. Οπως φάνταζε λογικό εκείνη την εποχή, οι αριθμοί άρχιζαν από το «1» και συνέχιζαν μέχρι να αντιπροσωπεύσουν το πλήθος που καταμετρείται. Η πρώτη αναφορά σε αρνητικούς αριθμούς βρίσκεται μέσα σε εννέα βιβλία γραμμένα από Κινέζους συγγραφείς, περίπου το 100 π.Χ. Ωστόσο, η έννοια ήταν ακόμα εντελώς αφηρημένη, ενώ αρκετοί επιστήμονες της εποχής δεν μπορούσαν να την αντιληφθούν.

Ο Διόφαντος ήταν ο πρώτος μαθηματικός που εισήγαγε την έννοια των αρνητικών αριθμών στον δυτικό κόσμο τον 3ο αιώνα μ.Χ. Προσπαθώντας να βρει λύση για την εξίσωση 4x+20=0 κατέληξε πως τα αποτελέσματα είναι εντελώς παράλογα. Τρεις αιώνες αργότερα,αρκετοί Ινδοί μαθηματικοί ασχολήθηκαν με την ύπαρξη των αρνητικών αριθμών, στην προσπάθεια τους να υπολογίσουν τα χρέη κάποιων συμπολιτών τους. Ωστόσο, η ανυπόστατη έννοια ενός αριθμού που δεν υπάρχει, άργησε να γίνει αποδεκτή από τον κόσμο των μαθηματικών. Μέχρι και τον 17ο αιώνα η πλειοψηφία των μαθηματικών δεν αναγνώριζε την ύπαρξη τους. Οι αριθμοί αυτοί χαρακτηρίζονταν ως «παράλογοι» έως ότου μια σειρά από διάσημους και αναγνωρισμένους μαθηματικούς τους… επιτρέψουν.

Τί υπάρχει ανάμεσα σε δύο ακεραίους; – Η εμφάνιση των Ρητών Αριθμών

Παράλληλα, όσο εξελισσόταν η διαμάχη περί ύπαρξης ή όχι των αρνητικών αριθμών, είχαν δημιουργηθεί και αρκετά ακόμα αναπάντητα ερωτήματα από μαθηματικούς. Οι Φυσικοί Αριθμοί αρκούσαν για τον υπολογισμό των φυσικών αντικειμένων, όμως δεν ήταν ικανοί να καλύψουν τις… μαθηματικές ανάγκες των μεταγενέστερων εποχών. Είναι δυνατόν ανάμεσα στο «1» και στο «2» να μην υπάρχει κανένας άλλος αριθμός; Η ανακάλυψη των Ρητών Αριθμών δεν άργησε να έρθει, με τους Αιγυπτίους να «πρωτοστατούν» στην δημιουργία τους. Οι Ρητοί Αριθμοί είναι γνωστοί και ως κλάσματα, μόνο που αριθμητής και παρονομαστής τους ήταν Φυσικοί Αριθμοί. Αναφορές στους Ρητούς υπήρχαν από τον 2ο αιώνα π.Χ. σε έργα Αιγυπτίων μαθηματικών, αλλά όπως είναι λογικό η αναγνώριση τους άργησε να έρθει από την μαθηματική κοινότητα.

Το πρόβλημα του Πυθαγόρα, οι Αρρητοι και η συμπλήρωση του συνόλου των Πραγματικών Αριθμών

Ο συνδυασμός αυτών των τριών συνόλων ήταν ικανός να λύσει σχεδόν κάθε μαθηματικό πρόβλημα που προέκυπτε. Ωστόσο, υπήρχαν ακόμα άλυτα ερωτήματα τα οποία δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν ούτε από αυτό το τεράστιο σύνολο αριθμών. Γνωστότερο όλων ήταν το Πυθαγόρειο πρόβλημα το οποίο αποδείκνυε την αρρητότητα της τετραγωνικής ρίζας του 2. Η υποτείνουσα ενός τριγώνου με πλευρές ίσες με 1 δεν ήταν δυνατό να υπολογιστεί. Ο Πυθαγόρας δεν μπορούσε να διαψεύσει την ύπαρξή των αρρήτων μέσα από τη λογική, αλλά δεν μπορούσε και να δεχθεί την ύπαρξή τους. Το πρόβλημα παρέμεινε άλυτο και έπρεπε να περάσουν πάνω από δύο χιλιετίες ώστε οι Αρρητοι Αριθμοί να αναγνωρισθούν, από μια σειρά πρωτοπόρων μαθηματικών τον 19ο αιώνα.

Οι θεωρίες μαθηματικών όπως ο Βάιστρας, ο Ντέντεκιντ και ο Καντόρ ήταν πλέον ικανές να αποδείξουν την ύπαρξη των Αρρητων. Με αυτό το τρόπο δημιουργήθηκε το ολοκληρωμένο σύνολο των Πραγματικών Αριθμών, στο οποίο ανήκουν όλοι οι αριθμοί. Φτάνοντας σε αυτό το σύνολο, οι μαθηματικοί θεώρησαν πως δημιούργησαν το απόλυτο εργαλείο για τις μελέτες τους. Ενα σύνολο αριθμών από το οποίο δεν έλειπε απολύτως τίποτα. Εκαναν για ακόμα μια φορά όμως ένα μεγάλο λάθος, αφού δεν χρησιμοποίησαν επαρκώς την… φαντασία τους.

Το… φανταστικό μέρος των μαθηματικών – Η ολοκαίνουργια έννοια των μιγαδικών

Τα μαθηματικά εξελίχθηκαν, οι ανάγκες των μαθηματικών αυξήθηκαν και έτσι ακόμα και οι Πραγματικοί Αριθμοί δεν ήταν ικανοί να λύσουν τα ερωτήματα τους. Δημιούργησαν έτσι τους Φανταστικούς Αριθμούς. Η πρώτη ιδέα είχε ακουστεί από τους Ιταλούς μαθηματικούς Ταρτάλια και Κάρντανο, όμως δεν άργησε να απορριφθεί. Η μαθηματική κοινότητα θεώρησε… τρελούς όσους ασχολούνταν με την ύπαρξη ενός φανταστικού συνόλου και απαξίωσε κάθε επιχείρημα τους. Στις αρχές του 19ου αιώνα όμως οι Φανταστικοί Αριθμοί ξαναήρθαν στο προσκήνιο, αυτή τη φορά από τον Γκάους, ένα μαθηματικό διεθνούς φήμης.

Οι μαθηματικοί άρχισαν να ασχολούνται παραπάνω με την υπόθεση του Γκάους. Χρειάστηκε περίπου ένας αιώνας ώστε, αυτό που είχε πρωτοαναφερθεί το 1640, επιτέλους να αναγνωρισθεί. Οι Φανταστικοί Αριθμοί συνδυάστηκαν με τους ήδη υπάρχοντες για να δημιουργήσουν το σύνολο των Μιγαδικών Αριθμών. Αυτή ήταν και η τελευταία προσθήκη στο σύνολο των αριθμών ως σήμερα. Εικάζεται πως το υπάρχον σύνολο αριθμών δεν μπορεί να ενισχυθεί επιπλέον. Ωστόσο αυτή η εντύπωση υπήρχε διαχρονικά, ειδικά μετά από κάθε καινούργια ομάδα αριθμών που ανακαλυπτόταν.

Το ταλέντο της… προσαρμογής – Η μελλοντική εξέλιξη των αριθμών

Η πορεία του συνόλου των αριθμών είναι συνυφασμένη με την εξέλιξη των επιστημών αλλά και γενικότερα με την περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης. Εξάλλου οι αριθμοί δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα εργαλείο επίλυσης των προβλημάτων που προκύπτουν από τις ανάγκες της εποχής. Το μόνο ερώτημα που θα παραμένει αναπάντητο, είναι το κατά πόσο η ανθρώπινη ευφυΐα είναι ικανή να προχωρήσει και να οδηγήσει σε νέα, εξελιγμένα και πρωτοποριακά μαθηματικά που με τη σειρά τους θα εμπλουτίσουν τον συναρπαστικό κόσμο των αριθμών.

Τα λάθη του Αϊνστάιν

Ποιες ήταν, οι μεγαλύτερες επιστημονικές αστοχίες του γίγαντα της σύγχρονης φυσικής; Ωστόσο θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς ότι ο Αλμπερτ Αϊνστάιν ήταν αλάνθαστος ή ότι οι επιστημονικές προβλέψεις του ήταν πάντοτε σωστές.

Το γεγονός αυτό θέλησε να μας το θυμίσει ο διάσημος θεωρητικός φυσικός και συγγραφέας Λόρενς Μ. Κράους (Lawrence M. Krauss), ο οποίος αμέσως μετά τη συγκλονιστική ανακάλυψη δημοσίευσε στην εφημερίδα «New York Times» ένα εκτενές σχόλιο σχετικά με το ποια θεωρούνται σήμερα τα τέσσερα σοβαρότερα επιστημονικά σφάλματα που διέπραξε ο μεγαλύτερος φυσικός του εικοστού αιώνα.

Με αφορμή αυτό το άρθρο έχει ενδιαφέρον και είναι εξόχως διδακτικό να δούμε ποιες ήταν αυτές οι ατυχείς στιγμές.

Η πρόσφατη πειραματική επιβεβαίωση των βαρυτικών κυμάτων μάς αποκαλύπτει τη δύναμη της σκέψης και της επιστημονικής διαίσθησης του Αϊνστάιν. Ομως ακόμη και ο πατέρας της Σχετικότητας έκανε κάποια ολέθρια λάθη˙ στην πραγματικότητα πολύ λίγα.

Είναι σε όλους γνωστή η εικόνα του Αϊνστάιν, του δημιουργικότερου ίσως φυσικού της εποχής μας, να κάθεται στην πολυθρόνα του και με μοναδικά εργαλεία ένα μπλοκ σημειώσεων, ένα μολύβι και με την πίπα στο στόμα να επεξεργάζεται τις τόσο ανοίκειες και αντιδιαισθητικές θεωρίες του για το Σύμπαν.

Πράγματι, βασιζόμενος σε πειραματικά δεδομένα που είχαν ανακαλυφθεί από άλλους επιστήμονες και χάρη στη μοναδική φυσικομαθηματική διαίσθησή του, κατάφερε να εξηγήσει και να προβλέψει μερικά από τα πιο αινιγματικά φυσικά φαινόμενα.

Οι περισσότερες από αυτές τις προβλέψεις του επιβεβαιώθηκαν, αργά ή γρήγορα, από την πειραματική φυσική, όπως συνέβη πρόσφατα με τα βαρυτικά κύματα.

Ομως ο δημιουργός της σύγχρονης σχετικιστικής φυσικής έκανε και κάποιες -στην πραγματικότητα ελάχιστες!- ατυχείς προβλέψεις ή και ολότελα εσφαλμένες θεωρητικές επιλογές, οι οποίες είναι λιγότερο γνωστές από τις εντυπωσιακές επιτυχίες του.

Αυτά τα «λάθη», όπως συνειδητοποιούμε εκ των υστέρων, μας προσφέρουν τη δυνατότητα να κατανοήσουμε βαθύτερα την εξέλιξη της σκέψης του, καθώς και τα ανυπέρβλητα εμπόδια που δημιουργούν -ακόμη και σε μια τέτοια επιστημονική ιδιοφυΐα- οι θεωρητικές προκαταλήψεις και οι μεταφυσικές εμμονές της.

Πάντως ο ίδιος ο Αϊνστάιν φαίνεται πως είχε πλήρη επίγνωση αυτού του γεγονότος, αφού είχε επινοήσει επί τούτου και ένα ρητό:

«Οποιος δεν έκανε ποτέ λάθος, δεν έχει δοκιμάσει ποτέ κάτι καινούργιο».

⒈ Η κοσμολογική σταθερά ήταν πράγματι μια «μεγάλη γκάφα»;

Οταν το 1916 διατυπώθηκε επίσημα η θεωρία της Γενικής Σχετικότητας οι φυσικοί πίστευαν ότι το Σύμπαν ήταν στατικό και ουσιαστικά αμετάβλητο στον χρόνο.

Η διαστολή του Σύμπαντος δεν είχε ακόμη διαπιστωθεί από τους αστρονόμους.

Ωστόσο ο Αϊνστάιν είχε συνειδητοποιήσει ότι εφόσον η βαρυτική δύναμη είναι πάντοτε ελκτική, τότε, λόγω των βαρυτικών αλληλεπιδράσεων, το Σύμπαν δεν μπορεί να είναι στατικό.

Και κάποια στιγμή η αμοιβαία βαρυτική έλξη όλων των μαζών θα οδηγήσει τελικά στην κατάρρευσή τους προς κάποιο σημείο. Με άλλα λόγια, στο απώτερο μέλλον όλα τα υλικά σώματα είναι καταδικασμένα να καταρρεύσουν σε μια Μεγάλη Σύνθλιψη.

Για να διασφαλίσει τη σταθερότητα, και άρα για να αποφύγει την τελική κατάρρευση του Σύμπαντος, ο Αϊνστάιν αποφάσισε, το 1917, να εισαγάγει έναν επιπρόσθετο όρο στις εξισώσεις της Σχετικότητας.

Αυτός ο όρος ονομάστηκε αργότερα «κοσμολογική σταθερά- Λ» η οποία, όταν έπαιρνε θετικές τιμές, παρείχε μια απωστική δύναμη ικανή να αντισταθμίζει τη βαρυτική κατάρρευση, λειτουργούσε δηλαδή σαν μια κοσμική αντιβαρυτική δύναμη.

Ομως μόλις μια δεκαετία μετά, ο μεγάλος αστρονόμος Εντουιν Χαμπλ (E. Hubble) απέδειξε με τις παρατηρήσεις του με το ισχυρό τηλεσκόπιο που βρίσκεται στο όρος Γουίλσον ότι οι γαλαξίες απομακρύνονται μεταξύ τους.

Το Σύμπαν λοιπόν όχι μόνο δεν είναι στατικό αλλά, αντίθετα με ό,τι πίστευαν μέχρι τότε, διαστέλλεται προς όλες τις κατευθύνσεις.

Αυτές οι αστρονομικές εξελίξεις έπεισαν τον Αϊνστάιν να απαλείψει την κοσμολογική σταθερά από τις εξισώσεις του, όχι μόνο επειδή ήταν περιττή, αλλά και επειδή κατέστρεφε την αισθητική ισορροπία και την ομορφιά των εξισώσεων της αρχικής εκδοχής της Γενικής Σχετικότητας.

Και υπό αυτήν την έννοια ο Αϊνστάιν θεωρούσε την εισαγωγή της κοσμολογικής σταθεράς ως τη «μεγαλύτερη γκάφα» της ζωής του.

Εκτοτε η έννοια της κοσμολογικής σταθεράς θα αποκτήσει ένα πολύ κακό όνομα μεταξύ των φυσικών, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του εικοστού αιώνα.

Ωστόσο, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες η ιδέα της κοσμολογικής σταθεράς φαίνεται να επιστρέφει ως φυσική αναγκαιότητα, καθώς όλο και περισσότερες αστρονομικές παρατηρήσεις και θεωρητικές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι το ορατό Σύμπαν, όχι μόνο διαστέλλεται, αλλά η διαστολή του είναι επιταχυνόμενη!

Αν και περιττή σε ένα στατικό Σύμπαν, η κοσμολογική σταθερά φαίνεται πως είναι σήμερα απαραίτητη γιατί εξηγεί τη δύναμη που αναγκάζει το Σύμπαν να διαστέλλεται με επιταχυνόμενους ρυθμούς.

Πράγματι από το 1998 οι αστρονομικές παρατηρήσεις των σουπερνόβα (υπερκαινοφανών αστέρων) στους πιο απομακρυσμένους γαλαξίες αποκάλυψαν την επιταχυνόμενη διαστολή του Σύμπαντος, οπότε οι φυσικοί, για να εξηγήσουν αυτό το γεγονός, κατέφυγαν στην ιδέα της «σκοτεινής ενέργειας», μια σύγχρονη εκδοχή της κοσμολογικής σταθεράς του Αϊνστάιν!

Οπως εύστοχα υποστηρίζει ο Κράους, ο Αϊνστάιν διέπραξε ένα διπλό νοητικό ατόπημα: εισήγαγε την κοσμολογική σταθερά χωρίς να υπάρχει καμιά φυσική αναγκαιότητα και εν συνεχεία την απάλειψε με περισσή ευκολία χωρίς να εξετάσει επαρκώς τις δυνατότητές της.

Ισως εν τέλει η μεγαλύτερη «γκάφα» του Αϊνστάιν να αποδειχτεί, στο μέλλον, μία από τις πιο ουσιαστικές κοσμολογικές διαισθήσεις του!

⒉ Η υποτίμηση των βαρυτικών φακών

Μία θεμελιώδης πρόβλεψη της θεωρίας της Γενικής Σχετικότητας ήταν ότι τα ουράνια σώματα πολύ μεγάλης μάζας, όπως οι γαλαξίες, οι μαύρες τρύπες, τα υπέρπυκνα αστέρια κ.λπ., λόγω του ισχυρότατου πεδίου βαρύτητας που δημιουργεί γύρω από αυτά η μάζα τους, πρέπει να εκτρέπουν ή να ενισχύουν το φως ή τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα που εκπέμπονται από άλλα ουράνια σώματα.

Συνεπώς, σε σχέση μ’ έναν γήινο παρατηρητή, λειτουργούν σαν «φακοί».

Η δημιουργία τέτοιων βαρυτικών ειδώλων είναι μια λογική συνέπεια της θεωρίας, σύμφωνα με την οποία η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία υφίσταται καμπύλωση όταν συναντά ένα ισχυρό πεδίο βαρύτητας.

Το αποτέλεσμα είναι ένα είδος οπτικής απάτης σε κοσμική κλίμακα, καθώς δημιουργούνται διπλά ή και πολλαπλά είδωλα (εικόνες) του ουράνιου αντικειμένου, όπως ακριβώς θα συνέβαινε στην περίπτωση ενός οπτικού φακού.

Αυτό το πολύ σημαντικό φαινόμενο ο Αϊνστάιν το περιέγραψε σε ένα άρθρο του το 1936, χωρίς όμως να προβλέψει τις εντυπωσιακές δυνατότητες που διανοίγονται για την κοσμολογική έρευνα από την αξιοποίηση του φαινομένου της καμπύλωσης του φωτός όταν αυτό περνά κοντά από ένα ισχυρό βαρυτικό πεδίο.

Μολονότι η θεωρητική υπόθεση και η μαθηματική περιγραφή της ήταν σωστές, ο ίδιος ο Αϊνστάιν στο σχετικό άρθρο υποστήριζε ότι:

«Βέβαια δεν υπάρχει η παραμικρή ελπίδα να παρατηρήσουμε άμεσα αυτό το φαινόμενο».

Ο λόγος γι’ αυτήν τη λανθασμένη πρόβλεψη ήταν ότι ο πατέρας της σχετικιστικής φυσικής σκεφτόταν μόνο τα αστέρια.

Πολύ σύντομα όμως έγινε σαφές ότι οι γαλαξίες και τα σμήνη γαλαξιών, που στην πραγματικότητα είναι συστήματα αστέρων, μπορούν να λειτουργούν ως βαρυτικοί φακοί.

Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί απλώς μία ακόμη επιβεβαίωση των θεωρητικών προβλέψεων της Γενικής Σχετικότητας, αλλά προσέφερε και νέες ασύλληπτες δυνατότητες στην κοσμολογική έρευνα: αν η κατανομή της μάζας στον χωροχρόνο μπορεί να δρα ως «βαρυτικός φακός», τότε οι μάζες των ουράνιων σωμάτων που παρεμβάλλονται μεγεθύνουν τα πολύ απομακρυσμένα ουράνια αντικείμενα επιτρέποντας στους ειδικούς να τα μελετάνε λεπτομερώς.

⒊ Οταν ο Αϊνστάιν αμφισβήτησε ακόμη και τα βαρυτικά κύματα

Ισως ακούγεται εξωφρενικό, όμως ακόμη και ο άνθρωπος που συνέλαβε την ιδέα των βαρυτικών κυμάτων, κάποια στιγμή απέρριψε τη δυνατότητα να υπάρχουν πραγματικά.

Η ύπαρξή τους ήταν λογική συνέπεια και μια σημαντική πρόβλεψη της Γενικής Σχετικότητας, που διατυπώθηκε από τον Αϊνστάιν πριν από έναν αιώνα, στα 1916.

Και όπως υπέθετε τότε, θα πρέπει να πρόκειται για ιδιαίτερα σπάνια φυσικά φαινόμενα που προκύπτουν όταν συγκρούονται στο Διάστημα σώματα πολύ μεγάλης μάζας.

Σύμφωνα με τη θεωρία, όποτε συγκρούονται τέτοια υπέρπυκνα κοσμικά αντικείμενα θα πρέπει να παράγονται τοπικά πτυχώσεις ή «ρυτιδώσεις» στον χωρόχρονο.

Παρ’ όλα αυτά, είκοσι χρόνια μετά (το 1936), όπως επισημαίνει ο Κράους, ο Αϊνστάιν φαίνεται πως άλλαξε γνώμη και σε ένα ατυχέστατο άρθρο του υποστήριξε ότι «τα βαρυτικά κύματα δεν μπορεί να υπάρχουν»!

Ομως έκανε λάθος, όχι τόσο γιατί η ύπαρξή τους επιβεβαιώθηκε μετά από έναν αιώνα, αλλά επειδή είχε διαπράξει ένα σοβαρό μαθηματικό ατόπημα επιλέγοντας εντελώς λανθασμένες μεταβλητές.

Ευτυχώς το λάθος εντοπίστηκε εγκαίρως από έναν διαπρεπή Αμερικανό μαθηματικό, τον Χάουαρντ Ρόμπερτσον (Howard P. Robertson), ο οποίος αξιολογούσε την επιστημονική αρτιότητα των άρθρων πριν αυτά δημοσιευτούν στο έγκυρο περιοδικό «Physical Review».

⒋ Η επίμονη άρνηση της «κβαντικής σύμπλεξης»

Ο όρος «σύμπλεξη» είναι η απόδοση του αγγλικού όρου «entanglement», που έχει επίσης μεταφραστεί, κατά τη γνώμη μας εσφαλμένα, ως «διεμπλοκή», «εμπλοκή» και «εναγκαλισμός».

Η «κβαντική σύμπλεξη» εμφανίζεται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα σωματίδια (π.χ. ανάμεσα σε ηλεκτρόνια ή ανάμεσα σε φωτόνια), τα οποία, μολονότι απέχουν πολύ μεταξύ τους, μπορούν -με έναν σχεδόν μαγικό τρόπο- να «επικοινωνούν» και να «αντιλαμβάνονται» το καθένα τις ιδιότητες ή τις μεταβολές που υφίσταται το άλλο!

Αν, για παράδειγμα, αλλάξει το σπιν (η ιδιοπεριστροφή) του ενός σωματιδίου, αυτό γίνεται ταυτοχρόνως «αντιληπτό» και έχει αμέσως επιπτώσεις στο σπιν και του άλλου, παρά την τεράστια απόσταση που υπάρχει μεταξύ τους.

Και μολονότι ακόμη και σήμερα οι φυσικοί αγνοούν τον τρόπο με τον οποίο «επικοινωνούν» αυτά τα σωματίδια, έχει πολλές φορές επιβεβαιωθεί πειραματικά η ύπαρξη αυτού του μυστηριώδους αλλά πραγματικού φυσικού φαινομένου.

Πρόκειται αναμφίβολα για το πιο αλλόκοτο και εξωφρενικό από όλα τα παράδοξα φαινόμενα της κβαντικής φυσικής.

Καθόλου περίεργο λοιπόν που ο Αϊνστάιν το είχε χαρακτηρίσει υποτιμητικά ως «στοιχειωμένο», επειδή η κατάσταση σύμπλεξης των δύο ή περισσότερων μικροσωματιδίων τούς επιτρέπει μυστηριωδώς να επικοινωνούν και να αλληλοεπηρεάζονται από τεράστιες αποστάσεις.

Οπως εξηγεί ο Κράους στο άρθρο του:

«Ο Αϊνστάιν δεν πίστευε ότι η δράση από απόσταση θα μπορούσε ποτέ να επιβεβαιωθεί πειραματικά. Ηταν πεπεισμένος ότι πρόκειται για κάτι εντελώς αφύσικο. Και χρησιμοποιούσε τη σύμπλεξη ως παράδειγμα για το ότι η κβαντική φυσική είναι μια εσφαλμένη ερμηνεία».

Στην πραγματικότητα όμως μέχρι σήμερα η κβαντική ερμηνεία αποδείχτηκε ότι είναι η μόνη δυνατή επιστημονική περιγραφή για μια σειρά από αινιγματικά φαινόμενα, τα οποία διαφορετικά θα παρέμεναν ανεξήγητα.

Το μεγαλύτερο ίσως σφάλμα του μεγάλου ανανεωτή της Φυσικής ήταν η επίμονη άρνησή του να αποδεχτεί ότι η κβαντομηχανική είναι η οριστική εξήγηση των μικροφυσικών φαινομένων.

Και η άρνηση αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα επειδή εκείνος ήταν ο πρώτος που, το 1905, εισήγαγε την έννοια των «κβάντων» για να εξηγήσει το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο.

Δεν είναι λοιπόν καθόλου αλήθεια, όπως πολύ συχνά λέγεται, ότι δεν αποδεχόταν τη μη αιτιοκρατική -πιθανοκρατική και στατιστική- περιγραφή της κβαντομηχανικής, στη διατύπωση της οποίας είχε πρωτοστατήσει.

Αυτό που επίμονα αρνούνταν ήταν ότι η μη αιτιοκρατία είναι εγγενές χαρακτηριστικό της φυσικής πραγματικότητας!

Μολονότι θεωρούσε απολύτως νόμιμη την πιθανοκρατική περιγραφή των κβαντικών φαινομένων, αναζητούσε επίμονα -αλλά μάταια!- μια βαθύτερη αιτιοκρατική εξήγησή τους.

Μάλιστα τα τελευταία χρόνια της ζωής του προσπάθησε (ανεπιτυχώς) να ενοποιήσει τις εξισώσεις της Γενικής Σχετικότητας για τη βαρύτητα με τον ηλεκτρομαγνητισμό, με την πρόθεση να δημιουργήσει μια νέα αιτιοκρατική θεωρία του ενοποιημένου πεδίου.

Ωστόσο ακόμη και αυτές οι ατελέσφορες προσπάθειές του δεν ήταν ολότελα μάταιες, αφού τις επόμενες δεκαετίες οδήγησαν στις αναζητήσεις των κρυφών κοσμικών διαστάσεων του Σύμπαντος και στην ανάπτυξη της θεωρίας των χορδών.

Ακόμη και στην περίπτωση του Αϊνστάιν λοιπόν ισχύει ότι «το σφάλλειν ανθρώπινον».

Οφείλουμε πάντως να αναγνωρίσουμε ότι το να διαπράξει κάποια δημιουργικά «λάθη» ήταν σχεδόν αναπόφευκτο, αφού μόνο μέσα από τέτοια λάθη καταφέρνει η επιστημονική σκέψη να αποκαλύπτει τη λειτουργία του πολύπλοκου, δυναμικού και γνωστικά αβέβαιου Σύμπαντος.