Στα όπλα, στα όπλα
Ο Καλλίνος είναι -μαζί με τον Αρχίλοχo- ο πρώτος ποιητής του οποίου το σωζόμενο έργο δεν είναι γραμμένο σε δακτυλικούς εξαμέτρους. Τα ποιήματά του ανήκουν στο είδος της ελεγείας, της ποίησης δηλαδή που είναι γραμμένη σε δίστιχα (1 εξάμετρος + 1 πεντάμετρος σε δακτυλικό μέτρο) και -σε αντίθεση προς το επίγραμμα, που χρησιμοποιούσε επίσης το δίστιχο- απαγγελλόταν με τη συνοδεία αυλού. Η ποιητική δραστηριότητα του Καλλίνου συμπίπτει με μια περίοδο κατά την οποία η πατρίδα του, η Έφεσος, βρισκόταν σε πόλεμο με τη Μαγνησία και απειλούνταν από το βαρβαρικό φύλο των Κιμμερίων (περ. 652 π.Χ.). Στην ελεγεία που παρατίθεται εδώ -τη μόνη από την οποία μας σώζεται εκτενές απόσπασμα- ο Καλλίνος προτρέπει τους νέους της πατρίδας του να αφήσουν την ξέγνοιαστη ζωή και να πολεμήσουν μέχρι την τελευταία τους πνοή για την πατρίδα. Όπως μπορεί να υποθέσει κανείς από τον πρώτο στίχο («Ώς πότε, νέοι, θα κάθεστε άπρακτοι;»), απαγγέλθηκε ίσως σε κάποιο συμπόσιο. Ως προς τη δομή της η ελεγεία ακολουθεί το πρότυπο ανάλογων αγωνιστικών προτροπών που συναντούμε στην Ιλιάδα, οι οποίες συνδυάζουν δύο βασικά στοιχεία: την "πρόσκληση", με την οποία επιδιώκεται η συναισθηματική διέγερση (πβ. στ. 2-3: «Πότε θα δείξετε καρδιά αντρειωμένη; Ντροπή [...]»), και την "επιχειρηματολογία", με την οποία επιδιώκεται η λογική πειθώ.
Απόσπασμα 1
μέχρις τέο κατάκεισθε; κότ᾽ ἄλκιμον ἕξετε θυμόν,
ὦ νέοι; οὐδ᾽ αἰδεῖσθ᾽ ἀμφιπερικτίονας
ὧδε λίην μεθιέντες; ἐν εἰρήνῃ δὲ δοκεῖτε
ἧσθαι, ἀτὰρ πόλεμος γαῖαν ἅπασαν ἔχει
τιμῆέν τε γάρ ἐστι καὶ ἀγλαὸν ἀνδρὶ μάχεσθαι
γῆς πέρι καὶ παίδων κουριδίης τ᾽ ἀλόχου
δυσμενέσιν· θάνατος δὲ τότ᾽ ἔσσεται, ὁππότε κεν δὴ
Μοῖραι ἐπικλώσωσ᾽. ἀλλά τις ἰθὺς ἴτω
10 ἔγχος ἀνασχόμενος καὶ ὑπ᾽ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ
ἔλσας, τὸ πρῶτον μειγνυμένου πολέμου.
οὐ γάρ κως θάνατόν γε φυγεῖν εἱμαρμένον ἐστὶν
ἄνδρ᾽, οὐδ᾽ εἰ προγόνων ᾖ γένος ἀθανάτων.
πολλάκι δηϊοτῆτα φυγὼν καὶ δοῦπον ἀκόντων
15 ἔρχεται, ἐν δ᾽ οἴκῳ μοῖρα κίχεν θανάτου,
ἀλλ᾽ ὁ μὲν οὐκ ἔμπης δήμῳ φίλος οὐδὲ ποθεινός·
τὸν δ᾽ ὀλίγος στενάχει καὶ μέγας ἤν τι πάθῃ·
λαῷ γὰρ σύμπαντι πόθος κρατερόφρονος ἀνδρὸς
θνήσκοντος, ζώων δ᾽ ἄξιος ἡμιθέων·
20 ὥσπερ γάρ μιν πύργον ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶσιν·
ἔρδει γὰρ πολλῶν ἄξια μοῦνος ἐών.
***
Ως πότε, νέοι, θα κάθεστε άπρακτοι;
Πότε θα δείξετε καρδιά αντρειωμένη;
Ντροπή, που σας βλέπουν και οι γειτονικοί λαοί.
Τόσο λίγο γνοιάζεστε για την πατρίδα;
Νομίζετε, αλλά δεν είναι ειρήνη πια,
άδραξε ο πόλεμος ολόκληρη τη γη μας.
Δόξα και τιμή να μάχεται ο άντρας τον εχθρό,
να πολεμά για την πατρίδα, τα παιδιά και τη γυναίκα του.
Θά ᾽ρθει ο θάνατος όταν οι μοίρες κόψουνε το νήμα·
αλλά τραβάτε εμπρός, τα δόρατα προτεταμένα10
με θάρρος στην καρδιά,
από τις ασπίδες καλυμμένοι
ευθύς ως ξεσπάσει η καταιγίδα του πολέμου.
Είναι γραφτό: ο άνθρωπος του Χάρου δεν ξεφεύγει
ακόμη και αν είναι η γενιά του θεϊκή.
Πόσες φορές ξεφεύγοντας από της μάχης την αντάρα,
απ᾽ όπου ακούγεται φρικτή των όπλων η κλαγγή,
στο σπίτι σου σε πετυχαίνει η μοίρα του θανάτου.15
Δεν αγαπά ο λαός της πόλης, δεν αναζητά
το μαχητή που γύρισε από τη μάχη ζωντανός.
Αν όμως σκοτωθεί, πλούσιοι και φτωχοί τον κλαίνε.
Όλος ο κόσμος αναζητά τον ψυχωμένο άντρα όταν πεθάνει.
Αν πάλι ζήσει, ημίθεος λογιέται.
Σαν πύργος στα μάτια τους φαντάζει,20
γιατί και μόνος του ισοζυγίζει με πολλούς.
Απόσπασμα 1
μέχρις τέο κατάκεισθε; κότ᾽ ἄλκιμον ἕξετε θυμόν,
ὦ νέοι; οὐδ᾽ αἰδεῖσθ᾽ ἀμφιπερικτίονας
ὧδε λίην μεθιέντες; ἐν εἰρήνῃ δὲ δοκεῖτε
ἧσθαι, ἀτὰρ πόλεμος γαῖαν ἅπασαν ἔχει
…
5 καί τις ἀποθνήσκων ὕστατ᾽ ἀκοντισάτω.τιμῆέν τε γάρ ἐστι καὶ ἀγλαὸν ἀνδρὶ μάχεσθαι
γῆς πέρι καὶ παίδων κουριδίης τ᾽ ἀλόχου
δυσμενέσιν· θάνατος δὲ τότ᾽ ἔσσεται, ὁππότε κεν δὴ
Μοῖραι ἐπικλώσωσ᾽. ἀλλά τις ἰθὺς ἴτω
10 ἔγχος ἀνασχόμενος καὶ ὑπ᾽ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ
ἔλσας, τὸ πρῶτον μειγνυμένου πολέμου.
οὐ γάρ κως θάνατόν γε φυγεῖν εἱμαρμένον ἐστὶν
ἄνδρ᾽, οὐδ᾽ εἰ προγόνων ᾖ γένος ἀθανάτων.
πολλάκι δηϊοτῆτα φυγὼν καὶ δοῦπον ἀκόντων
15 ἔρχεται, ἐν δ᾽ οἴκῳ μοῖρα κίχεν θανάτου,
ἀλλ᾽ ὁ μὲν οὐκ ἔμπης δήμῳ φίλος οὐδὲ ποθεινός·
τὸν δ᾽ ὀλίγος στενάχει καὶ μέγας ἤν τι πάθῃ·
λαῷ γὰρ σύμπαντι πόθος κρατερόφρονος ἀνδρὸς
θνήσκοντος, ζώων δ᾽ ἄξιος ἡμιθέων·
20 ὥσπερ γάρ μιν πύργον ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶσιν·
ἔρδει γὰρ πολλῶν ἄξια μοῦνος ἐών.
***
Ως πότε, νέοι, θα κάθεστε άπρακτοι;
Πότε θα δείξετε καρδιά αντρειωμένη;
Ντροπή, που σας βλέπουν και οι γειτονικοί λαοί.
Τόσο λίγο γνοιάζεστε για την πατρίδα;
Νομίζετε, αλλά δεν είναι ειρήνη πια,
άδραξε ο πόλεμος ολόκληρη τη γη μας.
...
Χτύπα τον εχθρό, ώς την τελευταία σου πνοή,5Δόξα και τιμή να μάχεται ο άντρας τον εχθρό,
να πολεμά για την πατρίδα, τα παιδιά και τη γυναίκα του.
Θά ᾽ρθει ο θάνατος όταν οι μοίρες κόψουνε το νήμα·
αλλά τραβάτε εμπρός, τα δόρατα προτεταμένα10
με θάρρος στην καρδιά,
από τις ασπίδες καλυμμένοι
ευθύς ως ξεσπάσει η καταιγίδα του πολέμου.
Είναι γραφτό: ο άνθρωπος του Χάρου δεν ξεφεύγει
ακόμη και αν είναι η γενιά του θεϊκή.
Πόσες φορές ξεφεύγοντας από της μάχης την αντάρα,
απ᾽ όπου ακούγεται φρικτή των όπλων η κλαγγή,
στο σπίτι σου σε πετυχαίνει η μοίρα του θανάτου.15
Δεν αγαπά ο λαός της πόλης, δεν αναζητά
το μαχητή που γύρισε από τη μάχη ζωντανός.
Αν όμως σκοτωθεί, πλούσιοι και φτωχοί τον κλαίνε.
Όλος ο κόσμος αναζητά τον ψυχωμένο άντρα όταν πεθάνει.
Αν πάλι ζήσει, ημίθεος λογιέται.
Σαν πύργος στα μάτια τους φαντάζει,20
γιατί και μόνος του ισοζυγίζει με πολλούς.