Το προσκύνημα σε πρόσωπα που ζούσαν ακόμη συνέβαινε κατά μίμηση παγανιστικών εθίμων. Παντού στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία προσείλκυαν το πλήθος άνθρωποι κατειλημμένοι από τον «θεό», κήρυκες και θαυματοποιοί, σοφοί, μάντεις, εξάγγελοι της σωτηρίας, μυσταγωγοί, θεόπνευστοι. Και αυτοί οι ζωντανοί «divi», άνθρωποι προικισμένοι, για τους οποίους πίστευαν ότι ήταν πλήρεις θείου πνεύματος και θείας δύναμης, τους οποίους θεωρούσαν απεσταλμένους του Θεού, κινητοποίησαν ολόκληρα πλήθη. Διότι κατά την ελληνιστική περίοδο του θρησκευτικού συγκρητισμού, οι λαϊκές μάζες αγαπούσαν τους «επίγειους» θεούς, τους «επίγειους» αρωγούς, αυτούς θαύμαζαν οι «divi» ήρθαν να αντικαταστήσουν, ούτως ειπείν, τους φιλοσόφους και τους ποιητές της κλασικής περιόδου.
Στους πιο περίφημους από αυτούς τους ειδωλολάτρες συγκαταλέγεται ένας σύγχρονος της εποχής του Ιησού, ο Απολλώνιος ο Τυανέας, η βιογραφία του οποίου, γραμμένη από τον Φιλόστρατο, έχει τόσο εκπληκτικές ομοιότητες με τη βιβλική εικόνα του Ιησού, ώστε σε πολλά κομμάτια της διαβάζεται σαν ευαγγελικό κείμενο. Κι ένας ακόμη πιο σκοτεινός εκπρόσωπος αυτού του θεϊκού σιναφιού είναι ο Περεγρίνος ο Πρωτεύς, ένας κυνικός, ο οποίος αυτοπυρπολείται το 176 μ.Χ. σε μια θεαματική επίδειξη στην Ολυμπία μπροστά στα μάτια πολλών περίεργων περαστικών, αφού προηγουμένως, στη φυλακή, ομολογεί πίστη στον Χριστιανισμό -σύμφωνα με τον Λουκιανό, μόνο και μόνο για να αρπάξει πλούσια δώρα.
Σύμφωνα με τους απολογητές, υπάρχει ωστόσο μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο προσκύνημα σε ζώντες ειδωλολάτρες κι εκείνο σε ζώντες χριστιανούς, μεγάλη διαφορά γενικά ανάμεσα σε κάθε ειδωλολατρικό και χριστιανικό προσκύνημα. Παραδέχονται μεν μια εκπληκτική ομοιότητα όσον αφορά τα εξωτερικά γνωρίσματα, ακόμη και ταυτότητα των προσώπων, αλλά ο ειδωλολάτρης αρωγός ενεργούσε από μόνος του, ο χριστιανός όμως μέσω του Θεού -ο ένας είναι η πηγή, ο άλλος το εργαλείο, η μια βοήθεια έχει μαγικές επιρροές, είναι θεουργική πρακτική, η άλλη είναι γνήσια και πραγματικά θρησκευτική. Ωστόσο λένε ότι ο Χριστός είναι πηγή, όπως ο ειδωλολάτρης ήρωας, αλλά ο Χριστός «αποτελεί εδώ εξαίρεση και δεν συγκρίνεται με άλλους» (Kotting).Βέβαια, αυτά τα ξέρουμε και δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με τέτοιου είδους εξυπνάδες, με παπαδίστικα ψέματα, μπορούμε να αγνοήσουμε τέτοιες δήθεν λόγιες διαφοροποιήσεις, που δεν είναι παρά χονδροειδείς απάτες και διδάσκονται για αιώνες. Όπως και να έχει το πράγμα, από τη μια πλευρά έχουμε να κάνουμε με την επιθυμία να βοηθηθούν, την ικανοποίηση της περιέργειας, την πίστη σε θαύματα· και από την άλλη με την κομπορρήμονα εκκεντρικότητα των επιδειξιών, όπως και με την επιδίωξη να βγάλουν κέρδος από τη δυστυχία, την αποβλάκωση· με λίγα λόγια κάθε φορά το θέμα είναι η ανθρώπινη φτώχεια, η μανία για τα θαύματα και η μπίζνα.
Οι ασκητές διέθεταν μεγάλη δύναμη έλξης. Υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να γίνουν αντικείμενα της περιέργειας των πιστών. Κάθε φορά που πλησίαζε κάποιο δίποδο, αυτοί κρύβονταν σαν αγρίμια μέσα στη σπηλιά τους, χώνονταν στη γη σαν τυφλοπόντικες, ώστε μιλούσαν και για «άγιους τυφλοπόντικες». Για πολλούς αρκούσε «η μυρωδιά των ανθρώπων», για να το βάλουν στα πόδια. Και πολλές ασκητείες δεν δημιουργήθηκαν για θαυμαστές, όπως βεβαίως οι «έγκλειστοι» ή οι «βοσκοί».
Άλλοι ασκητές όμως αγαπούσαν τη «δημοσιότητα» και περιβάλλονταν από πλήθος μαθητών. Ο άγιος Απολλώνιος είχε περισσότερους από πεντακόσιους, όπως πιστοποιεί ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Ρουφίνος. Άλλοι πάλι έμοιαζαν μάλλον με επιδειξίες της πιο ακραίας μορφής. Ναι μεν κάλυπταν το «αμαρτωλό» μέλος τους, είτε με μακριά μαλλιά, με μακριές γενειάδες, με φύλλα, είτε απλά κλείνοντας γρήγορα σφιχτά τα πόδια, αλλά κατά τα άλλα επιδείκνυαν τον ηρωισμό τους, την ηρωική αυτοθυσία τους στις υπηρεσίες του άγιου εγωισμού, για την επίτευξη του ουράνιου βασιλείου, επιδείκνυαν ανενδοίαστα την ασκητεία τους και κάθε είδος τρέλας που μπορεί να φανταστεί άνθρωπος. Ύστερα, σε αυτούς τους έρημους τόπους διαδραματίστηκε «ένα πρωτόγνωρο θέατρο, ένα θέατρο στο οποίο ο καθένας δίνει την εντύπωση ότι παίζει έναν αιώνιο ρόλο με ζήλο και οδυνηρή σχολαστικότητα», και το έκαναν με τέτοιο τρόπο, ώστε θα ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, «να διακρίνεις εδώ τους πραγματικούς τρελούς από τους δήθεν, τους αληθινούς αγίους από τους ψεύτικους» (Lacarriere).
Όλη αυτή η χριστιανική βλακεία στις έρημους της Αιγύπτου, της Αραβίας, της Συρίας προκαλούσε την περιέργεια των πιστών. Είχε δημιουργηθεί ένα αντίγραφο των «Αγίων Τόπων» (Raymond Ruyer), οιονεί κομμουνιστικές κοινότητες και εκκεντρικοί όλων των ειδών. Κι έτσι άρχισαν να πηγαίνουν προσκυνητές και σε αυτά τα μέρη, καθώς μάλιστα, για πολλούς που ταξίδευαν στους «Αγίους Τόπους», η χώρα των Φαραώ ήταν μια μικρή εκδρομή. Ήδη από το δεύτερο ήμισυ του 4ου αιώνα επισκέπτονται αναρίθμητοι πιστοί, με οποιαδήποτε κίνητρα, αλλού τους πιο γνωστούς αναχωρητές, αλλού τα σημαντικότερα μοναστικά κέντρα, τα μοναστήρια, στο Πίσπιρ, την Αρσινόη, την Οξύρρυγχο, την Αφροδιτόπολη, τη Βαβυλώνα, τη Μέμφιδα κ.ά. Έτσι, πήγαιναν απλοί άνθρωποι, όπως και «άνθρωποι του κόσμου». Ευγενείς, αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, πλούσιες κυρίες, όπως η πλούσια φίλη του Ιερώνυμου, Παύλα. Και η προσκυνήτρια Αιθερία ήταν ανάμεσα τους, και κατόπιν λαμπρές προσωπικότητες της εκκλησιαστικής ιστορίας από Ανατολή και Δύση, ο Παλλάδιος, ο Ιωάννης, ο Κασσιανός ή ο Ρουφίνος της Ακουιληίας. Και φυσικά, μεγάλα ξενοδοχεία κοντά στα μοναστήρια φρόντιζαν κι εδώ για την παρατεταμένη παραμονή των προσκυνητών.
Μέχρις εδώ πληροφορούμαστε ότι για να κερδίσει κανείς τον τίτλο «Μέγας», πρέπει να είναι εντελώς αγράμματος. Έτσι εξηγείται η αγραμματοσύνη των καλόγερων ανά τους αιώνες. Κι αν δεν προέκυπτε αργότερα η ανάγκη της ανάγνωσης, για λόγους που εξυπηρετούσαν τις χριστιανικές λειτουργίες, μάλλον θα παρέμενε η τάξη αυτή των μοναχών βουτηγμένη εντελώς στα σκοτάδια της παντελούς αγραμματοσύνης. Καθ’ όλον τον ερημικό βίο του ο Αντώνιος ουδέποτε άλλαξε ένδυμα και ουδέποτε ένιψε το σώμα του ή καν τα πόδια του με νερό! (Βίος κεφ. 47 και 95).
Δεύτερο λοιπόν χάρισμα για να αποκαλεστεί κανείς μέγας είναι η παντελής έλλειψη καθαριότητας! Τόσο δε θαύμασαν οι κατοπινοί άγιοι πατέρες την αρετή αυτή της απλυσιάς του Αντωνίου, ώστε φρόντισαν να την καθιερώσουν δια των θείων διδασκαλιών τους και κυρίως δια του επιχειρήματος ότι είναι κάκιστη χειρονομία το «μπανίζεσθαι τον μοναχόν» ένεκα τη διεγέρσεως του σεξουαλικού ενστίκτου, το οποίον τούτο κατηραμένον ένστικτο «εξανίσταται δια της αφής των χειρών επί του σώματος».
Ο Αντώνιος όχι μόνον ήταν αγράμματος αλλά υποστήριζε και θεωρητικά την αγραμματοσύνη. Διέθετε μάλιστα επιχείρημα ατράνταχτο και αδιάσειστο. Όταν λοιπόν προσήλθαν κάποιοι προς αυτόν και θέλησαν να τον πειράξουν για την αγραμματοσύνη του, τους αποστόμωσε λέγων: «Τι λέγετε, τι είναι πρώτον ο νους ή τα γράμματα και ο νους είναι αίτιον των γραμμάτων ή τα γράμματα του νου;». Όταν δε αυτοί του απάντησαν ότι προηγείται ο νους κι ότι αυτός είναι εφευρέτης των γραμμάτων, απάντησε: «Εκείνος λοιπόν όστις έχει υγιή νουν δεν έχει ανάγκη των γραμμάτων» (κ. 73).
Σε κάποιον σοφό που ρώτησε πάλι τον Αντώνιο πώς αντέχει την στέρηση της ευχαρίστησης από την ανάγνωση βιβλίων απάντησε: «Το δικό μου βιβλίο, ω φιλόσοφε, είναι η φύση των γεγονότων και μπορώ όταν θέλω να αναγινώσκω τους λόγους του Θεού».
Για να δούμε όμως τι είδους ανθρώπους παράγουν τέτοιες σκοταδιστικές διδασκαλίες. Ένα συνηθισμένο θέμα των ζωγράφων του Μεσαίωνα ήταν οι πειρασμοί του αγίου Αντωνίου. Με τον Αντώνιο εικονίζονταν συνήθως γυναίκες, ως σύμβολο των σαρκικών πειρασμών, και χοίροι, ως προσωποποίηση των δαιμόνων, τους οποίους υπερνίκησε. Από παρεξήγηση λοιπόν του συμβολισμού αυτού ο Αντώνιος θεωρήθηκε προστάτης των χοίρων και γενικώς των ζώων. Επίσης θεωρήθηκε και ως προστάτης κατά διαφόρων επιδημιών, τις οποίες νόμιζαν ότι προκαλούσαν διαβολικές επιδράσεις και μάλιστα της φοβερής πανωλικής επιδημίας, η οποία ονομάζονταν συνήθως «Αντωνιανόν Πυρ», διότι πιστεύονταν ότι θεραπεύονταν δια της επικλήσεως του ονόματος του αγίου αυτού, και εκ εξ αυτού προέκυψε το τάγμα των Αντωνιανών. Ο πρωτοπόρος τώρα της προώθησης του βρόμικου και άπλυτου σώματος Αντώνιος, γίνεται, αυτός ο ίδιος, το αντίδοτο κατά της επιδημίας που προκάλεσε. Ως προς την ανακήρυξη του αγίου ως προστάτη των χοίρων, τελικά, φαίνεται ότι αποδόθηκε μια φυσική δικαιοσύνη. Ποιος άραγε θα μπορούσε να καταλάβει δικαιότερα την θέση αυτή από έναν άνθρωπο που δεν είχε πλυθεί στη ζωή του ούτε μία φορά.
Ο άγιος ζούσε σχεδόν όλη τη ζωή του μέσα σ’ ένα πηγάδι, τρώγοντας αποκλειστικά μουχλιασμένα παξιμάδια. Μέσα εκεί ο Διάβολος του «έστελνε» διάφορους πειρασμούς για να τον δοκιμάσει όπως θηρία, πόρνες, δαίμονες, πουλιά, σκουλήκια, φίδια κ.ά. Ο άγιος όμως κατάφερνε κι «αντιστεκόταν». Απ’ την πείνα και την κακουχία πολλά είναι αυτά που μπορεί κανείς να δει… Τα πάντα όλα που λέει και ο γνωστός μας Αλέφαντος…
Οράματα σαν μελίσσια και χριστιανική παραζάλη θαυμάτων
Στους ασκητές έρχονται τα οράματα, όπως οι μέλισσες στην κυψέλη. Η παράφρων ασκητεία με την οποία κακομεταχειρίζονται σώμα και πνεύμα, η διαρκής νηστεία, οι αγρυπνίες, μια υποβόσκουσα μανία φαντασμάτων, μέσα σε συχνά τρομακτική μοναξιά, τους καθιστούν εκ των προτέρων επιρρεπείς σε «οπτασίες». Όσο περισσότερο αυτοτιμωρούνται, όσο περισσότερο παλεύουν με δαιμόνια, τόσες περισσότερες παραισθήσεις, οπτασίες, ακροάσεις έχουν και τόσο λιγότερη επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο άγιος Αντώνιος έχει τόσο συχνά επαφή με υπέργειες ή και υπόγειες δυνάμεις, ώστε ακούει την περίφημη φωνή «άνωθεν», όπως εμείς ακούμε ραδιόφωνο, χωρίς οποιοδήποτε παράσιτο, καθώς, βλέπετε, «έχει συνηθίσει να του μιλάνε έτσι». Και στις ακροάσεις έρχονται να προστεθούν τα οράματα. Κάποτε απειλείται η ίδια του η ανάληψη στους ουρανούς από όλων των ειδών τις αισχρές λάμψεις του αέρα. Μία άλλη φορά βλέπει πώς ένας τρομακτικός δαίμονας που φτάνει μέχρι τα σύννεφα προσπαθεί να σταματήσει άλλες (φτερωτές) ψυχές που ανεβαίνουν αλλά ο Διάβολος δεν κατορθώνει «να νικήσει εκείνους οι οποίοι δεν τον υπάκουσαν».
Ο Αντώνιος «θεράπευσε» εκατοντάδες ανίατους ασθενείς. Κάποτε σε μία θεραπεία παρθένας έβγαιναν διαβολικές εκκρίσεις απ’ τα μάτια, τη μύτη και τ’ αυτιά και μεταμορφώνονταν σε σκουλήκια. Μια άλλη φορά ένας τρομακτικός δαίμονας, που έφθανε μέχρι τα σύννεφα προσπαθούσε να σταματήσει τις ευσεβείς ψυχές πεθαμένων χριστιανών να πηγαίνουν στον Παράδεισο. Ο Αντώνιος προσευχήθηκε και ο δαίμονας διαλύθηκε ως εκ θαύματος. Ο βίος του αγίου Αντωνίου είναι απ’ τους πιο εξωπραγματικούς, γεμάτος από διαβολικές περιπέτειες και οράματα! Φυσικά ο συγγραφέας του βίου του ήταν ο μαθητής του και μεγάλος πλαστογράφος της ιστορίας, ο άγιος Αθανάσιος. «Μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις», λέει μια λαϊκή παροιμία.
Πάρα πολλά στοιχεία της περίφημης κακόφημης βιογραφίας του αγίου Αντωνίου που όπως προαναφέρθηκε γράφτηκε από την πέννα του αγίου πλαστογράφου Αθανάσιου –«ένα έργο παγκόσμιας λογοτεχνίας» (Staats), «ένα βιβλίο με τη μεγαλύτερη επιρροή όλων των εποχών» (Momigliano), όπως εικάζεται, γενικά το πιο επιτυχημένο παραμύθι με αγίους- επαναλαμβάνονται και σε άλλους βίους αγίων, ανάμεσα τους και πολλά οπτασιακά. Όπως π.χ. ο Αντώνιος βλέπει κατά τον θάνατο του μοναχού Αμμούν (Άμμωνα) να ανεβαίνει η ψυχή του στους ουρανούς, έτσι βλέπει και ο άγιος ηγούμενος Βενέδικτος την ψυχή της αδελφής του, κατά τον θάνατό της, να αιωρείται και να ανεβαίνει στους ουρανούς με τη μορφή περιστεριού. Το κατασκεύασμα του Αλεξανδρινού πατριάρχη έγινε το χριστιανικό μπεστ σέλερ του 4ου αιώνα και αποβλάκωσε την ανθρωπότητα, όπως λίγα άλλα του είδους του, έως και σήμερα.
Η νέα αυτή τρέλα των θαυμάτων διαδίδεται παντού με αυξανόμενη μανία. Οι ταπεινόφρονες ταχυδακτυλουργοί άγιοι-μοναχοί λατρεύονται σαν οι επί γης θεοί, ή παρομοιάζονται σαν επουράνιοι άγγελοι, οι πιστοί τούς φιλούν τα πόδια, τούς παρακαλούν να τούς βοηθήσουν, ζητούν την συμβουλή τους σε κάθε θέμα και σε θέματα πίστης. Ακόμα και οι χριστιανοί αυτοκράτορες θεωρούσαν τον εαυτό τους τυχερό, να μπορούσαν να τούς είχαν στο τραπέζι τους. Σε αρκετούς έφτιαχναν εκκλησίες εν ζωή ακόμη, ενώ άλλους τους προόριζαν στο να αποκτήσουν τα λείψανά τους μετά θάνατον.
Οι επιφανέστεροι πατέρες της Εκκλησίας Αθανάσιος, Αμβρόσιος, Ιερώνυμος, Χρυσόστομος υποστήριζαν, ότι όποιος δεν πίστευε στα θαύματα αυτά ήταν πνευματικά διεστραμμένος. Οι πιο γνωστοί πατέρες της εκκλησίας υπερασπίζονταν τέτοια κείμενα ως μαρτυρίες και οι περισσότεροι αρχαίοι θεολόγοι τα θεωρούσαν εντελώς αληθινά. Ποτέ να μην ξεχνάμε επίσης, ότι και με τέτοια σκουπίδια προπαγάνδιζαν τον Χριστιανισμό και με τέτοια σκουπίδια εξαπλώθηκε και εδραιώθηκε η πνευματική και σωματική βαρβαρότητά του.
Με όλα αυτά είμαστε από ώρα χωμένοι βαθιά στο κεφάλαιο του ενός ξεχωριστού είδος μύθου: Το ψεύδος με φωτοστέφανο, την ηθοπλαστική λογοτεχνία, προ πάντων οι ιστορίες των αγίων, οι βίοι των αγίων.
Αυτό το κηφηναριό ο Χριστιανισμός προβάλλει ως πρότυπο στους νέους, ενώ θα έπρεπε να τους προβάλλει ως παραδείγματα προς αποστροφή και αποφυγή. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει: «Και τώ όντι, μήπως δεν είδομεν πολλάκις εν τοις προηγουμένοις βιβλίοις τους μοναχούς εγκαταλείποντας τον ερημικόν βίον, πληρούντας τάς οδούς και τάς οικίας των πόλεων, αναμιγνυομένους εις τα πολιτικά πράγματα και άλλως ραδιουργούντας, ακολασταίνοντας; Έν γένει προϊόντος του χρόνου ο θεμελιώδης ασκητικός του βίου τούτου χαρακτήρ κατήντησεν εξαίρεσις. Συνήθως οι μοναχοί διήγον ήδη βίον άνετον και ευπαθή εις μοναστήρια πλούσια γενόμενα διά των πολλών κινητών και ακινήτων αναθημάτων, τα οποία αφιέρωνεν είς αυτά η των ανθρώπων ευλάβεια… Το δεινόν, το μέγα δεινόν, ενέκειτο είς τα κοινώς λεγόμενα μοναστήρια, διότι μυριάδες νέων συνέρρεον κατ’ έτος είς τα ενδιαιτήματα ταύτα της απραγμοσύνης, και ενίοτε της ακολασίας, οι πλείστοι ουχί υπό ζέοντος θρησκευτικού αισθήματος ή άλλης ανάγκης φερόμενοι αλλ’ ελαυνόμενοι υπό της είς την αργίαν και την τρυφήν ροπής» (4ο τόμος, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ»).
Ο καθείς από εμάς θα πρέπει ν’ αποβάλλει όλη αυτή την θρησκευτική παραφροσύνη απ’ την ψυχή του. Μετά θ’ ακολουθήσουν και οι Ρωμιοί ταγοί μας, αν κάποτε μπορέσουν κι αυτοί και ξεφύγουν απ’ την δαγκάνα της θρησκείας. Ζούμε σε μία τριτοκοσμική χώρα, που στραγγαλίζει οτιδήποτε Ελληνικό ή άλλο πολιτισμικό στοιχείο και μας βυθίζει συνεχώς στο απόλυτο σκότος… Ας τελειώσουμε με μία σοφή φράση του φιλόσοφου Επίκουρου: «Είναι αισχρό να ζητάμε από θεούς αυτά, που μπορούμε να δώσουμε μόνοι μας στον εαυτό μας».