ΟΡ. φεῦ·
γενναῖον ἄνδρ᾽ ἔλεξας, εὖ τε δραστέον.
ΗΛ. εἰ δή ποθ᾽ ἥξει γ᾽ ἐς δόμους ὁ νῦν ἀπών.
ΟΡ. μήτηρ δέ σ᾽ ἡ τεκοῦσα ταῦτ᾽ ἠνέσχετο;
265 ΗΛ. γυναῖκες ἀνδρῶν, ὦ ξέν᾽, οὐ παίδων φίλαι.
ΟΡ. τίνος δέ σ᾽ οὕνεχ᾽ ὕβρισ᾽ Αἴγισθος τάδε;
ΗΛ. τεκεῖν μ᾽ ἐβούλετ᾽ ἀσθενῆ, τοιῶιδε δούς.
ΟΡ. ὡς δῆθε παῖδας μὴ τέκοις ποινάτορας;
ΗΛ. τοιαῦτ᾽ ἐβούλευσ᾽· ὧν ἐμοὶ δοίη δίκην.
270 ΟΡ. οἶδεν δέ σ᾽ οὖσαν παρθένον μητρὸς πόσις;
ΗΛ. οὐκ οἶδε· σιγῆι τοῦθ᾽ ὑφαιρούμεσθά νιν.
ΟΡ. αἵδ᾽ οὖν φίλαι σοι τούσδ᾽ ἀκούουσιν λόγους;
ΗΛ. ὥστε στέγειν γε τἀμὰ καὶ σ᾽ ἔπη καλῶς.
ΟΡ. τί δῆτ᾽ Ὀρέστης πρὸς τάδ᾽, Ἄργος ἢν μόληι;
275 ΗΛ. ἤρου τόδ᾽; αἰσχρόν γ᾽ εἶπας· οὐ γὰρ νῦν ἀκμή;
ΟΡ. ἐλθὼν δὲ δὴ πῶς φονέας ἂν κτάνοι πατρός;
ΗΛ. τολμῶν ὑπ᾽ ἐχθρῶν οἷ᾽ ἐτολμήθη †πατήρ†.
ΟΡ. ἦ καὶ μετ᾽ αὐτοῦ μητέρ᾽ ἂν τλαίης κτανεῖν;
ΗΛ. ταὐτῶι γε πελέκει τῶι πατὴρ ἀπώλετο.
280 ΟΡ. λέγω τάδ᾽ αὐτῶι, καὶ βέβαια τἀπὸ σοῦ;
ΗΛ. θάνοιμι μητρὸς αἷμ᾽ ἐπισφάξασ᾽ ἐμῆς.
ΟΡ. φεῦ·
εἴθ᾽ ἦν Ὀρέστης πλησίον κλύων τάδε.
ΗΛ. ἀλλ᾽, ὦ ξέν᾽, οὐ γνοίην ἂν εἰσιδοῦσά νιν.
ΟΡ. νέα γάρ, οὐδὲν θαῦμ᾽, ἀπεζεύχθης νέου.
285 ΗΛ. εἷς ἂν μόνος νιν τῶν ἐμῶν γνοίη φίλων.
ΟΡ. ἆρ᾽ ὃν λέγουσιν αὐτὸν ἐκκλέψαι φόνου;
ΗΛ. πατρός γε παιδαγωγὸς ἀρχαῖος γέρων.
ΟΡ. ὁ κατθανὼν δὲ σὸς πατὴρ τύμβου κυρεῖ;
ΗΛ. ἔκυρσεν ὡς ἔκυρσεν, ἐκβληθεὶς δόμων.
290 ΟΡ. οἴμοι, τόδ᾽ οἷον εἶπας· αἴσθησις γὰρ οὖν
καὶ τῶν θυραίων πημάτων δάκνει βροτούς.
λέξον δ᾽, ἵν᾽ εἰδὼς σῶι κασιγνήτωι φέρω
λόγους ἀτερπεῖς ἀλλ᾽ ἀναγκαίους κλύειν.
ἔνεστι δ᾽ οἶκτος ἀμαθίαι μὲν οὐδαμοῦ,
295 σοφοῖσι δ᾽ ἀνδρῶν· καὶ γὰρ οὐδ᾽ ἀζήμιον
γνώμην ἐνεῖναι τοῖς σοφοῖς λίαν σοφήν.
ΧΟ. κἀγὼ τὸν αὐτὸν τῶιδ᾽ ἔρον ψυχῆς ἔχω.
πρόσω γὰρ ἄστεως οὖσα τἀν πόλει κακὰ
οὐκ οἶδα, νῦν δὲ βούλομαι κἀγὼ μαθεῖν.
***
ΟΡΕ. Άαχ!
Ο άντρας σου καλός, καλό τού πρέπει.
ΗΛΕ. Άμα γυρίσει αυτός που λείπει τώρα.
ΟΡΕ. Κι η μάνα σου τ᾽ ανέχτηκε όλα τούτα;
ΗΛΕ. Τον άντρα, ξένε, απ᾽ τα παιδιά η γυναίκα στέργει.
ΟΡΕ. Ο Αίγισθος γιατί σε ντρόπιασε έτσι;
ΗΛΕ. Ήθελε ταπεινό παιδί να κάνω
και μ᾽ έδωσε σε τέτοιον άντρα.
ΟΡΕ. Να μη γεννήσεις γιους εκδικητές;
ΗΛΕ. Έτσι εστοχάστηκε, μα θα μου το πληρώσει.
270 ΟΡΕ. Το ξέρει πως ακόμα είσαι παρθένα;
ΗΛΕ. Όχι· είναι μυστικό και δεν το λέμε.
ΟΡΕ. Αυτές που μας ακούν είναι μαζί σου;
ΗΛΕ. Ναι, και φυλάν καλά τα μυστικά μας.
ΟΡΕ. Στ᾽ Άργος σαν έρθει ο Ορέστης, τί θα κάνει;
ΗΛΕ. Ρωτάς γι᾽ αυτό; Ντροπή· δεν είναι νά ᾽ρθει τώρα;
ΟΡΕ. Πώς θα σκοτώσει τους φονιάδες του πατέρα;
ΗΛΕ. Κάνοντας όσα εκάμαν στον γονιό μου.
ΟΡΕ. Τη μάνα σου θα σκότωνες μαζί του;
ΗΛΕ. Με το τσεκούρι που ο γονιός μου εχάθη.
280 ΟΡΕ. Να του τα πω; Τη γνώμη δεν αλλάζεις;
ΗΛΕ. Τη μάνα μου να σφάξω κι ας πεθάνω.
ΟΡΕ. Αχ! εδώ να ᾽ταν ο Ορέστης να τ᾽ ακούσει.
ΗΛΕ. Και να τον δω, δε θα τον γνώριζα όμως, ξένε.
ΟΡΕ. Διόλου παράξενο· μικροί ᾽χατε χωρίσει.
ΗΛΕ. Απ᾽ τους δικούς μου θα τον γνώριζ᾽ ένας μόνο.
ΟΡΕ. Αυτός, που ως λεν, τον έσωσε απ᾽ τον φόνο;
ΗΛΕ. Ναι, του γονιού μου ο γέροντας τροφός.
ΟΡΕ. Ο σκοτωμένος σου πατέρας έχει τάφο;
ΗΛΕ. Έχει όπως έχει, μακριά από το παλάτι.
290 ΟΡΕ. Αχ! τί λόγο μού είπες… Τους θνητούς η θλίψη
δαγκώνει κι όταν μάθουν για των άλλων
τα βάσανα. Λοιπόν λέγε να ξέρω
να πάω στον αδερφό σου πικρά λόγια,
μα τέτοια που είναι ανάγκη να τ᾽ ακούσει.
Στους άξεστους συμπόνια δεν υπάρχει,
μόνο στους γνωστικούς· γνώμη δεν έχει
σοφή ο σοφός χωρίς και να υποφέρει.
ΧΟΡ. Τον ίδιο πόθο έχω κι εγώ με τούτον.
Μακριά απ᾽ την πόλη ζω και τα δεινά της
δεν ξέρω, τώρα θέλω να τα μάθω.
γενναῖον ἄνδρ᾽ ἔλεξας, εὖ τε δραστέον.
ΗΛ. εἰ δή ποθ᾽ ἥξει γ᾽ ἐς δόμους ὁ νῦν ἀπών.
ΟΡ. μήτηρ δέ σ᾽ ἡ τεκοῦσα ταῦτ᾽ ἠνέσχετο;
265 ΗΛ. γυναῖκες ἀνδρῶν, ὦ ξέν᾽, οὐ παίδων φίλαι.
ΟΡ. τίνος δέ σ᾽ οὕνεχ᾽ ὕβρισ᾽ Αἴγισθος τάδε;
ΗΛ. τεκεῖν μ᾽ ἐβούλετ᾽ ἀσθενῆ, τοιῶιδε δούς.
ΟΡ. ὡς δῆθε παῖδας μὴ τέκοις ποινάτορας;
ΗΛ. τοιαῦτ᾽ ἐβούλευσ᾽· ὧν ἐμοὶ δοίη δίκην.
270 ΟΡ. οἶδεν δέ σ᾽ οὖσαν παρθένον μητρὸς πόσις;
ΗΛ. οὐκ οἶδε· σιγῆι τοῦθ᾽ ὑφαιρούμεσθά νιν.
ΟΡ. αἵδ᾽ οὖν φίλαι σοι τούσδ᾽ ἀκούουσιν λόγους;
ΗΛ. ὥστε στέγειν γε τἀμὰ καὶ σ᾽ ἔπη καλῶς.
ΟΡ. τί δῆτ᾽ Ὀρέστης πρὸς τάδ᾽, Ἄργος ἢν μόληι;
275 ΗΛ. ἤρου τόδ᾽; αἰσχρόν γ᾽ εἶπας· οὐ γὰρ νῦν ἀκμή;
ΟΡ. ἐλθὼν δὲ δὴ πῶς φονέας ἂν κτάνοι πατρός;
ΗΛ. τολμῶν ὑπ᾽ ἐχθρῶν οἷ᾽ ἐτολμήθη †πατήρ†.
ΟΡ. ἦ καὶ μετ᾽ αὐτοῦ μητέρ᾽ ἂν τλαίης κτανεῖν;
ΗΛ. ταὐτῶι γε πελέκει τῶι πατὴρ ἀπώλετο.
280 ΟΡ. λέγω τάδ᾽ αὐτῶι, καὶ βέβαια τἀπὸ σοῦ;
ΗΛ. θάνοιμι μητρὸς αἷμ᾽ ἐπισφάξασ᾽ ἐμῆς.
ΟΡ. φεῦ·
εἴθ᾽ ἦν Ὀρέστης πλησίον κλύων τάδε.
ΗΛ. ἀλλ᾽, ὦ ξέν᾽, οὐ γνοίην ἂν εἰσιδοῦσά νιν.
ΟΡ. νέα γάρ, οὐδὲν θαῦμ᾽, ἀπεζεύχθης νέου.
285 ΗΛ. εἷς ἂν μόνος νιν τῶν ἐμῶν γνοίη φίλων.
ΟΡ. ἆρ᾽ ὃν λέγουσιν αὐτὸν ἐκκλέψαι φόνου;
ΗΛ. πατρός γε παιδαγωγὸς ἀρχαῖος γέρων.
ΟΡ. ὁ κατθανὼν δὲ σὸς πατὴρ τύμβου κυρεῖ;
ΗΛ. ἔκυρσεν ὡς ἔκυρσεν, ἐκβληθεὶς δόμων.
290 ΟΡ. οἴμοι, τόδ᾽ οἷον εἶπας· αἴσθησις γὰρ οὖν
καὶ τῶν θυραίων πημάτων δάκνει βροτούς.
λέξον δ᾽, ἵν᾽ εἰδὼς σῶι κασιγνήτωι φέρω
λόγους ἀτερπεῖς ἀλλ᾽ ἀναγκαίους κλύειν.
ἔνεστι δ᾽ οἶκτος ἀμαθίαι μὲν οὐδαμοῦ,
295 σοφοῖσι δ᾽ ἀνδρῶν· καὶ γὰρ οὐδ᾽ ἀζήμιον
γνώμην ἐνεῖναι τοῖς σοφοῖς λίαν σοφήν.
ΧΟ. κἀγὼ τὸν αὐτὸν τῶιδ᾽ ἔρον ψυχῆς ἔχω.
πρόσω γὰρ ἄστεως οὖσα τἀν πόλει κακὰ
οὐκ οἶδα, νῦν δὲ βούλομαι κἀγὼ μαθεῖν.
***
ΟΡΕ. Άαχ!
Ο άντρας σου καλός, καλό τού πρέπει.
ΗΛΕ. Άμα γυρίσει αυτός που λείπει τώρα.
ΟΡΕ. Κι η μάνα σου τ᾽ ανέχτηκε όλα τούτα;
ΗΛΕ. Τον άντρα, ξένε, απ᾽ τα παιδιά η γυναίκα στέργει.
ΟΡΕ. Ο Αίγισθος γιατί σε ντρόπιασε έτσι;
ΗΛΕ. Ήθελε ταπεινό παιδί να κάνω
και μ᾽ έδωσε σε τέτοιον άντρα.
ΟΡΕ. Να μη γεννήσεις γιους εκδικητές;
ΗΛΕ. Έτσι εστοχάστηκε, μα θα μου το πληρώσει.
270 ΟΡΕ. Το ξέρει πως ακόμα είσαι παρθένα;
ΗΛΕ. Όχι· είναι μυστικό και δεν το λέμε.
ΟΡΕ. Αυτές που μας ακούν είναι μαζί σου;
ΗΛΕ. Ναι, και φυλάν καλά τα μυστικά μας.
ΟΡΕ. Στ᾽ Άργος σαν έρθει ο Ορέστης, τί θα κάνει;
ΗΛΕ. Ρωτάς γι᾽ αυτό; Ντροπή· δεν είναι νά ᾽ρθει τώρα;
ΟΡΕ. Πώς θα σκοτώσει τους φονιάδες του πατέρα;
ΗΛΕ. Κάνοντας όσα εκάμαν στον γονιό μου.
ΟΡΕ. Τη μάνα σου θα σκότωνες μαζί του;
ΗΛΕ. Με το τσεκούρι που ο γονιός μου εχάθη.
280 ΟΡΕ. Να του τα πω; Τη γνώμη δεν αλλάζεις;
ΗΛΕ. Τη μάνα μου να σφάξω κι ας πεθάνω.
ΟΡΕ. Αχ! εδώ να ᾽ταν ο Ορέστης να τ᾽ ακούσει.
ΗΛΕ. Και να τον δω, δε θα τον γνώριζα όμως, ξένε.
ΟΡΕ. Διόλου παράξενο· μικροί ᾽χατε χωρίσει.
ΗΛΕ. Απ᾽ τους δικούς μου θα τον γνώριζ᾽ ένας μόνο.
ΟΡΕ. Αυτός, που ως λεν, τον έσωσε απ᾽ τον φόνο;
ΗΛΕ. Ναι, του γονιού μου ο γέροντας τροφός.
ΟΡΕ. Ο σκοτωμένος σου πατέρας έχει τάφο;
ΗΛΕ. Έχει όπως έχει, μακριά από το παλάτι.
290 ΟΡΕ. Αχ! τί λόγο μού είπες… Τους θνητούς η θλίψη
δαγκώνει κι όταν μάθουν για των άλλων
τα βάσανα. Λοιπόν λέγε να ξέρω
να πάω στον αδερφό σου πικρά λόγια,
μα τέτοια που είναι ανάγκη να τ᾽ ακούσει.
Στους άξεστους συμπόνια δεν υπάρχει,
μόνο στους γνωστικούς· γνώμη δεν έχει
σοφή ο σοφός χωρίς και να υποφέρει.
ΧΟΡ. Τον ίδιο πόθο έχω κι εγώ με τούτον.
Μακριά απ᾽ την πόλη ζω και τα δεινά της
δεν ξέρω, τώρα θέλω να τα μάθω.