Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια - 5. Εξωτερική αφήγηση και εσωτερικές διηγήσεις

5.2.1. Ο χώρος


Φαίνεται λοιπόν ότι ο καταλληλότερος στη συγκεκριμένη περίπτωση χώρος είναι ο εσωτερικός, είτε πρόκειται για αίθουσα ενός παλατιού είτε για το καλύβι ενός χοιροβοσκού, επειδή προσφέρει μεγαλύτερη άνεση τόσο στον αφηγητή όσο και στους ακροατές του. Ο εσωτερικός αυτός χώρος αυξομειώνεται ανάλογα με τον αριθμό των ακροατών: έτσι το διευρυμένο ακροατήριο απαιτεί μεγάλο χώρο· το περιορισμένο, που μπορεί να φτάνει και στον ένα ακροατή, μικρότερο ή και μικροσκοπικό χώρο. Και στις δύο πάντως εκδοχές ο αφηγηματικός χώρος λειτουργεί ως σκηνικό της εσωτερικής διήγησης και συνάμα ως ηχείο της, που αντηχεί τη φωνή του διηγητή και απορροφά την προσηλωμένη σιωπή των ακροατών.

Ωστόσο, ο κανόνας του εσωτερικού χώρου έχει και εξαιρέσεις, οπότε αντιστρέφεται σε εξωτερικό χώρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εκτενής αφήγηση του Νέστορα στο πρώτο μέρος της τρίτης ραψωδίας (γ 1-328). Ο νεαρός Τηλέμαχος, συνοδευόμενος από τη μεταμορφωμένη σε Μέντορα Αθηνά, φτάνει με το ιθακήσιο καράβι στο λιμάνι της Πύλου. Μόλις έχει ανατείλει ο ήλιος φωτίζοντας το περιγιάλι, όπου οι Πύλιοι τελούν θυσία στον κυανοχαίτη Ποσειδώνα ταύρους κατάμαυρους. Αλλά ο ποιητής επιμένει στην επιμέρους σκηνοθεσία του παράλιου χώρου: εννιά σειρές έδρανα, κάθε σειρά και πεντακόσιοι Πύλιοι καθιστοί· μπροστά στην καθεμιά σειρά εννιά σφαγμένοι μαύροι ταύροι. Ευδιάκριτος ανάμεσα στους γιους του ο σεβάσμιος Νέστορας, γιος του Νηλέα, βασιλιάς της Πύλου επί τρεις γενιές.

Αυτό το κατάμεστο αλλά εύτακτο σκηνικό πρέπει να διασχίσει ο Τηλέμαχος, πλησιάζοντας τον Νέστορα, αποφασισμένος να τον ρωτήσει για την άδηλη τύχη του πατέρα του. Έτσι ανοίγει η αυλαία της διήγησης του βασιλιά της Πύλου: απόλογος, που μοιράζεται στα δύο, με θέμα τον μετατρωικό νόστο (δικό του και των άλλων Αχαιών), όπου, από ένα σημείο και πέρα, χάνεται το στίγμα του αναζητούμενου Οδυσσέα.

Χαρακτηρίστηκε ο εξωτερικός αυτός χώρος εύτακτος και μεστός, στοιχεία που ορίζουν τη σκηνική του ταυτότητα. Πρόκειται δηλαδή για οργανωμένο χώρο, σε μορφή μάλλον ιερού. Οι εννιά σειρές καθισμάτων κατά κάποιον τρόπο τον περιορίζουν, εφόσον τις φανταστούμε κυκλικά ή ημικυκλικά διατεταγμένες. Παρά ταύτα, η αρένα φαίνεται τεράστια, αν πρέπει να πιστέψουμε τους αριθμούς, στους οποίους επιμένει ο εξωτερικός αφηγητής: πεντακόσιοι πολίτες σε καθεμιά από τις εννιά σειρές μάς κάνουν τεσσερισήμισι χιλιάδες ψυχές· εννιά ταύροι μπροστά σε κάθε σειρά μάς δίνουν άθροισμα ογδόντα ένας. Απίστευτος για την εποχή αριθμός ανθρώπων και σφαγίων. Υπερβολή ίσως ποιητική, που θέλει ωστόσο κάτι να υποδείξει: πως όλοι οι κάτοικοι της Πύλου έχουν μαζευτεί στην παράλια αυτή τελετή, όπου λατρεύεται με θυσίες πολυάριθμων ταύρων ο κοσμοσείστης θεός της θάλασσας.

Σ᾽ αυτό τον ρυθμισμένο εξωτερικό χώρο ακούγεται η εσωτερική αφήγηση του Νέστορα, που με τον πρόλογό της πιάνει πάνω από διακόσιους πενήντα στίχους. Η αλήθεια είναι πως, όση ώρα διηγείται ο Νέστορας και ακροάται ο Τηλέμαχος με τη μεταμορφωμένη θεά στο πλάι του, ο περιβάλλων χώρος συμμαζεύεται, μαζί του επισκιάζεται και το πλήθος των Πυλίων. Η προσοχή τώρα εστιάζεται στον διηγητή και στους δύο ακροατές του. Στο μεταξύ εσωτερικοί και εξωτερικοί ακροατές καλούνται να φανταστούν τους διαδοχικούς χώρους στους οποίους τους μετακινεί και τους σταθμεύει η διήγηση του Νέστορα. Όπως κι αν έχει το πράγμα, ο εξωτερικός χώρος της εσωτερικής αυτής διήγησης, αν συγκριθεί μάλιστα με τους κλειστούς χώρους των άλλων εσωτερικών διηγήσεων της Οδύσσειας, επιτρέπει να καταλήξουμε σε κάποια γενικότερα συμπεράσματα για την απαγγελία των επών στην αρχαϊκή εποχή.

Οι ραψωδικές απαγγελίες στα χρόνια του Ομήρου (νωρίτερα και αργότερα) δεν περιορίζονται μόνο στο βασιλικό παλάτι, προς τέρψη και δόξα του βασιλιά και των αρχόντων που τον περιβάλλουν, όπως ισχυρίζονται κάποιοι ομηριστές. Έβγαιναν και παραέξω, στην αγορά και στα ιερά, μπροστά σε όλο τον κόσμο και για χάρη του. Όπως οι επαγγελματίες αοιδοί, έτσι και οι ραψωδοί ψυχαγωγούσαν τους πολίτες σε πάνδημες γιορτές και αγώνες απαγγέλλοντας. Είδαμε εξάλλου ότι στο νησί των Φαιάκων ο Δημόδοκος τραγουδά τα τραγούδια του όχι μόνο στον κλειστό χώρο του παλατιού αλλά και στην πάνδημη αγορά, συμπληρώνοντας αθλητικούς και χορευτικούς αγώνες. Επομένως, μπορεί ο εσωτερικός χώρος να προσφέρεται καλύτερα στις εσωτερικές διηγήσεις, αλλά δεν αποκλείεται και ο εξωτερικός χώρος, αν το επιβάλλει η περίσταση. Έτσι, παλάτι και αγορά εναλλάσσονται· η μία εκδοχή δεν αποκλείει την άλλη. Το φάσμα μάλιστα αυτό συμπληρώνεται συγκινητικά, αν συνυπολογιστεί και ο χώρος όπου διαμείβονται η πλαστή αφήγηση του Οδυσσέα και η αυτοβιογραφική του Εύμαιου: εδώ φιλοξενεί τις δύο διηγήσεις ένα ταπεινό καλύβι σε περίφραχτο απόμερο χοιροστάσι (ξ 191-359 και ο 389-484).

Αν έρθω πιο κοντά σου, θα με κρίνεις

Δεν θέλω να παραγνωριστούμε, γιατί ξέρω πως τότε είναι πιο εύκολο να με κρίνεις. Και δεν μου αρέσει να με κρίνουν, οπότε έχω επιλέξει να κρατάω αποστάσεις από τους άλλους και να μην έρχομαι πολύ κοντά τους.

Έτσι, έχω επιλέξει να κρατάω αποστάσεις ακόμη και από σένα... γιατί δεν θέλω να σου δώσω την ευκαιρία να μου ασκήσεις κριτική, δεν θέλω να δεχθώ άλλη μια αρνητική κριτική... γιατί τότε νιώθω ότι δεν με αγαπούν, δεν με αποδέχονται, δεν αξίζω...

Θέλω τόσο να απογυμνώσω την ψυχή μου απέναντί σου, όμως, υπάρχει ένα τεράστιο εμπόδιο που δεν με αφήνει να το κάνω.

Γιατί αυτόματα σκέφτομαι: τι θα σκεφτείς για μένα;

Μήπως το βάλεις στα πόδια όταν δεις τι άτομο πραγματικά είμαι;

Μήπως απογοητευτείς για μένα ή μήπως αρχίσεις να βλέπεις και να μου επισημαίνεις όλα αυτά που πρέπει να αλλάξω για να σου αρέσω, για να με αποδεχθείς, για να γίνω κάτι σημαντικό για σένα;

Φοβάμαι πως αν έρθω πιο κοντά σου, θα με κρίνεις...

Κι όταν με κρίνεις, θα θέλω να τρέξω μακριά σου, αλλά δεν θα μπορώ γιατί θα φοβάμαι να φύγω.

Οπότε, επιλέγω να μένω κοντά σου κρατώντας μια απόσταση ασφαλείας, που θα μου επιτρέπει να είμαι όπως εγώ θέλω απέναντί σου και να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι μπορεί να φύγει μακριά σου, όταν νιώσει την ανάγκη να το κάνει.

Ξέρω πως αυτό δεν βοηθάει τη σχέση μας, γιατί πάντα είμαστε σε μια συναισθηματική απόσταση, που δεν μας αφήνει να γνωριστούμε καλύτερα.

Όμως, αυτή η απόσταση με βοηθάει να συνεχίσω να υπάρχω μέσα σε αυτή τη σχέση, χωρίς να με κοιτάζεις όπως ακριβώς είμαι, χωρίς να μπορείς να με αγγίξεις τόσο που δεν θα μπορώ μετά να βγάλω τα αποτυπώματα από την ψυχή μου...

Αυτή η απόσταση με βοηθάει να είμαι «κοντά» σου, να είμαι «μαζί» σου, να συνυπάρχω με αυτό που εσύ είσαι ή τουλάχιστον με αυτό που πιστεύω πως εσύ είσαι... γιατί ενδεχομένως κι εσύ δεν θέλεις να έρθεις πιο κοντά μου...

Τα θλιβερά πρέπει των άλλων

Γεννιόμαστε γυμνοί, αγνοί, αψεγάδιαστοι και απομακρυσμένοι απ'όλες τις ενήλικες εγκληματικές ανοησίες.

Και από παιδιά, με το που αρχίσουμε να μιλάμε και να περπατάμε, αρχίζουν να μας φορτώνουν με αυτές.

«Μη» και «δεν». Οι σταθερές μονοσύλλαβες λέξεις που στοιχειώνουν τη ζωή μας ως τα βαθιά γεράματα.

Και η άλλη, η καλύτερη όλων, το «πρέπει».

Όλοι αυτοί που κουνάνε το δάχτυλο μπροστά στο προσωπάκι σου, είναι οι ίδιοι που καθρεφτίζουν σε σενα τα δικά τους άλυτα θέματα.

Που υπάκουσαν και πνίγηκαν στα «θέλω» όλων των άλλων και όχι στα δικά τους.

Που η μόνη τους έγνοια ήταν πάντα το «τι θα πει ο κόσμος».

Οι ίδιοι που κοιτούν -αλλά δεν βλέπουν- τον κόσμο πίσω απ'τις βαριές κουρτίνες τους και κρίνουν οτιδήποτε δεν κατανοούν. Προσπαθούν να σου κολλήσουν την αρρώστια τους.

Και πολλές φορές, το πετυχαίνουν. Και κάπως έτσι καταλήγεις κι εσύ μαριονέτα. Ενοχές για τον χαρακτήρα σου, τα γούστα σου, τις επιλογές σου.

Για τα δύο παραπάνω κομμάτια πίτσα και το παγωτό στις τέσσερις τα ξημερώματα. Για τη μεθυσμένη ερωτική εξομολόγηση. Για τα πάθη που σου έκαψαν την καρδιά.

Για τα κρεβάτια χωρίς στάλα αισθήματος.

Για την πληθωρική σου εικόνα, τις φωναχτές σου σκέψεις και το τρανταχτό σου γέλιο.

Για την τεμπελιά και τη φιλοδοξία σου.

Για τις γνώσεις σου αλλά και για την άγνοιά σου.

Για τις χυλόπιτες που έριξες αλλά και γι'αυτές που έφαγες.

Για όλες εκείνες τις προσπάθειες που έπεσαν στο κενό.

Για τα «πεταμένα» λεφτά σε cd, βιβλία και ταξίδια.

Ενοχές για τις ήττες αλλά και τις νίκες σου.

Ενοχές που σου φυτρώνουν στο μυαλό και οι ριζες τους φτάνουν μέχρι την καρδιά.

Ενοχές για αυτά που πραγματικά γουστάρεις να κάνεις και να ζεις..

Κόντρα στην ηλικία σου. Κόντρα στα θλιμμένα πρέπει τους. Κόντρα σε όλους και όλα.

Κάπως έτσι, εύκολα και απλά, καταλήγουμε δυστυχισμένα, κουμπωμένα, συμπλεγματικά και ενοχικά ανθρωπάκια.

Μην ψάχνεις γιατροσόφια με εξωτικά ματζούνια και ξεματιάσματα με σκόρδα και λάδια για να γλιτώσεις.

Αν δεν ανοίξεις κουβεντούλα με τον εαυτό σου, να τα βάλετε κάτω να τα ξεκαθαρίσετε, έρμαιο των ενοχών σου θα είσαι.

Έχε κατά νου πως ό,τι γίνεται καλόβουλα, με αλήθεια, καρδιά και καύλα, απαγορεύεται διά ροπάλου να γεννά ενοχές.

Και τώρα κοίτα να απολαύσεις αυτό που είχες ξεχάσει τόσα χρόνια. Τη ζωή σου.

Πάντα θα φταίει ο νευρικός, ο εκνευριστικός ποτέ

Υπάρχει, αλήθεια κάποιος άνθρωπος που δεν ένιωσε ποτέ του τα νεύρα του να είναι σπασμένα; Να βρίσκεται σε μια κατάσταση που τα πάντα γύρω του να τον εκνευρίζουν; Αν εξαιρέσουμε το Βούδα, λογικά δε θα βρούμε κανέναν άλλο. Όλοι μας κάποια στιγμή νιώθουμε πως, όχι μόνο έχουμε τα νεύρα μας, αλλά κι αλίμονο σ’ αυτόν που θα τα πληρώσει.

Δε θέλεις να σου μιλήσει κανένας. Ακόμα και μια καλημέρα που θα σου πουν σού τρυπάει τ’ αυτιά κι αντί ανταπόδοσης της ευχής, εσύ αντεύχεσαι να πάει να… καταλαβαίνεις πού. Το μάτι σου γυαλίζει και περιμένεις αυτόν που θα κάνει το λάθος να σε προκαλέσει.

Είναι μαθηματικά αποδεδειγμένο πως τότε είναι που θα ακούσεις και τις πιο εκνευριστικές ατάκες που μπορούν να ειπωθούν. Φτάνεις ας πούμε στη δουλειά σου και τότε θα βρεθεί εκείνος ο συνάδελφος που με εκείνο το ηλίθιο ύφος θα σου κάνει την ακόμα πιο ηλίθια ερώτηση «Ήρθες;». Όχι ρε μεγάλε, σταμάτησα στο περίπτερο για τσιγάρα και θα έρθω σε πέντε λεπτά. Δε χρειάζεται ν’ απαντήσεις. Εκείνο το απότομο γύρισμα του κεφαλιού συνοδευόμενο με το πιο αιμοβόρο βλέμμα στα μάτια σου δίνουν τη δέουσα απάντηση. Και τότε είναι που γίνεται αντιληπτό πως έχεις τα νεύρα σου. Και τότε είναι που αρχίζουν τα σχόλια «Με νεύρα ήρθε αυτός σήμερα. Τι έπαθε μωρέ; Τι του είπα και τσαντίστηκε;».

Έτσι σου κολλάει και η ρετσινιά. Το στίγμα του νευρικού εκείνου ανθρώπου που κανένας όμως δεν μπορεί να καταλάβει γιατί έχει τα νεύρα του. Σαν να μην είχες τι να κάνεις σήμερα, οπότε θεώρησες καλό το να έχεις νεύρα. Λες και γεννήθηκες νευρικός σε έναν κόσμο γαλήνιο και ήρεμο. Κι αντί να σε αφήσουν στην ησυχία σου, για το δικό τους καλό κυρίως, όλο και περισσότερο σε τσιγκλίζουν. Πόσο ν’ αντέξεις πια.

Φυσικά κανένας δεν μπήκε ποτέ στη διαδικασία να σκεφτεί γιατί εσύ μπορεί να έχεις νεύρα. Η περίπτωση, δηλαδή να σ’ εκνεύρισαν αυτοί οι ίδιοι δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό τους. Όχι, ρε παιδιά, κανείς δεν ξύπνησε ένα πρωί βάζοντας σκοπό της ημέρας του το να έχει νεύρα. Ούτε και κανένας γεννήθηκε εκνευρισμένος. Αντιθέτως πολλοί είναι εκείνοι που γεννήθηκαν εκνευριστικοί. Που έχουν το χάρισμα, αν θέλεις, να προκαλούν τα νεύρα των άλλων. Γιατί πώς να το κάνουμε, όσο ευγενικός κι αν είσαι, όση υπομονή κι να έχεις δεν μπορείς να μπαίνεις στη διαδικασία του να ανέχεσαι εκνευριστικές συμπεριφορές. Δεν αντέχεις άλλο ν’ απαντάς σε ανόητες ερωτήσεις. Άνθρωπος είσαι με όρια κι αντοχές και κάποτε θα έρθει εκείνη η στιγμή που τα νεύρα σου θα σπάσουν. Κι όσο πιο πολλή υπομονή κάνεις τόσο πιο πολύ τα νεύρα σου χτυπάνε κόκκινο. Και τότε, βρείτε τρύπα να χωθείτε.

Νεύρα. Μια ενέργεια που όσο πιο πολύ συσσωρεύεται, τόσο πιο επικίνδυνη γίνεται. Κάτι σαν σεισμός. Όσο πιο συχνοί, τόσο πιο μικροί. Εκείνος ο ένας ο μεγάλος είναι ο καταστροφικός.

Συμπέρασμα; Μη φοβάσαι τα νεύρα σου και μην τα καταπιέζεις. Ένα τσιγάρο, βαθιές αναπνοές κι ίσως καταλαγιάσουν. Κι αν δεν καταλαγιάσουν, άφησέ τα να εκφραστούν. Θα νιώσεις καλύτερα και θα βάλεις στη θέση τους κι όλους αυτούς που σ’ εκνευρίζουν αλλά ποτέ δε φταίνε. Γιατί τα νεύρα είναι ενέργεια.

Να ζεις τους κύκλους της ζωής

Η ζωή είναι γεμάτη κύκλους διαφορετικής διάρκειας. Παρόλα αυτά όλοι έχουν κάτι κοινό… κι αυτό είναι η στιγμή που κλείνουν. Μπορεί κάποιοι να κλείνουν βιαστικά, μπορεί να δημιουργούν μέσα τους άλλους, μπορεί στην πορεία να εφάπτονται με καινούργιους… Το σίγουρο είναι ότι όλοι θα κλείσουν κάποια στιγμή, για να ανοίξουν άλλοι!

Κάπως έτσι κλείνει και ο δικός μας κύκλος μετά από αρκετό καιρό, με καλές και με άσχημες στιγμές. Οι καλές στιγμές μας απογείωναν και μας έκαναν κάθε τόσο να θέλουμε να επεκτείνουμε τη διάρκεια του. Οι κακές μας κούραζαν και τότε ήταν που θέλαμε να τα διαλύσουμε όλα, κι ας μην είχε έρθει η ώρα ακόμα.

Δεν νιώθω ότι κλείνουν όλα στην ώρα τους. Υπάρχουν κάποιοι που κλείνουν προτού ολοκληρωθούν. Κλείνουν βεβιασμένα, ξαφνικά και αναπάντεχα. Είναι εκείνοι που ίσως κάποια στιγμή ανοίξουν ξανά. Συμβαίνει συχνά όταν κάτι δεν ολοκληρώνεται όπως θα έπρεπε, να ανοίγει ξανά δημιουργώντας έναν καινούργιο κύκλο άλλης διάρκειας και με άλλα χαρακτηριστικά.

Είναι ωραίο πάντως να κλείνει κάτι αφού τελειώσει, γιατί τότε νιώθεις ανακουφισμένος και γεμάτος και παρά τη θλίψη που ίσως να σου προκαλεί, σίγουρα δεν σου αφήνει ερωτηματικά!

Υπάρχουν κύκλοι που κλείνουν επειδή εμείς το επιλέγουμε κι άλλοι που δεν εξαρτώνται από εμάς. Υπάρχουν ακόμα και εκείνοι που μόλις ανοίξουν, γνωρίζουμε από την αρχή τί διάρκεια θα έχουν. Οι περισσότεροι κύκλοι όμως ανοίγουν κι άλλους παράλληλους στην πορεία τους κι αυτό άλλωστε είναι και το πιο μαγικό. Κι ενώ κλείνει ένας κύκλος, μπορεί να συνεχίζει ο παράλληλος του για να σε ταξιδέψει αλλού χωρίς να γνωρίζεις πόσοι άλλοι κύκλοι θα ανοίξουν μέσα σε αυτόν ή μέσα από αυτόν!

Να τους ζεις τους κύκλους για όσο διαρκέσουν. Να μη σκέφτεσαι πότε θα κλείσουν και αν! Να χαίρεσαι για αυτούς που ανοίγουν και να ανυπομονείς για τα όσα θα σου δώσουν, για όλα εκείνα που θα σε διδάξουν, για τα όσα θα περιλάβουν μέσα τους και να σκέφτεσαι πως γιατί όχι, ίσως και να σε αλλάξουν! Από κανέναν κύκλο δεν βγαίνουμε ίδιοι, – ακόμα κι αν πρόκειται για εκείνον που άνοιξε ξανά – γιατί αποκλείεται να άνοιξε υπό τις ίδιες συνθήκες!

Οι κύκλοι αντιπροσωπεύουν την κίνηση! Όσο, λοιπόν, ανοίγουν καινούργιοι είναι ένδειξη ότι δεν μένεις στάσιμος. Να αναζητάς αυτή τη ροή! Τη διαρκή ροή των κύκλων. Δεν γνωρίζεις ποτέ που μπορεί να σε οδηγήσει ένας κύκλος και τί απίστευτες διαδρομές θα διανύσεις εξαιτίας του! Να είσαι ανοιχτός και αισιόδοξος γιατί έτσι μόνο δημιουργούνται καινούργιες καταστάσεις και καινούργιοι κύκλοι προσφέροντας νέες εμπειρίες!

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ: ΠΕΡΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ: 2ος μ.Χ. αιώνας

Περί του ενυπνίου 9 κ.εξ.

(Μιλάει η προσωποποιημένη Παιδεία, που εμφανίζεται στο όνειρο του συγγραφέα.) 
«Εγώ, παιδί μου, είμαι η Παιδεία, οικεία πια και γνώριμη σε σένα, παρόλο που δεν με δοκίμασες ακόμα ως το τέλος. Αν πιστέψεις σε μένα, πρώτα απ’ όλα έχω να σου δείξω πολλά έργα παλαιών ανδρών και να σου ανιστορήσω θαυμαστά κατορθώματα και λόγους αυτών και να σε φέρω σε επαφή με καθετί, σαν να λέμε· και την ψυχή, που είναι το πιο σημαντικό κομμάτι σου, να σου στολίσω με πολλά και καλά στολίδια- με σωφροσύνη, δικαιοσύνη, ευσέβεια, πραότητα, επιείκεια, σύνεση, καρτερία, με τον έρωτα για τα ωραία, με τη ροπή προς τα πιο υψηλά· αυτά είναι στ’ αλήθεια ο άμωμος στολισμός της ψυχής. Δεν θα σου ξεφεύγει τίποτε από τα παλιά και τίποτε από αυτά που πρέπει να γίνουν τώρα- αλλά μαζί μου θα προβλέπεις ακόμα και τα μελλούμενα, και γενικά όλα όσα υπάρχουν, θεία και ανθρώπινα, θα σου τα μάθω σύντομα.

«Και συ, ο τωρινός φτωχούλης, ο γιος του πάσα ένα σε λίγο χρόνο θα γίνεις ζηλευτός, θα σε φθονούν όλοι, θα δέχεσαι τιμές κι επαίνους, θα ευημερείς για τις αρετές σου και θα σε λοξοκοιτάζουν αυτοί που είναι ανώτεροι στη γενιά και στα πλούτη. Ακόμη κι αν ταξιδέψεις κάπου, ούτε στην ξένη χώρα θα είσαι άγνωστος και αφανής. Θα σε εφοδιάσω με τέτοια χαρακτηριστικά, ώστε καθένας που θα σε βλέπει θα σκουντάει τον διπλανό του και θα δείχνει με το δάχτυλο, λέγοντας: “Να τος αυτός που σου ‘λεγα”. Αν πάλι οι φίλοι ή η πόλη ολόκληρη έχουν ν’ αντιμετωπίσουν κάποια σημαντική υπόθεση, σε σένα όλοι προσβλέπουν. Κι αν καμιά φορά τύχει να μιλήσεις κάπου, οι περισσότεροι θα σε ακούνε με ανοιχτό το στόμα, θα θαυμάζουν και θα μακαρίζουν εσένα για την ευφράδειά σου και τον πατέρα σου για την καλή του μοίρα. Αλλά και αυτό που λέγεται, ότι μερικοί άνθρωποι γίνονται αθάνατοι, κι αυτό θα σ’ το προσφέρω. Διότι, αν θα φύγεις και ο ίδιος από τη ζωή, ποτέ δεν θα πάψεις να συναναστρέφεσαι τους μορφωμένους και να συνομιλείς με τους άριστους. Κοίτα τον Δημοσθένη, τίνος γιος ήταν και πόσο σπουδαίο τον έκανα εγώ. Κοίτα τον Αισχίνη, που ήταν γιος τυμπανίστριας, κι όμως χάρη σε μένα τον κανάκευε ο Φίλιππος. Και στον ίδιο τον Σωκράτη, που ανατράφηκε από αυτή εδώ τη Γλυπτική, κι αμέσως μόλις κατάλαβε τι είναι το καλύτερο της ξέφυγε και αυτομόλησε προς εμένα, ακούς τι εγκώμια του ψάλλουν όλοι».

Σε ποιους παράγοντες οφείλεται η αποτυχία ανθρώπων με υψηλό δείκτη νοημοσύνης και η αναπάντεχη και εντυπωσιακή επιτυχία άλλων με πιο μέτριο δείκτη;

Σε ποιους παράγοντες οφείλεται η αποτυχία ανθρώπων με υψηλό δείκτη νοημοσύνης και η αναπάντεχη και εντυπωσιακή επιτυχία άλλων με πιο μέτριο δείκτη; Θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι πολύ συχνά η διαφορά βρίσκεται στις δεξιότητες που εδώ αποκαλούνται «συναισθηματική νοημοσύνη», στις οποίες περιλαμβάνονται ο αυτοέλεγχος, ο ζήλος, η επιμονή και η ικανότητα να βρίσκει κανείς κίνητρα για τον εαυτό του. Και αυτές οι δεξιότητες, όπως θα δούμε, μπορούν να διδαχθούν στα παιδιά και να τους προσφέρουν έτσι μια καλύτερη ευκαιρία να αξιοποιήσουν οποιοδήποτε νοητικό δυναμικό μπορεί να τους χάρισε ο γενετικός τροχός της τύχης.

Πίσω από αυτή τη δυνατότητα αναπτύσσεται μια πιεστική ηθική επιταγή. Ζούμε σε μια εποχή στην οποία όπου ο εγωισμός, η βία και η μοχθηρία καταστρέφουν καθετί καλό υπάρχει στην κοινωνική μας ζωή. Εδώ το ζήτημα της σημασίας της συναισθηματικής νοημοσύνης είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ συναισθηματικού κόσμου, χαρακτήρα και ηθικών ενστίκτων. Γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι θεμελιώδεις ηθικές στάσεις ζωής προκύπτουν από ουσιαστικές συναισθηματικές ικανότητες.

Πρώτα πρώτα, η παρόρμηση είναι το διάμεσο του συναισθήματος. Ο σπόρος κάθε παρόρμησης είναι ένα συναίσθημα που ξεσπάει θέλοντας να εξωτερικευθεί στην πράξη. Αυτοί που βρίσκονται στο έλεος της παρόρμησής τους, αυτοί που δεν έχουν αυτοέλεγχο, πάσχουν από έλλειψη ηθικών κρίσεων. Η ικανότητα ελέγχου της παρόρμησης είναι η βάση της θέλησης και του χαρακτήρα. Κατά τον ίδιο τρόπο, η ρίζα του αλτρουισμού βρίσκεται στην ενσυναίσθηση, στην ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε σωστά τα συναισθήματα των άλλων.

Αν δεν έχουμε αίσθηση της ανάγκης ή της απόγνωσης του άλλου, δεν μπορούμε να νοιαστούμε γι’ αυτόν. Κι αν υπάρχουν δύο ηθικές στάσεις που η εποχή μας ζητάει απεγνωσμένα, αυτές δεν είναι άλλες από την αυτοσυγκράτηση και τη συμπόνια.

WILLIAM SHAKESPEARE: Σονέτο 146

Κέντρο του αμαρτωλού πηλού μου εσύ, φτωχή ψυχή,

Κατάστικτη απ’ τις άγριες δυνάμεις που σε ντύνουν,

Γιατί κλεισμένη εδώ υποφέρεις και λιμοκτονείς,

Ενώ έξω ζωγραφιές λαμπρές τα τείχη σου φαιδρύνουν;

Αφού έχεις διορία μικρή, γιατί τόση χλιδή

Γι’ αυτή τη φθίνουσα έπαυλη που κατοικείς ξοδεύεις;

Σκουλήκια θα κληρονομήσουν τέτοια υπερβολή;

Αυτά θα φάν’ τα πλούτη σου; Εκεί το σώμα οδεύει;

Άσε το δούλο να χαθεί ψυχή μου για ν’ ακμάσεις·

Φτιάξε απ’ την πείνα σου σοδειά: Τις ώρες αν πωλήσεις

Τις μάταιες, ουράνια συμβόλαια θ’ αγοράσεις·

Έτσι εσύ μέσα θα τραφείς κι ο πλούτος έξω ας σβήσει.

Μάρανε εσύ το Θάνατο που τους θνητούς μαραίνει,

Κι έτσι αν πεθάνει ο Θάνατος, κανείς δεν θα πεθαίνει.

William Shakespeare, Τα σονέτα

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΤΙ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ

Ορθά και όμορφα διαίρεσε ο μέγας διδάσκαλος περί της ευδαιμονίας Επίκουρος τις ανθρώπινες ανάγκες σε τρεις κατηγορίες.

Πρώτον, στις φυσικές και αδήριτες: πρόκειται για εκείνες που, όταν δεν ικανοποιηθούν, προκαλούν πόνο· εδώ, συνεπώς, συγκαταλέγονται μόνο victus et amictus [τροφή κι ένδυση].

Δεύτερον, στις φυσικές αλλά όχι στις αδήριτες: πρόκειται για την ανάγκη ικανοποίησης της γενετήσιας ορμής, αν και ο Επίκουρος – σύμφωνα με την έκθεση της διδασκαλίας του από τον Διογένη Λαέρτιο – δεν το διατυπώνει ρητά (την διδασκαλία του, παρεμπιπτόντως, την παρουσιάζω συνολικά κάπως τροποποιημένη και λειασμένη)· η ανάγκη αυτή ικανοποιείται ήδη δυσκολότερα απ’ ότι οι πρωταναφερθείσες.

Τρίτον, στις ούτε φυσικές ούτε αδήριτες: πρόκειται για τις ανάγκες της πολυτέλειας, της αφθονίας, της επίδειξης και του μεγαλείου· τούτες δεν έχουν πέρας, η δε ικανοποίησή τους είναι πολύ δύσκολη.

Τα όρια των εύλογων επιθυμιών μας που αφορούν στην κτήση είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο να καθορισθούν, καθώς η ικανοποίηση του κάθε ανθρώπου απ’ αυτή την άποψη εξαρτάται όχι από ένα απόλυτο, αλλά ένα σχετικό μέγεθος, από την σχέση δηλ. των απαιτήσεών του και της περιουσίας του, ούτως ώστε η τελευταία, θεωρούμενη μεμονωμένη, είναι τόσο κενή νοήματος όσο και ο αριθμητής ενός κλάσματος χωρίς τον παρονομαστή. Ένας άνθρωπος δεν στερείται καθόλου τα αγαθά εκείνα τα οποία δεν του έχει περάσει καν από το μυαλό η αξίωση να τα αποκτήσει, αλλά είναι, και χωρίς αυτά ικανοποιημένος. Ένας άλλος, αντίθετα, ο οποίος κατέχει τα εκατονταπλάσια απ’ αυτόν, νιώθει δυστυχής επειδή στερείται ένα και μόνον αγαθό το οποίο έχει την αξίωσή να κατέχει.

Ο καθένας έχει, και απ’ αυτήν την άποψη, έναν δικό του ορίζοντα του τι είναι γι’ αυτόν δυνητικά εφικτό και οι αξιώσεις του εκτείνονται μέχρι τα όρια του ορίζοντα αυτού. Όποτε ένα αντικείμενο ευρισκόμενο εντός του ορίζοντα αυτού του παρουσιάζεται κατά κάποιο τρόπο ώστε να ευελπιστεί ότι θα το αποκτήσει, τότε νιώθει ευτυχής· δυστυχής, αντίθετα, νιώθει όποτε δυσκολίες που εμφανίζονται του στερούν αυτή την προοπτική. Ό,τι βρίσκεται εκτός του οπτικού αυτού πεδίου δεν ασκεί καμία επίδραση επάνω του. Ως εκ τούτου, η μεγάλη περιουσία των πλουσίων δεν προκαλεί ανησυχία στον φτωχό· κι από την άλλη πλευρά, ο πλούσιος, όταν αποτύχει στις επιδιώξεις του, δεν βρίσκει παρηγοριά στα πλείστα όσα κατέχει.

Το γεγονός ότι,μετά την απώλεια πλούτου ή ευκαταστασίας και μόλις ξεπερασθεί η αρχική οδύνη, η συνήθης μας διάθεση δεν διαφέρει κατά πολύ από την προ της απώλειας οφείλεται στο ότι, αφότου η μοίρα σμίκρυνε τον παράγοντα της περιουσίας μας, μειώνουμε τώρα κι εμείς οι ίδιοι δραστικά τον παράγοντα των αξιώσεων μας. Η προσαρμογή αυτή είναι το πραγματικά επώδυνο στην περίπτωση ενός δεινού· όταν, όμως, πλέον ολοκληρωθεί, τότε ο πόνος υποχωρεί, μέχρι που, εντέλει, παύει να γίνεται αισθητός: η πληγή επουλώνεται. Στην περίπτωση, αντίθετα, ενός ευτυχούς συμβάντος, ο συμπιεστής των αξιώσεών μας μετατίθεται σε υψηλότερο σημείο, ώστε οι ίδιες οι αξιώσεις μας διογκώνονται: εδώ ακριβώς έγκειται η χαρά. Τούτη, όμως,δεν διαρκεί περισσότερο από την διαδικασία ολοκλήρωσης αυτής της προσαρμογής, μέχρις ότου δηλ. συνηθίσουμε στον αυξημένο βαθμό αξιώσεων και καταστούμε αδιάφοροι για το μέγεθος της περιουσίας που τού αντιστοιχεί.

Στους ανθρώπους επιρρίπτεται συχνά η μορφή ότι η επιθυμία τους είναι κυρίως εστραμμένη στο χρήμα και ότι αγαπούν τούτο περισσότερο από κάθε τι άλλο. Εντούτοις, είναι φυσικό, μάλιστα προφανώς αναπόφευκτο ν’ αγαπούν το χρήμα, το οποίο – ωσάν ακαταπόνητος Πρωτέας – είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμο να μεταμορφωθεί στο εκάστοτε αντικείμενο των τόσο μεταβαλλόμενων επιθυμιών μας και των πολυσχιδών αναγκών μας. Κάθε άλλο αγαθό ικανοποιεί μια μόνον επιθυμία, μια μόνον ανάγκη: οι τροφές είναι καλές μόνο για τον πεινασμένο, το κρασί μόνο για τον υγιή, τα φάρμακα μόνο για τον ασθενή, μια γούνα μόνο για τον χειμώνα, οι γυναίκες μόνο για την νιότη κ.λ.π.

Όλα τούτα είναι συνεπώς απλώς αγαθά προς τι, αγαθά δηλ. σε σχέση με κάτι άλλο. Μόνο το χρήμα είναι το αγαθό κατ’ απόλυτη έννοια καθώς δεν αντιστοιχεί σε μία ανάγκη in concreto [συγκεκριμένα], αλλά στην ανάγκη όλως, in abstracto [αφηρημένα].

Άνθρωποι που δεν έχουν κληρονομήσει κάποια περιουσία, εντέλει, όμως, καταφέρνουν χάρη στα ταλέντα τους, όποιας φύσεως κι αν είναι αυτά, να πορίζονται πολλά χρήματα, υποκύπτουν σχεδόν πάντα στην ψευδαίσθηση ότι το ταλέντο τους είναι το πάγιο κεφάλαιο κι άρα τα χρήματα που αποκτούν χάρη σ’ αυτό οι τόκοι. Έτσι, δεν αποταμιεύουν ένα μέρος των αποκτηθέντων προκειμένου να συσσωρεύσουν ένα πάγιο κεφάλαιο, αλλά ξοδεύουν όλα όσα κερδίζουν. Για τον λόγο όμως αυτό, περιέχονται ως επί το πλείστον σε φτώχεια όταν η απόκτηση χρημάτων επιβραδύνεται ή σταματά εντελώς, είτε επειδή το ταλέντο τους, όντας εφήμερου χαρακτήρα, εξαντλήθηκε, όπως λ.χ. το ταλέντο σ’ όλες τις καλές τέχνες, είτε, επίσης, επειδή το ταλέντο τους κατάφερνε να επιβάλλεται χάρη σε συγκεκριμένες περιστάσεις και συγκυρίες, οι οποίες έχουν τώρα πλέον πάψει να υφίστανται.

Ως εκ τούτου όμως, τα όσα κερδίζουν πρέπει να γίνουν το κεφάλαιό τους, ενώ αυτοί, κατά τρόπο αλαζονικό, τα θεωρούν ως απλούς τόκους και οδεύουν, έτσι, ταχέως προς τον όλεθρο.

Άνθρωποι, αντίθετα, που κατέχουν κληρονομημένη περιουσία μαθαίνουν σύντομα να διαχωρίζουν, τουλάχιστον, ποιο είναι το κεφάλαιο και ποιοι οι τόκοι. Έτσι, οι περισσότεροι απ’ αυτούς καταβάλλουν προσπάθεια να διασφαλίσουν το κεφάλαιο, μη πειράζοντάς το, και μάλιστα, ει δυνατόν, αποταμιεύοντας ένα τουλάχιστον όγδοο των τόκων, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουν έναν ενδεχόμενο μελλοντικό περιορισμό των αποδόσεων. Για τον λόγο αυτό, καταφέρνουν συνήθως να διατηρούν την οικονομική τους ευμάρεια.

Οι ανωτέρω επισημάνσεις δεν έχουν εφαρμογή στους εμπόρους, καθώς γι’ αυτούς το ίδιο το χρήμα είναι το μέσο για περαιτέρω κέρδη, ούτως ειπείν εργαλείο επαγγελματικό.

Ως εκ τούτου, αυτοί προσπαθούν, ακόμα κι αν έχουν οι ίδιοι από μόνοι τους πορισθεί το χρήμα, να το διατηρήσουν και να το πολλαπλασιάσουν δια της χρήσης του. Έτσι, ο πλούτος δεν είναι πουθενά κάτι τόσο οικείο όσο σ’ αυτή την επαγγελματική τάξη.

Από τούτα, θα μπορούσε κανείς να εξαγάγει το συμπέρασμα πως η ένδεια δεν είναι τόσο δεινό πράγμα όσο μοιάζει εκ του μακρόθεν. Ο αληθινός λόγος, ωστόσο, θα πρέπει μάλλον να είναι τούτος, ότι, στα μάτια όποιου έχει γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα σε κληρονομημένο πλούτο, τούτος εμφανίζεται ως κάτι απαραίτητο, ως φυσικό στοιχείο του μόνου δυνατού βίου, όπως ο αέρας· έτσι, ένας τέτοιος άνθρωπος τον περιφρουρεί όπως την ίδια του τη ζωή, όντας επομένως τακτικός, προσεκτικός και οικονόμος. Στα μάτια, απεναντίας, όποιου έχει γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα σε κληρονομημένη ένδεια, τούτη εμφανίζεται ως η φυσιολογική κατάσταση, ο δε πλούτος που έτυχε να βρεθεί στα χέρια του ως κάτι το περιττό, προοριζόμενο μόνο για ξόδεμα και απόλαυση· διότι ένας τέτοιος άνθρωπος, όταν ο πλούτος του έχει πλέον εξανεμισθεί, τα βγάζει πέρα όπως και παλαιότερα, έχει δε επιπλέον απαλλαγεί και από μια έγνοια.

Από την ανθρώπινη αυτή ιδιαιτερότητα εξηγείται και το γεγονός ότι οι γυναίκες που υπήρξαν φτωχές κοπέλες είναι πολύ συχνά πιο απαιτητικές και σπάταλες από εκείνες που συνεισέφεραν στον γάμο τους πλούσια προίκα, καθώς οι πλούσιες κοπέλες δεν φέρνουν μαζί τους μόνο περιουσία, αλλά και περισσότερο ζήλο, κληρονομημένη ορμή για διατήρηση αυτής απ’ ότι οι φτωχές. Όποιος παρά ταύτα επιθυμεί να ισχυρισθεί το αντίθετο μπορεί να επικαλεσθεί ως αυθεντία τον Ariosto με την πρώτη του σάτιρα.

Εγώ, πάντως, θα ’θελα να συμβουλεύσω εκείνον που παντρεύεται μια φτωχή κοπέλα να μην της κληροδοτήσει το κεφάλαιο, αλλά μόνο ένα εισόδημα, ιδιαίτερα δε να φροντίσει ώστε η περιουσία των παιδιών να μην περιέλθει στα χέρια της.

Δεν κάνω, πιστεύω, κατά κανένα τρόπο κάτι ανάξιο της γραφίδας μου συνιστώντας να φροντίζει κανείς για τη διατήρηση της περιουσίας που απέκτησε ή κληρονόμησε· διότι βέβαια, το να κατέχει κανείς τόσα ώστε να μπορεί, έστω και μόνο για τον εαυτό του, χωρίς οικογένεια, να διάγει τον βίο του αληθινά ανεξάρτητος, χωρίς δηλ. να δουλεύει, είναι ένα πλεονέκτημα ανεκτίμητο, καθώς ισοδυναμεί με ασυλία που τον απαλλάσσει από τις ανάγκες και τις κακουχίες τις συνυφασμένης με τον ανθρώπινο βίο, με χειραφέτηση δηλ. από τη γενική δουλοπαροικία, τον φυσικό τούτο λαχνό των ανθρώπων επί της γης.

Μόνον υπό τον όρο αυτής της εύνοιας της μοίρας είναι κανείς γεννημένος ελεύθερος και όχι δούλος, καθώς μόνον τότε είναι κανείς κύριος του χρόνου του και των δυνάμεών του, ώστε να μπορεί κάθε πρωί να λέγει: “η ημέρα ανήκει σ’ εμένα”. Και ακριβώς για τον λόγο αυτόν είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτόν που έχει χίλια και σ’ αυτόν που έχει εκατό χιλιάδες τάλιρα εισόδημα απείρως μικρότερη απ’ ότι εκείνη ανάμεσα στον πρωτοαναφερθέντα και σ’ εκείνον που δεν έχει τίποτε.

Την δε μέγιστη αξία της, η κληρονομημένη περιουσία την αποκτά όταν τυχαίνει σ’ εκείνον που, προικισμένος με πνευματικές δυνάμεις ανώτερου είδους, επιδίδεται σ’ εγχειρήματα που δεν συνάδουν με τον βιοπορισμό· διότι ο άνθρωπος αυτός διάγει για την ιδιοφυΐα του και αποπληρώνει στο εκατονταπλάσιο την οφειλή του στην ανθρωπότητα, προσφέροντάς της κάτι που κανείς άλλος δεν μπορεί να της προσφέρει και δημιουργώντας κάτι που την ωφελεί στην ολότητά της και που, μάλιστα, της χαρίζει επίσης τιμή. Ένας άλλος πάλι, ευρισκόμενος σε τόσο ευνοϊκή θέση, ευεργετεί την ανθρωπότητα με φιλανθρωπικά έργα. Όποιος, απεναντίας, δεν προσφέρει, έστω και σε μικρό βαθμό ή ως απλή απόπειρα, τίποτε απ’ όλα αυτά, όποιος μάλιστα ούτε καν αξιοποιεί την δυνατότητα τουλάχιστον να προάγει μια επιστήμη μαθαίνοντάς την εμβριθώς δεν είναι παρά ένας άχρηστος χασομέρης και αξιοκαταφρόνητος. Επίσης, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν είναι ευτυχής, καθώς η απαλλαγή του από την ανάγκη τον εγκαταλείπει στο έλεος του άλλου πόλου της ανθρώπινης δεινοπάθειας, στο έλεος της ανίας, η οποία τον τυραννεί σε τέτοιον βαθμό ώστε θα ήταν ασφαλώς κατά πολύ ευτυχέστερος, εάν η ανάγκη τού είχε παράσχει μια απασχόληση. Ακριβώς δε η ανία αυτή είναι που τον παρασύρει εύκολα σε υπερβολές και ασωτίες, οι οποίες και, εντέλει, θα του στερήσουν το πλεονέκτημα εκείνο του οποίου αποδεικνύεται ανάξιος.

Εκείνος, απεναντίας, που διαθέτει από την οικογένειά του αρκετά προς το ζην είναι ως επί το πλείστον ανυπότακτος: έχει συνηθίσει να βαδίζει tete levee [με το κεφάλι ψηλά] και δεν έχει μάθει τα τεχνάσματα της δουλικότητας· επιμένει ίσως να κάνει χρήση κάποιων ενδεχόμενων ταλέντων του, ενώ θα ‘πρεπε, αντίθετα, να κατανοήσει την ανεπάρκειά τους απέναντι στον mediocre et rampant [στην χαμερπή μετριότητα]· μάλιστα, είναι προφανώς σε θέση να διακρίνει την κατωτερότητα των ανωτέρων του, και όταν δε στο τέλος η κατάσταση φθάσει στο επίπεδο της αναξιοπρέπειας, τότε γίνεται είτε απειθής είτε λιπόψυχος. Έτσι, όμως, δεν πάει κανείς μπροστά στην ζωή· μάλλον θα καταλήξει ν’ αναφωνήσει μαζί με τον αυθάδη Βολταίρο: nous n’ avons que deux jours a vivre: ce n’ est pas la peine de les passer a ramper sous des coquins meprisables. (Δεν έχουμε παρά μόνο δύο μέρες να ζήσουμε: δεν αξίζει να τις περάσουμε υπηρετώντας χαμερπώς αξιοκαταφρόνητους παλιανθρώπους).

Στα όσα έχει κανείς, δεν συμπεριέλαβα γυναίκα και παιδιά, καθώς στην πραγματικότητα μάλλον ο ίδιος βρίσκεται στην κατοχή τους. Περισσότερο θα μπορούσε ίσως κανείς να συναριθμήσει σ’ αυτά τους φίλους· όμως, κι εδώ ο κάτοχος βρίσκεται στην κατοχή του άλλου, κατ’ ανάγκη, στον ίδιο ακριβώς βαθμό.

Η νοημοσύνη νιώθει την ευτυχία. Η διάνοια όχι

Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ διάνοιας και νοημοσύνης.

Η διάνοια είναι λογική, ενώ η νοημοσύνη είναι παράδοξη. Η διάνοια είναι αναλυτική, ενώ η νοημοσύνη είναι συνθετική. Η διάνοια διχάζει, κατατέμνει σε κομμάτια για να κατανοήσει κάτι. Η επιστήμη βασίζεται στη διάνοια, τη διχοτόμηση, τη διαίρεση, την ανάλυση. Η νοημοσύνη ενώνει τα κομμάτια, δημιουργεί ένα σύνολο από ξεχωριστά μέρη – επειδή αυτή είναι μία από τις μεγαλύτερες αλήθειες: ότι το μέρος υπάρχει μέσω του όλου, και όχι αντίστροφα. Και το όλον δεν είναι μόνο το άθροισμα των εξαρτημάτων, είναι κάτι παραπάνω.

Για παράδειγμα, μπορείτε να πάρετε ένα τριαντάφυλλο και να πάτε σε έναν επιστήμονα, σε έναν υπέρμαχο της λογικής. Μπορείτε να του πείτε: «Θέλω να καταλάβω αυτό το τριαντάφυλλο». Τι θα κάνει; Θα το διαμελίσει, θα διαχωρίσει όλα τα στοιχεία που το κάνουν λουλούδι. Εάν επιστρέψετε, θα βρείτε το λουλούδι εξαφανισμένο. Αντί για αυτό, θα βρείτε μερικά φιαλίδια με ταμπελάκια. Τα στοιχεία έχουν διαχωριστεί, αλλά ένα είναι βέβαιο: δεν υπάρχει κανένα μπουκάλι του οποίου η ετικέτα αναγράφει τη λέξη «ομορφιά».

Η ομορφιά δεν είναι υλικό, και η ομορφιά δεν υπάρχει στα μέρη. Μόλις τεμαχίσεις ένα λουλούδι, μόλις χαθεί η ολότητα του λουλουδιού, η ομορφιά έχει χαθεί κι αυτή. Η ομορφιά βρίσκεται στο σύνολο, είναι η χάρη που έχει το σύνολο. Είναι κάτι παραπάνω από το άθροισμα των μερών. Μπορείτε να διαμελίσετε έναν άνθρωπο. Τη στιγμή που θα κάνετε την επέμβαση αυτή, η ζωή του παύει να υπάρχει. Θα έχετε μπροστά σας μόνο ένα νεκρό σώμα, ένα πτώμα. Μπορείτε να βρείτε πόσο αλουμίνιο έχει μέσα του, πόσο σίδηρο και πόσο νερό. Μπορείτε να βρείτε ολόκληρο τον μηχανισμό τους πνεύμονες, τα νεφρά, τα πάντα, αλλά ένα πράγμα δεν υπάρχει, αυτό είναι η ζωή. Ένα πράγμα δεν υπάρχει, κι είναι το πιο πολύτιμο απ’ όλα. Ένα πράγμα δεν υπάρχει, και ήταν αυτό που θέλαμε να καταλάβουμε. Όλα τα άλλα είναι εκεί.

Πού είναι αυτή η ευάλωτη φύση; Πού είναι αυτή η ζωντάνια, αυτός ο παλμός ζωής; Όταν βρισκόταν μέσα στο τριαντάφυλλο, υπήρχε μια εντελώς διαφορετική διάταξη, και η ζωή ήταν παρούσα. Το τριαντάφυλλο ήταν γεμάτο παρουσία. Η ζωή ήταν εκεί και παλλόταν στην καρδιά του. Τώρα, όλα τα μέρη είναι εκεί, αλλά δεν μπορείτε να πείτε ότι τα μέρη είναι το ίδιο με το σύνολο. Δεν είναι, επειδή τα μέρη υπάρχουν μέσα στο σύνολο.

Η διάνοια διαμελίζει, αναλύει. Είναι το όργανο της επιστήμης. Η νοημοσύνη είναι το όργανο της θρησκείας και συνενώνει.

Η φύση είναι η μεγαλύτερη ολότητα, όλα τα πράγματα μαζί. Η φύση δεν είναι ένα άτομο, η φύση είναι μια ολότητα, η ολότητα όταν το σύνολο λειτουργεί σε μια μεγάλη αρμονία – τα δέντρα και τα πουλιά και η γη και τα αστέρια και το φεγγάρι, ο ήλιος και τα ποτάμια και ο ωκεανός, όλα μαζί. Αυτή η αρμονική συνύπαρξη είναι η φύση. Αν τη διαμελίσετε, δεν θα την ξαναβρείτε ποτέ. Μπορείτε να διαμελίσετε έναν άνθρωπο. Δεν μπορείτε να βρείτε την δύναμη που του έδινε ζωή. Μπορείτε να διαμελίσετε τον κόσμο. Δεν μπορείτε να βρείτε την ουσία που είναι η φύση.

Η νοημοσύνη είναι η μέθοδος της συνένωσης. Ένα άτομο με νοημοσύνη συνθέτει. Πάντα ψάχνει για ένα ανώτερο σύνολο, επειδή το νόημα βρίσκεται πάντα στο ανώτερο σύνολο. Πάντα αναζητά κάτι υψηλότερο, στο οποίο το κατώ τερο διαλύεται και λειτουργεί ως μέρος, λειτουργεί ως μία νότα στην αρμονία ενός συνόλου, συνεισφέρει με τον δικό του τρόπο στην ορχήστρα του συνόλου, αλλά δεν είναι ξεχωριστό από αυτό. Η νοημοσύνη κινείται προς τα επάνω, η διάνοια κινείται προς τα κάτω. Η διάνοια κινείται προς το αίτιο.

Παρακαλώ, παρακολουθήστε με. Το θέμα είναι ευαίσθητο. Η διάνοια πηγαίνει προς το αίτιο. Η νοημοσύνη πηγαίνει στον στόχο. Η νοημοσύνη κινείται στο μέλλον, η διάνοια κινείται στο παρελθόν. Η διάνοια μειώνει τα πάντα στον ελάχιστο παρονομαστή. Εάν ρωτήσετε τι είναι η αγάπη, η διάνοια θα πει ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά σεξ – ο μικρότερος παρονομαστής.

Ρωτήστε τη νοημοσύνη τι είναι έρωτας, και θα σας πει ότι δεν είναι τίποτε άλλο από τον σπόρο της αδιασπάστης αρμονίας. Είναι η δυνητική αγάπη. Η διάνοια μειώνει στο ελάχιστο, μειώνει τα πάντα στο ελάχιστο. Ρωτήστε τη διάνοια τι είναι ο λωτός, και θα πει ότι δεν είναι τίποτα, απλώς μια ψευδαίσθηση, η πραγματικότητα είναι η λάσπη – επειδή ο λωτός βγαίνει από τη λάσπη και ξαναγυρίζει πίσω στη λάσπη. Η λάσπη είναι πραγματική, ο λωτός είναι απλώς μια ψευδαίσθηση. Η λάσπη παραμένει, ο λωτός έρχεται και φεύγει. Ρωτήστε τη νοημοσύνη τι είναι η λάσπη, και η νοημοσύνη θα πει: «Είναι η δυνατότητα να είναι κανείς ένας λωτός». Τότε εξαφανίζεται η λάσπη, και εκατομμύρια λωτοί ανθίζουν.

Ο ΓΚΟΛΝΤΜΠΑΧ ΚΑΙ Η ΕΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ

Η ζωή του Γερμανού μαθηματικού Κρίστιαν Γκόλντμπαχ (Christian Goldbach, 1690-1764), παρότι πλούσια σε ταξίδια και εμπειρίες, δεν έχει μιαν άξια αναφοράς μικροϊστορία, τουλάχιστον όχι απ’ αυτές που αρέσουν στη στήλη. Έχει, βέβαια, την Εικασία του, η οποία φτάνει και περισσεύει.

Ο Γκόλντμπαχ γεννήθηκε στο Κένιξμπεργκ, την πρωτεύουσα του Δουκάτου της Πρωσίας, και ήταν γιος προτεστάντη ιερέα. Σπούδασε στο τοπικό πανεπιστήμιο νομικά και ιατρική (όχι μαθηματικά) και μετά το τέλος των σπουδών του, από το 1710 έως το 1724, ταξίδεψε σε πολλά μέρη της Ευρώπης, όπου γνώρισε διάσημους μαθηματικούς (τους Λάιμπνιτς, Όιλερ και Μπερνούλι, μεταξύ άλλων), με τους οποίους διατήρησε επαφή μέσω αλληλογραφίας. Επιστρέφοντας στη γενέθλια πόλη του, γνώρισε τους μαθηματικούς Γκέοργκ Μπίλφινγκερ και Γιάκομπ Χέρμαν, μια γνωριμία που άλλαξε τη ζωή του. Οι τρεις τους πήγαν στην Αγία Πετρούπολη, όπου δούλεψαν στη μόλις ιδρυθείσα Ακαδημία Επιστημών. Ο Γκόλντμπαχ δίδαξε εκεί μαθηματικά και ιστορία, γεγονός μάλλον περίεργο γιατί δεν είχε τα τυπικά προσόντα ούτε για το ένα ούτε για το άλλο γνωστικό πεδίο. Φαίνεται όμως πως ήξερε λίγο απ’ όλα, πανεπιστήμονας. Ήταν και πολύγλωσσος: μιλούσε και έγραφε γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά, ρωσικά και λατινικά. Το 1728 πήγε στη Μόσχα, στην αυλή τού μόλις 13 ετών Τσάρου Πέτρου Β΄, ως αποκλειστικός δάσκαλός του. Το 1730 ο νεαρός μαθητής του αρρώστησε και πέθανε, και ο Γκόλντμπαχ επέστρεψε στην Ακαδημία, όπου ανέλαβε διοικητικά καθήκοντα, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική. Το 1740 ανέλαβε σημαντική θέση στο Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών. Το 1760 ανέλαβε τη γενική εποπτεία της εκπαίδευσης των παιδιών του Τσάρου. Το πρόγραμμα σπουδών που κατάρτισε ακολουθήθηκε για τα επόμενα 100 χρόνια.

Όλα αυτά μας λένε ότι ο Γκόλντμπαχ ήταν προφανώς καλός στους διαδρόμους της εξουσίας, αλλά τίποτα για τα μαθηματικά του. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν μεγάλος μαθηματικός. Όχι ασήμαντος (άφησε πίσω του κάποια θεωρήματα στις τέλειες δυνάμεις και τις άπειρες σειρές), αλλά ούτε και σπουδαίος. Τα μαθηματικά ήταν για κείνον πάρεργο, το χόμπι του θα λέγαμε σήμερα. Αν το θυμόμαστε ακόμα είναι κυρίως για την εικασία του, ένα από τα παλιότερα άλυτα προβλήματα της θεωρίας αριθμών (και των μαθηματικών γενικότερα).

Όπως προαναφέρθηκε, ο Γκόλντμπαχ διατηρούσε αλληλογραφία με τον Ελβετό Λέοναρντ Όιλερ (Leonhard Euler, 1707-1783), έναν από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς όλων των εποχών. Αλληλογραφούσαν τακτικά επί 35 χρόνια, από το 1729 μέχρι τον θάνατο του Γκόλντμπαχ, προσφέροντας πολλά στη θεωρία αριθμών μέσω της ανταλλαγής απόψεων. Σε μια επιστολή του, που φέρει ημερομηνία 7 Ιουνίου 1742, ο Γκόλντμπαχ αναφέρει (και μάλιστα στο περιθώριο της επιστολής, σαν τον Φερμά – μάλλον κάτι παίζει με τους μαθηματικούς και τα περιθώρια, δεν εξηγείται αλλιώς) στον Όιλερ για πρώτη φορά μία εικασία: «κάθε ζυγός ακέραιος αριθμός μπορεί να εκφραστεί ως άθροισμα τριών πρώτων αριθμών». [Πρώτοι ονομάζονται οι φυσικοί αριθμοί που διαιρούνται μόνο από τη μονάδα και τον εαυτό τους (2, 3, 5, 7, 11, 13, 17 κ.λπ.) και είναι άπειροι, όπως απέδειξε, με τρόπο συγκλονιστικά απλό και ευφυή, πρώτος ο Ευκλείδης (αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία). Η μονάδα δεν συγκαταλέγεται στους πρώτους, για τεχνικούς λόγους (αν και την εποχή που συζητάμε τη θεωρούσαν πρώτο αριθμό – όχι όλοι πάντως: ο Όιλερ, π.χ., δεν τη θεωρούσε πρώτο αριθμό, σε αντίθεση με τον Γκόλντμπαχ που τη θεωρούσε).] Ο Όιλερ σκέφτηκε ότι, για να ισχύει κάτι τέτοιο, πρέπει ένας από τους τρεις πρώτους να είναι πάντα το 2, γιατί η πρόσθεση τριών μονών πρώτων θα έδινε υποχρεωτικά πάντα μονό άθροισμα, και το 2 είναι ο μόνος πρώτος που είναι ζυγός. Συνεπώς, επαναδιατύπωσε την εικασία ως εξής: «Κάθε ζυγός θετικός ακέραιος μεγαλύτερος του 2 μπορεί να γραφεί ως άθροισμα δύο πρώτων αριθμών». Αυτή είναι η Εικασία του Γκόλντμπαχ (έστω κι αν η διατύπωση οφείλεται στον Όιλερ).

Λέοναρντ Όιλερ

Αν καθίσει κανείς να το ψάξει (και έχουν καθίσει πολλοί), φαίνεται πως ισχύει:

4 = 2 + 2

6 = 3 + 3

8 = 3 + 5

10 = 3 + 7 = 5 + 5

12 = 5 + 7

14 = 3 + 11 = 7 + 7

κ.ο.κ.

Μέχρι σήμερα, με τη βοήθεια υπολογιστών, η εικασία έχει επαληθευθεί για όλους τους ζυγούς μέχρι τον 4 x 1018 (ασύλληπτος αριθμός!) Φαίνεται πως αληθεύει. Αλλά, χωρίς απόδειξη, τι να το κάνεις;

Ο Όιλερ έγραψε στον Γκόλντμπαχ στις 30 Ιουνίου 1742 ότι δέχεται την (επαναδιατυπωμένη από τον ίδιο) εικασία ως πλήρως ορισμένο θεώρημα (δηλαδή, διαισθητικά την δέχεται ως αληθή – και για να το λέει ο Όιλερ μάλλον έτσι θα ’ναι), αν και, όπως ομολογούσε, δεν είχε καταφέρει να το αποδείξει (βέβαια, είχε προσπαθήσει λιγότερο από μήνα, αλλά για ένα μυαλό σαν του Όιλερ αυτός είναι πολύς καιρός). Σήμερα, 273 χρόνια μετά, η εικασία παραμένει αναπόδεικτη, παρά τις ασταμάτητες προσπάθειες της μαθηματικής κοινότητας. Όπως συμβαίνει συνήθως με τις ανοιχτές μαθηματικές εικασίες, πολλοί έχουν ισχυριστεί ότι την έχουν αποδείξει, αλλά κοινά αποδεκτή απόδειξη δεν υπάρχει. Μάλιστα, ο εκδοτικός οίκος Faber and Faber πρόσφερε ένα εκατομμύριο δολάρια σε όποιον την αποδείκνυε από τις 10 Μαρτίου 2000 μέχρι τις 20 Μαρτίου 2002, αλλά κανείς δεν τα κατάφερε ούτε και τότε. Βέβαια, το κίνητρο δεν είναι μόνο τα λεφτά· όποιος την αποδείξει θεωρείται βέβαιο ότι θα πάρει και το Μετάλλιο Φιλντς (Fields Medal – βραβείο που απονέμεται κάθε 4 χρόνια· η σπουδαιότερη διάκριση, το Νόμπελ των μαθηματικών). Συνεπώς, δεν είναι το κίνητρο που λείπει από τους μαθηματικούς. Τότε, αναρωτιέται κανείς, γιατί δεν έχει αποδειχτεί σχεδόν τρεις αιώνες τώρα; Πόσο δύσκολη είναι πια η απόδειξη μιας εικασίας της θεωρίας αριθμών που αναφέρεται στην πρόσθεση; Στην πρόσθεση! Και η διατύπωση της είναι απλούστατη και απολύτως κατανοητή. Ξανά:

Κάθε ζυγός θετικός ακέραιος μεγαλύτερος του 2 μπορεί να γραφεί ως άθροισμα δύο πρώτων αριθμών.

Φαίνεται απλό. Αλλά δεν είναι. Γενεές επί γενεών έχουν φάει τα μούτρα τους προσπαθώντας. Μαθηματικοί σπουδαίοι και μη. Ακόμα και άνθρωποι που απλώς ξέρουν κάποια μαθηματικά: ακριβώς επειδή ακούγεται απλό, σου ’ρχεται να κάτσεις να την αποδείξεις. Φιλική συμβουλή: μη σας μπαίνουν ιδέες. Η απόδειξη (αν υπάρχει – δεν ξέρουμε καν αν η εικασία αληθεύει) είναι τραγικά δύσκολη.

To Άτμητον είναι και Άρρητον

Εγώ: Η παρούσα περιγραφική, καθημερινή πραγματικότητα του κόσμου της ύλης, ορατής και αόρατης …κι όχι μόνο της ανθρωπότητας.

Στην καθομιλουμένη είναι η λέξη που υπάρχει σε κάθε πρόταση, είτε ακούγεται είτε όχι, μαζί με τις συγγενικές της (μου, δικό μου, εμένα, με) αλλά και η πλέον παραπλανητική σαν λέξη, γιατί σαν έννοια είναι η απόλυτη καταστροφή. Στην καθημερινή χρήση το ΕΓΩ, το κομματιασμένο, δηλώνει το αρχέγονο λάθος, την πλανεμένη αντίληψη για το Άτμητο το Άρρητο, Το ΕΓΩ είναι η πλασματική ψευδαίσθηση ενός διαιρεμένου σε χιλιάδες κομμάτια εαυτού.

Το ‘εγώ’ είναι ο άνθρωπος, ο παγωμένος, παγιωμένος.

Σκέψου το νερό, κινείται παντού, μπαίνει παντού, είναι ρευστό, πολύ όμορφα και φυσικά υπακούει στον συμπαντικό κανόνα “τα πάντα ρει”. Μέχρι που αποκτά ‘εγώ’. Τότε παύει να είναι ρευστό και γίνεται πάγος. Παύει να είναι μέρος, του, σε συνεχή ροή σύμπαντος, και γίνεται πέτρα παγωμένη. Καμία ροή. Ακίνητο μέχρι να λιώσει – πεθάνει.

Αυτή ακριβώς είναι και η κατάσταση του ανθρώπινου ζώου, Παγ(ι)ωμένη. Αυτό συμβαίνει όταν ο άνθρωπος μπαίνει σε ομάδες, δίνοντας φυσικά την συμφωνία του. Όταν οι ομάδες και οι πεποιθήσεις του “εγώ” του κλέβουν την ελευθερία του –ροή- και εγκλωβίζοντας τον, τον παγώνουν. Παύει να είναι πλέον ελεύθερος και αποκτά εγώ ή εμείς -που είναι το ίδιο.

Όμως προκειμένου να γίνεις αποδεκτός κι αρεστός στην κοινωνία κατατάσσεσαι σε κάποιο σύνολο-ομάδα και Συμφωνείς να δέχεσαι ακόμα και το μεγαλύτερο ψέμα γι’ απόλυτη αλήθεια, προκείμενου να σε αποδεχτούν. Από την κούνια όλους τους ανθρώπους μας διδάσκουν να υποτασσόμαστε και να συμφωνούμε, στις απόψεις του συνόλου και αυτό συμβαίνει πάνω απ’ όλα στην ερμηνεία της πραγματικότητας και προπαντός στις μεγάλες αλήθειες, πυλώνες την κοινωνίας-φυλακή, δηλ. θρησκείες, πολιτική, οικονομία, αθλητισμός, επιστημονισμός και κάθε λογής –ισμούς.

Μεγαλώνοντας έχεις εκπαιδευτεί να αγνοείς, ορισμένες όψεις της πραγματικότητας, γιατί οι άλλοι ενήλικοι τις θεωρούν γελοίες ή ανύπαρκτες και για να είσαι αποδεκτός τις αποδέχεσαι κι εσύ δηλ. συμφωνείς πως υπάρχουν, άρα υπάρχουν και ο κύκλος της κάθε ανοησίας και της Δημιουργίας-Φυλακή διαιωνίζεται.

Μαθαίνεις να βλέπεις τις γεωμετρικές μορφές. Συμφωνείς ότι υπάρχουν μόνο τρεις διαστάσεις. Συμφωνείς πως ο θεός είναι χριστιανός, μουσουλμάνος, βραχμάνος ή ό,τι άλλο σου υποδείξουν, συμφωνείς πως υπάρχει θεός ή αιώνια φλόγα ή άπειρο ή δύναμη ή αλήθεια ή ό,τι άλλο σου έχουν πει κάποιοι άλλοι πριν καν μπορέσεις να σκεφτείς μόνος σου γι’ αυτά τα θέματα.

Αποδέχεσαι και συμφωνείς, για την εικόνα του κόσμου που σου παρουσιάζουν. Πως πρέπει να δουλεύεις για να ζήσεις και μάλιστα συμφώνησες πως πρέπει να σου αρέσει που δουλεύεις για να ζήσεις. Πως πρέπει να κάνεις οικογένεια και να φροντίζεις την οικογένεια σου, μα όχι απαραίτητα και την οικογένεια των άλλων ανθρώπων. Να κάνεις παιδιά, γιατί χρειάζεσαι τα παιδιά, (ποιοί άλλοι άραγε τα χρειάζονται και γιατί;, το σκέφτηκες κάποια στιγμή;) να κάνεις πολλούς φίλους, πιστούς πελάτες, φανατικούς εχθρούς κλπ κλπ και όλα αυτά συμφώνησες πως είναι αληθινά και μάλιστα πως είναι δικές σου σκέψεις ή ανακαλύψεις …κι αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που υπάρχουν. Επειδή συμφώνησες πως υπάρχουν.

Δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια και δεν παρατηρείς μόνο το φυσικό κόσμο, δεν είναι (αν κι όταν) μόνο παρατηρητής της πραγματικότητας. Συμμετέχουμε όλοι οι άνθρωποι σε αυτήν… κι αναφερόμαστε μονάχα στους ανθρώπους κι όχι σε άλλα όντα, αλλότριου DNA, κατά πολύ ανώτερα από την όποια ανθρώπινη συμφωνία περί του κόσμου και της όποιας αλήθειας του.

Σκέφτομαι μερικές φορές πως κάποια όντα που διαθέτουν επτά ή δέκα αισθήσεις για να αντιλαμβάνονται τα πράγματα, πως κινούνται στο άυλο διαθέτοντας μεγάλη ενέργεια και τότε ο Δημόκριτος κι ο Ηράκλειτος φαντάζουν αστείοι, πόσο μάλλον όλοι εμείς οι υπόλοιποι με τις μεγαλοστομίες μας και την τεράστια ιδέα που έχουμε για το άχρηστο και υπερφίαλο ΕΓΩ, που καταδυναστεύει την ζωή μας, που μόνοι μας του επιτρέψαμε και Συμφωνήσαμε να υπάρχει.

Άλλη μια παρανόηση, που ανόητα ή σκόπιμα κυκλοφορεί, ειδικά σε κύκλους “διδασκάλων” το “εμείς”, θεωρώντας λανθασμένα πως το “εμείς” είναι Gestalt. Ακούμε λοιπόν “πότε επιτέλους θα πάψουμε να είμαστε ατομιστές και θα γίνουμε εμείς;” σε όλες τις παραλλαγές. Αλλά δεν είναι έτσι.

Το Gestalt δηλώνει πως “το όλον, είναι μεγαλύτερο από το σύνολο των μερών του”
Ναι αλλά μόνο αν τα μέρη του είναι Άτμητα.

Πιο απλά, 5 άνθρωποι (στην κατάσταση Ατμητότητας) σε ένα σύνολο Gestalt, δεν είναι 5 άνθρωποι ενεργειακά σαν σύνολο δράσης-ύπαρξης, αλλά το 5 πολλαπλασιάζεται στην νιοστή για να είναι Gestalt. Αυτή η κατάσταση σε καμία περίπτωση δεν πετυχαίνεται στο πεδίο δράσης του “εγώ” που είναι η κατάσταση της τμητής ταυτότητας (κατακερματισμένη).

Από την άλλη, 5 άνθρωποι (στην κατάσταση του “εγώ” δηλ, τμητοί) σε ομάδα είναι 1+1+1+1+1=5 άνθρωποι (εγώ) σε ομάδα, αυτό δεν είναι Gestalt, είναι μια ομάδα 5 ανθρώπων. 5 “εγώ” μαζεμένα που κάνουν μια ομάδα 5 “εμείς”. Δηλαδή, κάθε μικρή ή μεγάλη ομάδα πολλών μικρών “εγώ” δεν φτιάχνει ένα Gestalt, αλλά μια μάζα, όχλο ανθρώπινων μικρών “εγώ”, κατακερματισμένων χωρίς καμία ολότητα, που είναι η βασική κατάσταση της Ατμητότητας.

Δες αυτά τα μικρούλικα “εγώ” όταν κατεβαίνουν (πάντα κατεβαίνουν και δεν ανεβαίνουν) στις πλατείες και παίζουν το παιχνίδι “αγανακτισμένοι”. Αλλά ποτέ καμία μάζα-όχλος από πολλά ασήμαντα εγώ, δεν πέτυχε ποτέ, τίποτε στην σκακιέρα της δημιουργίας. Μόνο ο Κατεργάρης, μπορεί να αλλάξει τις καταστάσεις, τα γεγονότα, την ροή της ιστορίας …και είναι πάντα στον ενικό, δεν υπάρχουν κατεργάρηδες.

Gestalt δημιουργείται μόνο, αν συνυπάρξει σε δράση κάποιος Κατεργάρης, μαζί με κάποιον άλλο Κατεργάρη, και ποτέ σε πληθυντικό αριθμό, γιατί ο Κατεργάρης, για να είναι Κατεργάρης, σημαίνει πως έχει πετύχει την κατάσταση του Ατομικόν ή αλλιώς Άτμητον (αδιαίρετος, αυτός που δεν διασπάται σε μικρότερα κομμάτια, αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί, ο Ολόκληρος) …και Ατμητότητα, ορίζεται ως η κατάσταση ύπαρξης και δράσης του Άτμητου.

Δεν υπάρχει ακριβής περιγραφή της κατάστασης του Άτμητον, γιατί εκτός από Άτμητον, είναι και Άρρητον, δηλ. δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις, ή να εκφραστεί με λόγια.

Η Ατμητότητα είναι συνώνυμη με την Αρρητότητα.

Άτομα που πέτυχαν αυτή την κατάσταση είναι ελάχιστοι μεταξύ των αρίστων.

Παρατήρησε τον άνθρωπο-εγώ-τμητό, από τον τρόπο που περπατάει, που τρώει, που μιλάει, που στέκεται, που αναπνέει, που παντρεύεται, που ερωτεύεται, αγωνίζεται, πονάει, ζητάει, πεθαίνει. Από την σαπίλα των σκέψεων, των συναισθημάτων, των πράξεων του. Λέει «Εγώ» και πιστεύει, πως ο κόσμος πρέπει να του υποκλίνεται. «Έτσι είμαι Εγώ» «Εγώ θα πάω, θα κάνω θα φάω, θα πάρω, θα φέρω..» “Εγώ” και μόνο ένα ασήμαντο “εγώ”, ένα τέρας με 5.000 κεφάλια, είναι αυτό που συντηρεί και ενισχύει αυτόν τον κόσμο και τα ανθρωπάκια, φαντάσματα, που σέρνονται πάνω στο πρόσωπο της γης, όλων των δημιουργιών.

Αυτό που κατασπαταλάει την Ενέργεια σου, την Δύναμη σου είναι η διατήρηση του «Εγώ». Αυτό είναι που Οργίζεται, Προσβάλλεται, Καταθλίβεται, Απειλεί με αυτοκτονία, μέχρι που να πετύχει την επιθυμητή επιβεβαίωση. Μια και γνωρίζει πως δεν έχει κάποια απτή ουσία, αναζητά συνεχώς να έχει δίκιο μέσα από τα άλλα ανθρώπινα όντα του εγώ, τα άψυχα όντα γιατί μόνο αυτά ασχολούνται με τέτοια ασήμαντα γεγονότα, τα οποία αποδέχονται και φέρονται λες και το «εγώ» είναι κάτι υπαρκτό.

Μόνο με αυτό τον τρόπο το «εγώ» ξεγελιέται και πιστεύει πως είναι αληθινό, ενώ γνωρίζει πως στην πραγματικότητα είναι ένα συνονθύλευμα από τίποτα. Ένα φάντασμα, σε ένα ολόγραμμα.

Τίποτα από αυτά, δεν μπορεί να συμβεί όταν έχουμε αποδεχτεί την αληθινή μας Άτμητη και Άρρητη υπόσταση, Είμαστε Έμψυχα Ενεργειακά όντα, πέρα από σκέψεις, λέξεις, συναισθήματα. Ένα πεδίο Ενέργειας, γι αυτό και η Κβαντική Θεωρία πρέπει να σε απασχολεί, γιατί Κβάντα σημαίνει Πακέτο Ενέργειας. Ενέργεια = Δύναμη = Ελευθερία. Αλλά η Ελευθερία χρειάζεται Ανεξαρτησία, διαφορετικά, απλώς αυταπατάσαι.

Ενα πεδίο Ενέργειας που βρίσκεται σε συνεχή ανατάραξη-δράσης Αιτίας><Αποτελέσματος, καθημερινά και είναι συν-μέτοχος σε χαοτικά, τυχαία συστήματα δημιουργίας. Γι’ αυτό και πρέπει να σε ενδιαφέρει και η Θεωρία του Χάους με όλα τα συστήματα της, τους νόμους και τα καπρίτσια της.

Τα ανθρώπινα ζώα στην υποβαθμισμένη κατάσταση, του Λερναιοκέφαλου “εγώ”, ζουν μια ζωή χωρίς ύπαρξη, μια ζωή διασπασμένη, μέσα στην σαπίλα του κατακερματισμένου “εγώ”, πονεμένη, μίζερη, μες την κακομοιριά. Κρύβονται μέσα σε ένα μίζερο γάμο, πίσω από ευνουχισμένα από την γέννηση τους παιδιά, μέσα σε μια κακόμοιρη κοινωνία, στην ψεύτικη ασφάλεια ενός ασήμαντου δουλικού μισθού, διαιωνίζοντας την φτώχεια, την μιζέρια, τον θάνατο και την κακομοιριά.

Το “εγώ” είναι ο απόλυτος κυρίαρχος, ο παντοδύναμος δικτάτορας του ορατού και αόρατου κόσμου, φυσικού ή μεταφυσικού, γνωστού ή άγνωστου. Είναι ο θεός κάθε δημιουργίας, είναι η εκδήλωση του δημιουργού, μέσα στο υλικό ολόγραμμα που αποκαλούν δημιουργία. Το εγώ είναι ο δημιουργός του matrix. Για να είναι ο δημιουργός, ικανός να δημιουργήσει μια δημιουργία πρέπει να μην ελέγχει το “εγώ” του, να είναι ήδη παγιδευμένος μέσα σε αυτό. Τι κατάντια, είναι η κατάντια των θεών, που τολμούν να λένε “Εγώ ειμί το φως” ή το άλλο γελοίο “εγώ ειμί ο θεός” και λοιπές γραφικότητες κατώτερων όντων.

Αν θέλεις να γίνεις Κατεργάρης, αν θέλεις να απολαύσεις Φως, Άκτιστο Φως, αν θέλεις Ανεξαρτησία, αν θέλεις να είσαι ολόκληρος και όχι χίλια κομμάτια, τώρα είναι μια καλή στιγμή, δεν διαθέτεις άλλη στιγμή από το τώρα, τον παρόντα χρόνο, για να σταματήσεις να είσαι φοβισμένος, να σταματήσεις να εξαρτάσαι, να είσαι υποβαθμισμένος, να είσαι σκλάβος των δικών σου σκέψεων, αποφάσεων, επιλογών. Να σταματήσεις να είσαι πρόβατο-αμνός-δούλος-υπάλληλος-πιστός-ψηφοφόρος-οπαδός, να ξαναγίνεις Άτμητος και Άρρητος.

Γιατί αν δεν είσαι Άτμητος και Άρρητος, δεν είσαι άνθρωπος, είσαι ανθρώπινο ζώο.

Όχι ανεξάρτητος, αλλά ούτε καν άνθρωπος.

«Οι σκέψεις είναι ζωντανές.
Δίνουν μορφή στον κόσμο, την πραγματικότητα και το πεπρωμένο μας.
Οπότε το να σκεφτόμαστε θετικά είναι σημαντικό, καθόλου αμελητέο…
Αν έχετε την ίδια σκέψη αρκετά συχνά και την κάνετε με συναίσθημα,
με τον χρόνο αποκτά υλική μορφή.» Petrene Soames

“Αν είναι να πιστεύουμε την σύγχρονη φυσική, τα όνειρα που ονομάζουμε αντιλήψεις της εγρήγορσης έχουν την ίδια σχεδόν ομοιότητα με την αντικειμενική πραγματικότητα με αυτή που έχουν τα φανταστικά όνειρα του ύπνου μας. Το παράδοξο είναι μόνο μια σύγκρουση της πραγματικότητας και της αίσθησής μας για το τι οφείλει να είναι η πραγματικότητα”. Ρ.Φέυνμαν

“Το πρόβλημα της γλώσσας είναι πολύ σοβαρό. Αναζητούμε τρόπο να εκφράσουμε και να περιγράψουμε τη δομή και τη λειτουργία των ατόμων. Αλλά, στην κοινή γλώσσα είναι αδύνατο να μιλήσουμε για τα άτομα.” Β.Χάιζενμπεργκ

“Τοις εγρηγορόσιν ένα και κοινόν κόσμον είναι, των δε κοιμωμένων έκαστος εις ίδιον αποστρέφεσθαι”
(Για τους ξύπνιους υπάρχει ένας και ο ίδιος κόσμος, ενώ οι κοιμισμένοι στρέφονται ο καθένας σε ένα δικό του, υποκειμενικό κόσμο).
Ηράκλειτος

«Αν θελήσεις κάτι όλο το σύμπαν θα συνωμοτήσει για να το αποκτήσεις» μια φράση που ζητήθηκε πολύ και αποτέλεσε μότο ζωής για πολλούς ανθρώπους. Η αλήθεια είναι πως για την δύναμη της θέλησης έχουν ειπωθεί πολλά, ο Βίκτορ Ουγκώ γράφει στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του «Οι Άθλιοι»: «Οι άνθρωποι δεν στερούνται δυνάμεως, αλλά θελήσεως».

«Ο Ποσειδώνας καθόταν στο γραφείο του και λογάριαζε. Η διακυβέρνηση όλων των υδάτων του κόσμου τον έκανε να δουλεύει ασταμάτητα. Θα μπορούσε να έχει όση βοήθεια ήθελε, και είχε αρκετή, επειδή όμως είχε πάρει πολύ σοβαρά τα καθήκοντά του, λογάριαζε τα πάντα ακόμα μια φορά, κι έτσι κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει ικανοποιητικά. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι του ‘κανε κέφι να δουλεύει. Προσπαθούσε να τελειώσει επειδή ήταν υποχρεωμένος.

Μα, φυσικά, και είχε προσπαθήσει να βρει μια πιο χαρούμενη εργασία – αυτή ήταν η έκφρασή του -, αλλά πάντοτε, όταν του γινόντουσαν διάφορες προτάσεις, έδειχνε να μην τις δέχεται όπως τα μέχρι τώρα καθήκοντά του. Εκτός αυτού, ήταν πάρα πολύ δύσκολο βρεθεί κάτι άλλο για κείνον. Ήταν απίθανο να του ανατεθεί μια ορισμένη θάλασσα. Εξάλλου, η δουλειά που έκανε τώρα δεν ήταν μικρότερη μονάχα, αλλά ευτελής.

Ο Μεγάλος Ποσειδώνας δεν μπορούσε ν’ αναλάβει παρά μονάχα μια πολύ υψηλή θέση. Κι αν του πρόσφερε κανείς μια θέση έξω από τα νερά του, και μόνο στην ιδέα αρρώσταινε, η θεϊκή του αναπνοή κοβόταν και το σεβάσμιο στήθος του έτρεμε. Παρ’ όλ’ αυτά κανείς δεν έπαιρνε τις δυσκολίες του στα σοβαρά.

Όταν ένας ισχυρός υποφέρει, πρέπει κανείς, ακόμα και στην πιο απελπιστική κατάσταση, να τον παραδεχτεί. Κανένας δεν μπορεί να σκεφτεί ν’ απαλλάξει τον Ποσειδώνα από τα καθήκοντά του, από την αρχή της αρχής ήταν ο Ποσειδώνας ο θεός της θάλασσας κι είναι υποχρεωμένος να παραμείνει, ακόμα κι αν δεν του γουστάρει.

Πιο πολύ απ’ όλα εξοργίζεται – κι αυτό προξενεί κυρίως την δυσαρέσκειά του σε σχέση με την θέση του – όταν αντιλαμβάνεται την ιδέα που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, ότι συνέχεια κόβει βόλτες πάνω στα κύματα κρατώντας την τρίαινά του. Αντί γι’ αυτό, κάθεται στο βυθό του Ωκεανού και λογαριάζει ασταμάτητα.

Μονάχα ένα ταξίδι που έκανε που και που για να συναντήσει τον Δία ήταν η μοναδική παύση στην ρουτίνα του, ένα ταξίδι από το οποίο επέστρεφε κάθε φορά εξοργισμένος. Έτσι δεν είχε μπορέσει να δει την θάλασσα σχεδόν καθόλου, μονάχα όταν βιαστικά πετούσε προς τον Όλυμπο, και ποτέ δεν την είχε ταξιδέψει από την μια άκρη στην άλλη. Φρόντιζε να λέει ότι περιμένει την καταστροφή του κόσμου, τότε θα μπορούσε να βρει μια στιγμή ησυχίας, έτσι ώστε λίγο πριν το τέλος, καθώς θα έριχνε μια τελευταία ματιά στους λογαριασμούς, θα μπορούσε να κάνει ένα μικρό ταξιδάκι, μια τόση δα εκδρομούλα.»
Φραντς Κάφκα “Η σιωπή των σειρήνων”

[Τα ύδατα της ΙΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ καθαγιάζονται αδιάκοπα από τον μέγα Πελάγιο Θεό Ποσειδώνα με την χαλκοτόρευτον τρίαινά του και όχι από την χριστιανική αίρεση του πολεμοχαρή, ζηλόφθονου ψευδοθεού των εβραίων γιδοβοσκών της ερήμου.]

Για να προφυλαχτεί από τις Σειρήνες, ο Οδυσσέας έφραξε τα αυτιά του με κερί και έβαλε να τον αλυσοδέσουν στο κατάρτι. Κάτι ανάλογο, ασφαλώς, θα μπορούσαν να κάνουν ανέκαθεν όλοι οι ταξιδιώτες -εκτός από εκείνους που οι Σειρήνες πρόφταιναν να τους σαγηνεύσουν από μακριά- ήταν όμως παγκοσμίως γνωστό ότι δεν ωφελούσε. Το τραγούδι των Σειρήνων διαπερνούσε τα πάντα, και το πάθος των σαγηνευμένων δεν ήταν ικανό να σπάσει μόνο αλυσίδες και κατάρτια. Αυτό ο Οδυσσέας δεν το σκέφτηκε, αν και πολύ πιθανόν το είχε ακουστά. Εναπόθεσε τις ελπίδες του σε μια χούφτα κερί και μια αρμαθιά αλυσίδες, και γεμάτος αθώα χαρά για τα πενιχρά του μέσα, έβαλε πλώρη για τις Σειρήνες.

Οι Σειρήνες όμως έχουν ένα όπλο πιο φοβερό και από το τραγούδι: την σιωπή τους. Και πιθανότερο, παρόλο που δεν έτυχε ποτέ, θα ήταν να γλιτώσεις από το τραγούδι τους, παρά από την σιωπή τους. Τίποτε στον κόσμο αυτόν δεν μπορεί να αντισταθεί στο αίσθημα πως τις νίκησες με το σπαθί σου, ούτε στην αλαζονεία που επακολουθεί και σαρώνει τα πάντα.

Κι η αλήθεια είναι πως δεν τραγουδούσαν οι τρομερές Σειρήνες καθώς τις ζύγωνε ο Οδυσσέας, γιατί πίστευαν, ίσως, ότι με την σιωπή τους μόνο θα νικούσαν τούτο τον αντίπαλο – εκτός κι αν, βλέποντας τόση ευτυχία στο πρόσωπο του Οδυσσέα, που μόνο το κερί σκεφτόταν και τις αλυσίδες του, λησμόνησαν κάθε τραγούδι.

Ο Οδυσσέας όμως, την σιωπή τους, δεν την άκουσε: του φάνηκε πως τραγουδούσαν, και πως μόνο εκείνος δεν τις άκουγε, επειδή είχε λάβει τα μέτρα του. Πριν ξεκινήσει, έριξε μια κλεφτή ματιά, είδε τον καμπυλωμένο λαιμό, τις βαθιές ανάσες, τα δακρυσμένα μάτια, το μισάνοιχτο στόμα, και πίστεψε πως όλα αυτά συνόδευαν τις άριες που ανάκουστες αντηχούσαν γύρω του. Κι έπειτα δεν τις ξανακοίταξε, γύρισε το βλέμμα του πέρα, μα­κριά, κι εμπρός στην αταλάντευτη απόφασή του οι Σειρήνες κυριολεκτικά εξαφανίστηκαν, τόσο που, κι όταν βρέθηκε κοντά τους, μήτε που τις πρόσεξε.

Εκείνες όμως, ωραιότερες παρά ποτέ, συστρέφονταν, τεντώνονταν, παράδερναν τα μαλλιά τους με τον άνεμο, και τα γαμψά τους νύχια σέρνονταν πάνω στα βράχια. Και πια δεν ήθελαν να ξελογιάσουν – μόνο να κρατήσουν ένα καθρέφτισμα από τα μεγάλα μάτια του Οδυσσέα ήθελαν, όσο γινόταν πιο πολύ. Αν οι Σειρήνες είχαν συνείδηση, εκείνη η φορά θα ήταν το τέλος τους. Τίποτε δεν έπαθαν όμως, απλώς, ο Οδυσσέας τους ξέφυγε.

Στην ιστορία αυτή υπάρχει πάντως κι ένα υστερόγραφο: Ο Οδυσσέας ήταν, λένε, τόσο πολυμήχανος, τέτοια αλεπού, που μήτε η θεά του Πεπρωμένου δεν μπορούσε να διαβάσει την ψυχή του. Και ίσως, αν και κάτι τέτοιο υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική – ίσως να πρόσεξε στ’ αλήθεια πως σωπαίναν οι Σειρήνες, κι όλες αυτές οι προσποιήσεις που αναφέραμε, ήταν κάτι σαν ασπίδα, που την όρθωσε μπροστά τους, και μπροστά στους θεούς.

Θέληση κι όχι αδράνεια

Η αγγλική λαϊκή μούσα έχει μια παροιμία που λέει «Όπου υπάρχει ένα θέλω υπάρχει και ένας δρόμος». Λίγο πολύ όλοι έχουμε πει την φράση «Δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω». Τελικά, όλα αυτά για την δύναμη της θέλησης ισχύουν ή μήπως όχι;

Σκεφτείτε λίγο το εξής, ποια άτομα θαυμάζετε; Ποιους φίλους επιλέγετε; Ποια άτομα ερωτεύεστε; Επιλέγετε άτομα που παραπονιούνται για την ζωή τους; Αποφεύγουν να κάνουν όνειρα για τα θεωρούν χάσιμο χρόνου; ή Μήπως επιλέγετε άτομα που όταν θελήσουν κάτι κάνουν τα πάντα για να το καταφέρουν; Τι διαφορετικό έχουν αυτοί οι άνθρωποι; Ποια είναι η βασική διαφορά ανάμεσα στον «νικητή»στον επιτυχημένο και στον «ηττημένο» την αποτυχημένο;

Μήπως η βασική διαφορά είναι η δύναμη της Θέλησης; Θυμάστε πως νιώσατε τελευταία φορά που επιθυμούσατε κάτι πάρα πολύ; Η Θέληση παράγει μια δύναμη που είναι ικανή από μόνη της να σε εντάξει στην ομάδα των «νικητών».

Ωστόσο, γιατί η δύναμη αυτή είναι πολλές φορές υποτονική; Είναι γεγονός, πως οι περισσότεροι άνθρωποι όχι μόνο δεν βοηθήθηκαν όταν ήταν παιδιά να γίνουν δυνατοί και αναπτύξουν την θέληση τους αντιθέτως εκπαιδεύτηκαν για το ακριβώς αντίθετο. Σας ακούγεται περίεργο ή υπερβολικό;

Για δείτε τις παρακάτω φράσεις, μήπως κάποιες από αυτές σας φαίνονται αρκετά οικίες; «’Ηθελα να γίνω μπαλαρίνα, αλλά δεν είχα τις σωστές αναλογίες», «Πάντα ήθελα να σπουδάσω αλλά δεν τα κατάφερα», «Θέλω να αδυνατίσω αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να τρώω», «Εδώ και μια βδομάδα θέλω να φτιάξω τον κήπο αλλά βαριέμαι».

Τι μήνυμα παίρνει κανείς ακούγοντας τις φράσεις αυτές; Πως οι άνθρωποι είναι αδύναμοι, μπορεί να θέλουν αλλά δεν μπορούν, σωστά;

Σκεφτείτε ακόμα, πόσες φορές έχετε αφήσει εξωτερικούς παράγοντες να επηρεάσουν αυτό που θέλετε; Η βροχή, μια γνώμη, κάτι που σας εμπόδισε από το να πραγματοποιήσετε το στόχο σας.

Η δύναμη της θέλησης έχει ένα ακόμα ύπουλο εχθρό που την σαμποτάρει. Την αναβλητικότητα. Πόσες φορές έχετε πει, «άσε καλέ που να τρέχω τώρα», «αστό αύριο» ή «πρέπει να κάνω τόσα πράγματα» και τελικά δεν γίνονται ποτέ διότι παίρνουν συνεχώς παράταση μέχρι που ξεχνιούνται ή αντικαθίστανται από καινούρια θέλω.

Πώς μπορεί κανείς να σταματήσει όλα αυτά που εμποδίζουν την θέληση;

Πρώτα από όλα πρέπει να κατανοήσουμε πως στην πραγματικότητα δεν είναι η λογική αυτή που ελέγχει τις πράξεις μας. Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν πως η λογική είναι η δύναμή τους. Αφήνουν στο περιθώριο τα συναισθήματά και υποτιμούν το υποσυνείδητό. Η λογική όμως πάντα φωνάζει «Κάνε, πράξε, ενέργησε» εσύ τελικά γιατί δεν το κάνεις; Μήπως, ακούς καλύτερα το «βαριέμαι» που φωνάζει από το υποσυνείδητο; Και έτσι, αρχίζεις να νιώθεις φόβο, άγχος και καθετί που οδηγεί τελικά στην αναβολή.

Πώς μπορείς να φτάσεις στους στόχους σου;

Δεν είναι μια εύκολη διαδικασία. Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να βρείτε μέσα σας ποιες είναι οι πεποιθήσεις, τα πιστεύω εκείνα που έχουν διαμορφώσει τα πρέπει στη ζωή σας. Πόσα άκαμπτα είναι; Τα πρέπει αυτά είναι που σας εμποδίζουν. Αν βρείτε τη δύναμη να αλλάξετε, να αναθεωρήσετε και να δείτε τι θέλετε να κρατήσετε και τι όχι, τότε θα έχετε καταφέρει να βρείτε την θέληση μέσα σας.

Ακόμα, προσπαθήστε να βάλετε μικρούς καθημερινούς στόχους. Δεν χρειάζεται να θέτετε τον πήχη πολύ ψηλά. Προσπαθήστε να τηρείτε τους στόχους αυτούς κάθε μέρα. Με τον τρόπο αυτό θα ενισχύσετε την αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμησή σας.

Είναι στο χέρι του κάθε ανθρώπου να επιλέξει τον τρόπο που θα ζει. Βρείτε την δύναμη μέσα σας να δείτε τα πράγματα διαφορετικά. Η αλλαγή όσο δύσκολη και αν είναι αξίζει το κόπο.

Μην ξεχνάτε πως στην ζωή υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων. Στην πρώτη ανήκουν αυτοί που γράφουν την ιστορία. Στην δεύτερη ανήκουν εκείνοι που ακολουθούν και παρακολουθούν εκείνους που γράφουν την ιστορία και στην τρίτη ανήκουν εκείνοι που δεν καταλαβαίνουν τίποτε. Αυτοί που δε θέλουν να μάθουν, εγκλωβίζονται στις πεποιθήσεις και τους ρόλους τους δημιουργώντας ένα άκαμπτο χαρακτήρα.

Λεξησαφήνιση του Εγώ:

εγώ το [eγó] Ο (άκλ.): α. η συνείδηση της ατομικότητας: Tο ~ δεν είναι παρά η συλλογή των αισθημάτων που δοκιμάζουμε και των αισθημάτων που μας θυμίζει η μνήμη. β. (ψυχ.) στη θεωρία της ψυχανάλυσης, το τμήμα της ανθρώπινης προσωπικότητας που βρίσκεται σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο· (πρβ. υπερεγώ). γ. η ατομική συνείδηση που έχει στραμμένη την προσοχή της στον εαυτό της με τρόπο μεροληπτικό· (πρβ. εγωισμός): H ανθρώπινη ευγένεια κρύβει και καταργεί το ~. Πληγώθηκε το ~ του, ο εγωισμός του. H απόσταση από το ~ ως το εμείς είναι πολύ μεγάλη,από το άτομο στο σύνολο. [λόγ. < αντων. εγώ σημδ. αγγλ. ego (< λατ. ego) & γερμ. das Ich]

εγωισμός ο [eγoizmós]: 1.η υπέρμετρη και αποκλειστική αγάπη του ατόμου για τον εαυτό του, η οποία οδηγεί σε μια στάση αδιαφορίας για τους άλλους και περιφρόνησης του κοινωνικού συμφέροντος· (πρβ. εγωπάθεια, εγωκεντρισμός, εγωλατρία). ANT αλτρουισμός, φιλαλληλία: Tυφλός ~. || Ο ~ του δεν τον αφήνει να δει το λάθος του, η αλαζονεία του. 2. προσωπική φιλοτιμία, υπερηφάνεια· αξιοπρέπεια: Πληγώνω / θίγω τον εγωισμό κάποιου. Θίχτηκε ο ~ του. 3. (φιλοσ., παλαιότ.) σολιψισμός. || (ψυχ.) η φυσική αγάπη του ατόμου προς τον εαυτό του.[λόγ. < γαλλ. égoïsme < λατ. ego `εγώ΄ -isme = -ισμός]

εγωίσταρος ο [eγoístaros] & εγωισταράς ο [eγoistarás] Ο1 θηλ. εγωισταρού [eγoistarú]: (προφ., μειωτ.) αυτός που είναι υπέρμετρα εγωιστής.[εγωιστ(ής) μεγεθ. -αρος, -αράς· εγωισταρ(άς) -ού]

εγωιστής ο [eγoistís] θηλ. εγωίστρια [eγoístria]: αυτός που αγα πά υπέρμετρα και αποκλειστικά τον εαυτό του, και γι΄ αυτό αδιαφορεί και περιφρονεί τους άλλους· (πρβ. φίλαυτος). ANT αλτρουιστής: Mεγάλος ~. Πολύ ~. || Είναι τόσο ~ που δεν πρόκειται να παραδεχτεί το λάθος του, αλαζόνας. εγωιστάκος ο YΠΟKΟΡ. εγωίσταρος* ο & εγωισταράς* ο θηλ. εγωισταρού MΕΓΕΘ.[λόγ. < γαλλ. égoïste < égo(ïsme) = εγω(ισμός) -iste = -ιστής· λόγ. εγωισ(τής) -τρια· εγωισ(τής) -άκος]

εγωιστικός -ή -ό [eγoistikós]:(για συμπεριφορά, τρόπο κτλ.) που τον χαρακτηρίζει εγωισμός: Εγωιστική συμπεριφορά / ενέργεια / σκέψη. Εγωιστικό ύφος / βλέμμα. Εγωιστικά κίνητρα. εγωιστικά ΕΠIΡΡ: Θέρεται πολύ ~.[λόγ. εγωιστ(ής) -ικός]

εγωκεντρικός -ή -ό [eγokendrikós]: (για πρόσ. και συμπεριφορά, τρόπο κτλ.) που τον χαρακτηρίζει τάση εγωκεντρισμού: ~ χαρακτήρας. Εγωκεντρική αντίληψη του κόσμου. εγωκεντρικά ΕΠIΡΡ.[λόγ. < γαλλ. égocentrique < λατ. ego `εγώ΄ + centr(e) < αρχ. κέντρ(ον) -ique = -ικός]

εγωκεντρισμός ο [eγokendrizmós]: 1.η τάση να αντιμετωπίζει κανείς τα πράγματα σαν να υπήρχαν μόνο γι΄ αυτόν, σύμφωνα με τη δική του άποψη και τα δικά του συμφέροντα· (πρβ. εγωπάθεια, εγωλατρία, εγωισμός). 2.(ειδ. ψυχ.) η ψυχοπαθολογική τάση του ατόμου να ανάγει τα πάντα στον εαυτό του.[λόγ. < γαλλ. égocentrisme < égocentr(ique) = εγωκεντρ(ικός) -isme = -ισμός]

εγωλάτρης ο [eγolátris]: υπερβολικά και παθολογικά εγωιστής· εγωπαθής.[λόγ. εγώ (κατά τη σημ. της λ. εγωιστής) + -λάτρης]

εγωλατρία η [eγolatría] (χωρίς πληθ.): υπερβολικός και παθολογικός εγωισμός· εγωπάθεια.[λόγ. εγωλάτρ(ης) -ία]

Είσαι Μόνος με τις Σκέψεις Σου

«Όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας πηγάζουν από την ανικανότητα του ανθρώπου να καθίσει ήσυχα σε ένα δωμάτιο μόνος του» -Blaise Pascal

Όσο αντιεξελίσσεται η κοινωνία, εξελίσσονται κι οι μέθοδοι χειραγώγησής της.

Ο έλεγχος δεν συνίσταται πια στο να ωθούν το ανθρωπόζωο σε συγκεκριμένες ενέργειες, αλλά στο να ωθείται μόνο του σε αυτές. Ο Jean Bodrillard επισημαίνει ότι η τηλεόραση συνιστά τον κοινωνικό έλεγχο μέσα στο σπίτι, όχι κατ’ ανάγκην σαν κατασκοπευτικό όργανο αλλά κάτι περισσότερο από αυτό. Εξασφαλίζει ότι οι τηλεθεατές δεν μιλούν πλέον μεταξύ τους. Eίναι οριστικά απομονωμένοι μπροστά σε μονόπλευρες, δογματικές εντολές-δηλώσεις, κατευθύνσεις, προπαγάνδα, χωρίς απόκριση. Το αυτό και τα κινητά τηλέφωνα. Όλοι -μικροί και μεγάλοι- είναι κολλημένοι σε αυτή την μικρή συσκευή στην άκρη του χεριού τους κι αδυνατούν να αρθρώσουν μια πρόσταση με συντακτικό, τονισμό κι ορθογραφημένη.

Ακόμη πιο πέρα, η τηλεόραση εξασφαλίζει ότι οι τηλεθεατές δεν μένουν ποτέ χαλαροί και μόνοι τους, γιατί υπάρχει η ολέθρια και καταστροφική για το σύστημα τρομακτική πιθανότητα, ν’ αρχίσουν να σκέφτονται. Αν οι άνθρωποι αρχίσουν να σκέφτονται και μείνουν μόνοι με τις σκέψεις τους, υπάρχει η ακόμη πιο επικίνδυνη πιθανότητα, να αρχίσουν να κάνουν τους σωστούς συνειρμούς και να σκεφτούν σωστά. Πόσο πιθανό θεωρείς να επιτρέψουν οι επικυρίαρχοι, που σε κυβερνούν να καταφέρεις κάτι τέτοιο;

Πόσο πιθανό θεωρείς να κυβερνούσαν την Ελλάδα (για να περιοριστώ στην χώρα ελέγχου των Γερμανών) αυτές οι μαριονέτες που σε κυβερνούν, αν ΕΣΥ είχες την ικανότητα της Σκέψης; Πόσο πιθανό θεωρείς να έλεγχαν το ανθρώπινο κοπάδι των Ελλήνων, της Γερμανικής επικράτειας που αυτοαποκαλείται Ελλάς, η θρησκεία των Εβραίων του Γιαχβέ ή οποιαδήποτε άλλη οργανωμένη και ιεραρχική δογματική θρησκεία; Μένω στα βασικά, κάνε μόνος σου περισσότερους συνειρμούς.

Η ακόλουθη έρευνα δείχνει (επιστημονικά και με την βούλα, σαν καλόγινωμένο καρπούζι) κάτι που είναι ήδη γνωστό, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να κάνουν κάποια πράξη, ακόμη και εις βάρος του τον εαυτού τους, από το να μην κάνουν τίποτα ή να μείνουν μόνοι με τις σκέψεις τους, πόσο μάλλον να μείνουν χωρίς καθόλου σκέψεις, σύμφωνα με τους ερευνητές τα πορίσματα των οποίων δόθηκαν στη δημοσιότητα στις 4 Ιουλίου 2014 στο περιοδικό Science.

Σε μια σειρά 11 ερευνών, ο ψυχολόγος Timothy Wilson από το Πανεπιστήμιο της Virginia και οι συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο της Virginia και το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, διαπίστωσαν, ότι οι συμμετέχοντες στην μελέτη προερχόμενοι από ένα ευρύ φάσμα ηλικιών, δεν τους άρεσε να περνούν ακόμη και σύντομο χρονικό διάστημα μόνοι τους σε ένα δωμάτιο χωρίς να κάνουν τίποτα, όπως το να μην σκέφτονται ή να ονειροπολούν. Οι συμμετέχοντες, σε μεγάλο βαθμό, απολάμβαναν πολύ περισσότερο τις εξωτερικές δραστηριότητες όπως να ακούν μουσική ή να παίζουν με ένα smartphone. Ορισμένοι μάλιστα προτίμησαν να υποβάλλουν τον εαυτό τους σε ηλεκτροσόκ από το να σκέφτονται (sic).

«Όσοι από εμάς που απολαμβάνουν μια ιδιαίτερη στιγμή, που θέλουν να ηρεμήσουν και να αφιερώσουν χρόνο να σκεφτούν, πιθανώς να αντιμετωπίσουν τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης με μεγάλη έκπληξη, αλλά οι συμμετέχοντες αυτής, έδειξαν συστηματικά ότι επιλέγουν να κάνουν κάτι άλλο, από το να μείνουν μόνοι με τις σκέψεις τους, ακόμη και για ένα αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα», δήλωσε ο Γουίλσον.

Ενδιαφέρον θα είχε να μας πει ο επιστήμονες τι είδους σκέψεις κάνουν τα ανθρώπινα ζωντανά;

Η χρονική περίοδος που ο Wilson και οι συνεργάτες του ζήτησαν από τους ανθρώπους να είναι μόνοι με τις σκέψεις τους κυμαίνονταν από 6 έως 15 λεπτά, δηλ. ολόκληρη αιωνιότητα. Σε πολλές από τις πρώτες μελέτες συμμετείχαν σπουδαστές πανεπιστημίου, οι περισσότεροι από τους οποίους ανέφεραν ότι αυτή η «περίοδος σκέψης» δεν ήταν καθόλου ευχάριστη και ότι ήταν δύσκολο να συγκεντρωθούν. Έτσι, ο Wilson προχώρησε σε μία μελέτη με συμμετέχοντες από μια μεγαλύτερη επιλογή ηλικιακού φάσματος που κυμάνθηκε στο ηλικιακό εύρος 18 – 77 και βρήκε ουσιαστικά τα ίδια αποτελέσματα.

«Αυτό ήταν έκπληξη! Ότι οι άνθρωποι, ακόμη και μεγαλύτερης ηλικίας δεν έδειξαν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον να βρεθούν μόνοι με τις σκέψεις τους», δήλωσε ο Wilson.

Σιγά την έκπληξη μεγάλε, ένας άνθρωπος που έχει γαλουχηθεί, προπαγανδιστικά, με ένταση και με συνέχεια, στον θόρυβο και στον έλεγχο, πως μετά από 20-50 χρόνια προγραμματισμού να κάνει ένα πράγμα, ξαφνικά θα κάνει κάτι άλλο έξω από τον προγραμματισμό; Είναι σαν να έχω widows στον υπολογιστή μου 50 χρόνια και ξαφνικά χωρίς αλλαγή προγράμματος να του ζητάω να λειτουργήσει με Linux. Τσακάλια οι επιστήμονες! Πόσα παίρνουν άραγε γι αυτές τις έρευνες τα επιστημονικά σαϊνια; Πάμε παρακάτω…

Ο Wilson δεν αποδίδει απαραίτητα αυτό το γεγονός στο γρήγορο ρυθμό της σύγχρονης κοινωνίας (όοοχι βέβαια) ή στην επικράτηση των άμεσα διαθέσιμων ηλεκτρονικών συσκευών, όπως τα smartphones. Αντί αυτού, ο ίδιος πιστεύει ότι οι συσκευές μπορεί να είναι μια απάντηση στην επιθυμία των ανθρώπων να έχουν πάντα κάτι να κάνουν. Στην μελέτη του, ο Wilson επισημαίνει ότι ένα μεγάλο εύρος ερευνών έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι γενικά προτιμούν να μην απεμπλακούν από τον πολιτισμό και όταν το κάνουν, δεν το απολαμβάνουν ιδιαίτερα. Με βάση αυτές τις έρευνες, διαπιστώνεται ότι ο άνθρωπος ξοδεύει τον χρόνο του μπροστά στην τηλεόραση, την συναναστροφή ή την ανάγνωση και πολύ λίγο ή καθόλου χρόνο στην χαλάρωση ή στην σκέψη.

Για την «Μη Σκέψη» δε, ούτε λόγος.

Κατά την διάρκεια πολλών πειραμάτων του Wilson, οι άνθρωποι κλήθηκαν να καθίσουν μόνοι τους σε ένα λιτό δωμάτιο, μέσα σε ένα εργαστήριο, χωρίς κινητό τηλέφωνο, χωρίς βιβλία ή υλικά συγγραφής και να περάσουν 6 έως 15 λεπτά –ανάλογα με την μελέτη– προσπαθώντας να αφιερώσουν αυτόν τον χρόνο στο εαυτό τους και στις σκέψεις τους. Στην συνέχεια, απάντησαν σε συγκεκριμένα ερωτήματα μεταξύ άλλων σχετικά με το πόσο απήλαυσαν την εμπειρία και αν είχαν δυσκολία στην συγκέντρωση.

Οι περισσότεροι ανέφεραν ότι τους ήταν δύσκολο να συγκεντρωθούν και ότι το μυαλό τους είχε αφαιρεθεί και περιπλανιόταν, αν και δεν υπήρχε τίποτα για να αποτραβήξει την προσοχή τους. Κατά μέσο όρο, οι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι δεν απήλαυσαν την εμπειρία. Ένα παρόμοιο αποτέλεσμα βρέθηκε σε περαιτέρω μελέτες, όταν οι συμμετέχοντες είχαν την δυνατότητα να βρεθούν μόνοι με τις σκέψεις τους στα σπίτια τους.

«Βρήκαμε ότι περίπου το ένα τρίτο παραδέχτηκε ότι είχαν «κλέψει» στην έρευνα όταν ήταν στο σπίτι, συμμετέχοντας σε κάποια δραστηριότητα, όπως η ακρόαση μουσικής ή χρησιμοποιώντας ένα κινητό τηλέφωνο ή απλώς με το να σηκωθούν από την καρέκλα τους. Και δεν απήλαυσαν αυτήν την εμπειρία περισσότερο στο σπίτι από ό,τι στο εργαστήριο» δήλωσε ο Γουίλσον

Ένα επιπλέον πείραμα του Wilson, πρότεινε, με τυχαία επιλογή, στους συμμετέχοντες να περάσουν λίγο χρόνο με τις σκέψεις τους ή το ίδιο χρονικό διάστημα να κάνουν μια εξωτερική δραστηριότητα, όπως να διαβάσουν ή να ακούσουν μουσική, αλλά όχι να επικοινωνήσουν με άλλους ανθρώπους. Αυτοί που έκαναν τις εξωτερικές δραστηριότητες ανέφεραν ότι οι ίδιοι το απήλαυσαν πολύ περισσότερο από ό,τι εκείνοι που κλήθηκαν να σκεφτούν μόνο, ότι ήταν ευκολότερο να συγκεντρωθούν και ότι το μυαλό τους αφαιρέθηκε λιγότερο.

Οι ερευνητές προχώρησαν ακόμα πιο μακριά την μελέτη τους. Επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να έχουν κάτι να κάνουν από το να σκέφτονται, στην συνέχεια ρωτήθηκαν: «Θα προτιμούσατε να εκτελέσετε μια δυσάρεστη δραστηριότητα από το να μην κάνετε καμία δραστηριότητα απολύτως;» Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι πολλοί θα το επέλεγαν.

Στους ανθρώπους δόθηκε η πρόσθετη δυνατότητα, κάτω από τις ίδιες συνθήκες όπως άλλωστε και στις περισσότερες από τις προηγούμενες μελέτες, να διαχειρίζονται την υποβολή ενός ήπιου ηλεκτροσόκ στον εαυτό τους με το πάτημα ενός κουμπιού. Δώδεκα από τους 18 άνδρες της μελέτης έκαναν οι ίδιοι στον εαυτό τους, τουλάχιστον ένα, ηλεκτρικό σοκ κατά την διάρκεια της 15λεπτης «περιόδου σκέψης» Συγκριτικά, 6 από τις 24 γυναίκες συμμετέχουσες, έκαναν ηλεκτροσόκ στον εαυτό τους. Όλοι οι συμμετέχοντες έχοντας δεχθεί ένα δείγμα του σοκ, ανέφεραν ότι θα πλήρωναν για να αποφύγουν να δεχθούν ξανά ηλεκτροπληξία.

«Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι ότι απλά το να είσαι μόνος με τις σκέψεις σου για 15 λεπτά ήταν προφανώς τόσο απωθητικό που οδήγησε πολλούς συμμετέχοντες να υποβάλλουν οι ίδιοι τον εαυτό τους σε ένα ηλεκτρικό σοκ που νωρίτερα είχαν πει ότι θα πλήρωναν για να το αποφύγουν», γράφουν οι ερευνητές,

Ο Wilson και η ομάδα του σημείωσαν, ότι οι άνδρες τείνουν να αναζητούν «αισθητηριακά ερεθίσματα» περισσότερο από τις γυναίκες, κάτι που μπορεί να εξηγήσει γιατί το 67% των ανδρών υπέβαλλαν τον εαυτό τους σε ηλεκτροσόκ σε σχέση με το 25% των γυναικών που το έκαναν. Ο Wilson, δήλωσε ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του εξακολουθούν να εργάζονται για τους ακριβείς λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι βρίσκουν δύσκολο το γεγονός να είναι μόνοι με τις σκέψεις τους.

«Ο καθένας απολαμβάνει μία περίοδο αφηρημάδας ή να φαντασιώνεται κατά καιρούς», είπε, «αλλά αυτά τα είδη σκέψης μπορεί να είναι πιο ευχάριστα όταν συμβαίνουν αυθόρμητα και είναι πιο δύσκολο να γίνουν κατ’ εντολή. Το μυαλό έχει σχεδιαστεί για να συνεργάζεται με τον κόσμο. Ακόμα και όταν είμαστε μόνοι μας, ο στόχος μας είναι συνήθως στον έξω κόσμο. Και χωρίς εκπαίδευση στο διαλογισμό ή σε τεχνικές σκέψης ελέγχου, οι οποίες είναι πολύπλοκες μέθοδοι και δεν αρμόζουν σε πολλούς ανθρώπους, οι περισσότεροι θα προτιμούσαν να συμμετάσχουν σε εξωτερικές δραστηριότητες.»

Διάβασε αν θέλεις ολόκληρη την μελέτη http://www.sciencemag.org/content/345/6192/75

Αναρωτιέμαι...

Αν οι άνθρωποι και μάλιστα κατόπιν ειδικών ερευνών, των ειδικών επιστημόνων ερευνητών, προτιμούν να κάνουν ηλεκτροσόκ παρά να μείνουν μόνοι με τις σκέψεις τους, αν τους βάλουν να μείνουν χωρίς σκέψεις μπορεί ν’ αυτοκτονήσουν ή να δολοφονήσουν; Μένει να μας ενημερώσουν οι ειδικοί ερευνητές. Αντιλαμβάνομαι όμως πόσο δύσκολο, μάλιστα πέρα από τα όρια του αδύνατου, είναι να μείνουν οι άνθρωποι χωρίς καθόλου σκέψεις. Παραδόσεις αληθινά Μεγάλων Σοφών, λένε ότι αν ο άνθρωπος μείνει χωρίς σκέψεις 2 ολόκληρα λεπτά μπορεί να βγει από την δημιουργία, πέρα από τον δημιουργό και να βρεθεί στο Άγνωστο Μεγάλο Χάος. Αυτός είναι άλλωστε και ο Άκαμπτος Σκοπός του ταξιδιώτη- πολεμιστή. Να γίνει ικανός και άξιος ν’ αντιμετωπίσει το Άγνωστο.

Δεκάδες συμβουλές και τρόποι υπάρχουν ώστε οι άνθρωποι να μπορέσουν να μείνουν χωρίς σκέψεις. Αρχής γενομένης να κάνουν ευχάριστες σκέψεις. Ναι κι αυτό είναι πολύ δύσκολο. Συνήθως ξεκινούν να κάνουν μια ευχάριστη σκέψη και σε 5-6 δεύτερα την μετατρέπουν σε δυσάρεστη. Ευχάριστη σκέψη κάνουν ή κατά λάθος, ή αν βρεθούν σε άσκηση και κάποιος τους το ζητήσει, ενώ μόνοι τους κι από επιλογή πολύ σπάνια.

Οι υποσυνείδητες εγγραφές, δηλ. το πρόγραμμα που τρέχει στον υπολογιστή σου, δεν επιτρέπει ιούς, έχει σκληρό τείχος προστασίας. Η μεγάλη και έντονη εισροή ευχάριστων σκέψεων είναι σαν ένας ιός στο λειτουργικό σύστημα που θα κάνει -και κάνει- ότι πρέπει για να επαναφέρει τα πράγματα στην «σωστή» λειτουργία.

Επιβάλλεται -αν θέλεις να ζήσεις σαν άνθρωπος και όχι σαν ανθρώπινο ζώο- να τροφοδοτήσεις τον σκληρό δίσκο με πολλά ευχάριστα γεγονότα, σκέψεις, συναισθήματα, στιγμές γέλιου, χαράς, προσφοράς, συντροφικότητας, μοναχικότητας, κλπ αλλά και να τα χρησιμοποιείς καθημερινά για να τα αναγνωρίζει το λειτουργικό σου πρόγραμμα και να μην τα αντιμετωπίζει σαν ιούς.

Μετά πάμε σε ασκήσεις για τις ΜΗ Σκέψεις και εκεί απαιτείται πειθαρχία και ανάληψη ευθύνης πολεμική.

Εκεί θα ανακαλύψεις το «άγιο δισκοπότηρο» δηλ. ότι τα 9,99/10 των σκέψεων που κάνεις καθημερινά, δεν είναι δικές σου, αλλά εξωτερικές υποβολές.

Από ποιόν άραγε;

Fr. Nietzsche: τι είναι το καθεστώς της "αγέλης";

Φρίντριχ Νίτσε: 1844-1900

Άρχοντες και αρχόμενοι: Διαλεκτική αγελαίας συνείδησης και ηθικής υποκρισίας

§1

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Σε ένα από τα πολλά αποκαλυπτικά του κείμενα ο Νίτσε προσδιορίζει με απαράμιλλη ευστροφία την ασυναρτησία του Πολιτικού, ως εφαρμοσμένου πολιτικού συστήματος με υπηκόους: κυβερνώντες και κυβερνώμενους. Οι ιδέες του κειμένου που ακολουθεί δίνουν σαφείς απαντήσεις όχι μόνο για το τι σημαίνουν ασυνάρτητοι γενικά, απαίδευτοι, δουλόφρονες, αμοραλιστές πολιτικοί με παρόμοιας νοο-τροπίας υπηκόους-οπαδούς, αλλά και ειδικά για το πώς εκδηλώνονται οι πιο σκοτεινές στιγμές του φαύλου πολιτικού συστήματος της Ευρώπης, όπως και της Ελλαδικής ενδοχώρας.

Η νοηματική ακρίβεια του εν λόγω κειμένου έγκειται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι εισχωρεί σε πτυχές του κοινωνικού-πολιτικού γίγνεσθαι, οι οποίες για την ελαφρότητα του ιδεολογικού Είναι ορισμένων –που έχουν μείνει τη λίθινη εποχή– θεωρούνται ιερουργικές και απαράβατες αρχές. Η θεμελιακή σκέψη του κειμένου συνοψίζεται στο εξής: οι άνθρωποι, είτε ως κυβερνήτες είτε ως κυβερνώμενοι –σε επίπεδο θεσμών, ομάδων, τάξεων, λειτουργικών, θεολογικών σχέσων, κρατικών δομών κ.λπ.– έχουν να επιδείξουν ως τώρα μια αγελαία συμπεριφορά, γίνονται δούλοι των ίδιων τους των «αξιών». Γιατί; Επειδή ιστορικά έχουν εθίσει, σαν να πρόκειται για έμφυτο χαρακτηριστικό τους, στην υπακοή ως υποτέλεια, ως αποδοχή και εφαρμογή ξένων εντολών. Έτσι συμβαίνει να απλώνεται παντού μια πολιτεία αγέλης, όπου απουσιάζει η στοιχειώδης αλληλοκατανόηση ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας και κάθε μορφή αυτοσυνειδησίας του ανθρώπου αποβαίνει δυσεύρετο προϊόν, για να επιβεβαιωθεί ακόμη μια φορά πως το επίπεδο των προσώπων που ασκούν εξουσία είναι ανάλογο με το επίπεδο αυτών που τους εκλέγουν και αντίστροφα.

§2

Αποσπάσματα

[1] «Σε όλες τις εποχές, όσο υπάρχουν άνθρωποι, έχουν υπάρξει και ανθρώπινες αγέλες (σύνδεσμοι-συνασπισμοί οικογενειών, κοινότητες, φυλές, λαοί, κράτη, εκκλησίες) και πάντοτε ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων που υπακούουν αναλογικά προς τον μικρό αριθμό εκείνων που δίνουν εντολές, που διοικούν. –Εάν λοιπόν λάβουμε υπόψη πως η υπακοή ως τώρα έχει εφαρμοστεί και καλλιεργηθεί με τον καλύτερο τρόπο και για τον περισσότερο χρόνο ανάμεσα στους ανθρώπους, μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε ότι κατά μέσο όρο μια ανάγκη για υπακοή είναι έμφυτη στον καθένα σήμερα, ως ένα είδος τυπικής συνείδησης, που προστάζει: «οφείλεις να κάνεις άνευ όρων αυτό και άνευ όρων να μην κάνεις το άλλο», συνοπτικά: «οφείλεις». Η εν λόγω ανάγκη πασχίζει να ικανοποιείται και να πληροί τη μορφή της με ένα περιεχόμενο· ενεργώντας έτσι αδράχνει χωρίς περιθώρια επιλογής, ανάλογα με τη δύναμη, την ανυπομονησία και την έντασή της, ως παμφάγος όρεξη, και αποδέχεται οτιδήποτε της φωνάζει στ’ αυτιά της ο οποιοσδήποτε από εκείνους που δίνουν εντολές, που διοικούν: γονείς, δάσκαλοι, νόμοι, ταξικές προκαταλήψεις, κοινή γνώμη» (Nietzsche, KSA 5 ‒Πέραν του καλού και του κακού‒ σ. 119).

Ένα σχόλιο: γενεαλογικά καταδεικνύεται πως στον κόσμο του ιστορικού ανθρώπου οι λίγοι άρχουν και οι πολλοί προορίζονται να υπακούουν δουλικά. Ο άνθρωπος έτσι, ως προς την ιστορικο-οντολογική του παρουσία, δεν παύει να είναι πειθήνιο όργανο εντολών που επιβάλλονται έξωθεν. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή έχει αγελαία συνείδηση: οι περισσότεροι άνθρωποι διέπονται από μια ηθική υπακοής, υπηρέτησης νόμων, αρχών και προσώπων, χωρίς να υποψιάζονται ούτε κατ’ ελάχιστο ότι πρόκειται για μια ηθική, κατασκευασμένη από τους κυρίαρχους με βάση τις δικές τους αξιώσεις και προορισμένη για δούλους. Οι εκάστοτε διατάζοντες, από την πλευρά τους, υποκρίνονται πως εφαρμόζουν ανώτερες ηθικές αρχές και πως εκτελούν ιερές διαταγές, ριζωμένες με έναν θεόσταλτο τρόπο, στην παράδοση. Έτσι εμφανίζονται να εκπληρώνουν το πιο ιερό χρέος, που κινεί την ιστορία του λαού, ως αγνοί υπηρέτες του. Στην πράξη καταργούν την αυτονομία του ανθρώπινου ατόμου, την πνευματικότητα του ανθρώπινου προσώπου, και μετατρέπουν το λαό σε υποτακτική μάζα. Πρόκειται για βάρβαρα στίφη που υπηρετούν με χαρά πολλές φορές τους ποικίλους μηχανισμούς ως δάσκαλοι, ως δεσμοφύλακες, ως ταξικοί εκπρόσωποι, ως πολιτικό προσωπικό, ως δημοσιογράφοι, ως κομματικοί σωλήνες, ως πολιτικοί μισθοφόροι, ως οπαδοί, ως ψηφοφόροι, ως αθλητές κ.λπ. Τις περισσότερες φορές απουσιάζει ολότελα η ελεύθερη άσκηση της σκέψης και της κρίσης, με τις φωτεινές εξαιρέσεις πάντοτε. Γενικώς όμως ταυτίζονται με ό,τι δεν είναι ο εαυτός τους : με αντικείμενα, με πολιτικούς αγύρτες ‒ανδρείκελα αλλότριων συμφερόντων‒με κάθε είδους πραγμοποιημένο ον της εξουσίας. Ως εκ τούτου είναι υπήκοοι που έχουν μάθει να εκτελούν και να εκτελούνται αγόγγυστα. Κατά κανόνα λοιπόν έχουν μεταποιηθεί σε μια τυποποιημένη συνείδηση που ξέρει μόνο να αναπαράγει τις εντολές που δέχεται : οφείλεις να κάνεις το … να τις αναπαράγει ως μιμητικός πίθηκος του δικού του εξουσιαστή. Και οι κυρίαρχοι, οι εκάστοτε κυβερνώντες, είναι ελεύθεροι; Γι’ αυτό μας μιλάει το παρακάτω απόσπασμα.

[2] «Ο παράδοξος περιορισμός της ανθρώπινης ανάπτυξης, ο δισταγμός, οι παρελκύσεις της, οι συχνές παλινδρομήσεις και περιστροφές της, οφείλονται στο γεγονός ότι το αγελαίο ένστικτο της υπακοής έχει κληρονομηθεί με τον καλύτερο τρόπο και σε βάρος της τέχνης του διατάζειν, του διοικείν. Άμα σκεφτούμε τούτο το ένστικτο ως την πιο ακραία του υπερβολή, θα λείπουν στο τέλος εντελώς οι διατάζοντες, οι διοικούντες, και τα ανεξάρτητα άτομα· ή η κακή τους συνείδηση θα τους κάνει να υποφέρουν μέσα τους και θα πρέπει κατ’ ανάγκη, για να μπορούν να διατάζουν, να δημιουργήσουν στον εαυτό τους μια ψευδαίσθηση, δηλαδή ότι και αυτοί προορίζονται μόνο να υπακούουν. Τέτοια είναι η κατάσταση που επικρατεί σήμερα πράγματι στην Ευρώπη: την ονομάζω ηθική υποκρισία των κυβερνώντων. Αυτοί-εδώ δεν ξέρουν πώς αλλιώς να προστατευθούν από την κίβδηλη ηθική τους-συνείδηση παρά με το να παρουσιάζονται ως εκτελεστές παλαιότερων και ανώτερων εντολών –όπως εντολές των προγόνων, του συντάγματος, του δικαίου, των νόμων ή και του ίδιου του θεού– ή να δανείζονται από τον αγελαίο τρόπο σκέψης αγελαίες ρήσεις-γνώμες και να αυτο-δικαιολογούνται, για παράδειγμα, ότι είναι οι «πρώτοι υπηρέτες του λαού τους» ή «όργανα του κοινού καλού» (ό.π., σσ. 119-120).

Ένα σχόλιο: Και οι κυβερνώντες, αυτοί που προστάζουν, δεν είναι λιγότερο αγελαίοι και υπήκοοι, με το νόημα ότι στερούνται το ελεύθερο φρόνημα, δεν αποτελούν συναφώς καμιά άξια λόγου αυθεντία –έστω και της εξουσίας αυθεντία–, διακρίνονται για την ίδια τυποποιημένη συνείδηση, που προαναφέραμε, και γι’ αυτό αποδεικνύονται ανίκανοι να σκέπτονται και να ενεργούν ως ανεξάρτητα άτομα. Αποτελούν τη άλλη όψη των αδύναμων, παθητικών υπηκόων Ως αντιστάθμισμα της ανικανότητάς τους προβάλλουν διάφορες, όχι λιγότερο αγελαίες, ηθικολογικές επινοήσεις ότι εργάζονται για το δημόσιο συμφέρον, είναι δηλαδή υπ-ουργοί. Εδώ ο Νίτσε γίνεται προάγγελος των κακών από τη «δημοκρατική» μαζοποίηση των πάντων, ανθρώπων και πραγμάτων, κατά τη νεωτερική εποχή. Προοικονομεί ό,τι πρόκειται να συμβεί, κατ’ απόλυτο τρόπο, στις εποχές μας και στους οικείους μας χώρους: το πιο ύπουλο επιτήδευμα, εκείνο της μαζικής δημοκρατίας και της μαζικής κουλτούρας, όπου έρχονται συνήθως στο πολιτικό, πολιτισμικό και επιστημονικό προσκήνιο –σχεδόν πάντοτε με το προσωπείο του λαϊκού ή μεγάλου «δημοκράτη»– τα πιο ασήμαντα, τα πιο ακόλαστα και αδίστακτα όντα της αγέλης. Ας σημειωθεί πως για τον Νίτσε ο ανώτερος άνθρωπος, ο αυθεντικά ευγενής είναι εκείνος που καλλιεργεί και αναπτύσσει ελεύθερα τις ικανότητές του· όχι εκείνος που υποτάσσεται στο Δέον-είναι: στο «οφείλεις ή πρέπει να …». Χαρακτηριστική προς τούτο είναι και η σχετική κριτική του στον Καντ.

Θεοφάνεια: Ο «αγιασμός» τών υδάτων υπό το φως τής λογικής

Μία από τις σπουδαιότερες γιορτές τού Χριστιανισμού είναι τα Θεοφάνεια. Όχι μόνον ιαματικές, αλλά και υπερφυσικές ιδιότητες αποδίδονται από τους χριστιανούς στα νερά, που αγιάζονται από κληρικούς κάθε χρόνο την ημέρα των Θεοφανείων. Το νερό που έχει αγιαστεί, πιστεύεται ότι δεν χαλάει σε αντίθεση με το κοινό -μη αγιασμένο- νερό.

Ας εξετάσουμε όμως, τι πραγματικά συμβαίνει κάνοντας κατ΄ αρχήν ορισμένες παρατηρήσεις:

– Στο αγιασμένο νερό αποδίδονται ιδιότητες «κολλητικές». Αν αδειάσουμε, δηλαδή, μια μικρή φιάλη αγιασμένου νερού σε μια μεγάλη δεξαμενή, τότε και τα νερά τής δεξαμενής αγιάζονται. Δεν αναφέρεται όμως, η ταχύτητα διάδοσης τού αγιάσματος, οπότε πρέπει μάλλον να θεωρήσουμε, ότι γίνεται σε χρόνο μηδέν. Όταν επομένως αγιάζεται κάποια ποσότητα νερού, ο αγιασμός μεταδίδεται αστραπιαία σε κάθε άλλη ποσότητα νερού, με την οποία έρχεται αυτή σ΄ επαφή.

– Κάθε χρόνο την ημέρα των Θεοφανείων αγιάζονται τα νερά δεξαμενών, λιμνών, ποταμών και θαλασσών. Όλα αυτά όμως επικοινωνούν και καταλήγουν στη θάλασσα και στα πελάγη κι αυτά με τη σειρά τους καταλήγουν στους ωκεανούς, οπότε αμέσως αγιάζονται όλες οι θάλασσες, τα πελάγη κι οι ωκεανοί τού πλανήτη. Θα αρκούσε ένας μόνον αγιασμός σε ένα ποτάμι, προκειμένου να παραχθεί το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα.

– Με τη διαδικασία τής εξάτμισης παράγονται αγιασμένοι υδρατμοί, αγιασμένα σύννεφα και αγιασμένη βροχή κι έτσι σύντομα σε κάθε απομονωμένο σημείο τής Γης (λίμνη, σπηλιά κ.τ.λ.) φθάνει το αγιασμένο νερό, οπότε αγιάζονται όλα τα νερά τής Γης. Παίρνοντας επομένως νερό από την βρύση της οικίας μας είναι κι αυτό έμμεσα αγιασμένο και δεν έχει καμία διαφορά από το νερό που αγιάστηκε άμεσα από τον ιερέα.

– Δεν αναφέρεται επίσης ο χρόνος, που το νερό διατηρεί την αγιασμένη του ιδιότητα. Είναι δυνατόν να χάνει την αγιαστική του δύναμη με την πάροδο του χρόνου; Αδιανόητο για τους χριστιανούς. Εφ΄ όσον όμως δεν την χάνει, γιατί το νερό, που αγιάστηκε φέτος πρέπει να ξαναγιαστεί και τού χρόνου; Θα αρκούσε ένας αγιασμός άπαξ κι έκτοτε όλα τα νερά τής Γης θα ήταν για πάντα αγιασμένα.

Είναι όμως γεγονός, ότι εάν πάρετε μία φιάλη νερού από την εκκλησία και μία φιάλη νερού από την βρύση τού σπιτιού σας, το νερό τής «αγιασμένης» φιάλης μπορεί να διατηρηθεί περισσότερο. Τι συμβαίνει λοιπόν; Ποιο μέσο χρησιμοποιεί η Εκκλησία; Η απάντηση είναι απλούστατη: Στο αγιασμένο νερό οι ιερείς βουτούν βασιλικό. Ο βασιλικός έχει αντισηπτικές ιδιότητες, γνωστές ήδη από την αρχαιότητα. Οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν βασιλικό στις ταριχεύσεις.

Το βάπτισμα των φύλλων τού βασιλικού μέσα στο νερό το κάνει να διατηρείται περισσότερο κι όχι οι ψαλμωδίες κι οι αγιασμοί των ιερέων. Αυτός είναι ο λόγος, που η Εκκλησία διάλεξε το συγκεκριμένο αυτό φυτό για τον αγιασμό των υδάτων κι όχι επειδή, όπως παραδίδεται, η Αγία Ελένη μυρίζοντας δήθεν το άρωμα βασιλικού, που είχε φυτρώσει στον τόπο που είχε ταφεί ο σταυρός, τον οποίον «ανακάλυψε» 300 χρόνια μετά τη σταύρωση.

Τα ψεύδη, οι δεισιδαιμονίες, οι παραλογισμοί κι οι ψυχολογικοί -και όχι μόνον- εκβιασμοί είναι τα κύρια μέσα, που έχουν κατά κόρον χρησιμοποιηθεί από τους χριστιανικούς μηχανισμούς επιβολής κι επιβίωσής του τούς 17 αιώνες τής ιστορίας του. Ο αγιασμός των υδάτων είναι σχετικά απλό θέμα κι η συζήτησή του «δεν σηκώνει πολύ νερό». Δεν πρέπει να μας εμπλέκουν λοιπόν οι κατηχητές και οι νεοφανείς τηλέμποροι, οι οποίοι πνίγονται σε μια κουταλιά νερού («αγιασμένου» ή μη).

Τα ύδατα της ΙΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ καθαγιάζονται αδιάκοπα από τον μέγα Πελάγιο Θεό Ποσειδώνα με την χαλκοτόρευτον τρίαινά του και όχι από την χριστιανική αίρεση του πολεμοχαρή, ζηλόφθονου ψευδοθεού των εβραίων γιδοβοσκών της ερήμου

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΠΡΟΣ ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΝ

ΙΣΟΚΡ 18.27–32

Η σημασία της τήρησης των συνθηκών

Ο Καλλίμαχος οδήγησε τον ομιλητή στα δικαστήρια, διεκδικώντας τα χρήματά του, που είχαν δημευθεί κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης των Δέκα (οι οποίοι ανέλαβαν την εξουσία μετά τους Τριάκοντα και πριν την αποκατάσταση της αθηναϊκής δημοκρατίας). Ο ομιλητής από την αρχή του λόγου του επιδίωξε να αποδείξει ότι ο ίδιος δεν ήταν υπεύθυνος της δήμευσης και ότι για το θέμα είχε προηγηθεί διαιτησία και συμβιβασμός μεταξύ τους. Κάλεσε, λοιπόν, τους δικαστές να σεβαστούν τo πνεύμα και τους στόχους της αμνηστίας του 403 π.Χ. και να μην ικανοποιούν τα αιτήματα όσων μνησικακώντας συνέχιζαν να εγείρουν αξιώσεις για τα γεγονότα της περιόδου πριν από την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ακολουθεί απόσπασμα από την πίστιν του λόγου.


[27] Ἐνθυμεῖσθε δ’ ὅτι περὶ τῶν μεγίστων ἥκετε δικά-
σοντες· περὶ γὰρ συνθηκῶν τὴν ψῆφον οἴσετε, ἃς οὐδὲ
πώποτ’ οὔθ’ ὑμῖν πρὸς ἑτέρους οὔτ’ ἄλλοις πρὸς ὑμᾶς
ἐλυσιτέλησε παραβῆναι, τοσαύτην δ’ ἔχουσι δύναμιν ὥστε
τὰ πλεῖστα τοῦ βίου καὶ τοῖς Ἕλλησι καὶ τοῖς βαρβάροις
διὰ συνθηκῶν εἶναι. [28] ταύταις γὰρ πιστεύοντες ὡς
ἀλλήλους ἀφικνούμεθα καὶ ποριζόμεθα ὧν ἕκαστοι τυγχάνο-
μεν δεόμενοι· μετὰ τούτων καὶ τὰ συμβόλαια τὰ πρὸς ἡμᾶς
αὐτοὺς ποιούμεθα καὶ τὰς ἰδίας ἔχθρας καὶ τοὺς κοινοὺς
πολέμους διαλυόμεθα· τούτῳ μόνῳ κοινῷ πάντες ἄνθρωποι
διατελοῦμεν χρώμενοι. ὥσθ’ ἅπασι μὲν προσήκει βοηθεῖν
αὐταῖς, μάλιστα δ’ ὑμῖν.

[29] Ὑπόγυιον γάρ ἐστιν, ἐξ οὗ καταπολεμηθέντες,
ἐπὶ τοῖς ἐχθροῖς γενόμενοι, πολλῶν ἐπιθυμησάντων δια-
φθεῖραι τὴν πόλιν, εἰς ὅρκους καὶ συνθήκας κατεφεύγομεν,
ἃς εἰ Λακεδαιμόνιοι τολμῷεν παραβαίνειν, σφόδρ’ ἂν ἕκα-
στος ὑμῶν ἀγανακτήσειεν. [30] καίτοι πῶς οἷόν τ’ ἐστὶν
ἑτέρων κατηγορεῖν οἷς αὐτός τις ἔνοχός ἐστιν; τῷ δ’ ἂν δό-
ξαιμεν ἀδικεῖσθαι παρὰ τὰς συνθήκας κακῶς πάσχοντες,
εἰ μηδ’ αὐτοὶ φαινοίμεθ’ αὐτὰς περὶ πολλοῦ ποιούμενοι;
τίνας δὲ πίστεις πρὸς τοὺς ἄλλους εὑρήσομεν, εἰ τὰς πρὸς
ἡμᾶς αὐτοὺς γεγενημένας οὕτως εἰκῇ λύσομεν; [31] ἄξιον
δὲ καὶ τῶνδε μνησθῆναι, διότι πολλῶν καὶ καλῶν τοῖς προ-
γόνοις ἐν τῷ πολέμῳ πεπραγμένων οὐχ ἥκισθ’ ἡ πόλις ἐκ
τούτων τῶν διαλλαγῶν εὐδοκίμησεν. πρὸς μὲν γὰρ τὸν
πόλεμον πολλαὶ πόλεις ἂν εὑρεθεῖεν καλῶς ἠγωνισμέναι,
περὶ δὲ στάσεως οὐκ ἔστιν ἣν ἄν τις ἐπιδείξειεν ἄμεινον τῆς
ἡμετέρας βεβουλευμένην. [32] ἔτι δὲ τῶν μὲν τοιούτων
ἔργων, ὅσα μετὰ κινδύνων πέπρακται, τὸ πλεῖστον ἄν τις
μέρος τῇ τύχῃ μεταδοίη· τῆς δ’ εἰς ἡμᾶς αὐτοὺς μετριότητος
οὐδεὶς ἂν ἄλλ’ ἢ τὴν ἡμετέραν γνώμην αἰτιάσαιτο. ὥστ’
οὐκ ἄξιον προδότας ταύτης τῆς δόξης γενέσθαι.

***
Σκεφθήτε δε ότι έχετε έλθει διά να δικάσετε περί σπουδαιοτάτων ζητημάτων· θα αποφασίσετε περί συμφωνιών, τας οποίας ουδείς ποτέ έως τώρα έκρινεν ωφέλιμον να παραβή, συμφωνίας δηλαδή ιδικάς σας προς άλλους ή άλλων προς σας, τοσαύτην δε έχουν δύναμιν ώστε αι περισσότεραι των πράξεων της ζωής διά τους Έλληνας και τους βαρβάρους να γίνωνται διά συμφωνιών. Διότι έχοντες εμπιστοσύνην εις αυτάς, ερχόμεθα προς αλλήλους και προμηθευόμεθα εκείνα, των οποίων έχομεν ανάγκην· στηριζόμενοι εις αυτάς συνάπτομεν τας αναμεταξύ μας συμβάσεις (συμβόλαια) και καταπαύομεν τας ατομικάς μας διαφοράς και τους κοινούς πολέμους· μόνον τον κοινόν τούτον θεσμόν όλοι οι άνθρωποι διαρκώς μεταχειριζόμεθα. Ώστε αι συμφωνίαι πρέπει να είναι σεβασταί από όλους και προ πάντων από σας. 

Είναι πράγματι πρόσφατον, ότε, νικηθέντες και ευρισκόμενοι εις την διάθεσιν των εχθρών, πολλοί ήθελον να καταστρέψουν την πόλιν, κατεφύγομεν εις τους όρκους και τας συμφωνίας, τας οποίας, εάν ετόλμων οι Λακεδαιμόνιοι να παραβαίνουν, πάρα πολύ θα ηγανάκτει κατ' αυτών κάθε ένας από σας. Λοιπόν πώς είναι δυνατόν να κατηγορή τις τους άλλους διά παραπτώματα διά τα οποία αυτός ο ίδιος είναι ένοχος; Εις ποίον δε ηθέλομεν φανή ότι αδικούμεθα, κακοπαθούντες παρά τας συμφωνίας, εάν ουδέ ημείς οι ίδιοι φαινώμεθα ότι τας σεβόμεθα; Ποία δε εχέγγυα θα εύρωμεν διά τους άλλους, όταν ημείς καταστρέφωμεν τόσον ασυλλόγιστα τας αναμεταξύ μας συμφωνίας; Αξίζει δε να υπενθυμίσωμεν τας συμφωνίας ταύτας, διότι, αν πρόγονοί μας επετέλεσαν κατά τον πόλεμον μεγάλα κατορθώματα, η πόλις μας απέκτησεν ουχί μικροτέραν δόξαν διά της συμφωνίας ταύτης περί συμφιλιώσεως. Πράγματι θα εύρη τις πολλάς πόλεις, αι οποίαι εις τον πόλεμον έχουν καλώς αγωνισθή, αλλ' όσον αφορά τας εμφυλίους έριδας, δεν θα ηδύνατο τις να εύρη άλλην πόλιν, η οποία εσκέφθη καλύτερα από την ιδικήν μας. Προσέτι το περισσότερον μεν μέρος των τοιούτων έργων, τα οποία έχουν γίνει μετά κινδύνων, δύναται τις να αποδώση εις την τύχην, αλλά διά την προς αλλήλους μετριοπάθειαν ουδείς ήθελε δυνηθή να εύρη άλλην αιτίαν παρά την σύνεσίν μας. Ώστε δεν πρέπει να γίνωμεν προδόται της τοιαύτης υπολήψεώς μας.