Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια (522-578)

ΙΑ. δεῖ μ᾽, ὡς ἔοικε, μὴ κακὸν φῦναι λέγειν,
ἀλλ᾽ ὥστε ναὸς κεδνὸν οἰακοστρόφον
ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις ὑπεκδραμεῖν
525 τὴν σὴν στόμαργον, ὦ γύναι, γλωσσαλγίαν.
ἐγὼ δ᾽, ἐπειδὴ καὶ λίαν πυργοῖς χάριν,
Κύπριν νομίζω τῆς ἐμῆς ναυκληρίας
σώτειραν εἶναι θεῶν τε κἀνθρώπων μόνην.
σοὶ δ᾽ ἔστι μὲν νοῦς λεπτός· ἀλλ᾽ ἐπίφθονος
530 λόγος διελθεῖν ὡς Ἔρως σ᾽ ἠνάγκασεν
τόξοις ἀφύκτοις τοὐμὸν ἐκσῶσαι δέμας.
ἀλλ᾽ οὐκ ἀκριβῶς αὐτὸ θήσομαι λίαν·
ὅπῃ γὰρ οὖν ὤνησας οὐ κακῶς ἔχει.
μείζω γε μέντοι τῆς ἐμῆς σωτηρίας
535 εἴληφας ἢ δέδωκας, ὡς ἐγὼ φράσω.
πρῶτον μὲν Ἑλλάδ᾽ ἀντὶ βαρβάρου χθονὸς
γαῖαν κατοικεῖς καὶ δίκην ἐπίστασαι
νόμοις τε χρῆσθαι μὴ πρὸς ἰσχύος χάριν·
πάντες δέ σ᾽ ᾔσθοντ᾽ οὖσαν Ἕλληνες σοφὴν
540 καὶ δόξαν ἔσχες· εἰ δὲ γῆς ἐπ᾽ ἐσχάτοις
ὅροισιν ᾤκεις, οὐκ ἂν ἦν λόγος σέθεν.
εἴη δ᾽ ἔμοιγε μήτε χρυσὸς ἐν δόμοις
μήτ᾽ Ὀρφέως κάλλιον ὑμνῆσαι μέλος,
εἰ μὴ ᾽πίσημος ἡ τύχη γένοιτό μοι.
545 τοσαῦτα μέν σοι τῶν ἐμῶν πόνων πέρι
ἔλεξ᾽· ἅμιλλαν γὰρ σὺ προύθηκας λόγων.
ἃ δ᾽ ἐς γάμους μοι βασιλικοὺς ὠνείδισας,
ἐν τῷδε δείξω πρῶτα μὲν σοφὸς γεγώς,
ἔπειτα σώφρων, εἶτά σοι μέγας φίλος
550 καὶ παισὶ τοῖς ἐμοῖσιν· ἀλλ᾽ ἔχ᾽ ἥσυχος.
ἐπεὶ μετέστην δεῦρ᾽ Ἰωλκίας χθονὸς
πολλὰς ἐφέλκων συμφορὰς ἀμηχάνους,
τί τοῦδ᾽ ἂν εὕρημ᾽ ηὗρον εὐτυχέστερον
ἢ παῖδα γῆμαι βασιλέως φυγὰς γεγώς;
555 οὐχ, ᾗ σὺ κνίζῃ, σὸν μὲν ἐχθαίρων λέχος
καινῆς δὲ νύμφης ἱμέρῳ πεπληγμένος
οὐδ᾽ εἰς ἅμιλλαν πολύτεκνον σπουδὴν ἔχων·
ἅλις γὰρ οἱ γεγῶτες οὐδὲ μέμφομαι·
ἀλλ᾽ ὡς, τὸ μὲν μέγιστον, οἰκοῖμεν καλῶς
560 καὶ μὴ σπανιζοίμεσθα, γιγνώσκων ὅτι
πένητα φεύγει πᾶς τις ἐκποδὼν φίλον,
παῖδας δὲ θρέψαιμ᾽ ἀξίως δόμων ἐμῶν
σπείρας τ᾽ ἀδελφοὺς τοῖσιν ἐκ σέθεν τέκνοις
ἐς ταὐτὸ θείην καὶ ξυναρτήσας γένος
565 εὐδαιμονοίην· σοί τε γὰρ παίδων τί δεῖ;
ἐμοί τε λύει τοῖσι μέλλουσιν τέκνοις
τὰ ζῶντ᾽ ὀνῆσαι. μῶν βεβούλευμαι κακῶς;
οὐδ᾽ ἂν σὺ φαίης, εἴ σε μὴ κνίζοι λέχος.
ἀλλ᾽ ἐς τοσοῦτον ἥκεθ᾽ ὥστ᾽ ὀρθουμένης
570 εὐνῆς γυναῖκες πάντ᾽ ἔχειν νομίζετε,
ἢν δ᾽ αὖ γένηται ξυμφορά τις ἐς λέχος,
τὰ λῷστα καὶ κάλλιστα πολεμιώτατα
τίθεσθε. χρῆν γὰρ ἄλλοθέν ποθεν βροτοὺς
παῖδας τεκνοῦσθαι, θῆλυ δ᾽ οὐκ εἶναι γένος·
575 χοὔτως ἂν οὐκ ἦν οὐδὲν ἀνθρώποις κακόν.
ΧΟ. Ἰᾶσον, εὖ μὲν τούσδ᾽ ἐκόσμησας λόγους·
ὅμως δ᾽ ἔμοιγε, κεἰ παρὰ γνώμην ἐρῶ,
δοκεῖ προδοὺς σὴν ἄλοχον οὐ δίκαια δρᾶν.

***
ΙΑ. Πρέπει, όπως βλέπω, να φανώ αγορητής όχι αδέξιος
και όπως ο καλός ο τιμονιέρης του καραβιού,
ξεδιπλώνοντας μόνο άκρη άκρη τα πανιά,
525 να ξεφύγω, γυναίκα, από τη λαίλαπα
της αφόρητής σου φλυαρίας.
Εγώ λοιπόν, επειδή επύργωσες τόσο
την ευγνωμοσύνη που σου οφείλω,
λέω πως ο μόνος από τους θεούς και τους ανθρώπους
που μ᾽ έσωσε σ᾽ εκείνο το ταξίδι ήταν η Κύπρις.
Εσύ είσαι ασφαλώς οξυδερκής,
530 όμως θα έφερνε ίσως φθόνο, αν άρχιζα να λέω
πώς ο Έρωτας με τα αλάθευτά του βέλη
σε ανάγκασε να σώσεις το κορμί μου.
Ωστόσο δεν θα επιμείνω σε αυτό.
Όπου λοιπόν με ωφέλησες, καλώς εγένετο.
535 Όμως, σώζοντάς με, πιο πολλά πήρες παρά έδωσες,
όπως θα καταδείξω εγώ. Το πρώτο:
ζεις σε γη ελληνική και όχι βάρβαρη·
γνώρισες τί εστί δικαιοσύνη και τί θα πει
να ισχύουν οι νόμοι, και όχι η αυθαιρεσία της βίας.
Η Ελλάδα ολόκληρη έμαθε για τη σοφία σου
540 και απόχτησες όνομα. Αν ζούσες στα πέρατα της γης,
κανείς δεν θα μιλούσε για σένα. Εγώ πάντως
ούτε χρυσάφι να έχω στο σπίτι μου θα ᾽θελα
ούτε να τραγουδήσω πιο ηδονικά και από τον Ορφέα,
αν είναι να μην ακουστεί η ευτυχία μου.
545 Αυτά είχα να σου πω για τους μόχθους μου
— την αναμέτρηση την προκάλεσες βέβαια εσύ.
Για όσα τώρα μου καταμαρτυρείς για τον βασιλικό μου γάμο,
εδώ θα σου αποδείξω πρώτον ότι φάνηκα σοφός,
έπειτα σώφρων και, τέλος, για σένα
550 και για τα παιδιά μου μέγας φίλος — ηρέμησε!
Όταν έφθασα εδώ από τη γη της Ιωλκού
σέρνοντας μαζί μου πολλές συμφορές ακαταμάχητες,
θα μπορούσε να βρεθεί για μένα εύρημα ωραιότερο απ᾽ αυτό,
να παντρευτώ —ένας εξόριστος!— την κόρη του βασιλιά;
555 Όχι βεβαίως γι᾽ αυτό που πονάει εσένα,
επειδή δεν με έθελγε το κρεβάτι σου
και με είχε συνεπάρει ο πόθος για τη νέα νύφη,
ούτε γιατί το είχα καημό
να αναμετρηθώ με άλλους στην πολυτεκνία
— μου φτάνουν τα παιδιά που αποχτήσαμε, παράπονο δεν έχω.
Ο πρώτιστος λόγος ήταν για να έχουμε καλή ζωή
560 και να μη στερούμαστε, επειδή έχω μάθει πια
ότι τον φτωχό φίλο τον αποφεύγουν οι πάντες.
Έπειτα, ήθελα να μεγαλώσω τα παιδιά μου
όπως άξιζε στο σπίτι μου,
να χαρίσω αδελφούς στα παιδιά που έχω από σένα,
να τα έχω όλα το ίδιο, να τα ενώσω σε ένα γένος
565 και να ζήσω ευτυχισμένος. Εσύ τί τα θες τα παιδιά;
Για μένα θα είναι κέρδος με τα παιδιά που θα έρθουν
να βοηθήσω αυτά που βρίσκονται ήδη στη ζωή.
Ήτανε μήπως κακό αυτό που σκέφτηκα;
Δεν θα το έλεγες ούτε εσύ, εάν δεν σε πονούσε το κρεβάτι.
Έχετε ωστόσο φτάσει σε τέτοιο σημείο οι γυναίκες
570 ώστε, αν πηγαίνει πρύμα το πλάγιασμα,
αισθάνεσθε πανευτυχείς, αν όμως
συμβεί και ατυχήσετε κάπως στο κρεβάτι,
ό,τι πιο ωραίο και γοητευτικό
γίνεται για σας το πιο μισητό.
Έπρεπε οι άνθρωποι να αποχτούν παιδιά με άλλο τρόπο
και το γένος των γυναικών να μην υπάρχει. Και τότε
575 δεν θα υπήρχε στον κόσμο κανένα κακό.
ΧΟ. Ιάσονα, εστόλισες θαυμάσια τον λόγο σου,
όμως για μένα, όσο και αν εκπλαγείς,
έχεις άδικο όταν προδίδεις τη γυναίκα σου.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Η Eλληνική γλώσσα και το αλφάβητο

5.4 Οι Φοίνικες και το αλφάβητο τους

Οι Φοίνικες ήταν ένας λαός που κατοικούσε στα ανατολικά παράλια της Μεσογείου, στις ακτές της σημερινής Συρίας, του Λιβάνου, του Ισραήλ. Μιλούσαν μια σημιτική γλώσσα, συγγενική με τα εβραϊκά, τα αραμαϊκά και τα αραβικά. Λίγο πριν και λίγο μετά το 1000 π.Χ. αναπτύσσουν έναν σημαντικό πολιτισμό με κέντρα πόλεις όπως η Τύρος, η Σιδώνα, η Βύβλος, και μια σημαντική εμπορική δραστηριότητα σε όλη τη Μεσόγειο. Δημιουργούν μικρά βασίλεια στην Κύπρο, «οργώνουν» το Αιγαίο και αφήνουν εκεί, όπως θα δούμε σε λίγο, σημάδια της παρουσίας τους. Ταξιδεύουν στις ακτές της Β. Αφρικής, όπου ιδρύουν την Καρχηδόνα, και φτάνουν ως την Ισπανία.

Στις εμπορικές αυτές περιπλανήσεις τους θα έρθουν σε επαφή με τους Έλληνες. Αυτή η συνάντηση θα οδηγήσει (θα δούμε σε λίγο πού και πώς) σε έναν νέο δανεισμό: οι Έλληνες θα δανειστούν και θα προσαρμόσουν στις ανάγκες της γλώσσας τους το αλφαβητικό σύστημα γραφής που χρησιμοποιούν οι Φοίνικες. Αν η γραμμική Β' (το σύστημα με το οποίο καταγράφηκε για πρώτη φορά η ελληνική γλώσσα) ήταν δάνειο από έναν πολιτισμό της Ανατολής, τον μινωικό, το Ελληνικό αλφάβητο ήταν και αυτό προϊόν δανεισμού από έναν παλιότερο ανατολικό πολιτισμό, τον φοινικικό. Η γραφή, όπως λέγαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, είναι μια γέφυρα που ενώνει πολιτισμούς.

Οι Φοίνικες δημιούργησαν ένα αλφαβητικό σύστημα καταγραφής της γλώσσας τους, πρόγονος του οποίου μοιάζει να είναι το σύστημα με το οποίο γράφτηκαν οι πρωτοσιναϊτικές επιγραφές του 1600 π.Χ. Το σύστημα αυτό αποτελείται από 22 σημεία, δηλαδή γράμματα. Αλλά τα γράμματα αυτά δηλώνουν μόνο τα σύμφωνα της φοινικικής γλώσσας. Αυτό, όπως ξέρετε, δεν συμβαίνει στο ελληνικό αλφάβητο, που έχει γράμματα τόσο για τα σύμφωνα όσο και για τα φωνήεντα.

Το φοινικικό αλφάβητο είναι λοιπόν ελλειπτικό. Με άλλα λόγια, ο αναγνώστης πρέπει να συμπληρώσει τα φωνήεντα που λείπουν για να κατανοήσει το κείμενο που διαβάζει. Όπως καταλαβαίνετε, αυτό απαιτεί έναν ασκημένο αναγνώστη. Με αυτή την έννοια, το φοινικικό αλφάβητο δεν έχει μπει ακόμη σε αυτό που ονομάσαμε νωρίτερα δημοκρατία της γραφής και της πληροφορίας. Αυτό το «δημοκρατικό» σύστημα θα δημιουργηθεί, όπως θα δούμε, από το ελληνικό αλφάβητο, όπως γεννιέται από την προσαρμογή του φοινικικού αλφαβήτου στις ανάγκες καταγραφής της ελληνικής γλώσσας: ένα πλήρες αλφαβητικό σύστημα είναι αυτό που καταγράφει όλα τα φωνήματα. Το φοινικικό αλφαβητικό σύστημα δεν είναι πλήρες (γιατί καταγράφει μόνο τα σύμφωνα), ενώ το ελληνικό αλφαβητικό σύστημα είναι πλήρες γιατί καταγράφει φωνήεντα και σύμφωνα.


Πώς σχηματίστηκε το φοινικικό αλφάβητο από το πρωτοσιναϊτικό

Η Ελληνική Αρχαιότητα: II ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 4. Από τα Κούναξα στη Χαιρώνεια

4.6. Το δέκατο τρίτο θεϊκό άγαλμα


Ο Ξενοφών τελείωσε την αφήγηση των Ελληνικών του με τη μάχη της Μαντίνειας. Η έκβαση των γεγονότων τού φάνηκε ιδιαίτερα προβληματική. Δεν ήταν καν σαφές, κατά τη γνώμη του, ποιοι ήταν οι νικητές και ποιο το όφελος που αποκόμισαν από τη νίκη τους. Αντί να βρεθεί νέος ηγεμόνας για την Ελλάδα, είχε δημιουργηθεί μεγαλύτερη ἀκρισία (αβεβαιότητα) και ταραχή. Δύο χρόνια αργότερα είχαν ήδη αρχίσει να διαμορφώνονται εξελίξεις που κανείς δεν είχε προβλέψει, αλλά που έμελλε να ανατρέψουν όλα τα δεδομένα. Το 360 στον θρόνο της Μακεδονίας ανέβηκε ο Φίλιππος Β' (360-336) σε συνθήκες πολύ δυσμενείς. Ο αδελφός του Περδίκκας Γ' (365-360) είχε σκοτωθεί πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών μαζί με 4.000 Μακεδόνες στρατιώτες, και το μέλλον του βασιλείου προδιαγραφόταν ζοφερό.

Οι Μακεδόνες είχαν εμφανιστεί στην Ελληνική ιστορία τόσο ξαφνικά και απροσδόκητα, ώστε για το παρελθόν τους, την κοινωνική τους οργάνωση και τον πολιτισμό τους πολύ λίγα ήταν γνωστά. Γράφοντας τον 5ο αιώνα, ο Ηρόδοτος ήταν πεπεισμένος ότι οι βασιλείς τους κατάγονταν από το Άργος - μια παράδοση χάρη στην οποία ονομάζονταν Αργεάδες. Μάλιστα, αφηγείται μια ιστορία σύμφωνα με την οποία όταν αμφισβητήθηκε η καταγωγή του βασιλιά Αλεξάνδρου Α' (περ. 495 - περ. 450/440), που ήθελε να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες, οι οργανωτές τους, οι ἑλλανοδίκαι, αποδέχθηκαν τον ισχυρισμό του ότι ήταν Έλληνας. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει (προφανώς από τον ίδιο τον βασιλικό οίκο), μολονότι υποταγμένος στους Πέρσες, ο Αλέξανδρος διατηρούσε καλές σχέσεις με τους Αθηναίους. Στην κρίσιμη μάχη των Πλαταιών τον εμφανίζει μάλιστα να τους δίνει αυτοπροσώπως χρήσιμες συμβουλές. Για τον ρόλο του αυτό ο Αλέξανδρος έμεινε στην ιστορία ως φιλέλλην.

Το βασίλειο των Μακεδόνων βασιζόταν στο ιππικό, όπου στρατεύονταν οι αριστοκράτες ἑταῖροι του βασιλιά, και το πολύ πιο αδύναμο πεζικό των πεζεταίρων. Αυτό που κυρίως το διέκρινε ήταν η απουσία αυτοδιοικούμενων πόλεων. Για την επέκταση της Μακεδονίας και τη δράση των βασιλέων της στα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου κάνει λόγο ο Θουκυδίδης. Βασιλιάς των Μακεδόνων ήταν τότε ο γιος του Αλεξάνδρου, ο Περδίκκας Β' (περ. 450/440-413). Ασκούσε την κυριαρχία του σε μια πολύ μεγάλη περιοχή, αλλά στην Άνω Μακεδονία υπήρχαν ακόμη ημιαυτόνομοι βασιλείς. Τα φρούρια ήταν λιγοστά και η άμυνα απέναντι στους Θράκες επιδρομείς δύσκολη. Ο γιος του Περδίκκα, ο Αρχέλαος (413-399), χάραξε δρόμους και οργάνωσε τον στρατό. Επιπλέον, απέδωσε μεγάλη σημασία στο ιππικό και τον οπλισμό. Την περίοδο της βασιλείας του έγιναν, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, όσα δεν είχαν γίνει στα χρόνια των οκτώ προκατόχων του.

Ο Αρχέλαος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και για τον Ελληνικό πολιτισμό. Προσκάλεσε στην αυλή του τον ζωγράφο Ζεύξη και ποιητές, επιφανέστερος από τους οποίους ήταν ο Ευριπίδης. Στη Μακεδονία, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Ευριπίδης συνέθεσε μια τραγωδία για να τιμήσει έναν υποτιθέμενο πρόγονο του Αρχέλαου, που καταγόταν από τον Ηρακλή, καθώς και τις Βάκχες, με θέμα τη λατρεία του Διονύσου, για την οποία ενδιαφέρονταν ιδιαιτέρως οι Μακεδόνες. Μετά τη δολοφονία του Αρχέλαου η Μακεδονία πέρασε βαθιά κρίση, από την οποία ξαναβγήκε πια στα χρόνια του Φιλίππου Β'. Ακόμη και στα χρόνια του Φιλίππου, πάντως, η θέση των Μακεδόνων στον κόσμο των Ελλήνων παρέμενε αμφισβητούμενη, και οι εχθροί τους μπορούσαν με ευκολία να τους αποκαλούν βαρβάρους. Αλλά και μετά την κυριαρχία τους, στις ιστορικές αφηγήσεις διατηρείται συνήθως η διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Μακεδόνων.

Μόλις ανέλαβε τη βασιλεία, ο Φίλιππος Β' αντιμετώπισε με επιτυχία τους Ιλλυριούς, τους Παίονες και τους Θράκες, με τους οποίους συνέπρατταν οι Αθηναίοι. Αμέσως μετά άρχισε να επιβάλλεται σε Ελληνικές πόλεις. Οι επιτυχίες αυτές, και μάλιστα η κατάκτηση ολόκληρης της Θράκης, του έδωσαν τον έλεγχο σε χρυσοφόρα μεταλλεία και σε σιτοπαραγωγικές περιοχές καθώς και πρόσβαση στο εμπόριο του βόρειου Αιγαίου.

Πολλές Ελληνικές πόλεις αντιλήφθηκαν από νωρίς την απειλή, αλλά δεν είχαν τη δυνατότητα να αντιδράσουν δυναμικά. Η Σπάρτη, μετά την ήττα στα Λεύκτρα, ήταν εξαιρετικά αποδυναμωμένη. Η Θήβα και η Αθήνα πάλι είχαν εμπλακεί σε σκληρούς και μακροχρόνιους πολέμους, η πρώτη για τον έλεγχο των Δελφών και η δεύτερη για τον έλεγχο της συμμαχίας της. Συνδυάζοντας πυγμή και διπλωματία, ο Φίλιππος αναμείχθηκε σε όλες τις σημαντικές υποθέσεις. Διέθετε άλλωστε μεγάλο και αποτελεσματικό στρατό.

Στην οργάνωση του στρατού ο Φίλιππος εμπνεύστηκε από τις καινοτομίες του Ιφικράτη και του Επαμεινώνδα. Από τον πρώτο πήρε την ιδέα να εφοδιάσει τους στρατιώτες του με ένα μακρύ δόρυ που ονομάστηκε σάρισα. Τον χειρισμό της καθιστούσε ευχερέστερο μια μικρή ασπίδα, που κρεμόταν με ιμάντα και άφηνε ελεύθερα τα χέρια, καθώς και ο ελαφρύτερος αμυντικός οπλισμός. Από τον δεύτερο πήρε την ιδέα να διατάξει τη μακεδονική φάλαγγα με βάθος πολύ περισσότερων σειρών από ό,τι συνηθιζόταν και να της δώσει μεγαλύτερη ευελιξία στη μάχη. Το σημαντικότερο ίσως ήταν ότι η δράση του πεζικού συνδυάστηκε οργανικά με αυτή του ιππικού. Και τα δύο σώματα υποστηρίζονταν από Θράκες ακοντιστές, τους Αγριάνες, από Κρήτες τοξότες και από μισθοφόρους πελταστές. Στο σώμα των πεζεταίρων προστέθηκαν και οι ὑπασπισταί, επίλεκτοι άνδρες που περιέβαλλαν τον βασιλιά.

Τον αμεσότερο κίνδυνο τον διέτρεχαν οι Αθηναίοι. Τα συμφέροντά τους εκείνη την εποχή τούς υποχρέωναν να παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή όσα συντελούνταν στο βόρειο Αιγαίο. Εκεί κρινόταν το μέλλον της συμμαχίας τους και κυρίως η τροφοδοσία τους με σιτάρι από τον Ελλήσποντο. Η κατάσταση άρχισε να γίνεται πολύ σοβαρή το 357, όταν ο Φίλιππος κατέλαβε την Αμφίπολη, την οποία διεκδικούσαν οι ίδιοι, και ταυτοχρόνως ξεσπούσε συμμαχικός πόλεμος, με την αποστασία της Χίου, της Ρόδου, της Κω και του Βυζαντίου από τη Β' Αθηναϊκή Συμμαχία. Οι Αθηναίοι είχαν στρατηγούς τον Ιφικράτη, τον Τιμόθεο και τον Χάρη, αλλά όταν οι δύο πρώτοι έπεσαν σε δυσμένεια, τις στρατιωτικές υποθέσεις ανέλαβε μόνος του ο τελευταίος. Για την εξασφάλιση χρημάτων ο Χάρης συμμετείχε στην εξέγερση ενός σατράπη εναντίον του Πέρση βασιλιά. Όταν όμως ο Αρταξέρξης Γ' Ώχος έστειλε πρεσβεία απειλώντας τους Αθηναίους, αυτοί αναγκάστηκαν να ανακαλέσουν τον στρατηγό τους και να τερματίσουν άδοξα τον συμμαχικό πόλεμο. Στο μεταξύ ο Φίλιππος συνέχιζε τη νικηφόρο πορεία του, κατακτώντας την Ποτείδαια, τη Μεθώνη, τα Άβδηρα και τη Μαρώνεια.

Αντιμέτωποι με τα νέα δεδομένα, οι πολιτικοί της Αθήνας προβληματίστηκαν και συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Το μεγαλύτερο εμπόδιο στις επιχειρήσεις τις οποίες θεωρούσαν επιβεβλημένες ήταν η έλλειψη πόρων. Μετά από μια σειρά αποτυχιών, ο Εύβουλος και οι συνεργάτες του ανέλαβαν πρωτοβουλίες για τη βελτίωση των οικονομικών της πόλης. Για ένα διάστημα έπεισαν τους Αθηναίους ότι το συμφέρον τους απαιτούσε ειρήνη. Ο Ισοκράτης πάλι είδε στο πρόσωπο του Φιλίππου τον άνδρα που μπορούσε να ενώσει τους Έλληνες και να επιλύσει τα κοινωνικά και πολιτικά τους προβλήματα εκστρατεύοντας εναντίον των Περσών. Ο ρήτορας Αισχίνης προέκρινε διπλωματικές λύσεις στις σχέσεις της πόλης με τον Φίλιππο. Ορισμένοι ρήτορες, ωστόσο, με κύριο εκπρόσωπο τον Δημοσθένη, θεωρούσαν ότι ο Φίλιππος συνιστούσε τόσο μεγάλη απειλή για την ελευθερία των Αθηναίων, ώστε χρειαζόταν κάθε είδους συνεργασία και συστράτευση για την αντιμετώπισή του. Ακόμη και τα χρήματα του Πέρση βασιλιά μπορούσαν να γίνουν, και γίνονταν, δεκτά. Για αρκετά χρόνια οι συγκρούσεις μεταξύ των πολιτικών ήταν οξύτατες και βίαιες.

Αμφιταλαντευόμενοι ανάμεσα σε μια αμυντική και μια επιθετική πολιτική, οι Αθηναίοι δεν κατόρθωσαν το 349 ούτε να βοηθήσουν την Όλυνθο, που ήταν ο βασικός τους σύμμαχος και η σημαντικότερη πόλη στη Χαλκιδική, ούτε να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους στην Εύβοια. Η Όλυνθος κατελήφθη και κατεδαφίστηκε από τον Φίλιππο, ενώ η Εύβοια αποσπάστηκε από την Αθηναϊκή Συμμαχία.

Ο Φίλιππος είχε στο μεταξύ διευρύνει την επιρροή του προς την κεντρική Ελλάδα. Από το 357 είχε ξεσπάσει ένας ακόμη αιματηρός και πολυετής πόλεμος, που ονομάστηκε Γ' Ιερός Πόλεμος, επειδή το επίδικο θέμα ήταν ο έλεγχος των Δελφών. (Είχαν προηγηθεί άλλοι δύο, ο ένας στα χρόνια του Σόλωνα και ο άλλος πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.) Η νέα διαμάχη ξεκίνησε όταν οι Φωκείς καταδικάστηκαν για καταπάτηση ιεράς γης. Το υπέρογκο πρόστιμο επιδικάστηκε από τους ἱερομνήμονας των Αμφικτυόνων. Σε Αμφικτυονικό Συνέδριο, δηλαδή σε μόνιμο σύνδεσμο για τη διαχείριση του ιερού, αντιπροσωπεύονταν οι Βοιωτοί και οι Θεσσαλοί αλλά και άλλες ισχυρές πόλεις. Οι Φωκείς αντέδρασαν και κατέλαβαν τους Δελφούς. Οι Θηβαίοι και οι Θεσσαλοί ανέλαβαν την εκδίωξή τους και σημείωσαν μεγάλες επιτυχίες, αλλά οι Φωκείς, με τα χρήματα του ιερού, κατάφεραν να ξαναοργανώσουν έναν μεγάλο μισθοφορικό στρατό.

Οι Φωκείς, με την υποστήριξη των Αθηναίων και των Σπαρτιατών, συμμάχησαν με τους τυράννους των Φερών και επιχείρησαν να καταλάβουν ολόκληρη τη Θεσσαλία. Αντιμέτωπους ωστόσο δεν βρήκαν μόνο τους Θηβαίους, τους Λοκρούς, την πλειονότητα των Θεσσαλών και τους Περραιβούς, αλλά και τον Φίλιππο. Προσκεκλημένος το 353 από τους Θεσσαλούς αριστοκράτες, τους Αλευάδες, ο βασιλιάς των Μακεδόνων πέτυχε ολοκληρωτική νίκη. Άφησε στο πεδίο της μάχης περισσότερους από 6.000 νεκρούς και διέταξε τον πνιγμό των περίπου 3.000 αιχμαλώτων ως ιερόσυλων. Για τον ρόλο του αυτό πέτυχε να εκλεγεί τον επόμενο χρόνο ἄρχων ή ταγός της Θεσσαλίας. Ο Ιερός Πόλεμος όμως συνεχίστηκε και οι ανασυγκροτημένοι Φωκείς αναζήτησαν βοήθεια από τον Αρταξέρξη, ο οποίος την πρόσφερε με προθυμία.

Το 346 οι Αθηναίοι ήταν πλέον εξαντλημένοι και θεώρησαν αναγκαία μια ειρήνη με τον Φίλιππο. Ήταν πρόθυμοι να του αναγνωρίσουν τη θέση που ήδη κατείχε, ώστε να αποτρέψουν την επέκτασή του νοτιότερα. Ακόμη και ο Δημοσθένης ήταν σύμφωνος. Στις διαπραγματεύσεις συμμετείχε μαζί με τον Αισχίνη και τον Φιλοκράτη, το όνομα του οποίου δόθηκε στη συμφωνία. Ταυτοχρόνως διευθετήθηκε οριστικώς και ο Ιερός Πόλεμος. Οι Φωκείς τιμωρήθηκαν σκληρά και διασκορπίστηκαν σε χωριά. Επιπλέον, οι ψήφοι τους στην Αμφικτυονία δόθηκαν στον Φίλιππο. Με τη συνεργασία των Θεσσαλών, ο Φίλιππος απέκτησε πλέον τον απόλυτο έλεγχο και του μαντείου. Αν ο πρόγονός του Αλέξανδρος Α' είχε πετύχει να γίνει δεκτός στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αυτός πέτυχε να πρωταγωνιστήσει σε βασικές θρησκευτικές υποθέσεις των Ελλήνων. Ανέλαβε μάλιστα να οργανώσει τα Πύθια μαζί με τους Βοιωτούς και τους Θεσσαλούς. Έτσι, στα μάτια πολλών Ελλήνων εμφανιζόταν και ως ευσεβής υπερασπιστής των ιερών τους.

Για λίγα χρόνια ο Φίλιππος ήταν απασχολημένος με τους παλαιούς εχθρούς των Μακεδόνων, τους Ιλλυριούς· επιπλέον, με την αναδιοργάνωση της Θεσσαλίας και με στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Θράκη. Το 340 βάδισε εναντίον της Περίνθου στην Προποντίδα. Στη διάρκεια της πολιορκίας στράφηκε και εναντίον του Βυζαντίου, που ενίσχυε του Περίνθιους. Οι ενέργειές του αυτές τον έφεραν σε σύγκρουση με τους Πέρσες. Η επέκτασή του στη Θράκη είχε ανησυχήσει τον μεγάλο βασιλιά, που έδωσε εντολή να ενισχυθεί η πολιορκημένη πόλη. Στην περιοχή έσπευσαν και οι Αθηναίοι. Τα ζωτικά τους συμφέροντα ήταν πλέον σε σοβαρότατο κίνδυνο, καθώς υπήρχε φόβος ο ανεφοδιασμός τους σε σιτηρά να βρεθεί στον έλεγχο των Μακεδόνων. Έκριναν άλλωστε ότι η ειρήνη είχε παραβιαστεί. Ο Φίλιππος αναγκάστηκε έτσι να υποχωρήσει και να λύσει την πολιορκία. Ήταν όμως αποφασισμένος να διευθετήσει οριστικά το ελληνικό ζήτημα εξουδετερώνοντας την Αθήνα.

Το 338 η είδηση ότι ο Φίλιππος πλησίαζε στην Αττική έσπειρε τον τρόμο στους Αθηναίους. Οι πολίτες συγκεντρώθηκαν για συνεδρίαση πριν ακόμη τους καλέσουν οι άρχοντες. Αυτή τη φορά δεν υπήρχαν αντιδικίες μεταξύ των ρητόρων. Οι πάντες έστρεψαν το βλέμμα στον Δημοσθένη. Έχοντας μόλις δύο μέρες στη διάθεσή του, αυτός έσπευσε στη Θήβα και έπεισε τους Βοιωτούς να αναλάβουν μαζί την αναχαίτιση του Φιλίππου. Αμέσως άρχισαν οι πολεμικές προετοιμασίες στη Χαιρώνεια, όπου οι Αθηναίοι συγκέντρωσαν όλες τους τις δυνάμεις (πανδημεί) για να σώσουν την πατρίδα τους. Παρομοίως έπραξαν οι Θηβαίοι.

Οι μεγάλοι στρατηγοί της Αθήνας ήταν πλέον νεκροί και ο μόνος που είχε απομείνει, ο Χάρης, ασφαλώς δεν ήταν ισάξιος του Φιλίππου. Η αναμέτρηση ήταν σφοδρή και μεγάλης διάρκειας. Έως ένα σημείο ο αγώνας ήταν μάλιστα αμφίρροπος. Αλλά η αποφασιστική παρέμβαση του νεαρού Αλεξάνδρου, του γιου του Φιλίππου, έκρινε, καθώς λεγόταν, το αποτέλεσμα. Περισσότεροι από 1.000 Αθηναίοι έπεσαν νεκροί και περίπου 2.000 αιχμαλωτίστηκαν. Οι απώλειες των Βοιωτών ήταν μεγαλύτερες. Ο Φίλιππος έστησε το τρόπαιό του θριαμβευτής.

Η Θήβα τιμωρήθηκε σκληρά και αναγκάστηκε να δεχτεί μακεδονική φρουρά και την επιβολή μιας φιλομακεδονικής ολιγαρχίας. Η Αθήνα όμως είχε ακόμη λίγες μέρες περιθώριο να προετοιμάσει την άμυνά της. Σε συνθήκες πανικού οι πάντες έσπευδαν πίσω από τα τείχη. Για τις ανάγκες του πολέμου αξιοποιήθηκαν ακόμη και όσα πολύτιμα αντικείμενα βρέθηκαν στους ιδιωτικούς τάφους του Κεραμεικού. Με την απώλεια τόσων ανδρών στη Χαιρώνεια, οι συνθήκες ήταν απελπιστικές, αλλά οι Αθηναίοι αποφάσισαν να υποστούν την υπέρτατη θυσία.

Αντιμέτωπος με τέτοιες πρωτοφανείς προετοιμασίες, ο Φίλιππος επέλεξε να προσφέρει στους Αθηναίους πολύ ευνοϊκούς όρους ειρήνης. Η συμμαχία τους έπρεπε να διαλυθεί, αλλά η πόλη θα παρέμενε ελεύθερη, διατηρώντας το δημοκρατικό πολίτευμα. Επιπλέον, οι αιχμάλωτοι αφέθηκαν όλοι ελεύθεροι και οι νεκροί αποδόθηκαν για ταφή. Ο Φίλιππος σχεδίαζε άλλωστε ήδη την περσική εκστρατεία του, και οι Αθηναίοι, που εχθρεύονταν τους Πέρσες, ήταν μια πολύ χρήσιμη δύναμη. Ανακουφισμένοι, οι Αθηναίοι έσπευσαν να αποδεχθούν τους όρους των Μακεδόνων. Το όραμα του Ισοκράτη για μια κοινή εκστρατεία εναντίον των Περσών ήταν πλέον εφικτό, αλλά όχι με τους όρους που εκείνος ήλπιζε. Σύμφωνα με μια παράδοση, μετά από τη μεγάλη ήττα της πόλης του πέθανε από ηθελημένη ασιτία. Τον επιτάφιο για τους νεκρούς της Χαιρώνειας ανέλαβε να εκφωνήσει ο Δημοσθένης.

Οι παλαιοί ηγέτες της πόλης τραβήχτηκαν ταπεινωμένοι στο περιθώριο και παραχώρησαν την ηγεσία στον Λυκούργο. Εκείνη την εποχή ήταν ο μόνος ικανός να ανορθώσει την κατεστραμμένη οικονομία της πόλης - κάτι που η Αθήνα είχε απόλυτη ανάγκη. Τέτοια ήταν η επιτυχία του στο δύσκολο αυτό εγχείρημα, ώστε η πόλη γνώρισε μια ακόμη περίοδο δημιουργικής δραστηριότητας. Μεταξύ άλλων άρχισαν να οικοδομούνται νέα λαμπρά κτίρια, ενώ μπήκαν οι βάσεις για καλύτερη οργάνωση του στρατού. Ο μεγάλος γλύπτης της εποχής, ο Λύσιππος, ανέλαβε να κατασκευάσει ανδριάντα του Σωκράτη. Στις δύσκολες περιστάσεις οι Αθηναίοι ζητούσαν με τον τρόπο αυτό συγνώμη για την καταδίκη του.

Την ίδια χρονιά που η μάχη της Χαιρώνειας έκρινε τις υποθέσεις των Ελλήνων, στη Σικελία πέθαινε τιμημένος ο Τιμολέων και στην Ιταλία ο βασιλιάς των Σπαρτιατών Αρχίδαμος Γ' (360-338). Είχε βασιλέψει για 23 χρόνια, κρατώντας τη Σπάρτη μακριά από όλες σχεδόν τις κρίσιμες αποφάσεις. Καθώς ο Φίλιππος κυριαρχούσε στην Ελλάδα, αυτός σκοτώθηκε πολεμώντας στο πλευρό των Ταραντίνων, που ήταν άποικοι της Σπάρτης.

Τη χρονιά που ο Φίλιππος επέβαλε την κυριαρχία του στον ελληνικό κόσμο με τη νίκη του στη Χαιρώνεια, ο βασιλιάς της Περσίας Αρταξέρξης Γ' Ώχος έπεφτε θύμα αυλικής συνωμοσίας. Τη διακυβέρνηση της μεγάλης αυτοκρατορίας ανέλαβε ο γιος του Αρσής (338-335) σε συνθήκες ιδιαίτερα απαιτητικές. Η Αίγυπτος, για παράδειγμα, κατάφερε να ελευθερωθεί από τον περσικό ζυγό.

Ο Φίλιππος άδραξε την ευκαιρία και το 337, σε κοινό συνέδριο των Ελλήνων (πλην των Λακεδαιμονίων) που συνήλθε στην Κόρινθο, εξελέγη ἡγεμών και στρατηγὸς αὐτοκράτωρ, δηλαδή στρατηγός με απόλυτη εξουσία, για να ηγηθεί σε κοινό αγώνα εναντίον της Περσίας. Στόχος, όπως διακηρύχθηκε, ήταν η εκδίκηση για τη βεβήλωση των ελληνικών ιερών το 480· απαραίτητη προϋπόθεση, η ειρήνη μεταξύ των ελληνικών πόλεων και η διατήρηση της κοινωνικής τάξης. Απαγορεύονταν ρητώς οι δημεύσεις περιουσιών, ο αναδασμός της γης και η παραγραφή των χρεών (βασικά αιτήματα των κατώτερων τάξεων) καθώς και η απελευθέρωση των δούλων με στόχο την κοινωνική αλλαγή. Χωρίς χρονοτριβή, οι Μακεδόνες στρατηγοί Άτταλος και Παρμενίων στάλθηκαν στην Ασία για να ξεκινήσουν τον πόλεμο με 10.000 άνδρες. Κεντρικό σύνθημα ήταν η απελευθέρωση των Ελληνικών πόλεων.

Τον επόμενο χρόνο, με την ευκαιρία του γάμου της κόρης του Κλεοπάτρας, ο Φίλιππος διοργάνωσε μεγάλη γιορτή. Στην πομπή που οδηγούσε στο θέατρο παρήλασαν και τα αγάλματα των θεών, με δέκατο τρίτο το δικό του. Διεκδικούσε πλέον για τον εαυτό του μια θέση πλάι στους μεγάλους θεούς. Ο ίδιος εμφανίστηκε με λευκό ιμάτιο, αλλά, καθώς βάδιζε σε κάποια απόσταση από τους σωματοφύλακές του, δολοφονήθηκε.

Ο Φίλιππος παρέλαβε μια Μακεδονία που αγωνιζόταν για την επιβίωσή της και την παρέδωσε κυρίαρχη στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κόσμου και έτοιμη να αναμετρηθεί με τη μεγάλη Περσική Αυτοκρατορία. Με τις στρατιωτικές του νίκες και τη διπλωματία του δεν άλλαξε μόνο την πορεία της ιστορίας αλλά και της ιστοριογραφίας. Τα επιτεύγματά του αφηγήθηκε ένας σύγχρονός του, ο Θεόπομπος ο Χίος, μαθητής του Ισοκράτη. Το εκτενές του σύγγραμμα έχει χαθεί, αλλά και μόνο ο τίτλος του, Φιλιππικά, είναι ενδεικτικός. Για πρώτη φορά ένας άνθρωπος έδινε το όνομά του σε μια περίοδο της ιστορίας. Από τη νέα τροπή που είχε λάβει η ιστορία εμπνεύστηκε και ένας άλλος μαθητής του Ισοκράτη, ο Έφορος από την Κύμη. Και το δικό του έργο έχει χαθεί, αλλά, καθώς ήταν η πρώτη σοβαρή και αξιόπιστη προσπάθεια συγγραφής παγκόσμιας ιστορίας, άσκησε μεγάλη επίδραση στους περισσότερους μεταγενέστερους ιστορικούς. Επρόκειτο για μια αφήγηση πολύ μακράς διάρκειας, από την εμφάνιση των Δωριέων στην Πελοπόννησο έως την κυριαρχία του Φιλίππου, σχεδόν 750 χρόνια αργότερα. Ιδιαιτέρως τον ακολούθησε και τον συμβουλεύτηκε ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.

Σύντομα μετά τη δολοφονία του Φιλίππου δολοφονήθηκε και ο βασιλιάς της Περσίας Αρσής. Έτσι η αναμέτρηση των δύο μεγάλων δυνάμεων αναβλήθηκε.

Ο δολοφόνος του Φιλίππου εκτελέστηκε επιτόπου και δεν πρόλαβε να αποκαλύψει ούτε τα κίνητρα ούτε τους συνεργούς του. Η εξέλιξη αυτή ευνόησε πάντως τον Αλέξανδρο Γ' (336-323). Οι στρατιωτικές ικανότητες του νεαρού βασιλιά είχαν αποδειχθεί ήδη στις μάχες, αλλά η θέση του στη διαδοχή ήταν επισφαλής. Χωρίς να χάσει χρόνο, ο Αλέξανδρος εξασφάλισε την υποστήριξη του στρατού και ανέλαβε τη βασιλεία της Μακεδονίας, εξοντώνοντας όλους τους διεκδικητές της εξουσίας. Αμέσως μετά φρόντισε να εδραιώσει τη θέση του στον ελληνικό κόσμο.

Πολλοί Έλληνες αναθάρρησαν με την είδηση της δολοφονίας του Φιλίππου και άρχισαν να προετοιμάζουν την απελευθέρωσή τους από τη μακεδονική κυριαρχία. Πρώτοι και καλύτεροι οι Αθηναίοι, οι Θηβαίοι, οι Αιτωλοί, οι Αμβρακιώτες, οι Αρκάδες, οι Αργείοι και οι Ηλείοι. Αλλά ο Αλέξανδρος αντέδρασε με αποφασιστικότητα και ταχύτητα - όπως έμελλε άλλωστε να κάνει σε όλη τη σύντομη ζωή του. Οι Θεσσαλοί τον αναγνώρισαν ἄρχοντα του κοινοῦ τους και, αμέσως μετά, οι αντιπρόσωποι των Ελλήνων στην Κόρινθο στρατηγὸν αὐτοκράτορα και του ανέθεσαν να αναλάβει την κοινή εκστρατεία εναντίον των Περσών. Μόνο οι Λακεδαιμόνιοι αρνήθηκαν και πάλι να συμμαχήσουν. Η ιστορία τους, όπως ισχυρίστηκαν, τους απαγόρευε να συμμετάσχουν σε μια στρατιωτική επιχείρηση στην οποία δεν ήταν οι ίδιοι αρχηγοί. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα ο Αλέξανδρος κατάφερε έτσι να κερδίσει τη θέση που κατείχε ο πατέρας του πριν από τη δολοφονία του και άρχισε να προετοιμάζει την περσική εκστρατεία του.

Στη νέα αναμέτρηση Ανατολής και Δύσης το πρώτο θύμα ήταν και πάλι ο Βορράς. Όπως ο Δαρείος ενάμιση αιώνα νωρίτερα πριν στραφεί εναντίον των Ελλήνων, έτσι και ο Αλέξανδρος, πριν διαβεί στην Ασία, φρόντισε πρώτα να εξασφαλίσει την κυριαρχία του στους ανυπότακτους λαούς που κατοικούσαν στη Θράκη έως τον ποταμό Ίστρο (Δούναβη) και πέρα από αυτόν. Καθώς όμως υπέτασσε διάφορα πολεμικά φύλα, ορισμένα από τα οποία του αντιστέκονταν σθεναρά, πληροφορήθηκε ότι οι Θηβαίοι ξεσηκώθηκαν εναντίον του. Είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι σκοτώθηκε στις μάχες και αυτό τους έδωσε θάρρος. Οι Θηβαίοι θυμήθηκαν το παλαιό και ένδοξο σύνθημα της ελευθερίας, καθώς και τα πρόσφατα λαμπρά τους κατορθώματα, και επιχείρησαν να απαλλαγούν από τη μακεδονική φρουρά. Ο κίνδυνος να επεκταθεί η εξέγερση ήταν μεγάλος. Το 335 ο Αλέξανδρος ανέλαβε δράση με όλο του τον στρατό, περισσότερους από 30.000 πεζούς και 3.000 ιππείς.

Παρά τις υποσχέσεις που είχαν λάβει από διάφορες πόλεις, οι Θηβαίοι αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν τους Μακεδόνες μόνοι τους. Πολλοί ήταν εκείνοι που συμμερίζονταν τις ελπίδες τους, αλλά κανείς δεν έδειχνε πρόθυμος να σπεύσει με τον στρατό του εναντίον του Αλεξάνδρου. Στην άνιση μάχη οι Θηβαίοι αρνήθηκαν κάθε συμβιβασμό, πολεμώντας με αυτοθυσία για να επαναλάβουν το ανέλπιστο επίτευγμα στα Λεύκτρα. Όταν όμως κρίθηκε το αποτέλεσμα της αναμέτρησης, ακολούθησε γενική σφαγή. Περισσότεροι από 6.000 Θηβαίοι σκοτώθηκαν και 30.000 αιχμαλωτίστηκαν και υποδουλώθηκαν. Η Θήβα ισοπεδώθηκε, με εξαίρεση τα σπίτια στα οποία είχε κάποτε φιλοξενηθεί ο Φίλιππος καθώς και το σπίτι του Πινδάρου. Στη μεγάλη αυτή μάχη σκοτώθηκαν 500 Μακεδόνες.

Η είδηση της καταστροφής έφτασε στην Αθήνα καθώς τελούνταν τα Ελευσίνια μυστήρια. Οι Αθηναίοι τα διέκοψαν και άρχισαν να προετοιμάζουν για μια ακόμη φορά την άμυνά τους. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος δεν τους επιτέθηκε και αρκέστηκε να ζητήσει την παράδοση των δέκα ρητόρων που τους παρακινούσαν εναντίον του. Επιφανέστεροι ανάμεσά τους ήταν ο Δημοσθένης, ο Λυκούργος και ο Υπερείδης. Οι Αθηναίοι, με όση διπλωματία διέθεταν, ζήτησαν συγνώμη, στέλνοντας ως μεσολαβητές τον Δημάδη και τον Φωκίωνα, αλλά αρνήθηκαν να παραδώσουν τους πολιτικούς τους. Το αίτημά τους έγινε (ανέλπιστα) δεκτό. Ο Αλέξανδρος δεν είχε πρόθεση να καταστρέψει την Αθήνα. Βιαζόταν άλλωστε να ξεκινήσει την εκστρατεία του.

Καθώς ο Αλέξανδρος διαδεχόταν τον πατέρα του Φίλιππο, τον Πέρση βασιλιά Αρσή διαδεχόταν ένας εξάδελφός του. Ονομαζόταν Αρτασάτα ή, σύμφωνα με λιγότερο ασφαλείς μαρτυρίες, που έχουν ωστόσο καθιερωθεί, Κοδομαννός. Ως βασιλιάς έλαβε το δυναστικό όνομα Δαρείος Γ' (335-330). Πρώτο του μέλημα ήταν να υποτάξει και πάλι την Αίγυπτο, μια επιχείρηση που έφερε σε πέρας με επιτυχία. Αμέσως μετά άρχισε να αναζητά συμμάχους στην Ελλάδα εναντίον των Μακεδόνων. Ο Δαρείος, που εικονίζεται σε ρωμαϊκό ψηφιδωτό πολεμώντας, έμελλε να είναι ο τελευταίος Πέρσης βασιλιάς της δυναστείας των Αχαιμενιδών.

Αρχαίοι Έλληνες: Οινογνώστες, το κρασί στην αρχαία Ελλάδα

Η άμπελος ήταν γνωστή σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα και σε όλους τους παράκτιους θύλακες που είχαν αποικίσει οι Έλληνες, από την Καταλονία ως την Κριμαία. Στην πραγματικότητα, η κατανάλωση οίνου θεωρείτο σύμβολο της ελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας.

Ήταν σημάδι του βαρβαρισμού τους ότι οι βάρβαροι έπιναν μπύρα. Στις περιπτώσεις που ήξεραν το κρασί – και οι Έλληνες παραδέχονταν ότι οι άλλοι πολιτισμοί δεν το αγνοούσαν εντελώς – το κακομεταχειρίζονταν.

Το κρασί το ίδιο, στην ακατέργαστη και μη αραιωμένη μορφή που σπάνια έπιναν οι Έλληνες, ήταν γλυκό και, εξαιτίας του ζεστού κλίματος και της μικρής παραγωγής, συνήθως πλησίαζε το ανώτατο όριο της κλίμακας περιεκτικότητας σε αλκοόλ, δηλαδή το 15-16%, αντί του 12,5% το οποίο θεωρείται φυσιολογικό σήμερα.

Πολύ συχνά, στην επιφάνειά του επέπλεαν στέμφυλα ή είχε μούργα και έπρεπε να το σουρώσεις πριν το ανακατέψεις ή το σερβίρεις. Επομένως, τα κόκκινα κρασιά θα πρέπει να ήταν πολύ σκουρόχρωμα και με πολλές τανίνες.


Όταν ο δίνος γεμίζει έως το χείλος, τα ζωγραφισμένα πλοία στο εσωτερικό φαινόταν να επιπλέουν στη «σκοτεινή θάλασσα του κρασιού», μια από τις πιο διάσημες ποιητικές περιγραφές του Ομήρου.

Η ευωδιά του αρχαίου κρασιού έλεγαν ότι είχε ισχυρή επίδραση στους λάτρεις του κρασιού και ενίοτε τη συνέκριναν με το άρωμα των λουλουδιών. Μερικά άλλα αρώματα όμως μπορεί να μη μας φαίνονταν οικεία στη σύγχρονη εποχή. Κατ’ αρχάς, το κρασί αποκτούσε τη γεύση του αγγείου στο οποίο το μετέφεραν ή το φύλαγαν’ και δε χρησιμοποιούσαν τότε τα δρύινα βαρέλια που χαρίζουν στα σύγχρονα κρασιά το χαρακτηριστικό άρωμα βανίλιας. Εννοούμε μυρωδιά πίσσας ή ρετσινιού, που χρησιμοποιούσαν στο σφράγισμα των αμφορέων, ενώ σε κάποιες περιστάσεις, το κρασί έπαιρνε τη μυρωδιά του πρόβιου ή κατσικίσιου δέρματος, από τους ασκούς όπου το φύλαγαν.

Μερικές φορές, σε διάφορα στάδια της διαδικασίας παρασκευής και προετοιμασίας, πρόσθεταν κι άλλα συστατικά, όπως θαλασσινό νερό, αρωματικά βότανα, μυρωδικά και, σε μια περίπτωση, μέλι και ζυμάρι.

Ο Αριστοτέλης, στη διατριβή του «Περί μέθης”, αναφέρει την οινοποσία από «ροδίτικη χυτρίδα”, στην οποία προσέθεταν ένα εκχύλισμα από μείγμα σμύρνας, σχίνου, άνθους κρόκου και Βαλσάμου κινναμώμου. Προφανώς, όταν ζεσταινόταν το αγγείο, τα μυρωδικά μείωναν τη μεθυστική δύναμη του υγρού που περιείχε.

Κατά το Μνησίθεο, έχουμε τρία διαφορετικά χρώματα κρασιού: το «μαύρο», το «άσπρο» και το «κιρρό», δηλαδή το κεχριμπαρένιο.

Τα άσπρα και τα κεχριμπαρένια κρασιά ήταν ή γλυκά ή ξηρά, τα μαύρα μπορούσαν να είναι επίσης και μέτρια. Ο Ιπποκράτης πάλι, στη διατριβή του «Περί διαίτης», διακρίνει τα κρασιά και σε «αρωματικά» ή «χωρίς άρωμα», «λεπτά» ή «παχιά», σε «δυνατά» ή «πιο αδύναμα».

Στο Ντίκιλι Τας – στον προϊστορικό οικισμό από πασσαλόπηκτες καλύβες της μέσης νεολιθικής και πρώιμης εποχής του Χαλκού (6η-3η χιλιετίες π.Χ.) κοντά στον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων – βρέθηκαν 2.460 καμένοι σπόροι σταφυλιών και 300 φλούδια από σταφύλι ηλικίας 6.500 που πιθανόν χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή κρασιού, αποτελώντας τα αρχαιότερα πατημένα σταφύλια που έχουν έρθει μέχρι σήμερα στο φως.

Ο Θεόφραστος λέει ότι κάποιες φορές τα κρασιά ανακατεύονταν.

Οι Έλληνες, αντίθετα από τους Ρωμαίους που ακολούθησαν, δε φαίνεται να είχαν ιδιαίτερη προτίμηση σε συγκεκριμένες ποικιλίες, αλλά οπωσδήποτε αναγνώριζαν την αξία της παλαίωσης – κάτι που εξέπληττε τους αρχαιοδίφες ως τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν τα κρασιά χαλούσαν πολύ γρήγορα.

Αυτή η παρανόηση πρέπει να οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι, στις αρχές του Μεσαίωνα, οι εύκολοι στο σφράγισμα πήλινοι αμφορείς έπεσαν σε δυσμένεια και αντικαταστάθηκαν από λιγότερο αεροστεγή δοχεία.

Η ηλικία του κρασιού ήταν σημαντικό ζήτημα για τους ειδήμονες κι ενέπνευσε τον καλοφαγά Αρχέστρατο να γράψει μερικούς τρομερά κακούς και περίτεχνους στίχους, οι οποίοι κάνουν τους σύγχρονους ειδήμονες να μοιάζουν εντελώς στερημένοι φαντασίας.

Μετά, αφού πιείς μια γερή γουλιά προς τιμή του Διός Σωτήρος, πρέπει να πιείς ένα παλιό κρασί, που να κουβαλάει στους ώμους του κατάλευκο κεφάλι, ένα κρασί που να έχει τους υγρούς του βοστρύχους στεφανωμένους με άσπρα λουλούδια, ένα κρασί της θαλασσοδαρμένης Λέσβου. Και επαινώ το βύβλινο κρασί της ιερής Φοινίκης, αν και δεν το συγκρίνω με το άλλο. Διότι, αν δεν το έχεις ξαναπιεί και ώσπου να το συνηθίσεις, θα σου φανεί πιο αρωματικό από της Λέσβου, γιατί διατηρεί το άρωμά του για πολύ περισσότερη ώρα, αλλά, όταν το πίνεις συχνά, θα σου φανεί πολύ κατώτερο, ενώ n εκτίμηση σου για το λεσβιακό θα ανέβει στα ύψη, αφού είναι ανώτερο όχι μόνο από κάθε άλλο κρασί αλλά κι απ’ την αμβροσία. Και μερικοί αλαζονικοί πομφόλυγες μπορεί να πουν περιφρονητικά ότι το φοινικικό είναι το γλυκύτερο απ’ όλα τα κρασιά, αλλά εγώ δε θα τους δώσω σημασία. Το κρασί της Θάσου είναι κατάλλnλο για ευγενική οινοποσία, αρκεί να είναι παλιό, φορτωμένο με πολλές χρονιές. Η ιδιότητα του κρασιού να βελτιώνεται όσο παλιώνει προκάλεσε κάποιες δυσμενείς για το ανθρώπινο είδος συγκρίσεις. Ο ήρωας ενός έργου του Ευβούλου, για παράδειγμα, παρατηρεί πως οι εταίρες εκτιμούν το παλιό κρασί, αλλά όχι τους ηλικιωμένους άντρες.

Σ’ ένα απόσπασμα του Κρατίνου, βρίσκουμε μια πιο εκλεπτυσμένη σύγκριση με την ανθρώπινη ζωή. Ο Κρατίνος μιλάει για «οίνο μενδαίο που ενnλικιώνεται” (ηβώvτα, στην κυριολεξία θαλερό ή έφηβο) και μας θυμίζει έτσι τα σύγχρονα διαγράμματα ωριμότητας της «ζωής” ενός κρασιού, τα οποία χωρίζουν τις περιόδους ωρίμανσης σε: «στη στιγμή του”, «στην κατάλληλη στιγμή του”, «κουρασμένο” «έχει ξεπεράσει τα όριά του.

Ο κύριος όγκος του κρασιού που κατανάλωναν οι Έλληνες ήταν κοινό κρασί τοπικής παραγωγής, από τη συγκομιδή μικρών ανειδίκευτων κτημάτων. Οι Αθηναίοι αποκαλούσαν αυτό το κρασί τρικότυλο ή «κρασί του λίτρου” (κυριολεκτικά ίσο με τρεις κοτύλες, δηλ. τρία μικρά ποτήρια), επειδή, σύμφωνα με το λεξικογράφο Ησύχιο, μπορούσες να αγοράσεις τρεις κοτύλες μ’ έναν οβολό μόνο. Μερικά εντούτοις ήταν πολύ υψηλότερης ποιότητας, εισάγονταν από περιοχές διάσημες για τα κρασιά τους και καλλιεργούνταν σε μεγάλα κτήματα.

Τέτοια κρασιά συναντάμε συχνά στις κωμωδίες, σε λίστες μαζί με άλλες λιχουδιές, αν και στην ανώτατη Βαθμίδα Βρίσκουμε λιγότερα είδη κρασιών παρά ψαριών, για παράδειγμα, κατ’ επιταγή των ποιητών – τα κρασιά σπάνια ξεπερνούν τα τρία ή τέσσερα τη φορά. Δε συμφωνούν όλες οι πηγές μας για το ποια ήταν τα κορυφαία κρασιά, αλλά τα κρασιά της Θάσου, της Χίου και της Μένδης, πόλης της Χαλκιδικής, θεωρούνταν τα διαπρεπέστερα της κλασικής περιόδου για τους περισσότερους. Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε τα κρασιά της Λέσβου, τα οποία Βρίσκουμε σποραδικά στις λίστες από πολύ νωρίς, από τις αρχές του 5ου αιώνα, αν και ο Πλίνιος πιστεύει ότι η φήμη τους χρονολογείται από τα τέλη του 4ου. Οι ήρωες των θεατρικών έργων διαπραγματεύονται άνετα τις περίεργες ιδιότητες κάθε κρασιού, το χαρακτηριστικό χρώμα και άρωμά του, τη γλυκύτητά του, όπως στο λόγο του Διονύσου από ένα έργο του Ερμίππου:

Με το κρασί της Μένδης, οι θεοί μουσκεύουν τα μαλακά τους τα στρώματα. Και μετά είναι ένα κρασί της Μαγνησίας, απαλό κι ευχάριστο (μειλιχόδωρον], κι ένα θασιώτικο, που στην επιφάνειά του γλιστράει το άρωμα των μήλων’ αυτό κρίνω ως το καλύτερο απ’ όλα τα κρασιά, εκτός από το άψογο κρασί της Χίου, που διώχνει κάθε πόνο.

Ίχνη της δημοτικότητας των καλών κρασιών της κλασικής περιόδου δε Βρίσκουμε μόνο στα υπολείμματα της αρχαίας γραμματείας, αλλά και σε θραύσματα αμφορέων που Βρέθηκαν στην Αγορά της Αθήνας και αλλού. Καθεμιά από τις σημαντικές πόλεις που έκαναν εξαγωγή κρασιών εμφιάλωνε την παραγωγή της σε χαρακτηριστικά αγγεία που είχαν πάνω κάτω ομοιόμορφο σχήμα, όπως μπορούν να διακρίνουν οι αρχαιολόγοι.

Οι Χίοι μάλιστα χρησιμοποιούσαν τους αμφορείς τους ως διακριτικό σύμβολο στο νόμισμά τους. Έτσι επιβεβαιώνεται αυτό που υπονοούν τα αποσπάσματα των κωμωδιών, ότι τα κρασιά των πόλεων αυτών ήταν ειδικά προϊόντα, με αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά. Μερικές πόλεις ειδικεύονταν στην παραγωγή ενός είδους κρασιού μόνο, άλλες παρήγαγαν περισσότερα. Το χιώτικο κρασί, για παράδειγμα, έβγαινε σε τρεις τύπους: αυστηρό (ξηρό), γλυκάξον (γλυκό) και ένα ονομαζόμενο αυτόκρατο, κάτι ανάμεσα στα δύο.

Η ιδιαιτερότητα αυτών των κρασιών μπορεί να εξηγηθεί ως αποτέλεσμα της φυσικής επικράτησης συγκεκριμένων ποικιλιών και κάποιων παραδοσιακών μεθόδων, συγκεκριμένων σε κάθε περιοχή. Δεν είναι συμπτωματικό ότι αυτά τα ξεχωριστά κρασιά, χωρίς καμία εξαίρεση, προέρχονταν από απομονωμένες αγροτικές οικονομίες, κάτι που ισχύει στην κυριολεξία στην περίπτωση νησιών όπως η Θάσος και η Χίος, ή όπως η Μένδη, που περιτριγυριζόταν από Βαρβάρους.

ΘΑΣΙΩΝ

Είναι σημαντικό από την άποψη αυτή ότι το λεσβιακό κρασί παίρνει το όνομά του από τό νησί, τη γεωγραφική ενότητα, κι όχι από τις πόλεις, Μυτιλήνη, Ερεσό και Μήθυμνα, τις πολιτικές οντότητες που καταλάμβαναν την έκτασή του. Μερικές πολύ σποραδικές αναφορές μαρτυρούν ότι οι αρχαίοι παραδέχονταν τη λιγότερο χειροπιαστή ιδιότητα της terroir*, της μαγικής επιρροής δηλαδή συγκεκριμένων κομματιών γης. Απ’ ό,τι φαίνεται, το καλύτερο χιώτικο κρασί προερχόταν από μια περιοχή στα Βορειοδυτικά του νησιού, που ήταν γνωστή ως Αριουσία.

*Προέρχεται από την γαλλική λέξη terre που σημαίνει γη έδαφος, αλλά στην περιγραφή των κρασιών έχει μια πιο ευρεία έννοια. Σε αφηρημένο επίπεδο, terroir είναι όλα αυτά τα στοιχεία που κάνουν ένα κρασί μοναδικό, και μαρτυρούν τον τόπο προέλευσής του. Σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο.

Η έννοια του "terroir" μπορούμε να πούμε ότι ίσως ξεκίνησε από την αρχαία Ελλάδα, όπου οι έμποροι της εποχής έβαζαν στους αμφορείς με το κρασί τη σφραγίδα της κάθε περιοχής . Σε πολλές περιπτώσεις τα κρασιά προέρχονταν από την ίδια ποικιλία και σταδιακά η κάθε πόλη αποκτούσε μια φήμη για την ποιότητα των κρασιών που παρήγαγε.

Μαθαίνουμε επίσης την ύπαρξη ενός κρασιού που λεγόταν βύβλινο, το οποίο, παρ’ όσα λέει ο Αρχέστρατος, δεν προερχόταν από τη φοινικική Βύβλο, αλλά από μια περιοχή της Θράκης απέναντι στις Βορειοδυτικές ακτές της Θάσου, η οποία περιοχή ανήκε ενδεχομένως στην επικράτεια κάποιας πόλης της περιοχής, ίσως στη Θάσο την ίδια.

Ενεπίγραφη στήλη που περιέχει δυο νόμους ,ο ένας για την σήμανση του οίνου και ο άλλος για το βαρύ πρόστιμο σε περίπτωση νοθείας του άκρατου οίνου 420-400 π.Χ. Μουσείο Θάσου

Η Θάσος μας προσφέρει, εξ αντιδιαστολής, την καλύτερη απόδειξη για μία άκρως οργανωμένη αμπελουργία ευρείας κλίμακας, η οποία οφειλόταν στις παρακινδυνευμένες αλλά ευλογημένες παραδοσιακές μεθόδους και στο καλό χώμα, στοιχεία που συμπλήρωνε και μια σχετική νομοθεσία. Κάποιες επιγραφές που Βρέθηκαν στο νησί αποκαλύπτουν ότι η πολιτική παρέμβαση στο εμπόριο κρασιού ήταν έντονη και πολύ εκτεταμένη.

Σε γενικές γραμμές, οι νόμοι ασχολούνταν με την ποιότητα και αυτή η μέριμνα στάθηκε ευεργετική όχι μόνο για τους ντόπιους καταναλωτές του θασιώτικου κρασιού αλλά και για τους εξαγωγείς, των οποίων η επιτυχία εξαρτιόταν από τη διατήρηση της φήμης του νησιού σε υψηλά επίπεδα

Οίνος Θάσου

Πρέπει να ανατρέξουμε στη βυζαντινή και κυρίως στην ελληνιστική και κλασική εποχή (από τον 5ο μέχρι το 2ο αι. π.Χ. περίπου) για να εντοπίσουμε τη χρυσή εποχή του Θάσιου οίνου, ο οποίος αναφέρεται επανειλημμένα στις φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες. Όπως τα περισσότερα ονομαστά κρασιά της αρχαιότητας (ο Ισμαρικός οίνος της Μαρώνειας, ο Χίος, ο Ακάνθιος, ο Βίβλινος -απ’ τα Βίβλινα όρη της αρχαίας Οισύμης-, ήταν ένα σκούρο κόκκινο κρασί με ψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλη (γύρω στους 18°;) που δεν το πίνουν παρά αραιωμένο με νερό (μισό-μισό). Από την ανάμειξη του οίνου με νερό, την κράσιν, προέρχεται και η νεότερη λέξη κρασί.

Τη συνταγή για την παραγωγή του θασίτικου κρασιού τη βρίσκουμε στα Γεωπονικά, ένα γεωργικό εγχειρίδιο του 10ου αι. αλλά σίγουρα η τεχνική ήταν παραδοσιακή. Ξέρουμε από τον Πλίνιο ότι τα σταφύλια της Θάσου είχαν πολύ γλυκές ρόγες (praedulcis) και έπρεπε να φτάσουν σε τέλεια ωρίμανση. Τα ώριμα σταφύλια κατά το Φλωρεντίνο εκτίθενται επί 5 μέρες στο ήλιο, στα μέσα της έκτης μέρας, όταν έχουν μαραθεί και αφυδατωθεί, τα βουτούν-βαφτίζουν ζεστά σε ένα μίγμα μούστου και θαλάσσιας άλμης σε ίσα μέρη και στη συνέχεια τα τοποθετούν στο πατητήρι μια νύκτα και μια μέρα. Ύστερα τα πατούν με τα πόδια και βάζουν το μούστο σε αγγεία. Όταν καθαρίσει προσθέτουν 1/25 μούστου ζεσταμένου για την αύξηση της περιεκτικότητας σε σάκχαρα. Κατόπιν το κρασί ξεκουραζόταν σε πιθάρια μέχρι την άνοιξη. Στη γιορτή των Ανθεστηρίων γινόταν η πρώτη δοκιμή του νέου κρασιού. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η άλμη που χρησιμοποιείται κατά την παρασκευή του κρασιού έχει θέση συντηρητικού και βελτίωνε τη γεύση. Σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για θαλασσινό νερό. Υπήρχε αυστηρός νόμος στη Θάσο ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. που απαγόρευε με πρόστιμο το νέρωμα του κρασιού (παράχυσις ύδατος). Ο οίνος της Θάσου ανήκε στους αθάλασσους οίνους σύμφωνα με το Διοσκουρίδη. Το κρασί φυλασσόταν ερμητικά σφραγισμένο σε πιθάρια στις αποθήκες.

Μέλας (μαύρος-κόκκινος) χαρακτηρίζεται συχνά ο θάσιος οίνος στους αρχαίους συγγραφείς. Έχει το χρώμα του αίματος στη Λυσιστράτη. Το άρωμά του είναι εξαίσιο, τι εξαίρετη ανθοσμία ανακράζει η Λαμπιτώ στη Λυσιστράτη και ο ίδιος ο Διόνυσος δηλώνει στον Έρμιππο ότι έχει άρωμα μήλου θεωρώντας τον καλύτερο μετά το Χιώτικο. Το προτιμούν παλαιωμένο, τον φιλτράρουν πριν τον πιουν, συχνά τον αραιώνουν πριν τον σερβίρουν, τον ζεσταίνουν ή τον δροσίζουν με χιόνι. Σύμφωνα με μια παλιά συνταγή έχει εξαιρετική γεύση γιατί ρίχνουν μέσα ζυμάρι από αγριόσταρο μαλαγμένο με μέλι ώστε το κρασί να πάρει άρωμα απ’ το μέλι και γλύκα απ’ το ζυμάρι. Αυτό το κρασί κερνάνε στο Πρυτανείο της Θάσου σύμφωνα με το Θεόφραστο. Θεωρούνταν καρδιοτονωτικό, αραιωμένο 1 προς 25 μέρη κατέβαζε τον πυρετό, υπήρχε κρασί υπνωτικό και άλλο που προκαλούσε αγρύπνια. Ο Πλίνιος αναφέρει την ποικιλία theriaca που αποτελεί αντίδοτο στα δηλητήρια φιδιών. Οι λατίνοι συγγραφείς το αναφέρουν ως εκλεκτό προϊόν και είχαν κάνει εισαγωγές κλημάτων απ’ τη Θάσο στην Αίγυπτο και την Ιταλία. Θεραπευτικές ιδιότητες είχε και το ξύδι της Θάσου με εφαρμογές σε παθήσεις των ματιών (καταρράχτης).

Το κρασί της Θάσου, ήδη απ’ τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. κυριαρχεί στις αγορές της κυρίως Ελλάδας, της Μακεδονίας, της Θράκης και στα παράλια γύρω απ’ τη Μαύρη Θάλασσα (σχ. 1). Αμέσως μετά το κρασί της Χίου, θεωρείται κρασί ψηλής ποιότητας, όπως υπογραμμίζουν ο Ξενοφών, ο Λουκιανός, ο Αθηναίος Καλλίας, ένας απ’ τους πλουσιότερους Έλληνες, ο Αριστοφάνης. Είναι το κρασί που προτιμούσαν ο Δημήτριος Πολιορκητής και ο Σέλευκος, η εταίρα Γνάθαινα, φίλη του ποιητή Δίφιλου. Η αξία του φαίνεται και σ’ ένα πάπυρο του Ζήνωνα (το 259 π.Χ.), όπου αναφέρεται μαζί με χιώτικο κρασί με προορισμό την Αλεξάνδρεια θάσια και χία και ημιχία (εννοείται κεράμια). Το θάσιο έχει 20 δρχ. συνολικά έναντι 18 του χίου και 9 του ημιχίου.

Το κρασί της Θάσου στην αρχαιότηταΤη μεγάλη σημασία που είχε το κρασί για την οικονομία του νησιούμαρτυρούν και νόμοι που βρέθηκαν χαραγμένοι σε μαρμάρινες επιγραφές και αφορούν στην εμπορία του κρασιού. Ο αρχαιότερος νόμος (480 π.Χ.) που σώζεται αποσπασματικά και ρυθμίζει το εμπόριο κρασιού και ξυδιού, ορίζει ως πρόστιμο για τον παραβάτη μια έκτη, που θ’ αφιερωθεί στην Αθηνά Πολιούχο και στον Πύθιο Απόλλωνα, για κάθε αμφορέα και άλλη μια έκτη θα πληρωθεί στον καταδότη. Στα τέλη του 5ου αι. απαγορεύεται η πώληση της συγκομιδής πάνω στα κλήματα πριν από την πρώτη του μηνός Πλυντηριώνος (Ιούνιος - Ιούλιος) και ρυθμίζεται η πώληση του κρασιού μέσα σε πιθάρια. Ένας τρίτος νόμος χαραγμένος πάνω στο ίδιο μάρμαρο, όπως και ο προηγούμενος, αναφέρει την παρεμβολή ειδικών αρχόντων, οι οποίοι επιβλέπουν την εξαγωγή του κρασιού: κανένα θασιακό πλοίο δεν επιτρέπεται να εισάγει κρασί στα χωρικά ύδατα ανάμεσα στον Άθω και στο ακρωτήριο Παχεία, γιατί τόσο ο πλοιοκτήτης όσο και ο καπετάνιος θα πληρώσουν τα πρόστιμα που προβλέπονται για το νέρωμα του κρασιού (μηδέ πλοίον Θάσιον ξενικόν οίνον [εσαγέτω εσω Άθω καί Παχείης…).

Στην αγορά της Θάσου βρέθηκε ένα σήκωμα (τράπεζα με μέτρα για τον έλεγχο των σταθμών), αφιερωμένο στο θεό Ερμή από ένα αγορανόμο. Έχει δυο ημισφαιρικές κοιλότητες με οπές για να αδειάζουν, που προορίζονταν να δίνουν στους κρασέμπορους την επίσημη χωρητικότητα του στάμνου (7,68 λίτρα) και του μισού αμφορέα (15,36 λίτρα) τον 1ο αι. μ.Χ.

Από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. η διακίνηση του θασίτικου κρασιού υποχωρεί σταδιακά προς όφελος άλλων κέντρων παραγωγής, όπως είναι η Ρόδος, η Κνίδος, η Κως και άλλων πόλεων των ιωνικών παραλίων της Μ. Ασίας πολύ χαμηλότερης ποιότητας.

Εκτός όμως από τις γραπτές πηγές που είναι αποσπασματικές και ελλιπείς, η αρχαιολογική έρευνα συμβάλλει ουσιαστικά στην καλύτερη μελέτη της παραγωγής και διακίνησης του κρασιού της Θάσου στην αρχαιότητα. Η μελέτη των αμφορέων, αγγείων με δυο λαβές (από το αμφιφέρω - αμφιφορεύς στον Όμηρο) που προορίζονταν για την αποθήκευση και τη μεταφορά του κρασιού κυρίως, αλλά και άλλων προϊόντων (λάδι, σιτηρά, παστά) έχει συμβάλει ουσιαστικά τα τελευταία χρόνια στην πρόοδο της έρευνας για την οικονομία και το εμπόριο στην αρχαιότητα. Η λέξη αμφορεύς τον 5ο αι. τουλάχιστο π.Χ. έχει τη σημασία μονάδας μέτρησης χωρητικότητας, όπως φαίνεται ξεκάθαρα σε επιγραφή της Μιλήτου και μάλιστα έχει και υποδιαιρέσεις. Υπολογίζεται ότι έχει χωρητικότητα λίγο μεγαλύτερη από 20 λίτρα. Την ίδια σημασία έχει κατ’ εξοχή και η λέξη κεράμιον ή θάσιον.

Το κρασί της Θάσου στην αρχαιότηταΣτη Θάσο, όπως και στις περισσότερες ελληνικές πόλεις η κατασκευή των αμφορέων γινόταν σε εργαστήρια που συνήθως κατασκεύαζαν κατ’ αποκλειστικότητα αμφορείς και συχνά και κεραμίδια στέγης, σπάνια όμως ειδικεύονταν και στην κατασκευή άλλων λεπτών αγγείων. Στη Θάσο έχουν εντοπιστεί 12 εργαστήρια παραγωγής αμφορέων με βεβαιότητα και 4 με μεγάλη πιθανότητα (σχήμα 2). Τα περισσότερα απ’ αυτά εντοπίζονται στη ζώνη της παραλίας, απ’ όπου ήταν ευκολότερη η διακίνηση των αμφορέων διας της θαλασσίας οδού αλλά και ο εντοπισμός τους. Έχουν ανασκαφεί 5 εργαστήρια -Κούκος, Καλόνερο, Βαμβούρη Αμμουδιά, Κεραμίδι, Κουνοφιά - 2 μόνο που δεν είναι στην παραλία που χρονολογούνται από το 370 ως τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. Ανασκαφές έχουν γίνει κυρίως στους αποθέτες των εργαστηρίων, στους χώρους δηλ. όπου απέθεταν τα αποτυχημένα προϊόντα, αν και έχουν εντοπιστεί και χώροι των εγκαταστάσεων επεξεργασίας του πηλού και 2 κλίβανοι όπτησης. Δυο είναι οι τύποι των θασίτικων αμφορέων (σχ. 3), ένας που προέρχεται από ένα παλαιότερο τύπο του 5ου αι. έχει χωρητικότητα 30 λίτρα και ένας άλλος με πιο ραδινό σχήμα. Και οι δυο τύποι κατά τον 3ο αι. π.Χ. φαίνεται να διαμορφώνουν ένα ατρακτόσχημο τύπο με μικρό πόδι-κομβίο. Οι θασίτικοι αμφορείς σ’ ένα μεγάλο ποσοστό φέρουν ένα σφράγισμα συνήθως στη μια λαβή (από 50 ως και 100%). Το σφράγισμα γίνεται με μια σφραγίδα πριν από το ψήσιμο του αγγείου (εικ. 1). Στη Θάσο έχει βρεθεί μόνο μια πήλινη αχρησιμοποίητη τέτοια σφραγίδα. Το κοινό χαρακτηριστικό των περισσότερων από 25.000 σφραγισμάτων, 15.000 από τα οποία έχουν βρεθεί στο νησί, είναι ότι περιλαμβάνουν συνήθως ένα έμβλημα ή σύμβολο σχετικό με την αμπελοκαλλιέργεια ή τη λατρεία ντόπιων θεοτήτων, το όνομα του επώνυμου άρχοντα και το εθνικό της πόλης (εικ. 2-4). Ο ρόλος των σφραγισμάτων στις λαβές των αμφορέων δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί. Μερικοί ερευνητές πιστεύουν ότι πρόκειται για εγγύηση χωρητικότητας, ενώ τελευταία υποστηρίζεται η άποψη ότι αποτελούν ένα είδος φορολογικού ελέγχου στην παραγωγή των αμφορέων. Εκτός από τη Θάσο, κι άλλα κέντρα παραγωγής κρασιού στην αρχαιότητα χρησιμοποιούν το σύστημα της σφράγισης (Ρόδος, Κνίδος, Σινώπη, Ηράκλεια Ποντική, Σαμοθράκη, Αίνος).

Τα τελευταία χρόνια έγινε ανασκαφή από την συντάκτρια και τον Y. Garlan σ’ ένα εργαστήριο του εσωτερικού του νησιού στη θέση Χιόνη (εικ. 5-6) στην ορεινή περιοχή ΝΑ του Πρίνου σε απόσταση 1800 περίπου μέτρων από το δρόμο προς Καζαβήτι και υψόμετρο 150-200 μ. Η διερεύνηση της θέσης κρίνεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα γιατί στην περιοχή δεν είχαν εντοπιστεί ακόμα εργαστήρια αμφορέων και επιπλέον βρίσκεται μακριά από την παραλία, όπου εντοπίζονται τα περισσότερα γνωστά μέχρι σήμερα εργαστήρια. Η έρευνα στον αποθέτη του εργαστηρίου απέδωσε πλήθος θραυσμάτων αμφορέων και ενσφράγιστες λαβές που τοποθετούν τη λειτουργία του εργαστηρίου στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. και μετά από σύντομη παύση στο τέλος του 4ου μέχρι και το τέλος του 3ου αι. π.Χ.

Είναι πολύ σημαντικό ν’ αποσαφηνισθούν οι λόγοι της επιλογής μιας τέτοιας θέσης για την εγκατάσταση του εργαστηρίου που λειτούργησε πάνω από 100 χρόνια. Σχετίζεται με τη γεωλογία και την άμεση πρόσβαση σε άργιλο καλής ποιότητας που υπάρχει σε μικρή απόσταση ή είχε να κάνει με τη γειτνίαση του εργαστηρίου με αμπελώνες; Στη δεύτερη περίπτωση πολύ ενδιαφέρουσα θα είναι η περαιτέρω διερεύνηση της περιοχής για τον εντοπισμό χώρων αποθήκευσης του κρασιού και πατητηριών, όπως έχει ήδη γίνει αλλού. Η αναζήτηση κι άλλων εργαστηρίων αμφορέων ίσως βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση.

Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Μια Αναγκαιότητα για το Σύγχρονο Κόσμο μας

Η διαχρονική σύγκρουση στους κόλπους της ανθρωπότητας είναι η σύγκρουση μεταξύ ποιοτικών και χυδαίων ανθρώπων.

Η κοσμοθέαση των αρχαίων Ελλήνων δεν αποτελεί απλώς προσφιλή «ανάμνηση» κάποιων αρχαιολατρών, αλλά είναι κάτι ζωντανό, το οποίο υπάρχει μέσα στον άνθρωπο όπου γης – είναι ένα πανανθρώπινο μέτρο, ένας πανανθρώπινος παλμός, που δονεί διαφορετικά τον άνθρωπο που τον έχει μέσα του. Γιατί, δεν έχει σημασία η οποιαδήποτε αναφορά σ’ έναν πολιτισμό, όσο έξοχος αυτός κι αν ήταν, εάν είναι κλειδωμένος στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας και δεν έχει να πει τίποτε σήμερα, στον άνθρωπο της δικής μας εποχής. Μιλώντας για την Αρχαία Ελλάδα, πόσο μάλλον τολμώντας μία εις βάθος μελέτη της, δεν κάνουμε παρελθοντολογία, αλλά δυναμική παροντολογία και μελλοντολογία.

Την αναφορά στους αρχαίους Έλληνες προγόνους μας δεν την κάνουμε φωτογραφικά, δεν ονειρευόμαστε να κινούμαστε ανεβασμένοι επάνω σε άρματα ή να φοράμε χλαμύδες. Αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι να μεταφερθεί στο τώρα εκείνο που ήταν η Ουσία του πολιτισμού τους, να προβληθεί αυτή στο παρόν και στο μέλλον, ως ένα υγιές πρότυπο της τωρινής ανθρωπότητας, μίας ανθρωπότητας που τα κυρίαρχα πρότυπά της την έχουν προ πολλού οδηγήσει απανωτά αδιέξοδα

Με βάση τα παραπάνω, ευνόητο είναι ότι στο παρόν κείμενο δεν προτίθεμαι να καταπιαστώ με λεπτομέρειες, ούτε θα προχωρήσω στην τυπική περιπτωσιολογία για να αναλύσω κάποια βασικά δεδομένα του πολιτισμού των προγόνων μας, αλλά θα προσπαθήσω να μεταφέρω πέρα από χρονικά πλαίσια αυτά τα δεδομένα, την διαθήκη τους, μία διαθήκη ισχυρή στους αιώνες των αιώνων, όσο τουλάχιστον θα υπάρχουν ανθρώπινα όντα – και μέσα στους αιώνες των αιώνων είναι βεβαίως και το σήμερα, είναι και το αύριο. Και αυτή είναι η αξία του πολιτισμού των Ελλήνων: είναι ένας πολιτισμούς ο οποίος εφηύρε τον Άνθρωπο, όρισε τον Άνθρωπο και ως εκ τούτου αφορά τον Άνθρωπο στη διαχρονικότητά του.

Μιλάμε βέβαια για τον Άνθρωπο με κεφαλαίο Α, όχι μόνον αυτόν που έχει σχήμα ανθρώπου, αφού όλοι όσοι γεννιούνται από ανθρώπινα όντα έχουν σχήμα ανθρώπου, έτσι το θέλει η φύση και ο γενετικός κώδικας. Μιλάμε για όλους τους ποιοτικούς Ανθρώπους του πλανήτη, στους οποίους οι Έλληνες έχουν πάντοτε να δώσουν πράγματα. Η Ιστορία των τελευταίων αιώνων αποδεικνύει ότι ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές του πλανήτη, οι Έλληνες βοήθησαν, όποτε υπήρξε ανάγκη, στο να ανασυρθεί δυναμικά ο παλαιός, αξιοπρεπής, λεβέντης, ποιοτικός Άνθρωπος, για να γίνει ξανά ιστορικό υποκείμενο. Όπου και όποτε χρειάστηκε δηλαδή να αλλάξουν τα πράγματα. Το ίδιο έργο παίχτηκε στην Αναγέννηση, στον Διαφωτισμό, στην Γαλλική Επανάσταση, στους ριζοσπάστες της Κεντρικής Αμερικής στα τέλη του 19ου αιώνα… όπου και όποτε χρειάστηκε να κινηθεί ο άνθρωπος προς την αξιοπρέπεια και την ελευθερία.

Η δυναμική προβολή του Αρχαίου Κόσμου στο σήμερα και στο αύριο, στην ζωή που βιώνουμε σήμερα εμείς και στις ημέρες που έρχονται, έχει τέσσερις επιμέρους πλευρές ή διαστάσεις: Η μία είναι καθαρά κοινωνικοπολιτική. Οι δύο επόμενες είναι κοινωνικο-προσωπικές, και η τελευταία είναι καθαρά προσωπική, αφορά δε αυτή όλο το είναι του ανθρώπου και όλη την έκταση του καθημερινού βίου, συλλογικού και ατομικού.

Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ας αρχίσουμε με το πρώτο στοιχείο, το κοινωνικοπολιτικό: πάρα πολλοί το έχουν πει ότι οι Έλληνες εφηύραν «τον Άνθρωπο», ακόμα περισσότεροι ότι εφηύραν «τον Πολιτικό Άνθρωπο» (ο Φίνλεϋ μάλιστα τραβάει χρονικά σε αρκετό βάθος την αφετηρία, από τους προϊστορικούς κιόλας χρόνους). Εφηύραν επίσης και την πολιτική, μία διάσταση όμως η οποία είναι όχι έξω αλλά μέσα στον άνθρωπο. Η πολιτική διάσταση του ανθρώπου είναι αξεχώριστη από τη διάστασή του ως τέτοιου.

Από τα βιολογικά είδη, κάποια χαμηλής εξέλιξης είναι μόνα τους, μοναχικά, κάποια πιο προηγμένα ζούνε κοινωνικά, είναι κοινωνικά όντα. Κοινωνικό ον είναι η μέλισσα, κοινωνικό ον είναι και ο λύκος. Εκεί έχουμε κάποιους νόμους, οι οποίοι είναι διαχρονικοί και διατοπικοί. Για παράδειγμα, και το έτος 0 των χριστιανών, και το 1600 και βεβαίως επίσης και σήμερα, και στην Ασία και στην Αμερική, ο λύκος συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο. Η αγελαία συμπεριφορά του είναι μέσα στις βιολογικές του προδιαγραφές, από εκεί αναδύονται κάποιοι κοινωνικούς νόμους που πρέπει να υπηρετήσει ώστε να είναι κανονικός λύκος. Εντάσσεται κοινωνικά μέσα σε μία αγέλη και ακολουθεί αυτούς τους νόμους, οι οποίοι είναι ουσιαστικά ανελαστικοί και απαραβίαστοι. Δεν μπορεί να τους αλλάξει, δεν μπορεί να τους τροποποιήσει.

Ο άνθρωπος όμως δεν είναι κοινωνικό ον. Ένα τμήμα του βέβαια είναι κοινωνικό, γιατί ως άνθρωπος έχει και το ζωώδες μέσα του. Το να λέμε ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον δεν μας τιμά. Αυτό που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα είναι το πολιτικό του στοιχείο, το ότι δηλαδή ο άνθρωπος από την ίδια του τη φύση καλείται να δημιουργεί θετό δίκαιο, δηλαδή νόμους, οι οποίοι δεν είναι διαχρονικοί, ούτε διατοπικοί. Είναι νόμοι που τους φτιάχνει αυτός, για τον εαυτό του, για τον εκάστοτε χρόνο και τόπο. Και επειδή τους έχει φτιάξει ο ίδιος ο άνθρωπος, δεν είναι απαραβίαστοι, αλλά παραβιάσιμοι από οποιονδήποτε άλλον έρθει να τους αλλάξει, να τους τροποποιήσει, ή να τους καταργήσει.

Αυτή η διάσταση του ανθρώπου, η πολιτική, στενά συνδεδεμένη με την έλλογη φύση του, είναι που τον κάνει να ξεχωρίζει από το υπόλοιπο είδος των έμβιων όντων. Όντως, για να φτιάξει θετό δίκαιο, ο άνθρωπος οφείλει να έχει ένα άλλο, ιδιαίτερο μυαλό, το οποίο βεβαίως έχει ως δώρο από τη Φύση, ένα εξαιρετικό προνόμιο, χαρισμένο από μία επιλογή της Φύσης και όχι επειδή είμαστε ένα βιολογικό είδος εκλεκτό των Θεών. Κάποια στιγμή δηλαδή, η Φύση θέλησε, για τους δικούς της λόγους, να ενεργοποιήσει στον ανθρώπινο εγκέφαλο το κέντρο του Λόγου. Είμαστε έκτοτε όντα έλλογα, δηλαδή έχουμε μέσα μας τον λόγο και έχουμε τη δυνατότητα να εκδηλώσουμε λογικότητα –χωρίς κατ’ ανάγκη να είμαστε και λογικοί, εάν ήμασταν δεν θα ήταν ο κόσμος στα χάλια που έχει σήμερα. Είμαστε έλλογοι, δηλαδή έν-λογοι, και απλώς όταν κάποτε καταφέρνουμε να εκδηλώσουμε την λογικότητά μας, κάνουμε θαύματα. Όταν δεν την εκδηλώνουμε, κάνουμε αυτό που βλέπουμε γύρω μας αυτήν τη στιγμή.

Η επανεφεύρεση του Πολιτικού Ανθρώπου είναι το αίτημα και των δικών μας καιρών, καθώς είναι ένα αίτημα διαρκές. Σε κάθε εποχή που η ανθρωπότητα σηκώθηκε για να δημιουργήσει κάτι θετικό, μπήκε άμεσα το αίτημα του Πολιτικού Ανθρώπου, δηλαδή της ανώτερης διάστασης του ανθρώπου. Το είδαμε και στην Γαλλική Επανάσταση, το είδαμε και σε άλλες σπουδαίες στιγμές της Ιστορίας, όταν ο άνθρωπος μπόρεσε να ξαναγίνει ιστορικό υποκείμενο. Ήταν αυτός ο ανώτερος άνθρωπος, που μπορούσε και κινούσε τα πράγματα, αυτός που άλλαζε καταστάσεις, ήταν αυτός ο ανώτερος άνθρωπος, ο Πολιτικός, που έφερνε άλλα δεδομένα στη θέση των παλιών. Έκανε επαναστάσεις… Επαναστάσεις δεν κάνουνε οι μέλισσες, ούτε οι λύκοι, επαναστάσεις κάνουνε οι άνθρωποι.

Η πολιτική διάσταση του Ανθρώπου και η δυναμική επανεφεύρεσή της είναι η πρώτη και βασικότερη προβολή του Αρχαίου Κόσμου στο σήμερα. Ένα πρώτο αίτημα όσων θέλουν να αναβιώσουν την ελληνική διάσταση του Ανθρώπου, είναι η δέσμη τού να συμμετάσχουμε «στα κοινά» και να δουλέψουμε για τον Άνθρωπο. Όχι για τους εαυτούς μας, αλλά για την μεγάλη αξία που λέγεται Άνθρωπος: «εμείς οι άνθρωποι ορίζουμε την έννοια του ανθρώπου και ο ίδιος ορισμός ισχύει για όλους. Αυτό αποτελεί σαφή απόδειξη, ότι δεν υφίσταται καμμία διαφορά ως προς το είδος μεταξύ ανθρώπου και ανθρώπου… η λογική είναι κοινή σε όλους μας… και δεν υπάρχει άνθρωπος οποιασδήποτε φυλής, που εάν βεβαίως βρει τον κατάλληλο οδηγό, να μην μπορεί να φθάσει στην Αρετή» σχολιάζει σχετικά ο Κικέρων στο «De Legibus» (1. 28 – 31).

Υπάρχει μία έννοια, ξεχασμένη λίγο στις ημέρες μας, η οποία ονομάζεται «Ανθρωπισμός». Αυτή είναι μία ακόμα εφεύρεση των Ελλήνων, μεταδόθηκε απλώς στους Ρωμαίους και μεταφράστηκε από εκείνους ως «humanitas» - συμπληρωματική μάλιστα έννοια της «Virtus», δηλαδή της «Αρετής» και ορίζεται ως καλή προαίρεση προς τους άλλους ανθρώπους. Εφευρέτης του πρωτότυπου όρου ήταν ο Παναίτιος ο Ρόδιος. Η πρωτότυπη, η ελληνική λέξη απόδοσης του όρου χάθηκε, δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς λέξη χρησιμοποιούσαν οι Μέσοι Στωικοί, στους οποίους και ανήκε ο Παναίτιος, γνωρίζουμε όμως ότι εκείνοι που όρισαν πρώτοι τον άνθρωπο ως αυταξία, ως αξία που υποστηρίζεται από μόνη της, ήσαν οι Έλληνες. Οι Στωϊκοί ιδιαίτερα, δίδαξαν ότι όλοι οι άνθρωποι, λόγω της κοινής φύσης τους, ως «κοινής νοεράς φύσεως μέτοχοι», πρέπει να είναι αντικείμενα της συμπάθειας, του ενδιαφέροντος και της φιλίας του κάθε πολιτισμένου ανθρώπου.

ΟΡΓΑΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Η δεύτερη διάσταση του Αρχαίου Κόσμου που μπορεί να προβληθεί δυναμικά στο παρόν της δικής μας ζωής είναι κοινωνικο-προσωπικό. Πρόκειται για εκείνο που λέμε Οργανικότητα και είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτά που έχουμε σήμερα μάθει στις οικογένειές μας, στα σχολεία μας και στους τόπους απασχόλησής μας: ότι δήθεν είμαστε μοναχικά άτομα, μέσα σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον, άνθρωποι εντελώς αποκομμένοι από κάθε φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, που προσπαθούν απεγνωσμένα να απαλλοτριώσουν δικαιώματα, ή λίγη χαρά, λίγη ελευθερία, λίγο χώρο -ο οποίος είναι ξένος ως προς εμάς και προσπαθούμε «να τον πάρουμε», ώστε στοιχειωδώς να λειτουργήσουμε. Είμαστε δηλαδή απομονωμένα, εξατομικευμένα και άρριζα όντα, που κινούμαστε σ’ ένα περιβάλλον που κυμαίνεται μεν από εχθρικό μέχρι φιλικό, αλλά ωστόσο πάντοτε ξένο προς εμάς – γιατί έτσι μας μάθανε να το αντιλαμβανόμαστε. Αυτός είναι ο τρόπος που προσλαμβάνουμε σήμερα τον κόσμο.

Τα άρριζα άτομα, δηλαδή τα αποκομμένα από το υπόλοιπο περιβάλλον, τα άτομα που δεν υπάρχει συνέχειά τους και δεν υπάρχει παρελθόν τους, αποκτούν υπόσταση από τη στιγμή που γεννήθηκαν και παύει η υπόστασή τους αυτή από τη στιγμή που θα πεθάνουν. Για να ριζωθεί στο μυαλό των ανθρώπων αυτή η αντίληψη, η οποία αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα σήμερα –εστιάζω πλέον σ’ αυτό– είναι γιατί λόγω της Θρησκείας που επικρατεί σήμερα πιστεύουμε, ή προσπαθούμε να πείσουμε τους ίδιους μας τους εαυτούς, ότι έχουμε ατομική ψυχή.

Οι άλλοι άνθρωποι όμως, εκείνοι που πίστευαν αλλά και σήμερα πιστεύουν ότι είμαστε όλοι μια συμπύκνωση ενέργειας και ύλης, κομμάτια του Όλου κλπ, κατέχουν μιαν έννοια που κανένα σχολείο και καμία οικογένεια του δικού μας κόσμου δεν ξέρει για να μας τη μεταβιβάσει: την Οργανικότητα. Η Οργανικότητα όμως, ως έννοια, ήταν για τους προγόνους μας κάτι το δεδομένο. Ο άνθρωπος δεν ήταν άτομο, άρριζο και μέσα σε εισαγωγικά «ελεύθερο» (υπό την έννοια της αρνητικής ελευθερίας, δηλαδή να μην ανήκει πουθενά και να μην έχει βάση πουθενά), αντίθετα ανήκε εκ γενετής σ’ ένα συγκεκριμένο «σώμα», πολιτικό θα μπορούσαμε να πούμε, που ήτανε η πόλη του. Το τμήμα της ήτανε το γένος του. Έξω από αυτό το γένος και έξω από αυτήν την πόλη, ο άνθρωπος δεν υπήρχε, δεν μπορούσε να σταθεί. Αν αποκοβόταν ή διωχνόταν από εκεί, ήταν τίποτε περισσότερο από ένας ζωντανός νεκρός.

Ο άνθρωπος έβλεπε τον εαυτό του να υπάρχει μόνο μέσω εκείνου του οργανικού πολιτικού συνόλου, της πόλης του. Και όριζε την ευδαιμονία του μέσω της ευδαιμονίας αυτής ακριβώς της πόλης. Ήταν ελεύθερος όχι επειδή μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει, δηλαδή να δρα μέσα στην ασυδοσία - όπως ίσως σήμερα θα όριζε κάποιος την «ελευθερία». Ούτε βέβαια υπήρχε εκείνος ο χαζός έμμεσος ορισμός, ότι «η ελευθερία σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου» και τέτοια πράγματα. Ορισμός της ελευθερίας για τους προγόνους μας ήταν να υπακούς - σας ακούγεται παράξενο; - σε νόμους, οι οποίοι είναι αποτέλεσμα «ελευθέρων πολιτών ελευθέρας πόλεως». Ελευθερία ήταν το προνόμιο να υπακούς - σας ακούγεται παράξενο; - σε υγιείς πολιτικές καταστάσεις, δηλαδή σε μία συγκροτημένη Πολιτεία που να μπορεί να εγγυηθεί την τέλεια πολιτική σύνθεση αυτοδιάθεσης, ισονομίας, ευθύνης, ισηγορίας και παρρησίας.

Ακόμα και στην εξαιρετική θεολογία των Ελλήνων βλέπουμε ότι οι Θεοί, οι οποίοι είναι παντοδύναμοι και αυτοί έφτιαξαν τους νόμους του σύμπαντος, άπαξ και τους έφτιαξαν τους υπακούουν. Όπως και στην γήϊνη Πολιτεία, έτσι και στην ουράνια οι νόμοι (από το ρήμα «νέμω», δηλαδή αυτά που έχουν δοθεί ή απονεμηθεί κατ’ αναλογίαν) είναι πάνω από αυτούς, άπαξ και ψηφίστηκαν και τέθησαν σε ισχύ. Μπορούν να αλλάξουν, αλλά όσο είναι αναρτημένοι «στα ψηφίσματα», οι νόμοι δεν παραβιάζονται. Ο Σαρπηδών πεθαίνει την επόμενη ημέρα και ο Θεός Ζευς δεν μπορεί να τον σώσει. Δεν σώζει τον υιό του επειδή ακριβώς τηρεί τον νόμο, επειδή είναι Θεός και οφείλει να λειτουργεί ως τέτοιος.

ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ!

Παρενθετικά, σ’ αυτό το σημείο, μια που μιλάμε για την ελευθερία, θα ήθελα να αναφερθώ στη Δημοκρατία, την οποία και αυτή εφηύραν οι πρόγονοί μας και την κατέθεσαν μάλιστα ως παρακαταθήκη στην Ιστορία της ανθρωπότητας. Η Δημοκρατία ουσιαστικά επανεφευρέθηκε στους μεταχριστιανικούς αιώνες με τη Γαλλική Επανάσταση. Λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν ότι έννοιες όπως «πατρίδα», «ελευθερία», «έθνος», «δημοκρατία», το 1750 λόγου χάρη δεν υπήρχαν καν στα μυαλά των ανθρώπων.

Η Δημοκρατία βασίζεται επάνω στο «κράτος» (εκ του «κρατώ», ήτοι κατέχω την δύναμη, κυβερνώ, κατευθύνω) - και όχι στην «αρχή» (οπότε θα είχαμε «δημαρχία») - του Δήμου, ο οποίος Δήμος είναι το σύνολο των ενεργών πολιτών. Άρα, για να υπάρξει Δημοκρατία πρέπει να υπάρξει Δήμος και για να υπάρξει Δήμος πρέπει να υπάρχουν ενεργοί πολίτες, και για να υπάρχουν ενεργοί πολίτες πρέπει να υπάρχει «Πόλις». Η «Πόλις» όμως δεν είναι κτίρια, δεν είναι «urbs», είναι μία πολύ συγκεκριμένη πολιτική οντότητα, εκείνη ακριβώς η οργανική διάσταση που έχει χαθεί σήμερα από την ανθρώπινη σύμπραξη και συμβίωση.

Όταν δεν έχουμε Πόλη, πώς έρχονται και μιλούν για Δημοκρατία αυτοί που μιλούν σήμερα γι’ αυτήν, κυρίως εκείνοι που τολμούν να μιλάνε στο όνομά της; Βέβαια, για να καλυφθεί αυτό το απέραντο κενό εφηύραν τα «δικαιώματα του ανθρώπου», τα «ατομικά δικαιώματα», που ναι μεν ακούγονται ωραία στο αυτί και μας έχουν εξασφαλίσει μεγάλα ποσοστά ελευθερίας, αλλά ουσιαστικά είναι μια παγίδα. Γιατί, ναι μεν μας δίνουν κάποιο ποσοστό ελευθερίας σήμερα, αλλά δεν είναι ζήτημα ατομικού προνομίου να είσαι ελεύθερος, να ευδαιμονείς, να μην σ’ ενοχλεί ο άλλος, να κινείσαι, να διαμορφώνεις… Δεν είναι θέμα ατομικής υπόθεσης αλλά συνολικής. Κανονικά θα έπρεπε να λέγονται «συνολικά δικαιώματα της ανθρωπότητας».

Αυτό που χάθηκε λοιπόν μέσα από τους αιώνες δεν είναι άλλο παρά η προαναφερθείσα Οργανικότητα. Η Δημοκρατία πρώτα από όλα είναι υποχρέωση. Υποχρέωση και ευθύνη προς το κάτω επίπεδο που είναι η ρίζα, και προς το επάνω που είναι η Πόλη. Γι’ αυτό οι πρόγονοί μας είχαν πολύ αυστηρές ποινές απέναντι σ’ εκείνους που διέστρεφαν ή εξέτρεπαν την Δημοκρατία. Σήμερα, ποιοι λένε ότι έχουμε Δημοκρατία; Μα, φυσικά, οι κρατούντες! Εμείς πάντως που δεν είμαστε κρατούντες, έχουμε κάθε δικαίωμα να λέμε ότι δεν έχουμε Δημοκρατία. Εκείνους που ενοχλούνται τους παραπέμπουμε στον Θουκυδίδη και στις από αυτόν οριζόμενες βασικές πολιτικές εξουσίες κάθε ελεύθερου Δήμου, δηλαδή να είναι αυτόνομος (που πάει να πει να καθορίζει ο ίδιος τους θεσμούς και τους νόμους του), αυτόδικος (να εκδικάζει τις υποθέσεις του με τα δικά του δικαστήρια) και αυτοτελής (να διαχειρίζεται ο ίδιος τα θέματα της πολιτικής ζωής).

Η ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΙΕΡΟ

Πάμε τώρα στην τρίτη διάσταση του Αρχαίου Κόσμου που μπορεί να προβληθεί δυναμικά στο παρόν της δικής μας ζωής. Εδώ υπάρχει πραγματικά μεγάλο κενό, γιατί στις ημέρες μας έχουμε χάσει πλήρως την έννοια της ιερότητας. Εκτός δηλαδή από την Οργανικότητα, έχουμε χάσει και την ιερότητα. Δεν έχουμε καμία πρόσβαση σε αυτήν.

Ας δούμε όμως πρώτα, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, τι είναι «ιερό». Η λέξη αρχίζει με ένα γιώτα (ι) που δασύνεται. Η δάσυνση του γιώτα οφείλεται στο ότι η ρίζα της λέξης είναι το «γερόν». Και ιερόν είναι όντως ό,τι είναι γερόν, αφού γερόν είναι ό,τι συνάδει και καταφάσκει δυναμικά τους νόμους της Φύσης. Δηλαδή «ιερόν» είναι μόνον ό,τι είναι σύμφωνο με τους φυσικούς νόμους, και καταφάσκει στη ζωή.

Ιερό δεν μπορεί να είναι κάτι το οποίο με τον οποιονδήποτε τρόπο εκφράζει άρνηση της ζωής. Ιερό δεν μπορεί να είναι ένα νεκρό σώμα, ούτε ένα νεκρό δέντρο. Ιερός δεν μπορεί επίσης να είναι ο θάνατος, αφού ο τελευταίος υπάρχει μόνο κατά παρακολούθηση του φαινομένου της ζωής. Ο θάνατος από μόνος του δεν είναι ιερός, όπως δεν μπορεί να είναι ιερή η αποσύνθεση.

Για τους προγόνους μας, η Φύση ήταν ιερή σε κάθε εκδήλωσή της, με διαφορετικούς ίσως βαθμούς ιερότητας, πάντως ολόκληρη η Φύση. Επειδή ακριβώς είναι Φύση, υπάγεται στους φυσικούς νόμους και γεννάει ζωή (ετυμολογείται άλλωστε εκ του ρήματος «φύω», δηλαδή αναπτύσσω, γεννώ, παράγω). Η αντίληψη μιας κενής από ιερό Φύσης οδηγεί, μεταξύ άλλων, στο τρομακτικό αποτέλεσμα του άδειου ναού. Ο ναός πρέπει να είναι γεμάτος από εικόνες, λουλούδια, αφιερώματα, μυρωδιές, μία φύση σε οργασμό, μία παλλόμενη πραγματικότητα. Οι ναοί αυτών που θεώρησαν άδεια τη Φύση είναι άδεια κουτιά και αυτό είναι η λογική κατάληξη μίας ολόκληρης συμπεριφοράς απέναντι στην Φύση. Αν ο άνθρωπος έχει μάθει να τα βλέπει όλα αυτά κενά από ιερότητα, τότε μιλάμε για μιαν άλλη συμπεριφορά απέναντι στα πράγματα. Όταν από την άλλη τα χρίσουμε ιερά, τότε ομοίως μιλάμε για μία αντίθεση στάση.

ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ

Φτάνω τώρα στην τέταρτη διάσταση του Αρχαίου Κόσμου που μπορεί να προβληθεί δυναμικά στο παρόν της δικής μας ζωής και αφορά την προσωπική σφαίρα, αφού έχει να κάνει με μία κοσμοθέαση αξιοπρέπειας και ελευθερίας. Στις δικές μας ημέρες, για κάποιον λόγο πολύ συγκεκριμένο η κυρίαρχη κατάσταση έχει βαλθεί να μπολιάζει στον άνθρωπο την αίσθηση μιας υποτιθέμενης ασήμαντότητάς του. Για να σε ελέγξω δηλαδή, σε κατεβάζω πολύ χαμηλά, ώστε εσύ, με πλήρη συνείδηση της υποτιθέμενης ασημαντότητάς σου, να μην μπορείς να ζητήσει και να διεκδικήσεις πολλά πράγματα.

Υπάρχει στον μεταχριστιανικό κόσμο μία ογκώδης σύγχυση, διόλου τυχαία, αντίθετα θα έλεγα σκόπιμη και μεθοδευμένη, μεταξύ της έννοιας της «σεμνότητας» –που για τους προγόνους μας είναι μία από τις αρετές– και της «ταπεινότητας». Συγχέει ο σύγχρονος άνθρωπος τον σεμνό άνθρωπο με τον ταπεινό. Δηλαδή ένας άνθρωπος που τολμάει να πει «εγώ είμαι άξιος μουσικός», γιατί όντως είναι, κινδυνεύει να κατηγορηθεί ότι έχει δήθεν «καβαλήσει το καλάμι», ότι είναι αλαζόνας, κ.ο.κ.

Ο άνθρωπος οφείλει να έχει πρωτίστως το γνώθι σαυτόν, και σε αυτό καμμία φιλοσοφική συνταγή δεν λέει ότι πρέπει να κοιτάζει προς τα κάτω. Το γνώθι σαυτόν δεν σημαίνει αντίληψη μηδενικού ή σκλάβου. Είναι αλαζόνας κάποιος μόνον όταν προσπαθεί «να φανεί» σε πράγματα που δεν είναι σημαντικός. Αυτή η επιβεβλημένη ταπεινότητα είναι εκείνη που δημιουργεί, πέρα από έναν υποκριτικό κόσμο, και έναν άτακτο κόσμο ανθρώπων οι οποίοι δεν έχουν μάθει να σέβονται τις ιεραρχήσεις, γιατί πρωτίστως δεν έχουν μάθει να σέβονται τους εαυτούς τους. Όταν όλα αξίζουν όλα, τότε τίποτε δεν αξίζει τίποτε. Πού είναι η διάκριση; Πού είναι η αξία; Ποια η έννοια της Δικαιοσύνης (που διόλου τυχαία ετυμολογείται από το ρήμα «δείκνυμι», δηλαδή φέρω στο φως, επιδεικνύω, φανερώνω); Ο καθένας έχει ευθύνη γι’ αυτό που είναι. Πρέπει να ξέρουμε ανά πάσα στιγμή τι κοστίζουμε, ποιοι είμαστε, σε ποιο ύψος είμαστε στον κάθε τομέα. Πρέπει να έχουμε πλήρη ευθύνη τόσο για τις συντεταγμένες μας, όσο και για το εκάστοτε επίπεδό μας.

ΑΡΕΤΕΣ, ΠΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΥΔΑΙΟΤΗΤΕΣ

Οι πρόγονοί μας, εκτός από όλα τα άλλα, είχαν εφεύρει και την έννοια «Αρετή». Τι είναι Αρετή; Είναι τα θεία μεγέθη, τα χαρακτηριστικά που έχουν οι Θεοί, όταν αυτά κατεβαίνουν στο ανθρώπινο επίπεδο, για αυτό άλλωστε και η λέξη ετυμολογείται από το «αραρίσκω», δηλαδή αρμόζω, ταιριάζω. Για παράδειγμα, συλλαμβάνεις ως φιλόσοφος ότι στο Σύμπαν υπάρχει κάτι που λέγεται Δικαιοσύνη. Όταν αυτό κατέλθει στα ανθρώπινα πράγματα, τότε απλώς έχεις να κάνεις με την ανθρώπινη Δικαιοσύνη. Όχι με το ευκαιριακό και ελαστικό «δίκαιο» των δικαστηρίων και των δικαστών, αλλά με την άκαμπτη Δικαιοσύνη που αποτελεί Αρετή. Αυτή η ακαμψία της άλλωστε, αλλά και η δυνατότητά της να επιδέχεται λογικού ορισμού, είναι που κάνει την Αρετή διδακτή και μη απωλεστέα άπαξ και κατακτηθεί.

Σήμερα η Αρετή, σε κάθε μορφή της, έχει χαθεί και το κενό έχει καλυφθεί με κατακλυσμό συναισθήματος. Έχετε παρατηρήσει πώς δουλεύουν όλοι αυτοί που ενδιαφέρονται πολύ να μας ελέγξουν; Πολιτικοί, παπάδες, διαφημιστές και κάθε άλλος όμοιός τους δουλεύει κυρίως με το συναίσθημα. Όλοι αυτοί αναφέρονται σε συναισθήματα, ποτέ σε Αρετές. Η αγάπη, το μίσος, η ζήλεια, κ.ο.κ. είναι συναισθήματα, άτακτες ροές της ανθρώπινης ψυχής, φυσικά μη λογικές και άρα ασταθείς. Για να γίνω πιο κατανοητός, αγαπάω σήμερα κάποιον και μετά μού ξινίζει και τον μισώ. Είναι ένα ασταθές συναίσθημα η αγάπη, όπως άλλωστε είναι και το αντίθετό της. Όταν όμως έχω Φιλότητα, ή Ευσυναλλαξία, ή Χρηστότητα απέναντι στον συνάνθρωπο, τότε θα είμαι άτιμος απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό, εάν θα αρχίζω ξαφνικά να λειτουργώ αντίθετα απέναντί του. Οι σύγχρονοι εξουσιαστές τι κάνουν; Υπερτονίζουν το συναίσθημα, κάνουν τον άνθρωπο υπερσυναισθηματικό, τού πατάνε κουμπιά με την προπαγάνδα και τον ελέγχουν απόλυτα. Αν όμως υπήρχε μία προβολή του αρχαίου κόσμου στις μέρες μας και είχαμε μάθει να κινούμαστε βάσει του δικού τους συστήματος, του συστήματος των Αρετών, τα κουμπιά αυτά θα ήταν νεκρά, δεν θα ανταποκρίνονταν σε τίποτε.

Το σύστημα των Αρετών είναι ακλόνητο και διαχρονικό σύστημα, είναι κώδικας. Να λοιπόν άλλη μία εκκρεμότητα που πρέπει να απασχολήσει όσους θέλουν να προβάλλουν το ελληνικό πνεύμα στο τώρα. Μιλάνε πολλοί σήμερα για «κρίση αξιών», αλλά κανείς δεν μπορεί να απαριθμήσει τις αξίες που υποτίθεται ότι έχει αυτός ο σημερινός κόσμος. Ένας κόσμος γεμάτος από «αξύνετους» ανθρώπους, όπως θα τους περιέγραφε ο Ηράκλειτος (εννοώντας εκείνους που δεν διδάσκονται τίποτε από την καθημερινή τους εμπειρία και δεν συλλαμβάνουν τα νοήματα των πραγμάτων, ζώντας ουσιαστικά σε βαθύ λήθαργο και σε μία ψεύτικη πραγματικότητα).

Εν κατακλείδι, η διαχρονική σύγκρουση στους κόλπους της ανθρωπότητας δεν είναι παρά η σύγκρουση μεταξύ ποιοτικών και χυδαίων ανθρώπων. Προφανώς, οι τέσσερις διαστάσεις του Αρχαίου Κόσμου που ήδη εξετάσαμε ως ικανές να προβληθούν δυναμικά στο παρόν της δικής μας ζωής, μπορούν να κερδίσουν μία ακόμα μάχη για λογαριασμό των πρώτων.

Μία έκπτωτη αξία μεταξύ άλλων

Αν κάπου έχουν τη βάση αλλά και τις ρίζες τους όλες οι αρετές, τούτη η βάση ακούει στο σαγηνευτικό όνομα της ειλικρίνειας. Ουδέποτε η ψυχή του ανθρώπου δεν λυτρώθηκε και δεν εξυμνήθηκε τόσο πολύ όσο χάρη στην συμβολή της ειλικρίνειας, καθώς μόνο εκείνη κατάφερε να την υπηρετήσει συνετά, ευλαβικά και ελεύθερα.

Ο ορισμός του ενάρετου σώματος της ειλικρίνειας δεν μπορεί να αποδοθεί εντός ολίγων λέξεων, ακόμη και ο ασύγκριτος πλούτος των λέξεων καθίσταται απογοητευτικά λειψός και ανεπαρκής ενώπιον της κατάθεσης τούτου του ορισμού. Ας πούμε όμως πως μια άδηλη και ταπεινή σοφία είναι η ειλικρίνεια στη ζωή του ανθρώπου, ατέρμονη εράστρια της αλήθειας, του συνετού και του ωραίου, ξεχωριστή και αμόλευτη.

Κι’ όμως αυτό το τόσο ευειδές ιδανικό η ανθρώπινη φύση το εκμαυλίζει και το ξεθωριάζει με αμείωτους ρυθμούς, σχεδόν αποτρόπαιους και χυδαίους. Το πατάσσει, το μάχεται και το τραυματίζει κατάφορα στο χορό της αβύσσου, δίχως περισυλλογή και ενσυναίσθηση, δηλητηριάζοντας τις παραφυάδες και τους καρπούς της. Κυριαρχεί η ανειλικρίνεια και υπέρμετρη λατρεία των αναληθειών , ενώ η αντίπερα όχθη ατροφεί και ολιγοψυχεί λόγω του χλευασμού και του αδιάκοπου εμπαιγμού. Πειρασμοί, αδυναμίες, «σειρήνες» των ημερών μας και πνευματικές διολισθήσεις αμέριστοι σύμμαχοι της ανειλικρίνειας που την ενισχύουν και την οικοδομούν.

Τα συμπτώματα αυτά της κοινωνίας μας επαληθεύουν με μαθηματική ακρίβεια τις παθογένειες και τα πλήγματα της καθιστώντας την καθηλωμένη και αιμόφυρτη στο βούρκο των «διατρητών αληθειών». Η ενσάρκωση τέτοιων καταστάσεων καταδεικνύει με απόλυτη ενάργεια τον ολικό ξεπεσμό της προσωπικότητας του ανθρώπου, την αδυναμία του να προβάλει αντιστάσεις ουσίας αλλά και να επιβληθεί στο ανειλικρινές πνεύμα που τον περιτύλιξε και τον κατέστησε ανδράποδο του εαυτού του. Λησμόνησε την τέρψη που προσφέρεται απλόχερα δια της αλήθειας αλλά και την ανάγκη για την επιδίωξη της, το στοργικό του ενδιαφέρον αλλά και την θέληση να διατηρηθεί ανέπαφη και ανεπηρέαστη από αλλοιώσεις.

Η εναγκαλίαση της ειλικρίνειας προϋποθέτει πρωταρχικώς και ουσιαστικώς εσωτερική διαπάλη με τις σκοτεινές δυνάμεις του πνεύματος και της ψυχής οι οποίες μέχρι πρότινος θριάμβευαν ακούραστα και οδηγούσαν στην εξαχρείωση και τον ευτελισμό της προσωπικότητας, πάλη όμως που θα είναι αποκύημα αληθινούς και ατόφιας θέλησης για άρδην ανατροπή των υπαρχόντων δεδομένων. Απαιτείται περιθωριοποίηση και εκτοπισμός του φαύλου αυτού φαινομένου ώστε μέσω αυτής της επίπονης διαδικασίας ο άνθρωπος να καταστεί εραστής, λάτρης, θηρευτής και πρεσβευτής της αλήθειας η οποία θα τον οδηγεί με σταδιακούς ρυθμούς στο μονοπάτι της καταξίωσης και του «ευ». Μόνο έτσι καταθέτει ψυχή, δηλώνει πρόθυμος για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ζωής, προσεγγίζει ορθές κατευθυντήριες γραμμές, μα κυρίως έχοντας ως συνοδοιπόρο την ειλικρίνεια έχει κατορθώσει να είναι ελεύθερος και αληθινός σε κάθε πτυχή και συνιστώσα του βίου του. Τέλος, μέσω αυτής δηλώνει εμμέσως την ακόρεστη επιθυμία του να προβεί και σε άλλα σπουδαιότερες κατακτήσεις αρετών και ηθών.

Η «αξιομνημόνευτη δεξιότητα» της σημερινής εποχής έσπευσε να επισκιάσει την λαμπρότητα της ειλικρίνειας σε βωμούς της ευτέλειας. Η ευθύτητα, η ακεραιότητα και η δικαιοσύνη που εκπηγάζουν απ’ την ειλικρίνεια αφανίζονται και ηττώνται καθημερινώς με βίαιο τρόπο. Όπως είχε αναφέρει και ο εμπνευσμένος Καμύ «ελεύθερος και ευτυχής είναι εκείνος που συλλογίζεται και βουλεύεται άνευ ψεμάτων και υποκριτικών σεναρίων». Στην δειλία απαντάς με τόλμη, στην ημιμάθεια με γνώση και στην ψευδολογία με ειλικρίνεια.

Θεραπεία Θανάτου

Θα πεθάνεις... Άραγε το έχεις σκεφτεί ποτέ σου; Έχεις διαλογιστεί πάνω στην ιδέα του θανάτου; Έχεις συνειδητοποιήσει ότι αργά ή γρήγορα θα πάψεις να υπάρχεις;

Δε θα ζήσεις για πάντα. Κι όμως φέρεσαι σαν να σου έχει δοθεί το δώρο της αθανασίας. Εξευτελίζεις την ζωή σου. Ζεις παρασιτικά. Φοβάσαι. Ανησυχείς. Πονάς. Υποτάσσεσαι.

Ποιος είναι λοιπόν ο σκοπός της ζωής σου; Τι ζητάς; Τι θέλεις να κάνεις; Άραγε συνειδητοποίησες ποτέ ότι είσαι περαστικός; Ότι είσαι ένοικος της ύπαρξης; Άκου τον ήχο της κλεψύδρας... Μετράει αντίστροφα. Τι σκοπεύεις να κάνεις; Θα τον αγνοήσεις για ακόμη μία φορά; Άκουσε τον προσεκτικά, γιατί έχει κάτι πολύ σημαντικό να σου πει.

Μην εθελοτυφλείς. Πρέπει να προετοιμαστείς για το τελευταίο ραντεβού. Εκεί δε θα μπορέσεις να δραπετεύσεις. Εκεί θα είσαι συνεπής. Δεν έχεις άλλη επιλογή. Γιατί ταράζεσαι; Τι είναι αυτό που πραγματικά σε τρομάζει; Είναι η ιδέα του θανάτου; Ή μήπως είναι η αβίωτη ζωή που ΔΕΝ έζησες; Τα όνειρα που ποτέ δεν πραγματοποίησες; Οι μάχες που φοβήθηκες να δώσεις; Τα ρίσκα που φοβήθηκες να πάρεις;

Ζεις σα να πρόκειται να μη πεθάνεις ποτέ. Σε τρομάζει τόσο πολύ το Τέλος που το έχεις θάψει βαθιά. Αλλά μαζί με την ιδέα του θανάτου έθαψες και την ίδια σου την ύπαρξη. Έθαψες το ιερότερο κομμάτι του εαυτού σου. Το θυσίασες για μία συμβατική ζωή. Άραγε νιώθεις ασφαλής στο κρησφύγετό σου;

Σε λίγο θα πεθάνεις κι ακόμα να γίνεις αυτό το οποίο προορίζεσαι να γίνεις. Έκανες ό,τι μπορούσες για να το αποφύγεις. Πάντοτε σε τρόμαζε η ευθύνη. Πάντοτε φοβόσουν να αναλάβεις την ευθύνη της ύπαρξης σου. Φοβόσουν να αγκαλιάσεις τον εαυτό σου, να υψώσεις το χαρακτήρα σου. Άραγε θα προλάβεις να γίνεις αυτό που είσαι;

Σε λίγο θα πεθάνεις κι ακόμα να πάρεις τον εαυτό σου στα σοβαρά. Ακόμη να ξορκίσεις την ύπαρξη σου από τους δαίμονες που ακούν στο όνομα φόβος και ενοχή. Βιώνεις έναν εσωτερικό θάνατο, μία εσωτερική σήψη. Ζητάς την λύτρωση αλλά η πίστη και η ελπίδα σε έναν από μηχανής θεό δε θα σε σώσουν. Αναβάλλεις τα πάντα για το μέλλον.

Πώς μπορείς να πιστεύεις σε κάτι που δεν σου ανήκει; Χρειάζεται να παλέψεις.

Σε λίγο θα πεθάνεις κι ακόμα να δώσεις ένα λόγο στην ύπαρξη σου. Περιπλανιέσαι στη ζωή όπως οι νομάδες περιπλανιούνται στην έρημο. Δε βρίσκεις ποτέ τον προορισμό σου γιατί δεν τολμάς να ταξιδέψεις μόνος. Πιστοί συνοδοιπόροι σου τα πρέπει και οι ξένες επιταγές. Η όαση βρίσκεται μακριά.

Είσαι ναρκωμένος. Δε σκέφτεσαι. Δεν αντιδράς. Δεν αισθάνεσαι.

Άραγε νιώθεις αρκετά προστατευμένος έξω από τον εαυτό σου; Θα αποκτήσεις άραγε ποτέ το θάρρος να μάθεις ποιος πραγματικά είσαι; Ή θα επιλέξεις τη φυγή για ακόμα μια φορά;

Πρέπει να επιμείνεις. Μην τα παρατήσεις. Μετά θα είναι αργά.

Για να πάρεις το εισιτήριο της ζωής πρέπει να περάσεις από τις συμπληγάδες του θανάτου. Είναι αυτό το εφήμερο της ύπαρξης που θα σε οδηγήσει στην αθανασία. Εκεί είναι που θα βρεις την προσωπική σου αλήθεια. Δεν έχεις χρόνο... Σε λίγο θα πεθάνεις...

Η Ελπίδα του Ελληνικού Ορθού Λόγου

Στην εποχή της κρίσης, που δεν είναι μόνο οικονομική αλλά κυρίως πολιτική και ηθική η επιστροφή στις πηγές της ελληνικής παράδοσης, δηλαδή στην... Ελληνική Φιλοσοφία, φαντάζει ως ο μόνος δρόμος επαναπροσδιορισμού των κοινωνιών μας αλλά και της προσωπικής μας υπόστασης.

Ο όρος Φιλόσοφος στην Αρχαία Ελληνική παράδοση σημαίνει τον άνθρωπο εκείνον που με την δύναμη και την ορμή του πρωτεργάτη γενεσιουργού Έρωτα εξυψώνει τον λογισμό του στα πανέμορφα πνευματικά ύψη των Ιδεών, εξασκεί το ισχυρό του χάρισμα της νόησης, και έτσι, καλλιεργώντας, σμιλεύοντας και εκλεπτύνοντας την ψυχή του με γνώμονα την Αρετή, οδεύει προς τη Σοφία, τη Σοφία εκείνη που κυβερνά Άνθρωπο και Σύμπαν συνάμα, ενωμένα και αλληλένδετα, σε πορεία κοινή.

Συνεπαρμένος ο Φιλόσοφος από τον θαυμασμό του για τον κόσμο, την φύση, την ίδια την ζωή στο σύνολό της με τα πολυδιάστατα μυστήριά της που με δέος παρατηρεί ολόγυρά του, μα πάνω απ' όλα ορμώμενος από δίψα και έρωτα για Φως και Γνώση, εξερευνεί μεθοδικά το Σύμπαν που τον περιβάλλει. Μελετά τον ίδιο του τον εαυτό και τα στοιχεία γύρω του, έπειτα τους ανθρώπους, την φύση τους, την ψυχή τους και τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσά τους. Αρχίζει να αναγνωρίζει τους νόμους που διέπουν τα φαινόμενα, να διακρίνει τις βαθύτερες συσχετίσεις μεταξύ τους. Έτσι ανακαλύπτει, με τρόπο μεθοδικό και επιστημονικό, τον εαυτό του. Γυμνάζει τις εγγενείς ιδιότητες και δυνατότητες της φύσης του, ανελίσσοντας την ποιότητα των ψυχικών του ενεργειών. Συνειδητοποιεί τα βαθύτερα νήµατα που συνδέουν τους ανθρώπους και διακρίνει πώς αυτά συνθέτουν την δοµή των κοινωνιών µέσα στις οποίες διάγει το βίο του ως ον πολιτικόν. Με βάση το στεγανό βάθρο του γνώθι σαυτόν συλλαμβάνει σταδιακά τους Νόμους και την Αλήθεια που διέπουν αδιάλειπτα το Σύμπαν συνενώνοντας τα φαινομενικά ανομοιογενή μέρη του σε ένα ενιαίον όλον, και έτσι προοδευτικά επί ίσταται του κόσμου αναγόμενος στην θεώρηση των Πρώτων Αρχών που ορίζουν την λειτουργία της Φύσεως και του Ανθρώπου ως Ένα.

Με τούτο τον τρόπο, αυτή η ανθρώπινη επιστήμη, η επιστήμη των Επιστημών, όπως χαρακτηριστικά την ονόμασε ο Αριστοτέλης, κλειδούχα, τον μεταμορφώνει, τον σμιλεύει, τον εκλεπτύνει και τον ζυμώνει φέρνοντάς τον πιο κοντά στην ευγενή του αλήθεια και φανερώνοντας το πλατύσκαλο προς την ανάβαση - και το επίτευγμα- που ονομάζεται Ελευθερία. Μέσα από την Αγάπη του για τη Σοφία, που συστηματοποιείται µέσω του Λόγου, της Νόησης και της Τέχνης, ο Φιλόσοφος έρχεται να γνωρίσει τη Σοφία της Αγάπης που ως πρωταρχικό συστατικό δομεί το Σύμπαν.

Η Αντίθεση µε το Σήµερα

Είναι φανερό πως αυτή η εκδοχή της Φιλοσοφίας λίγα κοινά έχει µε τη σύγχρονη αντίληψη του φιλοσόφου. Ενώ ο Έλληνας Φιλόσοφος συμβολίζει την καλλιέργεια του Ανθρώπου µε σκοπό την αναγωγή του στην Αλήθεια και την εξύψωση του είναι του, ο «Ευρωπαίος φιλόσοφος» του ∆ιαφωτισµού είναι συνδεδεμένος µε εκείνον το σχολαστικό, κρατικά εκπαιδευμένο, τεχνικά εξειδικευμένο, ποµπώδη και συχνά μονόχνοτο ακαδημαϊκό, που σαν νέος σοφιστής θεωρεί τη γνώση ταξικό προνόµιο και ζήτηµα διπλώµατος επικυρωμένου από κρατικούς φορείς. Ως εκ τούτου, η «φιλοσοφία» στις µέρες µας έχει θεωρηθεί προνόμιο των ολίγων εκείνων «γραµµατικών» που λίγο ως πολύ κατέχουν αναλυτικές πληροφορίες σχετικά µε την ιστορία των ιδεών καθώς και έξυπνα σοφιστικά τεχνάσματα που τους επιτρέπουν να κατασκευάζουν έναν θεωρητικό λόγο, έναν λόγο όλως δίχως ουσία. Έτσι, η Ελληνική Φιλοσοφία έχει στις µέρες µας σχεδόν εκλείψει θεωρούμενη ως ασύνδετη, άσχετη ή ακόμα και άχρηστη μπροστά στην τεχνοκρατική και υλιστική αντίληψη που βλέπει τον κόσµο σαν στίβο απόκτησης χρήµατος, και η οποία έχει παραγκωνίσει σχεδόν ολότελα την αληθινή ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η Επιστροφή στον Ελληνικό Λόγο

Όμως όσο και αν το ευρωπαϊκό «μοντέλο» διαμέλισε τη Γνώση σε κλάδους, μείωσε την Επιστήμη σε τεχνική εξειδίκευση προς όφελος της άμετρης και υβριστικής κερδοσκοπίας, και εκμεταλλεύτηκε την δίψα για γνώση μετατρέποντας την σε εργαλείο έλεγχου του νου των ανθρώπων, η αλήθεια ωστόσο παραμένει πως η αυθεντική, η ουσιαστική σημασία του όρου Φιλόσοφος δεν μπορεί να χωρέσει στο πρότυπο του νέο-σοφιστή-γραμματικού. Το διαπερνά, το υπερχειλίζει, το υπερβαίνει και έρχεται πάλι στο φως να μας υπενθυμίσει ποιοι είμαστε και ποιο το χρέος μας ως ανθρώπων αλλά και ως λαού σε ετούτη την κρίσιμη τροπή της ιστορίας.

Διότι ουδέν ελληνικότερον από την Φιλοσοφία. Η Φιλοσοφία ως τρόπος προσέγγισης της ύπαρξης και θεώρησης του βίου, ως μέθοδος ψυχικής καλλιέργειας, η Φιλοσοφία ως τέχνη ζωής, ανάπτυξη ορθού τρόπου σκέψης και έκφρασης του Νου, η Φιλοσοφία ως κατάσταση ύπαρξης και ως τρόπος ζωής, αποτελεί όχι απλά εφεύρεση των Ελλήνων αλλά, ακόμη και ως τις μέρες μας, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Ελληνικού Νου. Ο ορθός Λόγος και η επιστημονική σκέψη συνεπώς δεν είναι μονάχα δικαίωμα των ολίγων εκείνων κρατικά αναγνωρισμένων που τυγχάνει να κατέχουν ειδικά εκπαιδευτικά πιστοποιητικά εν είδει χάρτου. Είναι τάση εγγενής, κλίση του νου με προοπτική θαυματουργής δυνητικότητος, είναι δικαίωμα αλλά και καθήκον όλων των νοημόνων Ανθρώπων, και πόσο μάλλον των Ελλήνων πολιτών που φέρουν την ιδιότητα της φιλοσοφικής σκέψης ως ψυχική και πολιτιστική τους κληρονομιά.

Έχουμε ένα ανθρωπιστικό καθήκον να καλλιεργήσουμε τον νου μας, τον Λόγο και τις ψυχές μας, αν θέλουμε όχι μόνον να βιώσουμε την ουσιαστική εμπειρία της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά και να γευθούμε τους καρπούς της έλλογης Αρετής που κάνουν, όπως σοφά μας εδίδαξε ο Σωκράτης, τον ανθρώπινο βίο βιωτό. Έχουμε καθήκον να γίνουμε Άνθρωποι με την ελληνική σημασία της λέξεως, το οποίο και ίσως τελικά αποτελεί το μοναδικό ουσιαστικό γιατρικό εμπρός στα επικίνδυνα αδιέξοδα στα οποία οδήγησε η αδηφάγος τεχνοκρατία. Στην κρίσιμη εποχή με την οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι, όπου η υλιστική πλάνη καταρρέει συθέμελα και ο άνθρωπος αισθάνεται την ύπαρξή του απειλούμενη από την υβριστική τυραννία της ασημαντότητας και της ανουσιότητας, η Αρχαία Ελληνική παράδοση έρχεται και πάλι στο προσκήνιο προσφέροντας για μια ακόμη φορά στην ανθρώπινη ιστορία τον τρόπο για την επανόρθωση, την αναδημιουργία και την επανανθρωποποίηση των κοινωνιών µας.

∆εν είναι ανάγκη να ψάξουμε κάπου μακριά ή έξω από εμάς, σε ξένες αντιλήψεις, πολύπλοκους θεσμούς ή φορείς, για να βρούμε τις λύσεις στα ατοµικά και συλλογικά µας αδιέξοδα: είναι η ίδια η δική μας Ελληνική πνευματική παράδοση, η οποία όσο κι αν παραμελήθηκε, θάφτηκε ή αγνοήθηκε από τους σύγχρονους, αποτελεί ακόμα ζωντανό θησαυρό και το αποτελεσματικότερο βάλσαµο κατά της δυσαρμονίας των καιρών. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε ως Έλληνες και ως Άνθρωποι ετούτον τον απαράμιλλο πνευματικό θησαυρό πάνω στον οποίο στεκόμαστε και τον οποίο κατέχουµε εντός μας, να εργαστούμε έντιµα και µε συνέπεια να τον φέρουµε και πάλι στην επιφάνεια της συνειδητότητας μας αλλά και να τον αναστηλώσουμε έμπρακτα στην καθημερινή µας ζωή, στον ναό της ιερότερης μορφής θεωρίας που ονομάζεται πράξη. Τότε θα κατανοήσουμε και θα βιώσουμε όχι μόνο πως ετούτος ο πνευματικός θησαυρός είναι προσβάσιµος σε όλους μας άνευ διακρίσεων, αφού απευθύνεται στις ψυχές των ανθρώπων ανεξαρτήτως κοινωνικών διαφοροποιήσεων, αλλά επιπλέον πως μας είναι αναγκαίος σε αυτή την κρίσιμη εποχή ώστε να μπορέσουμε να θεραπεύσουµε τους εαυτούς µας και την πολιτεία µας.

Στην Αρχαία Ελλάδα η Φιλοσοφία δεν διδασκόταν µόνο στις σχολές, και πανεπιστήμια τότε δεν υπήρχαν. Οι Φιλόσοφοι κατείχαν έναν ευρύτερο κοινωνικό ρόλο, το έργο του διδασκάλου των νέων πολιτών, ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε τυχούσα επαγγελµατική τους ειδίκευση. Η Ελληνική Φιλοσοφία ως συλλογικό αγαθό διαπερνούσε και διαπότιζε όλα τα στρώµατα και επίπεδα της κοινωνίας, πνευματώνοντας κάθε μόριο, κάθε κύτταρο του κοινωνικού οργανισμού που ονομάζεται πόλις. Λειτουργούσε δηλαδή ως Δίαυλος πνεύματος και φωτός έχοντας ως δυο της άκρα από την μια τον Φιλόσοφο και από την άλλη τον Πολίτη, και ως στύλο σύνδεσης και ενοποίησης των δύο τον αναντικατάστατο φωταγωγικό θεσμό της Ελληνικής Παιδείας.

Έτσι εν µέρει εξηγείται το θαύµα του Ελληνικού Πολιτισμού, το αξεπέραστο ύψος της συλλογικής διάνοιας των Ελλήνων. Μέσω της σύνδεσης του πνεύματος και του πρακτικού, καθημερινού ατομικού και συλλογικού βίου που επιτύγχανε ο ενωτικός δίαυλος της Παιδείας, εξασφαλίζοντας μια έλλογη, ανθρωπιστική και πνευματική ζωή για όλους τους πολίτες αλλά και για την πόλη στην ολότητά της.

Οι Αρχαίοι μας Φιλόσοφοι και νομοθέτες γνώριζαν πως το κλειδί της επίλυσης και της θεραπείας των ατομικών και συλλογικών προβλημάτων της πολιτείας έγκειται στην ορθή φιλοσοφική Παιδεία: στην διασφάλιση της πνευματικότητάς της όσο και στην εξασφάλισή της ως καθοριστικού αρμόδιου θεσμού διαμόρφωσης ενός ενάρετου, ηθικού και αξιοπρεπούς συλλογικού βίου.

Μήπως αυτή είναι η επίγνωση που ήρθε η ώρα να θυµηθούµε και εµείς; Μήπως ετούτο είναι το βαθύτερο κάλεσµα των καιρών µας;

Μερικές αλήθειες για τη ζωή

Θα θέλαμε να ζήσουμε μία εύκολη ζωή γεμάτη ευτυχία και αφθονία, η πραγματικότητα είναι ότι η ζωή μπορεί μερικές φορές να είναι πολύ δύσκολη. Ανεξάρτητα από το ποιοι είμαστε, τι κάνουμε, ή πόσο σκληρά προσπαθούμε, η ζωή θα μας ρίξει πολλές φορές πίσω στα σχέδια μας. Μπορούμε να εκτροχιαστούμε απροσδόκητα από τα σχέδια και τους στόχους μας σε μία στιγμή.

Καθώς φεύγει η ζωή και γινόμαστε όλο και περισσότερο γνώστες για το πώς αυτός ο κόσμος πραγματικά λειτουργεί, υπάρχουν κάποιες παρατηρήσεις για τις σκληρές πραγματικότητες της ζωής. Ιδού μερικές:

-Ανάμεσα της επιλογής μεταξύ της κοινής λογικής και του ένστικτου, το ένστικτο είναι σωστό κατά το 90%.

-Οι περισσότεροι άνθρωποι παντρεύονται κάποιον για την ομορφιά του, αλλά δεν έχουν ιδέα τι παίζει μέχρι να αρχίσει να εκδηλώνεται αυτό που βρίσκεται κάτω από την μάσκα του.

Δεν ξέρετε πραγματικά ποιοί είναι οι άνθρωποι έως ότου τους κάνετε να χάσουν τη ψυχραιμία τους.

-Δημιουργείτε συνεχώς το είδος της ζωής που θέλετε να ζήσετε αύριο, με τον τρόπο που προγραμματίζετε τον εγκέφαλό σας σήμερα.

-Όταν μένετε σε ένα μέρος για πολύ καιρό, μια μέρα θα υπάρχει ένας ανεμοστρόβιλος πολύ δυνατός για να παραμείνετε στο σπίτι σας.

-Πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν πολύ γρήγορα όχι επειδή έφτασε ο καθορισμένος χρόνος τους, αλλά επειδή ζούσαν πιο επικίνδυνα από την ταχύτητα της ζωής.

-Μην αρχίζετε να εμπιστεύεστε κανέναν προτού κάποιος αρχίσει να κερδίζει την εμπιστοσύνη σας.

-Όποτε οι άνθρωποι κάνουν κάτι χωρίς να ανησυχούν για τον κίνδυνο ή τα αρνητικά αποτελέσματα του, οι άνθρωποι πληγώνονται πάντα. Αυτό είναι το παιχνίδι της ζωής, γιατί παίζουν με κάτι που δεν ξέρουν να παίζουν, και χορεύουν με κάτι που δεν ξέρουν πώς να το χορεύουν.

-Εάν πιέζετε κάποιον που πεθαίνει για να σας δώσει ό, τι θέλετε, τότε προφανώς είστε πολύ, πολύ άρρωστοι και η μόνη θεραπεία που χρειάζεστε είναι η ηλεκτρική καρέκλα.

-Δεν υπάρχει τίποτα τόσο ατυχές, παράξενο και παράλογο όσο να παλεύετε να κερδίσετε την καρδιά κάποιου που σας έχει ήδη απορρίψει.

-Δεν υπάρχει τίποτα τόσο απογοητευτικό και ατυχές από το να βλέπουμε τους ίδιους ανθρώπους να πέφτουν στο ίδιο λάκκο πολλές φορές όπως έπεσαν στο παρελθόν.

-Ακριβώς όπως δεν γνωρίζετε την αξία αυτού που παίρνετε έως ότου το δοκιμάσετε, δεν γνωρίζετε και την αξία ενός πράγματος έως ότου το χάσετε.

-Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ψυχικά άρρωστοι. Απλώς δεν γνωρίζουν το βαθμό στον οποίο είναι άρρωστοι.

-Δεν είναι ειρωνικό, ότι οι άνθρωποι ξυπνούν καθημερινά, κάνουν τις καθημερινές τους δραστηριότητες όπως τα ρομπότ, ακολουθούν τις ίδιες ρουτίνες και μοτίβα και, στη συνέχεια, αναμένουν ότι το αποτέλεσμα θα είναι διαφορετικό;

-Ο κύριος λόγος για τον οποίο οι σχέσεις αποτυγχάνουν και πεθαίνουν είναι επειδή το ένα άτομο ερωτεύεται τρελά, ενώ το άλλο άτομο είναι απλώς ένας θεατής.

-Μην αγαπάτε κανέναν με κάθε κύτταρο της ύπαρξής σας. Κρατήστε τα κύτταρα για τον εαυτό σας. Γιατί να θυσιάσετε τη ζωή σας για κάποιον που δεν μπορεί να κάνει το ίδιο για εσάς;

-Είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να περιορίσετε επ ‘αόριστον ή να συγκρατήσετε κάποιον με ένα ανόητο μυαλό, χωρίς ο δικός σας εγκέφαλος να γίνεται εξίσου ανόητος.

-Ανεξάρτητα από το πόσο σκληρά προσπαθείτε, ή πόσο σκληρά εργάζεστε, πόση προσπάθεια καταβάλλετε, πόσοι άνθρωποι σας αγαπούν, ή πόση πρόοδο κάνετε ή πόσο πλούτο συγκεντρώνετε, θα αφήσετε πάνω από το 90% της δουλειάς σας ατελείωτη όταν πεθάνεις.

-Είναι καλύτερο να είσαι ευτυχισμένος και ευγνώμων για τα λίγα που έχεις τώρα, παρά να είσαι λυπημένος και θλιμμένος για το υπόλοιπο της ζωής σου για τα πολλά αγαθά που δεν έχεις.

-Ανεξάρτητα από το πόσο πλούτο συγκεντρώνετε, θα υπάρχουν πάντα περισσότεροι άνθρωποι για να τα καταναλώσουν.

-Οι πιο μοναχικοί άνθρωποι είναι οι πιο ευγενικοί, οι πιο λυπημένοι άνθρωποι χαμογελούν τους πιο λαμπερά και οι πιο κατεστραμμένοι είναι οι σοφότεροι. Όλα αυτά επειδή δεν θέλουν να δουν κάποιον άλλον να υποφέρει με τον ίδιο τρόπο.