Να πάτε να κρύψετε τα καλά έργα σας και να ομολογήσετε στους ανθρώπους τα αμαρτήματα σας.
Βούδας
Ένα άσχημο πνευστό: πρέπει πρώτα να αρχίσει να ηχεί.
Πόσο λίγο διέπει τα ανθρώπινα πράγματα το λογικό, πόσο πολύ τα διέπει η σύμπτωση, τούτο γίνεται φανερό από την αναντιστοιχία που παρατηρείται ανάμεσα στο λεγόμενο επάγγελμα και την εμφανή έλλειψη κλίσης προς αυτό: οι ευτυχείς περιπτώσεις αποτελούν εξαίρεση, όπως και οι ευτυχισμένοι γάμοι — που κι αυτοί δεν οφείλονται στο λογικό.
Ο άνθρωπος επιλέγει το επάγγελμα σε μια στιγμή που δεν είναι ακόμα σε θέση να κάνει επιλογές· δε γνωρίζει τα διαφορετικά επαγγέλματα, δε γνωρίζει τον ίδιο του τον εαυτό- περνάει έπειτα τα πιο δραστήρια χρόνια του σ’ αυτό το επάγγελμα, χρησιμοποιεί εκεί όλη του τη στοχαστικότητα, γίνεται πιο έμπειρος. Όταν φτάσει στο κορύφωμα της γνώσης, είναι πια, συνήθως, πολύ αργά να ξεκινήσει κάτι καινούργιο, κι η σοφία είχε σχεδόν πάντοτε εδώ στη γη κάτι από την ανημποριά του γέροντα κι από τη μειωμένη μυϊκή δύναμη.
Το ζητούμενο είναι, ως επί το πλείστον, να επανορθώσει κατά κάποιον τρόπο κανείς τις έμφυτες αδυναμίες του φυσικού προικισμού του· πολλοί θα διαπιστώσουν ότι το υστερότερο κομμάτι της ζωής το χαρακτηρίζει μια αποφασιστικότητα που έχει αναδυθεί από κάποιαν αρχική δυσαρμονία· βιώνεται δύσκολα. Ωστόσο στο τέλος της ζωής έχει πια κανείς συνηθίσει – μπορεί κανείς τότε να πλανάται σχετικά με τη ζωή του και να παινεύει τη βλακεία του: bene navigavi cum naufragium feci, και να αρχίσει μάλιστα να ψέλνει ύμνους στην «Πρόνοια».
Ρωτώ σχετικά με τη γένεση του φιλολόγου και ισχυρίζομαι ότι:
Ο νέος άνθρωπος δεν μπορεί καν να γνωρίζει τι είναι οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι,
δεν ξέρει αν ο ίδιος είναι κατάλληλος να τους ερευνήσει,
και προπαντός δεν ξέρει κατά πόσο είναι κατάλληλος να διδάξει με εργαλείο αυτή τη γνώση. Αυτό επομένως που επιδρά καθοριστικά επάνω του δεν είναι η επίγνωση για τον εαυτό του και την επιστήμη του, αλλά:
α) μίμηση,
β) νωθρότητα, καθώς εξακολουθεί να ασχολείται με ό,τι ασχολιόταν στο σχολείο,
γ) σιγά-σιγά και ο σκοπός του βιοπορισμού.
Έχω τη γνώμη ότι οι 99 στους 100 φιλολόγους δε θα έπρεπε να ήσαν φιλόλογοι.
Ορισμένες αυστηρότερες θρησκείες ζητούν από τον άνθρωπο να εννοεί τη δραστηριότητα του ως μέσο ενός μεταφυσικού σχεδίου: έτσι, μια αποτυχημένη επιλογή επαγγέλματος «εξηγείται» ως δοκιμασία του ατόμου. Οι θρησκείες νοιάζονται μόνο για τη σωτηρία του ατόμου: είτε για δούλο πρόκειται ή για ελεύθερο, έμπορο ή σπουδαγμένο, ο σκοπός της ζωής του δεν έγκειται στο επάγγελμα του, κι έτσι μια λαθεμένη επιλογή δεν είναι καμιά μεγάλη συμφορά.
Τούτο αποτελεί παρηγοριά για τους φιλολόγους· οι γνήσιοι ωστόσο φιλόλογοι έχουν ξεκάθαρη επίγνωση: τι θα γίνει με μια επιστήμη που τη θεραπεύει ένα τέτοιο 99 τοις εκατό; Αυτή η ουσιαστικά ακατάλληλη πλειονότητα ρυθμίζει την επιστήμη και θέτει απαιτήσεις ανάλογες με τις ικανότητες και τις κλίσεις της πλειονότητας: με αυτότυραννάει τον πραγματικά ικανό, εκείνο τον εκατοστό. Αν συμβαίνει να έχει στα χέρια της την αγωγή, την ασκεί ακολουθώντας συνειδητά ή ασύνειδα το δικό της πρότυπο. Τι θα απογίνει λοιπόν με τον κλασικό χαρακτήρα των Ελλήνων και των Ρωμαίων;
Προς απόδειξη:
Α. Η αναντιστοιχία ανάμεσα στους φιλολόγους και τους Αρχαίους.
Β. Η ανικανότητα των φιλολόγων να ασκήσουν παιδευτικό έργο με τη βοήθεια των Αρχαίων.
Γ. Η νόθευση της επιστήμης εξαιτίας (της ανικανότητας) των πλειονοτήτων, των λαθεμένων απαιτήσεων, της απάρνησης των ουσιαστικών στόχων αυτής της επιστήμης.
Oλ’ αυτά αφορούν τη γένεση του τωρινού φιλολόγου: σκεπτικά μελαγχολική θέση. Πώς αλλιώς όμως πλάθονται φιλόλογοι;
Μίμηση της αρχαιότητας: δεν πρόκειται άραγε για μιαν αρχή (Prinzip) που τελικά έχει αναιρεθεί;
Φυγή από την πραγματικότητα στους αρχαίους: με αυτό δε νοθεύεται η αντίληψη για την αρχαιότητα;
Μένει ακόμη ένα είδος θεώρησης: να εννοήσουμε πώς τα μεγαλύτερα παράγωγα του πνεύματος έχουν ένα τρομερό και κακό βάθος· η σκεπτική θεώρηση: ο ελληνικός κόσμος εξετάζεται ως το ωραιότερο παράδειγμα της ζωής.
Δύσκολο να κρίνει κανείς σωστά.
Κάτι παρηγορητικό από εμένα ειδικά για τους τυραννισμένους Διαλεχτούς: θα χρησιμοποιούν όλες εκείνες τις πλειονότητες απλά ως βοηθούς τους, κι επίσης θα αξιοποιούν προς όφελος τους την προκατάληψη – που ακόμη υπάρχει – υπέρ της διδασκαλίας των κλασικών μαθημάτων χρειάζονται πολλούς εργάτες. Είναι ωστόσο απολύτως απαραίτητο να έχουν οι ίδιοι επίγνωση των στόχων τους.
Η φιλολογία ως επιστήμη για την αρχαιότητα δεν έχει, φυσικά, αιώνια διάρκεια – το υλικό της θα εξαντληθεί. Αυτό που δε θα εξαντληθεί είναι η διαρκώς νέα προσαρμογή κάθε εποχής στην αρχαιότητα, η αναμέτρηση της με αυτήν. Αν ανατεθεί στο φιλόλογο ως έργο του να κατανοήσει καλύτερα, διαμέσου της αρχαιότητας, τη δική του εποχή, τότε το έργο του είναι αιώνιο. – Αυτή είναι η αντινομία της φιλολογίας: στην πραγματικότητα η αρχαιότητα γινόταν πάντοτε κατανοητή μόνο με βάση το παρόν – και πρέπει τώρα να γίνει το παρόν κατανοητό με βάση την αρχαιότητα;
Πιο σωστά: η εξήγηση της αρχαιότητας γινόταν με βάση αυτό που είχε βιωθεί, και με βάση την αρχαιότητα, που την είχαμε προσεγγίσει κατ’ αυτό τον τρόπο, γινόταν η ταξινόμηση, η αξιολόγηση αυτού το οποίο είχε βιωθεί. Έτσι, το βίωμα αποτελεί, βέβαια, την απαραίτητη προϋπόθεση για έναν φιλόλογο – τούτο όμως σημαίνει: ότι πρώτα θα είναι άνθρωπος, και μόνον έπειτα θα γίνει γόνιμος ως φιλόλογος. Από αυτό έπεται ότι κατάλληλοι για φιλόλογοι είναι οι ωριμότεροι άνθρωποι, εφόσον στη βιωματικά πιο πλούσια περίοδο της ζωής τους δεν ήσανφιλόλογοι.
Γενικώς όμως: μόνο με τη γνώση του παρόντος μπορεί κανείς να λάβει την παρόρμηση προς την κλασική αρχαιότητα. Δίχως αυτή τη γνώση – πούθε θα ερχόταν η παρόρμηση; Αν προσέξει κανείς πόσο λίγοι φιλόλογοι υπάρχουν πέρα από εκείνους που ζουν από αυτό το επάγγελμα, μπορεί να συμπεράνει τι συμβαίνει με εκείνη την παρόρμηση προς την αρχαιότητα – σχεδόν δεν υπάρχει· γιατί δεν υπάρχουν ανιδιοτελείς φιλόλογοι.
Πρέπει, έτσι, να τάξουμε ως έργο: να πάρουμε από τα χέρια των φιλολόγων την καθολική παιδευτική επίδραση που ασκούν! Μέσο: περιορισμός της τάξης των φιλολόγων αμφιλεγόμενο το κατά πόσο θα φέρουμε σε επαφή τη νεολαία με αυτή την τάξη. Κριτική του φιλολόγου. Η αξιοπρέπεια της αρχαιότητας: βουλιάζει μαζί σας: πόσο βαθιά πρέπει να ‘χετε βουλιάξει, αφού αυτή η αξιοπρέπεια έχει κατεβεί τώρα τόσο χαμηλά!
Ένα μεγάλο πλεονέκτημα για το φιλόλογο είναι ότι η επιστήμη του έχει κάνει τόσο μεγάλη προεργασία, προκειμένου να πάρει αυτός στα χέρια του, αν μπορέσει, την κληρονομιά — δηλ. να επιχειρήσει την αποτίμηση του ελληνικού στοχασμού στο σύνολο του. Όσο καταπιανόταν κανείς με επιμέρους ζητήματα, οδηγείτο σε μια παρανόηση των Ελλήνων. Τους αναβαθμούς αυτής της παρανόησης πρέπει να τους σημειώσουμε: Σοφιστές του 2ου αι., οι φιλόλογοι-ποιητές της Αναγέννησης, ο φιλόλογος ως δάσκαλος των ανώτερων τάξεων (Goethe – Schiller).
Το να εκφέρει κανείς κρίση είναι εξαιρετικά δύσκολο.
Πώς είναι κανείς καταλληλότατος για αυτή την αποτίμηση;
— Οπωσδήποτε όχι όταν προετοιμάζεται ως φιλόλογος με τον τρόπο που γίνεται τώρα. Να ειπωθεί πώς τα μέσα καθιστούν εδώ τον τελικό στόχο αδύνατον.
Επομένως ο φιλόλογος δεν αποτελεί αυτός καθαυτόν τον τελικό σκοπό της φιλολογίας.
Οι περισσότεροι άνθρωποι δε λογαριάζουν, προφανώς, διόλου τον εαυτό τους για άτομο· αυτό δείχνει η ζωή τους. Η χριστιανική απαίτηση να συλλογίζεται καθένας τη σωτηρία του και μόνον αυτή, έχει αντίθετη της την ανθρώπινη ζωή γενικά, όπου καθένας ζει μόνο σαν ένα σημείο ανάμεσα σε σημεία, όχι μόνο πέρα για πέρα ως το αποτέλεσμα παλαιότερων γενεών αλλά και ως κάτι που ζει με το βλέμμα στραμμένο σ’ αυτούς που έρχονται.
Μόνο σε τρεις μορφές της ύπαρξης ο άνθρωπος παραμένει άτομο: ως φιλόσοφος, ως άγιος, ως καλλιτέχνης. Αρκεί να δει κανείς πώς χαραμίζει τη ζωή του ένας άνθρωπος της επιστήμης: τι σχέση έχουν τα μόρια της αρχαίας ελληνικής με το νόημα της ζωής; — Βλέπουμε έτσι και εδώ πόσο αναρίθμητα πολλοί άνθρωποι ουσιαστικά ζουν μόνο και μόνο για να προετοιμάσουν έναν πραγματικό άνθρωπο: παραδείγματος χάριν οι φιλόλογοι για να προετοιμάσουν το φιλόσοφο, ο οποίος ξέρει να αξιοποιήσει την κοπιαστική δουλειά τους, προκειμένου να αποφανθεί για την αξία της ζωής. Βεβαίως, όταν δεν υπάρχει οδήγηση, το μεγαλύτερο μέρος εκείνης της κοπιαστικής εργασίας είναι χωρίς νόημα και περιττό.
Εκτός από το πλήθος των ατάλαντων φιλολόγων υπάρχει, αντίστροφα, και ένας αριθμός «γεννημένων» φιλολόγων, οι οποίοι για τον ένα ή τον άλλο λόγο εμποδίζονται να γίνουν κάτι. Το σημαντικότερο εμπόδιο όμως που σταματάει αυτούς τους γεννημένους φιλολόγους είναι η κακή εκπροσώπηση της φιλολογίας από τους ατάλαντους φιλολόγους.
Ας αναλογιστεί κανείς πόσο διαφορετικά αναπαράγεται μια επιστήμη και πόσο διαφορετικά ένα ειδικό ταλέντο μέσα σε μια οικογένεια. Σωματική αναπαραγωγή της επιμέρους επιστήμης είναι κάτι εντελώς σπάνιο. Θα ‘ταν άραγε εύκολο τα παιδιά των φιλολόγων να γίνουν φιλόλογοι; Dubito. Δεν προκύπτει καμιά συσσώρευση φιλολογικών ικανοτήτων, όπως, ας πούμε, συνέβαινε με τις μουσικές ικανότητες στην οικογένεια του Beethoven. Οι περισσότεροι ξεκινούν από την αρχή: και μάλιστα με βιβλία, όχι με ταξίδια κλπ. Ίσως όμως αγωγή.
Οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονται προφανώς κατά τύχη στον κόσμο: δε διαφαίνεται επάνω τους καμιά αναγκαιότητα υψηλότερης μορφής. Καταπιάνονται μ’ αυτό και μ’ εκείνο, το ταλέντο τους είναι μέτριο. Τι παράξενο! Ο τρόπος που ζουν δείχνει ότι θεωρούν τον εαυτό τους ένα τίποτα, τον χαλαλίζουν καθώς επιδίδονται σε τιποτένια πράγματα (είτε για μικροπρεπή πάθη πρόκειται ή για ασήμαντα μικροπράγματα του επαγγέλματος τους).
Στα λεγόμενα βιοποριστικά επαγγέλματα που καθένας οφείλει να διαλέξει, είναι αποτυπωμένη μια ολιγάρκεια των ανθρώπων: σαν να λένε με το επάγγελμα τους ότι προορισμός μας είναι να φανούμε χρήσιμοι στους συνανθρώπους μας και να τους υπηρετήσουμε, κι ο γείτονας μας επίσης, το ίδιο κι εκείνου ο γείτονας. Κι έτσι καθένας υπηρετεί τον άλλο, κανένας δεν ασκεί ένα επάγγελμα για τον εαυτό του αλλά πάντοτε για χάρη κάποιων άλλων.
Έχουμε έτσι μια χελώνα ακουμπισμένη επάνω σε μιαν άλλη που κι αυτή πάλι έχει ακουμπήσει σε μιαν άλλη και ούτω καθεξής. Όταν καθένας εντοπίζει το σκοπό του σε κάποιον άλλο, τότε κανένας τους δεν έχει ένα δικό του σκοπό για τον οποίο να υπάρχει· κι αυτό το «να υπάρχουμε ο ένας για τον άλλο» είναι η κωμικότερη κωμωδία.
Ματαιοδοξία είναι η αβίαστη κλίση να εμφανίζεται κανείς ως άτομο, ενώ δεν είναι- να εμφανίζεται δηλαδή ως ανεξάρτητος, ενώ είναι εξαρτημένος. Η σοφία είναι το αντίθετο: εμφανίζεται ως εξαρτημένη, ενώ είναι ανεξάρτητη.
Οι ομηρικές σκιές του Άδη – με πρότυπο ποιας λογής ύπαρξη είναι ζωγραφισμένες; Πιστεύω ότι αποτελούν την περιγραφή του φιλολόγου· κάλλιο μεροκαματιάρης παρά μια αναιμική ανάμνηση από τα περασμένα – τα μεγάλα και τα μικρά (θυσία πολλών προβάτων).
Η στάση του φιλολόγου απέναντι στην αρχαιότητα είναι στάση απολογητική ή, ακόμη, καθορίζεται από την πρόθεση του να εντοπίσει στην αρχαιότητα ό,τι εκτιμά η δική μας εποχή. Το σωστό αφετηριακό σημείο είναι το αντίθετο: να ξεκινάς δηλαδή από την επίγνωση για τα στραβά που υπάρχουν στη νεότερη εποχή και να κοιτάς προς τα πίσω – πάρα πολλά πράγματα που μας σκανδαλίζουν στην αρχαιότητα προβάλλουν τότε ως βαθυστόχαστη αναγκαιότητα.
Πρέπει να το αντιληφθεί κανείς ξεκάθαρα ότι γινόμαστε εντελώς παράλογοι όταν υπερασπιζόμαστε την αρχαιότητα και την εξωραΐζουμε: τι είμαστε εμείς!
Αποτελεί λανθασμένη αντίληψη να λέει κανείς ότι πάντοτε υπήρχε μια κάστα που κρατούσε στα χέρια της τη μόρφωση ενός λαού – επομένως, ότι οι άνθρωποι των γραμμάτων είναι απαραίτητοι. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί κατέχουν απλώς τη γνώση σχετικά με τη μόρφωση (κι αυτό μόνο στην καλύτερη περίπτωση). Κάπως πιο μορφωμένοι άνθρωποι θα υπάρχουν και σ’ εμάς, κάστα όχι· αυτοί όμως θα είναι ελάχιστοι.
Μεγάλο μέρος της αξίας της αρχαιότητας έγκειται στο ότι τα κείμενα της είναι τα μόνα τα οποία οι σύγχρονοι άνθρωποι εξακολουθούν να τα διαβάζουν προσεκτικά.
Υπερένταση του μνημονικού – κάτι πολύ συνηθισμένο στους φιλολόγους- περιορισμένη ανάπτυξη της κρίσης.
Όποιος δεν έχει καμιά αίσθηση για το συμβολικό δεν έχει και για την αρχαιότητα: η φράση αυτή έχει την εφαρμογή στους νηφάλιους φιλολόγους.
Σκοπός μου είναι: να ανάψω μεγάλη έχθρα ανάμεσα στον τωρινό «πολιτισμό» και στην αρχαιότητα. Όποιος θέλει να υπηρετήσει το πρώτο πρέπει να μισήσει το δεύτερο.
Κοιτάζοντας προσεκτικά προς τα πίσω οδηγούμαστε στην επίγνωση ότι είμαστε ένας πολλαπλασιασμός πολλών παρελθόντων: πώς θα ήτανε, λοιπόν, δυνατόν να αποτελούμε και τον τελικό στόχο; — Γιατί όμως όχι; Τις περισσότερες ωστόσο φορές διόλου δε θέλουμε να είμαστε ένας τέτοιος σκοπός, ξαναμπαίνουμε αμέσως στη σειρά, δουλεύουμε σε μια γωνίτσα και ελπίζουμε ότι το έργο μας δε θα πάει εντελώς χαμένο για τους επιγενόμενους.
Τούτο όμως είναι πραγματικά πίθος των Δαναΐδων: δεν οδηγεί πουθενά, πρέπει να κάνουμε τα πάντα ξανά από την αρχή για μας και μόνο για μας και, για παράδειγμα, να μετρήσουμε την επιστήμη επάνω μας, θέτοντας το ερώτημα: Τι είναι για εμάς η επιστήμη; Κι όχι: Τι είμαστε εμείς για την επιστήμη;
Στ’ αλήθεια παίρνει κανείς στη ζωή του τον εύκολο δρόμο, αν εκλάβει τον εαυτό του έτσι απλά με ιστορικό πρίσμα και τον θέσει στην υπηρεσία της ιστορίας. «Πάνω απ’ όλα είναι η σωτηρία του εαυτού σου», πρέπει να πούμε μέσα μας, και δεν υπάρχει θεσμός άλλος που να πρέπει να τον σεβαστείς παρεκτός από τη δική σου την ψυχή.
Αλλά τώρα ο άνθρωπος, καθώς μαθαίνει τον εαυτό του, τον βρίσκει αξιολύπητο, τον περιφρονεί, χαίρεται να ανακαλύπτει κάτι αξιοτίμητο έξω από αυτόν. Κι έτσι πετάει σαν κάτι άχρηστο τον εαυτό του, καθώς τον εντάσσει σε κάτι άλλο, και «εκτίει» τη ζωή του εκπληρώνοντας αυστηρά το καθήκον του. Ξέρει ότι δεν εργάζεται για τον εαυτό του· θα βοηθάει όσους τολμούν να υπάρχουν για λογαριασμό τους — όπως ο Σωκράτης.
Οι περισσότεροι άνθρωποι αιωρούνται σαν ένα σμάρι μπαλόνια κάθε πνοή του ανέμου τους μετακινεί πότ’ εδώ και πότε εκεί.
Συμπέρασμα: επιστήμονας πρέπει να γίνεται κανείς από αυτογνωσία, άρα από αυτοπεριφρόνηση, πρέπει δηλαδή να έχει συναίσθηση ότι είναι υπηρέτης ενός Ανωτέρου από αυτόν, που θα ‘ρθει ύστερα από αυτόν. Διαφορετικά είναι πρόβατο.
Δουλειά του ελεύθερου ανθρώπου είναι να ζει για τον εαυτό του και όχι εν αναφορά προς άλλους. Για τούτο οι Έλληνες θεωρούσαν αναξιόπρεπο να ασκεί κανείς ένα επάγγελμα.
Η ελληνική αρχαιότητα δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί, ως ολότητα· είμαι βέβαιος ότι αν κατά παράδοση δεν την περιέβαλλε αυτός ο άκριτος θαυμασμός, οι σύγχρονοι άνθρωποι θα την τίναζαν από πάνω τους με αποστροφή: η αίγλη της, επομένως, είναι κίβδηλη, από χρυσόχαρτο.
Ο ανειλικρινής ενθουσιασμός για την αρχαιότητα, με τον οποίο ζουν πολλοί φιλόλογοι. Στην πραγματικότητα η αρχαιότητα εισβάλλει επάνω μας, όσο είμαστε νέοι, μ’ ένα πλήθος από τετριμμένα πράγματα, ιδίως πιστεύουμε ότι είμαστε πέραν της ηθικής. Ο Όμηρος και ο Walter Scott — ποιος θα ‘παιρνε το βραβείο; Ας είμαστε ειλικρινείς! Αν ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος, δύσκολα θα αναζητούσε κανείς εκεί το επάγγελμα του. Εννοώ: μόνον αργότερα αρχίζει να αχνοφαίνεται τι μπορούν να μας δώσουν οι Έλληνες: όταν πια θα ‘χουμε βιώσει πολλά και θα ‘χουμε στοχαστεί πολύ.
Πιστεύουν ότι η φιλολογία έχει τελειώσει – κι εγώ πιστεύω ότι δεν έχει ακόμη καν αρχίσει.
Τα μεγαλύτερα γεγονότα που έχουν συμβεί στη φιλολογία είναι η εμφάνιση του Goethe, του Schopenhauer και του Wagner: με αυτούς μπορεί κανείς να ρίξει ένα βλέμμα που να φτάνει ως πιο πέρα. Μπορούμε τώρα να ανακαλύψουμε τον 5ο και τον 6ο αιώνα.
Πού γίνεται φανερή η επίδραση της αρχαιότητας; Ούτε στη γλώσσα, ούτε στη μίμηση κάποιου πράγματος, ούτε καν σε κάτι στραβό, όπως αυτό με το οποίο φανέρωσαν αυτή την επίδραση οι Γάλλοι. Τα μουσεία μας κατακλύζονται από κόσμο· νιώθω αηδία όταν βλέπω γυμνές φιγούρες σε ελληνικό στυλ: όταν έχω μπροστά μου αυτό τον Φιλισταϊσμό που θέλει να τα καταπιεί όλα.
Il faut dire la vérité et s’immoler. Voltaire
Ας υποθέσουμε προς στιγμήν ότι υπήρχαν κάποια πιο ελεύθερα και ανώτερα πνεύματα, που δε θα ικανοποιούνταν με τη μόρφωση που είναι τώρα της μόδας και που θα την έσυραν στα δικαστήρια τους να τη δικάσουν. Τι θα είχε να τους πει η κατηγορουμένη;
Προπαντός τούτο: «Ανεξάρτητα από το αν έχετε ή όχι δικαίωμα να με κατηγορείτε, μην τα βάζετε μαζί μου, αλλά με αυτούς που με έπλασαν· αυτοί έχουν χρέος να με υπερασπιστούν, κι εγώ το δικαίωμα να σιωπήσω: είμαι απλώς το δημιούργημα τους».
Θα άρχιζε τότε η ανάκριση των δημιουργών, κι ανάμεσα τους θα ξεχώριζε κανείς και μιαν ολόκληρη τάξη, αυτήν των φιλολόγων. Η τάξη αυτή απαρτίζεται αφενός από ανθρώπους, οι οποίοι χρησιμοποιούν τη γνώση τους γύρω από την ελληνική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα για να παιδαγωγήσουν με αυτήν νέους δεκατριών έως είκοσι χρόνων, και αφετέρου από ανθρώπους που ως έργο τους έχουν να μορφώνουν διαρκώς τέτοιους δασκάλους, δηλαδή από παιδαγωγούς των παιδαγωγών οι φιλόλογοι της πρώτης κατηγορίας διδάσκουν στα γυμνάσια, της δεύτερης είναι καθηγητές στα πανεπιστήμια.
Στους πρώτους εμπιστευόμαστε διαλεχτούς νέους που έγκαιρα έχει γίνει φανερό ότι διαθέτουν ταλέντο και ευγενικό φρόνημα και που οι γονείς τους μπορούν να ξοδέψουν αρκετό χρόνο και χρήματα- αν τους εμπιστευθεί κανείς και άλλους νέους που δεν πληρούν αυτούς τους τρεις όρους, είναι στο χέρι των δασκάλων να μη τους δεχθούν.
Η δεύτερη κατηγορία, αυτή που την απαρτίζουν οι φιλόλογοι του πανεπιστημίου, αναλαμβάνει τους νέους ανθρώπους, που νιώθουν την ανάγκη να αφιερωθούν στο πιο υψηλό και πιο απαιτητικό επάγγελμα: να γίνουν δάσκαλοι και παιδαγωγοί του ανθρώπινου γένους- και αυτοί πάλι έχουν τη δυνατότητα να βάλουν κατά μέρος τους παρείσακτους. Οσάκις λοιπόν καταγγέλλεται η παιδεία μιας εποχής, τούτο ισοδυναμεί με επίθεση κατά των φιλολόγων: είτε δηλαδή σκόπιμα επιδιώκουν εκείνην ακριβώς την κακή παιδεία, επειδή – λόγω διεστραμμένης αντιλήψεως – τη θεωρούν καλή, είτε πάλι δεν την επιδιώκουν αλλά είναι οι ίδιοι πάρα πολύ αδύναμοι για να επιβάλλουν το καλό, που γνωρίζουν ποιο είναι. Η ευθύνη τους επομένως έγκειται στην ελλειμματική γνώση τους ή στην αδυναμία της βούλησης τους. Στην πρώτη περίπτωση θα λέγατε ότι δεν ξέρουν τίποτε καλύτερο, στη δεύτερη ότι δεν μπορούν.
Καθώς όμως οι φιλόλογοι ασκούν το παιδαγωγικό έργο με τη βοήθεια κυρίως της ελληνικής και της ρωμαϊκής αρχαιότητας, η ελλειματική γνώση τους που δεχτήκαμε στην πρώτη περίπτωση θα μπορούσε να εκδηλωθεί είτε με το ότι οι φιλόλογοι δεν κατανοούν την αρχαιότητα, είτε πάλι όμως και με το ότι τη μεταφέρουν κακώς στην εποχή μας ως το πιο σημαντικό τάχα μέσο αγωγής, δεδομένου ότι η αρχαιότητα δεν έχει ή δεν έχει τώρα πια μορφωτική αξία.
Αν αντιθέτως καταλογίσει κανείς στους φιλολόγους αδυναμία της βούλησης τους, σωστά τότε αυτοί θα αναγνώριζαν στην αρχαιότητα εκείνη την παιδευτική σημασία και ισχύ, δε θα ήσαν όμως οι φιλόλογοι τα κατάλληλα εργαλεία, με τα οποία θα ήταν δυνατό να εκδηλώνει η αρχαιότητα αυτή την ισχύ. Πράγμα που σημαίνει ότι κακώς θα ήσαν δάσκαλοι και ότι βρίσκονται σε λαθεμένη θέση. Πώς βρέθηκαν όμως εκεί; Εξαιτίας μιας πλάνης σχετικά με τον εαυτό τους και τον προορισμό τους.
Για να καταλογίσει επομένως κανείς στους φιλολόγους το μέρος της ευθύνης που τους ανήκει για την κακή κατάσταση της σύγχρονης παιδείας θα μπορούσε να συγκεφαλαιώσει τις διαφορετικές δυνατότητες στην ακόλουθη πρόταση.
Τρία πράγματα οφείλει να κατανοήσει ο φιλόλογος προκειμένου να αποδείξει την αθωότητα του: την αρχαιότητα, το παρόν, τον εαυτό του. Η ενοχή του έγκειται στο ότι είτε την αρχαιότητα δεν κατανοεί, είτε το παρόν, είτε τον εαυτό του. Ερώτημα πρώτο: κατανοεί ο φιλόλογος την αρχαιότητα;
------------
Σημείωση
Wir Philologen [Εμείς οι φιλόλογοι] είναι ο τίτλος ενός ακόμη ανολοκλήρωτου Παράκαιρου Στοχασμού. Όπως διαφαίνεται από τις σωζόμενες καταγραφές, ο Nietzsche θα επιχειρούσε εκεί μια συνολική κριτική αποτίμηση της κλασικής φιλολογίας και των φορέων της, των κλασικών φιλολόγων, θα προσπαθούσε να προσδιορίσει τους στόχους των κλασικών σπουδών, θα ανασκεύαζε λανθασμένες αντιλήψεις για την κλασική – ιδίως την Ελληνική – αρχαιότητα, θα αμφισβητούσε την αξίωση των φιλολόγων ότι πρέπει να έχουν αυτοί υπό τον έλεγχο τους την εκπαίδευση, κυρίως όμως θα τόνιζε ότι σε τελική ανάλυση η κλασική φιλολογία είναι επιστήμη «χαμηλών προδιαγραφών», η οποία πάντοτε θα χρειάζεται να τη στεφανώνει ένα πλατύτερο φιλοσοφικό όραμα· στο πλαίσιο αυτό ο Νίτσε θα προσπαθούσε ακόμη να αποσαφηνίσει και τη δική του θέση απέναντι στην επιστήμη του.
Οι κατάλοιπες καταγραφές ανάγονται στο χρονικό διάστημα από το φθινόπωρο του 1874 ως το καλοκαίρι του επομένου έτους, ανήκουν δηλαδή στην περίοδο που ο Νίτσε ήταν καθηγητής της κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας (1869-1879), και απλώνονται σε εκατό, περίπου, σελίδες του 8ου τόμου της Kritische Studienausgabe (Βερολίνο 1980). Από τα σημειώματα αυτά μεταφράσαμε εδώ όσα έχει συμπεριλάβει ο K. Schiechta στον τελευταίο τόμο της δικής του τρίτομης έκδοσης των Απάντων του Νίτσε.
Σχετικά με αυτά τα περισσότερο ή λιγότερο πρόχειρα σχεδιάσματα (ορισμένα αποτελούν απλώς στηρίγματα της μνήμης), ο αναγνώστης πρέπει να έχει υπ’ όψη του ότι δεν πρόκειται για καθαυτό αποσπάσματα, δηλαδή σπαράγματα από ένα ολοκληρωμένο έργο, αλλά για απομεινάρια από το προζύμι με το οποίο πλαθόταν κάτι που έμελλε να μην ολοκληρωθεί ποτέ – που. όμως, ακόμη και σε αυτή την ατελή μορφή του διατηρεί την αξία του. Γιατί αν αναλογιστούμε ότι στα εκατόν είκοσι χρόνια που κύλισαν από τότε η κλασική φιλολογία δεν έχει, ουσιαστικά, αλλάξει τροχιά, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτά τα ταπεινά απομεινάρια εξακολουθούν να είναι και επίκαιρα και προφητικά!