Να συγκαλείς τη συνέλευση των πολιτών σε διαστήματα τακτά
Η Σπάρτη υπήρξε η ισχυρότερη ελληνική πόλη για τριακόσια περίπου χρόνια. Από τον ύστερο 7ο έως τον πρώιμο 4ο αιώνα, αυτή η δωρική κοινωνία με την εκτεταμένη επικράτεια κυριαρχούσε στην πολεμική σκηνή της Ελλάδας - ειδικά της Πελοποννήσου. Η πολιτική και στρατιωτική της δύναμη ήταν το αποτέλεσμα θεσμικών μεταρρυθμίσεων που αποδόθηκαν στον θρυλικό Λυκούργο. Βάση τους ήταν μια ῥήτρα («συμφωνία, συνθήκη») που είχε την έγκριση του μαντείου των Δελφών.
Τόσο το πρόσωπο όσο και το νομοθετικό έργο του Λυκούργου είναι χαμένα στην ομίχλη του μύθου. Πάντως, από τον 6ο αιώνα η Σπάρτη παρουσίαζε μια εικόνα αρκετά διαφορετική από αυτή της πολιτιστικά προηγμένης πόλης όπου ανθούν τα γράμματα και οι τέχνες, όπως ακριβώς ήταν πριν. Όλη η ενέργειά της ήταν πλέον αφιερωμένη σε ένα και μόνο μέλημα: τη στρατιωτική υπεροχή. Οι πολεμικές παροτρύνσεις του Τυρταίου αποτελούν την καλύτερη δίοδο πρόσβασης στο ήθος της Σπάρτης κατά τη διάρκεια της ιστορικής εμπέδωσής του. Ο ποιητής όμως μας κατατοπίζει ελάχιστα για την πολιτική πραγματικότητα της εποχής του. Για τις σημαντικές πολιτειακές μεταρρυθμίσεις του 7ου αιώνα είμαστε αναγκασμένοι να ανατρέχουμε σε μεταγενέστερους συγγραφείς (από τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα έως τον Πλούταρχο), πολλοί από τους οποίους είχαν υποστεί την επίδραση μιας επιτυχημένης σπαρτιατικής προπαγάνδας μακράς διάρκειας. Σαν τις παραισθήσεις που δημιουργούνται στους ταξιδιώτες της ερήμου, η εικόνα της Σπάρτης μετεωρίζεται ανάμεσα στον θρύλο και την ιστορία.
Σύμφωνα με μια εύλογη υπόθεση, τρεις φυλές Δωριέων, των οποίων τα ονόματα διατηρήθηκαν στα ιστορικά χρόνια, εισέβαλαν γύρω στον 11ο αιώνα από τον βορρά στην περιοχή της Λακωνίας, κατέκτησαν τον εντόπιο πληθυσμό και τον εξανάγκασαν σε ένα ιδιαίτερο είδος δουλείας. Οι εἵλωτες, όπως ονομάστηκαν οι προηγούμενοι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής (με μια λέξη που μάλλον σήμαινε τους «κατακτημένους»), περιήλθαν στην κατοχή των Σπαρτιατών γαιοκτημόνων, αλλά δεν έγιναν ατομική ιδιοκτησία τους, όπως ήταν οι δούλοι στις άλλες πόλεις. Οι είλωτες λογίζονταν πάντοτε περιουσία της πόλης. Οι περισσότεροι δεν εργάζονταν στα σπίτια των κυρίων τους ούτε διαβιούσαν μαζί με ελεύθερους πολίτες, αλλά ασχολούνταν με την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή και ζούσαν σε καλύβες μέσα στα χωράφια ως δουλοπάροικοι.
Εξαιτίας των συνθηκών διαβίωσής τους, οι είλωτες είχαν σχετική αυτονομία σε σύγκριση με τους οικόσιτους δούλους άλλων πόλεων. Συγκροτούσαν οικογένειες, κατείχαν περιουσιακά στοιχεία -μέχρι και την επικαρπία γης-, τελούσαν δικές τους θρησκευτικές λατρείες και διατηρούσαν τα έθιμά τους. Το κυριότερο: ήταν όλοι Έλληνες, όπως ακριβώς και οι δεσπότες τους. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε αργότερα ως μία από τις πολλές ιδιαιτερότητες της Σπάρτης - μολονότι δεν συνέβαινε μόνο εκεί. Παρά τη σχετική αυτονομία τους, οι είλωτες (που έφταναν κάποτε να είναι έως και δέκα φορές πολυπληθέστεροι από τους ελεύθερους πολίτες) ζούσαν σε καθεστώς ιδιαίτερης καταπίεσης. Η παρουσία τους αποτελούσε μόνιμο κίνδυνο για την πολιτική σταθερότητα της Σπάρτης. Για να αποφευχθεί το μίασμα που θα προκαλούσε ο φόνος τους, αλλά και για να είναι δυνατή η άμεση καταστολή οποιασδήποτε επαναστατικής τους ενέργειας, η Σπάρτη κήρυσσε επίσημα συμβολικό πόλεμο εναντίον τους κάθε χρόνο. Με τον τρόπο αυτό οι ελεύθεροι πολίτες μπορούσαν να σκοτώνουν είλωτες χωρίς να λογοδοτούν. Μάλιστα, η αυστηρότατη εκπαίδευση των νεαρών Σπαρτιατών, γνωστή ως ἀγωγή, περιλάμβανε ενέδρες και θανατώσεις ειλώτων ως μέρος των θεσπισμένων τελετών ενηλικίωσής τους. Οι υπόδουλοι ζούσαν διαρκώς κάτω από τον ζυγό της επίσημης κρατικής τρομοκρατίας.
Καθώς ήταν οι μόνοι που δούλευαν στη γη των πολιτών και επίσης η μοναδική πηγή εργατικού δυναμικού για όλες τις χειρωνακτικές εργασίες, οι είλωτες αποτελούσαν τον σημαντικότερο παράγοντα στην οικονομία της Σπάρτης. Ο άλλος ήταν οι περίοικοι, αυτόνομες ομάδες ανθρώπων που κατοικούσαν στην περιφέρεια. Οι περίοικοι καλλιεργούσαν τη δική τους (λιγότερο εύφορη) γη, ασχολούνταν με την αλιεία και το εμπόριο και διέθεταν ελευθερία κινήσεων. Επίσης, είχαν περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα, τα οποία ασκούσαν στις μικρές κοινότητές τους. Επειδή θεωρούνταν Λακεδαιμόνιοι (δηλαδή ελεύθεροι κάτοικοι της Σπάρτης), αλλά όχι Σπαρτιάτες πολίτες, οι περίοικοι συμμετείχαν, μαζί με τους πολίτες, σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις της πόλης.
Ο συνολικός πληθυσμός των κατοίκων της Σπάρτης ήταν, συνεπώς, διαστρωματωμένος σε τρεις τελείως διακριτές κοινωνικές ομάδες, με πληθυσμό αντιστρόφως ανάλογο των πολιτικών δικαιωμάτων της καθεμίας: τους σχετικά λιγοστούς ελεύθερους Σπαρτιάτες, τους πολυπληθέστερους περίοικους, που ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, και τις μεγάλες μάζες των υποδουλωμένων ειλώτων.
Το ἄστυ, η πολιτική καρδιά της Σπάρτης -εκεί που βρίσκεται η σημερινή πόλη- προήλθε από τον συνοικισμό τεσσάρων χωριών (στα οποία προστέθηκαν κατόπιν οι Αμύκλες) και παρέμεινε για πολλούς αιώνες ατείχιστο, ως ένδειξη αυτοπεποίθησης και δύναμης. Η αρχαία πόλις, όμως, της Σπάρτης εκτεινόταν σε ολόκληρο το νότιο τμήμα της Πελοποννήσου. Αρχικά περιλάμβανε μόνο τη Λακωνία και συγκεκριμένα την εύφορη κοιλάδα του Ευρώτα, ανάμεσα στον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα. Κατά το τελευταίο τρίτο του 8ου αιώνα (περ. 735-715), όμως, οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν, μάλλον λόγω υπερπληθυσμού, να προσαρτήσουν τη Μεσσηνία στα δυτικά του Ταΰγετου. Κατέλαβαν τη νέα περιοχή με πόλεμο και τη διατήρησαν με σκληρή καταπίεση του επίσης ελληνικού πληθυσμού, τον οποίο υποδούλωσαν αμέσως.
Σε όλη τη διάρκεια της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής, οι Μεσσήνιοι είλωτες αγωνίζονταν να ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους. Εξεγέρθηκαν για πρώτη φορά γύρω στο μέσον του 7ου αιώνα, όταν, με αρχηγό τον θρυλικό Αριστομένη, κατόρθωσαν να βρουν συμμάχους σε πόλεις της Πελοποννήσου και να απειλήσουν τη Σπάρτη. Η επανάστασή τους απέτυχε. Οι μάχες από την πλευρά των Σπαρτιατών, σε αυτόν τον λεγόμενο Β' Μεσσηνιακό Πόλεμο -πρώτος θεωρήθηκε η αρχική κατάκτηση της περιοχής- δόθηκαν με τον νέο οπλιτικό τρόπο της φάλαγγας. Η ιστορία επαναλήφθηκε, με λιγότερο συντριπτική νίκη των Σπαρτιατών, δύο αιώνες αργότερα, κατά τη διάρκεια του επονομαζόμενου Γ' Μεσσηνιακού Πολέμου, για τον οποίο είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι. Ο πόλεμος διήρκεσε δέκα περίπου χρόνια (περ. 465-455), και τελικά οι εξεγερμένοι Μεσσήνιοι, που είχαν κλειστεί στην Ιθώμη μαζί με άλλους είλωτες από τη Λακωνία, αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Η διατήρηση της Μεσσηνίας υπήρξε επί μακρόν επίπονη υπόθεση για τη Σπάρτη, αλλά μείωσε σημαντικά την ανάγκη της για αποικισμό σε μακρινές περιοχές.
Πριν από την επιτυχία του Β' Μεσσηνιακού Πολέμου, οι Σπαρτιάτες είχαν υποστεί ατιμωτική ήττα από τους Αργείους το 669 στη μάχη των Υσιών. Η νίκη των Αργείων, που ήταν έως τότε η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Πελοποννήσου, οφειλόταν πιθανόν στην πρώιμη χρήση της φάλαγγας. Οι Λακεδαιμόνιοι υιοθέτησαν αμέσως την αποτελεσματική αυτή στρατιωτική μηχανή και τελειοποίησαν τη χρήση της. Τότε συντελέστηκαν οι πολιτικές αλλαγές που μετασχημάτισαν τη Σπάρτη σε αδιαμφισβήτητα πρώτη στρατιωτική δύναμη της Ελλάδας και τότε εντοπίζονται οι απαρχές της μεγάλης συμμαχίας της με τις άλλες πόλεις της Πελοποννήσου (πλην του Άργους), που είναι σήμερα γνωστή ως Πελοποννησιακή. Στη συμμαχία αυτή η Σπάρτη παρείχε πολιτική και στρατιωτική στήριξη για ανατροπή τυραννικών καθεστώτων και επίλυση εδαφικών διαφορών, ενώ οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοι τη βοηθούσαν να διατηρεί την εσωτερική σταθερότητά της, που βασιζόταν, όπως και η οικονομία της, στην εκμετάλλευση ενός μεγάλου υπόδουλου πληθυσμού.
Μετά την οριστική κατάκτηση της Μεσσηνίας, μια αναδιανομή της καλλιεργήσιμης γης στο μέσον του 7ου αιώνα επέτρεψε τη δημιουργία ενός σχετικά διευρυμένου σώματος οπλιτών, που πιθανότατα έφτασε τις 9.000. Πολιτικά δικαιώματα απέκτησαν όλοι οι νέοι κάτοχοι γης που μπορούσαν να συνεισφέρουν στα κοινά συσσίτια (ή φιδίτια), ένα από τα πιο ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του σπαρτιατικού βίου. Κριθαρένιο αλεύρι, κρασί, σύκα και τυρί ήταν τα συνηθισμένα είδη που οι είλωτες αναγκάζονταν να παρέχουν στους κατόχους των αγροτεμαχίων που καλλιεργούσαν. Από τα τρόφιμα αυτά ένα μεγάλο μέρος πήγαινε στην κοινή σίτιση των οπλιτών. Η καθημερινή συμμετοχή στα συσσίτια ήταν υποχρεωτική για όλους τους ελεύθερους άρρενες πολίτες. Αυτοί οι πολίτες-οπλίτες ονομάζονταν ὅμοιοι (για να δηλωθεί η πολιτική ισότητα και η αδελφοσύνη τους) και ήταν οι μόνοι αρμόδιοι για την πολιτική και τον πόλεμο. Έχοντας πλήρως απαλλαγεί από τις καθημερινές φροντίδες βιοπορισμού, επιδίδονταν αποκλειστικά στη σωματική άσκηση και τη βελτιστοποίηση της αλκής, μάθαιναν να ζουν λιτά και να αντέχουν στις κακουχίες και είχαν, σε σχέση με τις άλλες πόλεις, μάλλον χαλαρό καθημερινό οικογενειακό βίο, αλλά εξίσου σθεναρές οικογενειακές παραδόσεις.
Ολόκληρη η ζωή των Σπαρτιατών ήταν μια διαρκής προετοιμασία για τον πόλεμο. Τα πολιτιστικά αγαθά του λόγου και της τέχνης τούς έγιναν ξένα και απεχθή. Η ποίηση ατόνησε. Οι καλές τέχνες περιέπεσαν σε ύφεση. Φιλοσοφία και επιστήμη δεν αναπτύχθηκαν ποτέ. Η ρητορεία αποθαρρύνθηκε. Από τους δύο στυλοβάτες της ομηρικής αρετής, η Σπάρτη επέλεξε να τελειοποιήσει μόνο τον έναν: την αποτελεσματική πράξη, κυρίως στην αντιμετώπιση εχθρών. Ο ευφράδης λόγος άφηνε τους πολίτες της αδιάφορους και συχνά τους έβρισκε εχθρικούς. Οι Σπαρτιάτες άρχισαν μάλιστα να φοβούνται τόσο πολύ τη διαβρωτική επιρροή άλλων ελληνικών πόλεων πάνω στο ήθος της δικής τους ιδιοπροσωπίας, ώστε ανέπτυξαν έντονη ξενοφοβία με συχνές απελάσεις ανεπιθύμητων προσώπων (ξενηλασίας). Στη Σπάρτη η παρουσία μετοίκων, γνωστή σε άλλες ελληνικές πόλεις, ήταν αδιανόητη, το εμπόριο υποτυπώδες και ανταλλακτικό, η κυκλοφορία νομισμάτων περιορισμένη -αντί κανονικών κερμάτων χρησιμοποιούσαν κυρίως δύσχρηστες σιδερένιες ράβδους- και η σχέση με τη θάλασσα συρρικνωμένη στις ανάγκες του πολέμου. Ωστόσο, η Σπάρτη ανέπτυξε πνευματικό πολιτισμό μέσα στις ψυχές των πολιτών της. Το πολίτευμά της, τόσο ιδιόμορφο όσο και το ήθος που ανδρώθηκε μέσα του, υπήρξε βασική αιτία της φήμης που απέκτησε στην αρχαιότητα.
Η Σπάρτη είχε βασιλεία. Η βασιλεία της όμως δεν ήταν μοναρχική. Για τις απαρχές του θεσμού δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες, αλλά ο Ηρόδοτος διηγείται μια ωραία ιστορία για το πώς προέκυψε το παράδοξο καθεστώς της διπλής βασιλείας. Παλιά -εξηγεί- μία και μοναδική ήταν στη Σπάρτη η βασιλική οικογένεια, όπως παντού στον πρώιμο ελληνικό κόσμο, και η διαδοχή στο ύπατο αξίωμα γινόταν με τον γνωστό κληρονομικό τρόπο. Η γυναίκα όμως του νεκρού βασιλιά Αριστόδημου γέννησε δίδυμα και προσποιήθηκε ότι δεν γνώριζε ποιο από τα δύο παιδιά της ήταν πρεσβύτερο. Ήθελε να ανέβουν και τα δύο στον θρόνο. Οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν σε μεγάλο δίλημμα και αποφάσισαν να λύσουν το μυστήριο ρωτώντας το μαντείο των Δελφών. Η Πυθία αποκρίθηκε ότι έπρεπε να θεωρήσουν και τα δύο παιδιά βασιλείς, αλλά να τιμήσουν περισσότερο εκείνο που γεννήθηκε πρώτο. Οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν και πάλι σε απορία. Η λύση δόθηκε από έναν Μεσσήνιο, ονόματι Πανίτη (που σημαίνει τον υφαντουργό, αλλά μπορεί επίσης να δηλώσει τον πανούργο που διεισδύει παντού), ο οποίος πρότεινε να κατασκοπεύσουν τη μάνα και να δουν ποιο παιδί φροντίζει πρώτο στο τάισμα και το πλύσιμο. Η ιδέα υπήρξε επιτυχής. Οι Σπαρτιάτες ανακήρυξαν και τα δύο παιδιά βασιλείς, αλλά αναγνώρισαν τα πρωτεία τιμής στον Ευρυσθένη. Ο αδελφός του Προκλής αποδείχθηκε πολύ διαφορετικός χαρακτήρας, και οι δύο βασιλικές οικογένειες που προέκυψαν (οι Αγιάδες και οι Ευρυποντίδες) διέφεραν σημαντικά στη νοοτροπία. Κατά παράδοση οι Αγιάδες, οι απόγονοι του Ευρυσθένη, αναγνωρίζονταν ως ανώτεροι.
Η ιστορία αυτή μπορεί να μην αποτελεί ιστορικό γεγονός. Δείχνει όμως μια ιδιαιτερότητα του πολιτεύματος της Σπάρτης που χρησιμοποιήθηκε τελικά προς όφελος του πολέμου. Από τον ύστερο 6ο αιώνα μόνο ο ένας από τους δύο βασιλείς πρωτοστατούσε ως αρχηγός στα εκστρατευτικά σώματα έξω από τα σύνορα της πόλης. Ο άλλος παρέμενε στη Σπάρτη. Η συνεχής απειλή των ειλώτων ίσως συνέβαλε σε αυτή τη διευθέτηση. Οπωσδήποτε όμως έπρεπε να αποτρέπεται η πιθανή διχογνωμία των βασιλέων στις κρίσιμες ώρες της μάχης. Σε καιρό πολέμου ο ένας βασιλιάς φρόντιζε τα εσωτερικά ζητήματα της πόλης και ο άλλος ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της εκστρατείας.
Στο πολίτευμα της Σπάρτης υπήρχαν και άλλες ιδιαιτερότητες. Μία από αυτές ήταν η Γερουσία. Στο σώμα αυτό εκλέγονταν είκοσι οκτώ επιφανείς πολίτες, ηλικίας άνω των εξήντα ετών, για να υπηρετήσουν την πόλη διά βίου. Η εκλογή γινόταν από τους ομοίους. Στο σώμα συμμετείχαν αυτοδικαίως και οι δύο βασιλείς, με διπλή μάλιστα ψήφο ο καθένας, ώστε ο συνολικός αριθμός των ανδρών της Γερουσίας έφτανε τους τριάντα. Μάλιστα, σε περίπτωση απουσίας ενός βασιλιά, υπήρχε η δυνατότητα εκπροσώπησής του στη Γερουσία από κάποιο προσφιλές και έμπιστο πρόσωπο.
Η Γερουσία είχε πολλές αρμοδιότητες. Στη δικαιοδοσία της ανήκαν η εφαρμογή του νόμου, η διατήρηση της τάξης και, κυρίως, η προεργασία των θεμάτων που θα έρχονταν για έγκριση στη συνέλευση των ομοίων. Η συνέλευση των ομοίων, που ονομαζόταν Ἐκκλησία τοῦ Δάμου ή απλώς δᾶμος (δωρική μορφή του δήμου), ήταν το κύριο εκτελεστικό όργανο και η βάση του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Το μικρό κείμενο της «λυκούργειας» ρήτρας, που διασώζει ο Πλούταρχος, όριζε ότι «στον δήμο ανήκει η εξουσία και η δύναμη» της πόλης. Στην Εκκλησία του Δήμου συμμετείχαν όλοι οι ελεύθεροι ενήλικες άρρενες πολίτες. Στις συνελεύσεις της γινόταν συζήτηση και εκφράζονταν διαφορετικές απόψεις, αλλά δεν μπορούσαν να πάρουν τον λόγο όλοι οι όμοιοι με την ίδια ευκολία. Οι αντιλογίες συνήθως περιορίζονταν στα μέλη των ανώτερων οικογενειών. Οι τελικές αποφάσεις (για αποδοχή ή απόρριψη των προτάσεων της Γερουσίας) λαμβάνονταν διά βοής.
Μεγάλη εξουσία στη Σπάρτη είχαν επίσης οι πέντε ἔφοροι, άρχοντες εκλεγμένοι από την Εκκλησία του Δήμου, με πολλές εκτελεστικές και δικαστικές αρμοδιότητες - άλλη μια ιδιαιτερότητα του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Η ενιαύσια θητεία τους δεν επιτρεπόταν να ανανεωθεί, και το γεγονός αυτό μείωνε τον πιθανό καιροσκοπισμό των αποφάσεών τους. Ο θεσμός των εφόρων, που ήταν οι «επιστάτες» του κράτους, εισήχθηκε σε στάδιο μεταγενέστερο από τους άλλους τρεις πολιτικούς θεσμούς (τη διπλή βασιλεία, τη Γερουσία και την Εκκλησία του Δήμου) και είχε ως στόχο την τήρηση της νομιμότητας στην καθημερινή ζωή και τον έλεγχο της βασιλικής αυθαιρεσίας. Σταδιακά η δύναμη των εφόρων αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τρέμουν ενώπιόν τους οι πάντες, ακόμη και οι βασιλείς. Από τους εφόρους, δύο ακολουθούσαν πάντοτε τα εκστρατευτικά σώματα εκτός των συνόρων.
Η Σπάρτη έγινε υπόδειγμα πολιτείας για αρκετούς συγγραφείς της αρχαιότητας. Στο ιδιόρρυθμο πολίτευμά της, με τους πολλούς ελεγκτικούς μηχανισμούς και την έμφαση στο δημόσιο συμφέρον, πολλοί έβλεπαν την αληθινή πραγματοποίηση της ευνομίας.
Γραπτοί νόμοι στη Σπάρτη δεν υπήρχαν. Το δίκαιο της πόλης ήταν εξαρχής και παρέμεινε μέχρι το τέλος εθιμικό. Με την προσκόλληση στην παράδοση και το συντηρητικό πνεύμα που ανέπτυξε, η Σπάρτη δεν γνώρισε τυραννία ή άλλη πολιτειακή αλλαγή για αιώνες. Τουλάχιστον ως ιδανικό, το ήθος ζωής που διέπνεε την πόλη διατηρήθηκε επίσης σχετικά σταθερό.
Τα συμπόσια των αριστοκρατών, με τις εταίρες, τη μουσική και το άφθονο κρασί, ήταν άγνωστα στη Σπάρτη. Αντίθετα, ήταν υποχρεωτικά τα συσσίτια, που ενίσχυαν καθημερινά τους δεσμούς μεταξύ των πολιτών. Ο γάμος ήταν υποχρέωση του πολίτη και η τεκνοποιία επιβεβλημένη. Ο ψόγος των Σπαρτιατών για τους ανύμφευτους και άτεκνους συμπολίτες τους ήταν συχνά αμείλικτος.
Σε σύγκριση με άλλες ελληνικές πόλεις, τα κορίτσια της Σπάρτης παντρεύονταν σε μεγαλύτερη ηλικία (γύρω στα δεκαοκτώ) και οι άνδρες σε μικρότερη (κάτω από τριάντα). Αυτή η σχετικά περιορισμένη ηλικιακή διαφορά των συζύγων θεωρούνταν ότι ενώνει τα σώματά τους σε παράλληλη ακμή. Για να τονωθεί μάλιστα η γονιμοποιός δύναμη του σπέρματος που μειώνεται -όπως διατείνονταν- από τη συμβίωση και την καθημερινή συναναστροφή, απαγορευόταν στους Σπαρτιάτες να βλέπουν τις γυναίκες τους στα φανερά. Έτσι, η ερωτική επαφή καλύφθηκε με χαρακτηριστική αιδημοσύνη, ενώ η ίδια η τελετή του γάμου θεωρήθηκε μια συμβολική βίαιη αρπαγή.
Στις διαθέσιμες αρχαίες πηγές υπογραμμίζεται έντονα το γεγονός ότι η πόλη ακολουθούσε αυστηρούς ευγονικούς κανόνες. Αν και πολλές περιπτώσεις βρεφών θα πέρασαν οπωσδήποτε απαρατήρητες, η έγκριση του κράτους ήταν καταρχήν απαραίτητη για την ανατροφή ενός νεογέννητου παιδιού, και υποτίθεται ότι την έδιναν οι έφοροι ως αρμόδιοι για όλα τα ζητήματα του καθημερινού βίου. Λέγεται, επίσης, ότι ο άτεκνος σύζυγος μπορούσε, αν ήθελε, να παραχωρήσει τη γυναίκα του σε κάποιον νεότερο και δυνατό Σπαρτιάτη για τεκνοποιία.
Ανεξάρτητα από την ιστορική ακρίβεια αυτών των πληροφοριών, γεγονός παραμένει ότι ολόκληρη η ερωτική ζωή των Λακεδαιμονίων πολιτών ήταν ιδεολογικά προσανατολισμένη στη δημιουργία ρωμαλέων απογόνων. Στο ίδιο πνεύμα οι Σπαρτιάτισσες είχαν ελευθερίες και προνόμια που θα ήταν απίστευτα οπουδήποτε αλλού στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Στη Σπάρτη, και μόνο εκεί, επιτρεπόταν -ή μάλλον επιβαλλόταν- στις γυναίκες να γυμνάζονται και να μετέχουν σε αγώνες, τα δε νεαρά κορίτσια αγωνίζονταν γυμνά, όπως και οι συνομήλικοί τους έφηβοι.
Η Σπάρτη διέθετε ένα περίτεχνο σύστημα οργάνωσης των νέων σε ηλικιακές κατηγορίες, με δυσνόητες ονομασίες και χαρακτηριστικά προνόμια των μεγαλυτέρων έναντι των νεοτέρων. Η αυστηρή παιδεία των νέων από την ηλικία των επτά ετών μέχρι την ενηλικίωση στα είκοσι (ἀγωγή) ήταν κρατική υπόθεση και αποσκοπούσε στην πειθαρχία και τη μεγαλύτερη δυνατή εμπέδωση του αγωνιστικού πνεύματος. Για τα επόμενα δέκα χρόνια το κράτος παρέμενε επίσης υπεύθυνο για τη σωματική κατάσταση των ανδρών του. Στις μεγαλύτερες ηλικίες, το κυνήγι παρείχε σε καιρούς ειρήνης ένα υποκατάστατο του πολέμου και ήταν, μαζί με τη γύμναση, μια διά βίου ἀγωγή. (Στην αρχαιότητα η Σπάρτη υπήρξε επίσης διάσημη για τα κυνηγετικά σκυλιά της.) Αρχαίοι φιλολάκωνες συγγραφείς, όπως ο Αθηναίος ιστορικός Ξενοφών, τα έβλεπαν όλα αυτά με απεριόριστο και απροσποίητο θαυμασμό.
Με αυστηρή έννοια, ιδιωτική ζωή για τους ομοίους δεν υπήρχε. Ολόκληρος ο βίος τους βρισκόταν κάτω από την επιστασία του κράτους, που μεριμνούσε για την αλκή, τη ρώμη και την πολεμική υπεροχή. Στις εκστρατείες τους οι Σπαρτιάτες συνοδεύονταν, για όλες τις αναγκαίες χειρωνακτικές εργασίες, από μεγάλο αριθμό ειλώτων, που σε μία τουλάχιστον περίπτωση έφτασε τους επτά για κάθε οπλίτη. Για ευνόητους λόγους οι είλωτες δεν είχαν δικά τους όπλα και συνήθως δεν πολεμούσαν - αν και ορισμένες φορές οι Σπαρτιάτες αναγκάστηκαν να τους χρησιμοποιήσουν επικουρικά. Οι περίοικοι, από την άλλη, υπηρετούσαν σε χωριστές μοίρες στρατού.
Αντίθετα με τους περισσότερους Έλληνες, που θεωρούσαν την κόμη γυναικείο χαρακτηριστικό, οι Σπαρτιάτες άφηναν μακριά μαλλιά, σαν τους ομηρικούς Αχαιούς -δείγμα ότι δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τη χειρωναξία-, τα οποία άλειφαν με λάδι τακτικά, και οπωσδήποτε πριν από τις μάχες. Η στρατιωτική περιβολή τους ήταν κόκκινη σαν αίμα (για να φοβίζει τον αντίπαλο και να περιορίζει την εμφάνιση των πληγών) και οι ασπίδες τους επενδεδυμένες με στρώση χαλκού, για να γυαλίζονται εύκολα και να λάμπουν στον ήλιο. Το θέαμα μιας σπαρτιατικής φάλαγγας σε πλήρη σχηματισμό πρέπει να ήταν εντυπωσιακό και ταυτόχρονα τρομακτικό.
Ο πόλεμος ήταν για τους Σπαρτιάτες το πραγματικό πεδίο επίδειξης των σωματικών και ψυχικών αρετών, στις οποίες στόχευε ολόκληρη η ειρηνική διαβίωση μέσα στην πόλη. Στο επικίνδυνο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, εκεί που όλα κρίνονταν μέσα σε ελάχιστο χρόνο, βρήκαν οι Σπαρτιάτες το βαθύτερο νόημα της αγωνιστικής τους ύπαρξης. Αυτοί που τόσο υμνήθηκαν για τη σχεδόν κοριτσίστικη αιδώ μέσα στην πόλη τους, και ιδιαίτερα έναντι των πρεσβυτέρων, γίνονταν ομαδικά θρασείς στο πεδίο της μάχης. Όσοι εγκατέλειπαν τη θέση τους από δειλία, οι τρέσαντες («αυτοί που φοβήθηκαν»), έχαναν αυτομάτως τα πολιτικά δικαιώματα και την περιουσία τους και υποβιβάζονταν, αν επέστρεφαν στην πατρίδα, σε αμφίβολη και ατιμασμένη κοινωνικά θέση.
Το σπαρτιατικό ήθος υπήρξε επίσης διάσημο για τη «λακωνικότητά» του. Ο Πλούταρχος αναφέρει σωρεία σύντομων απαντήσεων που υποτίθεται ότι έδωσαν σημαντικοί Σπαρτιάτες σε διάφορες περιστάσεις. Οι ολιγόλογες αυτές ρήσεις διακρίνονται για την αποφθεγματική διαύγεια με την οποία κυριολεκτικά καθήλωναν την πραγματικότητα. Η ιδιότυπη «φιλοσοφία» που ανέπτυξε η Σπάρτη, ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο τόσο πολύ θαυμάστηκε σε αρχαίους και νεότερους χρόνους και το πραγματικό έργο του πολιτισμού της, που δεν έχει επιζήσει στα υλικά κατάλοιπα του τόπου (όπως είχε προειδοποιήσει με διορατικότητα ο Θουκυδίδης), ήταν η καίρια και διεισδυτική ματιά στην καρδιά της παλλόμενης από τον αγώνα ζωής. Η οξύτητα του ιδιαίτερου αυτού βλέμματος γεννήθηκε μέσα στους αγώνες του 7ου και του 6ου αιώνα.
Ένας μεγάλος βράχος έπεσε πάνω στους άρχοντες
Γύρω στο 500 οι Σπαρτιάτες κάλεσαν τους Πελοποννήσιους συμμάχους τους σε σύσκεψη. Είχαν κάνει ένα σοβαρό λάθος στην εξωτερική πολιτική και επιθυμούσαν να επανορθώσουν το ταχύτερο. Ισχυρίστηκαν ότι, παραπλανημένοι από χαλκευμένους χρησμούς, ανέτρεψαν τον τύραννο της Αθήνας, τον Ιππία, μολονότι ήταν φιλικός προς αυτούς, και παρέδωσαν την πόλη σε έναν αχάριστο δήμο. Οι Αθηναίοι ωστόσο, παρά την ευεργεσία, σήκωσαν κεφάλι και τους έδιωξαν από την πόλη (αντί να ενταχθούν, όπως αναμενόταν, στη συμμαχία τους). Ελεύθεροι πλέον και ανεξάρτητοι, γίνονταν καθημερινά ισχυρότεροι. Επιθυμούσαν λοιπόν οι Σπαρτιάτες, με τη βοήθεια των συμμάχων τους, να αποδώσουν την εξουσία και πάλι στον τύραννο.
Ο Ηρόδοτος, που αφηγείται την ιστορία, εμφανίζει τον αντιπρόσωπο των Κορίνθιων στη σύσκεψη να εξανίσταται και βάζει στο στόμα του τα ακόλουθα λόγια:
Ο ουρανός θα βρεθεί κάτω από τη γη και η γη θα βρεθεί μετέωρη πάνω από τον ουρανό και οι άνθρωποι θα ζουν με θαλασσινό νερό και τα ψάρια στη στεριά, όταν εσείς, Λακεδαιμόνιοι, ετοιμάζεστε να καταργήσετε στις διάφορες πόλεις την ἰσοκρατίαν και να επιβάλετε τυραννίες, που απ᾽ αυτές δεν υπάρχει πιο άδικο και σκληρό καθεστώς. Αν νομίζετε ότι είναι σωστό να υπάρχουν τυραννίες στις πόλεις, τότε εσείς πρώτοι διαλέξτε έναν τύραννο και τότε μόνο προσπαθήστε να επιβάλετε και στους άλλους τυραννία. Αλλά εσείς δεν έχετε δοκιμάσει την τυραννία και προφυλάσσετε με όλα τα μέσα τη Σπάρτη για να την αποφύγει, ενώ θέλετε να την επιβάλετε στους συμμάχους σας.
Την εποχή που έγινε η σύσκεψη, η τυραννία ήταν πολίτευμα μισητό στον ελληνικό κόσμο. Πολλές ελληνικές πόλεις είχαν διακυβερνηθεί από τυράννους τους οποίους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατάφεραν να ανατρέψουν - συχνά με τη βοήθεια της Σπάρτης. Ο αντιπρόσωπος των Κορίνθιων, οι οποίοι διέθεταν μεγάλο κύρος στη συμμαχία, θεώρησε χρήσιμο να αφηγηθεί τη δική τους εμπειρία. Την πόλη τους διοικούσαν κάποτε οι Βακχιάδες, μια ομάδα ευγενών που παντρεύονταν μόνο μεταξύ τους. Μια από τις κόρες τους, ωστόσο, επειδή ήταν κουτσή και δεν βρήκε γαμπρό στον κύκλο της, παντρεύτηκε κάποιον από άλλο γένος. Μαζί του απέκτησε έναν γιο, τον Κύψελο. Με την ενθάρρυνση του μαντείου των Δελφών, ο Κύψελος ανέτρεψε τους Βακχιάδες και έγινε τύραννος. Έδιωξε αρκετούς Κορίνθιους από την πόλη, κατέσχεσε τις περιουσίες πολλών και σκότωσε ακόμη περισσότερους. Στην εξουσία παρέμεινε ευτυχής για τριάντα χρόνια και, όταν πέθανε, τον διαδέχθηκε ο γιος του Περίανδρος. Ο Περίανδρος ήταν στην αρχή ηπιότερος από τον πατέρα του, αλλά στη συνέχεια έγινε πολύ χειρότερος. Ασκώντας βία, θεώρησε επιπλέον σωστό να προσβάλει τις γυναίκες των Κορίνθιων για να τιμήσει τη δική του νεκρή σύζυγο.
Η ιστορία αυτή είναι διαφωτιστική, καθώς υπογραμμίζει βασικά χαρακτηριστικά της τυραννίας. Αφήνει ωστόσο κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες αδιευκρίνιστες. Δεν είναι σαφές πώς κατάφερε ο Κύψελος να κερδίσει την εύνοια του μαντείου, να ανατρέψει τους ευγενείς και να παραμείνει στην εξουσία για πολύ μεγάλο διάστημα, μεταβιβάζοντάς την μάλιστα στον γιο του.
Για την τυραννία στην Κόρινθο συγκέντρωσε πληροφορίες και ένας μεταγενέστερος ιστορικός, ο Νικόλαος Δαμασκηνός, από το έργο του οποίου έχουν σωθεί αποσπάσματα. Σύμφωνα με τον Νικόλαο, ο Κύψελος δεν έγινε τύραννος αλλά βασιλιάς. Πριν ανατρέψει τους ευγενείς, κέρδισε την εμπιστοσύνη των πολιτών της Κορίνθου, επειδή, σε αντίθεση με τους Βακχιάδες που ήταν υβριστές και βίαιοι, αυτός είχε θεωρηθεί ανδρείος και σώφρων. Επιπλέον, διακρίθηκε ως πολέμαρχος, ασκώντας με ηπιότητα τα δικαστικά καθήκοντα που του αναλογούσαν. Διαπιστώνοντας ότι οι πολίτες της Κορίνθου εχθρεύονταν τους Βακχιάδες, έγινε αρχηγός τους. Είχε άλλωστε με το μέρος του και χρησμό από το μαντείο. Σκότωσε αυτόν που ασκούσε εκείνη τη χρονιά την εξουσία και αναγορεύτηκε από τον δήμο βασιλιάς στη θέση του. Δήμευσε τις περιουσίες ευγενών και τους έδιωξε από την πόλη. Επανέφερε όμως όσους είχαν εξοριστεί από τους Βακχιάδες και απέδωσε πολιτικά δικαιώματα σε εκείνους που τα είχαν στερηθεί.
Όσα χρόνια παρέμεινε στην εξουσία ο Κύψελος ήταν πράος και δεν χρειάστηκε ποτέ να χρησιμοποιήσει σωματοφύλακες (δορυφόρους), όπως συνήθιζαν οι τύραννοι. Όταν πέθανε, άφησε την εξουσία στον γιο του Περίανδρο, ο οποίος όμως υπήρξε ωμός και βίαιος. Αυτός χρειαζόταν τριακόσιους σωματοφύλακες για την προστασία του. Δεν άφηνε τους πολίτες να αγοράζουν δούλους και τους κρατούσε διαρκώς απασχολημένους. Ούτε τους επέτρεπε να κάθονται στην αγορά, από φόβο μήπως συνωμοτήσουν εναντίον του. Βρισκόταν σε διαρκείς πολέμους και ναυπηγούσε πολεμικές τριήρεις. Στον ερωτικό του βίο υπήρξε ανόσιος. Ο Περίανδρος, με δυο λόγια, εξέτρεψε τη βασιλεία σε τυραννία.
Οι δύο αφηγήσεις δεν είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Σε πολιτικά και κοινωνικά θέματα έχει πάντα σημασία η οπτική γωνία του αφηγητή. Ακόμη και όταν επιθυμεί να είναι αντικειμενικός, ο ιστορικός προσέχει διαφορετικές πλευρές των ίδιων φαινομένων και αποδίδει διαφορετικά κίνητρα στις ίδιες πράξεις. Σε βασικά ζητήματα, πάντως, οι δύο εκδοχές συμφωνούν. Πρώτον, ο Κύψελος πήρε την εξουσία με βία, ανατρέποντας το παλαιό πολιτικό σύστημα. Δεύτερον, κυβέρνησε με αυθαιρεσία, εξορίζοντας, δημεύοντας περιουσίες και θανατώνοντας. Τρίτον, προσπάθησε να καταστήσει την εξουσία του κληρονομική. Και οι δύο εκδοχές συμφωνούν επίσης ότι ο Περίανδρος, είτε από την αρχή είτε αργότερα, έγινε πολύ χειρότερος και, επιπλέον, δεν σεβόταν τα χρηστά ήθη.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι συμπληρωματικές διευκρινίσεις της δεύτερης εκδοχής. Απέναντι στους Βακχιάδες ο Κύψελος ήταν σκληρός και αδίστακτος, αλλά μόνο ο Νικόλαος εξηγεί ότι εξέφραζε το γενικό αίσθημα του δήμου και ότι η επιτυχία του οφειλόταν στη διαφθορά του παλαιού καθεστώτος. Η μακρά παραμονή του στην εξουσία δείχνει άλλωστε ότι υπήρξε δημοφιλής. Η αυθαιρεσία του μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη, στρεφόταν ωστόσο εναντίον μιας ολιγομελούς κλειστής ομάδας, όχι εναντίον των μαζών.
Η αρχαιολογία και διάσπαρτες ιστορικές μαρτυρίες βοηθούν να φανταστούμε κάπως τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Κόρινθο πριν από την επικράτηση του Κύψελου. Για έναν περίπου αιώνα, την εποχή δηλαδή που κυβερνούσαν οι Βακχιάδες, η πόλη ευημερούσε. Αξιοποιούσε με επιτυχία τη γεωγραφική της θέση στον Ισθμό για τις χερσαίες μετακινήσεις μεταξύ Στερεάς Ελλάδας και Πελοποννήσου και τα δύο λιμάνια της για τις θαλάσσιες μετακινήσεις προς το Αιγαίο πέλαγος ανατολικά και το Ιόνιο δυτικά. Διακρίθηκε έτσι τόσο στο εμπόριο όσο και στην ίδρυση αποικιών, από τις οποίες ξεχώρισαν η Κέρκυρα και οι Συρακούσες. Στην ίδια την πόλη, τεχνίτες και έμποροι ήταν διαρκώς απασχολημένοι, κατασκευάζοντας και διακινώντας εμπορεύματα υψηλής ποιότητας και αισθητικής. Ο πλούτος που άρχισε να συσσωρεύεται διαμοιράστηκε σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού και, σε μεγάλο βαθμό, επενδύθηκε στη γη, δημιουργώντας μια σημαντική τάξη εύπορων αγροτών.
Τα συμφέροντα και οι ανάγκες της Κορίνθου, μετά από έναν αιώνα ανάπτυξης, συγκρούονταν πλέον ευθέως με τα συμφέροντα και τις ανάγκες μιας κλειστής ομάδας ευγενών που δεν ήταν διατεθειμένοι να μοιραστούν την εξουσία με νέους άνδρες. Επιπλέον, ισχυροί και επικίνδυνοι γείτονες, όπως το Άργος και τα Μέγαρα, δεν αντιμετωπίζονταν πλέον αποτελεσματικά από την παλαιά αριστοκρατία. Η λύση βρέθηκε, καθώς φαίνεται, στο πρόσωπο του Κύψελου. Ως απόλυτος άρχοντας μπορούσε να αναδείξει και να κινητοποιήσει ευρύτερες δυνάμεις. Όταν εδραίωσε την εξουσία του, θα πρόβαλε ασφαλώς στο πλήθος ως αγαθός βασιλιάς και στους ευγενείς ως σφετεριστής δυνάστης, δηλαδή τύραννος.
Οι διαφορετικοί τίτλοι που αποδίδονται στον Κύψελο δεν δημιουργούν ιδιαίτερο πρόβλημα: βασιλεύς και τύραννος ήταν αρχικά λέξεις συνώνυμες. Στα ομηρικά έπη εμφανίζονται αρκετοί βασιλείς με μεγάλη εξουσία, αλλά ο τίτλος δίνεται κάποτε και σε άλλους ευγενείς. Στον Ησίοδο βασιλείς αποκαλούνται γενικά οι ευγενείς. Για «τυραννία» έγινε πρώτη φορά λόγος, όσο ξέρουμε, από τον ποιητή Αρχίλοχο, στο μέσον του 7ου αιώνα, ίσως για να δηλωθεί η απόλυτη εξουσία που δεν είχε μεταβιβαστεί κληρονομικά. Για άνδρες που επιβάλλονταν μόνοι τους, έξω από το αριστοκρατικό πλαίσιο, εξοντώνοντας ή εκτοπίζοντας άλλους ευγενείς, θεωρήθηκε χρήσιμο να χρησιμοποιηθεί ένας νέος όρος, δάνειο, μάλλον, από κάποιον ανατολικό πολιτισμό - ίσως από τη Λυδία, όπου κυβερνούσε εκείνη την εποχή ο σφετεριστής Γύγης. Το μαντείο των Δελφών πάντως, ακόμη και στην εκδοχή του Ηροδότου, προανήγγειλε τον Κύψελο ως βασιλιά.
Ο Κύψελος ήταν ένας από τους παλαιότερους Έλληνες τυράννους. Πήρε την εξουσία στο μέσον περίπου του 7ου αιώνα ή λίγο αργότερα. Παρόμοιες εξελίξεις σημειώθηκαν σε πολλές άλλες πόλεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι τύραννοι επικράτησαν ύστερα από αναταραχή ή σφοδρή σύγκρουση, ενώ σε ορισμένες με πόλεμο. Συχνά είχαν ισχυρή υποστήριξη από τον δήμο. Ορκισμένοι τους εχθροί ήταν οι ευγενείς, που έχαναν την εξουσία και κάποτε τις περιουσίες ή τη ζωή τους. Συνέβαινε ωστόσο να τους υποστηρίζουν και ορισμένοι ευγενείς που αισθάνονταν αποκλεισμένοι από την πολιτική εξουσία.
Ο κυριότερος λόγος που καθιστούσε την εγκαθίδρυση μιας τυραννίας επιθυμητή από τον δήμο, ή πάντως από μια μεγάλη μερίδα του, ήταν ο πόλεμος. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις βρίσκονταν σε αυξανόμενη ένταση με γειτονικές κοινότητες για τον έλεγχο της γης, αλλά και με μακρινές για τον έλεγχο περιοχών κατάλληλων προς αποικισμό, επομένως πάλι για τον έλεγχο καλλιεργήσιμων εδαφών. Οι ανάγκες του πολέμου απαιτούσαν ικανούς στρατηγούς, όχι κληρονομικούς άρχοντες. Ο Κύψελος και ο Περίανδρος, μεταξύ άλλων, ήταν αποτελεσματικοί οργανωτές του στρατού και πρόθυμοι να στηριχτούν στη δύναμη και τη βούληση των οπλιτών. Για να επέλθει μια αλλαγή που θα περιόριζε την εξουσία και την αυθαιρεσία των ευγενών, χρειαζόταν μια επίσης αυθαίρετη και αποφασιστική παρέμβαση.
Προκειμένου να εξασφαλίσουν στρατιωτικές επιτυχίες, οι τύραννοι έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τον δήμο, από τον οποίο προέρχονταν οι οπλίτες. Σε αντίθεση με τους ευγενείς, που προτιμούσαν να επιδεικνύουν τη δόξα των προγόνων τους, αυτοί είχαν κάθε λόγο να αναδείξουν τη δόξα της πόλης και των πολιτών. Επέβλεψαν την κατασκευή λαμπρών ναών και την εκτέλεση άλλων δημόσιων έργων, δίνοντας στους αντιπάλους τους την εντύπωση ότι επιθυμούσαν απλώς να κρατούν τον λαό απασχολημένο. Επιπλέον, προσπάθησαν να καταστήσουν τις εορτές υπόθεση όλου του δήμου, τονώνοντας το ηθικό του και το αίσθημα ενότητας που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Ο Περίανδρος μπορεί να απαγόρευσε την αγορά πολλών δούλων, για να περιορίσει την επίδειξη των ευγενών, ή να κατέσχεσε τα κοσμήματα που φορούσαν οι ευγενείς δέσποινες, αλλά αξιοποίησε πολυάριθμους δούλους και έκανε μεγάλες δαπάνες για έργα της πόλης. Ως πολιτικοί άνδρες, οι τύραννοι έθεσαν τον πολιτισμό στην υπηρεσία της πόλης και του πολέμου.
Οι πρώτοι τύραννοι είχαν αρκετούς εχθρούς αλλά πολύ περισσότερους φίλους. Το μαντείο ήξερε τι έκανε όταν τους ενθάρρυνε και τους στήριζε. Οι μύθοι που πλάστηκαν για τα παιδικά χρόνια του Κύψελου και τη διάσωσή του μέσα σε μια κυψέλη από τις επιβουλές των ευγενών φανερώνουν ότι κάποιοι τον φαντάστηκαν να επιβιώνει με σκοπό να επιτελέσει ηρωικά κατορθώματα. Η Πυθία, καθώς λεγόταν, το είχε πει καθαρά πριν γεννηθεί: «Ένας μεγάλος βράχος θα πέσει πάνω στους άνδρες που κατέχουν την εξουσία και θα αποδώσει στην Κόρινθο τη θέση που δικαιούται.» (μτφρ. Ά. Βλάχος) Άλλωστε, παρά τα όσα είχαν να προσάψουν πολλοί στον Περίανδρο, στην ιστορία παρέμεινε περισσότερο ως ένας από τους λεγόμενους Επτά Σοφούς και λιγότερο ως δυνάστης.
Η πρόθεση των τυράννων να καταστήσουν την εξουσία τους κληρονομική ήρθε πάντως σε σύγκρουση με τις φιλοδοξίες και τις ανάγκες του δήμου που τους είχε στηρίξει. Η πολυετής διακυβέρνηση μιας πόλης χωρίς ουσιαστικό έλεγχο καθιστούσε πολλούς από αυτούς άπληστους και μισαλλόδοξους. Κάθε προσπάθεια να αμφισβητηθεί η εξουσία τους αντιμετωπιζόταν με μεγάλη σκληρότητα. Εκτός από την παλαιά αριστοκρατία, που παρέμενε σταθερά εχθρική απέναντί τους, εναντίον τους στράφηκε τελικά και ο δήμος. Αρκετοί τύραννοι κατάφεραν να μεταβιβάσουν την εξουσία στα παιδιά τους, αλλά μόνο στην Κόρινθο η τυραννία πέρασε στην τρίτη γενιά - και αυτό για λίγα μόνο χρόνια. Στο τέλος ανατράπηκαν όλοι σε συνθήκες αναταραχών ή εξωτερικών επεμβάσεων, εξάπτοντας νέα πάθη. Η λέξη «τύραννος» κατέληξε να σημαίνει τον καταπιεστή και τον δυνάστη. Μόνο στην ποίηση, που επιθυμούσε να χρησιμοποιεί αρχαϊκό λεξιλόγιο, ο τύραννος μπορούσε να παραμένει αγαθός και καλοπροαίρετος άρχοντας. Ο Σοφοκλής προτίμησε να αποκαλέσει έτσι τον Οιδίποδα.
Στη Μυτιλήνη του ύστερου 7ου αιώνα επικρατούσαν συνθήκες που θύμιζαν πολύ την Κόρινθο. Η πόλη, την οποία κυβερνούσε το αριστοκρατικό γένος των Πενθιλιδών, ευημερούσε και είχε συμμετάσχει στην ίδρυση πολλών αποικιών. Αλλά οι Πενθιλίδες βασιλείς φέρονταν με υπεροψία. Λέγεται ότι περιδιάβαιναν τους δρόμους της πόλης και χτυπούσαν τους κατοίκους με ρόπαλα, χωρίς να δίνουν λογαριασμό. Στο μεταξύ οι αριστοκρατικές οικογένειες που δεν συμμετείχαν στην εξουσία διαμαρτύρονταν. Το πολίτευμα ανατράπηκε, και στη θέση των ευγενών κυβέρνησαν διαδοχικά διάφοροι τύραννοι. Η κατάσταση παρέμενε έκρυθμη, με διαρκείς συνωμοσίες και πολιτικές δολοφονίες.
Κάποια στιγμή δόθηκε απόλυτη εξουσία στον Πιττακό που, όπως ο Κύψελος, είχε αριστοκρατική καταγωγή μόνο από τη μητέρα του. Ο αριστοκράτης ποιητής Αλκαίος τον αποκαλούσε τύραννο και είχε πολλά να του προσάψει, αλλά ο Αριστοτέλης διευκρινίζει ότι ήταν αἰσυμνήτης, δηλαδή, όπως εξηγεί, ένας «αιρετός τύραννος». Σε άλλες πηγές ο Πιττακός αποκαλείται βασιλιάς. Άσκησε τα καθήκοντά του για δέκα χρόνια, όπως προβλεπόταν, και, όταν παραιτήθηκε, ιδιώτευσε για άλλα δέκα. Ένα από τα βασικά του καθήκοντα ήταν να αποτρέψει την επάνοδο των εξόριστων ευγενών στην πόλη και την εξουσία. Ο Πιττακός κέρδισε και αυτός μια θέση μεταξύ των Επτά Σοφών της αρχαίας Ελλάδας.
Η σχεδόν ταυτόχρονη εμφάνιση τυράννων σε πολλές ελληνικές πόλεις είναι εντυπωσιακή. Υπήρχαν δύο λόγοι που συνέβαλαν στη γρήγορη διάδοση του φαινομένου. Ο ένας ήταν ο μιμητισμός: οι επιτυχίες των τυράννων στην Κόρινθο έδωσαν την ιδέα σε άλλους να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Ο άλλος λόγος ήταν η βοήθεια που έσπευδαν να προσφέρουν ο ένας στον άλλο. Ο Περίανδρος, για παράδειγμα, μπορούσε να γεφυρώσει τις παλαιές διαφορές της πόλης του με τη Μίλητο και να συνεργαστεί με τον τύραννό της, τον Θρασύβουλο.
Ισχυροί τύραννοι αναδείχθηκαν ορισμένες φορές μπροστά στον κίνδυνο μιας σοβαρής εξωτερικής απειλής. Ο Πολυκράτης της Σάμου οικοδόμησε μια ισχυρή συμμαχία ικανή να αντισταθεί, για ένα διάστημα, στην περσική επέκταση. Προκειμένου να επιβληθεί στην εξουσία, δέχτηκε τη βοήθεια του τυράννου της Νάξου Λύγδαμη και έγινε γρήγορα τόσο ισχυρός, ώστε έθεσε κάτω από τον έλεγχό του πολλά άλλα νησιά, όπως τη Ρόδο. Είχε στη διάθεσή του 100 πολεμικά πλοία και 1.000 τοξότες. Για τα κατορθώματά του κατέστη ο θρυλικότερος και ενδοξότερος τύραννος, με φιλίες που περιλάμβαναν τον φαραώ της Αιγύπτου. Τα δημόσια έργα που προώθησε ήταν για την εποχή του αξεπέραστα σε μεγαλείο και τεχνική αρτιότητα. Στην αυλή του συγκεντρώθηκαν ποιητές όπως ο Ανακρέων και ο Ίβυκος, που τον δόξασε και τον ύμνησε (Κακριδής 2.4.Β.i, 2.4.Β.ii.β [σ. 58, 67]). Το καθεστώς του πάντως δεν το ανέχτηκε ο σοφός Πυθαγόρας, που προτίμησε να εγκατασταθεί στη νότια Ιταλία για να ιδρύσει τη σχολή του.
Η αυξανόμενη δύναμη του Πολυκράτη φόβισε πολλούς Έλληνες. Παρακινημένοι από εξόριστους Σάμιους, οι Σπαρτιάτες με τους συμμάχους τους προσπάθησαν να τον ανατρέψουν. Η επιχείρηση απέτυχε, αλλά ο Πολυκράτης δεν άργησε να βρει τον θάνατο στα χέρια των Περσών, που τον συνέλαβαν με δόλο. Στη συνέχεια οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να ανατρέψουν τον Λύγδαμη της Νάξου και αργότερα τον Ιππία της Αθήνας. Προσπαθούσαν να οικοδομήσουν μια δική τους μεγάλη συμμαχία, ικανή να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανατολική Μεσόγειο. Στη συμμαχία αυτή οι φιλόδοξοι τύραννοι δεν είχαν θέση. Αλλά τα σχέδια των Σπαρτιατών σκόνταψαν στον αθηναϊκό δήμο, που αποδείχθηκε ακόμη πιο φιλόδοξος από τους τυράννους.
Προς το τέλος του 6ου αιώνα, όταν πολλές ελληνικές πόλεις προσπαθούσαν να απαλλαγούν από τους τυράννους τους, οι Πέρσες άρχισαν να καταλαμβάνουν τα μικρασιατικά παράλια. Για τη διοίκηση των ελληνικών πόλεων που εξουσίαζαν, οι Πέρσες θεώρησαν ότι το καταλληλότερο σύστημα διακυβέρνησης ήταν η τυραννία. Με τυράννους της δικής τους επιλογής μπορούσαν να ασκούν τον έλεγχο που επιθυμούσαν και να εξασφαλίζουν τους φόρους που απαιτούσαν. Με αυτή την εξέλιξη, στις συνειδήσεις των Ελλήνων οι τύραννοι έγιναν επιπλέον μισητοί εκπρόσωποι μιας ξένης δύναμης. Ακόμη και για την αντιμετώπιση επικίνδυνων εχθρών, οι περισσότεροι Έλληνες πίστευαν πλέον ότι καταλληλότερα ήταν άλλα πολιτεύματα με πολύ ευρύτερη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά.
Παρόμοιες εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες δημιουργήθηκαν και στις δυτικές αποικίες. Εκτός από τις συγκρούσεις των ευγενών με τον δήμο, οι Έλληνες είχαν να αντιμετωπίσουν τους ντόπιους πληθυσμούς, τους Ετρούσκους από τη βόρεια και τη δυτική Ιταλία και τους Καρχηδόνιους από τη βόρεια Αφρική. Στον Ακράγαντα, τη Γέλα, τις Συρακούσες και άλλες πόλεις επιβλήθηκαν τυραννίες. Όπως και αλλού, οι τυραννίες αυτές αντικαταστάθηκαν με τη σειρά τους από συμμετοχικότερα πολιτεύματα, αλλά νέοι εξωτερικοί κίνδυνοι και εσωτερικές αναταραχές επέτρεψαν και πάλι την επιβολή τυράννων στις Συρακούσες, που παρέμεινε για πολλούς αιώνες η ισχυρότερη ελληνική πόλη στη Σικελία.
Η πόλη παραμένει ίδια αλλά οι κάτοικοί της έχουν αλλάξει
Ο Θέογνις έζησε τον 6ο αιώνα και προερχόταν από παλαιά αριστοκρατική οικογένεια των Μεγάρων (Κακριδής 2.4.Β.iii.δ [σ. 72]). Από τον πατέρα και τον παππού του θα είχε ασφαλώς ακούσει πόσο καλά ήταν στο παρελθόν τα πολιτικά πράγματα, τότε που η εξουσία των ἀρίστων δεν είχε ακόμη αμφισβητηθεί. Ο ίδιος όμως ζούσε σε περίοδο μεγάλων αλλαγών. Ο πλουτισμός πολλών ανθρώπων από τις κατώτερες τάξεις, που συνέβη με την αναδιανομή των γαιών και την αύξηση των εσόδων του αγροτικού κόσμου, συνεπαγόταν την ενεργό συμμετοχή τους στην πολιτική διοίκηση του τόπου. Η πόλη είχε ανάγκη από περισσότερους οπλίτες, και έτσι το σώμα των πολιτών διευρύνθηκε. Ο Θέογνις δεν ήταν σύμφωνος με αυτό τον νεωτερισμό.
Η οικονομικά και πολιτικά τονωμένη αυτοπεποίθηση οδηγεί σε μεγαλύτερες κοινωνικές αξιώσεις. Τα ήθη όμως και ο τρόπος ζωής αλλάζουν με βραδύτερους ρυθμούς και απαιτούν την πάροδο δύο ή τριών γενεών. Στην απόσταση ανάμεσα στην οικονομικοπολιτική δύναμη, από τη μια, και την κοινωνική συμπεριφορά, από την άλλη, εστίασε την προσοχή του ο αριστοκράτης ποιητής και θεώρησε απρεπή και δυνητικά καταστροφική για τον τόπο του την πολιτική ενδυνάμωση απλών αγροτών. Εξάλλου, τα νέα προνόμια της ανερχόμενης τάξης έθιγαν τα κεκτημένα συμφέροντα του ίδιου και των ομοίων του και αμφισβητούσαν την (αναντίρρητη πριν) κοινωνική και ηθική πρωτιά τους. Τους νεόπλουτους που έβλεπε να ξεφυτρώνουν παντού γύρω του ο Θέογνις τους αποκάλεσε κακούς, για να υπογραμμίσει την κατώτερη και άξεστη κοινωνική τους προέλευση. Κάποιοι είχαν ήδη εγκατασταθεί στο άστυ, ενώ οι πραγματικοί αστοί, στους οποίους ανήκε και ο ίδιος, ήταν ἐσθλοί και ἀγαθοί. Στην ιδεολογική αντιπαράθεσή του με τους ανερχόμενους αγρότες των Μεγάρων ο ποιητής μεταχειρίστηκε την ομηρική σημασία του κακοῦ, που δηλώνει τον δειλό και άνανδρο στη μάχη. Ο Θέογνις ανήκε ακόμη στη γενιά των ευγενών, που έβλεπαν τις κοινωνικές διαφορές να αντικατοπτρίζονται στα σώματα των ανθρώπων. Μπορούσε, όπως σημειώνει υπερήφανα, να διακρίνει αμέσως έναν ελεύθερο από έναν δούλο. Απευθυνόμενος στον νεότερο, επίσης αριστοκράτη, φίλο του Κύρνο, ο Θέογνις γράφει:
Κύρνε, αυτή εδώ η πόλη είναι ακόμη ίδια, όμως οι κάτοικοι έχουν αλλάξει
και δεν γνώρισαν ποτέ τους μήτε τη δικαιοσύνη μήτε νόμους,
μα τα πλευρά τους τα κατέτριβαν δέρματα κατσικίσια
και ζούσαν κι έτρωγαν μακριά απ᾽ την πόλη σαν τα ελάφια.
Τώρα αυτοί είναι οι καλοί, άριστε Κύρνε, και οι πριν καλοί
τώρα είναι ασήμαντοι. Ποιος άραγε μπορεί να τα ανέχεται όλα αυτά;
Η κοινωνική και οικονομική αναστάτωση στα Μέγαρα εγκυμονούσε πραγματικούς πολιτικούς κινδύνους. Ο μεγαλύτερος από αυτούς ήταν η εμφύλια σύρραξη (στάσις) -μια συμφορά για όλους- και η εγκαθίδρυση τυραννίας - μια συμφορά για τους ευγενείς. Στο πρόσωπο του Θεαγένη τα Μέγαρα γνώρισαν πράγματι έναν χαρακτηριστικό τύραννο της εποχής. Ο Θέογνις είχε προβλέψει την εξέλιξη αυτή.
Την ίδια περίπου εποχή ο ποιητής Αλκαίος ζούσε και αυτός με πάθος τα πολιτικά γεγονότα του τόπου του και διαδραμάτιζε ενεργό ρόλο σε ορισμένα από αυτά. Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Πιττακό, η πολιτική ομαλότητα ανεστάλη και στη Μυτιλήνη ξέσπασε εμφύλια διαμάχη. Ο Αλκαίος συνέθεσε ένα ποίημα για να καταγγείλει την αυθαίρετη κατάληψη της εξουσίας και τα δεινά που την ακολουθούν. Το ποίημα είναι αλληγορικό. Η αποκρυπτογράφησή του βασίζεται σε έναν και μόνο όρο του πρώτου στίχου. Στάσις σημαίνει «επανάσταση» και «εμφύλια διαμάχη», το αιφνίδιο σταμάτημα στη φυσική κίνηση μιας πόλης που αναστέλλει κάθε κανονική λειτουργία της:
Ακατανόητη σ᾽ εμέ η στάσις των ανέμων.
Το ένα κύμα στροβιλίζεται από δω
το άλλο από κει, κι εμείς στη μέση
πλέουμε σε μαύρο πλοίο
ταλαιπωρημένοι απ᾽ τον κακό καιρό.
Νερό καλύπτει του καταρτιού τη βάση
και ήδη τα ιστία είναι διαμπερή.
Ρακένδυτο το σκάφος.
Θυμώνουν οι άγκυρες.
Ήταν μάλλον η πρώτη φορά στην ελληνική γραμματεία που η πολιτεία παρομοιάστηκε με πλοίο. Τόσο επιτυχημένη, μάλιστα, κρίθηκε η παρομοίωση, ώστε έγινε κοινός τόπος στη μεταγενέστερη λογοτεχνία. Στην πρώτη εμφάνισή της, όμως, η εικόνα του ταλαιπωρημένου από την κακοκαιρία καραβιού χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για να καυτηριαστεί η σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, αλλά και για να τονωθεί το φρόνημα της αντιπιττακικής πτέρυγας, που θα μπορούσε να ανατρέψει την τυραννία. Όπως στον Τυρταίο, τον Θέογνι ή τον Αθηναίο μεταρρυθμιστή Σόλωνα, έτσι και στον Αλκαίο η πολιτισμένη ποίηση ήταν όπλο στην υπηρεσία της πολιτικής και, αν υπήρχε ανάγκη, του πολέμου - ακόμη και του εμφύλιου.
Η αντιπαράθεση των ποιητών δεν γινόταν πάντοτε ανοιχτά, ούτε αφορούσε μόνο την πολιτική σκηνή. Ούτως ή άλλως η τέχνη των υπαινιγμών ήταν εξαιρετικά ανεπτυγμένη. Οι ποιητές δεν χρησιμοποιούσαν μόνο αλληγορίες. Συχνότερα μεταχειρίζονταν παραδοσιακούς μύθους και τους μετασχημάτιζαν για να καταγγείλουν, να επικρίνουν ή να επαινέσουν καταστάσεις που ζούσαν οι ίδιοι, με τρόπο έμμεσο αλλά σαφή, τουλάχιστον στους μορφωμένους.
Στις αρχαίες πατριαρχικές κοινωνίες η φωνή των γυναικών ήταν ισχνή. Η Λέσβος του 6ου αιώνα παρείχε, συγκριτικά με άλλες αρχαϊκές πόλεις, μεγάλη πνευματική ελευθερία στις εύπορες γυναίκες, αφού επέτρεπε να είναι εγγράμματες και να έχουν μουσική καλλιέργεια. Η σημαντικότερη ποιήτρια της αρχαιότητας, η Σαπφώ, δημιούργησε έναν κύκλο μαθητριών όπου νέα κορίτσια μάθαιναν την ποιητική τέχνη -που ήταν τότε αξεχώριστη από τη μουσική- και μορφώνονταν τόσο αισθητικά όσο και ψυχικά. Η ίδια η Σαπφώ εξύμνησε τον έρωτα και το ψυχικό πάθος περισσότερο από οποιονδήποτε άνδρα ομότεχνό της.
Η τύχη μάς έχει διασώσει δύο ολοκληρωμένες παραλλαγές στο ίδιο μυθικό θέμα, που προέρχονται από την ίδια εποχή και από το ίδιο νησί. Ο Αλκαίος και η Σαπφώ ήταν σύγχρονοι, αλλά, επειδή διέφεραν στο φύλο και συνεπώς στη νοοτροπία, χειρίστηκαν τον ομηρικό μύθο της ωραίας Ελένης με τρόπο διαμετρικά αντίθετο (Κακριδής 2.4.Β.ii.β [σ. 64-67]).
Ο Αλκαίος, αναφερόμενος φαινομενικά στο παρελθόν, σχολίαζε ποιητικά:
Όπως το λέει ο μύθος, για τα δικά σου, Ελένη, κρίματα
βρήκε τον Πρίαμο και τους γιους του συμφορά πικρή,
κι από δικό σου φταίξιμο ο Δίας χάλασε στις φλόγες
πανίερο το Ίλιο.
Δεν ήταν τέτοια η νύφη που ο γιος του Αιακού λαμπρός,
καλώντας όλους τους μακάριους θεούς στο γάμο του,
πήγε να φέρει αβρή παρθένα απ᾽ το παλάτι
του Νηρέα
στο αρχοντικό του Χείρωνα, όπου της λύνει
την παρθενική της ζώνη. Κι έσμιξαν στης αγάπης τους
τη θέρμη η άριστη από τις Νηρηίδες κι ο Πηλέας.
Πάνω στον ένα χρόνο
γέννησε εκείνη γιο, ημίθεο, όλβιο
καβαλάρη σε ξανθά πουλάρια. Οι άλλοι όμως
για την Ελένη χάθηκαν και πάνε, οι Φρύγες
με την τειχισμένη πόλη τους.
Αντίθετα, η Σαπφώ έγραφε σε τόνο πολύ πιο άμεσα προσωπικό:
Άλλοι το ιππικό, άλλοι το πεζικό, κάποιοι το ναυτικό ορίζουν πως είναι το ομορφότερο πράγμα πάνω στη μαύρη γη. Όμως εγώ εκείνο που καθένας ερωτεύεται.
Κι έχω εξήγηση απλή, όλοι νομίζω θα την ασπαστούν. Γιατί εκείνη, η αξεπέραστη στον κόσμο καλλονή, η Ελένη, παράτησε πανάριστον τον άντρα της κι ανέβηκε στο πλοίο για την Τροία. Ούτε που νοιάστηκε για το παιδί της, μήτε για τους γονείς της. Της συνεπήρε η Κύπρις το μυαλό.
Έτσι κι εγώ αναμνήστηκα την Ανακτορία απούσα. Πώς θα ᾽θελα το εράσμιο βήμα της να δω, τη φεγγοβόλα λάμψη του προσώπου. Όχι αμάξια λυδικά και πάνοπλους πεζούς να μάχονται.
Και τα δύο ποιήματα αφορμώνται από το παράδειγμα της ομηρικής Ελένης. Ο Αλκαίος την ψέγει για την πράξη της και τη θεωρεί αιτία δεινών, τη χρησιμοποιεί όμως ως αφορμή για να εξάρει υπαινικτικά τον δοξασμένο Αχιλλέα, που δεν κατονομάζεται ευθέως στην ωδή. Η Σαπφώ, αντίθετα, ταυτίζεται προσωπικά με την ενέργεια της Ελένης, η οποία, μεθυσμένη από έρωτα, ακολούθησε την παρόρμησή της προς το καλύτερο από όλα τα αγαθά: τον αγαπημένο της εραστή.
Ο Αλκαίος αντιπαραθέτει την Ελένη προς τη Θέτιδα, την ομορφότερη κόρη του Νηρέα και μητέρα του Αχιλλέα. Στην αντιπαράθεση αυτή η αρετή της νόμιμης συζύγου, που είναι πιστή στον άνδρα της και μένει σταθερή κολόνα του σπιτιού, αντιδιαστέλλεται προς την επαίσχυντη συμπεριφορά της μοιχαλίδας, που ακολουθεί ερωτικές παρορμήσεις και εγκαταλείπει τον οίκο της. Κατά τον Αλκαίο, το αληθινό καύχημα της ενάρετης συζύγου που εισέρχεται παρθένα στον νόμιμο γάμο της είναι ο ήρωας γιος της, ο καβαλάρης των ξανθών αλόγων.
Η Σαπφώ, αντίθετα, αδιαφορεί για την αίγλη του ιππικού και προσεταιρίζεται το παράδειγμα της Ελένης για να αναφερθεί στον δικό της πόθο για την απούσα Ανακτορία. Το ομηρικό ιδανικό για τον ήρωα που δοξάζεται στη μάχη ανατρέπεται έτσι πλήρως. Η ανδρική αγάπη για τα όπλα και για τη λάμψη του στρατού, που είτε πεζός είτε σε άλογα είτε με άρματα προχωρεί στοιχισμένος για νίκη, γίνεται απλό αντικείμενο υποκειμενικής προτίμησης. Η κοινωνική απαίτηση για έναν νόμιμο σύζυγο ως απαραίτητο συστατικό της γυναικείας ολοκλήρωσης πλαγίως υποσκάπτεται. Και σαν να μην έφταναν αυτά, αθετείται επίσης έμμεσα και η μυθική αγάπη της Ελένης για τον Πάρη. Αντικείμενο του ερωτικού πόθου της ποιήτριας είναι μια ομόφυλη. Εκείνης το πρόσωπο και την εράσμια κίνηση η Σαπφώ θέλει να εγκαταστήσει στο παρόν. Και με την έξοχη τέχνη του λόγου της η ποιήτρια που οι μεταγενέστεροι γραμματικοί θεώρησαν δέκατη Μούσα επιτυγχάνει να φέρει την αφανή Ανακτορία μπροστά στα μάτια μας - όπως θα κατόρθωνε, στο κέντρο του κύκλου των κοριτσιών που διηύθυνε, να την καταστήσει παρούσα, όποτε τραγουδούσε με τη λύρα την απουσία της.
Μέσα από το ίδιο μυθικό θέμα και την έντεχνη αξιοποίησή του διαφαίνονται ορισμένες καίριες διαφορές στην αξιολόγηση του κόσμου από άνδρες και γυναίκες. Διαγράφεται, επίσης, ο ανταγωνισμός δύο ομοτέχνων και η διαφορετική στάση που κρατούν απέναντι στην κοινή ομηρική παράδοση. Διακρίνεται, τέλος, η ορμή αυτοκατάφασης και ατομικής διαφοροποίησης που χαρακτηρίζει κάθε αληθινά πολιτισμένη κοινωνία.
Στάθηκε στη μέση προβάλλοντας τη δυνατή του ασπίδα
Ο Αθηναίος Σόλων κέρδισε και αυτός μια θέση μεταξύ των Επτά Σοφών. Ήταν εξάλλου ποιητής (Κακριδής 2.4.Β.iii.γ [σ. 70-71]). Ο ίδιος θεωρούσε μάλλον ότι πάνω απ᾽ όλα υπήρξε πολιτικός και ότι το ποιητικό χάρισμα και η σοφία του υπηρετούσαν πολιτικούς στόχους. Το όνομά του ταυτίστηκε με την πόλη του και έμεινε στην ιστορία ως σύμβολο πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Αντί να πέσει πάνω στους δυνατούς σαν βράχος, όπως ο Κύψελος, στάθηκε ανάμεσα στις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Έτσι ισχυρίστηκε σε ένα από τα ποιήματά του και έτσι τον κράτησε ζωντανό η αθηναϊκή παράδοση. Αποτιμώντας ο ίδιος το έργο που είχε επιτελέσει, έγραψε τους ακόλουθους στίχους:
Διότι στον δήμο απέδωσα τόση εξουσία όση του αρκεί,
δίχως ούτε να αφαιρέσω ούτε να προσθέσω κάτι σε αυτά που αξίζει (την τιμήν του).
Πρόσεξα ωστόσο να μην πάθουν τίποτα ανάρμοστο
αυτοί που είχαν δύναμη και χρήματα.
Στάθηκα ανάμεσά τους προβάλλοντας κραταιή ασπίδα,
χωρίς να αφήσω καμία από τις δύο πλευρές να νικήσει άδικα.
Στο τέλος του 7ου αιώνα, μια γενεά περίπου πριν από την εμφάνιση του Σόλωνα, τα προβλήματα στην Αθήνα ήταν οξύτατα και προκαλούσαν μεγάλες εντάσεις. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διασώζουν ο Αριστοτέλης και ο Πλούταρχος, συγκρούονταν μεταξύ τους οι πλούσιοι και οι πένητες, οι «λίγοι» και οι «πολλοί», οι γνώριμοι (δηλαδή οι επιφανείς, οι ευγενείς) και ο δήμος.
Οι αιτίες για την κοινωνική αυτή αναστάτωση ήταν πολλές. Ένας μικρός αριθμός Αθηναίων αριστοκρατικής καταγωγής είχε τον έλεγχο της καλύτερης γης. Οι περισσότεροι βρίσκονταν υπερχρεωμένοι. Επιπλέον, κινδύνευαν να χάσουν την ελευθερία τους, εφόσον τα δάνεια που αναγκάζονταν να συνάψουν δίνονταν με εγγύηση το σώμα τους, δηλαδή την ελευθερία τους, και συνεπώς γίνονταν οι ίδιοι δούλοι, αν δεν κατόρθωναν να εξοφλήσουν έγκαιρα το χρέος. Τα οικονομικά και κοινωνικά αυτά προβλήματα τα επιδείνωνε το πολιτικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο όλη η πολιτική εξουσία βρισκόταν στα χέρια των λίγων. Και ενώ επικρατούσε μεγάλη αναταραχή, η Αθήνα είχε να αντιμετωπίσει τα γειτονικά Μέγαρα σε μακροχρόνιο και δύσκολο πόλεμο για τον έλεγχο της Σαλαμίνας. Η κατάσταση έδειχνε ώριμη για την επικράτηση ενός τυράννου.
Πράγματι, ένας αριστοκράτης, ο Κύλων, νικητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες, προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία. Φαίνεται ωστόσο ότι δεν έκανε τις σωστές ενέργειες. Οπωσδήποτε η υποστήριξη που έλαβε από τον πεθερό του, τον τύραννο των Μεγάρων Θεαγένη, δεν τον ωφέλησε. Η σύγκρουση με τα Μέγαρα ήταν μέρος του προβλήματος, όχι μέρος της λύσης. Όπως και να έχει, ο Αθηναίος άρχοντας Μεγακλής (που ανήκε στην επιφανή αθηναϊκή οικογένεια των Αλκμεωνιδών) κατάφερε να συσπειρώσει επαρκείς δυνάμεις για να καταστείλει την απόπειρα και να θανατώσει τους οπαδούς του επίδοξου τυράννου. Ωστόσο, η αποτροπή της τυραννίας, και μάλιστα με τον τρόπο που επιτεύχθηκε, δεν γαλήνεψε τα πάθη στην Αθήνα. Ούτε και η προσπάθεια του Δράκοντα να ρυθμίσει την κατάσταση έφερε κάποιο αποτέλεσμα. Οι νόμοι του ήταν υπερβολικά σκληροί και δεν αντιμετώπιζαν τα κοινωνικά προβλήματα.
Λίγες δεκαετίες αργότερα οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές συμφώνησαν ότι κατάλληλο πρόσωπο για να αντιμετωπίσει την κατάσταση ήταν ο Σόλων, αριστοκρατικής καταγωγής και ήδη γνωστός για το θάρρος και τη σοφία του. Ο Σόλων ανέλαβε το 594/3 το ετήσιο αξίωμα του άρχοντα και αναμόρφωσε ριζικά τη νομοθεσία. Τα σημαντικότερα κοινωνικά και οικονομικά μέτρα που έλαβε ήταν δύο: η απαγόρευση των δανεισμών με εγγύηση την ελευθερία του δανειζόμενου και η κατάργηση όλων των χρεών, δημόσιων και ιδιωτικών. Με τα μέτρα αυτά, που ονομάστηκαν σεισάχθεια, κανένας Αθηναίος δεν κινδύνευε στο εξής να καταστεί δούλος επειδή αδυνατούσε να εξοφλήσει τα χρέη του. Αλλά και αυτοί που είχαν υποδουλωθεί αφέθηκαν ελεύθεροι - αν μάλιστα είχαν πωληθεί έξω από την πόλη, εξαγοράστηκαν.
Ο Σόλων προχώρησε επίσης σε πολιτικές και δικαστικές μεταρρυθμίσεις. Σύμφωνα με το αθηναϊκό πολίτευμα, την εξουσία ασκούσαν εννέα ἄρχοντες, που επιλέγονταν κάθε χρόνο από τις τάξεις των ευγενών και που, μετά τη λήξη της θητείας τους, γίνονταν ισόβια μέλη της Βουλής, που συνερχόταν στον Άρειο Πάγο. Από τους άρχοντες αυτούς τρεις ήταν οι σπουδαιότεροι, ο ἐπώνυμος (που ονομαζόταν έτσι επειδή έδινε το όνομά του στο έτος), ο βασιλεύς, με καθήκοντα κυρίως θρησκευτικά, και ο πολέμαρχος, με καθήκοντα κυρίως στρατιωτικά. Οι υπόλοιποι έξι αποκαλούνταν θεσμοθέται και είχαν καθήκον να επεξεργάζονται τις διατάξεις με βάση τις οποίες εκδίδονταν οι δικαστικές αποφάσεις. Το κύριο έργο της Βουλής του Αρείου Πάγου ήταν η διαφύλαξη των νόμων αλλά και η συμμετοχή στη διακυβέρνηση της πόλης. Οι άρχοντες είχαν επίσης δικαστικά καθήκοντα που σχετίζονταν με τους τομείς ευθύνης τους. Στον Άρειο Πάγο εκδικάζονταν πολλές σημαντικές υποθέσεις. Όλες οι δικαστικές αποφάσεις ήταν τελεσίδικες.
Ο Σόλων διατήρησε τους άρχοντες και τη Βουλή του Αρείου Πάγου, πρόσθεσε όμως στο πολίτευμα δύο νέα σημαντικά όργανα εξουσίας: μια δεύτερη Βουλή, που ονομάστηκε των Τετρακοσίων, επειδή συμμετείχαν σε αυτή τετρακόσια μέλη, εκατό από κάθε αθηναϊκή φυλή, και ένα δικαστήριο, αποτελούμενο από πολίτες, που ονομάστηκε Ηλιαία. Τα δύο αυτά όργανα αποδυνάμωσαν τους άρχοντες και τη Βουλή του Αρείου Πάγου. Το πρώτο προετοίμαζε τις εργασίες της Εκκλησίας του Δήμου, δηλαδή της συνέλευσης των πολιτών, και το δεύτερο ανέλαβε το κύριο βάρος των δικαστικών υποθέσεων.
Στον τρόπο εκλογής των αρχόντων ο Σόλων υπήρξε επίσης καινοτόμος. Οργάνωσε το πολίτευμα στη βάση τεσσάρων τελῶν, δηλαδή εισοδηματικών τάξεων, στις οποίες κατέταξε όλους τους πολίτες: τους πεντακοσιομέδιμνους, τους ιππείς, τους ζευγίτες και τους θήτες. Η κατάταξη αυτή αποτύπωνε ως έναν βαθμό τη στρατιωτική οργάνωση των Αθηναίων. Οι ευγενείς ήταν πάντα ιππείς. Την εποχή του Σόλωνα πολεμούσαν και αυτοί πεζοί, αλλά έφταναν έφιπποι (και ξεκούραστοι) στο πεδίο της μάχης. Ζευγίτες ήταν οι οπλίτες, δηλαδή οι εύποροι αγρότες που εξασφάλιζαν μόνοι τον οπλισμό τους και πολεμούσαν στις οργανωμένες φάλαγγες. Θήτες αποκαλούνταν οι φτωχοί πολίτες, που ήταν συνήθως άκληροι, και συμμετείχαν στους πολέμους ως ψιλοί, με μικρό οπλισμό και ελαφριά εξάρτυση για μεγαλύτερη ευκινησία. Πραγματικά νέα κατηγορία ήταν μόνο οι πεντακοσιομέδιμνοι, οι λίγες εκατοντάδες πολύ πλούσιοι Αθηναίοι.
Οι πεντακοσιομέδιμνοι προέρχονταν από την παλαιά τάξη των ιππέων, αλλά ξεχώρισαν από αυτούς διότι θεωρήθηκαν με τον μεγάλο τους πλούτο κατάλληλοι να αναλάβουν το αξίωμα του ταμία της πόλης, καθώς μπορούσαν να εγγυηθούν για την ασφάλεια των θησαυρών της με την προσωπική τους περιουσία. Οι άρχοντες επιλέγονταν από τους πεντακοσιομέδιμνους και τους ιππείς. Όλα τα άλλα αιρετά αξιώματα ήταν ανοιχτά στις τρεις ανώτερες τάξεις. Οι θήτες είχαν δύο μόνο δικαιώματα: να συμμετέχουν στην Εκκλησία του Δήμου και στα δικαστήρια.
Την εποχή που έγιναν οι μεταρρυθμίσεις σημαντικότερο μέτρο θεωρήθηκε η σεισάχθεια, που βελτίωσε αμέσως τη θέση πολλών. Αργότερα φάνηκε ότι ριζικότερες αλλαγές επέφεραν δύο δικαστικές καινοτομίες. Σύμφωνα με τη μία από αυτές, δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο δεν είχαν μόνο όσοι αισθάνονταν ότι έχουν αδικηθεί αλλά όλοι ανεξαιρέτως, για την υπεράσπιση τρίτων ή του δημόσιου συμφέροντος. Σύμφωνα με την άλλη αλλαγή, δόθηκε στους πάντες το δικαίωμα της έφεσης στο δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα, εάν αισθάνονταν αδικημένοι, να κριθούν και πάλι από ένα όργανο μαζικό και αντιπροσωπευτικό. Με τα δυο αυτά δικαιώματα οι πολίτες προστατεύτηκαν από τις αυθαιρεσίες των ευγενών.
Εφόσον όλες οι υποθέσεις μπορούσαν να ξανακριθούν, η Ηλιαία έγινε σύντομα το κύριο αθηναϊκό δικαστήριο. Σημαντικότατα θέματα του δημόσιου και ιδιωτικού βίου ρυθμίζονταν πλέον από τα δικαστήρια στα οποία συμμετείχαν μαζικά και οι φτωχότεροι Αθηναίοι. Σε αυτά κρινόταν πολλές φορές ακόμη και η εγκυρότητα των νόμων.
Ο ίδιος ο Σόλων θεώρησε πάντως ότι ένα από τα σπουδαιότερα μέτρα του ήταν η απελευθέρωση της γης. Είχε αφαιρέσει από αυτήν, όπως εξηγούσε σε ένα του ποίημα, τους ὅρους που την κρατούσαν υποδουλωμένη. Εννοούσε, καθώς φαίνεται, ότι απάλλαξε πολλούς καλλιεργητές από τις υποχρεώσεις που είχαν έναντι των πλούσιων γαιοκτημόνων, αυτές που καταγράφονταν σε ξύλινες πινακίδες (ὅρους) και τους ανάγκαζαν συχνά να δανείζονται με εγγύηση το σώμα τους. Αφαιρώντας τους όρους, είχε απελευθερώσει ταυτοχρόνως τη γη και τους καλλιεργητές της. Τον επόμενο αιώνα η Αθήνα ξεχώριζε για το πλήθος των ελεύθερων ιδιοκτητών γης.
Με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα η Αθήνα επέλυσε οξύτατα κοινωνικά προβλήματα και ήταν πλέον σε θέση να αντιμετωπίσει επικίνδυνους εξωτερικούς εχθρούς. Χωρίς να ανατραπούν τελείως οι παλαιές ισορροπίες, η κοινωνική ένταση εκτονώθηκε και η πόλη απέκτησε νέους πολεμιστές. Πολλοί από αυτούς εντάχθηκαν στην τάξη των θητών, αρκετοί όμως στην τάξη των ζευγιτών, στην αποφασιστικότητα των οποίων στηριζόταν κυρίως η πολεμική ισχύς της πόλης.
Πολλές ελληνικές πόλεις αντιμετώπιζαν εκείνη την εποχή παρόμοια προβλήματα και αναζητούσαν λύσεις. Στα γειτονικά Μέγαρα, μετά την ανατροπή του τυράννου Θεαγένη, τα χρέη δημιουργούσαν μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα. Φαίνεται ωστόσο ότι επιστράφηκαν μόνο οι τόκοι των δανείων - και αυτό θεωρήθηκε τόσο σημαντικό, ώστε η μεταρρύθμιση έμεινε γνωστή ως παλιντοκία. Πάντως, καμία μεταρρύθμιση εκείνης της εποχής δεν ήταν τόσο συνολική και τόσο ριζική όσο αυτή που σχεδίασε ο Σόλων.
Οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα ήταν πολύ καλά υπολογισμένες και αντιμετώπιζαν τα σημαντικότερα προβλήματα της Αθήνας στη ρίζα τους. Αλλά η εκτέλεσή τους δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι ανταγωνισμοί για την εξουσία και οι διαφορετικές απόψεις για τους ρυθμούς με τους οποίους έπρεπε να εφαρμοστούν οι νέοι νόμοι συνεχίζονταν για χρόνια. Ορισμένοι είχαν ήδη υποδείξει στον Σόλωνα ότι μόνο με την ιδιότητα του τυράννου θα μπορούσε να επιβάλει το πρόγραμμα του. Αλλά αυτός ήταν κατηγορηματικά αντίθετος. Πρόθεσή του δεν ήταν να επιβληθεί με αίμα και βία.
Αυτό που αρνήθηκε ο Σόλων το πραγματοποίησε μια γενεά αργότερα ο Πεισίστρατος. Κάποια στιγμή που οι διαμάχες είχαν αποδυναμώσει τις σημαντικότερες αριστοκρατικές οικογένειες, αυτός επικαλέστηκε τις στρατιωτικές του επιτυχίες εναντίον των Μεγαρέων, εξασφάλισε προσωπική φρουρά σωματοφυλάκων και κατέλαβε την εξουσία. Οι εχθροί του ενώθηκαν μεταξύ τους και κατάφεραν να τον διώξουν. Αλλά ο Μεγακλής, εγγονός του ομώνυμου άρχοντα που είχε εξουδετερώσει τον Κύλωνα, του έδωσε για σύζυγο την κόρη του και τον βοήθησε να επιβληθεί για δεύτερη φορά. Όμως, και αυτή η συμμαχία δεν κράτησε πολύ.
Χάνοντας την εξουσία για δεύτερη φορά, ο Πεισίστρατος προετοιμάστηκε καλά για την οριστική του επάνοδο. Εξασφάλισε βοήθεια από τους Θηβαίους, τους Αργείους, τον Λύγδαμη της Νάξου αλλά και χρήματα από τα μεταλλεία του Στρυμόνα. Προσέλαβε μισθοφόρους και κατέλαβε με τη βοήθεια των γιων του τον Μαραθώνα. Από εκεί προχώρησε προς την πόλη και, ύστερα από μάχη, επιβλήθηκε για τρίτη φορά, εξορίζοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους. Έτσι, με εξαίρεση δύο διαλείμματα, παρέμεινε τύραννος από το 561 έως το 527. Ανάμεσα σε πολλά άλλα ανταπέδωσε τη βοήθεια στον Λύγδαμη, καθιστώντας τον τύραννο στη Νάξο.
Ο Πεισίστρατος πολιτεύτηκε με μετριοπάθεια. Δεν κατήργησε τη νομοθεσία του Σόλωνα - μολονότι φρόντιζε να επιλέγονται άρχοντες Αθηναίοι που είχαν καλές σχέσεις μαζί του. Ενίσχυσε τους φτωχούς και τους βοήθησε να καλλιεργούν τη γη τους ώστε να ευπορούν, αλλά και να παραμένουν διασκορπισμένοι στους αγρούς, χωρίς να συχνάζουν στο άστυ ούτε να ασχολούνται με την πολιτική. Φαίνεται μάλιστα ότι συνέδραμε τους μικροκαλλιεργητές με διάφορους τρόπους. Έτσι, συνέβαλε αφενός στην επίλυση του κοινωνικού προβλήματος και αφετέρου εισέπραττε φόρους. Μετά τον θάνατο του Πεισίστρατου, η εξουσία μεταβιβάστηκε στον γιο του Ιππία, ο οποίος συνέχισε να κυβερνά στο ίδιο πνεύμα την πύλη μαζί με τους αδελφούς του.
Οι τύραννοι των Αθηνών ισχυροποίησαν την πόλη τους και τη θέση τους περισσότερο με τη διπλωματία παρά με πολέμους. Εκτός από τη φιλία τους με τη Νάξο, ανέπτυξαν δεσμούς με το Άργος, τη Σπάρτη, τη Σάμο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Όταν όμως οι Πέρσες κυριάρχησαν στη Μακεδονία, επέλεξαν να αλλάξουν πολιτική. Άρχισαν να απομακρύνονται από τους παλαιούς τους φίλους και να προσεγγίζουν τη μεγάλη ασιατική δύναμη που εξαπλωνόταν. Ο Ιππίας έσπευσε να παντρέψει την κόρη του Αρχεδίκη με τον γιο του τυράννου της Λαμψάκου, ο οποίος συνεργαζόταν ήδη στενά με τον μεγάλο βασιλιά της Περσίας, τον Δαρείο. (Σύμφωνα με το επιτύμβιο επίγραμμά της, η Αρχεδίκη ήταν κόρη, σύζυγος, αδελφή και μητέρα τυράννων.) Στο εσωτερικό της πόλης οι Αθηναίοι τύραννοι διακρίθηκαν για τα μεγάλα και επιβλητικά δημόσια έργα τους. Σε ακμή οδηγήθηκε την εποχή εκείνη και το εμπόριο, όπως βεβαιώνουν τα -αρχικά μελανόμορφα και στη συνέχεια ερυθρόμορφα- αγγεία, που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη σχεδόν τη Μεσόγειο.
Οι Πεισιστρατίδες, στα πολλά χρόνια που διακυβέρνησαν, κατάφεραν να συμφιλιωθούν με αρκετές αριστοκρατικές οικογένειες της πόλης. Αλλά οι φιλίες αυτές δεν είχαν βαθιές ρίζες, και μια προσωπική αντιδικία (ή, ορθότερα, αντιζηλία) ήταν αρκετή για να οδηγήσει το 514 στη δολοφονία του Ιππάρχου, αδελφού του Ιππία. Την τολμηρή αυτή πράξη, με αρχικό στόχο τον ίδιο τον τύραννο, ανέλαβαν δύο φίλοι αριστοκράτες, ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, που συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν. (Ο αθηναϊκός δήμος τούς θεώρησε αργότερα πρωτοστάτες της δημοκρατίας, τους αποκάλεσε τυραννοκτόνους και τους απέδωσε τιμές ηρώων.) Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν να γίνει η τυραννία πολύ σκληρότερη και να αποκτήσει νέους εχθρούς. Τον αγώνα εναντίον της συνέχισε από την εξορία η αριστοκρατική οικογένεια των Αλκμεωνιδών.
Οι Αλκμεωνίδες, όπως λεγόταν, ενίσχυσαν οικονομικά το μαντείο των Δελφών και κέρδισαν την εύνοιά του. Έτσι, η Πυθία προέτρεψε τους Σπαρτιάτες να αναλάβουν πρωτοβουλία για την απελευθέρωση της Αθήνας. Οι Σπαρτιάτες, πάντως, δεν χρειάζονταν ιδιαίτερη παρότρυνση, διότι η ανατροπή των τυράννων ήταν έτσι κι αλλιώς στα σχέδιά τους - ιδίως όταν οι τύραννοι συνεργάζονταν με τους Πέρσες. Το 510, με επικεφαλής τον βασιλιά Κλεομένη (περ. 520-490) και σε συνεργασία με δυσαρεστημένους Αθηναίους, εξόρισαν τον Ιππία, που είχε παραμείνει στην εξουσία για 17 χρόνια. Ήλπιζαν ότι η Αθήνα, από ευγνωμοσύνη και ανάγκη, θα γινόταν σύμμαχός τους. Ωστόσο, μια μεγάλη μερίδα του αθηναϊκού δήμου είχε άλλα σχέδια. Οι Σπαρτιάτες επανήλθαν για να παραδώσουν την εξουσία στον Αθηναίο πολιτικό Ισαγόρα, που ήταν φίλος τους. Πρώτη τους ενέργεια ήταν να εξορίσουν 700 αθηναϊκές οικογένειες. Δεύτερη να καταργήσουν τη Βουλή. Αλλά ο αθηναϊκός δήμος αντιστάθηκε, κατάφερε να απομακρύνει τους Σπαρτιάτες από την πόλη του και επανέφερε τους εξόριστους, που είχαν επικεφαλής τους τον Αλκμεωνίδη Κλεισθένη.
Οι Σπαρτιάτες δεν σταμάτησαν τις προσπάθειες. Ήθελαν με κάθε τρόπο να ελέγξουν την Αθήνα, που μέρα με τη μέρα δυνάμωνε. Το 506 προσπάθησαν και πάλι να επιβάλουν τον Ισαγόρα ως τύραννο, αλλά τους εγκατέλειψαν ακόμη και οι σύμμαχοί τους. Ο δεύτερος βασιλιάς της Σπάρτης, ο Δημάρατος (περ. 515-491), διαχώρισε τη θέση του και αποχώρησε. (Η διαφωνία αυτή οδήγησε τους Σπαρτιάτες να στέλνουν στο εξής μόνο ένα βασιλιά σε κάθε εκστρατεία.) Έτσι, ο Κλεομένης υποχρεώθηκε να επιστρέψει άπρακτος στη Σπάρτη. Οι Αθηναίοι αναθάρρησαν και αντιμετώπισαν με επιτυχία τους Θηβαίους και τους Χαλκιδείς, που είχαν συμμετάσχει στην εκστρατεία.
Λίγα χρόνια αργότερα οι Σπαρτιάτες έκαναν μια τελευταία προσπάθεια με σκοπό να επαναφέρουν τον Ιππία. Αυτή τη φορά οι Κορίνθιοι και οι άλλοι σύμμαχοί τους δεν δέχτηκαν ούτε να τους ακούσουν.
Στην ανατροπή των Ελλήνων τυράννων συνέβαλαν πολλοί: οι ευγενείς, που είχαν απολέσει την εξουσία, ο δήμος, που έβλεπε τις τυραννίες να μετατρέπονται σε κληρονομικές μοναρχίες, οι Σπαρτιάτες, που ήθελαν να παίξουν ηγετικό ρόλο σε μια μεγάλη συμμαχία. Στις περισσότερες πόλεις, μετά την ανατροπή των τυράννων, οι πολίτες κατάφερναν να παίξουν κεντρικό ρόλο και να διεκδικήσουν μερίδιο στην πολιτική διακυβέρνηση.
Στις ελληνικές πόλεις, ωστόσο, δεν κατοικούσαν μόνο πολίτες. Εκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά, πολιτικά δικαιώματα στερούνταν επίσης οι ξένοι και οι δούλοι. Οι ξένοι ήταν μια πολύ ευρεία κατηγορία που περιλάμβανε, πέρα από τους περαστικούς, και ανθρώπους που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι σε μια πόλη, ορισμένοι από τους οποίους ήταν γεννημένοι και μεγαλωμένοι σε αυτήν. Σε ορισμένες πόλεις, όπως στην Αθήνα, οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι ονομάζονταν μέτοικοι και είχαν ορισμένα δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις: κατέβαλλαν φόρους και στρατεύονταν. Δεν συμμετείχαν ωστόσο σε καμία πολιτική δραστηριότητα και για να εμφανιστούν ενώπιον των δικαστηρίων είχαν ανάγκη από έναν πολίτη-προστάτη.
Σε όλες τις ελληνικές πόλεις δικαίωμα κατοχής γης είχαν μόνο οι πολίτες. Οι ξένοι και οι μέτοικοι ασχολούνταν έτσι, σχεδόν αποκλειστικώς, με τις τέχνες και το εμπόριο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ως ανταμοιβή για σπουδαίες υπηρεσίες τους στην Αθήνα, οι μέτοικοι μπορούσαν, με απόφαση του δήμου, να ενταχθούν στην κατηγορία των πολιτών.
Οι υποδουλωμένοι Αθηναίοι είχαν κερδίσει με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα την ελευθερία τους. Στο εξής κανένας πολίτης δεν γινόταν πια δούλος μέσα στην πόλη του επειδή δεν είχε να πληρώσει τα χρέη του. Κανένας νόμος δεν απαγόρευε, πάντως, την εισαγωγή δούλων από άλλες περιοχές. Οι εύποροι γαιοκτήμονες, μάλιστα, που με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα στερήθηκαν τα φτηνά εργατικά χέρια, στράφηκαν σε μαζικές αγορές δούλων από μη ελληνικές περιοχές. Η Αθήνα γέμισε με υποδουλωμένους Θράκες και Σκύθες. Οι άνθρωποι αυτοί διακινούνταν μέσα από το διεθνές εμπόριο και πωλούνταν στην αγορά, όπως όλα τα άλλα εμπορεύματα. Τα παιδιά που αποκτούσαν γίνονταν και αυτά δούλοι. Ορισμένοι είχαν την ευκαιρία, ύστερα από σκληρή εργασία, να εξαγοράσουν την ελευθερία τους, να γίνουν απελεύθεροι και να ενταχθούν στην τάξη των μετοίκων.
Κυβέρνησε την πόλη στολίζοντάς την όμορφα και ταιριαστά
Οι θεοί των αρχαίων ήταν βεβαίως ανθρωπόμορφοι, αλλά δεν ήταν άνθρωποι. Μπορούσαν να παρουσιάζονται συχνά ως κοινοί θνητοί, αλλά ήταν αθάνατοι. Οι ανθρώπινες ενσαρκώσεις τους είχαν συμβεί στο μυθικό παρελθόν που αφηγούνταν οι ποιητές. Στο εκάστοτε παρόν οι άνθρωποι έβλεπαν τους θεούς με το φως της φαντασίας τους, όχι με τα ίδια τους τα μάτια· τις περισσότερες φορές, όχι όμως πάντα…
Κατά την πρώτη επιστροφή του Πεισίστρατου από την εξορία, τότε που ήρθε στην Αθήνα για να παντρευτεί την κόρη του Μεγακλή, οι Αθηναίοι είχαν τη σπάνια ευκαιρία να αντικρύσουν την πολιούχο της πόλης τους. Επρόκειτο βεβαίως για ένα τέχνασμα που σκοπό είχε να παρουσιάσει τον Πεισίστρατο ως θεοπρόβλητο ηγέτη. Το τέχνασμα όμως, αν και απλοϊκό κατά τη γνώμη του Ηροδότου που μας το παραδίδει, πέτυχε πλήρως. Λαός συνέρρευσε από όλες τις άκρες της Αττικής για να δει την Αθηνά σε πλήρη εξάρτυση πάνω σε άρμα να οδηγεί και να εγκαθιστά τον αγαπημένο της μονάρχη στην Ακρόπολη. Η ενότητα της Αθήνας τονώθηκε.
Η ιδέα ανήκε στον Μεγακλή. Κατά τον Ηρόδοτο, την Αθηνά υποδύθηκε μια πολίτις από την Παιανία ονόματι Φύα· κατ' άλλους, μια δούλη από τη Θράκη, μικροπωλήτρια λουλουδιών, που είχε το ίδιο όνομα. Η γυναίκα επιλέχθηκε με κριτήριο το ύψος και την ομορφιά της. Διδάχτηκε πώς να στέκεται μεγαλόπρεπα και πώς να κοιτάζει επιβλητικά, περιβλήθηκε με πανοπλία, κράνος και δόρυ, και στήθηκε στο στολισμένο άρμα. Τόσο λίγο απείχαν οι θεοί από τους ανθρώπους - όσο και η βαρβαρική ευπιστία από την αθηναϊκή ευστροφία. Ο Ηρόδοτος απορεί πώς πείστηκαν οι ευφυείς Αθηναίοι. Ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθεί τι ακριβώς θα τους εμπόδιζε να πειστούν. Πάντως, η ιστορία είναι ενδεικτική της σημασίας που είχαν οι πολλοί στην αποδοχή των τυράννων και της εξουσίας τους.
Επειδή δεν αναγνωρίζουμε τους αρχαίους θεούς, δεν μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε το πολιτιστικό μεγαλείο που ψυχικά έκρυβε αυτή η πολιτική πράξη. Στα μάτια των απλών Αθηναίων, όμως, τα αρχιτεκτονικά μνημεία με τα οποία κόσμησε αργότερα ο Πεισίστρατος την πόλη τους είχαν αναντίρρητα, εκτός από πατριωτική, και θρησκευτική σημασία: οι θεοί ήταν εκεί, δίπλα τους, και τους βοηθούσαν. Πρώτος από όλους οικοδομήθηκε ένας ναός στην Ακρόπολη για να τιμηθεί η Αθηνά - πιθανόν ως αντίδωρο για την ευεργεσία που είχε παράσχει στην πόλη της. Ύστερα τιμήθηκε ο πατέρας της, ύπατος των θεών, με μια μνημειώδη κατασκευή που ανέλαβε να ολοκληρώσει, πολλούς αιώνες αργότερα, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός: οι σωζόμενοι μέχρι σήμερα στύλοι του Ολυμπίου Διός οφείλουν την ύπαρξή τους σε μια αρχική έμπνευση του Πεισίστρατου. Ολόκληρο το δωδεκάθεο βρήκε επίσης τη θέση του στο κέντρο της αγοράς, πάνω σε έναν πολυτελή βωμό που διατηρήθηκε για χρόνια. Ακολούθησαν άλλες, χρηστικότερες δημόσιες κατασκευές, όπως η Εννεάκρουνος, για να προμηθεύονται εύκολα νερό οι πολίτες.
Πρωτοφανής ήταν η αίγλη που κέρδισαν στα χρόνια του Πεισίστρατου τα Παναθήναια, μια ετήσια θρησκευτικοπολιτική γιορτή η οποία, από το μέσον του 6ου αιώνα, επαναλαμβανόταν κάθε τέσσερα χρόνια, πολυήμερη και με πανελλήνια λαμπρότητα. Στη γιορτή αυτή δοξάζονταν από κοινού η Αθήνα και η Αθηνά - ή έτσι περίπου κατέληξε να είναι, αφού η μεγαλοπρεπής πομπή που μετέφερε παραδοσιακά τον νέο πέπλο της Αθηνάς Πολιάδος πάνω στον ιστό ενός πλοίου προς τον ναό της στην Ακρόπολη έγινε τελικά η αφορμή για να επιδεικνύεται όλη η ομορφιά, η δεξιοτεχνία και η καλλιέργεια των νέων και των ενηλίκων της Αθήνας. Η πόλη έδειχνε στους Έλληνες που συνέρρεαν από παντού τη δύναμή της. Το γόητρο των Αθηναίων ενισχυόταν. Μια χαρακτηριστική αρματοδρομία που παρέπεμπε σε ένα απώτερο παρελθόν συνδύαζε την ομηρική τεχνική με την οπλιτική εξάρτυση: ο αναβάτης πηδούσε από το άρμα εν κινήσει και έτρεχε πεζός μέχρι το ορισμένο τέρμα του δρόμου, σε έναν αγώνα που απαιτούσε ταυτόχρονα δεξιοτεχνία και ταχύτητα - όπως στον πόλεμο. Απαγγελίες ποιημάτων, και μάλιστα ραψωδιών από τα ομηρικά έπη, συναυλίες, χοροί, αθλητικοί και μουσικοί αγώνες και κάθε είδους εορταστικοί πανηγυρισμοί εντάχθηκαν τελικά στο πρόγραμμα των παναθηναϊκών εκδηλώσεων. Βέβαια, κάθε χρόνο η πολιούχος θεά λάμβανε τις πατροπαράδοτες τιμές με μικρότερη, αποκλειστικά τοπική, εμβέλεια.
Παράλληλα με τους μεγάλους ολύμπιους θεούς, ο Πεισίστρατος έστρεψε την προσοχή του και στον παραμελημένο αλλά πολύ αγαπητό στον αγροτικό πληθυσμό θεό του κρασιού και της μέθης, τον Διόνυσο, και μετέφερε το ξόανό του από τις αρχικά βοιωτικές Ελευθερές εγκαινιάζοντας ειδικό ιερό προς τιμήν του στις νοτιοανατολικές παρυφές της Ακρόπολης. Με το ίδιο σκεπτικό ενθάρρυνε τα λαϊκά διονυσικά δρώμενα και τις αγροτικές λατρείες και ίδρυσε τη μεγάλη γιορτή του Διονύσου στην Αθήνα, τα μεγάλα ή ἐν ἄστει Διονύσια. Το χαρακτηριστικότερο αθηναϊκό επίτευγμα στον χώρο του πολιτισμού, η τραγωδία, έλκει την απώτερη καταγωγή της από εκείνα τα χρόνια της τυραννίας. Ο Θέσπις, ο θρυλούμενος πρώτος τραγωδοποιός, λέγεται ότι έδρασε κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, και οι τραγωδίες του πρέπει να πρωτοπαρουσιάστηκαν σε διονυσιακές εορτές. Τότε επίσης καταγράφηκαν, κατά τη μαρτυρία των αρχαίων, τα ομηρικά έπη, και τότε μάλλον έγινε η πρώτη συλλογή των ορφικών ποιημάτων και χρησμών από τον Ονομάκριτο. Ακόμη και αν οι μαρτυρίες αυτές δεν είναι εντελώς αξιόπιστες, φανερώνουν το ενδιαφέρον που έδειξαν ο Πεισίστρατος και οι γιοι του για τον πολιτισμό ως υπόθεση της πόλης.
Ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης, που ασκούσε την εξουσία του την ίδια εποχή, ενδιαφέρθηκε και αυτός για έργα πολιτισμού που μπορούσαν να δώσουν κύρος στην πόλη και να αυξήσουν την υπερηφάνεια του λαού της. Ορισμένα τεχνικά επιτεύγματα που εφαρμόστηκαν στο νησί του είναι αξιοθαύμαστα ακόμη και με τα σημερινά κριτήρια. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση αποτελεί το Ευπαλίνειο Όρυγμα. Για να βελτιώσει την ύδρευση της πόλης, ο τύραννος κάλεσε έναν διάσημο μηχανικό από τα Μέγαρα, τον Ευπαλίνο, και του ζήτησε να σκάψει το βουνό και να μεταφέρει νερό από το ένα σημείο του νησιού στο άλλο. Ο Ευπαλίνος τα κατάφερε περίφημα: το εντυπωσιακό όρυγμα που κατασκεύασε έχει μήκος πάνω από ένα χιλιόμετρο, και ο ενδιαφερόμενος περιηγητής μπορεί να το επισκεφθεί και να το θαυμάσει ακόμη και σήμερα.
Ένας άλλος μηχανικός κατασκεύασε τεχνητό μόλο μήκους 350 μέτρων για την προστασία των καραβιών από τους ξαφνικούς θυμούς του Ποσειδώνα. Το έργο όμως για το οποίο υπήρξε ξακουστή η Σάμος, το περίφημο Ηραίον, σχεδιάστηκε από ντόπιο αρχιτέκτονα, τον Ροίκο, και αποτελεί ένα εξαιρετικό και πρωτοποριακό δείγμα αρχιτεκτονικής. Η πανάρχαιη Μεγάλη Θεά της Σάμου, που ταυτίστηκε στους ιστορικούς χρόνους με τη σύζυγο του Ολύμπιου Δία, έλαβε γενναίο μερίδιο από τις πιο εξελιγμένες τεχνικές κατακτήσεις της εποχής. Ο νέος ναός της ήταν ένας από τους μεγαλύτερους που κατασκευάστηκαν στην αρχαία Ελλάδα.
Η κατάσταση ήταν αρκετά διαφορετική στην πελοποννησιακή Σικυώνα. Η τυραννία εκεί ήταν, εξάλλου, προγενέστερη. Ο Κλεισθένης υπήρξε γιος ενός από τους πρώτους τυράννους στην Ελλάδα. Ο ίδιος πήρε την εξουσία από τον πατέρα του περίπου το 600. Η λαϊκή στήριξη που είχε βασιζόταν σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Αργείων. Στην προσπάθειά του να ανακόψει την επεκτατική πολιτική του Άργους στην Πελοπόννησο, ο Κλεισθένης, αντιλαμβανόμενος τη σπουδαιότητα που έχει η ποίηση στη διαμόρφωση των πεποιθήσεων του λαού, απαγόρευσε σε ραψωδούς να απαγγέλλουν τα ομηρικά έπη στην πόλη του. Όπως σωστά υποστήριξε, ο Όμηρος υμνεί πάρα πολύ το Άργος και τους Αργείους. Φυσικά, στην Ιλιάδα ο όρος αναφέρεται συλλογικά σε όλους τους συμμάχους που εκστράτευσαν από την Ελλάδα εναντίον των Τρώων. Υποδηλώνει όμως σαφώς και την πολεμική υπεροχή της πόλης του Άργους. Ο αρχηγός της εκστρατείας Αγαμέμνων προερχόταν από εκεί. Με τέτοια αδιάψευστα πειστήρια που έφεραν τη σφραγίδα της αυθεντίας του Ομήρου, πώς θα μπορούσε κανείς να αντιταχθεί στις αξιώσεις των νεότερων Αργείων να έχουν τον πρώτο λόγο; Η λογοκρισία κρίθηκε απαραίτητη.
Πολιτικές σκοπιμότητες εξυπηρετούσε και μια άλλη αλλαγή που επέφερε ο Κλεισθένης - στον χώρο της θρησκείας αυτή τη φορά. Ο Άδραστος ήταν ένα επιχώριος ήρωας που είχε το ιερό του στην αγορά των Σικυωνίων και λατρευόταν με ιδιαίτερες τιμές. Η παράδοση όμως ήθελε τον Άδραστο να κατάγεται από το Άργος. Μέσα στο ίδιο το κέντρο της πόλης που διοικούσε ο Κλεισθένης έβλεπε τον εχθρό με τη μορφή ενός ήρωα του παρελθόντος. Έπρεπε να τον εξορίσει. Έστειλε αντιπροσώπους στους Δελφούς για να πάρει τη συγκατάνευση του θεού και να προχωρήσει στην κατάργηση της λατρείας. Η Πυθία όμως απάντησε ότι ο Άδραστος είναι ο πραγματικός βασιλιάς των Σικυωνίων και ο Κλεισθένης δεν ήταν παρά «πετροβολητής» του, κάποιος που θέλησε να σφετεριστεί την εξουσία του. Ο Κλεισθένης έπρεπε τώρα να βρει νέο τέχνασμα για να ευοδωθούν τα πολιτικά του σχέδια. Σκέφτηκε, λοιπόν, να εισαγάγει από τη Θήβα τη λατρεία ενός άλλου ήρωα που βρισκόταν, κατά τον μύθο, σε εχθρική σχέση με τον Άδραστο. Οι Θηβαίοι συμφώνησαν να του δανείσουν τη λατρεία του Μελάνιππου.
Με την εισαγωγή της νέας λατρείας στη Σικυώνα, ο Κλεισθένης φρόντισε να εγκαταστήσει τον Μελάνιππο στο πρυτανείο της πόλεως και να δημιουργήσει εκεί το τέμενός του. Παράλληλα ενθάρρυνε τη λατρεία με πολυτελείς θυσίες και εορτές. Πίστευε ότι ο νέος ήρωας θα εξόριζε τον μισητό εχθρό του. Ο Άδραστος, όμως, και τα ηρωικά του παθήματα λατρεύονταν με τρόπο που θύμιζε τις διονυσιακές εορτές και είχαν βαθύ λαϊκό έρεισμα. Ο Κλεισθένης αποφάσισε να αντικαταστήσει την οργιαστική λατρεία του Αδράστου με αυτή του Διονύσου, να εγκαταστήσει χορούς (που σε πολλούς μεταγενέστερους θα θύμιζαν τους τραγικούς χορούς της Αθήνας) και να απευθύνει τις παλαιές θυσίες που δεχόταν ο Άδραστος στον Μελάνιππο. Με τη συνδυαστική εισαγωγή δύο μυθικών Θηβαίων, του Μελάνιππου και του Διονύσου, ο Αργείος Άδραστος έχασε τη δύναμή του.
Το πολίτευμά μας αποκαλείται δημοκρατία
Η ανατροπή των τυράννων και η απώθηση των Σπαρτιατών άφησαν την Αθήνα ελεύθερη με ηγέτη τον Αλκμεωνίδη Κλεισθένη. (Η οικογένειά του είχε πάρει το όνομά της από τον παππού του Αλκμέωνα, που διακρίθηκε σε πολεμικές επιχειρήσεις της πόλης και συναναστράφηκε με τον Λυδό βασιλιά Κροίσο.) Ο πατέρας του ο Μεγακλής παντρεύτηκε την κόρη του τυράννου της Σικυώνας Κλεισθένη και έδωσε το όνομά του στον γιο του. Μετά την εκδίωξη του Ιππία και την ήττα των Σπαρτιατών ο Κλεισθένης επέστρεψε θριαμβευτικά από την εξορία και πρωτοστάτησε το 507 στη θεμελίωση της δημοκρατίας.
Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό των νέων πολιτικών μεταρρυθμίσεων ήταν ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκαν. Ο Κλεισθένης είχε ήδη διατελέσει άρχων και δεν μπορούσε να αναλάβει για δεύτερη φορά σημαντικό δημόσιο αξίωμα. Ούτε άλλωστε απέκτησε κάποια έκτακτη εξουσία. Για να επιφέρει αλλαγές στο πολίτευμα όφειλε να πείθει σε κάθε στάδιο τους συμπολίτες του. Τις προτάσεις του τις επεξεργαζόταν πρώτα η Βουλή των Τετρακοσίων και στη συνέχεια τις ενέκρινε με πλειοψηφία η Εκκλησία του Δήμου - όπως λειτουργούσε μετά τον Σόλωνα, με τη συμμετοχή όλων των πολιτών, ακόμη και των άκληρων θητών. Έτσι, η δημοκρατία θεσμοθετήθηκε στην Αθήνα με απόλυτα δημοκρατικές διαδικασίες. Μολονότι εμπνευστής των αλλαγών, ο Κλεισθένης παρέμεινε στη σκιά των εξελίξεων, ουδέποτε ανέλαβε ξανά δημόσιο αξίωμα και χάθηκε από την ιστορία χωρίς να αφήσει άλλα ίχνη.
Βάση των μεταρρυθμίσεων ήταν οι 140 (όπως υπολογίζουν οι μελετητές) δήμοι της Αττικής και οι δέκα νέες φυλές που αντικατέστησαν τις τέσσερις παλαιές. Με την ενηλικίωσή τους οι πολίτες γράφονταν πλέον στους καταλόγους των δήμων (το ληξιαρχικόν γραμματεῖον) και ασκούσαν στις συνελεύσεις τους πολλά από τα πολιτικά τους δικαιώματα. Από διάφορες απόψεις οι δήμοι ήταν το σχολείο της δημοκρατίας. Στο εξής οι πολίτες αποκαλούνταν με το όνομα, το πατρώνυμο και τον δήμο τους, όχι πλέον το γένος τους, ακόμη και όταν ήταν ευγενείς. Ο όρος δημοκρατία, εκτός από εξουσία του δήμου, δηλαδή των πολιτών, δήλωνε και την εξουσία των δήμων, δηλαδή των διοικητικών μονάδων στις οποίες ήταν ενταγμένοι οι πολίτες.
Οι φυλές συγκροτούνταν από τη συνένωση δήμων αλλά με έναν σύνθετο τρόπο. Η Αττική χωρίστηκε σε τρεις μεγάλες περιφέρειες, το Άστυ, την Παραλία και τη Μεσογαία. Κάθε φυλή περιλάμβανε τρεις ομάδες δήμων, που ονομάστηκαν τριττύες, μία από κάθε περιφέρεια. Στη νέα Βουλή των Πεντακοσίων, που αντικατέστησε την παλαιά των Τετρακοσίων, συμμετείχαν πενήντα βουλευτές από κάθε φυλή.
Η οργάνωση αυτή μοιάζει περίπλοκη, αλλά υπηρετούσε μια απλή και πρακτική ανάγκη. Αντί να εγγράφονται στις παλαιές φατρίας, που ήταν διάσπαρτες σε όλη την πόλη, οι πολίτες εγγράφονταν πλέον σε τοπικές ενώσεις, όπου καθένας γνώριζε και μπορούσε να ελέγξει τον άλλο. Στους δήμους τους οι πολίτες εξέλεγαν τους βουλευτές που προβλέπονταν, ανάλογα με το μέγεθός τους, ώστε να συγκεντρωθούν οι πενήντα κάθε φυλής. Με παρόμοιο τρόπο εκλέγονταν και οι άλλοι αξιωματούχοι. Κατά δήμους πάλι συγκροτούνταν, σε καιρό πολέμου, οι στρατιωτικές μονάδες της πόλης. Εφόσον όμως οι δήμοι ήταν μοιρασμένοι στις δέκα φυλές, καθεμία από αυτές αποτελούσε μικρογραφία της πόλης.
Κύριο χαρακτηριστικό των φυλών ήταν ότι περιλάμβαναν πολίτες, βουλευτές, αξιωματούχους και πολεμιστές από όλες τις γεωγραφικές περιοχές, τις πλούσιες και τις φτωχές, τις αγροτικές και τις ναυτικές, τις ορεινές και τις πεδινές.
Όταν οι Αθηναίοι ψήφισαν για πρώτη φορά τον νέο αυτό τρόπο οργάνωσης, διαλύθηκαν ήσυχα, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, γράφτηκαν στους δήμους τους, εντάχθηκαν σε τριττῦας και φυλές και επέλεξαν πενήντα βουλευτές από κάθε φυλή. Η νέα Βουλή των Πεντακοσίων συγκροτήθηκε σε σώμα, συνήλθε και προετοίμασε, όπως όφειλε, τα θέματα που έπρεπε να συζητηθούν στην Εκκλησία του Δήμου. Οι πολίτες μαζεύτηκαν και πάλι στην Εκκλησία του Δήμου, συζήτησαν και ενέκριναν τις αλλαγές. Η δημοκρατία είχε βρει τον τρόπο να αυτορρυθμίζεται. Αυτό χρειάστηκε να επαναληφθεί αρκετές φορές τα επόμενα χρόνια.
Οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη περιλάμβαναν επίσης έναν εντελώς νέο θεσμό, που ονομαζόταν ὀστρακισμός. Σύμφωνα με αυτόν, μια φορά τον χρόνο οι Αθηναίοι καλούνταν να αποφασίσουν στην Εκκλησία του Δήμου, διά ανατάσεως της χειρός (διά ἐπιχειροτονίας, όπως έλεγαν) και χωρίς συζήτηση, εάν επιθυμούσαν να κινηθεί η σχετική διαδικασία. Σε περίπτωση που η πρόταση συγκέντρωνε την πλειοψηφία, οι Αθηναίοι μπορούσαν να εξορίσουν από την πόλη έναν ανεπιθύμητο συμπολίτη τους. Για τον σκοπό αυτό συνέρχονταν και πάλι στην αγορά, όπου κάθε πολίτης έγραφε, εφόσον το επιθυμούσε, ένα όνομα επάνω σε ὄστρακον, δηλαδή σε θραύσμα αγγείου. Στη συνέχεια γινόταν μια πρώτη καταμέτρηση των οστράκων. Εάν ήταν λιγότερα από 6.000, η διαδικασία δεν ολοκληρωνόταν και κανείς δεν εξοριζόταν. Εάν ήταν περισσότερα, γινόταν καταμέτρηση των ονομάτων που ήταν γραμμένα σε αυτά. Ο πολίτης του οποίου το όνομα είχε καταγραφεί τις περισσότερες φορές ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την πόλη για δέκα χρόνια.
Μέσα στους δύο περίπου αιώνες που λειτούργησε η αθηναϊκή δημοκρατία εξορίστηκαν εννέα πολιτικοί -ίσως και κάποιοι ακόμη για τους οποίους δεν έχουν σωθεί ασφαλείς πληροφορίες- όλοι από το 487 έως το 417. Από τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε ο θεσμός προκύπτει και ο σκοπός του. Η δημοκρατία είχε τη δυνατότητα να απομακρύνει από τον δημόσιο βίο τον πολιτικό που μπορούσε να σταθεί σοβαρό εμπόδιο στις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Αυτό θεωρήθηκε αναγκαίο για να αποφευχθούν οι έκρυθμες καταστάσεις σε στιγμές μεγάλης πολιτικής έντασης.
Ο οστρακισμός ήταν, κατά κάποιο τρόπο, η απάντηση της δημοκρατίας σε μια ευρύτατα διαδεδομένη πρακτική. Σε όλα τα προηγούμενα καθεστώτα, τα αριστοκρατικά και τα τυραννικά, αυτοί που κατείχαν την εξουσία φόνευαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, τους εξόριζαν και ιδιοποιούνταν τις περιουσίες τους με τη μεγαλύτερη ευκολία. Ο Ισαγόρας, για παράδειγμα, εξόρισε από την Αθήνα, με τη βοήθεια των Σπαρτιατών, όχι μόνο τον Κλεισθένη αλλά και 700 οικογένειες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Με τον οστρακισμό η διαδικασία ήταν αυστηρά ελεγχόμενη και επέτρεπε την απομάκρυνση ενός μόνο πολίτη τον χρόνο. Ο πολίτης αυτός δεν έχανε ούτε την περιουσία ούτε τα πολιτικά του δικαιώματα, τα οποία μπορούσε να ασκήσει και πάλι ύστερα από δέκα χρόνια ή και νωρίτερα, εάν τον ανακαλούσε ο δήμος. Αλλά και η οικογένειά του δεν υφίστατο καμία βλάβη.
Οι Αθηναίοι, μάλιστα, αξιοποίησαν τη δυνατότητα που είχαν με μεγάλη σύνεση. Πρώτη φορά ενεργοποίησαν τον θεσμό είκοσι χρόνια μετά την καθιέρωσή του, στις έκρυθμες συνθήκες των Περσικών Πολέμων. Πρόθεσή τους δεν ήταν να αυθαιρετούν, αλλά να τερματίσουν, όσο ήταν δυνατόν, την αυθαιρεσία. Όταν κατάλαβαν ότι μπορούσε να γίνει κατάχρηση του θεσμού δεν τον ξαναχρησιμοποίησαν. Μαρτυρίες για οστρακισμούς υπάρχουν και από άλλες πόλεις: το Άργος, τα Μέγαρα, τη Μίλητο και, με την ονομασία πεταλισμός, τις Συρακούσες (όπου αντί για όστρακα χρησιμοποιούσαν φύλλα ελιάς, και αντί για δέκα χρόνια εξόριζαν τους επικίνδυνους πολιτικούς για πέντε).
Έξι χρόνια μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη η αθηναϊκή δημοκρατία απέκτησε επίσης δέκα στρατηγούς που εκλέγονταν για έναν χρόνο. Μόνοι αυτοί από τους άρχοντες μπορούσαν να επανεκλέγονται συνεχώς, χωρίς περιορισμούς. Στην αρχή διοικούσαν τον στρατό μαζί με τον πολέμαρχο, αλλά στη συνέχεια ανέλαβαν τη συνολική ευθύνη για τις στρατιωτικές υποθέσεις. Καθώς ο πόλεμος ήταν σχεδόν ενδημικός στον ελληνικό κόσμο, οι στρατηγοί έγιναν στην πραγματικότητα οι σημαντικότεροι πολιτικοί ηγέτες της δημοκρατίας.
Η αθηναϊκή δημοκρατία συνέχισε να αυτορρυθμίζεται τα επόμενα χρόνια. Η δημιουργία ισχυρού στόλου, με τον οποίο οι Αθηναίοι κυριάρχησαν στις θάλασσες, ανέδειξε τη σημασία και την αξία της τάξης των θητών, που κωπηλατούσαν στα πολεμικά πλοία. Η δημοκρατία είχε άλλωστε ανάγκη όλο και περισσότερους πολίτες ικανούς και πρόθυμους να διεκπεραιώσουν τις υποθέσεις της.
Οι σημαντικότερες αλλαγές ήταν τέσσερις: Το 487 αποφασίστηκε να γίνεται η επιλογή των εννέα αρχόντων με κλήρωση. Οι πρόσφατες πολεμικές εμπειρίες έπεισαν τους Αθηναίους ότι η εξουσία των στρατηγών δεν θα έπρεπε να τίθεται σε αμφισβήτηση από κανέναν άλλο αιρετό αξιωματούχο. Οι άρχοντες ήταν ασφαλώς ένας πατροπαράδοτος θεσμός που δεν ήταν εύκολο να καταργηθεί· μπορούσε όμως να χάσει τη σημασία του και να καταστεί υπόθεση ρουτίνας, την οποία ήταν άξιοι να αναλάβουν (σχεδόν) όλοι οι πολίτες των δύο ανώτερων τάξεων.
Το 461 περιορίστηκαν δραστικά οι αρμοδιότητες του Αρείου Πάγου. Τα όργανα της δημοκρατίας, η Βουλή των Πεντακοσίων, η Εκκλησία του Δήμου και τα δικαστήρια ήταν πλέον σε θέση να αναλάβουν όλες τις σημαντικές υποθέσεις της πόλης. Στην αρχαία Βουλή του Αρείου Πάγου απέμεινε έτσι μόνο μία βασική αρμοδιότητα, η εκδίκαση ανθρωποκτονιών όταν το θύμα ήταν Αθηναίος πολίτης. Ο Εφιάλτης, που ήταν εισηγητής της ριζοσπαστικής αυτής μεταρρύθμισης, είχε την υποστήριξη του δήμου και εξουδετέρωσε τις αντιδράσεις των συντηρητικών κύκλων της πόλης. Έπεσε όμως θύμα μιας από τις ελάχιστες πολιτικές δολοφονίες στην Αθήνα.
Το 457 αποφασίστηκε ότι στην κλήρωση από την οποία επιλέγονταν οι εννέα άρχοντες μπορούσαν να μετέχουν και οι ζευγίτες. Με την πολεμική τους ανδρεία ως οπλίτες είχαν κατακτήσει και αυτοί το δικαίωμα να διεκδικούν ένα αξίωμα που δεν συνοδευόταν άλλωστε από πραγματική εξουσία, αλλά προσέδιδε τιμή σε αυτόν που το κατείχε.
Λίγο αργότερα έγινε και η τελευταία μεγάλη αλλαγή στο πολίτευμα, όταν κρίθηκε σκόπιμο να λαμβάνουν μισθό οι πολίτες που κληρώνονταν δικαστές, βουλευτές ή σε άλλα αξιώματα. Από τον 4ο αιώνα μισθό έπαιρναν και όσοι εμφανίζονταν στην Εκκλησία του Δήμου. Τα όργανα της δημοκρατίας συνεδρίαζαν πλέον τακτικά, και η συμμετοχή των φτωχότερων πολιτών σε αυτά γινόταν προβληματική. Ο μισθός δεν ήταν μεγάλος, αλλά επέτρεπε στους πάντες να δραστηριοποιούνται, χωρίς να ανησυχούν για την καθημερινή τους επιβίωση. Εισηγητής του νόμου ήταν ο Περικλής, εγγονός του Κλεισθένη από τη μητέρα του. Είχε ξεκινήσει την πολιτική του σταδιοδρομία ως συνεργάτης του Εφιάλτη και, μετά τη δολοφονία του τελευταίου, κυριάρχησε στην Αθήνα για 32 χρόνια. Εξελέγη στρατηγός περισσότερες από 20 φορές.
Τα βασικότερα όργανα της δημοκρατίας ήταν η Εκκλησία του Δήμου, όπου λαμβάνονταν όλες οι σημαντικές πολιτικές αποφάσεις, και το δικαστήριο, όπου εκδικάζονταν όλες οι σημαντικές δικαστικές υποθέσεις. Τον έλεγχο και των δύο οργάνων είχε χωρίς διάκριση ο αθηναϊκός δήμος, δηλαδή το σύνολο των πολιτών. Στην Εκκλησία δικαίωμα συμμετοχής, παρέμβασης, υποβολής προτάσεων και ψήφου είχαν όλοι οι ενήλικοι Αθηναίοι πολίτες· στο δικαστήριο είχαν δικαίωμα συμμετοχής μετά τη συμπλήρωση του τριακοστού έτους της ηλικίας τους. Τα όργανα αυτά υπήρχαν ήδη από την εποχή του Σόλωνα, αλλά με τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη η Εκκλησία συνερχόταν πλέον τακτικά και όχι ευκαιριακά, ενώ το δικαστήριο έκρινε τις περισσότερες υποθέσεις εξαρχής, χωρίς να έχει προηγηθεί έφεση.
Τα δύο βασικά όργανα της δημοκρατίας έπρεπε να είναι ταυτοχρόνως αντιπροσωπευτικά και αποτελεσματικά, έπρεπε δηλαδή να λαμβάνουν γρήγορα αποφάσεις και οι αποφάσεις αυτές να εκφράζουν τη βούληση των περισσότερων πολιτών. Τη λύση έδινε ο αριθμός 6.000, δηλαδή το ένα πέμπτο των πολιτών την εποχή του Κλεισθένη. Εκτός από τον οστρακισμό, ο ίδιος αριθμός πολιτών έπρεπε να συμμετέχει στην Εκκλησία για να είναι έγκυρες διάφορες σημαντικές αποφάσεις, όπως η απονομή πολιτικών δικαιωμάτων σε ξένους. Οι αρχαιολογικές έρευνες επιβεβαιώνουν άλλωστε ότι αυτή ήταν η χωρητικότητα της Πνύκας, όπου συγκεντρωνόταν η Εκκλησία. Η πληρότητά της βεβαίωνε ότι ο απαραίτητος αριθμός είχε συγκεντρωθεί. 6.000 πολίτες κληρώνονταν κάθε χρόνο και για να επανδρώσουν το δικαστικό σώμα, από το οποίο, πάλι με κλήρωση, επιλέγονταν κάθε μέρα τα μέλη των διαφόρων τμημάτων του που καλούνταν να εκδικάσουν τις τρέχουσες υποθέσεις.
Στην Εκκλησία, που συνερχόταν σαράντα ή και περισσότερες φορές τον χρόνο, οι αποφάσεις λαμβάνονταν συνήθως με ανάταση της χειρός, σπάνια με καταμέτρηση βότσαλων (ψήφων). Οι συνεδριάσεις κρατούσαν συνήθως από την ανατολή του ήλιου έως το μεσημέρι, επιτρέποντας σε αυτούς που κατοικούσαν μακριά από το κέντρο να επιστρέψουν στις εργασίες και τις κατοικίες τους εγκαίρως. Τα δικαστήρια αποφάσιζαν επιτόπου, μόλις οι αντίδικοι ολοκλήρωναν τις αγορεύσεις τους, πάντα με καταμέτρηση ψήφων και χωρίς να προηγηθεί καμία συζήτηση. Οι αποφάσεις τους ήταν τελεσίδικες.
Κανένα θέμα δεν μπορούσε να εισαχθεί στην Εκκλησία για συζήτηση χωρίς να έχει πρώτα υποστεί επεξεργασία και κωδικοποίηση (προβούλευσιν) στη Βουλή των Πεντακοσίων. Αυτή ήταν ίσως μια από τις σημαντικότερες καινοτομίες της δημοκρατίας. Η Εκκλησία έπαιρνε τις τελικές αποφάσεις με ταχύτητα και αυτοπεποίθηση, επειδή όλη η προεργασία είχε γίνει σε ένα σχετικά μικρό αλλά τελείως αντιπροσωπευτικό σώμα. Η Βουλή είχε επίσης διάφορες άλλες αρμοδιότητες, οικονομικές και διπλωματικές. Για να διεκπεραιώσει τις εργασίες της, πάντως, δεν χρειαζόταν να συνέρχεται συχνά σε ολομέλεια. Οι πενήντα βουλευτές που κληρώνονταν από κάθε φυλή ονομάζονταν πρυτάνεις και αναλάμβαναν τις περισσότερες υποθέσεις του σώματος για το ένα δέκατο του έτους. Κανένας Αθηναίος δεν επιτρεπόταν να διατελέσει βουλευτής περισσότερες από δύο φορές στη ζωή του, και αυτές όχι συνεχόμενες.
Εκτός από τους εννέα άρχοντες και τους δέκα στρατηγούς, διάφορες αρμοδιότητες αναλάμβαναν και άλλοι, κατώτεροι αξιωματούχοι, που ονομάζονταν επίσης άρχοντες. Τα καθήκοντά τους ήταν στρατιωτικά, δικαστικά, θρησκευτικά, αγορανομικά, δημόσιας τάξης, καθαριότητας και επίβλεψης δημόσιων έργων. Σχεδόν όλοι κληρώνονταν και είχαν θητεία για έναν χρόνο. Στο τέλος της θητείας τους όλοι οι άρχοντες, μικροί και μεγάλοι, έδιναν λόγο για τα πεπραγμένα τους (εὔθυναι). Ως στοιχειώδες σώμα καταστολής και αστυνόμευσης της πόλης λειτουργούσε μια ομάδα από 300 Σκύθες δούλους που αποκαλούνταν ῥαβδοῦχοι, και των οποίων οι δικαιοδοσίες ήταν εξαιρετικά περιορισμένες.
Η πρώτη μεγάλη δοκιμασία της αθηναϊκής δημοκρατίας προέκυψε ήδη από τη στιγμή που δημιουργήθηκε, όταν κλήθηκε να αποκρούσει τους Σπαρτιάτες. Η δεύτερη μεγάλη δοκιμασία ήρθε με την απόβαση των Περσών στον Μαραθώνα, όταν ήταν μόλις 17 ετών. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα βεβαίωσε τους περισσότερους Αθηναίους ότι η δημοκρατία ήταν το πολίτευμα που τους ταίριαζε καλύτερα.
Οι Αθηναίοι ισχυρίζονταν ότι το πολίτευμά τους ήταν το μεγάλο παράδειγμα της δημοκρατίας. Στην καθιέρωσή του απέβλεπαν οι πολίτες πολλών άλλων πόλεων, ιδίως οι άποροι ή οι λιγότερο εύποροι. Μάλιστα, παρά την αποφασιστική συμβολή του Κλεισθένη και του Εφιάλτη στην ολοκληρωμένη του οργάνωση, πολλοί υποστήριζαν ότι πραγματικός θεμελιωτής της δημοκρατίας ήταν ήδη ο Σόλων. Υπάρχουν, πάντως, σοβαρές ενδείξεις που δίνουν την εντύπωση ότι άλλες πόλεις είχαν ήδη κάνει αποφασιστικά βήματα προς τη δημοκρατία πριν από τον Κλεισθένη.
Σύμφωνα με επιγραφική μαρτυρία, η Χίος διέθετε Βουλή και Εκκλησία ήδη πριν από το 550 - μολονότι δεν διατηρήθηκαν για μεγάλο διάστημα. Την ίδια περίπου εποχή η Κυρήνη υπέστη μια συντριπτική ήττα από τους Λίβυες. Αντιμετωπίζοντας σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, οι Κυρηναίοι ζήτησαν τη συμβουλή του μαντείου των Δελφών. Η πρώτη μεταρρύθμιση του νομοθέτη που προσκάλεσαν, σύμφωνα με την απόκριση της Πυθίας, ήταν η αναδιάρθρωση των φυλών, ώστε να αναμειχθούν οι πολίτες μεταξύ τους. Στις νέες φυλές θεμελιώθηκε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, αφήνοντας στον βασιλιά μόνο ιερατικά καθήκοντα.
Κρίνοντας από το αθηναϊκό πολίτευμα, το μόνο για το οποίο υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες, συμπεραίνουμε ότι πέντε ήταν οι βασικές αρχές μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης: Πρώτον, όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονταν με την αρχή της πλειοψηφίας. Δεύτερον, δικαίωμα ψήφου είχαν όλοι οι (άρρενες) πολίτες, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση. Τρίτον, οι αποφάσεις λαμβάνονταν σε συνελεύσεις των πολιτών, ύστερα από επεξεργασία στη Βουλή. Τέταρτον, όλοι όσοι αναλάμβαναν αξιώματα λογοδοτούσαν μετά το τέλος της θητείας τους, που συνήθως διαρκούσε έναν χρόνο. Πέμπτον, ενώ για τα στρατιωτικά και ορισμένα οικονομικά αξιώματα οι άρχοντες εκλέγονταν, για όλα τα υπόλοιπα κληρώνονταν.
Το άριστο πολίτευμα
Μετά την εμπειρία της τυραννίας, στον ελληνικό κόσμο άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση γύρω από το άριστο πολίτευμα. Οι περισσότεροι Έλληνες συμφωνούσαν ότι δεν επιθυμούσαν να τους διοικεί ένας άνθρωπος, είτε αυτός ονομαζόταν τύραννος είτε βασιλιάς. Προτιμούσαν την ἰσονομίαν, την ἰσοκρατίαν και την ἰσηγορίαν. Με τους όρους αυτούς εννοούσαν την ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου, τη δυνατότητά τους να μετέχουν στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων και την ελευθερία να εκφράζονται δημοσίως, ιδίως σε θέματα πολιτικής. Εκτός από ισηγορία θα έπρεπε βεβαίως να υπάρχει και παρρησία, δηλαδή το θάρρος για τη διατύπωση μιας γνώμης. Δεν ήταν όμως όλοι οι Έλληνες σύμφωνοι εάν τα δικαιώματα αυτά θα έπρεπε να τα έχει το σύνολο των ελεύθερων κατοίκων μιας πόλης ή μόνο μια μερίδα τους.
Για τους ξένους, περαστικούς ή μέτοικους, δεν γινόταν λόγος. Κανείς επίσης δεν έθεσε θέμα συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική ζωή των πόλεων (ούτε άλλωστε σε άλλες κοινωνίες έως τον 20ό αιώνα). Επικρατούσε η πεποίθηση ότι οι γυναίκες (δηλαδή οι γυναίκες των πολιτών) έχουν φτιαχτεί για τον προστατευμένο και κλειστό χώρο του σπιτιού, όχι για δημόσιες αντιπαραθέσεις στην υπαίθρια αγορά. Όπως γινόταν άλλωστε δεκτό, οι άρρενες εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα όλης της οικογένειας, όχι μόνο τα ατομικά τους. Το κυριότερο πρόβλημα ήταν βεβαίως ότι οι γυναίκες δεν στρατεύονταν, και οι σημαντικότερες πολιτικές αποφάσεις σχετίζονταν με τον πόλεμο. Το μόνο ουσιαστικό ζήτημα που μπορούσε να τεθεί ήταν εάν θα είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα όλοι οι πολίτες ή μόνο οι εύποροι, δηλαδή πρακτικά οι αγρότες που στρατεύονταν ως οπλίτες με τον δικό τους οπλισμό (οἱ τὰ ὅπλα παρεχόμενοι). Σε ακραίες περιπτώσεις, εύποροι θεωρούνταν όσοι ανήκαν στα ανώτερα στρώματα ή, ενδεχομένως, μόνο οι ιππείς.
Τα πολιτεύματα που έδιναν πολιτικά δικαιώματα σε ολόκληρο τον δήμο, ακόμη και στους άπορους, όπως ήταν οι θήτες στην Αθήνα (οι οποίοι στρατεύονταν με ελαφρύ οπλισμό ως ψιλοί ή ως ναύτες για να κωπηλατούν τα πολεμικά πλοία) ονομάζονταν δημοκρατίες. Τα πολιτεύματα που έδιναν πολιτικά δικαιώματα μόνο στους εύπορους ονομάζονταν ολιγαρχίες, επειδή οι εύποροι ήταν πάντα λίγοι. Δημοκρατία ήταν κατεξοχήν το πολίτευμα των πολλών, όχι γιατί απαγορευόταν η συμμετοχή των λίγων σε αυτό, αλλά γιατί η πολιτική δύναμή τους περιοριζόταν αποφασιστικά από την αριθμητική υπεροχή του πλήθους. Για να επηρεάσουν τα πολιτικά πράγματα της πόλης, οι εύποροι ευγενείς έπρεπε να πάρουν με το μέρος τους σημαντική μερίδα του δήμου.
Μια ωραία συζήτηση γύρω από το άριστο πολίτευμα καταγράφει ο Ηρόδοτος. Μολονότι τη φαντάζεται να διεξάγεται στην Περσία ανάμεσα σε συνωμότες που είχαν ανατρέψει τον βασιλιά, σε όλες τις λεπτομέρειές της είναι καθαρά ελληνική. Προκύπτει έτσι ότι αρετή της δημοκρατίας ήταν η κλήρωση των αρχόντων, η λογοδοσία τους και η δημόσια διαβούλευση για τη λήψη όλων των αποφάσεων. Το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημά της ήταν ο σημαντικός περιορισμός της αυθαιρεσίας των αρχόντων. Το μειονέκτημά της ήταν η αμάθεια και η αλαζονεία του πλήθους: διαθέτοντας εξουσία αλλά όχι σύνεση, οι μάζες μπορούσαν εύκολα να εξαχρειωθούν. Αρετή της ολιγαρχίας ήταν η δυνατότητα να εκχωρηθεί η εξουσία στους ἀρίστους, δηλαδή στους «καλύτερους» πολίτες, αυτούς που λόγω της οικογενειακής τους παράδοσης και της υψηλής τους μόρφωσης διέθεταν τα κατάλληλα εφόδια. Το μειονέκτημά της ήταν οι έχθρες που δημιουργούνταν μεταξύ των ολίγων και η επιθυμία καθενός να ηγηθεί και να επιβάλει τη γνώμη του.
Οι Πέρσες συνωμότες επέλεξαν τη μοναρχία. Αυτή θεώρησαν ως το καλύτερο πολίτευμα. Ο άριστος μονάρχης μπορούσε και το πλήθος να φροντίζει και τα μυστικά της πόλης να διαφυλάττει. Το πρόβλημα ήταν βέβαια ότι ο μονάρχης ήταν ανεξέλεγκτος. Ακόμη και ένας άριστος άνθρωπος μπορούσε γρήγορα να μεταβληθεί σε υπερόπτη και φθονερό. Οι τύραννοι ανέτρεπαν τα πατροπαράδοτα έθιμα, βίαζαν γυναίκες και σκότωναν ανθρώπους χωρίς δίκη. Αλλά οι Πέρσες, σύμφωνα με τη φανταστική διήγηση του Ηροδότου, ήταν διατεθειμένοι να πάρουν αυτό το ρίσκο.
Τον 4ο αιώνα ο Πλάτων οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως, αν οι άρχοντες δεν φιλοσοφήσουν, δηλαδή δεν αποκτήσουν πραγματική γνώση, ή αν οι φιλόσοφοι δεν ασκήσουν, από κάποια απρόβλεπτη εύνοια της τύχης, την εξουσία, δεν πρόκειται να υπάρξει βελτίωση στα πολιτικά πράγματα. Άλλοι πίστευαν ακόμη στη δύναμη της αθηναϊκής δημοκρατίας όχι μόνο να ανασυντάξει την πόλη τους, αλλά και να ηγηθεί σε ολόκληρο τον ελληνισμό - αρκεί να απέφευγε τις ακρότητες και να περιόριζε τις αυθαιρεσίες του δήμου.
Τρισευτυχισμένοι οι θνητοί που πάνε στον Άδη μυημένοι
Οι περισσότεροι Έλληνες δεν αναγνώριζαν μεταθανάτια ζωή. Σύμφωνα με τον Όμηρο, τη στιγμή του θανάτου μια μαύρη σκιά, πιστό αλλά άυλο αντίγραφο του σώματος, εξέρχεται από την ανοιχτή πληγή ή από το στόμα του νεκρού και κατεβαίνει στον Άδη για να μείνει παντοτινά εκεί, δίχως αισθήσεις και τυφλή σαν νυχτερίδα. Έχοντας χάσει την ικμάδα του σώματος, η ψυχή αυτή (που μπορούσε να εγκαταλείψει προσωρινά το σώμα και σε στιγμές λιποθυμίας) διψούσε για αίμα. Ποθούσε να ξαναζωντανέψει. Αλλά αυτό ήταν ανέφικτο. Όλοι οι νεκροί, ακόμη και οι άριστοι, ήταν αναίσθητοι, ολοκληρωτικά μουδιασμένοι και δυστυχείς. Ο κάτω κόσμος του Άδη, μέσα στα έγκατα της γης, ήταν ένας τόπος κρύος και σκοτεινός, όπου το ζωτικό φως του ήλιου δεν μπορούσε ποτέ να εισχωρήσει. Επιστροφή ή λύτρωση δεν υπήρχε. Ο Αχιλλέας, όταν βρέθηκε εκεί βασιλιάς των νεκρών, δήλωνε ότι θα αντάλλασσε ευχαρίστως τη σκιώδη αυτή κατάσταση με την πιο ασήμαντη ζωή ενός άγνωστου υπηρέτη πάνω στη γη.
Ωστόσο, μετά τον Όμηρο, και ιδίως κατά τον 6ο αιώνα, μια (ίσως παλαιά) πεποίθηση σχετικά με τη δυνατότητα αναγέννησης και μεταθανάτιας ευδαιμονίας άρχισε να ενδυναμώνεται. Το ακριβές μήνυμά της δεν είναι γνωστό. Οι προβλεπόμενες τελετές ήταν μυστικές, και οι μυούμενοι δένονταν με όρκο να μην αποκαλύψουν όσα άκουσαν, είδαν ή έκαναν κατά τη διάρκειά τους. Διακεκριμένοι ποιητές, όπως ο Θηβαίος Πίνδαρος και ο Αθηναίος Σοφοκλής, ύμνησαν τη δύναμη των μυστηρίων με λόγια θερμά· οι ίδιοι ήταν μύστες.
Η μυστηριακή πεποίθηση βασιζόταν στο θαύμα της αναγεννώμενης φύσης και στη γονιμοποιό δύναμη του θανάτου. Οι μυούμενοι δέχονταν τελετουργικά μια φώτιση που τους λύτρωνε από την κατάσταση της θνητότητας και τους έκανε ευτυχισμένους στην παρούσα ζωή και μακάριους στην άλλη. Οι σχετικές πηγές διατείνονται ότι οι μύστες μάθαιναν, εκτός από το αναπόφευκτο τέλος του βίου, επίσης τη διόσδοτην ἀρχήν του. Στα μυστήρια, και ειδικά σε αυτά της Ελευσίνας στην Αττική, για τα οποία είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι, γίνονται δεκτοί οι πάντες άσχετα από την κοινωνική θέση και την οικονομική τους δύναμη. Μοναδικές προϋποθέσεις ήταν να μην έχουν μιάνει τα χέρια τους με αίμα και να γνωρίζουν ελληνικά. Οι αλλόφωνοι και οι ανθρωποκτόνοι αποκλείονταν. (Φυσικά, ανθρωποκτόνοι δεν θεωρούνταν όσοι είχαν σκοτώσει σε επίσημο πόλεμο, αλλά ακόμη και η ακούσια θανάτωση κάποιου σε περίοδο ειρήνης λειτουργούσε περιοριστικά.)
Σε ορισμένες περιπτώσεις η μυστηριακή διδαχή συνδεόταν με την καλλιέργεια των δημητριακών, διακριτικό σημάδι της πολιτισμένης κοινωνίας κατά την ομόφωνη γνώμη των αρχαίων Ελλήνων. Σύμφωνα με τον ομηρικό ύμνο στη Δήμητρα (έργο του πρώιμου 6ου αιώνα), οι δύο μεγάλες δωρεές της θεάς στην πολιτισμένη ανθρωπότητα ήταν η γεωργία και τα μυστήρια. Όπως στην αγροτική παραγωγή οι εγγενείς δυνάμεις της φύσης τίθενται υπό τον έλεγχο του ανθρώπου που γνωρίζει πότε και πώς πρέπει να σπείρει και να θερίσει για να έχει τη μέγιστη σοδειά, έτσι και στα μυστήρια της Δήμητρας οι φυσικές δυνάμεις της γέννησης και του θανάτου χαλιναγωγούνταν προς όφελος των μυστών. Σε άλλες περιπτώσεις η μυστηριακή διδαχή περιλάμβανε την ιδέα της κάθαρσης από ένα αρχέγονο μίασμα που είχε καταστήσει τους ανθρώπους θνητούς. Λυτρωτής θεός ήταν τότε ο Διόνυσος-Βάκχος. Σε όλες τις περιπτώσεις, πάντως, η μυστηριακή διδαχή ήταν συμβολική.
Τα μυστήρια δεν πρόσφεραν λεκτική διδασκαλία. Κινητοποιούσαν αρχέγονες ψυχικές εικόνες και υπέβαλλαν τους μύστες σε τελετουργικές εμπειρίες ολοκλήρωσης του εαυτού και ενότητας με τον κόσμο. Με την έννοια αυτή, τα μυστήρια παρείχαν βιωματική γνώση. Το τελευταίο στάδιο μύησης -εκεί όπου, αν η ψυχή του μύστη ήταν κατάλληλα δεκτική, μπορούσε να συμβεί ολοκληρωτική αποκάλυψη του μυστηρίου της ζωής- ονομαζόταν ενίοτε ἐποπτεία (ξεκάθαρη θέαση).
Μυστήρια υπήρχαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ειδικά η υπανάπτυκτη περιοχή της Αρκαδίας είχε πολλές μυστηριακές τελετές. Αλλά τα Μυστήρια των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη, των Καβείρων στη Θήβα και, κυρίως, τα Ελευσίνια Μυστήρια της Δήμητρας και της Κόρης στην Αττική απέκτησαν πανελλήνια αίγλη. Εκτός από αυτά τα μυστηριακά κέντρα, υπήρχαν επίσης πολλοί περιπλανώμενοι ιερείς που επικαλούνταν την αυθεντία του Ορφέα και του γιου του Μουσαίου, εξάγνιζαν με θυσίες και μαγικές επωδές άτομα, οικογένειες και πόλεις ολόκληρες, καλούσαν τον Βάκχο, την Περσεφόνη και άλλες θεότητες του Άδη και μυούσαν, έναντι αμοιβής, τους ενδιαφερόμενους σε τελετές οι οποίες, κατά την άποψή τους, εξασφάλιζαν καλή τύχη τόσο πάνω στη γη όσο και στο επέκεινα. Ανάμεσα στους περιπλανώμενους ιερείς επικρατούσε έντονος ανταγωνισμός, όπως ήταν φυσικό για ανθρώπους που εμπορεύονταν το ίδιο αγαθό. Ορισμένοι βρίσκονταν σε αντιπαράθεση και με τους εκπροσώπους των μυστηριακών κέντρων.
Η αρχαιολογική σκαπάνη ανακαλύπτει συνεχώς, κυρίως στην περιφέρεια του ελληνισμού, ταφικές επιγραφές, πρόχειρα χαραγμένες σε φύλλα χρυσού και τοποθετημένες στο κεφάλι ή το στήθος του νεκρού, που μαρτυρούν τη μυητική διαδικασία οπαδών του ορφικού Διονύσου. Οι επιγραφές χρονολογούνται από το τέλος του 5ου έως τον 2ο αιώνα π.Χ., αλλά αναντίρρητα απηχούν ιδέες που διαμορφώθηκαν παλιότερα. Μια επιγραφή από το Ιππώνιον της Κάτω Ιταλίας δίνει οδηγίες για την τοπογραφία του Άδη. Ο νεκρός μύστης, διψασμένος όπως όλες οι ψυχές, πρέπει να αγνοήσει την πρώτη κρήνη που θα συναντήσει στον δρόμο του και να προχωρήσει στην επόμενη. Εκεί θα βρει φύλακες που θα τον ρωτήσουν τι γυρεύει στου Άδη τα σκοτάδια. Εκείνος πρέπει να αποκριθεί με το τελετουργικό σύνθημα που οι αμύητοι αγνοούν και να προφέρει τα ακόλουθα λόγια:
Γιος είμαι της Γης και του έναστρου Ουρανού,
μα από τη δίψα είμαι στεγνός και χάνομαι.
Δώστε μου γρήγορα να πιω
το κρύο νερό που ρέει από τη λίμνη της Μνήμης.
Αντίθετα με τους αμύητους που θα βιαστούν να ξεδιψάσουν από την πηγή της Λήθης, ο μύστης θα πιει το νερό της Μνημοσύνης και θα σωθεί μέσω του λυτρωτικού έργου που εκτελέστηκε για χάρη του από τον υποχθόνιο βασιλιά Διόνυσο. Στη συνέχεια τον περιμένει χαρά και αγαλλίαση μαζί με τους υπόλοιπους μυημένους βάκχους.
Το ομηρικό μοτίβο των διψασμένων και επιλησμόνων ψυχών έχει εδώ μετασχηματιστεί σε δύναμη μνήμης και αναγέννησης για τους μύστες του Διονύσου. Αν εξαιρέσουμε σπάνιες περιπτώσεις ηρώων του ένδοξου παρελθόντος που είχαν μεταβεί στις Νήσους των Μακάρων ή στο Ηλύσιον, παρόμοιες απόψεις ήταν εντελώς άγνωστες στα ομηρικά και τα ησιόδεια έπη.
Ο Ορφέας εμφανίστηκε ως ανανεωτής της θρησκευτικής παράδοσης. Αν ποτέ υπήρξε ιστορικό πρόσωπο με αυτό το όνομα, έχει χαθεί μέσα στον θρύλο. Οι οπαδοί του, πάντως, διατείνονταν ότι έζησε και έδρασε πολύ πριν από τον Όμηρο. Σύμφωνα με μια μαρτυρία, ο Ορφέας ξεκίνησε αρχικά ως ακόλουθος του Διονύσου, αλλά στη συνέχεια στράφηκε στον Απόλλωνα και έγινε αποκλειστικός λάτρης του φωτός, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις του σκότους να θιγούν και να βρει τραγικό θάνατο από μαινάδας, τις μαινόμενες συντρόφισσες του Διονύσου. Το μύθευμα αυτό για τον διασπαραγμόν του Ορφέα δηλώνει ότι η μυστηριακή εμπειρία της αναγέννησης ήταν αρχικά προσανατολισμένη στον φυσικό κύκλο της γέννησης και του θανάτου και δεν περιλάμβανε ατομική σωτηρία. Με τη συγχώνευση όμως διονυσιακών και απολλώνιων στοιχείων αναπτύχθηκε επιπρόσθετα η ιδέα ότι αυτό που συμβαίνει στο ανθρώπινο γένος συνολικά μέσω της αναπαραγωγής μπορεί να συμβεί και στον άνθρωπο ατομικά: να αναγεννηθεί.
Στο μέσον του 6ου αιώνα το προϊστορικό ιερό της Δήμητρας και της Κόρης (γνωστής και ως Περσεφόνης) στην Ελευσίνα γνώρισε πρωτοφανή άνθηση. Πλήθη άρχισαν να συρρέουν από όλα τα μέρη της Ελλάδος για να μυηθούν. Ταυτόχρονα, στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία η διαδεδομένη λατρεία της Περσεφόνης συνδέθηκε με ύμνους και νέα έπη, των οποίων η σύνθεση αποδόθηκε στον Ορφέα. Κατά το τελευταίο τέταρτο του ίδιου αιώνα, η ιδέα της μετενσάρκωσης έκανε την πρώτη εμφάνισή της στην Ελλάδα μεταξύ των Πυθαγορείων. Αυτές οι παράλληλες αλλαγές (ανανέωση των μυστηρίων, ορφικά έπη, πίστη στη μετενσάρκωση) δίνουν το στίγμα μιας νέας στάσης απέναντι στον θάνατο, που συνδέεται πιθανότατα με την ανάδυση της αξίας του ατόμου. Για όσους είχαν μυηθεί ο θάνατος μπορούσε να είναι πλέον κάτι αγαθό. Τουλάχιστον δεν ήταν τόσο φοβερός όσο τον περιέγραφε ο Όμηρος και πίστευε μαζί του ο περισσότερος κόσμος των αμύητων.
Ἄραρα Χάραρα
Δεν διακρίνεται πάντοτε εύκολα η θρησκεία από τη μαγεία. Μαγικές πρακτικές συνυπάρχουν με θρησκευτικές τελετές, παραδοσιακούς μύθους, ακόμη και ορθολογικές επιστημονικές ανακαλύψεις. Αντίθετα με μια εσφαλμένη άποψη που λέει ότι η θρησκεία περιλαμβάνει ανώτερα όντα ενώ η μαγεία λειτουργεί μηχανικά, στις μαγικές επικλήσεις περιλαμβάνονται συχνά δαίμονες ή θεοί, ενώ ορισμένες επίσημες ιεροπραξίες δεν απευθύνονται σε θεότητες.
Γενικά η μαγεία βασίζεται στην αρχή της συμπάθειας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, ο κόσμος είναι ένα κλειστό σύστημα, τα μέρη του οποίου βρίσκονται σε διαρκή αλληλεξάρτηση και αμφίδρομη επιρροή. Αν λοιπόν κάποιος μάθει τις αφανείς σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων, θα μπορεί, παραδείγματος χάριν, να προκαλεί βροχή για το χωράφι του, χύνοντας μια συμβολική ποσότητα νερού πάνω στο ξερό έδαφος. Το μέρος θα μαγνητίσει συμπαθητικά το όλον και έτσι νερό θα συγκεντρωθεί από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα υπό μορφή νεφών και, για να βρει το όμοιό του, θα κατέλθει ως βροχή.
Οι κυριότερες πηγές μας για την αρχαία ελληνική μαγεία προέρχονται από την αρχαιολογική σκαπάνη. Μολύβδινες πινακίδες με ολιγόστιχες επιγραφές που «δένουν» τον εχθρό (κατάδεσμοι), μικρές πήλινες κούκλες τρυπημένες με περόνες σε διάφορα σημεία του σώματος, φυλακτά για αποτροπή του «κακού ματιού» ή για ενδυνάμωση αυτού που τα φορά και ξόρκια (ἐπῳδαί) για ίαση από ασθένειες που έχουν προκληθεί με παρεμβολή πνευμάτων και δαιμόνων έχουν βρεθεί σε διάφορα σημεία του ελληνικού κόσμου, μέσα σε τάφους και πηγάδια. Τα ευρήματα ξεκινούν τον 6ο αιώνα και πληθαίνουν την κλασική εποχή, ιδίως στην Αθήνα. (Σε σχέση με άλλες πόλεις, η Αθήνα ήταν, όπως σε άλλους τομείς, ανεκτικότερη και στις μαγικές πρακτικές.) Κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, η μαγεία βρισκόταν σε πλήρη άνθηση σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Πληθώρα μαγικών κειμένων γραμμένων σε παπύρους έχει ανακαλυφθεί στην Αίγυπτο, και έτσι η παλαιά υπόθεση ότι η μαγεία έφτασε στην Ελλάδα από την Αίγυπτο, τη χώρα της πανάρχαιης σοφίας στα ζητήματα των θεών, παραμένει ελκυστική.
Η αρχαία μαγεία καλύπτει ένα ευρύτερο φάσμα δραστηριοτήτων από αυτό που περιλαμβάνει συνήθως ο σύγχρονος όρος. Εκτός από την πρόκληση αποτελεσμάτων που σχετίζονται με τις πρακτικές ανάγκες της ζωής, οι αρχαίες μαγικές επικλήσεις και τελετές αποσκοπούσαν επίσης, ορισμένες φορές, σε εμπειρίες πνευματικής επαφής με θεούς. Ο μάγος ήταν ένας ειδήμων στα θέματα των θεών και, κατά την ελληνιστική περίοδο, υποτίθεται ότι μπορούσε να προκαλέσει κάποιες θεότητες, όπως την Εκάτη, την Ίσιδα ή τον Ήλιο, να φανερωθούν με βιωματική αμεσότητα.
Λίγες είναι οι αναφορές των συγγραφέων της αρχαϊκής και κλασικής εποχής στις μαγικές πρακτικές. Αυτή η απουσία είναι δικαιολογημένη εξαιτίας τόσο της μυστικότητας των τελετών όσο και της μικρής εκτίμησης που έχαιραν οι πρακτικές αυτές στα μάτια των διανοουμένων. Η μαγεία βρισκόταν στα όρια της κοινής ηθικής και κάποτε μάλιστα τα ξεπερνούσε.
Μια επιγραφή χαραγμένη σε μολύβδινο έλασμα τον 4ο αιώνα παρουσιάζει τον ανταγωνισμό μαγείρων στο πλαίσιο μιας δικαστικής διένεξης. Ο πελάτης του μάγου, που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, «δεσμεύει» τον αντίδικό του Θεαγένη και τους συμμάχους του για να μην μπορέσουν να εμφανιστούν στο δικαστήριο ως μάρτυρες κατηγορίας:
Δένω (καταδέω) τον Θεαγένη, τη γλώσσα του και την ψυχή του και τα λόγια που χρησιμοποιεί. Δένω επίσης τα χέρια και τα πόδια του Πυρρία, του μαγείρου, τη γλώσσα του, την ψυχή του, τα λόγια του. Δένω επίσης τη γυναίκα του Πυρρία, τη γλώσσα της και την ψυχή της. Δένω επίσης τον μάγειρο Κερκίωνα και τον μάγειρο Δόκιμο, τις γλώσσες τους, τις ψυχές τους, τα λόγια που χρησιμοποιούν. Δένω επίσης τον Κινέα, τη γλώσσα του, την ψυχή του και τα λόγια με τα οποία βοηθάει τον Θεαγένη. Δένω επίσης τη γλώσσα του Φερεκλή, την ψυχή του και τη μαρτυρία του προς όφελος του Θεαγένη. Δένω επίσης τη γλώσσα του Σεύθη, την ψυχή του και τα λόγια που χρησιμοποιεί, όπως επίσης τα πόδια του, τα χέρια του, τα μάτια και το στόμα του. Δένω επίσης τη γλώσσα του Λαμπρία, την ψυχή του και τα λόγια που χρησιμοποιεί, όπως επίσης τα πόδια του, τα χέρια του, τα μάτια και το στόμα του. Όλους αυτούς τους δένω, τους εξαφανίζω, τους θάβω, τους καρφώνω - για να μην καταφέρουν διόλου να εμφανιστούν ενώπιον των δικαστών ως μάρτυρες κατηγορίας, είτε με επιχειρήματα είτε με αποδείξεις.
Τέτοιες επιγραφές προϋποθέτουν αντίστοιχες νυχτερινές τελετές. Ο μάγος (μια λέξη που αρχικά σήμαινε τον Μήδο και μετά τον Πέρση ιερέα αλλά σύντομα χαρακτήρισε αυτόν που εισάγει ξένες θρησκευτικές πρακτικές) ονομαζόταν επίσης γόης («αυτός που θρηνεί») και ἀγύρτης («αυτός που μαζεύει τις ψυχές των νεκρών») και χαρακτηριζόταν συχνά νυκτιπόλος («αυτός που περπατά τη νύχτα»). Για την επιτυχία των μαγικών τελετών επιλεγόταν συχνά η φάση πριν από τη νέα σελήνη (η οποία στην αρχαιότητα ονομαζόταν χαρακτηριστικά «παλαιά μαζί και νέα»), τότε που ο ουρανός είναι εντελώς σκοτεινός, καθώς πραγματοποιείται η μετάβαση από τον προηγούμενο στον επόμενο μήνα. Ως κατάλληλοι τόποι θεωρούνταν τα τρίστρατα, εκεί που ο δρόμος ανοίγει σε σχήμα φουρκέτας (σαν το γράμμα Υ). Αυτές οι στιγμές της χρονικής και τοπικής αβεβαιότητας, αυτές οι μεταβατικές φάσεις που φαίνεται σαν να βάζουν την ίδια τη φύση σε δίλημμα, ήταν πάντοτε οι πιο ταιριαστές για την επιτυχία των μαγικών τελετουργιών. Τα γραπτά σύμβολα της τελετουργίας, όπως ο κατάδεσμος εναντίον του Θεαγένη, τοποθετούνταν, μετά την ολοκλήρωση της τελετής, μέσα στη μαύρη γη, στα σημεία εκείνα όπου ο υποχθόνιος κόσμος των νεκρών φαίνεται να έρχεται σε επαφή με τον επίγειο κόσμο των ζώντων.
Φυσικά, και μόνο λόγω τύχης, κάποιες μαγικές τελετουργίες είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η επιτυχία, σωστά διαφημιζόμενη, ενίσχυε το κύρος των μάγων. Για τις άλλες το κέρδος που αποκόμιζε ο πελάτης ήταν αποκλειστικά ψυχικό - διόλου ευκαταφρόνητο όφελος, αφού και η επιτυχία των πράξεων καθορίζεται συχνά από τη διάθεση. Μέσω των μαγικών πρακτικών εκτονώνονταν τα έντονα συναισθήματα της οργής ή του θυμού, έβρισκε διέξοδο η φυσική επιθετικότητα, εκπληρωνόταν άμεσα η επιθυμία και μπορούσε να αποκατασταθεί η ψυχική ισορροπία ανθρώπων που αισθάνονταν αδικημένοι, περιθωριοποιημένοι ή απλώς, σε δεδομένες περιστάσεις, αδύναμοι.
Επειδή η ευσέβεια των αρχαίων Ελλήνων ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την τέλεση των καθιερωμένων και πατροπαράδοτων τελετουργιών, είναι δύσκολο να χαραχθεί απόλυτη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον χώρο της θρησκείας και το συναφές πεδίο των μαγικών πρακτικών. Γενικά η μαγεία ήταν ιδιωτική υπόθεση που ενδιέφερε μεμονωμένα άτομα και συγκεκριμένες επιδιώξεις τους, ενώ η θρησκεία αφορούσε συνήθως ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Η διαφορά αυτή οδήγησε αρκετούς αρχαίους συγγραφείς στο συμπέρασμα ότι οι τραγουδιστές των ορφικών επών και οι περιπλανώμενοι ιερείς, που υπόσχονταν λύτρωση από τα παρόντα και τα μέλλοντα δεινά, δεν ήταν παρά μια ειδική κατηγορία μάγων.
Ο πόλεμος είναι ο πατέρας και ο βασιλιάς των πάντων
Οι Έλληνες έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση για τη σοφία. Στον Όμηρο και τους μεταγενέστερους ποιητές σοφός ήταν ο άνθρωπος που γνώριζε καλά μια τέχνη, έναν συγκεκριμένο χώρο δημιουργίας ή δράσης, όπως τη χρήση του πηδαλίου, την κατασκευή αγγείων, τη θεραπεία ασθενειών ή τη σύνθεση ποιημάτων. Σοφία ήταν η εξειδικευμένη και πρακτική γνώση. Όταν επρόκειτο για αποφάσεις, ο σοφός διέκρινε το νόημα των περιστάσεων καλύτερα από τους άλλους και πρότεινε λύσεις ευφυείς και αποτελεσματικές: έβρισκε, όπως έλεγαν, περάσματα μέσα στο σφιχτό δίχτυ της αναγκαιότητας.
Αυτή η έννοια της πρακτικής σοφίας αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά την ύστερη αρχαϊκή εποχή και πήρε σημασία πολιτική. Ένας κατάλογος Επτά Σοφών καταρτίστηκε αργότερα και περιλάμβανε άνδρες με ιδιαίτερη πολιτική οξυδέρκεια. Τέτοιοι ήταν ο Αθηναίος Σόλων, ο Περίανδρος της Κορίνθου, ο Μυτιληναίος Πιττακός, ο Λίνδιος Κλεόβουλος (από τη Ρόδο), ο Βίας από την Πριήνη και ο Λακεδαιμόνιος Χίλων. Όλοι τους είχαν συμβάλει στην αντιμετώπιση των πολιτικών και κοινωνικών αδιεξόδων της εποχής και της πόλης τους.
Στην κατάρτιση του καταλόγου των Επτά Σοφών δόθηκε μέριμνα να αντιπροσωπεύεται ολόκληρη η επικράτεια του ελληνισμού. Ο αριθμός επτά ήταν συμβολικός. Το κοινό χαρακτηριστικό της σκέψης και της δράσης τους ήταν η μετριοπάθεια. Οι άνδρες αυτοί συνειδητοποίησαν ότι κάθε δράση προκαλεί αντίδραση, κάθε ενέργεια προς τη μια κατεύθυνση γεννά αντίρροπη δύναμη με αντίθετη φορά, κάθε κέρδος έχει το ισόποσο τίμημά του. Αυτός ήταν ο νόμος της Ανάγκης. Στις πολιτικές αποφάσεις που πήραν και στους νόμους που συνέταξαν οι σοφοί της αρχαϊκής εποχής προσπάθησαν να βρουν και να εφαρμόσουν δυναμικές ισορροπίες: καταστάσεις στις οποίες ο νόμος της Ανάγκης δεν θα είχε καταστροφικές συνέπειες για το κοινωνικό σώμα. Το εκκρεμές δεν μπορούσε να σταματήσει. Μπορούσε όμως το πεδίο του να περιοριστεί. Έτσι αναγνώρισαν τη σημασία του μέτρου. Τα διδάγματά τους αναγράφηκαν στο μαντείο των Δελφών και αποτέλεσαν το μέγιστο μάθημα του Απόλλωνος για τους θνητούς: «Τίποτε μην κάνεις υπερβολικό», «Το μέτρο είναι ο καλύτερος οδηγός», «Είσαι τόσο σίγουρος ώστε να δίνεις εγγυήσεις; Στη γωνιά παραμονεύει η πτώση σου.»
Η υπερβολική αυτή έμφαση στο μέτρο και τη μετριοπάθεια δεν αποσκοπούσε στην ανάσχεση του πρακτικού δυναμισμού. Πάντοτε οι επιχειρήσεις περικλείουν κινδύνους και πάντοτε το μέλλον είναι πιο αβέβαιο όταν πατάς σε ξένη γη. Οι Έλληνες το γνώριζαν πολύ καλά αυτό από τη μυθική εκστρατεία στην Τροία και την εποχή του πρώτου αποικισμού. Ο τονισμός της αξίας του μέτρου προειδοποιούσε για τον κίνδυνο που κρύβεται μέσα στην επιτυχία. Ήταν η φρόνιμη αντίδραση των σοφών στην παθιασμένη έφεση για υπεροχή, που χαρακτήριζε ολόκληρη την αρχαϊκή εποχή. Το πιο γνωστό ρητό του δελφικού Απόλλωνα, Γνῶθι σαυτόν, σήμαινε αρχικά «γνώριζε ότι είσαι θνητός». Οι Επτά Σοφοί θέλησαν να περιορίσουν την ὕβριν, την αλαζονική συμπεριφορά που συνεπάγεται η επιτυχία και να προειδοποιήσουν για τις καταστροφικές συνέπειες που φέρνει η λήθη της ανθρώπινης κατάστασης, η ἄτη. Οι ίδιοι οι θεοί φθονούν -πίστευαν- όσους πλησιάζουν υπερβολικά τη δική τους ατελεύτητη και άμοχθη ευδαιμονία και τους εκδικούνται στέλνοντας τη νέμεσιν. Οι θνητοί έπρεπε δυστυχώς, τις περισσότερες φορές, να πάθουν για να μάθουν ότι δεν είναι παντοδύναμοι.
Όλα αυτά βασίζονταν σε μια ακριβή και ρεαλιστική γνώση της ανθρώπινης ψυχής και ενθάρρυναν την επίγνωση των φυσικών ανθρώπινων περιορισμών. Ωστόσο, στην αρχή του 6ου αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται στην Ιωνία και ένα άλλο είδος γνώσης, που δεν αφορούσε πλέον τον ανθρώπινο κόσμο και την πολιτική κοινωνία ούτε τον ολύμπιο αιθέρα και τις συγκρούσεις των θεών, τις οποίες εξέθετε μυθικά η παραδοσιακή ποίηση: αφορούσε τη δομή, τη σύσταση και τη λειτουργία του φυσικού κόσμου, την ίδια τη φύσιν ως μια αέναη διαδικασία γέννησης και φθοράς. Το ιδιαίτερο αυτό είδος γνώσης ονομάστηκε τελικά φιλοσοφία, «αγάπη και έφεση για σοφία», για να τονιστεί τόσο η διαφορά του από την πρακτική σοφία των τεχνιτών, των ποιητών και των πολιτικών όσο και η απόσταση από την πλήρη κατανόηση του κόσμου που μπορούσαν να διαθέτουν μόνο οι θεοί. Η γνώση αυτή ήταν θεωρητική και δεν αποσκοπούσε σε άλλο πρακτικό αποτέλεσμα εκτός από την αγαλλίαση που φέρνει η ίδια η κατάσταση του εἰδέναι. Εργαλείο για αυτή τη νέα ενασχόληση ήταν ο λόγος. Και όπως κάθε εργαλείο κατασκευάζεται όταν έχει ήδη παραστεί η ανάγκη της δημιουργίας του, έτσι και ο λόγος εμφανίστηκε στο προσκήνιο της ιστορίας μαζί με την ανάγκη για μια συνεκτική και λογική κατανόηση της φύσης.
Λόγος είναι εκείνη η δύναμη του νου που φέρνει κοντά, συγκρίνει και συνθέτει πράγματα που φαίνονται διακριτά και άσχετα μεταξύ τους. Συλ-λέγοντας και συγ-κρίνοντας ξεχωριστά και φαινομενικά ανεξάρτητα πράγματα ο νους συλ-λαμβάνει την κοινή τους ρίζα ή το κοινό τους στοιχείο σε μια ενορατική αφαίρεση των διαφορών τους. Έτσι αναδύεται η αφαιρετική σκέψη και η γενική έννοια. Προϋποτυπώσεις και των δύο βρίσκουμε στους αφηρημένους θεούς, όπως είναι η Βία, ο Έρως, η Φήμη, το Κράτος και η Νίκη.
Ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο διασημότερος ίσως από τους λεγόμενους Επτά Σοφούς, θεωρήθηκε ο πρωτεργάτης αυτής της μετάβασης από τον μυθικό στον λογικό τρόπο αντιμετώπισης του κόσμου. Ήταν ο μόνος από τους Επτά που δεν εστίασε το ενδιαφέρον του στην πολιτική. Στο θρυλικό πρόσωπό του συνυφαίνεται η παλαιά πρακτική σοφία με τη νέα θεωρητική δραστηριότητα του νου. Στόχος του ήταν να καταλάβει τι κρύβεται πίσω από τις διηγήσεις των ποιητών, όταν έλεγαν ότι η Νύκτα, το Χάος ή η Γαία ήταν τα πρώτα πράγματα που εμφανίστηκαν στον κόσμο - και τον γέννησαν στη μορφή που τον ξέρουμε. Αναλογιζόμενος τις μυθικές διηγήσεις που μιλούσαν για τον Ωκεανό και τη σύζυγό του και παρατηρώντας την υγρή φύση του σπέρματος, τη γονιμοποιό δύναμη της βροχής, καθώς ίσως και την τριπλή μορφή (στερεά, υγρή και αέρια) που παρουσιάζει το νερό όταν θερμαίνεται ή ψύχεται, ο Θαλής συμπέρανε ότι όλα προέρχονται κατά βάση από μία αρχή. Το πραγματικά θεϊκό στοιχείο του κόσμου και η απώτατη ρίζα ολόκληρης της πραγματικότητας έπρεπε να είναι το ὕδωρ. Για να ισχύει όμως αυτό, θα έπρεπε το νερό να μην είναι μόνο ένα εύπλαστο και μετασχηματιζόμενο υλικό, αλλά επίσης κάτι ζωντανό και νοήμον. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να παραχθεί η ζωή και η σκέψη;
Μέσα στην πολιτικά ελεύθερη, ανοιχτή στις συζητήσεις και φιλοπερίεργη ατμόσφαιρα της ιωνικής Μιλήτου αναδύθηκε ένα νεοφανές είδος έρευνας που αναζητούσε την ἀρχήν του κόσμου, εκείνη την κρυφή ρίζα της πραγματικότητας που επιτρέπει την κίνηση και την πολλαπλότητα, δίχως να οδηγεί το κοσμικό πλέγμα στο χάος και την αναρχία. Η διαδοχή των εποχών του έτους, οι μηνιαίες φάσεις της σελήνης και η εναλλαγή του ημερονυκτίου ήταν σημάδια μιας νομοτέλειας τακτικής και σχεδόν απαράβατης. Ποιος ήταν άραγε ο μηχανισμός που επέτρεπε αυτή την τάξη;
Ο Αναξίμανδρος, ο πρώτος πραγματικός φιλόσοφος που εμφανίστηκε στη δυτική ιστορία, ήταν λίγο νεότερος από τον Θαλή, συμπολίτης και φίλος του, και άκουσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη θεωρία για το νερό (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 2 [σ. 33-44]). Όμως το νερό -σκέφτηκε- είναι ένα από τα στοιχεία του σημερινού κόσμου. Η αρχή τόσο του νερού όσο και του κόσμου πρέπει λογικά να είναι κάτι άλλο. Αυτή την κρυφή και άγνωστη δύναμη που βρίσκεται πίσω από όλα τα γνωστά αντικείμενα και μπορεί να εξηγήσει τη γέννηση, την κίνηση και τον θάνατο όλων των πραγμάτων μέσα στον κόσμο ο Αναξίμανδρος την ονόμασε ἄπειρον, που σημαίνει «αδιαμόρφωτο» και «ανεξάντλητο» ταυτόχρονα. Ο νόμος της δράσης του ήταν ο νόμος της Ανάγκης, ο ίδιος νόμος που οι σοφοί είχαν ανιχνεύσει στα πολιτικά πράγματα του τόπου τους και είχε ίσως παλαιότερα υπαινιχθεί ο Ησίοδος, όταν μιλούσε για τη Δίκη του Δία. Ο Αναξίμανδρος όμως κατανόησε τη σχέση δράσης και αντίδρασης ως ένα σύστημα διαρκώς ανανεούμενων και ανατροφοδοτούμενων ανισορροπιών και αδικιών. Στατική δικαιοσύνη στον κόσμο δεν υπάρχει, σκέφτηκε. Ο κόσμος κινείται διαρκώς, γιατί ανάμεσα στα μέρη του μαίνονται διηνεκώς πόλεμοι, μάχες και έριδες. Μάλιστα, ο Αναξίμανδρος θεώρησε ότι το σύμπαν που γνωρίζουμε δεν είναι το μοναδικό. Υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν αμέτρητα σύμπαντα - όσα ο χρόνος ορίζει. Άλλα γεννιούνται και άλλα πεθαίνουν. Όλα όμως αλλάζουν και μετασχηματίζονται συνεχώς.
Στη σκέψη του Αναξίμανδρου ο νόμος της Ανάγκης ήταν ένας κύκλος μεταξύ ακραίων αντιθετικών δυνάμεων. Δεν επρόκειτο όμως για έναν φαύλο κύκλο, γιατί όλη η ζωή και η δράση αναπτύσσονταν μέσα του.
Ο Πυθαγόρας γεννήθηκε στη Σάμο γύρω στο 570, αλλά εξαιτίας πολιτικών ταραχών στο νησί του μετοίκησε στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας, όπου δημιούργησε έναν πρωτότυπο φιλοσοφικό κύκλο (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 3 [σ. 47-60]). Οι μαθητές ήταν αναγκασμένοι να τηρούν σιωπή για πέντε έτη και να ακολουθούν πιστά ορισμένες περίεργες πρακτικές επιταγές. Για παράδειγμα, έπρεπε να μην τρώνε κουκιά, να αποφεύγουν τα δημόσια λουτρά, να είναι ντυμένοι στα λευκά, να τεντώνουν τα σεντόνια μόλις ξυπνήσουν για να σβηστεί το αποτύπωμα του σώματός τους. Μεταξύ τους μοιράζονταν τα υλικά αγαθά και τις περιουσίες τους ως κοινά κτήματα. Στην οργάνωση γίνονταν δεκτές και γυναίκες. Βασικό δόγμα του κύκλου ήταν η μετενσάρκωση των ψυχών και κεντρική επιταγή η τελετουργική, σωματική και πνευματική καθαρότητα. Παράλληλα, οι Πυθαγόρειοι ανέπτυξαν τα μαθηματικά. Μάλιστα, λέγεται ότι αυτοί πρώτοι ονόμασαν το σύμπαν κόσμον - μια λέξη που παλαιότερα σήμαινε την όμορφη τάξη γενικά (όπως σε ένα ωραίο κόσμημα) και ειδικά την εύρυθμη διάταξη των πολεμιστών μέσα στη φάλαγγα.
Η κλειστή οργάνωση των Πυθαγορείων είχε έντονη πολιτική δράση στον Κρότωνα και επηρέαζε για ένα διάστημα καθοριστικά την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της πόλης. Ως οπαδοί μιας μυστικής γνώσης που δεν πρέπει να βεβηλώνεται από τους πολλούς, οι Πυθαγόρειοι υποστήριζαν την αριστοκρατική παράταξη. Σε αυτούς αποδόθηκε και η καταστροφή της Σύβαρης, μιας από τις πλουσιότερες πόλεις της Ιταλίας, που ήταν σύμβολο πλούτου, πολυτέλειας και περίτεχνου, πολιτισμένου τρόπου ζωής. Τελικά, λόγω πολιτικών εντάσεων και της εξοργιστικής ιδιαιτερότητάς τους, οι Πυθαγόρειοι εξορίστηκαν από τον Κρότωνα στο τέλος του 6ου αιώνα. Ο δήμος και οι προστάτες του δεν μπορούσαν να τους ανεχτούν άλλο.
Η οργάνωση, που διατηρήθηκε σε διάφορες μορφές για έναν ακόμη αιώνα, χωρίστηκε στα δύο. Η μία πλευρά διατήρησε μόνο την εξωτερική ηθική διδασκαλία και αδιαφόρησε για την επιστημονική γνώση. Η άλλη συνέχισε την παράδοση των μαθηματικών ανακαλύψεων και έφτασε να λατρεύει τους αριθμούς ως θεούς. Επιστημονική γνώση, μεταφυσική ανησυχία, τελετουργική καθαρότητα και πολιτική δράση ήταν, για αυτούς, ένα αδιαίρετο όλον.
Στο τέλος του 6ου αιώνα η ιωνική θεωρία της διαρκούς ροής και του πολέμου βρήκε την πιο μεγαλειώδη έκφρασή της στα αφοριστικά και αινιγματικά λόγια του Ηράκλειτου από την Έφεσο (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 4 [σ. 61-75]). Στο σκοτεινό σύγγραμμα που λέγεται ότι αφιέρωσε στον μεγάλο ναό της Εφεσίας Αρτέμιδος ο Ηράκλειτος έγραφε:
Ο πόλεμος είναι ο πατέρας και ο βασιλιάς των πάντων: αυτός διαχώρισε τους θεούς από τους ανθρώπους, αυτός έκανε άλλους ελεύθερους και άλλους δούλους.
Με τρόπο πιο κατηγορηματικό και άμεσο από αυτόν του Αναξίμανδρου ο πόλεμος παρουσιάστηκε στον νου του Ηράκλειτου ως πρότυπο κάθε κίνησης και διαφοροποίησης μέσα στον κόσμο. Η λιγότερο απειλητική όψη του πολέμου -ή μάλλον η βαθύτερη νομοτέλεια και δικαιοσύνη του- ονομάστηκε Λόγος (ως η δύναμη που ενώνει τα διεστώτα), και το υλικό σύμβολο της κίνησής του ανακαλύφθηκε στη Φωτιά (η οποία ενοποιεί καταστρέφοντας). Η αντιμετώπιση της ζωής ως πεδίου μάχης ή ως σταδίου αγωνιστικής αντιπαράθεσης, όπου ο νικητής στεφανώνεται για μια ένδοξη όσο και παροδική τιμή, διατυπώθηκε στην κοσμολογία της αρχαϊκής εποχής - όπως προγενέστερα είχαν βρει μυθική έκφραση παρόμοια βιώματα στις ποιητικές θεογονίες.
Με την ανάδυση της φιλοσοφίας, η θεϊκή αυθεντία των ποιητών αντικαταστάθηκε από την ελεύθερη έρευνα της ανθρώπινης νόησης. Η καινοφανής εμπιστοσύνη στην εγγενή δύναμη του νου να γνωρίσει το βάθος της πραγματικότητας φάνηκε ιδιαίτερα στον Παρμενίδη, έναν σύγχρονο ή λίγο μεταγενέστερο του Ηράκλειτου, που έζησε και έδρασε στην Ελέα, μια αποικία των Φωκαέων στην Κάτω Ιταλία. Ο Παρμενίδης, για ορισμένους ο εισηγητής της μεταφυσικής στην ευρωπαϊκή σκέψη, ανακάλυψε τον νόμο της αντίφασης και ισχυρίστηκε ότι η πραγματικότητα είναι κατά βάθος συμπαγής, άρτια, τετελεσμένη και ακίνητη. Μην μπορώντας να αποδεχθεί ότι κάτι μπορεί να γεννηθεί από το τίποτε ή να καταστραφεί ολοσχερώς, ο Παρμενίδης οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι αυτό που πραγματικά υπάρχει (το ἐόν = ον) είναι αιώνιο και σταθερό και ότι η γέννηση και ο θάνατος, η αύξηση και η φθορά είναι διαδικασίες φαινομενικές. Με τον τρόπο αυτό ο Παρμενίδης υποβίβασε την κίνηση που μας προσπορίζουν οι αισθήσεις σε επίπεδο κατώτερο και λιγότερο αληθινό από την ενιαία και απαρασάλευτη πραγματικότητα την οποία αποκάλυψαν οι λογικές κατηγορίες και απαιτήσεις του νου. Ο ίδιος όμως ήταν, επίσης, θεραπευτής. Ο αφηρημένος και ενορατικός στοχασμός του βρισκόταν σε συμφωνία με την πρακτική και αποτελεσματική σοφία του εξειδικευμένου γιατρού.
Ο μαθητής του Ζήνων, που καταγόταν από την ίδια πόλη, θεωρήθηκε ο πρῶτος εὑρετής της διαλεκτικής. Με πρωτοφανή χειρισμό της λογικής αναγκαιότητας αποδείκνυε το αδύνατον κάθε κίνησης, οδηγώντας τον παρμενίδειο ορθολογισμό στις πιο ακραίες συνέπειες. Στην ιστορία έμεινε γνωστός για τα περίφημα παράδοξα, που απασχολούν ακόμη όσους ασχολούνται με τη λογική. Στην αρχαιότητα ορισμένοι προτιμούσαν να τον θεωρούν ἐριστικόν, άνθρωπο που ενδιαφέρεται να κατατροπώσει τον αντίπαλο, όχι να βρει την αλήθεια. Άλλοι τον θαύμαζαν και προσπαθούσαν να τον μιμηθούν. Ο Αριστοτέλης πίστεψε ότι μπορεί να λύσει τους γρίφους του. Το πρόβλημα που έθετε με τον πλέον οξύ τρόπο ο Ζήνων ήταν η σχέση του λόγου με την πραγματικότητα.
Στο μέσον του 5ου αιώνα ο Εμπεδοκλής αποτελεί την πιο χαρακτηριστική περίπτωση ανάμειξης των ιδιωμάτων του ορθολογιστή επιστήμονα, του μάγου-θεραπευτή και του θρησκευτικού οραματιστή στο ίδιο πρόσωπο. Από τη μια, πρώτος αυτός περιέλαβε στη φυσική φιλοσοφία του τα τέσσερα στοιχεία της φύσης (γη, νερό, αέρα και φωτιά), που επρόκειτο να γίνουν τα βασικά υλικά του σύμπαντος για ολόκληρη τη μεταγενέστερη επιστήμη της φύσης στην αρχαιότητα. Από την άλλη, ήταν αυτός που διατεινόταν ότι μπορούσε να προκαλέσει βροχή, σφοδρούς ανέμους, ακόμη και την ανάσταση ενός νεκρού. Οι συμπολίτες του στον Ακράγαντα της Σικελίας τον λάτρευαν σαν θεό για τις αποτελεσματικές θεραπείες που είχε πετύχει. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι μπορούσε να θυμηθεί τις διαδοχικές ενσαρκώσεις του στο παρελθόν, τότε που ήταν θάμνος, ψάρι, νεαρό κορίτσι και έφηβος. Στην πραγματικότητα ήταν ένας δαίμονας -έλεγε- που είχε πέσει στη γη, για να πληρώσει το τίμημα ενός παλαιού παραπτώματος. Ο νόμος της Ανάγκης λειτουργούσε και στη δική του προσωπική περιπέτεια μέσα στο σύμπαν.
Όχι λιγότερο από τους άλλους τομείς της πολιτικής και του πολιτισμού, η φιλοσοφία αναδύθηκε και ενηλικιώθηκε σε ένα κλίμα αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού: αντιπαράθεση με τη μυθική σοφία των ποιητών, αντιπαράθεση με την πρακτική σοφία των νομοθετών και των τυράννων, αντιπαράθεση με τις απόψεις των προγενέστερων φιλοσόφων, συγχρονική αντιπαράθεση των φιλοσόφων μεταξύ τους. Υπήρχαν όμως και εδώ, όπως και στην ηθική του πολέμου, ορισμένες κοινές αποδοχές. Πίσω από τις συχνά δυσνόητες διατυπώσεις του Ηράκλειτου, του Παρμενίδη και του Εμπεδοκλή κρύβεται η ακλόνητη πεποίθηση ότι ανάμεσα στον νου και την πραγματικότητα επικρατεί ισομορφισμός. Η μεγαλύτερη προσφορά της ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά και το αξεπέραστο όριό της, υπήρξε η αδιαπραγμάτευτη πίστη ότι ο κόσμος είναι πέρα για πέρα λογικός και, συνεπώς, πλήρως γνωρίσιμος. Ο νους -πίστευαν οι Έλληνες φιλόσοφοι- διαπνέεται από το αντικείμενο της γνώσης, συντονίζεται στον ρυθμό του και τελικά γίνεται ένα με αυτό, όπως το αφτί γεμίζει με μουσική όταν ακούει τον αυλό, και το χέρι θερμαίνεται ερχόμενο σε επαφή με τη φωτιά. Παρά τη φαινομενική αταξία της, η φύση ήταν ένας φιλόξενος τόπος για τη σκέψη. Μάλιστα, η ίδια ήταν στο βάθος της λόγος και νους.
Η Σπάρτη υπήρξε η ισχυρότερη ελληνική πόλη για τριακόσια περίπου χρόνια. Από τον ύστερο 7ο έως τον πρώιμο 4ο αιώνα, αυτή η δωρική κοινωνία με την εκτεταμένη επικράτεια κυριαρχούσε στην πολεμική σκηνή της Ελλάδας - ειδικά της Πελοποννήσου. Η πολιτική και στρατιωτική της δύναμη ήταν το αποτέλεσμα θεσμικών μεταρρυθμίσεων που αποδόθηκαν στον θρυλικό Λυκούργο. Βάση τους ήταν μια ῥήτρα («συμφωνία, συνθήκη») που είχε την έγκριση του μαντείου των Δελφών.
Τόσο το πρόσωπο όσο και το νομοθετικό έργο του Λυκούργου είναι χαμένα στην ομίχλη του μύθου. Πάντως, από τον 6ο αιώνα η Σπάρτη παρουσίαζε μια εικόνα αρκετά διαφορετική από αυτή της πολιτιστικά προηγμένης πόλης όπου ανθούν τα γράμματα και οι τέχνες, όπως ακριβώς ήταν πριν. Όλη η ενέργειά της ήταν πλέον αφιερωμένη σε ένα και μόνο μέλημα: τη στρατιωτική υπεροχή. Οι πολεμικές παροτρύνσεις του Τυρταίου αποτελούν την καλύτερη δίοδο πρόσβασης στο ήθος της Σπάρτης κατά τη διάρκεια της ιστορικής εμπέδωσής του. Ο ποιητής όμως μας κατατοπίζει ελάχιστα για την πολιτική πραγματικότητα της εποχής του. Για τις σημαντικές πολιτειακές μεταρρυθμίσεις του 7ου αιώνα είμαστε αναγκασμένοι να ανατρέχουμε σε μεταγενέστερους συγγραφείς (από τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα έως τον Πλούταρχο), πολλοί από τους οποίους είχαν υποστεί την επίδραση μιας επιτυχημένης σπαρτιατικής προπαγάνδας μακράς διάρκειας. Σαν τις παραισθήσεις που δημιουργούνται στους ταξιδιώτες της ερήμου, η εικόνα της Σπάρτης μετεωρίζεται ανάμεσα στον θρύλο και την ιστορία.
Σύμφωνα με μια εύλογη υπόθεση, τρεις φυλές Δωριέων, των οποίων τα ονόματα διατηρήθηκαν στα ιστορικά χρόνια, εισέβαλαν γύρω στον 11ο αιώνα από τον βορρά στην περιοχή της Λακωνίας, κατέκτησαν τον εντόπιο πληθυσμό και τον εξανάγκασαν σε ένα ιδιαίτερο είδος δουλείας. Οι εἵλωτες, όπως ονομάστηκαν οι προηγούμενοι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής (με μια λέξη που μάλλον σήμαινε τους «κατακτημένους»), περιήλθαν στην κατοχή των Σπαρτιατών γαιοκτημόνων, αλλά δεν έγιναν ατομική ιδιοκτησία τους, όπως ήταν οι δούλοι στις άλλες πόλεις. Οι είλωτες λογίζονταν πάντοτε περιουσία της πόλης. Οι περισσότεροι δεν εργάζονταν στα σπίτια των κυρίων τους ούτε διαβιούσαν μαζί με ελεύθερους πολίτες, αλλά ασχολούνταν με την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή και ζούσαν σε καλύβες μέσα στα χωράφια ως δουλοπάροικοι.
Εξαιτίας των συνθηκών διαβίωσής τους, οι είλωτες είχαν σχετική αυτονομία σε σύγκριση με τους οικόσιτους δούλους άλλων πόλεων. Συγκροτούσαν οικογένειες, κατείχαν περιουσιακά στοιχεία -μέχρι και την επικαρπία γης-, τελούσαν δικές τους θρησκευτικές λατρείες και διατηρούσαν τα έθιμά τους. Το κυριότερο: ήταν όλοι Έλληνες, όπως ακριβώς και οι δεσπότες τους. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε αργότερα ως μία από τις πολλές ιδιαιτερότητες της Σπάρτης - μολονότι δεν συνέβαινε μόνο εκεί. Παρά τη σχετική αυτονομία τους, οι είλωτες (που έφταναν κάποτε να είναι έως και δέκα φορές πολυπληθέστεροι από τους ελεύθερους πολίτες) ζούσαν σε καθεστώς ιδιαίτερης καταπίεσης. Η παρουσία τους αποτελούσε μόνιμο κίνδυνο για την πολιτική σταθερότητα της Σπάρτης. Για να αποφευχθεί το μίασμα που θα προκαλούσε ο φόνος τους, αλλά και για να είναι δυνατή η άμεση καταστολή οποιασδήποτε επαναστατικής τους ενέργειας, η Σπάρτη κήρυσσε επίσημα συμβολικό πόλεμο εναντίον τους κάθε χρόνο. Με τον τρόπο αυτό οι ελεύθεροι πολίτες μπορούσαν να σκοτώνουν είλωτες χωρίς να λογοδοτούν. Μάλιστα, η αυστηρότατη εκπαίδευση των νεαρών Σπαρτιατών, γνωστή ως ἀγωγή, περιλάμβανε ενέδρες και θανατώσεις ειλώτων ως μέρος των θεσπισμένων τελετών ενηλικίωσής τους. Οι υπόδουλοι ζούσαν διαρκώς κάτω από τον ζυγό της επίσημης κρατικής τρομοκρατίας.
Καθώς ήταν οι μόνοι που δούλευαν στη γη των πολιτών και επίσης η μοναδική πηγή εργατικού δυναμικού για όλες τις χειρωνακτικές εργασίες, οι είλωτες αποτελούσαν τον σημαντικότερο παράγοντα στην οικονομία της Σπάρτης. Ο άλλος ήταν οι περίοικοι, αυτόνομες ομάδες ανθρώπων που κατοικούσαν στην περιφέρεια. Οι περίοικοι καλλιεργούσαν τη δική τους (λιγότερο εύφορη) γη, ασχολούνταν με την αλιεία και το εμπόριο και διέθεταν ελευθερία κινήσεων. Επίσης, είχαν περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα, τα οποία ασκούσαν στις μικρές κοινότητές τους. Επειδή θεωρούνταν Λακεδαιμόνιοι (δηλαδή ελεύθεροι κάτοικοι της Σπάρτης), αλλά όχι Σπαρτιάτες πολίτες, οι περίοικοι συμμετείχαν, μαζί με τους πολίτες, σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις της πόλης.
Ο συνολικός πληθυσμός των κατοίκων της Σπάρτης ήταν, συνεπώς, διαστρωματωμένος σε τρεις τελείως διακριτές κοινωνικές ομάδες, με πληθυσμό αντιστρόφως ανάλογο των πολιτικών δικαιωμάτων της καθεμίας: τους σχετικά λιγοστούς ελεύθερους Σπαρτιάτες, τους πολυπληθέστερους περίοικους, που ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, και τις μεγάλες μάζες των υποδουλωμένων ειλώτων.
Το ἄστυ, η πολιτική καρδιά της Σπάρτης -εκεί που βρίσκεται η σημερινή πόλη- προήλθε από τον συνοικισμό τεσσάρων χωριών (στα οποία προστέθηκαν κατόπιν οι Αμύκλες) και παρέμεινε για πολλούς αιώνες ατείχιστο, ως ένδειξη αυτοπεποίθησης και δύναμης. Η αρχαία πόλις, όμως, της Σπάρτης εκτεινόταν σε ολόκληρο το νότιο τμήμα της Πελοποννήσου. Αρχικά περιλάμβανε μόνο τη Λακωνία και συγκεκριμένα την εύφορη κοιλάδα του Ευρώτα, ανάμεσα στον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα. Κατά το τελευταίο τρίτο του 8ου αιώνα (περ. 735-715), όμως, οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν, μάλλον λόγω υπερπληθυσμού, να προσαρτήσουν τη Μεσσηνία στα δυτικά του Ταΰγετου. Κατέλαβαν τη νέα περιοχή με πόλεμο και τη διατήρησαν με σκληρή καταπίεση του επίσης ελληνικού πληθυσμού, τον οποίο υποδούλωσαν αμέσως.
Σε όλη τη διάρκεια της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής, οι Μεσσήνιοι είλωτες αγωνίζονταν να ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους. Εξεγέρθηκαν για πρώτη φορά γύρω στο μέσον του 7ου αιώνα, όταν, με αρχηγό τον θρυλικό Αριστομένη, κατόρθωσαν να βρουν συμμάχους σε πόλεις της Πελοποννήσου και να απειλήσουν τη Σπάρτη. Η επανάστασή τους απέτυχε. Οι μάχες από την πλευρά των Σπαρτιατών, σε αυτόν τον λεγόμενο Β' Μεσσηνιακό Πόλεμο -πρώτος θεωρήθηκε η αρχική κατάκτηση της περιοχής- δόθηκαν με τον νέο οπλιτικό τρόπο της φάλαγγας. Η ιστορία επαναλήφθηκε, με λιγότερο συντριπτική νίκη των Σπαρτιατών, δύο αιώνες αργότερα, κατά τη διάρκεια του επονομαζόμενου Γ' Μεσσηνιακού Πολέμου, για τον οποίο είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι. Ο πόλεμος διήρκεσε δέκα περίπου χρόνια (περ. 465-455), και τελικά οι εξεγερμένοι Μεσσήνιοι, που είχαν κλειστεί στην Ιθώμη μαζί με άλλους είλωτες από τη Λακωνία, αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Η διατήρηση της Μεσσηνίας υπήρξε επί μακρόν επίπονη υπόθεση για τη Σπάρτη, αλλά μείωσε σημαντικά την ανάγκη της για αποικισμό σε μακρινές περιοχές.
Πριν από την επιτυχία του Β' Μεσσηνιακού Πολέμου, οι Σπαρτιάτες είχαν υποστεί ατιμωτική ήττα από τους Αργείους το 669 στη μάχη των Υσιών. Η νίκη των Αργείων, που ήταν έως τότε η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Πελοποννήσου, οφειλόταν πιθανόν στην πρώιμη χρήση της φάλαγγας. Οι Λακεδαιμόνιοι υιοθέτησαν αμέσως την αποτελεσματική αυτή στρατιωτική μηχανή και τελειοποίησαν τη χρήση της. Τότε συντελέστηκαν οι πολιτικές αλλαγές που μετασχημάτισαν τη Σπάρτη σε αδιαμφισβήτητα πρώτη στρατιωτική δύναμη της Ελλάδας και τότε εντοπίζονται οι απαρχές της μεγάλης συμμαχίας της με τις άλλες πόλεις της Πελοποννήσου (πλην του Άργους), που είναι σήμερα γνωστή ως Πελοποννησιακή. Στη συμμαχία αυτή η Σπάρτη παρείχε πολιτική και στρατιωτική στήριξη για ανατροπή τυραννικών καθεστώτων και επίλυση εδαφικών διαφορών, ενώ οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοι τη βοηθούσαν να διατηρεί την εσωτερική σταθερότητά της, που βασιζόταν, όπως και η οικονομία της, στην εκμετάλλευση ενός μεγάλου υπόδουλου πληθυσμού.
Μετά την οριστική κατάκτηση της Μεσσηνίας, μια αναδιανομή της καλλιεργήσιμης γης στο μέσον του 7ου αιώνα επέτρεψε τη δημιουργία ενός σχετικά διευρυμένου σώματος οπλιτών, που πιθανότατα έφτασε τις 9.000. Πολιτικά δικαιώματα απέκτησαν όλοι οι νέοι κάτοχοι γης που μπορούσαν να συνεισφέρουν στα κοινά συσσίτια (ή φιδίτια), ένα από τα πιο ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του σπαρτιατικού βίου. Κριθαρένιο αλεύρι, κρασί, σύκα και τυρί ήταν τα συνηθισμένα είδη που οι είλωτες αναγκάζονταν να παρέχουν στους κατόχους των αγροτεμαχίων που καλλιεργούσαν. Από τα τρόφιμα αυτά ένα μεγάλο μέρος πήγαινε στην κοινή σίτιση των οπλιτών. Η καθημερινή συμμετοχή στα συσσίτια ήταν υποχρεωτική για όλους τους ελεύθερους άρρενες πολίτες. Αυτοί οι πολίτες-οπλίτες ονομάζονταν ὅμοιοι (για να δηλωθεί η πολιτική ισότητα και η αδελφοσύνη τους) και ήταν οι μόνοι αρμόδιοι για την πολιτική και τον πόλεμο. Έχοντας πλήρως απαλλαγεί από τις καθημερινές φροντίδες βιοπορισμού, επιδίδονταν αποκλειστικά στη σωματική άσκηση και τη βελτιστοποίηση της αλκής, μάθαιναν να ζουν λιτά και να αντέχουν στις κακουχίες και είχαν, σε σχέση με τις άλλες πόλεις, μάλλον χαλαρό καθημερινό οικογενειακό βίο, αλλά εξίσου σθεναρές οικογενειακές παραδόσεις.
Ολόκληρη η ζωή των Σπαρτιατών ήταν μια διαρκής προετοιμασία για τον πόλεμο. Τα πολιτιστικά αγαθά του λόγου και της τέχνης τούς έγιναν ξένα και απεχθή. Η ποίηση ατόνησε. Οι καλές τέχνες περιέπεσαν σε ύφεση. Φιλοσοφία και επιστήμη δεν αναπτύχθηκαν ποτέ. Η ρητορεία αποθαρρύνθηκε. Από τους δύο στυλοβάτες της ομηρικής αρετής, η Σπάρτη επέλεξε να τελειοποιήσει μόνο τον έναν: την αποτελεσματική πράξη, κυρίως στην αντιμετώπιση εχθρών. Ο ευφράδης λόγος άφηνε τους πολίτες της αδιάφορους και συχνά τους έβρισκε εχθρικούς. Οι Σπαρτιάτες άρχισαν μάλιστα να φοβούνται τόσο πολύ τη διαβρωτική επιρροή άλλων ελληνικών πόλεων πάνω στο ήθος της δικής τους ιδιοπροσωπίας, ώστε ανέπτυξαν έντονη ξενοφοβία με συχνές απελάσεις ανεπιθύμητων προσώπων (ξενηλασίας). Στη Σπάρτη η παρουσία μετοίκων, γνωστή σε άλλες ελληνικές πόλεις, ήταν αδιανόητη, το εμπόριο υποτυπώδες και ανταλλακτικό, η κυκλοφορία νομισμάτων περιορισμένη -αντί κανονικών κερμάτων χρησιμοποιούσαν κυρίως δύσχρηστες σιδερένιες ράβδους- και η σχέση με τη θάλασσα συρρικνωμένη στις ανάγκες του πολέμου. Ωστόσο, η Σπάρτη ανέπτυξε πνευματικό πολιτισμό μέσα στις ψυχές των πολιτών της. Το πολίτευμά της, τόσο ιδιόμορφο όσο και το ήθος που ανδρώθηκε μέσα του, υπήρξε βασική αιτία της φήμης που απέκτησε στην αρχαιότητα.
Η Σπάρτη είχε βασιλεία. Η βασιλεία της όμως δεν ήταν μοναρχική. Για τις απαρχές του θεσμού δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες, αλλά ο Ηρόδοτος διηγείται μια ωραία ιστορία για το πώς προέκυψε το παράδοξο καθεστώς της διπλής βασιλείας. Παλιά -εξηγεί- μία και μοναδική ήταν στη Σπάρτη η βασιλική οικογένεια, όπως παντού στον πρώιμο ελληνικό κόσμο, και η διαδοχή στο ύπατο αξίωμα γινόταν με τον γνωστό κληρονομικό τρόπο. Η γυναίκα όμως του νεκρού βασιλιά Αριστόδημου γέννησε δίδυμα και προσποιήθηκε ότι δεν γνώριζε ποιο από τα δύο παιδιά της ήταν πρεσβύτερο. Ήθελε να ανέβουν και τα δύο στον θρόνο. Οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν σε μεγάλο δίλημμα και αποφάσισαν να λύσουν το μυστήριο ρωτώντας το μαντείο των Δελφών. Η Πυθία αποκρίθηκε ότι έπρεπε να θεωρήσουν και τα δύο παιδιά βασιλείς, αλλά να τιμήσουν περισσότερο εκείνο που γεννήθηκε πρώτο. Οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν και πάλι σε απορία. Η λύση δόθηκε από έναν Μεσσήνιο, ονόματι Πανίτη (που σημαίνει τον υφαντουργό, αλλά μπορεί επίσης να δηλώσει τον πανούργο που διεισδύει παντού), ο οποίος πρότεινε να κατασκοπεύσουν τη μάνα και να δουν ποιο παιδί φροντίζει πρώτο στο τάισμα και το πλύσιμο. Η ιδέα υπήρξε επιτυχής. Οι Σπαρτιάτες ανακήρυξαν και τα δύο παιδιά βασιλείς, αλλά αναγνώρισαν τα πρωτεία τιμής στον Ευρυσθένη. Ο αδελφός του Προκλής αποδείχθηκε πολύ διαφορετικός χαρακτήρας, και οι δύο βασιλικές οικογένειες που προέκυψαν (οι Αγιάδες και οι Ευρυποντίδες) διέφεραν σημαντικά στη νοοτροπία. Κατά παράδοση οι Αγιάδες, οι απόγονοι του Ευρυσθένη, αναγνωρίζονταν ως ανώτεροι.
Η ιστορία αυτή μπορεί να μην αποτελεί ιστορικό γεγονός. Δείχνει όμως μια ιδιαιτερότητα του πολιτεύματος της Σπάρτης που χρησιμοποιήθηκε τελικά προς όφελος του πολέμου. Από τον ύστερο 6ο αιώνα μόνο ο ένας από τους δύο βασιλείς πρωτοστατούσε ως αρχηγός στα εκστρατευτικά σώματα έξω από τα σύνορα της πόλης. Ο άλλος παρέμενε στη Σπάρτη. Η συνεχής απειλή των ειλώτων ίσως συνέβαλε σε αυτή τη διευθέτηση. Οπωσδήποτε όμως έπρεπε να αποτρέπεται η πιθανή διχογνωμία των βασιλέων στις κρίσιμες ώρες της μάχης. Σε καιρό πολέμου ο ένας βασιλιάς φρόντιζε τα εσωτερικά ζητήματα της πόλης και ο άλλος ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της εκστρατείας.
Στο πολίτευμα της Σπάρτης υπήρχαν και άλλες ιδιαιτερότητες. Μία από αυτές ήταν η Γερουσία. Στο σώμα αυτό εκλέγονταν είκοσι οκτώ επιφανείς πολίτες, ηλικίας άνω των εξήντα ετών, για να υπηρετήσουν την πόλη διά βίου. Η εκλογή γινόταν από τους ομοίους. Στο σώμα συμμετείχαν αυτοδικαίως και οι δύο βασιλείς, με διπλή μάλιστα ψήφο ο καθένας, ώστε ο συνολικός αριθμός των ανδρών της Γερουσίας έφτανε τους τριάντα. Μάλιστα, σε περίπτωση απουσίας ενός βασιλιά, υπήρχε η δυνατότητα εκπροσώπησής του στη Γερουσία από κάποιο προσφιλές και έμπιστο πρόσωπο.
Η Γερουσία είχε πολλές αρμοδιότητες. Στη δικαιοδοσία της ανήκαν η εφαρμογή του νόμου, η διατήρηση της τάξης και, κυρίως, η προεργασία των θεμάτων που θα έρχονταν για έγκριση στη συνέλευση των ομοίων. Η συνέλευση των ομοίων, που ονομαζόταν Ἐκκλησία τοῦ Δάμου ή απλώς δᾶμος (δωρική μορφή του δήμου), ήταν το κύριο εκτελεστικό όργανο και η βάση του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Το μικρό κείμενο της «λυκούργειας» ρήτρας, που διασώζει ο Πλούταρχος, όριζε ότι «στον δήμο ανήκει η εξουσία και η δύναμη» της πόλης. Στην Εκκλησία του Δήμου συμμετείχαν όλοι οι ελεύθεροι ενήλικες άρρενες πολίτες. Στις συνελεύσεις της γινόταν συζήτηση και εκφράζονταν διαφορετικές απόψεις, αλλά δεν μπορούσαν να πάρουν τον λόγο όλοι οι όμοιοι με την ίδια ευκολία. Οι αντιλογίες συνήθως περιορίζονταν στα μέλη των ανώτερων οικογενειών. Οι τελικές αποφάσεις (για αποδοχή ή απόρριψη των προτάσεων της Γερουσίας) λαμβάνονταν διά βοής.
Μεγάλη εξουσία στη Σπάρτη είχαν επίσης οι πέντε ἔφοροι, άρχοντες εκλεγμένοι από την Εκκλησία του Δήμου, με πολλές εκτελεστικές και δικαστικές αρμοδιότητες - άλλη μια ιδιαιτερότητα του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Η ενιαύσια θητεία τους δεν επιτρεπόταν να ανανεωθεί, και το γεγονός αυτό μείωνε τον πιθανό καιροσκοπισμό των αποφάσεών τους. Ο θεσμός των εφόρων, που ήταν οι «επιστάτες» του κράτους, εισήχθηκε σε στάδιο μεταγενέστερο από τους άλλους τρεις πολιτικούς θεσμούς (τη διπλή βασιλεία, τη Γερουσία και την Εκκλησία του Δήμου) και είχε ως στόχο την τήρηση της νομιμότητας στην καθημερινή ζωή και τον έλεγχο της βασιλικής αυθαιρεσίας. Σταδιακά η δύναμη των εφόρων αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τρέμουν ενώπιόν τους οι πάντες, ακόμη και οι βασιλείς. Από τους εφόρους, δύο ακολουθούσαν πάντοτε τα εκστρατευτικά σώματα εκτός των συνόρων.
Η Σπάρτη έγινε υπόδειγμα πολιτείας για αρκετούς συγγραφείς της αρχαιότητας. Στο ιδιόρρυθμο πολίτευμά της, με τους πολλούς ελεγκτικούς μηχανισμούς και την έμφαση στο δημόσιο συμφέρον, πολλοί έβλεπαν την αληθινή πραγματοποίηση της ευνομίας.
Γραπτοί νόμοι στη Σπάρτη δεν υπήρχαν. Το δίκαιο της πόλης ήταν εξαρχής και παρέμεινε μέχρι το τέλος εθιμικό. Με την προσκόλληση στην παράδοση και το συντηρητικό πνεύμα που ανέπτυξε, η Σπάρτη δεν γνώρισε τυραννία ή άλλη πολιτειακή αλλαγή για αιώνες. Τουλάχιστον ως ιδανικό, το ήθος ζωής που διέπνεε την πόλη διατηρήθηκε επίσης σχετικά σταθερό.
Τα συμπόσια των αριστοκρατών, με τις εταίρες, τη μουσική και το άφθονο κρασί, ήταν άγνωστα στη Σπάρτη. Αντίθετα, ήταν υποχρεωτικά τα συσσίτια, που ενίσχυαν καθημερινά τους δεσμούς μεταξύ των πολιτών. Ο γάμος ήταν υποχρέωση του πολίτη και η τεκνοποιία επιβεβλημένη. Ο ψόγος των Σπαρτιατών για τους ανύμφευτους και άτεκνους συμπολίτες τους ήταν συχνά αμείλικτος.
Σε σύγκριση με άλλες ελληνικές πόλεις, τα κορίτσια της Σπάρτης παντρεύονταν σε μεγαλύτερη ηλικία (γύρω στα δεκαοκτώ) και οι άνδρες σε μικρότερη (κάτω από τριάντα). Αυτή η σχετικά περιορισμένη ηλικιακή διαφορά των συζύγων θεωρούνταν ότι ενώνει τα σώματά τους σε παράλληλη ακμή. Για να τονωθεί μάλιστα η γονιμοποιός δύναμη του σπέρματος που μειώνεται -όπως διατείνονταν- από τη συμβίωση και την καθημερινή συναναστροφή, απαγορευόταν στους Σπαρτιάτες να βλέπουν τις γυναίκες τους στα φανερά. Έτσι, η ερωτική επαφή καλύφθηκε με χαρακτηριστική αιδημοσύνη, ενώ η ίδια η τελετή του γάμου θεωρήθηκε μια συμβολική βίαιη αρπαγή.
Στις διαθέσιμες αρχαίες πηγές υπογραμμίζεται έντονα το γεγονός ότι η πόλη ακολουθούσε αυστηρούς ευγονικούς κανόνες. Αν και πολλές περιπτώσεις βρεφών θα πέρασαν οπωσδήποτε απαρατήρητες, η έγκριση του κράτους ήταν καταρχήν απαραίτητη για την ανατροφή ενός νεογέννητου παιδιού, και υποτίθεται ότι την έδιναν οι έφοροι ως αρμόδιοι για όλα τα ζητήματα του καθημερινού βίου. Λέγεται, επίσης, ότι ο άτεκνος σύζυγος μπορούσε, αν ήθελε, να παραχωρήσει τη γυναίκα του σε κάποιον νεότερο και δυνατό Σπαρτιάτη για τεκνοποιία.
Ανεξάρτητα από την ιστορική ακρίβεια αυτών των πληροφοριών, γεγονός παραμένει ότι ολόκληρη η ερωτική ζωή των Λακεδαιμονίων πολιτών ήταν ιδεολογικά προσανατολισμένη στη δημιουργία ρωμαλέων απογόνων. Στο ίδιο πνεύμα οι Σπαρτιάτισσες είχαν ελευθερίες και προνόμια που θα ήταν απίστευτα οπουδήποτε αλλού στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Στη Σπάρτη, και μόνο εκεί, επιτρεπόταν -ή μάλλον επιβαλλόταν- στις γυναίκες να γυμνάζονται και να μετέχουν σε αγώνες, τα δε νεαρά κορίτσια αγωνίζονταν γυμνά, όπως και οι συνομήλικοί τους έφηβοι.
Η Σπάρτη διέθετε ένα περίτεχνο σύστημα οργάνωσης των νέων σε ηλικιακές κατηγορίες, με δυσνόητες ονομασίες και χαρακτηριστικά προνόμια των μεγαλυτέρων έναντι των νεοτέρων. Η αυστηρή παιδεία των νέων από την ηλικία των επτά ετών μέχρι την ενηλικίωση στα είκοσι (ἀγωγή) ήταν κρατική υπόθεση και αποσκοπούσε στην πειθαρχία και τη μεγαλύτερη δυνατή εμπέδωση του αγωνιστικού πνεύματος. Για τα επόμενα δέκα χρόνια το κράτος παρέμενε επίσης υπεύθυνο για τη σωματική κατάσταση των ανδρών του. Στις μεγαλύτερες ηλικίες, το κυνήγι παρείχε σε καιρούς ειρήνης ένα υποκατάστατο του πολέμου και ήταν, μαζί με τη γύμναση, μια διά βίου ἀγωγή. (Στην αρχαιότητα η Σπάρτη υπήρξε επίσης διάσημη για τα κυνηγετικά σκυλιά της.) Αρχαίοι φιλολάκωνες συγγραφείς, όπως ο Αθηναίος ιστορικός Ξενοφών, τα έβλεπαν όλα αυτά με απεριόριστο και απροσποίητο θαυμασμό.
Με αυστηρή έννοια, ιδιωτική ζωή για τους ομοίους δεν υπήρχε. Ολόκληρος ο βίος τους βρισκόταν κάτω από την επιστασία του κράτους, που μεριμνούσε για την αλκή, τη ρώμη και την πολεμική υπεροχή. Στις εκστρατείες τους οι Σπαρτιάτες συνοδεύονταν, για όλες τις αναγκαίες χειρωνακτικές εργασίες, από μεγάλο αριθμό ειλώτων, που σε μία τουλάχιστον περίπτωση έφτασε τους επτά για κάθε οπλίτη. Για ευνόητους λόγους οι είλωτες δεν είχαν δικά τους όπλα και συνήθως δεν πολεμούσαν - αν και ορισμένες φορές οι Σπαρτιάτες αναγκάστηκαν να τους χρησιμοποιήσουν επικουρικά. Οι περίοικοι, από την άλλη, υπηρετούσαν σε χωριστές μοίρες στρατού.
Αντίθετα με τους περισσότερους Έλληνες, που θεωρούσαν την κόμη γυναικείο χαρακτηριστικό, οι Σπαρτιάτες άφηναν μακριά μαλλιά, σαν τους ομηρικούς Αχαιούς -δείγμα ότι δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τη χειρωναξία-, τα οποία άλειφαν με λάδι τακτικά, και οπωσδήποτε πριν από τις μάχες. Η στρατιωτική περιβολή τους ήταν κόκκινη σαν αίμα (για να φοβίζει τον αντίπαλο και να περιορίζει την εμφάνιση των πληγών) και οι ασπίδες τους επενδεδυμένες με στρώση χαλκού, για να γυαλίζονται εύκολα και να λάμπουν στον ήλιο. Το θέαμα μιας σπαρτιατικής φάλαγγας σε πλήρη σχηματισμό πρέπει να ήταν εντυπωσιακό και ταυτόχρονα τρομακτικό.
Ο πόλεμος ήταν για τους Σπαρτιάτες το πραγματικό πεδίο επίδειξης των σωματικών και ψυχικών αρετών, στις οποίες στόχευε ολόκληρη η ειρηνική διαβίωση μέσα στην πόλη. Στο επικίνδυνο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, εκεί που όλα κρίνονταν μέσα σε ελάχιστο χρόνο, βρήκαν οι Σπαρτιάτες το βαθύτερο νόημα της αγωνιστικής τους ύπαρξης. Αυτοί που τόσο υμνήθηκαν για τη σχεδόν κοριτσίστικη αιδώ μέσα στην πόλη τους, και ιδιαίτερα έναντι των πρεσβυτέρων, γίνονταν ομαδικά θρασείς στο πεδίο της μάχης. Όσοι εγκατέλειπαν τη θέση τους από δειλία, οι τρέσαντες («αυτοί που φοβήθηκαν»), έχαναν αυτομάτως τα πολιτικά δικαιώματα και την περιουσία τους και υποβιβάζονταν, αν επέστρεφαν στην πατρίδα, σε αμφίβολη και ατιμασμένη κοινωνικά θέση.
Το σπαρτιατικό ήθος υπήρξε επίσης διάσημο για τη «λακωνικότητά» του. Ο Πλούταρχος αναφέρει σωρεία σύντομων απαντήσεων που υποτίθεται ότι έδωσαν σημαντικοί Σπαρτιάτες σε διάφορες περιστάσεις. Οι ολιγόλογες αυτές ρήσεις διακρίνονται για την αποφθεγματική διαύγεια με την οποία κυριολεκτικά καθήλωναν την πραγματικότητα. Η ιδιότυπη «φιλοσοφία» που ανέπτυξε η Σπάρτη, ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο τόσο πολύ θαυμάστηκε σε αρχαίους και νεότερους χρόνους και το πραγματικό έργο του πολιτισμού της, που δεν έχει επιζήσει στα υλικά κατάλοιπα του τόπου (όπως είχε προειδοποιήσει με διορατικότητα ο Θουκυδίδης), ήταν η καίρια και διεισδυτική ματιά στην καρδιά της παλλόμενης από τον αγώνα ζωής. Η οξύτητα του ιδιαίτερου αυτού βλέμματος γεννήθηκε μέσα στους αγώνες του 7ου και του 6ου αιώνα.
Ένας μεγάλος βράχος έπεσε πάνω στους άρχοντες
Γύρω στο 500 οι Σπαρτιάτες κάλεσαν τους Πελοποννήσιους συμμάχους τους σε σύσκεψη. Είχαν κάνει ένα σοβαρό λάθος στην εξωτερική πολιτική και επιθυμούσαν να επανορθώσουν το ταχύτερο. Ισχυρίστηκαν ότι, παραπλανημένοι από χαλκευμένους χρησμούς, ανέτρεψαν τον τύραννο της Αθήνας, τον Ιππία, μολονότι ήταν φιλικός προς αυτούς, και παρέδωσαν την πόλη σε έναν αχάριστο δήμο. Οι Αθηναίοι ωστόσο, παρά την ευεργεσία, σήκωσαν κεφάλι και τους έδιωξαν από την πόλη (αντί να ενταχθούν, όπως αναμενόταν, στη συμμαχία τους). Ελεύθεροι πλέον και ανεξάρτητοι, γίνονταν καθημερινά ισχυρότεροι. Επιθυμούσαν λοιπόν οι Σπαρτιάτες, με τη βοήθεια των συμμάχων τους, να αποδώσουν την εξουσία και πάλι στον τύραννο.
Ο Ηρόδοτος, που αφηγείται την ιστορία, εμφανίζει τον αντιπρόσωπο των Κορίνθιων στη σύσκεψη να εξανίσταται και βάζει στο στόμα του τα ακόλουθα λόγια:
Ο ουρανός θα βρεθεί κάτω από τη γη και η γη θα βρεθεί μετέωρη πάνω από τον ουρανό και οι άνθρωποι θα ζουν με θαλασσινό νερό και τα ψάρια στη στεριά, όταν εσείς, Λακεδαιμόνιοι, ετοιμάζεστε να καταργήσετε στις διάφορες πόλεις την ἰσοκρατίαν και να επιβάλετε τυραννίες, που απ᾽ αυτές δεν υπάρχει πιο άδικο και σκληρό καθεστώς. Αν νομίζετε ότι είναι σωστό να υπάρχουν τυραννίες στις πόλεις, τότε εσείς πρώτοι διαλέξτε έναν τύραννο και τότε μόνο προσπαθήστε να επιβάλετε και στους άλλους τυραννία. Αλλά εσείς δεν έχετε δοκιμάσει την τυραννία και προφυλάσσετε με όλα τα μέσα τη Σπάρτη για να την αποφύγει, ενώ θέλετε να την επιβάλετε στους συμμάχους σας.
Την εποχή που έγινε η σύσκεψη, η τυραννία ήταν πολίτευμα μισητό στον ελληνικό κόσμο. Πολλές ελληνικές πόλεις είχαν διακυβερνηθεί από τυράννους τους οποίους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατάφεραν να ανατρέψουν - συχνά με τη βοήθεια της Σπάρτης. Ο αντιπρόσωπος των Κορίνθιων, οι οποίοι διέθεταν μεγάλο κύρος στη συμμαχία, θεώρησε χρήσιμο να αφηγηθεί τη δική τους εμπειρία. Την πόλη τους διοικούσαν κάποτε οι Βακχιάδες, μια ομάδα ευγενών που παντρεύονταν μόνο μεταξύ τους. Μια από τις κόρες τους, ωστόσο, επειδή ήταν κουτσή και δεν βρήκε γαμπρό στον κύκλο της, παντρεύτηκε κάποιον από άλλο γένος. Μαζί του απέκτησε έναν γιο, τον Κύψελο. Με την ενθάρρυνση του μαντείου των Δελφών, ο Κύψελος ανέτρεψε τους Βακχιάδες και έγινε τύραννος. Έδιωξε αρκετούς Κορίνθιους από την πόλη, κατέσχεσε τις περιουσίες πολλών και σκότωσε ακόμη περισσότερους. Στην εξουσία παρέμεινε ευτυχής για τριάντα χρόνια και, όταν πέθανε, τον διαδέχθηκε ο γιος του Περίανδρος. Ο Περίανδρος ήταν στην αρχή ηπιότερος από τον πατέρα του, αλλά στη συνέχεια έγινε πολύ χειρότερος. Ασκώντας βία, θεώρησε επιπλέον σωστό να προσβάλει τις γυναίκες των Κορίνθιων για να τιμήσει τη δική του νεκρή σύζυγο.
Η ιστορία αυτή είναι διαφωτιστική, καθώς υπογραμμίζει βασικά χαρακτηριστικά της τυραννίας. Αφήνει ωστόσο κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες αδιευκρίνιστες. Δεν είναι σαφές πώς κατάφερε ο Κύψελος να κερδίσει την εύνοια του μαντείου, να ανατρέψει τους ευγενείς και να παραμείνει στην εξουσία για πολύ μεγάλο διάστημα, μεταβιβάζοντάς την μάλιστα στον γιο του.
Για την τυραννία στην Κόρινθο συγκέντρωσε πληροφορίες και ένας μεταγενέστερος ιστορικός, ο Νικόλαος Δαμασκηνός, από το έργο του οποίου έχουν σωθεί αποσπάσματα. Σύμφωνα με τον Νικόλαο, ο Κύψελος δεν έγινε τύραννος αλλά βασιλιάς. Πριν ανατρέψει τους ευγενείς, κέρδισε την εμπιστοσύνη των πολιτών της Κορίνθου, επειδή, σε αντίθεση με τους Βακχιάδες που ήταν υβριστές και βίαιοι, αυτός είχε θεωρηθεί ανδρείος και σώφρων. Επιπλέον, διακρίθηκε ως πολέμαρχος, ασκώντας με ηπιότητα τα δικαστικά καθήκοντα που του αναλογούσαν. Διαπιστώνοντας ότι οι πολίτες της Κορίνθου εχθρεύονταν τους Βακχιάδες, έγινε αρχηγός τους. Είχε άλλωστε με το μέρος του και χρησμό από το μαντείο. Σκότωσε αυτόν που ασκούσε εκείνη τη χρονιά την εξουσία και αναγορεύτηκε από τον δήμο βασιλιάς στη θέση του. Δήμευσε τις περιουσίες ευγενών και τους έδιωξε από την πόλη. Επανέφερε όμως όσους είχαν εξοριστεί από τους Βακχιάδες και απέδωσε πολιτικά δικαιώματα σε εκείνους που τα είχαν στερηθεί.
Όσα χρόνια παρέμεινε στην εξουσία ο Κύψελος ήταν πράος και δεν χρειάστηκε ποτέ να χρησιμοποιήσει σωματοφύλακες (δορυφόρους), όπως συνήθιζαν οι τύραννοι. Όταν πέθανε, άφησε την εξουσία στον γιο του Περίανδρο, ο οποίος όμως υπήρξε ωμός και βίαιος. Αυτός χρειαζόταν τριακόσιους σωματοφύλακες για την προστασία του. Δεν άφηνε τους πολίτες να αγοράζουν δούλους και τους κρατούσε διαρκώς απασχολημένους. Ούτε τους επέτρεπε να κάθονται στην αγορά, από φόβο μήπως συνωμοτήσουν εναντίον του. Βρισκόταν σε διαρκείς πολέμους και ναυπηγούσε πολεμικές τριήρεις. Στον ερωτικό του βίο υπήρξε ανόσιος. Ο Περίανδρος, με δυο λόγια, εξέτρεψε τη βασιλεία σε τυραννία.
Οι δύο αφηγήσεις δεν είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Σε πολιτικά και κοινωνικά θέματα έχει πάντα σημασία η οπτική γωνία του αφηγητή. Ακόμη και όταν επιθυμεί να είναι αντικειμενικός, ο ιστορικός προσέχει διαφορετικές πλευρές των ίδιων φαινομένων και αποδίδει διαφορετικά κίνητρα στις ίδιες πράξεις. Σε βασικά ζητήματα, πάντως, οι δύο εκδοχές συμφωνούν. Πρώτον, ο Κύψελος πήρε την εξουσία με βία, ανατρέποντας το παλαιό πολιτικό σύστημα. Δεύτερον, κυβέρνησε με αυθαιρεσία, εξορίζοντας, δημεύοντας περιουσίες και θανατώνοντας. Τρίτον, προσπάθησε να καταστήσει την εξουσία του κληρονομική. Και οι δύο εκδοχές συμφωνούν επίσης ότι ο Περίανδρος, είτε από την αρχή είτε αργότερα, έγινε πολύ χειρότερος και, επιπλέον, δεν σεβόταν τα χρηστά ήθη.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι συμπληρωματικές διευκρινίσεις της δεύτερης εκδοχής. Απέναντι στους Βακχιάδες ο Κύψελος ήταν σκληρός και αδίστακτος, αλλά μόνο ο Νικόλαος εξηγεί ότι εξέφραζε το γενικό αίσθημα του δήμου και ότι η επιτυχία του οφειλόταν στη διαφθορά του παλαιού καθεστώτος. Η μακρά παραμονή του στην εξουσία δείχνει άλλωστε ότι υπήρξε δημοφιλής. Η αυθαιρεσία του μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη, στρεφόταν ωστόσο εναντίον μιας ολιγομελούς κλειστής ομάδας, όχι εναντίον των μαζών.
Η αρχαιολογία και διάσπαρτες ιστορικές μαρτυρίες βοηθούν να φανταστούμε κάπως τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Κόρινθο πριν από την επικράτηση του Κύψελου. Για έναν περίπου αιώνα, την εποχή δηλαδή που κυβερνούσαν οι Βακχιάδες, η πόλη ευημερούσε. Αξιοποιούσε με επιτυχία τη γεωγραφική της θέση στον Ισθμό για τις χερσαίες μετακινήσεις μεταξύ Στερεάς Ελλάδας και Πελοποννήσου και τα δύο λιμάνια της για τις θαλάσσιες μετακινήσεις προς το Αιγαίο πέλαγος ανατολικά και το Ιόνιο δυτικά. Διακρίθηκε έτσι τόσο στο εμπόριο όσο και στην ίδρυση αποικιών, από τις οποίες ξεχώρισαν η Κέρκυρα και οι Συρακούσες. Στην ίδια την πόλη, τεχνίτες και έμποροι ήταν διαρκώς απασχολημένοι, κατασκευάζοντας και διακινώντας εμπορεύματα υψηλής ποιότητας και αισθητικής. Ο πλούτος που άρχισε να συσσωρεύεται διαμοιράστηκε σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού και, σε μεγάλο βαθμό, επενδύθηκε στη γη, δημιουργώντας μια σημαντική τάξη εύπορων αγροτών.
Τα συμφέροντα και οι ανάγκες της Κορίνθου, μετά από έναν αιώνα ανάπτυξης, συγκρούονταν πλέον ευθέως με τα συμφέροντα και τις ανάγκες μιας κλειστής ομάδας ευγενών που δεν ήταν διατεθειμένοι να μοιραστούν την εξουσία με νέους άνδρες. Επιπλέον, ισχυροί και επικίνδυνοι γείτονες, όπως το Άργος και τα Μέγαρα, δεν αντιμετωπίζονταν πλέον αποτελεσματικά από την παλαιά αριστοκρατία. Η λύση βρέθηκε, καθώς φαίνεται, στο πρόσωπο του Κύψελου. Ως απόλυτος άρχοντας μπορούσε να αναδείξει και να κινητοποιήσει ευρύτερες δυνάμεις. Όταν εδραίωσε την εξουσία του, θα πρόβαλε ασφαλώς στο πλήθος ως αγαθός βασιλιάς και στους ευγενείς ως σφετεριστής δυνάστης, δηλαδή τύραννος.
Οι διαφορετικοί τίτλοι που αποδίδονται στον Κύψελο δεν δημιουργούν ιδιαίτερο πρόβλημα: βασιλεύς και τύραννος ήταν αρχικά λέξεις συνώνυμες. Στα ομηρικά έπη εμφανίζονται αρκετοί βασιλείς με μεγάλη εξουσία, αλλά ο τίτλος δίνεται κάποτε και σε άλλους ευγενείς. Στον Ησίοδο βασιλείς αποκαλούνται γενικά οι ευγενείς. Για «τυραννία» έγινε πρώτη φορά λόγος, όσο ξέρουμε, από τον ποιητή Αρχίλοχο, στο μέσον του 7ου αιώνα, ίσως για να δηλωθεί η απόλυτη εξουσία που δεν είχε μεταβιβαστεί κληρονομικά. Για άνδρες που επιβάλλονταν μόνοι τους, έξω από το αριστοκρατικό πλαίσιο, εξοντώνοντας ή εκτοπίζοντας άλλους ευγενείς, θεωρήθηκε χρήσιμο να χρησιμοποιηθεί ένας νέος όρος, δάνειο, μάλλον, από κάποιον ανατολικό πολιτισμό - ίσως από τη Λυδία, όπου κυβερνούσε εκείνη την εποχή ο σφετεριστής Γύγης. Το μαντείο των Δελφών πάντως, ακόμη και στην εκδοχή του Ηροδότου, προανήγγειλε τον Κύψελο ως βασιλιά.
Ο Κύψελος ήταν ένας από τους παλαιότερους Έλληνες τυράννους. Πήρε την εξουσία στο μέσον περίπου του 7ου αιώνα ή λίγο αργότερα. Παρόμοιες εξελίξεις σημειώθηκαν σε πολλές άλλες πόλεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι τύραννοι επικράτησαν ύστερα από αναταραχή ή σφοδρή σύγκρουση, ενώ σε ορισμένες με πόλεμο. Συχνά είχαν ισχυρή υποστήριξη από τον δήμο. Ορκισμένοι τους εχθροί ήταν οι ευγενείς, που έχαναν την εξουσία και κάποτε τις περιουσίες ή τη ζωή τους. Συνέβαινε ωστόσο να τους υποστηρίζουν και ορισμένοι ευγενείς που αισθάνονταν αποκλεισμένοι από την πολιτική εξουσία.
Ο κυριότερος λόγος που καθιστούσε την εγκαθίδρυση μιας τυραννίας επιθυμητή από τον δήμο, ή πάντως από μια μεγάλη μερίδα του, ήταν ο πόλεμος. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις βρίσκονταν σε αυξανόμενη ένταση με γειτονικές κοινότητες για τον έλεγχο της γης, αλλά και με μακρινές για τον έλεγχο περιοχών κατάλληλων προς αποικισμό, επομένως πάλι για τον έλεγχο καλλιεργήσιμων εδαφών. Οι ανάγκες του πολέμου απαιτούσαν ικανούς στρατηγούς, όχι κληρονομικούς άρχοντες. Ο Κύψελος και ο Περίανδρος, μεταξύ άλλων, ήταν αποτελεσματικοί οργανωτές του στρατού και πρόθυμοι να στηριχτούν στη δύναμη και τη βούληση των οπλιτών. Για να επέλθει μια αλλαγή που θα περιόριζε την εξουσία και την αυθαιρεσία των ευγενών, χρειαζόταν μια επίσης αυθαίρετη και αποφασιστική παρέμβαση.
Προκειμένου να εξασφαλίσουν στρατιωτικές επιτυχίες, οι τύραννοι έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τον δήμο, από τον οποίο προέρχονταν οι οπλίτες. Σε αντίθεση με τους ευγενείς, που προτιμούσαν να επιδεικνύουν τη δόξα των προγόνων τους, αυτοί είχαν κάθε λόγο να αναδείξουν τη δόξα της πόλης και των πολιτών. Επέβλεψαν την κατασκευή λαμπρών ναών και την εκτέλεση άλλων δημόσιων έργων, δίνοντας στους αντιπάλους τους την εντύπωση ότι επιθυμούσαν απλώς να κρατούν τον λαό απασχολημένο. Επιπλέον, προσπάθησαν να καταστήσουν τις εορτές υπόθεση όλου του δήμου, τονώνοντας το ηθικό του και το αίσθημα ενότητας που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Ο Περίανδρος μπορεί να απαγόρευσε την αγορά πολλών δούλων, για να περιορίσει την επίδειξη των ευγενών, ή να κατέσχεσε τα κοσμήματα που φορούσαν οι ευγενείς δέσποινες, αλλά αξιοποίησε πολυάριθμους δούλους και έκανε μεγάλες δαπάνες για έργα της πόλης. Ως πολιτικοί άνδρες, οι τύραννοι έθεσαν τον πολιτισμό στην υπηρεσία της πόλης και του πολέμου.
Οι πρώτοι τύραννοι είχαν αρκετούς εχθρούς αλλά πολύ περισσότερους φίλους. Το μαντείο ήξερε τι έκανε όταν τους ενθάρρυνε και τους στήριζε. Οι μύθοι που πλάστηκαν για τα παιδικά χρόνια του Κύψελου και τη διάσωσή του μέσα σε μια κυψέλη από τις επιβουλές των ευγενών φανερώνουν ότι κάποιοι τον φαντάστηκαν να επιβιώνει με σκοπό να επιτελέσει ηρωικά κατορθώματα. Η Πυθία, καθώς λεγόταν, το είχε πει καθαρά πριν γεννηθεί: «Ένας μεγάλος βράχος θα πέσει πάνω στους άνδρες που κατέχουν την εξουσία και θα αποδώσει στην Κόρινθο τη θέση που δικαιούται.» (μτφρ. Ά. Βλάχος) Άλλωστε, παρά τα όσα είχαν να προσάψουν πολλοί στον Περίανδρο, στην ιστορία παρέμεινε περισσότερο ως ένας από τους λεγόμενους Επτά Σοφούς και λιγότερο ως δυνάστης.
Η πρόθεση των τυράννων να καταστήσουν την εξουσία τους κληρονομική ήρθε πάντως σε σύγκρουση με τις φιλοδοξίες και τις ανάγκες του δήμου που τους είχε στηρίξει. Η πολυετής διακυβέρνηση μιας πόλης χωρίς ουσιαστικό έλεγχο καθιστούσε πολλούς από αυτούς άπληστους και μισαλλόδοξους. Κάθε προσπάθεια να αμφισβητηθεί η εξουσία τους αντιμετωπιζόταν με μεγάλη σκληρότητα. Εκτός από την παλαιά αριστοκρατία, που παρέμενε σταθερά εχθρική απέναντί τους, εναντίον τους στράφηκε τελικά και ο δήμος. Αρκετοί τύραννοι κατάφεραν να μεταβιβάσουν την εξουσία στα παιδιά τους, αλλά μόνο στην Κόρινθο η τυραννία πέρασε στην τρίτη γενιά - και αυτό για λίγα μόνο χρόνια. Στο τέλος ανατράπηκαν όλοι σε συνθήκες αναταραχών ή εξωτερικών επεμβάσεων, εξάπτοντας νέα πάθη. Η λέξη «τύραννος» κατέληξε να σημαίνει τον καταπιεστή και τον δυνάστη. Μόνο στην ποίηση, που επιθυμούσε να χρησιμοποιεί αρχαϊκό λεξιλόγιο, ο τύραννος μπορούσε να παραμένει αγαθός και καλοπροαίρετος άρχοντας. Ο Σοφοκλής προτίμησε να αποκαλέσει έτσι τον Οιδίποδα.
Στη Μυτιλήνη του ύστερου 7ου αιώνα επικρατούσαν συνθήκες που θύμιζαν πολύ την Κόρινθο. Η πόλη, την οποία κυβερνούσε το αριστοκρατικό γένος των Πενθιλιδών, ευημερούσε και είχε συμμετάσχει στην ίδρυση πολλών αποικιών. Αλλά οι Πενθιλίδες βασιλείς φέρονταν με υπεροψία. Λέγεται ότι περιδιάβαιναν τους δρόμους της πόλης και χτυπούσαν τους κατοίκους με ρόπαλα, χωρίς να δίνουν λογαριασμό. Στο μεταξύ οι αριστοκρατικές οικογένειες που δεν συμμετείχαν στην εξουσία διαμαρτύρονταν. Το πολίτευμα ανατράπηκε, και στη θέση των ευγενών κυβέρνησαν διαδοχικά διάφοροι τύραννοι. Η κατάσταση παρέμενε έκρυθμη, με διαρκείς συνωμοσίες και πολιτικές δολοφονίες.
Κάποια στιγμή δόθηκε απόλυτη εξουσία στον Πιττακό που, όπως ο Κύψελος, είχε αριστοκρατική καταγωγή μόνο από τη μητέρα του. Ο αριστοκράτης ποιητής Αλκαίος τον αποκαλούσε τύραννο και είχε πολλά να του προσάψει, αλλά ο Αριστοτέλης διευκρινίζει ότι ήταν αἰσυμνήτης, δηλαδή, όπως εξηγεί, ένας «αιρετός τύραννος». Σε άλλες πηγές ο Πιττακός αποκαλείται βασιλιάς. Άσκησε τα καθήκοντά του για δέκα χρόνια, όπως προβλεπόταν, και, όταν παραιτήθηκε, ιδιώτευσε για άλλα δέκα. Ένα από τα βασικά του καθήκοντα ήταν να αποτρέψει την επάνοδο των εξόριστων ευγενών στην πόλη και την εξουσία. Ο Πιττακός κέρδισε και αυτός μια θέση μεταξύ των Επτά Σοφών της αρχαίας Ελλάδας.
Η σχεδόν ταυτόχρονη εμφάνιση τυράννων σε πολλές ελληνικές πόλεις είναι εντυπωσιακή. Υπήρχαν δύο λόγοι που συνέβαλαν στη γρήγορη διάδοση του φαινομένου. Ο ένας ήταν ο μιμητισμός: οι επιτυχίες των τυράννων στην Κόρινθο έδωσαν την ιδέα σε άλλους να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Ο άλλος λόγος ήταν η βοήθεια που έσπευδαν να προσφέρουν ο ένας στον άλλο. Ο Περίανδρος, για παράδειγμα, μπορούσε να γεφυρώσει τις παλαιές διαφορές της πόλης του με τη Μίλητο και να συνεργαστεί με τον τύραννό της, τον Θρασύβουλο.
Ισχυροί τύραννοι αναδείχθηκαν ορισμένες φορές μπροστά στον κίνδυνο μιας σοβαρής εξωτερικής απειλής. Ο Πολυκράτης της Σάμου οικοδόμησε μια ισχυρή συμμαχία ικανή να αντισταθεί, για ένα διάστημα, στην περσική επέκταση. Προκειμένου να επιβληθεί στην εξουσία, δέχτηκε τη βοήθεια του τυράννου της Νάξου Λύγδαμη και έγινε γρήγορα τόσο ισχυρός, ώστε έθεσε κάτω από τον έλεγχό του πολλά άλλα νησιά, όπως τη Ρόδο. Είχε στη διάθεσή του 100 πολεμικά πλοία και 1.000 τοξότες. Για τα κατορθώματά του κατέστη ο θρυλικότερος και ενδοξότερος τύραννος, με φιλίες που περιλάμβαναν τον φαραώ της Αιγύπτου. Τα δημόσια έργα που προώθησε ήταν για την εποχή του αξεπέραστα σε μεγαλείο και τεχνική αρτιότητα. Στην αυλή του συγκεντρώθηκαν ποιητές όπως ο Ανακρέων και ο Ίβυκος, που τον δόξασε και τον ύμνησε (Κακριδής 2.4.Β.i, 2.4.Β.ii.β [σ. 58, 67]). Το καθεστώς του πάντως δεν το ανέχτηκε ο σοφός Πυθαγόρας, που προτίμησε να εγκατασταθεί στη νότια Ιταλία για να ιδρύσει τη σχολή του.
Η αυξανόμενη δύναμη του Πολυκράτη φόβισε πολλούς Έλληνες. Παρακινημένοι από εξόριστους Σάμιους, οι Σπαρτιάτες με τους συμμάχους τους προσπάθησαν να τον ανατρέψουν. Η επιχείρηση απέτυχε, αλλά ο Πολυκράτης δεν άργησε να βρει τον θάνατο στα χέρια των Περσών, που τον συνέλαβαν με δόλο. Στη συνέχεια οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να ανατρέψουν τον Λύγδαμη της Νάξου και αργότερα τον Ιππία της Αθήνας. Προσπαθούσαν να οικοδομήσουν μια δική τους μεγάλη συμμαχία, ικανή να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανατολική Μεσόγειο. Στη συμμαχία αυτή οι φιλόδοξοι τύραννοι δεν είχαν θέση. Αλλά τα σχέδια των Σπαρτιατών σκόνταψαν στον αθηναϊκό δήμο, που αποδείχθηκε ακόμη πιο φιλόδοξος από τους τυράννους.
Προς το τέλος του 6ου αιώνα, όταν πολλές ελληνικές πόλεις προσπαθούσαν να απαλλαγούν από τους τυράννους τους, οι Πέρσες άρχισαν να καταλαμβάνουν τα μικρασιατικά παράλια. Για τη διοίκηση των ελληνικών πόλεων που εξουσίαζαν, οι Πέρσες θεώρησαν ότι το καταλληλότερο σύστημα διακυβέρνησης ήταν η τυραννία. Με τυράννους της δικής τους επιλογής μπορούσαν να ασκούν τον έλεγχο που επιθυμούσαν και να εξασφαλίζουν τους φόρους που απαιτούσαν. Με αυτή την εξέλιξη, στις συνειδήσεις των Ελλήνων οι τύραννοι έγιναν επιπλέον μισητοί εκπρόσωποι μιας ξένης δύναμης. Ακόμη και για την αντιμετώπιση επικίνδυνων εχθρών, οι περισσότεροι Έλληνες πίστευαν πλέον ότι καταλληλότερα ήταν άλλα πολιτεύματα με πολύ ευρύτερη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά.
Παρόμοιες εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες δημιουργήθηκαν και στις δυτικές αποικίες. Εκτός από τις συγκρούσεις των ευγενών με τον δήμο, οι Έλληνες είχαν να αντιμετωπίσουν τους ντόπιους πληθυσμούς, τους Ετρούσκους από τη βόρεια και τη δυτική Ιταλία και τους Καρχηδόνιους από τη βόρεια Αφρική. Στον Ακράγαντα, τη Γέλα, τις Συρακούσες και άλλες πόλεις επιβλήθηκαν τυραννίες. Όπως και αλλού, οι τυραννίες αυτές αντικαταστάθηκαν με τη σειρά τους από συμμετοχικότερα πολιτεύματα, αλλά νέοι εξωτερικοί κίνδυνοι και εσωτερικές αναταραχές επέτρεψαν και πάλι την επιβολή τυράννων στις Συρακούσες, που παρέμεινε για πολλούς αιώνες η ισχυρότερη ελληνική πόλη στη Σικελία.
Η πόλη παραμένει ίδια αλλά οι κάτοικοί της έχουν αλλάξει
Ο Θέογνις έζησε τον 6ο αιώνα και προερχόταν από παλαιά αριστοκρατική οικογένεια των Μεγάρων (Κακριδής 2.4.Β.iii.δ [σ. 72]). Από τον πατέρα και τον παππού του θα είχε ασφαλώς ακούσει πόσο καλά ήταν στο παρελθόν τα πολιτικά πράγματα, τότε που η εξουσία των ἀρίστων δεν είχε ακόμη αμφισβητηθεί. Ο ίδιος όμως ζούσε σε περίοδο μεγάλων αλλαγών. Ο πλουτισμός πολλών ανθρώπων από τις κατώτερες τάξεις, που συνέβη με την αναδιανομή των γαιών και την αύξηση των εσόδων του αγροτικού κόσμου, συνεπαγόταν την ενεργό συμμετοχή τους στην πολιτική διοίκηση του τόπου. Η πόλη είχε ανάγκη από περισσότερους οπλίτες, και έτσι το σώμα των πολιτών διευρύνθηκε. Ο Θέογνις δεν ήταν σύμφωνος με αυτό τον νεωτερισμό.
Η οικονομικά και πολιτικά τονωμένη αυτοπεποίθηση οδηγεί σε μεγαλύτερες κοινωνικές αξιώσεις. Τα ήθη όμως και ο τρόπος ζωής αλλάζουν με βραδύτερους ρυθμούς και απαιτούν την πάροδο δύο ή τριών γενεών. Στην απόσταση ανάμεσα στην οικονομικοπολιτική δύναμη, από τη μια, και την κοινωνική συμπεριφορά, από την άλλη, εστίασε την προσοχή του ο αριστοκράτης ποιητής και θεώρησε απρεπή και δυνητικά καταστροφική για τον τόπο του την πολιτική ενδυνάμωση απλών αγροτών. Εξάλλου, τα νέα προνόμια της ανερχόμενης τάξης έθιγαν τα κεκτημένα συμφέροντα του ίδιου και των ομοίων του και αμφισβητούσαν την (αναντίρρητη πριν) κοινωνική και ηθική πρωτιά τους. Τους νεόπλουτους που έβλεπε να ξεφυτρώνουν παντού γύρω του ο Θέογνις τους αποκάλεσε κακούς, για να υπογραμμίσει την κατώτερη και άξεστη κοινωνική τους προέλευση. Κάποιοι είχαν ήδη εγκατασταθεί στο άστυ, ενώ οι πραγματικοί αστοί, στους οποίους ανήκε και ο ίδιος, ήταν ἐσθλοί και ἀγαθοί. Στην ιδεολογική αντιπαράθεσή του με τους ανερχόμενους αγρότες των Μεγάρων ο ποιητής μεταχειρίστηκε την ομηρική σημασία του κακοῦ, που δηλώνει τον δειλό και άνανδρο στη μάχη. Ο Θέογνις ανήκε ακόμη στη γενιά των ευγενών, που έβλεπαν τις κοινωνικές διαφορές να αντικατοπτρίζονται στα σώματα των ανθρώπων. Μπορούσε, όπως σημειώνει υπερήφανα, να διακρίνει αμέσως έναν ελεύθερο από έναν δούλο. Απευθυνόμενος στον νεότερο, επίσης αριστοκράτη, φίλο του Κύρνο, ο Θέογνις γράφει:
Κύρνε, αυτή εδώ η πόλη είναι ακόμη ίδια, όμως οι κάτοικοι έχουν αλλάξει
και δεν γνώρισαν ποτέ τους μήτε τη δικαιοσύνη μήτε νόμους,
μα τα πλευρά τους τα κατέτριβαν δέρματα κατσικίσια
και ζούσαν κι έτρωγαν μακριά απ᾽ την πόλη σαν τα ελάφια.
Τώρα αυτοί είναι οι καλοί, άριστε Κύρνε, και οι πριν καλοί
τώρα είναι ασήμαντοι. Ποιος άραγε μπορεί να τα ανέχεται όλα αυτά;
Η κοινωνική και οικονομική αναστάτωση στα Μέγαρα εγκυμονούσε πραγματικούς πολιτικούς κινδύνους. Ο μεγαλύτερος από αυτούς ήταν η εμφύλια σύρραξη (στάσις) -μια συμφορά για όλους- και η εγκαθίδρυση τυραννίας - μια συμφορά για τους ευγενείς. Στο πρόσωπο του Θεαγένη τα Μέγαρα γνώρισαν πράγματι έναν χαρακτηριστικό τύραννο της εποχής. Ο Θέογνις είχε προβλέψει την εξέλιξη αυτή.
Την ίδια περίπου εποχή ο ποιητής Αλκαίος ζούσε και αυτός με πάθος τα πολιτικά γεγονότα του τόπου του και διαδραμάτιζε ενεργό ρόλο σε ορισμένα από αυτά. Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Πιττακό, η πολιτική ομαλότητα ανεστάλη και στη Μυτιλήνη ξέσπασε εμφύλια διαμάχη. Ο Αλκαίος συνέθεσε ένα ποίημα για να καταγγείλει την αυθαίρετη κατάληψη της εξουσίας και τα δεινά που την ακολουθούν. Το ποίημα είναι αλληγορικό. Η αποκρυπτογράφησή του βασίζεται σε έναν και μόνο όρο του πρώτου στίχου. Στάσις σημαίνει «επανάσταση» και «εμφύλια διαμάχη», το αιφνίδιο σταμάτημα στη φυσική κίνηση μιας πόλης που αναστέλλει κάθε κανονική λειτουργία της:
Ακατανόητη σ᾽ εμέ η στάσις των ανέμων.
Το ένα κύμα στροβιλίζεται από δω
το άλλο από κει, κι εμείς στη μέση
πλέουμε σε μαύρο πλοίο
ταλαιπωρημένοι απ᾽ τον κακό καιρό.
Νερό καλύπτει του καταρτιού τη βάση
και ήδη τα ιστία είναι διαμπερή.
Ρακένδυτο το σκάφος.
Θυμώνουν οι άγκυρες.
Ήταν μάλλον η πρώτη φορά στην ελληνική γραμματεία που η πολιτεία παρομοιάστηκε με πλοίο. Τόσο επιτυχημένη, μάλιστα, κρίθηκε η παρομοίωση, ώστε έγινε κοινός τόπος στη μεταγενέστερη λογοτεχνία. Στην πρώτη εμφάνισή της, όμως, η εικόνα του ταλαιπωρημένου από την κακοκαιρία καραβιού χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για να καυτηριαστεί η σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, αλλά και για να τονωθεί το φρόνημα της αντιπιττακικής πτέρυγας, που θα μπορούσε να ανατρέψει την τυραννία. Όπως στον Τυρταίο, τον Θέογνι ή τον Αθηναίο μεταρρυθμιστή Σόλωνα, έτσι και στον Αλκαίο η πολιτισμένη ποίηση ήταν όπλο στην υπηρεσία της πολιτικής και, αν υπήρχε ανάγκη, του πολέμου - ακόμη και του εμφύλιου.
Η αντιπαράθεση των ποιητών δεν γινόταν πάντοτε ανοιχτά, ούτε αφορούσε μόνο την πολιτική σκηνή. Ούτως ή άλλως η τέχνη των υπαινιγμών ήταν εξαιρετικά ανεπτυγμένη. Οι ποιητές δεν χρησιμοποιούσαν μόνο αλληγορίες. Συχνότερα μεταχειρίζονταν παραδοσιακούς μύθους και τους μετασχημάτιζαν για να καταγγείλουν, να επικρίνουν ή να επαινέσουν καταστάσεις που ζούσαν οι ίδιοι, με τρόπο έμμεσο αλλά σαφή, τουλάχιστον στους μορφωμένους.
Στις αρχαίες πατριαρχικές κοινωνίες η φωνή των γυναικών ήταν ισχνή. Η Λέσβος του 6ου αιώνα παρείχε, συγκριτικά με άλλες αρχαϊκές πόλεις, μεγάλη πνευματική ελευθερία στις εύπορες γυναίκες, αφού επέτρεπε να είναι εγγράμματες και να έχουν μουσική καλλιέργεια. Η σημαντικότερη ποιήτρια της αρχαιότητας, η Σαπφώ, δημιούργησε έναν κύκλο μαθητριών όπου νέα κορίτσια μάθαιναν την ποιητική τέχνη -που ήταν τότε αξεχώριστη από τη μουσική- και μορφώνονταν τόσο αισθητικά όσο και ψυχικά. Η ίδια η Σαπφώ εξύμνησε τον έρωτα και το ψυχικό πάθος περισσότερο από οποιονδήποτε άνδρα ομότεχνό της.
Η τύχη μάς έχει διασώσει δύο ολοκληρωμένες παραλλαγές στο ίδιο μυθικό θέμα, που προέρχονται από την ίδια εποχή και από το ίδιο νησί. Ο Αλκαίος και η Σαπφώ ήταν σύγχρονοι, αλλά, επειδή διέφεραν στο φύλο και συνεπώς στη νοοτροπία, χειρίστηκαν τον ομηρικό μύθο της ωραίας Ελένης με τρόπο διαμετρικά αντίθετο (Κακριδής 2.4.Β.ii.β [σ. 64-67]).
Ο Αλκαίος, αναφερόμενος φαινομενικά στο παρελθόν, σχολίαζε ποιητικά:
Όπως το λέει ο μύθος, για τα δικά σου, Ελένη, κρίματα
βρήκε τον Πρίαμο και τους γιους του συμφορά πικρή,
κι από δικό σου φταίξιμο ο Δίας χάλασε στις φλόγες
πανίερο το Ίλιο.
Δεν ήταν τέτοια η νύφη που ο γιος του Αιακού λαμπρός,
καλώντας όλους τους μακάριους θεούς στο γάμο του,
πήγε να φέρει αβρή παρθένα απ᾽ το παλάτι
του Νηρέα
στο αρχοντικό του Χείρωνα, όπου της λύνει
την παρθενική της ζώνη. Κι έσμιξαν στης αγάπης τους
τη θέρμη η άριστη από τις Νηρηίδες κι ο Πηλέας.
Πάνω στον ένα χρόνο
γέννησε εκείνη γιο, ημίθεο, όλβιο
καβαλάρη σε ξανθά πουλάρια. Οι άλλοι όμως
για την Ελένη χάθηκαν και πάνε, οι Φρύγες
με την τειχισμένη πόλη τους.
Αντίθετα, η Σαπφώ έγραφε σε τόνο πολύ πιο άμεσα προσωπικό:
Άλλοι το ιππικό, άλλοι το πεζικό, κάποιοι το ναυτικό ορίζουν πως είναι το ομορφότερο πράγμα πάνω στη μαύρη γη. Όμως εγώ εκείνο που καθένας ερωτεύεται.
Κι έχω εξήγηση απλή, όλοι νομίζω θα την ασπαστούν. Γιατί εκείνη, η αξεπέραστη στον κόσμο καλλονή, η Ελένη, παράτησε πανάριστον τον άντρα της κι ανέβηκε στο πλοίο για την Τροία. Ούτε που νοιάστηκε για το παιδί της, μήτε για τους γονείς της. Της συνεπήρε η Κύπρις το μυαλό.
Έτσι κι εγώ αναμνήστηκα την Ανακτορία απούσα. Πώς θα ᾽θελα το εράσμιο βήμα της να δω, τη φεγγοβόλα λάμψη του προσώπου. Όχι αμάξια λυδικά και πάνοπλους πεζούς να μάχονται.
Και τα δύο ποιήματα αφορμώνται από το παράδειγμα της ομηρικής Ελένης. Ο Αλκαίος την ψέγει για την πράξη της και τη θεωρεί αιτία δεινών, τη χρησιμοποιεί όμως ως αφορμή για να εξάρει υπαινικτικά τον δοξασμένο Αχιλλέα, που δεν κατονομάζεται ευθέως στην ωδή. Η Σαπφώ, αντίθετα, ταυτίζεται προσωπικά με την ενέργεια της Ελένης, η οποία, μεθυσμένη από έρωτα, ακολούθησε την παρόρμησή της προς το καλύτερο από όλα τα αγαθά: τον αγαπημένο της εραστή.
Ο Αλκαίος αντιπαραθέτει την Ελένη προς τη Θέτιδα, την ομορφότερη κόρη του Νηρέα και μητέρα του Αχιλλέα. Στην αντιπαράθεση αυτή η αρετή της νόμιμης συζύγου, που είναι πιστή στον άνδρα της και μένει σταθερή κολόνα του σπιτιού, αντιδιαστέλλεται προς την επαίσχυντη συμπεριφορά της μοιχαλίδας, που ακολουθεί ερωτικές παρορμήσεις και εγκαταλείπει τον οίκο της. Κατά τον Αλκαίο, το αληθινό καύχημα της ενάρετης συζύγου που εισέρχεται παρθένα στον νόμιμο γάμο της είναι ο ήρωας γιος της, ο καβαλάρης των ξανθών αλόγων.
Η Σαπφώ, αντίθετα, αδιαφορεί για την αίγλη του ιππικού και προσεταιρίζεται το παράδειγμα της Ελένης για να αναφερθεί στον δικό της πόθο για την απούσα Ανακτορία. Το ομηρικό ιδανικό για τον ήρωα που δοξάζεται στη μάχη ανατρέπεται έτσι πλήρως. Η ανδρική αγάπη για τα όπλα και για τη λάμψη του στρατού, που είτε πεζός είτε σε άλογα είτε με άρματα προχωρεί στοιχισμένος για νίκη, γίνεται απλό αντικείμενο υποκειμενικής προτίμησης. Η κοινωνική απαίτηση για έναν νόμιμο σύζυγο ως απαραίτητο συστατικό της γυναικείας ολοκλήρωσης πλαγίως υποσκάπτεται. Και σαν να μην έφταναν αυτά, αθετείται επίσης έμμεσα και η μυθική αγάπη της Ελένης για τον Πάρη. Αντικείμενο του ερωτικού πόθου της ποιήτριας είναι μια ομόφυλη. Εκείνης το πρόσωπο και την εράσμια κίνηση η Σαπφώ θέλει να εγκαταστήσει στο παρόν. Και με την έξοχη τέχνη του λόγου της η ποιήτρια που οι μεταγενέστεροι γραμματικοί θεώρησαν δέκατη Μούσα επιτυγχάνει να φέρει την αφανή Ανακτορία μπροστά στα μάτια μας - όπως θα κατόρθωνε, στο κέντρο του κύκλου των κοριτσιών που διηύθυνε, να την καταστήσει παρούσα, όποτε τραγουδούσε με τη λύρα την απουσία της.
Μέσα από το ίδιο μυθικό θέμα και την έντεχνη αξιοποίησή του διαφαίνονται ορισμένες καίριες διαφορές στην αξιολόγηση του κόσμου από άνδρες και γυναίκες. Διαγράφεται, επίσης, ο ανταγωνισμός δύο ομοτέχνων και η διαφορετική στάση που κρατούν απέναντι στην κοινή ομηρική παράδοση. Διακρίνεται, τέλος, η ορμή αυτοκατάφασης και ατομικής διαφοροποίησης που χαρακτηρίζει κάθε αληθινά πολιτισμένη κοινωνία.
Στάθηκε στη μέση προβάλλοντας τη δυνατή του ασπίδα
Ο Αθηναίος Σόλων κέρδισε και αυτός μια θέση μεταξύ των Επτά Σοφών. Ήταν εξάλλου ποιητής (Κακριδής 2.4.Β.iii.γ [σ. 70-71]). Ο ίδιος θεωρούσε μάλλον ότι πάνω απ᾽ όλα υπήρξε πολιτικός και ότι το ποιητικό χάρισμα και η σοφία του υπηρετούσαν πολιτικούς στόχους. Το όνομά του ταυτίστηκε με την πόλη του και έμεινε στην ιστορία ως σύμβολο πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Αντί να πέσει πάνω στους δυνατούς σαν βράχος, όπως ο Κύψελος, στάθηκε ανάμεσα στις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Έτσι ισχυρίστηκε σε ένα από τα ποιήματά του και έτσι τον κράτησε ζωντανό η αθηναϊκή παράδοση. Αποτιμώντας ο ίδιος το έργο που είχε επιτελέσει, έγραψε τους ακόλουθους στίχους:
Διότι στον δήμο απέδωσα τόση εξουσία όση του αρκεί,
δίχως ούτε να αφαιρέσω ούτε να προσθέσω κάτι σε αυτά που αξίζει (την τιμήν του).
Πρόσεξα ωστόσο να μην πάθουν τίποτα ανάρμοστο
αυτοί που είχαν δύναμη και χρήματα.
Στάθηκα ανάμεσά τους προβάλλοντας κραταιή ασπίδα,
χωρίς να αφήσω καμία από τις δύο πλευρές να νικήσει άδικα.
Στο τέλος του 7ου αιώνα, μια γενεά περίπου πριν από την εμφάνιση του Σόλωνα, τα προβλήματα στην Αθήνα ήταν οξύτατα και προκαλούσαν μεγάλες εντάσεις. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διασώζουν ο Αριστοτέλης και ο Πλούταρχος, συγκρούονταν μεταξύ τους οι πλούσιοι και οι πένητες, οι «λίγοι» και οι «πολλοί», οι γνώριμοι (δηλαδή οι επιφανείς, οι ευγενείς) και ο δήμος.
Οι αιτίες για την κοινωνική αυτή αναστάτωση ήταν πολλές. Ένας μικρός αριθμός Αθηναίων αριστοκρατικής καταγωγής είχε τον έλεγχο της καλύτερης γης. Οι περισσότεροι βρίσκονταν υπερχρεωμένοι. Επιπλέον, κινδύνευαν να χάσουν την ελευθερία τους, εφόσον τα δάνεια που αναγκάζονταν να συνάψουν δίνονταν με εγγύηση το σώμα τους, δηλαδή την ελευθερία τους, και συνεπώς γίνονταν οι ίδιοι δούλοι, αν δεν κατόρθωναν να εξοφλήσουν έγκαιρα το χρέος. Τα οικονομικά και κοινωνικά αυτά προβλήματα τα επιδείνωνε το πολιτικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο όλη η πολιτική εξουσία βρισκόταν στα χέρια των λίγων. Και ενώ επικρατούσε μεγάλη αναταραχή, η Αθήνα είχε να αντιμετωπίσει τα γειτονικά Μέγαρα σε μακροχρόνιο και δύσκολο πόλεμο για τον έλεγχο της Σαλαμίνας. Η κατάσταση έδειχνε ώριμη για την επικράτηση ενός τυράννου.
Πράγματι, ένας αριστοκράτης, ο Κύλων, νικητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες, προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία. Φαίνεται ωστόσο ότι δεν έκανε τις σωστές ενέργειες. Οπωσδήποτε η υποστήριξη που έλαβε από τον πεθερό του, τον τύραννο των Μεγάρων Θεαγένη, δεν τον ωφέλησε. Η σύγκρουση με τα Μέγαρα ήταν μέρος του προβλήματος, όχι μέρος της λύσης. Όπως και να έχει, ο Αθηναίος άρχοντας Μεγακλής (που ανήκε στην επιφανή αθηναϊκή οικογένεια των Αλκμεωνιδών) κατάφερε να συσπειρώσει επαρκείς δυνάμεις για να καταστείλει την απόπειρα και να θανατώσει τους οπαδούς του επίδοξου τυράννου. Ωστόσο, η αποτροπή της τυραννίας, και μάλιστα με τον τρόπο που επιτεύχθηκε, δεν γαλήνεψε τα πάθη στην Αθήνα. Ούτε και η προσπάθεια του Δράκοντα να ρυθμίσει την κατάσταση έφερε κάποιο αποτέλεσμα. Οι νόμοι του ήταν υπερβολικά σκληροί και δεν αντιμετώπιζαν τα κοινωνικά προβλήματα.
Λίγες δεκαετίες αργότερα οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές συμφώνησαν ότι κατάλληλο πρόσωπο για να αντιμετωπίσει την κατάσταση ήταν ο Σόλων, αριστοκρατικής καταγωγής και ήδη γνωστός για το θάρρος και τη σοφία του. Ο Σόλων ανέλαβε το 594/3 το ετήσιο αξίωμα του άρχοντα και αναμόρφωσε ριζικά τη νομοθεσία. Τα σημαντικότερα κοινωνικά και οικονομικά μέτρα που έλαβε ήταν δύο: η απαγόρευση των δανεισμών με εγγύηση την ελευθερία του δανειζόμενου και η κατάργηση όλων των χρεών, δημόσιων και ιδιωτικών. Με τα μέτρα αυτά, που ονομάστηκαν σεισάχθεια, κανένας Αθηναίος δεν κινδύνευε στο εξής να καταστεί δούλος επειδή αδυνατούσε να εξοφλήσει τα χρέη του. Αλλά και αυτοί που είχαν υποδουλωθεί αφέθηκαν ελεύθεροι - αν μάλιστα είχαν πωληθεί έξω από την πόλη, εξαγοράστηκαν.
Ο Σόλων προχώρησε επίσης σε πολιτικές και δικαστικές μεταρρυθμίσεις. Σύμφωνα με το αθηναϊκό πολίτευμα, την εξουσία ασκούσαν εννέα ἄρχοντες, που επιλέγονταν κάθε χρόνο από τις τάξεις των ευγενών και που, μετά τη λήξη της θητείας τους, γίνονταν ισόβια μέλη της Βουλής, που συνερχόταν στον Άρειο Πάγο. Από τους άρχοντες αυτούς τρεις ήταν οι σπουδαιότεροι, ο ἐπώνυμος (που ονομαζόταν έτσι επειδή έδινε το όνομά του στο έτος), ο βασιλεύς, με καθήκοντα κυρίως θρησκευτικά, και ο πολέμαρχος, με καθήκοντα κυρίως στρατιωτικά. Οι υπόλοιποι έξι αποκαλούνταν θεσμοθέται και είχαν καθήκον να επεξεργάζονται τις διατάξεις με βάση τις οποίες εκδίδονταν οι δικαστικές αποφάσεις. Το κύριο έργο της Βουλής του Αρείου Πάγου ήταν η διαφύλαξη των νόμων αλλά και η συμμετοχή στη διακυβέρνηση της πόλης. Οι άρχοντες είχαν επίσης δικαστικά καθήκοντα που σχετίζονταν με τους τομείς ευθύνης τους. Στον Άρειο Πάγο εκδικάζονταν πολλές σημαντικές υποθέσεις. Όλες οι δικαστικές αποφάσεις ήταν τελεσίδικες.
Ο Σόλων διατήρησε τους άρχοντες και τη Βουλή του Αρείου Πάγου, πρόσθεσε όμως στο πολίτευμα δύο νέα σημαντικά όργανα εξουσίας: μια δεύτερη Βουλή, που ονομάστηκε των Τετρακοσίων, επειδή συμμετείχαν σε αυτή τετρακόσια μέλη, εκατό από κάθε αθηναϊκή φυλή, και ένα δικαστήριο, αποτελούμενο από πολίτες, που ονομάστηκε Ηλιαία. Τα δύο αυτά όργανα αποδυνάμωσαν τους άρχοντες και τη Βουλή του Αρείου Πάγου. Το πρώτο προετοίμαζε τις εργασίες της Εκκλησίας του Δήμου, δηλαδή της συνέλευσης των πολιτών, και το δεύτερο ανέλαβε το κύριο βάρος των δικαστικών υποθέσεων.
Στον τρόπο εκλογής των αρχόντων ο Σόλων υπήρξε επίσης καινοτόμος. Οργάνωσε το πολίτευμα στη βάση τεσσάρων τελῶν, δηλαδή εισοδηματικών τάξεων, στις οποίες κατέταξε όλους τους πολίτες: τους πεντακοσιομέδιμνους, τους ιππείς, τους ζευγίτες και τους θήτες. Η κατάταξη αυτή αποτύπωνε ως έναν βαθμό τη στρατιωτική οργάνωση των Αθηναίων. Οι ευγενείς ήταν πάντα ιππείς. Την εποχή του Σόλωνα πολεμούσαν και αυτοί πεζοί, αλλά έφταναν έφιπποι (και ξεκούραστοι) στο πεδίο της μάχης. Ζευγίτες ήταν οι οπλίτες, δηλαδή οι εύποροι αγρότες που εξασφάλιζαν μόνοι τον οπλισμό τους και πολεμούσαν στις οργανωμένες φάλαγγες. Θήτες αποκαλούνταν οι φτωχοί πολίτες, που ήταν συνήθως άκληροι, και συμμετείχαν στους πολέμους ως ψιλοί, με μικρό οπλισμό και ελαφριά εξάρτυση για μεγαλύτερη ευκινησία. Πραγματικά νέα κατηγορία ήταν μόνο οι πεντακοσιομέδιμνοι, οι λίγες εκατοντάδες πολύ πλούσιοι Αθηναίοι.
Οι πεντακοσιομέδιμνοι προέρχονταν από την παλαιά τάξη των ιππέων, αλλά ξεχώρισαν από αυτούς διότι θεωρήθηκαν με τον μεγάλο τους πλούτο κατάλληλοι να αναλάβουν το αξίωμα του ταμία της πόλης, καθώς μπορούσαν να εγγυηθούν για την ασφάλεια των θησαυρών της με την προσωπική τους περιουσία. Οι άρχοντες επιλέγονταν από τους πεντακοσιομέδιμνους και τους ιππείς. Όλα τα άλλα αιρετά αξιώματα ήταν ανοιχτά στις τρεις ανώτερες τάξεις. Οι θήτες είχαν δύο μόνο δικαιώματα: να συμμετέχουν στην Εκκλησία του Δήμου και στα δικαστήρια.
Την εποχή που έγιναν οι μεταρρυθμίσεις σημαντικότερο μέτρο θεωρήθηκε η σεισάχθεια, που βελτίωσε αμέσως τη θέση πολλών. Αργότερα φάνηκε ότι ριζικότερες αλλαγές επέφεραν δύο δικαστικές καινοτομίες. Σύμφωνα με τη μία από αυτές, δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο δεν είχαν μόνο όσοι αισθάνονταν ότι έχουν αδικηθεί αλλά όλοι ανεξαιρέτως, για την υπεράσπιση τρίτων ή του δημόσιου συμφέροντος. Σύμφωνα με την άλλη αλλαγή, δόθηκε στους πάντες το δικαίωμα της έφεσης στο δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα, εάν αισθάνονταν αδικημένοι, να κριθούν και πάλι από ένα όργανο μαζικό και αντιπροσωπευτικό. Με τα δυο αυτά δικαιώματα οι πολίτες προστατεύτηκαν από τις αυθαιρεσίες των ευγενών.
Εφόσον όλες οι υποθέσεις μπορούσαν να ξανακριθούν, η Ηλιαία έγινε σύντομα το κύριο αθηναϊκό δικαστήριο. Σημαντικότατα θέματα του δημόσιου και ιδιωτικού βίου ρυθμίζονταν πλέον από τα δικαστήρια στα οποία συμμετείχαν μαζικά και οι φτωχότεροι Αθηναίοι. Σε αυτά κρινόταν πολλές φορές ακόμη και η εγκυρότητα των νόμων.
Ο ίδιος ο Σόλων θεώρησε πάντως ότι ένα από τα σπουδαιότερα μέτρα του ήταν η απελευθέρωση της γης. Είχε αφαιρέσει από αυτήν, όπως εξηγούσε σε ένα του ποίημα, τους ὅρους που την κρατούσαν υποδουλωμένη. Εννοούσε, καθώς φαίνεται, ότι απάλλαξε πολλούς καλλιεργητές από τις υποχρεώσεις που είχαν έναντι των πλούσιων γαιοκτημόνων, αυτές που καταγράφονταν σε ξύλινες πινακίδες (ὅρους) και τους ανάγκαζαν συχνά να δανείζονται με εγγύηση το σώμα τους. Αφαιρώντας τους όρους, είχε απελευθερώσει ταυτοχρόνως τη γη και τους καλλιεργητές της. Τον επόμενο αιώνα η Αθήνα ξεχώριζε για το πλήθος των ελεύθερων ιδιοκτητών γης.
Με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα η Αθήνα επέλυσε οξύτατα κοινωνικά προβλήματα και ήταν πλέον σε θέση να αντιμετωπίσει επικίνδυνους εξωτερικούς εχθρούς. Χωρίς να ανατραπούν τελείως οι παλαιές ισορροπίες, η κοινωνική ένταση εκτονώθηκε και η πόλη απέκτησε νέους πολεμιστές. Πολλοί από αυτούς εντάχθηκαν στην τάξη των θητών, αρκετοί όμως στην τάξη των ζευγιτών, στην αποφασιστικότητα των οποίων στηριζόταν κυρίως η πολεμική ισχύς της πόλης.
Πολλές ελληνικές πόλεις αντιμετώπιζαν εκείνη την εποχή παρόμοια προβλήματα και αναζητούσαν λύσεις. Στα γειτονικά Μέγαρα, μετά την ανατροπή του τυράννου Θεαγένη, τα χρέη δημιουργούσαν μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα. Φαίνεται ωστόσο ότι επιστράφηκαν μόνο οι τόκοι των δανείων - και αυτό θεωρήθηκε τόσο σημαντικό, ώστε η μεταρρύθμιση έμεινε γνωστή ως παλιντοκία. Πάντως, καμία μεταρρύθμιση εκείνης της εποχής δεν ήταν τόσο συνολική και τόσο ριζική όσο αυτή που σχεδίασε ο Σόλων.
Οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα ήταν πολύ καλά υπολογισμένες και αντιμετώπιζαν τα σημαντικότερα προβλήματα της Αθήνας στη ρίζα τους. Αλλά η εκτέλεσή τους δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι ανταγωνισμοί για την εξουσία και οι διαφορετικές απόψεις για τους ρυθμούς με τους οποίους έπρεπε να εφαρμοστούν οι νέοι νόμοι συνεχίζονταν για χρόνια. Ορισμένοι είχαν ήδη υποδείξει στον Σόλωνα ότι μόνο με την ιδιότητα του τυράννου θα μπορούσε να επιβάλει το πρόγραμμα του. Αλλά αυτός ήταν κατηγορηματικά αντίθετος. Πρόθεσή του δεν ήταν να επιβληθεί με αίμα και βία.
Αυτό που αρνήθηκε ο Σόλων το πραγματοποίησε μια γενεά αργότερα ο Πεισίστρατος. Κάποια στιγμή που οι διαμάχες είχαν αποδυναμώσει τις σημαντικότερες αριστοκρατικές οικογένειες, αυτός επικαλέστηκε τις στρατιωτικές του επιτυχίες εναντίον των Μεγαρέων, εξασφάλισε προσωπική φρουρά σωματοφυλάκων και κατέλαβε την εξουσία. Οι εχθροί του ενώθηκαν μεταξύ τους και κατάφεραν να τον διώξουν. Αλλά ο Μεγακλής, εγγονός του ομώνυμου άρχοντα που είχε εξουδετερώσει τον Κύλωνα, του έδωσε για σύζυγο την κόρη του και τον βοήθησε να επιβληθεί για δεύτερη φορά. Όμως, και αυτή η συμμαχία δεν κράτησε πολύ.
Χάνοντας την εξουσία για δεύτερη φορά, ο Πεισίστρατος προετοιμάστηκε καλά για την οριστική του επάνοδο. Εξασφάλισε βοήθεια από τους Θηβαίους, τους Αργείους, τον Λύγδαμη της Νάξου αλλά και χρήματα από τα μεταλλεία του Στρυμόνα. Προσέλαβε μισθοφόρους και κατέλαβε με τη βοήθεια των γιων του τον Μαραθώνα. Από εκεί προχώρησε προς την πόλη και, ύστερα από μάχη, επιβλήθηκε για τρίτη φορά, εξορίζοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους. Έτσι, με εξαίρεση δύο διαλείμματα, παρέμεινε τύραννος από το 561 έως το 527. Ανάμεσα σε πολλά άλλα ανταπέδωσε τη βοήθεια στον Λύγδαμη, καθιστώντας τον τύραννο στη Νάξο.
Ο Πεισίστρατος πολιτεύτηκε με μετριοπάθεια. Δεν κατήργησε τη νομοθεσία του Σόλωνα - μολονότι φρόντιζε να επιλέγονται άρχοντες Αθηναίοι που είχαν καλές σχέσεις μαζί του. Ενίσχυσε τους φτωχούς και τους βοήθησε να καλλιεργούν τη γη τους ώστε να ευπορούν, αλλά και να παραμένουν διασκορπισμένοι στους αγρούς, χωρίς να συχνάζουν στο άστυ ούτε να ασχολούνται με την πολιτική. Φαίνεται μάλιστα ότι συνέδραμε τους μικροκαλλιεργητές με διάφορους τρόπους. Έτσι, συνέβαλε αφενός στην επίλυση του κοινωνικού προβλήματος και αφετέρου εισέπραττε φόρους. Μετά τον θάνατο του Πεισίστρατου, η εξουσία μεταβιβάστηκε στον γιο του Ιππία, ο οποίος συνέχισε να κυβερνά στο ίδιο πνεύμα την πύλη μαζί με τους αδελφούς του.
Οι τύραννοι των Αθηνών ισχυροποίησαν την πόλη τους και τη θέση τους περισσότερο με τη διπλωματία παρά με πολέμους. Εκτός από τη φιλία τους με τη Νάξο, ανέπτυξαν δεσμούς με το Άργος, τη Σπάρτη, τη Σάμο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Όταν όμως οι Πέρσες κυριάρχησαν στη Μακεδονία, επέλεξαν να αλλάξουν πολιτική. Άρχισαν να απομακρύνονται από τους παλαιούς τους φίλους και να προσεγγίζουν τη μεγάλη ασιατική δύναμη που εξαπλωνόταν. Ο Ιππίας έσπευσε να παντρέψει την κόρη του Αρχεδίκη με τον γιο του τυράννου της Λαμψάκου, ο οποίος συνεργαζόταν ήδη στενά με τον μεγάλο βασιλιά της Περσίας, τον Δαρείο. (Σύμφωνα με το επιτύμβιο επίγραμμά της, η Αρχεδίκη ήταν κόρη, σύζυγος, αδελφή και μητέρα τυράννων.) Στο εσωτερικό της πόλης οι Αθηναίοι τύραννοι διακρίθηκαν για τα μεγάλα και επιβλητικά δημόσια έργα τους. Σε ακμή οδηγήθηκε την εποχή εκείνη και το εμπόριο, όπως βεβαιώνουν τα -αρχικά μελανόμορφα και στη συνέχεια ερυθρόμορφα- αγγεία, που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη σχεδόν τη Μεσόγειο.
Οι Πεισιστρατίδες, στα πολλά χρόνια που διακυβέρνησαν, κατάφεραν να συμφιλιωθούν με αρκετές αριστοκρατικές οικογένειες της πόλης. Αλλά οι φιλίες αυτές δεν είχαν βαθιές ρίζες, και μια προσωπική αντιδικία (ή, ορθότερα, αντιζηλία) ήταν αρκετή για να οδηγήσει το 514 στη δολοφονία του Ιππάρχου, αδελφού του Ιππία. Την τολμηρή αυτή πράξη, με αρχικό στόχο τον ίδιο τον τύραννο, ανέλαβαν δύο φίλοι αριστοκράτες, ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, που συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν. (Ο αθηναϊκός δήμος τούς θεώρησε αργότερα πρωτοστάτες της δημοκρατίας, τους αποκάλεσε τυραννοκτόνους και τους απέδωσε τιμές ηρώων.) Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν να γίνει η τυραννία πολύ σκληρότερη και να αποκτήσει νέους εχθρούς. Τον αγώνα εναντίον της συνέχισε από την εξορία η αριστοκρατική οικογένεια των Αλκμεωνιδών.
Οι Αλκμεωνίδες, όπως λεγόταν, ενίσχυσαν οικονομικά το μαντείο των Δελφών και κέρδισαν την εύνοιά του. Έτσι, η Πυθία προέτρεψε τους Σπαρτιάτες να αναλάβουν πρωτοβουλία για την απελευθέρωση της Αθήνας. Οι Σπαρτιάτες, πάντως, δεν χρειάζονταν ιδιαίτερη παρότρυνση, διότι η ανατροπή των τυράννων ήταν έτσι κι αλλιώς στα σχέδιά τους - ιδίως όταν οι τύραννοι συνεργάζονταν με τους Πέρσες. Το 510, με επικεφαλής τον βασιλιά Κλεομένη (περ. 520-490) και σε συνεργασία με δυσαρεστημένους Αθηναίους, εξόρισαν τον Ιππία, που είχε παραμείνει στην εξουσία για 17 χρόνια. Ήλπιζαν ότι η Αθήνα, από ευγνωμοσύνη και ανάγκη, θα γινόταν σύμμαχός τους. Ωστόσο, μια μεγάλη μερίδα του αθηναϊκού δήμου είχε άλλα σχέδια. Οι Σπαρτιάτες επανήλθαν για να παραδώσουν την εξουσία στον Αθηναίο πολιτικό Ισαγόρα, που ήταν φίλος τους. Πρώτη τους ενέργεια ήταν να εξορίσουν 700 αθηναϊκές οικογένειες. Δεύτερη να καταργήσουν τη Βουλή. Αλλά ο αθηναϊκός δήμος αντιστάθηκε, κατάφερε να απομακρύνει τους Σπαρτιάτες από την πόλη του και επανέφερε τους εξόριστους, που είχαν επικεφαλής τους τον Αλκμεωνίδη Κλεισθένη.
Οι Σπαρτιάτες δεν σταμάτησαν τις προσπάθειες. Ήθελαν με κάθε τρόπο να ελέγξουν την Αθήνα, που μέρα με τη μέρα δυνάμωνε. Το 506 προσπάθησαν και πάλι να επιβάλουν τον Ισαγόρα ως τύραννο, αλλά τους εγκατέλειψαν ακόμη και οι σύμμαχοί τους. Ο δεύτερος βασιλιάς της Σπάρτης, ο Δημάρατος (περ. 515-491), διαχώρισε τη θέση του και αποχώρησε. (Η διαφωνία αυτή οδήγησε τους Σπαρτιάτες να στέλνουν στο εξής μόνο ένα βασιλιά σε κάθε εκστρατεία.) Έτσι, ο Κλεομένης υποχρεώθηκε να επιστρέψει άπρακτος στη Σπάρτη. Οι Αθηναίοι αναθάρρησαν και αντιμετώπισαν με επιτυχία τους Θηβαίους και τους Χαλκιδείς, που είχαν συμμετάσχει στην εκστρατεία.
Λίγα χρόνια αργότερα οι Σπαρτιάτες έκαναν μια τελευταία προσπάθεια με σκοπό να επαναφέρουν τον Ιππία. Αυτή τη φορά οι Κορίνθιοι και οι άλλοι σύμμαχοί τους δεν δέχτηκαν ούτε να τους ακούσουν.
Στην ανατροπή των Ελλήνων τυράννων συνέβαλαν πολλοί: οι ευγενείς, που είχαν απολέσει την εξουσία, ο δήμος, που έβλεπε τις τυραννίες να μετατρέπονται σε κληρονομικές μοναρχίες, οι Σπαρτιάτες, που ήθελαν να παίξουν ηγετικό ρόλο σε μια μεγάλη συμμαχία. Στις περισσότερες πόλεις, μετά την ανατροπή των τυράννων, οι πολίτες κατάφερναν να παίξουν κεντρικό ρόλο και να διεκδικήσουν μερίδιο στην πολιτική διακυβέρνηση.
Στις ελληνικές πόλεις, ωστόσο, δεν κατοικούσαν μόνο πολίτες. Εκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά, πολιτικά δικαιώματα στερούνταν επίσης οι ξένοι και οι δούλοι. Οι ξένοι ήταν μια πολύ ευρεία κατηγορία που περιλάμβανε, πέρα από τους περαστικούς, και ανθρώπους που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι σε μια πόλη, ορισμένοι από τους οποίους ήταν γεννημένοι και μεγαλωμένοι σε αυτήν. Σε ορισμένες πόλεις, όπως στην Αθήνα, οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι ονομάζονταν μέτοικοι και είχαν ορισμένα δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις: κατέβαλλαν φόρους και στρατεύονταν. Δεν συμμετείχαν ωστόσο σε καμία πολιτική δραστηριότητα και για να εμφανιστούν ενώπιον των δικαστηρίων είχαν ανάγκη από έναν πολίτη-προστάτη.
Σε όλες τις ελληνικές πόλεις δικαίωμα κατοχής γης είχαν μόνο οι πολίτες. Οι ξένοι και οι μέτοικοι ασχολούνταν έτσι, σχεδόν αποκλειστικώς, με τις τέχνες και το εμπόριο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ως ανταμοιβή για σπουδαίες υπηρεσίες τους στην Αθήνα, οι μέτοικοι μπορούσαν, με απόφαση του δήμου, να ενταχθούν στην κατηγορία των πολιτών.
Οι υποδουλωμένοι Αθηναίοι είχαν κερδίσει με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα την ελευθερία τους. Στο εξής κανένας πολίτης δεν γινόταν πια δούλος μέσα στην πόλη του επειδή δεν είχε να πληρώσει τα χρέη του. Κανένας νόμος δεν απαγόρευε, πάντως, την εισαγωγή δούλων από άλλες περιοχές. Οι εύποροι γαιοκτήμονες, μάλιστα, που με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα στερήθηκαν τα φτηνά εργατικά χέρια, στράφηκαν σε μαζικές αγορές δούλων από μη ελληνικές περιοχές. Η Αθήνα γέμισε με υποδουλωμένους Θράκες και Σκύθες. Οι άνθρωποι αυτοί διακινούνταν μέσα από το διεθνές εμπόριο και πωλούνταν στην αγορά, όπως όλα τα άλλα εμπορεύματα. Τα παιδιά που αποκτούσαν γίνονταν και αυτά δούλοι. Ορισμένοι είχαν την ευκαιρία, ύστερα από σκληρή εργασία, να εξαγοράσουν την ελευθερία τους, να γίνουν απελεύθεροι και να ενταχθούν στην τάξη των μετοίκων.
Κυβέρνησε την πόλη στολίζοντάς την όμορφα και ταιριαστά
Οι θεοί των αρχαίων ήταν βεβαίως ανθρωπόμορφοι, αλλά δεν ήταν άνθρωποι. Μπορούσαν να παρουσιάζονται συχνά ως κοινοί θνητοί, αλλά ήταν αθάνατοι. Οι ανθρώπινες ενσαρκώσεις τους είχαν συμβεί στο μυθικό παρελθόν που αφηγούνταν οι ποιητές. Στο εκάστοτε παρόν οι άνθρωποι έβλεπαν τους θεούς με το φως της φαντασίας τους, όχι με τα ίδια τους τα μάτια· τις περισσότερες φορές, όχι όμως πάντα…
Κατά την πρώτη επιστροφή του Πεισίστρατου από την εξορία, τότε που ήρθε στην Αθήνα για να παντρευτεί την κόρη του Μεγακλή, οι Αθηναίοι είχαν τη σπάνια ευκαιρία να αντικρύσουν την πολιούχο της πόλης τους. Επρόκειτο βεβαίως για ένα τέχνασμα που σκοπό είχε να παρουσιάσει τον Πεισίστρατο ως θεοπρόβλητο ηγέτη. Το τέχνασμα όμως, αν και απλοϊκό κατά τη γνώμη του Ηροδότου που μας το παραδίδει, πέτυχε πλήρως. Λαός συνέρρευσε από όλες τις άκρες της Αττικής για να δει την Αθηνά σε πλήρη εξάρτυση πάνω σε άρμα να οδηγεί και να εγκαθιστά τον αγαπημένο της μονάρχη στην Ακρόπολη. Η ενότητα της Αθήνας τονώθηκε.
Η ιδέα ανήκε στον Μεγακλή. Κατά τον Ηρόδοτο, την Αθηνά υποδύθηκε μια πολίτις από την Παιανία ονόματι Φύα· κατ' άλλους, μια δούλη από τη Θράκη, μικροπωλήτρια λουλουδιών, που είχε το ίδιο όνομα. Η γυναίκα επιλέχθηκε με κριτήριο το ύψος και την ομορφιά της. Διδάχτηκε πώς να στέκεται μεγαλόπρεπα και πώς να κοιτάζει επιβλητικά, περιβλήθηκε με πανοπλία, κράνος και δόρυ, και στήθηκε στο στολισμένο άρμα. Τόσο λίγο απείχαν οι θεοί από τους ανθρώπους - όσο και η βαρβαρική ευπιστία από την αθηναϊκή ευστροφία. Ο Ηρόδοτος απορεί πώς πείστηκαν οι ευφυείς Αθηναίοι. Ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθεί τι ακριβώς θα τους εμπόδιζε να πειστούν. Πάντως, η ιστορία είναι ενδεικτική της σημασίας που είχαν οι πολλοί στην αποδοχή των τυράννων και της εξουσίας τους.
Επειδή δεν αναγνωρίζουμε τους αρχαίους θεούς, δεν μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε το πολιτιστικό μεγαλείο που ψυχικά έκρυβε αυτή η πολιτική πράξη. Στα μάτια των απλών Αθηναίων, όμως, τα αρχιτεκτονικά μνημεία με τα οποία κόσμησε αργότερα ο Πεισίστρατος την πόλη τους είχαν αναντίρρητα, εκτός από πατριωτική, και θρησκευτική σημασία: οι θεοί ήταν εκεί, δίπλα τους, και τους βοηθούσαν. Πρώτος από όλους οικοδομήθηκε ένας ναός στην Ακρόπολη για να τιμηθεί η Αθηνά - πιθανόν ως αντίδωρο για την ευεργεσία που είχε παράσχει στην πόλη της. Ύστερα τιμήθηκε ο πατέρας της, ύπατος των θεών, με μια μνημειώδη κατασκευή που ανέλαβε να ολοκληρώσει, πολλούς αιώνες αργότερα, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός: οι σωζόμενοι μέχρι σήμερα στύλοι του Ολυμπίου Διός οφείλουν την ύπαρξή τους σε μια αρχική έμπνευση του Πεισίστρατου. Ολόκληρο το δωδεκάθεο βρήκε επίσης τη θέση του στο κέντρο της αγοράς, πάνω σε έναν πολυτελή βωμό που διατηρήθηκε για χρόνια. Ακολούθησαν άλλες, χρηστικότερες δημόσιες κατασκευές, όπως η Εννεάκρουνος, για να προμηθεύονται εύκολα νερό οι πολίτες.
Πρωτοφανής ήταν η αίγλη που κέρδισαν στα χρόνια του Πεισίστρατου τα Παναθήναια, μια ετήσια θρησκευτικοπολιτική γιορτή η οποία, από το μέσον του 6ου αιώνα, επαναλαμβανόταν κάθε τέσσερα χρόνια, πολυήμερη και με πανελλήνια λαμπρότητα. Στη γιορτή αυτή δοξάζονταν από κοινού η Αθήνα και η Αθηνά - ή έτσι περίπου κατέληξε να είναι, αφού η μεγαλοπρεπής πομπή που μετέφερε παραδοσιακά τον νέο πέπλο της Αθηνάς Πολιάδος πάνω στον ιστό ενός πλοίου προς τον ναό της στην Ακρόπολη έγινε τελικά η αφορμή για να επιδεικνύεται όλη η ομορφιά, η δεξιοτεχνία και η καλλιέργεια των νέων και των ενηλίκων της Αθήνας. Η πόλη έδειχνε στους Έλληνες που συνέρρεαν από παντού τη δύναμή της. Το γόητρο των Αθηναίων ενισχυόταν. Μια χαρακτηριστική αρματοδρομία που παρέπεμπε σε ένα απώτερο παρελθόν συνδύαζε την ομηρική τεχνική με την οπλιτική εξάρτυση: ο αναβάτης πηδούσε από το άρμα εν κινήσει και έτρεχε πεζός μέχρι το ορισμένο τέρμα του δρόμου, σε έναν αγώνα που απαιτούσε ταυτόχρονα δεξιοτεχνία και ταχύτητα - όπως στον πόλεμο. Απαγγελίες ποιημάτων, και μάλιστα ραψωδιών από τα ομηρικά έπη, συναυλίες, χοροί, αθλητικοί και μουσικοί αγώνες και κάθε είδους εορταστικοί πανηγυρισμοί εντάχθηκαν τελικά στο πρόγραμμα των παναθηναϊκών εκδηλώσεων. Βέβαια, κάθε χρόνο η πολιούχος θεά λάμβανε τις πατροπαράδοτες τιμές με μικρότερη, αποκλειστικά τοπική, εμβέλεια.
Παράλληλα με τους μεγάλους ολύμπιους θεούς, ο Πεισίστρατος έστρεψε την προσοχή του και στον παραμελημένο αλλά πολύ αγαπητό στον αγροτικό πληθυσμό θεό του κρασιού και της μέθης, τον Διόνυσο, και μετέφερε το ξόανό του από τις αρχικά βοιωτικές Ελευθερές εγκαινιάζοντας ειδικό ιερό προς τιμήν του στις νοτιοανατολικές παρυφές της Ακρόπολης. Με το ίδιο σκεπτικό ενθάρρυνε τα λαϊκά διονυσικά δρώμενα και τις αγροτικές λατρείες και ίδρυσε τη μεγάλη γιορτή του Διονύσου στην Αθήνα, τα μεγάλα ή ἐν ἄστει Διονύσια. Το χαρακτηριστικότερο αθηναϊκό επίτευγμα στον χώρο του πολιτισμού, η τραγωδία, έλκει την απώτερη καταγωγή της από εκείνα τα χρόνια της τυραννίας. Ο Θέσπις, ο θρυλούμενος πρώτος τραγωδοποιός, λέγεται ότι έδρασε κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, και οι τραγωδίες του πρέπει να πρωτοπαρουσιάστηκαν σε διονυσιακές εορτές. Τότε επίσης καταγράφηκαν, κατά τη μαρτυρία των αρχαίων, τα ομηρικά έπη, και τότε μάλλον έγινε η πρώτη συλλογή των ορφικών ποιημάτων και χρησμών από τον Ονομάκριτο. Ακόμη και αν οι μαρτυρίες αυτές δεν είναι εντελώς αξιόπιστες, φανερώνουν το ενδιαφέρον που έδειξαν ο Πεισίστρατος και οι γιοι του για τον πολιτισμό ως υπόθεση της πόλης.
Ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης, που ασκούσε την εξουσία του την ίδια εποχή, ενδιαφέρθηκε και αυτός για έργα πολιτισμού που μπορούσαν να δώσουν κύρος στην πόλη και να αυξήσουν την υπερηφάνεια του λαού της. Ορισμένα τεχνικά επιτεύγματα που εφαρμόστηκαν στο νησί του είναι αξιοθαύμαστα ακόμη και με τα σημερινά κριτήρια. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση αποτελεί το Ευπαλίνειο Όρυγμα. Για να βελτιώσει την ύδρευση της πόλης, ο τύραννος κάλεσε έναν διάσημο μηχανικό από τα Μέγαρα, τον Ευπαλίνο, και του ζήτησε να σκάψει το βουνό και να μεταφέρει νερό από το ένα σημείο του νησιού στο άλλο. Ο Ευπαλίνος τα κατάφερε περίφημα: το εντυπωσιακό όρυγμα που κατασκεύασε έχει μήκος πάνω από ένα χιλιόμετρο, και ο ενδιαφερόμενος περιηγητής μπορεί να το επισκεφθεί και να το θαυμάσει ακόμη και σήμερα.
Ένας άλλος μηχανικός κατασκεύασε τεχνητό μόλο μήκους 350 μέτρων για την προστασία των καραβιών από τους ξαφνικούς θυμούς του Ποσειδώνα. Το έργο όμως για το οποίο υπήρξε ξακουστή η Σάμος, το περίφημο Ηραίον, σχεδιάστηκε από ντόπιο αρχιτέκτονα, τον Ροίκο, και αποτελεί ένα εξαιρετικό και πρωτοποριακό δείγμα αρχιτεκτονικής. Η πανάρχαιη Μεγάλη Θεά της Σάμου, που ταυτίστηκε στους ιστορικούς χρόνους με τη σύζυγο του Ολύμπιου Δία, έλαβε γενναίο μερίδιο από τις πιο εξελιγμένες τεχνικές κατακτήσεις της εποχής. Ο νέος ναός της ήταν ένας από τους μεγαλύτερους που κατασκευάστηκαν στην αρχαία Ελλάδα.
Η κατάσταση ήταν αρκετά διαφορετική στην πελοποννησιακή Σικυώνα. Η τυραννία εκεί ήταν, εξάλλου, προγενέστερη. Ο Κλεισθένης υπήρξε γιος ενός από τους πρώτους τυράννους στην Ελλάδα. Ο ίδιος πήρε την εξουσία από τον πατέρα του περίπου το 600. Η λαϊκή στήριξη που είχε βασιζόταν σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Αργείων. Στην προσπάθειά του να ανακόψει την επεκτατική πολιτική του Άργους στην Πελοπόννησο, ο Κλεισθένης, αντιλαμβανόμενος τη σπουδαιότητα που έχει η ποίηση στη διαμόρφωση των πεποιθήσεων του λαού, απαγόρευσε σε ραψωδούς να απαγγέλλουν τα ομηρικά έπη στην πόλη του. Όπως σωστά υποστήριξε, ο Όμηρος υμνεί πάρα πολύ το Άργος και τους Αργείους. Φυσικά, στην Ιλιάδα ο όρος αναφέρεται συλλογικά σε όλους τους συμμάχους που εκστράτευσαν από την Ελλάδα εναντίον των Τρώων. Υποδηλώνει όμως σαφώς και την πολεμική υπεροχή της πόλης του Άργους. Ο αρχηγός της εκστρατείας Αγαμέμνων προερχόταν από εκεί. Με τέτοια αδιάψευστα πειστήρια που έφεραν τη σφραγίδα της αυθεντίας του Ομήρου, πώς θα μπορούσε κανείς να αντιταχθεί στις αξιώσεις των νεότερων Αργείων να έχουν τον πρώτο λόγο; Η λογοκρισία κρίθηκε απαραίτητη.
Πολιτικές σκοπιμότητες εξυπηρετούσε και μια άλλη αλλαγή που επέφερε ο Κλεισθένης - στον χώρο της θρησκείας αυτή τη φορά. Ο Άδραστος ήταν ένα επιχώριος ήρωας που είχε το ιερό του στην αγορά των Σικυωνίων και λατρευόταν με ιδιαίτερες τιμές. Η παράδοση όμως ήθελε τον Άδραστο να κατάγεται από το Άργος. Μέσα στο ίδιο το κέντρο της πόλης που διοικούσε ο Κλεισθένης έβλεπε τον εχθρό με τη μορφή ενός ήρωα του παρελθόντος. Έπρεπε να τον εξορίσει. Έστειλε αντιπροσώπους στους Δελφούς για να πάρει τη συγκατάνευση του θεού και να προχωρήσει στην κατάργηση της λατρείας. Η Πυθία όμως απάντησε ότι ο Άδραστος είναι ο πραγματικός βασιλιάς των Σικυωνίων και ο Κλεισθένης δεν ήταν παρά «πετροβολητής» του, κάποιος που θέλησε να σφετεριστεί την εξουσία του. Ο Κλεισθένης έπρεπε τώρα να βρει νέο τέχνασμα για να ευοδωθούν τα πολιτικά του σχέδια. Σκέφτηκε, λοιπόν, να εισαγάγει από τη Θήβα τη λατρεία ενός άλλου ήρωα που βρισκόταν, κατά τον μύθο, σε εχθρική σχέση με τον Άδραστο. Οι Θηβαίοι συμφώνησαν να του δανείσουν τη λατρεία του Μελάνιππου.
Με την εισαγωγή της νέας λατρείας στη Σικυώνα, ο Κλεισθένης φρόντισε να εγκαταστήσει τον Μελάνιππο στο πρυτανείο της πόλεως και να δημιουργήσει εκεί το τέμενός του. Παράλληλα ενθάρρυνε τη λατρεία με πολυτελείς θυσίες και εορτές. Πίστευε ότι ο νέος ήρωας θα εξόριζε τον μισητό εχθρό του. Ο Άδραστος, όμως, και τα ηρωικά του παθήματα λατρεύονταν με τρόπο που θύμιζε τις διονυσιακές εορτές και είχαν βαθύ λαϊκό έρεισμα. Ο Κλεισθένης αποφάσισε να αντικαταστήσει την οργιαστική λατρεία του Αδράστου με αυτή του Διονύσου, να εγκαταστήσει χορούς (που σε πολλούς μεταγενέστερους θα θύμιζαν τους τραγικούς χορούς της Αθήνας) και να απευθύνει τις παλαιές θυσίες που δεχόταν ο Άδραστος στον Μελάνιππο. Με τη συνδυαστική εισαγωγή δύο μυθικών Θηβαίων, του Μελάνιππου και του Διονύσου, ο Αργείος Άδραστος έχασε τη δύναμή του.
Το πολίτευμά μας αποκαλείται δημοκρατία
Η ανατροπή των τυράννων και η απώθηση των Σπαρτιατών άφησαν την Αθήνα ελεύθερη με ηγέτη τον Αλκμεωνίδη Κλεισθένη. (Η οικογένειά του είχε πάρει το όνομά της από τον παππού του Αλκμέωνα, που διακρίθηκε σε πολεμικές επιχειρήσεις της πόλης και συναναστράφηκε με τον Λυδό βασιλιά Κροίσο.) Ο πατέρας του ο Μεγακλής παντρεύτηκε την κόρη του τυράννου της Σικυώνας Κλεισθένη και έδωσε το όνομά του στον γιο του. Μετά την εκδίωξη του Ιππία και την ήττα των Σπαρτιατών ο Κλεισθένης επέστρεψε θριαμβευτικά από την εξορία και πρωτοστάτησε το 507 στη θεμελίωση της δημοκρατίας.
Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό των νέων πολιτικών μεταρρυθμίσεων ήταν ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκαν. Ο Κλεισθένης είχε ήδη διατελέσει άρχων και δεν μπορούσε να αναλάβει για δεύτερη φορά σημαντικό δημόσιο αξίωμα. Ούτε άλλωστε απέκτησε κάποια έκτακτη εξουσία. Για να επιφέρει αλλαγές στο πολίτευμα όφειλε να πείθει σε κάθε στάδιο τους συμπολίτες του. Τις προτάσεις του τις επεξεργαζόταν πρώτα η Βουλή των Τετρακοσίων και στη συνέχεια τις ενέκρινε με πλειοψηφία η Εκκλησία του Δήμου - όπως λειτουργούσε μετά τον Σόλωνα, με τη συμμετοχή όλων των πολιτών, ακόμη και των άκληρων θητών. Έτσι, η δημοκρατία θεσμοθετήθηκε στην Αθήνα με απόλυτα δημοκρατικές διαδικασίες. Μολονότι εμπνευστής των αλλαγών, ο Κλεισθένης παρέμεινε στη σκιά των εξελίξεων, ουδέποτε ανέλαβε ξανά δημόσιο αξίωμα και χάθηκε από την ιστορία χωρίς να αφήσει άλλα ίχνη.
Βάση των μεταρρυθμίσεων ήταν οι 140 (όπως υπολογίζουν οι μελετητές) δήμοι της Αττικής και οι δέκα νέες φυλές που αντικατέστησαν τις τέσσερις παλαιές. Με την ενηλικίωσή τους οι πολίτες γράφονταν πλέον στους καταλόγους των δήμων (το ληξιαρχικόν γραμματεῖον) και ασκούσαν στις συνελεύσεις τους πολλά από τα πολιτικά τους δικαιώματα. Από διάφορες απόψεις οι δήμοι ήταν το σχολείο της δημοκρατίας. Στο εξής οι πολίτες αποκαλούνταν με το όνομα, το πατρώνυμο και τον δήμο τους, όχι πλέον το γένος τους, ακόμη και όταν ήταν ευγενείς. Ο όρος δημοκρατία, εκτός από εξουσία του δήμου, δηλαδή των πολιτών, δήλωνε και την εξουσία των δήμων, δηλαδή των διοικητικών μονάδων στις οποίες ήταν ενταγμένοι οι πολίτες.
Οι φυλές συγκροτούνταν από τη συνένωση δήμων αλλά με έναν σύνθετο τρόπο. Η Αττική χωρίστηκε σε τρεις μεγάλες περιφέρειες, το Άστυ, την Παραλία και τη Μεσογαία. Κάθε φυλή περιλάμβανε τρεις ομάδες δήμων, που ονομάστηκαν τριττύες, μία από κάθε περιφέρεια. Στη νέα Βουλή των Πεντακοσίων, που αντικατέστησε την παλαιά των Τετρακοσίων, συμμετείχαν πενήντα βουλευτές από κάθε φυλή.
Η οργάνωση αυτή μοιάζει περίπλοκη, αλλά υπηρετούσε μια απλή και πρακτική ανάγκη. Αντί να εγγράφονται στις παλαιές φατρίας, που ήταν διάσπαρτες σε όλη την πόλη, οι πολίτες εγγράφονταν πλέον σε τοπικές ενώσεις, όπου καθένας γνώριζε και μπορούσε να ελέγξει τον άλλο. Στους δήμους τους οι πολίτες εξέλεγαν τους βουλευτές που προβλέπονταν, ανάλογα με το μέγεθός τους, ώστε να συγκεντρωθούν οι πενήντα κάθε φυλής. Με παρόμοιο τρόπο εκλέγονταν και οι άλλοι αξιωματούχοι. Κατά δήμους πάλι συγκροτούνταν, σε καιρό πολέμου, οι στρατιωτικές μονάδες της πόλης. Εφόσον όμως οι δήμοι ήταν μοιρασμένοι στις δέκα φυλές, καθεμία από αυτές αποτελούσε μικρογραφία της πόλης.
Κύριο χαρακτηριστικό των φυλών ήταν ότι περιλάμβαναν πολίτες, βουλευτές, αξιωματούχους και πολεμιστές από όλες τις γεωγραφικές περιοχές, τις πλούσιες και τις φτωχές, τις αγροτικές και τις ναυτικές, τις ορεινές και τις πεδινές.
Όταν οι Αθηναίοι ψήφισαν για πρώτη φορά τον νέο αυτό τρόπο οργάνωσης, διαλύθηκαν ήσυχα, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, γράφτηκαν στους δήμους τους, εντάχθηκαν σε τριττῦας και φυλές και επέλεξαν πενήντα βουλευτές από κάθε φυλή. Η νέα Βουλή των Πεντακοσίων συγκροτήθηκε σε σώμα, συνήλθε και προετοίμασε, όπως όφειλε, τα θέματα που έπρεπε να συζητηθούν στην Εκκλησία του Δήμου. Οι πολίτες μαζεύτηκαν και πάλι στην Εκκλησία του Δήμου, συζήτησαν και ενέκριναν τις αλλαγές. Η δημοκρατία είχε βρει τον τρόπο να αυτορρυθμίζεται. Αυτό χρειάστηκε να επαναληφθεί αρκετές φορές τα επόμενα χρόνια.
Οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη περιλάμβαναν επίσης έναν εντελώς νέο θεσμό, που ονομαζόταν ὀστρακισμός. Σύμφωνα με αυτόν, μια φορά τον χρόνο οι Αθηναίοι καλούνταν να αποφασίσουν στην Εκκλησία του Δήμου, διά ανατάσεως της χειρός (διά ἐπιχειροτονίας, όπως έλεγαν) και χωρίς συζήτηση, εάν επιθυμούσαν να κινηθεί η σχετική διαδικασία. Σε περίπτωση που η πρόταση συγκέντρωνε την πλειοψηφία, οι Αθηναίοι μπορούσαν να εξορίσουν από την πόλη έναν ανεπιθύμητο συμπολίτη τους. Για τον σκοπό αυτό συνέρχονταν και πάλι στην αγορά, όπου κάθε πολίτης έγραφε, εφόσον το επιθυμούσε, ένα όνομα επάνω σε ὄστρακον, δηλαδή σε θραύσμα αγγείου. Στη συνέχεια γινόταν μια πρώτη καταμέτρηση των οστράκων. Εάν ήταν λιγότερα από 6.000, η διαδικασία δεν ολοκληρωνόταν και κανείς δεν εξοριζόταν. Εάν ήταν περισσότερα, γινόταν καταμέτρηση των ονομάτων που ήταν γραμμένα σε αυτά. Ο πολίτης του οποίου το όνομα είχε καταγραφεί τις περισσότερες φορές ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την πόλη για δέκα χρόνια.
Μέσα στους δύο περίπου αιώνες που λειτούργησε η αθηναϊκή δημοκρατία εξορίστηκαν εννέα πολιτικοί -ίσως και κάποιοι ακόμη για τους οποίους δεν έχουν σωθεί ασφαλείς πληροφορίες- όλοι από το 487 έως το 417. Από τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε ο θεσμός προκύπτει και ο σκοπός του. Η δημοκρατία είχε τη δυνατότητα να απομακρύνει από τον δημόσιο βίο τον πολιτικό που μπορούσε να σταθεί σοβαρό εμπόδιο στις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Αυτό θεωρήθηκε αναγκαίο για να αποφευχθούν οι έκρυθμες καταστάσεις σε στιγμές μεγάλης πολιτικής έντασης.
Ο οστρακισμός ήταν, κατά κάποιο τρόπο, η απάντηση της δημοκρατίας σε μια ευρύτατα διαδεδομένη πρακτική. Σε όλα τα προηγούμενα καθεστώτα, τα αριστοκρατικά και τα τυραννικά, αυτοί που κατείχαν την εξουσία φόνευαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, τους εξόριζαν και ιδιοποιούνταν τις περιουσίες τους με τη μεγαλύτερη ευκολία. Ο Ισαγόρας, για παράδειγμα, εξόρισε από την Αθήνα, με τη βοήθεια των Σπαρτιατών, όχι μόνο τον Κλεισθένη αλλά και 700 οικογένειες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Με τον οστρακισμό η διαδικασία ήταν αυστηρά ελεγχόμενη και επέτρεπε την απομάκρυνση ενός μόνο πολίτη τον χρόνο. Ο πολίτης αυτός δεν έχανε ούτε την περιουσία ούτε τα πολιτικά του δικαιώματα, τα οποία μπορούσε να ασκήσει και πάλι ύστερα από δέκα χρόνια ή και νωρίτερα, εάν τον ανακαλούσε ο δήμος. Αλλά και η οικογένειά του δεν υφίστατο καμία βλάβη.
Οι Αθηναίοι, μάλιστα, αξιοποίησαν τη δυνατότητα που είχαν με μεγάλη σύνεση. Πρώτη φορά ενεργοποίησαν τον θεσμό είκοσι χρόνια μετά την καθιέρωσή του, στις έκρυθμες συνθήκες των Περσικών Πολέμων. Πρόθεσή τους δεν ήταν να αυθαιρετούν, αλλά να τερματίσουν, όσο ήταν δυνατόν, την αυθαιρεσία. Όταν κατάλαβαν ότι μπορούσε να γίνει κατάχρηση του θεσμού δεν τον ξαναχρησιμοποίησαν. Μαρτυρίες για οστρακισμούς υπάρχουν και από άλλες πόλεις: το Άργος, τα Μέγαρα, τη Μίλητο και, με την ονομασία πεταλισμός, τις Συρακούσες (όπου αντί για όστρακα χρησιμοποιούσαν φύλλα ελιάς, και αντί για δέκα χρόνια εξόριζαν τους επικίνδυνους πολιτικούς για πέντε).
Έξι χρόνια μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη η αθηναϊκή δημοκρατία απέκτησε επίσης δέκα στρατηγούς που εκλέγονταν για έναν χρόνο. Μόνοι αυτοί από τους άρχοντες μπορούσαν να επανεκλέγονται συνεχώς, χωρίς περιορισμούς. Στην αρχή διοικούσαν τον στρατό μαζί με τον πολέμαρχο, αλλά στη συνέχεια ανέλαβαν τη συνολική ευθύνη για τις στρατιωτικές υποθέσεις. Καθώς ο πόλεμος ήταν σχεδόν ενδημικός στον ελληνικό κόσμο, οι στρατηγοί έγιναν στην πραγματικότητα οι σημαντικότεροι πολιτικοί ηγέτες της δημοκρατίας.
Η αθηναϊκή δημοκρατία συνέχισε να αυτορρυθμίζεται τα επόμενα χρόνια. Η δημιουργία ισχυρού στόλου, με τον οποίο οι Αθηναίοι κυριάρχησαν στις θάλασσες, ανέδειξε τη σημασία και την αξία της τάξης των θητών, που κωπηλατούσαν στα πολεμικά πλοία. Η δημοκρατία είχε άλλωστε ανάγκη όλο και περισσότερους πολίτες ικανούς και πρόθυμους να διεκπεραιώσουν τις υποθέσεις της.
Οι σημαντικότερες αλλαγές ήταν τέσσερις: Το 487 αποφασίστηκε να γίνεται η επιλογή των εννέα αρχόντων με κλήρωση. Οι πρόσφατες πολεμικές εμπειρίες έπεισαν τους Αθηναίους ότι η εξουσία των στρατηγών δεν θα έπρεπε να τίθεται σε αμφισβήτηση από κανέναν άλλο αιρετό αξιωματούχο. Οι άρχοντες ήταν ασφαλώς ένας πατροπαράδοτος θεσμός που δεν ήταν εύκολο να καταργηθεί· μπορούσε όμως να χάσει τη σημασία του και να καταστεί υπόθεση ρουτίνας, την οποία ήταν άξιοι να αναλάβουν (σχεδόν) όλοι οι πολίτες των δύο ανώτερων τάξεων.
Το 461 περιορίστηκαν δραστικά οι αρμοδιότητες του Αρείου Πάγου. Τα όργανα της δημοκρατίας, η Βουλή των Πεντακοσίων, η Εκκλησία του Δήμου και τα δικαστήρια ήταν πλέον σε θέση να αναλάβουν όλες τις σημαντικές υποθέσεις της πόλης. Στην αρχαία Βουλή του Αρείου Πάγου απέμεινε έτσι μόνο μία βασική αρμοδιότητα, η εκδίκαση ανθρωποκτονιών όταν το θύμα ήταν Αθηναίος πολίτης. Ο Εφιάλτης, που ήταν εισηγητής της ριζοσπαστικής αυτής μεταρρύθμισης, είχε την υποστήριξη του δήμου και εξουδετέρωσε τις αντιδράσεις των συντηρητικών κύκλων της πόλης. Έπεσε όμως θύμα μιας από τις ελάχιστες πολιτικές δολοφονίες στην Αθήνα.
Το 457 αποφασίστηκε ότι στην κλήρωση από την οποία επιλέγονταν οι εννέα άρχοντες μπορούσαν να μετέχουν και οι ζευγίτες. Με την πολεμική τους ανδρεία ως οπλίτες είχαν κατακτήσει και αυτοί το δικαίωμα να διεκδικούν ένα αξίωμα που δεν συνοδευόταν άλλωστε από πραγματική εξουσία, αλλά προσέδιδε τιμή σε αυτόν που το κατείχε.
Λίγο αργότερα έγινε και η τελευταία μεγάλη αλλαγή στο πολίτευμα, όταν κρίθηκε σκόπιμο να λαμβάνουν μισθό οι πολίτες που κληρώνονταν δικαστές, βουλευτές ή σε άλλα αξιώματα. Από τον 4ο αιώνα μισθό έπαιρναν και όσοι εμφανίζονταν στην Εκκλησία του Δήμου. Τα όργανα της δημοκρατίας συνεδρίαζαν πλέον τακτικά, και η συμμετοχή των φτωχότερων πολιτών σε αυτά γινόταν προβληματική. Ο μισθός δεν ήταν μεγάλος, αλλά επέτρεπε στους πάντες να δραστηριοποιούνται, χωρίς να ανησυχούν για την καθημερινή τους επιβίωση. Εισηγητής του νόμου ήταν ο Περικλής, εγγονός του Κλεισθένη από τη μητέρα του. Είχε ξεκινήσει την πολιτική του σταδιοδρομία ως συνεργάτης του Εφιάλτη και, μετά τη δολοφονία του τελευταίου, κυριάρχησε στην Αθήνα για 32 χρόνια. Εξελέγη στρατηγός περισσότερες από 20 φορές.
Τα βασικότερα όργανα της δημοκρατίας ήταν η Εκκλησία του Δήμου, όπου λαμβάνονταν όλες οι σημαντικές πολιτικές αποφάσεις, και το δικαστήριο, όπου εκδικάζονταν όλες οι σημαντικές δικαστικές υποθέσεις. Τον έλεγχο και των δύο οργάνων είχε χωρίς διάκριση ο αθηναϊκός δήμος, δηλαδή το σύνολο των πολιτών. Στην Εκκλησία δικαίωμα συμμετοχής, παρέμβασης, υποβολής προτάσεων και ψήφου είχαν όλοι οι ενήλικοι Αθηναίοι πολίτες· στο δικαστήριο είχαν δικαίωμα συμμετοχής μετά τη συμπλήρωση του τριακοστού έτους της ηλικίας τους. Τα όργανα αυτά υπήρχαν ήδη από την εποχή του Σόλωνα, αλλά με τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη η Εκκλησία συνερχόταν πλέον τακτικά και όχι ευκαιριακά, ενώ το δικαστήριο έκρινε τις περισσότερες υποθέσεις εξαρχής, χωρίς να έχει προηγηθεί έφεση.
Τα δύο βασικά όργανα της δημοκρατίας έπρεπε να είναι ταυτοχρόνως αντιπροσωπευτικά και αποτελεσματικά, έπρεπε δηλαδή να λαμβάνουν γρήγορα αποφάσεις και οι αποφάσεις αυτές να εκφράζουν τη βούληση των περισσότερων πολιτών. Τη λύση έδινε ο αριθμός 6.000, δηλαδή το ένα πέμπτο των πολιτών την εποχή του Κλεισθένη. Εκτός από τον οστρακισμό, ο ίδιος αριθμός πολιτών έπρεπε να συμμετέχει στην Εκκλησία για να είναι έγκυρες διάφορες σημαντικές αποφάσεις, όπως η απονομή πολιτικών δικαιωμάτων σε ξένους. Οι αρχαιολογικές έρευνες επιβεβαιώνουν άλλωστε ότι αυτή ήταν η χωρητικότητα της Πνύκας, όπου συγκεντρωνόταν η Εκκλησία. Η πληρότητά της βεβαίωνε ότι ο απαραίτητος αριθμός είχε συγκεντρωθεί. 6.000 πολίτες κληρώνονταν κάθε χρόνο και για να επανδρώσουν το δικαστικό σώμα, από το οποίο, πάλι με κλήρωση, επιλέγονταν κάθε μέρα τα μέλη των διαφόρων τμημάτων του που καλούνταν να εκδικάσουν τις τρέχουσες υποθέσεις.
Στην Εκκλησία, που συνερχόταν σαράντα ή και περισσότερες φορές τον χρόνο, οι αποφάσεις λαμβάνονταν συνήθως με ανάταση της χειρός, σπάνια με καταμέτρηση βότσαλων (ψήφων). Οι συνεδριάσεις κρατούσαν συνήθως από την ανατολή του ήλιου έως το μεσημέρι, επιτρέποντας σε αυτούς που κατοικούσαν μακριά από το κέντρο να επιστρέψουν στις εργασίες και τις κατοικίες τους εγκαίρως. Τα δικαστήρια αποφάσιζαν επιτόπου, μόλις οι αντίδικοι ολοκλήρωναν τις αγορεύσεις τους, πάντα με καταμέτρηση ψήφων και χωρίς να προηγηθεί καμία συζήτηση. Οι αποφάσεις τους ήταν τελεσίδικες.
Κανένα θέμα δεν μπορούσε να εισαχθεί στην Εκκλησία για συζήτηση χωρίς να έχει πρώτα υποστεί επεξεργασία και κωδικοποίηση (προβούλευσιν) στη Βουλή των Πεντακοσίων. Αυτή ήταν ίσως μια από τις σημαντικότερες καινοτομίες της δημοκρατίας. Η Εκκλησία έπαιρνε τις τελικές αποφάσεις με ταχύτητα και αυτοπεποίθηση, επειδή όλη η προεργασία είχε γίνει σε ένα σχετικά μικρό αλλά τελείως αντιπροσωπευτικό σώμα. Η Βουλή είχε επίσης διάφορες άλλες αρμοδιότητες, οικονομικές και διπλωματικές. Για να διεκπεραιώσει τις εργασίες της, πάντως, δεν χρειαζόταν να συνέρχεται συχνά σε ολομέλεια. Οι πενήντα βουλευτές που κληρώνονταν από κάθε φυλή ονομάζονταν πρυτάνεις και αναλάμβαναν τις περισσότερες υποθέσεις του σώματος για το ένα δέκατο του έτους. Κανένας Αθηναίος δεν επιτρεπόταν να διατελέσει βουλευτής περισσότερες από δύο φορές στη ζωή του, και αυτές όχι συνεχόμενες.
Εκτός από τους εννέα άρχοντες και τους δέκα στρατηγούς, διάφορες αρμοδιότητες αναλάμβαναν και άλλοι, κατώτεροι αξιωματούχοι, που ονομάζονταν επίσης άρχοντες. Τα καθήκοντά τους ήταν στρατιωτικά, δικαστικά, θρησκευτικά, αγορανομικά, δημόσιας τάξης, καθαριότητας και επίβλεψης δημόσιων έργων. Σχεδόν όλοι κληρώνονταν και είχαν θητεία για έναν χρόνο. Στο τέλος της θητείας τους όλοι οι άρχοντες, μικροί και μεγάλοι, έδιναν λόγο για τα πεπραγμένα τους (εὔθυναι). Ως στοιχειώδες σώμα καταστολής και αστυνόμευσης της πόλης λειτουργούσε μια ομάδα από 300 Σκύθες δούλους που αποκαλούνταν ῥαβδοῦχοι, και των οποίων οι δικαιοδοσίες ήταν εξαιρετικά περιορισμένες.
Η πρώτη μεγάλη δοκιμασία της αθηναϊκής δημοκρατίας προέκυψε ήδη από τη στιγμή που δημιουργήθηκε, όταν κλήθηκε να αποκρούσει τους Σπαρτιάτες. Η δεύτερη μεγάλη δοκιμασία ήρθε με την απόβαση των Περσών στον Μαραθώνα, όταν ήταν μόλις 17 ετών. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα βεβαίωσε τους περισσότερους Αθηναίους ότι η δημοκρατία ήταν το πολίτευμα που τους ταίριαζε καλύτερα.
Οι Αθηναίοι ισχυρίζονταν ότι το πολίτευμά τους ήταν το μεγάλο παράδειγμα της δημοκρατίας. Στην καθιέρωσή του απέβλεπαν οι πολίτες πολλών άλλων πόλεων, ιδίως οι άποροι ή οι λιγότερο εύποροι. Μάλιστα, παρά την αποφασιστική συμβολή του Κλεισθένη και του Εφιάλτη στην ολοκληρωμένη του οργάνωση, πολλοί υποστήριζαν ότι πραγματικός θεμελιωτής της δημοκρατίας ήταν ήδη ο Σόλων. Υπάρχουν, πάντως, σοβαρές ενδείξεις που δίνουν την εντύπωση ότι άλλες πόλεις είχαν ήδη κάνει αποφασιστικά βήματα προς τη δημοκρατία πριν από τον Κλεισθένη.
Σύμφωνα με επιγραφική μαρτυρία, η Χίος διέθετε Βουλή και Εκκλησία ήδη πριν από το 550 - μολονότι δεν διατηρήθηκαν για μεγάλο διάστημα. Την ίδια περίπου εποχή η Κυρήνη υπέστη μια συντριπτική ήττα από τους Λίβυες. Αντιμετωπίζοντας σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, οι Κυρηναίοι ζήτησαν τη συμβουλή του μαντείου των Δελφών. Η πρώτη μεταρρύθμιση του νομοθέτη που προσκάλεσαν, σύμφωνα με την απόκριση της Πυθίας, ήταν η αναδιάρθρωση των φυλών, ώστε να αναμειχθούν οι πολίτες μεταξύ τους. Στις νέες φυλές θεμελιώθηκε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, αφήνοντας στον βασιλιά μόνο ιερατικά καθήκοντα.
Κρίνοντας από το αθηναϊκό πολίτευμα, το μόνο για το οποίο υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες, συμπεραίνουμε ότι πέντε ήταν οι βασικές αρχές μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης: Πρώτον, όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονταν με την αρχή της πλειοψηφίας. Δεύτερον, δικαίωμα ψήφου είχαν όλοι οι (άρρενες) πολίτες, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση. Τρίτον, οι αποφάσεις λαμβάνονταν σε συνελεύσεις των πολιτών, ύστερα από επεξεργασία στη Βουλή. Τέταρτον, όλοι όσοι αναλάμβαναν αξιώματα λογοδοτούσαν μετά το τέλος της θητείας τους, που συνήθως διαρκούσε έναν χρόνο. Πέμπτον, ενώ για τα στρατιωτικά και ορισμένα οικονομικά αξιώματα οι άρχοντες εκλέγονταν, για όλα τα υπόλοιπα κληρώνονταν.
Το άριστο πολίτευμα
Μετά την εμπειρία της τυραννίας, στον ελληνικό κόσμο άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση γύρω από το άριστο πολίτευμα. Οι περισσότεροι Έλληνες συμφωνούσαν ότι δεν επιθυμούσαν να τους διοικεί ένας άνθρωπος, είτε αυτός ονομαζόταν τύραννος είτε βασιλιάς. Προτιμούσαν την ἰσονομίαν, την ἰσοκρατίαν και την ἰσηγορίαν. Με τους όρους αυτούς εννοούσαν την ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου, τη δυνατότητά τους να μετέχουν στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων και την ελευθερία να εκφράζονται δημοσίως, ιδίως σε θέματα πολιτικής. Εκτός από ισηγορία θα έπρεπε βεβαίως να υπάρχει και παρρησία, δηλαδή το θάρρος για τη διατύπωση μιας γνώμης. Δεν ήταν όμως όλοι οι Έλληνες σύμφωνοι εάν τα δικαιώματα αυτά θα έπρεπε να τα έχει το σύνολο των ελεύθερων κατοίκων μιας πόλης ή μόνο μια μερίδα τους.
Για τους ξένους, περαστικούς ή μέτοικους, δεν γινόταν λόγος. Κανείς επίσης δεν έθεσε θέμα συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική ζωή των πόλεων (ούτε άλλωστε σε άλλες κοινωνίες έως τον 20ό αιώνα). Επικρατούσε η πεποίθηση ότι οι γυναίκες (δηλαδή οι γυναίκες των πολιτών) έχουν φτιαχτεί για τον προστατευμένο και κλειστό χώρο του σπιτιού, όχι για δημόσιες αντιπαραθέσεις στην υπαίθρια αγορά. Όπως γινόταν άλλωστε δεκτό, οι άρρενες εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα όλης της οικογένειας, όχι μόνο τα ατομικά τους. Το κυριότερο πρόβλημα ήταν βεβαίως ότι οι γυναίκες δεν στρατεύονταν, και οι σημαντικότερες πολιτικές αποφάσεις σχετίζονταν με τον πόλεμο. Το μόνο ουσιαστικό ζήτημα που μπορούσε να τεθεί ήταν εάν θα είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα όλοι οι πολίτες ή μόνο οι εύποροι, δηλαδή πρακτικά οι αγρότες που στρατεύονταν ως οπλίτες με τον δικό τους οπλισμό (οἱ τὰ ὅπλα παρεχόμενοι). Σε ακραίες περιπτώσεις, εύποροι θεωρούνταν όσοι ανήκαν στα ανώτερα στρώματα ή, ενδεχομένως, μόνο οι ιππείς.
Τα πολιτεύματα που έδιναν πολιτικά δικαιώματα σε ολόκληρο τον δήμο, ακόμη και στους άπορους, όπως ήταν οι θήτες στην Αθήνα (οι οποίοι στρατεύονταν με ελαφρύ οπλισμό ως ψιλοί ή ως ναύτες για να κωπηλατούν τα πολεμικά πλοία) ονομάζονταν δημοκρατίες. Τα πολιτεύματα που έδιναν πολιτικά δικαιώματα μόνο στους εύπορους ονομάζονταν ολιγαρχίες, επειδή οι εύποροι ήταν πάντα λίγοι. Δημοκρατία ήταν κατεξοχήν το πολίτευμα των πολλών, όχι γιατί απαγορευόταν η συμμετοχή των λίγων σε αυτό, αλλά γιατί η πολιτική δύναμή τους περιοριζόταν αποφασιστικά από την αριθμητική υπεροχή του πλήθους. Για να επηρεάσουν τα πολιτικά πράγματα της πόλης, οι εύποροι ευγενείς έπρεπε να πάρουν με το μέρος τους σημαντική μερίδα του δήμου.
Μια ωραία συζήτηση γύρω από το άριστο πολίτευμα καταγράφει ο Ηρόδοτος. Μολονότι τη φαντάζεται να διεξάγεται στην Περσία ανάμεσα σε συνωμότες που είχαν ανατρέψει τον βασιλιά, σε όλες τις λεπτομέρειές της είναι καθαρά ελληνική. Προκύπτει έτσι ότι αρετή της δημοκρατίας ήταν η κλήρωση των αρχόντων, η λογοδοσία τους και η δημόσια διαβούλευση για τη λήψη όλων των αποφάσεων. Το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημά της ήταν ο σημαντικός περιορισμός της αυθαιρεσίας των αρχόντων. Το μειονέκτημά της ήταν η αμάθεια και η αλαζονεία του πλήθους: διαθέτοντας εξουσία αλλά όχι σύνεση, οι μάζες μπορούσαν εύκολα να εξαχρειωθούν. Αρετή της ολιγαρχίας ήταν η δυνατότητα να εκχωρηθεί η εξουσία στους ἀρίστους, δηλαδή στους «καλύτερους» πολίτες, αυτούς που λόγω της οικογενειακής τους παράδοσης και της υψηλής τους μόρφωσης διέθεταν τα κατάλληλα εφόδια. Το μειονέκτημά της ήταν οι έχθρες που δημιουργούνταν μεταξύ των ολίγων και η επιθυμία καθενός να ηγηθεί και να επιβάλει τη γνώμη του.
Οι Πέρσες συνωμότες επέλεξαν τη μοναρχία. Αυτή θεώρησαν ως το καλύτερο πολίτευμα. Ο άριστος μονάρχης μπορούσε και το πλήθος να φροντίζει και τα μυστικά της πόλης να διαφυλάττει. Το πρόβλημα ήταν βέβαια ότι ο μονάρχης ήταν ανεξέλεγκτος. Ακόμη και ένας άριστος άνθρωπος μπορούσε γρήγορα να μεταβληθεί σε υπερόπτη και φθονερό. Οι τύραννοι ανέτρεπαν τα πατροπαράδοτα έθιμα, βίαζαν γυναίκες και σκότωναν ανθρώπους χωρίς δίκη. Αλλά οι Πέρσες, σύμφωνα με τη φανταστική διήγηση του Ηροδότου, ήταν διατεθειμένοι να πάρουν αυτό το ρίσκο.
Τον 4ο αιώνα ο Πλάτων οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως, αν οι άρχοντες δεν φιλοσοφήσουν, δηλαδή δεν αποκτήσουν πραγματική γνώση, ή αν οι φιλόσοφοι δεν ασκήσουν, από κάποια απρόβλεπτη εύνοια της τύχης, την εξουσία, δεν πρόκειται να υπάρξει βελτίωση στα πολιτικά πράγματα. Άλλοι πίστευαν ακόμη στη δύναμη της αθηναϊκής δημοκρατίας όχι μόνο να ανασυντάξει την πόλη τους, αλλά και να ηγηθεί σε ολόκληρο τον ελληνισμό - αρκεί να απέφευγε τις ακρότητες και να περιόριζε τις αυθαιρεσίες του δήμου.
Τρισευτυχισμένοι οι θνητοί που πάνε στον Άδη μυημένοι
Οι περισσότεροι Έλληνες δεν αναγνώριζαν μεταθανάτια ζωή. Σύμφωνα με τον Όμηρο, τη στιγμή του θανάτου μια μαύρη σκιά, πιστό αλλά άυλο αντίγραφο του σώματος, εξέρχεται από την ανοιχτή πληγή ή από το στόμα του νεκρού και κατεβαίνει στον Άδη για να μείνει παντοτινά εκεί, δίχως αισθήσεις και τυφλή σαν νυχτερίδα. Έχοντας χάσει την ικμάδα του σώματος, η ψυχή αυτή (που μπορούσε να εγκαταλείψει προσωρινά το σώμα και σε στιγμές λιποθυμίας) διψούσε για αίμα. Ποθούσε να ξαναζωντανέψει. Αλλά αυτό ήταν ανέφικτο. Όλοι οι νεκροί, ακόμη και οι άριστοι, ήταν αναίσθητοι, ολοκληρωτικά μουδιασμένοι και δυστυχείς. Ο κάτω κόσμος του Άδη, μέσα στα έγκατα της γης, ήταν ένας τόπος κρύος και σκοτεινός, όπου το ζωτικό φως του ήλιου δεν μπορούσε ποτέ να εισχωρήσει. Επιστροφή ή λύτρωση δεν υπήρχε. Ο Αχιλλέας, όταν βρέθηκε εκεί βασιλιάς των νεκρών, δήλωνε ότι θα αντάλλασσε ευχαρίστως τη σκιώδη αυτή κατάσταση με την πιο ασήμαντη ζωή ενός άγνωστου υπηρέτη πάνω στη γη.
Ωστόσο, μετά τον Όμηρο, και ιδίως κατά τον 6ο αιώνα, μια (ίσως παλαιά) πεποίθηση σχετικά με τη δυνατότητα αναγέννησης και μεταθανάτιας ευδαιμονίας άρχισε να ενδυναμώνεται. Το ακριβές μήνυμά της δεν είναι γνωστό. Οι προβλεπόμενες τελετές ήταν μυστικές, και οι μυούμενοι δένονταν με όρκο να μην αποκαλύψουν όσα άκουσαν, είδαν ή έκαναν κατά τη διάρκειά τους. Διακεκριμένοι ποιητές, όπως ο Θηβαίος Πίνδαρος και ο Αθηναίος Σοφοκλής, ύμνησαν τη δύναμη των μυστηρίων με λόγια θερμά· οι ίδιοι ήταν μύστες.
Η μυστηριακή πεποίθηση βασιζόταν στο θαύμα της αναγεννώμενης φύσης και στη γονιμοποιό δύναμη του θανάτου. Οι μυούμενοι δέχονταν τελετουργικά μια φώτιση που τους λύτρωνε από την κατάσταση της θνητότητας και τους έκανε ευτυχισμένους στην παρούσα ζωή και μακάριους στην άλλη. Οι σχετικές πηγές διατείνονται ότι οι μύστες μάθαιναν, εκτός από το αναπόφευκτο τέλος του βίου, επίσης τη διόσδοτην ἀρχήν του. Στα μυστήρια, και ειδικά σε αυτά της Ελευσίνας στην Αττική, για τα οποία είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι, γίνονται δεκτοί οι πάντες άσχετα από την κοινωνική θέση και την οικονομική τους δύναμη. Μοναδικές προϋποθέσεις ήταν να μην έχουν μιάνει τα χέρια τους με αίμα και να γνωρίζουν ελληνικά. Οι αλλόφωνοι και οι ανθρωποκτόνοι αποκλείονταν. (Φυσικά, ανθρωποκτόνοι δεν θεωρούνταν όσοι είχαν σκοτώσει σε επίσημο πόλεμο, αλλά ακόμη και η ακούσια θανάτωση κάποιου σε περίοδο ειρήνης λειτουργούσε περιοριστικά.)
Σε ορισμένες περιπτώσεις η μυστηριακή διδαχή συνδεόταν με την καλλιέργεια των δημητριακών, διακριτικό σημάδι της πολιτισμένης κοινωνίας κατά την ομόφωνη γνώμη των αρχαίων Ελλήνων. Σύμφωνα με τον ομηρικό ύμνο στη Δήμητρα (έργο του πρώιμου 6ου αιώνα), οι δύο μεγάλες δωρεές της θεάς στην πολιτισμένη ανθρωπότητα ήταν η γεωργία και τα μυστήρια. Όπως στην αγροτική παραγωγή οι εγγενείς δυνάμεις της φύσης τίθενται υπό τον έλεγχο του ανθρώπου που γνωρίζει πότε και πώς πρέπει να σπείρει και να θερίσει για να έχει τη μέγιστη σοδειά, έτσι και στα μυστήρια της Δήμητρας οι φυσικές δυνάμεις της γέννησης και του θανάτου χαλιναγωγούνταν προς όφελος των μυστών. Σε άλλες περιπτώσεις η μυστηριακή διδαχή περιλάμβανε την ιδέα της κάθαρσης από ένα αρχέγονο μίασμα που είχε καταστήσει τους ανθρώπους θνητούς. Λυτρωτής θεός ήταν τότε ο Διόνυσος-Βάκχος. Σε όλες τις περιπτώσεις, πάντως, η μυστηριακή διδαχή ήταν συμβολική.
Τα μυστήρια δεν πρόσφεραν λεκτική διδασκαλία. Κινητοποιούσαν αρχέγονες ψυχικές εικόνες και υπέβαλλαν τους μύστες σε τελετουργικές εμπειρίες ολοκλήρωσης του εαυτού και ενότητας με τον κόσμο. Με την έννοια αυτή, τα μυστήρια παρείχαν βιωματική γνώση. Το τελευταίο στάδιο μύησης -εκεί όπου, αν η ψυχή του μύστη ήταν κατάλληλα δεκτική, μπορούσε να συμβεί ολοκληρωτική αποκάλυψη του μυστηρίου της ζωής- ονομαζόταν ενίοτε ἐποπτεία (ξεκάθαρη θέαση).
Μυστήρια υπήρχαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ειδικά η υπανάπτυκτη περιοχή της Αρκαδίας είχε πολλές μυστηριακές τελετές. Αλλά τα Μυστήρια των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη, των Καβείρων στη Θήβα και, κυρίως, τα Ελευσίνια Μυστήρια της Δήμητρας και της Κόρης στην Αττική απέκτησαν πανελλήνια αίγλη. Εκτός από αυτά τα μυστηριακά κέντρα, υπήρχαν επίσης πολλοί περιπλανώμενοι ιερείς που επικαλούνταν την αυθεντία του Ορφέα και του γιου του Μουσαίου, εξάγνιζαν με θυσίες και μαγικές επωδές άτομα, οικογένειες και πόλεις ολόκληρες, καλούσαν τον Βάκχο, την Περσεφόνη και άλλες θεότητες του Άδη και μυούσαν, έναντι αμοιβής, τους ενδιαφερόμενους σε τελετές οι οποίες, κατά την άποψή τους, εξασφάλιζαν καλή τύχη τόσο πάνω στη γη όσο και στο επέκεινα. Ανάμεσα στους περιπλανώμενους ιερείς επικρατούσε έντονος ανταγωνισμός, όπως ήταν φυσικό για ανθρώπους που εμπορεύονταν το ίδιο αγαθό. Ορισμένοι βρίσκονταν σε αντιπαράθεση και με τους εκπροσώπους των μυστηριακών κέντρων.
Η αρχαιολογική σκαπάνη ανακαλύπτει συνεχώς, κυρίως στην περιφέρεια του ελληνισμού, ταφικές επιγραφές, πρόχειρα χαραγμένες σε φύλλα χρυσού και τοποθετημένες στο κεφάλι ή το στήθος του νεκρού, που μαρτυρούν τη μυητική διαδικασία οπαδών του ορφικού Διονύσου. Οι επιγραφές χρονολογούνται από το τέλος του 5ου έως τον 2ο αιώνα π.Χ., αλλά αναντίρρητα απηχούν ιδέες που διαμορφώθηκαν παλιότερα. Μια επιγραφή από το Ιππώνιον της Κάτω Ιταλίας δίνει οδηγίες για την τοπογραφία του Άδη. Ο νεκρός μύστης, διψασμένος όπως όλες οι ψυχές, πρέπει να αγνοήσει την πρώτη κρήνη που θα συναντήσει στον δρόμο του και να προχωρήσει στην επόμενη. Εκεί θα βρει φύλακες που θα τον ρωτήσουν τι γυρεύει στου Άδη τα σκοτάδια. Εκείνος πρέπει να αποκριθεί με το τελετουργικό σύνθημα που οι αμύητοι αγνοούν και να προφέρει τα ακόλουθα λόγια:
Γιος είμαι της Γης και του έναστρου Ουρανού,
μα από τη δίψα είμαι στεγνός και χάνομαι.
Δώστε μου γρήγορα να πιω
το κρύο νερό που ρέει από τη λίμνη της Μνήμης.
Αντίθετα με τους αμύητους που θα βιαστούν να ξεδιψάσουν από την πηγή της Λήθης, ο μύστης θα πιει το νερό της Μνημοσύνης και θα σωθεί μέσω του λυτρωτικού έργου που εκτελέστηκε για χάρη του από τον υποχθόνιο βασιλιά Διόνυσο. Στη συνέχεια τον περιμένει χαρά και αγαλλίαση μαζί με τους υπόλοιπους μυημένους βάκχους.
Το ομηρικό μοτίβο των διψασμένων και επιλησμόνων ψυχών έχει εδώ μετασχηματιστεί σε δύναμη μνήμης και αναγέννησης για τους μύστες του Διονύσου. Αν εξαιρέσουμε σπάνιες περιπτώσεις ηρώων του ένδοξου παρελθόντος που είχαν μεταβεί στις Νήσους των Μακάρων ή στο Ηλύσιον, παρόμοιες απόψεις ήταν εντελώς άγνωστες στα ομηρικά και τα ησιόδεια έπη.
Ο Ορφέας εμφανίστηκε ως ανανεωτής της θρησκευτικής παράδοσης. Αν ποτέ υπήρξε ιστορικό πρόσωπο με αυτό το όνομα, έχει χαθεί μέσα στον θρύλο. Οι οπαδοί του, πάντως, διατείνονταν ότι έζησε και έδρασε πολύ πριν από τον Όμηρο. Σύμφωνα με μια μαρτυρία, ο Ορφέας ξεκίνησε αρχικά ως ακόλουθος του Διονύσου, αλλά στη συνέχεια στράφηκε στον Απόλλωνα και έγινε αποκλειστικός λάτρης του φωτός, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις του σκότους να θιγούν και να βρει τραγικό θάνατο από μαινάδας, τις μαινόμενες συντρόφισσες του Διονύσου. Το μύθευμα αυτό για τον διασπαραγμόν του Ορφέα δηλώνει ότι η μυστηριακή εμπειρία της αναγέννησης ήταν αρχικά προσανατολισμένη στον φυσικό κύκλο της γέννησης και του θανάτου και δεν περιλάμβανε ατομική σωτηρία. Με τη συγχώνευση όμως διονυσιακών και απολλώνιων στοιχείων αναπτύχθηκε επιπρόσθετα η ιδέα ότι αυτό που συμβαίνει στο ανθρώπινο γένος συνολικά μέσω της αναπαραγωγής μπορεί να συμβεί και στον άνθρωπο ατομικά: να αναγεννηθεί.
Στο μέσον του 6ου αιώνα το προϊστορικό ιερό της Δήμητρας και της Κόρης (γνωστής και ως Περσεφόνης) στην Ελευσίνα γνώρισε πρωτοφανή άνθηση. Πλήθη άρχισαν να συρρέουν από όλα τα μέρη της Ελλάδος για να μυηθούν. Ταυτόχρονα, στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία η διαδεδομένη λατρεία της Περσεφόνης συνδέθηκε με ύμνους και νέα έπη, των οποίων η σύνθεση αποδόθηκε στον Ορφέα. Κατά το τελευταίο τέταρτο του ίδιου αιώνα, η ιδέα της μετενσάρκωσης έκανε την πρώτη εμφάνισή της στην Ελλάδα μεταξύ των Πυθαγορείων. Αυτές οι παράλληλες αλλαγές (ανανέωση των μυστηρίων, ορφικά έπη, πίστη στη μετενσάρκωση) δίνουν το στίγμα μιας νέας στάσης απέναντι στον θάνατο, που συνδέεται πιθανότατα με την ανάδυση της αξίας του ατόμου. Για όσους είχαν μυηθεί ο θάνατος μπορούσε να είναι πλέον κάτι αγαθό. Τουλάχιστον δεν ήταν τόσο φοβερός όσο τον περιέγραφε ο Όμηρος και πίστευε μαζί του ο περισσότερος κόσμος των αμύητων.
Ἄραρα Χάραρα
Δεν διακρίνεται πάντοτε εύκολα η θρησκεία από τη μαγεία. Μαγικές πρακτικές συνυπάρχουν με θρησκευτικές τελετές, παραδοσιακούς μύθους, ακόμη και ορθολογικές επιστημονικές ανακαλύψεις. Αντίθετα με μια εσφαλμένη άποψη που λέει ότι η θρησκεία περιλαμβάνει ανώτερα όντα ενώ η μαγεία λειτουργεί μηχανικά, στις μαγικές επικλήσεις περιλαμβάνονται συχνά δαίμονες ή θεοί, ενώ ορισμένες επίσημες ιεροπραξίες δεν απευθύνονται σε θεότητες.
Γενικά η μαγεία βασίζεται στην αρχή της συμπάθειας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, ο κόσμος είναι ένα κλειστό σύστημα, τα μέρη του οποίου βρίσκονται σε διαρκή αλληλεξάρτηση και αμφίδρομη επιρροή. Αν λοιπόν κάποιος μάθει τις αφανείς σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων, θα μπορεί, παραδείγματος χάριν, να προκαλεί βροχή για το χωράφι του, χύνοντας μια συμβολική ποσότητα νερού πάνω στο ξερό έδαφος. Το μέρος θα μαγνητίσει συμπαθητικά το όλον και έτσι νερό θα συγκεντρωθεί από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα υπό μορφή νεφών και, για να βρει το όμοιό του, θα κατέλθει ως βροχή.
Οι κυριότερες πηγές μας για την αρχαία ελληνική μαγεία προέρχονται από την αρχαιολογική σκαπάνη. Μολύβδινες πινακίδες με ολιγόστιχες επιγραφές που «δένουν» τον εχθρό (κατάδεσμοι), μικρές πήλινες κούκλες τρυπημένες με περόνες σε διάφορα σημεία του σώματος, φυλακτά για αποτροπή του «κακού ματιού» ή για ενδυνάμωση αυτού που τα φορά και ξόρκια (ἐπῳδαί) για ίαση από ασθένειες που έχουν προκληθεί με παρεμβολή πνευμάτων και δαιμόνων έχουν βρεθεί σε διάφορα σημεία του ελληνικού κόσμου, μέσα σε τάφους και πηγάδια. Τα ευρήματα ξεκινούν τον 6ο αιώνα και πληθαίνουν την κλασική εποχή, ιδίως στην Αθήνα. (Σε σχέση με άλλες πόλεις, η Αθήνα ήταν, όπως σε άλλους τομείς, ανεκτικότερη και στις μαγικές πρακτικές.) Κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, η μαγεία βρισκόταν σε πλήρη άνθηση σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Πληθώρα μαγικών κειμένων γραμμένων σε παπύρους έχει ανακαλυφθεί στην Αίγυπτο, και έτσι η παλαιά υπόθεση ότι η μαγεία έφτασε στην Ελλάδα από την Αίγυπτο, τη χώρα της πανάρχαιης σοφίας στα ζητήματα των θεών, παραμένει ελκυστική.
Η αρχαία μαγεία καλύπτει ένα ευρύτερο φάσμα δραστηριοτήτων από αυτό που περιλαμβάνει συνήθως ο σύγχρονος όρος. Εκτός από την πρόκληση αποτελεσμάτων που σχετίζονται με τις πρακτικές ανάγκες της ζωής, οι αρχαίες μαγικές επικλήσεις και τελετές αποσκοπούσαν επίσης, ορισμένες φορές, σε εμπειρίες πνευματικής επαφής με θεούς. Ο μάγος ήταν ένας ειδήμων στα θέματα των θεών και, κατά την ελληνιστική περίοδο, υποτίθεται ότι μπορούσε να προκαλέσει κάποιες θεότητες, όπως την Εκάτη, την Ίσιδα ή τον Ήλιο, να φανερωθούν με βιωματική αμεσότητα.
Λίγες είναι οι αναφορές των συγγραφέων της αρχαϊκής και κλασικής εποχής στις μαγικές πρακτικές. Αυτή η απουσία είναι δικαιολογημένη εξαιτίας τόσο της μυστικότητας των τελετών όσο και της μικρής εκτίμησης που έχαιραν οι πρακτικές αυτές στα μάτια των διανοουμένων. Η μαγεία βρισκόταν στα όρια της κοινής ηθικής και κάποτε μάλιστα τα ξεπερνούσε.
Μια επιγραφή χαραγμένη σε μολύβδινο έλασμα τον 4ο αιώνα παρουσιάζει τον ανταγωνισμό μαγείρων στο πλαίσιο μιας δικαστικής διένεξης. Ο πελάτης του μάγου, που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, «δεσμεύει» τον αντίδικό του Θεαγένη και τους συμμάχους του για να μην μπορέσουν να εμφανιστούν στο δικαστήριο ως μάρτυρες κατηγορίας:
Δένω (καταδέω) τον Θεαγένη, τη γλώσσα του και την ψυχή του και τα λόγια που χρησιμοποιεί. Δένω επίσης τα χέρια και τα πόδια του Πυρρία, του μαγείρου, τη γλώσσα του, την ψυχή του, τα λόγια του. Δένω επίσης τη γυναίκα του Πυρρία, τη γλώσσα της και την ψυχή της. Δένω επίσης τον μάγειρο Κερκίωνα και τον μάγειρο Δόκιμο, τις γλώσσες τους, τις ψυχές τους, τα λόγια που χρησιμοποιούν. Δένω επίσης τον Κινέα, τη γλώσσα του, την ψυχή του και τα λόγια με τα οποία βοηθάει τον Θεαγένη. Δένω επίσης τη γλώσσα του Φερεκλή, την ψυχή του και τη μαρτυρία του προς όφελος του Θεαγένη. Δένω επίσης τη γλώσσα του Σεύθη, την ψυχή του και τα λόγια που χρησιμοποιεί, όπως επίσης τα πόδια του, τα χέρια του, τα μάτια και το στόμα του. Δένω επίσης τη γλώσσα του Λαμπρία, την ψυχή του και τα λόγια που χρησιμοποιεί, όπως επίσης τα πόδια του, τα χέρια του, τα μάτια και το στόμα του. Όλους αυτούς τους δένω, τους εξαφανίζω, τους θάβω, τους καρφώνω - για να μην καταφέρουν διόλου να εμφανιστούν ενώπιον των δικαστών ως μάρτυρες κατηγορίας, είτε με επιχειρήματα είτε με αποδείξεις.
Τέτοιες επιγραφές προϋποθέτουν αντίστοιχες νυχτερινές τελετές. Ο μάγος (μια λέξη που αρχικά σήμαινε τον Μήδο και μετά τον Πέρση ιερέα αλλά σύντομα χαρακτήρισε αυτόν που εισάγει ξένες θρησκευτικές πρακτικές) ονομαζόταν επίσης γόης («αυτός που θρηνεί») και ἀγύρτης («αυτός που μαζεύει τις ψυχές των νεκρών») και χαρακτηριζόταν συχνά νυκτιπόλος («αυτός που περπατά τη νύχτα»). Για την επιτυχία των μαγικών τελετών επιλεγόταν συχνά η φάση πριν από τη νέα σελήνη (η οποία στην αρχαιότητα ονομαζόταν χαρακτηριστικά «παλαιά μαζί και νέα»), τότε που ο ουρανός είναι εντελώς σκοτεινός, καθώς πραγματοποιείται η μετάβαση από τον προηγούμενο στον επόμενο μήνα. Ως κατάλληλοι τόποι θεωρούνταν τα τρίστρατα, εκεί που ο δρόμος ανοίγει σε σχήμα φουρκέτας (σαν το γράμμα Υ). Αυτές οι στιγμές της χρονικής και τοπικής αβεβαιότητας, αυτές οι μεταβατικές φάσεις που φαίνεται σαν να βάζουν την ίδια τη φύση σε δίλημμα, ήταν πάντοτε οι πιο ταιριαστές για την επιτυχία των μαγικών τελετουργιών. Τα γραπτά σύμβολα της τελετουργίας, όπως ο κατάδεσμος εναντίον του Θεαγένη, τοποθετούνταν, μετά την ολοκλήρωση της τελετής, μέσα στη μαύρη γη, στα σημεία εκείνα όπου ο υποχθόνιος κόσμος των νεκρών φαίνεται να έρχεται σε επαφή με τον επίγειο κόσμο των ζώντων.
Φυσικά, και μόνο λόγω τύχης, κάποιες μαγικές τελετουργίες είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η επιτυχία, σωστά διαφημιζόμενη, ενίσχυε το κύρος των μάγων. Για τις άλλες το κέρδος που αποκόμιζε ο πελάτης ήταν αποκλειστικά ψυχικό - διόλου ευκαταφρόνητο όφελος, αφού και η επιτυχία των πράξεων καθορίζεται συχνά από τη διάθεση. Μέσω των μαγικών πρακτικών εκτονώνονταν τα έντονα συναισθήματα της οργής ή του θυμού, έβρισκε διέξοδο η φυσική επιθετικότητα, εκπληρωνόταν άμεσα η επιθυμία και μπορούσε να αποκατασταθεί η ψυχική ισορροπία ανθρώπων που αισθάνονταν αδικημένοι, περιθωριοποιημένοι ή απλώς, σε δεδομένες περιστάσεις, αδύναμοι.
Επειδή η ευσέβεια των αρχαίων Ελλήνων ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την τέλεση των καθιερωμένων και πατροπαράδοτων τελετουργιών, είναι δύσκολο να χαραχθεί απόλυτη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον χώρο της θρησκείας και το συναφές πεδίο των μαγικών πρακτικών. Γενικά η μαγεία ήταν ιδιωτική υπόθεση που ενδιέφερε μεμονωμένα άτομα και συγκεκριμένες επιδιώξεις τους, ενώ η θρησκεία αφορούσε συνήθως ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Η διαφορά αυτή οδήγησε αρκετούς αρχαίους συγγραφείς στο συμπέρασμα ότι οι τραγουδιστές των ορφικών επών και οι περιπλανώμενοι ιερείς, που υπόσχονταν λύτρωση από τα παρόντα και τα μέλλοντα δεινά, δεν ήταν παρά μια ειδική κατηγορία μάγων.
Ο πόλεμος είναι ο πατέρας και ο βασιλιάς των πάντων
Οι Έλληνες έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση για τη σοφία. Στον Όμηρο και τους μεταγενέστερους ποιητές σοφός ήταν ο άνθρωπος που γνώριζε καλά μια τέχνη, έναν συγκεκριμένο χώρο δημιουργίας ή δράσης, όπως τη χρήση του πηδαλίου, την κατασκευή αγγείων, τη θεραπεία ασθενειών ή τη σύνθεση ποιημάτων. Σοφία ήταν η εξειδικευμένη και πρακτική γνώση. Όταν επρόκειτο για αποφάσεις, ο σοφός διέκρινε το νόημα των περιστάσεων καλύτερα από τους άλλους και πρότεινε λύσεις ευφυείς και αποτελεσματικές: έβρισκε, όπως έλεγαν, περάσματα μέσα στο σφιχτό δίχτυ της αναγκαιότητας.
Αυτή η έννοια της πρακτικής σοφίας αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά την ύστερη αρχαϊκή εποχή και πήρε σημασία πολιτική. Ένας κατάλογος Επτά Σοφών καταρτίστηκε αργότερα και περιλάμβανε άνδρες με ιδιαίτερη πολιτική οξυδέρκεια. Τέτοιοι ήταν ο Αθηναίος Σόλων, ο Περίανδρος της Κορίνθου, ο Μυτιληναίος Πιττακός, ο Λίνδιος Κλεόβουλος (από τη Ρόδο), ο Βίας από την Πριήνη και ο Λακεδαιμόνιος Χίλων. Όλοι τους είχαν συμβάλει στην αντιμετώπιση των πολιτικών και κοινωνικών αδιεξόδων της εποχής και της πόλης τους.
Στην κατάρτιση του καταλόγου των Επτά Σοφών δόθηκε μέριμνα να αντιπροσωπεύεται ολόκληρη η επικράτεια του ελληνισμού. Ο αριθμός επτά ήταν συμβολικός. Το κοινό χαρακτηριστικό της σκέψης και της δράσης τους ήταν η μετριοπάθεια. Οι άνδρες αυτοί συνειδητοποίησαν ότι κάθε δράση προκαλεί αντίδραση, κάθε ενέργεια προς τη μια κατεύθυνση γεννά αντίρροπη δύναμη με αντίθετη φορά, κάθε κέρδος έχει το ισόποσο τίμημά του. Αυτός ήταν ο νόμος της Ανάγκης. Στις πολιτικές αποφάσεις που πήραν και στους νόμους που συνέταξαν οι σοφοί της αρχαϊκής εποχής προσπάθησαν να βρουν και να εφαρμόσουν δυναμικές ισορροπίες: καταστάσεις στις οποίες ο νόμος της Ανάγκης δεν θα είχε καταστροφικές συνέπειες για το κοινωνικό σώμα. Το εκκρεμές δεν μπορούσε να σταματήσει. Μπορούσε όμως το πεδίο του να περιοριστεί. Έτσι αναγνώρισαν τη σημασία του μέτρου. Τα διδάγματά τους αναγράφηκαν στο μαντείο των Δελφών και αποτέλεσαν το μέγιστο μάθημα του Απόλλωνος για τους θνητούς: «Τίποτε μην κάνεις υπερβολικό», «Το μέτρο είναι ο καλύτερος οδηγός», «Είσαι τόσο σίγουρος ώστε να δίνεις εγγυήσεις; Στη γωνιά παραμονεύει η πτώση σου.»
Η υπερβολική αυτή έμφαση στο μέτρο και τη μετριοπάθεια δεν αποσκοπούσε στην ανάσχεση του πρακτικού δυναμισμού. Πάντοτε οι επιχειρήσεις περικλείουν κινδύνους και πάντοτε το μέλλον είναι πιο αβέβαιο όταν πατάς σε ξένη γη. Οι Έλληνες το γνώριζαν πολύ καλά αυτό από τη μυθική εκστρατεία στην Τροία και την εποχή του πρώτου αποικισμού. Ο τονισμός της αξίας του μέτρου προειδοποιούσε για τον κίνδυνο που κρύβεται μέσα στην επιτυχία. Ήταν η φρόνιμη αντίδραση των σοφών στην παθιασμένη έφεση για υπεροχή, που χαρακτήριζε ολόκληρη την αρχαϊκή εποχή. Το πιο γνωστό ρητό του δελφικού Απόλλωνα, Γνῶθι σαυτόν, σήμαινε αρχικά «γνώριζε ότι είσαι θνητός». Οι Επτά Σοφοί θέλησαν να περιορίσουν την ὕβριν, την αλαζονική συμπεριφορά που συνεπάγεται η επιτυχία και να προειδοποιήσουν για τις καταστροφικές συνέπειες που φέρνει η λήθη της ανθρώπινης κατάστασης, η ἄτη. Οι ίδιοι οι θεοί φθονούν -πίστευαν- όσους πλησιάζουν υπερβολικά τη δική τους ατελεύτητη και άμοχθη ευδαιμονία και τους εκδικούνται στέλνοντας τη νέμεσιν. Οι θνητοί έπρεπε δυστυχώς, τις περισσότερες φορές, να πάθουν για να μάθουν ότι δεν είναι παντοδύναμοι.
Όλα αυτά βασίζονταν σε μια ακριβή και ρεαλιστική γνώση της ανθρώπινης ψυχής και ενθάρρυναν την επίγνωση των φυσικών ανθρώπινων περιορισμών. Ωστόσο, στην αρχή του 6ου αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται στην Ιωνία και ένα άλλο είδος γνώσης, που δεν αφορούσε πλέον τον ανθρώπινο κόσμο και την πολιτική κοινωνία ούτε τον ολύμπιο αιθέρα και τις συγκρούσεις των θεών, τις οποίες εξέθετε μυθικά η παραδοσιακή ποίηση: αφορούσε τη δομή, τη σύσταση και τη λειτουργία του φυσικού κόσμου, την ίδια τη φύσιν ως μια αέναη διαδικασία γέννησης και φθοράς. Το ιδιαίτερο αυτό είδος γνώσης ονομάστηκε τελικά φιλοσοφία, «αγάπη και έφεση για σοφία», για να τονιστεί τόσο η διαφορά του από την πρακτική σοφία των τεχνιτών, των ποιητών και των πολιτικών όσο και η απόσταση από την πλήρη κατανόηση του κόσμου που μπορούσαν να διαθέτουν μόνο οι θεοί. Η γνώση αυτή ήταν θεωρητική και δεν αποσκοπούσε σε άλλο πρακτικό αποτέλεσμα εκτός από την αγαλλίαση που φέρνει η ίδια η κατάσταση του εἰδέναι. Εργαλείο για αυτή τη νέα ενασχόληση ήταν ο λόγος. Και όπως κάθε εργαλείο κατασκευάζεται όταν έχει ήδη παραστεί η ανάγκη της δημιουργίας του, έτσι και ο λόγος εμφανίστηκε στο προσκήνιο της ιστορίας μαζί με την ανάγκη για μια συνεκτική και λογική κατανόηση της φύσης.
Λόγος είναι εκείνη η δύναμη του νου που φέρνει κοντά, συγκρίνει και συνθέτει πράγματα που φαίνονται διακριτά και άσχετα μεταξύ τους. Συλ-λέγοντας και συγ-κρίνοντας ξεχωριστά και φαινομενικά ανεξάρτητα πράγματα ο νους συλ-λαμβάνει την κοινή τους ρίζα ή το κοινό τους στοιχείο σε μια ενορατική αφαίρεση των διαφορών τους. Έτσι αναδύεται η αφαιρετική σκέψη και η γενική έννοια. Προϋποτυπώσεις και των δύο βρίσκουμε στους αφηρημένους θεούς, όπως είναι η Βία, ο Έρως, η Φήμη, το Κράτος και η Νίκη.
Ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο διασημότερος ίσως από τους λεγόμενους Επτά Σοφούς, θεωρήθηκε ο πρωτεργάτης αυτής της μετάβασης από τον μυθικό στον λογικό τρόπο αντιμετώπισης του κόσμου. Ήταν ο μόνος από τους Επτά που δεν εστίασε το ενδιαφέρον του στην πολιτική. Στο θρυλικό πρόσωπό του συνυφαίνεται η παλαιά πρακτική σοφία με τη νέα θεωρητική δραστηριότητα του νου. Στόχος του ήταν να καταλάβει τι κρύβεται πίσω από τις διηγήσεις των ποιητών, όταν έλεγαν ότι η Νύκτα, το Χάος ή η Γαία ήταν τα πρώτα πράγματα που εμφανίστηκαν στον κόσμο - και τον γέννησαν στη μορφή που τον ξέρουμε. Αναλογιζόμενος τις μυθικές διηγήσεις που μιλούσαν για τον Ωκεανό και τη σύζυγό του και παρατηρώντας την υγρή φύση του σπέρματος, τη γονιμοποιό δύναμη της βροχής, καθώς ίσως και την τριπλή μορφή (στερεά, υγρή και αέρια) που παρουσιάζει το νερό όταν θερμαίνεται ή ψύχεται, ο Θαλής συμπέρανε ότι όλα προέρχονται κατά βάση από μία αρχή. Το πραγματικά θεϊκό στοιχείο του κόσμου και η απώτατη ρίζα ολόκληρης της πραγματικότητας έπρεπε να είναι το ὕδωρ. Για να ισχύει όμως αυτό, θα έπρεπε το νερό να μην είναι μόνο ένα εύπλαστο και μετασχηματιζόμενο υλικό, αλλά επίσης κάτι ζωντανό και νοήμον. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να παραχθεί η ζωή και η σκέψη;
Μέσα στην πολιτικά ελεύθερη, ανοιχτή στις συζητήσεις και φιλοπερίεργη ατμόσφαιρα της ιωνικής Μιλήτου αναδύθηκε ένα νεοφανές είδος έρευνας που αναζητούσε την ἀρχήν του κόσμου, εκείνη την κρυφή ρίζα της πραγματικότητας που επιτρέπει την κίνηση και την πολλαπλότητα, δίχως να οδηγεί το κοσμικό πλέγμα στο χάος και την αναρχία. Η διαδοχή των εποχών του έτους, οι μηνιαίες φάσεις της σελήνης και η εναλλαγή του ημερονυκτίου ήταν σημάδια μιας νομοτέλειας τακτικής και σχεδόν απαράβατης. Ποιος ήταν άραγε ο μηχανισμός που επέτρεπε αυτή την τάξη;
Ο Αναξίμανδρος, ο πρώτος πραγματικός φιλόσοφος που εμφανίστηκε στη δυτική ιστορία, ήταν λίγο νεότερος από τον Θαλή, συμπολίτης και φίλος του, και άκουσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη θεωρία για το νερό (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 2 [σ. 33-44]). Όμως το νερό -σκέφτηκε- είναι ένα από τα στοιχεία του σημερινού κόσμου. Η αρχή τόσο του νερού όσο και του κόσμου πρέπει λογικά να είναι κάτι άλλο. Αυτή την κρυφή και άγνωστη δύναμη που βρίσκεται πίσω από όλα τα γνωστά αντικείμενα και μπορεί να εξηγήσει τη γέννηση, την κίνηση και τον θάνατο όλων των πραγμάτων μέσα στον κόσμο ο Αναξίμανδρος την ονόμασε ἄπειρον, που σημαίνει «αδιαμόρφωτο» και «ανεξάντλητο» ταυτόχρονα. Ο νόμος της δράσης του ήταν ο νόμος της Ανάγκης, ο ίδιος νόμος που οι σοφοί είχαν ανιχνεύσει στα πολιτικά πράγματα του τόπου τους και είχε ίσως παλαιότερα υπαινιχθεί ο Ησίοδος, όταν μιλούσε για τη Δίκη του Δία. Ο Αναξίμανδρος όμως κατανόησε τη σχέση δράσης και αντίδρασης ως ένα σύστημα διαρκώς ανανεούμενων και ανατροφοδοτούμενων ανισορροπιών και αδικιών. Στατική δικαιοσύνη στον κόσμο δεν υπάρχει, σκέφτηκε. Ο κόσμος κινείται διαρκώς, γιατί ανάμεσα στα μέρη του μαίνονται διηνεκώς πόλεμοι, μάχες και έριδες. Μάλιστα, ο Αναξίμανδρος θεώρησε ότι το σύμπαν που γνωρίζουμε δεν είναι το μοναδικό. Υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν αμέτρητα σύμπαντα - όσα ο χρόνος ορίζει. Άλλα γεννιούνται και άλλα πεθαίνουν. Όλα όμως αλλάζουν και μετασχηματίζονται συνεχώς.
Στη σκέψη του Αναξίμανδρου ο νόμος της Ανάγκης ήταν ένας κύκλος μεταξύ ακραίων αντιθετικών δυνάμεων. Δεν επρόκειτο όμως για έναν φαύλο κύκλο, γιατί όλη η ζωή και η δράση αναπτύσσονταν μέσα του.
Ο Πυθαγόρας γεννήθηκε στη Σάμο γύρω στο 570, αλλά εξαιτίας πολιτικών ταραχών στο νησί του μετοίκησε στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας, όπου δημιούργησε έναν πρωτότυπο φιλοσοφικό κύκλο (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 3 [σ. 47-60]). Οι μαθητές ήταν αναγκασμένοι να τηρούν σιωπή για πέντε έτη και να ακολουθούν πιστά ορισμένες περίεργες πρακτικές επιταγές. Για παράδειγμα, έπρεπε να μην τρώνε κουκιά, να αποφεύγουν τα δημόσια λουτρά, να είναι ντυμένοι στα λευκά, να τεντώνουν τα σεντόνια μόλις ξυπνήσουν για να σβηστεί το αποτύπωμα του σώματός τους. Μεταξύ τους μοιράζονταν τα υλικά αγαθά και τις περιουσίες τους ως κοινά κτήματα. Στην οργάνωση γίνονταν δεκτές και γυναίκες. Βασικό δόγμα του κύκλου ήταν η μετενσάρκωση των ψυχών και κεντρική επιταγή η τελετουργική, σωματική και πνευματική καθαρότητα. Παράλληλα, οι Πυθαγόρειοι ανέπτυξαν τα μαθηματικά. Μάλιστα, λέγεται ότι αυτοί πρώτοι ονόμασαν το σύμπαν κόσμον - μια λέξη που παλαιότερα σήμαινε την όμορφη τάξη γενικά (όπως σε ένα ωραίο κόσμημα) και ειδικά την εύρυθμη διάταξη των πολεμιστών μέσα στη φάλαγγα.
Η κλειστή οργάνωση των Πυθαγορείων είχε έντονη πολιτική δράση στον Κρότωνα και επηρέαζε για ένα διάστημα καθοριστικά την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της πόλης. Ως οπαδοί μιας μυστικής γνώσης που δεν πρέπει να βεβηλώνεται από τους πολλούς, οι Πυθαγόρειοι υποστήριζαν την αριστοκρατική παράταξη. Σε αυτούς αποδόθηκε και η καταστροφή της Σύβαρης, μιας από τις πλουσιότερες πόλεις της Ιταλίας, που ήταν σύμβολο πλούτου, πολυτέλειας και περίτεχνου, πολιτισμένου τρόπου ζωής. Τελικά, λόγω πολιτικών εντάσεων και της εξοργιστικής ιδιαιτερότητάς τους, οι Πυθαγόρειοι εξορίστηκαν από τον Κρότωνα στο τέλος του 6ου αιώνα. Ο δήμος και οι προστάτες του δεν μπορούσαν να τους ανεχτούν άλλο.
Η οργάνωση, που διατηρήθηκε σε διάφορες μορφές για έναν ακόμη αιώνα, χωρίστηκε στα δύο. Η μία πλευρά διατήρησε μόνο την εξωτερική ηθική διδασκαλία και αδιαφόρησε για την επιστημονική γνώση. Η άλλη συνέχισε την παράδοση των μαθηματικών ανακαλύψεων και έφτασε να λατρεύει τους αριθμούς ως θεούς. Επιστημονική γνώση, μεταφυσική ανησυχία, τελετουργική καθαρότητα και πολιτική δράση ήταν, για αυτούς, ένα αδιαίρετο όλον.
Στο τέλος του 6ου αιώνα η ιωνική θεωρία της διαρκούς ροής και του πολέμου βρήκε την πιο μεγαλειώδη έκφρασή της στα αφοριστικά και αινιγματικά λόγια του Ηράκλειτου από την Έφεσο (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 4 [σ. 61-75]). Στο σκοτεινό σύγγραμμα που λέγεται ότι αφιέρωσε στον μεγάλο ναό της Εφεσίας Αρτέμιδος ο Ηράκλειτος έγραφε:
Ο πόλεμος είναι ο πατέρας και ο βασιλιάς των πάντων: αυτός διαχώρισε τους θεούς από τους ανθρώπους, αυτός έκανε άλλους ελεύθερους και άλλους δούλους.
Με τρόπο πιο κατηγορηματικό και άμεσο από αυτόν του Αναξίμανδρου ο πόλεμος παρουσιάστηκε στον νου του Ηράκλειτου ως πρότυπο κάθε κίνησης και διαφοροποίησης μέσα στον κόσμο. Η λιγότερο απειλητική όψη του πολέμου -ή μάλλον η βαθύτερη νομοτέλεια και δικαιοσύνη του- ονομάστηκε Λόγος (ως η δύναμη που ενώνει τα διεστώτα), και το υλικό σύμβολο της κίνησής του ανακαλύφθηκε στη Φωτιά (η οποία ενοποιεί καταστρέφοντας). Η αντιμετώπιση της ζωής ως πεδίου μάχης ή ως σταδίου αγωνιστικής αντιπαράθεσης, όπου ο νικητής στεφανώνεται για μια ένδοξη όσο και παροδική τιμή, διατυπώθηκε στην κοσμολογία της αρχαϊκής εποχής - όπως προγενέστερα είχαν βρει μυθική έκφραση παρόμοια βιώματα στις ποιητικές θεογονίες.
Με την ανάδυση της φιλοσοφίας, η θεϊκή αυθεντία των ποιητών αντικαταστάθηκε από την ελεύθερη έρευνα της ανθρώπινης νόησης. Η καινοφανής εμπιστοσύνη στην εγγενή δύναμη του νου να γνωρίσει το βάθος της πραγματικότητας φάνηκε ιδιαίτερα στον Παρμενίδη, έναν σύγχρονο ή λίγο μεταγενέστερο του Ηράκλειτου, που έζησε και έδρασε στην Ελέα, μια αποικία των Φωκαέων στην Κάτω Ιταλία. Ο Παρμενίδης, για ορισμένους ο εισηγητής της μεταφυσικής στην ευρωπαϊκή σκέψη, ανακάλυψε τον νόμο της αντίφασης και ισχυρίστηκε ότι η πραγματικότητα είναι κατά βάθος συμπαγής, άρτια, τετελεσμένη και ακίνητη. Μην μπορώντας να αποδεχθεί ότι κάτι μπορεί να γεννηθεί από το τίποτε ή να καταστραφεί ολοσχερώς, ο Παρμενίδης οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι αυτό που πραγματικά υπάρχει (το ἐόν = ον) είναι αιώνιο και σταθερό και ότι η γέννηση και ο θάνατος, η αύξηση και η φθορά είναι διαδικασίες φαινομενικές. Με τον τρόπο αυτό ο Παρμενίδης υποβίβασε την κίνηση που μας προσπορίζουν οι αισθήσεις σε επίπεδο κατώτερο και λιγότερο αληθινό από την ενιαία και απαρασάλευτη πραγματικότητα την οποία αποκάλυψαν οι λογικές κατηγορίες και απαιτήσεις του νου. Ο ίδιος όμως ήταν, επίσης, θεραπευτής. Ο αφηρημένος και ενορατικός στοχασμός του βρισκόταν σε συμφωνία με την πρακτική και αποτελεσματική σοφία του εξειδικευμένου γιατρού.
Ο μαθητής του Ζήνων, που καταγόταν από την ίδια πόλη, θεωρήθηκε ο πρῶτος εὑρετής της διαλεκτικής. Με πρωτοφανή χειρισμό της λογικής αναγκαιότητας αποδείκνυε το αδύνατον κάθε κίνησης, οδηγώντας τον παρμενίδειο ορθολογισμό στις πιο ακραίες συνέπειες. Στην ιστορία έμεινε γνωστός για τα περίφημα παράδοξα, που απασχολούν ακόμη όσους ασχολούνται με τη λογική. Στην αρχαιότητα ορισμένοι προτιμούσαν να τον θεωρούν ἐριστικόν, άνθρωπο που ενδιαφέρεται να κατατροπώσει τον αντίπαλο, όχι να βρει την αλήθεια. Άλλοι τον θαύμαζαν και προσπαθούσαν να τον μιμηθούν. Ο Αριστοτέλης πίστεψε ότι μπορεί να λύσει τους γρίφους του. Το πρόβλημα που έθετε με τον πλέον οξύ τρόπο ο Ζήνων ήταν η σχέση του λόγου με την πραγματικότητα.
Στο μέσον του 5ου αιώνα ο Εμπεδοκλής αποτελεί την πιο χαρακτηριστική περίπτωση ανάμειξης των ιδιωμάτων του ορθολογιστή επιστήμονα, του μάγου-θεραπευτή και του θρησκευτικού οραματιστή στο ίδιο πρόσωπο. Από τη μια, πρώτος αυτός περιέλαβε στη φυσική φιλοσοφία του τα τέσσερα στοιχεία της φύσης (γη, νερό, αέρα και φωτιά), που επρόκειτο να γίνουν τα βασικά υλικά του σύμπαντος για ολόκληρη τη μεταγενέστερη επιστήμη της φύσης στην αρχαιότητα. Από την άλλη, ήταν αυτός που διατεινόταν ότι μπορούσε να προκαλέσει βροχή, σφοδρούς ανέμους, ακόμη και την ανάσταση ενός νεκρού. Οι συμπολίτες του στον Ακράγαντα της Σικελίας τον λάτρευαν σαν θεό για τις αποτελεσματικές θεραπείες που είχε πετύχει. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι μπορούσε να θυμηθεί τις διαδοχικές ενσαρκώσεις του στο παρελθόν, τότε που ήταν θάμνος, ψάρι, νεαρό κορίτσι και έφηβος. Στην πραγματικότητα ήταν ένας δαίμονας -έλεγε- που είχε πέσει στη γη, για να πληρώσει το τίμημα ενός παλαιού παραπτώματος. Ο νόμος της Ανάγκης λειτουργούσε και στη δική του προσωπική περιπέτεια μέσα στο σύμπαν.
Όχι λιγότερο από τους άλλους τομείς της πολιτικής και του πολιτισμού, η φιλοσοφία αναδύθηκε και ενηλικιώθηκε σε ένα κλίμα αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού: αντιπαράθεση με τη μυθική σοφία των ποιητών, αντιπαράθεση με την πρακτική σοφία των νομοθετών και των τυράννων, αντιπαράθεση με τις απόψεις των προγενέστερων φιλοσόφων, συγχρονική αντιπαράθεση των φιλοσόφων μεταξύ τους. Υπήρχαν όμως και εδώ, όπως και στην ηθική του πολέμου, ορισμένες κοινές αποδοχές. Πίσω από τις συχνά δυσνόητες διατυπώσεις του Ηράκλειτου, του Παρμενίδη και του Εμπεδοκλή κρύβεται η ακλόνητη πεποίθηση ότι ανάμεσα στον νου και την πραγματικότητα επικρατεί ισομορφισμός. Η μεγαλύτερη προσφορά της ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά και το αξεπέραστο όριό της, υπήρξε η αδιαπραγμάτευτη πίστη ότι ο κόσμος είναι πέρα για πέρα λογικός και, συνεπώς, πλήρως γνωρίσιμος. Ο νους -πίστευαν οι Έλληνες φιλόσοφοι- διαπνέεται από το αντικείμενο της γνώσης, συντονίζεται στον ρυθμό του και τελικά γίνεται ένα με αυτό, όπως το αφτί γεμίζει με μουσική όταν ακούει τον αυλό, και το χέρι θερμαίνεται ερχόμενο σε επαφή με τη φωτιά. Παρά τη φαινομενική αταξία της, η φύση ήταν ένας φιλόξενος τόπος για τη σκέψη. Μάλιστα, η ίδια ήταν στο βάθος της λόγος και νους.