Μελετώντας αρκετά χρόνια τώρα τα Πολιτικά του Αριστοτέλη διαπίστωσα ότι το περιεχόμενο που αποδίδουμε συνήθως με τον όρο «ιδεολογία», εντοπίζεται στις αριστοτελικές μελέτες του πολιτικού. Δεν θα χρονοτριβήσω στην παρουσίαση του όρου που, ενώ έχει ήδη χαρακτηριστεί ασαφής, συνιστά ωστόσο σοβαρή παράμετρο μελέτης του πολιτικού φαινομένου. Απλώς αναφέρω ότι από την πολυσημία του όρου «ιδεολογία» θα υιοθετήσω εδώ για λόγους μεθοδολογικούς και συντομίας, μια συνθετική αποτύπωση του περιεχομένου του, περισσότερο περιγραφική παρά οργανική. Γενικώς λοιπόν ιδεολογία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε το οργανωμένο σύνολο ιδεών, στάσεων, αντιλήψεων, εικόνων, τις οποίες εσωτερικεύει το υποκείμενο μέσα από πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες διαμεσολαβήσεις με τις οποίες αναπλαισιώνει το «πραγματικό» ή το εκλαμβανόμενο ως «πραγματικό» και προσανατολίζεται σε ανάλογες πράξεις και συμπεριφορές στην ιδιωτική και δημόσια ζωή. Το περιεχόμενο αυτό προσεγγίζει ό, τι ο Αριστοτέλης εννοεί με τα ρήματα ὑπολαμβάνω, οἴομαι, δοκῶ και τα συνώνυμά τους.
Η υπόθεση εργασίας μας λοιπόν επικεντρώνεται στη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο ο Αριστοτέλης συμπεριέλαβε στην επιστημονική πραγματεία του για την πολιτική έναν παράγοντα, την ιδεολογία, που με τους σημερινούς όρους θα χαρακτηρίζαμε υποκειμενικό, διφορούμενο ως προς την αλήθεια που φέρει, ασταθή, μεταβαλλόμενο και ευάλωτο στα «πάθη» της ψυχής.
Η Επιστήμη της Πολιτικής και η Ιδεολογία
Με αυτό το δεδομένο τι θέση έχει στην αριστοτελική πολιτική ανάλυση και πώς συμβιβάζει ο Αριστοτέλης αυτόν τον ρευστό στο περιεχόμενό του όρο με την επιστημονική προσέγγιση του πολιτικού φαινομένου; Η απάντηση στο ερώτημα, βασισμένη στο σύνολο του αριστοτελικού έργου, είναι ότι η ιδεολογία ως συντελεστής του πολιτικού φαινομένου συνιστά αναγκαία συνθήκη, μία σταθερά του. Ως προς αυτό δεν αντίκειται ούτε υπονομεύει την επιστημονική κατά Αριστοτέλη προσέγγιση του πολιτικού. Βέβαια το περιεχόμενο του συντελεστή αυτού μεταβάλλεται χωροχρονικά και από άτομο σε άτομο, αλλά η μεταβολή αυτή δεν αναιρεί την ύπαρξη και τη λειτουργία της ιδεολογίας καθαυτή ως σταθεράς μεταβλητής.
Εξαρχής να διευκρινίσουμε ότι ο Αριστοτέλης ορίζει τη Φιλοσοφία ως «ἐπιστήμη τῆς ἀληθείας» (Μετά τα Φυσικά Α,Ι,993b20) και στο πλαίσιο της φιλοσοφικής αναζήτησης επιδιώκεται η κατάκτηση της αληθινής γνώσης για τα πολιτεύματα και ειδικότερα για τα αίτια που εξηγούν την ύπαρξη και τη μεταβολή τους «Δεῖ δέ μικρῷ διά μακροτέρων εἰπεῖν τίς ἑκάστῃ τούτων τῶν πολιτειῶν ἐστιν· καί γάρ ἔχει τίνας ἀπορίας, τῷ δέ περί ἑκάστην μέθοδον φιλοσοφοῦντι καί μή μόνον ἀποβλέποντι πρός τό πράττειν οἰκεῖόν ἐστι τό μή παρορᾶν μηδέ τί καταλειπειν, ἀλλά δηλοῦν τήν περί ἕκαστον ἀλήθειαν.» (Πολιτικά, 1279b10-15) [Χρειάζεται όμως κάπως αναλυτικότερα να παρουσιάσουμε ποιο είναι στην ουσία του το κάθε πολίτευμα από αυτά. Γιατί το θέμα γεννά κάποιες απορίες και γνώρισμα εκείνου που φιλοσοφεί για κάθε ζήτημα μεθόδου και δεν αποβλέπει μόνο στην πρακτική πλευρά του, είναι να μην παραβλέπει κάτι ούτε να παραλείπει τίποτε, αλλά να φανερώνει την αλήθεια για το καθετί]. Επίσης το πολίτευμα ως αντικείμενο της πολιτικής φιλοσοφίας/της πολιτικής επιστήμης προσεγγίζεται επιστημονικά σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Ο Σταγειρίτης υποστηρίζει ότι η πολιτική φιλοσοφία έχει επιστημονικό και ορθολογικό χαρακτήρα, γιατί το αντικείμενό της ανήκει σε ένα γένος, συνιστά μια τάξη φαινομένων με κοινό χαρακτηριστικό «Ἐν ἁπάσαις ταῖς τέχναις καί ταῖς ἐπιστήμαις ταῖς μή κατά μόριον γενομέναις, ἀλλά περί γένος ἐν τι τελεῖαις οὔσαις, μιᾶς ἐστι θεωρῆσαι τό περί ἕκαστον γένος ἁρμόττον… (Πολιτικά IV, 1288b10). [Αναφορικά με όλες γενικά τις τέχνες και τις επιστήμες, όχι τις εξειδικευμένες σε ένα μόνο αντικείμενο, αλλά τις τέλειες που ασχολούνται με μια ολόκληρη κατηγορία αντικειμένων, έργο καθεμιάς από αυτές είναι να ερευνά συστηματικά ο,τιδήποτε συνδέεται οργανικά με την κατηγορία αυτή]. Συνάγεται από τα προηγηθέντα ότι ανταποκρινόμενος ο Αριστοτέλης στην προγραμματική απαίτηση για επιστημονική εξέταση ενός αντικειμένου να κατατίθεται η «περι έκαστον άλήθειαν», δεν μπορούσε να παραβλέψει την ιδεολογία ως παράγοντα του πολιτικού.
Η εμφάνιση των πολιτευμάτων και η ιδεολογία
Με δεδομένο, λοιπόν, τον επιστημονικό χαρακτήρα της πολιτικής φιλοσοφίας και τη δυνατότητα να εξηγήσουμε τα πολιτεύματα ως προς τη γένεσή τους, τις μεταβολές τους και τα ειδολογικά γνωρίσματά τους ακολουθώντας τη θεωρία των τεσσάρων αιτίων, το υλικό, το ειδολογικό, το ποιητικό και το τελικό, οφείλουμε αρχικά να ερευνήσουμε την παρουσία και τη λειτουργία της ιδεολογίας στο πλαίσιο αυτό.
Από τη μελέτη των τεσσάρων αιτίων αναφορικά με την εμφάνιση της πολιτικής κοινωνίας συνάγεται ότι «εξωτερικοί» και «εσωτερικοί» παράγοντες, αντικειμενικοί και υποκειμενικοί σε συνάφεια μεταξύ τους, εξηγούν τη γένεση των πολιτευμάτων και τη μεταβολή τους. Το πολίτευμα ως «τάξις», οργάνωση και ρύθμιση των εξουσιών σε μια πόλη, συναρτάται με μια διαρκή σχέση αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους πολίτες και στους ανθρώπους εν γένει και τους υλικούς όρους ύπαρξης της πόλης σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, γιατί η ιστορικότητα είναι αναγκαία παράμετρος στην αριστοτελική προσέγγιση των πολιτευμάτων.
Εστιάζοντας στο ποιητικό αίτιο, που συνάπτεται με το κινητικό αίτιο, διευκρινίζουμε ότι είναι εκείνο που προκαλεί ένα έργο ή αποτέλεσμα. Το ποιητικό αίτιο μιας πολιτείας είναι το «κύριον» της πόλεως, δηλαδή εκείνοι στους οποίους η πολιτεία έχει αναγνωρίσει την ιδιότητα του πολίτη, και ως εκ τούτου μετέχουν στην άσκηση της εξουσίας (Πολιτικά, 1275α 22-23) «πολίτης δ΄ ἁπλῶς οὐδενί τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἤ τῷ μετέχειν κρίσεως και ἀρχῆς»).
Έτσι, καθώς το πολίτευμα αποδίδεται στη συμφωνία που κάνουν μεταξύ τους οι άνθρωποι για το δίκαιο και την ισότητα, είναι σαφές ότι η ιδεολογία, αυτό που πιστεύει κανείς ως δίκαιο και ισότητα τη συγκεκριμένη στιγμή στη συγκεκριμένη κοινωνία, αποτελεί την κινητήρια δύναμη που οδηγεί στη μορφή του πολιτεύματος που εγκαθιδρύεται. Άλλωστε ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει ότι η ιστορική μεταβολή απορρέει όχι απλώς από τη μεταβολή των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών ή άλλων ισορροπιών μέσα στο οργανωμένο πολιτικό σύνολο, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο το υποκείμενο της πολιτικής δράσης εκλαμβάνει αυτή τη μεταβολή, και καθορίζει την πράξη του. Επισημαίνει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά (1332α 30-32 και 1332b 3 κ.ε.) ότι η δύναμη μιας πόλης εξαρτάται όχι από την τύχη αλλά από τη γνώση και την προαίρεση «τό δέ σπουδαίαν εἶναι τήν πόλιν οὐκέτι τύχης ἔργον ἀλλ’ ἐπιστήμης καί προαιρέσεως»… «τά μέν οὖν ἄλλα τῶν ζώων μάλιστα μέν ταῇ φύσει ζῆ, μικρά δ’ ἔνια καί τοῖς ἔθεσιν, ἄνθρωπος δέ καί λόγῳ· μόνος γάρ ἔχει λόγον· ὥστε δεῖ ταῦτα συμφωνεῖν ἀλλήλοις. πολλά γάρ παρά τούς ἐθισμούς καί τήν φύσιν πράττουσι διά τόν λόγον, ἐάν πεισθῶσιν ἄλλως ἔχειν βέλτιον. τήν μέν τοίνυν φύσιν οἵους εἶναι δεῖ τούς μέλλοντας εὐχειρώτους ἐσεσθαι τῷ νομοθέτῃ, διωρίσμεθα πρότερον· τό δέ λοιπόν ἔργον ἤδη παιδείας. τά μέν γάρ ἐθιζόμενοι μανθάνουσι τά δ΄ ἀκούοντες». [Οι άλλοι ζωικοί οργανισμοί, λοιπόν, ζουν υπακούοντας κυρίως στις φυσικές επιταγές της ύπαρξής τους, αλλά μερικοί επηρεάζονται λίγο και από τον εθισμό· ο άνθρωπος όμως ζει σύμφωνα και με το λόγο, γιατί μόνο αυτός διαθέτει λόγο. Συνεπώς τα τρία αυτά στοιχεία (η φύση, το έθος/συνήθεια και ο λόγος) χρειάζεται να βρίσκονται σε συμφωνία μεταξύ τους. Γιατί οι άνθρωποι πράττουν πολλά παραβλέποντας τον εθισμό και τη φύση τους, βασιζόμενοι στο λόγο, εφόσον πεισθούν ότι είναι προτιμότερο να πράξουν διαφορετικά. Ήδη έχουμε προσδιορίσει με ακρίβεια ποια γνωρίσματα χρειάζεται να διέπουν τη φύση εκείνων που πρόκειται να είναι εύπλαστοι στα χέρια του νομοθέτη. Τα υπόλοιπα είναι έργο της παιδείας, γιατί οι άνθρωποι μαθαίνουν άλλα με τον εθισμό και άλλα με τη διδασκαλία].
Μας επιτρέπεται συνεπώς να θεωρήσουμε ότι ο Αριστοτέλης αναλύοντας το ποιητικό αίτιο και τον τρόπο με τον οποίο το υποκείμενο (ατομικό και συλλογικό) δρα μέσα στην πόλη, κατέθετε συγχρόνως και μια θεωρία για την ιδεολογία, καθώς αναγνωρίζει α) στον άνθρωπο λόγο που αποτελεί προϋπόθεση πράξης και πνευματικής σύλληψης και επεξεργασίας του πραγματικού αλλά και β) μηχανισμούς στην πολιτική κοινωνία με τους οποίους επηρεάζει την πρόσληψη της πραγματικότητας από το εκάστοτε υποκείμενο.
Αρχικά αποδίδει την εμφάνιση ενός πολιτεύματος σε συμφωνία «δεῖ δέ πρῶτον ὑπολαβεῖν τήν ἀρχήν, ὅτι πολλαί γεγένηνται πολιτεῖαι πάντων μέν ὁμολογούντων τό δίκαιον καί τό κατ΄ ἀναλογίαν ἴσον» (Πολιτικά, V, 1301 α 25-28). Σύμφωνα με το εδάφιο αυτό η εμφάνιση ενός πολιτεύματος παραπέμπει στην ιδεολογική σύμπτωση των πρωτεργατών εγκαθίδρυσής του σε δύο ζητήματα, στο δίκαιον και στην αναλογική ισότητα. Σαφέστατα ο Αριστοτέλης αποδίδει τις μορφές των πολιτευμάτων σε συμφωνία των ανθρώπων για τις βασικές πολιτικές αρχές που διέπουν και πρέπει να διέπουν την πολιτικά οργανωμένη κοινότητα. Πιθανόν να προκαλείται η εντύπωση μιας εσωτερικής αντίφασης ανάμεσα στην αρχική και θεμελιώδη θέση του Αριστοτέλη ότι η πόλη είναι φυσική ύπαρξη και ο άνθρωπος «φύσει πολιτικόν ζῶον μᾶλλον…» (1252α 30 κ.ε.) και στην προαναφερθείσα θέση του πέμπτου βιβλίου (1301α 25-28), όπου το πολίτευμα είναι προϊόν συμφωνίας σχετικά με το δίκαιο και την αναλογική ισότητα. Η σύνδεση των δύο θέσεων μας επιτρέπει να δούμε ότι ο Αριστοτέλης κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στο πολιτικό και στο πολιτειακό. Το πολιτικό ανάγεται κατ’ αρχήν στη φύση, αποτελεί γνώρισμα της φύσης του ανθρώπου, ενώ το πολιτειακό απορρέει από το πολιτικό· είναι παράγωγο του πολιτικού, συνιστά τη συγκεκριμένη χωροχρονικά (ανθρώπινη) εκδήλωση της φυσικής τάσης του ανθρώπου για συντεταγμένη κοινωνική συνύπαρξη και της ελευθερίας του, όπως εμπραγματώνεται διαρκώς στον ιστορικό-κοινωνικό χώρο-χρόνο. Με άλλα λόγια το ζην υπαγορευμένο από την ίδια τη φύση του ανθρώπου εκδηλώνεται με τη συγκρότηση συμβιωτικής κοινότητας. Ο άνθρωπος όμως ως έλλογο ον συγχρόνως επιδιώκει και το ευ ζην «λόγον δέ μόνον ἄνθρωπος ἔχει τῶν ζώων·. ὁ δέ λόγος ἐπί τῷ δηλοῦν ἐστι τό συμφέρον καί τό βλαβερόν, ὥστε καί τό δίκαιον καί τό ἄδικον· τοῦτο γάρ… τό μόνον ἀγαθοῦ καί κακοῦ καί δικαίου καί ἀδίκου καί τῶν ἄλλων αἴσθησιν ἐχειν·». Το ευ ζην ως τελικό αίτιο της πόλεως υπαγορεύεται από τον λόγο. Ο λόγος ως λογική, ως εκφωνούμενος λόγος/έκφραση και ως διάλογος κατευθύνει τον άνθρωπο σε ενέργειες με τις οποίες επιχειρεί να εξασφαλίσει διάρκεια και ποιότητα στη συμβίωση. Άλλωστε στο πρώτο βιβλίο ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τον λόγο ως αποδεικτικό στοιχείο της πολιτικής ιδιότητας του ανθρώπου. Το πολίτευμα, επομένως, δεν είναι παράγωγο απλώς της φυσικής τάσης του ανθρώπου να συμβιώνει, αλλά μιας σύνθετης διαδικασίας όπου το φυσικό, το έλλογο και η εμπειρία συναντώνται σε μια περίπλοκη και σχεσιοδυναμική διεργασία σύμφωνα με την οποία το ανθρώπινο υποκείμενο με τον λόγο ως λογική λειτουργία επεξεργάζεται την κοινωνική ζωή στην αμεσότητα του βιώματός της, δηλαδή την προσωπική του εμπειρία μέσα στο σύνολο. Η επεξεργασία αυτή δεν συμβαίνει έν κενώ, σε εργαστηριακές συνθήκες εξέτασης, αλλά το υποκείμενο τη διεκπεραιώνει λειτουργώντας ως όλο: όρεξις, θυμός, νους. Η στάση του υποκειμένου απέναντι στο κοινωνικό εμπεριέχει εν τέλει και την όποια συνείδηση της προσωπικής του ελευθερίας, δηλαδή του μη προβλεπτού που υπαγορεύεται από τη συνθετότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Με αυτό το πρίσμα εξέτασης το πολιτειακό παίρνει το περιεχόμενο της ιστορικο-κοινωνικά προσδιορισμένης εκδήλωσης του πολιτικού η οποία ωστόσο προκύπτει και μέσα από πολλαπλώς διαμεσολαβημένη πρόσληψη του πραγματικού. Ειδικότερα φαίνεται ότι ο Αριστοτέλης αποδίδει την ποικιλομορφία των πολιτευμάτων στην πολύτροπη και σύνθετη σχέση του υποκειμένου (συλλογικού και ατομικού) με το περιβάλλον και τις συνθήκες που διαμορφώνονται σε αυτό κάθε φορά μέσα από την αλληλεπίδραση υποκειμένου- αντικειμένου, σχέση που προσανατολίζεται κιόλας από την πολλαπλώς διαμεσολαβημένη σύλληψη του πραγματικού από το υποκείμενο.
Ισότητα, Δικαιοσύνη και Ιδεολογία
Τεκμηριώνεται, λοιπόν, ότι ο Αριστοτέλης αποδίδει τις μορφές των πολιτευμάτων σε συμφωνία. Εξειδικεύει μάλιστα το περιεχόμενο της συμφωνίας, καθώς συνδέει τη μορφή του πολιτεύματος με τη συμφωνία για το δίκαιο και την αναλογική ισότητα. Αυτό σημαίνει αρχικά ότι η πολιτειακή μορφή συνδέεται με τη συμφωνία των μελών μιας πολιτικής κοινωνίας για τα εγγενώς ορθά κριτήρια των αμοιβαίων υποχρεώσεων. Βέβαια χρειάζεται να επισημανθεί ότι η άσκηση της δύναμης να δημιουργούν και να ερμηνεύουν τα κριτήρια διεκδικείται. Πρακτικά αυτό συνεπάγεται ότι οι άνθρωποι αναπτύσσουν ένα αίσθημα εγγενούς ορθότητας που παίρνει το περιεχόμενο των οφειλών των άλλων προς αυτούς. Συνεπώς τίποτε μεταφυσικό ή υπερβατικό δεν αναγνωρίζει ο Αριστοτέλης στην πολιτική. Αντίθετα απαλλάσσει τα κριτήρια από οποιαδήποτε μεταφυσική και τα συνδέει με την τελεολογία της πολιτικής κοινωνίας, δηλαδή το ευ ζην. Άλλωστε η πολιτική ζωή, αποφαίνεται ο Αριστοτέλης, στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι μπορούμε να παράγουμε ισότητα μέσα από την πολιτική οργάνωση της κοινωνίας, αν και οι άνθρωποι είναι άνισοι από τη φύση τους.
Ο Αριστοτέλης τόσο στο πέμπτο βιβλίο των Ηθικών Νικο-μαχείων όσο και στα Πολιτικά διαπιστώνει ότι στις πολιτικές κοινωνίες τα κριτήρια της δικαιοσύνης χαρακτηρίζονται από «απροσδιοριστία» και δεν αποτελούν «κλειστές σημασίες». Η «απροσδιοριστία» ωστόσο πρέπει να νοηθεί ως κάτι σχετικό και όχι απόλυτο. Τα κριτήρια εξαρτώνται από ένα σύνολο παραγόντων που υπάρχουν και εξελίσσονται μέσα στο χρόνο και στον συγκεκριμένο χώρο. Τα πολιτεύματα στην πολυμορφία τους και στην αντιφατικότητά τους αποτελούν αναγνωρίσεις των πολλών, μεταβαλλόμενων και αντιφατικών ακόμη κριτηρίων της δικαιοσύνης. Άλλωστε ο Αριστοτέλης δεν ενδιαφέρεται να παρουσιάσει μια δικαιοσύνη ως κανονιστικό μοντέλο (κάτι τέτοιο θα αντέκειτο στον επιστημονικό χαρακτήρα της προσέγγισής του), αλλά μια πολιτική αντίληψη της δικαιοσύνης και της ισότητας. Κατά τον Αριστοτέλη η αντίληψη αυτή εξαρτάται 1) από τη βασική δομή της πολιτειακά οργανωμένης κοινωνίας. Οι οικονομικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί μορφοποιούνται σε μια ενιαία συναρμογή και μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά, στηριζόμενοι από τα μέλη της κοινωνίας που πραγματώνουν ή νομίζουν ότι πραγματώνουν τα ιδανικά τους ή τις επιδιώξεις τους. Μόνο για τα μέλη αυτά άλλωστε οι συγκεκριμένοι θεσμοί στην κοινωνική συνεργασία τους προβάλλονται κανονιστικά, συνιστούν κανονιστικά κριτήρια. 2) Από το «πολιτισμικό υπόβαθρο» των μελών της κοινωνίας. Οι θεμελιώδεις ιδέες της δημόσιας πολιτικής κουλτούρας, οι πολιτικοί θεσμοί του συνταγματικού καθεστώτος, η πολιτική παράδοση διαμορφώνουν ένα πρίσμα σύλληψης της δικαιοσύνης και της ισότητας. 3) Από τη συγκρότηση του ίδιου του υποκειμένου το οποίο ως φορέας της δικής του «ανάγνωσης του κόσμου» τοποθετείται μέσα και απέναντι σε αυτό που το περιβάλλει και σημασιοδοτεί τη δικαιοσύνη σύμφωνα με το δικό του «δόγμα», τις δικές του κοινωνικές, πολιτικές και ηθικές απόψεις.
Εύλογα συνάγεται ότι διαμορφώνεται μια πολλαπλότητα αντιλήψεων στο εσωτερικό της πόλης που συνάδει με τον αριστοτελικό χαρακτηρισμό της πόλης ως συγκειμένης (σύνθετη οντότητα, προϊόν συναρμογής πολλών και διαφορετικών στοιχείων). Έτσι ο πολίτης ως υποκείμενο (ατομικό και συλλογικό) διαμορφώνει μια άποψη για τη δικαιοσύνη που αποτελεί παράγωγο της ατομικής/ υποκειμενικής οπτικής που έχει για την κοινωνία, των ατομικών και «ταξικών» συμφερόντων του, του θεσμικού πλέγματος στο πλαίσιο του οποίου ήδη λειτουργεί, και του ελεύθερου πρακτικού λόγου. Η πολλαπλότητα αυτή των αντιλήψεων, που δεν είναι απλώς ατομική/λογική-ψυχολογική αλλά αντανακλά και την κοινωνική συνθετότητα της πόλης, προσδιορίζει την πολιτειακή εξέλιξη ενός συνόλου με πολλούς τρόπους. Άλλωστε ο Αριστοτέλης φαίνεται ότι έχει κατανοήσει πως οι άνθρωποι μπορεί να συμφωνούν στην έννοια της δικαιοσύνης, αλλά έχουν διαφορετική αντίληψη της δικαιοσύνης: «ὁμολογοῦντες δέ τό ἁπλῶς εἶναι δίκαιον τό κατ΄ ἀξίαν διαφέρονται, καθάπερ ἐλέχθη πρότερον, οἵ μέν ὅτι, ἐάν κατά τί ἴσοι ὦσιν, ὅλως ἴσοι νομίζουσιν εἶναι, οἵ δ΄ ὅτι, ἐάν κατά τί ἄνισοι, πάντων ἀνίσων ἀξιοῦσιν ἑαυτούς» (Πολιτικά V, 1302b36-40). Γίνεται σαφές ότι ο Αριστοτέλης εξαρτά τη διαφοροποίηση των πολιτευμάτων από την ασυμφωνία, δηλαδή την ιδεολογική διαφοροποίηση σχετικά με την έννοια της δικαιοσύνης και της ισότητας. Η ασυμφωνία αυτή ανακύπτει από ένα σύνολο παραγόντων τους οποίους ο Αριστοτέλης εξειδικεύει ως εξής:
1) Αρχικά είναι αξιοσημείωτη για το θέμα μας η παρατήρηση του Αριστοτέλη ότι γεωγραφικοί και δημογραφικοί παράγοντες επιδρούν στην ιδεολογία των ανθρώπων «στα-σιωτικόν δέ καί τό μή ὁμόφυλον, ἕως ἄν συμπνεύςῃ· ὥσπερ γάρ οὔδ ἐκ τοῦ τυχόντος πλήθους πόλις γίγνεται, οὕτως οὔδ΄ ἐν τῷ τυχόντι χρόνῳ· (…) στασιάζουσι ἐνίοτε αἵ πόλεις καί διά τούς τόπους, ὅταν μή εὐφυῶς ἔχῃ ἡ χώρα πρός τό μίαν εἶναι πόλιν,(…) καί Ἀθήνησιν οὐχ ὁμοίως εἰσίν ἀλλά μᾶλλον δημοτικοί οἵ τόν Πειραιά οἰκοῦντες τῶν τό ἄστυ· ὥσπερ γάρ ἐν τοῖς πολέμοις αἵ διαβάσεις τῶν ὀχετῶν, καί τῶν πάνυ σμικρῶν, διασπῶσι τάς φάλαγγας, οὕτως ἔοικε πᾶσα διαφορά ποιεῖν διάστασιν» (Πολιτικά V, 1303 α 25-1303b14). Ο Αριστοτέλης φαίνεται ότι θεωρεί προϋπόθεση της πολιτικής και πολιτειακής σταθερότητας τη σύμπνοια του κοινωνικού συνόλου, η οποία παραπέμπει στην ιδεολογική σύγκλιση των ατόμων και των ομάδων που το αποτελούν. Η σύμπνοια προκύπτει ευκολότερα σε μια κοινωνία με φυλετική ομοιογένεια και ενότητα και ομοιότητα τόπου. Αντίθετα ο ετερογενής φυλετικά πληθυσμός και η γεωφυσική διαφορά του τόπου αποτελούν εμπόδια στην ιδεολογική σύγκλιση, που είναι απαραίτητη για την πολιτική και πολιτειακή σταθερότητα. Με αδρές γραμμές ο Αριστοτέλης περιγράφει ως αναγκαία πολιτικά μια διαδικασία ενσωμάτωσης σύμφωνα με την οποία η αλληλεγγύη μιας συμβιωτικής κοινότητας απορρέει από τη συλλογική παράσταση που διαμορφώνουν τα μέλη της για την ομοιότητα και την ανομοιότητα, το ίδιο και το άλλο. Παράλληλα ο Αριστοτέλης επισημαίνει τη μεγάλη πολιτική σημασία που έχει η κατανομή του πληθυσμού στον χώρο. Δίχως να εισηγείται έναν γεωγραφικό ντετερμινισμό, μελετά τους γεωγραφικούς παράγοντες σε σχέση με την κοινωνική, πολιτική και πολιτειακή δομή της πόλης. Ιδιαίτερα στο έβδομο βιβλίο των Πολιτικών (1330α 34 κ.ε.), όπου ο Αριστοτέλης μελετά τις γεωγραφικές και γεωφυσικές προϋποθέσεις του άριστου πολιτεύματος, προβαίνει σε συσχετίσεις εδαφικής μορφολογίας και πολιτεύματος «περί τῶν τόπων ἐρυμνῶν οὐ πάσαις ὁμοίως ἔχει τό συμφέρον ταῖς πολιτείαις· οἶον ἀκρόπολις ὀλιγαρχικόν καί μοναρχικόν, δημοκρατικόν δ’ ὁμαλότης, ἀριστοκρατικόν δέ οὐδέτερον, ἄλλα μᾶλλον ἰσχυροί τόποι πλείους» (1330b 17-21). Ακόμη αναφερόμενος στην πολιτική ιδεολογία των κατοίκων της Αθήνας και του Πειραιά συνδέει το βαθμό της δημοκρατικότητας των κατοίκων με την περιοχή εγκατάστασής τους. Οι κάτοικοι του Πειραιά εγκαταστημένοι παραθαλάσσια θεωρούνται δημοκρατικότεροι από τους Αθηναίους, οι οποίοι ζουν στην ενδοχώρα του λεκανοπεδίου.
2) Ένας άλλος παράγοντας που διαμορφώνει την αντίληψη για το δίκαιο και την ισότητα, είναι το πολιτισμικό υπόβαθρο, δηλαδή το σύνολο των θρησκευτικών, ηθικών και φιλοσοφικών κυρίαρχων απόψεων σε μια κοινωνία, το οποίο συνιστά μια μορφή πολιτικής- κοινωνικής παράδοσης της οποίας κοινωνοί είναι τα μέλη της κοινότητας. Ο Αριστοτέλης συναρτά την αντίληψη για τη δικαιοσύνη και την ισότητα με την «πολιτική-κοινωνική παράδοση» η οποία εκφράζει τις αντιλήψεις και στάσεις των παιδευτικών κύκλων, των εκκλησιαστικών-θρησκευτικών φορέων κ.α. «μέγιστον δέ πάντων τῶν εἰρημένων πρός τό διαμένειν τάς πολιτείας, οὐ νῦν ὀλιγωροῦσι πάντες, τό παιδεύεσθαι πρός τάς πολιτείας» (Πολιτικά V, 1310α 12-1) [Αλλά το σπουδαιότερο απ’ όσα αναφέρθηκαν για τη διατήρηση των πολιτευμάτων, για το οποίο σήμερα όλοι αδιαφορούν, είναι η αγωγή των πολιτών σύμφωνα με το πολίτευμα]· ακόμη «ἐστι δέ τά τε πάλαι λεχθέντα πρός σωτηρίαν, ὡς οἶον τε, τῆς τυραννίδος, τό τούς ὑπερέχοντας κολούειν καί τούς φρονηματίας ἀναιρεῖν, καί μήτε συσσίτια ἐάν μήτε ἐταιρίαν μήτε παιδείαν μήτε ἄλλο μηδέν τοιοῦτον, ἀλλά πάντα φυλάττειν ὅθεν εἴωθε γίγνεσθαι δύο, φρόνημα τέ καί πίστις, καί μήτε σχολάς μήτε ἄλλους συλλόγους ἐπιτρέπειν γίγνεσθαι σχολαστικούς, καί πάντα ποιεῖν ἐξ ὧν ὅτι μάλιστα ἀγνῶτες ἀλλήλοις ἔσονται πάντες» (1313α 39-b5). [Αυτά είναι και όσα αναφέρθηκαν για τη διατήρηση της τυραννίδας, όπως ο περιορισμός της δύναμης όσων υπερέχουν, η θανάτωση των πολιτών με υψηλό φρόνημα και ακόμη η απαγόρευση των συσσιτίων, των πολιτικών παρατάξεων, της εκπαίδευσης των πολιτών και κάθε άλλου παρόμοιου μέσου, αλλά και η αυστηρή παρακολούθηση όλων αυτών από τα οποία συνήθως προκύπτουν δύο σημαντικά στοιχεία, το ανεξάρτητο φρόνημα και η αμοιβαία εμπιστοσύνη, κι επιπλέον η απαγόρευση σχηματισμού φιλοσοφικών σχολών και κάθε άλλου μορφωτικού συλλόγου. Γενικά οι τύραννοι πρέπει να χρησιμοποιούν όλα τα μέσα, ώστε να αποξενώνονται οι πολίτες μεταξύ τους όσο γίνεται περισσότερο (γιατί η αλληλογνωριμία αυξάνει την αμοιβαία εμπιστοσύνη των πολιτών)].
Σύμφωνα με το προηγούμενο απόσπασμα δεν διαφεύγει της αριστοτελικής προσοχής ότι η διαμόρφωση κυρίαρχων αντιλήψεων και παραδόσεων σε ένα κοινωνικό σύνολο λειτουργεί δεσμευτικά για τον τρόπο με τον οποίο ορίζεται η δικαιοσύνη και η ισότητα ή και επιδιώκεται πολιτικά η πραγμάτωσή τους στο πλαίσιο του ισχύοντος πολιτεύματος. Ο Αριστοτέλης δίνει μια σχετική εφαρμογή στο πέμπτο βιβλίο των Πολιτικών παρουσιάζοντας ως αιτία φθοράς και μεταβολής του πολιτεύματος (της δημοκρατίας) την άποψη και συνακόλουθα την πρακτική της κοινής γνώμης για την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την ισότητα. Εφόσον η κοινή γνώμη, και με πολιτικούς όρους, η κατοχυρωμένη συνταγματική πλειοψηφία α) αποδέχεται ως δίκαιο την ισότητα και εκλαμβάνει ως ισότητα τις αποφάσεις τις ειλημμένες από το πλήθος που αποτελεί το κύριον της πόλεως και β) θεωρεί ότι ελευθερία και ισότητα είναι να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει, οδηγείται σε πολιτική πρακτική που υπονομεύει τελικά τη δημοκρατία παρά την ενισχύει «πολλά γάρ ταῶν δοκούντων δημοτικῶν λύει τάς δημοκρατίας καί τῶν ὀλιγαρχικῶν τάς ὀλιγαρχίας…) (1309b 20-21). Είναι σαφές ότι ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει πολιτική λειτουργία σ’ ένα απόθεμα ιδεών και αρχών, κοινό στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, το οποίο συνιστά μία παράδοση πολιτικής σκέψης άμεσα κατανοητή από τους πολίτες, ενεργή συνάμα και αποτελεσματική στο επίπεδο της πολιτικής πράξης.
3) Την αντίληψη για τη δικαιοσύνη και την ισότητα την αποδίδει επίσης ο Αριστοτέλης στους πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς θεσμούς που έχει μια κοινωνία, οι οποίοι αποτελούν ενιαίο σύνολο με τάση μεταβίβασής τους από τη μία γενιά στην άλλη «εἰ γάρ μή ταὐτόν τό δίκαιον κατά πάσας τάς πολιτείας, ἀνάγκη καί τῆς δικαιοσύνης εἶναι διαφοράς» (1309α 37-39). Η αντίληψη για τη δικαιοσύνη απορρέει από το εν γένει σύστημα θεσμών που προκρίνει το πολίτευμα ως συμφέρον και αποτελεσματικό για την ύπαρξή του. Αυτό σημαίνει ότι αναπτύσσονται τρόποι και μέσα με τα οποία επιχειρείται η εσωτερίκευση και η ιδεολογική στήριξη των θεσμών αυτών στη συνείδηση του πολίτη. Ο πολιτικός αγώνας, εν προκειμένω ο αγώνας για το «δίκαιο», παραπέμπει στη λειτουργία ενός συνόλου εξουσιαστικών μηχανισμών που τείνουν να διαμορφώσουν τη συμφέρουσα για το πολίτευμα αντίληψη δικαίου. Η νομοθεσία είναι μια μεγάλης σημασίας πράξη εμπέδωσης της εκάστοτε εκλαμβανόμενης ως πολιτικά ορθής αντίληψης δικαίου, καθώς ο νόμος είναι υποστηρικτικός για το πολίτευμα και παγιώνει θεσμικά την αντίληψη δικαίου που πρεσβεύει το πολίτευμα «ώστε δεί τάς διαφοράς μή λανθάνειν τάς τών πολιτειών, πόσαι, καί συντίθενται ποσαχώς, εστι δέ της αύτης φρονήσεως ταύτης καί νόμους τούς άρίστους ίδείν καί τούς εκάστη τών πολιτειών άρμόττοντας. πρός γάρ τάς πολιτείας τούς νόμους δεί τίθεσθαι καί τίθενται πάντες, άλλ’ ού τάς πολιτείας πρός τους νόμους» (1289 α 10-15). [Συνεπώς είναι σωστό να μη μας διαφεύγουν οι διαφορές των πολιτευμάτων, πόσες είναι και με ποιους τρόπους συνδυάζονται· αλλά και με την ίδια προσοχή και σύνεση είναι σωστό να γίνει η εξέταση των άριστων νόμων και των νόμων που αρμόζουν σε κάθε ιδιαίτερο τύπο πολιτεύματος. Γιατί οι νόμοι πρέπει να προσαρμόζονται στα πολιτεύματα και έτσι τους θεσπίζουν όλοι γενικά, αλλά όχι τα πολιτεύματα στους νόμους.]
Ιδεολογικοί μηχανισμοί
Ήδη μαζί με τους παράγοντες που διαμορφώνουν ιδεολογία αναφερθήκαμε και σε ιδεολογικούς μηχανισμούς, όπως ο νόμος και οι φορείς παιδείας. Ακόμη περισσότερο ο Αριστοτέλης προβάλλει την πολιτική ρητορεία ως σημαντικό ιδεολογικό μηχανισμό.
Μάλιστα η εμπέδωση της πολιτικά ορθής για το πολίτευμα αντίληψης του δικαίου επιδιώκεται με τα «σοφίσματα» με τα οποία σύμφωνα με τον Αριστοτέλη παρουσιάζεται μια συγκεκριμένη αντίληψη δικαίου, φαινομενικά λογική, ουσιαστικά ασύμφορη για τον πολιτικό αντίπαλο με την οποία υπονομεύεται η πολιτική δύναμή του «ἔστι δ΄ ὅσα προφάσεως χάριν ἐν ταῖς πολιτείαις σοφίζονται πρός τόν δῆμον πέντε τόν ἀριθμόν, περί ἐκκλησίαν, περί τάς ἄρχας, περί δικαστήρια, περί ὅπλισιν, περί γυμνασίαν, (…) ταῦτα μέν οὖν ὀλιγαρχικά σοφίσματα τῆς νομοθεσίας· ἐν δέ ταῖς δημοκρατίαις πρός ταῦτ΄ ἀντισοφίζονται (…) (1297α 141297 b12). Συνολικά, ο Αριστοτέλης εξετάζει με ποιους ιδεολογικούς τρόπους υπονομεύεται θεσμικά η δύναμη του πολιτικού αντιπάλου. Σύμφωνα με την εξέταση αυτή η τακτική των ολιγαρχικών πολιτευμάτων είναι τέτοια, ώστε να απομακρύνεται το πλήθος των πολιτών με τρόπο ψευδελεύ-θερο από τη συμμετοχή του σε πολιτικά σώματα και διαδικασίες, καθώς η απουσία επιβαρύνσεων και ποινών για πολιτικές παραλείψεις εισπράττεται από τον πολιτικό αντίπαλο (εδώ το πλήθος των απόρων) ως ανακούφιση και ευεργεσία και όχι ως υπονόμευση ή και ουσιαστικά ακύρωση δικαιώματος. Αλλά και στις δημοκρατίες λειτουργούν ανάλογοι μηχανισμοί. Η αμοιβή π.χ. των φτωχών για τη συμμετοχή τους στα θεσμικά όργανα της δημοκρατίας και η ατιμωρησία των πλουσίων για την αποχή τους από αυτά, ευνοούν τη συμμετοχή των πρώτων και την αποχή των δεύτερων.
Η αντίληψη για το δίκαιο και την ισότητα επηρεάζεται και από εξουσιαστικούς μηχανισμούς όπως η βία και η απάτη (ιδιαίτερα σε περιόδους πολιτειακών μεταβολών) που στοχεύουν στην ιδεολογική χειραγώγηση «κινοῦσι δέ τάς πολιτείας ὁτέ μέν διά βίας ὁτέ δέ δι’ ἀπάτης, διά βίας μέν ἤ εύθύς ἐξ ἀρχῆς ἤ ὕστερον ἀναγκάζοντες» (1304b7-9). Η ιδεολογική χειραγώγηση διαφοροποιείται κατά τον τρόπο και το περιεχόμενό της ανάλογα με το πολίτευμα. Έτσι οι δημαγωγοί στη δημοκρατία στρέφουν το λαό εναντίον των πλουσίων, κυρίως αξιοποιώντας ένα αντικειμενικό δεδομένο, εδώ τη συγκεκριμένη κοινωνική δομή, προκαλώντας όμως την πολιτική συσπείρωση των πλουσίων οι οποίοι ενδεχομένως να στρέφονται σε πολιτειακή ανατροπή επιβάλλοντας τη δική τους άποψη για το δίκαιο και την ισότητα. «αἱ μέν δημοκρατίαι μάλιστα μεταβάλλουσι διά τήν τῶν δημαγωγῶν ἀσέλγειαν· τά μέν γάρ ἴδια, συκοφαντοῦντες τούς τάς οὐσίας ἔχοντας συστρέφουσιν αὐτούς (συνάγει γάρ καί τούς ἐχθίστους ὁ κοινός φόβος) τά δέ κοινή τό πλῆθος ἐπάγοντες». Ο Αριστοτέλης φαίνεται ότι αποδέχεται σχετικά αυτόνομη πολιτική και ιδεολογική λειτουργία στον πολιτικό λόγο. Άλλωστε επισημαίνει ότι βασική διαφορά ανάμεσα στις αρχαίες και νεότερες τυραννίδες είναι ότι στις πρώτες ο δημαγωγός στηριζόταν στη στρατιωτική δύναμη, στη δύναμη των όπλων, ενώ στις δεύτερες στηρίζεται στη δύναμη του πολιτικού λόγου και στη δυνατότητά του να επηρεάσει ιδεολογικά το πλήθος ( 1305α 8 κ.ε.). Για την εποχή του ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι η ρητορική έχει αναπτυχθεί, «της ρητορικης ηύξημένης», ότι δημαγωγούν οι «δυνάμενοι λέγειν» και ότι η ενασχόληση με την πολιτική προϋποθέτει ρητορική δεινότητα. Έτσι η ανατροπή του πολιτεύματος μπορεί να συμβεί μέσα από την προπαγανδιστική τακτική των δημαγωγών παρά με βίαιη ένοπλη ανατροπή που δεν αποκλείεται ωστόσο. Στην προπαγανδιστική αυτή τακτική οι δημαγωγοί εκμεταλλεύονται ιδεολογικά τις «ταξικές» αντιθέσεις. Έτσι αποσπούν την εμπιστοσύνη του λαού δείχνοντας εχθρότητα προς τους πλούσιους ( 1305α 21-32). Γίνεται σαφής, λοιπόν, η σχέση θεσμών και ιδεολογίας και ότι η ιδεολογική χειραγώγηση λειτουργεί ως βασικός τρόπος πολιτειακής μεταβολής. Πότε αυτόνομα και πότε συμπληρωματικά με τη βία η ιδεολογική χειραγώγηση προετοιμάζει το έδαφος της μεταβολής ή στηρίζει τη μεταβολή. Βέβαια κατά περίπτωση πολιτεύματος, αν πρόκειται για δημοκρατικό ή ολιγαρχικό, διαφοροποιείται ο τρόπος της ιδεολογικής χειραγώγησης.
Παράλληλα με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς ο Αριστοτέλης μελετά και την «υπόληψιν», περίπου θα λέγαμε την κοινωνική συνείδηση των ατομικών και συλλογικών υποκειμένων. οι συγκρούσεις στο εσωτερικό μιας πολιτειακά οργανωμένης κοινότητας οφείλονται βασικά στην «υπόληψιν», δηλαδή στην αντίληψη που έχουν σχηματίσει οι κοινωνικές ομάδες για τη θέση και το ρόλο τους. Η γέννηση της δημοκρατίας, για παράδειγμα, συνδέεται με την αντίληψη αυτών που είναι ελεύθεροι, ότι, αφού διαθέτουν ισότητα στο δικαίωμα της ελευθερίας, πρέπει να είναι ίσοι σε όλα. Παρόμοια η γέννηση της ολιγαρχίας οφείλεται στην αντίληψη ότι, αφού κάποιοι υπερέχουν σε περιουσία, πρέπει να υπερέχουν σε όλα «δῆμος μέν γάρ ἐγένετο ἐκ τοῦ ἴσους ὁτιοῦν ὄντας οἴεσθαι ἁπλῶς ἴσους εἶναι (ὅτι γάρ ἐλεύθεροι πάντες ὁμοίως, ἁπλῶς ἴσοι εἶναι νομίζουσιν)… ὀλιγαρχία δέ ἐκ τοῦ ἀνίσους ἕν τί ὄντας ὅλως εἶναι ἀνίσους ὑπολαμβάνειν (κατ’ οὐσίαν γάρ ἄνισοι ὄντες ἁπλῶς ἄνισοι ὑπολαμβανουσιν εἶναι)» (1301α 15 κ.ε.). Η αντίληψη που έχουν σχηματίσει οι δύο μεγάλες κατηγορίες πολιτών με βάση ένα αντικειμενικό δεδομένο, τον πλούτο και την ελευθερία, τις οδηγεί να διεκδικήσουν μια διαφορετική θέση μέσα στο πολίτευμα, τις οδηγεί δηλαδή σε διεκδίκηση εκείνης της πολιτειακής οργάνωσης που τους κατοχυρώνει την ευνοϊκότερη θέση εξουσίας και προωθεί αποτελεσματικότερα τα «ταξικά τους συμφέροντα». Ωστόσο ο Αριστοτέλης δεν παραλείπει να προσθέσει ως «συναίτια» πολιτειακών και πολιτικών μεταβολών και τα ψυχολογικά κίνητρα, ατομικά και συλλογικά (1311α 35 κ.ε.). Η αλαζονεία, ο φόβος, η υπεροχή, η περιφρόνηση και τα παρόμοια λειτουργούν ως διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στην ισχύουσα πολιτική πραγματικότητα και στην αντίληψη που διαμορφώνει γι’ αυτή το ατομικό και συλλογικό υποκείμενο. Οι διαμεσολαβήσεις αυτές μορφοποιούν την αντίληψη για το πραγματικό και το δέον που σχηματίζει το υποκείμενο και το ωθούν σε διεκδίκηση αυτού που αντιλαμβάνεται ως ορθό (1302b κ.ε.).
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο Αριστοτέλης όντως εγγράφει μια θεωρία της ιδεολογίας στη θεώρηση του πολιτικού. Αυτό σημαίνει περαιτέρω ότι αντιλαμβάνεται στο πλαίσιο του πολιτικώς πράττειν και θεωρείν ότι η σχέση υποκειμένου αντικειμένου και λόγου πράξης είναι δυναμική, διαλεκτική, πολλαπλώς διαμεσολαβούμενη και συνεχώς διανοιγόμενη.