ΘΗΣΕΥΣ
ἥκω σὺν ἄλλοις, οἳ παρ᾽ Ἀσωποῦ ῥοὰς
μένουσιν, ἔνοπλοι γῆς Ἀθηναίων κόροι,
1165 σῶι παιδί, πρέσβυ, σύμμαχον φέρων δόρυ.
κληδὼν γὰρ ἦλθεν εἰς Ἐρεχθειδῶν πόλιν
ὡς σκῆπτρα χώρας τῆσδ᾽ ἀναρπάσας Λύκος
ἐς πόλεμον ὑμῖν καὶ μάχην καθίσταται.
τίνων δ᾽ ἀμοιβὰς ὧν ὑπῆρξεν Ἡρακλῆς
1170 σώσας με νέρθεν ἦλθον, εἴ τι δεῖ, γέρον,
ἢ χειρὸς ὑμᾶς τῆς ἐμῆς ἢ συμμάχων.
ἔα· τί νεκρῶν τῶνδε πληθύει πέδον;
οὔ που λέλειμμαι καὶ νεωτέρων κακῶν
ὕστερος ἀφῖγμαι; τίς τάδ᾽ ἔκτεινεν τέκνα;
1175 τίνος γεγῶσαν τήνδ᾽ ὁρῶ ξυνάορον;
οὐ γὰρ δορός γε παῖδες ἵστανται πέλας,
ἀλλ᾽ ἄλλο πού τι καινὸν εὑρίσκω κακόν.
ΑΜ. ὦ τὸν ἐλαιοφόρον ὄχθον ἔχων ‹ἄναξ›
ΘΗ. τί χρῆμά μ᾽ οἰκτροῖς ἐκάλεσας προοιμίοις;
1180 ΑΜ. ἐπάθομεν πάθεα μέλεα πρὸς θεῶν.
ΘΗ. οἱ παῖδες οἵδε τίνος ἐφ᾽ οἷς δακρυρροεῖς;
ΑΜ. ἔτεκε μέν ‹νιν› οὑμὸς ἶνις τάλας,
τεκόμενος δ᾽ ἔκανε φόνιον αἷμα τλάς.
ΘΗ. τί φήις; τί δράσας; ΑΜ. μαινομένωι πιτύλωι πλαγχθεὶς
ἑκατογκεφάλου βαφαῖς ὕδρας.
ΘΗ. ὦ δεινὰ λέξας. ΑΜ. οἰχόμεθ᾽ οἰχόμεθα πτανοί.
1185 ΘΗ. εὔφημα φώνει. ΑΜ. βουλομένοισιν ἐπαγγέλληι.
ΘΗ. Ἥρας ὅδ᾽ ἁγών· τίς δ᾽ ὅδ᾽ οὑν νεκροῖς, γέρον;
1190 ΑΜ. ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος, ‹ὃς› ἐπὶ
δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖ-
σι Φλεγραῖον ἐς πεδίον ἀσπιστάς.
1195 ΘΗ. φεῦ φεῦ· τίς ἀνδρῶν ὧδε δυσδαίμων ἔφυ;
ΑΜ. οὐκ ἂν εἰδείης ἕτερον
πολυμοχθότερον πολυπλαγκτότερόν τε θνατῶν.
ΘΗ. τί γὰρ πέπλοισιν ἄθλιον κρύπτει κάρα;
ΑΜ. αἰδόμενος τὸ σὸν ὄμμα
1200 καὶ φιλίαν ὁμόφυλον
αἷμά τε παιδοφόνον.
ΘΗ. ἀλλ᾽ εἰ συναλγῶν γ᾽ ἦλθον; ἐκκάλυπτέ νιν.
ΑΜ. ὦ τέκνον, πάρες ἀπ᾽ ὀμμάτων
πέπλον, ἀπόδικε, ῥέθος ἀελίωι δεῖξον.
1205 βάρος ἀντίπαλον δακρύοις συναμιλλᾶται·
ἱκετεύομεν ἀμφὶ γενειάδα καὶ
γόνυ καὶ χέρα σὰν προπίτνων πολιὸν
1210 δάκρυον ἐκβαλών· ἰὼ παῖ, κατά-
σχεθε λέοντος ἀγρίου θυμόν, ὧι
δρόμον ἐπὶ φόνιον ἀνόσιον ἐξάγηι
κακὰ θέλων κακοῖς συνάψαι, τέκνον.
***
ΘΗΣΕΥΣ
Έφθασα με άλλους οπού στου Ασωπού το ρέμα
περιμένουν οπλισμέν᾽, οι νιοι της Αθήνας,
στον γιο σου, ω γέρο, φέρνοντας σύμμαχο δόρυ.
Γιατ᾽ ήρθε στων Ερεχθειδών τη γη μαντάτο
ότι της χώρας σας τα σκήπτρ᾽ άρπαξε ο Λύκος
κι ενάντια σας σήκωσε πόλεμο κι αμάχη.
Κι εγώ, πληρώνοντας το χρέος που ᾽χεν αρχίσει
1170 από τον Άδη σώζοντάς με ο Ηρακλής, ήρθα
αν του χεριού μου έχετε ανάγκ᾽ ή των συμμάχων.
Ω! τί είναι έτσι το πάτωμα νεκρούς γεμάτο;
Μην άργησα κι από νεότερα κακά έχω
φτάσει υστερότερα; ποιός σκότωσε τα τέκνα
αυτά και ποιού γυναίκα αυτή ᾽ναι που βογγάει;
Γιατί δεν είναι τα παιδιά σ᾽ ελικιά μάχης
κι άλλο παράξενο κακό, υποθέτω, εγίνη.
ΑΜΦ. Ω βασιλιά, πὄχεις τη γη την ελιοφόρα.
ΘΗΣ. Τί με καλείς με τέτοιο θλιβερό προοίμιο;
1180 ΑΜΦ. Επάθαμεν απ᾽ τους θεούς δύστυχα πάθη.
ΘΗΣ. Και τί παιδιά ειναι αυτά, που γι᾽ αυτά δάκρυα χύνεις;
ΑΜΦ. Τα γέννησε ο δικός μου γιος·
κι οπού τα γέννησε τα σκότωσε,
φονικόν αίμα χύνοντας.
ΘΗΣ. Μίλα καλά!
ΑΜΦ. Διατάζεις τούς οπού το θέλουν.
ΘΗΣ. Ω, τί φοβερό λόγον είπες!
ΑΜΦ. Πάμε χαμένοι σύντομα.
ΘΗΣ. Τί λέγεις; και πώς το ᾽καμε;
ΑΜΦ. Σε τρέλαν επλανήθηκε με χτύπημα
φαρμακεμένο απ᾽ το αίμα
της ύδρας της εκατοκέφαλης.
ΘΗΣ. Νίκη της Ήρας! κι αυτός ποιός μες στους νεκρούς;
1190 ΑΜΦ. Ο γιος μου είναι, ο πολύπαθός μου,
οπού ᾽ρθε στη γιγαντοφόνα
μάχη με τους θεούς αντάμα
πολεμιστής στον Φλεγραίο κάμπο.
ΘΗΣ. Ωιμένα, ωιμέ· ποιός τόσο δύστυχος γεννήθη;
ΑΜΦ. Δεν μπορείς άλλονε να βρεις
πιο πολυβασάνιστον και πιο
πολύπαθον απ᾽ τους θνητούς.
ΘΗΣ. Τί κρύβει μες στους πέπλους το κεφάλι;
ΑΜΦ. Ντρεπόμενος την όψη σου
1200 και την ταιριαστή φιλία
και των παιδιών του το αίμα.
ΘΗΣ. Μα ήρθα μαζί του να πονέσω· ξάνοιξέ τον.
ΑΜΦ. Ω τέκνο μου,
διώξε απ᾽ τα μάτια σου τον πέπλο
κι απόρριξέ τον και στον ήλιο
δείξε το μάγουλό σου· είναι βαρύ
στα δάκρυα ν᾽ αντιστέκεσαι.
Ω! σε ικετεύω απλώνοντας
στα γένια και στο γόνα και στα χέρια σου
και λευκό δάκρυ χύνοντας.
1210 Ω τέκνο μου, συγκράτησε
τον θυμόν άγριου λιονταριού,
οπού σ᾽ ανόσιο δρόμο βγάζει
θέλοντας τα κακά να σμίξεις
με άλλα κακά, ω παιδί μου!
ἥκω σὺν ἄλλοις, οἳ παρ᾽ Ἀσωποῦ ῥοὰς
μένουσιν, ἔνοπλοι γῆς Ἀθηναίων κόροι,
1165 σῶι παιδί, πρέσβυ, σύμμαχον φέρων δόρυ.
κληδὼν γὰρ ἦλθεν εἰς Ἐρεχθειδῶν πόλιν
ὡς σκῆπτρα χώρας τῆσδ᾽ ἀναρπάσας Λύκος
ἐς πόλεμον ὑμῖν καὶ μάχην καθίσταται.
τίνων δ᾽ ἀμοιβὰς ὧν ὑπῆρξεν Ἡρακλῆς
1170 σώσας με νέρθεν ἦλθον, εἴ τι δεῖ, γέρον,
ἢ χειρὸς ὑμᾶς τῆς ἐμῆς ἢ συμμάχων.
ἔα· τί νεκρῶν τῶνδε πληθύει πέδον;
οὔ που λέλειμμαι καὶ νεωτέρων κακῶν
ὕστερος ἀφῖγμαι; τίς τάδ᾽ ἔκτεινεν τέκνα;
1175 τίνος γεγῶσαν τήνδ᾽ ὁρῶ ξυνάορον;
οὐ γὰρ δορός γε παῖδες ἵστανται πέλας,
ἀλλ᾽ ἄλλο πού τι καινὸν εὑρίσκω κακόν.
ΑΜ. ὦ τὸν ἐλαιοφόρον ὄχθον ἔχων ‹ἄναξ›
ΘΗ. τί χρῆμά μ᾽ οἰκτροῖς ἐκάλεσας προοιμίοις;
1180 ΑΜ. ἐπάθομεν πάθεα μέλεα πρὸς θεῶν.
ΘΗ. οἱ παῖδες οἵδε τίνος ἐφ᾽ οἷς δακρυρροεῖς;
ΑΜ. ἔτεκε μέν ‹νιν› οὑμὸς ἶνις τάλας,
τεκόμενος δ᾽ ἔκανε φόνιον αἷμα τλάς.
ΘΗ. τί φήις; τί δράσας; ΑΜ. μαινομένωι πιτύλωι πλαγχθεὶς
ἑκατογκεφάλου βαφαῖς ὕδρας.
ΘΗ. ὦ δεινὰ λέξας. ΑΜ. οἰχόμεθ᾽ οἰχόμεθα πτανοί.
1185 ΘΗ. εὔφημα φώνει. ΑΜ. βουλομένοισιν ἐπαγγέλληι.
ΘΗ. Ἥρας ὅδ᾽ ἁγών· τίς δ᾽ ὅδ᾽ οὑν νεκροῖς, γέρον;
1190 ΑΜ. ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος, ‹ὃς› ἐπὶ
δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖ-
σι Φλεγραῖον ἐς πεδίον ἀσπιστάς.
1195 ΘΗ. φεῦ φεῦ· τίς ἀνδρῶν ὧδε δυσδαίμων ἔφυ;
ΑΜ. οὐκ ἂν εἰδείης ἕτερον
πολυμοχθότερον πολυπλαγκτότερόν τε θνατῶν.
ΘΗ. τί γὰρ πέπλοισιν ἄθλιον κρύπτει κάρα;
ΑΜ. αἰδόμενος τὸ σὸν ὄμμα
1200 καὶ φιλίαν ὁμόφυλον
αἷμά τε παιδοφόνον.
ΘΗ. ἀλλ᾽ εἰ συναλγῶν γ᾽ ἦλθον; ἐκκάλυπτέ νιν.
ΑΜ. ὦ τέκνον, πάρες ἀπ᾽ ὀμμάτων
πέπλον, ἀπόδικε, ῥέθος ἀελίωι δεῖξον.
1205 βάρος ἀντίπαλον δακρύοις συναμιλλᾶται·
ἱκετεύομεν ἀμφὶ γενειάδα καὶ
γόνυ καὶ χέρα σὰν προπίτνων πολιὸν
1210 δάκρυον ἐκβαλών· ἰὼ παῖ, κατά-
σχεθε λέοντος ἀγρίου θυμόν, ὧι
δρόμον ἐπὶ φόνιον ἀνόσιον ἐξάγηι
κακὰ θέλων κακοῖς συνάψαι, τέκνον.
***
ΘΗΣΕΥΣ
Έφθασα με άλλους οπού στου Ασωπού το ρέμα
περιμένουν οπλισμέν᾽, οι νιοι της Αθήνας,
στον γιο σου, ω γέρο, φέρνοντας σύμμαχο δόρυ.
Γιατ᾽ ήρθε στων Ερεχθειδών τη γη μαντάτο
ότι της χώρας σας τα σκήπτρ᾽ άρπαξε ο Λύκος
κι ενάντια σας σήκωσε πόλεμο κι αμάχη.
Κι εγώ, πληρώνοντας το χρέος που ᾽χεν αρχίσει
1170 από τον Άδη σώζοντάς με ο Ηρακλής, ήρθα
αν του χεριού μου έχετε ανάγκ᾽ ή των συμμάχων.
Ω! τί είναι έτσι το πάτωμα νεκρούς γεμάτο;
Μην άργησα κι από νεότερα κακά έχω
φτάσει υστερότερα; ποιός σκότωσε τα τέκνα
αυτά και ποιού γυναίκα αυτή ᾽ναι που βογγάει;
Γιατί δεν είναι τα παιδιά σ᾽ ελικιά μάχης
κι άλλο παράξενο κακό, υποθέτω, εγίνη.
ΑΜΦ. Ω βασιλιά, πὄχεις τη γη την ελιοφόρα.
ΘΗΣ. Τί με καλείς με τέτοιο θλιβερό προοίμιο;
1180 ΑΜΦ. Επάθαμεν απ᾽ τους θεούς δύστυχα πάθη.
ΘΗΣ. Και τί παιδιά ειναι αυτά, που γι᾽ αυτά δάκρυα χύνεις;
ΑΜΦ. Τα γέννησε ο δικός μου γιος·
κι οπού τα γέννησε τα σκότωσε,
φονικόν αίμα χύνοντας.
ΘΗΣ. Μίλα καλά!
ΑΜΦ. Διατάζεις τούς οπού το θέλουν.
ΘΗΣ. Ω, τί φοβερό λόγον είπες!
ΑΜΦ. Πάμε χαμένοι σύντομα.
ΘΗΣ. Τί λέγεις; και πώς το ᾽καμε;
ΑΜΦ. Σε τρέλαν επλανήθηκε με χτύπημα
φαρμακεμένο απ᾽ το αίμα
της ύδρας της εκατοκέφαλης.
ΘΗΣ. Νίκη της Ήρας! κι αυτός ποιός μες στους νεκρούς;
1190 ΑΜΦ. Ο γιος μου είναι, ο πολύπαθός μου,
οπού ᾽ρθε στη γιγαντοφόνα
μάχη με τους θεούς αντάμα
πολεμιστής στον Φλεγραίο κάμπο.
ΘΗΣ. Ωιμένα, ωιμέ· ποιός τόσο δύστυχος γεννήθη;
ΑΜΦ. Δεν μπορείς άλλονε να βρεις
πιο πολυβασάνιστον και πιο
πολύπαθον απ᾽ τους θνητούς.
ΘΗΣ. Τί κρύβει μες στους πέπλους το κεφάλι;
ΑΜΦ. Ντρεπόμενος την όψη σου
1200 και την ταιριαστή φιλία
και των παιδιών του το αίμα.
ΘΗΣ. Μα ήρθα μαζί του να πονέσω· ξάνοιξέ τον.
ΑΜΦ. Ω τέκνο μου,
διώξε απ᾽ τα μάτια σου τον πέπλο
κι απόρριξέ τον και στον ήλιο
δείξε το μάγουλό σου· είναι βαρύ
στα δάκρυα ν᾽ αντιστέκεσαι.
Ω! σε ικετεύω απλώνοντας
στα γένια και στο γόνα και στα χέρια σου
και λευκό δάκρυ χύνοντας.
1210 Ω τέκνο μου, συγκράτησε
τον θυμόν άγριου λιονταριού,
οπού σ᾽ ανόσιο δρόμο βγάζει
θέλοντας τα κακά να σμίξεις
με άλλα κακά, ω παιδί μου!