2.3. Ομηρικά μεγαθέματα: πόλεμος - ομιλία - νόστος
Τρία μεγάλα θέματα (με μια λέξη: μεγαθέματα) συμπλέκονται και συγκρούονται μεταξύ τους στα δύο ομηρικά έπη, με διαφορετικό όμως τρόπο και αντίθετη έκβαση στο ένα και στο άλλο: ο πόλεμος, η ομιλία και ο νόστος. Στην Ιλιάδα το ισχυρό θέμα του έπους είναι ο πόλεμος, ο οποίος δοκιμάζει ή και συνθλίβει τις ομιλητικές σχέσεις και αποκλείει εξ ορισμού, όσο συνεχίζεται, τον νικηφόρο νόστο. Παράδειγμα κορυφαίο της εξοντωτικής επίδρασης του πολέμου στις ενδιάμεσες ομιλίες είναι η διάλυση που επιφέρει στη συζυγική ομιλία του Έκτορα και της Ανδρομάχης, η οποία διαβαθμίζεται σε τρεις σκηνές της έκτης, της εικοστής δεύτερης και της εικοστής τέταρτης ραψωδίας.
Στην έκτη ραψωδία η Ανδρομάχη, με τον νήπιο Αστυάνακτα στην αγκαλιά της, προσπαθεί να αποσπάσει τον Έκτορα από το επικίνδυνο πεδίο της μάχης στις ασφαλέστερες προσβάσεις του κάστρου, αλλά εκείνος δεν πείθεται, μολονότι προαισθάνεται την τελική πτώση της Τροίας, που συνεπάγεται τον δικό του αφανισμό και την αιχμαλωσία της γυναίκας του. Όταν στην εικοστή δεύτερη ραψωδία ο Αχιλλέας σκοτώνει τον Έκτορα, ο σπαρακτικός θρήνος της Ανδρομάχης παροξύνει το προηγούμενο κλάμα της στο τέλος της έκτης ραψωδίας. Και εδώ αναγνωρίζεται η δεύτερη βαθμίδα της εξαρθρωμένης συζυγικής ομιλίας εξαιτίας του πολέμου. Η τρίτη και τελική βαθμίδα της εντοπίζεται στην τελευταία ραψωδία του έπους: ο Πρίαμος επιστρέφει το σώμα του σκοτωμένου Έκτορα στην τειχισμένη Τροία, και τότε, ανάμεσα στους άλλους επικήδειους θρήνους, ξεχωρίζει πάλι ο συζυγικός κομμός της Ανδρομάχης. Στο σημείο εξάλλου αυτό διασταυρώνονται, λοξά έστω, τα μεγαθέματα του πολέμου και της ομιλίας στην Ιλιάδα με το μεγάθεμα του νόστου· ενός νόστου όμως νεκρώσιμου, που τον αναγγέλλει η Κασσάνδρα από τις επάλξεις του κάστρου της Τροίας, όταν διακρίνει τον Πρίαμο να πλησιάζει με το σώμα του αδελφού της και θυμάται πώς νοστούσε ο Έκτορας, επιστρέφοντας άλλοτε από το πεδίο της μάχης, ζωντανός στην Τροία. Εκείνο τον νόστο παραβάλλει τώρα με τον νεκρώσιμο νόστο που βλέπει μπροστά της (τον εξονομάζει με το ίδιο ρήμα: νοστέω - νοστῶ).
Στη μεταπολεμική Οδύσσεια το μεγάθεμα του πολέμου υποχωρεί. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι και μηδενίζεται. Κατά κανόνα, εμφανίζεται παραλλαγμένο, συντηρώντας μόνο τον πυρήνα του, δηλαδή τον φόνο, ατομικό και συλλογικό. Έτσι, αν εξαιρεθεί η πρώτη περιπέτεια των «Απολόγων» (η σύγκρουση των εταίρων του Οδυσσέα με τους Κίκονες της θρακικής ακτής), που προσομοιάζει με κανονική μάχη, στις άλλες περιπτώσεις το θέμα του πολέμου εμφανίζεται σε ιδιόρρυθμες παραλλαγές. Η προφανέστερη παραλλαγή είναι αυτή της μνηστηροφονίας: φονική επιχείρηση, σε κλειστό όμως χώρο, ενός (έστω λίγων) με πολλούς, όπου στην πρώτη και σημαντικότερη φάση της ως φονικό όπλο χρησιμοποιείται εξ επαφής το τόξο - τακτική που δεν ισχύει κατά κανόνα στις ιλιαδικές συγκρούσεις. Μόνον όταν τα βέλη του Οδυσσέα εξαντλούνται, ο αμοιβαίος αγώνας προσφεύγει στα δόρατα. Κατά τα άλλα, οι μνηστήρες απειλούν με προσωπικό φόνο τον νεαρό Τηλέμαχο, κατά την επιστροφή του από την Πελοπόννησο, αλλά τελικά το φονικό τους σχέδιο δεν ευοδώνεται χάρη στην προειδοποίηση της Αθηνάς. Τέλος, φονικές απειλές εκτοξεύονται από τους μνηστήρες και εναντίον του Οδυσσέα, όσο λείπει ο ήρωας ή κυκλοφορεί μέσα στο παλάτι της Ιθάκης σαν ξένος ζήτουλας.
Αντίθετα προς την υποβάθμιση του πολέμου, στην Οδύσσεια αναβαθμίζονται τα μεγαθέματα του νόστου και της ομιλίας, τα οποία, όπως είδαμε, στην Ιλιάδα συνθλίβονται. Η αναβάθμισή τους συντελείται προοδευτικά και κορυφώνεται στο τέλος του έπους, όταν ο Οδυσσέας επιβάλλει πια με τη μνηστηροφονία τον νόστο του και ξανακερδίζει τη βασιλική εξουσία και τη γυναίκα του. Στο μεταξύ, το θέμα του νόστου προσκρούει σε διαδοχικές αντιστάσεις: κυρίως στον θυμό του Ποσειδώνα, όσο ο ήρωας βρίσκεται ακόμη μακριά από την Ιθάκη· έπειτα στην αντίσταση των μνηστήρων, οι οποίοι μέχρι την τελευταία στιγμή πιστεύουν ότι ο Οδυσσέας έχει αφανιστεί στον δρόμο της επιστροφής του· τέλος, στη δυσπιστία των δικών και των φίλων (κατά σειρά: του Τηλεμάχου, της Ευρύκλειας, του Εύμαιου και του Φιλοίτιου, της Πηνελόπης και του Λαέρτη) - η δυσπιστία αυτή αίρεται κάθε φορά με τη μέθοδο του αναγνωρισμού.
Μαζί με την επιβράβευση του νόστου επιβραβεύεται στην Οδύσσεια και το μεγάθεμα της ομιλίας, όχι μόνο της συζυγικής αλλά και της παρασυζυγικής. Και εδώ έχουμε χαρακτηριστική απόκλιση από την Ιλιάδα, όπου η παρασυζυγική σχέση του Πάρη με την Ελένη θεωρείται αφορμή του τρωικού πολέμου και αντιμετωπίζεται αρνητικά ή τουλάχιστον με επιφύλαξη. Στην Οδύσσεια αντίθετα οι παρασυζυγικές σχέσεις του Οδυσσέα πρώτα με την Κίρκη και μετά με την Καλυψώ (σχέσεις εν μέρει προαιρετικές και εν μέρει αναγκαστικές) λειτουργούν στην αρχή αρνητικά, ύστερα όμως θετικά, προάγοντας τον νόστο του Οδυσσέα. Και οι δύο αυτές δαιμονικές θεές δοκιμάζουν να καθηλώσουν, καθεμιά με τον τρόπο της, τον Οδυσσέα στο κρεβάτι τους· μετά όμως υποχωρούν στον πόθο επιστροφής του ήρωα στον τόπο του και γίνονται καλοί αγωγοί του νόστου του.
Όσο για την κορυφαία ομιλητική σχέση του έπους, τη συζυγική ομιλία Οδυσσέα και Πηνελόπης, αυτή φαίνεται να αντιγράφει την ιλιαδική συζυγική ομιλία Έκτορα και Ανδρομάχης, αντιστρέφοντας όμως και τη φορά και την έκβασή της. Όπως η διάσημη ιλιαδική συζυγική ομιλία, έτσι και η οδυσσειακή διαβαθμίζεται σε τρεις ραψωδίες. Στη δέκατη έβδομη ραψωδία η πρώτη διαλογική επικοινωνία της Πηνελόπης με τον αδιάγνωστο ακόμη Οδυσσέα γίνεται μέσω διερμηνέα, του Εύμαιου, όπου και συμφωνείται ο άμεσος διάλογός τους για αργά το βράδυ της ίδιας μέρας, όταν θα αδειάσει η αίθουσα του παλατιού από τους ενοχλητικούς μνηστήρες. Η δεύτερη αυτή προγραμματισμένη βαθμίδα της συζυγικής ομιλίας (μακρότερη της πρώτης και δραματοποιημένη) συντελείται στη δέκατη ένατη ραψωδία· εκεί παρ᾽ ολίγον να καταλήξει στον αναγνωρισμό του Οδυσσέα από την Πηνελόπη, αλλά τελικά τον προσδοκώμενο αναγνωρισμό τον κλέβει κατά κάποιον τρόπο από τη βασίλισσα της Ιθάκης η Ευρύκλεια, με το επεισόδιο των «Νίπτρων». Η τρίτη και κορυφαία βαθμίδα επιφυλάσσεται για μετά τη μνηστηροφονία, στην εικοστή τρίτη ραψωδία του έπους: εδώ δοκιμάζονται και αναγνωρίζονται οι σύζυγοι με σημάδια απαραγνώριστα, και η συζυγική ομιλία στεφανώνεται με τη διαλογική τους συνομιλία πρώτα, και με την ερωτική τους συνεύρεση μετά.
Υπάρχουν πολλές ενδείξεις, αν όχι αποδείξεις, για άμεση ή έμμεση σχέση της Οδύσσειας με την Ιλιάδα· οι οποίες άλλους ερευνητές τους οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ταυτίζεται ο ποιητής τους, και άλλους ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση «χωρίζονται» δύο ποιητές, που ο ένας (ο νεότερος της Οδύσσειας) μαθητεύει στον αρχαιότερο (της Ιλιάδας). Όπως κι αν έχει το πράγμα, η αντιθετική αναλογία ανάμεσα στην ιλιαδική και στην οδυσσειακή συζυγική ομιλία δεν μπορεί να είναι τυχαία: προϋποθέτει αποφασισμένη παραπομπή της δεύτερης στην πρώτη.
Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022
Νικάω τον φόβο εκεί ακριβώς που γεννιέται: στο μυαλό μου
Ο φόβος είναι ένα από τα πιο ισχυρά ανθρώπινα συναισθήματα. Το να μπορέσουμε να μάθουμε να τον ελέγχουμε είναι πολύ σημαντικό όπως επίσης και να μάθουμε να τον χρησιμοποιούμε σαν οδηγό.
Μάθετε πώς, εύκολα και απλά
Τα συναισθήματα είναι σημαντικό κομμάτι της ζωής του ανθρώπου από την αρχή της ύπαρξής του. Ο φόβος είναι από τα πιο αρχέγονα συναισθήματα, τα οποία βοηθούσαν τον άνθρωπο στην επιβίωσή του.
Στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον όμως σε τι εξυπηρετεί ο φόβος; Μπορούμε να ελέγξουμε αυτό το αρνητικό συναίσθημα και τι σημαίνει στην πραγματικότητα ο όρος «αρνητικό» συναίσθημα;
Η διαχείριση των αρνητικών συναισθημάτων, που αποτελεί κομμάτι της συναισθηματικής νοημοσύνης (το λεγόμενο EQ στα αγγλικά) είναι πολύ σημαντική ικανότητα που μπορεί να είναι καίρια στη ζωή μας.
Πως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα αρνητικά συναισθήματα προς όφελός μας;
Τα αρνητικά συναισθήματα είναι ενδεικτικά η λύπη, ο φόβος, ο θυμός ή το άγχος και τα θεωρούμε αρνητικά διότι μας είναι δυσάρεστα. Όμως ακόμα και τα δυσάρεστα συναισθήματα μας δείχνουν πράγματα για τον εαυτό μας και μπορούν να αποτελέσουν έναν «φάρο» ώστε να φτάσουμε πιο κοντά στην αυτογνωσία.
Ειδικά τα αρνητικά συναισθήματα είναι χρήσιμα γιατί μεταφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για εμάς. Μας αποκαλύπτουν τις βαθύτερες ανάγκες μας που μπορεί να είναι ακάλυπτες και μπορούν να είναι μια αρχή, εφόσον τα αποκωδικοποιήσουμε, ώστε να γίνουμε καλύτεροι.
Όπως και σε όλα τα συναισθήματα -θετικά ή αρνητικά - πρέπει να τα αναγνωρίσουμε, να τα αποδεχτούμε, να τα κατανοήσουμε, και στο τέλος να τα διαχειριστούμε. Ο φόβος δεν αποτελεί εξαίρεση.
Τι είναι ο φόβος;
Ο φόβος είναι η συνειδητοποίηση ενός μελλοντικού και επερχόμενου κινδύνου.
Ο κίνδυνος αυτός συνήθως είναι φανταστικός ή δεν έχουμε καμία ένδειξη αν θα πραγματοποιηθεί στην πραγματικότητα. Με λίγα λόγια, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ο φόβος είναι ένα φαινόμενο το οποίο δεν είναι αληθινό και δεν έχει λογική υπόσταση.
Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι δεν είναι έμφυτος ο φόβος, αλλά επίκτητος.
Συγκεκριμένα ο άνθρωπος έχει μόνο 2 έμφυτους φόβους, τον φόβο της πτώσης και τον φόβο του θορύβου. Οι υπόλοιποι φόβοι είναι επίκτητοι και υπεύθυνοι για τη δημιουργία τους είμαστε εμείς.
Είναι σημαντική η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος, διότι από την στιγμή που εμείς είμαστε υπεύθυνοι για αυτό το συναίσθημα και εμείς είμαστε οι δημιουργοί του, έχουμε άμεση επίδραση πάνω του και άρα μπορούμε και να το ελέγξουμε.
Πως δημιουργείται ο φόβος;
Ο φόβος είναι συναίσθημα το οποίο λειτουργεί σαν οδηγός. Μας δείχνει ότι υπάρχει μια επικείμενη απειλή, η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Όμως αυτό που τον δημιουργεί στην πραγματικότητα είναι η δική μας σκέψη, η οποία τον εντείνει. Μας κάνει να δημιουργούμε υποθετικά σενάρια για τα οποία δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι θα συμβούν, μια και δεν μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον.
Κατά βάση ο φόβος προκαλείται γιατί προβλέπουμε κακά μελλοντικά σενάρια, που δεν ξέρουμε ότι θα συμβούν, απλώς εμείς το πιστεύουμε ότι θα συμβούν.
Ο φόβος λοιπόν προκαλείται από αρνητικές σκέψεις για το μέλλον, που εμείς τις πιστεύουμε “σαν να” αποτελούν γεγονός.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα των σκέψεων που κάνουμε είναι ότι συνήθως είναι μη αποδείξιμες, καθώς κανείς δεν μπορεί να αποδείξει τι θα συμβεί στο μέλλον, γιατί δεν το ξέρει με σιγουριά και φυσικά κανείς δεν ελέγχει το μέλλον.
Πως αντιμετωπίζεται ο φόβος;
Αρχικά πρέπει να κατανοήσουμε αν αυτό που νιώθουμε είναι φόβος ή άγχος. Το άγχος είναι συναίσθημα που νιώθουμε για κίνδυνο ο οποίος υφίσταται τώρα.
Το αμέσως επόμενο βήμα είναι να κατανοήσουμε αν ο φόβος είναι πραγματικός ή όχι και αν είναι λογικός. Αν είναι λογικός και στηριγμένος σε πραγματικά δεδομένα, πρέπει να αναλάβουμε δράση και να προετοιμαστούμε να τον αντιμετωπίσουμε.
Δηλαδή αν αξίζει κάτι να το φοβόμαστε, καλό είναι να προετοιμαστούμε, ώστε να προστατευτούμε. Όπως για παράδειγμα φοράς κράνος ή ζώνη ασφαλείας για αν προστατευτείς από τον κίνδυνο ατυχήματος.
Αν πάλι δεν είναι λογικός ο φόβος, τότε μπορούμε να αλλάξουμε τη διάθεσή μας, χρησιμοποιώντας μια άλλη θετική σκέψη ή εκλογικεύοντάς τον.
Πώς μειώνουμε τον φόβο;
Επίσης είναι βασικό να μάθουμε να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας και μάλιστα σε πρώτο ενικό, ώστε να κατανοούμε ότι κάθε στιγμή εμείς τα ελέγχουμε.
Ο τρόπος, ο τόνος και ακόμα και το ύφος με τα οποία εκφραζόμαστε είναι πολύ σημαντικά και ασκούν επίδραση στη δική μας ψυχολογία αρχικά.
Το αντίθετο συναίσθημα του φόβου, ή καλύτερα, το αντίδοτο στο φόβο είναι το θάρρος. Θάρρος είναι να μπορούμε να δράσουμε με τον φόβο και να μην παραλύουμε και όχι το να δρούμε χωρίς φόβο. Στόχος μας είναι να προσπαθούμε να μειώσουμε την ένταση του φόβου, τη συχνότητα με την οποία εμφανίζεται και τη χρονική του διάρκεια.
Πώς μαθαίνουμε να αντιμετωπίζουμε το φόβο;
Ο φόβος μπορεί να μην βασίζεται σε πραγματικό κίνδυνο και να είναι απλώς η δική μας σκέψη που το προκαλεί, αλλά οι επιπτώσεις του είναι πέρα για πέρα αληθινές και αρνητικές, συνήθως για αυτόν που το βιώνει. Κατ’επέκταση, είναι σκόπιμο να προσπαθήσουμε κατά το δυνατόν να μειώσουμε τις αρνητικές επιδράσεις του πάνω μας.
Το να νικήσουμε τον φόβο είναι απολύτως εφικτό, αρκεί να τον αντιμετωπίζουμε εν τη γενέσει του και συγκεκριμένα στο μυαλό μας. Αν μάθουμε να ελέγχουμε τη σκέψη μας, θα ελέγχουμε τα συναισθήματά μας.
Σε αυτό θα μάθετε και το πώς να διαχειρίζεστε τα αρνητικά μας συναισθήματα γενικά, αλλά και πιο συγκεκριμένα την απόρριψη και τις ενοχές, που πολύ συχνά πηγάζουν από φανταστικούς φόβους.
Ο φόβος της έκθεσης, ο φόβος της επίκρισης και ο φόβος της απόρριψης, αλλά και οι ενοχές σε μεγάλο βαθμό, πηγάζουν από αρνητικές προβλέψεις του πώς θα αντιδράσουν οι άλλοι απέναντί μας.
Γιατί να περιορίζουμε τη ζωή μας με αρνητικά σενάρια και να μην νικήσουμε το φόβο, ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ;
Μάθετε πώς, εύκολα και απλά
Τα συναισθήματα είναι σημαντικό κομμάτι της ζωής του ανθρώπου από την αρχή της ύπαρξής του. Ο φόβος είναι από τα πιο αρχέγονα συναισθήματα, τα οποία βοηθούσαν τον άνθρωπο στην επιβίωσή του.
Στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον όμως σε τι εξυπηρετεί ο φόβος; Μπορούμε να ελέγξουμε αυτό το αρνητικό συναίσθημα και τι σημαίνει στην πραγματικότητα ο όρος «αρνητικό» συναίσθημα;
Η διαχείριση των αρνητικών συναισθημάτων, που αποτελεί κομμάτι της συναισθηματικής νοημοσύνης (το λεγόμενο EQ στα αγγλικά) είναι πολύ σημαντική ικανότητα που μπορεί να είναι καίρια στη ζωή μας.
Πως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα αρνητικά συναισθήματα προς όφελός μας;
Τα αρνητικά συναισθήματα είναι ενδεικτικά η λύπη, ο φόβος, ο θυμός ή το άγχος και τα θεωρούμε αρνητικά διότι μας είναι δυσάρεστα. Όμως ακόμα και τα δυσάρεστα συναισθήματα μας δείχνουν πράγματα για τον εαυτό μας και μπορούν να αποτελέσουν έναν «φάρο» ώστε να φτάσουμε πιο κοντά στην αυτογνωσία.
Ειδικά τα αρνητικά συναισθήματα είναι χρήσιμα γιατί μεταφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για εμάς. Μας αποκαλύπτουν τις βαθύτερες ανάγκες μας που μπορεί να είναι ακάλυπτες και μπορούν να είναι μια αρχή, εφόσον τα αποκωδικοποιήσουμε, ώστε να γίνουμε καλύτεροι.
Όπως και σε όλα τα συναισθήματα -θετικά ή αρνητικά - πρέπει να τα αναγνωρίσουμε, να τα αποδεχτούμε, να τα κατανοήσουμε, και στο τέλος να τα διαχειριστούμε. Ο φόβος δεν αποτελεί εξαίρεση.
Τι είναι ο φόβος;
Ο φόβος είναι η συνειδητοποίηση ενός μελλοντικού και επερχόμενου κινδύνου.
Ο κίνδυνος αυτός συνήθως είναι φανταστικός ή δεν έχουμε καμία ένδειξη αν θα πραγματοποιηθεί στην πραγματικότητα. Με λίγα λόγια, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ο φόβος είναι ένα φαινόμενο το οποίο δεν είναι αληθινό και δεν έχει λογική υπόσταση.
Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι δεν είναι έμφυτος ο φόβος, αλλά επίκτητος.
Συγκεκριμένα ο άνθρωπος έχει μόνο 2 έμφυτους φόβους, τον φόβο της πτώσης και τον φόβο του θορύβου. Οι υπόλοιποι φόβοι είναι επίκτητοι και υπεύθυνοι για τη δημιουργία τους είμαστε εμείς.
Είναι σημαντική η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος, διότι από την στιγμή που εμείς είμαστε υπεύθυνοι για αυτό το συναίσθημα και εμείς είμαστε οι δημιουργοί του, έχουμε άμεση επίδραση πάνω του και άρα μπορούμε και να το ελέγξουμε.
Πως δημιουργείται ο φόβος;
Ο φόβος είναι συναίσθημα το οποίο λειτουργεί σαν οδηγός. Μας δείχνει ότι υπάρχει μια επικείμενη απειλή, η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Όμως αυτό που τον δημιουργεί στην πραγματικότητα είναι η δική μας σκέψη, η οποία τον εντείνει. Μας κάνει να δημιουργούμε υποθετικά σενάρια για τα οποία δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι θα συμβούν, μια και δεν μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον.
Κατά βάση ο φόβος προκαλείται γιατί προβλέπουμε κακά μελλοντικά σενάρια, που δεν ξέρουμε ότι θα συμβούν, απλώς εμείς το πιστεύουμε ότι θα συμβούν.
Ο φόβος λοιπόν προκαλείται από αρνητικές σκέψεις για το μέλλον, που εμείς τις πιστεύουμε “σαν να” αποτελούν γεγονός.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα των σκέψεων που κάνουμε είναι ότι συνήθως είναι μη αποδείξιμες, καθώς κανείς δεν μπορεί να αποδείξει τι θα συμβεί στο μέλλον, γιατί δεν το ξέρει με σιγουριά και φυσικά κανείς δεν ελέγχει το μέλλον.
Πως αντιμετωπίζεται ο φόβος;
Αρχικά πρέπει να κατανοήσουμε αν αυτό που νιώθουμε είναι φόβος ή άγχος. Το άγχος είναι συναίσθημα που νιώθουμε για κίνδυνο ο οποίος υφίσταται τώρα.
Το αμέσως επόμενο βήμα είναι να κατανοήσουμε αν ο φόβος είναι πραγματικός ή όχι και αν είναι λογικός. Αν είναι λογικός και στηριγμένος σε πραγματικά δεδομένα, πρέπει να αναλάβουμε δράση και να προετοιμαστούμε να τον αντιμετωπίσουμε.
Δηλαδή αν αξίζει κάτι να το φοβόμαστε, καλό είναι να προετοιμαστούμε, ώστε να προστατευτούμε. Όπως για παράδειγμα φοράς κράνος ή ζώνη ασφαλείας για αν προστατευτείς από τον κίνδυνο ατυχήματος.
Αν πάλι δεν είναι λογικός ο φόβος, τότε μπορούμε να αλλάξουμε τη διάθεσή μας, χρησιμοποιώντας μια άλλη θετική σκέψη ή εκλογικεύοντάς τον.
Πώς μειώνουμε τον φόβο;
Επίσης είναι βασικό να μάθουμε να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας και μάλιστα σε πρώτο ενικό, ώστε να κατανοούμε ότι κάθε στιγμή εμείς τα ελέγχουμε.
Ο τρόπος, ο τόνος και ακόμα και το ύφος με τα οποία εκφραζόμαστε είναι πολύ σημαντικά και ασκούν επίδραση στη δική μας ψυχολογία αρχικά.
Το αντίθετο συναίσθημα του φόβου, ή καλύτερα, το αντίδοτο στο φόβο είναι το θάρρος. Θάρρος είναι να μπορούμε να δράσουμε με τον φόβο και να μην παραλύουμε και όχι το να δρούμε χωρίς φόβο. Στόχος μας είναι να προσπαθούμε να μειώσουμε την ένταση του φόβου, τη συχνότητα με την οποία εμφανίζεται και τη χρονική του διάρκεια.
Πώς μαθαίνουμε να αντιμετωπίζουμε το φόβο;
Ο φόβος μπορεί να μην βασίζεται σε πραγματικό κίνδυνο και να είναι απλώς η δική μας σκέψη που το προκαλεί, αλλά οι επιπτώσεις του είναι πέρα για πέρα αληθινές και αρνητικές, συνήθως για αυτόν που το βιώνει. Κατ’επέκταση, είναι σκόπιμο να προσπαθήσουμε κατά το δυνατόν να μειώσουμε τις αρνητικές επιδράσεις του πάνω μας.
Το να νικήσουμε τον φόβο είναι απολύτως εφικτό, αρκεί να τον αντιμετωπίζουμε εν τη γενέσει του και συγκεκριμένα στο μυαλό μας. Αν μάθουμε να ελέγχουμε τη σκέψη μας, θα ελέγχουμε τα συναισθήματά μας.
Σε αυτό θα μάθετε και το πώς να διαχειρίζεστε τα αρνητικά μας συναισθήματα γενικά, αλλά και πιο συγκεκριμένα την απόρριψη και τις ενοχές, που πολύ συχνά πηγάζουν από φανταστικούς φόβους.
Ο φόβος της έκθεσης, ο φόβος της επίκρισης και ο φόβος της απόρριψης, αλλά και οι ενοχές σε μεγάλο βαθμό, πηγάζουν από αρνητικές προβλέψεις του πώς θα αντιδράσουν οι άλλοι απέναντί μας.
Γιατί να περιορίζουμε τη ζωή μας με αρνητικά σενάρια και να μην νικήσουμε το φόβο, ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ;
Το προφίλ του ευαίσθητου
Τι θα λέγαμε αν μαθαίναμε ότι ο ευαίσθητος άνθρωπος δεν υπάρχει, ότι ο αναίσθητος μπορεί να είναι απλώς ψύχραιμος και ότι ο συναισθηματικός συγκινείται πιο πολύ επειδή σκέφτεται τον εαυτό του και όχι τους άλλους;
Όλοι θεωρούμε τους εαυτούς μας και τους γύρω μας λιγότερο ή περισσότερο ευαίσθητους και ανάλογα με την κουλτούρα μας, τις εμπειρίες μας, τις προσλαμβάνουσές μας, τις αρχές της οικογένειάς μας, τα βιώματά μας κ.λπ. θεωρούμε το χαρακτηριστικό αυτό της προσωπικότητας καλό, επιθυμητό ή αντίθετα δείγμα αδυναμίας, αφέλειας κ.λπ.
Ποια είναι όμως η γνώμη των ειδικών; Ποια χαρακτηριστικά έχει ένας ευαίσθητος άνθρωπος, ποια ένας συναισθηματικός και ποια ένας αναίσθητος (όπως συχνά χαρακτηρίζουμε όποιον συγκινείται σπάνια ή δυσκολεύεται να εκφράσει τα όσα πιθανώς νιώθει);
Από την άλλη πλευρά, εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει να μάθουμε αν τελικά γεννιόμαστε ή γινόμαστε όλα τα παραπάνω, κατά πόσον μπορούμε να καλλιεργήσουμε ή όχι την πιθανή μας ευαισθησία και βέβαια πώς μετράμε το πόσο ευαίσθητοι είμαστε τελικά.
1. Ο ευαίσθητος δεν υπάρχει
Αν η παραπάνω φράση μάς φαίνεται ακατανόητη και ατυχής, αρκεί ίσως να εξηγήσουμε καλύτερα ότι ο όρος ευαισθησία στην ψυχολογία δεν υπάρχει, τουλάχιστον όχι όπως τον αντιλαμβανόμαστε όλοι εμείς. Αντίθετα, οι επιστήμονες όταν μιλάνε για ένα ευαίσθητο άτομο περιγράφουν μια πολύ συγκεκριμένη και σχετικά συχνή παραλλαγή του φυσιολογικού που αφορά περίπου έναν στους πέντε ανθρώπους.
Τα χαρακτηριστικά μάλιστα του ευαίσθητου αυτού ατόμου, που έχει γεννηθεί με πιο ευαίσθητο νευρικό σύστημα, γίνονται αντιληπτά από την παιδική ηλικία, αφού πρόκειται για παιδιά που ξεχωρίζουν, καθώς είναι ντροπαλά, κλεισμένα στον εαυτό τους, τρομάζουν εύκολα, ενοχλούνται από τα πολύ έντονα ερεθίσματα, όπως είναι π.χ. η επαφή της ετικέτας της μπλούζας στο γυμνό τους δέρμα, το να έχουν λερωθεί, οι θόρυβοι, οι μυρωδιές κ.ά., παρατηρούν προσεκτικά τις αντιδράσεις των άλλων και δείχνουν ευαισθησία στα συναισθήματά τους, ακόμα και όταν οι άλλοι δεν μιλάνε γι' αυτά αλλά φαίνονται στο πρόσωπό τους, και επίσης κάνουν πολλές ερωτήσεις σχετικά με τα συναισθήματα. Πολλές φορές μάλιστα οι γονείς παρατηρούν ότι τα παιδιά αυτά είναι λίγο σαν να διαβάζουν το μυαλό τους.
Κατά κανόνα, έχουν υψηλό IQ, καλή αίσθηση του χιούμορ, έχουν καλή σχέση με την τέχνη (μπορούν να κρίνουν και να εκτιμήσουν πολύ σωστά τα έργα τέχνης). Επιπλέον, έχουν ανάγκη να κλείνονται συχνά στον εαυτό τους και επιζητούν κάποιες ώρες την απομόνωση, δεν τους αρέσουν οι συγκρούσεις, οι φωνές, οι εντάσεις και οι καβγάδες και αποφεύγουν τις βίαιες κινήσεις.
Άραγε, όμως, είναι καλό ή κακό να είναι κάποιος ευαίσθητος;
Αυτό έχει να κάνει με την κουλτούρα, τις αρχές μας, τις πεποιθήσεις της οικογένειάς μας. Σε κάποιους πολιτισμούς η ευαισθησία είναι θεμιτή, ενώ σε άλλους -όπως ο δικός μας- θεωρείται αδυναμία.
2. Υπάρχει όμως ο συναισθηματικός
Οι ειδικοί εξηγούν ότι κατά πάσα πιθανότητα όταν μιλάμε για την ευαισθησία στην πραγματικότητα αναφερόμαστε σε αυτό που οι ειδικοί χαρακτηρίζουν ως συναισθηματισμό.
Ο συναισθηματικός άνθρωπος είναι αυτός που δεν αντέχει την κριτική (αυτό έχει να κάνει βέβαια και με την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθησή του και το πόσο καλά και σίγουρος νιώθει με τον εαυτό του), τις συγκρούσεις και τις συναισθηματικές εξάρσεις των άλλων. Κάποιοι άνθρωποι είναι συναισθηματικοί σε όλα τα ζητήματα, ενώ κάποιοι άλλοι νιώθουν συγκίνηση μόνο όσον αφορά συγκεκριμένα θέματα - που καθορίζονται από τις τραυματικές τους εμπειρίες, το παρελθόν, τα βιώματα και τις εμπειρίες τους.
Πιο συναισθηματικές είναι συνήθως οι γυναίκες, που η κοινωνία τούς δίνει περισσότερο το «δικαίωμα» να εκφράζονται.
Επίσης, οι συναισθηματικοί άνθρωποι είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους κατάθλιψη (ανάλογα βέβαια και με τους εκλυτικούς παράγοντες, δηλαδή τα γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή τους).
3. Drama queen
Ας μην ξεχνάμε βέβαια ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι συναισθηματικοί άνθρωποι -κυρίως οι γυναίκες- τείνουν να δραματοποιούν τα συναισθήματά τους χωρίς απαραίτητα να τα νιώθουν τόσο έντονα.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι συχνά ανώριμοι και εξαρτημένοι από τους άλλους και γι' αυτό μπορεί να φαίνονται σαγηνευτικοί σε κάποιους. Άλλωστε, η δραματοποίηση των συναισθημάτων είναι μία χειριστική μέθοδος που χρησιμοποιούμε οι άνθρωποι, κυρίως οι γυναίκες (στις οποίες είναι και πιο αποδεκτό από την κοινωνία).
Όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, έτσι και όσον αφορά στην εκδραμάτιση των συναισθημάτων, τα πράγματα μπορεί -σε σπάνιες περιπτώσεις- να φτάσουν στην παθολογία για κάποιους και τότε η εκδραμάτιση ονομάζεται δραματική ή οιστριονική διαταραχή προσωπικότητας (Histrionic Personality Disorder).
Οι ασθενείς αυτοί χαρακτηρίζονται από την κραυγαλέα, δραματική, ευέξαπτη και υπερδραστήρια συμπεριφορά τους με σκοπό την προσέλκυση της προσοχής. Επίσης, είναι συχνά ανίκανοι να διατηρήσουν βαθιές, μακροχρόνιες δεσμεύσεις σε μια σχέση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η συνδρομή ενός ειδικού μπορεί να αποδειχτεί πολύ βοηθητική.
4. Ζητείται ενσυναίσθηση
Σε κάποιες περιπτώσεις, δεν είναι απίθανο όταν μιλάμε για έναν ευαίσθητο άνθρωπο να εννοούμε αυτόν που έχει την ικανότητα να συναισθάνεται αυτά που νιώθει ο άλλος όχι επειδή είχε παρόμοια εμπειρία, αλλά επειδή έχει την ικανότητα να μπαίνει στη θέση του άλλου και να κατανοεί τα συναισθήματά του.
Στα αγγλικά ο όρος περιγράφεται ως empathy, που στα ελληνικά μεταφράζεται ως ενσυναίσθηση, ενώ από την άλλη πλευρά υπάρχει και ο όρος sympathy, που περιγράφει το συμπάσχω. Ακόμη κι αν εκ πρώτης όψεως οι όροι μάς φαίνονται παρόμοιοι, εντούτοις ανάμεσά τους υπάρχει μεγάλη διαφορά.
Ο ευαίσθητος άνθρωπος, έτσι όπως εμείς τον περιγράφουμε στην καθημερινότητά μας, συμπάσχει, κάνει το πρόβλημα του άλλου δικό του, σαν να το ζει εκείνος, ενώ αυτός που έχει υψηλή ενσυναίσθηση αντιλαμβάνεται-κατανοεί το τι νιώθει ο άλλος μέσα από τα δικά του μάτια, χωρίς όμως και να υιοθετεί τον κόσμο του. Για παράδειγμα, χάνει ο φίλος μας κάποιον δικό του άνθρωπο.
Όταν έχουμε ενσυναίσθηση, καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό για εκείνον και δεν στενοχωριόμαστε σκεφτόμενοι τι θα σήμαινε για εμάς η απώλεια.
Το συνηθισμένο είναι οι περισσότεροι να συμπάσχουμε και όχι να συναισθανόμαστε - αυτό μας συμβαίνει ενδεχομένως εξαιτίας της κουλτούρας μας, πιθανώς επειδή το πρώτο είναι πιο εύκολο από το δεύτερο. Είναι πιο εύκολο να συμπάσχουμε, γιατί αυτό δεν απαιτεί το να βλέπουμε το πρόβλημα μέσα από τα μάτια του άλλου (κατανοώντας απόλυτα ποιος είναι, ποιες εμπειρίες, ποια βιώματα έχει κ.λπ.), αλλά να το βλέπουμε μέσα από τα δικά μας (πώς θα νιώθαμε εμείς στη θέση του δηλαδή). Θα πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι η ενσυναίσθηση είναι μια δύσκολη υπόθεση.
Αυτή χρησιμοποιούν για να μας βοηθήσουν και οι θεραπευτές, που παίρνουν την απαιτούμενη απόσταση για να δουν τα πράγματα όπως τα βλέπουμε εμείς που έχουμε το πρόβλημα. Το ίδιο θα μπορούσαν να κάνουν και άλλοι επαγγελματίες που είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον να βοηθούν τους συνανθρώπους τους, όπως οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι ιερείς, ακόμα και οι γιατροί.
Σε κάθε περίπτωση, αυτός που πετυχαίνει να συναισθάνεται δεν κατακλύζεται από συναισθήματα, δεν κάνει κριτική, δεν δίνει συμβουλές, και κατανοεί τα συναισθήματα των άλλων χωρίς να τα οικειοποιείται.
Αντίθετα, αυτός που συμπάσχει κατακλύζεται από συναισθήματα, αλλά για διαφορετικούς λόγους από εκείνους που έχει ο άνθρωπος που βιώνει το πρόβλημα. Συνήθως συμπάσχουμε με προβλήματα που αναγνωρίζουμε, μπορούμε να κατανοήσουμε, έχουν συμβεί και σε εμάς, έχουν να κάνουν με τους φόβους και τις ανασφάλειές μας.
5. Υπάρχουν αναίσθητοι άνθρωποι;
Προφανώς ο όρος αυτός δεν γίνεται δεκτός από τους ειδικούς, οι οποίοι τονίζουν ότι τα συναισθήματα είναι ένα περίπλοκο ζήτημα. Σημαντικό ρόλο παίζει πώς έχουμε μάθει, συνηθίσει, αναγκαστεί να ρυθμίζουμε τα συναισθήματά μας.
Έτσι, ένας άνθρωπος μπορεί -ως άμυνα- να έχει αναγκαστεί να καταπιέζει ή και βάζει στην άκρη τα συναισθήματά του και αργότερα ως ενήλικος να μην μπορεί πια να τα αναγνωρίζει, εκφράζει κ.λπ. και έτσι στους άλλους να φαίνεται «αναίσθητος». Από την άλλη πλευρά, αναίσθητος μπορεί να θεωρείται και κάποιος που είναι ψύχραιμος (και δεν εκφράζεται υπερβολικά) ή που δυσκολεύεται να εκφραστεί.
Βέβαια, υπάρχουν και κάποιες ακραίες μορφές ανθρώπων που έχουν έλλειψη συναισθημάτων, σε περιπτώσεις όπως ο συναισθηματικός αναλφαβητισμός και η αλεξιθυμία, που είχε περιγράψει ο διάσημος έλληνας ψυχίατρος Πέτρος Σιφναίος και μιλάει για τους ανθρώπους που δεν έχουν και δεν μπορούν να κατανοήσουν συναισθήματα και έτσι μοιάζουν διαφορετικοί, σαν εξωγήινοι.
Μερικές φορές μάλιστα σε αυτούς τους ανθρώπους σωματοποιούνται τα συναισθήματα και αφού δεν μπορούν να τα εκφράσουν οι ίδιοι, τα εκφράζει το σώμα τους. Έλλειψη συναισθημάτων φαίνεται να παρουσιάζουν και όσοι έχουν αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας, οι άνθρωποι δηλαδή που θα φτάσουν στην παραβατικότητα και θα συνειδητοποιήσουν ότι αυτό που κάνουν είναι παράνομο, αλλά δεν θα έχουν καμία ενοχή ή ίχνος μεταμέλειας.
6. Τι είναι το περιβόητο eq;
Πρόκειται για έναν πολυσυζητημένο όρο με διάφορους ορισμούς, που περιγράφεται πολύ επιτυχημένα μέσα από μία ρήση του Αριστοτέλη που λέει: «Ο καθένας μας μπορεί να αισθανθεί θυμό, αλλά το να θυμώσει με το πρόσωπο που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει, στο βαθμό που πρέπει, με τον σωστό τρόπο, δεν είναι εύκολο».
Έτσι, οι άνθρωποι με υψηλό EQ είναι αυτοί που αντιλαμβάνονται και εκφράζουν σωστά τα συναισθήματα και καταφέρνουν να τα κάνουν να δουλέψουν γι' αυτούς.
Αυτοί διαθέτουν τα παρακάτω βασικά χαρακτηριστικά:
Έχουν καλύτερη δυνατότητα αντίληψης των συναισθημάτων, τόσο των δικών τους όσο και των άλλων (ενσυναίσθηση). Μάλιστα, μπορούν να κατανοήσουν συναισθήματα και από την εξωλεκτική επικοινωνία, π.χ. από τη γλώσσα του σώματος, το ύφος, τις γκριμάτσες του συνομιλητή τους, και επίσης αντιλαμβάνονται καλά τα έργα τέχνης.
Έχουν την ικανότητα να χρησιμοποιούν με αντικειμενικότητα τα συναισθήματα και να ξεχωρίζουν ποια πληροφορία είναι χρήσιμη και ποια όχι.
Κατανοούν τα συναισθήματα και το από πού προέρχονται. Επίσης, μπορούν να ελέγχουν και να διαχειρίζονται, να ρυθμίζουν και να εκφράζουν κατάλληλα τα συναισθήματά τους.
Είναι ψύχραιμοι και έχουν θετική στάση απέναντι στη ζωή.
Χαρακτηριστικά, μπορούμε να περιγράψουμε κάποιους τύπους ανθρώπων σε σχέση με το EQ τους. Έτσι:
Ο άνδρας που έχει υψηλό EQ είναι κοινωνικά ισορροπημένος, εκδηλωτικός, δεν φοβάται να εκφράσει τα συναισθήματά του, είναι πρόσχαρος, ελεύθερος από φοβίες και σκέψεις άγχους, έχει την ικανότητα να αφοσιώνεται σε ανθρώπους ή σκοπούς, αναλαμβάνει ευθύνες, είναι τρυφερός και δοτικός στις σχέσεις του.
Ο άνδρας με υψηλό IQ και χαμηλό EQ είναι πεισματάρης, ανέκφραστος, απόμακρος, ψυχρός.
Η γυναίκα με υψηλό EQ εκφράζει ευθέως τα συναισθήματα της, νιώθει και αντιλαμβάνεται τα συναισθήματα τόσο τα δικά της όσο και των άλλων, είναι εκδηλωτική και κοινωνική, ευδιάθετη, αντιδρά καλά στο στρες, είναι αυθόρμητη και ανοιχτή στις εμπειρίες.
Η γυναίκα με υψηλό IQ και χαμηλό EQ εκφράζει εύκολα σκέψεις, ενδιαφέρεται πιο πολύ για τα πνευματικά ζητήματα, έχει υψηλή πνευματική αυτοπεποίθηση (εμπιστοσύνη στη νοημοσύνη της δηλαδή), είναι επιρρεπής στο άγχος, στις ενοχές, και δεν εκφράζει ανοιχτά τον θυμό της.
Γεννιόμαστε Ή γινόμαστε;
Όπως και σε πολλά άλλα σχετικά ερωτήματα, έτσι και σε αυτό δεν υπάρχει μία μόνη και ξεκάθαρη απάντηση. Η μία εξήγηση είναι ότι γεννιόμαστε με έναν συγκεκριμένο δείκτη ευαισθησίας και η άλλη εκδοχή ότι αυτό έχει να κάνει με το πώς επεξεργαζόμαστε τις πληροφορίες με βάση τα όσα έχουμε μάθει, τις εμπειρίες μας, την κουλτούρα μας, ακόμη και το φύλο μας (οι γυναίκες θεωρείται ότι είμαστε πιο ευαίσθητες) κ.λπ.
Έτσι, κάποιοι επιστήμονες θεωρούν ότι η ευαισθησία, η ενσυναίσθηση και το EQ καλλιεργούνται και άλλοι ότι είναι έμφυτα. Οι περισσότεροι πάντως πιστεύουν μάλλον στην αλληλεπίδραση γονιδίων και περιβάλλοντος. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι όποιοι τα έχουν έμφυτα μπορούν και να τα καλλιεργήσουν. Συχνά, μάλιστα, αυτοί οι άνθρωποι ασκούν ανθρωπιστικά επαγγέλματα.
Όλοι θεωρούμε τους εαυτούς μας και τους γύρω μας λιγότερο ή περισσότερο ευαίσθητους και ανάλογα με την κουλτούρα μας, τις εμπειρίες μας, τις προσλαμβάνουσές μας, τις αρχές της οικογένειάς μας, τα βιώματά μας κ.λπ. θεωρούμε το χαρακτηριστικό αυτό της προσωπικότητας καλό, επιθυμητό ή αντίθετα δείγμα αδυναμίας, αφέλειας κ.λπ.
Ποια είναι όμως η γνώμη των ειδικών; Ποια χαρακτηριστικά έχει ένας ευαίσθητος άνθρωπος, ποια ένας συναισθηματικός και ποια ένας αναίσθητος (όπως συχνά χαρακτηρίζουμε όποιον συγκινείται σπάνια ή δυσκολεύεται να εκφράσει τα όσα πιθανώς νιώθει);
Από την άλλη πλευρά, εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει να μάθουμε αν τελικά γεννιόμαστε ή γινόμαστε όλα τα παραπάνω, κατά πόσον μπορούμε να καλλιεργήσουμε ή όχι την πιθανή μας ευαισθησία και βέβαια πώς μετράμε το πόσο ευαίσθητοι είμαστε τελικά.
1. Ο ευαίσθητος δεν υπάρχει
Αν η παραπάνω φράση μάς φαίνεται ακατανόητη και ατυχής, αρκεί ίσως να εξηγήσουμε καλύτερα ότι ο όρος ευαισθησία στην ψυχολογία δεν υπάρχει, τουλάχιστον όχι όπως τον αντιλαμβανόμαστε όλοι εμείς. Αντίθετα, οι επιστήμονες όταν μιλάνε για ένα ευαίσθητο άτομο περιγράφουν μια πολύ συγκεκριμένη και σχετικά συχνή παραλλαγή του φυσιολογικού που αφορά περίπου έναν στους πέντε ανθρώπους.
Τα χαρακτηριστικά μάλιστα του ευαίσθητου αυτού ατόμου, που έχει γεννηθεί με πιο ευαίσθητο νευρικό σύστημα, γίνονται αντιληπτά από την παιδική ηλικία, αφού πρόκειται για παιδιά που ξεχωρίζουν, καθώς είναι ντροπαλά, κλεισμένα στον εαυτό τους, τρομάζουν εύκολα, ενοχλούνται από τα πολύ έντονα ερεθίσματα, όπως είναι π.χ. η επαφή της ετικέτας της μπλούζας στο γυμνό τους δέρμα, το να έχουν λερωθεί, οι θόρυβοι, οι μυρωδιές κ.ά., παρατηρούν προσεκτικά τις αντιδράσεις των άλλων και δείχνουν ευαισθησία στα συναισθήματά τους, ακόμα και όταν οι άλλοι δεν μιλάνε γι' αυτά αλλά φαίνονται στο πρόσωπό τους, και επίσης κάνουν πολλές ερωτήσεις σχετικά με τα συναισθήματα. Πολλές φορές μάλιστα οι γονείς παρατηρούν ότι τα παιδιά αυτά είναι λίγο σαν να διαβάζουν το μυαλό τους.
Κατά κανόνα, έχουν υψηλό IQ, καλή αίσθηση του χιούμορ, έχουν καλή σχέση με την τέχνη (μπορούν να κρίνουν και να εκτιμήσουν πολύ σωστά τα έργα τέχνης). Επιπλέον, έχουν ανάγκη να κλείνονται συχνά στον εαυτό τους και επιζητούν κάποιες ώρες την απομόνωση, δεν τους αρέσουν οι συγκρούσεις, οι φωνές, οι εντάσεις και οι καβγάδες και αποφεύγουν τις βίαιες κινήσεις.
Άραγε, όμως, είναι καλό ή κακό να είναι κάποιος ευαίσθητος;
Αυτό έχει να κάνει με την κουλτούρα, τις αρχές μας, τις πεποιθήσεις της οικογένειάς μας. Σε κάποιους πολιτισμούς η ευαισθησία είναι θεμιτή, ενώ σε άλλους -όπως ο δικός μας- θεωρείται αδυναμία.
2. Υπάρχει όμως ο συναισθηματικός
Οι ειδικοί εξηγούν ότι κατά πάσα πιθανότητα όταν μιλάμε για την ευαισθησία στην πραγματικότητα αναφερόμαστε σε αυτό που οι ειδικοί χαρακτηρίζουν ως συναισθηματισμό.
Ο συναισθηματικός άνθρωπος είναι αυτός που δεν αντέχει την κριτική (αυτό έχει να κάνει βέβαια και με την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθησή του και το πόσο καλά και σίγουρος νιώθει με τον εαυτό του), τις συγκρούσεις και τις συναισθηματικές εξάρσεις των άλλων. Κάποιοι άνθρωποι είναι συναισθηματικοί σε όλα τα ζητήματα, ενώ κάποιοι άλλοι νιώθουν συγκίνηση μόνο όσον αφορά συγκεκριμένα θέματα - που καθορίζονται από τις τραυματικές τους εμπειρίες, το παρελθόν, τα βιώματα και τις εμπειρίες τους.
Πιο συναισθηματικές είναι συνήθως οι γυναίκες, που η κοινωνία τούς δίνει περισσότερο το «δικαίωμα» να εκφράζονται.
Επίσης, οι συναισθηματικοί άνθρωποι είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους κατάθλιψη (ανάλογα βέβαια και με τους εκλυτικούς παράγοντες, δηλαδή τα γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή τους).
3. Drama queen
Ας μην ξεχνάμε βέβαια ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι συναισθηματικοί άνθρωποι -κυρίως οι γυναίκες- τείνουν να δραματοποιούν τα συναισθήματά τους χωρίς απαραίτητα να τα νιώθουν τόσο έντονα.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι συχνά ανώριμοι και εξαρτημένοι από τους άλλους και γι' αυτό μπορεί να φαίνονται σαγηνευτικοί σε κάποιους. Άλλωστε, η δραματοποίηση των συναισθημάτων είναι μία χειριστική μέθοδος που χρησιμοποιούμε οι άνθρωποι, κυρίως οι γυναίκες (στις οποίες είναι και πιο αποδεκτό από την κοινωνία).
Όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, έτσι και όσον αφορά στην εκδραμάτιση των συναισθημάτων, τα πράγματα μπορεί -σε σπάνιες περιπτώσεις- να φτάσουν στην παθολογία για κάποιους και τότε η εκδραμάτιση ονομάζεται δραματική ή οιστριονική διαταραχή προσωπικότητας (Histrionic Personality Disorder).
Οι ασθενείς αυτοί χαρακτηρίζονται από την κραυγαλέα, δραματική, ευέξαπτη και υπερδραστήρια συμπεριφορά τους με σκοπό την προσέλκυση της προσοχής. Επίσης, είναι συχνά ανίκανοι να διατηρήσουν βαθιές, μακροχρόνιες δεσμεύσεις σε μια σχέση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η συνδρομή ενός ειδικού μπορεί να αποδειχτεί πολύ βοηθητική.
4. Ζητείται ενσυναίσθηση
Σε κάποιες περιπτώσεις, δεν είναι απίθανο όταν μιλάμε για έναν ευαίσθητο άνθρωπο να εννοούμε αυτόν που έχει την ικανότητα να συναισθάνεται αυτά που νιώθει ο άλλος όχι επειδή είχε παρόμοια εμπειρία, αλλά επειδή έχει την ικανότητα να μπαίνει στη θέση του άλλου και να κατανοεί τα συναισθήματά του.
Στα αγγλικά ο όρος περιγράφεται ως empathy, που στα ελληνικά μεταφράζεται ως ενσυναίσθηση, ενώ από την άλλη πλευρά υπάρχει και ο όρος sympathy, που περιγράφει το συμπάσχω. Ακόμη κι αν εκ πρώτης όψεως οι όροι μάς φαίνονται παρόμοιοι, εντούτοις ανάμεσά τους υπάρχει μεγάλη διαφορά.
Ο ευαίσθητος άνθρωπος, έτσι όπως εμείς τον περιγράφουμε στην καθημερινότητά μας, συμπάσχει, κάνει το πρόβλημα του άλλου δικό του, σαν να το ζει εκείνος, ενώ αυτός που έχει υψηλή ενσυναίσθηση αντιλαμβάνεται-κατανοεί το τι νιώθει ο άλλος μέσα από τα δικά του μάτια, χωρίς όμως και να υιοθετεί τον κόσμο του. Για παράδειγμα, χάνει ο φίλος μας κάποιον δικό του άνθρωπο.
Όταν έχουμε ενσυναίσθηση, καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό για εκείνον και δεν στενοχωριόμαστε σκεφτόμενοι τι θα σήμαινε για εμάς η απώλεια.
Το συνηθισμένο είναι οι περισσότεροι να συμπάσχουμε και όχι να συναισθανόμαστε - αυτό μας συμβαίνει ενδεχομένως εξαιτίας της κουλτούρας μας, πιθανώς επειδή το πρώτο είναι πιο εύκολο από το δεύτερο. Είναι πιο εύκολο να συμπάσχουμε, γιατί αυτό δεν απαιτεί το να βλέπουμε το πρόβλημα μέσα από τα μάτια του άλλου (κατανοώντας απόλυτα ποιος είναι, ποιες εμπειρίες, ποια βιώματα έχει κ.λπ.), αλλά να το βλέπουμε μέσα από τα δικά μας (πώς θα νιώθαμε εμείς στη θέση του δηλαδή). Θα πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι η ενσυναίσθηση είναι μια δύσκολη υπόθεση.
Αυτή χρησιμοποιούν για να μας βοηθήσουν και οι θεραπευτές, που παίρνουν την απαιτούμενη απόσταση για να δουν τα πράγματα όπως τα βλέπουμε εμείς που έχουμε το πρόβλημα. Το ίδιο θα μπορούσαν να κάνουν και άλλοι επαγγελματίες που είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον να βοηθούν τους συνανθρώπους τους, όπως οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι ιερείς, ακόμα και οι γιατροί.
Σε κάθε περίπτωση, αυτός που πετυχαίνει να συναισθάνεται δεν κατακλύζεται από συναισθήματα, δεν κάνει κριτική, δεν δίνει συμβουλές, και κατανοεί τα συναισθήματα των άλλων χωρίς να τα οικειοποιείται.
Αντίθετα, αυτός που συμπάσχει κατακλύζεται από συναισθήματα, αλλά για διαφορετικούς λόγους από εκείνους που έχει ο άνθρωπος που βιώνει το πρόβλημα. Συνήθως συμπάσχουμε με προβλήματα που αναγνωρίζουμε, μπορούμε να κατανοήσουμε, έχουν συμβεί και σε εμάς, έχουν να κάνουν με τους φόβους και τις ανασφάλειές μας.
5. Υπάρχουν αναίσθητοι άνθρωποι;
Προφανώς ο όρος αυτός δεν γίνεται δεκτός από τους ειδικούς, οι οποίοι τονίζουν ότι τα συναισθήματα είναι ένα περίπλοκο ζήτημα. Σημαντικό ρόλο παίζει πώς έχουμε μάθει, συνηθίσει, αναγκαστεί να ρυθμίζουμε τα συναισθήματά μας.
Έτσι, ένας άνθρωπος μπορεί -ως άμυνα- να έχει αναγκαστεί να καταπιέζει ή και βάζει στην άκρη τα συναισθήματά του και αργότερα ως ενήλικος να μην μπορεί πια να τα αναγνωρίζει, εκφράζει κ.λπ. και έτσι στους άλλους να φαίνεται «αναίσθητος». Από την άλλη πλευρά, αναίσθητος μπορεί να θεωρείται και κάποιος που είναι ψύχραιμος (και δεν εκφράζεται υπερβολικά) ή που δυσκολεύεται να εκφραστεί.
Βέβαια, υπάρχουν και κάποιες ακραίες μορφές ανθρώπων που έχουν έλλειψη συναισθημάτων, σε περιπτώσεις όπως ο συναισθηματικός αναλφαβητισμός και η αλεξιθυμία, που είχε περιγράψει ο διάσημος έλληνας ψυχίατρος Πέτρος Σιφναίος και μιλάει για τους ανθρώπους που δεν έχουν και δεν μπορούν να κατανοήσουν συναισθήματα και έτσι μοιάζουν διαφορετικοί, σαν εξωγήινοι.
Μερικές φορές μάλιστα σε αυτούς τους ανθρώπους σωματοποιούνται τα συναισθήματα και αφού δεν μπορούν να τα εκφράσουν οι ίδιοι, τα εκφράζει το σώμα τους. Έλλειψη συναισθημάτων φαίνεται να παρουσιάζουν και όσοι έχουν αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας, οι άνθρωποι δηλαδή που θα φτάσουν στην παραβατικότητα και θα συνειδητοποιήσουν ότι αυτό που κάνουν είναι παράνομο, αλλά δεν θα έχουν καμία ενοχή ή ίχνος μεταμέλειας.
6. Τι είναι το περιβόητο eq;
Πρόκειται για έναν πολυσυζητημένο όρο με διάφορους ορισμούς, που περιγράφεται πολύ επιτυχημένα μέσα από μία ρήση του Αριστοτέλη που λέει: «Ο καθένας μας μπορεί να αισθανθεί θυμό, αλλά το να θυμώσει με το πρόσωπο που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει, στο βαθμό που πρέπει, με τον σωστό τρόπο, δεν είναι εύκολο».
Έτσι, οι άνθρωποι με υψηλό EQ είναι αυτοί που αντιλαμβάνονται και εκφράζουν σωστά τα συναισθήματα και καταφέρνουν να τα κάνουν να δουλέψουν γι' αυτούς.
Αυτοί διαθέτουν τα παρακάτω βασικά χαρακτηριστικά:
Έχουν καλύτερη δυνατότητα αντίληψης των συναισθημάτων, τόσο των δικών τους όσο και των άλλων (ενσυναίσθηση). Μάλιστα, μπορούν να κατανοήσουν συναισθήματα και από την εξωλεκτική επικοινωνία, π.χ. από τη γλώσσα του σώματος, το ύφος, τις γκριμάτσες του συνομιλητή τους, και επίσης αντιλαμβάνονται καλά τα έργα τέχνης.
Έχουν την ικανότητα να χρησιμοποιούν με αντικειμενικότητα τα συναισθήματα και να ξεχωρίζουν ποια πληροφορία είναι χρήσιμη και ποια όχι.
Κατανοούν τα συναισθήματα και το από πού προέρχονται. Επίσης, μπορούν να ελέγχουν και να διαχειρίζονται, να ρυθμίζουν και να εκφράζουν κατάλληλα τα συναισθήματά τους.
Είναι ψύχραιμοι και έχουν θετική στάση απέναντι στη ζωή.
Χαρακτηριστικά, μπορούμε να περιγράψουμε κάποιους τύπους ανθρώπων σε σχέση με το EQ τους. Έτσι:
Ο άνδρας που έχει υψηλό EQ είναι κοινωνικά ισορροπημένος, εκδηλωτικός, δεν φοβάται να εκφράσει τα συναισθήματά του, είναι πρόσχαρος, ελεύθερος από φοβίες και σκέψεις άγχους, έχει την ικανότητα να αφοσιώνεται σε ανθρώπους ή σκοπούς, αναλαμβάνει ευθύνες, είναι τρυφερός και δοτικός στις σχέσεις του.
Ο άνδρας με υψηλό IQ και χαμηλό EQ είναι πεισματάρης, ανέκφραστος, απόμακρος, ψυχρός.
Η γυναίκα με υψηλό EQ εκφράζει ευθέως τα συναισθήματα της, νιώθει και αντιλαμβάνεται τα συναισθήματα τόσο τα δικά της όσο και των άλλων, είναι εκδηλωτική και κοινωνική, ευδιάθετη, αντιδρά καλά στο στρες, είναι αυθόρμητη και ανοιχτή στις εμπειρίες.
Η γυναίκα με υψηλό IQ και χαμηλό EQ εκφράζει εύκολα σκέψεις, ενδιαφέρεται πιο πολύ για τα πνευματικά ζητήματα, έχει υψηλή πνευματική αυτοπεποίθηση (εμπιστοσύνη στη νοημοσύνη της δηλαδή), είναι επιρρεπής στο άγχος, στις ενοχές, και δεν εκφράζει ανοιχτά τον θυμό της.
Γεννιόμαστε Ή γινόμαστε;
Όπως και σε πολλά άλλα σχετικά ερωτήματα, έτσι και σε αυτό δεν υπάρχει μία μόνη και ξεκάθαρη απάντηση. Η μία εξήγηση είναι ότι γεννιόμαστε με έναν συγκεκριμένο δείκτη ευαισθησίας και η άλλη εκδοχή ότι αυτό έχει να κάνει με το πώς επεξεργαζόμαστε τις πληροφορίες με βάση τα όσα έχουμε μάθει, τις εμπειρίες μας, την κουλτούρα μας, ακόμη και το φύλο μας (οι γυναίκες θεωρείται ότι είμαστε πιο ευαίσθητες) κ.λπ.
Έτσι, κάποιοι επιστήμονες θεωρούν ότι η ευαισθησία, η ενσυναίσθηση και το EQ καλλιεργούνται και άλλοι ότι είναι έμφυτα. Οι περισσότεροι πάντως πιστεύουν μάλλον στην αλληλεπίδραση γονιδίων και περιβάλλοντος. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι όποιοι τα έχουν έμφυτα μπορούν και να τα καλλιεργήσουν. Συχνά, μάλιστα, αυτοί οι άνθρωποι ασκούν ανθρωπιστικά επαγγέλματα.
Επιλύουμε τα προβλήματά μας ή απλώς ανησυχούμε;
Σκέψεις για το πώς να περάσουμε στη δράση
Όλοι έχουμε προβλήματα – είναι μια αναπόφευκτη πλευρά της ζωής. Όμως, ορισμένες φορές, όταν προσπαθούμε να διοχετεύσουμε όλη μας την ενέργεια στην επίλυση αυτών των προβλημάτων, καταλήγουμε απλώς να κάνουμε κάτι λιγότερο παραγωγικό: να ανησυχούμε.
Στην ορολογία του άγχους, η ανησυχία ορίζεται ως ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο αρνητικής σκέψης για ανεπίλυτα και απειλητικά ζητήματα που θα μπορούσαν να λήξουν άσχημα. Δεν είναι απλώς η εμφάνιση μιας αρνητικής σκέψης (Ωχ, ξέχασα να γράψω εκείνη την αναφορά που έπρεπε). Αντιθέτως, η ανησυχία συνιστά μια περίοδο που διαρκεί και κυριαρχείται από αρνητικές σκέψεις για ένα ζήτημα, οι οποίες συχνά εστιάζουν στο χειρότερο δυνατό σενάριο (π.χ. Τι θα γίνει αν δεν τελειώσω στην ώρα μου; Τι θα σκεφτούν οι άλλοι για εμένα; Μπορεί να απολυθώ κλπ.).
Δεν είναι σπάνιο να συγχέουμε την ανησυχία με την επίλυση του προβλήματος. Αλλά δυστυχώς, παρά τις καλύτερες προθέσεις μας, η ανησυχία στην πραγματικότητα εκτροχιάζει τη διαδικασία επίλυσης.
Παρακάτω, προτείνονται κάποιες ιδέες για το πώς να διακρίνουμε πότε ανησυχούμε και πότε προσπαθούμε να λύσουμε το πρόβλημα. Επίσης, αναφερόμαστε και στο πώς να αλλάξουμε αυτά τα μοτίβα.
1) Όταν σκέφτεστε για το ζήτημα που σας απασχολεί, αφιερώστε λίγο χρόνο στο να αξιολογήσετε πώς νιώθετε. Είστε τσιτωμένοι, αγχωμένοι και ταραγμένοι; Αν ναι, μάλλον ανησυχείτε περισσότερο παρά ψάχνετε λύσεις.
Προσπαθήστε να πάρετε λίγες βαθιές διαφραγματικές αναπνοές και να χαλαρώσετε. Αν αυτό δεν βοηθά, αναβάλετε την ενασχόληση με το πρόβλημα όταν θα έχετε ξανά την ευκαιρία και κάνετε κάτι χαλαρωτικό. Αλλά βεβαιωθείτε ότι πράγματι θα επιστρέψετε σε αυτό.
2) Περνάτε πολύ χρόνο εστιάζοντας στο πώς τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε εντελώς λάθος (καταστροφολογία δηλαδή); Αν ναι, μάλλον ανησυχείτε περισσότερο.
Να θυμάστε ότι αν συνεχώς εστιάζετε στο τι δεν θέλετε να συμβεί, δαπανάτε χρόνο από την παραγωγική σκέψη. Αντιθέτως, συγκεντρωθείτε στους στόχους σας – αυτό θα σας διευκολύνει να ανοίξετε ένα δικό σας μονοπάτι προς την επίτευξή τους.
3) Όσο ψάχνετε να βρείτε λύσεις, μήπως τελικά τις απορρίπτετε όλες ως αναποτελεσματικές; Αν ναι, μπορεί να ανησυχείτε περισσότερο.
Να θυμάστε ότι η ανησυχία μας κάνει να νιώθουμε απαισιόδοξοι για τη διαδικασία εύρεσης λύσεων. Στο τέλος, μπορούμε να αποθαρρυνθούμε τόσο που να τα παρατήσουμε. Η εξέταση πολλών λύσεων (ακόμα κι αν δεν είναι σπουδαίες) αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της επίλυσης προβλημάτων. Απλώς δεχτείτε τες όπως έρχονται – μπορείτε να τις αξιολογήσετε και να τις τεστάρετε αργότερα.
Όταν πρόκειται να κάτσετε και να συγκεντρωθείτε σε ένα πρόβλημα, προσπαθήστε να το κάνετε με ανοιχτό, ήρεμο και μη επικριτικό τρόπο. Προσδιορίστε το πρόβλημα με ξεκάθαρο τρόπο, αναγνωρίστε τους απώτερους σκοπούς σας και σκεφτείτε θετικά.
Όμως, αν αντιληφθείτε ότι παρασέρνεστε στον αρνητικό τρόπο σκέψης (στα χειρότερα δυνατά σενάρια), μην μπερδεύεστε ή αποθαρρύνεστε. Απλώς χρειάζεστε μια αναπλαισίωση του ζητήματος. Για να το κάνετε αυτό, χρειάζεστε πρώτα τα εργαλεία του χρόνου και της χαλάρωσης.
Όλοι έχουμε προβλήματα – είναι μια αναπόφευκτη πλευρά της ζωής. Όμως, ορισμένες φορές, όταν προσπαθούμε να διοχετεύσουμε όλη μας την ενέργεια στην επίλυση αυτών των προβλημάτων, καταλήγουμε απλώς να κάνουμε κάτι λιγότερο παραγωγικό: να ανησυχούμε.
Στην ορολογία του άγχους, η ανησυχία ορίζεται ως ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο αρνητικής σκέψης για ανεπίλυτα και απειλητικά ζητήματα που θα μπορούσαν να λήξουν άσχημα. Δεν είναι απλώς η εμφάνιση μιας αρνητικής σκέψης (Ωχ, ξέχασα να γράψω εκείνη την αναφορά που έπρεπε). Αντιθέτως, η ανησυχία συνιστά μια περίοδο που διαρκεί και κυριαρχείται από αρνητικές σκέψεις για ένα ζήτημα, οι οποίες συχνά εστιάζουν στο χειρότερο δυνατό σενάριο (π.χ. Τι θα γίνει αν δεν τελειώσω στην ώρα μου; Τι θα σκεφτούν οι άλλοι για εμένα; Μπορεί να απολυθώ κλπ.).
Δεν είναι σπάνιο να συγχέουμε την ανησυχία με την επίλυση του προβλήματος. Αλλά δυστυχώς, παρά τις καλύτερες προθέσεις μας, η ανησυχία στην πραγματικότητα εκτροχιάζει τη διαδικασία επίλυσης.
Παρακάτω, προτείνονται κάποιες ιδέες για το πώς να διακρίνουμε πότε ανησυχούμε και πότε προσπαθούμε να λύσουμε το πρόβλημα. Επίσης, αναφερόμαστε και στο πώς να αλλάξουμε αυτά τα μοτίβα.
1) Όταν σκέφτεστε για το ζήτημα που σας απασχολεί, αφιερώστε λίγο χρόνο στο να αξιολογήσετε πώς νιώθετε. Είστε τσιτωμένοι, αγχωμένοι και ταραγμένοι; Αν ναι, μάλλον ανησυχείτε περισσότερο παρά ψάχνετε λύσεις.
Προσπαθήστε να πάρετε λίγες βαθιές διαφραγματικές αναπνοές και να χαλαρώσετε. Αν αυτό δεν βοηθά, αναβάλετε την ενασχόληση με το πρόβλημα όταν θα έχετε ξανά την ευκαιρία και κάνετε κάτι χαλαρωτικό. Αλλά βεβαιωθείτε ότι πράγματι θα επιστρέψετε σε αυτό.
2) Περνάτε πολύ χρόνο εστιάζοντας στο πώς τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε εντελώς λάθος (καταστροφολογία δηλαδή); Αν ναι, μάλλον ανησυχείτε περισσότερο.
Να θυμάστε ότι αν συνεχώς εστιάζετε στο τι δεν θέλετε να συμβεί, δαπανάτε χρόνο από την παραγωγική σκέψη. Αντιθέτως, συγκεντρωθείτε στους στόχους σας – αυτό θα σας διευκολύνει να ανοίξετε ένα δικό σας μονοπάτι προς την επίτευξή τους.
3) Όσο ψάχνετε να βρείτε λύσεις, μήπως τελικά τις απορρίπτετε όλες ως αναποτελεσματικές; Αν ναι, μπορεί να ανησυχείτε περισσότερο.
Να θυμάστε ότι η ανησυχία μας κάνει να νιώθουμε απαισιόδοξοι για τη διαδικασία εύρεσης λύσεων. Στο τέλος, μπορούμε να αποθαρρυνθούμε τόσο που να τα παρατήσουμε. Η εξέταση πολλών λύσεων (ακόμα κι αν δεν είναι σπουδαίες) αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της επίλυσης προβλημάτων. Απλώς δεχτείτε τες όπως έρχονται – μπορείτε να τις αξιολογήσετε και να τις τεστάρετε αργότερα.
Όταν πρόκειται να κάτσετε και να συγκεντρωθείτε σε ένα πρόβλημα, προσπαθήστε να το κάνετε με ανοιχτό, ήρεμο και μη επικριτικό τρόπο. Προσδιορίστε το πρόβλημα με ξεκάθαρο τρόπο, αναγνωρίστε τους απώτερους σκοπούς σας και σκεφτείτε θετικά.
Όμως, αν αντιληφθείτε ότι παρασέρνεστε στον αρνητικό τρόπο σκέψης (στα χειρότερα δυνατά σενάρια), μην μπερδεύεστε ή αποθαρρύνεστε. Απλώς χρειάζεστε μια αναπλαισίωση του ζητήματος. Για να το κάνετε αυτό, χρειάζεστε πρώτα τα εργαλεία του χρόνου και της χαλάρωσης.
Ο άνθρωπος είναι ένα ον χωρίς όρια. Όταν το συνειδητοποιήσει θα είναι ελεύθερος
Θα έρθει η μέρα που ο άνθρωπος θα ξυπνήσει από την λήθη και θα καταλάβει επιτέλους ποιος είναι πραγματικά και σε ποιον παρέδωσε τα ινία της ύπαρξης του, σε ένα παραπλανητικό μυαλό, ψευδή, που τον κρατά και τον καθιστά σκλάβο.
Ο άνθρωπος δεν έχει όρια και όταν μια μέρα θα το καταλάβει και θα το συνειδητοποιήσει, θα είναι ελεύθερος και εδώ σε αυτόν τον κόσμο.
Είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, εμείς είμαστε η αιτία του εαυτού μας. Έχοντας γεννηθεί σε αυτόν τον κόσμο, πέφτουμε στην ψευδαίσθηση των συναισθημάτων; πιστεύουμε σε ότι βλέπουμε. Αγνοούμε πως είμαστε τυφλοί και κουφοί. Τότε μας επιτίθεται ο φόβος και ξεχνάμε πως είμαστε θεϊκοί, πως μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία των συμβάντων, ακόμα μέχρι και το ζωδιακό κύκλο.
Δεν γνωρίζω το πότε, αλλά γνωρίζω πως έχουμε έρθει πάρα πολλοί αυτόν τον αιώνα για να αναπτύξουμε τέχνες και επιστήμες, για να βάλουμε τα θεμέλια ενός νέου πολιτισμού που θα ανθίσει, απρόσμενα, αναπάντεχα, τότε που η εξουσία θα έχει την ψευδαίσθηση πως έχει νικήσει!
Ο άνθρωπος δεν έχει όρια και όταν μια μέρα θα το καταλάβει και θα το συνειδητοποιήσει, θα είναι ελεύθερος και εδώ σε αυτόν τον κόσμο.
Είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, εμείς είμαστε η αιτία του εαυτού μας. Έχοντας γεννηθεί σε αυτόν τον κόσμο, πέφτουμε στην ψευδαίσθηση των συναισθημάτων; πιστεύουμε σε ότι βλέπουμε. Αγνοούμε πως είμαστε τυφλοί και κουφοί. Τότε μας επιτίθεται ο φόβος και ξεχνάμε πως είμαστε θεϊκοί, πως μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία των συμβάντων, ακόμα μέχρι και το ζωδιακό κύκλο.
Δεν γνωρίζω το πότε, αλλά γνωρίζω πως έχουμε έρθει πάρα πολλοί αυτόν τον αιώνα για να αναπτύξουμε τέχνες και επιστήμες, για να βάλουμε τα θεμέλια ενός νέου πολιτισμού που θα ανθίσει, απρόσμενα, αναπάντεχα, τότε που η εξουσία θα έχει την ψευδαίσθηση πως έχει νικήσει!
Γι’ αυτό οι ανόητοι έχουν μεγάλη σιγουριά και αυτοπεποίθηση, έχουν κάνει όμως μεγάλη ζημιά στον κόσμο
Στην πραγματικότητα, δεν χρειαζόμαστε τόση σιγουριά και τόση αυτοπεποίθηση όση νομίζουμε ότι χρειαζόμαστε. Η σιγουριά και η αυτοπεποίθηση μπορούν είτε να είναι σπουδαία ποιότητα είτε να είναι εμπόδιο για κάποιον. Για παράδειγμα, οι ανόητοι άνθρωποι έχουν πάντοτε περισσότερη σιγουριά και αυτοπεποίθηση από ότι οι άνθρωποι που είναι ευφυείς. Η βλακεία είναι πάντοτε σίγουρη κι έχει αυτοπεποίθηση. Οι ανόητοι είναι πιο πεισματάρηδες και επειδή είναι τυφλοί, επειδή δεν μπορούν να δουν, ορμάνε οπουδήποτε.
Ο άνθρωπος που είναι ευφυής είναι αναπόφευκτο να έχει κάποιο δισταγμό. Η ευφυΐα είναι διστακτική. Αυτό δείχνει απλώς ότι υπάρχουν εκατομμύρια ευκαιρίες, εκατομμύρια εναλλακτικές και πρέπει κανείς να επιλέξει. Κάθε επιλογή οδηγεί σε ένα διαφορετικό δρόμο, οπότε είναι αναπόφευκτο να υπάρχει έλλειψη σιγουριάς και αυτοπεποίθησης. Όσο περισσότερο ευφυής είσαι, τόσο περισσότερο θα το νιώθεις αυτό. Η αυτοπεποίθηση λοιπόν δεν είναι πάντοτε καλή. Το ενενήντα εννέα τοις εκατό της αυτοπεποίθησης είναι βλακεία. Μόνο το ένα τοις εκατό είναι καλό – και εκείνο το ένα τοις εκατό δεν είναι ποτέ απόλυτο.
Πάντοτε στέκεσαι σε σταυροδρόμια και δεν ξέρεις ποιος δρόμος είναι πραγματικά ο σωστός. Πώς μπορείς να έχεις αυτοπεποίθηση; Γιατί περιμένεις να έχεις αυτοπεποίθηση;
Όλοι οι δρόμοι μοιάζουν σχεδόν ίδιοι, ένας όμως πρέπει να επιλεγεί. Είναι σαν να ποντάρεις στη ρουλέτα. Έτσι όμως είναι η ζωή. Και είναι καλό που είναι έτσι. Αν το κάθε τι ήταν ξεκάθαρο, προσχεδιασμένο και σου δινόταν οδηγίες – στρίψε δεξιά, στρίψε αριστερά, κάνε αυτό κι εκείνο – τότε θα υπήρχε σιγουριά, αλλά τι νόημα θα είχε; Τίποτα δεν θα ήταν συναρπαστικό. Τότε δεν θα υπήρχε κανένα φως στη ζωή. Θα ήταν μια νεκρή ρουτίνα.
Η ζωή είναι πάντοτε συναρπαστική, επειδή κάθε βήμα σε φέρνει σε ένα άλλο σταυροδρόμι, όπου υπάρχουν και πάλι τόσο πολλοί δρόμοι και πάλι πρέπει να επιλέξεις. Αρχίζεις να τρέμεις. Θα επιλέξεις το σωστό ή όχι; Πώς μπορείς να είσαι σίγουρος και να έχεις αυτοπεποίθηση; Το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι να σκεφτείς όλες τις εναλλακτικές και όποια αισθάνεσαι πως είναι λίγο καλύτερη από τις άλλες…
Μην ψάχνεις το απόλυτα σωστό και το απόλυτα λάθος. Στη ζωή δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο, υπάρχουν μόνο ποσοστά. Το ένα είναι λίγο καλύτερο από το άλλο – αυτό είναι όλο. Η ζωή δεν χωρίζεται σε δύο πόλους, στο καλό και στο κακό. Υπάρχουν χίλιες δυο καταστάσεις ανάμεσα στο καλό και το κακό. Κοίτα λοιπόν γύρω σου αντικειμενικά, σιωπηλά, χωρίς ανησυχία, δες κάθε πιθανότητα και κινήσου προς αυτό που νιώθεις πως είναι λίγο καλύτερο από τα άλλα. Από τη στιγμή που αποφασίζεις να κινηθείς, ξέχνα τις άλλες εναλλακτικές, επειδή τώρα δεν έχουν καμία σημασία. Ύστερα κινήσου με σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Αυτή είναι η πραγματικά ευφυής αυτοπεποίθηση.
Δεν καταστρέφει τελείως το δισταγμό. Χρησιμοποιεί το δισταγμό. Δεν καταστρέφει τις εναλλακτικές. Οι εναλλακτικές βρίσκονται εκεί. Σκέφτεται συνειδητά και συλλογίζεται όλες τις εναλλακτικές, όσο πιο σιωπηλά είναι ανθρωπίνως εφικτό. Η ευφυΐα δεν απαιτεί ποτέ κάτι απάνθρωπο.
Υπάρχουν πολλά μονοπάτια. Πολλοί άνθρωποι κινούνται προς τα δεξιά και θεωρούν ότι αυτό είναι το καλύτερο. Εσύ εξακολουθείς να νιώθεις ότι το καλύτερο είναι να κινηθείς προς τα αριστερά, οπότε είναι φυσικό να υπάρχει δισταγμός, επειδή ξέρεις ότι πολλοί ευφυείς άνθρωποι κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πώς μπορείς να έχεις σιγουριά και αυτοπεποίθηση; Δεν είσαι μόνος σου εδώ. Πολλοί ευφυείς άνθρωποι πηγαίνουν προς τα εκεί κι εσύ εξακολουθείς να νιώθεις ότι κάτι άλλο είναι το σωστό για σένα.
Στάσου πάνω στο σταυροδρόμι, σκέψου, διαλογίσου, από τη στιγμή όμως που αποφασίσεις, τότε ξέχνα όλες τις εναλλακτικές και προχώρα. Από τη στιγμή που αποφασίζεις να προχωρήσεις, χρειάζεται όλη σου η ενέργεια. Μη διχάζεσαι και μην αφήνεις το μισό νου σου να σκέφτεται τις άλλες εναλλακτικές. Μ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να χρησιμοποιεί κανείς το δισταγμό.
Και δεν υπάρχει καμία σιγουριά ότι αυτό που κάνεις, είναι οπωσδήποτε το σωστό. Δεν λέω αυτό. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να είσαι σίγουρος. Μπορεί να κάνεις λάθος, δεν υπάρχει όμως κανένας τρόπος να το μάθεις, αν δεν περπατήσεις όλο το δρόμο ως το τέλος, ως το τέρμα.
Η δική μου κατανόηση είναι ότι πρέπει κανείς να σκέφτεται σωστά. Η ίδια η σκέψη σε κάνει να ωριμάζεις. Προχωράς σε ένα δρόμο. Το αν είναι ο σωστός ή ο λάθος, δεν έχει καμία σημασία. Το ίδιο το γεγονός ότι προχωράς, σε ωριμάζει. Για μένα, ζήτημα δεν είναι προς το που πηγαίνεις. Για μένα, το πιο σημαντικό είναι ότι δεν είσαι κολλημένος, ότι προχωράς.
Ακόμη κι αν αυτός ο δρόμος φτάσει σε αδιέξοδο και δεν οδηγεί πουθενά και πρέπει να γυρίσεις πίσω, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχείς. Είναι καλό που τον περπάτησες. Περπατώντας τον, έχεις γίνει πολύ πιο έμπειρος. Γνώρισες τον λάθος δρόμο. Τώρα είσαι περισσότερο εξοικειωμένος με το λάθος από ό,τι ήσουν προηγουμένως. Τώρα ξέρεις τι είναι το ψεύτικο κι αυτό θα σε βοηθήσει να βρεις την αλήθεια.
Το να γνωρίσεις το ψεύτικο είναι σπουδαία εμπειρία, επειδή αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να έρθει κανείς σιγά-σιγά να γνωρίσει τι είναι η αλήθεια. Για να γνωρίσεις την αλήθεια, χρειάζεται να έχεις γνωρίσει προηγουμένως το ψέμα. Και χρειάζεται να περπατήσει κανείς σε πολλούς λάθος δρόμους, μέχρι να έρθει στον σωστό. Για μένα λοιπόν, ακόμη κι αν πηγαίνεις προς την κόλαση, είναι ευλογία, επειδή δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να γνωρίσεις την κόλαση. Κι αν δεν γνωρίσεις την κόλαση, δεν θα είσαι ποτέ σε θέση να γνωρίσεις τι είναι ο παράδεισος. Μπες μέσα στο σκοτάδι, επειδή αυτός είναι ο τρόπος να γνωρίσεις το φως. Το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι το να μην κολλήσεις κήπου. Μη στέκεσαι απλώς πάνω στο σταυροδρόμι διστάζοντας, χωρίς να πηγαίνεις πουθενά. Μην κάνεις συνήθειά σου το δισταγμό, χρησιμοποίησέ τον.
Σκέψου όλες τις εναλλακτικές. Εγώ δεν σου λέω ούτε να μη σκέφτεσαι ούτε να μη διστάζεις. Μην προχωράς σαν ανόητος, σαν τυφλός, με κλειστά μάτια — οπότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, αφού δεν γνωρίζεις ότι υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι. Γι’ αυτό οι ανόητοι έχουν μεγάλη σιγουριά και αυτοπεποίθηση, έχουν κάνει όμως μεγάλη ζημιά στον κόσμο. Ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν υπήρχαν λιγότεροι άνθρωποι με σιγουριά και αυτοπεποίθηση.
Ο άνθρωπος που είναι ευφυής είναι αναπόφευκτο να έχει κάποιο δισταγμό. Η ευφυΐα είναι διστακτική. Αυτό δείχνει απλώς ότι υπάρχουν εκατομμύρια ευκαιρίες, εκατομμύρια εναλλακτικές και πρέπει κανείς να επιλέξει. Κάθε επιλογή οδηγεί σε ένα διαφορετικό δρόμο, οπότε είναι αναπόφευκτο να υπάρχει έλλειψη σιγουριάς και αυτοπεποίθησης. Όσο περισσότερο ευφυής είσαι, τόσο περισσότερο θα το νιώθεις αυτό. Η αυτοπεποίθηση λοιπόν δεν είναι πάντοτε καλή. Το ενενήντα εννέα τοις εκατό της αυτοπεποίθησης είναι βλακεία. Μόνο το ένα τοις εκατό είναι καλό – και εκείνο το ένα τοις εκατό δεν είναι ποτέ απόλυτο.
Πάντοτε στέκεσαι σε σταυροδρόμια και δεν ξέρεις ποιος δρόμος είναι πραγματικά ο σωστός. Πώς μπορείς να έχεις αυτοπεποίθηση; Γιατί περιμένεις να έχεις αυτοπεποίθηση;
Όλοι οι δρόμοι μοιάζουν σχεδόν ίδιοι, ένας όμως πρέπει να επιλεγεί. Είναι σαν να ποντάρεις στη ρουλέτα. Έτσι όμως είναι η ζωή. Και είναι καλό που είναι έτσι. Αν το κάθε τι ήταν ξεκάθαρο, προσχεδιασμένο και σου δινόταν οδηγίες – στρίψε δεξιά, στρίψε αριστερά, κάνε αυτό κι εκείνο – τότε θα υπήρχε σιγουριά, αλλά τι νόημα θα είχε; Τίποτα δεν θα ήταν συναρπαστικό. Τότε δεν θα υπήρχε κανένα φως στη ζωή. Θα ήταν μια νεκρή ρουτίνα.
Η ζωή είναι πάντοτε συναρπαστική, επειδή κάθε βήμα σε φέρνει σε ένα άλλο σταυροδρόμι, όπου υπάρχουν και πάλι τόσο πολλοί δρόμοι και πάλι πρέπει να επιλέξεις. Αρχίζεις να τρέμεις. Θα επιλέξεις το σωστό ή όχι; Πώς μπορείς να είσαι σίγουρος και να έχεις αυτοπεποίθηση; Το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι να σκεφτείς όλες τις εναλλακτικές και όποια αισθάνεσαι πως είναι λίγο καλύτερη από τις άλλες…
Μην ψάχνεις το απόλυτα σωστό και το απόλυτα λάθος. Στη ζωή δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο, υπάρχουν μόνο ποσοστά. Το ένα είναι λίγο καλύτερο από το άλλο – αυτό είναι όλο. Η ζωή δεν χωρίζεται σε δύο πόλους, στο καλό και στο κακό. Υπάρχουν χίλιες δυο καταστάσεις ανάμεσα στο καλό και το κακό. Κοίτα λοιπόν γύρω σου αντικειμενικά, σιωπηλά, χωρίς ανησυχία, δες κάθε πιθανότητα και κινήσου προς αυτό που νιώθεις πως είναι λίγο καλύτερο από τα άλλα. Από τη στιγμή που αποφασίζεις να κινηθείς, ξέχνα τις άλλες εναλλακτικές, επειδή τώρα δεν έχουν καμία σημασία. Ύστερα κινήσου με σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Αυτή είναι η πραγματικά ευφυής αυτοπεποίθηση.
Δεν καταστρέφει τελείως το δισταγμό. Χρησιμοποιεί το δισταγμό. Δεν καταστρέφει τις εναλλακτικές. Οι εναλλακτικές βρίσκονται εκεί. Σκέφτεται συνειδητά και συλλογίζεται όλες τις εναλλακτικές, όσο πιο σιωπηλά είναι ανθρωπίνως εφικτό. Η ευφυΐα δεν απαιτεί ποτέ κάτι απάνθρωπο.
Υπάρχουν πολλά μονοπάτια. Πολλοί άνθρωποι κινούνται προς τα δεξιά και θεωρούν ότι αυτό είναι το καλύτερο. Εσύ εξακολουθείς να νιώθεις ότι το καλύτερο είναι να κινηθείς προς τα αριστερά, οπότε είναι φυσικό να υπάρχει δισταγμός, επειδή ξέρεις ότι πολλοί ευφυείς άνθρωποι κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πώς μπορείς να έχεις σιγουριά και αυτοπεποίθηση; Δεν είσαι μόνος σου εδώ. Πολλοί ευφυείς άνθρωποι πηγαίνουν προς τα εκεί κι εσύ εξακολουθείς να νιώθεις ότι κάτι άλλο είναι το σωστό για σένα.
Στάσου πάνω στο σταυροδρόμι, σκέψου, διαλογίσου, από τη στιγμή όμως που αποφασίσεις, τότε ξέχνα όλες τις εναλλακτικές και προχώρα. Από τη στιγμή που αποφασίζεις να προχωρήσεις, χρειάζεται όλη σου η ενέργεια. Μη διχάζεσαι και μην αφήνεις το μισό νου σου να σκέφτεται τις άλλες εναλλακτικές. Μ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να χρησιμοποιεί κανείς το δισταγμό.
Και δεν υπάρχει καμία σιγουριά ότι αυτό που κάνεις, είναι οπωσδήποτε το σωστό. Δεν λέω αυτό. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να είσαι σίγουρος. Μπορεί να κάνεις λάθος, δεν υπάρχει όμως κανένας τρόπος να το μάθεις, αν δεν περπατήσεις όλο το δρόμο ως το τέλος, ως το τέρμα.
Η δική μου κατανόηση είναι ότι πρέπει κανείς να σκέφτεται σωστά. Η ίδια η σκέψη σε κάνει να ωριμάζεις. Προχωράς σε ένα δρόμο. Το αν είναι ο σωστός ή ο λάθος, δεν έχει καμία σημασία. Το ίδιο το γεγονός ότι προχωράς, σε ωριμάζει. Για μένα, ζήτημα δεν είναι προς το που πηγαίνεις. Για μένα, το πιο σημαντικό είναι ότι δεν είσαι κολλημένος, ότι προχωράς.
Ακόμη κι αν αυτός ο δρόμος φτάσει σε αδιέξοδο και δεν οδηγεί πουθενά και πρέπει να γυρίσεις πίσω, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχείς. Είναι καλό που τον περπάτησες. Περπατώντας τον, έχεις γίνει πολύ πιο έμπειρος. Γνώρισες τον λάθος δρόμο. Τώρα είσαι περισσότερο εξοικειωμένος με το λάθος από ό,τι ήσουν προηγουμένως. Τώρα ξέρεις τι είναι το ψεύτικο κι αυτό θα σε βοηθήσει να βρεις την αλήθεια.
Το να γνωρίσεις το ψεύτικο είναι σπουδαία εμπειρία, επειδή αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να έρθει κανείς σιγά-σιγά να γνωρίσει τι είναι η αλήθεια. Για να γνωρίσεις την αλήθεια, χρειάζεται να έχεις γνωρίσει προηγουμένως το ψέμα. Και χρειάζεται να περπατήσει κανείς σε πολλούς λάθος δρόμους, μέχρι να έρθει στον σωστό. Για μένα λοιπόν, ακόμη κι αν πηγαίνεις προς την κόλαση, είναι ευλογία, επειδή δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να γνωρίσεις την κόλαση. Κι αν δεν γνωρίσεις την κόλαση, δεν θα είσαι ποτέ σε θέση να γνωρίσεις τι είναι ο παράδεισος. Μπες μέσα στο σκοτάδι, επειδή αυτός είναι ο τρόπος να γνωρίσεις το φως. Το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι το να μην κολλήσεις κήπου. Μη στέκεσαι απλώς πάνω στο σταυροδρόμι διστάζοντας, χωρίς να πηγαίνεις πουθενά. Μην κάνεις συνήθειά σου το δισταγμό, χρησιμοποίησέ τον.
Σκέψου όλες τις εναλλακτικές. Εγώ δεν σου λέω ούτε να μη σκέφτεσαι ούτε να μη διστάζεις. Μην προχωράς σαν ανόητος, σαν τυφλός, με κλειστά μάτια — οπότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, αφού δεν γνωρίζεις ότι υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι. Γι’ αυτό οι ανόητοι έχουν μεγάλη σιγουριά και αυτοπεποίθηση, έχουν κάνει όμως μεγάλη ζημιά στον κόσμο. Ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν υπήρχαν λιγότεροι άνθρωποι με σιγουριά και αυτοπεποίθηση.
Πολλοί όμως δε θέλουν να κάνουν αυτή την προσπάθεια
Όσο λιγότερο καθαρά βλέπουμε την πραγματικότητα του κόσμου – όσο περισσότερο το πνεύμα μας είναι θολωμένο από ψέματα, απατηλές αντιλήψεις, και ψευδαισθήσεις – τόσο λιγότερο ικανοί θα είμαστε να χαράζουμε μια σωστή πορεία δράσης και να παίρνουμε σωστές αποφάσεις. Ο τρόπος που βλέπουμε την πραγματικότητα είναι σαν ένας χάρτης με τον οποίο ανιχνεύουμε το έδαφος της ζωής. Αν ο χάρτης είναι αληθινός και ακριβής, θα ξέρουμε γενικά πού βρισκόμαστε, κι αν έχουμε αποφασίσει πού θέλουμε να πάμε, θα ξέρουμε γενικά πώς να φτάσουμε εκεί. Αν ο χάρτης είναι λαθεμένος και ανακριβής, το αποτέλεσμα γενικά είναι να χαθούμε. Μολονότι αυτό είναι ολοφάνερο, οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, να το αγνοούν. Το αγνοούν γιατί η όδευσή μας προς την πραγματικότητα δεν είναι εύκολη. Πρώτα πρώτα δε γεννιόμαστε με χάρτες· πρέπει να τους φτιάξουμε. Και το φτιάξιμό τους απαιτεί προσπάθεια.
Όσο μεγαλύτερη προσπάθεια καταβάλουμε για να εκτιμήσουμε και να αντιληφθούμε την πραγματικότητα, τόσο μεγαλύτεροι και ακριβέστεροι θα είναι οι χάρτες μας. Πολλοί όμως δε θέλουν να κάνουν αυτή την προσπάθεια. Μερικοί σταματούν να την κάνουν όταν φτάνουν στο τέλος της εφηβείας. Οι χάρτες τους είναι μικροί και πρόχειροι, και οι απόψεις τους για τον κόσμο περιορισμένες και παραπλανητικές. Προς το τέλος της μέσης ηλικίας, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν παραιτηθεί από την προσπάθεια. Αισθάνονται σίγουροι ότι οι χάρτες τους είναι πλήρεις και ότι η Weltanschauung (κοσμοθεωρία) τους είναι σωστή (και μάλιστα ιερή) και δεν ενδιαφέρονται πια για καινούργιες γνώσεις. Λες και είναι κουρασμένοι. Μόνο μια σχετικά μικρή και τυχερή μειοψηφία συνεχίζει μέχρι τη στιγμή του θανάτου να εξερευνά το μυστήριο της πραγματικότητας μεγαλώνοντας, εξειδικεύοντας και αναθεωρώντας συνεχώς την κοσμοαντίληψή τους και την άποψή τους για το τι είναι αλήθεια.
Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα στη χάραξη του χάρτη δεν είναι ότι πρέπει να αρχίσουμε από το μηδέν, αλλά ότι, αν θέλουμε να είναι οι χάρτες μας ακριβείς, θα χρειαστεί να τους αναθεωρούμε συνεχώς. Ο ίδιος ο κόσμος διαρκώς αλλάζει. Παγετώνες έρχονται, …παγετώνες φεύγουν. Πολιτισμοί έρχονται, πολιτισμοί φεύγουν. Υπάρχει πολύ λίγη τεχνολογία, υπάρχει πάρα πολλή τεχνολογία. Ακόμα πιο δραματικά, η σκοπιά από όπου θεωρούμε τον κόσμο αλλάζει διαρκώς και πολύ γρήγορα. Όταν είμαστε παιδιά είμαστε εξαρτημένοι και αδύναμοι. Όταν γίνουμε ενήλικοι, μπορούμε να είμαστε δυνατοί. Ωστόσο, σε περίπτωση αρρώστιας ή γεροντικής αναπηρίας μπορεί να ξαναγίνουμε αδύναμοι και εξαρτημένοι. Όταν έχουμε παιδιά που πρέπει να φροντίσουμε, ο κόσμος φαίνεται διαφορετικός απ’ όταν δεν έχουμε κανένα παιδί. Όταν ανατρέφουμε μικρά, ο κόσμος φαίνεται διαφορετικός απ’ όταν ανατρέφουμε εφήβους. Όταν είμαστε φτωχοί, ο κόσμος φαίνεται διαφορετικός απ’ όταν είμαστε πλούσιοι. Καθημερινά βομβαρδιζόμαστε με νέες πληροφορίες για τη φύση της πραγματικότητας. Αν θέλουμε να αφομοιώσουμε αυτές τις πληροφορίες, πρέπει συνεχώς να αναθεωρούμε τους χάρτες μας, και μερικές φορές όταν αρκετές νέες πληροφορίες έχουν συσσωρευτεί, πρέπει να κάνουμε πολύ σημαντικές αναθεωρήσεις. Η διεργασία της αναθεώρησης, και ιδιαίτερα της σημαντικής αναθεώρησης, είναι επίμοχθη, μερικές φορές μάλιστα βασανιστική. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγαλύτερη πηγή πολλών από τα κακά του ανθρώπινου γένους.
Τι συμβαίνει όταν ένας έχει μοχθήσει πολύ και για μακρόχρονο διάστημα για να σχηματίσει μιαν ικανοποιητική κοσμοαντίληψη, έναν φαινομενικά χρήσιμο και πρακτικό χάρτη, και ξαφνικά βρίσκεται μπροστά σε μια νέα πληροφορία που δείχνει πως η αντίληψη αυτή είναι λαθεμένη και πως ο χάρτης χρειάζεται σε ένα μεγάλο μέρος του να ξανασχεδιαστεί; Η απαιτούμενη οδυνηρή προσπάθεια φαίνεται τρομερή, σχεδόν συντριπτική. Εκείνο που κάνουμε πιο συχνά και συνήθως ασύνειδα είναι να αγνοούμε το νέο στοιχείο. Πολλές φορές αυτή η πράξη της ηθελημένης άγνοιας είναι πολύ περισσότερο από παθητική. Μπορεί να καταγγείλουμε το νέο στοιχείο ως λαθεμένο, επικίνδυνο, αιρετικό, έργο του διαβόλου. Μπορεί και να κηρύξουμε σταυροφορία εναντίον του, κι ακόμα να προσπαθήσουμε να παραπλανήσουμε τον κόσμο ώστε να τον κάνουμε να συμφωνήσει με τη δική μας αντίληψη τια την πραγματικότητα. Ένα άτομο αντί να προσπαθήσει να αλλάξει τον χάρτη, μπορεί να προσπαθήσει να καταστρέψει το νέο στοιχείο.
Είναι λυπηρό το γεγονός ότι ένα τέτοια άτομο μπορεί να ξοδεύει πολύ περισσότερη ενέργεια υπερασπίζοντας μια απαρχαιωμένη κοσμοθεωρία από ό,τι θα χρειαζόταν για να την αναθεωρήσει ή να την διορθώσει.
Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα στη χάραξη του χάρτη δεν είναι ότι πρέπει να αρχίσουμε από το μηδέν, αλλά ότι, αν θέλουμε να είναι οι χάρτες μας ακριβείς, θα χρειαστεί να τους αναθεωρούμε συνεχώς. Ο ίδιος ο κόσμος διαρκώς αλλάζει. Παγετώνες έρχονται, …παγετώνες φεύγουν. Πολιτισμοί έρχονται, πολιτισμοί φεύγουν. Υπάρχει πολύ λίγη τεχνολογία, υπάρχει πάρα πολλή τεχνολογία. Ακόμα πιο δραματικά, η σκοπιά από όπου θεωρούμε τον κόσμο αλλάζει διαρκώς και πολύ γρήγορα. Όταν είμαστε παιδιά είμαστε εξαρτημένοι και αδύναμοι. Όταν γίνουμε ενήλικοι, μπορούμε να είμαστε δυνατοί. Ωστόσο, σε περίπτωση αρρώστιας ή γεροντικής αναπηρίας μπορεί να ξαναγίνουμε αδύναμοι και εξαρτημένοι. Όταν έχουμε παιδιά που πρέπει να φροντίσουμε, ο κόσμος φαίνεται διαφορετικός απ’ όταν δεν έχουμε κανένα παιδί. Όταν ανατρέφουμε μικρά, ο κόσμος φαίνεται διαφορετικός απ’ όταν ανατρέφουμε εφήβους. Όταν είμαστε φτωχοί, ο κόσμος φαίνεται διαφορετικός απ’ όταν είμαστε πλούσιοι. Καθημερινά βομβαρδιζόμαστε με νέες πληροφορίες για τη φύση της πραγματικότητας. Αν θέλουμε να αφομοιώσουμε αυτές τις πληροφορίες, πρέπει συνεχώς να αναθεωρούμε τους χάρτες μας, και μερικές φορές όταν αρκετές νέες πληροφορίες έχουν συσσωρευτεί, πρέπει να κάνουμε πολύ σημαντικές αναθεωρήσεις. Η διεργασία της αναθεώρησης, και ιδιαίτερα της σημαντικής αναθεώρησης, είναι επίμοχθη, μερικές φορές μάλιστα βασανιστική. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγαλύτερη πηγή πολλών από τα κακά του ανθρώπινου γένους.
Τι συμβαίνει όταν ένας έχει μοχθήσει πολύ και για μακρόχρονο διάστημα για να σχηματίσει μιαν ικανοποιητική κοσμοαντίληψη, έναν φαινομενικά χρήσιμο και πρακτικό χάρτη, και ξαφνικά βρίσκεται μπροστά σε μια νέα πληροφορία που δείχνει πως η αντίληψη αυτή είναι λαθεμένη και πως ο χάρτης χρειάζεται σε ένα μεγάλο μέρος του να ξανασχεδιαστεί; Η απαιτούμενη οδυνηρή προσπάθεια φαίνεται τρομερή, σχεδόν συντριπτική. Εκείνο που κάνουμε πιο συχνά και συνήθως ασύνειδα είναι να αγνοούμε το νέο στοιχείο. Πολλές φορές αυτή η πράξη της ηθελημένης άγνοιας είναι πολύ περισσότερο από παθητική. Μπορεί να καταγγείλουμε το νέο στοιχείο ως λαθεμένο, επικίνδυνο, αιρετικό, έργο του διαβόλου. Μπορεί και να κηρύξουμε σταυροφορία εναντίον του, κι ακόμα να προσπαθήσουμε να παραπλανήσουμε τον κόσμο ώστε να τον κάνουμε να συμφωνήσει με τη δική μας αντίληψη τια την πραγματικότητα. Ένα άτομο αντί να προσπαθήσει να αλλάξει τον χάρτη, μπορεί να προσπαθήσει να καταστρέψει το νέο στοιχείο.
Είναι λυπηρό το γεγονός ότι ένα τέτοια άτομο μπορεί να ξοδεύει πολύ περισσότερη ενέργεια υπερασπίζοντας μια απαρχαιωμένη κοσμοθεωρία από ό,τι θα χρειαζόταν για να την αναθεωρήσει ή να την διορθώσει.
ΑΙΣΩΠΟΣ: Ο κύριός του, τον είχε συμβουλεύσει πως αν κάποιος λύκος επιτεθεί στο κοπάδι θα έπρεπε να καλέσει για βοήθεια
Ένας νεαρός βοσκός φρόντιζε τα πρόβατα του κυρίου του κοντά σε ένα πυκνό δάσος, σε μικρή απόσταση από το χωριό. Πολύ σύντομα όμως βρήκε τη ζωή στο βοσκότοπο πληκτική καθώς το μόνο που μπορούσε να κάνει για να διασκεδάσει ήταν να μιλάει με τον σκύλο του ή να παίζει μουσική με τη φλογέρα του.
Μια μέρα, καθώς κάθονταν κοιτάζοντας τα πρόβατα και το ήσυχο δάσος, σκέφτηκε τι θα έκανε αν έβλεπε ένα λύκο. Σκέφτηκε λοιπόν ένα σχέδιο για να διασκεδάσει.
Όπως το περίμενε, οι χωρικοί που άκουσαν τις φωνές, άφησαν τις δουλειές τους και έτρεξαν γρήγορα στο βοσκότοπο για βοήθεια. Όμως όταν έφτασαν εκεί βρήκαν το αγόρι να ξεκαρδίζεται στα γέλια που κατάφερε να τους κοροϊδέψει.
Λίγες μέρες αργότερα ο νεαρός βοσκός φώναξε ξανά: «Τρέξτε συγχωριανοί. Λύκοι τρώνε τα πρόβατά μου. Βοήθεια! Βοήθεια!». Και πάλι οι χωρικοί έτρεξαν για να τον βοηθήσουν, αλλά και πάλι τον βρήκαν να γελάει και να τους κοροϊδεύει που την πάτησαν ξανά.
Μετά από μερικές μέρες, καθώς βράδιαζε ένας λύκος έκανε την εμφάνισή του και επιτέθηκε στα πρόβατα αυτή τη φορά στα αλήθεια.
Με τρόμο το αγόρι έτρεξε προς το χωριό, φωνάζοντας: «Τρέξτε συγχωριανοί! Ένας Λύκος τρώει τα πρόβατά μου. Βοήθεια Λύκος! Λύκος!». Αλλά αυτή τη φορά αν και οι χωρικοί άκουγαν τις φωνές του, δεν έτρεξαν για να τον βοηθήσουν όπως πριν.
«Δεν μπορεί να μας ξεγελάσει πάλι», είπαν.
Ο Λύκος σκότωσε πολλά από τα πρόβατα του ψεύτη βοσκού και στη συνέχεια χάθηκε στο δάσος.
Μια μέρα, καθώς κάθονταν κοιτάζοντας τα πρόβατα και το ήσυχο δάσος, σκέφτηκε τι θα έκανε αν έβλεπε ένα λύκο. Σκέφτηκε λοιπόν ένα σχέδιο για να διασκεδάσει.
Ο κύριός του, τον είχε συμβουλεύσει πως αν κάποιος λύκος επιτεθεί στο κοπάδι θα έπρεπε να καλέσει για βοήθεια και οι χωρικοί θα έρχονταν για να διώξουν τον λύκο μακριά. Τώρα λοιπόν, αν και δεν είχε δει τίποτα, έτρεξε προς το χωριό και φώναξε δυνατά: «Βοήθεια! Τρέξτε συγχωριανοί. Λύκοι τρώνε τα πρόβατά μου. Βοήθεια!».
Όπως το περίμενε, οι χωρικοί που άκουσαν τις φωνές, άφησαν τις δουλειές τους και έτρεξαν γρήγορα στο βοσκότοπο για βοήθεια. Όμως όταν έφτασαν εκεί βρήκαν το αγόρι να ξεκαρδίζεται στα γέλια που κατάφερε να τους κοροϊδέψει.
Λίγες μέρες αργότερα ο νεαρός βοσκός φώναξε ξανά: «Τρέξτε συγχωριανοί. Λύκοι τρώνε τα πρόβατά μου. Βοήθεια! Βοήθεια!». Και πάλι οι χωρικοί έτρεξαν για να τον βοηθήσουν, αλλά και πάλι τον βρήκαν να γελάει και να τους κοροϊδεύει που την πάτησαν ξανά.
Μετά από μερικές μέρες, καθώς βράδιαζε ένας λύκος έκανε την εμφάνισή του και επιτέθηκε στα πρόβατα αυτή τη φορά στα αλήθεια.
Με τρόμο το αγόρι έτρεξε προς το χωριό, φωνάζοντας: «Τρέξτε συγχωριανοί! Ένας Λύκος τρώει τα πρόβατά μου. Βοήθεια Λύκος! Λύκος!». Αλλά αυτή τη φορά αν και οι χωρικοί άκουγαν τις φωνές του, δεν έτρεξαν για να τον βοηθήσουν όπως πριν.
«Δεν μπορεί να μας ξεγελάσει πάλι», είπαν.
Ο Λύκος σκότωσε πολλά από τα πρόβατα του ψεύτη βοσκού και στη συνέχεια χάθηκε στο δάσος.
Τέλειος σαν Τέλος
Όποιος πει πως είναι τέλειος έμμεσα ομολογεί ότι έφτασε στο τέλος της εξέλιξης & της βελτίωσής του.
«Τελειομανία» Ο σπόρος της φωλιάζει κάποια στιγμή μέσα μας, χωρίς να το καταλάβουμε, χωρίς να το προσέξουμε, χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια την απαρχή της. Και μεγαλώνει μέσα μας. Μεγαλώνουμε μαζί. Και κάποια στιγμή μετά βίας διαχωρίζεται το ένα από το άλλο. Είμαστε ένα. Η τελειομανία κι εμείς. Ο σπόρος έγινε ολόκληρο δέντρο. Πώς να το ξεριζώσεις;
Εγώ σε βοήθησα. Εγώ σε έφερα εδώ που είσαι σήμερα. Χάρη σ’ εμένα προχώρησες, πέτυχες, κατέκτησες. Αν δεν υπήρχα εγώ, πού θα ήσουν εσύ; Αν δεν σε πίεζα, αν δεν σε έσπρωχνα για το περισσότερο, το καλύτερο, το τέλειο; Πού θα βρισκόσουν; Στην μετριότητα; Η μετριότητα δεν είναι αρκετά καλή. Δεν ξεχωρίζει. Δεν φέρνει καταξίωση. Δεν με ικανοποιεί. Πρέπει να είσαι ο πρώτος, ο καλύτερος! Πρέπει να είσαι τέλειος. Δεν πρέπει να κάνεις λάθη, δεν επιτρέπεται να μην ξέρεις, να μην μπορείς. Δεν δέχομαι τις αδυναμίες και πιστεύω ότι δεν θα τις δεχτεί και κανένας άλλος. Γι’ αυτό να τις κρύβεις. Είναι ντροπή να είσαι αδύναμος και να χρειάζεσαι βοήθεια. Λεκιάζεις την άμεμπτη εικόνα μου. Αυτήν που βγάζω προς τα έξω και που δεν έχει ψεγάδια.
Πρέπει να λειτουργείς σαν μια καλοκουρδισμένη μηχανή. Πάντα έτοιμη, ακούραστη, σωστή και αποτελεσματική. Με συνέπεια. Και χωρίς να δείχνεις ότι δυσκολεύεσαι. Αν δυσκολεύεσαι, αυτό σημαίνει ότι δεν είσαι αρκετά καλός. Κι οτιδήποτε λιγότερο από αυτό είναι μια αποτυχία. Δεν αξίζεις. Δεν φέρνεις τα σωστά αποτελέσματα. Και δεν δέχομαι παρατηρήσεις. Παρατηρήσεις και σχόλια υποδηλώνουν ότι δεν ήσουν προσεκτικός. Κάπου έκανες λάθος. Κάτι παρέλειψες, κάτι σου ξέφυγε.
Πρέπει να είσαι τέλειος για να είσαι αρεστός κι αποδεκτός. Αν δείξεις ατέλειες, λάθη και αδυναμίες θα γκρεμιστεί η εικόνα της τελειότητας. Θα χαλάσει η εικόνα που έχεις επιτρέψει στους άλλους να δουν και να κατασκευάσουν για σένα. Και δεν θα είσαι πια αρεστός. Δεν θα σε θέλουν. Θα σε απομακρύνουν, θα σε απορρίψουν. Και θα μείνεις μόνος σου.
Πρέπει να ματώνεις, να κοπιάζεις για το στόχο. Δεν με νοιάζει αν κουράζεσαι υπερβολικά. Δεν με νοιάζει αν δεν κοιμάσαι καλά ή και καθόλου. Δεν έχει σημασία που δεν ξεκουράζεσαι, που δεν τρως καλά και δεν έχεις χρόνο για σένα. Χρειάζεσαι χρόνο για να είσαι τέλειος και να πετύχεις το στόχο σου. Δεν πειράζει που δεν έχεις χρόνο για τους ανθρώπους σου. Ο στόχος μετράει. Οι θυσίες σου θα ανταμειφθούν στο τέλος. Όταν πετύχεις.
Πρέπει πάντα να έχεις τον έλεγχο. Είναι καταστροφικό να μην τον έχεις. Όλα μπορεί να πάνε τόσο στραβά! Και πώς θα το χειριστείς μετά; Πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για το χειρότερο. Να σκέφτεσαι πάντα τι άλλο μπορείς να κάνεις για να προλάβεις καταστάσεις. Είναι τόσο φοβερό κι αγχωτικό να μην έχεις τον έλεγχο! Τόσο αβέβαιο…
Δεν πειράζει που δεν έχεις χρόνο για τόσα άλλα πράγματα για τα οποία διψάς μέσα σου. Αν δεν έχεις χρόνο γι’ αυτά, για να επενδύσεις σε αυτά, τότε δεν θα είσαι καλός σε αυτά. Και αν δεν είσαι καλός, τότε για ποιο λόγο να καταπιαστείς μαζί τους; Γιατί να δοκιμάσεις κάτι στο οποίο μπορεί να είσαι κάτι λιγότερο από τέλειος; Ποιο το νόημα; Μην προσπαθήσεις καν γι’ αυτά.
Συγκεντρώσου στους άλλους στόχους σου. Στους σημαντικούς. Ναι, είσαι κουρασμένος τώρα. Και πιεσμένος. Συνέχεια ανήσυχος. Δεν φροντίζεις τον εαυτό σου, δεν αναπαύεσαι ποτέ, είσαι μόνιμα στην τσίτα, έχεις ξεχάσει πώς είναι να απολαμβάνεις κάτι…
Θα χαρείς όταν πετύχεις. Θα απολαύσεις τότε τους καρπούς του κόπου σου. Θα διασκεδάσεις τότε. Θα βρεις χρόνο για τους αγαπημένους σου και για σένα μετά. Θα κάνεις το ταξίδι που θες αργότερα…Η τελειότητα θέλει θυσίες. Είναι για τους σκληροπυρηνικούς. Αν ήταν εύκολο θα το έκαναν όλοι. Θα απολαύσεις τα οφέλη της. «Αργότερα».
Μα, για μια στιγμή! Και στον προηγούμενο στόχο που έθεσα, το ίδιο μου είπες. «Μετά. Αργότερα…» Και δεν τον απόλαυσα. Δεν τον χάρηκα. Δεν θυμάμαι καν να τον βιώνω. Με το που τον πέτυχα, τον υποτίμησα. Και σκέφτηκα τι καλύτερο θα μπορούσα να είχα κάνει. Τι περισσότερο, τι διαφορετικό. Και κοίταξα μπροστά, οραματίστηκα τον επόμενο μεγάλο στόχο. Λογικά θα είναι μεγαλύτερη η ικανοποίηση που θα νιώσω άμα πετύχω «αυτό». Όταν πετύχω «αυτό». Έτσι μου ψιθύρισες.
Συνέχεια προβάλλω τον εαυτό μου στο μέλλον. Συνέχεια κυνηγάω το μετά. Γι’ αυτό δεν ζω το τώρα. Γι’ αυτό είμαι γεμάτος ένταση και άγχος. Μόνιμα πιεσμένος. «Μετά…»
Επαγρύπνηση και καταστροφολογία. Μην χάσω τον έλεγχο, μην κάνω λάθος, μην δείξω αδυναμία. Και τρέχω ξοπίσω της τελειότητας. Κυνηγώ το άπιαστο, το ανέφικτο. Πώς να το καταφέρω;
Ποτέ δεν μπορώ να σε ικανοποιήσω με τίποτα. Συνέχεια μου ζητάς. Απαιτείς πολλά. Μου υπόσχεσαι μια ικανοποίηση που ποτέ δεν μ’ αφήνεις να νιώσω. Γιατί ακόμα κι αν θυσιάσω τα πάντα για να σου δώσω αυτό που θες, δεν είναι ποτέ αρκετό για σένα.
Θες κι άλλα. Μου εξαντλείς όλο τον χρόνο. Και με αφήνεις άδειο. Άδειο, μόνο, και μη ικανοποιημένο. Κι αν αποπειραθώ να σου πάω κόντρα και να είμαι οτιδήποτε λιγότερο από τέλειος, με γεμίζεις ενοχή, θυμό, θλίψη και άγχος. Δεν με αφήνεις να ησυχάσω. Δεν με αφήνεις να ηρεμήσω. Να σταματήσω για λίγο.
Έστω για να ευχαριστηθώ με όσα πέτυχα. Όχι, για σένα όταν δεν κάνω, δεν είμαι παραγωγικός, γίνομαι βάρος, δεν έχει νόημα η ύπαρξή μου. Μένω στάσιμος. Είμαι ένας άχρηστος, ένας αποτυχημένος. Πρέπει πάντα να κάνω, για να μην σε ακούω να επικρίνεις κάθε μου κίνηση. Δεν μπορώ να είμαι τέλειος. Δεν μπορώ να τα έχω όλα υπό τον έλεγχό μου, δεν μπορώ να είμαι σωστός και άψογος σε όλα μου, πάντα. Με εξαντλείς. Δεν αντέχω άλλο αυτό το βάρος της τελειότητας.
Δεν περνάνε όλα από μένα και στ’ αλήθεια μου δίνει ανακούφιση αυτό. Γιατί όσο και να πασχίζω ούτε χρειάζεται να έχω τον έλεγχο πάντοτε ούτε και μπορώ. Δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό αυτό. Με κάνεις να ανησυχώ τόσο για να μην χάσω τον έλεγχο και όλη η υπερπροσπάθεια γι’ αυτό είναι πιο αγχωτική εν τέλει.
Και να σου πω και κάτι; Με έπεισες να φοβάμαι μη χάσω τον έλεγχο. Μα πώς να χάσω κάτι που δεν έχω εξαρχής; Με έκανες όμως να χάνω εμένα. Nα χάνω τις στιγμές. Πράγματα που αγαπώ ή που θέλω να δοκιμάσω και φοβάμαι μην αποτύχω, οπότε τα αποφεύγω, για να μην ακούω τον επικριτικό μονόλογό σου. Με κράτησες σε απόσταση από ανθρώπους, από φόβο μη δείξω τι;
Ότι δεν είμαι τέλειος; Ότι κάνω λάθη και έχω αδυναμίες; Ότι δυσκολεύομαι και δεν τα έχω όλα λυμένα στη ζωή μου; Με φυλάκισες σε μια τέλεια εικόνα για να μη δείξω ότι είμαι άνθρωπος, όπως όλοι; Δεν ηρεμώ ποτέ. Δεν χαλαρώνω. Δεν κοιμάμαι καλά. Κάποιες φορές μπορεί να ξεχάσω και να φάω.
Ξεχνάω να με φροντίσω. Ναι, έχω ανάγκη και άλλα πράγματα, όχι μόνο όσα μου ζητάς εσύ. Χρειάζομαι κι άλλα για να είμαι ισορροπημένος, ολοκληρωμένος κι ευχαριστημένος. Υπάρχουν ένα σωρό θέλω που συχνά συγκρούονται με τα πρέπει σου. Κι αναρωτιέμαι αν αξίζει. Αν τα οφέλη που μου υπόσχεσαι και μου επιδεικνύεις με τόσο ζήλο είναι αρκετά για να αντισταθμίσουν το κόστος.
Τι ζημιά μου κάνεις! Έχω αρχίσει να καταλαβαίνω ότι η σκοτεινή σου πλευρά, επισκιάζει την φωτεινή σου. Με ξεγέλασες. Μου έδειξες κάτι πλασματικό. Κάτι τέλειο. Ναι, σε λένε τελειομανία. Μα ποτέ δεν μου εξήγησες όλο το όνομά σου. Δεν μου μίλησες ποτέ για την μανία σου. Για την ακόρεστη επιθυμία σου να ζητάς, να απαιτείς όλο και περισσότερα.
Για την εμμονική σου ανάγκη να μην είσαι ποτέ ικανοποιημένη ό, τι κι αν κάνω, που με αναγκάζει να κλέβω χρόνο κι ενέργεια από οτιδήποτε άλλο για να το αφιερώνω σε σένα. Ποτέ δεν μου είπες πως μαζί με την τελειότητα θα παντρευόμουν και όλον αυτόν το δυσλειτουργικό τρόπο σκέψης σου.
«Τελειομανία». Ήταν ελκυστικό στο άκουσμα. Γιατί μέσα κρύβει την τελειότητα. Όμως, δεν μπορώ να πάρω τελειότητα χωρίς μανία. Η εμμονή για την κατάκτηση της τελειότητας και για την διατήρησή της, εάν θεωρήσω ότι έστω την άγγιξα ποτέ, με κάνει να δυσλειτουργώ. Αν σκεφτώ ότι δεν μπορώ να είμαι τελειομανής χωρίς να είμαι και δυσλειτουργικός παράλληλα, πόσο ελκυστικό είναι να κυνηγάω την τελειότητα;
Η ΤΕΛΕΙΟΜΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΑ «ΠΡΕΠΕΙ»
Υπάρχουν 9 είδη τελειομανίας:
1) Ηθική τελειομανία: «Δεν πρέπει να συγχωρώ τον εαυτό μου όταν δεν ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες μου».
2) Τελειομανία απόδοσης: «Για να αξίζω ως άνθρωπος, πρέπει να πετυχαίνω σε οτιδήποτε κάνω».
3) Τελειομανία δύναμης: «Δεν πρέπει να είμαι ευάλωτος κι αδύναμος, διότι οι άνθρωποι θα με απορρίψουν».
4) Τελειομανία του αλάνθαστου: «Δεν πρέπει να κάνω ποτέ λάθη. Αν κάνω λάθη, οι άνθρωποι θα με απορρίψουν».
5) Συναισθηματική τελειομανία: «Πρέπει πάντα να προσπαθώ να είμαι ευτυχής. Πρέπει να ελέγχω τα αρνητικά συναισθήματά μου και να μη νιώθω ποτέ άγχος ή κατάθλιψη».
6) Ρομαντική τελειομανία: «Πρέπει να βρω τον τέλειο σύντροφο και να είμαι πάντα ερωτευμένη μαζί του».
7) Τελειομανία σχέσεων: «Οι άνθρωποι που αγαπούν ο ένας τον άλλον δεν πρέπει ποτέ να θυμώνουν ή να τσακώνονται». Αν πιστεύεις σε κάτι τέτοιο, η υπεργενίκευση σού την έχει στημένη στην επόμενη γωνία.
8) Σεξουαλική τελειομανία: Αυτή εκδηλώνεται διαφορετικά στους άντρες απ’ ό,τι στις γυναίκες. Στους άντρες έχει την εξής μορφή: «Πρέπει πάντα να έχω μια πλήρη στύση διαρκείας. Είναι ντροπή και δείγμα έλλειψης ανδρισμού, αν έχω ποτέ ένα επεισόδιο ανικανότητας ή πρόωρης εκσπερμάτωσης». Στις γυναίκες είναι κάπως έτσι: «Πρέπει πάντα να έχω οργασμό, αλλιώς δεν είμαι ολοκληρωμένη γυναίκα». Γι’ αυτό και μερικές προσποιούνται οργασμό χωρίς να έχουν.
9) Εμφανισιακή τελειομανία: Την συναντάμε πιο συχνά στις γυναίκες, αλλά και οι άντρες δεν πάμε πίσω. Βασίζεται στην άποψη ότι υπάρχει «τέλεια» εμφάνιση. Αν μας πάρεις όλους έναν έναν, θα διαπιστώσεις ότι ακόμα και ο πιο εμφανίσιμος άνθρωπος έχει κάτι στο σώμα του που δεν του αρέσει. Μπορεί να είναι το βάρος, το ύψος, η μύτη, οι γοφοί κι ό,τι άλλο διανοηθείς.
Πιθανόν πρόσεξες ότι όλες οι παραπάνω απόψεις έχουν ένα κοινό: έχουν όλες την λέξη «πρέπει». Η πρεπολογία από μόνη της είναι μια διανοητική παραμόρφωση. Αν κάποιος καταφέρει να βγάλει τα αδικαιολόγητα «πρέπει» από την καθημερινή του σκέψη, έχει πολλές πιθανότητες να μειωθούν σημαντικά οι διανοητικές παραμορφώσεις του και κατ’ επέκταση τα άγχη του.
Τι θα πει «τέλειος»;
Τα λεξικά που κοίταξα δεν δίνουν έναν ικανοποιητικό ορισμό. Εκείνο που έχει πολύ ενδιαφέρον είναι η συγγένεια που υπάρχει ανάμεσα στις λέξεις «τέλειος» και «τέλος». Αυτή η συγγένεια βοηθά να βρούμε έναν ορισμό πιο ικανοποιητικό από αυτόν που δίνουν τα λεξικά: «Τέλειος είναι αυτός που δεν επιδέχεται περαιτέρω βελτίωση». Ο άνθρωπος που θέλει να γίνει τέλειος καλά θα κάνει να καταλάβει πως -όποιος πει πως είναι τέλειος- ομολογεί ότι έφτασε στο τέλος της εξέλιξης, της ανέλιξης και της βελτίωσής του.
«Τελειομανία» Ο σπόρος της φωλιάζει κάποια στιγμή μέσα μας, χωρίς να το καταλάβουμε, χωρίς να το προσέξουμε, χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια την απαρχή της. Και μεγαλώνει μέσα μας. Μεγαλώνουμε μαζί. Και κάποια στιγμή μετά βίας διαχωρίζεται το ένα από το άλλο. Είμαστε ένα. Η τελειομανία κι εμείς. Ο σπόρος έγινε ολόκληρο δέντρο. Πώς να το ξεριζώσεις;
Εγώ σε βοήθησα. Εγώ σε έφερα εδώ που είσαι σήμερα. Χάρη σ’ εμένα προχώρησες, πέτυχες, κατέκτησες. Αν δεν υπήρχα εγώ, πού θα ήσουν εσύ; Αν δεν σε πίεζα, αν δεν σε έσπρωχνα για το περισσότερο, το καλύτερο, το τέλειο; Πού θα βρισκόσουν; Στην μετριότητα; Η μετριότητα δεν είναι αρκετά καλή. Δεν ξεχωρίζει. Δεν φέρνει καταξίωση. Δεν με ικανοποιεί. Πρέπει να είσαι ο πρώτος, ο καλύτερος! Πρέπει να είσαι τέλειος. Δεν πρέπει να κάνεις λάθη, δεν επιτρέπεται να μην ξέρεις, να μην μπορείς. Δεν δέχομαι τις αδυναμίες και πιστεύω ότι δεν θα τις δεχτεί και κανένας άλλος. Γι’ αυτό να τις κρύβεις. Είναι ντροπή να είσαι αδύναμος και να χρειάζεσαι βοήθεια. Λεκιάζεις την άμεμπτη εικόνα μου. Αυτήν που βγάζω προς τα έξω και που δεν έχει ψεγάδια.
Πρέπει να λειτουργείς σαν μια καλοκουρδισμένη μηχανή. Πάντα έτοιμη, ακούραστη, σωστή και αποτελεσματική. Με συνέπεια. Και χωρίς να δείχνεις ότι δυσκολεύεσαι. Αν δυσκολεύεσαι, αυτό σημαίνει ότι δεν είσαι αρκετά καλός. Κι οτιδήποτε λιγότερο από αυτό είναι μια αποτυχία. Δεν αξίζεις. Δεν φέρνεις τα σωστά αποτελέσματα. Και δεν δέχομαι παρατηρήσεις. Παρατηρήσεις και σχόλια υποδηλώνουν ότι δεν ήσουν προσεκτικός. Κάπου έκανες λάθος. Κάτι παρέλειψες, κάτι σου ξέφυγε.
Πρέπει να είσαι τέλειος για να είσαι αρεστός κι αποδεκτός. Αν δείξεις ατέλειες, λάθη και αδυναμίες θα γκρεμιστεί η εικόνα της τελειότητας. Θα χαλάσει η εικόνα που έχεις επιτρέψει στους άλλους να δουν και να κατασκευάσουν για σένα. Και δεν θα είσαι πια αρεστός. Δεν θα σε θέλουν. Θα σε απομακρύνουν, θα σε απορρίψουν. Και θα μείνεις μόνος σου.
Πρέπει να ματώνεις, να κοπιάζεις για το στόχο. Δεν με νοιάζει αν κουράζεσαι υπερβολικά. Δεν με νοιάζει αν δεν κοιμάσαι καλά ή και καθόλου. Δεν έχει σημασία που δεν ξεκουράζεσαι, που δεν τρως καλά και δεν έχεις χρόνο για σένα. Χρειάζεσαι χρόνο για να είσαι τέλειος και να πετύχεις το στόχο σου. Δεν πειράζει που δεν έχεις χρόνο για τους ανθρώπους σου. Ο στόχος μετράει. Οι θυσίες σου θα ανταμειφθούν στο τέλος. Όταν πετύχεις.
Πρέπει πάντα να έχεις τον έλεγχο. Είναι καταστροφικό να μην τον έχεις. Όλα μπορεί να πάνε τόσο στραβά! Και πώς θα το χειριστείς μετά; Πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για το χειρότερο. Να σκέφτεσαι πάντα τι άλλο μπορείς να κάνεις για να προλάβεις καταστάσεις. Είναι τόσο φοβερό κι αγχωτικό να μην έχεις τον έλεγχο! Τόσο αβέβαιο…
Δεν πειράζει που δεν έχεις χρόνο για τόσα άλλα πράγματα για τα οποία διψάς μέσα σου. Αν δεν έχεις χρόνο γι’ αυτά, για να επενδύσεις σε αυτά, τότε δεν θα είσαι καλός σε αυτά. Και αν δεν είσαι καλός, τότε για ποιο λόγο να καταπιαστείς μαζί τους; Γιατί να δοκιμάσεις κάτι στο οποίο μπορεί να είσαι κάτι λιγότερο από τέλειος; Ποιο το νόημα; Μην προσπαθήσεις καν γι’ αυτά.
Συγκεντρώσου στους άλλους στόχους σου. Στους σημαντικούς. Ναι, είσαι κουρασμένος τώρα. Και πιεσμένος. Συνέχεια ανήσυχος. Δεν φροντίζεις τον εαυτό σου, δεν αναπαύεσαι ποτέ, είσαι μόνιμα στην τσίτα, έχεις ξεχάσει πώς είναι να απολαμβάνεις κάτι…
Θα χαρείς όταν πετύχεις. Θα απολαύσεις τότε τους καρπούς του κόπου σου. Θα διασκεδάσεις τότε. Θα βρεις χρόνο για τους αγαπημένους σου και για σένα μετά. Θα κάνεις το ταξίδι που θες αργότερα…Η τελειότητα θέλει θυσίες. Είναι για τους σκληροπυρηνικούς. Αν ήταν εύκολο θα το έκαναν όλοι. Θα απολαύσεις τα οφέλη της. «Αργότερα».
Μα, για μια στιγμή! Και στον προηγούμενο στόχο που έθεσα, το ίδιο μου είπες. «Μετά. Αργότερα…» Και δεν τον απόλαυσα. Δεν τον χάρηκα. Δεν θυμάμαι καν να τον βιώνω. Με το που τον πέτυχα, τον υποτίμησα. Και σκέφτηκα τι καλύτερο θα μπορούσα να είχα κάνει. Τι περισσότερο, τι διαφορετικό. Και κοίταξα μπροστά, οραματίστηκα τον επόμενο μεγάλο στόχο. Λογικά θα είναι μεγαλύτερη η ικανοποίηση που θα νιώσω άμα πετύχω «αυτό». Όταν πετύχω «αυτό». Έτσι μου ψιθύρισες.
Συνέχεια προβάλλω τον εαυτό μου στο μέλλον. Συνέχεια κυνηγάω το μετά. Γι’ αυτό δεν ζω το τώρα. Γι’ αυτό είμαι γεμάτος ένταση και άγχος. Μόνιμα πιεσμένος. «Μετά…»
Επαγρύπνηση και καταστροφολογία. Μην χάσω τον έλεγχο, μην κάνω λάθος, μην δείξω αδυναμία. Και τρέχω ξοπίσω της τελειότητας. Κυνηγώ το άπιαστο, το ανέφικτο. Πώς να το καταφέρω;
Ποτέ δεν μπορώ να σε ικανοποιήσω με τίποτα. Συνέχεια μου ζητάς. Απαιτείς πολλά. Μου υπόσχεσαι μια ικανοποίηση που ποτέ δεν μ’ αφήνεις να νιώσω. Γιατί ακόμα κι αν θυσιάσω τα πάντα για να σου δώσω αυτό που θες, δεν είναι ποτέ αρκετό για σένα.
Θες κι άλλα. Μου εξαντλείς όλο τον χρόνο. Και με αφήνεις άδειο. Άδειο, μόνο, και μη ικανοποιημένο. Κι αν αποπειραθώ να σου πάω κόντρα και να είμαι οτιδήποτε λιγότερο από τέλειος, με γεμίζεις ενοχή, θυμό, θλίψη και άγχος. Δεν με αφήνεις να ησυχάσω. Δεν με αφήνεις να ηρεμήσω. Να σταματήσω για λίγο.
Έστω για να ευχαριστηθώ με όσα πέτυχα. Όχι, για σένα όταν δεν κάνω, δεν είμαι παραγωγικός, γίνομαι βάρος, δεν έχει νόημα η ύπαρξή μου. Μένω στάσιμος. Είμαι ένας άχρηστος, ένας αποτυχημένος. Πρέπει πάντα να κάνω, για να μην σε ακούω να επικρίνεις κάθε μου κίνηση. Δεν μπορώ να είμαι τέλειος. Δεν μπορώ να τα έχω όλα υπό τον έλεγχό μου, δεν μπορώ να είμαι σωστός και άψογος σε όλα μου, πάντα. Με εξαντλείς. Δεν αντέχω άλλο αυτό το βάρος της τελειότητας.
Δεν περνάνε όλα από μένα και στ’ αλήθεια μου δίνει ανακούφιση αυτό. Γιατί όσο και να πασχίζω ούτε χρειάζεται να έχω τον έλεγχο πάντοτε ούτε και μπορώ. Δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό αυτό. Με κάνεις να ανησυχώ τόσο για να μην χάσω τον έλεγχο και όλη η υπερπροσπάθεια γι’ αυτό είναι πιο αγχωτική εν τέλει.
Και να σου πω και κάτι; Με έπεισες να φοβάμαι μη χάσω τον έλεγχο. Μα πώς να χάσω κάτι που δεν έχω εξαρχής; Με έκανες όμως να χάνω εμένα. Nα χάνω τις στιγμές. Πράγματα που αγαπώ ή που θέλω να δοκιμάσω και φοβάμαι μην αποτύχω, οπότε τα αποφεύγω, για να μην ακούω τον επικριτικό μονόλογό σου. Με κράτησες σε απόσταση από ανθρώπους, από φόβο μη δείξω τι;
Ότι δεν είμαι τέλειος; Ότι κάνω λάθη και έχω αδυναμίες; Ότι δυσκολεύομαι και δεν τα έχω όλα λυμένα στη ζωή μου; Με φυλάκισες σε μια τέλεια εικόνα για να μη δείξω ότι είμαι άνθρωπος, όπως όλοι; Δεν ηρεμώ ποτέ. Δεν χαλαρώνω. Δεν κοιμάμαι καλά. Κάποιες φορές μπορεί να ξεχάσω και να φάω.
Ξεχνάω να με φροντίσω. Ναι, έχω ανάγκη και άλλα πράγματα, όχι μόνο όσα μου ζητάς εσύ. Χρειάζομαι κι άλλα για να είμαι ισορροπημένος, ολοκληρωμένος κι ευχαριστημένος. Υπάρχουν ένα σωρό θέλω που συχνά συγκρούονται με τα πρέπει σου. Κι αναρωτιέμαι αν αξίζει. Αν τα οφέλη που μου υπόσχεσαι και μου επιδεικνύεις με τόσο ζήλο είναι αρκετά για να αντισταθμίσουν το κόστος.
Τι ζημιά μου κάνεις! Έχω αρχίσει να καταλαβαίνω ότι η σκοτεινή σου πλευρά, επισκιάζει την φωτεινή σου. Με ξεγέλασες. Μου έδειξες κάτι πλασματικό. Κάτι τέλειο. Ναι, σε λένε τελειομανία. Μα ποτέ δεν μου εξήγησες όλο το όνομά σου. Δεν μου μίλησες ποτέ για την μανία σου. Για την ακόρεστη επιθυμία σου να ζητάς, να απαιτείς όλο και περισσότερα.
Για την εμμονική σου ανάγκη να μην είσαι ποτέ ικανοποιημένη ό, τι κι αν κάνω, που με αναγκάζει να κλέβω χρόνο κι ενέργεια από οτιδήποτε άλλο για να το αφιερώνω σε σένα. Ποτέ δεν μου είπες πως μαζί με την τελειότητα θα παντρευόμουν και όλον αυτόν το δυσλειτουργικό τρόπο σκέψης σου.
«Τελειομανία». Ήταν ελκυστικό στο άκουσμα. Γιατί μέσα κρύβει την τελειότητα. Όμως, δεν μπορώ να πάρω τελειότητα χωρίς μανία. Η εμμονή για την κατάκτηση της τελειότητας και για την διατήρησή της, εάν θεωρήσω ότι έστω την άγγιξα ποτέ, με κάνει να δυσλειτουργώ. Αν σκεφτώ ότι δεν μπορώ να είμαι τελειομανής χωρίς να είμαι και δυσλειτουργικός παράλληλα, πόσο ελκυστικό είναι να κυνηγάω την τελειότητα;
Η ΤΕΛΕΙΟΜΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΑ «ΠΡΕΠΕΙ»
Υπάρχουν 9 είδη τελειομανίας:
1) Ηθική τελειομανία: «Δεν πρέπει να συγχωρώ τον εαυτό μου όταν δεν ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες μου».
2) Τελειομανία απόδοσης: «Για να αξίζω ως άνθρωπος, πρέπει να πετυχαίνω σε οτιδήποτε κάνω».
3) Τελειομανία δύναμης: «Δεν πρέπει να είμαι ευάλωτος κι αδύναμος, διότι οι άνθρωποι θα με απορρίψουν».
4) Τελειομανία του αλάνθαστου: «Δεν πρέπει να κάνω ποτέ λάθη. Αν κάνω λάθη, οι άνθρωποι θα με απορρίψουν».
5) Συναισθηματική τελειομανία: «Πρέπει πάντα να προσπαθώ να είμαι ευτυχής. Πρέπει να ελέγχω τα αρνητικά συναισθήματά μου και να μη νιώθω ποτέ άγχος ή κατάθλιψη».
6) Ρομαντική τελειομανία: «Πρέπει να βρω τον τέλειο σύντροφο και να είμαι πάντα ερωτευμένη μαζί του».
7) Τελειομανία σχέσεων: «Οι άνθρωποι που αγαπούν ο ένας τον άλλον δεν πρέπει ποτέ να θυμώνουν ή να τσακώνονται». Αν πιστεύεις σε κάτι τέτοιο, η υπεργενίκευση σού την έχει στημένη στην επόμενη γωνία.
8) Σεξουαλική τελειομανία: Αυτή εκδηλώνεται διαφορετικά στους άντρες απ’ ό,τι στις γυναίκες. Στους άντρες έχει την εξής μορφή: «Πρέπει πάντα να έχω μια πλήρη στύση διαρκείας. Είναι ντροπή και δείγμα έλλειψης ανδρισμού, αν έχω ποτέ ένα επεισόδιο ανικανότητας ή πρόωρης εκσπερμάτωσης». Στις γυναίκες είναι κάπως έτσι: «Πρέπει πάντα να έχω οργασμό, αλλιώς δεν είμαι ολοκληρωμένη γυναίκα». Γι’ αυτό και μερικές προσποιούνται οργασμό χωρίς να έχουν.
9) Εμφανισιακή τελειομανία: Την συναντάμε πιο συχνά στις γυναίκες, αλλά και οι άντρες δεν πάμε πίσω. Βασίζεται στην άποψη ότι υπάρχει «τέλεια» εμφάνιση. Αν μας πάρεις όλους έναν έναν, θα διαπιστώσεις ότι ακόμα και ο πιο εμφανίσιμος άνθρωπος έχει κάτι στο σώμα του που δεν του αρέσει. Μπορεί να είναι το βάρος, το ύψος, η μύτη, οι γοφοί κι ό,τι άλλο διανοηθείς.
Πιθανόν πρόσεξες ότι όλες οι παραπάνω απόψεις έχουν ένα κοινό: έχουν όλες την λέξη «πρέπει». Η πρεπολογία από μόνη της είναι μια διανοητική παραμόρφωση. Αν κάποιος καταφέρει να βγάλει τα αδικαιολόγητα «πρέπει» από την καθημερινή του σκέψη, έχει πολλές πιθανότητες να μειωθούν σημαντικά οι διανοητικές παραμορφώσεις του και κατ’ επέκταση τα άγχη του.
Τι θα πει «τέλειος»;
Τα λεξικά που κοίταξα δεν δίνουν έναν ικανοποιητικό ορισμό. Εκείνο που έχει πολύ ενδιαφέρον είναι η συγγένεια που υπάρχει ανάμεσα στις λέξεις «τέλειος» και «τέλος». Αυτή η συγγένεια βοηθά να βρούμε έναν ορισμό πιο ικανοποιητικό από αυτόν που δίνουν τα λεξικά: «Τέλειος είναι αυτός που δεν επιδέχεται περαιτέρω βελτίωση». Ο άνθρωπος που θέλει να γίνει τέλειος καλά θα κάνει να καταλάβει πως -όποιος πει πως είναι τέλειος- ομολογεί ότι έφτασε στο τέλος της εξέλιξης, της ανέλιξης και της βελτίωσής του.
Νίτσε: Ο θησαυρός μας βρίσκεται στην κυψέλη της γνώσης μας
Ο θησαυρός μας βρίσκεται στην κυψέλη της γνώσης μας. Και πάντα προς τα εκεί πηγαίνουμε, αφού είμαστε φτερωτά έντομα της φύσης και συλλέκτες του μελιού του νου
Όπως ο Σοπενχάουερ, έτσι και ο Νίτσε ενδιαφέρθηκε στη νεότητά του για το φάσμα των ανατολικών φιλοσοφιών που συγκλίνουν στην Ινδία. Κληρονόμος μιας μακράς πνευματικής παράδοσης προσανατολισμένης στο γνώθι σ αυτόν, ο Rαμάνα Mαχάρσι υπήρξε ίσως ο τελευταίος «μεγάλος γκουρού» που εργάστηκε με το όργανο που μας κάνει ανθρώπους: τον νου.
O Rαμάνα ενθάρρυνε τους μαθητές του να σχηματίζουν την ερώτηση «Ποιος είμαι εγώ;». μόλις έμαθε ότι είχε προχωρημένο καρκίνο, καθησύχασε τους μαθητές του λέγοντάς τους: «Δεν πρόκειται να πάω πουθενά. Πού θα μπορούσα να πάω;».
O Νίτσε συγκρίνει την κατάκτηση της νόησης με μια μέλισσα που πετάει προς την κυψέλη για να πλάσει το πιο αγνό μέλι, ενώ ο μαχάρσι περιέγραφε με αυτό τον τρόπο το ταξίδι προς το εσώτερο του καθενός: «Όπως ο αλιεύς μαργαριταριών δένει μια πέτρα στη μέση του και βυθίζεται στον πάτο της θάλασσας για να τα περισυλλέξει, έτσι και ο καθένας μας πρέπει να οπλίζεται με απάρνηση όλων, να βουτάει στο εσωτερικό του εαυτού του και να αποκτά το μαργαριτάρι του εαυτού του».
Και για να βρει κανείς το μαργαριτάρι αυτό, δε χρειάζεται να πάει προσκυνητής στην Ινδία ούτε να επιδοθεί σε περίπλοκες πνευματικές ασκήσεις. Φτάνει να κοιτάξει μέσα του με ηρεμία.
Η πιο πρόστυχη λέξη και το πιο χυδαίο γράμμα είναι καλύτερα και ευγενέστερα από τη σιωπή
Oι περισσότεροι ψυχολογικοί πόλεμοι ξεκινούν από αυτό που δεν ειπώνεται παρά από αυτό που έχει ειπωθεί. ας φέρουμε στον νου μας την εξής σκηνή: ο α θύμωσε με τον Β και του έκοψε την κουβέντα από τότε που ο τελευταίος ξέχασε να του ευχηθεί για τα γενέθλιά του. αρχικά ο α μπορεί να θέλησε να του πει «Άκου, μήπως δεν ξέρεις τι μέρα ήταν χτες;», όμως, καθώς η αμέλεια του Β τον πλήγωσε –στην πραγματικότητα ήταν απλώς ένα κενό μνήμης–, αποφάσισε να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα: τη σιωπή. ο Β τελικά θύμωσε με τον α επειδή έπαψε ξαφνικά να απαντάει στα τηλεφωνήματά του, ενώ τη μοναδική φορά που κατάφερε να του μιλήσει έδειχνε δυσαρεστημένος είναι μια κατάσταση παιδαριώδης αλλά πολύ πιο συνηθισμένη απ’ ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς.
Πόσα ζευγάρια θυμώνουν από παρεξηγήσεις που κάνουν μέρες ή μήνες να βγουν στο φως; Άραγε, δε βρίσκεται στην έλλειψη επικοινωνίας η ρίζα πολλών συγκρούσεων που προκαλούνται στη δουλειά;
Tο να μη λέμε τα πράγματα εγκαίρως αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα στρες για τους γύρω μας, καθώς δημιουργεί πληθώρα ερμηνειών που καταλήγουν εναντίον μας.
O Νίτσε, ο οποίος δεν ήταν βεβαίως από εκείνους που μάλλιαζε η γλώσσα τους, μας διδάσκει ότι είναι καλύτερα να εκφράζουμε αυτό που αισθανόμαστε –ακόμα κι αν δε βρίσκουμε τα κατάλληλα λόγια– παρά να προσβάλλουμε τον άλλον με τη σιωπή μας.
O άνθρωπος που θα πίστευε τον εαυτό του ως απόλυτα καλό, θα ήταν πνευματικά ηλίθιος.
Αν η συνείδηση μας κάνει ανθρώπους, τότε και η ατέλεια είναι ένα διακριτικό χαρακτηριστικό του είδους μας. Οι άνθρωποι περνάμε σχεδόν τον περισσότερο χρόνο μας διορθώνοντας λάθη – φτάνει να διαβάσει κανείς μια οποιαδήποτε εφημερίδα- παρά φτιάχνοντας πράγματα αξίας.
Η αποδοχή του στοιχείου αυτού του ανθρώπινου χαρακτήρα μας βοηθάει να είμαστε ταπεινοί και ακόμα πιο σημαντικό, μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε το τεράστιο πεδίο που έχουμε μπροστά μας για βελτίωση. Κάθε αποτυχία ή λάθος μας διδάσκει παράλληλα πως θα επιτύχουμε το καλύτερο. Τα άκαμπτα άτομα, που προσπαθούν να τα κάνουν όλα καλά, υποφέρουν από πριν συνέπειες των ατελών πράξεων τους. Συνηθίζουν να ενοχοποιούν τους άλλους για ό,τι τους βγαίνει άσχημα και χάνουν την ψυχραιμία τους όταν κάποιος τους επισημάνει ένα σφάλμα που μπορεί να έχουν κάνει.
Η πνευματική συμβολή που μας δίνει ο Νίτσε είναι αυτή: Δεν μπορούμε να φιλοδοξούμε να είμαστε πάντα καλοί και να τα κάνουμε όλα καλά, αρκεί απλώς η διάθεση να κάνουμε σήμερα τα πράγματα λίγο καλύτερα απ΄ ό,τι τα κάναμε χτες.
Οι Ιάπωνες έχουν μία λέξη, wabi-sabi, που προσδιορίζει την τέχνη της ατέλειας, σε αυτό που είναι ανολοκλήρωτο, ακανόνιστο και πρόσκαιρο υπάρχει ομορφιά και ζωή, γιατί εμπεριέχει τη λαχτάρα της φύσης να τελειοποιήσει τον εαυτό της.
Όπως ο Σοπενχάουερ, έτσι και ο Νίτσε ενδιαφέρθηκε στη νεότητά του για το φάσμα των ανατολικών φιλοσοφιών που συγκλίνουν στην Ινδία. Κληρονόμος μιας μακράς πνευματικής παράδοσης προσανατολισμένης στο γνώθι σ αυτόν, ο Rαμάνα Mαχάρσι υπήρξε ίσως ο τελευταίος «μεγάλος γκουρού» που εργάστηκε με το όργανο που μας κάνει ανθρώπους: τον νου.
O Rαμάνα ενθάρρυνε τους μαθητές του να σχηματίζουν την ερώτηση «Ποιος είμαι εγώ;». μόλις έμαθε ότι είχε προχωρημένο καρκίνο, καθησύχασε τους μαθητές του λέγοντάς τους: «Δεν πρόκειται να πάω πουθενά. Πού θα μπορούσα να πάω;».
O Νίτσε συγκρίνει την κατάκτηση της νόησης με μια μέλισσα που πετάει προς την κυψέλη για να πλάσει το πιο αγνό μέλι, ενώ ο μαχάρσι περιέγραφε με αυτό τον τρόπο το ταξίδι προς το εσώτερο του καθενός: «Όπως ο αλιεύς μαργαριταριών δένει μια πέτρα στη μέση του και βυθίζεται στον πάτο της θάλασσας για να τα περισυλλέξει, έτσι και ο καθένας μας πρέπει να οπλίζεται με απάρνηση όλων, να βουτάει στο εσωτερικό του εαυτού του και να αποκτά το μαργαριτάρι του εαυτού του».
Και για να βρει κανείς το μαργαριτάρι αυτό, δε χρειάζεται να πάει προσκυνητής στην Ινδία ούτε να επιδοθεί σε περίπλοκες πνευματικές ασκήσεις. Φτάνει να κοιτάξει μέσα του με ηρεμία.
Η πιο πρόστυχη λέξη και το πιο χυδαίο γράμμα είναι καλύτερα και ευγενέστερα από τη σιωπή
Oι περισσότεροι ψυχολογικοί πόλεμοι ξεκινούν από αυτό που δεν ειπώνεται παρά από αυτό που έχει ειπωθεί. ας φέρουμε στον νου μας την εξής σκηνή: ο α θύμωσε με τον Β και του έκοψε την κουβέντα από τότε που ο τελευταίος ξέχασε να του ευχηθεί για τα γενέθλιά του. αρχικά ο α μπορεί να θέλησε να του πει «Άκου, μήπως δεν ξέρεις τι μέρα ήταν χτες;», όμως, καθώς η αμέλεια του Β τον πλήγωσε –στην πραγματικότητα ήταν απλώς ένα κενό μνήμης–, αποφάσισε να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα: τη σιωπή. ο Β τελικά θύμωσε με τον α επειδή έπαψε ξαφνικά να απαντάει στα τηλεφωνήματά του, ενώ τη μοναδική φορά που κατάφερε να του μιλήσει έδειχνε δυσαρεστημένος είναι μια κατάσταση παιδαριώδης αλλά πολύ πιο συνηθισμένη απ’ ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς.
Πόσα ζευγάρια θυμώνουν από παρεξηγήσεις που κάνουν μέρες ή μήνες να βγουν στο φως; Άραγε, δε βρίσκεται στην έλλειψη επικοινωνίας η ρίζα πολλών συγκρούσεων που προκαλούνται στη δουλειά;
Tο να μη λέμε τα πράγματα εγκαίρως αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα στρες για τους γύρω μας, καθώς δημιουργεί πληθώρα ερμηνειών που καταλήγουν εναντίον μας.
O Νίτσε, ο οποίος δεν ήταν βεβαίως από εκείνους που μάλλιαζε η γλώσσα τους, μας διδάσκει ότι είναι καλύτερα να εκφράζουμε αυτό που αισθανόμαστε –ακόμα κι αν δε βρίσκουμε τα κατάλληλα λόγια– παρά να προσβάλλουμε τον άλλον με τη σιωπή μας.
O άνθρωπος που θα πίστευε τον εαυτό του ως απόλυτα καλό, θα ήταν πνευματικά ηλίθιος.
Αν η συνείδηση μας κάνει ανθρώπους, τότε και η ατέλεια είναι ένα διακριτικό χαρακτηριστικό του είδους μας. Οι άνθρωποι περνάμε σχεδόν τον περισσότερο χρόνο μας διορθώνοντας λάθη – φτάνει να διαβάσει κανείς μια οποιαδήποτε εφημερίδα- παρά φτιάχνοντας πράγματα αξίας.
Η αποδοχή του στοιχείου αυτού του ανθρώπινου χαρακτήρα μας βοηθάει να είμαστε ταπεινοί και ακόμα πιο σημαντικό, μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε το τεράστιο πεδίο που έχουμε μπροστά μας για βελτίωση. Κάθε αποτυχία ή λάθος μας διδάσκει παράλληλα πως θα επιτύχουμε το καλύτερο. Τα άκαμπτα άτομα, που προσπαθούν να τα κάνουν όλα καλά, υποφέρουν από πριν συνέπειες των ατελών πράξεων τους. Συνηθίζουν να ενοχοποιούν τους άλλους για ό,τι τους βγαίνει άσχημα και χάνουν την ψυχραιμία τους όταν κάποιος τους επισημάνει ένα σφάλμα που μπορεί να έχουν κάνει.
Η πνευματική συμβολή που μας δίνει ο Νίτσε είναι αυτή: Δεν μπορούμε να φιλοδοξούμε να είμαστε πάντα καλοί και να τα κάνουμε όλα καλά, αρκεί απλώς η διάθεση να κάνουμε σήμερα τα πράγματα λίγο καλύτερα απ΄ ό,τι τα κάναμε χτες.
Οι Ιάπωνες έχουν μία λέξη, wabi-sabi, που προσδιορίζει την τέχνη της ατέλειας, σε αυτό που είναι ανολοκλήρωτο, ακανόνιστο και πρόσκαιρο υπάρχει ομορφιά και ζωή, γιατί εμπεριέχει τη λαχτάρα της φύσης να τελειοποιήσει τον εαυτό της.
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ
ΙΣΟΚΡ 12.130–133
Ο ρήτορας συνέκρινε τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονταν προς τους συμμάχους τους κατά τα χρόνια της ηγεμονίας τους οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες, προσπαθώντας να αποδείξει ότι οι πρώτοι ήταν ηπιότεροι και μετριοπαθέστεροι. Μάλιστα, υποστήριξε ότι, ενώ οι Αθηναίοι υπέταξαν κάποια μικρά και ασήμαντα νησιά, οι Σπαρτιάτες υποδούλωσαν σπουδαίες πόλεις της Πελοποννήσου, ανάμεσά τους και το Άργος, την πατρίδα του Αγαμέμνονα. Η αναφορά σε αυτόν οδήγησε τον ρήτορα σε μια εκτενή παρέκβαση–εγκώμιο του βασιλιά των Μυκηνών, πριν περάσει σε ευθεία επίθεση εναντίον των πρακτικών και των ενεργειών της Σπάρτης. Αντικείμενο πραγμάτευσης έγινε κατόπιν το πολίτευμα της Αθήνας με αφετηρία τα χρόνια της βασιλείας, οπότε δόθηκε στον ρήτορα η ευκαιρία να παραθέσει τεκμήρια της ανδρείας ενός άλλου διαπρεπούς βασιλιά, του Θησέα. Και συνεχίζει:
[130] Περὶ μὲν οὖν τῆς Θησέως ἀρετῆς νῦν μὲν ὡς
οἷόν τ’ ἦν ἀνεμνήσαμεν, πρότερον δ’ ἁπάσας αὐτοῦ τὰς
πράξεις οὐκ ἀμελῶς διήλθομεν· περὶ δὲ τῶν παραλαβόντων
τὴν τῆς πόλεως διοίκησιν, ἣν ἐκεῖνος παρέδωκεν, οὐκ
ἔχω τίνας ἐπαίνους εἰπὼν ἀξίους ἂν εἴην εἰρηκὼς τῆς
ἐκείνων διανοίας. οἵτινες ἄπειροι πολιτειῶν ὄντες, οὐ
διήμαρτον αἱρούμενοι τῆς ὑπὸ πάντων ἂν ὁμολογηθείσης
οὐ μόνον εἶναι κοινοτάτης καὶ δικαιοτάτης, ἀλλὰ καὶ
συμφορωτάτης ἅπασι καὶ τοῖς χρωμένοις ἡδίστης.
[131] κατεστήσαντο γὰρ δημοκρατίαν οὐ τὴν εἰκῇ πολιτευο-
μένην, καὶ νομίζουσαν τὴν μὲν ἀκολασίαν ἐλευθερίαν εἶναι,
τὴν δ’ ἐξουσίαν ὅ τι βούλεταί τις ποιεῖν εὐδαιμονίαν,
ἀλλὰ τὴν τοῖς τοιούτοις μὲν ἐπιτιμῶσαν, ἀριστοκρατίᾳ δὲ
χρωμένην· ἣν οἱ μὲν πολλοὶ χρησιμωτάτην οὖσαν ὥσπερ
τὴν ἀπὸ τῶν τιμημάτων ἐν ταῖς πολιτείαις ἀριθμοῦσιν,
οὐ δι’ ἀμαθίαν ἀγνοοῦντες, ἀλλὰ διὰ τὸ μηδὲν πώποτ’
αὐτοῖς μελῆσαι τῶν δεόντων. [132] ἐγὼ δὲ φημὶ τὰς
μὲν ἰδέας τῶν πολιτειῶν τρεῖς εἶναι μόνας, ὀλιγαρχίαν,
δημοκρατίαν, μοναρχίαν, τῶν δ’ ἐν ταύταις οἰκούντων ὅσοι
μὲν εἰώθασιν ἐπὶ τὰς ἀρχὰς καθιστάναι καὶ τὰς ἄλλας
πράξεις τοὺς ἱκανωτάτους τῶν πολιτῶν καὶ τοὺς μέλλοντας
ἄριστα καὶ δικαιότατα τῶν πραγμάτων ἐπιστατήσειν,
τούτους μὲν ἐν ἁπάσαις ταῖς πολιτείαις καλῶς οἰκήσειν
καὶ πρὸς σφᾶς αὐτοὺς καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους· [133] τοὺς
δὲ τοῖς θρασυτάτοις καὶ πονηροτάτοις ἐπὶ ταῦτα χρωμέ-
νους, καὶ τῶν μὲν τῇ πόλει συμφερόντων μηδὲν φρον-
τίζουσιν, ὑπὲρ δὲ τῆς αὑτῶν πλεονεξίας ἑτοίμοις οὖσιν
ὁτιοῦν πάσχειν, τὰς δὲ τούτων πόλεις ὁμοίως οἰκήσεσθαι
ταῖς τῶν προεστώτων πονηρίαις· τοὺς δὲ μήθ’ οὕτω μήθ’ ὡς
πρότερον εἶπον, ἀλλ’ ὅταν μὲν θαρρῶσι, τούτους μάλιστα
τιμῶντας, τοὺς πρὸς χάριν λέγοντας, ὅταν δὲ δείσωσιν,
ἐπὶ τοὺς βελτίστους καὶ φρονιμωτάτους καταφεύγοντας,
τοὺς δὲ τοιούτους ἐναλλὰξ τοτὲ μὲν χεῖρον τοτὲ δὲ βέλτιον
πράξειν.
ΙΣΟΚΡ 12.130–133
Η εγκαθίδρυση του πρώτου "δημοκρατικού" πολιτεύματος – Η θέση του ομιλητή για τα είδη των πολιτευμάτων
Ο ρήτορας συνέκρινε τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονταν προς τους συμμάχους τους κατά τα χρόνια της ηγεμονίας τους οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες, προσπαθώντας να αποδείξει ότι οι πρώτοι ήταν ηπιότεροι και μετριοπαθέστεροι. Μάλιστα, υποστήριξε ότι, ενώ οι Αθηναίοι υπέταξαν κάποια μικρά και ασήμαντα νησιά, οι Σπαρτιάτες υποδούλωσαν σπουδαίες πόλεις της Πελοποννήσου, ανάμεσά τους και το Άργος, την πατρίδα του Αγαμέμνονα. Η αναφορά σε αυτόν οδήγησε τον ρήτορα σε μια εκτενή παρέκβαση–εγκώμιο του βασιλιά των Μυκηνών, πριν περάσει σε ευθεία επίθεση εναντίον των πρακτικών και των ενεργειών της Σπάρτης. Αντικείμενο πραγμάτευσης έγινε κατόπιν το πολίτευμα της Αθήνας με αφετηρία τα χρόνια της βασιλείας, οπότε δόθηκε στον ρήτορα η ευκαιρία να παραθέσει τεκμήρια της ανδρείας ενός άλλου διαπρεπούς βασιλιά, του Θησέα. Και συνεχίζει:
[130] Περὶ μὲν οὖν τῆς Θησέως ἀρετῆς νῦν μὲν ὡς
οἷόν τ’ ἦν ἀνεμνήσαμεν, πρότερον δ’ ἁπάσας αὐτοῦ τὰς
πράξεις οὐκ ἀμελῶς διήλθομεν· περὶ δὲ τῶν παραλαβόντων
τὴν τῆς πόλεως διοίκησιν, ἣν ἐκεῖνος παρέδωκεν, οὐκ
ἔχω τίνας ἐπαίνους εἰπὼν ἀξίους ἂν εἴην εἰρηκὼς τῆς
ἐκείνων διανοίας. οἵτινες ἄπειροι πολιτειῶν ὄντες, οὐ
διήμαρτον αἱρούμενοι τῆς ὑπὸ πάντων ἂν ὁμολογηθείσης
οὐ μόνον εἶναι κοινοτάτης καὶ δικαιοτάτης, ἀλλὰ καὶ
συμφορωτάτης ἅπασι καὶ τοῖς χρωμένοις ἡδίστης.
[131] κατεστήσαντο γὰρ δημοκρατίαν οὐ τὴν εἰκῇ πολιτευο-
μένην, καὶ νομίζουσαν τὴν μὲν ἀκολασίαν ἐλευθερίαν εἶναι,
τὴν δ’ ἐξουσίαν ὅ τι βούλεταί τις ποιεῖν εὐδαιμονίαν,
ἀλλὰ τὴν τοῖς τοιούτοις μὲν ἐπιτιμῶσαν, ἀριστοκρατίᾳ δὲ
χρωμένην· ἣν οἱ μὲν πολλοὶ χρησιμωτάτην οὖσαν ὥσπερ
τὴν ἀπὸ τῶν τιμημάτων ἐν ταῖς πολιτείαις ἀριθμοῦσιν,
οὐ δι’ ἀμαθίαν ἀγνοοῦντες, ἀλλὰ διὰ τὸ μηδὲν πώποτ’
αὐτοῖς μελῆσαι τῶν δεόντων. [132] ἐγὼ δὲ φημὶ τὰς
μὲν ἰδέας τῶν πολιτειῶν τρεῖς εἶναι μόνας, ὀλιγαρχίαν,
δημοκρατίαν, μοναρχίαν, τῶν δ’ ἐν ταύταις οἰκούντων ὅσοι
μὲν εἰώθασιν ἐπὶ τὰς ἀρχὰς καθιστάναι καὶ τὰς ἄλλας
πράξεις τοὺς ἱκανωτάτους τῶν πολιτῶν καὶ τοὺς μέλλοντας
ἄριστα καὶ δικαιότατα τῶν πραγμάτων ἐπιστατήσειν,
τούτους μὲν ἐν ἁπάσαις ταῖς πολιτείαις καλῶς οἰκήσειν
καὶ πρὸς σφᾶς αὐτοὺς καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους· [133] τοὺς
δὲ τοῖς θρασυτάτοις καὶ πονηροτάτοις ἐπὶ ταῦτα χρωμέ-
νους, καὶ τῶν μὲν τῇ πόλει συμφερόντων μηδὲν φρον-
τίζουσιν, ὑπὲρ δὲ τῆς αὑτῶν πλεονεξίας ἑτοίμοις οὖσιν
ὁτιοῦν πάσχειν, τὰς δὲ τούτων πόλεις ὁμοίως οἰκήσεσθαι
ταῖς τῶν προεστώτων πονηρίαις· τοὺς δὲ μήθ’ οὕτω μήθ’ ὡς
πρότερον εἶπον, ἀλλ’ ὅταν μὲν θαρρῶσι, τούτους μάλιστα
τιμῶντας, τοὺς πρὸς χάριν λέγοντας, ὅταν δὲ δείσωσιν,
ἐπὶ τοὺς βελτίστους καὶ φρονιμωτάτους καταφεύγοντας,
τοὺς δὲ τοιούτους ἐναλλὰξ τοτὲ μὲν χεῖρον τοτὲ δὲ βέλτιον
πράξειν.
***
Περί μεν λοιπόν της αρετής του Θησέως τώρα μεν, όσον μου ήτο δυνατόν, ωμίλησα, πρότερον δε όλας τας πράξεις αυτού επιμελώς διεξήλθον· όσον αφορά δε εκείνους, εις τους οποίους ενεπιστεύθη και οι οποίοι έλαβον παρ' αυτού την αποστολήν να οργανώσουν την κυβέρνησιν της πολιτείας, δεν γνωρίζω πώς να τους επαινέσω κατά τρόπον άξιον προς την σύνεσίν των. Διότι ούτοι, καίτοι ήσαν άπειροι διά οργανώσεις πολιτειών, δεν ηπατήθησαν εις την εκλογήν, την οποίαν έκαμαν, εκείνης της πολιτείας, η οποία θεωρείται υπό όλων όχι μόνον ως η περισσότερον δικαία και ίση δι' όλους, αλλά συγχρόνως και η πλέον ωφέλιμος και ευχάριστος δι' εκείνους, οι οποίοι την μεταχειρίζονται. Εγκατέστησαν πράγματι δημοκρατίαν, όχι εκείνην, η οποία κυβερνάται εις την τύχην και νομίζει, ότι η μεν ακολασία είναι ελευθερία, η δε εξουσία του να πράττη ό,τι θέλει τις ευδαιμονία, αλλ' εκείνην, η οποία, κατηγορούσα τας τοιαύτας υπερβολάς, μεταχειρίζεται την αριστοκρατίαν, την οποίαν ο λαός θεωρεί ως την περισσότερον ωφέλιμον μεταξύ των πολιτικών θεσμών, διότι αύτη στηρίζεται επί της αξίας και του πλούτου· και εις τούτο ο λαός ενεργεί όχι από άγνοιαν, αλλά διότι δεν ησχολήθη ποτέ με παρόμοια ζητήματα.
Εγώ δε υποστηρίζω, ότι τρεις μόνον τρόποι υπάρχουν οργανώσεως της πολιτείας, η ολιγαρχία, η δημοκρατία και η μοναρχία, και ότι μεταξύ των λαών, οι οποίοι ζουν υπό τα πολιτικά ταύτα καθεστώτα, εκείνοι οι οποίοι συνηθίζουν να τοποθετούν ως άρχοντας και επί κεφαλής των δημοσίων συμφερόντων τους ικανωτάτους πολίτας και εκείνους, οι οποίοι πρόκειται να διαχειρισθούν τας υποθέσεις με μεγίστην δικαιοσύνην και επιδεξιότητα, ούτοι θα είναι υπό όλας τας μορφάς της διακυβερνήσεως της πόλεως εις κατάστασιν ευτυχίας και διά τους εαυτούς των και διά τους άλλους· αντιθέτως πιστεύω, ότι εκείνοι οι οποίοι μεταχειρίζονται τους περισσότερον θρασείς και κακούς εις τα τοιαύτα έργα και δεν φροντίζουν καθόλου διά τα συμφέροντα της πόλεως, είναι δε έτοιμοι να υποφέρουν το παν διά να ικανοποιήσουν την πλεονεξίαν των, ούτοι θέλουν αι πόλεις των να διοικώνται κατά τρόπον ανάλογον προς την κακίαν εκείνων, τους οποίους θέτουν επί κεφαλής των υποθέσεων· όσον αφορά δε εκείνους οι οποίοι δεν θέλουν να κυβερνώνται ούτε κατά τον τρόπον τούτον, ούτε όπως είπον προηγουμένως, αλλ' οι οποίοι, όταν μεν αισθάνωνται εαυτούς εν ασφαλεία, τιμώσιν εξαιρετικά εκείνους, οι οποίοι ομιλούν διά να τους κολακεύσουν, όταν δε ευρεθώσιν εις κίνδυνον, καταφεύγουν εις τους αρίστους και φρονιμωτάτους, ούτοι εναλλάξ άλλοτε θα ευτυχούν και άλλοτε θα δυστυχούν.
Περί μεν λοιπόν της αρετής του Θησέως τώρα μεν, όσον μου ήτο δυνατόν, ωμίλησα, πρότερον δε όλας τας πράξεις αυτού επιμελώς διεξήλθον· όσον αφορά δε εκείνους, εις τους οποίους ενεπιστεύθη και οι οποίοι έλαβον παρ' αυτού την αποστολήν να οργανώσουν την κυβέρνησιν της πολιτείας, δεν γνωρίζω πώς να τους επαινέσω κατά τρόπον άξιον προς την σύνεσίν των. Διότι ούτοι, καίτοι ήσαν άπειροι διά οργανώσεις πολιτειών, δεν ηπατήθησαν εις την εκλογήν, την οποίαν έκαμαν, εκείνης της πολιτείας, η οποία θεωρείται υπό όλων όχι μόνον ως η περισσότερον δικαία και ίση δι' όλους, αλλά συγχρόνως και η πλέον ωφέλιμος και ευχάριστος δι' εκείνους, οι οποίοι την μεταχειρίζονται. Εγκατέστησαν πράγματι δημοκρατίαν, όχι εκείνην, η οποία κυβερνάται εις την τύχην και νομίζει, ότι η μεν ακολασία είναι ελευθερία, η δε εξουσία του να πράττη ό,τι θέλει τις ευδαιμονία, αλλ' εκείνην, η οποία, κατηγορούσα τας τοιαύτας υπερβολάς, μεταχειρίζεται την αριστοκρατίαν, την οποίαν ο λαός θεωρεί ως την περισσότερον ωφέλιμον μεταξύ των πολιτικών θεσμών, διότι αύτη στηρίζεται επί της αξίας και του πλούτου· και εις τούτο ο λαός ενεργεί όχι από άγνοιαν, αλλά διότι δεν ησχολήθη ποτέ με παρόμοια ζητήματα.
Εγώ δε υποστηρίζω, ότι τρεις μόνον τρόποι υπάρχουν οργανώσεως της πολιτείας, η ολιγαρχία, η δημοκρατία και η μοναρχία, και ότι μεταξύ των λαών, οι οποίοι ζουν υπό τα πολιτικά ταύτα καθεστώτα, εκείνοι οι οποίοι συνηθίζουν να τοποθετούν ως άρχοντας και επί κεφαλής των δημοσίων συμφερόντων τους ικανωτάτους πολίτας και εκείνους, οι οποίοι πρόκειται να διαχειρισθούν τας υποθέσεις με μεγίστην δικαιοσύνην και επιδεξιότητα, ούτοι θα είναι υπό όλας τας μορφάς της διακυβερνήσεως της πόλεως εις κατάστασιν ευτυχίας και διά τους εαυτούς των και διά τους άλλους· αντιθέτως πιστεύω, ότι εκείνοι οι οποίοι μεταχειρίζονται τους περισσότερον θρασείς και κακούς εις τα τοιαύτα έργα και δεν φροντίζουν καθόλου διά τα συμφέροντα της πόλεως, είναι δε έτοιμοι να υποφέρουν το παν διά να ικανοποιήσουν την πλεονεξίαν των, ούτοι θέλουν αι πόλεις των να διοικώνται κατά τρόπον ανάλογον προς την κακίαν εκείνων, τους οποίους θέτουν επί κεφαλής των υποθέσεων· όσον αφορά δε εκείνους οι οποίοι δεν θέλουν να κυβερνώνται ούτε κατά τον τρόπον τούτον, ούτε όπως είπον προηγουμένως, αλλ' οι οποίοι, όταν μεν αισθάνωνται εαυτούς εν ασφαλεία, τιμώσιν εξαιρετικά εκείνους, οι οποίοι ομιλούν διά να τους κολακεύσουν, όταν δε ευρεθώσιν εις κίνδυνον, καταφεύγουν εις τους αρίστους και φρονιμωτάτους, ούτοι εναλλάξ άλλοτε θα ευτυχούν και άλλοτε θα δυστυχούν.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)