εὐκαταφρόνητον ἔργον εἴμ᾽ εἰργασμένος·
οὐθὲν ἀδικῶν ἔδεισα καὶ τὸν δεσπότην
ἔφυγον. τί δ᾽ ἦν τούτου πεποηκὼς ἄξιον;
645 καθ᾽ ἓν γὰρ οὑτωσὶ σαφῶς σκεψώμεθα·
ὁ τρόφιμος ἐξήμαρτεν εἰς ἐλευθέραν
κόρην· ἀδικεῖ δήπουθεν οὐδὲν Παρμένων.
ἐκύησεν αὕτη· Παρμένων οὐκ αἴτιος.
τὸ παιδάριον εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν
650 τὴν ἡμετέραν· ἤνεγκ᾽ ἐκεῖνος, οὐκ ἐγώ.
τῶν ἔνδον ὡμολόγησε τοῦτό τις τεκεῖν·
τί Παρμένων ἐνταῦθα πεποίηκεν κακόν;
οὐθέν. τί οὖν οὕτως ἔφυγες, ἀβέλτερε
καὶ δειλότατε; γελοῖον. ἠπείλησ᾽ ἐμὲ
655 στίξειν· μεμάθηκας; διαφέρ[ει δ᾽ ἀ]λλ᾽ οὐδὲ γρῦ
ἀδίκως παθεῖν τοῦτ᾽ ἢ δικαίως, ἔστι δὲ
πάντα τρόπον οὐκ ἀστεῖον. (ΜΟ.) οὗτος. (ΠΑ.) χαῖρε σύ.
(ΜΟ.) ἀφεὶς ἃ φλυαρεῖς ταῦτα θᾶττον εἴσιθι
εἴσω. (ΠΑ.) τί ποήσων; (ΜΟ.) χλαμύδα καὶ σπάθην τινὰ
660 ἔνεγκέ μοι. (ΠΑ.) σπάθην ἐγώ σοι; (ΜΟ.) καὶ ταχύ.
(ΠΑ.) ἐπὶ τί; (ΜΟ.) βάδιζε καὶ σιωπῇ τοῦθ᾽ ὅ σοι
εἴρηκα ποίει. (ΠΑ.) τί δὲ τὸ πρᾶγμ᾽; (ΜΟ.) εἰ λήψομαι
ἱμάντα— (ΠΑ.) μηδαμῶς· βαδίζω γάρ. (ΜΟ.) τί οὖν
μέλλεις; — πρόσεισι νῦν ὁ πατήρ·δεήσεται·
665 δεήσεθ᾽ οὗτος καταμένειν δηλαδή·
ἄλλως μέχρι τινός· δεῖ γάρ. εἶθ᾽, ὅταν δοκῇ,
πεισθήσομ᾽ αὐτῷ. πιθανὸν εἶναι δεῖ μόνον
ὃ μὰ τὸν Διόνυσον οὐ δύναμαι ποεῖν ἐγώ.
τοῦτ᾽ ἐστίν. ἐψόφηκε προϊὼν τὴν θύραν.
670 ΠΑ. ὑστερίζειν μοι δοκεῖς σὺ παντελῶς τῶν ἐνθάδε
πραγμάτων, εἰδώς τ᾽ ἀκριβῶς οὐθὲν οὔτ᾽ ἀκηκοὼς
διὰ κενῆς σαυτὸν ταράττεις εἰς ἀθυμίαν τ᾽ ἄγεις.
ΜΟ. οὐ φέρεις; (ΠΑ.) ποοῦσι γάρ σοι τοὺς γάμους· κεράννυται,
θυμίαμ᾽ ἀνῆπτ᾽, ἀνῆρται σπλάγχνα θ᾽ Ἡφαίστου φλογί.
675 (ΜΟ.) οὗτος, οὐ φέρεις; (ΠΑ.) σὲ γάρ, ‹σὲ› περιμένουσ᾽ οὗτοι πάλαι.
μετιέναι τὴν παῖδα μέλλεις, εὐτυχεῖς, οὐδὲν κακὸν
ἐστί σοι. θάρρει· τί βούλει; (ΜΟ.) νουθετήσεις μ᾽, εἰπέ μοι,
ἱερόσυλε; (ΠΑ.) παῖ, τί ποιεῖς, Μοσχίων; (ΜΟ.) οὐκ εἰσδραμὼν
θᾶττον ἐξοίσεις ἅ φημι; (ΠΑ.) διακέκομμαι τὸ στόμα.
680 (ΜΟ.) ἔτι λαλεῖς οὗτος; (ΠΑ.) βαδίζω. νὴ Δί᾽ ἐξεύρηκά γε
τόδε κακόν. (ΜΟ.) μέλλεις; (ΠΑ.) ἄγουσι τοὺς γάμους ὄντως. (ΜΟ.) πάλιν;
ἕτερον ἐξάγγελλέ μοι τι. νῦν πρόσεισιν· ἂν δέ μου
μὴ δέητ᾽, ἄνδρες, καταμένειν, ἀλλ᾽ ἀποργισθεὶς ἐᾷ
ἀπιέναι —τουτὶ γὰρ ἄρτι παρέλιπον— τί δεῖ ποεῖν;
685 ἀλλ᾽ ἴσως οὐκ ἂν ποήσαι τοῦτ᾽. ἐὰν δέ; πάντα γὰρ
γίνεται· γελοῖος ἔσομαι, νὴ Δί᾽, ἀνακάμπτων πάλιν.
οὐθὲν ἀδικῶν ἔδεισα καὶ τὸν δεσπότην
ἔφυγον. τί δ᾽ ἦν τούτου πεποηκὼς ἄξιον;
645 καθ᾽ ἓν γὰρ οὑτωσὶ σαφῶς σκεψώμεθα·
ὁ τρόφιμος ἐξήμαρτεν εἰς ἐλευθέραν
κόρην· ἀδικεῖ δήπουθεν οὐδὲν Παρμένων.
ἐκύησεν αὕτη· Παρμένων οὐκ αἴτιος.
τὸ παιδάριον εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν
650 τὴν ἡμετέραν· ἤνεγκ᾽ ἐκεῖνος, οὐκ ἐγώ.
τῶν ἔνδον ὡμολόγησε τοῦτό τις τεκεῖν·
τί Παρμένων ἐνταῦθα πεποίηκεν κακόν;
οὐθέν. τί οὖν οὕτως ἔφυγες, ἀβέλτερε
καὶ δειλότατε; γελοῖον. ἠπείλησ᾽ ἐμὲ
655 στίξειν· μεμάθηκας; διαφέρ[ει δ᾽ ἀ]λλ᾽ οὐδὲ γρῦ
ἀδίκως παθεῖν τοῦτ᾽ ἢ δικαίως, ἔστι δὲ
πάντα τρόπον οὐκ ἀστεῖον. (ΜΟ.) οὗτος. (ΠΑ.) χαῖρε σύ.
(ΜΟ.) ἀφεὶς ἃ φλυαρεῖς ταῦτα θᾶττον εἴσιθι
εἴσω. (ΠΑ.) τί ποήσων; (ΜΟ.) χλαμύδα καὶ σπάθην τινὰ
660 ἔνεγκέ μοι. (ΠΑ.) σπάθην ἐγώ σοι; (ΜΟ.) καὶ ταχύ.
(ΠΑ.) ἐπὶ τί; (ΜΟ.) βάδιζε καὶ σιωπῇ τοῦθ᾽ ὅ σοι
εἴρηκα ποίει. (ΠΑ.) τί δὲ τὸ πρᾶγμ᾽; (ΜΟ.) εἰ λήψομαι
ἱμάντα— (ΠΑ.) μηδαμῶς· βαδίζω γάρ. (ΜΟ.) τί οὖν
μέλλεις; — πρόσεισι νῦν ὁ πατήρ·δεήσεται·
665 δεήσεθ᾽ οὗτος καταμένειν δηλαδή·
ἄλλως μέχρι τινός· δεῖ γάρ. εἶθ᾽, ὅταν δοκῇ,
πεισθήσομ᾽ αὐτῷ. πιθανὸν εἶναι δεῖ μόνον
ὃ μὰ τὸν Διόνυσον οὐ δύναμαι ποεῖν ἐγώ.
τοῦτ᾽ ἐστίν. ἐψόφηκε προϊὼν τὴν θύραν.
670 ΠΑ. ὑστερίζειν μοι δοκεῖς σὺ παντελῶς τῶν ἐνθάδε
πραγμάτων, εἰδώς τ᾽ ἀκριβῶς οὐθὲν οὔτ᾽ ἀκηκοὼς
διὰ κενῆς σαυτὸν ταράττεις εἰς ἀθυμίαν τ᾽ ἄγεις.
ΜΟ. οὐ φέρεις; (ΠΑ.) ποοῦσι γάρ σοι τοὺς γάμους· κεράννυται,
θυμίαμ᾽ ἀνῆπτ᾽, ἀνῆρται σπλάγχνα θ᾽ Ἡφαίστου φλογί.
675 (ΜΟ.) οὗτος, οὐ φέρεις; (ΠΑ.) σὲ γάρ, ‹σὲ› περιμένουσ᾽ οὗτοι πάλαι.
μετιέναι τὴν παῖδα μέλλεις, εὐτυχεῖς, οὐδὲν κακὸν
ἐστί σοι. θάρρει· τί βούλει; (ΜΟ.) νουθετήσεις μ᾽, εἰπέ μοι,
ἱερόσυλε; (ΠΑ.) παῖ, τί ποιεῖς, Μοσχίων; (ΜΟ.) οὐκ εἰσδραμὼν
θᾶττον ἐξοίσεις ἅ φημι; (ΠΑ.) διακέκομμαι τὸ στόμα.
680 (ΜΟ.) ἔτι λαλεῖς οὗτος; (ΠΑ.) βαδίζω. νὴ Δί᾽ ἐξεύρηκά γε
τόδε κακόν. (ΜΟ.) μέλλεις; (ΠΑ.) ἄγουσι τοὺς γάμους ὄντως. (ΜΟ.) πάλιν;
ἕτερον ἐξάγγελλέ μοι τι. νῦν πρόσεισιν· ἂν δέ μου
μὴ δέητ᾽, ἄνδρες, καταμένειν, ἀλλ᾽ ἀποργισθεὶς ἐᾷ
ἀπιέναι —τουτὶ γὰρ ἄρτι παρέλιπον— τί δεῖ ποεῖν;
685 ἀλλ᾽ ἴσως οὐκ ἂν ποήσαι τοῦτ᾽. ἐὰν δέ; πάντα γὰρ
γίνεται· γελοῖος ἔσομαι, νὴ Δί᾽, ἀνακάμπτων πάλιν.
***
ΠΑΡ. Μα τον Δία τον μεγαλοδύναμο, αυτό που έκαναείναι και ανόητο και άξιο περιφρόνησης.
Ενώ ήμουν αθώος φοβήθηκα κι έφυγα
απ᾽ τον κύριό μου. Τί είχα κάνει που να δικαιολογεί
τη συμπεριφορά μου; Ας τα εξετάσουμε λοιπόν
645 με προσοχή ένα ένα. Ο γιος του κυρίου μου
αμάρτησε με ελεύθερη κοπέλα. Ο Παρμένων
χωρίς αμφιβολία είναι αθώος. Αυτή έμεινε έγκυος.
Δεν φταίει ο Παρμένων. Το παιδάκι μπήκε στο σπίτι μας.
650 Εκείνος το έφερε, όχι εγώ. Κάποια από τις μέσα
είπε ότι το γέννησε. Εδώ τί κακό έχει κάνει
ο Παρμένων; Τίποτε. Γιατί λοιπόν έφυγες έτσι,
βλάκα και φοβιτσιάρη; Αστειεύεσαι; Με απείλησε
πως θα με στιγματίσει. Κατάλαβες; Και δεν διαφέρει
655 ούτε γρυ αν δίκαια ή άδικα το πάθεις.
Με κάθε τρόπο πάντως δεν είναι ευχάριστο. ΜΟΣ. Ε, συ.
ΠΑΡ. Σε χαιρετώ. ΜΟΣ. Άφησε αυτές τις φλυαρίες και τρέχα μέσα.
ΠΑΡ. Να κάνω τί; ΜΟΣ. Φέρε μου ένα σπαθί και μια χλαμύδα.
660 ΠΑΡ. Εγώ σπαθί σε σένα; ΜΟΣ. Και γρήγορα. ΠΑΡ. Τί τα θέλεις;
ΜΟΣ. Άφησε τα λόγια και πήγαινε να κάνεις ό,τι σου είπα.
ΠΑΡ. Μα τί έγινε; ΜΟΣ. Να πάρω ένα μαστίγιο; ΠΑΡ. Όχι, μη. Πηγαίνω.
ΜΟΣ. Βιάσου λοιπόν. Τώρα θα βγει ο πατέρας μου.
Θα με παρακαλέσει. Θα με παρακαλέσει δηλαδή
665 να μη φύγω. Ως ένα σημείο θα είμαι ανένδοτος·
γιατί πρέπει. Έπειτα, όταν κρίνω, θα υποχωρήσω.
Πρέπει μόνο να είναι πιστευτό αυτό που, μα τον Δία,
δεν μπορώ εγώ να κάνω. Αυτό είναι, βγαίνει έξω.
ΠΑΡ. Έχεις μείνει, μου φαίνεται, εντελώς πίσω
670 στην ενημέρωσή σου για την εδώ κατάσταση.
Και χωρίς να ξέρεις ή να έχεις ακούσει τίποτε,
αναστατώνεσαι και στενοχωριέσαι.
ΜΟΣ. Δεν τα φέρνεις; ΠΑΡ. Μα γίνονται μέσα οι γάμοι σου· ετοιμάζουν
το κρασί, θυμιατίζουν, τα σπλάχνα είναι πάνω στη φλόγα
675 του Ηφαίστου. ΜΟΣ. Βρε, δεν τα φέρνεις; ΠΑΡ. Μα σένα περιμένουν μέσα
απ᾽ ώρα, να πας να πάρεις τη νύφη, είσαι τυχερός,
δεν υπάρχει τίποτε κακό. Μη φοβάσαι. Τί θέλεις;
ΜΟΣ. Δε μου λες, χαμένε, συμβουλές θα μου δώσεις; ΠΑΡ. Μα τί κάνεις,
Μοσχίων; ΜΟΣ. Δε θα πας μέσα γρήγορα να φέρεις αυτά που λέω;
680 ΠΑΡ. Δεν έχω τί να πω. ΜΟΣ. Βρε ακόμη μιλάς; ΠΑΡ. Πηγαίνω. Μά τον Δία,
άλλο κακό με βρήκε. ΜΟΣ. Εδώ ᾽σαι ακόμη; ΠΑΡ. Πραγματικά μέσα
κάνουν τους γάμους σου. ΜΟΣ. Πάλι τα ίδια; Φέρε μου άλλο νέο.
Τώρα θα έρθει ο πατέρας. Αν, όμως, θεατές,
δε με παρακαλέσει να μείνω, αλλά θυμώσει πολύ
και μ᾽ αφήσει να φύγω —αυτό πριν από λίγο
685 το παρέλειψα— τί θα κάνω; Ίσως δε θα το κάνει αυτό.
Αν όμως; Όλα, βέβαια, είναι πιθανά. Μά τον Δία,
θα γίνω γελοίος, όταν γυρίσω πίσω.