Συνειρμοί και προβληματισμοί
Χωρίς ο ίδιος ο Σωκράτης να το επιδιώξει, ορισμένοι μαθητές του ίδρυσαν σχολές Φιλοσοφίας, που ξεκίνησαν βέβαια από τις ιδέες του μεγάλου δασκάλου, αλλά η καθεμιά από αυτές αναπτύχτηκε ανάλογα με τις ιδιαίτερες προσωπικές τάσεις των εκπροσώπων της.
Πραγματικά η πολύπλευρη προσωπικότητα του Δασκάλου, η συστηματικότητα της διδασκαλίας του, τα σπάνια χαρακτηριστικά της ζωής του, όπως η καρτερία, λιτότητα, ηρωική συνέπεια ως το θάνατο, σπάνια διαλεκτική δεινότητα, επηρέασαν βαθιά ανθρώπους με διαφορετικούς χαρακτήρες, που διαμόρφωσαν ο καθένας τη δική του διδασκαλία. Δημιουργήθηκαν έτσι σε διάφορα σημεία του τότε ελληνικού χώρου πέντε σχολές φιλοσοφίας με κοινή αφετηρία και διαφορετικούς στόχους2. Αυτές οι σχολές πλην της Πλατωνικής είναι:
α) η Ηλιοερετρική με ιδρυτή τον Φαίδωνα, το γνωστό μαθητή του Σωκράτη,
β) η Μεγαρική με ιδρυτή τον Ευκλείδη,
γ) η
Σχολή των Κυνικών και
δ) η Κυρηναϊκή ή Ηδονική Σχολή, που ιδρύθηκε από τον Αρίστιππο τον Κυρηναίο.
Ας έλθουμε, όμως, στα πράγματα. Και πρώτα τι σημαίνει: Κυνικοί φιλόσοφοι και ποίοι, κυρίως, είναι. Οι Κυνικοί είναι χαρακτηρισμός μιας ομάδας φιλοσόφων με ορισμένη κοσμοθεωρία και βιοθερία. Οι πιο γνωστοί είναι: ο Αντισθένης (450 - 360 π.Χ.), ο Διογένης ο Σινωπεύς (400(;) - 323 π.Χ.), ο Κράτης ο Θηβαίος (365 - 285 π.Χ.) και η σύζυγός του Ιππαρχία, ο Μητροκλής, μαθητής του Κράτη. Στην ελληνιστική εποχή γνωστοί ήταν ο Βίων ο Βορυσθενίτης (325 - 255 π.Χ.) και, τέλος, ο Μένιππος (3°? π.Χ. αι.), ο πατέρας της σάτιρας.
Ας αρχίσουμε από τον Αντισθένη, που θεωρείται ο ιδρυτής της Φιλοσοφικής αυτής σχολής. Γεννήθηκε στην Αθήνα μα δεν ήταν γνήσιος πολίτης της, μια και η μάνα του ήταν θριακιώτισσα σκλάβα. Επειδή δεν είχε το δικαίωμα να γυμνάζεται και να συναναστρέφεται παντού, όπως όλοι οι γνήσιοι Αθηναίοι, αναγκαζόταν να πηγαίνει στο Κυνόσαργες, ένα από τα τρία μεγάλα γυμναστήρια της Αθήνας, που, όμως, βρισκόταν έξω από το τείχος της πόλης. Ο Αντισθένης υπήρξε άνθρωπος που ήθελε να μαθαίνει. Πρώτα άκουσε τη διδασκαλία του σοφιστή Γοργία. Εργαζόταν ήδη σα δάσκαλος, όταν γνώρισε το Σωκράτη, στου οποίου τον όμιλο προσκολλήθηκε από τότε με μεγάλη ευλάβεια. Συμπαραστάθηκε στον Σωκράτη μέχρι τις τελευταίες στιγμές του στο δεσμωτήριο (399 π.Χ.).
Ο κυνικός αυτός φιλόσοφος, εξαιτίας του Γοργία, ενδιαφέρθηκε αρχικά για τη ρητορική και μελέτησε βαθιά τη γλώσσα σαν φορέα αλήθειας. Ο Σωκράτης, πάλιν του έστρεψε την προσοχή στα ηθικά προβλήματα. Ίδρυσε δική του σχολή, που πήρε το όνομα Κυνική, το πιο πιθανόν από το όνομα του Γυμνασίου «Κυνόσαργες», που είχε για προστάτη τον Ηρακλή. Αυτό τον τίτλο φέρει εξάλλου το σημαντικότερο του σύγγραμμα «Ηρακλής», όπου εγκωμιάζει στο πρόσωπο του ήρωα αυτού το κυνικό ιδανικό της αυτοπεποίθησης και της σκληραγωγίας, του κόπου και του αγώνα (πόνου).
Την αποφασιστική ώθηση στο πνεύμα του Αντισθένη έδωσε το ηθικό μέρος της σκέψης του Σωκράτη. Δεν ήταν, όμως, τόσο η θεωρητική θεμελίωση της ηθικής πάνω στη γνώση, που τον προσήλκυσε, όσο η πρακτική πλευρά της. Έτσι η λιτότητα της ζωής του δασκάλου έγινε το ιδανικό στη φιλοσοφία του μαθητή. Αυτό φαίνεται από το απόσπασμα της διδασκαλίας του. που ακολουθεί: «Η αρετή είναι αρκετή (αυτάρκης) για την ευδαιμονία, και για την αρετή δεν χρειάζεται τίποτε άλλο παρά η δύναμη ενός Σωκράτη, Είναι ζήτημα πρακτικό και δεν χρειάζεται πολλά λόγια και γνώσεις»’.
Έγραψε πολλά συγγράμματα (είναι γνωστοί 62 τίτλοι)· ανάμεσα σε αυτά στον «Κόρο» (θυμίζει λίγο Ξενοφώντα) συνιστούσε προ πάντων την φιλανθρωπία, ενώ στο έργο του «Αλκιβιάδης» μαστίγωνε την εγωιστική ηδονή, στον «Πολιτικό» του τα έβαζε με τις αδυναμίες της δημοκρατίας και στον «Αρχέλαο» χτυπούσε την τυραννίδα. Πολέμησε, με εμπάθεια θα έλεγα, τις ιδέες του Πλάτωνα, έγραψε, μάλιστα, κι ένα πολεμικό έργο, τον «Σάθωνα», πράγμα που ανάγκασε τον Πλάτωνα να του απαντήσει με τον «Ευθύδημο». Ο Αντισθένης, επίσης, χρησιμοποίησε πρώτος τον τύπο του «Προτρεπτικού» λόγου, ως παρόρμηση στη Φιλοσοφία.
Η λογική και η γνωσιολογία του Αντισθένη είναι άρνηση του δυνατού κάθε κρίσης εκτύς από τις ταυτολογικές. δηλαδή δεν δεχόταν ότι είναι δυνατό να οριστεί ένα πράγμα με γνωρίσματα ενός άλλου, φτάνοντας στο σημείο να υποστηρίζει π.χ. ότι δεν μπορούμε να λέμε: «Το χιόνι είναι λευκό», αλλά μόνο «το χιόνι είναι χιόνι». Παρ’ όλην όμως την αρνητική βάση της γνωσιολογίας του. διατήρησε την ορθολογιστικήν εκτίμηση του Σωκράτη προς τη γνώση, την οποία ώριζε «αληθή δόξαν» μετά λόγου. Με αυτή την προϋπόθεση στήριζε τη θέση του για την παιδεία με τη δική του γνωστή φράση: «αρχή παιδεύσεως ή των ονομάτων επίσκεφις», δηλαδή μαθαίνοντας κανείς τα ονόματα (των εννοιών) μαθαίνει και τα πράγματα, που αναφέρονται όλ' αυτά.
Ο Αντισθένης καθόρισε τη φιλοσοφία των κυνικών περιορίζοντάς την σχεδόν ολόκληρη στην ηθική τους, κατά την οποία το ανώτατο αγαθόν είναι η έλλειψη κάθε ανάγκης, η απλότητα και φυσικότητα του βίου και ακόμη κι αυτή η επιζήτηση του πόνου. Οι αρετές των κυνικών είναι η εγκράτεια, καρτερία, απάθεια. Η αρετή είναι μία. ενιαία και διδακτή, το ανώτατον αγαθόν, και αναφαίρετη. όταν άπαξ έχει αποκτηθεί. Πραγματικά ενάρετος είναι ο σοφός, που κατέχει σίγουρα τη μόνη απαραίτητη προϋπόθεση για την ευδαιμονία. Πίστευε πως αγαθό (χτήμα) για τον άνθρωπο μπορεί να είναι μόνο εκείνο που του ανήκει (οικείον) και τέτοιο είναι μόνον η διανοητική ιδιοκτησία. Δεν επιτρέπεται να πάρουμε την ηδονή για αγαθό, τον κόπο και την εργασία για κακό. αφού εκείνη, όταν εξουσιάζει τον άνθρωπο, τον διαφθείρει. ενώ οι δεύτερες τον παιδαγωγούν στην αρετή. 0 Αντισθένης έλεγε πως προτιμούσε να τρελαθεί παρά να παραδοθεί στην ηδονη («μανείην μάλλον ή ησθείην») και για υπόδειγμα είχαν την πολύμοχθη ζωή του Ηρακλή5.
Ο πιο γνωστός και λαοφιλής φιλόσοφος, ο «σταρ» των κυνικών, στάθηκε ο Διογένης. Αυτός γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου στα τέλη του Ε* π.Χ. αι. και πέθανε στην Κόρινθο, τι σύμπτωση (!), τον ίδιο χρόνο με τον Μέγα Αλέξανδρο (323 π.Χ.). Ο πατέρας του, ο Ικεσίας, ήταν τραπεζίτης, αλλά... και παραχαράκτης νομισμάτων, πράγμα που μυήθηκε κι «ο δικός μας στην επικερδή τέχνη του πατέρα του. Απ' αυτό το επάγγελμα πήρε το πρώτο... μάθημα της ζωής του, καθώς ανακαλύφθηκε η απάτη και για να μη συλληφθεί και πιθανόν να θανατωθεί, όπως λέγεται ότι συνέβηκε στον πατέρα του, αναγκάστηκε να φύγει. Έτσι άρχισαν οι περιπέτειες, τα βάσανα, οι αλλαγές στη ζωή και στις σκέψεις του, αλλά και οι θρύλοι γύρω από τη ζωή του.
Κάποτε έφθασε στην Αθήνα. Δυστυχώς δεν έχουμε πληροφορίες πως προσαρμόστηκε σ’ αυτή τη μεγάλο πόλη, που μάλλον ύστερα από τους εμφύλιους πολέμους θα βρισκόταν σε κάποια παρακμή. Ο Σωκράτης είχε πιεί το κώνιο και κυριαρχούσε στη Φιλοσοφία ο Πλάτωνας. Ο Διογένης τότε, χωρίς αυτό να είναι απολύτως βέβαιο, γνώρισε τον Αντισθένη6 και, λέγεται, θέλησε να γίνει μαθητής του, επειδή, φαίνεται, ταίριαζαν τα μαθήματά του με τις νέες απόψεις που άρχισε να σχηματίζει. Εδώ αρχίζει η ανεκδοτολογία. Κατά τον Δίωνα Χρυσόστομο, όταν ο Διογένης ζήτησε να τον δεχθεί ως μαθητή, ο Αντισθένης αρνήθηκε κι όταν επέμενε σήκωσε το ραβδί του να τον χτυπήσει. Κι εκείνος είπε: «παῖε. οὐ γάρ εὑρήσεις οὕτω σκληρόν ξύλον, ᾧ μέ ἀπείρξεις. ἕως ἄν τί φαίνῃ λέγων» (Χτύπα, με φοβάσαι, χτύπα. Δε θα βρεις ραβδί τόσο σκληρό με το οποίο θα μπορέσει να με διώξεις από κοντά σου, εφόσον φαίνεται να λες κάτι), τόσο ξεροκέφαλος ήταν!
Ο Αντισθένης, λέγεται, ότι υποχώρησε, αλλά βρήκε τον μπελά του, καθώς του έκανε άγρια κριτική, ιδίως όταν τον έπιανε να είναι ασυνεπής· όταν δεν συμφωνούσαν οι πράξεις με τη διδασκαλία του, ο Διογένης τον χαρακτήριζε ως «τρομπέτα που δεν άκουγε τον εαυτό της»7.
Ο Διογένης ξεπέρασε το δάσκαλό του Αντισθένη στον ασκητισμό. Προτίμησε να ζει στο περιθώριο της κοινωνίας ως ζητιάνος παρά να είναι γιατρός των ψυχών στην κοινωνία. Εγκαινίασε μια προκλητική συμπεριφορά. γεμάτη ακρότητες, καυστική ειρωνεία και επιδεικτική για κάθε κοινωνική συμβατικότητα. Προστατεύοντας το σώμα του με ευτελές ύφασμα, το ίδιο μέρα - νύχτα, χειμώνα - καλοκαίρι, μεταφέροντας στον ώμο μια σακούλα με όλα τα υπάρχοντά του και χρησιμοποιώντας για κατάλυμα ένα πιθάρι, ο Διογένης έγινε το πρότυπο κάθε λαϊκού δασκάλου της φιλοσοφίας.
Προτίμησε το ρόλο ενός «σκύλου δαγκανιάρη» παρά το συμβιβασμό με τις ματαιότητες και συμβατικότητες της «πολιτισμένης» κοινωνίας. Ποτέ δεν έπαιρνε το ύφος αφηνιασμένου ηθικολόγου. παρά ενός έξυπνου και καυστικού σατιριστή. O «λυσσασμένος αυτός Σωκράτης» χειριζόταν την ειρωνεία και το σαρκασμό με απαράμιλλη δεξιοτεχνία.
Παρόλον ότι ο Πλάτωνας αναγνώριζε στον Αντισθένη και τον Διογένη το λιγότερο «ἀλλά τινί δυσχερείᾳ φύσεως οὐκ ἀγεννοῦς» (κάποια ιδιοτροπία ευγενικής ιδιοσυγρασίας).9 ο «δάκνων κύων» ένιωθε μεγάλη αντιπάθεια προς τη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα. «Ἐγώ, ἔλεγε, τράπεζαν καί κύαθον (κύπελλο) ὁρῶ· τραπεζότητα καί κυαθότητα οὐδαμῶς». Κι όταν ο Πλάτωνας όρισε τον άνθρωπον «ζώον δίπουν άπτερον» ο Διογένης μάδησε έναν κόκορα και τον έφερε στην Ακαδημία και είπε: «οὗτος ἐστίν ὁ Πλάτωνος ἄνθρωπος». Κατά τον Διογένη Λαέρτιον ο Διογένης έγραψε ικανά έργα, κυρίως διαλόγους και δράματα, το κύριο, όμως, σύγγραμμά του είχε τον τίτλο «Πάρδαλις» (ο Πάνθηρας).
Ήδη στην εποχή του κυκλοφορούσαν ευρύτατα τα πολυάριθμα έξυπνα ανέκδοτά του. που κατά την παράδοση, συγκέντρωσε πολλά ο μαθητής του Μητροκλής. Αξίζει τον κόπο να αναφερθούν εδώ μερικά, προς διασκέδαση:
Τον ρώτησε κάποιος, πως μπορεί κανείς να γίνει ένδοξος; Κι ο Διογένης απάντησε: «εἰ δόξης καταφρονήσειε...».
Περιερχόμενος κάποια μέρα την Κόρινθον πέρασε μπροστά από το ολοκαίνουργιο σπίτι ενός γνωστού παλιανθρώπου και στην κυρία είσοδο του σπιτιού είδε αναρτημένη την επιγραφή: «Μηδέν εἰσίτω κακόν»· κι ο φιλόσοφος, αφού στάθηκε, είπε φωναχτά: «καλά και το αφεντικό του σπιτιού απύ πού μπαίνει;».
Κάποια άλλη μέρα πήγε στα δημόσια λουτρά για να πλυθεί· είδε όμως ότι το νερό ήταν πολύ βρώμικο και είπε: «ωραία, όταν κάποιος λουστεί εδώ. που πηγαίνει για να πλυθεί;».
Κάποτε του χάρησε κάποιος έναν δούλο, το Μάνη, κι αυτός το έσκασε. Τον συμβούλεψαν μερικοί να ψάξει να βρει το δούλο του· κι εκείνος: «Γελοῖον, εἰ Μάνης μέν χωρίς Διογένους ζῆ, Διογένης δέ χωρίς Μάνου οὐ δύναται». Όταν. μία φορά, είδε ένα παιδί να πίνει νερό με τα χέρια του. έβγαλε το πήλινο κύπελλό του και το έσπασε λέγοντας: «παιδίον μέ νενίκηκεν ἐυτελείᾳ».
Ο Διογένης δίδασκε, τόσο με το λόγο του. όσο και με τη συμπεριφορά του γενικά, πως ο άνθρωπος ευτυχεί, όταν ικανοποιεί τις βασικές ανάγκες του, και μάλιστα με τον πιο άμεσο και απλό τρόπο. Ιδανικό του η «αυτάρκεια» και πίστευε στην πραγμάτωση της με την απελευθέρωση του ανθρώπου από τις δευτερεύουσες ανάγκες που ο ίδιος δημιουργεί και απύ τις κοινωνικές συμβατικότητες.
Άλλος εκπρόσωπος της κυνικής φιλοσοφίας υπήρξε ο Κράτης από τη Θήβα, ο και «θυρεπανοίκτης» λεγόμενος· μαθητής του Διογένη και δάσκαλος του ιδρυτή της σχολής των Στωϊκών Ζήνωνα από το Κίτιο της Κύπρου. Αυτός πια κι αν ήταν... ιδιότυπος. Ο Κράτης ήταν πολύ πλούσιος, όταν όμως άκουσε το Διογένη, πήγε και μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και έζησε σε έσχατη ένδεια, περιπλανώμενος απύ πόλη σε πόλη διδάσκοντας τη λιτότητα και την περιφρόνηση στα πλούτη. Το παρωνύμιο «Θυρεπανοίκτης», δηλαδή εκείνος που ανοίγει τις πόρτες, του αποδόθηκε επειδή ακριβώς, σαν περιπλανώμενος δάσκαλος, συνήθιζε να μπαίνει στα ξένα σπίτια και. χωρίς να ζητάει τίποτε, δίδασκε διαδίδοντας τις ιδέες του. Συμπαραστάτες του, κι αυτοί «σκυλοφιλόσοφοι». ήταν η σύζυγος του, Ιππαρχία και ο αδελφός της Μητροκλής. που άκουσε κι αυτός τη διδασκαλία του Διογένη και συμμερίστηκαν με ενθουσιασμό τον αντισυμβατικό τρόπο της ζωής του Κράτη".
Ο Βίων ο Βορυσθενίτης γεννήθηκε στην Ολβία του Ευξείνου Πόντου, κοντά στον ποταμό Βορυσθένη (σημερινός Δνείπερος) και ήταν γιος ενός αλλαντοπώλη και μιας... εταίρας. Σε παιδική ηλικία πουλήθηκε για χρέη δούλος, όπως και όλα τα μέλη της οικογένειας του, αλλά έτυχε να αγορασθεί από ένα ρήτορα, που τον μόρφωσε στη ρητορική, τον απελευθέρωσε και τον έκανε κληρονόμο του. Αργότερα, στην Αθήνα, διδάχθηκε την πλατωνική φιλοσοφία κοντά στον ακαδημαϊκό Κράτη, την αριστοτελική κοντά στο Θεόφραστο. την Κυρηναϊκή κοντά στο Θεόδωρο τον Άθεο και τέλος τη φιλοσοφία των Κυνικών, η οποία και σφράγισε την προσωπικότητά του. Έτσι έγινε περιπλανώμενος λαϊκός φιλόσοφος. Πέθανε στη Χαλκίδα12.
Τέλος, από τους πιο αντιπροσωπευτικούς και ευρύτερα γνωστούς κυνικός φιλόσοφος και συγγραφέας στάθηκε ο Μένιππος. Γεννήθηκε στα Γάδαρα, στα παράλια της Παλαιστίνης και αργότερα έμεινε στη Σινώπη του Πόντου, την πατρίδα του Διογένη, ως δούλος. Εξαγόρασε όμως την ελευθερία του και μάλιστα απέκτησε τα δικαιώματα του πολίτη στη Θήβα, την πατρίδα του Κράτη. Εκεί έγινε μαθητής του κυνικού Μητροκλή, ίσως και του Κράτη.
Στον Μένιππο αποδίδονταν δεκατρία βιβλία, από τα οποία όμως δεν σώθηκε τίποτε. Τη μεγάλη φήμη του τη χρωστά ο Μένιππος στην επινόηση ενός ιδιότυπου λογοτεχνικού είδους, με το οποίο εξέφρασε το «σπουδαιογέλοιον», τη μενίππεια σάτιρα, με την οποία συχνά παρωδεί το έπος και την τραγωδία και ο γνωστός πλατωνικός διάλογος μετατρέπεται σε κωμικό. Άλλος ένας, λοιπόν, κυνικός καταφερόταν εναντίον του Πλάτωνα, του περιφρονητή του πλήθους. 0 Μένιππος συνδύασε το μηδενισμό των Κυνικών με την «ιαμβικήν ιδέαν» τους σε μια κοσμαγάπητη χιουμοριστική έκφραση, με την οποία βοήθησε σημαντικά στη διάδοση και την επιβίωση των ηθικών απόψεων της σκύλοφιλοσοφίας13.
Ύστερα από αυτή τη σύντομη παρουσίαση των σημαντικότερων Κυνικών, οι μαθητές συζητώντας έκαναν κάποιες διαπιστώσεις· είδαν πως οι φιλόσοφοι αυτοί, σαν άλλοι διαφωτιστές, ταρακούνησαν την εποχή τους. Και τι δεν έκαναν τα έβαλαν με τη θρησκεία και τη λατρεία του λαού έχοντας τη θεολογική άποψη πως οι άνθρωποι νομίζουν ότι υπάρχουν πολλοί Θεοί, κι αυτό γιατί η παράδοση (νόμος) έπλασε τους πολλούς Θεούς. Είχαν την πεποίθηση ότι αληθινά υπάρχει μονάχα ένας Θεός, που δεν μοιάζει με κανένα από τα γνωστά όντα, και η πραγματική λατρεία του βρίσκεται μονάχα στην άσκηση της αρετής, που κάνει τους σοφούς φίλους της Θεότητας14. Ορθολογικά, λοιπόν, περιφρονούσαν τους κείμενους νόμους του πολυθεϊσμού και του ορθολογισμού.
Ακόμη οι Κυνικοί απόφευγαν κατά κανόνα την οικογενειακή ζωή. Στη θέση της πρότειναν την κοινοκτημοσύνη όχι μόνο στα αγαθά, αλλά και στις γυναίκες και τα παιδιά' ο Διογένης μάλιστα πρότεινε και κοινοβιακή ζωή. Δεν έδιναν καμιά σημασία στην αντίθεση: ελευθερία - σκλαβιά, αν και οι περισσότεροι έκαναν και δούλοι, γιατί πίστευαν πως ο σοφός και σκλάβος ακόμα είναι ελεύθερος και γεννημένος αφέντης, δηλαδή, κατά τους μαθητές, οι φιλόσοφοι αυτοί θεωρούσαν ότι η εσωτερική ελευθερία είναι πραγματική.
Τρίτη και σοβαρή παρατήρησή τους στάθηκε η παρακάτω: Δε σεβάστηκαν και δεν φοβήθηκαν τους δυνατούς, τους βασιλιάδες (δες τη συμπεριφορά του Διογένη προς τον Μ. Αλέξανδρο), τους πλούσιους, τους μεγάλο - φιλοσόφους15, τους ρήτορες και τους πολιτικούς· αυτούς τους τελευταίους τους κατηγορούσαν για υποκρισία, γιατί σπούδαζαν να λένε μόνο και όχι να πράττουν τα δίκαια. Την πολιτική ζωή την έβρισκαν περιττή για το σοφό, γιατί αυτός νιώθει ότι παντού είναι σπίτι του, είναι πολίτης του κόσμου, κοσμοπολίτης, και σαν ιδανική πολιτεία εικόνιζαν μια φυσική κατάσταση που σ’ αυτήν ολόκληρη η ανθρωπότητα θα ζούσε σαν μια μεγάλη ομάδα, ένα κοπάδι με έναν ποιμένα, έχοντας μόνιμα ειρήνη, αγάπη και καλοσύνη. Γι’ αυτό οι Κυνικοί καταδίκαζαν τον πόλεμο. Ειρηνιστές, λοιπόν, οι Κυνικοί. Και όχι μόνο· αγαπούσαν τη φύση και ζούσαν σύμφωνα μ’ αυτή σαν γνήσιοι οικολόγοι με τη σημερινή έννοια του όρου.
Αρνιόντουσαν να δεχθούν να υποταθούν στους κανόνες της κοινωνίας που ζούσαν «σνομπάρισαν» τον πλούτο και αδιαφόρησαν για τα χρήματα, ο Κράτης, μάλιστα, που ήταν πλούσιος, τα μοίρασε όλα στους φτωχούς... κι έμεινε πάμπτωχος.
Τέλος, οι Κυνικοί, εκ προμελέτης χτυπούσαν με τη συμπεριφορά τους κατάμουτρα, όχι μόνο τα ήθη και την υποκριτική σεμνότητα της κοινωνίας τους, αλλά και το αίσθημα της ντροπής, το οποίο θεωρούσαν παραφύση16. Το όπλο τους, η αναίδεια, δηλαδή η πλήρης περιφρόνηση της ευπρεπούς συμπεριφοράς, με σκοπό, προκαλώντας το κοινό αίσθημα, να διαμαρτυρηθούν και ν' αμφισβητήσουν το κατεστημένο της εποχής τους, όπως οι «Χίππις» της δεκαετίας του ’60. Κι αυτοί με τη συμπεριφορά τους έκαναν ένα είδος κοινωνικής επανάστασης, που προκαλούσαν με το ντύσιμό τους, με την πίστη τους σε μια ζωή ομαδική, στην ελευθερία των σχέσεων των δύο φύλων, αρνούμενοι τη βία και τον πόλεμο, ειρηνιστές με αναρχικές τάσεις, ώσπου το κατεστημένο, χρησιμοποιώντας την αφέλειά τους... και τα ναρκωτικά κατόρθωσε να τους διαλύσει κατασυκοφαντώντας τους. Εδώ τελείωσαν οι συνειρμοί και οι προβληματισμοί των μαθητών.
-------------
Παραπομπές
2. Βώρου, Φ.Κ. Σύντομη Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας. Εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα, 1984 σ. 33
3. Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων Βίοι VI, 11. Βλέπε Τσέλερ- Νέστλε, Ιστορία της Ελλην. Φιλοσοφίας. Μετάφρ. X. Θεοδωρίδη. Εκδ. Παν/μίου Θε/νίκης. Αθήναι 1942 σ. 137.
4. Ό.π. , σ. 137
5. Διογένης Λαέρτιος, όπου παραπάνω VI, 6 κ.ε. Σουίδας, Αντισθένης, Διογένης.
6. Ρούσσος Ε.Ν., Διογένης ο Σινωπεύς. Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό τομ. 3, σ. 282 Εκδοτική Αθηνών.
7. Δίων Χρυσόστομος, Έργα 8, 2.'
8. Βώρου, Φ.Κ. ο.π., σελ. 35
9. Πλάτωνος, Φίληβος, 44 C
10. Τα ανέκδοτα του Διογένη διέσωσε ο Διογένης Λαέρτιος στο β’ κεφ. του Δ’ βιβλίου της «Φιλοσόφου Ιστορίας» του. Με βάση τα ανέκδοτα αυτά ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς έγραψε μια πολύ έξυπνη κωμωδία, «Ο Βασιλιάς κι ο Σκύλος» που παίχτηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1958.
11. Σπυρόπουλος Η., Κράτης ο Θηβαίος, Παγκ. Βιογραφικό Λεξικό τ. 5, σ. 86
12. Ρούσσος Ε.Ν., Βίων Βορυσθενίτης, Π. Βιογρ. Λεξικό, Εκδοτική τ. 2, σ. 311.
13. Σπυρόπουλος Η., Μένιππος, Παγκ. Βιογρ. Λεξικό, Εκδοτική, τ. 6, σ. 134
14.Τσέλερ - - Νέστλε, ό. π., σελ. 139.
15. Παπακωνσταντίνου Θ., Διογένης Κυνικός, Μ. Ελλ. Εγκυκλοπαίδεια, τομ. 5°ς, σ. 380
16. Ο Διογένης Λαέρτιος γράφει: «ειωθώς πάντα ποιείν εν τω καί τα Δήμητρος καί τα Αφροδίτης». Βλέπε παραπάνω Παπακωνσταντίνου Θ., τομ. 5, σ. 380