Οι Άνεμοι κι αυτοί σαν
θεοί σαν τους τιμούν στην Αρχαία Ελλάδα με θυσίες και προσφορές, καθώς πολλές
εκδηλώσεις της ζωής τους εξαρτώνται από τη βοήθεια τους. Ισχυρές είναι και οι
πνοές των ανέμων στην Ησιόδεια Θεογονία. Στο έπος αυτό, όπου καταγράφεται η
γένεση των θεών και η δημιουργία από αυτούς του κόσμου, οι φυσικές δυνάμεις,
όπως οι άνεμοι, δεν είναι παρά προσωποποιημένες θεότητες, γόνοι θεών, που
γεννούν κι αυτοί με τη σειρά τους άλλα δαιμονικά όντα.
Όταν στην «Ιλιάδα» ο
Αχιλλέας προσφέρει τις νεκρικές τιμές στο φίλο του Πάτροκλο, και όλα είναι
έτοιμα για να καεί το τοποθετημένο στην πυρά σώμα του Πατρόκλου, συμβαίνει να
μην μπορεί να ανάψει η φωτιά. Ο Αχιλλέας τότε επικαλείται τους Ανέμους, τον
Βορέα και τον Ζέφυρο, να έρθουν να ανάψουν τη φωτιά, και τους τάζει μεγάλες
θυσίες. Την ευχή του Αχιλλέα ακούει η Ίρις, που ξεκινάει για την κατοικία των
Ανέμων στη Θράκη. Τους βρίσκει όλους μαζεμένους σε συμπόσιο στο παλάτι του
Ζέφυρου και τους λέει για την παράκληση του Αχιλλέα. Τότε οι δυο απ’ αυτούς, ο
Βορέας και ο Ζέφυρος, ξεσηκώνονται με θεϊκή ορμή, διώχνουν τα σύννεφα και
φτάνουν στην Τροία, όπου ανάβουν τη φωτιά φυσώντας δυνατά.
Εκτός από τον Βορέα και τον Ζέφυρο, υπάρχουν ακόμη ο Νότος και ο Εύρος. Ο Βορέας είναι πολύ δυνατός και βίαιος άνεμος που φυσά από τη Θράκη, φέρνει χιόνι και χαλάζι και ξεραίνει με την πνοή του τα νοτισμένα χωράφια. Ξέρουμε και από άλλες πηγές πως διακρινόταν για την ταχύτητα του τόσο, που κανείς δεν μπορούσε να τον ξεπεράσει στο τρέξιμο και ακόμα πως πέρα από την επικράτεια του στη Θράκη, υπήρχε η χώρα των Υπερβορέων.
Ο Νότος φέρνει ομίχλη
και βροχές και είναι επικίνδυνος για όσους ταξιδεύουν στη θάλασσα το χειμώνα,
αφού σηκώνει τεράστια κύματα.
Ο Εύρος είναι
νοτιοανατολικός άνεμος και συχνά συναγωνίζεται στο φύσημα με τον Νότο — πράγμα
που κάνει να σπάζουν τα κλαδιά των δέντρων στα δάση.
Ο Ζέφυρος είναι δυτικός
άνεμος, πολύ γρήγορος κι αυτός όσο ο Βορέας, και πολλές φορές επικίνδυνος·
παρουσιάζεται όμως και ως ήπιος, δροσερός άνεμος, που φυσά μόνιμα σε
παραδεισένιους τόπους, όπως είναι οι κήποι του Αλκίνοου και τα Ηλύσια
Πεδία.
Όμως οι Άνεμοι δεν παρουσιάζονται πάντοτε τέσσερις. Αλλού αποτελούν μια θεϊκή τριάδα Ζέφυρος-Βορέας-Νότος. Γονείς τους είναι η Ηώς και ο Αστραίος, που γέννησαν και τα Άστρα.
Ο Ζέφυρος είχε μια
ερωτική ένωση με την Άρπυια Ποδάργη, εκεί που έβοσκε σ' ένα λιβάδι κοντά στο
ρεύμα του μεγάλου Ωκεανού. Από την Ποδάργη τότε γεννήθηκαν τα άλογα Ξάνθος και
Βαλίος, που έτρεχαν σαν τον άνεμο, και ανήκαν στον Αχιλλέα.
Και ο Βορέας έχει παιδιά
άλογα: Ερωτεύτηκε τις φοράδες του Εριχθόνιου (γιου του Δάρδανου, του γενάρχη των
Τρώων) που έβοσκαν στα όρο σερά βοσκοτόπια κάτω από το τρωικό βουνό ' Ιδα και
αφού πήρε μορφή ίππου με μαύρη χαίτη, πλάγιασε μαζί τους· αυτές γέννησαν δώδεκα
πουλάρια, που όταν έτρεχαν δεν πατούσαν στη γη —τόσο, που τρέχοντας πάνω από
σπαρμένα χωράφια δεν έσπαζαν τα στάχυα, και καλπάζοντας πάνω από τη θάλασσα
μόλις που άγγιζαν τον αφρό των κυμάτων.
Ο Βορέας όμως είναι πιο
γνωστός για τον έρωτα που ένιωσε για την Ωρείθυια, την κόρη του βασιλιά της
Αθήνας Ερεχθέα. Όταν κάποτε η Ωρείθυια έπαιζε στις όχθες του Ιλισού (κατ'
άλλους στον Βριλησσό ή στον Άρειο Πάγο) ή πήγαινε ως κανηφόρος στην Ακρόπολη,
ήρθε ο Βορέας και την άρπαξε. Την πήρε μαζί του στη μακρινή Θράκη όπου η
Ωρείθυια του χάρισε δυο γιους, τους φτερωτούς Βορεάδες Ζήτη και Κάλαϊ, και δυο
κόρες, την Κλεοπάτρα και τη Χιόνη. Οι γιοι τους αυτοί έλαβαν μέρος στην
Αργοναυτική Εκστρατεία και κυνήγησαν τις Άρπυιες — ενώ η Κλεοπάτρα παντρεύτηκε
τον Φινέα.
Ο τρομακτικός Τυφώνας
Όταν οι θεοί του Ολύμπου νίκησαν στην Τιτανομαχία και τη Γιγαντομαχία κι έριξαν τους Τιτάνες στα Τάρταρα και αφάνισαν τους Γίγαντες, η Γη, για να πάρει εκδίκηση για τα παιδιά της, ενώθηκε με τον Τάρταρο και γέννησε, στερνό αντίπαλο των Ολυμπίων, τον Τυφώνα. Τέρας ήταν ο Τυφώνας με χέρια δυνατά και ακάματα πόδια. Από τους ώμους του φύτρωναν εκατό κεφάλια φιδιού που πέταγαν έξω τις γλώσσες τους και γλείφονταν. Τα κεφάλια του λαμποκοπούσαν από τη φλόγα των ματιών τους, ενώ από τα στόματά τους έβγαιναν λογιών λογιών φωνές που ξεσήκωναν απερίγραπτη βοή. Στην αναμέτρησή τους με τον Δία ήταν ο θεός από τη μια με τις αστραπές, τις βροντές και τους κεραυνούς του κι αυτός από την άλλη με τους μανιασμένους ανέμους και τις φλόγες. Μέσα στην κοσμογονική αυτή αναταραχή, η γη σειόταν κι η θάλασσα ύψωνε τεράστια κύματα κι έβραζε γη, ουρανός και πόντος. Ο Δίας τελικά τον νίκησε τον Τυφώνα και τον έριξε με οργή στα βάθη του Τάρταρου.
Στον Απολλόδωρο , η γιγάντια, τρομακτική μορφή του Τυφώνα περιγράφεται με κάθε φρικιαστική λεπτομέρεια και η μονομαχία του με τον Δια παρουσιάζεται ακόμα πιο σκληρή. Κι ενώ οι άλλοι θεοί για να αποφύγουν τον Τυφώνα κατέφυγαν έντρομοι στην Αίγυπτο, μεταμορφώθηκαν μάλιστα και σε ζώα για μεγαλύτερη ασφάλεια, ο ύψιστος θεός του Ολύμπου μετά βίας κατόρθωσε να σωθεί - ο αντίπαλός του τον ακινητοποίησε κόβοντας τα νεύρα των άκρων του - και τελικά να τον νικήσει και να τον θάψει κάτω από την Αίτνα.
Αλλά οι μύθοι για τον
Τυφώνα, προφανώς επηρεασμένοι από αντίστοιχους της Ανατολής, δεν τελειώνουν εδώ.
Μεταγενέστεροι μυθοπλάστες πρόσθεσαν κι αυτοί τις δικές τους εκδοχές για την
γέννηση και τη δράση του δαιμονικού όντος.Ο Τυφώνας προσωποποιούσε για τους
Αρχαίους όχι μόνο τον βίαιο άνεμο αλλά γενικότερα την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα
και την ηφαιστειακή και σεισμική δραστηριότητα, φαινόμενα που ανατρέπουν την
εύρυθμη λειτουργία των φυσικών μηχανισμών και απειλούν τις ίδιες τις θεότητες
που επιτηρούν και διαφυλάσσουν την τάξη του κόσμου.
Από τον Τυφώνα γεννήθηκαν οι άνεμοι που φυσούν υγροί στη θάλασσα και λυσσομανούν, μεγάλη συμφορά για τους θνητούς, έτσι όπως χάνονται κι αυτοί μαζί με τα καράβια τους στον πόντο. Το ίδιο φυσούν και στην ξηρά και καταστρέφουν την ανθόσπαρτη γη σκεπάζοντας τα πάντα με σκόνη και προκαλώντας δεινή ταραχή. Του Τυφώνα γόνοι ήταν εξάλλου και ο Κέρβερος, η Λερναία Ύδρα, η Σκύλα και άλλα αποτρόπαια όντα. Στοιχεία της φύσης οι άνεμοι, που τα συνέλαβαν ως πανίσχυρους δαίμονες οι πρώτοι άνθρωποι και τους έδωσαν σχήμα, μετουσιώνοντας τα αόρατο και το ασύλληπτο σε ορατό και συγκεκριμένο για να πληρώσουν την αδήριτη ανάγκη κατανόησης του κόσμου τους. Προοδευτικά ωστόσο, ο νους εκτόπισε την ασυγκράτητη φαντασία και παρακάμπτοντας τους μύθους κατέλαβε αυτός την πρωτεύουσα θέση στη διαδικασία της, έλλογης πλέον, ερμηνείας του σύμπαντος.
Ο Αίολος
Ο Αίολος, στην ελληνική μυθολογία, ήταν ο διορισμένος από τον Δία ταμίας των ανέμων. Ο Αίολος κρατούσε τους ανέμους μέσα στον ασκό του και τους άφηνε μετά από εντολή του Δία. Ήταν γιος του Ιππότη, όπως λέει ο Όμηρος. Γι' αυτό λεγόταν Ιπποτάδης. Ζούσε στη νήσο Αιολία, που είχε χάλκινα τείχη.Το νησί αυτό πιστευόταν ότι ήταν η Στρογγύλη, το σημερινό Στρόμπολι , εξ ου και η ονομασία Αιολίδες Νήσοι για τα σύμπλεγμα που ανήκε εκει.Ζούσε στο νησί μαζί με την γυναίκα του Αμφιθέα.
Είχε έξι γιους και έξι
κόρες, που προσωποποιούσαν τους ανέμους. Οι γιοι τους δυνατούς ανέμους, οι
θυγατέρες τους ήπιους (τις αύρες). Σύμφωνα με μεταγενέστερη εκδοχή του μύθου, ο
Αίλος ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Άρνης. Με τη μητέρα του και τον αδελφό του
Βοιωτό ζούσε στο Μεταπόντιο. Όταν αναγκάστηκε να φύγει από το Μεταπόντιο, λόγω
του φόνου της θετής του μητέρας Αυτολύκης, κατέφυγε σ' ένα νησί του Τυρρηνικού
Πελάγους, όπου έχτισε την πόλη Μπάρα, κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη.
Εφεύρε τα πανιά που
κινούν τα πλοία και δίδαξε τη χρήση τους στους υπηκόους του. Ο Οδυσσέας με τους
συντρόφους του πήγε στην Αιολία, όπου ο Αίολος τους φιλοξένησε ένα μήνα. Όταν
ζήτησε τη βοήθεια του Αιόλου για να αναχωρήσει, αυτός έκλεισε όλους τους ανέμους
σε ένα ασκί και άφησε μόνο τον ούριο Ζέφυρο να πνέει ευνοϊκά γι' αυτούς. Με τη
βοήθεια του Ζέφυρου ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του έφτασαν πολύ κοντά στην
Ιθάκη. Αλλά κάποια στιγμή που ο Οδυσσέας αποκοιμήθηκε, οι σύντροφοί του άνοιξαν
το ασκί, νομίζοντας ότι έχει χρυσάφι, και άφησαν ελεύθερους όλους τους ανέμους.
Ξέσπασε θύελλα η οποία έστειλε τον Οδυσσέα πίσω στο νησί του Αιόλου, ο οποίος
όμως δεν δέχτηκε να τον βοηθήσει και πάλι, τιμωρώντας τον για την ασέβεια των
συντρόφων του.
Οι Έλληνες θεωρούσαν τον Αίολο ταμία των ανέμων, όχι θεό τους. Γι' αυτό δεν είχε ιερά, ούτε γίνονταν θυσίες προς τιμήν του. Θεό τον θεωρούσαν οι Ρωμαίοι. Ο Βιργίλιος στην «Αινειάδα» τον αναφέρει ως βασιλιά που κατοικεί σε ένα άντρο, όπου είναι φυλακισμένοι οι άνεμοι, σ' αυτόν δε καταφεύγει η Ήρα όταν αποφασίζει να καταστρέψει τα καράβια των Τρώων.
Μία από τις κόρες του
Αιόλου ήταν η Αλκυόνη η οποία σχετίζεται με τον μύθο των Αλκυονίδων ημερών. Η
Αλκυόνη ερωτεύτηκε τον Κύηκα και ζούσαν ευτυχισμένοι, αλλά μια μέρα ο Κύηκας
πνίγηκε ψαρεύοντας και η Αλκυόνη από τον πόνο της έπεσε στα βράχια και
σκοτώθηκε. Οι θεοί τους λυπήθηκαν και τους έκαναν πουλιά. Ο Δίας μάλιστα
πρόσταξε τον Αίολο κάθε χρόνο τον Ιανουάριο να σταματάει τους ανέμους για να
μπορεί η Αλκυόνη να επωάσει τα αυγά της.Στους Αέρηδες, το μνημείο που βρίσκεται
στην Πλάκα, απεικονίζεται ο Αίολος μαζί με τους βοηθούς του , ανέμους, Βορρέα,
Καικία, Απηλιώτη, Εύρο, Νότο, Λιψ, Ζέφυρο, Σκίρων.
Λαϊκές παραδόσεις
Ο Εμπεδοκλής, τον 5ο αιώνα π.Χ, μαθαίνει στους οπαδούς του πώς να κόβουν (να καταλαγιάζουν) τους ανέμους ή να τους σηκώνουν (απελευθερώνουν), όταν θέλουν. Και όταν κάποτε τα δέντρα κινδύνευσαν να πάθουν ζημιές από τα δυνατά μελτέμια, ο Εμπεδοκλής παρότρυνε να σφάξουν γαϊδούρια και να απλώσουν τα δέρματά τους ολόγυρα στις κορυφές των λόφων και των βουνών για να πιάσουν τους ανέμους . Τα μελτέμια κόπηκαν και ο Εμπεδοκλής προσαγορεύτηκε Κωλυσανέμας
Η αρχαία παράδοση κάνει λόγο και για ειδικούς δέτες των ανέμων, παρέχει μάλιστα και τον τρόπο της σχετικής ενέργειας. Στην Κόρινθο υπήρχε γένος ευγενών, που ονομάζονταν "Ανεμοκοίται", εξορκιστές που αποκοίμιζαν τους ανέμους.
Στην Αθήνα επίσης
υπήρχαν οι Ευδάμενοι, κοιμιστές και αυτοί των ανέμων, ενώ στην Τιτάνη της
Κορινθίας, κοντά στη Σικυώνα, υπήρχε βωμός των Ανέμων, όπου μια νύχτα του έτους,
ο ιερέας "θύει, δρά δε και άλλα απόρρητα είς βόθρους τέσσαρας, ημερούμενος των
πνευμάτων το άγριον, και δή και Μηδείας, ως λέγουσιν, επωδάς επάδει" (Παυσανίας
2.12,1).
Στο Βυζάντιο, η αρχαία
παράδοση συνεχίζεται και είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία ότι στα χρόνια του Μ.
Κωνσταντίνου κάποιος Σώπατρος καταδικάζεται και θανατώνεται με την κατηγορία ότι
έδεσε τους ανέμους και εμπόδισε να έρθουν τα καράβια με το σιτάρι από την
Αίγυπτο.
Η μαγική παράδοση γύρω
από τους ανέμους μαρτυρείται και στους νεώτερους χρόνους. Οι πληροφορίες είναι
αρκετές. Στην Κάλυμνο συνηθιζόταν κατάδεσμος του βορρά με δέσιμο σπάγκων σε
σταυροδρόμια και με εκφώνηση ειδικής επωδής, συνοδευόμενης με
ύβρεις.
Δέσιμο του σφοδρού
ανέμου γινόταν επίσης στη Σαλαμίνα, όπου πήγαιναν σ' ένα εκκλησάκι πάνω σε ύψωμα
και εκεί έκλειναν το παράθυρο που βρισκόταν στη μεριά του ανέμου και κρεμούσαν
ένα κομμάτι δίχτυ.
Γνωστός είναι ο "χορός
του κυρ-Βοριά" στη Σίφνο την Κυριακή της Τυροφάγου, με πρώτο μάλιστα χορευτή
στον κύκλο τον ιερέα του χωριού, καθώς και ο ανάλογος χορός στην Κάρυστο την
Πέμπτη της Διακαινησίμου, για εξουδετέρωση και εδώ του καταστρεπτικού
βοριά.
Μια διαφορετική αντιμετώπιση του πνέοντος σφοδρού ανέμου που εμπόδιζε το λίχνισμα των σιτηρών, υπάρχει στους Παρανύμφους του Ηρακλείου, στο νότιο μέρος της Κρήτης: για να κατασιγάσει κατέφυγαν στην "κεροδοσία" του χωριού, στον τελετουργικό δηλαδή περισχοινισμό του, αρχίζοντας από την εκκλησία, με ειδικά κατεργασμένο από τις γυναίκες νήμα, που στη συνέχεια έγινε κεράκια για την εκκλησία, όπως συνηθίζεται όταν κάποιος κίνδυνος απειλεί το χωριό, ή προληπτικά για αποτροπή κάθε κακού.
Μια διαφορετική αντιμετώπιση του πνέοντος σφοδρού ανέμου που εμπόδιζε το λίχνισμα των σιτηρών, υπάρχει στους Παρανύμφους του Ηρακλείου, στο νότιο μέρος της Κρήτης: για να κατασιγάσει κατέφυγαν στην "κεροδοσία" του χωριού, στον τελετουργικό δηλαδή περισχοινισμό του, αρχίζοντας από την εκκλησία, με ειδικά κατεργασμένο από τις γυναίκες νήμα, που στη συνέχεια έγινε κεράκια για την εκκλησία, όπως συνηθίζεται όταν κάποιος κίνδυνος απειλεί το χωριό, ή προληπτικά για αποτροπή κάθε κακού.
Στην Ικαρία υπάρχουν τα
"Ανεμοτάφια", τοποθεσίες με σωρούς από χώμα σε σχήμα τύμβου, με πέτρες ριγμένες
πάνω τους, όπου, κατά την παράδοση, έθαβαν τον αέρα.
Ενδιαφέρουσα είναι η
σχετική περιγραφή από γέροντα αφηγητή: "Παίρνασι μία στάμνα ανοιγμένη από
μπροστά, ήπιανεν την ο πιο γέρος και ήβαζεν το στόμα της σ' ένα λάκκο, που ήταν
ανοιγμένος και άμα ήπιανεν να σφυρίζει, την τάπωνε με το χέριν του και ήλεεν της
λόγια που δεν τα ανιστορώ. Ύστερις ήβαλλεν την στο λάκκο και ήχωνεν την. Ύστερις
ούλοι οι χωριανοί ηπιάνασι κάτι ατσαχούς (πέτρες) και ήρριχναν τους από πάνω,
ήλεεν ο καθένας από ένα ανάθεμα και κάτι άλλα λόγια μαγικά και
ηφεύγασι".
Η τελετουργία αυτή, με
μορφή δρωμένου, φαίνεται να σταμάτησε πριν από διακόσια πενήντα περίπου χρόνια,
όταν οι τελεστές απειλήθηκαν με εξορισμό από τον τοπικό
ιεράρχη.
Τα τοπωνύμια όμως ποτέ
δεν ξεχάστηκαν και τα μαγικά λόγια, που αντιπροσώπευαν την επωδή του καταδέσμου
σε πείσμα του χρόνου και της όποιας απαγόρευσης