Πρόκειται περί πορισμάτων, εξ αρχαιολογικής ανασκαφής συνεπαγόμενα, εξαιρετικού ειδικού βάρους, τα οποία αφορούν στον διαχρονικό μουσικό πολιτισμό των Ελλήνων.
Προτρέπω τους επισκέπτες που δεν διαθέτουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για θέματα τέτοιας φύσεως να εξαντλήσουν την υπομονή τους, για να διαβάσουν την έρευνα που ακολουθεί, διότι πρόκειται περί προσέγγισης μοναδικής και πρωτάκουστης.
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Παρατηρήσαμε σημαντικό αριθμό ομοιοτήτων ανάμεσα στο ρεμπέτικο και στην αρχαία λυρική ποίηση. Θεωρήσαμε σκόπιμο να εκθέσουμε σε δημόσια κρίση τις παρατηρήσεις μας, παρ’ όλο που η συντριπτική τιμή να γινόμαστε λάλοι από ελληνικό έδαφος μας εκθέτει σε μεγάλη τρεμούλα και, αν δεν πετούσαμε λιγάκι, τα πόδια μας μόνα αμφιβάλλω αν θα μας βαστούσαν. Δεν απέσβετο το λάλον ύδωρ για να ομιλούμε εμείς.
Για καλό και για κακό λοιπόν θα αναπτύξουμε φωνή εκ μέρους κι άλλων ανθρώπων, των μελών του «Ευρετηρίου» που από μερικά χρόνια ασκούνται στον ελληνισμό κατά το δυνατόν, δια της μουσικής και της ορχήσεως πρωτίστως, βασιζόμενοι στη θεωρία του Δάμωνος (μουσικολόγος σύμβουλος του Περικλή).
Μέρος της συντροφιάς αυτής αποτελεί η λαϊκή ορχήστρα του Θεατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, που δημιουργήσαμε, κλιμάκιο της οποίας, αν είναι δυνατόν, θα κάνει να ηχήσουν εδώ μπροστά μας τα αρχαία όργανα που έχουμε αξιωθεί και με τα οποία ασκούμε τα μουσικοχορευτικά μας καθήκοντα. Τα όργανα έχουν κατασκευαστεί στους κόλπους μας. Συγκεκριμένα τα εποίησε τεχνίτης μας ουκ αδαής και εξέχων άνθρωπος του «Ευρετηρίου», ο παρών εδώ Πολύζος.
Το «Ευρετήριο» δημιούργησε μέχρι στιγμής «εκατό ρεμπέτικα που δεν υπήρχαν» και διέψευσε την επίσημη – και ακατανόητη – άποψη της χώρας ότι το ρεμπέτικο έχει πεθάνει. (Αν σταματούσε το ρεμπέτικο θα σταματούσε η καρδιά μας).
Το «Ευρετήριο» υποστήριξε ανέκαθεν ότι «επείγει ή να δημιουργήσουμε ή να πεθάνουμε». Παρόλο που διαδραμάτισε ρόλο στη διάδοση των ρεμπέτικων κομπανιών, το ίδιο διεκδίκησε ύπαρξη αποκλειστικά στη δημιουργία και επ’ ουδενί στην εκτέλεση τραγουδιών άλλης γενιάς. Καθώς στις βασικές προθέσεις του είναι να δημιουργήσει προφορική παράδοση εκ νέου, απαξιεί να δισκογραφήσει επί δεκατρία χρόνια τώρα.
Ας μας επιτραπεί τέλος η σύντομη παρουσία μας εδώ να θεωρηθεί αφιερωμένη στον «άγνωστο Μεσσήνιο», έναν αγρότη που πριν λίγους μήνες στην Καλαμάτα – την πρώτη ελληνική πόλη που απελευθερώθηκε… – προσπάθησε να ορκιστεί, ως μάρτυς στο δικαστήριο, στην ελληνική του πίστη. Δεν του δόθηκε η χάρη, παρ’ ό,τι θα του επιτρεπόταν να ορκιστεί στην πίστη του είτε ήταν μωαμεθανός, είτε ήταν Εβραίος, είτε ο,τιδήποτε ήθελε είναι.
Ας θεωρείται ακόμη ότι αυτά τα λόγια που ασφαλώς σκοντάφτουν αδέξια, χωρίς να είναι και αριστερά, προφέρονται αντί σιωπής.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Ενώ οι κλασικοί φιλόλογοι συμφωνούν ότι η αρχαία ελληνική λυρική ποίηση είναι κυρίως ποίηση του «θυμού», ο μελετητής του ρεμπέτικου Ηλίας Πετρόπουλος διαπιστώνει ότι «τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι τραγούδια της καρδιάς».
«Δεν αγαπώ κανένανε» λέει ένα απ’ αυτά τα εγκάρδια τραγούδια (Τσιτσάνης, 1957). Και ομολογουμένως, χωρίς καρδιά δε φτάνουν σε διατύπωση τα ασήκωτα: «Είν’ ευτυχής ο άνθρωπος, που αγάπη δεν γνωρίζει», εξηγεί ένα άλλο ρεμπέτικο (Τούντας, 1939). Και διευκρινίζει του λόγους: «δεν έχει χίλιους δυο καημούς, δεν τονε δέρνει ο πόνος, κι αν είναι πλούσιος ή φτωχός, αυτός το ξέρει μόνος»
Είναι αλήθεια ότι δεν γράφουμε τραγούδια διότι αγαπάμε. Η Σαπφώ το μαρτυρεί πρώτη απ’ όλους, όταν τραγουδάει: «και μη ζητάς τραγούδι να ταιριάξω, γιατί το στόμα μου κρατάει κλειστό ο πόθος, ο άτιμος στον κόσμο μας, κι η Αφροδίτη που λυγάει τις καρδιές»
Αυτούς που αγαπιούνται, το ρεμπέτικο δεν τους εκτιμάει ανεπιφύλακτα. Μια πρόσφατη επίδοση του είδους περιγράφει την κατάληξη του ευτυχούς ζευγαρώματος – το γάμο – αρκετά αδιάκριτα: «Δίποδα παν’ στην εκκλησιά, δίποδα προσκυνάνε, και ώσπου να στεφανωθούν, τετράποδα γυρνάνε». («Ευρετήριο», 1985).
Δεν γράφουμε τραγούδια διότι αγαπάμε, αλλά διότι έχουμε αγαπήσει. Το πάθος συνδυάζεται την απόσταση: «όποιος δεν έχασε όνειρο, ποτέ δεν θα ξυπνήσει, το φως περνάει αν μια ψυχή, το πάει για να ραΐσει». («Ευρετήριο», 1984)
Όσοι έχουν αγαπήσει είναι αυτοί που κάψανε την καρδιά τους για να την αποκτήσουν. Υπάρχει και άλλο είδος ανθρώπου, τονίζει το ρεμπέτικο, και απαντάται ακόμα – όπου υπάρχουν μάγκες: «οι μάγκες έχουνε καρδιά, (και για μι’ αγάπη κλαίνε)», λέει ο Μητσάκης σε ανάποδο ζεϊμπέκικο (1965). Ενώ ένα χασάπικο του Χάρμα (1947) καταθέτει: «κανείς δεν έχει την ψυχή, και την καρδιά του μάγκα»
«έβγαλα στη ψυχή καρδιά», βεβαιώνει άσμα του «Ευρετηρίου», (1970).
Και ο Μάρκος βαμβακάρης (1936): «μια φούντωση μια φλόγα, έχω μέσα στην καρδιά», ομολογεί. Και ακόμη, (1940): «κάθε βραδάκι μια φωτιά, στο στήθος μου φουντώνει», ενώ κατά τον ίδιο, στο κλασικό του (1938), και οι κουτσαβάκηδες «που ζούνε στο κουρμπέτι, κι αυτοί μεσ’ στην καρδούλα τους, έχουν μεγάλο ντέρτι»
Το κλασικότερο παραπέμπει στον Τσιτσάνη (1948): «συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου»
Ο κατά πολύ αρμόδιος Χατζηχρήστος μας δίνει τον εξής μονόλογο (1938;): «ποια λύπη σε βαραίνει, βαρειά κι αφόρητη, καρδιά παραπονιάρα, κι απαρηγόρητη»
«όσο βαρειά ειν’ τα σίδερα, είν’ η καρδιά μου σήμερα», λέει ο Μητσάκης στα 1947 (;), και ο Τζουανάκος – αλλά οι στίχοι είναι του Γκούμα – ολοκληρώνει: «σταλαγματιά σταλαγματιά, στάζ’ η καρδιά μου αίμα»
Το ρεμπέτικο σφύζει από καρδιά – και από φαρμάκι.
«ξεχείλισαν τα σπλάχνα μου», θυμάμαι να λέει ένα ρεμπέτικο. Και ακριβώς συμπληρώνει: «απ’ το πολύ φαρμάκι»
Η ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΡΔΙΑ
(Συγκρίσεις)
Ο πρώτος που απόκτησε την καρδιά του – που τη θυμήθηκε πως υπάρχει, σα να σκόνταψε σ’ αυτήν, και της τραγούδησε της ίδιας – ήταν βέβαια ο Αρχίλοχος, στα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα, όταν τόσο απερίφραστα και, ας το παραδεχτούμε, σπαραχτικά, αλλά λυτρωτικό για όλη την ποίηση τρόπο, της απευθύνεται και της λέει: «ψυχή, ψυχή μου, που δέρνεσαι, στα στενά και χτυπιέσαι, στυλώσου…»
Η Σαπφώ πάλι, στο τέλος του ίδιου αιώνα, οδύρεται: «τι περισσότερο ζητάει να γίνει, η τρελή ψυχή μου;» και πάλι η ίδια: «σκίζεται η καρδιά μου στα στήθια μου», κι ακόμα:«ψυχούλα μου άλλο μη μιλάς»
Τον στρατηγό του βέβαια ο Αρχίλοχος τον θέλει να είναι: «καρδίης έμπλεως» κι «ας είναι και μικρόσωμος, ας είναι και στραβοκάνης» – κάτι οξύτατα αντιομηρικό. Ο ίδιος ποιητής λέει αυτοπαρατηρούμενος: «αξιολύπητος, είμαι βουτηγμένος, στον πόθο, άψυχος, με τα κόκκαλά μου, να τα περνά θεομηνία» και πάντα ο Αρχίλοχος: «τέτοια λαχτάρα ερωτική, αναδεύτηκε στην καρδιά μου, κι έχυσε ομίχλη πάνω στα μάτια μου, κλέβοντας απ’ τα στήθη μου, τις απαλές μου φρένες»
Ο Χατζηχρήστος τραγουδάει σχετικά (1947;): «τα πάντα ομίχλη σκέπασε, δε βλέπω να βαδίσω, χωρίς εσένα χάνομαι, πώς να σ’ ακολουθήσω»
Ο Ανακρέων λέει: «εσύ κρατάς τα γκέμια της ψυχής μου»
και ο Χατζηχρήστος, στο προηγούμενο: «κυβέρνησε εσύ τα βήματά μου»
«φωτιά μου ανάβεις», λέει ένα απόσπασμα της Σαπφούς
«μούχεις ανάψει μια φωτιά», λέει κατά λέξη κι ο Μάρκος στα 1937 (;)
«τεθνάκην θέλω», τραγουδάει πάνω σ’ έναν χωρισμό η Σαπφώ.
«θέλω να πεθάνω, για να μην πονώ», λέει ακριβώς και το ρεμπέτικο του καιρού μας.
Άλλο ποίημα της Σαπφούς:
«είδα στ’ όνειρό μου τον Ερμή, και του είπα: Άνακτα, πώς χάθηκε η ζωή μου, και δεν γελώ, δε χαίρομαι, μήτε τα πλούτη θέλω, μα πόθος με κατέχει να πεθάνω, και να δω τις όχθες του Αχέροντα, σκεπασμένες με λωτούς και δροσοστάλες…»
και ο Μάρκος, μόλις το 1960 (;): «τι πάθος ατελείωτο, που είναι το δικό μου, όλοι να θέλουν τη ζωή, κι εγώ το θάνατό μου, όσο ’ναι η νύχτα σκοτεινή, έτσ’ είναι κι η καρδιά μου, και σαν τη σιγανή βροχή, τρέχουν τα δάκρυά μου, θα πα’ να εύρω μια σπηλιά, με πέτρες και με χώμα, κι εκεί θ’ αφήσω κόκκαλα, ζωή ψυχή και σώμα», «απελπίστηκα μανούλα μου…
το χάρο να προσμένω», λέει στο ρεφραίν. Ο Μάρκος δεν έχει Αχέροντα, και γι’ αυτό θα πάει να βρει σπηλιά. Επίσης δεν έχει Ερμή. Γι’ αυτό απευθύνεται στη «μανούλα».
«έρος δ’ ετίναξέ μοι φρένας, ως άνεμος κατ’ όρος δρύσιν εμπετών», δηλαδή, «όπως ο άνεμος που χιμά στις βελανιδιές πάνω στο βουνό, ο έρωτας μου τίναξε τα μυαλά», λέει η Σαπφώ.
Και το ρεμπέτικο του «Ευρετηρίου» (1970): «’πως στην καλύτερη καρδιά, φυτεύουμε μια σφαίρα, σε φύτεψα και τίναξα, το νου μου στον αέρα»
Στον Αρχίλοχο που καμένος από προδομένο έρωτα επαινεί τη γυναίκα που δεν είναι «ούτ’ άπιστος ούτε διπλόη», δηλαδή διπρόσωπη,
ο Χατζηχρήστος (1939), σα να συμπαρίσταται, απευθύνει το: «μην είσαι ψεύτρα δίγνωμη, μη μου μιλάς με μάσκα»
Ο Αρχίλοχος πάλι: «τη Νεοβούλη ας τη χαρεί όποιος άντρας θέλει,, την παραγινωμένη. Βράστην! Τ’ άνθος της παρθενιάς της πάει, μαδήθηκε, κι η πρώτη χάρη που τη έσκεπε… Μ’ από παλιά εσένα πολύ σε ήθελα, γιατ’ είσαι πιστή και δεν είσαι διπρόσωπη»
κι ο Μάρκος τραγουδάει (1937;): «δε σε θέλω πια δεν είσ’ ωραία, γέρασες και πια δεν σ’ αγαπώ, αγάπησα καλύτερη και νέα και με τ’ αγνά της τα φιλιά βραδιές μεθώ»
Στο καλλιπρόσωπο παιδί που ασωτεύει κρυφά, ο Ανακρέων τραγουδάει το εξής: «η μάνα σου νομίζει ότι σε κρατά σιμά της, στο σπίτι και σ’ ανασταίνει, αλλά εσύ (γυρίζεις) στους αγρούς με τους υάκινθους…»
Και ο Μάρκος (1936), με τη φιλαλήθειά του, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών: «μ’ έστελνε η μανούλα μου, σχολειό για να πηγαίνω, κι εγώ τραβούσα στο βουνό, με μάγκες να φουμέρνω»
[ Αφού αναφέρει σχεδόν άλλα τόσα παραδείγματα ο Γ. Μανιάτης συνεχίζει]
Δεν σώνονται τα παραδείγματα γι’ αυτό ας εξετάσουμε λίγο πώς είναι δυνατή αυτή η συγγένεια που μερικές φορές φτάνει να θυμίζει παπαγαλία. Και πρώτα-πρώτα πώς τυποποιούνται κάπως οι ομοιότητες.
Αλλά προηγουμένως ας επισημάνουμε κάτι ακόμα. Η απορία δεν μας έρχεται από το καθαρά μουσικό μέρος. δεν απορούμε καθόλου αν οι ίδιοι τόποι που ήταν στην αρχαιότητα φημισμένοι για τις μουσικές τους επιδόσεις, όπως η Κρήτη και η Λέσβος, είναι και σήμερα. Ούτε αν χρησιμοποιούμε στο καχεκτικό μας παρόν κλίμακες, συστήματα και ρυθμούς της αρχαίας Ελλάδος. Γιατί αυτά τα στοιχεία εξυπηρετούν κάθε βάθος λόγου και λόγος μεταβολής τους είναι πολύ δύσκολο να εγερθεί.
Απορούμε πώς σήμερα, μετά από δυόμισυ και πλέον χιλιάδες χρόνια (απλοί αχθοφόροι του βαρύτιμου ονόματος) ερχόμαστε στα λόγια των Ελλήνων και νοιώθουμε ατομικά όπως κι εκείνοι.
Οι Έλληνες άρχισαν από την αρχή πολλές φορές. Η πρώτη ήταν ασφαλώς όταν θεώρησαν ανεπαρκή για τις εκφραστικές ανάγκες της ελληνικής γλώσσας τη συμφωνική γραφή και επινόησαν το αλφάβητο. Ένα τέλειο σύστημα απόδοσης της ομιλίας που παραμένει διεθνώς ακόμη σήμερα αδιάσειστο. Αυτό το γεγονός (τα «αλεξίλογα γράμματα» ή «φάρμακα της μνήμης», κατά τις σχετικές αρχαίες ρήσεις), δημιούργησαν την ελληνική λογοτεχνία. Αυτό δηλαδή συνέβη όταν οι Έλληνες έγραψαν όπως μιλούσαν, αφού εμφύσησαν στη γραφή πνοή, ζωή, ενώ εκείνη έβαζε τη δυνατότητα της διαιώνισης. Έτσι έγινε το ομηρικό έπος.
Άλλη αρχή είναι η λυρική επανάσταση. Η χειραφέτηση από το ομηρικό έπος προς χάριν της ανάδυσης της προσωπικής ψυχής, που επιβάλλεται με τον Αρχίλοχο και τους λοιπούς ποιητές του 7ου και 6ου αιώνα κι είναι σχολείο του ανθρώπου.
Τρίτη αρχή είναι το συμμάζεμα του λυρισμού σε μια πολιτική (της πόλεως) ποίηση ιδιαίτερα οργανωμένη, που διδάσκει τον εξελληνισμό του χρόνου και συνιστά σχολείο για πολίτες. Είναι η τραγική ποίηση.
Τέταρτη αρχή είναι η έλευση του κλασικού ανθρώπου, παραδειγματικού μέσα στην πόλη (που δεν περιμένει να είναι ενάρετος ο νόμος, αλλά επιδιώκει να είναι ενάρετος ο ίδιος), όπως ο Σωκράτης, ο Περικλής, ή η αποτυχημένη περίπτωση, ο Αλκιβιάδης.
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έγινε χωρίς την ελληνική μουσική. Και χωρίς τον ελληνικό μύθο. Οι αναβαθμοί της ελληνικής παρουσίας δεν είναι απλή και ενιαία πολιτισμική συσσώρευση ώστε ν’ αποτελούν έναν κάποιο πολιτισμό, αλλά διαδοχικοί ορίζοντες της επίγνωσης που ο καθένας τους αναδεικνύει ξεχωριστή και ιδιαίτερη ψυχική ζωή, και γι’ αυτό συνιστούν Ιστορία – κάτι πολύ διαφορετικό. Οι ορίζοντες εκείνοι προέκυψαν γιατί η παράδοση: μουσική, μύθος, γλώσσα, τρώθηκε και αναστατώθηκε από τις μεγάλες μορφές με τις οποίες εκδηλώθηκε η αξίωση για νέα κάθε φορά ψυχική ζωή.
Η ελληνική χρήση της μουσικής, του λόγου και του μύθου, είναι να τα αναμοχλεύει κανείς – δεν είναι να τα ασπάζεται. Όταν οι άνθρωποι σέβονται την παράδοση έχουμε σπουδαία παράδοση. Όταν η παράδοση αναγκάζεται να σεβαστεί τους ανθρώπους έχουμε σπουδαίους ανθρώπους.
Αυτό δεν είναι εναντίον της έννοιας της παραδόσεως. Ο Αρχίλοχος εξευτέλισε αρχαία και ιερή παράδοση. Η παράδοση όμως τον τίμησε κάνοντας να τον μιμούνται ως και στα ρωμαϊκά χρόνια, Έλληνες και Ρωμαίοι.
Υπάρχει λοιπόν μια παράδοση που τηρούμε και μια παράδοση που δημιουργούμε. Μια που μας παραδίδεται και μια που την παραδίδουμε. Οι λαοί μπορούν να αποφασίσουν ποια από τις δύο προτιμούν, ανάλογα με το «αν είναι στον καιρό τους», που λέει και το ρεμπέτικο άσμα.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΙ
Εξετάζουμε το φαινόμενο της έλευσης της λυρικής ποίησης και το νεοελληνικό του αντίστοιχο, την έλευση του ρεμπέτικου.
Όπως πολλοί από τους κορυφαίους των λυρικών, ιδιαίτερα ο Αρχίλοχος και ο Ιππώναξ, επινόησαν και οπωσδήποτε υιοθέτησαν από την λαϊκή παράδοση μέτρα «ανόμοια», «ασυνάρτητα», και «κουτσά», που ασφαλώς μας φέρνουν σε ορισμένους χορούς του Αιγαίου, πανελλήνιους σήμερα, έτσι και οι ρεμπέτες προτίμησαν τους επιζώντες πολύπλοκους αυτούς ρυθμούς που εκφράζουν και αναδεικνύουν την ατομικότητα και μάλιστα – στην περίπτωση των πέντε ειδών του ζεϊμπέκικου – τη μοναδικότητα του κάθε ορχηστή, ακόμη και του κάθε ακροατή.
Όπως είναι εύλογο σ’ οιονδήποτε ασκήθηκε ποτέ στην εκ του σύνεγγυς σώμα με σώμα αναμέτρηση – από τον έρωτα ως την ξιφασκία – οι αιφνιδιαστικοί εκείνοι ρυθμοί πρέπει να προέκυψαν στην αρχαιότητα από την οπλομαχία. Οι Έλληνες συνέδεαν τον πόλεμο με την όρχηση και ο Αθήναιος μαρτυρεί ότι οι καλύτεροι στη μάχη είναι οι καλύτεροι στους χορούς. Να όμως που και σήμερα ο Ζεϊμπέκικος παρελήφθη – αν αληθεύει – από τους οπλομάχους ζεϊμπέκηδες.
Όπως ο λυρικός έτσι και ο ρεμπέτης δεν μιλούν για ήρωες, αλλά είναι ήρωες οι ίδιοι. Αντικείμενο του τραγουδιού τους είναι κυρίως οι ίδιες τους οι προσωπικότητες – αντίθετα απ’ ό,τι στο έπος και στο δημοτικό τραγούδι.
Όλοι οι χαρακτηρισμοί που αποδίδουν στους λυρικούς ποιητές οι κλασικοί φιλόλογοι ταιριάζουν και στους ρεμπέτες. Αντιγράφω μερικούς, ιδιαίτερα απ’ τον Bowra και τον Lesky: «(κάνουν) πολεμική με το τραγούδι». «Έντονη περιφρόνηση προς την παράδοση» (ακόμη και ο Πίνδαρος ζητάει το κρασί να είναι παλιό, μα τα τραγούδια νέα). «Επιθυμία να υποτιμήσουν κληρονομημένες πεποιθήσεις». «Αναφορά σε όλα όσα τους καίνε την καρδιά, σε όλα όσα αναδεύουν τη χαρά και την οργή τους». «Εκμετάλλευση της δυναμικότητας του λαϊκού λόγου ως φορέα της ποίησης». Καταδίκη της απιστίας, της προδοσίας, της ατιμίας, της επιορκίας «με τα χειρότερα λόγια». Κατάρες, παράπονα προς θεούς, κακογλωσσιά. «Πολυάριθμες μικρασιατικές λέξεις» (Ιππώναξ). «Μια ένταση αισθήματος ανεβασμένη στο έπακρο». «Συνεχής αναφορά στο προσωπικό αίσθημα». Φιλαλήθεια, παρωδίες, ψόγους, ύβρεις κατά εχθρών και φίλων. Πάθος, μίσος, καημό, λαχτάρα, πόθο, συγκίνηση. Είναι πραγματικά το ρεπερτόριο του ρεμπέτικου.
Όπως πολλοί από τους λυρικούς υπήρξαν χθαμαλής καταγωγής ή ξεπεσμένοι ή εξόριστοι ή μετανάστες ή ζούσαν στο περιθώριο και στη φτώχεια, το ίδιο και οι ρεμπέτες.
Όπως η λυρική ποίηση δημιουργήθηκε σε εποχή μεγάλων μετακινήσεων και αναμίξεων πληθυσμών, έτσι και το ρεμπέτικο.
Όπως οι λυρικοί άντλησαν από το λαϊκό ανώνυμο και ανεπίσημο τραγούδι, όχι μόνο μέτρα όπως τον ίαμβο, αλλά και θέματα, έτσι έκαμαν και οι ρεμπέτες. Και όπως οι πρώτοι εξαφάνισαν το λαϊκό τραγούδι, έτσι το εκμηδένισαν και οι ρεμπέτες.
Όπως η λυρική ποίηση ήταν κυρίως μια ποίηση που χορευόταν, έτσι και το ρεμπέτικο.
Όπως στους λυρικούς η μουσική και ο λόγος ήταν αδιαίρετα και ποιούνταν από το ίδιο και το αυτό πρόσωπο, έτσι και στο ρεμπέτικο, που με το πρόσθετο στοιχείο ότι τα άσματα εκτελούνται κυρίως από τους δημιουργούς τους, έχουμε παραγωγή τόσο πυκνού και τέλειου νοήματος.
Όπως το ρεμπέτικο έτσι και ορισμένοι κορυφαίοι λυρικοί ποιητές απορρίφθηκαν και καταδικάστηκαν και διασύρθηκαν λυσσαλέα από την λογιοσύνη και την αριστοκρατική αντίληψη ( ο Αρχίλοχος από τον Ηράκλειτο, τον Πίνδαρο, τον Κριτία, τους Σπαρτιάτες).
Όπως στους λυρικούς ποιητές έτσι και στο ρεμπέτικο η «κατακραυγή του κόσμου», όπως λέει ο Μάρκος (και ο Αρχίλοχος), «δεν μπόρεσε να μειώσει τη φήμη του στους μεταγενέστερους». (Και αυτό είναι μια φράση του Lesky που αναφέρεται στον Αρχίλοχο).
Τόσο ο λυρικός όσο και ο ρεμπέτης κατατρύχονται από «αμηχανία», που είναι βασική έννοια στους λυρικούς, αλλά και στους ρεμπέτες. Ο λυρικός, καθώς είπαμε, έχει σχετικό καταφύγιο τους θεούς . ο ρεμπέτης μη έχοντας θεούς – αυτή είναι η βασική διαφορά μαζί με την ανυπαρξία πόλεως, με την αρχαία έννοια – καταφεύγει στο μυστηριώδες πρόσωπο της «μανούλας». Η «μάνα» στο ρεμπέτικο μπαίνει στη θέση του θεού του λυρικού ποιητή, που λείπει.
Τόσο η λυρική ποίηση όσο και το ρεμπέτικο είναι ιδρυτικές τέχνες. Και η μια και η άλλη περιφρονούν την παράδοση, αλλά δεν περιφρονούν να την αντικαταστήσουν, να αποτελέσουν παράδοση οι ίδιες. Όπως και έγινε.
Και οι δυο μορφές έκφρασης δεν αρκούνται στο λόγο τους αλλά προχωρούν σε ακραίες επιδόσεις στο μουσικό, ρυθμικό και χορευτικό τομέα.
Όπως στη λυρική ποίηση έτσι και στο ρεμπέτικο έχουμε ποικίλες αναφορές στους ήρωες της Ιλιάδος και της Οδύσσειας ενώ καμμιά τέτοια αναφορά και μάλιστα καμμιά αναφορά στην αρχαιότητα δεν απαντάται, όσο ξέρουμε, στο δημοτικό τραγούδι.
Όπως στους λυρικούς έτσι και στους ρεμπέτες περιφρονείται το χωριάτικο.
Και οι δύο μορφές έκφρασης προετοιμάζουν θέατρο.
Και οι δύο μορφές δημιουργήθηκαν όχι σε αντίθεση με εχθρούς της πατρίδας, αλλά σε αντίθεση με το ανθρώπινο περιβάλλον. (Το κλέφτικο τραγούδι έγινε σε αντίθεση με την Τουρκοκρατία. Το ρεμπέτικο έγινε σε αντίθεση με την ανεξαρτησία και στην πραγματικότητα θέλει να πει ότι το μόνο υπαρκτό Εικοσιένα είναι το ρεμπέτικο. Εκθύμως συμπληρώνουμε: και ο Καβάφης).
Όπως η λυρική ποίηση προετοίμασε την έλευση (τη γέννηση μπορούμε να πούμε) της δημοκρατίας στην αρχαία Ελλάδα, το ίδιο και το ρεμπέτικο εκδηλώθηκε κλιμακωτά στο βαθμό που η δημοκρατία στη νέα Ελλάδα γινόταν αξίωση, και βοήθησε στη διατύπωσή της.
Βέβαια ούτε όλη η λυρική ποίηση έχει κάποιο «ρεμπέτικο» χαρακτήρα, ούτε όλο το ρεμπέτικο είναι γνήσιο. Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι το 51% της αξίας του ρεμπέτικου, όταν κάνουμε λόγο καθ’ οιονδήποτε τρόπο γι’ αυτό, είναι απόν, γιατί βρίσκεται στη μουσική, στην εκτέλεση και στο χορό που το συνοδεύει. Αν αυτή η σελίδα περιείχε ένα οργανικό ρεμπέτικο θα ήταν κενή. Το ίδιο συμβαίνει με τη λυρική ποίηση και μάλιστα δεν συμφωνούμε ότι δεν είχαν πολύπλοκο και «ετερόφωνο» παίξιμο στα τραγούδια τους οι Έλληνες. Διότι δεν θα καθόταν ολόκληρος Πίνδαρος να επαίρεται για τη μουσική πλευρά του έργου του αν αυτή συνίστατο στο να ακολουθεί νότα προς νότα το ύψος της φωνής.
ΑΠ’ ΤΑ ΚΟΚΚΑΛΑ ΒΓΑΛΜΕΝΟ
Το ρεμπέτικο είναι ανάλογο της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης στη σημερινή Ελλάδα και μια μοναδική επίδοση που μας επιτρέπει να μιλάμε για ελληνική ανεξαρτησία, από τον καιρό της υποταγής στους Ρωμαίους. Παρακαλούμε οιονδήποτε να μας πει σε ποιον άλλο τομέα είναι η χώρα αυτή ανεξάρτητη και μάλιστα ελληνική. Δεν αποτελεί συνέχεια κανενός παραδοσιακού είδους και είναι – όπως μόνο ο Καβάφης από τη λογιοσύνη – κυριολεκτικά «απ’ τα κόκκαλα βγαλμένο».
Ο Ρήγας Φερραίος μπορούσε να είναι ο πρόδρομος του είδους, κατά τον τρόπο που στην αρχαιότητα υπήρξε ο Καλλίνος. Αλλά δεν μπορεί να κωπηλατεί κανείς στον αέρα.
Παρατηρούμε ότι η συνδυασμένη ακρόαση της αρχαίας ελληνικής ποίησης και του ρεμπέτικου επιτρέπει στο ένα να φωτίσει το άλλο και να μας αποδώσει πιο ευήκοον ους.
Τα αίτια της ανάπτυξης των δυο παρεμφερών εκφράσεων βρίσκονται στην αυθαιρεσία – κατά την αρχαία εποχή των τυράννων, και κατά τη νέα του είδους της ανεξαρτησίας που είχαν πετύχει οι Έλληνες. Ας το επαναλάβουμε: όπως τι κλέφτικο τραγούδι έγινε σε αντίθεση προς την Τουρκοκρατία, το ρεμπέτικο έγινε σε αντίθεση προς την ανεξαρτησία. Προέκυψε δηλαδή γιατί επήλθε μια απελευθέρωση του χώματος, των φυτών και των ζώων – και κανενός άλλου, όπως καταφαίνεται, ύστερα από 165 χρόνια ανεξαρτησίας, στο μεσσηνιακό περιστατικό που σας γνωρίσαμε.
Επειδή ωστόσο, διάσπαρτοι μέσα στον πληθυσμό, υπήρχαν άνθρωποι έτοιμοι και για ψυχική απελευθέρωση, δημιουργήθηκε ένας αριθμός από περιττούς ανθρώπους, που συνήθως μπάζωσαν τις φυλακές του απελευθερωμένου χώματος, όπως πριν αμέτρητοι φιλέλληνες.
Οι περιττοί αυτοί άνθρωποι επέτυχαν απογόνους και από γενιά σε γενιά δημιουργήθηκε ένας παραπληθυσμός, που δεν έτρεφε βέβαια ένοχες σχέσεις με την ανεξαρτησία. Η ανεξαρτησία άλλωστε δεν πρόσφερε κανένα αληθινό σχέδιο. Και όταν δεν έχει σχέδια το δέντρο, τι να σου κάνουν και τα φύλλα.
Ποικίλες μετακινήσεις στρατευμάτων και πλήθους ανθρώπων πύκνωσαν τις τάξεις του παραπληθυσμού, που πύκνωσε ορισμένα κέντρα δημιουργώντας πόλεις υπεράριθμες και ψευδεπίγραφες. Οι μικρές αυτές Βαβυλώνες και η ψυχολογία των ετερόκλιτων στοιχείων που τις απάρτιζαν δεν μπορούσαν να συνέχονται από καμμιά από τις παραδόσεις που ασφυκτιούσαν, φερμένες από ποικίλους τόπους, ξένες προς τη νέα «μεγαλούπολη», ξένες και μεταξύ τους στο ίδιο τσουβάλι.
Εμείς που έχουμε τριβή με τον Δάμωνα και τη θεωρία του γνωρίζουμε ότι ελληνική πολιτική με ξένη μουσική – ή, πάλι, με τοπική μουσική – δε θα γίνει ποτέ. Ο Βενιζέλος τραγουδούσε και χόρευε κρητικά. Δεν είχε καμμιά μουσική να συσπειρώσει τον πληθυσμό και να τον κάνει λαό.
Βέβαια εδώ μιλάμε για το πρόσφορο έδαφος που μπορούσαν να βρουν πρόχειρα οι ρεμπέτες και το ρεμπέτικο για να ριζώσουν αν εμφανίζονταν, κι όχι για την εμφάνισή του. αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό και θέλει κόπους και τη χημεία του. Κατ’ ευθείαν μέσα απ’ την εξαθλίωση βγαίνουν χαφιέδες και χασικλήδες, δε βγαίνουν ρεμπέτες. Ακόμη και ο Μάρκος ρεμπετοποιήθηκε κάποτε, αλλά προηγουμένως είχε δοκιμάσει να ενταχθεί στην κοινωνία ασκώντας τα μικροαστικά του δικαιώματα (κατά το δυνατόν γιατί παιδιόθεν ετρέκλιζε), δουλεύοντας δεξιά – αριστερά, ερχόμενος σε γάμο, αθώος κατ’ αρχήν. Ο ρεμπέτης δεν είναι χαμάλης. Το ρεμπετλίκι προϋποθέτει θυσιασμένη αθωότητα. Ένα βαρύ πλήγμα έκανε το Μάρκο ρεμπέτη, επειδή αυτός εσωτερικοποίησε.
Ο ΡΕΜΠΕΤΗΣ
Οι ρεμπέτες είναι άνθρωποι της Δευτέρας Παρουσίας. Οι περισσότεροι, και μάλλον όλοι, οι τύποι ανθρώπων γεννιούνται. Οι ρεμπέτες όχι, αλλά γίνονται, χωρίς να το περιμένουν, περίπου όπως ο Σαύλος, έγινε Παύλος. Γίνονται από μια βιδωσιά που παίρνει η ψυχή τους, μια στροφή, από μια αιφνίδια και ασφαλώς επώδυνη προαγωγή της επίγνωσης.
Οι ρεμπέτες είναι άνθρωποι επιτυχημένοι στον τομέα της κατάπτωσης. Οι παρά τρίχα γλιτώσαντες. Ίσως πιο ευσύνοπτα απ’ όλους περιγράφει την επίμαχη μεταβολή ο Βιζυηνός όταν λέει εκείνο το : «άλλαξε εντός μου ο ρυθμός του κόσμου»
Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο πράγμα. Ο Βιζυηνός δεν το άντεξε. Τα δυο αδέρφια του Μάρκου δεν το άντεξαν. Ο ίδιος γλίτωσε χάρη στο μπουζούκι, όπως εξομολογείται. Ένας τρόφιμος του φρενοκομείου που στέγασε και τον Βιζυηνό, όταν μια μέρα παίζαμε στους αρώστους, αναφώνησε: «Το μπουζούκι είν’ ο γιατρός».
Μα και ο Πλάτων, όταν ερωτήθηκε γιατί συνήθιζε να κιθαρίζει, «πραΰνομαι» είπε.
Ο ρεμπέτης είναι για τους άλλους αξιολύπητος – και μπορεί να βρει κανείς στο σύντομο βιβλίο του κ. Baud-Bovy μια περίπτωση τέτοιας λύπησης για ρεμπέτη. Αλλά πόσο αξιολύπητοι είναι οι άλλοι γι’ αυτόν, δεν μας το αναφέρουν. Λοιπόν είναι αβίωτα αξιολύπητοι. Είναι μάλιστα κορόιδα. Ροχαλίζουν. Ο ίδιος είχε υπάρξει κάτι τέτοιο και την έχει κι αυτή τη γνώση. Αλλά έχει και τη γνώση πραγμάτων που μόνο ένας-ένας μαθαίνουμε και δε διδάσκεται καθόλου. Τη γνώση της αυτανακάλυψης –τη λυρική γνώση.
ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Ας επαναλάβουμε τούτο: Το ρεμπέτικο είναι το ανάλογο της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης στη σημερινή Ελλάδα και μια μοναδική επίδοση του πληθυσμού της που μας επιτρέπει να μιλάμε για «Ελληνικό λαό». Πράγματι οι τεράστιες συνειδητές προσπάθειες να αναπτύξουμε στην Ελλάδα «εθνική μουσική σχολή» παράλληλα με τις άλλες χώρες της Ευρώπης από τον 19ο αιώνα και εντεύθεν δεν τελεσφόρησαν όσο η λαϊκή μουσική ετοιμότητα απέναντι στις προκλήσεις που έτυχε η ελληνική κοινωνία, με τη δημιουργία του ρεμπέτικου.
Με το δημοτικό τραγούδι δεν είναι το ίδιο. Το δημοτικό δεν είναι ελληνικό με την πλήρη έννοια. Ηπειρώτικα δεν χορεύουν οι Ηπειρώτες διότι είναι Έλληνες αλλά διότι είναι Ηπειρώτες. Αυτό αποδεικνύεται εύκολα αφού ηπειρώτικα δε χορεύουν μόνο οι Έλληνες Ηπειρώτες αλλά και άλλων εθνών Ηπειρώτες. Ας το πούμε και απ’ την ανάποδη: λοιπόν, οι Ηπειρώτες τους ηπειρώτικους χορούς δεν τους χορεύουν διότι είναι ελληνικοί, αλλά διότι είναι ηπειρώτικοι. Το δημοτικό λοιπόν δεν είναι ελληνικό πλήρως διότι είναι τοπικό, διότι δεν έγινε με την πρόθεση να είναι τίποτε άλλο, και διότι το μοιραζόμαστε και με άλλους λαούς.
Το μόνο ελληνικό τραγούδι με την πλήρη έννοια είναι το ρεμπέτικο. Πρώτον, διότι είναι πανελλήνιο, δεύτερο, διότι είναι αποκλειστικά ελληνικό και τρίτο, διότι δημιουργήθηκε για να καλύψει εθνική ανάγκη (την ανάγκη να υπάρχει ελληνική ψυχή, ελληνικός χαρακτήρας).
Και είναι ακατανόητο να τοποθετούν τη δημιουργία του (ορισμένοι) στα παράλια της σημερινής Τουρκίας, από όπου δήθεν μεταδόθηκε – σα να ήταν μεταδοτικό – στον σημερινό ελλαδικό χώρο και όπου αλλού υπάρχουν Έλληνες, με τους πρόσφυγες. Αν αυτό αληθεύει ρεμπέτικο θα είχε και η Τουρκία. Εκτός αν υποθέσει κανείς ότι για κάποιους λόγους ασυναρτησίας, των κοινωνικών φαινομένων (αλλά πρόκειται για ασυναρτησία στη σκέψη), όλα ανεξαιρέτως τα ρεμπέτικα της Σμύρνης μπήκαν κι αυτά στο πλοίο και σάλπαραν για την Ελλάδα χωρίς ούτε ένα για δείγμα να μείνει στην όχθη αυτή του Αιγαίου.
Το ρεμπέτικο είναι μια μοναδική απόδειξη ότι υπήρξε εδώ κάποτε σοβαρή απόπειρα ανασύστασης της χώρας από ελληνικής πλευράς. Ακόμη και τα κλέφτικα είναι τοπικά τραγούδια. Απηχούν άλλωστε μικρόπνοα σχέδια του τύπου να κυριεύσει κανείς την Τρίπολη, αφού προηγουμένως καταλάβει το Βαλτέτσι.
Μόνο το ρεμπέτικο είναι ελληνικό. Επιτρέψτε μου μια τελευταία διαπίστωση. Στο 5ο Συμπόσιο Ποίησης (Πανεπιστήμιο Πατρών, Ιούλιος 1985), διαπιστώθηκε, τίμια υποθέτουμε, ότι:
«η ποίηση δεν είναι δημόσιο λογοτεχνικό είδος στη δική μας κοινωνία [... ] Η ποίηση είναι, θέλουμε δε θέλουμε, περιθωριακό είδος». (Κάριν Μπόκλουντ-Λαγοπούλου).
Γιατί δεν είναι έτσι με το ρεμπέτικο; Γιατί το ρεμπέτικο αρχίζει ακριβώς από περιθωριακό και εξελίσσεται σε πανελλήνιο, ενώ η «ποίηση» αρχίζει από πανελλήνια και καταλήγει στο περιθώριο; Κάποια γνησιότητα υπάρχει στο ρεμπέτικο και κάποια ψευτιά στην «ποίηση». Να ενώνει κανείς τα δυο είδη θα πει ότι επιδιώκει και πάντως κινδυνεύει να πραγματοποιεί μικρομέγαλα πράγματα.
Προσέξτε ότι ο άνθρωπος του ρεμπέτικου είναι ένας άνθρωπος με χαρακτήρα, ζωντανός και, όπως είπαμε είδη, έτοιμος να γίνει θέατρο. Ένας τέτοιος επεξεργασμένος τύπος ανθρώπου δεν απαντάται σε καμμιά άλλη ποίηση της Ελλάδος. Δεν είναι να απορεί κανείς γι’ αυτό. Καμμιά άλλη ποίηση δεν έχει την αποκλειστική μανία να μιλήσει ο ίδιος ο άνθρωπος – η καρδιά του ανθρώπου.
Το θέατρο στην αρχαία Ελλάδα προήλθε από τη λυρική ποίηση. Το θέατρο στη νέα Ελλάδα, ή θα προέλθει από το ρεμπέτικο, σε συνδυασμό βέβαια με τη λαχτάρα για δημιουργία χώρας (δηλαδή λαού) – ή δεν θα προκύψει παρά ως κόκα κόλα χωριάτικη.
Προτρέπω τους επισκέπτες που δεν διαθέτουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για θέματα τέτοιας φύσεως να εξαντλήσουν την υπομονή τους, για να διαβάσουν την έρευνα που ακολουθεί, διότι πρόκειται περί προσέγγισης μοναδικής και πρωτάκουστης.
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Παρατηρήσαμε σημαντικό αριθμό ομοιοτήτων ανάμεσα στο ρεμπέτικο και στην αρχαία λυρική ποίηση. Θεωρήσαμε σκόπιμο να εκθέσουμε σε δημόσια κρίση τις παρατηρήσεις μας, παρ’ όλο που η συντριπτική τιμή να γινόμαστε λάλοι από ελληνικό έδαφος μας εκθέτει σε μεγάλη τρεμούλα και, αν δεν πετούσαμε λιγάκι, τα πόδια μας μόνα αμφιβάλλω αν θα μας βαστούσαν. Δεν απέσβετο το λάλον ύδωρ για να ομιλούμε εμείς.
Για καλό και για κακό λοιπόν θα αναπτύξουμε φωνή εκ μέρους κι άλλων ανθρώπων, των μελών του «Ευρετηρίου» που από μερικά χρόνια ασκούνται στον ελληνισμό κατά το δυνατόν, δια της μουσικής και της ορχήσεως πρωτίστως, βασιζόμενοι στη θεωρία του Δάμωνος (μουσικολόγος σύμβουλος του Περικλή).
Μέρος της συντροφιάς αυτής αποτελεί η λαϊκή ορχήστρα του Θεατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, που δημιουργήσαμε, κλιμάκιο της οποίας, αν είναι δυνατόν, θα κάνει να ηχήσουν εδώ μπροστά μας τα αρχαία όργανα που έχουμε αξιωθεί και με τα οποία ασκούμε τα μουσικοχορευτικά μας καθήκοντα. Τα όργανα έχουν κατασκευαστεί στους κόλπους μας. Συγκεκριμένα τα εποίησε τεχνίτης μας ουκ αδαής και εξέχων άνθρωπος του «Ευρετηρίου», ο παρών εδώ Πολύζος.
Το «Ευρετήριο» δημιούργησε μέχρι στιγμής «εκατό ρεμπέτικα που δεν υπήρχαν» και διέψευσε την επίσημη – και ακατανόητη – άποψη της χώρας ότι το ρεμπέτικο έχει πεθάνει. (Αν σταματούσε το ρεμπέτικο θα σταματούσε η καρδιά μας).
Το «Ευρετήριο» υποστήριξε ανέκαθεν ότι «επείγει ή να δημιουργήσουμε ή να πεθάνουμε». Παρόλο που διαδραμάτισε ρόλο στη διάδοση των ρεμπέτικων κομπανιών, το ίδιο διεκδίκησε ύπαρξη αποκλειστικά στη δημιουργία και επ’ ουδενί στην εκτέλεση τραγουδιών άλλης γενιάς. Καθώς στις βασικές προθέσεις του είναι να δημιουργήσει προφορική παράδοση εκ νέου, απαξιεί να δισκογραφήσει επί δεκατρία χρόνια τώρα.
Ας μας επιτραπεί τέλος η σύντομη παρουσία μας εδώ να θεωρηθεί αφιερωμένη στον «άγνωστο Μεσσήνιο», έναν αγρότη που πριν λίγους μήνες στην Καλαμάτα – την πρώτη ελληνική πόλη που απελευθερώθηκε… – προσπάθησε να ορκιστεί, ως μάρτυς στο δικαστήριο, στην ελληνική του πίστη. Δεν του δόθηκε η χάρη, παρ’ ό,τι θα του επιτρεπόταν να ορκιστεί στην πίστη του είτε ήταν μωαμεθανός, είτε ήταν Εβραίος, είτε ο,τιδήποτε ήθελε είναι.
Ας θεωρείται ακόμη ότι αυτά τα λόγια που ασφαλώς σκοντάφτουν αδέξια, χωρίς να είναι και αριστερά, προφέρονται αντί σιωπής.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Ενώ οι κλασικοί φιλόλογοι συμφωνούν ότι η αρχαία ελληνική λυρική ποίηση είναι κυρίως ποίηση του «θυμού», ο μελετητής του ρεμπέτικου Ηλίας Πετρόπουλος διαπιστώνει ότι «τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι τραγούδια της καρδιάς».
«Δεν αγαπώ κανένανε» λέει ένα απ’ αυτά τα εγκάρδια τραγούδια (Τσιτσάνης, 1957). Και ομολογουμένως, χωρίς καρδιά δε φτάνουν σε διατύπωση τα ασήκωτα: «Είν’ ευτυχής ο άνθρωπος, που αγάπη δεν γνωρίζει», εξηγεί ένα άλλο ρεμπέτικο (Τούντας, 1939). Και διευκρινίζει του λόγους: «δεν έχει χίλιους δυο καημούς, δεν τονε δέρνει ο πόνος, κι αν είναι πλούσιος ή φτωχός, αυτός το ξέρει μόνος»
Είναι αλήθεια ότι δεν γράφουμε τραγούδια διότι αγαπάμε. Η Σαπφώ το μαρτυρεί πρώτη απ’ όλους, όταν τραγουδάει: «και μη ζητάς τραγούδι να ταιριάξω, γιατί το στόμα μου κρατάει κλειστό ο πόθος, ο άτιμος στον κόσμο μας, κι η Αφροδίτη που λυγάει τις καρδιές»
Αυτούς που αγαπιούνται, το ρεμπέτικο δεν τους εκτιμάει ανεπιφύλακτα. Μια πρόσφατη επίδοση του είδους περιγράφει την κατάληξη του ευτυχούς ζευγαρώματος – το γάμο – αρκετά αδιάκριτα: «Δίποδα παν’ στην εκκλησιά, δίποδα προσκυνάνε, και ώσπου να στεφανωθούν, τετράποδα γυρνάνε». («Ευρετήριο», 1985).
Δεν γράφουμε τραγούδια διότι αγαπάμε, αλλά διότι έχουμε αγαπήσει. Το πάθος συνδυάζεται την απόσταση: «όποιος δεν έχασε όνειρο, ποτέ δεν θα ξυπνήσει, το φως περνάει αν μια ψυχή, το πάει για να ραΐσει». («Ευρετήριο», 1984)
Όσοι έχουν αγαπήσει είναι αυτοί που κάψανε την καρδιά τους για να την αποκτήσουν. Υπάρχει και άλλο είδος ανθρώπου, τονίζει το ρεμπέτικο, και απαντάται ακόμα – όπου υπάρχουν μάγκες: «οι μάγκες έχουνε καρδιά, (και για μι’ αγάπη κλαίνε)», λέει ο Μητσάκης σε ανάποδο ζεϊμπέκικο (1965). Ενώ ένα χασάπικο του Χάρμα (1947) καταθέτει: «κανείς δεν έχει την ψυχή, και την καρδιά του μάγκα»
«έβγαλα στη ψυχή καρδιά», βεβαιώνει άσμα του «Ευρετηρίου», (1970).
Και ο Μάρκος βαμβακάρης (1936): «μια φούντωση μια φλόγα, έχω μέσα στην καρδιά», ομολογεί. Και ακόμη, (1940): «κάθε βραδάκι μια φωτιά, στο στήθος μου φουντώνει», ενώ κατά τον ίδιο, στο κλασικό του (1938), και οι κουτσαβάκηδες «που ζούνε στο κουρμπέτι, κι αυτοί μεσ’ στην καρδούλα τους, έχουν μεγάλο ντέρτι»
Το κλασικότερο παραπέμπει στον Τσιτσάνη (1948): «συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου»
Ο κατά πολύ αρμόδιος Χατζηχρήστος μας δίνει τον εξής μονόλογο (1938;): «ποια λύπη σε βαραίνει, βαρειά κι αφόρητη, καρδιά παραπονιάρα, κι απαρηγόρητη»
«όσο βαρειά ειν’ τα σίδερα, είν’ η καρδιά μου σήμερα», λέει ο Μητσάκης στα 1947 (;), και ο Τζουανάκος – αλλά οι στίχοι είναι του Γκούμα – ολοκληρώνει: «σταλαγματιά σταλαγματιά, στάζ’ η καρδιά μου αίμα»
Το ρεμπέτικο σφύζει από καρδιά – και από φαρμάκι.
«ξεχείλισαν τα σπλάχνα μου», θυμάμαι να λέει ένα ρεμπέτικο. Και ακριβώς συμπληρώνει: «απ’ το πολύ φαρμάκι»
Η ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΡΔΙΑ
(Συγκρίσεις)
Ο πρώτος που απόκτησε την καρδιά του – που τη θυμήθηκε πως υπάρχει, σα να σκόνταψε σ’ αυτήν, και της τραγούδησε της ίδιας – ήταν βέβαια ο Αρχίλοχος, στα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα, όταν τόσο απερίφραστα και, ας το παραδεχτούμε, σπαραχτικά, αλλά λυτρωτικό για όλη την ποίηση τρόπο, της απευθύνεται και της λέει: «ψυχή, ψυχή μου, που δέρνεσαι, στα στενά και χτυπιέσαι, στυλώσου…»
Η Σαπφώ πάλι, στο τέλος του ίδιου αιώνα, οδύρεται: «τι περισσότερο ζητάει να γίνει, η τρελή ψυχή μου;» και πάλι η ίδια: «σκίζεται η καρδιά μου στα στήθια μου», κι ακόμα:«ψυχούλα μου άλλο μη μιλάς»
Τον στρατηγό του βέβαια ο Αρχίλοχος τον θέλει να είναι: «καρδίης έμπλεως» κι «ας είναι και μικρόσωμος, ας είναι και στραβοκάνης» – κάτι οξύτατα αντιομηρικό. Ο ίδιος ποιητής λέει αυτοπαρατηρούμενος: «αξιολύπητος, είμαι βουτηγμένος, στον πόθο, άψυχος, με τα κόκκαλά μου, να τα περνά θεομηνία» και πάντα ο Αρχίλοχος: «τέτοια λαχτάρα ερωτική, αναδεύτηκε στην καρδιά μου, κι έχυσε ομίχλη πάνω στα μάτια μου, κλέβοντας απ’ τα στήθη μου, τις απαλές μου φρένες»
Ο Χατζηχρήστος τραγουδάει σχετικά (1947;): «τα πάντα ομίχλη σκέπασε, δε βλέπω να βαδίσω, χωρίς εσένα χάνομαι, πώς να σ’ ακολουθήσω»
Ο Ανακρέων λέει: «εσύ κρατάς τα γκέμια της ψυχής μου»
και ο Χατζηχρήστος, στο προηγούμενο: «κυβέρνησε εσύ τα βήματά μου»
«φωτιά μου ανάβεις», λέει ένα απόσπασμα της Σαπφούς
«μούχεις ανάψει μια φωτιά», λέει κατά λέξη κι ο Μάρκος στα 1937 (;)
«τεθνάκην θέλω», τραγουδάει πάνω σ’ έναν χωρισμό η Σαπφώ.
«θέλω να πεθάνω, για να μην πονώ», λέει ακριβώς και το ρεμπέτικο του καιρού μας.
Άλλο ποίημα της Σαπφούς:
«είδα στ’ όνειρό μου τον Ερμή, και του είπα: Άνακτα, πώς χάθηκε η ζωή μου, και δεν γελώ, δε χαίρομαι, μήτε τα πλούτη θέλω, μα πόθος με κατέχει να πεθάνω, και να δω τις όχθες του Αχέροντα, σκεπασμένες με λωτούς και δροσοστάλες…»
και ο Μάρκος, μόλις το 1960 (;): «τι πάθος ατελείωτο, που είναι το δικό μου, όλοι να θέλουν τη ζωή, κι εγώ το θάνατό μου, όσο ’ναι η νύχτα σκοτεινή, έτσ’ είναι κι η καρδιά μου, και σαν τη σιγανή βροχή, τρέχουν τα δάκρυά μου, θα πα’ να εύρω μια σπηλιά, με πέτρες και με χώμα, κι εκεί θ’ αφήσω κόκκαλα, ζωή ψυχή και σώμα», «απελπίστηκα μανούλα μου…
το χάρο να προσμένω», λέει στο ρεφραίν. Ο Μάρκος δεν έχει Αχέροντα, και γι’ αυτό θα πάει να βρει σπηλιά. Επίσης δεν έχει Ερμή. Γι’ αυτό απευθύνεται στη «μανούλα».
«έρος δ’ ετίναξέ μοι φρένας, ως άνεμος κατ’ όρος δρύσιν εμπετών», δηλαδή, «όπως ο άνεμος που χιμά στις βελανιδιές πάνω στο βουνό, ο έρωτας μου τίναξε τα μυαλά», λέει η Σαπφώ.
Και το ρεμπέτικο του «Ευρετηρίου» (1970): «’πως στην καλύτερη καρδιά, φυτεύουμε μια σφαίρα, σε φύτεψα και τίναξα, το νου μου στον αέρα»
Στον Αρχίλοχο που καμένος από προδομένο έρωτα επαινεί τη γυναίκα που δεν είναι «ούτ’ άπιστος ούτε διπλόη», δηλαδή διπρόσωπη,
ο Χατζηχρήστος (1939), σα να συμπαρίσταται, απευθύνει το: «μην είσαι ψεύτρα δίγνωμη, μη μου μιλάς με μάσκα»
Ο Αρχίλοχος πάλι: «τη Νεοβούλη ας τη χαρεί όποιος άντρας θέλει,, την παραγινωμένη. Βράστην! Τ’ άνθος της παρθενιάς της πάει, μαδήθηκε, κι η πρώτη χάρη που τη έσκεπε… Μ’ από παλιά εσένα πολύ σε ήθελα, γιατ’ είσαι πιστή και δεν είσαι διπρόσωπη»
κι ο Μάρκος τραγουδάει (1937;): «δε σε θέλω πια δεν είσ’ ωραία, γέρασες και πια δεν σ’ αγαπώ, αγάπησα καλύτερη και νέα και με τ’ αγνά της τα φιλιά βραδιές μεθώ»
Στο καλλιπρόσωπο παιδί που ασωτεύει κρυφά, ο Ανακρέων τραγουδάει το εξής: «η μάνα σου νομίζει ότι σε κρατά σιμά της, στο σπίτι και σ’ ανασταίνει, αλλά εσύ (γυρίζεις) στους αγρούς με τους υάκινθους…»
Και ο Μάρκος (1936), με τη φιλαλήθειά του, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών: «μ’ έστελνε η μανούλα μου, σχολειό για να πηγαίνω, κι εγώ τραβούσα στο βουνό, με μάγκες να φουμέρνω»
[ Αφού αναφέρει σχεδόν άλλα τόσα παραδείγματα ο Γ. Μανιάτης συνεχίζει]
Δεν σώνονται τα παραδείγματα γι’ αυτό ας εξετάσουμε λίγο πώς είναι δυνατή αυτή η συγγένεια που μερικές φορές φτάνει να θυμίζει παπαγαλία. Και πρώτα-πρώτα πώς τυποποιούνται κάπως οι ομοιότητες.
Αλλά προηγουμένως ας επισημάνουμε κάτι ακόμα. Η απορία δεν μας έρχεται από το καθαρά μουσικό μέρος. δεν απορούμε καθόλου αν οι ίδιοι τόποι που ήταν στην αρχαιότητα φημισμένοι για τις μουσικές τους επιδόσεις, όπως η Κρήτη και η Λέσβος, είναι και σήμερα. Ούτε αν χρησιμοποιούμε στο καχεκτικό μας παρόν κλίμακες, συστήματα και ρυθμούς της αρχαίας Ελλάδος. Γιατί αυτά τα στοιχεία εξυπηρετούν κάθε βάθος λόγου και λόγος μεταβολής τους είναι πολύ δύσκολο να εγερθεί.
Απορούμε πώς σήμερα, μετά από δυόμισυ και πλέον χιλιάδες χρόνια (απλοί αχθοφόροι του βαρύτιμου ονόματος) ερχόμαστε στα λόγια των Ελλήνων και νοιώθουμε ατομικά όπως κι εκείνοι.
Οι Έλληνες άρχισαν από την αρχή πολλές φορές. Η πρώτη ήταν ασφαλώς όταν θεώρησαν ανεπαρκή για τις εκφραστικές ανάγκες της ελληνικής γλώσσας τη συμφωνική γραφή και επινόησαν το αλφάβητο. Ένα τέλειο σύστημα απόδοσης της ομιλίας που παραμένει διεθνώς ακόμη σήμερα αδιάσειστο. Αυτό το γεγονός (τα «αλεξίλογα γράμματα» ή «φάρμακα της μνήμης», κατά τις σχετικές αρχαίες ρήσεις), δημιούργησαν την ελληνική λογοτεχνία. Αυτό δηλαδή συνέβη όταν οι Έλληνες έγραψαν όπως μιλούσαν, αφού εμφύσησαν στη γραφή πνοή, ζωή, ενώ εκείνη έβαζε τη δυνατότητα της διαιώνισης. Έτσι έγινε το ομηρικό έπος.
Άλλη αρχή είναι η λυρική επανάσταση. Η χειραφέτηση από το ομηρικό έπος προς χάριν της ανάδυσης της προσωπικής ψυχής, που επιβάλλεται με τον Αρχίλοχο και τους λοιπούς ποιητές του 7ου και 6ου αιώνα κι είναι σχολείο του ανθρώπου.
Τρίτη αρχή είναι το συμμάζεμα του λυρισμού σε μια πολιτική (της πόλεως) ποίηση ιδιαίτερα οργανωμένη, που διδάσκει τον εξελληνισμό του χρόνου και συνιστά σχολείο για πολίτες. Είναι η τραγική ποίηση.
Τέταρτη αρχή είναι η έλευση του κλασικού ανθρώπου, παραδειγματικού μέσα στην πόλη (που δεν περιμένει να είναι ενάρετος ο νόμος, αλλά επιδιώκει να είναι ενάρετος ο ίδιος), όπως ο Σωκράτης, ο Περικλής, ή η αποτυχημένη περίπτωση, ο Αλκιβιάδης.
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έγινε χωρίς την ελληνική μουσική. Και χωρίς τον ελληνικό μύθο. Οι αναβαθμοί της ελληνικής παρουσίας δεν είναι απλή και ενιαία πολιτισμική συσσώρευση ώστε ν’ αποτελούν έναν κάποιο πολιτισμό, αλλά διαδοχικοί ορίζοντες της επίγνωσης που ο καθένας τους αναδεικνύει ξεχωριστή και ιδιαίτερη ψυχική ζωή, και γι’ αυτό συνιστούν Ιστορία – κάτι πολύ διαφορετικό. Οι ορίζοντες εκείνοι προέκυψαν γιατί η παράδοση: μουσική, μύθος, γλώσσα, τρώθηκε και αναστατώθηκε από τις μεγάλες μορφές με τις οποίες εκδηλώθηκε η αξίωση για νέα κάθε φορά ψυχική ζωή.
Η ελληνική χρήση της μουσικής, του λόγου και του μύθου, είναι να τα αναμοχλεύει κανείς – δεν είναι να τα ασπάζεται. Όταν οι άνθρωποι σέβονται την παράδοση έχουμε σπουδαία παράδοση. Όταν η παράδοση αναγκάζεται να σεβαστεί τους ανθρώπους έχουμε σπουδαίους ανθρώπους.
Αυτό δεν είναι εναντίον της έννοιας της παραδόσεως. Ο Αρχίλοχος εξευτέλισε αρχαία και ιερή παράδοση. Η παράδοση όμως τον τίμησε κάνοντας να τον μιμούνται ως και στα ρωμαϊκά χρόνια, Έλληνες και Ρωμαίοι.
Υπάρχει λοιπόν μια παράδοση που τηρούμε και μια παράδοση που δημιουργούμε. Μια που μας παραδίδεται και μια που την παραδίδουμε. Οι λαοί μπορούν να αποφασίσουν ποια από τις δύο προτιμούν, ανάλογα με το «αν είναι στον καιρό τους», που λέει και το ρεμπέτικο άσμα.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΙ
Εξετάζουμε το φαινόμενο της έλευσης της λυρικής ποίησης και το νεοελληνικό του αντίστοιχο, την έλευση του ρεμπέτικου.
Όπως πολλοί από τους κορυφαίους των λυρικών, ιδιαίτερα ο Αρχίλοχος και ο Ιππώναξ, επινόησαν και οπωσδήποτε υιοθέτησαν από την λαϊκή παράδοση μέτρα «ανόμοια», «ασυνάρτητα», και «κουτσά», που ασφαλώς μας φέρνουν σε ορισμένους χορούς του Αιγαίου, πανελλήνιους σήμερα, έτσι και οι ρεμπέτες προτίμησαν τους επιζώντες πολύπλοκους αυτούς ρυθμούς που εκφράζουν και αναδεικνύουν την ατομικότητα και μάλιστα – στην περίπτωση των πέντε ειδών του ζεϊμπέκικου – τη μοναδικότητα του κάθε ορχηστή, ακόμη και του κάθε ακροατή.
Όπως είναι εύλογο σ’ οιονδήποτε ασκήθηκε ποτέ στην εκ του σύνεγγυς σώμα με σώμα αναμέτρηση – από τον έρωτα ως την ξιφασκία – οι αιφνιδιαστικοί εκείνοι ρυθμοί πρέπει να προέκυψαν στην αρχαιότητα από την οπλομαχία. Οι Έλληνες συνέδεαν τον πόλεμο με την όρχηση και ο Αθήναιος μαρτυρεί ότι οι καλύτεροι στη μάχη είναι οι καλύτεροι στους χορούς. Να όμως που και σήμερα ο Ζεϊμπέκικος παρελήφθη – αν αληθεύει – από τους οπλομάχους ζεϊμπέκηδες.
Όπως ο λυρικός έτσι και ο ρεμπέτης δεν μιλούν για ήρωες, αλλά είναι ήρωες οι ίδιοι. Αντικείμενο του τραγουδιού τους είναι κυρίως οι ίδιες τους οι προσωπικότητες – αντίθετα απ’ ό,τι στο έπος και στο δημοτικό τραγούδι.
Όλοι οι χαρακτηρισμοί που αποδίδουν στους λυρικούς ποιητές οι κλασικοί φιλόλογοι ταιριάζουν και στους ρεμπέτες. Αντιγράφω μερικούς, ιδιαίτερα απ’ τον Bowra και τον Lesky: «(κάνουν) πολεμική με το τραγούδι». «Έντονη περιφρόνηση προς την παράδοση» (ακόμη και ο Πίνδαρος ζητάει το κρασί να είναι παλιό, μα τα τραγούδια νέα). «Επιθυμία να υποτιμήσουν κληρονομημένες πεποιθήσεις». «Αναφορά σε όλα όσα τους καίνε την καρδιά, σε όλα όσα αναδεύουν τη χαρά και την οργή τους». «Εκμετάλλευση της δυναμικότητας του λαϊκού λόγου ως φορέα της ποίησης». Καταδίκη της απιστίας, της προδοσίας, της ατιμίας, της επιορκίας «με τα χειρότερα λόγια». Κατάρες, παράπονα προς θεούς, κακογλωσσιά. «Πολυάριθμες μικρασιατικές λέξεις» (Ιππώναξ). «Μια ένταση αισθήματος ανεβασμένη στο έπακρο». «Συνεχής αναφορά στο προσωπικό αίσθημα». Φιλαλήθεια, παρωδίες, ψόγους, ύβρεις κατά εχθρών και φίλων. Πάθος, μίσος, καημό, λαχτάρα, πόθο, συγκίνηση. Είναι πραγματικά το ρεπερτόριο του ρεμπέτικου.
Όπως πολλοί από τους λυρικούς υπήρξαν χθαμαλής καταγωγής ή ξεπεσμένοι ή εξόριστοι ή μετανάστες ή ζούσαν στο περιθώριο και στη φτώχεια, το ίδιο και οι ρεμπέτες.
Όπως η λυρική ποίηση δημιουργήθηκε σε εποχή μεγάλων μετακινήσεων και αναμίξεων πληθυσμών, έτσι και το ρεμπέτικο.
Όπως οι λυρικοί άντλησαν από το λαϊκό ανώνυμο και ανεπίσημο τραγούδι, όχι μόνο μέτρα όπως τον ίαμβο, αλλά και θέματα, έτσι έκαμαν και οι ρεμπέτες. Και όπως οι πρώτοι εξαφάνισαν το λαϊκό τραγούδι, έτσι το εκμηδένισαν και οι ρεμπέτες.
Όπως η λυρική ποίηση ήταν κυρίως μια ποίηση που χορευόταν, έτσι και το ρεμπέτικο.
Όπως στους λυρικούς η μουσική και ο λόγος ήταν αδιαίρετα και ποιούνταν από το ίδιο και το αυτό πρόσωπο, έτσι και στο ρεμπέτικο, που με το πρόσθετο στοιχείο ότι τα άσματα εκτελούνται κυρίως από τους δημιουργούς τους, έχουμε παραγωγή τόσο πυκνού και τέλειου νοήματος.
Όπως το ρεμπέτικο έτσι και ορισμένοι κορυφαίοι λυρικοί ποιητές απορρίφθηκαν και καταδικάστηκαν και διασύρθηκαν λυσσαλέα από την λογιοσύνη και την αριστοκρατική αντίληψη ( ο Αρχίλοχος από τον Ηράκλειτο, τον Πίνδαρο, τον Κριτία, τους Σπαρτιάτες).
Όπως στους λυρικούς ποιητές έτσι και στο ρεμπέτικο η «κατακραυγή του κόσμου», όπως λέει ο Μάρκος (και ο Αρχίλοχος), «δεν μπόρεσε να μειώσει τη φήμη του στους μεταγενέστερους». (Και αυτό είναι μια φράση του Lesky που αναφέρεται στον Αρχίλοχο).
Τόσο ο λυρικός όσο και ο ρεμπέτης κατατρύχονται από «αμηχανία», που είναι βασική έννοια στους λυρικούς, αλλά και στους ρεμπέτες. Ο λυρικός, καθώς είπαμε, έχει σχετικό καταφύγιο τους θεούς . ο ρεμπέτης μη έχοντας θεούς – αυτή είναι η βασική διαφορά μαζί με την ανυπαρξία πόλεως, με την αρχαία έννοια – καταφεύγει στο μυστηριώδες πρόσωπο της «μανούλας». Η «μάνα» στο ρεμπέτικο μπαίνει στη θέση του θεού του λυρικού ποιητή, που λείπει.
Τόσο η λυρική ποίηση όσο και το ρεμπέτικο είναι ιδρυτικές τέχνες. Και η μια και η άλλη περιφρονούν την παράδοση, αλλά δεν περιφρονούν να την αντικαταστήσουν, να αποτελέσουν παράδοση οι ίδιες. Όπως και έγινε.
Και οι δυο μορφές έκφρασης δεν αρκούνται στο λόγο τους αλλά προχωρούν σε ακραίες επιδόσεις στο μουσικό, ρυθμικό και χορευτικό τομέα.
Όπως στη λυρική ποίηση έτσι και στο ρεμπέτικο έχουμε ποικίλες αναφορές στους ήρωες της Ιλιάδος και της Οδύσσειας ενώ καμμιά τέτοια αναφορά και μάλιστα καμμιά αναφορά στην αρχαιότητα δεν απαντάται, όσο ξέρουμε, στο δημοτικό τραγούδι.
Όπως στους λυρικούς έτσι και στους ρεμπέτες περιφρονείται το χωριάτικο.
Και οι δύο μορφές έκφρασης προετοιμάζουν θέατρο.
Και οι δύο μορφές δημιουργήθηκαν όχι σε αντίθεση με εχθρούς της πατρίδας, αλλά σε αντίθεση με το ανθρώπινο περιβάλλον. (Το κλέφτικο τραγούδι έγινε σε αντίθεση με την Τουρκοκρατία. Το ρεμπέτικο έγινε σε αντίθεση με την ανεξαρτησία και στην πραγματικότητα θέλει να πει ότι το μόνο υπαρκτό Εικοσιένα είναι το ρεμπέτικο. Εκθύμως συμπληρώνουμε: και ο Καβάφης).
Όπως η λυρική ποίηση προετοίμασε την έλευση (τη γέννηση μπορούμε να πούμε) της δημοκρατίας στην αρχαία Ελλάδα, το ίδιο και το ρεμπέτικο εκδηλώθηκε κλιμακωτά στο βαθμό που η δημοκρατία στη νέα Ελλάδα γινόταν αξίωση, και βοήθησε στη διατύπωσή της.
Βέβαια ούτε όλη η λυρική ποίηση έχει κάποιο «ρεμπέτικο» χαρακτήρα, ούτε όλο το ρεμπέτικο είναι γνήσιο. Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι το 51% της αξίας του ρεμπέτικου, όταν κάνουμε λόγο καθ’ οιονδήποτε τρόπο γι’ αυτό, είναι απόν, γιατί βρίσκεται στη μουσική, στην εκτέλεση και στο χορό που το συνοδεύει. Αν αυτή η σελίδα περιείχε ένα οργανικό ρεμπέτικο θα ήταν κενή. Το ίδιο συμβαίνει με τη λυρική ποίηση και μάλιστα δεν συμφωνούμε ότι δεν είχαν πολύπλοκο και «ετερόφωνο» παίξιμο στα τραγούδια τους οι Έλληνες. Διότι δεν θα καθόταν ολόκληρος Πίνδαρος να επαίρεται για τη μουσική πλευρά του έργου του αν αυτή συνίστατο στο να ακολουθεί νότα προς νότα το ύψος της φωνής.
ΑΠ’ ΤΑ ΚΟΚΚΑΛΑ ΒΓΑΛΜΕΝΟ
Το ρεμπέτικο είναι ανάλογο της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης στη σημερινή Ελλάδα και μια μοναδική επίδοση που μας επιτρέπει να μιλάμε για ελληνική ανεξαρτησία, από τον καιρό της υποταγής στους Ρωμαίους. Παρακαλούμε οιονδήποτε να μας πει σε ποιον άλλο τομέα είναι η χώρα αυτή ανεξάρτητη και μάλιστα ελληνική. Δεν αποτελεί συνέχεια κανενός παραδοσιακού είδους και είναι – όπως μόνο ο Καβάφης από τη λογιοσύνη – κυριολεκτικά «απ’ τα κόκκαλα βγαλμένο».
Ο Ρήγας Φερραίος μπορούσε να είναι ο πρόδρομος του είδους, κατά τον τρόπο που στην αρχαιότητα υπήρξε ο Καλλίνος. Αλλά δεν μπορεί να κωπηλατεί κανείς στον αέρα.
Παρατηρούμε ότι η συνδυασμένη ακρόαση της αρχαίας ελληνικής ποίησης και του ρεμπέτικου επιτρέπει στο ένα να φωτίσει το άλλο και να μας αποδώσει πιο ευήκοον ους.
Τα αίτια της ανάπτυξης των δυο παρεμφερών εκφράσεων βρίσκονται στην αυθαιρεσία – κατά την αρχαία εποχή των τυράννων, και κατά τη νέα του είδους της ανεξαρτησίας που είχαν πετύχει οι Έλληνες. Ας το επαναλάβουμε: όπως τι κλέφτικο τραγούδι έγινε σε αντίθεση προς την Τουρκοκρατία, το ρεμπέτικο έγινε σε αντίθεση προς την ανεξαρτησία. Προέκυψε δηλαδή γιατί επήλθε μια απελευθέρωση του χώματος, των φυτών και των ζώων – και κανενός άλλου, όπως καταφαίνεται, ύστερα από 165 χρόνια ανεξαρτησίας, στο μεσσηνιακό περιστατικό που σας γνωρίσαμε.
Επειδή ωστόσο, διάσπαρτοι μέσα στον πληθυσμό, υπήρχαν άνθρωποι έτοιμοι και για ψυχική απελευθέρωση, δημιουργήθηκε ένας αριθμός από περιττούς ανθρώπους, που συνήθως μπάζωσαν τις φυλακές του απελευθερωμένου χώματος, όπως πριν αμέτρητοι φιλέλληνες.
Οι περιττοί αυτοί άνθρωποι επέτυχαν απογόνους και από γενιά σε γενιά δημιουργήθηκε ένας παραπληθυσμός, που δεν έτρεφε βέβαια ένοχες σχέσεις με την ανεξαρτησία. Η ανεξαρτησία άλλωστε δεν πρόσφερε κανένα αληθινό σχέδιο. Και όταν δεν έχει σχέδια το δέντρο, τι να σου κάνουν και τα φύλλα.
Ποικίλες μετακινήσεις στρατευμάτων και πλήθους ανθρώπων πύκνωσαν τις τάξεις του παραπληθυσμού, που πύκνωσε ορισμένα κέντρα δημιουργώντας πόλεις υπεράριθμες και ψευδεπίγραφες. Οι μικρές αυτές Βαβυλώνες και η ψυχολογία των ετερόκλιτων στοιχείων που τις απάρτιζαν δεν μπορούσαν να συνέχονται από καμμιά από τις παραδόσεις που ασφυκτιούσαν, φερμένες από ποικίλους τόπους, ξένες προς τη νέα «μεγαλούπολη», ξένες και μεταξύ τους στο ίδιο τσουβάλι.
Εμείς που έχουμε τριβή με τον Δάμωνα και τη θεωρία του γνωρίζουμε ότι ελληνική πολιτική με ξένη μουσική – ή, πάλι, με τοπική μουσική – δε θα γίνει ποτέ. Ο Βενιζέλος τραγουδούσε και χόρευε κρητικά. Δεν είχε καμμιά μουσική να συσπειρώσει τον πληθυσμό και να τον κάνει λαό.
Βέβαια εδώ μιλάμε για το πρόσφορο έδαφος που μπορούσαν να βρουν πρόχειρα οι ρεμπέτες και το ρεμπέτικο για να ριζώσουν αν εμφανίζονταν, κι όχι για την εμφάνισή του. αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό και θέλει κόπους και τη χημεία του. Κατ’ ευθείαν μέσα απ’ την εξαθλίωση βγαίνουν χαφιέδες και χασικλήδες, δε βγαίνουν ρεμπέτες. Ακόμη και ο Μάρκος ρεμπετοποιήθηκε κάποτε, αλλά προηγουμένως είχε δοκιμάσει να ενταχθεί στην κοινωνία ασκώντας τα μικροαστικά του δικαιώματα (κατά το δυνατόν γιατί παιδιόθεν ετρέκλιζε), δουλεύοντας δεξιά – αριστερά, ερχόμενος σε γάμο, αθώος κατ’ αρχήν. Ο ρεμπέτης δεν είναι χαμάλης. Το ρεμπετλίκι προϋποθέτει θυσιασμένη αθωότητα. Ένα βαρύ πλήγμα έκανε το Μάρκο ρεμπέτη, επειδή αυτός εσωτερικοποίησε.
Ο ΡΕΜΠΕΤΗΣ
Οι ρεμπέτες είναι άνθρωποι της Δευτέρας Παρουσίας. Οι περισσότεροι, και μάλλον όλοι, οι τύποι ανθρώπων γεννιούνται. Οι ρεμπέτες όχι, αλλά γίνονται, χωρίς να το περιμένουν, περίπου όπως ο Σαύλος, έγινε Παύλος. Γίνονται από μια βιδωσιά που παίρνει η ψυχή τους, μια στροφή, από μια αιφνίδια και ασφαλώς επώδυνη προαγωγή της επίγνωσης.
Οι ρεμπέτες είναι άνθρωποι επιτυχημένοι στον τομέα της κατάπτωσης. Οι παρά τρίχα γλιτώσαντες. Ίσως πιο ευσύνοπτα απ’ όλους περιγράφει την επίμαχη μεταβολή ο Βιζυηνός όταν λέει εκείνο το : «άλλαξε εντός μου ο ρυθμός του κόσμου»
Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο πράγμα. Ο Βιζυηνός δεν το άντεξε. Τα δυο αδέρφια του Μάρκου δεν το άντεξαν. Ο ίδιος γλίτωσε χάρη στο μπουζούκι, όπως εξομολογείται. Ένας τρόφιμος του φρενοκομείου που στέγασε και τον Βιζυηνό, όταν μια μέρα παίζαμε στους αρώστους, αναφώνησε: «Το μπουζούκι είν’ ο γιατρός».
Μα και ο Πλάτων, όταν ερωτήθηκε γιατί συνήθιζε να κιθαρίζει, «πραΰνομαι» είπε.
Ο ρεμπέτης είναι για τους άλλους αξιολύπητος – και μπορεί να βρει κανείς στο σύντομο βιβλίο του κ. Baud-Bovy μια περίπτωση τέτοιας λύπησης για ρεμπέτη. Αλλά πόσο αξιολύπητοι είναι οι άλλοι γι’ αυτόν, δεν μας το αναφέρουν. Λοιπόν είναι αβίωτα αξιολύπητοι. Είναι μάλιστα κορόιδα. Ροχαλίζουν. Ο ίδιος είχε υπάρξει κάτι τέτοιο και την έχει κι αυτή τη γνώση. Αλλά έχει και τη γνώση πραγμάτων που μόνο ένας-ένας μαθαίνουμε και δε διδάσκεται καθόλου. Τη γνώση της αυτανακάλυψης –τη λυρική γνώση.
ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Ας επαναλάβουμε τούτο: Το ρεμπέτικο είναι το ανάλογο της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης στη σημερινή Ελλάδα και μια μοναδική επίδοση του πληθυσμού της που μας επιτρέπει να μιλάμε για «Ελληνικό λαό». Πράγματι οι τεράστιες συνειδητές προσπάθειες να αναπτύξουμε στην Ελλάδα «εθνική μουσική σχολή» παράλληλα με τις άλλες χώρες της Ευρώπης από τον 19ο αιώνα και εντεύθεν δεν τελεσφόρησαν όσο η λαϊκή μουσική ετοιμότητα απέναντι στις προκλήσεις που έτυχε η ελληνική κοινωνία, με τη δημιουργία του ρεμπέτικου.
Με το δημοτικό τραγούδι δεν είναι το ίδιο. Το δημοτικό δεν είναι ελληνικό με την πλήρη έννοια. Ηπειρώτικα δεν χορεύουν οι Ηπειρώτες διότι είναι Έλληνες αλλά διότι είναι Ηπειρώτες. Αυτό αποδεικνύεται εύκολα αφού ηπειρώτικα δε χορεύουν μόνο οι Έλληνες Ηπειρώτες αλλά και άλλων εθνών Ηπειρώτες. Ας το πούμε και απ’ την ανάποδη: λοιπόν, οι Ηπειρώτες τους ηπειρώτικους χορούς δεν τους χορεύουν διότι είναι ελληνικοί, αλλά διότι είναι ηπειρώτικοι. Το δημοτικό λοιπόν δεν είναι ελληνικό πλήρως διότι είναι τοπικό, διότι δεν έγινε με την πρόθεση να είναι τίποτε άλλο, και διότι το μοιραζόμαστε και με άλλους λαούς.
Το μόνο ελληνικό τραγούδι με την πλήρη έννοια είναι το ρεμπέτικο. Πρώτον, διότι είναι πανελλήνιο, δεύτερο, διότι είναι αποκλειστικά ελληνικό και τρίτο, διότι δημιουργήθηκε για να καλύψει εθνική ανάγκη (την ανάγκη να υπάρχει ελληνική ψυχή, ελληνικός χαρακτήρας).
Και είναι ακατανόητο να τοποθετούν τη δημιουργία του (ορισμένοι) στα παράλια της σημερινής Τουρκίας, από όπου δήθεν μεταδόθηκε – σα να ήταν μεταδοτικό – στον σημερινό ελλαδικό χώρο και όπου αλλού υπάρχουν Έλληνες, με τους πρόσφυγες. Αν αυτό αληθεύει ρεμπέτικο θα είχε και η Τουρκία. Εκτός αν υποθέσει κανείς ότι για κάποιους λόγους ασυναρτησίας, των κοινωνικών φαινομένων (αλλά πρόκειται για ασυναρτησία στη σκέψη), όλα ανεξαιρέτως τα ρεμπέτικα της Σμύρνης μπήκαν κι αυτά στο πλοίο και σάλπαραν για την Ελλάδα χωρίς ούτε ένα για δείγμα να μείνει στην όχθη αυτή του Αιγαίου.
Το ρεμπέτικο είναι μια μοναδική απόδειξη ότι υπήρξε εδώ κάποτε σοβαρή απόπειρα ανασύστασης της χώρας από ελληνικής πλευράς. Ακόμη και τα κλέφτικα είναι τοπικά τραγούδια. Απηχούν άλλωστε μικρόπνοα σχέδια του τύπου να κυριεύσει κανείς την Τρίπολη, αφού προηγουμένως καταλάβει το Βαλτέτσι.
Μόνο το ρεμπέτικο είναι ελληνικό. Επιτρέψτε μου μια τελευταία διαπίστωση. Στο 5ο Συμπόσιο Ποίησης (Πανεπιστήμιο Πατρών, Ιούλιος 1985), διαπιστώθηκε, τίμια υποθέτουμε, ότι:
«η ποίηση δεν είναι δημόσιο λογοτεχνικό είδος στη δική μας κοινωνία [... ] Η ποίηση είναι, θέλουμε δε θέλουμε, περιθωριακό είδος». (Κάριν Μπόκλουντ-Λαγοπούλου).
Γιατί δεν είναι έτσι με το ρεμπέτικο; Γιατί το ρεμπέτικο αρχίζει ακριβώς από περιθωριακό και εξελίσσεται σε πανελλήνιο, ενώ η «ποίηση» αρχίζει από πανελλήνια και καταλήγει στο περιθώριο; Κάποια γνησιότητα υπάρχει στο ρεμπέτικο και κάποια ψευτιά στην «ποίηση». Να ενώνει κανείς τα δυο είδη θα πει ότι επιδιώκει και πάντως κινδυνεύει να πραγματοποιεί μικρομέγαλα πράγματα.
Προσέξτε ότι ο άνθρωπος του ρεμπέτικου είναι ένας άνθρωπος με χαρακτήρα, ζωντανός και, όπως είπαμε είδη, έτοιμος να γίνει θέατρο. Ένας τέτοιος επεξεργασμένος τύπος ανθρώπου δεν απαντάται σε καμμιά άλλη ποίηση της Ελλάδος. Δεν είναι να απορεί κανείς γι’ αυτό. Καμμιά άλλη ποίηση δεν έχει την αποκλειστική μανία να μιλήσει ο ίδιος ο άνθρωπος – η καρδιά του ανθρώπου.
Το θέατρο στην αρχαία Ελλάδα προήλθε από τη λυρική ποίηση. Το θέατρο στη νέα Ελλάδα, ή θα προέλθει από το ρεμπέτικο, σε συνδυασμό βέβαια με τη λαχτάρα για δημιουργία χώρας (δηλαδή λαού) – ή δεν θα προκύψει παρά ως κόκα κόλα χωριάτικη.