Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (590-630)

590 ἰὼ ἰώ· μεγάλαι μεγάλων
εὐδαιμονίαι· τὴν τοῦ βασιλέως
ἴδετ᾽ Ἰφιγένειαν ἄνασσαν ἐμήν,
τὴν Τυνδαρέου τε Κλυταιμήστραν·
ὡς ἐκ μεγάλων ἐβλαστήκασ᾽
595 ἐπί τ᾽ εὐμήκεις ἥκουσι τύχας.
θεοί τοι κρείσσους οἵ τ᾽ ὀλβοφόροι
τοῖς οὐκ εὐδαίμοσι θνητῶν.
ΧΟ. στῶμεν, Χαλκίδος ἔκγονα θρέμματα,
τὴν βασίλειαν δεξώμεθ᾽ ὄχων
600 ἄπο μὴ σφαλερῶς ἐπὶ γαῖαν,
ἀγανῶς δὲ χεροῖν μαλακῇ ῥώμῃ,
μὴ ταρβήσῃ† νεωστί μοι μολὸν
κλεινὸν τέκνον Ἀγαμέμνονος,
μηδὲ θόρυβον† μηδ᾽ ἔκπληξιν
605 ταῖς Ἀργείαις
ξεῖναι ξείναις παρέχωμεν.
ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
ὄρνιθα μὲν τόνδ᾽ αἴσιον ποιούμεθα,
τὸ σόν τε χρηστὸν καὶ λόγων εὐφημίαν·
ἐλπίδα δ᾽ ἔχω τιν᾽ ὡς ἐπ᾽ ἐσθλοῖσιν γάμοις
610 πάρειμι νυμφαγωγός. ἀλλ᾽ ὀχημάτων
ἔξω πορεύεθ᾽ ἃς φέρω φερνὰς κόρῃ,
καὶ πέμπετ᾽ εἰς μέλαθρον εὐλαβούμενοι.
σὺ δ᾽, ὦ τέκνον μοι, λεῖπε πωλικοὺς ὄχους,
ἁβρὸν τιθεῖσα κῶλον ἀσθενές θ᾽ ἅμα.
615 ὑμεῖς δέ, νεάνιδές, νιν ἀγκάλαις ἔπι
δέξασθε καὶ πορεύσατ᾽ ἐξ ὀχημάτων.
κἀμοὶ χερός τις ἐνδότω στηρίγματα,
θάκους ἀπήνης ὡς ἂν ἐκλίπω καλῶς.
αἳ δ᾽ εἰς τὸ πρόσθεν στῆτε πωλικῶν ζυγῶν·
620 φοβερὸν γὰρ ἀπαράμυθον ὄμμα πωλικόν·
καὶ παῖδα τόνδε, τὸν Ἀγαμέμνονος γόνον,
λάζυσθ᾽, Ὀρέστην· ἔτι γάρ ἐστι νήπιος.
τέκνον, καθεύδεις πωλικῷ δαμεὶς ὄχῳ;
ἔγειρ᾽ ἀδελφῆς ἐφ᾽ ὑμέναιον εὐτυχῶς·
625 ἀνδρὸς γὰρ ἀγαθοῦ κῆδος αὐτὸς ἐσθλὸς ὢν
λήψῃ, κόρης Νηρῇδος ἰσόθεον γένος.
ἑξῆς κάθησο δεῦρό μου ποδός, τέκνον·
πρὸς μητέρ᾽, Ἰφιγένεια, μακαρίαν δέ με
ξέναισι ταῖσδε πλησία σταθεῖσα δός,
630 καὶ —δεῦρο δὴ— πατέρα πρόσειπε σὸν φίλον.

***
Έρχεται ένα αμάξι που το σέρνουν άλογα· είναι μέσα η Κλυταιμήστρα, η Ιφιγένεια και μια βάγια που κρατά στην αγκαλιά της τον Ορέστη, μωρό· το αμάξι το συνοδεύουν μερικοί Αργείοι, άνθρωποι του Αγαμέμνονα.

ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΓΕΙΟΥΣ ΣΥΝΟΔΟΥΣ
590 Ω, τρανές οι ευτυχίες των τρανών!
Νά, του ρήγα την κόρη κοιτάξτε· είν᾽ αυτή
η Ιφιγένεια, δική μου κυρά·
και μαζί η Κλυταιμήστρα· δικός της γονιός
ο Τυνδάρεος· μιας ρίζας μεγάλης βλαστοί,
μα κι η μοίρα όπου φτάσαν κι εκείνη ψηλή.
Μπρος στα μάτια θνητών ταπεινών
είναι θεοί οι αφεντάδες κι οι πλούσιοι.
ΚΟΡ. Της Χαλκίδας γεννήματα, θρέμματα εμείς,
600 τη βασίλισσα —εμπρός!— ας βοηθήσουμε κάτω στη γη
να κατέβει απ᾽ τ᾽ αμάξι χωρίς να σκοντάψει,
και με χέρια απαλά, τρυφερά μα γερά,
του Αγαμέμνονα η κόρη μην πάει η ακουστή
και τρομάξει, που εδώ
ήρθε αυτή τη στιγμή·
κι ας μη δώσουμε, ξένες εμείς,
στις Αργίτισσες ξένες καμιά
ταραχή ή παραζάλη.
ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
Για καλοσημαδιά τα παίρνω τούτα,
την προθυμία και τα καλά σου λόγια·
κι ελπίζω πως για γάμο ζηλεμένο
610 φέρνω τη νύφη. Βγάλτε από τ᾽ αμάξι
της κόρης τα προικιά που έχω μαζί μου
και μπάστε τα όμορφα όμορφα στο σπίτι.
Έβγ᾽ απ᾽ την αλογάμαξα, παιδί μου,
πάτα απαλά, σιγά σιγά, το πόδι.
Εσείς, κοπέλες, μες στην αγκαλιά σας
πάρτε τη και βοηθήστε να κατέβει.
Μα και σ᾽ εμένα ας δώσει μια το χέρι,
να φύγω από τη θέση αυτή με τάξη.
Σταθείτε μερικές μπροστά στις ζεύλες·
620 τ᾽ άλογα θέλουν χάιδι· αλλιώς, τρομάζουν·
νά κι ο γιος του Αγαμέμνονα, ο Ορέστης·
πιάστε τον· μωρουδάκι δά ειν᾽ ακόμα.
Αφού κατέβηκε και ενώ παίρνουν από το αμάξι το μωρό.
Σε ζάλισε το αμάξι και κοιμάσαι,
αγόρι μου; Έλα ξύπνα για το γάμο
της αδερφής σου —καλή να ᾽ναι η ώρα·—
γαμπρό άρχοντα, αρχοντόπουλο, θα κάμεις·
συμπεθεριάζεις με το ισόθεο σόι
της κόρης του Νηρέα.
Στη βάγια, που κι αυτή έχει πια κατεβεί.
Για βάλ᾽ το χάμω
στο πλάι μου το παιδί· κι εσύ, Ιφιγένεια,
στη μάνα σου κοντά έλα στάσου· οι ξένες
να με καλοτυχίζουν βλέποντάς μας·
Ο Αγαμέμνονας βγαίνει από τη σκηνή.
630 και τώρα τον πατέρα σου χαιρέτα.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη του 4ου αιώνα π.Χ.: Αναγέννηση και αρχαία ελληνική τέχνη

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ

9.1. Η Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα


Αρχαία ερείπια, εγκαταλελειμμένοι ναοί, αμφιθέατρα, υδραγωγεία, θριαμβικά τόξα, τάφοι κ.ά. ήταν ορατά σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Η Αρχαιότητα ήταν γνωστή, όμως δεν ενδιέφερε τους καλλιτέχνες, τους δημιουργούς αυτής της περιόδου. Ο έφιππος ανδριάντας του Μάρκου Αυρηλίου διατηρήθηκε, γιατί θεωρούσαν ότι παριστάνει τον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Εξαίρεση αποτελούσαν τα νομίσματα, οι πολύτιμοι λίθοι και ιδίως οι μαρμάρινες σαρκοφάγοι, που χρησιμοποιούνταν έως τις αρχές του 16ου αιώνα, γιατί η ταφή σε αυτές ήταν τιμητική για τους ευγενείς. Ήδη το 1076 η σορός της Βεατρίκης της Λοραίνης είχε τοποθετηθεί σε ρωμαϊκή σαρκοφάγο, στη λεγόμενη «σαρκοφάγο της Φαίδρας» στο Καμποσάντο της Πίζας. Τα ρωμαϊκά ανάγλυφα των σαρκοφάγων που διατηρούνταν σε εκκλησίες της Ρώμης, της Φλωρεντίας, της Κορτόνας, της Πίζας κ.α. θα προσφέρουν ένα πλούσιο ρεπερτόριο τύπων στους καλλιτέχνες της Αναγέννησης. Από τις σαρκοφάγους αυτές και ειδικά από αυτή της Φαίδρας θα μάθει ο γλύπτης Νικόλα Πιζάνο (μέσα 13ου αιώνα) να αποδίδει την ανθρώπινη μορφή, θα ανακαλύψει το contrapposto (αντικινήσεις του σώματος) και πώς να αποδώσει ένα χριστιανικό θέμα με αρχαιοπρεπές λεξιλόγιο: ο μαρμάρινος άμβωνάς του στο Βαπτιστήριο της Πίζας το 1260 είναι ίσως το πρώτο γλυπτό με φανερή την επίδραση της Eλληνικής Αρχαιότητας.

Στις αρχές του 14ου αιώνα (Trecento) ο Τζιότο (1266-1337), σύγχρονος του Δάντη, ζωγραφίζει επεισόδια από τη ζωή του Χριστού και της Παναγίας στους τοίχους μιας μικρής εκκλησίας στην Πάντοβα, στην Καπέλα Αρένα (1303-1305), όπου δημιουργεί τις πρώτες ρεαλιστικές μορφές (βλ. επίδραση από τη ζωγραφική των Κάτω Χωρών και της Βουργουνδίας) και ανακαλύπτει την ψευδαίσθηση του βάθους, μια νέα αίσθηση του μέτρου στη ζωγραφική. Ο Τζιότο αναγνωρίζει την αξία της μίμησης των αρχαίων προτύπων και χρησιμοποιεί στις τοιχογραφίες του αρχαίες πηγές, τοποθετεί αγάλματα σε κόγχες, δανείζεται μοτίβα από τη σαρκοφάγο του Μελεάγρου στο Καμποσάντο της Πίζας, ενώ στη σκηνή της Εκδίωξης των εμπόρων από τον ναό, ανάμεσα στις γοτθικές νευρώσεις της πρόσοψης του κτηρίου, τοποθετεί δύο από τα τέσσερα περίφημα άλογα του Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Τα άλογα αυτά, από επιχρυσωμένο μπρούντζο, ανήκαν σε κάποιο τέθριππο της Αρχαιότητας και μεταφέρθηκαν ως λάφυρα στις αρχές του 13ου αιώνα από την Κωνσταντινούπολη στη Βενετία. Η λάμψη τους δεν άφησε αδιάφορους ούτε τον Τζιότο ούτε τον Νικόλα Πιζάνο, που μπορούσαν να τα παρατηρήσουν επιτόπου, καθώς ήταν τοποθετημένα ψηλά στον πρόναο του Αγίου Μάρκου, σαν ένας σταθερός σύνδεσμος με την τέχνη της Αρχαιότητας.

Άλλα σημαντικά αρχαία γλυπτά ορατά στη Ρώμη ήταν οι γνωστοί Διόσκουροι, έργα της εποχής των Σεβήρων, δύο μαρμάρινα συντάγματα ιπποδαμαστών, που παρίσταναν άνδρες γυμνούς σε διασκελισμό να κρατούν από τα χαλινάρια δύο άλογα που είχαν σηκωθεί στα πίσω τους πόδια. Είχαν στηθεί στην περιοχή των Θερμών του Κωνσταντίνου, στον Κυρινάλιο λόφο, που πήρε από αυτούς το όνομα Montecavallo ("λόφος των αλόγων") και αναφέρονται ήδη στα μέσα του 12ου αιώνα στα Mirabilia Urbis Romae ("αξιοθαύμαστα της πόλης Ρώμης"). Επιγραφές στο βάθρο τους από τις αρχές του 16ου αιώνα τα αποδίδουν στον Φειδία και στον Πραξιτέλη («Opus Phidiae», «Opus Praxitelis»·, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι μεγαλύτεροι γλύπτες της Αρχαιότητας ανταγωνίζονται εδώ σε έναν ιδεατό αγώνα για τα πρωτεία της τέχνης τους. Η τέχνη της Αρχαιότητας, ωστόσο, στον Μεσαίωνα φαίνεται ότι δεν ενδιέφερε ούτε απασχολούσε τους καλλιτέχνες της εποχής.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Ι. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ - 2. Νομοθέτες και τύραννοι


2.9. Ἄραρα Χάραρα

Δεν διακρίνεται πάντοτε εύκολα η θρησκεία από τη μαγεία. Μαγικές πρακτικές συνυπάρχουν με θρησκευτικές τελετές, παραδοσιακούς μύθους, ακόμη και ορθολογικές επιστημονικές ανακαλύψεις. Αντίθετα με μια εσφαλμένη άποψη που λέει ότι η θρησκεία περιλαμβάνει ανώτερα όντα ενώ η μαγεία λειτουργεί μηχανικά, στις μαγικές επικλήσεις περιλαμβάνονται συχνά δαίμονες ή θεοί, ενώ ορισμένες επίσημες ιεροπραξίες δεν απευθύνονται σε θεότητες.

Γενικά η μαγεία βασίζεται στην αρχή της συμπάθειας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, ο κόσμος είναι ένα κλειστό σύστημα, τα μέρη του οποίου βρίσκονται σε διαρκή αλληλεξάρτηση και αμφίδρομη επιρροή. Αν λοιπόν κάποιος μάθει τις αφανείς σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων, θα μπορεί, παραδείγματος χάριν, να προκαλεί βροχή για το χωράφι του, χύνοντας μια συμβολική ποσότητα νερού πάνω στο ξερό έδαφος. Το μέρος θα μαγνητίσει συμπαθητικά το όλον και έτσι νερό θα συγκεντρωθεί από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα υπό μορφή νεφών και, για να βρει το όμοιό του, θα κατέλθει ως βροχή.

Οι κυριότερες πηγές μας για την αρχαία ελληνική μαγεία προέρχονται από την αρχαιολογική σκαπάνη. Μολύβδινες πινακίδες με ολιγόστιχες επιγραφές που «δένουν» τον εχθρό (κατάδεσμοι), μικρές πήλινες κούκλες τρυπημένες με περόνες σε διάφορα σημεία του σώματος, φυλακτά για αποτροπή του «κακού ματιού» ή για ενδυνάμωση αυτού που τα φορά και ξόρκια (ἐπῳδαί) για ίαση από ασθένειες που έχουν προκληθεί με παρεμβολή πνευμάτων και δαιμόνων έχουν βρεθεί σε διάφορα σημεία του ελληνικού κόσμου, μέσα σε τάφους και πηγάδια. Τα ευρήματα ξεκινούν τον 6ο αιώνα και πληθαίνουν την κλασική εποχή, ιδίως στην Αθήνα. (Σε σχέση με άλλες πόλεις, η Αθήνα ήταν, όπως σε άλλους τομείς, ανεκτικότερη και στις μαγικές πρακτικές.) Κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, η μαγεία βρισκόταν σε πλήρη άνθηση σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Πληθώρα μαγικών κειμένων γραμμένων σε παπύρους έχει ανακαλυφθεί στην Αίγυπτο, και έτσι η παλαιά υπόθεση ότι η μαγεία έφτασε στην Ελλάδα από την Αίγυπτο, τη χώρα της πανάρχαιης σοφίας στα ζητήματα των θεών, παραμένει ελκυστική.

Η αρχαία μαγεία καλύπτει ένα ευρύτερο φάσμα δραστηριοτήτων από αυτό που περιλαμβάνει συνήθως ο σύγχρονος όρος. Εκτός από την πρόκληση αποτελεσμάτων που σχετίζονται με τις πρακτικές ανάγκες της ζωής, οι αρχαίες μαγικές επικλήσεις και τελετές αποσκοπούσαν επίσης, ορισμένες φορές, σε εμπειρίες πνευματικής επαφής με θεούς. Ο μάγος ήταν ένας ειδήμων στα θέματα των θεών και, κατά την ελληνιστική περίοδο, υποτίθεται ότι μπορούσε να προκαλέσει κάποιες θεότητες, όπως την Εκάτη, την Ίσιδα ή τον Ήλιο, να φανερωθούν με βιωματική αμεσότητα.

Λίγες είναι οι αναφορές των συγγραφέων της αρχαϊκής και κλασικής εποχής στις μαγικές πρακτικές. Αυτή η απουσία είναι δικαιολογημένη εξαιτίας τόσο της μυστικότητας των τελετών όσο και της μικρής εκτίμησης που έχαιραν οι πρακτικές αυτές στα μάτια των διανοουμένων. Η μαγεία βρισκόταν στα όρια της κοινής ηθικής και κάποτε μάλιστα τα ξεπερνούσε.

Μια επιγραφή χαραγμένη σε μολύβδινο έλασμα τον 4ο αιώνα παρουσιάζει τον ανταγωνισμό μαγείρων στο πλαίσιο μιας δικαστικής διένεξης. Ο πελάτης του μάγου, που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, «δεσμεύει» τον αντίδικό του Θεαγένη και τους συμμάχους του για να μην μπορέσουν να εμφανιστούν στο δικαστήριο ως μάρτυρες κατηγορίας:

Δένω (καταδέω) τον Θεαγένη, τη γλώσσα του και την ψυχή του και τα λόγια που χρησιμοποιεί. Δένω επίσης τα χέρια και τα πόδια του Πυρρία, του μαγείρου, τη γλώσσα του, την ψυχή του, τα λόγια του. Δένω επίσης τη γυναίκα του Πυρρία, τη γλώσσα της και την ψυχή της. Δένω επίσης τον μάγειρο Κερκίωνα και τον μάγειρο Δόκιμο, τις γλώσσες τους, τις ψυχές τους, τα λόγια που χρησιμοποιούν. Δένω επίσης τον Κινέα, τη γλώσσα του, την ψυχή του και τα λόγια με τα οποία βοηθάει τον Θεαγένη. Δένω επίσης τη γλώσσα του Φερεκλή, την ψυχή του και τη μαρτυρία του προς όφελος του Θεαγένη. Δένω επίσης τη γλώσσα του Σεύθη, την ψυχή του και τα λόγια που χρησιμοποιεί, όπως επίσης τα πόδια του, τα χέρια του, τα μάτια και το στόμα του. Δένω επίσης τη γλώσσα του Λαμπρία, την ψυχή του και τα λόγια που χρησιμοποιεί, όπως επίσης τα πόδια του, τα χέρια του, τα μάτια και το στόμα του. Όλους αυτούς τους δένω, τους εξαφανίζω, τους θάβω, τους καρφώνω - για να μην καταφέρουν διόλου να εμφανιστούν ενώπιον των δικαστών ως μάρτυρες κατηγορίας, είτε με επιχειρήματα είτε με αποδείξεις.

Τέτοιες επιγραφές προϋποθέτουν αντίστοιχες νυχτερινές τελετές. Ο μάγος (μια λέξη που αρχικά σήμαινε τον Μήδο και μετά τον Πέρση ιερέα αλλά σύντομα χαρακτήρισε αυτόν που εισάγει ξένες θρησκευτικές πρακτικές) ονομαζόταν επίσης γόης («αυτός που θρηνεί») και ἀγύρτης («αυτός που μαζεύει τις ψυχές των νεκρών») και χαρακτηριζόταν συχνά νυκτιπόλος («αυτός που περπατά τη νύχτα»). Για την επιτυχία των μαγικών τελετών επιλεγόταν συχνά η φάση πριν από τη νέα σελήνη (η οποία στην αρχαιότητα ονομαζόταν χαρακτηριστικά «παλαιά μαζί και νέα»), τότε που ο ουρανός είναι εντελώς σκοτεινός, καθώς πραγματοποιείται η μετάβαση από τον προηγούμενο στον επόμενο μήνα. Ως κατάλληλοι τόποι θεωρούνταν τα τρίστρατα, εκεί που ο δρόμος ανοίγει σε σχήμα φουρκέτας (σαν το γράμμα Υ). Αυτές οι στιγμές της χρονικής και τοπικής αβεβαιότητας, αυτές οι μεταβατικές φάσεις που φαίνεται σαν να βάζουν την ίδια τη φύση σε δίλημμα, ήταν πάντοτε οι πιο ταιριαστές για την επιτυχία των μαγικών τελετουργιών. Τα γραπτά σύμβολα της τελετουργίας, όπως ο κατάδεσμος εναντίον του Θεαγένη, τοποθετούνταν, μετά την ολοκλήρωση της τελετής, μέσα στη μαύρη γη, στα σημεία εκείνα όπου ο υποχθόνιος κόσμος των νεκρών φαίνεται να έρχεται σε επαφή με τον επίγειο κόσμο των ζώντων.

Φυσικά, και μόνο λόγω τύχης, κάποιες μαγικές τελετουργίες είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η επιτυχία, σωστά διαφημιζόμενη, ενίσχυε το κύρος των μάγων. Για τις άλλες το κέρδος που αποκόμιζε ο πελάτης ήταν αποκλειστικά ψυχικό - διόλου ευκαταφρόνητο όφελος, αφού και η επιτυχία των πράξεων καθορίζεται συχνά από τη διάθεση. Μέσω των μαγικών πρακτικών εκτονώνονταν τα έντονα συναισθήματα της οργής ή του θυμού, έβρισκε διέξοδο η φυσική επιθετικότητα, εκπληρωνόταν άμεσα η επιθυμία και μπορούσε να αποκατασταθεί η ψυχική ισορροπία ανθρώπων που αισθάνονταν αδικημένοι, περιθωριοποιημένοι ή απλώς, σε δεδομένες περιστάσεις, αδύναμοι.

Επειδή η ευσέβεια των αρχαίων Ελλήνων ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την τέλεση των καθιερωμένων και πατροπαράδοτων τελετουργιών, είναι δύσκολο να χαραχθεί απόλυτη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον χώρο της θρησκείας και το συναφές πεδίο των μαγικών πρακτικών. Γενικά η μαγεία ήταν ιδιωτική υπόθεση που ενδιέφερε μεμονωμένα άτομα και συγκεκριμένες επιδιώξεις τους, ενώ η θρησκεία αφορούσε συνήθως ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Η διαφορά αυτή οδήγησε αρκετούς αρχαίους συγγραφείς στο συμπέρασμα ότι οι τραγουδιστές των ορφικών επών και οι περιπλανώμενοι ιερείς, που υπόσχονταν λύτρωση από τα παρόντα και τα μέλλοντα δεινά, δεν ήταν παρά μια ειδική κατηγορία μάγων.

Ο Αριστοτέλης, οι αρχές, τα αίτια και η ευθύνη του ανθρώπου

Συνοψίζοντας τα μέχρι τώρα δεδομένα στη διερεύνηση της αρετής ο Αριστοτέλης καταλήγει: «Αρετή είναι εκείνη η έξη της ψυχής που μας οδηγεί να πράττουμε τα άριστα, και με αυτήν βρισκόμαστε σε άριστη κατάσταση εν σχέσει προς το ύψιστο αγαθό, που δεν είναι άλλο από το σύμφωνο με τον ορθό λόγο, δηλαδή το μέσον το υποκειμενικό ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη» (1222a 7-11).

Το συμπέρασμα είναι σαφές: «Από αυτά συμπεραίνουμε ότι η ηθική αρετή αποτελεί υποκειμενική μεσότητα για τον καθένα μας και έχει να κάνει με το μέσον στην ηδονή και τη λύπη αλλά και σε όσα προκαλούν ηδονή και λύπη. Και άλλοτε θα συντηρήσουμε τη μεσότητα στις ηδονές (όπως και την υπερβολή ή την έλλειψη), άλλοτε στις λύπες, και άλλοτε και στις δύο. Διότι αυτός που υπερβάλλει στο ευχάριστο, υπερβάλλει στην ηδονή, και αυτός που υπερβάλλει στο λυπηρό, υπερβάλλει στο αντίθετό της» (1222a 12-18).

Με δυο λόγια, η αναζήτηση της αρετής έχει να κάνει με την αέναη εκπλήρωση της μεσότητας σε θέματα που αφορούν την ευχαρίστηση ή τη λύπη. Ο εθισμός, που μετατρέπεται σε μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα (καθένας είναι αυτά που συνηθίζει να πράττει) θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις ανθρώπινες επιλογές. Αυτός είναι και ο λόγος που κάθε άνθρωπος πρέπει από τη μικρή ηλικία να εθιστεί στις ποιοτικές πράξεις, ώστε στη ζωή του να βρίσκει χαρά με ποιοτικά πράγματα. Αν δε συμβεί αυτό, και ο εθισμός αφορά πράξεις χωρίς ποιότητα, τότε ο άνθρωπος θα βρίσκει χαρά από την ευτέλεια, πράγμα αντίθετο με την αρετή.

Οι έξεις δε σηματοδοτούν από θέση αρχής την αρετή, αφού τόσο ο ενάρετος όσο και ο ευτελής είναι προϊόντα του εθισμού τους. Η ψυχή δεν έχει τη δυνατότητα να διασφαλίσει από θέση αρχής την ποιότητα. Γι’ αυτό πρέπει να μεριμνήσει ο άνθρωπος: «Με δεδομένο, τώρα, ότι δεν υπάρχει κάποιο ήθος της ψυχής (έξη) που κάνει τον κάτοχό του να αποκτά ορισμένη ποιότητα χαρακτήρα, τέτοια που άλλοτε να ρέπει προς την υπερβολή και άλλοτε προς την έλλειψη, είναι αναγκαίο, όπως αυτά είναι αντίθετα τόσο μεταξύ τους όσο και με το μέσον, έτσι και οι έξεις να είναι αντίθετες τόσο μεταξύ τους όσο και με την αρετή» (1222a 21-25).

Όμως, οι στρεβλές έξεις που εναντιώνονται στην αρετή, αν και καταδικάζονται συνολικά ως ευτελείς συνήθειες που διαπλάθουν αντίστοιχα τον ανθρώπινο χαρακτήρα, δεν εξισώνονται. Ακόμη και στην ευτέλεια υπάρχει διαβάθμιση. Δεν είναι όλοι το ίδιο δειλοί ή θρασείς, το ίδιο τσιγκούνηδες ή σπάταλοι. Το μέγεθος καθορίζεται ανάλογα με το πόσο πολύ βρίσκονται προς την υπερβολή ή την έλλειψη, ποια είναι δηλαδή η απόσταση που τους χωρίζει από το μέσο. Το κριτήριο που θα το καταδείξει αυτό είναι, ασφαλώς, ο ορθός λόγος.

Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «συμβαίνει ανά περίπτωση άλλοτε να είναι πιο φανερές όλες οι αντιθέσεις, άλλοτε όμως φαίνεται πιο πολύ η αντίθεση κάποιου προς την υπερβολή και άλλοτε προς την έλλειψη. Και η αιτία αυτής της αντίθεσης είναι το πόσο διαφοροποιείται μια έξη από το μέσον ή πόσο το προσεγγίζει, και άλλοτε μεταβαίνει κανείς πιο γρήγορα από την υπερβολή στη μεσότητα, ενώ άλλοτε από την έλλειψη· έτσι, θεωρείται πιο αντίθετος προς τη μεσότητα όποιος απέχει περισσότερο από αυτήν» (1222a 26-33).

Όμως, πέρα από την απόσταση που έχει μια ευτελής συμπεριφορά από το μέσον, η οποία θα καταδείξει και το μέγεθος της ευτέλειας, υπάρχουν περιπτώσεις που έχει σημασία το αν κανείς σφάλλει από την πλευρά της υπερβολής ή της έλλειψης: «Στη σωματική άσκηση η υπερβολή είναι πιο υγιεινή από την έλλειψη και εγγύτερη στη μεσότητα· ενώ στη διατροφή η έλλειψη πιο υγιεινή από την υπερβολή» (1222a 34-36).

Με άλλα λόγια, έχει σημασία σε κάθε περίπτωση αν κάποιος υπερβάλλει ή ελλείπει, αφού άλλοτε είναι προτιμητέα η υπερβολή και άλλοτε η έλλειψη: «Άρα και η επιλογή μιας στάσης ζωής με αγάπη για τη γυμναστική είναι πιο υγιεινή, ανάλογα με το πώς διαφοροποιείται: άλλοτε είναι πιο υγιεινές οι πιο κοπιώδεις ασκήσεις, άλλοτε οι πιο στατικές· οπωσδήποτε πάντως, αντίθετος προς τον άνθρωπο του μέτρου και του λογικού είναι και στις δύο περιπτώσεις όποιος δεν ασκείται καθόλου ή όποιος ρίχνεται στην απόλαυση του φαγητού και δεν πεινάει ποτέ» (1222a 37-42).

Εν τέλει, η ίδια η φύση ορίζει την υποκειμενικότητα στην έννοια του μέτρου: «Όλα αυτά συμβαίνουν, διότι η φύση δεν απέχει από το μέσον με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά είμαστε λιγότερο φιλόπονοι και πιο επιρρεπείς στις απολαύσεις. Το ίδιο ισχύει και για την ψυχή» (1222a 43-45).

Κατά κανόνα η υπερβολή απομακρύνει τους ανθρώπους από τη μεσότητα σε ζητήματα απολαύσεων και η έλλειψη σε ζητήματα φιλοπονίας: «Θεωρούμε αντίθετη στο μέτρο εκείνη την έξη στην οποία σφάλλουμε πιο πολύ ή οι πιο πολλοί (ενώ η αντίθετή της μας διαφεύγει σαν να μην υπάρχει, αφού είναι τόσο ασθενική που δεν αντιλαμβανόμαστε). Παράδειγμα: την οργή λέμε αντίθετη στην πραότητα, και τον οργίλο στον πράο. Κι όμως, συναντάται υπερβολή και στο να είναι κάποιος ήπιος και με τάση στην καταλλαγή, και έτσι να μην οργίζεται ακόμα και όταν τον χαστουκίζουν. Αυτοί, όμως, οι άνθρωποι είναι λίγοι, ενώ οι πάντες ρέπουν πιο πολύ στην οργή» (1222a 45-48 και 1222b 1-5).

Το ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων έχει την τάση της υπερβολής (ή της έλλειψης) σε συγκεκριμένα ζητήματα καταδεικνύει ότι η ανθρώπινη φύση είναι πιο επιρρεπής σε ορισμένα ερεθίσματα. Αυτό, όμως, δεν απαλλάσσει από την ευθύνη. Σε μια κοινωνία παχύσαρκων δε στερείται ευθύνης αυτός που παχαίνει διαρκώς με τη δικαιολογία ότι έτσι κάνουν και οι άλλοι. Αντίθετα, θα έλεγε κανείς ότι δίνεται το έναυσμα της μεγαλύτερης προσοχής, ώστε να αποφευχθεί το λάθος των περισσότερων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, όσο πιο σύνηθες είναι το σφάλμα, τόσο μεγαλύτερη επιείκεια συγκεντρώνει (ανάλογα, βέβαια, και με το βαθμό που βλάπτει -αν βλάπτει- τους άλλους).

Ωστόσο, το γεγονός ότι σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να προτιμηθεί η υπερβολή από την έλλειψη (ή το αντίθετο) δεν αναιρεί την ανωτερότητα του μέσου. Σε κάθε περίπτωση, το μέσον είναι το άριστον και η κατά περίσταση προτίμηση της υπερβολής ή της έλλειψης έχει να κάνει με την ωφέλεια της μικρότερης βλαπτικότητας κι όχι με την καθαυτό έννοια της ωφέλειας που επέρχεται με την πραγμάτωση της ορθής πράξης: «Οπωσδήποτε, όμως, η άριστη έξη είναι η μεσότητα. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι αρετές, είτε όλες είτε οι πιο πολλές από αυτές, αποτελούν μεσότητες» (1222b 16-18).

Η ευθύνη του ανθρώπου κρίνεται αναμφίβολη από τη στιγμή που είναι στο χέρι του ο καθορισμός του μέσου και η επιθυμία εκπλήρωσης των επιταγών που ορίζει η πραγμάτωσή του. Εκείνος που δεν το ακολουθεί παρασυρόμενος στα άκρα της υπερβολής ή της έλλειψης δεν μπορεί να επικαλεστεί την άγνοια. Τόσο ο ακρατής όσο και ο δειλός έχουν πλήρη επίγνωση της συμπεριφοράς τους. Το ζήτημα έγκειται στην αδυναμία του χαρακτήρα τους να πράξουν το σωστό.

Από κει και πέρα, σε κάποιες πολύ ειδικές περιπτώσεις, που κάποιος μπορεί να βρεθεί πραγματικά σε άγνοια για το πώς να τις διαχειριστεί, εκτός του ότι θα αντιμετωπιστεί με επιείκεια (οι ακραίες περιπτώσεις επιφέρουν τη συμπόνια σχεδόν αντανακλαστικά), υπάρχει πάντα το πεδίο της φρόνησης που θα καθορίσει το μέσον ακόμη και στις δυσκολότερες περιστάσεις. Είναι οι καταστάσεις που καταδεικνύεται ο αληθινά συνετός, ο άνθρωπος δηλαδή που βρίσκει και ακολουθεί τη μεσότητα ακόμη και στις δυσχερέστερες συνθήκες.

Το ζήτημα της ανθρώπινης ευθύνης θα καταδειχθεί επιπλέον και με την επίκληση των αρχών: «Αποτελούν όλες οι ουσίες –όπως το επιβάλλει η φύση– ένα είδος αρχών· γι’ αυτό και η καθεμιά μπορεί να γεννάει πολλά όμοιά της, π.χ. ο άνθρωπος γεννά ανθρώπους, και –μιλώντας γενικευτικά– το κάθε ζώο γεννά ζώα, και το φυτό φυτά» (1222b 19-23).

Ως αρχές ορίζονται οι αναπόδραστες φυσικές επιταγές ή οι αδιαπραγμάτευτες αποδείξεις τις λογικής, όπως ότι ο άνθρωπος γεννά ανθρώπους ή ότι οι γωνίες του τριγώνου έχουν συνολικά 180 μοίρες. Ο Αριστοτέλης, όμως, δε θα σταθεί εδώ: «Πέρα από αυτά, ειδικά ο άνθρωπος αποτελεί αρχή ορισμένων πράξεων, ιδιότητα μοναδική ανάμεσα στα ζωντανά όντα, αφού αναφερόμενοι στα ζώα δεν μπορούμε να μιλάμε για πράττειν» (1222b 23-25).

Η έννοια της πράξης με τη σημασία της συνειδητής επιλογής αφορά μόνο τον άνθρωπο, ως αρχή που (επίσης) τον διαφοροποιεί από τα ζώα. Ένα ζώο είναι δύσκολο να κατηγορηθεί για κάποια ενέργειά του, αφού η έλλειψη συνείδησης λειτουργεί αθωωτικά. (Το μαθησιακό πεδίο των ζώων που τα καθιστά υπεύθυνα για μια συμπεριφορά είναι περιορισμένο σε βαθμό που να θεωρείται ανάξιο λόγου αν συγκριθεί με τις αξιώσεις που εγείρονται από την ανθρώπινη συμπεριφορά).

Αυτό που μένει είναι να οριστούν οι κυρίαρχες αρχές: «Όσες, τώρα, από τις αρχές έχουν την ιδιότητα να προκαλούν με τη δική τους κίνηση ορισμένες μεταβολές ονομάζονται κυρίαρχες αρχές» (1222b 26-27).

Με άλλα λόγια, κυρίαρχες αρχές είναι εκείνες που ενεργώντας είναι σε θέση να επιφέρουν μεταβολές, δηλαδή νέες καταστάσεις της πραγματικότητας, που θα υφίστανται τις δικές τους αρχές. Από αυτή την άποψη, δε θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη κυρίαρχη αρχή από την ίδια την ιδέα του θεού: «Η λέξη ακριβολογεί ειδικά για τις αρχές που επιβάλλουν υποχρεωτικά το είδος των μεταβολών που προέρχονται από αυτές, και υπό αυτή την έννοια ο θεός αποτελεί απόλυτα κυρίαρχη αρχή» (1222b 28-29).

Ο διαχωρισμός των κινούμενων από τις ακίνητες αρχές έχει να κάνει με τη διαφοροποίηση των αρχών που αφορούν την ανθρώπινη συμπεριφορά από το πεδίο της απόλυτης λογικής που σχετίζεται (για παράδειγμα) με τα μαθηματικά. Για να το πούμε αλλιώς οι κινούμενες αρχές αφορούν το επιθυμητικόν μέρος της ψυχής (λόγον-άλογον) που καθορίζει τον ανθρώπινο χαρακτήρα, ενώ οι ακίνητες το λόγον έχον μέρος της ψυχής που είναι υπεύθυνο αποκλειστικά για την ανάπτυξη των διανοητικών αρετών.

Ο Αριστοτέλης γράφει: «Σε ακίνητες αρχές όπως είναι οι μαθηματικές αρχές, δεν υπάρχει αυτή η κυριαρχικότητα, αν και αναφερόμαστε σε αυτήν κατ’ αναλογία προς τις κινούμενες αρχές. Στα μαθηματικά, βέβαια, αν μεταβαλλόταν η αρχή, θα μεταβαλλόταν και όλα μα όλα τα πορίσματα, μολονότι αυτά δεν αλλάζουν στην ουσία τους όταν το ένα ή το άλλο αναιρεθεί. Μεταβολή επέρχεται μόνο όταν μεταβληθεί η αρχική υπόθεση βάσει της οποίας επέρχονται τα πορίσματα» (1222b 29-35).

Σε αντίθεση με τα μαθηματικά, που ως ακίνητη αρχή δε μεταβάλλονται παρά μόνο όταν μεταβληθεί η πρότερη αρχή τους που στηρίζει όλους τους συλλογισμούς, η ανθρώπινη συμπεριφορά όχι μόνο είναι σε θέση να μεταβληθεί ανά πάσα στιγμή, αλλά ταυτόχρονα πρέπει συνεχώς να προσαρμόζεται (μεταβάλλεται) σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Το δεδομένο ότι οι ανθρώπινες πράξεις όχι μόνο μεταβάλλονται, αλλά ταυτόχρονα μεταβάλλουν τον κόσμο (ο κόσμος μεταβάλλεται από την ακατάπαυστη ανθρώπινη επενέργεια) τις καθιστά αρχές όχι μόνο κινούμενες αλλά και κυρίαρχες. Κι αυτή η αδιαπραγμάτευτη διάδραση κάνει τις ευθύνες ακόμη πιο επιτακτικές.

Αυτός είναι και ο λόγος που η πράξη είναι κίνηση, ως μεταβολή από μια κατάσταση σε μια άλλη, που ενδέχεται να πάρει συλλογικές διαστάσεις. Ο Αριστοτέλης θα φτάσει στην ουσία του θέματος: «Ο άνθρωπος με δεδομένο ότι η πράξη είναι κίνηση, αποτελεί αρχή συγκεκριμένων μεταβολών. Και επειδή η αρχή –όπως συμβαίνει και στους άλλους τομείς– είναι αιτία όσων υπάρχουν ή γίνονται λόγω αυτής, πρέπει να νοηθεί με τον τρόπο που το κάνουμε στις αποδείξεις» (1222b 36-39).

Η συνάφεια που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στις αρχές των μαθηματικών που μεταβάλλονται μονάχα εφόσον μεταβληθούν τα αρχικά τους δεδομένα (ακίνητες αρχές) και της ανθρώπινης συμπεριφοράς που μεταβάλλεται αέναα (κινούμενη αρχή) επικαλείται από τον Αριστοτέλη όχι για να υποστηριχθεί η ταύτιση των δύο αυτών αρχών αλλά για να γίνει σαφέστερος ο τρόπος της μεταβολής τους: «Εάν πάρουμε ως δεδομένο ότι το τρίγωνο έχει άθροισμα γωνιών δύο ορθές και υποχρεωτικά το τετράγωνο έχει τέσσερις, τότε σίγουρα αιτία τού να έχει το τετράγωνο τέσσερις είναι ότι το τρίγωνο έχει δύο» (1222b 39-42).

Η έννοια της αιτίας τίθεται με τρόπο απολύτως καθοριστικό, αφού θα υποδείξει αδιαπραγμάτευτα το αποτέλεσμά της. Το ότι το τρίγωνο έχει δύο ορθές γωνίες αναγκάζει το τετράγωνο να έχει τέσσερις. Αν επέλθει μεταβολή στο πρώτο πεδίο (το τρίγωνο), τότε αναγκαστικά θα μεταβληθεί και το δεύτερο (τετράγωνο): «Αν, λοιπόν, υπάρξει μεταβολή στο τρίγωνο, μεταβάλλεται υποχρεωτικά και το τετράγωνο· εάν, π.χ., το τρίγωνο έχει τρεις, τότε το τετράγωνο έξι· και αν τέσσερις, τότε οκτώ. Αλλά αν δεν υπάρξει μεταβολή και το τρίγωνο μείνει ίδιο, τότε υποχρεωτικά μένει ίδιο και το τετράγωνο» (1222b 42-46).

Κι αυτή ακριβώς είναι η έννοια της αρχής και της αιτίας: «Εφόσον δεν υπάρχει κάποιο άλλο αίτιο για το ότι το τρίγωνο έχει δύο ορθές, τότε αυτό θα αποτελεί αρχή και αίτιο για τα επόμενα» (1222b 49-51). Πρόκειται για την πρώτη αρχή και την πρώτη αιτία που θα καθορίσει και τις υπόλοιπες. Εφόσον αυτή δεν αλλάξει, τότε και τα υπόλοιπα θα μείνουν αμετάβλητα κατά τον ίδιο τρόπο που αν δεν αλλάζει το άθροισμα των γωνιών του τριγώνου, το τετράγωνο θα παραμείνει ως έχει.

Οι ακίνητες αρχές (όπως το άθροισμα των γωνιών του τριγώνου) έχουν την τάση να μη μεταβάλλονται και γι’ αυτό είναι ακίνητες αρχές: «με δεδομένο ότι ορισμένα όντα ενδέχεται να βρίσκονται στη μία κατάσταση ή την αντίθετή της, τότε υποχρεωτικά κάτι τέτοιο θα ισχύει και για τις αρχές τους. Διότι αυτό που συμβαίνει υποχρεωτικά, ανάγεται και σε κάτι υποχρεωτικό» (1222b 51-52 και 1223a 1-2).

Όσα όμως αφορούν τον άνθρωπο είναι πολύ περισσότερα και η συμπεριφορά του ανθρώπου αποτελεί αρχή για απείρως πολλαπλάσια ενδεχόμενα: «τα πράγματα του κόσμου μας ενδέχεται να συμβούν με τον έναν τρόπο ή τον αντίθετό του, και αυτά που εξαρτώνται από τον άνθρωπο είναι πολλά, και ο άνθρωπος γι’ αυτά αποτελεί αρχή. Ώστε για τις πράξεις για τις οποίες ο άνθρωπος αποτελεί αρχή και μάλιστα κυρίαρχη, είναι φανερό ότι ενδέχεται είτε να γίνουν είτε να μη γίνουν, και από τον άνθρωπο εξαρτάται το να γίνουν και το να μη γίνουν, αφού η ύπαρξη και η ανυπαρξία τους είναι απολύτως στο δικό του χέρι. Και για όσα εξαρτώνται από αυτόν, αν θα τα κάνει ή δε θα τα κάνει, ο άνθρωπος ο ίδιος αποτελεί το αίτιό τους» (1223a 3-9).

Το δεδομένο ότι ο άνθρωπος αποτελεί αρχή «και μάλιστα κυρίαρχη», η οποία μπορεί να επηρεάσει πολλά (όπως το άθροισμα των γωνιών του τριγώνου επηρεάζουν το αντίστοιχο του τετραγώνου) καθιστά την ευθύνη του τεράστια. Μιλώντας με σύγχρονους όρους θα έλεγε κανείς ότι η τύχη όλων των όντων εξαρτάται από τη συμπεριφορά του. Το ύψιστο της ευθύνης αυτής κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη της αρετής, όπως ορίζεται από το μέτρο της λογικής. Τα πράγματα που μπορούν να γίνουν και αυτά που μπορούν να αποφευχθούν είναι πλήρως στο χέρι του.

Ο δρόμος της αρετής, όπως και εκείνος της κακίας έχουν ως αίτιο τον άνθρωπο και μόνο αυτόν. Σχετίζονται με την εκούσια συμπεριφορά του, ως απολύτως συνειδητές επιλογές. Και φυσικά η διάθεση αποφυγής των ευθυνών είναι απόδειξη δειλίας: «Όλοι λοιπόν συμφωνούμε ότι για όσα είναι εκούσια και σύμφωνα με την προαίρεση του ανθρώπου, αυτός αποτελεί αίτιο· αντίθετα, για όσα είναι εκούσια, δεν είναι αίτιος ο άνθρωπος. Αίτιος είναι, ολοφάνερα, για όσα επέλεξε με τη θέλησή του. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η αρετή και η κακία θα ανήκουν στα εκούσια» (1223a 20-25).

Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια

Η ΠΕΡΙ ΕΘΝΩΝ ΚΑΙ ΕΘΝΑΡΧΩΝ ΘΕΩΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΣΤΕΜΜΕΝΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ

Η ιδέα για το σημερινό άρθρο προέκυψε όταν προσφάτως το ψευδεπίγραφα «ελληνικό» κράτος απέρριψε το αίτημά μας για χορήγηση θρησκευτικής νομικής προσωπικότητας στην Ελληνική Εθνική Θρησκεία. Ο ισχυρισμός ωστόσο του πρωτοδίκη πως τάχα ο προσδιορισμός «Ελληνική Εθνική» θα προκαλέσει στο κοινό την σύγχυση ότι η θρησκεία μας είναι η επίσημη κρατική, εκτός από την θυμιδία που μας προκάλεσε, μας έφερε επίσης στην μνήμη την ενδιαφέρουσα θεολογία του εστεμμένου φιλοσόφου Ιουλιανού περί εθνών και εθναρχών Θεών και κρίναμε καλό να την παρουσιάσουμε, αφού στα σίγουρα, κανένα ψευδεπίγραφα «ελληνικό» σχολείο δεν δίδαξε, δεν διδάσκει και δεν πρόκειται να διδάξει τέτοια πράγματα. 
 
Ο αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός, προσονομάζεται ακόμα και σήμερα από διάφορους ανόητους ή φανατικούς «Παραβάτης» ή «Αποστάτης» λόγω της κατασυκοφάντησής του από την χριστιανική Εκκλησία, επειδή στάθηκε κατά την σύντομη βασιλεία του εμπόδιο στα σχέδιά της για παγκόσμια πολιτική και πνευματική κυριαρχία. Ήταν ένας βαθύτατα καλλιεργημένος άνθρωπος, ειλικρινέστατος λάτρης της Ελληνικής Παιδείας, που θεωρούσε τον εαυτό του περισσότερο Έλληνα παρά Ρωμαίο και συνειδητοποιώντας την προέλαση της άγνοιας, της δεισιδαιμονίας και της πανουργίας κατά του ανθρώπινου πολιτισμού, επιχείρησε στα πλαίσια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων να περιορίσει την εξάπλωση του Χριστιανισμού με ήπια και λογικά νομοθετήματα, όπως την απαγόρευση μεταβίβασης περιουσιών στην Εκκλησία, την υποχρέωση των ηγετών της Εκκλησίας να επανορθώσουν τις ζημιές που είχαν προκαλέσει στα Ιερά των εθνικών και βεβαίως την εξαίρεση των χριστιανών διδασκάλων από την διδασκαλία της Παιδείας των εθνικών την οποία παραποιούσαν και γελοιοποιούσαν (πράγμα που κάνουν ακόμα και σήμερα):

«Παιδεία, νομίζω, δεν σημαίνει το να χειρίζεσαι τις λέξεις και την γλώσσα με ευρυθμία, αλλά το να σε διακρίνει η υγιής νοητική διάθεση να σκέφτεσαι λογικά, να έχεις ορθές απόψεις για το αγαθό και το κακό, το ωραίο και το αισχρό. Αυτός, λοιπόν, που άλλα πιστεύει και άλλα διδάσκει σε εκείνους που μαθητεύουν πλάι του, νομίζω έχει απομακρυνθεί τόσο από την Παιδεία όσο και από την τιμιότητα…. Μέχρι τώρα, πολλά ήσαν τα αίτια που ο κόσμος δεν επισκεπτόταν τα ιερά, και ο φόβος που επικρεμόταν από παντού συγχωρούσε την απόκρυψη της αληθινής γνώμης για τους Θεούς. Τώρα όμως που οι Θεοί μάς έδωσαν την ελευθερία, μου φαίνεται παράλογο το να διδάσκει κανείς τους ανθρώπους αυτά που δεν εγκρίνει. Μα αν θεωρούν ότι είναι σοφοί εκείνοι των οποίων τα έργα ερμηνεύουν και τους οποίους αναγνωρίζουν ως σοφούς, ας μιμηθούν πρώτα την ευσέβεια εκείνων προς τους Θεούς· αν όμως υποστηρίζουν ότι εκείνοι που αξίζουν τις μεγαλύτερες τιμές είχαν πλανηθεί, τότε ας πάνε στις εκκλησίες των χριστιανών να ερμηνεύσουν Ματθαίο και Λουκά»

Ο Ιουλιανός σήμερα παρουσιάζεται από τους απατεώνες σαν δήθεν ένας εκτός τόπου και χρόνου ονειροπαρμένος που πήγε να τα βάλει με τον υποτίθεται επιθυμητό στον Θεό Ιαχωβά ρουν της Ιστορίας. Δυστυχώς γι’ αυτούς όμως, ο πανικός που δείχνουν ακόμα και σήμερα μπροστά στο αίτημα της Επανελλήνισης, τον δικαιώνει απόλυτα, τον αναδεικνύει σε πρόμαχο του ανθρώπινου πολιτισμού σε μια εποχή βαρβαρότητας και καλεί εμάς να τον μιμηθούμε και να συνεχίσουμε τον αγώνα του.

Το «Κατά Γαλιλαίων», το οποίο ο Ιουλιανός συνέγραψε τον χειμώνα 362 - 363 στην Αντιόχεια, είναι, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, ένα κατ’ ουσίαν εξαφανισμένο 3τομο βιβλίο, του οποίου έχουν διασωθεί μόνον αποσπάσματα και άρα η αξιολόγησή του μπορεί να γίνει μόνον από τους ανθρώπους της εποχής, είτε εθνικούς είτε χριστιανούς, που το είχαν ολόκληρο στα χέρια τους. Και όπως θα δούμε, το βιβλίο κατεδάφιζε μέχρι τα θεμέλια τον Χριστιανισμό. Σύμφωνα με αυτά, και με δεδομένο ότι αυτό που έχει διασωθεί δεν έχει τον ειρμό και την συνοχή του αυθεντικού κειμένου, είναι τουλάχιστον γελοίες οι αρκετές σύγχρονες προσπάθειες να παρουσιαστεί σαν κάτι το μη σπουδαίο, ακόμα και από ανθρώπους που θεωρούσα αξιόλογους, όπως λ.χ. ο Στάντης Ρ. Αποστολίδης που σε βιβλιοκριτική τον Σεπτέμβριο του 2013 περιέγραψε το έργο ως «μια μάλλον αφελή αναίρεση των "παραλόγων" (εντός εισαγωγικών !!!) της χριστιανικής διδασκαλίας με το οπλοστάσιο της αρχαιοελληνικής Σοφιστικής αφ' ενός και του ιουδαϊκού δόγματος αφ' ετέρου… Κείμενο στην ουσία παρωχημένο, που δεν θ' απασχολήσει άλλον πέρα από ειδικούς τυχόν μελετητές της πολεμικής των έσχατων εθνικών κατά του Χριστιανισμού».

Μέσα στο 3τομο βιβλίο του, ο Ιουλιανός κατεδαφίζει τον Χριστιανισμό όπως ακριβώς και ο Κέλσος τον 2ο αιώνα και το έργο του βεβαίως ακολουθεί ανάλογη περιπέτεια: ο Ωριγένης προσπαθεί να αναιρέσει τον Κέλσο, το έργο του Κέλσου εξαφανίζεται αργότερα από τους χριστιανούς και στις δικές μας εποχές το αντιρρητικό έργο γίνεται πηγή για να αντληθούν τα παρατειθέμενα αποσπάσματα και να πραγματοποιηθεί η επίπονη ανασύσταση μέρους του «Αληθούς Λόγου ή κατά Χριστιανών» του Κέλσου.

Ομοίως, τον 5ο αιώνα ο Κύριλλος Αλεξανδρείας παραδέχθηκε ότι το «Κατά Γαλιλαίων» υπήρξε ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο κείμενο που μάλιστα κλόνισε την πίστη πάρα πολλών χριστιανών και ανέλαβε να συγγράψει κάπου ανάμεσα στο 429 και το 441 μία θεολογική αναίρεσή του, η οποία διασώθηκε μερικώς, επαρκώς ωστόσο ώστε ο Καρλ Γιόχαν Νόϊμαν (Karl Johannes Neumann, «Iuliani Imperatoris Librorum Contra Christianos Quae Supersunt», Λειψία, 1880) να αντλήσει από αυτό τις παραθέσεις αποσπασμάτων του Ιουλιανού και να έχουμε εμείς σήμερα την μερική ανασύνθεση του «Κατά Γαλιλαίων» που κυκλοφορεί, παρ’ όλο που ο Κύριλλος παρέκαμψε όλες τις «κατεδαφίσεις» του Τζεσούα Χριστού ώστε να μη συμβάλει και ο ίδιος σε περαιτέρω κλονισμό της χριστιανικής πίστης. Δύο άλλες πολεμικές κατά του «Κατά Γαλιλαίων» (από τον Θεόδωρο της Μοψουεστίας και τον Φίλιππο Σιδήτη) εξαφανίστηκαν εντελώς, καθώς μερικές φορές οι χριστιανοί θεοκράτες διέτασσαν την καταστροφή και των (κατά τους ίδιους ανεπιτυχών, άρα άχρηστων) αντιρρητικών έργων ώστε να διασωθούν όσα λιγότερα στοιχεία γίνεται από τους θεωρητικούς του Εθνισμού. Το βιβλίο του Ιουλιανού παραδόθηκε στις φλόγες κατά τον Νόϊμαν το έτος 448, με ένα κοινό έδικτο του Θεοδοσίου του Β και του Βαλεντινιανού του Β.

Στον πρόλογο του βιβλίου του «Κατά Ιουλιανού», το οποίο αφιέρωσε στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Β, ο Κύριλλος, που ανάμεσα σε άλλα ευθύνεται και για την άγρια δολοφονία της φιλοσόφου Υπατίας, παραδέχθηκε πως «δεν βρέθηκε κανείς έως τώρα από εμάς τους χριστιανούς ικανός να τον αντικρούσει». Ο πανικός του θεοκράτη μπροστά στο έργο που έχει αναλάβει να αντικρούσει είναι εμφανής. Χρησιμοποίησε 10 τόμους για να αντικρούσει τον 1ο τόμο του Ιουλιανού (οι οποίοι διασώθηκαν όλοι), 10 για να αντικρούσει τον 2ο (διασώθηκαν μόνον τμήματά τους) και πιθανόν άλλους 10 (δεν διαδώθηκε κανείς τους) για τον 3ο του Ιουλιανού.

Ο Ιουλιανός, δίχως να αναλώνεται όπως ο ομοϊδεάτης του (νεοπλατωνικός) Πορφύριος στο δικό του «Κατά Χριστιανών» σε περιττές συζητήσεις για την χρονολόγηση ή την αυθεντικότητα των λεγόμενων «Γραφών», στηλιτεύει την ασυνέπεια των χριστιανών ως προς τον κανονικό μωσαϊκό μονοθεϊσμό με την εφεύρεση μιας μονοθεϊστικής Τριάδας, και ταυτίζεται με τον Κέλσο στην καταγγελία του παραλογισμού μιας ανθρώπινης «ενσάρκωσης» του Θεού, αντιλέγοντας πως οι λεγόμενοι «σωτήρες» Θεοί ημών των Εθνικών Ασκληπιός, Διόνυσος και Ηρακλής είναι θεϊκά πλησιάσματα προς τον κόσμο των θνητών, ώστε να σταθεροποιηθεί ένας κρίκος σύνδεσης ανάμεσα στους δύο κόσμους.

Φυσικά δεν έχουμε στα χέρια μας το όλο έργο. Η πιο ύπουλη μέθοδος επιβολής των χριστιανών ήταν άλλωστε εξαρχής και εξακολουθέι να είναι, όσο δύνανται, η εξαφάνιση της τεκμηριωμένης ιστορικής μνήμης και μετά η επανεγγραφή της με τα παραμύθια και τις αρλούμπες τους. Ο Λιβάνιος όμως, έχοντας υπ’ όψιν του ολόκληρο το έργο, χαιρετίζει τον Ιουλιανό ότι αποδείχθηκε σοφότερος του Πορφυρίου και απέδειξε αποτελεσματικότερα την γελοιότητα των χριστιανικών θεολογημάτων.

Αν και, αντιπαραβάλλοντάς τον με την αντεθνική φύση του Χριστιανισμού, ο Ιουλιανός χαιρετίζει ως εθνική Θρησκεία τον Ιουδαϊσμό. Παρ’ όλα αυτά ασκεί αυστηρή κριτική στους παραλογισμούς της θεολογίας του, την οποία έχει υιοθετήσει πλήρως ο Χριστιανισμός, ο οποίος όμως θέλει διακαώς να καταστρέψει τον Ιουδαϊσμό, πράγμα που από διαφορετικές πλευρές γνώριζαν τόσο ο Ιουλιανός (που προσπάθησε να βοηθήσει τους Ιουδαίους να ξανακτίσουν τον Ναό της Ιερουσαλήμ) όσο και ο Κύριλλος (που με τους 500 παραβολάνους του έκανε το πρώτο στην Ιστορία συστηματικό πογκρόμ εναντίον τους, παρά τις αντιρρήσεις του κυβερνήτη της Αλεξάνδρειας). Είναι κανόνας άλλωστε στην Ιστορία, οι αποσχίσεις (πολιτικές, θρησκευτικές, κ.λπ.) να επιθυμούν διακαώς την καταστροφή του κυρίως σώματος από το οποίο έχουν αποσπαστεί. Ας διαβάσουμε ένα αρκετά χαρακτηριστικό απόσπασμα του Ιουλιανού, στο οποίο απαντά στον Ευσέβιο, αλλά και, χωρίς να το γνωρίζει, στον μεταγενέστερο Κύριλλο που ισχυριζόταν επίσης ότι οι Έλληνες την σοφία τους την είχαν πάρει από τον… Μωϋσή και τον Σολομώντα και μετά απλώς είχαν… αντιστρέψει την αλήθεια:

«Παρά ταύτα ο άθλιος Ευσέβιος διατείνεται πως έχουν και αυτοί κάποια ποιήματα σε εξάμετρους στίχους. Επιδιώκει μάλιστα με ζήλο να αποδείξει ότι αναπτύχθηκε στους Εβραίους και η μελέτη της λογικής, το όνομα της οποίας το έχει ακούσει από τους Έλληνες. Ποιο είδος όμως ιατρικής τέχνης έκανε την εμφάνισή του στους Εβραίους, όπως στους Έλληνες η ιατρική του Ιπποκράτη και μερικών άλλων σχολών που ακολούθησαν χρονικά; Συγκρίνεται ο "σοφότατος" Σολομών με τον Φωκυλίδη ή τον Θέογνη ή τον Ισοκράτη από την πλευρά των Ελλήνων; Από πού και ώς πού; Αν συνέκρινες έστω τις παραινέσεις του Ισοκράτους με τις "Παροιμίες" εκείνου, θα κατέληγες, είμαι βέβαιος, στο συμπέρασμα ότι ο υιός του Θεοδώρου είναι ανώτερος από τον "σοφότατο" βασιλέα. "Ο Σολομών όμως", απαντά, "είχε εντρυφήσει και στην θεουργία" Και λοιπόν; Μήπως και αυτός δεν ελάτρευσε τους δικούς μας Θεούς εξαπατημένος, καθώς λένε, από τη γυναίκα του; Οποία υπεροχή! Τι πλούτος σοφίας! Δεν κατανίκησε την ηδονή και τον παραπλάνησαν τα λόγια μιας γυναίκας! Όμως αν εξαπατήθηκε από μια γυναίκα, μην τον χαρακτηρίζετε σοφό. Αν πάλι είστε πεπεισμένοι ότι ήταν σοφός, μη θεωρείτε ότι εξαπατήθηκε από μια γυναίκα, αλλά ότι, ακολουθώντας τη δική του κρίση και σύνεση και τη διδασκαλία που του φανέρωσε ο Θεός, ελάτρευσε και τους άλλους Θεούς. Γιατί ο φθόνος και ο ζήλος ούτε καν τους πιο ενάρετους ανθρώπους δεν πλησιάζουν -πόσo μάλλον απέχουν από τους αγγέλους και τους Θεούς. Ασχολείστε ως εκ τούτου με επιμέρους δυνάμεις, τις οποίες ασφαλώς και δεν θα έκανε λάθος κανείς, αν τις αποκαλούσε δαιμονικές. Γιατί σ᾽ αυτές βλέπει κανείς έπαρση και ματαιοδοξία, ενώ στους Θεούς δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο.»

Στο «Κατά Γαλιλαίων», ο μωσαϊκός Θεός είναι μία «μερική» θεότητα ή ίσως και ένας δαίμων, που διάλεξε αποκλειστικά τους Ιουδαίους από όλη την ανθρωπότητα και περιορίστηκε σε αυτούς, επιδεικνύοντας και βεβαίως μεταδίδοντας σε αυτούς όχι Αρετή, αλλά αβεβαιότητα και πάθη (λ.χ. ζηλοφθονία) που δεν έχει ένας πραγματικός Θεός: «εάν πράγματι είναι θεός όλων μας, και εξίσου δημιουργός όλων, γιατί αδιαφόρησε για εμάς; Επόμενο λοιπόν είναι να θεωρούμε ότι ο θεός των Εβραίων δεν είναι δημιουργός όλου του κόσμου και δεν εξουσιάζει τα πάντα, αλλά ότι, όπως είπα, είναι περιορισμένος και, καθώς η εξουσία του είναι πεπερασμένη, φανταζόμαστε ότι είναι ένας ανάμεσα στους άλλους θεούς. Πρέπει μήπως να σας δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή, επειδή εσείς ή κάποιος από τη φάρα σας έφτασε σε μιαν ασαφή ιδέα περί ύψιστου θεού; Δεν είναι μερικότητες όλα αυτά; Ένας θεός που ζηλεύει· γιατί δηλαδή να ζηλεύει και να εκδικείται τα παιδιά για αμαρτίες των γονιών τους;»

Επιπροσθέτως, ο Ιουλιανός υποστηρίζει πολύ σωστά πως η βιβλική αφήγηση περί «Πύργου της Βαβέλ» για να εξηγηθεί η απέραντη εθνόσφαιρα του πλανήτη απευθύνεται σε αφελείς, αφού δεν εξηγεί γιατί τα έθνη έχουν τόσο μεγάλες διαφορές στην φυσική εμφάνιση, στο αξιακό σύστημά τους, τις νομοθεσίες τους, κ.λπ. Αντίθετα από τις βιβλικές αφηγήσεις, οι διαφορές των εθνών δεν είναι αποτέλεσμα τιμωρίας, αλλά δώρα ιδιαίτερων Θεών που έχουν δημιουργήσει τα δικά τους ιδιαίτερα έθνη ή τις δικές τους πόλεις, είναι δηλαδή ΕΘΝΑΡΧΕΣ ή ΠΟΛΙΟΥΧΟΙ Θεοί. Ο Ιουλιανός γράφει: «επανέρχομαι όμως αμέσως στο πώς ο Θεός μπέρδεψε τις γλώσσες. Ο Μωυσής είπε την αιτία· ότι φοβήθηκε μήπως οι άνθρωποι, αποκτώντας πρόσβαση στον ουρανό, κάνουν τίποτα εναντίον του, έτσι όπως είχαν την ίδια γλώσσα και σύμπνοια αναμεταξύ τους· για το πώς όμως το κατάφερε αυτό, το μόνο που λέει είναι ότι το 'κανε αφού πρώτα κατέβηκε από τον ουρανό -προφανώς επειδή δεν μπορούσε να το κάνει αν δεν κατέβαινε στη γη. Για τις διαφορές στα ήθη και στα έθιμα, ούτε ο Μωυσής ούτε άλλος κανείς έχει να μας διαφωτίσει. Πόσω μάλλον που οι διαφορές στα έθιμα και τα πολιτικά ήθη των εθνών, είναι οπωσδήποτε μεγαλύτερες από τη διαφορά στις γλώσσες».

Στον 4ο αιώνα που ζει, ο Ιουλιανός μεταχειρίζεται πολύ σωστά τον όρο «Ελληνισμός» ως θρησκεία. Βρισκόμαστε μισή χιλιετία μετά τους Ασμοναίους, που, ήδη ο όρος «Ελληνισμός» δεν είχε πια να κάνει με το να είσαι Έλληνας ως τέτοιος, αλλά αποτελούσε όνομα ενός ιδιαίτερου πολιτισμικού και αξιακού συστήματος, το οποίο βεβαίως είχε διαμορφωθεί από μία συγκεκριμένη εθνική θρησκεία, εκείνη των Ελλήνων, που παρέμενε τέτοια πλην όμως ήταν ταυτοχρόνως και προσιτή για κάθε άνθρωπο όπου γης που διέθετε καλλιέργεια, λογικότητα, ελευθεροπρέπεια και καλή αισθητική. Ήδη από την εποχή των Αντωνίνων ο Ελληνισμός ήταν το κυρίαρχο έθος από άκρου σε άκρο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και σε αυτό βεβαίως συμφωνούσαν και οι άσπονδοι εχθροί του ιουδαίοι και χριστιανοί. Δεκαετίες πριν ανέλθει ο Ιουλιανός στον θρόνο, ο Ευσέβιος Καισαρείας και ο Επιφάνειος Κύπρου (στο «Πανάριον») αντιμετωπίζουν κανονικότατα ως θρησκεία τον Ελληνισμό.

Αναγνωρίζοντας λοιπόν ο φιλόσοφος αυτοκράτορας το ποιος ήταν ο κύριος στόχος επίθεσης των χριστιανών συγγραφέων μέχρι τότε, και στρέφοντας την ίδια την θεωρία τους ενάντιά τους, αναγνωρίζει τον ρωμαϊκό κόσμο ως απολύτως εξελληνισμένο και αναβιβάζει την Εθνική Θρησκεία των Ελλήνων σε επίσημη Θρησκεία ολόκληρης της Αυτοκρατορίας. Επαναφέροντας την ιστορική αντίθεση Ελληνισμού – Ιουδαϊσμού, απαξιώνει την ίδια στιγμή τον Χριστιανισμό ως μια πολιτισμική και θρησκευτική ανωμαλία. «Να συγκρίνουμε τις περί Θείου αντιλήψεις μεταξύ των Ελλήνων και των Ιουδαίων, και τελικά να μάθουμε για εκείνους που δεν είναι ούτε Έλληνες ούτε Ιουδαίοι, αλλ' ανήκουν στην σέχτα των Γαλιλαίων» έγραψε ο Ιουλιανός.

Αυτό που πήγε να κάνει, το σταμάτησε βεβαίως η προδοτική λόγχη, μάλλον χριστιανική, που τον κάρφωσε πισώπλατα καθώς ηγείτο επίθεσης κατά των στρατευμάτων του Πέρση βασιλιά Σαπώρ (η χριστιανική μυθοπλασία απέδωσε τον φόνο του στον... «Άγιο Μερκούριο»), ενώ στο θεωρητικό και θεολογικό επίπεδο ο Χριστιανισμός, μη μπορώντας καν να ψελλίσει κάποιον σοβαρό αντιρρητικό λόγο, εκτόξευε βρισιές και κατάρες. Μοναδική σοβαρή προσπάθεια ήταν εκείνη του φανερά αλαφιασμένου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού (στην 4η «Ομιλία» του), που, κατ’ όπως συνηθίζει να λέει σήμερα ο λαός, «πέταξε την μπάλλα στην εξέδρα», με τον ισχυρισμό πως αναγνωρίζει την ιδιότητα της πραγματικής Θρησκείας (για την οποία τότε χρησιμοποιούντο οι όροι "θρησκεία", "θεοσέβεια", "religio") μόνον στον αντεθνικό Χριστιανισμό, ούτε καν στον Ιουδαϊσμό τον οποίο θεωρεί και αυτόν (και έχει δίκιο), μια Εθνική Θρησκεία. Ο Χριστιανισμός, όπως αργότερα και το Ισλάμ, αποτελεί αντι-έθνος. Ο χριστιανός δεν συμμετέχει στον Χριστιανισμό επειδή είναι χριστιανός (όπως ο Ιουδαίος στον Ιουδαϊσμό), αλλά γίνεται χριστιανός επειδή συμμετέχει στον Χριστιανισμό.

Στα άρθρα μας για την Αρετή, γνωρίσαμε ότι οι επιμέρους αρετές είναι ιδιότητες των Θεών που αντανακλώμενες στο επίπεδο των θνητών, εφαρμόζονται, κατά το δυνατόν για άνθρωπο, στον καθημερινό βίο και οδοδεικνύουν τον δρόμο προς την τελειοποίηση, προς εκείνο δηλαδή που οι πρόγονοί μας περιέγραψαν με τον όρο «τελείωση». Θυμόμαστε τον σχετικό ορισμό του Γεωργίου Γεμιστού – Πλήθωνος: «Αρετή εστίν έξις, καθ' ην αγαθοί εσμέν. Αγαθός μεν δη τώι όντι ο Θεός, άνθρωποι δε αγαθοί γιγνόμεθα επόμενοι Θεώι κατά το δυνατόν ανθρώπωι». Οι εθνάρχες Θεοί που αναφέρει ο Ιουλιανός λοιπόν, αυτονόητα μεταβιβάζουν τις ιδιότητές τους στα έθνη που δημιουργούν και καθοδηγούν. Οι εθνάρχες Θεοί είναι η μοναδική πηγή για τις συλλογικές αρετές που επιδεικνύει το έθνος τους. Καθώς στην δική μας Παράδοση προτεραιότητα έχει το σύνολο (η «πόλις», το «έθνος», κ.λπ.) και όχι, όπως στον Χριστιανισμό, το άτομο που ενδιαφέρεται μόνον για το πώς θα εξασφαλίσει καλό μεταθανάτιο «παρκάρισμα» στην υποτιθέμενη ατομική ψυχή του, ενώ η ατομική διεκδίκηση της Αρετής είναι επίπονη φιλοσοφική και έμπρακτη διαδικασία, η εθνική Αρετή παρέχεται από τον εθνάρχη Θεό δίχως κανένα άλλο αντάλλαγμα πέραν της αυτονόητης διατήρησης του δεσμού των δύο μερών. Ο Ιουλιανός γράφει:

«οι δικοί μας φιλόσοφοι λένε ότι ο δημιουργός είναι πατέρας όλων και κοινός βασιλιάς, και ότι ανέθεσε όλα τα υπόλοιπα σε Θεούς εθνάρχες και πολιούχους, καθένας από τους οποίους κηδεμονεύει τον δικό του κλήρο με το δικό του τρόπο. Έτσι λοιπόν, επειδή για τον πατέρα τα πάντα είναι τέλεια και τα πάντα είναι ένα, ενώ στον κάθε Θεό χωριστά υπερτερεί μια διαφορετική ικανότητα, ο Άρης κηδεμονεύει τα πολεμικά έθνη, η Αθηνά τα πολεμικά που διαθέτουν και φρόνηση, ο Ερμής τα συνετότερα κυρίως παρά τα τολμηρότερα, και την εκάστοτε ιδιοσυγκρασία των αρμοδίων Θεών ακολουθούν τα έθνη που κηδεμονεύονται απ' αυτούς. Αν τώρα η εμπειρία δεν επιβεβαιώνει τα λόγια μας, τότε θα δεχτούμε ότι οι παραδόσεις μας είναι φαντασιοπληξίες και η προσπάθεια μας να πείσουμε μάταιη, και θα πρέπει να επαινέσουμε τις δικές σας ιδέες· αν όμως συμβαίνει εντελώς το αντίθετο, και η εμπειρία αιώνων επιβεβαιώνει αυτά που λέμε εμείς, ενώ με τις δικές σας θεωρίες δε φαίνεται να συμφωνεί σε τίποτα και πουθενά, γιατί εξακολουθείτε να ερίζετε σε τέτοιο βαθμό; Ας μου πει λοιπόν κάποιος: Ποια η αιτία που οι Κέλτες και οι Γερμανοί είναι ριψοκίνδυνοι, ενώ οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι καταγίνονται κυρίως με την πολιτική και με τη φροντίδα για τα ανθρώπινα, δίχως να παύουν να είναι σταθεροί και ικανοί στον πόλεμο, ενώ οι Αιγύπτιοι είναι πιο συνετοί και επιδίδονται περισσότερο στις τέχνες, και οι Σύριοι είναι φιλήσυχοι, καλοπερασάκηδες και συνάμα συνετοί, θερμοί, ματαιόδοξοι και καπάτσοι

Ας αναπτύξουμε λίγο περισσότερο το όλο σχήμα. Στο πλατωνικό σύστημα που αποδεχόταν ο Ιουλιανός, όλα τα υπάρχοντα στον δικό μας, τον λεγόμενο «αισθητό» κόσμο που διαρκώς μεταβάλλεται, οφείλουν την ύπαρξή τους και την όποια αλήθεια τους σε άπειρες τον αριθμόν αυθύπαρκτες, αιώνιες, αγέννητες, άφθαρτες, ακίνητες και αμετάβλητες νοητές οντότητες, τις «Ιδέες», δηλαδή τους γενικούς και αιώνιους τύπους των πραγμάτων. «Συνήθως δεχόμαστε ότι υπάρχει μια καθορισμένη Ιδέα για κάθε ομάδα επιμέρους πραγμάτων με το ίδιο όνομα» έγραψε ο Πλάτων στην «Πολιτεία» του (596a). Στο πλατωνικό σύστημα, όλα τα υπάρχοντα στον αισθητό κόσμο είναι αντανακλάσεις, είδωλα, αντικατοπτρισμοί, απεικάσματα των πραγματικών γενικών και αιωνίων τύπων, που βρίσκονται στον κόσμο του Είναι, στον κόσμο όπου είναι και οι Θεοί.

Όπως μία «Ιδέα» αντανακλάται, αντικατοπτρίζεται σε ένα αντικείμενο του «αισθητού» κόσμου έτσι και η φύση ενός εθνάρχη Θεού αντικατροπτίζεται στο έθνος των ανθρώπων που έχει δημιουργήσει και εν συνεχεία εμπνεύσει και καθοδηγήσει, ώστε η ιδιαίτερη φύση αυτού του Θεού να δημιουργεί έναν ιδιαίτερο συλλογικό τρόπο αντίληψης, εκδήλωσης και συμπεριφοράς, δηλαδή «έθος».

Όπως όμως το απείκασμα υπάρχει μόνον όταν κάτι δεν φράσσει την διαδρομή ανάμεσα στην πηγή του και σε αυτό, έτσι και η υπό μορφήν συλλογικής Αρετής αντανάκλαση του εθνάρχη Θεού στο έθνος του σταματά όταν το τελευταίο απαρνηθεί τον Θεό του. Όπως εξαφανίζεται το απείκασμα όταν στερηθεί την πηγή του, έτσι και το κάθε έθνος αυτοκτονεί και χάνεται όταν χάσει την επαφή του με τον εθνάρχη Θεό του. Το τελευταίο απεδείχθη από την μεταγενέστερη του Ιουλιανού Ιστορία της επικράτησης του επεκτατικού μονοθεϊσμού (ήτοι του Χριστιανισμού και του Ισλάμ): όσα έθνη εκχριστιανίσθησαν ή εξισλαμίσθησαν, έσβησαν, έπεσαν σε απερίγραπτη παρακμή ή γνώρισαν διαστήματα φαινομενικής «ακμής» νεροκουβαλώντας όμως στην ουσία σε αυτούς ακριβώς που προηγουμένως τα είχαν γενιτσαροποιήσει και υποδουλώσει.

Για να επανέλθουμε τώρα στα ημέτερα και στην πρόσφατη απόρριψη από το ψευδεπίγραφα «ελληνικό» κράτος του αιτήματός μας για χορήγηση θρησκευτικής νομικής προσωπικότητας στην Ελληνική Εθνική Θρησκεία, επί της ουσίας στον «Ελληνισμό». Η Θρησκεία ημών των Ελλήνων, όντας ανέκαθεν εθνική, αυτο-χαρακτηρίζεται και επισήμως ως τέτοια ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα, αρκετές δεκαετίες πριν την Γαλλική Επανάσταση και την γενίκευση του νεωτερικού «nacion», όπου σωστά στις λατινόριζες γλώσσες του κόσμου καθιερώθηκε να περιγράφεται με βάση την ρωμαϊκή λέξη «natus» («καταγόμενος») και όχι λανθασμένα ως «έθνος» όπως συνέβη στην χώρα μας, δημιουργώντας απερίγραπτη σύγχυση και αλλεπάλληλες παρανοήσεις.

Διατηρώντας βεβαίως απροκάλυπτα κατηχητική την φύση της υποτιθέμενης «παιδείας» που παρέχει το «ελληνικό» κράτος στους ανήλικους υπηκόους του, ακόμα και σήμερα δεν τολμά να αντικαταστήσει την πλύση εγκεφάλου που, κατ’ ευφημισμόν, ονομάζει «Θρησκευτικά» με την κοινωνική επιστήμη της Θρησκειολογίας. Και μιλάμε για επιστήμη, γιατί ο θρησκειολόγος πιστός ή μη, είναι υποχρεωμένος να παραμερίσει τις ατομικές του πεποιθήσεις προκειμένου να κατανοήσει τα θρησκευτικά συστήματα άλλων και διαφορετικών από αυτόν ανθρώπων, να απoστασιοποιηθεί δηλαδή ή να απαγκιστρωθεί με επιτυχία από τις δικές του προσωπικές απόψεις. Από τα μέσα του 19ου αιώνα πάντως, από την εποχή του James Freeman Clarke (1810 – 1888), το μαθαίνουν δεν το μαθαίνουν αυτό οι ανήλικοι υπήκοοι, η επιστήμη της συγκριτικής Θρησκειολογίας χρησιμοποιεί τον όρο «εθνικές», δηλαδή «ethnic» για να προσδιορίσει τις Θρησκείες που, αντίθετα από τον Χριστιανισμό, το Ισλάμ και εν μέρει τον Βουδισμό, δεν είναι «οικουμενικές» («ecumenical», «universal»), «παγκόσμιες» («global», «world»), «ευαγγελικές» («evangelical») και «προσηλυτιστικές» («proselytic»), αλλά είναι καθοριστικές μιας συγκεκριμένης εθνικής ταυτότητας, δεν έχουν ιδρυθεί αλλά η αρχή τους χάνεται στην αχλύ του κάθε εθνογενετικού μύθου, δεν είναι αποκαλυτικές και δεν προσηλυτίζουν, απλώς δέχονται ως νέα έξωθεν μέλη μόνον όσους οικειοθελώς προσχωρούν σε αυτές.

Αυτά όμως είναι προβλήματα της νεωτερικότητας και είναι υποχρεωμένη η ίδια που τα δημιούργησε να τα λύσει, πόσω μάλλον το ημεδαπό πολιτισμικό και θρησκευτικό καθεστώς, που ανακατώνοντας τον νεωτερισμό με τον βυζαντινισμό έχει δημιουργήσει πρόσθετες και αθεράπευτες τερατουργίες. Εμάς, τους εθνικά συνεπείς Έλληνες, που την ταυτότητά μας έχουν εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια διαμορφώσει με την συμφωνία του Ολυμπίου Διός οι εθνάρχες Θεοί μας Αθηνά και Απόλλων, δεν μας αφορούν. Και βεβαίως δεν θα μας αλλάξουν το όνομα οι ενάντιοι σε εμάς, εκτός κι αν θέλουν να κάνουμε μία αμοιβαία συμφωνία για αλλαγή αυτο-ονομασίας και δεχθούν, αυτοί πρώτα, να λέγονται, όπως έκρινε ο Ιουλιανός, «γαλιλαίοι» αντί «χριστιανοί».

ΔΕΣ:

Ιουλιανός: "Θεών αγάλματα"

Ιουλιανός: Αντιοχικός λόγος («Μισοπώγων» ή «Για την απέχθεια προς τα γένεια»)

Η Έννοια της Θρησκείας στην Αρχαία Ελλάδα

Η θρησκεία αποτελούσε ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των αρχαίων Ελλήνων. Ως εκ τούτου, η μελέτη της παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον αλλά και τεράστια πολυπλοκότητα στην κατανόηση και στην εν συνόλω παρακολούθηση του φαινομένου. Ναοί και αρχιτεκτονικά στοιχεία, θυσίες και τελετές, αγώνες, αγάλματα θεών και ηρώων και ένα πραγματικά τεράστιο μυθολογικό πλέγμα συνθέτουν την αρχαία ελληνική θρησκεία. Κάθε ένα από τα παραπάνω αποτελεί ένα ξεχωριστό τομέα αναζήτησης για το σύγχρονο μελετητή. Όμως, το βασικότερο που πρέπει να κατανοήσει κανείς για να προσεγγίσει όσο πιο σωστά γίνεται την αρχαία ελληνική θρησκεία είναι η έννοια που έδιναν οι ίδιοι οι πρόγονοί μας στην πίστη τους.

Αυτό αρχικά μπορεί να επιτευχθεί αν προσπαθήσουμε έστω για λίγο να απαλλαγούμε από τη σύγχρονη θρησκευτική σκέψη. Η θρησκεία είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο και η σημερινή κοινωνία δεν έχει καμία σχέση με την κοινωνία της αρχαιότητας σε συνάρτηση με τη θρησκεία. Οι θεοί των Ελλήνων δεν ήταν δημιουργοί αλλά κομμάτι του κόσμου, ήταν αθάνατοι αλλά όχι αιώνιοι, είχαν υπεράνθρωπες ικανότητες και ιδιότητες αλλά όχι παντογνώστες ή παντοδύναμοι. Έπειτα οφείλουμε να κατανοήσουμε τη διαφορά ανάμειξης της θρησκείας στη καθημερινή ζωής. Η θρησκεία και η λατρευτική πίστη είναι πλέον αποκομμένη από τη μάζα του πλήθους, είναι μια πράξη που ο κάθε ένας επιλέγει αυτοβούλως να συνευρεθεί πνευματικά με το Θείο. Ακριβώς αντίθετα από την αρχαία ελληνική πίστη, όπου η συμμετοχή στα δημόσια λατρευτικά δρώμενα δεν ήταν μόνο δικαίωμα, αλλά και καθήκον. Οι δε παραβάτες ή μη συμμετέχοντες στις τελετές τιμωρούνταν πολύ αυστηρά από την πολιτεία.

Υπολογίζεται ότι περίπου 100 μέρες το χρόνο υπήρχε μια δημόσια τελετή ή θυσία που έπρεπε ο πολίτης να συμμετέχει έστω δια της παρουσίας του. Αν υπολογισθούν και οι τοπικές ή δημοτικές ή οικογενειακές λατρείες Θεών και ηρώων, γίνεται κατανοητό ότι οι ελληνικές πόλεις-κράτη αποτελούσαν θρησκευτικά κράτη. Αυτός άλλωστε υπήρξε και μια πρακτική που εφήρμοσε η πολιτεία για να κρατάει σφιχτούς τους δεσμούς της κοινωνίας εν γένει και των τάξεων. Οι πολίτες αναλάμβαναν μαζί θυσίες, συμμετείχαν σε τελετές, αγώνες και εορτές και συναντούσαν ο ένας τον άλλο κατά τις δημόσιες εκδηλώσεις. Έτσι έρχονταν πιο κοντά.

Ορθότερή θα ήταν η χρήση του όρου ελληνική λατρεία, αντί για ελληνική θρησκεία. Οι αρχαίοι δεν είχαν κάποιο ιερό βιβλίο που να επιτάσσει τι έπρεπε να πράττει ο κάθε πιστός, όπως οι σύγχρονες μονοθεϊστικές θρησκείες. Δεν υπήρχε ιερατείο που να έχει την δικαιοδοσία να συνομιλεί με το Θεό ή να μιλά εξ ονόματος του. Οι ιερείς και οι ιέρειες, στις πλείστες των περιπτώσεων ήταν απλοί πολίτες που ασκούσαν τα ιερατικά τους καθήκοντα συνήθως με ενιαύσια θητεία.

Η λατρεία αυτή μπορούσε να πάρει μορφή μια θυσίας, μιας σπονδής, ενός ναού, ενός αναθήματος (άγαλμα > αγάλλομαι > χαίρομαι- χαίρονταν οι θεοί με την προσφορά) ή γυμναστικών και μουσικών αγώνων.

Η θυσία, δημόσια ή ιδιωτική ήταν η κύρια μορφή τελετουργίας και σχέσης ανάμεσα στους Θεούς και στους ανθρώπους. Η μελέτη των θυσιών μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει ξεχωριστό κεφάλαιο μελέτης εξαιτίας της πολυπλοκότητας που παρουσιάζουν.

Οι ναοί, τα ιερά, τα τεμένη, αποτελούσαν τους ιερούς χώρους συνάντησης του θείου με τον άνθρωπο. Μπορούσαν να είναι οτιδήποτε. Στα πρωιμότερα χρόνια μιλάμε για σπηλιές, ποτάμια, κορυφές βουνών, άλση. Συνεχίζοντας χρονολογικά έχουμε την ύπαρξη βωμών και μικρών αρχιτεκτονικών κατασκευών και κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο καταλήγουμε στους σπουδαίους ναούς, πραγματικά μνημεία της αρχιτεκτονικής, της ομορφιάς, των χρωμάτων και της γεωμετρίας, που όλοι γνωρίζουμε και θαυμάζουμε. Στο σημείο αυτό δε πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι ο ναός σ’ αντίθεση με το σήμερα που αποτελεί χώρο συγκέντρωσης, ήταν ο χώρος που στέγαζε το άγαλμα της θεότητας και οι πιστοί εισέρχονταν σ’ αυτόν σπάνια

Ένα ακόμη «σύγχρονο» λάθος είναι η αναφορά στην αρχαία ελληνική θρησκεία με τον εντελώς παραπλανητικό και λανθασμένο όρο «δωδεκαθεισμός». Στην πραγματικότητα υπάρχει ένας ατελείωτος κατάλογος παλαιότερων και νεότερων Θεών (με βάση τη γενεαλογία τους), κατώτερων θεοτήτων, δαιμόνων, νυμφών, ημίθεων, ηρώων και όλοι αυτοί μαζί είχαν τη δική τους ξεχωριστή λατρευτική θέση, τόσο πρακτικά από την πολιτεία, όσο και προσωπικά κατ’ άτομο. Ξεχωριστό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι οι Θεοί ήταν αναγνωρισμένοι και σεβαστοί από το Πανελλήνιο. Εννοείται πως κάθε περιοχή έδινε βαρύτητα σε κάποια διαφορετική θεότητα ανάλογα με τις ανάγκες της, όμως οι Θεοί έχαιραν ουσιαστικά παντού ίδιας εκτίμησης. Χαρακτηριστικό γεγονός είναι τα επίθετα που έδιναν στις θεότητες ανάλογα με την ιδιότητα με την οποία την επικαλούντο. (παράδειγμα η Αθηνά συναντάτε με πάνω από 40 προσωνύμια: Παλλάδα , Παρθένος, Αφαία, Χαλκίοικος, Νικηφόρα…)

Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι η μελέτη της ελληνικής λατρείας δε μπορεί να προχωρήσει χωρίς την αποσαφήνιση κάποιων θεμελιωδών εννοιών όπως: δίκαιο, ιερό, αγνό, μιαρό, ευσέβεια και ύβρις. Έννοιες στις οποίες οι αρχαίοι έδιναν μεγάλη βαρύτητα, έστω και αν σήμερα είναι δύσκολη η κατανόηση της σημασίας τους σε πρακτική αξία. Εφόσον η ελληνική πίστη δε βασιζόταν σε κάποιου είδους ιερό βιβλίο ή ιερατείο- αυθεντία, έδινε μεγάλη βαρύτητα σ’ αυτές τις έννοιες που δε μπορούμε με βεβαιότητα να εξηγήσουμε τι αντιπροσώπευαν. Το δίκαιο αφορούσε το να πράττει κανείς με σεβασμό και με βάση τους ηθικούς κανόνες. Ιερά ονομάζονταν οι χώροι λατρείας αλλά και τα λατρευτικά σκεύη ή τα σκεύη που χρησιμοποιούντο κατά τις τελετές. Μιαρό ήταν το μολυσμένο, το αντίθετο του αγνού και του καθαρού. Δεν έχουν μονοσήμαντη ερμηνεία. Το αίμα του θυσιαζόμενου ζώου είναι καθαρό. Το αίμα ενός δολοφονημένου είναι μιαρό και πρέπει να εξαγνιστεί. Το ίδιο και η ευσέβεια και η ύβρις. Αφορούν την τήρηση των ηθικών και θρησκευτικών κανόνων και συμπεριφορών και αποτελούσαν ιδιότητες μεγάλης σημασίας. Οι ευσεβείς άνδρες έχαιραν μεγάλης εκτίμησης, ενώ οι υβριστές τιμωρούνταν παραδειγματικά.

Μετά από αυτή την μερική ανάλυση των εννοιών που αφορούν την θρησκεία των Ελλήνων, γίνεται κατανοητή η πολυπλοκότητα και η πολυσημία του αντικειμένου και το εύρος των θεμάτων που μπορεί κανείς να μελετήσει. Και πάλι, με κάθε επιφύλαξη διότι ποτέ δε θα μπορέσουμε να φτάσουμε στην πλήρη κατανόηση των γεγονότων και της σημασίας τους.

Mahayana-Sraddhotpada Shastra

Η Αφύπνιση της Πίστης στο Απόλυτο Ως Έχει

The Awakening Of Faith In Mahayana (Mahayana-Sraddhotpada Shastra)

Η Πραγματικότητα Είναι Μία, Χωρίς Ιδιότητες Κενότητα. Ο Χαρακτήρας Της δεν Αλλοιώνεται από την «Ύπαρξη Φαινομένων», γιατί όλα αυτά δεν είναι κάτι διαφορετικό από το Σώμα της Κενότητας. Η Βίωση της Μίας Πραγματικότητας, της Κενότητας της Ουσίας, της Ενότητας των Πάντων σαν Μιας Ουσίας, που μόνο φαινομενικά (από τον αφώτιστο νου) διαχωρίζεται σε πολλαπλότητα, είναι Γνώση.

Η «Εμμονή» στα Φαινόμενα, και η Αντίληψη των Φαινομένων σαν πραγματικότητα, δημιουργεί την αντίληψη μιας άλλης «παράλληλης πραγματικότητας» (μιας «εικονικής πραγματικότητας» παρ’ όλα αυτά). Τότε, δεν γίνεται αντιληπτό το Υπόβαθρο της Κίνησης αλλά μονάχα η Κίνηση. Αυτό είναι η Άγνοια που οικοδομεί σιγά-σιγά έναν εικονικό κόσμο. Αυτός ο «εικονικός κόσμος» δεν είναι ανύπαρκτος. Υφίσταται σαν φαινόμενο, αλλά δεν έχει την σημασία και την «αξία» που του αποδίδει ο αφώτιστος νους.

Η Απόσπαση από την Κίνηση, η Κατανόηση ότι η Κίνηση ανήκει μόνο στο Φαινομενικό, Βαθαίνει την Συνειδητοποίηση Αυτού που Είναι Πίσω από την Κίνηση και τα Φαινόμενα. Αυτός που Βιώνει το Χωρίς Ιδιότητες Ακίνητο που Είναι Πίσω από την Κίνηση και τα Φαινόμενα Είναι Φωτισμένος. Αντιλαμβάνεται την Μία Πραγματικότητα, που δεν έχει Διττότητα, και δεν διακρίνει διαφορά ανάμεσα στην Ακινησία και την Κίνηση, αφού Όλα Είναι Μία Ουσία, Κενότητα… Αυτός που απορροφιέται σε μια τοπική χρονική δραστηριότητα ζει ένα όνειρο. Δεν Βιώνει Αυτό που Υπάρχει, αλλά ζει μόνο την Κίνησή Του. Σχηματίζει την λανθασμένη εντύπωση του διαχωρισμού της Πραγματικότητας σε Απόλυτο και Απατηλό, κι επιδιώκει το όραμα μιας φώτισης στα πλαίσια του ονείρου.

Το Απόλυτο Ως Έχει, το Χωρίς Ιδιότητες, Αποτελεί την Πραγματική Βάση πάνω στην Οποία αναδύονται εμμένουν κι εξαφανίζονται όλα τα φαινόμενα. Τα φαινόμενα είναι Αυτό το Ίδιο το Χωρίς Ιδιότητες, δεν είναι κάτι διαφορετικό. Η εμφάνισή τους δεν είναι η ουσία τους (μια ανεξάρτητη ουσία), είναι μόνο συμβάντα, και σαν τέτοια είναι παροδικά. Μόνο η Βάση, το Χωρίς Ιδιότητες Παραμένει.
Όλα αυτά που εμφανίζονται στο Φόντο της Κενότητας δεν έχουν περισσότερη αξία από την Κίνηση που δεν αφήνει «Ίχνη».

Μέσα στην Ίδια την Παρούσα Συνείδηση (που είναι η Μήτρα του Απολύτου, το Ταθαγκαταγκάρμπα), Πέρα από όλα τα Φαινόμενα και τις Καταστάσεις Άγνοιας, Υπάρχει Μια Έσχατη Βάση, που Γεννά και Στηρίζει τα Φαινόμενα. Αυτό όμως Πραγματοποιείται Μέσω της Κατανόησης και δεν κατακτιέται με «εξωτερικές» δραστηριότητες. Η αναζήτηση Μιας Τέτοιας Βάσης μέσα από προσωπική προσπάθεια είναι μια λανθασμένη δράση γιατί μας ωθεί να αναζητάμε το «είδωλο» που κατασκευάζει η σκέψη. Κάθε μεταφυσική επιδίωξη (από το εγώ, την σκέψη) πρέπει να εγκαταλειφθεί.

Ο Αληθινός Δρόμος για την Αυτογνωσία, για την Πραγματική Αυτοπραγμάτωση, για την Βίωση της Πραγματικότητας, της Αλήθειας, δεν είναι η επιδίωξη της Αλήθειας αλλά η εγκατάλειψη όλων των σφαλερών αντιλήψεων. Τότε μόνο, στην Ησυχία του Νου Αναδύεται το Καθαρό Φως της Πραγματικότητας.

Η Αληθινή (Αληθινή Όμως) Πραγμάτωση Έρχεται όταν πραγματικά εγκαταλείπουμε κάθε δραστηριότητα κι η Κατανόηση Εγκαθίσταται στην Σιωπή και Μετουσιώνεται σε Πλήρη Προσοχή σε Αφυπνισμένη Όραση, σε Ζωντανή Επαφή με την Πραγματικότητα, σε Πραγματικότητα. Αυτή η Κατάσταση που Μόνο Βιωματικά Προσεγγίζεται είναι η Ουσία των Πάντων, το Σώμα της Αλήθειας.

Αυτό που Υπάρχει Ως Έχει (με τον Τρόπο Που Υπάρχει) Είναι Χωρίς Ιδιότητες, Χωρίς Χώρο ή Τόπο, Χωρίς Χρόνο, Ζωντανό, Ρέον, Χωρίς να Εξελίσσεται ή να Αλλοιώνεται.

Ό,τι Εμφανίζεται (σαν Δημιουργία) είναι μονάχα Κίνηση Αυτού του Χωρίς Ιδιότητες. Η Φύση της Κίνησης (η «Ουσία» της) είναι Αντίληψη. Η Κίνηση υπάρχει μόνο σαν Αντίληψη. Η Ζωντανή Κίνηση Υπάρχει μόνο στο Απόλυτο Παρόν, στον Μόνο Πραγματικό Χρόνο. Η Κίνηση δεν αφήνει «Ίχνη».
Επειδή η Κίνηση είναι Αντίληψη, Φαινόμενο, οι όποιες ιδιότητες αποδίδονται στην «κίνηση», στο φαινόμενο, είναι ουσιαστικά χωρίς πραγματική ύπαρξη, κενές, χωρίς ιδιότητες.

Έτσι, ό,τι εμφανίζεται δεν διαφέρει ουσιαστικά από το Χωρίς Ιδιότητες, από το Κενό. Έτσι η Πραγματικότητα Είναι Μία, Χωρίς Κίνηση, ή με Κίνηση. Είναι το Ίδιο. Η Μία Πραγματικότητα τα Αγκαλιάζει Όλα (και τα Φαινόμενα) Χωρίς να «Αντιλαμβάνεται» Διαχωρισμό. Η Μια Πραγματικότητα Είναι Ουσιαστική Κενότητα.

Κατανοεί Κάποιος Ορθά όταν Βιώνει την Μια Πραγματικότητα, την Ενότητα της Πραγματικότητας, την Μη Διττότητα (όπου δεν γίνεται διάκριση Απολύτου – κοσμικού). Οποιαδήποτε αντίληψη διαφέρει από αυτή την Κατανόηση είναι Άγνοια, Όνειρο, Φαντασία.

Πρακτική Εφαρμογή της Καθαρής Παρατήρησης

Εκείνος ο οποίος εφαρμόζει την «καθαρή παρατή­ρηση» πρέπει να παρατηρήσει ότι όλα τα εξαρτημένα φαινό­μενα στον κόσμο είναι ασταθή και υπόκεινται σε στιγμιαία μεταμόρφωση και καταστροφή. Ότι όλες οι δραστηριότητες προβάλλουν κι εξαλείφονται από το νου, από στιγμή σε στιγ­μή. Και, κατά συνέπεια, ότι όλα αυτά επιφέρουν οδύνη. Αυτός πρέπει να παρατηρήσει ότι όλα εκείνα, τα οποία συνέβησαν κατά το παρελθόν, ήταν τόσο συγκεχυμένα όσο και σε ένα ό­νειρο, ότι όλα εκείνα τα οποία συλλαμβάνονται στο παρόν εί­ναι σαν μια αναλαμπή της αστραπής, και ότι όλα εκείνα τα ο­ποία θα συμβούν στο μέλλον θα είναι σαν τα αιφνιδίως εγει­ρόμενα σύννεφα. Αυτός πρέπει να παρατηρήσει επίσης ότι οι φυσικές υπάρξεις όλων των ζωντανών όντων στον κόσμο είναι ακάθαρτες και ότι μεταξύ των διαφόρων αυτών αισχρών πραγμάτων δεν υφίσταται ούτε ένα το οποίο να αναζητηθεί κατόπιν με χαρά. 

Αυτός πρέπει να στοχαστεί κατά τον ακόλουθο τρόπο: ό­λα τα ζωντανά όντα, από την άναρχη αρχή, επειδή είναι διαποτισμένα με την άγνοια, επέτρεψαν στο νου τους να παρα­μείνει στη σαμσάρα. Ήδη υποφέρουν όλες τις μεγάλες δυστυ­χίες του σώματος και του νου, επί του παρόντος υφίστανται ανυπολόγιστη πίεση και περιορισμό, και οι οδύνες τους στο μέλλον θα είναι παρόμοια απεριόριστες. Οι οδύνες αυτές είναι δύσκολο να εγκαταλειφθούν, δύσκολο να αποτιναχθούν, κι επί πλέον αυτά τα όντα αγνοούν ότι βρίσκονται σε μια τέτοια κα­τάσταση. Για αυτό, είναι παντελώς αξιολύπητα.

Αφού συλλογιστεί κατ' αυτό τον τρόπο, αυτός πρέπει να συγκεντρώσει το θάρρος του και να κάμει ένα μεγάλο όρκο προς τον εξής σκοπό: είθε ο νους μου να ελευθερωθεί από τις χωριστικότητες, ούτως ώστε να μπορέσω να εφαρμόσω όλες τις διάφορες, αξιέπαινες πράξεις οπουδήποτε στις δέκα κατευθύνσεις. Είθε εγώ, έως το τέλος του μέλλοντος χρόνου εφαρμόζοντας απεριόριστα δεξιοτεχνικά μέσα, να βοηθήσω όλα τα υποφέροντα αισθανόμενα όντα, ούτως ώστε να μπορέσουν ν' αποκομίσουν την ευδαιμονία της νιρβάνα, τον έσχατο, δη­λαδή, αυτό στόχο.

Έχοντας κάμει έναν τέτοιον όρκο, αυτός, σε συμφωνία με την ικανότητά του και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, πρέπει να εφαρμόσει κάθε είδους καλοσύνη σε κάθε τόπο και χρόνο, καθώς και να μην είναι οκνός κατά το νου του. Εκτός όταν αυ­τός κάθεται σε συγκέντρωση στην πρακτική εφαρμογή της «κατάπαυσης», αυτός πρέπει πάντοτε να στοχάζεται επί του τί δέον γενέσθαι και του τί δέον μη-γενέσθαι.

Είτε περπατάει, είτε στέκεται, καθισμένος ή ξαπλωμένος, είτε σηκώνεται, αυτός πρέπει να τις ασκεί αμφότερες «κατά­παυση» και «καθαρή παρατήρηση» εκ παραλλήλου. Δηλαδή, αυτός διαλογίζεται επί του γεγονότος ότι τα πράγματα είναι αγέννητα στην ουσιώδη τους φύση. Αλλά ταυτόχρονα αυτός διαλογίζεται επί του γεγονότος ότι καλό και κακό κάρμα, πα­ράγονται από το συνδυασμό της πρωταρχικής αιτίας και των συντονιζουσών αιτιών, και ότι οι ανταποδόσεις του κάρμα με όρους ευχαρίστησης, πόνου κλπ. ούτε χάνονται, ούτε κατα­στρέφονται. Καίτοι διαλογίζεται πάνω στην ανταπόδοση του καλού και του κακού κάρμα, του παραχθέντος από την πρω­ταρχική και τις συντονιζούσες αιτίες, τ. έ, εφαρμόζει «καθαρή παρατήρηση», αυτός διαλογίζεται επίσης πάνω στο γεγονός ότι η ουσιώδης φύση των πραγμάτων είναι ανεπίτευκτη, μη αποκομίσιμη, μέσω διανοητικής ανάλυσης. Η εφαρμογή της «κατάπαυσης» θα επιτρέψει στους κοινούς ανθρώπους να θε­ραπευτούν από την προσκόλλησή τους προς τον κόσμο, και θα επιτρέψει στους οπαδούς της Σχολής Φιναγιάνα να εγκαταλείψουν τις απόψεις τους, οι οποίες προέρχονται από τη δειλία. Η εφαρμογή της «καθαρής παρατήρησης» θα θερα­πεύσει τους οπαδούς της Σχολής Φιναγιάνα από το σφάλμα του να έχουν περιορισμένο και κατώτερο νου, ο οποίος δε γεννά μεγάλη συμπόνια, και δε θα ελευθερώσουν έτσι τους κοινούς ανθρώπους από την αποτυχία τους να καλλιεργήσουν την ικανότητα για την καλοσύνη. Για αυτούς τους λόγους, αμφότερες, «η κατάπαυση» και «η καθαρή παρατήρηση», είναι συμπληρωματικές και αδιαχώριστες. Εάν αυτές οι δύο δεν εφαρμόζονται μαζί, τότε δε μπορεί κανείς να εισέλθει στην ατραπό της φώτισης.

Κατόπιν, ας υποθέσουμε ότι υφίσταται ένας άνθρωπος ο οποίος μελετά αυτή τη διδασκαλία για πρώτη φορά και εύχε­ται ν' αναζητήσει την ορθή πίστη αλλά στερείται θάρρους και σθένους. Επειδή ζει σε αυτό τον κόσμο της οδύνης, φοβάται ότι δε θα είναι πάντοτε ικανός να συναντήσει τους Βούδας και να τους τιμήσει προσωπικά, και ότι, ως εκ τούτου, η πίστη δύσ­κολα τελειοποιείται. Για αυτούς τους λόγους θα τείνει να οπι­σθοδρομήσει. Αυτός πρέπει να γνωρίζει ότι οι Ταθαγκάτας έ­χουν ένα εξαιρετικό μέσο δια του οποίου μπορούν να προστα­τεύσουν την πίστη του: δηλαδή, μέσω της ισχύος του διαλογισμού εξ όλης της καρδίας επί του Βούδδα, αυτός, με την ολο­κλήρωση των ευχών του, θα είναι ικανός να γεννηθεί στην Βουδική χώρα στην άκρη του κόσμου, για να βλέπει πάντοτε το Βούδα, και για να βρίσκεται για πάντα ξεχωρισμένος από τις διαβολικές καταστάσεις της ύπαρξης. Αυτό είναι όπως λέ­γει η Σούτρα: «Εάν ένας άνθρωπος διαλογίζεται άγια επί του Αμιτάμπα Βούδα στον κόσμο του Δυτικού Παραδείσου κι εύχε­ται να γεννηθεί σ' εκείνο τον κόσμο, κατευθύνοντας όλες τις καλοσύνες τις οποίες έχει καλλιεργήσει προς αυτό τον σκο­πό, τότε θα γεννηθεί εκεί». Επειδή αυτός θα βλέπει πάντοτε τους Βούδας, δεν θα οπισθοδρομήσει ποτέ. Εάν διαλογίζεται επί του Νταρμακάγια, το Ως-Έχει του Βούδδα, και με επιμέλεια τηρεί την εφαρμογή του διαλογισμού, αυτός, στο τέλος, θα γίνει ικανός να γεννηθεί εκεί, επειδή διαμένει στο ορθό σαμάντι.

Οι τελευταίοι Έλληνες: φιλοσοφία και παγανισμός, περίπου 260-360 μ. X.

Τον 3o αιώνα, η ιντελιγκέντσια του ελληνικού κόσμου ζούσε μία προστατευμένη ζωή. Κατά την όξυνση της οικονομικής κρίσης, γύρω στο 260, ο φιλόσοφος Πλωτίνος είχε εγκατασταθεί ανενόχλητος σε μια έπαυλη στην Καμπανία, υπό την προστασία Ρωμαίων συγκλητικών και οι μαθητές του έφταναν από την Αίγυπτο, τη Συρία και την Αραβία. Αργότερα, κατά τον 4o και τον 5ο αιώνα, παγανιστές φιλόσοφοι και ρήτορες ευδοκιμούσαν στις παραλιακές πόλεις του Αιγαίου που ζούσαν ακόμα με την ανάμνηση της Ελλάδας. Όπως και στην περίπτωση των αριστοκρατών γαιοκτημόνων βρίσκουμε εδώ έναν κόσμο με μακρόχρονες παραδόσεις που άλλαζε βραδύτατα και ανασυντασσόταν χωρίς να αποκόβεται από το παρελθόν του.

Αυτοί οι άνθρωποι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «Έλληνες» και τα πιστεύω τους «ελληνισμό». Είχαν ανορθώσει το απειλούμενο προπύργιο της αυθεντικής ελληνικής σοφίας. Στα τέλη του 3oυ αιώνα είχαν απωθήσει για τα καλά αυτόν το βάρβαρο επιδρομέα του πνεύματος - το γνωστικισμό. Ο ζοφερός, πλαστός πλατωνισμός των γνωστικών είχε βρει απήχηση σε διανοούμενους μιας προηγούμενης γενιάς αλλά αντί να γίνουν ακόμα πιο απαισιόδοξοι και να απορρίψουν ριζικότερα τον φυσικό κόσμο, οι άνθρωποι του τέλους του 3oυ αιώνα αποτίναξαν αυτή τη σκοτεινή διάθεση και δεν ξαναγύρισαν να κοιτάξουν πίσω τους. Η ήττα του γνωστικισμού στους κύκλους της διανόησης είναι ένα εντυπωσιακό παράδειγμα της ικανότητας της αριστοκρατικής κουλτούρας κατά την ύστερη αρχαιότητα να αναχαιτίσει ένα κίνημα που έναν αιώνα νωρίτερα φαινόταν να οδηγεί στην πλήρη «προδοσία των διανοουμένων».

Έως τα τέλη του 6ου αιώνα, ένας ευρύς κύκλος «Ελλήνων» πρόβαλε αντίσταση σ’ αυτή τη «βάρβαρη θεοσοφία» - το χριστιανισμό. Ενδεικτικό του γοήτρου αυτού του κύκλου είναι πως, στον ελληνικό κόσμο, «Έλληνας» σήμαινε «παγανιστής». Εδώ υπάρχει κάτι το παράδοξο: στον ελληνικό κόσμο, ο Κωνσταντίνος είχε εκχριστιανίσει εξ ολοκλήρου τον κρατικό μηχανισμό. Τον 4ο αιώνα η ανατολική αυτοκρατορία ήταν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό μια «χριστιανική αυτοκρατορία» απ' ό,τι η δυτική. Και όμως, ο παγανισμός επιβίωσε στην πολιτιστική ζωή της ανατολικής αυτοκρατορίας για πολύ μεγαλύτερο διάστημα απ' ό,τι στη Δύση: «Έλληνες» που έχαιραν μεγάλου σεβασμού συντήρησαν την πανεπιστημιακή ζωή της Αθήνας, της Αλεξάνδρειας και αμέτρητων άλλων μικρότερων κέντρων μέχρι τα χρόνια της αραβικής κατάκτησης. Στην περιοχή της Χαρράν (Κάρραι), έξω από την Έδεσσα (σημερινή Ούρφα, ανατολική Τουρκία), παγανιστές γαιοκτήμονες έμειναν ανενόχλητοι ως τον 10ο αιώνα. Είχαν οικειοποιηθεί τις εικασίες και τις ανησυχίες της ύστερης περιόδου της ελληνικής σκέψης. Αποτελούσαν μια εκπληκτική όαση «ελληνισμού», λατρεύοντας μια τριάδα Θεϊκών Πνευμάτων που ονομάζονταν «Σωκράτης, Πλάτων και Αριστοτέλης»· πίστευαν πως ο Κωνσταντίνος ήταν ένας λεπρός, ο οποίος, με πανουργία, είχε μετατρέψει το χριστιανισμό σε μια απομίμηση του ρωμαϊκού πολυθεϊσμού· ήταν πεπεισμένοι ότι η άνοδος του χριστιανισμού είχε σημάνει το τέλος της ελληνικής επιστήμης.

Αυτοί οι «Έλληνες» μας εντυπωσιάζουν διότι, ενώ ήταν ανοιχτοί στις πνευματικές ζυμώσεις των καιρών τους, στρέφονται στις αρχαίες μεθόδους για να αντιμετωπίσουν σύγχρονα προβλήματα. Η ήρεμη πίστη τους σε μια διαρκώς εξελισσόμενη παράδοση που ξεκινούσε από τον Πλάτωνα αποτελούσε πιθανόν την πιo καθησυχαστική όψη του πολιτισμού της ύστερης αρχαιότητας. Γιατί πολλές είναι εκείνες οι κλασικές και φωτισμένες κοινωνίες που έχουν καταρρεύσει κάτω από το βάρος της ίδιας της παράδοσής τους αφήνοντας στους άμεσους διαδόχους τους μόνο αγχώδεις και εφιαλτικές μνήμες. Το ότι αυτό δεν συνέβη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αναγέννηση των «Ελλήνων» και στο διάλογό τους με τη νέα πνευματική ηγεσία των χριστιανών.

Ο Πλωτίνος, αν και εξαιρετικός ως στοχαστής, είναι ένα τυπικό δείγμα αυτών των «Ελλήνων». Αιγύπτιος, γεννημένος σε μια μικρή επαρχιακή πόλη γύρω στο 205, είχε ασχοληθεί σοβαρά με το γνωστικισμό. Είχε τον ίδιο δάσκαλο με το χριστιανό Ωριγένη. Επιχείρησε να εξιχνιάσει την εξωτική φιλοσοφία των Περσών και των Ινδών. Μόνο αργότερα, και με αυξανόμενη ηρεμία, βυθίστηκε στην αρχαία διαλεκτική του Πλάτωνα. Τα γραπτά του έχουν τη γοητεία ενός ανήσυχου, επίμονου ανθρώπου που βρήκε το δρόμο του μέσα από σκληρή, λογική πειθαρχία στη γλυκύτητα και στη διαύγεια της ωριμότητάς του. Οι μαθητές του εξακολουθούσαν να του θέτουν τα αγωνιώδη ερωτήματα της προηγούμενης γενιάς: πώς και γιατί ενώθηκε η ψυχή με το σώμα; Αλλά ο Πλωτίνος δεν έδινε έτοιμες απαντήσεις: επέμενε να αναλύει το θέμα διεξοδικά, «με τον ελληνικό τρόπο» - με εξαντλητικές διαλεκτικές έρευνες στηριγμένες στα γραπτά του Πλάτωνα.

Όπως εκείνος, έτσι και οι οπαδοί του επάνδρωσαν τη θρησκευτική μεθόριο της εποχής τους. Ο Πορφύριος από την Τύρο (περ. 232-303) επέκρινε δριμύτατα και εμπεριστατωμένα τις χριστιανικές Γραφές: οι κριτικές του παρατηρήσεις δεν ξεπεράστηκαν παρά από την Κριτική του 19ου αιώνα. Ο νεότερος συνάδελφος του Πορφύριου, ο Ιάμβλιχος από την Απάμεια (πέθανε γύρω στο 330), δίδαξε μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων νέων. Όπως πολλοί καθηγητές, τότε και τώρα, εμφανιζόταν πρόθυμα ως μυσταγωγός χρησιμοποιούσε την εξοργιστική ευφράδεια του δημοφιλούς δασκάλου που σκορπάει φανταχτερούς αντιθρησκευτικούς αφορισμούς. Όμως, σε μια εποχή που ο Κωνσταντίνος συγκέντρωνε γύρω του μια χριστιανική αυλή, ο Ιάμβλιχος διαβεβαίωνε μία γενιά Ελλήνων αριστοκρατών πως οι παραδοσιακές τους πεποιθήσεις ήταν απολύτως συμβατές με τον πιο υψηλό πλατωνισμό. Κατάφερε να εκδικηθεί τον Κωνσταντίνο. Ο τελευταίος εκπρόσωπος της οικογένειας του Κωνσταντίνου, ο προικισμένος ανιψιός του Ιουλιανός, μετεστράφη από το χριστιανισμό στον «Eλληνισμό» από τους μαθητές του Ιάμβλιχου. Ο Ιουλιανός ο «Αποστάτης» , έγινε αυτοκράτορας από το 361 έως το 363. Και ενάμιση αιώνα μετά την επικράτηση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της αυτοκρατορίας, ο φιλόσοφος Πρόκλος έγραφε με το ύφος της ηρεμίας που ακολουθεί την καταιγίδα προσωπικούς ύμνους προς τους αρχαίους θεούς και ένα έργο (Στοιχείωσις θεολογική) ολωσδιόλου παγανιστικό.

Οι «Έλληνες» δημιούργησαν την κλασική γλώσσα της φιλοσοφίας του πρώιμου Μεσαίωνα της οποίας η χριστιανική, η εβραϊκή και η ισλαμική σκέψη, ως τον 120 αιώνα, δεν είναι παρά αποδόσεις στην καθομιλουμένη. Όταν οι ουμανιστές της Αναγέννησης ανακάλυψαν και πάλι τον Πλάτωνα, εκείνο που προκάλεσε τον ενθουσιασμό τους δεν ήταν ο Πλάτων των σημερινών κλασικών φιλολόγων αλλά ο ζωντανός Πλάτων των θρησκευτικών στοχαστών της ύστερης αρχαιότητας.

Με δυο λόγια, πίστευαν πως μέσα από τον Πλάτωνα και την πνευματική πειθαρχία των ελληνικών πανεπιστημίων είχαν βρει έναν τρόπο να αποφεύγουν τις εντάσεις, να κρατούν σταθερά ένα τεντωμένο σχοινί, εκεί που πιο ριζοσπαστικοί στοχαστές και πιο επαναστατικά κινήματα γύρω τους το είχαν τραβήξει τόσο που είχε σπάσει. Υπογράμμιζαν πως ήταν δυνατόν, μέσω της λογικής σκέψης, να αντιληφθεί κανείς τον εσώτερο σύνδεσμο ανάμεσα στα επίπεδα του ορατού κόσμου και την πηγή τους στον Ένα Θεό. Μπορούσε, δηλαδή, να «αγγίξει» κανείς με τη σκέψη το περιεκτικό κέντρο το οποίο γινόταν αισθητό μέσα από την ομορφιά όλων των ορατών πραγμάτων. Για να χρησιμοποιήσουμε μια απλή εικόνα, έβλεπαν τον κόσμο και τη σχέση του με τον Θεό σαν ένα γιο-γιο που ανεβοκατέβαινε γοργά πάνω σε μια κλωστή. Γι' αυτούς, οι γνωστικοί είχαν κόψει αυτή την κλωστή: γιατί οι γνωστικοί υποστήριζαν πως δεν υπήρχε κανένας σύνδεσμος ανάμεσα στο σύμπαν και τον αγαθό Θεό, ανάμεσα στον εσώτερο άνθρωπο και τον εξωτερικό του κόσμο, ανάμεσα στο σώμα του και την ψυχή του. Από την άλλη, οι χριστιανοί δεν είχαν αφήσει το γιο-γιο να ξετυλιχτεί: είχαν εστιάσει την προσοχή τους στον Ένα Θεό· η λάμψη του ακατέργαστου μονοθεϊσμού τους έσβηνε τις πολύχρωμες εκφάνσεις των ορατών και των αόρατων θεοτήτων μέσα από τις οποίες η ομορφιά του Ενός έφτανε, κατ' ανάγκην, στα μάτια των θνητών.

Η υπηρεσία που προσέφερε ο Πλωτίνος στους συγχρόνους του και στους διαδόχους του ήταν ότι υπογράμμισε το σύνδεσμο ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, -ανάμεσα σ' έναν άρρητο εσωτερικό κόσμο και τη συγκροτημένη έκφρασή του στον εξωτερικό κόσμο-, καθώς επίσης και τη δυνατότητα των φυσικών πραγμάτων να φορτιστούν με νόημα από την ψυχή. Δύο χριστιανοί των οποίων η σκέψη κυριάρχησε στο Μεσαίωνα, ο άγιος Αυγουστίνος στη Δύση και ο άγνωστος συγγραφέας του έργου Ουράνιες ιεραρχίες (μετέπειτα γνωστός ως «Ψευδο-Διονύσιος») που έγραφε στην Ανατολή γύρω στο 500, οφείλουν εξίσου πολλά στην ισορροπία που υποστήριξε με πάθος ο Πλωτίνος.

Για έναν πλατωνιστή, η σχέση ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή ήταν μια μικρογραφία του δύσκολου προβλήματος της σχέσης του Θεού με το σύμπαν. Η απάντηση του Πλωτίνου είναι χαρακτηριστική. Αποφάνθηκε πως το να έχει κανείς σώμα δεν ήταν μεγαλύτερη «αμαρτία» από το να δημιουργεί σκιά. Πράγματι, το σώμα ήταν ένα όμορφο όργανο μέσα από το οποίο αναζητούσε έκφραση η ψυχή: ο άνθρωπος πρέπει να φροντίζει και να γυμνάζει το σώμα του, όπως ο μουσικός κρατάει τη λύρα του κουρδισμένη. Πρόκειται για ένα λεπτό, ευαίσθητο ιδεώδες, κάθε άλλο παρά ασκητικό. Μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τι εννοούσε ο Πλωτίνος αν στραφούμε προς την τέχνη που υποστήριζε η γενιά των ακροατών του. Η τέχνη αυτή δεν είναι του «άλλου κόσμου»· είναι του «ένδον κόσμου». Χωρίς να εγκαταλείπεται η χάρη και η ατομικότητα του σώματος, εκείνο που τονίζεται στα πορτραίτα της ύστερης αυτοκρατορίας είναι οι θύρες μέσω των οποίων περνάει κανείς κατευθείαν από το σώμα στο πνεύμα του ανθρώπου. Η έμφαση βρίσκεται στα μάτια. Μας καθηλώνουν με το βλέμμα τους αποκαλύπτοντας μια εσωτερική ζωή κρυμμένη σ’ ένα φορτισμένο σύννεφο σάρκας. Η ύστερη αρχαιότητα είναι μια εποχή συναρπαστικών πορτραίτων.

Δεν είναι περίεργο ότι εκείνος που μας έδωσε την πρώτη και μία από τις σημαντικότερες «αυτοπροσωπογραφίες» είναι ένας άνθρωπος αυτής της εποχής: στις αυτοβιογραφικές Εξομολογήσεις (Confessίones) του Αγίου Αυγουστίνου, που γράφηκαν το 397, ο πιο ιδιοφυής Λατίνος αναγνώστης του Πλωτίνου μεταστοιχείωσε το απρόσωπο πνευματικό πάθος του παλαιού διδασκάλου στην πρώτη αληθινή «αυτοπροσωπογραφία» της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

Ο Πλωτίνος και ο Αυγουστίνος αντιπροσωπεύουν ένα από τα ρεύματα της πλατωνικής αναβίωσης στην ύστερη αρχαιότητα - εκείνο που πλησιάζει περισσότερο τον νεότερο άνθρωπο. Όμως για τους συγχρόνους τους, και για τον κόσμο ως τον 17ο αιώνα, ένα εξίσου σημαντικό χαρακτηριστικό του πλατωνισμού ήταν η στάση του σχετικά με τη θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Στα γραπτά των «Ελλήνων», οι άνθρωποι ξανάβρισκαν τη χαμένη αίσθηση οικειότητας με τον κόσμο που τους περιέβαλλε.

Οι μαύρες εικασίες των γνωστικών, ο χριστιανικός μονοθεϊσμός και ο ύστερος χριστιανικός ασκητισμός απειλούσαν τον άνθρωπο με τη μοναξιά ενός κόσμου στερημένου νοήματος. Για τους φιλοσόφους της ύστερης αρχαιότητας, ο κόσμος ήταν, ομολογουμένως, μυστηριώδης. Ατένιζαν την ομορφιά του με σκέψεις θλιβερές, σαν το τελευταίο, εύθραυστο φως ενός ήλιου που έχει δύσει προ πολλού. Αλλά αυτός ο κόσμος, αν και μυστηριώδης, ήταν γεμάτος νόημα: ήταν ένα σημάδι από τον Θεό. Τους κληρονομημένους μύθους μπορούσαν οι φιλόσοφοι να τους δεχτούν σαν σημάδια (σαν να είχαν κληρονομήσει οι σημερινοί πυρηνικοί φυσικοί από το παρελθόν - αντί να τα φτιάξουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους- τα απλοϊκά δισδιάστατα σκίτσα της τροχιάς των νετρονίων και των πρωτονίων που, για τον απλό άνθρωπο, συνοψίζουν καίριες αλήθειες για τον φυσικό κόσμο). Απέναντι στην κενότητα της «πνευματικής λατρείας» των χριστιανών μέσα στις κρύες βασιλικές τους, οι παγανιστές φιλόσοφοι αντιπαρέθεταν την «ψυχική φόρτιση» της παραδοσιακής θυσίας, όπου ο καιόμενος βωμός μετέτρεπε το θυσιαστικό αφιέρωμα σε μια απλή, διάφανη, υψούμενη φλόγα.

Η λαχτάρα για οικειότητα μέσα σε ένα αχανές σύμπαν εκφράζεται με την επανάληψη των όρων που χρησιμοποίησαν οι νεοπλατωνικοί για να αποδώσουν τη συγγένεια του Ενός Θεού με τις άπειρες εκφάνσεις του ορατού κόσμου: υπογράμμιζαν την «αλυσίδα» των όντων, τη «συνύφανση», την «ανάμιξη» που συνέδεαν τον άνθρωπο με την Επιβλητική πηγή του. Όλα τα πλάσματα ανταποκρίνονταν σ’ αυτό το αόρατο κέντρο, όπως τα άνθη του λωτού ανοίγουν τα πέταλά τους στον ήλιο που ανεβαίνει στο στερέωμα.

Κατά τον 4ο αιώνα τέτοιες ιδέες θεωρούνταν το πιο υψηλό επίτευγμα και η μόνη ελπίδα όλων των πολιτισμένων στοχαστών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τις συμμερίζονταν και οι χριστιανοί στο βαθμό που θεωρούσαν τους εαυτούς τους πολιτισμένους. Στη Δύση, όπου η πνευματική ζωή ήταν σπασμωδική και στερημένη από τα γερά στηρίγματα ενός παγανιστικού πανεπιστημιακού περιβάλλοντος, οι χριστιανοί στοχαστές έγιναν οι σχεδόν αδιαμφισβήτητοι κληρονόμοι του Πλωτίνου: χριστιανοί, όπως ο Μάριος Βικτωρίνος στα μέσα του 40υ αιώνα, ο Αμβρόσιος, ο Αυγουστίνος, και αργότερα ο Βοήθιος (περ. 480-524), αποτέλεσαν τις γέφυρες ανάμεσα στην ελληνική φιλοσοφία και τον λατινικό Μεσαίωνα. Ακόμα και στην Ανατολή, παγανιστές δάσκαλοι προσέφεραν απλόχερα τις γνώσεις τους τόσο σε χριστιανούς όσο και στους δικούς τους: μια τυπική ήρεμη μετάβαση από τα διδασκαλεία των φιλοσόφων στη θέση του επισκόπου βρίσκουμε στην περίπτωση του Συνεσίου, επισκόπου Πτολεμαίδος από το 410 έως το 414. Ο Συνέσιος μπορούσε να παραμένει φίλος μιας επιφανούς εθνικής φιλοσόφου, της Υπατίας από την Αλεξάνδρεια. Έγινε επίσκοπος το 410 υπό τον όρο ότι, ενώ στην εκκλησία θα «μιλούσε με μύθους», κατ' ιδίαν θα μπορούσε «να στοχάζεται ως φιλόσοφος».

Αυτό ακριβώς το στοιχείο του αναβιωμένου πλατωνισμού, που έσωσε τους ανθρώπους από την ερημία και την απουσία νοήματος στη σχέση τους με τον ορατό κόσμο, κληρονόμησαν οι χριστιανοί από τους εθνικούς δασκάλους τους. Ο κόσμος που τον 2ο και τον 3ο αιώνα παραλίγο να χλομιάσει από τις μονότονες εκκλήσεις των χριστιανών Απολογητών για τη λατρεία ενός μισοαγνώστου υψίστου Θεού, πνίγηκε και πάλι στο χρώμα. Ο Αυγουστίνος απελευθερώθηκε από το μανιχαισμό, ένα γνωστικό δόγμα παρόμοιο με εκείνα με τα οποία ο Πλωτίνος είχε αρχίσει την πνευματική του οδύσσεια, αφού διάβασε το Περί του καλού (= περί του ωραίου) του τελευταίου. Έλληνες θεολόγοι συζητούσαν το ρόλο και τη φύση του Χριστού (sic) όπως Εκείνος εμφανίστηκε στους ανθρώπους με φόντο την πλατωνική σκέψη για τη σχέση του Θεού με τον ορατό κόσμο. Η «συνύφανση» του ανθρώπινου και του θείου μέσα από ορατά σύμβολα που τόσο γοήτευε τον Ιάμβλιχο, είναι επίσης ένα από τα βασικά θέματα που απασχολούν τον νεότερό του άγιο Αθανάσιο όταν γράφει για τη Σάρκωση του Χριστού. Ο απόηχος μιας υποβλητικής θείας ομορφιάς που είχε καταστεί ορατή μέσω της υλικής απεικόνισης των παγανιστικών θεών, συναντιέται αργότερα με την ίδια δύναμη στη χριστιανική εικόνα. Οι ζωγραφιές που καλύπτουν τους τοίχους μιας βυζαντινής εκκλησίας: οι άγιοι άνθρωποι που κοιτάζουν τον πιστό στα μάτια κάτω από σκηνές του βίου του σαρκωθέντος Χριστού· οι ψηλοί Αρχάγγελοι που συνδέσουν τον Χριστό Βασιλέα του Ορατού Σύμπαντος, το απόμακρο πρόσωπο του οποίου χάνεται στο χρυσό του υψηλότερου θόλου, με τις σκηνές που γλιστρούν χαμηλά στους τοίχους για να αναμιχθούν με το πλήθος των πιστών όλη αυτή η σύνθεση με τις μορφές που ανεβαίνουν προς τον ουρανό προκαλεί μια αίσθηση δέους για έναν αόρατο κόσμο που έγινε ορατός μέσω της τέχνης μεταδίδει, σε ψυχές παγιδευμένες μέσα σε σώματα, την ίδια συγκίνηση που κατέκλυσε κάποτε τον αυτοκράτορα Ιουλιανό όταν στάθηκε μπροστά στο βωμό των θεών του.

Αυτή η αίσθηση της προσωπικής και άυλης παρουσίας του αοράτου παρηγορούσε τους τελευταίους εθνικούς. Το να ισχυρίζεσαι, όπως θα έκανε στα τέλη του 40υ αιώνα ο όχλος των χριστιανών, ότι έχεις καταστρέψει τους θεούς με το να καταστρέφεις τους ναούς τους ήταν εξίσου κουτό με το να ισχυρίζεται κανείς σήμερα πως εξαλείφοντας όλες τις πρίζες και τους διακόπτες έχει εξαλείψει τον ηλεκτρισμό. Τα όμορφα κλασικά αγάλματα των θεών είχαν καταστραφεί: αλλά, όπως έλεγε ο Ιουλιανός, οι Αθηναίοι είχαν καταστρέψει από καιρό το «ζωντανό άγαλμα» του σώματος του Σωκράτη - η ψυχή του όμως επέζησε. Το ίδιο συνέβαινε και με τους θεούς. Στα αστέρια της νύχτας οι θεοί είχαν βρει σχήματα που άρμοζαν καλύτερα στην άφθαρτη αιωνιότητά τους απ' ό,τι τα φθαρτά ανθρώπινα αγάλματα. Γιατί στα αστέρια, τα διαθλασμένα χρώματα της γης φώτιζαν με μια σταθερή, αδιατάρακτη λάμψη. Τα αστέρια και οι πλανήτες λικνίζονταν με σιγουριά πάνω από τα κεφάλια των τελευταίων εθνικών, απαστράπτοντα αγάλματα των θεών απρόσβλητα από το βανδαλισμό των μοναχών. Καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα τα αστέρια πάνω από τη χριστιανική Ευρώπη αποτελούσαν μια ανησυχητική υπόμνηση της αθανασίας των θεών. Οι θεοί είχαν αφήσει τα ονόματά τους στις ημέρες της εβδομάδας. Οι ιδιότητές τους έμεναν στους πλανήτες και αυτοί οι πλανήτες καθόριζαν τη συμπεριφορά των πολιτισμένων ανθρώπων μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα. Μετά από χίλια τριακόσια χρόνια οι άνθρωποι θα γεύονταν, σε μια λίγο-πολύ χριστιανική φόρμα, αυτό το ρίγος της συγγένειας με τον τέλειο και απαραβίαστο κόσμο που είχε απομακρύνει κάποτε τον νεαρό Ιουλιανό από το χριστιανισμό.

Κάθισε, Γέσικα: δες πως η ουράνια άπλα
είναι με πούλιες πυκνοκέντητη από μάλαμα λαμπρό·
κι η πιο μικρή κουκκίδα που θωρείς στην κίνησή της
τραγουδάει σαν άγγελος,
πάντα αρμονία με τα’ αγνόθωρα τα χερουβείμ
τέτοια αρμονία έχουν οι αθάνατες ψυχές
μα ενόσω τούτο το ντύμα της φθοράς το πήλινο
τις περικλείνει από παντού, δεν την ακούμε.

(Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ο έμπορος της Βενετίας, πράξη Ε', σκηνή 1η, 58-65)

Υπάρχει κενό νοήματος στους νέους;

Είναι μια προσωπική διαπίστωση, μια μικρο – κοινωνιολογικού τύπου προσέγγιση. Είναι μια εικόνα όλο και πιο συχνή, όλο και πιο γκρίζα. Είναι μια τάση που αποκτά πιο μαζικά χαρακτηριστικά: όλο και περισσότερα παιδιά και νέοι στο σχολείο παρουσιάζουν κάποιου είδους ψυχολογικά προβλήματα, προβλήματα που συνήθως επιγράφονται ως προβλήματα κατάθλιψης


Δεν μπορώ να εξετάσω το θέμα επιστημονικά· απλώς θα καταθέσω μερικές απόψεις λίγο – πολύ εμπειρικές. Έχουν γενετικό υπόστρωμα και κάποιου είδους κληρονομικότητα οι ψυχικές παθήσεις; Υπάρχει κάποιου είδους οργανική – βιολογική προέλευση γι’ αυτά τα ζητήματα; Η κρατούσα επιστημονική τάση σήμερα έχει δημιουργήσει ένα ανθρωπο-είδωλο εν πολλοίς φιλοτεχνημένο από τις εργαστηριακές πινελιές της μηχανικής γενετικής, έχει σχεδόν επιβάλλει στην καθημερινή ειδησεογραφία την αντίληψη του καθολικού γονιδιακού αναγωγισμού.

Κάθε μέρα αποδίδεται στον κόσμο των γονιδίων κάποιο δομικό ή λειτουργικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Ακόμα και τα σημεία εκείνα της ανθρώπινης έκφρασης που έχουν σαφή κοινωνική βάση ανάγονται στη γενετική μας δεξαμενή. Συνοπτικά, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το όλο κλίμα τείνει να ταυτίσει τη βιολογική μας αυτογνωσία και δη τη γονιδιακή αυτογνωσία ως την ανθρώπινη αυτογνωσία. Πρόκειται περί ιδεολογικής κοσμοθεώρησης και όχι περί μιας επιστημονικής προσέγγισης. Ο άνθρωπος είναι κυρίως κοινωνικό ον. Ο άνθρωπος νοείται ως άνθρωπος μόνο εντός της κοινότητας των ανθρώπων.

Και στο συζητούμενο θέμα μας η θεώρηση πρέπει να εστιάσει πρωτίστως στην κοινωνική μας πλευρά. Ακόμα και αν υπάρχει γενετικό υπόστρωμα ή προδιάθεση, αυτό έχει μια σχετική αξία. Πολλά θέματα έχουν κατ’ αρχήν βιολογική βάση και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Αλλά στα ζητήματα εκείνα που κυρίαρχη είναι η κοινωνική μας λειτουργία, η βιολογική άποψη «υποτάσσεται» στην κοινωνική ερμηνεία. Όλοι μας, για παράδειγμα, έχουμε ογκογόνα γονίδια, αλλά το πού και πώς μπορούν να δημιουργήσουν καρκινογένεση θα εξαρτηθεί από πολλούς επιγενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες.

Στο συζητούμενο θέμα των ψυχολογικών προβλημάτων υπάρχει σημαντική επιστημονική πρόοδος. Απέχουμε όμως από το να έχουμε μια πλήρη και σαφή εικόνα. Σίγουρα η προσφορά της ψυχανάλυσης και του Φρόιντ είναι σημαντική. Ωστόσο, ο Φρόιντ πρώτος εισήγαγε τη θεώρηση ότι υπάρχουν πνευματικές – ψυχικές δυνάμεις που δεν υπόκεινται στον πλήρη έλεγχό μας. Αν αυτό το τμήμα της συνείδησής μας ανάγεται στο μακρινό ζωικό παρελθόν μας ή προκύπτει από ενδογενείς συγκρούσεις στη φάση της ανθρωπογένεσης και της κοινωνικοποίησής μας, δεν έχει διακριβωθεί. Αλλά εφόσον δεχόμαστε (και είναι έτσι…) ότι ο άνθρωπος δημιουργείται ως τέτοιος κυρίως μέσα από την κοινωνικοποίησή του, το ενδιαφέρον του θέματός μας πρέπει να στραφεί στο κοινωνικό του περιβάλλον.

Ως πρώτο στοιχείο δημιουργίας της προσωπικότητάς μας δεν μπορεί παρά να αναδειχθεί η αγάπη. Μέσα από την αγάπη αναδύεται ο άνθρωπος και ιδιαίτερα από την αγάπη των γονέων και πιο πολύ της μητέρας. Ακόμα και από την εμβρυογένεση και από τη σχέση του θηλασμού έχει αναπτυχθεί αυτή η ιδιότυπη και άμετρη αγάπη. Στη συνέχεια αυτή η αγάπη αποκτά το γονεϊκό χαρακτήρα και θα μετασχηματίζεται σε μια καθημερινή φροντίδα ενός θεμελιώδους υποστρώματος ανάδυσης της προσωπικότητας του παιδιού. Η ανάπτυξη του νέου ανθρώπου δεν γίνεται ανέφελα ούτε είναι αυτοσυγκροτούμενη. Απαιτούνται γνώσεις και διαρκής προσπάθεια. Η ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας θα γίνει μέσα από συγκρούσεις, απαιτείται σταδιακή χειραφέτηση ακόμα και από το στενό οικογενειακό περιβάλλον για να καλλιεργήσει το παιδί τον δικό του αυτοφυή, ανεξάρτητο και αυτόνομο κόσμο του.

Βασικός σκοπός είναι η σταδιακή κατάκτηση της πνευματικής ελευθερίας του και του αυτεξούσιού του. Η καλλιέργεια ευαισθησιών και η συναισθηματική ωρίμανση είναι από τους πιο δύσκολους τομείς στους οποίους οι γονείς υστερούν σημαντικά.

Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΩΝ ΔΕΝ ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ ΠΗΓΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ· ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠΗΓΗ ΑΓΝΩΣΤΩΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ.

Ο υπερπροστατευτισμός συνιστά πεδίο αναστολής της κατάκτησης της αυτονομίας από το ίδιο το παιδί. Οι περισσότεροι γονείς θεωρούν ότι για να είσαι γονέας αρκεί να είσαι βιολογικός γονέας και να λειτουργείς απέναντι στο παιδί με βάση τις δικές σου εμπειρίες που είχες ως παιδί. Οποία πλάνη. Γιατί αν αυτό κάποτε αρκούσε, τώρα είναι απλώς μια προϋπόθεση. Δεν είναι τυχαίο που σε πολλές οργανωμένες κοινωνίες αναπτύσσονται θεσμικά σχολές γονέων· και στη χώρα μας υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη αλλά τα βήματα είναι διστακτικά.

Αλλά πέραν του οικογενειακού περιβάλλοντος, θα ακολουθήσει το σχολικό και το κοινωνικό περιβάλλον. Στο σχολείο θα συγκρουσθούν ο κόσμος της αθωότητας με εκείνον της σκληρότητας και της αντιπαράθεσης, της φιλίας με εκείνον της απόρριψης. Αλλά σε μια κοινωνία όπου κυριαρχούν η κουλτούρα του έχειν, οι ανταγωνιστικές σχέσεις, η λατρεία του χρήματος και η έλλειψη προοπτικής, οι μεγάλες συγκρούσεις θα συμβούν στον πνευματικό κόσμο των εφήβων ανάμεσα σε αυτό που έχουν διαπαιδαγωγηθεί από την οικογένεια και το σχολείο και στην πραγματική αλλά αλλοτριωμένη εικόνα της ζωής. Ο έφηβος νιώθει ενώπιος ενωπίω πριν ακόμα βρεθεί αυτοδύναμος στη ζωή του. Και εδώ θα συμβούν οι αναταραχές στον ψυχικό κόσμο, θα αναζητηθούν βεβαιότητες και σταθερές που δεν θα υπάρχουν, εδώ θα συγκρουστεί το όνειρο της ζωής με την πραγματικότητα.

Εδώ, σε αυτό το κενό νοήματος θα δοκιμαστούν οι νέοι και οι νέες μας. Και ως εκ τούτου, εδώ καλούνται το σχολείο και η θεσμική διαπαιδαγώγηση να στρέψουν το κύριο ενδιαφέρον τους.

Πολεμάτε αλλήλους ως εαυτόν

Μαθαίνουμε να μη μιλάμε,

να μην αντιστεκόμαστε,
να μην κουνάμε τα νερά,
να μη φαινόμαστε,
να μην ξεστρατίζουμε,
να δεχόμαστε την εξουσία.

Μαθαίνουμε... Και μετά όλα μάς φαίνονται φυσιολογικά.
Συμμορφωνόμαστε, δεχόμαστε, σκύβουμε, ανεχόμαστε, κλειδωνόμαστε.
Γινόμαστε φυσιολογικοί.

Μοιραζόμαστε με άλλους φυσιολογικούς την κατασκευασμένη φυσιολογικότητα μας.
Επιδεικνύουμε την κοινή δειλία μας.

Ξορκίζουμε το φόβο μας με κοινότυπο χλευασμό, κοροϊδία του διαφορετικού, λογικοφανή, νομότυπη υπακοή.
Εξασφαλίζουμε την απαραίτητη κοινωνικοποίηση μας.

Όλα τα κλειδωμένα, οχυρωμένα σπίτια... Και το δικό μας μαζί.
Εκπαίδευση επιτυχής!

Τίποτα δε σαλεύει... Πρακτικά!
Τίποτα δεν αντιστέκεται... Πρακτικά!
Τίποτα δεν διαφωνεί... Πρακτικά!

Εκτονωνόμαστε για λίγο,
φωνάζουμε για λίγο,
επιχειρηματολογούμε για λίγο,
και μετά επιστρέφουμε,
όπως ξέρουμε,
όπως μάθαμε,
όπως κάνουν όλοι οι "φίλοι" μας,
στην κοινότυπη ζωή μας...

Η μετάλλαξη δε φαίνεται. Πονάει το βλέπειν!

Πιο σημαντική η ένταξη, η ομαδοποίηση, η συμμόρφωση,όπως κι αν τα ονομάζουμε,
όπως κι αν τα βαφτίζουμε... Πρέπει! Πώς αλλιώς να αντέξουμε την απόλυτη, καθολική προδοσία του Εαυτού μας!!

Η ειρωνεία είναι ότι μόνο όταν βλέπουμε,
μόνο όταν αναλαμβάνουμε αυτήν την ευθύνη,
μόνο όταν τολμούμε,
μόνο τότε μπορούμε να δούμε μέσα από τον απατηλό αυτό κόσμο,
τα όμορφα,
τα αληθινά,
το νόημα,
το σκοπό.

Πάντα περνάει από το βλέπειν!
Πάντα απαιτεί τη μετακίνηση!
Πάντα συνθέτει τα αντίθετα!

Τι λέω τώρα....στις παραλίες, στις διακοπές, στο χαβαλέ... Σεπτέμβρης ακόμα!
Πιες ένα φραπέ!