Ο αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός, προσονομάζεται ακόμα και σήμερα από διάφορους ανόητους ή φανατικούς «Παραβάτης» ή «Αποστάτης» λόγω της κατασυκοφάντησής του από την χριστιανική Εκκλησία, επειδή στάθηκε κατά την σύντομη βασιλεία του εμπόδιο στα σχέδιά της για παγκόσμια πολιτική και πνευματική κυριαρχία. Ήταν ένας βαθύτατα καλλιεργημένος άνθρωπος, ειλικρινέστατος λάτρης της Ελληνικής Παιδείας, που θεωρούσε τον εαυτό του περισσότερο Έλληνα παρά Ρωμαίο και συνειδητοποιώντας την προέλαση της άγνοιας, της δεισιδαιμονίας και της πανουργίας κατά του ανθρώπινου πολιτισμού, επιχείρησε στα πλαίσια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων να περιορίσει την εξάπλωση του Χριστιανισμού με ήπια και λογικά νομοθετήματα, όπως την απαγόρευση μεταβίβασης περιουσιών στην Εκκλησία, την υποχρέωση των ηγετών της Εκκλησίας να επανορθώσουν τις ζημιές που είχαν προκαλέσει στα Ιερά των εθνικών και βεβαίως την εξαίρεση των χριστιανών διδασκάλων από την διδασκαλία της Παιδείας των εθνικών την οποία παραποιούσαν και γελοιοποιούσαν (πράγμα που κάνουν ακόμα και σήμερα):
«Παιδεία, νομίζω, δεν σημαίνει το να χειρίζεσαι τις λέξεις και την γλώσσα με ευρυθμία, αλλά το να σε διακρίνει η υγιής νοητική διάθεση να σκέφτεσαι λογικά, να έχεις ορθές απόψεις για το αγαθό και το κακό, το ωραίο και το αισχρό. Αυτός, λοιπόν, που άλλα πιστεύει και άλλα διδάσκει σε εκείνους που μαθητεύουν πλάι του, νομίζω έχει απομακρυνθεί τόσο από την Παιδεία όσο και από την τιμιότητα…. Μέχρι τώρα, πολλά ήσαν τα αίτια που ο κόσμος δεν επισκεπτόταν τα ιερά, και ο φόβος που επικρεμόταν από παντού συγχωρούσε την απόκρυψη της αληθινής γνώμης για τους Θεούς. Τώρα όμως που οι Θεοί μάς έδωσαν την ελευθερία, μου φαίνεται παράλογο το να διδάσκει κανείς τους ανθρώπους αυτά που δεν εγκρίνει. Μα αν θεωρούν ότι είναι σοφοί εκείνοι των οποίων τα έργα ερμηνεύουν και τους οποίους αναγνωρίζουν ως σοφούς, ας μιμηθούν πρώτα την ευσέβεια εκείνων προς τους Θεούς· αν όμως υποστηρίζουν ότι εκείνοι που αξίζουν τις μεγαλύτερες τιμές είχαν πλανηθεί, τότε ας πάνε στις εκκλησίες των χριστιανών να ερμηνεύσουν Ματθαίο και Λουκά»
Ο Ιουλιανός σήμερα παρουσιάζεται από τους απατεώνες σαν δήθεν ένας εκτός τόπου και χρόνου ονειροπαρμένος που πήγε να τα βάλει με τον υποτίθεται επιθυμητό στον Θεό Ιαχωβά ρουν της Ιστορίας. Δυστυχώς γι’ αυτούς όμως, ο πανικός που δείχνουν ακόμα και σήμερα μπροστά στο αίτημα της Επανελλήνισης, τον δικαιώνει απόλυτα, τον αναδεικνύει σε πρόμαχο του ανθρώπινου πολιτισμού σε μια εποχή βαρβαρότητας και καλεί εμάς να τον μιμηθούμε και να συνεχίσουμε τον αγώνα του.
Το «
Κατά Γαλιλαίων», το οποίο ο Ιουλιανός συνέγραψε τον χειμώνα 362 - 363 στην Αντιόχεια, είναι, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, ένα κατ’ ουσίαν εξαφανισμένο 3τομο βιβλίο, του οποίου έχουν διασωθεί μόνον αποσπάσματα και άρα η αξιολόγησή του μπορεί να γίνει μόνον από τους ανθρώπους της εποχής, είτε εθνικούς είτε χριστιανούς, που το είχαν ολόκληρο στα χέρια τους. Και όπως θα δούμε, το βιβλίο κατεδάφιζε μέχρι τα θεμέλια τον Χριστιανισμό. Σύμφωνα με αυτά, και με δεδομένο ότι αυτό που έχει διασωθεί δεν έχει τον ειρμό και την συνοχή του αυθεντικού κειμένου, είναι τουλάχιστον γελοίες οι αρκετές σύγχρονες προσπάθειες να παρουσιαστεί σαν κάτι το μη σπουδαίο, ακόμα και από ανθρώπους που θεωρούσα αξιόλογους, όπως λ.χ. ο Στάντης Ρ. Αποστολίδης που σε βιβλιοκριτική τον Σεπτέμβριο του 2013 περιέγραψε το έργο ως «μια μάλλον αφελή αναίρεση των "παραλόγων" (εντός εισαγωγικών !!!) της χριστιανικής διδασκαλίας με το οπλοστάσιο της αρχαιοελληνικής Σοφιστικής αφ' ενός και του ιουδαϊκού δόγματος αφ' ετέρου… Κείμενο στην ουσία παρωχημένο, που δεν θ' απασχολήσει άλλον πέρα από ειδικούς τυχόν μελετητές της πολεμικής των έσχατων εθνικών κατά του Χριστιανισμού».
Μέσα στο 3τομο βιβλίο του, ο Ιουλιανός κατεδαφίζει τον Χριστιανισμό όπως ακριβώς και ο Κέλσος τον 2ο αιώνα και το έργο του βεβαίως ακολουθεί ανάλογη περιπέτεια: ο Ωριγένης προσπαθεί να αναιρέσει τον Κέλσο, το έργο του Κέλσου εξαφανίζεται αργότερα από τους χριστιανούς και στις δικές μας εποχές το αντιρρητικό έργο γίνεται πηγή για να αντληθούν τα παρατειθέμενα αποσπάσματα και να πραγματοποιηθεί η επίπονη ανασύσταση μέρους του «Αληθούς Λόγου ή κατά Χριστιανών» του Κέλσου.
Ομοίως, τον 5ο αιώνα ο Κύριλλος Αλεξανδρείας παραδέχθηκε ότι το «Κατά Γαλιλαίων» υπήρξε ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο κείμενο που μάλιστα κλόνισε την πίστη πάρα πολλών χριστιανών και ανέλαβε να συγγράψει κάπου ανάμεσα στο 429 και το 441 μία θεολογική αναίρεσή του, η οποία διασώθηκε μερικώς, επαρκώς ωστόσο ώστε ο Καρλ Γιόχαν Νόϊμαν (Karl Johannes Neumann, «Iuliani Imperatoris Librorum Contra Christianos Quae Supersunt», Λειψία, 1880) να αντλήσει από αυτό τις παραθέσεις αποσπασμάτων του Ιουλιανού και να έχουμε εμείς σήμερα την μερική ανασύνθεση του «Κατά Γαλιλαίων» που κυκλοφορεί, παρ’ όλο που ο Κύριλλος παρέκαμψε όλες τις «κατεδαφίσεις» του Τζεσούα Χριστού ώστε να μη συμβάλει και ο ίδιος σε περαιτέρω κλονισμό της χριστιανικής πίστης. Δύο άλλες πολεμικές κατά του «Κατά Γαλιλαίων» (από τον Θεόδωρο της Μοψουεστίας και τον Φίλιππο Σιδήτη) εξαφανίστηκαν εντελώς, καθώς μερικές φορές οι χριστιανοί θεοκράτες διέτασσαν την καταστροφή και των (κατά τους ίδιους ανεπιτυχών, άρα άχρηστων) αντιρρητικών έργων ώστε να διασωθούν όσα λιγότερα στοιχεία γίνεται από τους θεωρητικούς του Εθνισμού. Το βιβλίο του Ιουλιανού παραδόθηκε στις φλόγες κατά τον Νόϊμαν το έτος 448, με ένα κοινό έδικτο του Θεοδοσίου του Β και του Βαλεντινιανού του Β.
Στον πρόλογο του βιβλίου του «Κατά Ιουλιανού», το οποίο αφιέρωσε στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Β,
ο Κύριλλος, που ανάμεσα σε άλλα ευθύνεται και για την άγρια δολοφονία της φιλοσόφου Υπατίας, παραδέχθηκε πως «
δεν βρέθηκε κανείς έως τώρα από εμάς τους χριστιανούς ικανός να τον αντικρούσει». Ο πανικός του θεοκράτη μπροστά στο έργο που έχει αναλάβει να αντικρούσει είναι εμφανής. Χρησιμοποίησε 10 τόμους για να αντικρούσει τον 1ο τόμο του Ιουλιανού (οι οποίοι διασώθηκαν όλοι), 10 για να αντικρούσει τον 2ο (διασώθηκαν μόνον τμήματά τους) και πιθανόν άλλους 10 (δεν διαδώθηκε κανείς τους) για τον 3ο του Ιουλιανού.
Ο Ιουλιανός, δίχως να αναλώνεται όπως ο ομοϊδεάτης του (νεοπλατωνικός)
Πορφύριος στο δικό του «Κατά Χριστιανών» σε περιττές συζητήσεις για την χρονολόγηση ή την αυθεντικότητα των λεγόμενων «Γραφών», στηλιτεύει την ασυνέπεια των χριστιανών ως προς τον κανονικό μωσαϊκό μονοθεϊσμό με την εφεύρεση μιας μονοθεϊστικής Τριάδας, και ταυτίζεται με τον Κέλσο στην καταγγελία του παραλογισμού μιας ανθρώπινης «ενσάρκωσης» του Θεού, αντιλέγοντας πως οι λεγόμενοι «σωτήρες» Θεοί ημών των Εθνικών Ασκληπιός, Διόνυσος και Ηρακλής είναι θεϊκά πλησιάσματα προς τον κόσμο των θνητών, ώστε να σταθεροποιηθεί ένας κρίκος σύνδεσης ανάμεσα στους δύο κόσμους.
Φυσικά δεν έχουμε στα χέρια μας το όλο έργο. Η πιο ύπουλη μέθοδος επιβολής των χριστιανών ήταν άλλωστε εξαρχής και εξακολουθέι να είναι, όσο δύνανται, η εξαφάνιση της τεκμηριωμένης ιστορικής μνήμης και μετά η επανεγγραφή της με τα παραμύθια και τις αρλούμπες τους. Ο
Λιβάνιος όμως, έχοντας υπ’ όψιν του ολόκληρο το έργο, χαιρετίζει τον Ιουλιανό ότι αποδείχθηκε σοφότερος του Πορφυρίου και απέδειξε αποτελεσματικότερα την γελοιότητα των χριστιανικών θεολογημάτων.
Αν και, αντιπαραβάλλοντάς τον με την αντεθνική φύση του Χριστιανισμού, ο Ιουλιανός χαιρετίζει ως εθνική Θρησκεία τον Ιουδαϊσμό. Παρ’ όλα αυτά ασκεί αυστηρή κριτική στους παραλογισμούς της θεολογίας του, την οποία έχει υιοθετήσει πλήρως ο Χριστιανισμός, ο οποίος όμως θέλει διακαώς να καταστρέψει τον Ιουδαϊσμό, πράγμα που από διαφορετικές πλευρές γνώριζαν τόσο ο Ιουλιανός (που προσπάθησε να βοηθήσει τους Ιουδαίους να ξανακτίσουν τον Ναό της Ιερουσαλήμ) όσο και ο Κύριλλος (που με τους 500 παραβολάνους του έκανε το πρώτο στην Ιστορία συστηματικό πογκρόμ εναντίον τους, παρά τις αντιρρήσεις του κυβερνήτη της Αλεξάνδρειας). Είναι κανόνας άλλωστε στην Ιστορία, οι αποσχίσεις (πολιτικές, θρησκευτικές, κ.λπ.) να επιθυμούν διακαώς την καταστροφή του κυρίως σώματος από το οποίο έχουν αποσπαστεί. Ας διαβάσουμε ένα αρκετά χαρακτηριστικό απόσπασμα του Ιουλιανού, στο οποίο απαντά στον Ευσέβιο, αλλά και, χωρίς να το γνωρίζει, στον μεταγενέστερο Κύριλλο που ισχυριζόταν επίσης ότι οι Έλληνες την σοφία τους την είχαν πάρει από τον… Μωϋσή και τον Σολομώντα και μετά απλώς είχαν… αντιστρέψει την αλήθεια:
«Παρά ταύτα ο άθλιος Ευσέβιος διατείνεται πως έχουν και αυτοί κάποια ποιήματα σε εξάμετρους στίχους. Επιδιώκει μάλιστα με ζήλο να αποδείξει ότι αναπτύχθηκε στους Εβραίους και η μελέτη της λογικής, το όνομα της οποίας το έχει ακούσει από τους Έλληνες. Ποιο είδος όμως ιατρικής τέχνης έκανε την εμφάνισή του στους Εβραίους, όπως στους Έλληνες η ιατρική του Ιπποκράτη και μερικών άλλων σχολών που ακολούθησαν χρονικά; Συγκρίνεται ο "σοφότατος" Σολομών με τον Φωκυλίδη ή τον Θέογνη ή τον Ισοκράτη από την πλευρά των Ελλήνων; Από πού και ώς πού; Αν συνέκρινες έστω τις παραινέσεις του Ισοκράτους με τις "Παροιμίες" εκείνου, θα κατέληγες, είμαι βέβαιος, στο συμπέρασμα ότι ο υιός του Θεοδώρου είναι ανώτερος από τον "σοφότατο" βασιλέα. "Ο Σολομών όμως", απαντά, "είχε εντρυφήσει και στην θεουργία" Και λοιπόν; Μήπως και αυτός δεν ελάτρευσε τους δικούς μας Θεούς εξαπατημένος, καθώς λένε, από τη γυναίκα του; Οποία υπεροχή! Τι πλούτος σοφίας! Δεν κατανίκησε την ηδονή και τον παραπλάνησαν τα λόγια μιας γυναίκας! Όμως αν εξαπατήθηκε από μια γυναίκα, μην τον χαρακτηρίζετε σοφό. Αν πάλι είστε πεπεισμένοι ότι ήταν σοφός, μη θεωρείτε ότι εξαπατήθηκε από μια γυναίκα, αλλά ότι, ακολουθώντας τη δική του κρίση και σύνεση και τη διδασκαλία που του φανέρωσε ο Θεός, ελάτρευσε και τους άλλους Θεούς. Γιατί ο φθόνος και ο ζήλος ούτε καν τους πιο ενάρετους ανθρώπους δεν πλησιάζουν -πόσo μάλλον απέχουν από τους αγγέλους και τους Θεούς. Ασχολείστε ως εκ τούτου με επιμέρους δυνάμεις, τις οποίες ασφαλώς και δεν θα έκανε λάθος κανείς, αν τις αποκαλούσε δαιμονικές. Γιατί σ᾽ αυτές βλέπει κανείς έπαρση και ματαιοδοξία, ενώ στους Θεούς δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο.»
Στο «Κατά Γαλιλαίων», ο μωσαϊκός Θεός είναι μία «μερική» θεότητα ή ίσως και ένας δαίμων, που διάλεξε αποκλειστικά τους Ιουδαίους από όλη την ανθρωπότητα και περιορίστηκε σε αυτούς, επιδεικνύοντας και βεβαίως μεταδίδοντας σε αυτούς όχι Αρετή, αλλά αβεβαιότητα και πάθη (λ.χ. ζηλοφθονία) που δεν έχει ένας πραγματικός Θεός: «εάν πράγματι είναι θεός όλων μας, και εξίσου δημιουργός όλων, γιατί αδιαφόρησε για εμάς; Επόμενο λοιπόν είναι να θεωρούμε ότι ο θεός των Εβραίων δεν είναι δημιουργός όλου του κόσμου και δεν εξουσιάζει τα πάντα, αλλά ότι, όπως είπα, είναι περιορισμένος και, καθώς η εξουσία του είναι πεπερασμένη, φανταζόμαστε ότι είναι ένας ανάμεσα στους άλλους θεούς. Πρέπει μήπως να σας δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή, επειδή εσείς ή κάποιος από τη φάρα σας έφτασε σε μιαν ασαφή ιδέα περί ύψιστου θεού; Δεν είναι μερικότητες όλα αυτά; Ένας θεός που ζηλεύει· γιατί δηλαδή να ζηλεύει και να εκδικείται τα παιδιά για αμαρτίες των γονιών τους;»
Επιπροσθέτως, ο Ιουλιανός υποστηρίζει πολύ σωστά πως η βιβλική αφήγηση περί «Πύργου της Βαβέλ» για να εξηγηθεί η απέραντη εθνόσφαιρα του πλανήτη απευθύνεται σε αφελείς, αφού δεν εξηγεί γιατί τα έθνη έχουν τόσο μεγάλες διαφορές στην φυσική εμφάνιση, στο αξιακό σύστημά τους, τις νομοθεσίες τους, κ.λπ. Αντίθετα από τις βιβλικές αφηγήσεις, οι διαφορές των εθνών δεν είναι αποτέλεσμα τιμωρίας, αλλά δώρα ιδιαίτερων Θεών που έχουν δημιουργήσει τα δικά τους ιδιαίτερα έθνη ή τις δικές τους πόλεις, είναι δηλαδή ΕΘΝΑΡΧΕΣ ή ΠΟΛΙΟΥΧΟΙ Θεοί. Ο Ιουλιανός γράφει: «επανέρχομαι όμως αμέσως στο πώς ο Θεός μπέρδεψε τις γλώσσες. Ο Μωυσής είπε την αιτία· ότι φοβήθηκε μήπως οι άνθρωποι, αποκτώντας πρόσβαση στον ουρανό, κάνουν τίποτα εναντίον του, έτσι όπως είχαν την ίδια γλώσσα και σύμπνοια αναμεταξύ τους· για το πώς όμως το κατάφερε αυτό, το μόνο που λέει είναι ότι το 'κανε αφού πρώτα κατέβηκε από τον ουρανό -προφανώς επειδή δεν μπορούσε να το κάνει αν δεν κατέβαινε στη γη. Για τις διαφορές στα ήθη και στα έθιμα, ούτε ο Μωυσής ούτε άλλος κανείς έχει να μας διαφωτίσει. Πόσω μάλλον που οι διαφορές στα έθιμα και τα πολιτικά ήθη των εθνών, είναι οπωσδήποτε μεγαλύτερες από τη διαφορά στις γλώσσες».
Στον 4ο αιώνα που ζει, ο Ιουλιανός μεταχειρίζεται πολύ σωστά τον όρο «
Ελληνισμός» ως θρησκεία. Βρισκόμαστε μισή χιλιετία μετά τους Ασμοναίους, που, ήδη ο όρος «Ελληνισμός» δεν είχε πια να κάνει με το να είσαι Έλληνας ως τέτοιος, αλλά αποτελούσε όνομα ενός ιδιαίτερου πολιτισμικού και αξιακού συστήματος, το οποίο βεβαίως είχε διαμορφωθεί από μία συγκεκριμένη εθνική θρησκεία, εκείνη των Ελλήνων, που παρέμενε τέτοια πλην όμως ήταν ταυτοχρόνως και προσιτή για κάθε άνθρωπο όπου γης που διέθετε καλλιέργεια, λογικότητα, ελευθεροπρέπεια και καλή αισθητική. Ήδη από την εποχή των Αντωνίνων ο Ελληνισμός ήταν το κυρίαρχο έθος από άκρου σε άκρο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και σε αυτό βεβαίως συμφωνούσαν και οι άσπονδοι εχθροί του ιουδαίοι και χριστιανοί. Δεκαετίες πριν ανέλθει ο Ιουλιανός στον θρόνο, ο Ευσέβιος Καισαρείας και ο Επιφάνειος Κύπρου (στο «Πανάριον») αντιμετωπίζουν κανονικότατα ως θρησκεία τον Ελληνισμό.
Αναγνωρίζοντας λοιπόν ο φιλόσοφος αυτοκράτορας το ποιος ήταν ο κύριος στόχος επίθεσης των χριστιανών συγγραφέων μέχρι τότε, και στρέφοντας την ίδια την θεωρία τους ενάντιά τους, αναγνωρίζει τον ρωμαϊκό κόσμο ως απολύτως εξελληνισμένο και αναβιβάζει την Εθνική Θρησκεία των Ελλήνων σε επίσημη Θρησκεία ολόκληρης της Αυτοκρατορίας. Επαναφέροντας την ιστορική αντίθεση Ελληνισμού – Ιουδαϊσμού, απαξιώνει την ίδια στιγμή τον Χριστιανισμό ως μια πολιτισμική και θρησκευτική ανωμαλία. «Να συγκρίνουμε τις περί Θείου αντιλήψεις μεταξύ των Ελλήνων και των Ιουδαίων, και τελικά να μάθουμε για εκείνους που δεν είναι ούτε Έλληνες ούτε Ιουδαίοι, αλλ' ανήκουν στην σέχτα των Γαλιλαίων» έγραψε ο Ιουλιανός.
Αυτό που πήγε να κάνει, το σταμάτησε βεβαίως η προδοτική λόγχη, μάλλον χριστιανική, που τον κάρφωσε πισώπλατα καθώς ηγείτο επίθεσης κατά των στρατευμάτων του Πέρση βασιλιά Σαπώρ (η
χριστιανική μυθοπλασία απέδωσε τον φόνο του στον... «Άγιο Μερκούριο»), ενώ στο θεωρητικό και θεολογικό επίπεδο ο Χριστιανισμός, μη μπορώντας καν να ψελλίσει κάποιον σοβαρό αντιρρητικό λόγο, εκτόξευε βρισιές και κατάρες. Μοναδική σοβαρή προσπάθεια ήταν εκείνη του φανερά αλαφιασμένου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού (στην 4η «Ομιλία» του), που, κατ’ όπως συνηθίζει να λέει σήμερα ο λαός, «πέταξε την μπάλλα στην εξέδρα», με τον ισχυρισμό πως αναγνωρίζει την ιδιότητα της πραγματικής Θρησκείας (για την οποία τότε χρησιμοποιούντο οι όροι "θρησκεία", "θεοσέβεια", "religio") μόνον στον αντεθνικό Χριστιανισμό, ούτε καν στον Ιουδαϊσμό τον οποίο θεωρεί και αυτόν (και έχει δίκιο), μια Εθνική Θρησκεία. Ο Χριστιανισμός, όπως αργότερα και το Ισλάμ, αποτελεί αντι-έθνος. Ο χριστιανός δεν συμμετέχει στον Χριστιανισμό επειδή είναι χριστιανός (όπως ο Ιουδαίος στον Ιουδαϊσμό), αλλά γίνεται χριστιανός επειδή συμμετέχει στον Χριστιανισμό.
Στα άρθρα μας για την Αρετή, γνωρίσαμε ότι οι επιμέρους αρετές είναι ιδιότητες των Θεών που αντανακλώμενες στο επίπεδο των θνητών, εφαρμόζονται, κατά το δυνατόν για άνθρωπο, στον καθημερινό βίο και οδοδεικνύουν τον δρόμο προς την τελειοποίηση, προς εκείνο δηλαδή που οι πρόγονοί μας περιέγραψαν με τον όρο «τελείωση». Θυμόμαστε τον σχετικό ορισμό του Γεωργίου Γεμιστού – Πλήθωνος: «
Αρετή εστίν έξις, καθ' ην αγαθοί εσμέν. Αγαθός μεν δη τώι όντι ο Θεός, άνθρωποι δε αγαθοί γιγνόμεθα επόμενοι Θεώι κατά το δυνατόν ανθρώπωι». Οι εθνάρχες Θεοί που αναφέρει ο Ιουλιανός λοιπόν, αυτονόητα μεταβιβάζουν τις ιδιότητές τους στα έθνη που δημιουργούν και καθοδηγούν. Οι εθνάρχες Θεοί είναι η μοναδική πηγή για τις συλλογικές αρετές που επιδεικνύει το έθνος τους. Καθώς στην δική μας Παράδοση προτεραιότητα έχει το σύνολο (η «πόλις», το «έθνος», κ.λπ.) και όχι, όπως στον Χριστιανισμό, το άτομο που ενδιαφέρεται μόνον για το πώς θα εξασφαλίσει καλό μεταθανάτιο «παρκάρισμα» στην υποτιθέμενη ατομική ψυχή του, ενώ η ατομική διεκδίκηση της Αρετής είναι επίπονη φιλοσοφική και έμπρακτη διαδικασία, η εθνική Αρετή παρέχεται από τον εθνάρχη Θεό δίχως κανένα άλλο αντάλλαγμα πέραν της αυτονόητης διατήρησης του δεσμού των δύο μερών. Ο Ιουλιανός γράφει:
«
οι δικοί μας φιλόσοφοι λένε ότι ο δημιουργός είναι πατέρας όλων και κοινός βασιλιάς, και ότι ανέθεσε όλα τα υπόλοιπα σε Θεούς εθνάρχες και πολιούχους, καθένας από τους οποίους κηδεμονεύει τον δικό του κλήρο με το δικό του τρόπο. Έτσι λοιπόν, επειδή για τον πατέρα τα πάντα είναι τέλεια και τα πάντα είναι ένα, ενώ στον κάθε Θεό χωριστά υπερτερεί μια διαφορετική ικανότητα, ο Άρης κηδεμονεύει τα πολεμικά έθνη, η Αθηνά τα πολεμικά που διαθέτουν και φρόνηση, ο Ερμής τα συνετότερα κυρίως παρά τα τολμηρότερα, και την εκάστοτε ιδιοσυγκρασία των αρμοδίων Θεών ακολουθούν τα έθνη που κηδεμονεύονται απ' αυτούς. Αν τώρα η εμπειρία δεν επιβεβαιώνει τα λόγια μας, τότε θα δεχτούμε ότι οι παραδόσεις μας είναι φαντασιοπληξίες και η προσπάθεια μας να πείσουμε μάταιη, και θα πρέπει να επαινέσουμε τις δικές σας ιδέες· αν όμως συμβαίνει εντελώς το αντίθετο, και η εμπειρία αιώνων επιβεβαιώνει αυτά που λέμε εμείς, ενώ με τις δικές σας θεωρίες δε φαίνεται να συμφωνεί σε τίποτα και πουθενά, γιατί εξακολουθείτε να ερίζετε σε τέτοιο βαθμό; Ας μου πει λοιπόν κάποιος: Ποια η αιτία που οι Κέλτες και οι Γερμανοί είναι ριψοκίνδυνοι, ενώ οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι καταγίνονται κυρίως με την πολιτική και με τη φροντίδα για τα ανθρώπινα, δίχως να παύουν να είναι σταθεροί και ικανοί στον πόλεμο, ενώ οι Αιγύπτιοι είναι πιο συνετοί και επιδίδονται περισσότερο στις τέχνες, και οι Σύριοι είναι φιλήσυχοι, καλοπερασάκηδες και συνάμα συνετοί, θερμοί, ματαιόδοξοι και καπάτσοι;»
Ας αναπτύξουμε λίγο περισσότερο το όλο σχήμα. Στο πλατωνικό σύστημα που αποδεχόταν ο Ιουλιανός, όλα τα υπάρχοντα στον δικό μας, τον λεγόμενο «αισθητό» κόσμο που διαρκώς μεταβάλλεται, οφείλουν την ύπαρξή τους και την όποια αλήθεια τους σε άπειρες τον αριθμόν αυθύπαρκτες, αιώνιες, αγέννητες, άφθαρτες, ακίνητες και αμετάβλητες νοητές οντότητες, τις «Ιδέες», δηλαδή τους γενικούς και αιώνιους τύπους των πραγμάτων. «Συνήθως δεχόμαστε ότι υπάρχει μια καθορισμένη Ιδέα για κάθε ομάδα επιμέρους πραγμάτων με το ίδιο όνομα» έγραψε ο Πλάτων στην «Πολιτεία» του (596a). Στο πλατωνικό σύστημα, όλα τα υπάρχοντα στον αισθητό κόσμο είναι αντανακλάσεις, είδωλα, αντικατοπτρισμοί, απεικάσματα των πραγματικών γενικών και αιωνίων τύπων, που βρίσκονται στον κόσμο του Είναι, στον κόσμο όπου είναι και οι Θεοί.
Όπως μία «Ιδέα» αντανακλάται, αντικατοπτρίζεται σε ένα αντικείμενο του «αισθητού» κόσμου έτσι και η φύση ενός εθνάρχη Θεού αντικατροπτίζεται στο έθνος των ανθρώπων που έχει δημιουργήσει και εν συνεχεία εμπνεύσει και καθοδηγήσει, ώστε η ιδιαίτερη φύση αυτού του Θεού να δημιουργεί έναν ιδιαίτερο συλλογικό τρόπο αντίληψης, εκδήλωσης και συμπεριφοράς, δηλαδή «έθος».
Όπως όμως το απείκασμα υπάρχει μόνον όταν κάτι δεν φράσσει την διαδρομή ανάμεσα στην πηγή του και σε αυτό, έτσι και η υπό μορφήν συλλογικής Αρετής αντανάκλαση του εθνάρχη Θεού στο έθνος του σταματά όταν το τελευταίο απαρνηθεί τον Θεό του. Όπως εξαφανίζεται το απείκασμα όταν στερηθεί την πηγή του, έτσι και το κάθε έθνος αυτοκτονεί και χάνεται όταν χάσει την επαφή του με τον εθνάρχη Θεό του. Το τελευταίο απεδείχθη από την μεταγενέστερη του Ιουλιανού Ιστορία της επικράτησης του επεκτατικού μονοθεϊσμού (ήτοι του Χριστιανισμού και του Ισλάμ): όσα έθνη εκχριστιανίσθησαν ή εξισλαμίσθησαν, έσβησαν, έπεσαν σε απερίγραπτη παρακμή ή γνώρισαν διαστήματα φαινομενικής «ακμής» νεροκουβαλώντας όμως στην ουσία σε αυτούς ακριβώς που προηγουμένως τα είχαν γενιτσαροποιήσει και υποδουλώσει.
Για να επανέλθουμε τώρα στα ημέτερα και στην πρόσφατη απόρριψη από το ψευδεπίγραφα «ελληνικό» κράτος του αιτήματός μας για χορήγηση θρησκευτικής νομικής προσωπικότητας στην Ελληνική Εθνική Θρησκεία, επί της ουσίας στον «Ελληνισμό». Η Θρησκεία ημών των Ελλήνων, όντας ανέκαθεν εθνική, αυτο-χαρακτηρίζεται και επισήμως ως τέτοια ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα, αρκετές δεκαετίες πριν την Γαλλική Επανάσταση και την γενίκευση του νεωτερικού «nacion», όπου σωστά στις λατινόριζες γλώσσες του κόσμου καθιερώθηκε να περιγράφεται με βάση την ρωμαϊκή λέξη «natus» («καταγόμενος») και όχι λανθασμένα ως «έθνος» όπως συνέβη στην χώρα μας, δημιουργώντας απερίγραπτη σύγχυση και αλλεπάλληλες παρανοήσεις.
Διατηρώντας βεβαίως απροκάλυπτα κατηχητική την φύση της υποτιθέμενης «παιδείας» που παρέχει το «ελληνικό» κράτος στους ανήλικους υπηκόους του, ακόμα και σήμερα δεν τολμά να αντικαταστήσει την πλύση εγκεφάλου που, κατ’ ευφημισμόν, ονομάζει «Θρησκευτικά» με την κοινωνική επιστήμη της Θρησκειολογίας. Και μιλάμε για επιστήμη, γιατί ο θρησκειολόγος πιστός ή μη, είναι υποχρεωμένος να παραμερίσει τις ατομικές του πεποιθήσεις προκειμένου να κατανοήσει τα θρησκευτικά συστήματα άλλων και διαφορετικών από αυτόν ανθρώπων, να απoστασιοποιηθεί δηλαδή ή να απαγκιστρωθεί με επιτυχία από τις δικές του προσωπικές απόψεις. Από τα μέσα του 19ου αιώνα πάντως, από την εποχή του James Freeman Clarke (1810 – 1888), το μαθαίνουν δεν το μαθαίνουν αυτό οι ανήλικοι υπήκοοι, η επιστήμη της συγκριτικής Θρησκειολογίας χρησιμοποιεί τον όρο «εθνικές», δηλαδή «ethnic» για να προσδιορίσει τις Θρησκείες που, αντίθετα από τον Χριστιανισμό, το Ισλάμ και εν μέρει τον Βουδισμό, δεν είναι «οικουμενικές» («ecumenical», «universal»), «παγκόσμιες» («global», «world»), «ευαγγελικές» («evangelical») και «προσηλυτιστικές» («proselytic»), αλλά είναι καθοριστικές μιας συγκεκριμένης εθνικής ταυτότητας, δεν έχουν ιδρυθεί αλλά η αρχή τους χάνεται στην αχλύ του κάθε εθνογενετικού μύθου, δεν είναι αποκαλυτικές και δεν προσηλυτίζουν, απλώς δέχονται ως νέα έξωθεν μέλη μόνον όσους οικειοθελώς προσχωρούν σε αυτές.
Αυτά όμως είναι προβλήματα της νεωτερικότητας και είναι υποχρεωμένη η ίδια που τα δημιούργησε να τα λύσει, πόσω μάλλον το ημεδαπό πολιτισμικό και θρησκευτικό καθεστώς, που ανακατώνοντας τον νεωτερισμό με τον βυζαντινισμό έχει δημιουργήσει πρόσθετες και αθεράπευτες τερατουργίες. Εμάς, τους εθνικά συνεπείς Έλληνες, που την ταυτότητά μας έχουν εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια διαμορφώσει με την συμφωνία του Ολυμπίου Διός οι εθνάρχες Θεοί μας Αθηνά και Απόλλων, δεν μας αφορούν. Και βεβαίως δεν θα μας αλλάξουν το όνομα οι ενάντιοι σε εμάς, εκτός κι αν θέλουν να κάνουμε μία αμοιβαία συμφωνία για αλλαγή αυτο-ονομασίας και δεχθούν, αυτοί πρώτα, να λέγονται, όπως έκρινε ο Ιουλιανός, «γαλιλαίοι» αντί «χριστιανοί».