Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Τρῳάδες (969-1032)

ΕΚ. ταῖς θεαῖσι πρῶτα σύμμαχος γενήσομαι
970 καὶ τήνδε δείξω μὴ λέγουσαν ἔνδικα.
ἐγὼ γὰρ Ἥραν παρθένον τε Παλλάδα
οὐκ ἐς τοσοῦτον ἀμαθίας ἐλθεῖν δοκῶ,
ὥσθ᾽ ἡ μὲν Ἄργος βαρβάροις ἀπημπόλα,
Παλλὰς δ᾽ Ἀθήνας Φρυξὶ δουλεύειν ποτέ,
975 αἳ παιδιαῖσι καὶ χλιδῇ μορφῆς πέρι
ἦλθον πρὸς Ἴδην. τοῦ γὰρ οὕνεκ᾽ ἂν θεὰ
Ἥρα τοσοῦτον ἔσχ᾽ ἔρωτα καλλονῆς;
πότερον ἀμείνον᾽ ὡς λάβῃ Διὸς πόσιν,
ἢ γάμον Ἀθάνα θεῶν τινος θηρωμένη,
980 ἣ παρθένειαν πατρὸς ἐξῃτήσατο
φεύγουσα λέκτρα; μὴ ἀμαθεῖς ποίει θεὰς
τὸ σὸν κακὸν κοσμοῦσα· μὴ ‹οὐ› πείσῃς σοφούς.
Κύπριν δ᾽ ἔλεξας —ταῦτα γὰρ γέλως πολύς—
ἐλθεῖν ἐμῷ ξὺν παιδὶ Μενέλεω δόμους.
985 οὐκ ἂν μένουσ᾽ ἂν ἥσυχός γ᾽ ἐν οὐρανῷ
αὐταῖς Ἀμύκλαις ‹σ᾽› ἤγαγεν πρὸς Ἴλιον;
ἦν οὑμὸς υἱὸς κάλλος ἐκπρεπέστατος,
ὁ σὸς δ᾽ ἰδών νιν νοῦς ἐποιήθη Κύπρις·
τὰ μῶρα γὰρ πάντ᾽ ἐστὶν Ἀφροδίτη βροτοῖς,
990 καὶ τοὔνομ᾽ ὀρθῶς ἀφροσύνης ἄρχει θεᾶς.
ὃν εἰσιδοῦσα βαρβάροις ἐσθήμασι
χρυσῷ τε λαμπρὸν ἐξεμαργώθης φρένας.
ἐν μὲν γὰρ Ἄργει μίκρ᾽ ἔχουσ᾽ ἀνεστρέφου,
Σπάρτης δ᾽ ἀπαλλαχθεῖσα τὴν Φρυγῶν πόλιν
995 χρυσῷ ῥέουσαν ἤλπισας κατακλύσειν
δαπάναισιν· οὐδ᾽ ἦν ἱκανά σοι τὰ Μενέλεω
μέλαθρα ταῖς σαῖς ἐγκαθυβρίζειν τρυφαῖς.
εἶεν· βίᾳ γὰρ παῖδα φῄς ‹σ᾽› ἄγειν ἐμόν·
τίς Σπαρτιατῶν ᾔσθετ᾽; ἢ ποίαν βοὴν
1000 ἀνωλόλυξας, Κάστορος νεανίου
τοῦ συζύγου τ᾽ ἔτ᾽ ὄντος, οὐ κατ᾽ ἄστρα πω;
ἐπεὶ δὲ Τροίαν ἦλθες Ἀργεῖοί τέ σου
κατ᾽ ἴχνος, ἦν δὲ δοριπετὴς ἀγωνία,
εἰ μὲν τὰ τοῦδε κρείσσον᾽ ἀγγέλλοιτό σοι,
1005 Μενέλαον ᾔνεις, παῖς ὅπως λυποῖτ᾽ ἐμὸς
ἔχων ἔρωτος ἀνταγωνιστὴν μέγαν·
εἰ δ᾽ εὐτυχοῖεν Τρῶες, οὐδὲν ἦν ὅδε.
ἐς τὴν τύχην δ᾽ ὁρῶσα τοῦτ᾽ ἤσκεις ὅπως
ἕποι᾽ ἅμ᾽ αὐτῇ, τῇ ἀρετῇ δ᾽ οὐκ ἤθελες.
1010 κἄπειτα πλεκταῖς σῶμα σὸν κλέπτειν λέγεις
πύργων καθιεῖσ᾽, ὡς μένουσ᾽ ἀκουσίως.
ποῦ δῆτ᾽ ἐλήφθης ἢ βρόχους ἀρτωμένη
ἢ φάσγανον θήγουσ᾽, ἃ γενναία γυνὴ
δράσειεν ἂν ποθοῦσα τὸν πάρος πόσιν;
1015 καίτοι γ᾽ ἐνουθέτουν σε πολλὰ πολλάκις·
«Ὦ θύγατερ, ἔξελθ᾽· οἱ δ᾽ ἐμοὶ παῖδες γάμους
ἄλλους γαμοῦσι, σὲ δ᾽ ἐπὶ ναῦς Ἀχαιικὰς
πέμψω συνεκκλέψασα· καὶ παῦσον μάχης
Ἕλληνας ἡμᾶς τ᾽». ἀλλὰ σοὶ τόδ᾽ ἦν πικρόν.
1020 ἐν τοῖς Ἀλεξάνδρου γὰρ ὕβριζες δόμοις
καὶ προσκυνεῖσθαι βαρβάρων ὕπ᾽ ἤθελες·
μεγάλα γὰρ ἦν σοι. κἀπὶ τοῖσδε σὸν δέμας
ἐξῆλθες ἀσκήσασα κἄβλεψας πόσει
τὸν αὐτὸν αἰθέρ᾽, ὦ κατάπτυστον κάρα·
1025 ἣν χρῆν ταπεινὴν ἐν πέπλων ἐρειπίοις
φρίκῃ τρέμουσαν, κρᾶτ᾽ ἀπεσκυθισμένην
ἐλθεῖν, τὸ σῶφρον τῆς ἀναιδείας πλέον
ἔχουσαν ἐπὶ τοῖς πρόσθεν ἡμαρτημένοις.
Μενέλα᾽, ἵν᾽ εἰδῇς οἷ τελευτήσω λόγον,
1030 στεφάνωσον Ἑλλάδ᾽ ἀξίως τήνδε κτανὼν
σαυτοῦ, νόμον δὲ τόνδε ταῖς ἄλλαισι θὲς
γυναιξί, θνῄσκειν ἥτις ἂν προδῷ πόσιν.

***
ΕΚΑ. Τις θεές θα υπερασπίσω πρώτα πρώτα,
970 θα δείξω πως αυτή δεν έχει δίκιο.
Δεν πιστεύω ποτέ πως τόσο ανόητες
κατάντησαν και η Ήρα κι η Παλλάδα,
που να πουλούν τις χώρες τους σε ξένους,
τ᾽ Άργος η μια και η άλλη την Αθήνα·
στην Ίδη αν πήγαν, σε ομορφιάς αγώνα,
έτσι για γούστο πήγαν, για παιχνίδι.
Τί λόγο θα ᾽χε η Ήρα νά βγει πρώτη;
άντρα να πάρει ανώτερο απ᾽ το Δία;
Και η Αθηνά; κανένα θεό ποθούσε,
980 αυτή, που απ᾽ τον πατέρα της για χάρη
την παρθενιά την αιώνια ειχε ζητήσει;
Α, μη ζητάς ανόητες ν᾽ αποδείξεις
τις θεές, για να σκεπάσεις τις ντροπές σου·
κανείς που να ᾽χει νου δε σε πιστεύει.
Η Κύπρη —εδώ ᾽ναι για να σκας στα γέλια—
συνόδεψε το γιο μου, λες, στη Σπάρτη.
Μα δεν μπορούσε κείθε που καθόταν,
από τον ουρανό, να σε τραβήξει
στην Τροία μαζί με τις Αμύκλες όλες;
Ο γιος μου ήταν ωραίος και, σαν τον είδες,
έγινε ο νους σου Κύπρη· όλες τις τρέλες
τις ονομάζουν οι άνθρωποι Αφροδίτη·
990 Αφροδίτη – αφροσύνη· δες πώς μοιάζουν!
Στ᾽ ασιατικά στολίδια, στα χρυσάφια
μπρος σου έλαμψε, κι ο νους σου πήρε αέρα.
Μικρή και φτωχικιά σού ᾽πεφτε η Σπάρτη
και θάρρεψες πως θα ᾽πλεες στο χρυσάφι,
όταν θα ᾽ρχόσουν στων Φρυγών την πόλη·
το σπίτι του Μενέλαου δεν αρκούσε
στα μεγαλεία σου και στην ξιπασιά σου.
Ας είναι· το παιδί μου λες σε πήρε
με το στανιό· μα φώναξες καθόλου;
Ποιός σε άκουσε στη Σπάρτη μέσα; Κι όμως
ήταν στον τόπο και τα δυο σου αδέρφια,
1000 κι ο Κάστορας —και τί λεβέντης!— κι ο άλλος·
δεν είχαν ανεβεί στ᾽ αστέρια ακόμα.
Κι όταν στην Τροία σ᾽ ακλούθησαν οι Αργείοι
και δούλευε του φόνου το κοντάρι,
αν έφτανε μαντάτο πως νικούσε
ο πρώτος σου άντρας, του άρχιζες τους ύμνους,
για να σκάει το παιδί μου ακούγοντας δόξες
του αντεραστή του· κι όταν οι Τρωαδίτες
πετύχαιναν, γι᾽ αυτόν δεν έλεες λέξη.
Το φύσημα της τύχης κοίταες μόνο
και γι᾽ αρετή δε σ᾽ έμελε καθόλου.
Κι έπειτα λες πως πάσκιζες να φύγεις
1010 με τα σκοινιά γλιστρώντας απ᾽ τους πύργους,
με το στανιό σαν να ᾽μενες στην Τροία.
Ποιός σ᾽ έπιασε ποτέ θηλιά να δένεις
ή ν᾽ ακονάς μαχαίρι, σα γυναίκα
πιστή, που λαχταράει τον πρώτον άντρα;
Κι όμως εγώ συχνά σ᾽ ορμήνευα έτσι:
«Κόρη μου, φύγε· τα παιδιά μου βρίσκουν
κι άλλες γυναίκες· σύρε στων Αργείων
τα πλοία· σε βοηθάω εγώ· σταμάτα
τον πόλεμο των Τρώων και των Ελλήνων.»
Μα εσένα αυτό δε σ᾽ άρεσε καθόλου·
ήθελες προσκυνήματα βαρβάρων
1020 και μεγαλεία στου Πάρη τα παλάτια.
Και τώρα μας στολίστηκες και βγήκες
κάτω απ᾽ τον ίδιον ουρανό που βλέπει
—α σιχαμένη— κι ο άντρας σου· που νά ᾽ρθεις
θα ᾽πρεπε ταπεινή, τρεμουλιασμένη,
μες στα κουρέλια, με μαλλιά κομμένα,
όχι μ᾽ αδιαντροπιά, με σωφροσύνη
για τα παλιά σου κρίματα. ―Μενέλαε,
άκουσε τώρα πού θα καταλήξω·
1030 δόξασε την Ελλάδα, σκότωσέ την
αυτήν εδώ, ως αξίζει στην τιμή σου,
και βάλε νόμο για όλες τις γυναίκες:
όποια απατά τον άντρα της, πεθαίνει.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Οι διάλεκτοι της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας

8.11 Η μυκηναϊκή διάλεκτος

Η μυκηναϊκή διάλεκτος χωρίζεται από τις υπόλοιπες διαλέκτους με ένα χρονικό διάστημα εξακοσίων τουλάχιστον ετών. Τα κείμενα της μυκηναϊκής (γραμμένα στη γραμμική Β) χρονολογούνται στον 13ο αιώνα π.Χ. και θα χρειαστεί να περάσουν εξακόσια χρόνια για να αρχίσουμε να έχουμε (σε αλφαβητική γραφή) μαρτυρίες, δηλαδή επιγραφές, για τις αρχαίες διαλέκτους. Αυτή η μεγάλη χρονική απόσταση εξηγεί την αρχαϊκότητα της μυκηναϊκής διαλέκτου. Η τροπή του -τι σε -σι, που διαχωρίζει τις ανατολικές από τις δυτικές διαλέκτους, έχει ήδη γίνει στη μυκηναϊκή, όπως δείχνει ο τύπος di-do-si = δίδωσι και όχι δίδωτι. Γι' αυτό η μυκηναϊκή κατατάσσεται στις ανατολικές διαλέκτους. Αλλά η μυκηναϊκή διατηρεί χαρακτηριστικά που έχουν χαθεί στις ανατολικές διαλέκτους, όπως τις γνωρίζουμε από τις μαρτυρίες των αλφαβητικών επιγραφών (από το 750 π.Χ. και μετά). Έτσι, διατηρεί τον φθόγγο [w] (το δίγαμμα) που, όπως είδαμε, έχει χαθεί στις ανατολικές (αλλά όχι στις δυτικές) διαλέκτους. Στον αττικό τύπο κόρη, λ.χ., αντιστοιχεί ο μυκηναϊκός κόρϝα [kόrwa]. Αλλά ο τύπος κόρϝα φανερώνει και κάτι άλλο. Αν θυμάστε, λέγαμε πριν ότι οι ανατολικές διάλεκτοι ξεχωρίζουν από τις δυτικές κατά το ότι οι δεύτερες έχουν ᾱ (δηλαδή μακρό [a]) εκεί που οι πρώτες έχουν η, δηλαδή μακρό [e]: μήτηρ στις ανατολικές διαλέκτους, μάτηρ στις δυτικές· κόρα στις δυτικές διαλέκτους, κόρη στις ανατολικές. Στη μυκηναϊκή, αν και ανατολική διάλεκτο, βρίσκουμε τον τύπο κόρϝα. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι αυτή η συγκεκριμένη διαφορά μεταξύ ανατολικών και δυτικών διαλέκτων δεν ισχύει ακόμα στον 13ο αιώνα π.Χ., την εποχή δηλαδή της μυκηναϊκής. Την εποχή αυτή ανατολικές και δυτικές διάλεκτοι έχουν ᾱ. Η τροπή του ᾱ σε η (δηλαδή σε μακρό [e]), που διαχώρισε, ως προς αυτό το φαινόμενο, ανατολικές και δυτικές διαλέκτους, έγινε μετά τη μυκηναϊκή εποχή.

Στη μυκηναϊκή διατηρείται επίσης ο φθόγγος [h], για τον οποίο είπαμε ότι χάθηκε νωρίς στις ανατολικές διαλέκτους, κυρίως στην ιωνική. Στη μυκηναϊκή διατηρούνται ακόμα κάποιοι φθόγγοι που δεν εμφανίζονται σε καμία διάλεκτο της πρώτης χιλιετίας π.Χ. Αν συγκρίνετε την αρχαία ελληνική λέξη τις 'κάποιος, ποιος' και τη λατινική quis 'κάποιος, ποιος', θα προσέξετε ότι μοιάζουν. Αν συγκρίνετε την αρχαία ελληνική λέξη τέσσαρες (ή τέτταρες στην αττική διάλεκτο) με την λατινική λέξη quattuor, που σημαίνει το ίδιο, θα προσέξετε πάλι ότι μοιάζουν. Τέτοιες ομοιότητες δεν μπορεί να είναι τυχαίες. Με βάση τέτοιες ομοιότητες οι «αρχαιολόγοι» της γλώσσας, οι ιστορικοί γλωσσολόγοι, υποθέτουν (όπως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο) ότι τα ελληνικά και τα λατινικά (αλλά και άλλες γλώσσες, λ.χ. τα αρχαία ινδικά) κατάγονται από έναν κοινό «πρόγονο» που ονομάζεται (θα θυμάστε γιατί) ινδοευρωπαϊκή. Και για να ξαναγυρίσουμε στα ζευγάρια τις/quis, τέσσαρες (τέτταρες)/quattuor, οι ιστορικοί γλωσσολόγοι πιστεύουν ότι ο κοινός πρόγονος των ζευγαριών αυτών άρχιζε, όπως στα λατινικά, με τους φθόγγους qu- και, για να το γράψουμε όπως προφέρεται, με τον φθόγγο [kw] . Τέτοιοι φθόγγοι ονομάζονται χειλοϋπερωικοί, γιατί το ένα κομμάτι τους, το [w], σχηματίζεται με το στρογγύλεμα των χειλιών, ενώ το άλλο κομμάτι τους, το [k], σχηματίζεται με την ανύψωση του πίσω μέρους της γλώσσας προς την «υπερώα» (το μαλακό μέρος του ουρανίσκου). Έτσι λοιπόν οι «αρχαιολόγοι» της γλώσσας υποθέτουν ότι ο «πρόγονος» του τις είχε ως πρώτο φθόγγο το [kw]: kwis, και ότι με τον χρόνο αυτό το [kw] άλλαξε στα ελληνικά και έγινε [t]: τις. Αντίστοιχα, υποθέτουν ότι και ο «πρόγονος» της λέξης τέσσαρες/τέτταρες αρχίζει με έναν τέτοιο χειλοϋπερωικό φθόγγο [kw], όπως στο λατινικό quattuor [kwattuor]. Με τον χρόνο και στη λέξη αυτή ο χειλοϋπερωικός φθόγγος [kw] άλλαξε και έγινε [t]: τέσσαρες/τέτταρες. Αυτή η υπόθεση επιβεβαιώθηκε από την αποκρυπτογράφηση της μυκηναϊκής. Στη μυκηναϊκή το πρώτο συνθετικό της λέξης τετράπους 'με τέσσερα πόδια' είναι kwetro-. Η μυκηναϊκή λοιπόν, ως αρχαϊκή διάλεκτος, διατηρεί τους χειλοϋπερωικούς φθόγγους που δεν υπάρχουν πια στις διαλέκτους της πρώτης χιλιετίας.

Ένας ακόμη αρχαϊσμός της μυκηναϊκής είναι ότι διατηρεί μια πτώση που δεν υπάρχει πια στις διαλέκτους της υστερότερης εποχής. Η πτώση αυτή είναι η οργανική, που δηλώνει το όργανο, το μέσο. Θυμηθείτε τί λέγαμε για την πτώση αυτή στο προηγούμενο κεφάλαιο. Έτσι εμφανίζεται στα ουσιαστικά η κατάληξη -φι που εκφράζει την οργανική πτώση: ἁνίαφι, που σημαίνει 'με ηνία', δηλαδή με χαλινάρια. Η πτώση αυτή έχει χαθεί πια στα αρχαία ελληνικά της πρώτης χιλιετίας και η έννοια του οργάνου, του μέσου, εκφράζεται με τη δοτική. Στα νέα ελληνικά το όργανο ή το μέσο εκφράζεται περιφραστι­κά («αναλυτικά» και όχι «συνθετικά»): με το χαλινάρι, με μαχαίρι κλπ.

Ταυτίζουμε την ωριμότητα με τη σοβαρότητα

Έχουμε γίνει υπερβολικά σοβαροί με τα πάντα, υπερβολικά σφιγμένοι, υπερβολικά στρεσαρισμένοι. Ταυτίζουμε την ωριμότητα με τη σοβαρότητα και πιστεύουμε ότι μόνο μέσω της νηφάλιας και βαθιάς σκέψης γινόμαστε σοφοί.

Βρέθηκα κάποτε σε ένα δείπνο όπου η συζήτηση περνούσε από το ένα στενόχωρο θέμα στο άλλο. Αρρώστιες, εγκληματικότητα, νευρώσεις, οικονομία υπό κατάρρευση, περιβάλλον σε κίνδυνο.. μαύρη μαυρίλα. Και ξαφνικά, ένας ηλικιωμένος άντρας πετάχτηκε όρθιος και φώναξε: «Ώρα για παιχνίδι!»

Φυσικά, όλοι νομίσαμε ότι είχε τρελαθεί. Πάρα πολλοί από τους συνδαιτυμόνες είχαν μάθει να καταπνίγουν τη διάθεση για παιχνίδι και είχαν ξεχάσει την αξία των τρελών παρορμήσεων.

Οι περισσότεροι από εμάς φαίνεται ότι προτιμάμε μια προβλέψιμη ζωή, ήσυχη και απαλλαγμένη από υπερβολές. Λίγοι θα επέλεγαν μια παθιασμένη ύπαρξη, απρόβλεπτη και ανυπότακτη.

Αναρωτιέμαι τι απέγιναν εκείνοι οι γλεντοκόποι που ήμασταν κάποτε, εκείνη η έκσταση που συνόδευε την κάθε μας μέρα. Από πότε οι φιλικές συγκεντρώσεις έγιναν απλώς ανάγκη να αφήνουμε κάθε τόσο λίγο λάσκα τα λουριά, για χάρη του εαυτού μας και εκείνων που μας αγαπούν.

Το βάρους του κόσμου είναι ασήκωτο. Πρέπει να αρνιόμαστε να το κουβαλήσουμε όταν δε μας αφήνει περιθώρια για λίγο γέλιο και καλή διάθεση.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΒΙΟΫΒΡΙΔΙΚΗ ΤΕΧΝΗΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΠΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΕΙ ΜΕ ΤΑ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΑ ΚΥΤΤΑΡΑ.

Ομάδα επιστημόνων από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη ανακοίνωσε ότι δημιούργησαν, για πρώτη φορά, μία βιοϋβριδική τεχνητή σύναψη εγκεφάλου η οποία μπορεί να επικοινωνήσει με τα ζωντανά εγκεφαλικά κύτταρα.

Το 2017, ερευνητές του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια είχαν παρουσιάσει μία ηλεκτρονική συσκευή από οργανικά υλικά, η οποία αποτελούσε μία τεχνητή μορφή σύναψης, δηλαδή του συνδέσμου ανάμεσα στα εγκεφαλικά κύτταρα (νευρώνες). Το 2019, εννέα τέτοιες τεχνητές συνάψεις είχαν συνδυαστεί σε μία ενιαία διάταξη, που μπορούσε να προγραμματιστεί από κοινού, ώστε να μιμείται την παράλληλη λειτουργία του εγκεφάλου.

Τώρα, οι ερευνητές του Στάνφορντ, σε συνεργασία με συναδέλφους τους από το Ιταλικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας και το ολλανδικό Πανεπιστήμιο του Αϊντχόβεν, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για νέα υλικά «Nature Matierals», έδειξαν ότι η πρώτη βιοϋβριδική τεχνητή σύναψη είναι δυνατό να δουλέψει σε συνεργασία με πραγματικά ζωντανά κύτταρα και να επικοινωνήσει μαζί τους.

«Η μελέτη μας δείχνει τη μοναδική δύναμη των νέων υλικών που μπορούν να αλληλεπιδρούν με τη ζώσα ύλη. Τα ζωντανά κύτταρα δεν έχουν πρόβλημα να συνεργαστούν με το μαλακό πολυμερές υλικό της τεχνητής σύναψης. Αλλά η συμβατότητα πηγαίνει ακόμη παραπέρα, καθώς τα νέα υλικά εργάζονται με τα ίδια μόρια που οι νευρώνες χρησιμοποιούν στη φύση», δήλωσε ο καθηγητής Επιστήμης και Μηχανικής των υλικών του Στάνφορντ, Αλμπέρτο Σαλέο.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ενώ άλλες νευρο-συσκευές να χρειάζονται αποκλειστικά ένα ηλεκτρικό σήμα για να ανιχνεύσουν και να επεξεργαστούν τα μηνύματα του εγκεφάλου, στην περίπτωση της νέας τεχνητής σύναψης η επικοινωνία της με τα ζωντανά εγκεφαλικά κύτταρα γίνεται με πιο φυσικό τρόπο μέσω ηλεκτροχημείας, καθώς το υβριδικό υλικό λαμβάνει μηνύματα από τα γειτονικά κύτταρα σαν να ήταν νευρώνας και το ίδιο.

Η τεχνητή σύναψη αποτελείται από δύο ηλεκτρόδια από μαλακό πολυμερές υλικό, διαχωρισμένα από ένα διάλυμα ηλεκτρολύτη, το οποίο παίζει τον ρόλο του μικρού κενού που διαχωρίζει δύο νευρώνες του εγκεφάλου. Ανάμεσα σε αυτό το κενό ταξιδεύουν συνεχώς οι ουσίες νευροδιαβιβαστές (π.χ. ντοπαμίνη), ώστε να επιτυγχάνεται η επικοινωνία μεταξύ των περιοχών του εγκεφάλου.

Όταν ζωντανά εγκεφαλικά κύτταρα τοποθετούνται πάνω σε ένα από τα ηλεκτρόδια, οι νευροδιαβιβαστές που απελευθερώνονται από τα εγκεφαλικά κύτταρα μπορούν να αλληλοεπιδράσουν με το ηλεκτρόδιο της τεχνητής σύναψης και να παράγουν ιόντα. Όπως έδειξαν τα πειράματα με τρωκτικά (αρουραίους) που είχαν τέτοιες υβριδικές συνάψεις ενσωματωμένες στον εγκέφαλό τους, αυτά τα ιόντα ταξιδεύουν στο δεύτερο ηλεκτρόδιο και το τροποποιούν, όπως ακριβώς γίνεται η διαδικασία της μάθησης στις βιολογικές συνάψεις του εγκεφάλου.

«Δείξαμε ότι είναι δυνατή η φυσική επικοινωνία που εμπλέκει τόσο τη χημεία όσο και τον ηλεκτρισμό. Είναι το πρώτο μικρό βήμα για μία πραγματική διεπαφή εγκεφάλου-μηχανής», ανέφερε ο δρ Σαλέο. Τέτοιες διεπαφές μελλοντικά θα δοκιμαστούν στην ιατρική, τη νευροεπιστήμη και σε άλλα πεδία.

Το κρυφτό της ύπαρξης

Η ύπαρξη έρχεται να σε βρει όπου κι αν κρύβεσαι, και φορά την πιο τρομακτική μάσκα της, για να σου αποκαλύψει την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι εσύ ο ίδιος. Ποιο είναι αυτό που φοβάσαι περισσότερο; Να είσαι φτωχός; Να σε έχουν εγκαταλείψει; Να αρρωστήσεις και να χάσεις κάποιο σπίτι, κάποια δουλειά; Όλες αυτές, και ακόμα περισσότερες, είναι οι μάσκες του τρόμου που φορά η ύπαρξη για να σε φοβίσει.

Τα είδη της ανθρωπότητας

Ο χειρότερος φόβος ενός ανθρώπου, όποιος κι αν είναι, θα πραγματωθεί σε συμβάντα, τα οποία ο συγκεκριμένος άνθρωπος αναπόφευκτα θα συναντήσει στον δρόμο του. Σαν εξετάσεις που δεν κατόρθωσες να περάσεις, αργά ή γρήγορα θα χρειαστεί να τα αντιμετωπίσεις όλα αυτά ξανά.

Ήταν εντελώς περιττό να συνοψίσω νοερά τις εμπειρίες μου, προκειμένου να πειστώ ότι έλεγε αλήθεια. Κι όμως, εξακολουθούσα να αντιστέκομαι στην ιδέα. Να δω τον κόσμο ως έναν πλανητικό μηχανισμό, που διατηρούσε την ανθρωπότητα σε μια διαρκή κατάσταση φόβου και αβεβαιότητας, υπό μια συνεχή απειλή, μου φαινόταν... ο απόλυτος παραλογισμός.

Μόνο υπό το καθεστώς απειλής μπορεί ένας συνηθισμένος άνθρωπος να βρει το θάρρος που χρειάζεται προκειμένου να ξεφύγει από τις σκιές, από τα φαντάσματα που δημιούργησαν τα παιδικά τραύματά του από την ενοχή του. Ένας αυθεντικός άνθρωπος δεν τα χρειάζεται όλα αυτά, ζει σε μια κατάσταση διαρκούς βεβαιότητας, μου εξήγησε, δίνοντας έμφαση στη σημασία της τελευταίας φράσης.

Ήμουν σε σύγχυση. Τον άκουγα να συγκροτεί μια θεωρία σχετικά με μια πλανητική αδικία, σύμφωνα με την οποία η ανθρωπότητα χωριζόταν σε δύο είδη: το ένα, ευτυχές και ξέγνοιαστο, ευλογημένο από μια ακλόνητη σιγουριά, και το άλλο -στο οποίο ανήκε το μεγαλύτερο μέρος - έρμαιο του φόβου, διαρκώς να καρτερά βάσανα και δυστυχίες. Του εξέφρασα την απορία μου και τον βρήκα σε μια απρόσμενα καλή διάθεση.

Η ασφάλεια της σταθερότητας μέσω φόβων

Στον κόσμο του, ακόμα και το να θέσεις ένα ερώτημα απαιτούσε προσοχή και επαγρύπνηση. όταν ήταν παρών, με απασχολούσε πάντοτε τι θα μπορούσε να σκεφτεί ή να νιώσει και για την πιο ανεπαίσθητη κίνηση, για την πιο ανεπαίσθητη αλλαγή στον τόνο της φωνής μου, για το πιο αδιόρατο βλέμμα. Και αυτό μετέτρεπε την κάθε στιγμή που περνούσα κοντά του σε «άσκηση» της Σχολής.

Από την άλλη πλευρά, όταν βρισκόμουν μακριά του, ο νους μου διασκορπιζόταν, η προσοχή μου στρεφόταν σε χίλιες διαφορετικές κατευθύνσεις και ολόκληρη η ύπαρξή μου κατακερματιζόταν.

«Ακόμα και ο συνηθισμένος άνθρωπος νιώθει την ασφάλεια της σταθερότητας. Οι βεβαιότητές του είναι οι φόβοι του, οι αμφιβολίες του είναι η πραγματικότητά του. Τις αγαπά και δεν θα τις άφηνε για τίποτα στον κόσμο να πετάξουν μακριά του. Από την πιο μικρή παιδική ηλικία του, έτρεφε τον εαυτό του με απατηλούς φόβους, γευόταν τους καρπούς της αρνητικής φαντασίας του και της ανεστραμμένης δημιουργικότητάς του. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, εκλαμβάνει τις σκιές ως πραγματικούς αντιπάλους του, κι έτσι αισθάνεται και ζει μονίμως σαν να απειλείται...»

Μου εξήγησε ότι ο άνθρωπος σταδιακά εξοικειώνεται με την οδύνη αυτής της κατάστασης, τόσο που καταλήγει να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του. Ο πόνος και η ανασφάλεια γίνονται φυσιολογικές πτυχές της ζωής, γνώριμοι στυλοβάτες και μάλιστα τόσο καθησυχαστικοί, που είναι αδύνατον να τους εγκαταλείψει.

Οι σκιές της αμφιβολίας και της ανασφάλειας

«Νιώσε ασφαλής», με παρότρυνε. «Δεν υπάρχει εξωτερικός εχθρός. Στην πραγματικότητα, είσαι πάντοτε εσύ ο ίδιος που απειλείς τον εαυτό σου. Οι άνθρωποι δεν αισθάνονται ποτέ ασφαλείς. Ακόμα κι όταν ένας άνθρωπος είναι πλούσιος και φαινομενικά δεν έχει απολύτως τίποτα να φοβηθεί, εξακολουθεί να νιώθει τη σκιά της αμφιβολίας και μια διαρκή κατάσταση ανασφάλειας. Ζει μέσα στον φόβο, στην οδύνη... Αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που γνωρίζει να κάνει κι έτσι του επιτρέπει να κυβερνά ολόκληρη τη ζωή του.»

«Τότε λοιπόν δεν υπάρχει θεραπεία...»

«Δεν υπάρχουν τρόποι για να κάνεις τον εαυτό σου να νιώσει ασφαλής», μου φανέρωσε: «Δεν υπάρχουν θωρακισμένες πόρτες ούτε θησαυροφυλάκια, καταφύγια ή οχυρά, δεν υπάρχει απολύτως καμία προφύλαξη που να μπορείς να πάρεις».

Ύστερα, είπε επιγραμματικά: «Μόνο ένας αυθεντικός ονειρευτής μπορεί να νιώσει ασφάλεια. Ασφάλεια είναι το όνειρο. Αμφιβολίες, φόβος και οδύνη δεν είναι παρά ψευδαισθήσεις και η μοναδική πραγματικότητα του συμβιβασμένου ανθρώπου.»

Έκλεισα τα μάτια και, όταν αφέθηκα να με νανουρίζει η φωνή του, ένιωσα εκείνη την αίσθηση πως ήμουν άτρωτος, το αίσθημα ασφάλειας που νιώθουν τα παιδιά ακόμα κι αν περιτιγυρίζονται από αγχώδεις, φοβικούς ενήλικες. Προσπάθησα να πάω πίσω, ακόμα πιο πίσω, στην εποχή που ήμουν έμβρυο στη μήτρα της μητέρας μου. Και τότε, επέστρεψε η «ανάμνηση» εκείνης της ολότητητας, της απόλυτης αθωότητας, και άρχισα να πλέω στην απεριόριστη ασφάλεια του αμνιακού υγροού. Άκουσα να προσθέτει τους τελευταίους λίγους στίχους.

«Για να είσαι ασφαλής, πρέπει να είσαι άμεμπτος, άψογος να είσαι...»

Οι εσωτερικοί εχθροί

Μέσα σε μια ξαφνική στιγμή διαύγειας, κατάλαβα πως η μόνη επίθεση που μπορεί να δεχτεί ένας άνθρωπος προέρχεται από τους εσωτερικούς εχθρούς του. Ψεύτες, υποκριτές, κλέφτες, όντα που αδικούν, αγωνιούν, αμφιβάλλουν, όντα τα οποία ζουν μέσα στον φόβο και δεν έχουν τρόπο να ξεφύγουν από αυτόν. Είναι οι ίδιοι οι φόβοι που ανοίγουν την πόρτα στους κλέφτες. Ένιωθα χαμένος, και ένιωθα πως ήταν μαζί μου χαμένη ολόκληρη η ανθρωπότητα, καταδικασμένη σε μόνιμη ανασφάλεια.

Ποιος θα μπορούσε ποτέ να ξεφύγει από κάτι τέτοιο; Γλιστρούσα πια σε ακόμα πιο απόμακρες και οδυνηρές καταστάσεις της ύπαρξης.

«Μόνο ο άνθρωπος που μπορεί να στοιχηματίσει τα πάντα στον εαυτό του, μόνο ο άνθρωπος που μπορεί να στοιχηματίσει τα πάντα στον εαυτό του, μόνο ο άνθρωπος που επιθυμεί, που αποζητά και κάνει ο,τιδήποτε είναι δυνατόν για να αλλάξει, μπορεί να τα καταφέρει», προλαβαίνοντας την πτώση μου.

Ακόμα και αν στα μάτια του μέσου ανθρώπου φανεί απερίσκεπτος, ριψοκίνδυνος ή ανεύθυνος, ένας άνθρωπος, που καθοδηγείται από πληρότητα και βεβαιότητα, αποπνέει πάντα ένα «αίσθημα σωτηρίας».

Ο ίδιος γνωρίζει καλά ότι, στην πραγματικότητα, δεν ρισκάρει απολύτως τίποτα. Στον επιχειρηματικό τομέα, σε κάθε εγχείρημα που φαίνεται να είναι το πιο ριψοκίνδυνο, ένας άνθρωπος με τέτοια βεβαιότητα είναι απρόσβλητος και δεν κινδυνεύει να αποτύχει. Ο,τιδήποτε αγγίζει, αποδίδει και ανθοφορεί, σε οποιαδήποτε κατάσταση, ακόμα και στην πιο απελπιστική, βρίσκει πάντοτε μια λύση, την οποία τα συμβάντα και οι συνθήκες έρχονται πάντοτε να δικαιώσουν, ακριβώς επειδή αυτός ο ίδιος είναι η λύση.

Ο κόσμος αποτελεί μια δική μας προβολή

Κι έπειτα, σαν να μου εμπιστευόταν κάποιο μυστικό, η φωνή Του έγινε ψίθυρος. «Ακόμα κι αν ο μέσος άνθρωπος αισθάνεται διαρκώς να απειλείται και μόνιμα κάποιον ή κάτι φοβάται, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα και κανείς που να μπορεί να τον βλάψει απ' έξω. Ο κόσμος είναι η προβολή και η πραγμάτωση των ονείρων μας, ακόμα κι αν αυτά είναι εφιάλτες. Ο κόσμος μπορεί να είναι είτε παράδεισος είτε κόλαση. Εσύ θα αποφασίσεις σε ποιο από τα δυο επιθυμείς να ζήσεις».

Σταμάτησε για λίγο ώστε να μου δώσει χρόνο να καταγράψω τις απαραίτητες σημειώσεις στο σημειωματάριο που πλέον είχα πάντοτε μαζί μου. Έπειτα ολοκλήρωσε. Απελευθερώσου από το φόβο. Η αφοβία είναι η πύλη που οδηγεί στη βεβαιότητα και την πληρότητα, κι όμως καμία σκληρή προσπάθεια δεν μπορεί να σε κάνει άφοβο. Η αφοβία έρχεται από μόνη της όταν συνειδητοποιήσεις ότι δεν υπάρχει απολύτως τίποτα να φοβηθείς.

Η σταθερά του φόβου

Η αποκάλυψη του Dreamer πως κανένας κίνδυνος δεν είναι εξωτερικός με οδηγούσε στο χείλος του αγνώστου, που έμοιαζε τρομακτικό. Η προοπτική ότι πρέπει να ζήσω μια ζωή χωρίς φόβο, διατηρώντας μια υπαρξιακή κατάσταση που απαιτούσε αδιάκοπη επιφυλακή, ώστε ακόμα και το απειροελάχιστο στοιχείο αρνητικότητας, ο μικρότερος κόκκος κόλασης, να φιλτράρεται και να εξοστρακίζεται, μου φαινόταν ακόμα χειρότερη από τη συνηθισμένη φοβική κατάστασή μας.

Να είμαστε φοβισμένοι, ανασφαλείς, να αισθανόμαστε ότι τα συμβάντα της ζωής μας απειλούν, αυτές ήταν τελικά οι μοναδικές σταθερές μας, οι κατεξοχήν συνθήκες της ανθρώπινης κατάστασης που θεωρούνταν φυσιολογικές.

Η ιδέα μιας ανθρωπότητας απαλλαγμένης από τον φόβο ήταν εξίσου απωθητική με την πιθανότητα ανακάλυψης μιας καινούριας, εξωγήινης μορφής ζωής - και έμοιαζε να απέχει εκατομμύρια έτη φωτός από τη δική μου αντίληψη για το ανθρώπινο είδος. Αυτή η απειλή απέναντι στην ανασφάλειά μας είναι τελικά πιο τρομακτική από το ίδιο τον φόβο, ακριβώς όπως η ιδέα της αθανασίας είναι πολύ πιο δυσβάσταχτη από την αποδοχή του αναπόφευκτου θανάτου.

Ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι κάθε άνθρωπος θα ήταν έτοιμος να θυσιάσει τη ζωή του προκειμένου να υπερασπιστεί, για τον εαυτό του και για τις μελλοντικές γενιές, το δικαίωμα στον φόβο και στην οδύνη.
Η σύλληψη του απείρου

«Πίσω από κάθε πόνο, φόβου, ανασφάλεια ή αβεβαιότητα κρύβεται μια καταστροφική σκέψη, και πίσω από αυτή την καταστροφική σκέψη βρίσκεται το πρωταρχικό αίτιο, η ιδέα πως ο θάνατος είναι αναπόφευκτος», τόνισε για άλλη μια φορά. «Αυτή η ιδέα είναι ο πραγματικός εξολοθρευτής της ανθρωπότητας, η προέλευση της δυστυχίας κάθε ανθρώπου, η απαρχή όλων των πολέμων και των εγκλημάτων στους πολιτισμούς που θεμελιώθηκαν επάνω της.

Κι αν ο άνθρωπος αποκτούσε επίγνωση της παρουσίας αυτού του σπόρου το θανάτου μέσα του, θα ήταν αρκετό για να εξαλείψει οριστικά από την ύπαρξή του το πεπρωμένο του βιολογικού θανάτου. Ο θάνατος, η περίφραξη εντός ορίων, προφυλάσσει τον καθημερινό άνθρωπο από τη σύλληψη του απείρου κατά έναν ανατρεπτικό τρόπο.

Έρμαν Έσσε: Κάθε άνθρωπος μπορεί να εξηγήσει μόνο τον εαυτό του

Κανείς ποτέ δεν υπήρξε ολότελα ο εαυτός του, ωστόσο ο καθένας αγωνίζεται να το πετύχει, και ο κουτός και ο ευφυής, όσο καλύτερα μπορεί.

Όλοι μας ως το τέλος της ζωής μας κουβαλάμε τα υπολείμματα της γέννησής μας, τις μεμβράνες και το κέλυφος ενός αρχέγονου κόσμου.

Πολλοί δεν καταφέρνουν να γίνουν ποτέ άνθρωποι.

Παραμένουν βάτραχοι, σαύρες, μυρμήγκια.

Πολλοί είναι άνθρωποι από τη μέση και πάνω και ψάρια από τη μέση και κάτω.

Ο καθένας, ωστόσο, αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια της φύσης να δημιουργήσει μια ανθρώπινη ύπαρξη.

Οι ρίζες μας είναι κοινές.

Όλοι προερχόμαστε από την ίδια μήτρα.

Το κάθε άτομο ξεπετιέται από την ίδια άβυσσο, αγωνίζεται να πετύχει τον σκοπό του.

Καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, μα κάθε άνθρωπος μπορεί να εξηγήσει μόνο τον εαυτό του.

Έρμαν Έσσε, Ντέμιαν

Λέων Τολστόι: Η ζωή δεν έχει κανένα νόημα

Πολλές φορές είπα στον εαυτό μου: «Μα ίσως κάτι μου διαφεύγει, ίσως κάτι δεν μπόρεσα να καταλάβω. Δεν είναι δυνατόν αυτή η κατάσταση της απόγνωσης να είναι κοινή σε όλους τους ανθρώπους».

Κι έψαξα να βρω μια απάντηση στα ερωτήματα μου σ’ όλους τους κλάδους της γνώσης που κατέκτησε ο άνθρωπος.

Ερεύνησα για πολύ καιρό και με πολύ κόπο.

Δεν το έκανα με μισή καρδιά ή από επιπόλαιη περιέργεια, αλλά βασανιστικά, επίμονα, μέρα και νύχτα, σαν τον ετοιμοθάνατο που γυρεύει τη σωτηρία, αλλά δε βρήκα τίποτα.

Έψαξα σ’ όλους τους κλάδους της γνώσης και όχι μόνο δε βρήκα τίποτα αλλά πείστηκα πως όλοι όσοι είχαν ερευνήσει, όπως κι εγώ, τις περιοχές της γνώσης, δεν είχαν ούτε εκείνοι βρει τίποτα.

Κι όχι μόνο δεν είχαν βρει τίποτα, αλλά είχαν παραδεχτεί ξεκάθαρα το ίδιο πράγμα που με είχε οδηγήσει στην απόγνωση: ότι η ζωή δεν έχει κανένα νόημα, κι ότι αυτή είναι, χωρίς αμφιβολία, η μόνη αδιαφιλονίκητη γνώση που διαθέτει ο άνθρωπος.

Λέων Τολστόι, Μία εξομολόγηση

Ποιά είναι τα πιο ενδιαφέροντα γεγονότα σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά;

Η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν είναι πάντα λογική. Μερικές φορές, τα ανθρώπινα όντα συμπεριφέρονται με πολύ περίεργο τρόπο, αλλά οι έρευνες αποκαλύπτουν όλο και περισσότερες κρυφές αιτίες πίσω από τις συμπεριφορές των ανθρώπων.

* Οι φτωχοί έχουν την τάση να είναι πιο πιστοί.

* Μια ελκυστική εμφάνιση μπορεί εύκολα να είναι παραπλανητική. Και οι άνθρωποι τείνουν τις περισσότερες φορές να εμπιστεύονται την εμφάνιση περισσότερο από την ειλικρίνεια.

* Τα άτομα με υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης αποκτούν ευχαρίστηση από τον θυμό των άλλων.

* Ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος δεν είναι αυτός που έχει πολλά χρήματα, αλλά αυτός που έχει περισσότερα από όσα κάνει ο γείτονάς του . Οι άνθρωποι συγκρίνονται συνεχώς με τους άλλους και αισθάνονται ικανοποιημένοι εάν είναι ανώτεροι ή πιο τυχεροί από κάποια άποψη.

* Τα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση τείνουν να ταπεινώνουν τους άλλους .

* Οι άνθρωποι πιστεύουν ειλικρινά ότι οι αρνητικές απόψεις τους για τους άλλους είναι αληθείς και δεν έχουν καμία σχέση με αυτούς και την αυτοπεποίθησή τους. Στην πραγματικότητα, ο εξευτελισμός των άλλων τους βοηθά να αποκαταστήσουν την αυτοεκτίμησή τους.

* Το ψέμα απαιτεί πολλή πνευματική προσπάθεια . Ένα άτομο που λέει ψέματα πρέπει να θυμάται δύο πράγματα ταυτόχρονα – το ψέμα που λένε, και την αλήθεια, ή αυτό που προσπαθούν να κρύψουν. Με αποτέλεσμα, ένας ψεύτης να χρησιμοποιεί απλές προτάσεις και να δυσκολεύεται να αντιμετωπίζει ψύχραιμα τις καταστάσεις.

* Οι άνθρωποι που νοιάζονται για τους άλλους είναι ψυχολογικά περισσότερο λυπημένοι.

* Οι άνθρωποι που βλέπουν στον ύπνο τους επικίνδυνα όνειρα περνούν συχνά μια πολύ δύσκολη στιγμή.

* Οι άνθρωποι με αυτοπεποίθηση γενικά τολμούν και συχνά διατρέχουν περισσότερους κινδύνους.

* Οι ντροπαλοί άνθρωποι έχουν λιγότερες πιθανότητες να εξαπατηθούν επειδή δεν εμπιστεύονται όλους τους ανθρώπους.

* Οι εσωστρεφείς άνθρωποι είναι πιο αξιόπιστοι σε σύγκριση με τους εξωστρεφείς.

* Όσο περισσότερο ελκύουμε ένα άτομο, τόσο πιο εύκολο είναι να σε κάνει να γελάσεις.

* Οι άνθρωποι που πιστεύουν στην επίδειξη είναι γενικά οι πιο ανόητοι.

* Ο σαρκασμός σάς κάνει διανοητικά ισχυρότερους.

* Οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να κλαίνε τη νύχτα καθώς η έλλειψη του ύπνου, καθιστά δυσκολότερο τον έλεγχο πάνω τους.

* Εάν κάποιος δεν μπορεί να κλαίει, είναι αδύναμος.

* Ο εγκέφαλός μας περιπλανιέται για περίπου 30% της ημέρας.

* Προτιμούμε μικρότερες γραμμές κειμένου, αλλά διαβάζουμε καλύτερα μεγαλύτερες.

* Μπορούμε να είμαστε κοντά με φιλίες έως και σε 150 άτομα.

* Περίπου το 80% των ανθρώπινων συνομιλιών είναι κουτσομπολιό.

* Όσο πιο περίπλοκη είναι η απόφαση που πρέπει να ληφθεί, τόσο περισσότεροι άνθρωποι τείνουν να αφήνουν τα πράγματα ως έχουν.

* Οι έξυπνοι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να πιστεύουν ότι δεν είναι έξυπνοι. Οι αδαείς πιστεύουν ότι είναι απολύτως εξαιρετικοί.

* Οι άνθρωποι που τους μισείτε δεν σας μισούν. Στην πραγματικότητα, αυτό γίνεται επειδή είστε η αντανάκλαση αυτού που θέλουν να γίνουν.

* Όσο περισσότερο ακούμε κάτι, τόσο περισσότερο πιστεύουμε ότι είναι αλήθεια – αυτό ονομάζεται ψευδαίσθηση της αλήθειας.

* Μπορούμε να αγαπάμε δύο άτομα ταυτόχρονα, αλλά ποτέ με την ίδια ένταση.

* Δεν μπορείτε να λέτε ψέματα σε ένα άτομο που αγαπάτε.

* Το γέλιο είναι το καλύτερο φάρμακο.

Σταμάτα να φοβάσαι το χειρότερο σου εαυτό, όταν μπορείς να έχεις τον καλύτερο

Αλήθεια επενδύεις τον ίδιο χρόνο στα όνειρα και στους στόχους σου, με αυτόν που επενδύεις στους φόβους και στο άγχος σου, στα αρνητικά σενάρια και στις αποφυγές σου;

Οι άνθρωποι μπορούμε να είμαστε οι μεγαλύτεροι εχθροί του εαυτού μας.. και αυτό γιατί έχουμε μάθει αυτόματα να αναπαράγουμε αρνητικές σκέψεις (σαν άμυνα φαντάσου το), ένα μόνιμο «αλλά» δηλαδή, και μαζί με κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς μας, αυτό γίνεται μία παγιωμένη συνήθεια της καθημερινότητάς μας.

Ποια στοιχεία της προσωπικότητάς μας βοηθούν σε αυτή την αναπαραγωγή που συχνά μας βυθίζει; Η τελειοθηρία, το ανικανοποίητο, οι ενοχές, η ανάγκη μας να ικανοποιήσουμε τους άλλους, η ανάγκη μας να γίνουμε αποδεκτοί από τους άλλους πριν καν αποδεχτούμε εμείς τον εαυτό μας.


Και ποιο είναι το αποτέλεσμα αυτής της συμπεριφοράς;

Να μην πιστεύουμε στον εαυτό μας.
Να αμφισβητούμε τις ικανότητές μας.
Να εξαρτόμαστε από τη γνώμη των άλλων.
Να ξεχνάμε τι σημαίνει να αγαπάμε εμείς τον εαυτό μας.

Συχνά ακούμε να μιλάνε για την αγάπη προς τον εαυτό μας.. Άλλοι το ακούνε και το προσπερνάνε, άλλοι το προσέχουν, άλλοι προσπαθούν να αλλάξουν, άλλοι έχουν κουραστεί να προσπαθούν..

Όμως μία συνήθεια για να αλλάξει θέλει χρόνο.. όχι απαραίτητα υπομονή.. θέλει όμως επιμονή, αντοχές και δέσμευση.. Τι υπέροχη λέξη! Συχνά ξεχνάμε την πραγματική της ουσία και το μεγαλείο της.

Να δεσμευτείς λοιπόν...

Να δεσμευτείς στην αλλαγή σου και στην προσπάθεια που απαιτείται..

Να δεσμευτείς ότι θέλεις να μάθεις να αγαπάς τον εαυτό σου, γιατί αν δεν το κάνεις εσύ, δεν θα το διεκδικήσεις και από τους άλλους.

Να δεσμευτείς στο να βγάλεις στην επιφάνεια τον καλύτερό σου εαυτό.

Να δεσμευτείς στο χρόνο που χρειάζεται… και να αφιερώσεις χρόνο.

Να αφιερώσεις και να αφιερωθείς στη δέσμευση προς τον εαυτό σου.. και να του αφιερώσεις χρόνο, χωρίς δικαιολογίες.. σε κανέναν δεν περισσεύει, είτε έχουμε λίγες είτε περισσότερες υποχρεώσεις..

Να δεσμευτείς ότι θέλεις τον καλύτερό σου εαυτό και όχι αυτόν που φοβάται, που αγχώνεται, που καταστροφοποιεί ή που αποφεύγει να αντιμετωπίσει το σκοτάδι και τους δαίμονές του.

Σταμάτα λοιπόν να φοβάσαι το χειρότερο σου εαυτό, όταν μπορείς να έχεις τον καλύτερο.. και απόδειξέ το!

Η μεγαλύτερη πηγή της ανθρώπινης δυστυχίας ξεκινάει από την παιδική ηλικία

Αν η ανάπτυξη του παιδιού καθηλωθεί, αν τα συναισθήματά του καταπιεστούν, ιδιαίτερα το συναίσθημα του θυμού και του πόνου, τότε το άτομο θα ενηλικιωθεί έχοντας μέσα του ένα θυμωμένο, πληγωμένο παιδί. Αυτό το παιδί, αναίτια θα μολύνει την ενήλικη συμπεριφορά του ατόμου.

Μπορεί να φαίνεται παράλογο ότι ένα μικρό παιδί συνεχίζει να ζει στο σώμα ενός ενηλίκου. Όμως αυτό το παραμελημένο, πληγωμένο μέσα παιδί του παρελθόντος είναι η μεγαλύτερη πηγή της ανθρώπινης δυστυχίας.

Μέχρι να διεκδικήσουμε εκείνο το παιδί, θα συνεχίζει να μολύνει την ενήλικη ζωή μας. Και την μολύνει, σαμποτάροντάς την με μερικούς από τους παρακάτω τρόπους:

1. Συν-εξάρτηση

Το να μην έχεις επαφή με τα δικά σου αισθήματα, τις ανάγκες σου και τις επιθυμίες σου. Μια απώλεια ταυτότητας.

Τα νοσηρά οικογενειακά συστήματα υποθάλπουν την συν εξάρτηση. Όταν το οικογενειακό περιβάλλον είναι γεμάτο βία (συγκινησιακή, σωματική, σεξουαλική), το παιδί πρέπει να επικεντρωθεί έξω από αυτό. Με τον καιρό χάνει την ικανότητα να παράγει αυτοεκτίμηση από μέσα του. Χωρίς υγιή εσωτερική ζωή, ζει στην εξορία προσπαθώντας να βρει εκπλήρωση από έξω. Αυτό είναι συν εξάρτηση και είναι ένα σύμπτωμα του πληγωμένου μέσα μας παιδιού.

2. Βάναυση συμπεριφορά

Η βάναυση συμπεριφορά είναι το αποτέλεσμα της βίας στην παιδική ηλικία, του πόνου και της αδιάλυτης θλίψης αυτής της κακοποίησης. Το κάποτε αδύναμο, κακοποιημένο παιδί, γίνεται βάναυσος ενήλικος. Αυτό ισχύει και για τη σωματική και τη σεξουαλική κακοποίηση, αλλά και τον συναισθηματικό εξευτελισμό. Όμως η βάναυση συμπεριφορά είναι και αποτέλεσμα κανακέματος και υποχωρητικότητας από τους γονείς, έτσι που κάνουν τα παιδιά να νιώθουν ανώτερα από τους άλλους, είναι παραχαϊδεμένα και πιστεύουν ότι τους αξίζει ειδική μεταχείριση. Έτσι χάνουν κάθε υπευθυνότητα και πάντα νομίζουν ότι για τα προβλήματά τους φταίνε διαρκώς οι άλλοι.

3. Ναρκισσιστική διαταραχή

Όταν ένα παιδί δεν αγαπιέται χωρίς όρους και χωρίς τα επιτιμητικά μάτια ενός γονιού ή κηδεμόνα, δεν το παίρνουν στα σοβαρά και δεν γίνεται αποδεκτό, δεν μπορεί να μάθει ποιο πραγματικά είναι.

Το ναρκισσιστικά στερημένο μέσα παιδί μολύνει τον ενήλικο με μια ακόρεστη λαχτάρα για αγάπη, για προσοχή και τρυφερότητα. Σαμποτάρει τις σχέσεις του γιατί όση αγάπη κι αν του δίνεται, δεν είναι ποτέ αρκετή. Οι ανάγκες του είναι ανάγκες εξάρτησης, ανάγκες που εξαρτώνται από άλλον για να ικανοποιηθούν. Τα ναρκισσιστικά στερημένα παιδιά απογοητεύονται σε όλες τις σχέσεις τους, αναζητούν πάντα τον τέλειο εραστή που θα ικανοποιήσει όλες τους τις ανάγκες, γίνονται εξαρτημένα άτομα, οι έξεις τους είναι απόπειρες να κλείσουν την τρύπα της ψυχής τους , αναζητούν υλικές ανέσεις και χρήματα που τους προσδίδουν αίσθηση αξίας, γίνονται ηθοποιοί ή αθλητές γιατί χρειάζονται την αδιάκοπη κολακεία και τον θαυμασμό και τέλος χρησιμοποιούν τα ίδια τους τα παιδιά για να καλύψουν τις ναρκισσιστικές τους ανάγκες..

4. Θέμα με την εμπιστοσύνη

Όταν τα παιδιά φροντίζονται από αναξιόπιστα άτομα γίνονται υπερβολικά δύσπιστα. Επειδή ο κόσμος γι’ αυτά είναι εχθρικός και αφιλόξενος, είναι πάντα άγρυπνα και ελέγχουν τα πάντα. Ο έλεγχος γίνεται έξη. Οι σχέσεις έχουν προβλήματα και η οικειότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί

5. Εκδραμάτιση

Η πρωταρχική κινητήρια δύναμη στη ζωή είναι το συναίσθημα. Είναι το καύσιμο που μας ωθεί να προστατεύσουμε τον εαυτό μας και να ικανοποιήσουμε τις βασικές μας ανάγκες. Έτσι το πληγωμένο μέσα παιδί μας προβάλλει διαρκώς τις ανικανοποίητες ανάγκες της παιδικής ηλικίας και το αδιάλυτο τραύμα…Η αδιάλυτη συναισθηματική ενέργεια από το παρελθόν, εκφράζεται με τον μόνο τρόπο που μπορεί, την “εκδραμάτιση”.

Παραδείγματα εκδραμάτισης είναι:

-ΑΝ ΕΙΜΑΙ ΤΕΛΕΙΟΣ/Α ΚΑΙ ΔΩΣΩ ΣΤΟΝ ΜΠΑΜΠΑ/ΜΑΜΑ Ο,ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ, ΘΑ ΜΕΤΡΑΩ ΚΑΙ ΘΑ ΜΕ ΑΓΑΠΑ
-ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΒΙΑΣ ΣΕ ΑΛΛΟΥΣ
-ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΛΕΜΕ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΟΣΑ ΕΙΠΑΜΕ ΟΤΙ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΛΕΓΑΜΕ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΝΑΜΕ.
-ΑΝΑΙΤΙΑ ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗ, ΜΟΥΤΡΑ, ΝΕΥΡΑ…κλπ.
-ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΧΩΡΙΣ ΑΙΤΙΑ
-ΕΚΔΡΑΜΑΤΙΣΗ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ, ΤΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, με το να μας σαρκάζουμε, να μας επικρίνουμε, να είμαστε αδύναμοι να πετύχουμε τους στόχους μας, να είμαστε επιρρεπείς στα ατυχήματα…

Επίσης, Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΣΑ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΙ ΣΟΒΑΡΑ ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ.

6. Μαγική πίστη

Είναι φυσικό ένα παιδί να σκέφτεται μαγικά. Αλλά αν ένα παιδί είναι πληγωμένο, λόγω των ανικανοποίητων αναγκών εξάρτησης, δε μεγαλώνει στην πραγματικότητα.

Γίνεται ενήλικος μολυσμένος από τη μαγική λογική του παιδιού.

Ενδείξεις μαγικής πίστης είναι οι πεποιθήσεις:

-ΑΝ ΕΧΩ ΧΡΗΜΑΤΑ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΟΚ
-ΑΝ Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΜΟΥ ΜΕ ΑΦΗΣΕΙ ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ
-ΑΝ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΩ ΠΟΛΥ ΘΑ ΑΝΤΑΜΕΙΦΘΩ ΑΠΌ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
-Η ‘ΑΝΑΜΟΝΗ’ ΦΕΡΝΕΙ ΥΠΕΡΟΧΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

και φράσεις όπως:

-ΚΟΙΤΑ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ-ΘΥΜΩΣΕΣ ΤΗ ΜΑΜΑ!
-ΣΚΟΤΩΝΕΙΣ ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΟΥ!
-ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΘΗΚΕΣ; ΣΥΓΧΥΣΕΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ!
-ΞΕΡΩ ΤΙ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ!

Εκφράσεις που συχνά χρησιμοποιούν οι δυσλειτουργικοί γονείς και μαθαίνουν στα παιδιά τους ότι η συμπεριφορά τους είναι άμεσα υπεύθυνη για τα αισθήματα κάποιου άλλου, δηλαδή τα διδάσκουν “μαγική λογική”.

7. Δυσλειτουργία οικειότητας

Το πληγωμένο μέσα μας παιδί μολύνει την οικειότητα στις σχέσεις, επειδή δεν έχει αίσθηση του πραγματικού του εαυτού. Το μεγαλύτερο πλήγμα που μπορεί να δεχτεί ένα παιδί είναι η απόρριψη του αυθεντικού εαυτού του. Και αυτό συμβαίνει όταν ένας γονιός δεν επιβεβαιώνει τα αισθήματα του παιδιού του, τις ανάγκες του και τις επιθυμίες του. Τότε ένας ψεύτικος εαυτός σχηματίζεται.

Για να πιστέψει ότι το αγαπούν, το πληγωμένο παιδί συμπεριφέρεται με τον τρόπο που νομίζει ότι υποτίθεται πως πρέπει να συμπεριφέρεται. Με τα χρόνια αυτός ο ψεύτικος εαυτός αναπτύσσεται και ενισχύεται, ώσπου γίνεται αυτός που το άτομο νομίζει ότι πραγματικά είναι. Ξεχνάει ότι αυτός ο ψεύτικος εαυτός είναι μια προσαρμογή, ένας ρόλος πάνω σε ένα σενάριο που κάποιος άλλος έγραψε.

Έτσι, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟ ΝΑ ΝΙΩΣΕΙΣ ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΑ ΑΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΣΟΥ.

Όταν ένα παιδί πληγώνεται μέσα από την παραμέληση και την κακοποίηση, τα όριά του παραβιάζονται. Αυτό του προκαλεί φόβο είτε καταποντισμού της προσωπικότητάς του, είτε εγκατάλειψης εξ αιτίας της απουσίας εμπιστοσύνης και εκτίμησης για τον εαυτό του. Χωρίς ασφαλή όρια, δεν ξέρουμε τι θέλουμε, δεν μπορούμε να πούμε όχι, πράγματα κρίσιμα για την καθιέρωση της οικειότητας.

8. Απείθαρχη συμπεριφορά

Η πειθαρχία είναι ένας τρόπος για να περιορίσουμε τα βάσανα της ζωής” M.Scott Peck

Μαθαίνουμε ότι αν λέμε την αλήθεια, αν αναβάλλουμε την άμεση ικανοποίηση των αναγκών μας, αν είμαστε τίμιοι με τον εαυτό μας και αν είμαστε υπεύθυνα άτομα τότε μπορούμε να επαυξήσουμε τις χαρές και τις απολαύσεις της ζωής. Τα παιδιά έχουν ανάγκη από γονείς που κάνουν πράξη την αυτοπειθαρχία και δεν την διδάσκουν μόνο.

Όταν οι γονείς δεν είναι πρότυπα πειθαρχίας, το παιδί γίνεται απείθαρχο. Όταν τιμωρούν αυστηρά, και δεν κάνουν όσα λένε, γίνεται υπερ-πειθαρχικό.

Το απείθαρχο παιδί μέσα μας είναι φυγόπονο, χρονοτριβεί, αρνείται να αναβάλλει την άμεση ικανοποίηση των αναγκών του, επαναστατεί, είναι ισχυρογνώμον και αδιάλλακτο, δρα ενστικτωδώς, χωρίς σκέψη.

Το υπερ-πειθαρχικό παιδί είναι άκαμπτο, έμμονο, υπερβολικά ελεγχόμενο και υπάκουο, ευχαριστεί τους άλλους και είναι παγιδευμένο στη ντροπή και την ενοχή.

Οι περισσότεροι από μας έχουμε ένα πληγωμένο παιδί μέσα μας και ταλαντευόμαστε ανάμεσα στην απείθαρχη και υπερ-πειθαρχική συμπεριφορά.

9. Εξαρτημένη/καταναγκαστική συμπεριφορά

Το πληγωμένο μέσα μας παιδί είναι η μεγαλύτερη αιτία για πολλές εξαρτήσεις και εξαρτημένη συμπεριφορά. Η εξάρτηση είναι μια παθολογική σχέση προς κάθε μορφή αλλαγής της διάθεσης η οποία έχει καταστροφικές συνέπειες για τη ζωή κάποιου. Οι στοματικές εξαρτήσεις (αλκοόλ, ναρκωτικά, τροφή) αλλάζουν συνταρακτικά την διάθεση. Ακόμα εξαρτήσεις δράσης (εργασία, αγορές, χαρτοπαιξία, σεξ, θρησκευτικές ιεροτελεστίες), γνωστικές(τρόποι σκέψης, ψυχαναγκασμός να αποφύγεις τα συναισθήματα), συναισθηματικές (συναισθήματα φόβου, θυμού, οργής, θλίψης, χαράς γίνονται εθιστικά) και εξαρτήσεις από πράγματα (τα χρήματα, το συνηθέστερο πράγμα-έξη).

10. Διαστροφές της σκέψης

Τα παιδιά είναι “μη λογικά”, ”ξένα στη λογική”, όπως λέει ο Jean Piaget, απόλυτα στη σκέψη τους. Αν δεν μ’ αγαπάς, με μισείς. Μια “όλα ή τίποτα” πόλωση. Δεν υπάρχει ενδιάμεσο. Χρειάζονται υγιή πρότυπα για να μάθουν να ξεχωρίζουν τη σκέψη από το συναίσθημα- να σκέφτονται τα συναισθήματα και να νιώθουν την σκέψη. Τα παιδιά σκέφτονται εγωκεντρικά κι αυτό φαίνεται όταν προσωποποιούν τα πάντα. Αν ο μπαμπάς δεν βρίσκει καιρό για μένα, αυτό σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά με μένα. Και έτσι ερμηνεύουν τα παιδιά τις περισσότερες μορφές κακοποίησης. Ο εγωκεντρισμός είναι μια φυσιολογική κατάσταση της παιδικής ηλικίας και όχι δείγμα ηθικής ιδιοτέλειας. Απλά ένα παιδί δεν μπορεί εύκολα να κατανοήσει την άποψη του άλλου.

Όταν οι αναπτυξιακές ανάγκες εξάρτησης ενός παιδιού δεν ικανοποιούνται, στην ενηλικίωση το άτομο μολύνεται από τον τρόπο σκέψης του μέσα παιδιού.

Γνωρίζω αρκετά άτομα που έχουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα λόγω της συναισθηματικής τους σκέψης. Νομίζουν ότι επειδή θέλουν κάτι, είναι αυτό ικανοποιητικός λόγος για να το αγοράσουν.

Όταν τα παιδιά μάθουν να ξεχωρίζουν τη σκέψη από τα συναισθήματα, στην ενηλικίωση συχνά χρησιμοποιούν τη σκέψη σαν έναν τρόπο για να αποφύγουν τα οδυνηρά συναισθήματά τους. Ξεχωρίζουν το κεφάλι από την καρδιά τους, σαν να ήταν δυνατόν.

Δύο κοινά παραδείγματα τέτοιας διαστρέβλωσης της σκέψης είναι: η γενίκευση και η λεπτολογία.

Όλες οι θεωρητικές επιστήμες απαιτούν να γνωρίζουμε πώς να γενικεύουμε και να μη σκεφτόμαστε αφαιρετικά. Η γενίκευση γίνεται όμως διαστρέβλωση όταν την χρησιμοποιούμε για να μας αποσπάσει από τα συναισθήματά μας. Πολλοί άνθρωποι ακαδημαϊκά ευφυείς τα καταφέρνουν δια της βίας στην προσωπική τους ζωή. Μια διαστρεβλωμένη μορφή γενίκευσης είναι η τρομερολογία: Τρομερές σκέψεις που είναι απλά υποθέσεις με τις οποίες τρομοκρατούμε τον εαυτό μας.

Και η λεπτολογία μπορεί να είναι μια σημαντική διανοητική ικανότητα. Αλλά όταν χρησιμεύει για να μας αποσπάσει από τα οδυνηρά μας συναισθήματα, τότε διαστρεβλώνει την πραγματικότητα της ζωής μας. Μας απορροφά η λεπτομέρεια και ξεχνάμε τα συναισθήματα της ανεπάρκειάς μας.

11. Κενό (απάθεια-κατάθλιψη)

Το πληγωμένο παιδί μέσα μας, μολύνει την ενήλικη ζωή μας, με μια χαμηλού βαθμού κατάθλιψη, που τη βιώνουμε ως κενότητα. Η κατάθλιψη προκαλείται όταν το παιδί προσπαθεί να υιοθετήσει έναν ψεύτικο εαυτό και εγκαταλείπει τον αληθινό εαυτό του. Έτσι χάνει την επαφή με τα αληθινά συναισθήματα, τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Αντί γι' αυτό, βιώνει αισθήματα που χρειάζονται για τον ψεύτικο εαυτό του. Για παράδειγμα, το “να είσαι καλός” είναι συστατικό του ψεύτικου εαυτού. Δηλαδή κάποιου ρόλου που παίζεις. Η εγκατάλειψη του αληθινού εαυτού και το κενό που δημιουργείται είναι αιτία κατάθλιψης χρόνιας, επειδή διαρκώς πενθούμε την απώλεια του αληθινού μας εαυτού.

Η αίσθηση του κενού επίσης βιώνεται και ως απάθεια. Οι ενήλικες-παιδιά συχνά παραπονιούνται ότι η ζωή τους είναι ανιαρή και χωρίς νόημα. Όταν το παιδί μέσα μας πληγώνεται νιώθουμε κενοί και μελαγχολικοί.

Έχε εμπιστοσύνη σε σένα και μην περιμένεις πολλά από τους άλλους

Οι μεγαλύτερες απογοητεύσεις στη ζωή συνήθως προκαλούνται εξαιτίας των μεγάλων προσδοκιών από τους άλλους.

Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι δύσκολες και πολλοί από εμάς ξεχνάμε ότι οι άλλοι δεν σκέφτονται, ούτε πράττουν όπως εμείς.

Τα επτά πράγματα τα οποία πρέπει να σταματήσετε να περιμένετε από τους άλλους έτσι ώστε η ζωή σας να γίνει ευκολότερη είναι:

1. Σταματήστε να περιμένετε ότι οι άλλοι θα συμφωνήσουν μαζί σας.

Οι γνώμες είναι πολλές και διαφορετικές. Δεν γίνεται να πεισθούν όλοι από τα επιχειρήματά σας όπως επίσης και να συμφωνήσουν μαζί σας. Αν σταματήσετε να το προσπαθείτε θα εξοικονομήσετε ενέργεια και ηρεμία.

2. Μην περιμένετε να σας σέβονται περισσότερο από όσο σέβεστε εσείς τον εαυτό σας.

Αυτό σημαίνει ότι αν εσείς σέβεστε και αγαπάτε τον εαυτό σας, τότε θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι. Παρόλα αυτά μην περιμένετε υπερβολές.

3. Μην περιμένετε να σας συμπαθούν όλοι

Σ΄ όποιον αρέσουμε για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε λέει το άσμα και έχει δίκιο. Άλλωστε δεν υπάρχει τίποτα πιο ενοχλητικό από τα άτομα τα οποία επιθυμούν να είναι αρεστά σε όλους.

4. Μην περιμένετε από τους άλλους να ανταποκριθούν στις προσδοκίες σας.

Όταν αγαπάτε τους άλλους, σημαίνει ότι τους αφήνετε να είναι ο εαυτός τους. Το ίδιο μπορούν να κάνουν και οι άλλοι για εσάς.

5. Μην περιμένετε ότι οι άλλοι ξέρουν τι σκέφτεστε.

Κανείς δεν μπορεί να διαβάσει τη σκέψη σας. Οπότε μην ζητάτε από τους άλλους να έχουν υπερδυνάμεις.
6. Μην περιμένετε ότι οι άλλοι θα αλλάξουν ξαφνικά για εσάς.

Οι αλλαγές στη συμπεριφορά ή τον χαρακτήρα πρέπει να γίνονται για το ίδιο το άτομο. Όταν μπλέκονται δεύτερα άτομα τότε σίγουρα η κατάσταση γίνεται περισσότερο περίπλοκη.

7. Μην περιμένετε οι άλλοι να είναι πάντα εντάξει.

Με το να είστε πάντα καλός δεν σημαίνει ότι και οι άλλοι θα είναι πάντα καλοί μαζί σας. Μην κάνετε εκπτώσεις επομένως, καθώς κανείς δεν πρόκειται να σας επιβραβεύσει.

Διότι δεν έχω κανέναν λόγο να προσποιούμαι

Νιώθω μια αίσθηση ικανοποίησης όταν έχω τη δυνατότητα να τολμώ να μεταδώσω την αυθεντικότητα που υπάρχει μέσα μου σε κάποιον άλλο. Κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο, εν μέρει γιατί αυτό που βιώνω αλλάζει συνεχώς. Συνήθως υπάρχει μια χρονική καθυστέρηση -μερικές φορές στιγμών, μερικές φορές ημερών, εβδομάδων ή μηνών- μεταξύ της εμπειρίας και της επικοινωνίας: βιώνω κάτι, νιώθω κάτι, αλλά δεν τολμώ να το μεταδώσω παρά μόνο αργότερα, όταν θα έχει καταλαγιάσει τόσο, ώστε αντέχω να διακινδυνεύσω να το μοιραστώ με κάποιον άλλο. Όταν, όμως, μπορώ να μεταδώσω αυτό που είναι αληθινό μέσα μου τη στιγμή που συμβαίνει, νιώθω αυθεντικός, αυθόρμητος και ζωντανός.

Είναι εκπληκτική εμπειρία να συναντάς την αυθεντικότητα σε άλλα πρόσωπα. Μερικές φορές στις βασικές ομάδες συνάντησης, που αποτελούν ένα πολύ σημαντικό μέρας της εμπειρίας μου τα τελευταία χρόνια, κάποιος λέει κάτι που φαίνεται ολοκληρωμένο και με ειλικρίνεια. Είναι τόσο προφανείς οι περιπτώσεις που ένα άτομο δεν κρύβεται πίσω από κάποιο προσωπείο, αλλά μιλά βαθιά από μέσα του. Όταν συμβαίνει αυτό, κάνω υπέρβαση για να το συναντήσω. Θέλω να συναντήσω αυτό το αληθινό πρόσωπο. Ορισμένες φορές τα συναισθήματα που εκφράζονται είναι πολύ θετικά, ενώ κάποιες άλλες είναι αναμφισβήτητα αρνητικά. Θυμάμαι έναν άντρα που κατείχε μια πολύ υπεύθυνη θέση, έναν επιστήμονα, επικεφαλής ενός μεγάλου ερευνητικού τμήματος σε μια τεράστια εταιρεία ηλεκτρονικών. Μια μέρα σε μια τέτοια ομάδα συνάντησης βρήκε το θάρρος να μιλήσει για την απομόνωσή του. Μας ανέφερε ότι δεν είχε ποτέ ούτε ένα φίλο. Παρότι γνώριζε πολλούς ανθρώπους, δεν θεωρούσε κανέναν απ’ αυτούς φίλο του. «Για την ακρίβεια», πρόσθεσε, «υπάρχουν μόνο δύο άτομα στον κόσμο με τα οποία έχω μια έστω λογική σχέση επικοινωνίας. Είναι τα παιδιά μου». Πριν προλάβει να τελειώσει, δάκρυζε από λύπη για τον εαυτό του, και είμαι βέβαιος ότι κρατούσε αυτά τα δάκρυά του για χρόνια. Αυτή η ειλικρίνεια και η αυθεντικότητα της μοναξιάς του οδήγησε κάθε μέλος της ομάδας να τον πλησιάσει από ψυχολογική πλευρά. Το πιο σημαντικό ήταν, επίσης, ότι το κουράγιο του να είναι αληθινός μάς έκανε όλους μας να είμαστε πιο αυθεντικοί στην επικοινωνία μας, να βγάλουμε τα προσωπεία που συνήθως χρησιμοποιούμε.

Απογοητεύομαι όταν συνειδητοποιώ -και φυσικά αυτή η συνειδητοποίηση πάντα έρχεται μετά, με χρονική καθυστέρηση – ότι ένιωσα υπερβολικό φόβο ή απειλή για να αφήσω τον εαυτό μου να προσεγγίσει εκείνο που βιώνει κάποιος, και κατ’ επέκταση δεν ήμουν αυθεντικός ή σύμφωνος. Οι εταίροι είναι μια ομάδα λαμπρών ανθρώπων. Υποθέτω ότι είναι αναπόφευκτο αυτοί να εξυψώνουν αρκετά τον εαυτό τους και να επιδεικνύουν τις γνώσεις και τα κατορθώματά τους. Φαίνεται σημαντικό για κάθε εταίρο να εντυπωσιάζει τους άλλους, να είναι λίγο περισσότερο σίγουρος, λίγο περισσότερο γνώστης των πραγμάτων από ό,τι πραγματικά είναι. Διαπίστωσα ότι έκανα ακριβώς το ίδιο — υιοθέτησα το ρόλο ενός ανθρώπου που διαθέτει μεγαλύτερη βεβαιότητα και περισσότερες ικανότητες από ό,τι στην πραγματικότητα διαθέτει Δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο αηδιασμένος ένιωσα με τον εαυτό μου όταν συνειδητοποίησα τι έκανα: δεν ήμουν εγώ, έπαιζα ένα ρόλο.

Μετανιώνω όταν καταπιέζω τα συναισθήματά μου για πολύ καιρό κι έπειτα βγαίνουν στην επιφάνεια με τρόπο που τελικά στρεβλώνονται ή γίνονται επιθετικά, ή ακόμη και πληγώνουν. Έχω ένα φίλο που τον συμπαθώ πολύ, αλλά έχει ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς το οποίο με ενοχλεί βαθύτατα. Λόγω της συνήθους τάσης να είμαστε καλοί, ευγενικοί κι ευχάριστοι, δεν εξέφραζα την ενόχλησή μου για πολύ καιρό και, όταν τελικά ξέσπασα, η ενόχλησή μου βγήκε στην επιφάνεια όχι μόνο ως ενόχληση αλλά και ως επίθεση σε αυτόν. Ήταν επίπονο και χρειάστηκε κάποιο διάστημα για να επανέλθει η σχέση μας σε φυσιολογικά επίπεδα.

Είμαι μέσα μου ευχαριστημένος όταν έχω τη δύναμη να επιτρέπω στο άλλο πρόσωπο να έχει τη δική του αυθεντικότητα και να είναι διαφορετικό από μένα. Νομίζω ότι συχνά αυτό αποτελεί αρκετά απειλητική πιθανότητα. Κατά κάποιον τρόπο το θεωρώ την υπέρτατη δοκιμασία για όποιον βρίσκεται στην ηγεσία του προσωπικού μιας ομάδας ή έχει το ρόλο του γονέα. Μπορώ ελεύθερα να επιτρέπω σε αυτό το μέλος του προσωπικού ή στον γιο μου ή στην κόρη μου να γίνει ξεχωριστή προσωπικότητα με ιδέες, σκοπούς και αξίες που μπορεί να μην είναι ίδιες με τις δικές μου; Σκέφτομαι κάποιο μέλος του προσωπικού αυτόν το χρόνο που πέρασε το οποίο επέδειξε πολλές στιγμές ευφυΐας, αλλά σαφώς είχε αξίες διαφορετικές από τις δικές μου και συμπεριφερόταν με τρόπους πολύ διαφορετικούς από τους δικούς μου. Ήταν ένας πραγματικός αγώνας, στον οποίο πέτυχα μόνο εν μέρει να του επιτρέψω να είναι ο εαυτός του, να τον αφήσω να εξελιχθεί ως πρόσωπο τελείως διαφορετικά από μένα, τις ιδέες μου και τις αξίες μου. Όμως, στο βαθμό που το πέτυχα, ήμουν ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, γιατί νομίζω ότι το να επιτρέπεται να είναι κανείς ξεχωριστό πρόσωπο συμβάλλει στην αυτόνομη ανάπτυξή του.

Θυμώνω με τον εαυτό μου όταν ανακαλύπτω ότι ελέγχω διακριτικά και προσαρμόζω ένα άλλο πρόσωπο στη δική μου εικόνα. Αυτό αποτελεί οδυνηρό κομμάτι της επαγγελματικής μου εμπειρίας. Απεχθάνομαι να έχω «οπαδούς», δηλαδή μαθητές που έχουν προσαρμόσει επιμελώς τον εαυτό τους στο πρότυπο που πιστεύουν ότι επιθυμώ. Μέρος της ευθύνης έχουν και οι ίδιοι, αλλά δεν μπορώ να αποφύγω την πιθανότητα -που με κάνει να νιώθω άβολα- ότι με κάποιον άγνωστο τρόπο έχω ελέγξει διακριτικά αυτά τα άτομα και τα έχω μετατρέψει σε ακριβή αντίγραφα του εαυτού μου, αντί για ξεχωριστούς επαγγελματίες, που έχουν κάθε δικαίωμα να γίνουν.

Με βάση όσα έχω αναφέρει, πιστεύω πως είναι σαφές ότι, όταν μπορώ να επιτρέπω στον εαυτό μου να είναι αληθινός ή να αντιλαμβάνομαι την αυθεντικότητα ή να την επιτρέπω στους άλλους, είμαι πολύ ικανοποιημένος. Όταν δεν μπορώ να την επιτρέπω στον εαυτό μου ή αποτυγχάνω να την επιτρέπω στους άλλους, θλίβομαι βαθύτατα. Όταν είμαι σε θέση να αφήνω τον εαυτό μου να είναι σύμφωνος και αυθεντικός, συχνά βοηθώ το άλλο πρόσωπο. Όταν το άλλο πρόσωπο είναι εμφανώς σύμφωνο και αυθεντικό, συχνά βοηθά εμένα. Στις σπάνιες αυτές στιγμές, όπου η βαθιά αυθεντικότητα του ενός συναντά την αυθεντικότητα του άλλου, δημιουργείται μια μοναδική «σχέση Εγώ-Εσύ», όπως την αποκαλεί ο Manin Buber. Τέτοια βαθιά και αμοιβαία προσωπική συνάντηση δεν συμβαίνει συχνά, αλλά είμαι πεισμένος ότι δεν ζούμε ανθρώπινα αν δεν συμβαίνει ούτε καν περιστασιακά.

Τι είναι όμως αυτό που αναγκάζει κάποιον να φοβάται τον γείτονα, να σκέφτεται και να πράττει αγεληδόν;

Καμιά φορά μας απογοητεύει «αυτό που είμαστε». Ποθούμε να γίνουμε καλύτεροι απ’ όσο είμαστε. Αλλά δεν ξέρουμε τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Ο Νίτσε κατανοεί την ανησυχία μας. Δε μας επιπλήττει λέγοντάς μας πως θα έπρεπε να νιώθουμε ευλογημένοι και να θυμόμαστε πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα˙ ή να λέμε πως με βάση τη γενική κατάσταση του κόσμου είμαστε πολύ τυχεροί και άρα θα πρέπει να νιώθουμε βολεμένοι. Απεναντίας, μας καλεί να ενδιαφερθούμε για το τι συμβαίνει όταν δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τον εαυτό μας. Αυτό το θεωρεί σημάδι καλής ψυχικής υγείας. Ο Νίτσε θέλει να γνωρίσουμε αυτή τη δυσαρέσκεια, να την λάβουμε σοβαρά υπόψη και να κάνουμε κάτι γι’ αυτήν.

Μερικές πρώτες ιδέες για το πώς θα ήταν μια καλύτερη εκδοχή του καθενός από μας είναι ίσως οι εξής: να βγάζουμε περισσότερα χρήματα, να κάνουμε πιο συναρπαστικά πράγματα, να έχουμε μια δουλειά που να μας αρέσει, να μετακομίσουμε, να φύγουμε από μια απογοητευτική σχέση, να βρούμε καινούριους φίλους, να κάνουμε ένα μεταπτυχιακό. Αυτοί θα ήταν πολύ καλοί στόχοι. Προσέξτε όμως πως είναι όλοι τους εξωτερικοί. Αφορούν πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε ή να έχουμε. Τι συμβαίνει όμως με τον εαυτό μας; Ποιοι είμαστε πραγματικά, αυτοί καθ’ εαυτοί; Και γιατί δε στοχεύουμε προς τα εκεί; Γιατί δε γινόμαστε οι άνθρωποι που θέλουμε να είμαστε; Μήπως είμαστε πολύ τεμπέληδες;

Αυτό το ερώτημα θέτει ο Νίτσε σε ένα δοκίμιο με τίτλο «Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός»:

«Ο ταξιδευτής εκείνος, που είχε δει πολλές χώρες και λαούς και κάμποσες ηπείρους, και τον ρώτησαν ποια ιδιότητα των ανθρώπων συνάντησε παντού, έλεγε: «έχουν μια κλίση στην οκνηρία». Σε μερικούς θα φανεί ότι θα μιλούσε σωστότερα και πιο έγκυρα αν έλεγε: «είναι όλοι δειλοί». Κρύβονται κάτω από ήθη και απόψεις. Κατά βάθος, κάθε άνθρωπος ξέρει καλά πως βρίσκεται στον κόσμο για μία φορά και μόνο, ως κάτι μοναδικό, και πως καμιά άλλη τόσο παράξενη σύμπτωση δε θα συνταιριάξει, για δεύτερη φορά, μια τόσο θαυμάσια πολλαπλότητα σε ενότητα, όπως είναι αυτός: το ξέρει αυτό, αλλά το κρύβει σαν μια κακή συνείδηση – για ποιο λόγο; Από φόβο μπρος στον γείτονα ο οποίος απαιτεί τη σύμβαση, τη στιγμή που και ο ίδιος καλύπτεται με αυτή. Τι είναι όμως αυτό που αναγκάζει κάποιον να φοβάται τον γείτονα, να σκέφτεται και να πράττει αγεληδόν, και να μην είναι ευχαριστημένος με τον ίδιο του τον εαυτό; Η ντροπαλοσύνη, ίσως, για λίγους και σπάνιους. Για τους περισσότερους, όμως, είναι η νωθρότητα, η φυγοπονία, δηλαδή εκείνη η ροπή στην οκνηρία, για την οποία μίλησε ο ταξιδιώτης.

Έχει δίκιο: οι άνθρωποι είναι περισσότερο οκνηροί απ’ ότι δειλοί και φοβούνται περισσότερο τους κόπους που θα τους επέβαλε μια απόλυτη εντιμότητα και γύμνια. Μόνο οι καλλιτέχνες μισούν αυτή την αμέριμνη πορεία, με τα ιδανικά φερσίματα και τις αταίριαστες γνώμες, και φανερώνουν το μυστικό, την κακή συνείδηση του καθενός, την πρόταση πως κάθε άνθρωπος είναι ένα μοναδικό θαύμα. Τολμούν να μας δείξουν τον άνθρωπο˙ πως αυτός, ως και στην κάθε κίνηση των μυών, είναι μόνος του˙ ακόμα περισσότερο πως αυτός, με την αυστηρή συνέπεια της μοναδικότητάς του, είναι όμορφος και αξιοθαύμαστος, καινοφανής και απίστευτος, όπως κάθε έργο της φύσης, και βέβαια καθόλου βαρετός. Όταν ένας μεγάλος στοχαστής περιφρονεί τους ανθρώπους, περιφρονεί την οκνηρία τους˙ διότι εξαιτίας της οι άνθρωποι εμφανίζονται ως βιομηχανικά προϊόντα, ως αδιάφοροι, ανάξιοι για συναναστροφή και νουθεσία. Ο άνθρωπος που δε θέλει να ανήκει στη μάζα χρειάζεται μόνο να πάψει να είναι νωθρός απέναντι στον εαυτό του και θα πρέπει να ακολουθεί τη συνείδησή του η οποία του φωνάζει: «να είσαι ο εαυτός σου! Όλα αυτά δεν είσαι εσύ, αυτά που τώρα κάνεις, σκέφτεσαι και λαχταράς».

Κάθε νεανική ψυχή ακούει αυτή τη φωνή μέρα νύχτα και τρέμει˙ γιατί νιώθει αιωνίως σίγουρη την επιτυχία, όταν συλλογίζεται την πραγματική της απελευθέρωση˙ για τούτη την ευτυχία όμως όσο καιρό βρίσκεται στις αλυσίδες των γνωμών και του φόβου, κανείς και με κανένα τρόπο δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Και δίχως την απελευθέρωση εκείνη, πόσο απελπισμένη και παράλογη μπορεί να γίνει η ζωή! Δεν υπάρχει πιο βαρετό και αντιπαθητικό πλάσμα από τον άνθρωπο που παραμερίζει το πνεύμα του δεξιά και αριστερά, πίσω και παντού. Σε έναν τέτοιο άνθρωπο δεν πρέπει τελικά να εναντιωνόμαστε, γιατί είναι φλοιός δίχως πυρήνα, ένα σάπιο, ζωγραφιστό, διογκωμένο ένδυμα, ένα καλλωπισμένο φάντασμα το οποίο δεν μπορεί να προκαλέσει φόβο, ούτε ασφαλώς συμπόνια. Και αν δικαίως λέμε πως ο τεμπέλης σκοτώνει το χρόνο, τότε πρέπει να ανησυχούμε σοβαρά, μήπως μια εποχή που στηρίζει την ευτυχία της στις κοινές γνώμες, δηλαδή στις ατομικές νωθρότητες, σκοτωθεί στ’ αλήθεια: εννοώ ότι θα σβηστεί από την ιστορία της πραγματικής απελευθέρωσης της ζωής.

Πόσο μεγάλη πρέπει να είναι η απέχθεια κατοπινών γενεών που θα ασχολούνται με την κληρονομιά εκείνης της εποχής, στην οποία βασίλευαν όχι οι ζωντανοί άνθρωποι αλλά ανθρωποειδή της κοινής γνώμης. Γι’ αυτό τον λόγο, η εποχή μας, για κάποιους μακρινούς απογόνους μπορεί να είναι η πιο σκοτεινή και πιο άγνωστη, καθότι πιο απάνθρωπη, περίοδος της ιστορίας. Διασχίζω τις καινούριες οδούς των πόλεων μας σκέφτομαι πως από όλα τα φριχτά σπίτια, που έχτισε για λογαριασμό της η γενιά της κοινής γνώμης, δε θα υπάρχει τίποτα σε μια εκατονταετία και πως επίσης, τότε, οι γνώμες αυτών των οικοδόμων πιθανώς θα έχουν διαλυθεί. Πόσο γεμάτοι ελπίδα πρέπει απεναντίας να είναι όλοι εκείνοι που δε νιώθουν πολίτες εκείνης της εποχής. Γιατί, αν ήταν κάτι τέτοιο, τότε θα συνεργάζονταν για να σκοτώσουν την εποχή τους και μαζί με την εποχή τους να βουλιάξουν – ενώ αυτοί, μάλλον, θέλουν να χαρίσουν στην εποχή τους ζωή για να εξακολουθήσουν, οι ίδιοι, να ζουν σε αυτή τη ζωή. Αλλά ακόμα κι αν το μέλλον δε μας επιτρέπει να ελπίζουμε τίποτα, η αλλόκοτη ύπαρξή μας ακριβώς σε αυτό το Τώρα μας ενθαρρύνει πειστικότατα να ζήσουμε σύμφωνα με έναν ιδιαίτερο νόμο και μέτρο: είναι αυτό το ανεξήγητο, το ότι ζούμε ακριβώς σήμερα, ενώ είχαμε άπειρο χρόνο για να υπάρξουμε, το ότι δεν κατέχουμε τίποτε άλλο από μια σπιθαμή σήμερα και πρέπει να δείξουμε γιατί και προς τι γεννηθήκαμε τώρα ακριβώς.»

Πώς μπορούμε να φέρουμε την ευτυχία και τη χαρά ξανά στη σχέση μας;

Όλη η ευτυχία και η χαρά έχουν εξαφανιστεί από τη σχέση μου, παρ’ όλο που νιώθω ότι ο έρωτας είναι ακόμη εκεί, και δεν θέλω να χωρίσω. Πώς μπορούμε να φέρουμε την ευτυχία και τη χαρά ξανά στη σχέση μας;

Υπάρχει κάποια παρανόηση στο μυαλό σας. Η ευτυχία δεν έχει φύγει, η ευτυχία δεν ήταν ποτέ εκεί – ήταν κάτι άλλο. Είναι ο ενθουσιασμός που έχει φύγει, αλλά νομίζατε ότι αυτός ο ενθουσιασμός ήταν ευτυχία. Η ευτυχία θα έρθει τώρα· όταν ο ενθουσιασμός υποχωρήσει, μόνο τότε έρχεται η ευτυχία. Η ευτυχία είναι ένα πολύ σιωπηλό φαινόμενο· δεν είναι καθόλου ενθουσιασμός, δεν είναι καθόλου πυρετώδης. Είναι ήρεμη, χαλαρή και ψύχραιμη.

Αλλά αυτή η παρανόηση δεν είναι μόνο δική σας· έχει γίνει ένα πολύ κοινό φαινόμενο. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι ο ενθουσιασμός είναι ευτυχία. Είναι ένα είδος μέθης· το άτομο νιώθει απασχολημένο, τρομερά απασχολημένο. Κατά τη διάρκεια αυτής της απασχόλησης ξεχνά τις έγνοιες του, τα προβλήματά του, τα άγχη του. Είναι σαν να πίνεις αλκοόλ: ξεχνάς τα προβλήματά σου, ξεχνάς τον εαυτό σου, και τουλάχιστον για λίγο είσαι μακριά, μακριά από τον εαυτό σου. Αυτό είναι το νόημα του ενθουσιασμού: δεν είστε πια μέσα στον εαυτό σας, είστε έξω· έχετε δραπετεύσει από τον εαυτό σας. Αλλά επειδή είστε έξω από τον εαυτό σας, αργά ή γρήγορα κουράζεστε. Σας λείπει η θρέψη που σας παρέχει ο πιο μύχιος πυρήνας σας όταν είστε κοντά του.

Έτσι κανένας ενθουσιασμός δεν μπορεί να είναι μόνιμος· μπορεί να είναι μόνο ένα στιγμιαίο φαινόμενο, κάτι προσωρινό. Όλοι οι μήνες του μέλιτος τελειώνουν πρέπει να τελειώσουν, διαφορετικά θα σκοτωθείτε! Αν παραμείνετε ενθουσιασμένοι, θα τρελαθείτε. Πρέπει να υποχωρήσει, πρέπει να τραφείτε πάλι από τον εαυτό σας. Δεν μπορεί να μείνει κανείς ξύπνιος για πολλά βράδια στη σειρά. Για ένα βράδυ, δύο βράδια, τρία βράδια είναι εντάξει, αλλά αν παραμείνετε ξύπνιος για πολλά βράδια, θα αρχίσετε να νιώθετε κουρασμένος, απολύτως κουρασμένος και εξουθενωμένος. Και θα αρχίσετε να νιώθετε αδύναμος και νεκρός· θα χρειάζεστε ξεκούραση. Μετά από κάθε ενθουσιασμό υπάρχει ανάγκη για ξεκούραση. Στην ξεκούραση ανακεφαλαιώνετε, αναρρώνετε· μετά μπορείτε να εισέλθετε ξανά στον ενθουσιασμό.

Αλλά ο ενθουσιασμός δεν είναι ευτυχία, είναι απλά ένας τρόπος για να δραπετεύσετε από τη δυστυχία.

Προσπαθήστε να το καταλάβετε ξεκάθαρα: ο ενθουσιασμός είναι απλά ένας τρόπος για να δραπετεύσετε από τη δυστυχία. Δίνει μόνο μια ψεύτικη και επιφανειακή εμπειρία ευτυχίας. Επειδή δεν είστε πια δυστυχισμένος νομίζετε ότι είστε ευτυχισμένος· το να μην είστε δυστυχισμένος ισούται με το να είστε ευτυχισμένος. Η αληθινή ευτυχία είναι ένα θετικό φαινόμενο. Η ανυπαρξία της δυστυχίας είναι ένα είδος λησμονιάς. Η δυστυχία σάς περιμένει στο σπίτι, και όποτε γυρίσετε θα είναι εκεί.

Όταν ο ενθουσιασμός εξαφανίζεται, αρχίζει να σκέφτεται κανείς, «Ποιο είναι το νόημα αυτού του έρωτα;» Αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν «έρωτα» πεθαίνει με τον ενθουσιασμό, και αυτό είναι συμφορά. Στην πραγματικότητα, ο έρωτας δεν γεννήθηκε ποτέ. Ήταν απλά ένας έρωτας ενθουσιασμού· δεν ήταν πραγματικός έρωτας. Ήταν απλά μια προσπάθεια να απομακρυνθείτε από τον εαυτό σας. Θέλατε απλά να αισθανθείτε.

Πολύ σωστά χρησιμοποιήσατε τη λέξη «χαρά» στην ερώτησή σας· ήταν χαρά, αλλά δεν ήταν οικειότητα. Όταν ο ενθουσιασμός εξαφανίζεται και μόλις τώρα αρχίζετε να νιώθετε αγάπη, η αγάπη μπορεί να αναπτυχθεί· τώρα οι πυρετώδεις ημέρες έχουν τελειώσει. Αυτό είναι το πραγματικό ξεκίνημα της αγάπης.

Για μένα, η αληθινή αγάπη ξεκινά όταν τελειώνει ο μήνας του μέλιτος. Αλλά τότε το μυαλό σας νομίζει ότι έχουν τελειώσει όλα: «Ψάξε για άλλη γυναίκα, ψάξε για άλλον άνδρα. Τι νόημα έχει να συνεχίσεις; Δεν υπάρχει πια χαρά!»

Αν συνεχίσετε να αγαπάτε τώρα, η αγάπη θα αποκτήσει ένα βάθος, θα γίνει οικειότητα. Θα αποκτήσει μια χάρη. Θα έχει μια διακριτικότητα τώρα, δεν θα είναι επιφανειακή. Θα σας βοηθήσει να γνωρίσετε τον εαυτό σας. Η σύντροφός σας θα γίνει καθρέφτης, και μέσα από εκείνην θα μπορέσετε να γνωρίσετε τον εαυτό σας. Τώρα είναι η ώρα, η σωστή ώρα να αναπτυχθεί η αγάπη, επειδή όλη η ενέργεια που έχει διοχετευτεί στον ενθουσιασμό δεν θα πάει χαμένη, θα πέσει στις ρίζες της αγάπης, και το δένδρο θα μπορέσει να βγάλει πολύ όμορφο φύλλωμα.

Αν μπορέσετε να ωριμάσετε με αυτήν την οικειότητα, που δεν είναι πια ενθουσιασμός, τότε θα δημιουργηθεί η ευτυχία: πρώτα ενθουσιασμός, μετά αγάπη, μετά ευτυχία. Η ευτυχία είναι το ύστατο προϊόν, η εκπλήρωση. Ο ενθουσιασμός είναι απλά μια αρχή, ένα έναυσμα· δεν είναι το τέλος. Και εκείνοι που τελειώνουν τα πράγματα στον ενθουσιασμό δεν θα μάθουν ποτέ τι είναι η αγάπη, δεν θα μάθουν ποτέ το μυστήριο της αγάπης, δεν θα μάθουν ποτέ τη χαρά της αγάπης. Θα μάθουν τις αισθήσεις, τον ενθουσιασμό, τον παθιασμένο πυρετό, αλλά δεν θα μάθουν ποτέ τη χάρη που είναι η αγάπη. Δεν θα μάθουν ποτέ πόσο όμορφο είναι να ζουν με έναν άνθρωπο χωρίς ενθουσιασμό αλλά με σιωπή, χωρίς λέξεις, χωρίς προσπάθεια να κάνουν τίποτε. Απλά να είναι μαζί, να μοιράζονται έναν χώρο, μια ύπαρξη, να μοιράζονται ο ένας τον άλλο, να μη σκέπτονται τι να πουν και τι να κάνουν, πού να πάνε και πώς να χαρούν· όλα αυτά τα πράγματα έχουν εξαφανισθεί. Η καταιγίδα έχει τελειώσει και υπάρχει σιωπή.

Και δεν είναι ότι δεν θα κάνετε έρωτα, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα είναι μια «ενέργεια»· θα είναι ερωτική πράξη. Θα γίνει από χάρη, από σιωπή, από ρυθμό· θα αναδυθεί από τα βάθη σας, δεν θα είναι από το σώμα. Υπάρχει μια ερωτική συνεύρεση που είναι πνευματική, που δεν έχει καμία σχέση με το σώμα. Παρ’ όλο που το σώμα λαμβάνει μέρος σ’ αυτό, συμμετέχει σ’ αυτό, δεν είναι η πηγή του. Τότε το σεξ παίρνει το Χρώμα – και μόνο τότε.

Γι’ αυτό η πρότασή μου είναι: Προσέξτε. Τώρα που πλησιάζετε, μην δραπετεύσετε. Μπείτε μέσα. Ξεχάστε τον ενθουσιασμό, είναι παιδιάστικος. Και κάτι όμορφο βρίσκεται μπροστά σας. Αν μπορείτε να το περιμένετε, αν έχετε υπομονή και εμπιστοσύνη σ αυτό, θα έρθει.

Είμαστε ικανοί για καθαρή ευτυχία, αλλά δεν ξέρουμε πώς να την διαχειριστούμε.

Ακόμη κι ένας άνδρας σαν τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, ένας άνθρωπος μεγάλης ευφυΐας, έχει να πει ότι ο άλλος είναι κόλαση, ότι είναι καλύτερα να είσαι μόνος, ότι δεν μπορείς να τα καταφέρεις μαζί με τον άλλο. Έγινε τόσο πεσιμιστής ώστε είπε ότι είναι αδύνατον να τα καταφέρεις μαζί με τον άλλο, ότι ο άλλος είναι η κόλασή σου. Κανονικά, έχει δίκιο.

Αυτή είναι η δυστυχία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος χάνει την άνθιση της ζωής επειδή δεν ξέρει τίποτε  χάνει επειδή δεν ξέρει τίποτε από αγάπη. Και για μένα, όπως ακριβώς ο άνδρας και η γυναίκα είναι τα δύο μισά ενός ολόκληρου, το ίδιο είναι η αγάπη. Στη συνάντηση της αγάπης γίνεται η συνάντηση του άνδρα και της γυναίκας. Και σ αυτή τη συνάντηση, δημιουργούμε το υπερβατικό ανθρώπινο ον, που δεν είναι ούτε άνδρας ούτε γυναίκα. Και αν δεν δημιουργήσουμε τον υπερβατικό άνθρωπο στη γη, δεν υπάρχει ελπίδα.

ΑΙΣΩΠΟΣ: Η αλκυόνα είναι ένα μοναχικό πουλί

Η αλκυόνα είναι ένα μοναχικό πουλί, που ζει πάντα κοντά στη θάλασσα. Λένε πως, για ν’ αποφύγει το κυνήγι των ανθρώπων, γεννάει στους θαλάσσιους βράχους.

Μια φορά λοιπόν που επρόκειτο να γεννήσει, βρήκε έναν τέτοιο βράχο και έκανε εκεί τα μικρά της.

Την ώρα όμως που έλειπε αναζητώντας τροφή, η θάλασσα αντάριασε από ισχυρό άνεμο, και τα κύματα ανέβηκαν και κατέκλυσαν τη φωλιά, πνίγοντας τους νεοσσούς.

Μόλις η αλκυόνα γύρισε και κατάλαβε τι είχε γίνει, είπε: «Αλίμονό μου η δύστυχη! Εγώ φυλαγόμουν από τη στεριά θεωρώντας την επικίνδυνη, και το βρήκα από τη θάλασσα, που την εμπιστεύτηκα και ζήτησα καταφύγιο».

Ο μύθος δηλώνει ότι και μερικοί άνθρωποι, που φυλάγονται από τους εχθρούς τους, ξεγελιούνται και προδίδονται από φίλους που είναι πολύ χειρότεροι.

ΑΙΣΩΠΟΣ, ΜΥΘΟΙ

Το τραυματικό στρες στην παιδική ηλικία μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές στον εγκέφαλο κατά την ενηλικίωση

Μια νέα ρηξικέλευθη μελέτη έδειξε ότι τραυματικά ή στρεσογόνα γεγονότα στην παιδική ηλικία μπορεί να οδηγήσουν σε πολύ μικρές αλλαγές στις βασικές δομές του εγκεφάλου που μπορούν τώρα να αναγνωριστούν δεκαετίες αργότερα. Η μελέτη είναι η πρώτη που δείχνει ότι τραυματισμός ή κακοποίηση κατά τα πρώιμα χρόνια ενός παιδιού – ένας καλά γνωστός παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη παθήσεων ψυχικής υγείας όπως σοβαρή καταθλιπτική διαταραχή στην ενηλικίωση – πυροδοτούν αλλαγές σε ειδικές υπο-περιοχές της αμυγδαλής και του ιππόκαμπου. Όταν συμβούν οι αλλαγές αυτές, οι ερευνητές πιστεύουν ότι, οι περιοχές του εγκεφάλου που επηρεάστηκαν μπορεί να μην λειτουργούν καλά, δυνητικά αυξάνοντας τον κίνδυνο ανάπτυξης ψυχικών διαταραχών [στα ίδια άτομα] ως ενήλικες σε περιόδους πίεσης, άγχους.

«Τώρα, που μπορούμε πραγματικά να προσδιορίσουμε ποιες ειδικές περιοχές της αμυγδαλής ή του ιππόκαμπου μεταβάλλονται μόνιμα από περιστατικά κακοποίησης στην παιδική ηλικία, τραυματισμό ή κακομεταχείριση, μπορούμε να αρχίσουμε να εστιάζουμε στο πώς να περιορίσουμε ή ακόμη δυνητικά να αναστρέψουμε τις αλλαγές αυτές», αναφέρει ο Peter Silverstone του Τμήματος Ψυχιατρικής και ένας από την ομάδα των οκτώ ερευνητών του Πανεπιστημίου της Alberta που διεξήγαγαν την μελέτη.

Για τη μελέτη επιστρατεύτηκε ένα σύνολο 35 συμμετεχόντων με σοβαρή καταθλιπτική διαταραχή, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν 12 άνδρες και 23 γυναίκες πριν την εμμηνόπαυση ηλικιών 18 με 49 ετών. Οι ερευνητές επιστράτευσαν επίσης 35 υγιή υποκείμενα ελέγχου, όπου συμπεριλαμβάνονταν 12 άνδρες και 23 γυναίκες που ταίριαζαν κατά ηλικία, φύλο και επίπεδο εκπαίδευσης.

«(η έρευνα) Μπορεί να βοηθήσει να φωτιστεί κάπως το πώς δρουν νέες υποσχόμενες θεραπείες, όπως τα ψυχεδελικά, καθώς υπάρχουν πλήθος στοιχείων που υποστηρίζουν ότι μπορούν να αυξάνουν την αναγέννηση των νεύρων σε αυτές τις περιοχές. Η κατανόηση των ιδιαίτερων δομικών και νευροχημικών αλλαγών του εγκεφάλου που υπόκεινται των διαταραχών ψυχικής υγείας, είναι ένα βασικό βήμα προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης δυνητικών νέων θεραπειών για αυτές τις παθήσεις, που έχουν αυξηθεί μοναδικά από την εμφάνιση της πανδημίας της COVIT-19», αναφέρει ο Silverstone, ο οποίος είναι επίσης μέλος του Ινστιτούτου Νευροεπιστήμης και Ψυχικής Υγείας του Πανεπιστημίου της Alberta.

Η μελέτη αναφέρει ότι προηγουμένως «η περισσότερη εργασία στην επίδραση του στρες στην αμυγδαλή και ιπποκάμπιες υποδομές έχει διενεργηθεί σε ζώα», και ο άμεσος έλεγχος των μοντέλων προ-κλινικού στρες στους ανθρώπους ήταν αδύνατος μέχρι σήμερα. Ωστόσο, «πρόσφατες αναβαθμίσεις στην υψηλής ανάλυσης MRI (magnetic resonance imaging) των ιπποκάμπιων υπο-πεδίων και των υπο-πυρήνων της αμυγδαλής έχουν επιτρέψει τους ερευνητές να ελέγξουν τα μοντέλα αυτά in vivo σε ανθρώπους, για πρώτη φορά».

Άπαξ και συμβούν αυτές οι βιολογικές αλλαγές στις σχετιζόμενες με το στρες δομές του εγκεφάλου, οι ερευνητές λένε ότι, οι επηρεασμένες περιοχές του εγκεφάλου μπορεί να γίνουν δυσπροσαρμοστικές ή δυσλειτουργικές όταν οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τα άγχη του ενήλικα, καθιστώντας τους «περισσότερο ευάλωτους» για να αναπτύξουν κατάθλιψη ή άλλες ψυχιατρικές διαταραχές ως ενήλικες. 

Η αμυγδαλή και ο ιππόκαμπος θεωρούνται στόχοι των δυσκολιών της παιδικής ηλικίας «επειδή εμφανίζουν παρατεταμένη μεταγεννητική ανάπτυξη, υψηλή πυκνότητα υποδοχέων γλυκοκορτικοειδών και μεταγεννητική νευρογένεση», σημειώνεται στη μελέτη. «Η μελέτη επιβεβαίωσε τις αρνητικές επιδράσεις των αντιξοοτήτων της παιδικής ηλικίας στη δεξιά αμυγδαλή και οι επιδράσεις αυτές επηρεάζουν επίσης την βασεοπλευρική αμυγδαλή».

Λουκιανός: Αλέξανδρος ο ψευδομάντης

Ο Σύρος ελληνιστής συγγραφέας, Λουκιανός, στο έργο του «Αλέξανδρος» (ή «Ψευδομάντης»), καταπιάνεται με την αγυρτεία των αποκαλούμενων προφητών κι εκπροσώπων θεού επί γης, που εκμεταλλεύονται την αμάθεια, την πίστη και την δεισιδαιμονία του αμόρφωτου κόσμου. 

Ο κεντρικός πρωταγωνιστής στο έργο του Λουκιανού, είναι ο Αλέξανδρος ο Αβωνοτειχίτης, ένας απατεώνας που έζησε τον 2ο αιώνα μ.Χ. Ο Αλέξανδρος, ξεκίνησε την «σταδιοδρομία» του, εκπορνεύομενος σε πλούσιους εραστές, όντας νέος κι ευπαρουσίαστος. Με τα χρόνια όμως, καθώς δεν μπορούσε να βγάζει τα προς το ζην μ’ αυτόν τον τρόπο, άλλαξε επαγγελματικό πεδίο και στράφηκε σ’ ένα επάγγελμα αρκετά προσοδοφόρο, έχοντας μάλιστα και άφθονο γόνιμο έδαφος: Αυτό του μάντη -δηλαδή του προφήτη. 

Έτσι, ο Αλέξανδρος αφού έστησε τη δική του «επιχείρηση» (μαντείο), άρχισε να εδραιώνει τη φήμη και να δημιουργεί τον μύθο του, αρχικά στην Παφλαγονία, εξαπατώντας φυσικά τους αφελείς που έτρεχαν κοντά του για να μάθουν τα μελλούμενα. Η «χάρη» του Αλέξανδρου έφτασε μάλιστα μέχρι τη Ρώμη. 

Εμπόδιο στις απάτες του, θεωρούσε τους οπαδούς του Επίκουρου και τους χριστιανούς -οι οποίοι φυσικά, εχθρεύονταν τον ψευδομάντη, για διαφορετικό λόγο ο καθένας. Τα έργα του Επίκουρου, ο Αλέξανδρος τα έκαιγε δημοσίως, ενώ για τους οπαδούς του προέβλεπε άλλη λύση, προκειμένου να μην του «μπαίνουν στο μάτι» και του χαλάνε τις δουλειές: Τον λιθοβολισμό, στον οποίον προέτρεπε τους φανατικούς πιστούς του, όταν κάποιος επικούρειος έκανε το «λάθος» να ξεσκεπάζει δημοσίως τις απάτες του. 

Όπως όμως συμβαίνει με τέτοιου είδους απατεώνες, ο Αλέξανδρος που «προφήτευε» τα μελλούμενα των κάθε λογής εύπιστων, ο ίδιος απέτυχε οικτρά να επαληθεύσει την προφητεία που αφορούσε τον εαυτό του και έλεγε ότι θα πεθάνει σε ηλικία…150 ετών, χτυπημένος από κεραυνό. Ο Αλέξανδρος πέθανε σε ηλικία 70 περίπου ετών, από…γάγγραινα στο πόδι. 

Ο Λουκιανός, επικούρειος και ο ίδιος, ξεδιπλώνει με γλαφυρότητα τον βίο και την πολιτεία του απατεώνα Αλέξανδρου, μέσα σ’ αυτό του το έργο, στο οποίο ενδεχομένως αρκετοί θ’ αναγνωρίσουν τον εαυτό τους -ως θύματα φυσικά … 

Αλέξανδρος (ή «Ψευδομάντης») 

Συ μεν ίσως, ω φίλτατε Κέλσε, νομίζεις μικρόν και εύκολον εκείνο το οποίον μου παραγγέλλεις, δηλαδή να σου γράψω βιβλίον περί του βίου και των τεχνασμάτων, των τολμημάτων και των μαγειών του αγύρτου Αλεξάνδρου του Αβωνοτειχίτου και να σου το πέμψω· αλλ’ εάν θέλη τις να περιγράψη τα καθέκαστα ακριβώς, δεν θα είναι ευκολώτερον από το να ιστορήση τας πράξεις του Αλεξάνδρου, υιού του Φιλίππου· τόσον ούτος υπήρξε μέγας κατά την κακίαν, όσον εκείνος κατά την αρετήν. 

Αλλ’ όμως εάν μέλλης να αναγνώσης με επιείκειαν όσα θα σου γράψω και να συμπληρώσης τας ελλείψεις της ιστορίας, θα αναλάβω τον άθλον και του Αυγείου τον σταύλον, αν όχι όλον, αλλ’ όσον δύναμαι θα προσπαθήσω να καθαρίσω, εξάγων ολίγους κοφίνους, ώστε να δύνασαι εξ εκείνων να συμπεράνης πόση και πόσον απερίγραπτος ήτο η όλη κόπρος, την οποίαν τρισχίλιοι βόες επί πολλά έτη θα ηδύναντο να παραγάγωσι. 

Εντρέπομαι και διά τους δύο, διά σε και διά τον εαυτόν μου· διά σε, απαιτούντα να παραδοθή εις τους μεταγενεστέρους διά της γραφής η μνήμη ανθρώπου τρισκαταράτου και διά τον εαυτόν μου καταγινόμενον εις τοιούτον έργον και ασχολούμενον διά τας πράξεις ανθρώπου ο οποίος δεν είνε άξιος να αναγινώσκουν περί αυτού οι μορφωμένοι άνθρωποι, αλλά μάλλον να τον βλέπουν εις μέγιστον θέατρον σπαρασσόμενον υπό πιθήκων ή αλωπέκων. 

Αλλ’ εάν τις μας κατηγορήση διά τούτο, θα έχωμεν να αντιτάξωμεν άλλο τι παραπλήσιον. Και ο Αριανός, ο μαθητής του Επικτήτου, Ρωμαίος εκ των πρώτων, όστις καθ’ όλον του τον βίον ησχολείτο με την παιδείαν, έπαθε τι παρόμοιον και δύναται ν’ απολογηθή υπέρ ημών. Αυτός κατεδέχθη να γράψη τον βίον του ληστού Τιλλιβόρου. Ημείς δε, θα ιστορήσωμεν τας πράξεις ληστού πολύ ωμότερου, καθόσον δεν ελήστευεν εις τα δάση και τα όρη, αλλ’ εις τας πόλεις, και δεν ελεηλάτει μόνον την Μυσίαν και τα περί την Ίδην μέρη, ούτε ολίγας χώρας της Ασίας τας ερημοτέρας, αλλά όλον, δύναται τις να είπη, το ρωμαϊκόν κράτος εγέμισεν η ληστεία του. 

Και εν πρώτοις θα προσπαθήσω να σου τον περιγράψω διά του λόγου, ώστε να τον παραστήσω όσον το δυνατόν ομοιότερον, καίτοι δεν είμαι πολύ δυνατός εις την περιγραφήν. Κατά το σώμα, διά να σου παραστήσω και τούτο, ήτο υψηλός, ωραίος και αληθώς θεοπρεπής, λευκός το χρώμα και με γένεια όχι πολύ πυκνά. Κόμη πρόσθετος ήτο τόσον καλώς προσηρμοσμένη εις την ιδικήν του ώστε δεν διεκρίνετο ότι ήτο ξένη. Οι οφθαλμοί του είχον πολλήν ζωηρότητα και λάμψιν γοητευτικήν, η δε φωνή του ήτο μελωδική και λίαν ευάρεστος· εν γένει δε κατά το εξωτερικόν ήτο τέλειος. 

Τοιούτος ήτο κατά την μορφήν· όσον διά την ψυχήν και τον χαρακτήρα του, αλεξίκακε Ηρακλή και Ζευ αποτρόπαιε[1], και Διόσκουροι σωτήρες, μη δώσετε εις φίλους ή εχθρούς να συναντήσουν τοιούτον άνθρωπον και να εμπέσουν εις τα δίκτυά του. Κατά την πανουργίαν και την νοημοσύνην υπερείχε κατά πολύ των άλλων ανθρώπων, επί πλέον δε ήτο υπερβολικά περίεργος και ευκόλως εμάνθανε και είχε ισχυρόν τον μνημονικόν και ζωηράν την αντίληψιν· αλλά τα προτερήματα ταύτα μετεχειρίζετο προς το κακόν. 

Έχων δε τοιαύτην δύναμιν και ικανότητα, εντός ολίγου υπερέβη τους περιφημότερους διά την κακίαν των, τους Κέρκωπας, τον Ευρύβατον, τον Φρυνώνδαν, τον Αριστόδημον και τον Σώστρατον. Γράφων ποτέ προς τον γαμβρόν του Ρουτιλλιανόν και ομιλών περί του εαυτού του με την μεγαλειτέραν του μετριοφροσύνην, διετείνετο ότι είνε όμοιος προς τον Πυθαγόραν. Ζητώ συγγνώμην από τον Πυθαγόραν, ο οποίος ήτο σοφός ανήρ και θεσπέσιος κατά τας ιδέας· αλλ’ εάν ήτο σύγχρονος του ημετέρου Αλεξάνδρου, είμαι βέβαιος ότι θα εφαίνετο μικρός απέναντι αυτού. 

Αλλά δι’ όνομα των Χαρίτων, μη νομίσης ότι λέγω ταύτα διά να υβρίσω τον Πυθαγόραν ή ότι θέλω να τους φέρω εις παραλληλισμόν και να συγκρίνω τας πράξεις των ως ομοίας. Εάν όμως κανείς συναθροίση όσα κάκιστα και βλασφημότατα ελέχθησαν εναντίον του Πυθαγόρου, τα οποία εγώ δεν πιστεύω, δεν θα δυνηθούν ταύτα να δώσουν ελαχίστην και αμυδράν ιδέαν περί της αχρειότητος του Αλεξάνδρου. 

Πρέπει να φαντασθής μίαν ψυχήν χωρίς ηθικήν συνείδησιν, θρασείαν και μη γνωρίζουσαν εμπόδιο, ακούραστον εις την εκτέλεσιν των αποφασισθέντων, πειστικών και προσελκύουσαν την εμπιστοσύνην, δεξιώς υποκρινομένην την αγαθότητα και κρύπτουσαν τους αληθείς της σκοπούς υπό εκδηλώσεις αντιθέτους. Πας όστις τον έβλεπε διά πρώτην φοράν απήρχετο με την εντύπωσιν ότι ήτο ο εντιμότατος των ανθρώπων, ο πραότατος και συγχρόνως ο μετριοφρονέστατος και αφελέστατος. Εκτός τούτου έτεινε πάντοτε προς τα μεγάλα και ουδέν μικρόν επεχείρει, αλλά μόνον περί μεγάλων εσκέπτετο. 

Όταν ήτο έφηβος, και ήτο πολύ ευειδής νέος, ως ηδύνατο τις να συμπεράνη εκ των λειψάνων του κάλλους του, επορνεύετο αναιδώς και αντί χρημάτων προσεφέρετο εις τους βουλομένους. Μεταξύ δε των άλλων εραστών του, κάποιος μάγος εξ εκείνων οίτινες διατείνονται ότι γνωρίζουν θαυματουργούς μαγείας και εξορκισμούς και υπόσχονται να διευκολύνουν έρωτας, εκδικήσεις κατά των εχθρών και ευρέσεις θησαυρών και κληρονομιών επιτυχίας —ούτος ιδών ότι ο νέος ήτον ευφυής και καταλληλότατος προς εξυπηρέτησιν των σκοπών του και ότι δεν ερωτεύετο ολιγώτερον την κακίαν του παρ’ όσον αυτός το κάλλος του, τον εσπούδασε και τον μετεχειρίζετο ως βοηθόν και συνεργάτην. 

Ο μάγος εκείνος φανερά ήτο δήθεν ιατρός, εγνώριζε δε, όπως η γυνή του Αιγυπτίου Θόωνος, φάρμακα πολλά μεν εσθλά μεμιγμένα, πολλά δε λυγρά[2], των οποίων όλων κληρονόμος και διάδοχος έγεινεν ο Αλέξανδρος. Ήτο δε ο διδάσκαλος εκείνος και εραστής την καταγωγήν Τυανεύς, εκ των μαθητευσάντων πλησίον Απολλωνίου του Τυανέως[3] και γνωριζόντων όλας αυτού τας αγυρτείας. Βλέπεις εκ ποίας σχολής προήλθεν ο ημέτερος άνθρωπος. 

Ο Τυανεύς εκείνος απέθανε, ο δε Αλέξανδρος, ο οποίος είχε γεμίσει γένεια, το δε κάλλος, εκ του οποίου ηδύνατο να ζήση, είχε χάσει την ανθηρότητά του, περιέπεσεν εις πενίαν· και δεν περιωρίσθη εις μικράς επιχειρήσεις, αλλά συνεταιρίσθη με κάποιον χρονογράφον εκ Βυζαντίου, από τους λαμβάνοντας μέρος εις τους δημοσίους αγώνας, πολύ φαυλότερον τον χαρακτήρα —ωνομάζετο δε, νομίζω, Κοκκωνάς. Οι δύο συνέταιροι περιεφέροντο κάμνοντες μαγείας και αγυρτείας και εκμεταλλευόμενοι την ευπιστίαν των παχέων ανθρώπων, όπως απεκάλουν, κατά το ιδιαίτερον ιδίωμα των μάγων, τους απλοϊκούς. 

Εν τω μεταξύ δε, τούτω ανεκάλυψαν και μίαν γυναίκα πλουσίαν, Μακέτιν ονομαζομένην, η οποία ήτο μεν περασμένη την ηλικίαν, αλλ’ ήτο ακόμη φιλάρεσκος· και επί τίνα καιρόν ετρέφοντο παρ’ αυτής και την ηκολούθησαν εκ της Βιθυνίας εις την Μακεδονίαν. Ήτο δε η γυνή εκείνη εκ της Πέλλης, η οποία άλλοτε επί των Μακεδόνων βασιλέων ήτο πόλις ακμάζουσα και ευτυχής, τώρα δε είχεν ολίγους και απόρους κατοίκους. 

Εκεί είδον όφεις υπερμεγέθεις, λίαν εξημερωμένους και ακάκους, ώστε εσιτίζοντο υπό γυναικών και εκοιμώντο μετά των παιδιών και πατούμενοι δεν εξηρεθίζοντο και ενοχλούμενοι δεν ωργίζοντο και γάλα έπινον από του μαστού, όπως τα βρέφη —υπάρχουν δε πολλοί εις το μέρος εκείνο, εξ ου και προήλθε, φαίνεται, ο περί Ολυμπιάδος μύθος, κατά τον οποίον δράκων τοιούτος συνεκοιμάτο με την σύζυγον του Φιλίππου, όταν αύτη ήτο έγκυος τον Αλέξανδρον. Οι δύο συνέταιροι ηγόρασαν εν εκ των ερπετών τούτων το καλλίτερον αντί ολίγων οβολών. 

Και εντεύθεν, κατά τον Θουκυδίδην, ήρχισεν ο πόλεμος. 

Οι δύο εκείνοι φαυλότατοι και θρασύτατοι και προς πάσαν κακουργίαν προθυμότατοι, ευκόλως εννόησαν ότι τους ανθρώπους διευθύνουν δύο μεγάλοι τύραννοι, η ελπίς και ο φόβος, και ότι ο δυνάμενος να επωφεληθή τούτους καταλλήλως ταχέως θα πλουτήση· διότι έβλεπον ότι και εις τους δύο, και εις τον φοβούμενον και εις τον ελπίζοντα, η πρόγνωσις είνε λίαν αναγκαία και επιθυμητή· δι’ αυτής δε πάλαι επλούτησαν και έγειναν περίφημοι οι Δελφοί, η Δήλος, η Κλάρος και αι Βραγχίδαι, καθότι οι άνθρωποι αναγκάζονται πάντοτε από των προειρημένων τυράννων, της ελπίδος και του φόβου, να τρέχουν εις τα μαντεία και να ζητούν να μάθουν τα μέλλοντα και προς τούτο να προσφέρουν εκατόμβας και ν’ αφιερώνουν χρυσάς πλίνθους. 

Ταύτα σκεπτόμενοι και συζητούντες απεφάσισαν να ιδρύσουν μαντείον και να δίδουν χρησμούς με την πεποίθησιν ότι, εάν η επιχείρησις επετύγχανε, θα εγίνοντο ταχέως πλούσιοι και ευτυχείς. Τω όντι δε όχι μόνον επέτυχον, αλλά και τ’ αποτελέσματα υπερέβησαν τας προσδοκίας και τας ελπίδας των. 

Έπειτα, ήρχισαν να σκέπτωνται, πρώτον μεν διά την εκλογήν του μέρους, όπου θα ιδρύετο το μαντείον, έπειτα δε περί της αρχής και του τρόπου της επιχειρήσεως. Ο Κοκκωνάς υπεστήριζεν ως το καταλληλότερον μέρος την Χαλκηδόνα, ως τόπον εμπορικόν και γειτονεύοντα προς την Θράκην και την Βιθυνίαν, μη απέχοντα δε πολύ και της Ασίας και της Γαλατίας και όλων των βορειότερον κατοικούντων λαών. Αλλ’ ο Αλέξανδρος επροτίμα την πατρίδα του, λέγων και δικαίως ότι διά να επιτύχη εις την αρχήν της τοιαύτη επιχείρησις έχει ανάγκην ανθρώπων αξέστων και μωρών, τοιούτοι δ’ έλεγεν ότι είνε οι Παφλαγόνες οι κατοικούντες πέραν της Αβωνοτείχου, δεισιδαίμονες κατά το πλείστον και πλούσιοι, οίτινες και μόνον αν φανή τις αγύρτης, συνοδευόμενος οπό αυλητού ή τυμπανιστού ή κύμβαλα κρατούντος, και αν ακόμη, κατά το λεγόμενον, μαντεύη με το κόσκινον, χάσκουν ενώπιον του και τον θαυμάζουν ως θεόν. 

Μετά μικράν περί τούτου φιλονεικίαν, υπερίσχυσεν η γνώμη του Αλεξάνδρου και μεταβάντες εις την Χαλκηδόνα —διότι ήτον αναγκαία εις τον σκοπόν των και η πόλις αύτη— έθαψαν εις το ιερόν του Απόλλωνος, το οποίον είναι αρχαιότατον εις την Χαλκηδόνα, πινακίδας χαλκίνας, επί των οποίων είχον χαράξει γράμματα λέγοντα ότι εντός ολίγου ο Ασκληπιός μετά του πατρός του Απόλλωνος μεταναστεύει εις τον Πόντον, όπου θα καταλάβη το τείχος του Αβώνου. Αι πινακίδες αύται ανεκαλύφθησαν έπειτα, τυχαίως δήθεν, και συνετέλεσαν να διαδοθή καθ’ όλην την Βιθυνίαν και τον Πόντον και προ πάντων εις το τείχος του Αβώνου η φήμη αύτη. Οι κάτοικοι δε της τελευταίας πόλεως εψήφισαν αμέσως να εγερθή ναός και αμέσως ήρχισαν να σκάπτουν τα θεμέλια. 

Τότε ο Κοκκωνάς εγκατελείφθη εις την Χαλκηδόνα, όπου κατεγίνετο να γράφη χρησμούς επαμφοτερίζοντας, αμφιβόλους και σκοτεινούς, εκεί δε μετ’ ολίγον απέθανε δηλητηριαστείς υπό εχίδνης, νομίζω. Ο δε Αλέξανδρος μετέβη εις την πατρίδα του, τρέφων ήδη μακράν κόμην και φορών ένδυμα πορφυρόλευκον και επ’ αυτού άλλο κατάλευκον και κρατών ξιφοδρέπανον, όπως ο Περσεύς, από του οποίου έλεγεν ότι κατήγετο εκ μητρός· και οι χαμένοι οι Παφλαγόνες, ενώ εγνώριζον ότι αμφότεροι οι γονείς αυτού ήσαν αφανείς και ταπεινοί, επίστευον εις χρησμόν, κατασκευασθέντα υπό του Αλεξάνδρου, ο οποίος έλεγε: «Περσείδης γενεήν Φοίβω φίλος ούτος όραται, δίος Αλέξανδρος, Ποδαλειρίου αίμα λελογχώς».[4] 

Φαίνεται ότι ο Ποδαλείριος ήτο τόσον ασελγής και γυναικομανής, ώστε από της θεσσαλικής Τρίκκης κατώρθωσε να γονιμοποίηση την μητέρα του Αλεξάνδρου, ευρισκομένην εις την Παφλαγονίαν. 

Υπήρχε δε ήδη και χρησμός, τον οποίον τάχα εξέφερεν η Σίβυλλα: «Κατά τα παράλια του Ευξείνου Πόντου, πλησίον της Σινώπης, θα γεννηθή υπό την κυριαρχίαν των Αυσωνίων εις τα μέρη της Τύρσιδος, προφήτης, του οποίου το όνομα αρχίζει από μίαν μονάδα, την οποίαν ακολουθούν τρεις δεκάδες, έπειτα πέντε άλλαι μονάδες και τρείς εικοσάδες». Ούτω σχηματίζεται το όνομα ανδρός προστάτου.[5] 

Εισβαλών λοιπόν ο Αλέξανδρος με τοιαύτην θεατρικήν παρασκευήν εις την πατρίδα του, έγεινε περίβλεπτος και περίφημος. Μη αρκούμενος δε εις την άλλην αγυρτείαν, υπεκρίνετο και ότι κατελαμβάνετο υπό ιεράς μανίας και ενίοτε το στόμα του επληρούτο αφρού. Τούτο δε είναι εύκολον να γίνεται κατά βούλησιν, άμα κανείς μασήση την ρίζαν του βαφικού χόρτου, το οποίον ονομάζεται στρουθίον. Αλλ’ εις τους Παφλαγόνας εφαίνετο και ο αφρός εκείνος ως θείον τι. 

Ο Αλέξανδρος είχε προς τούτοις προ πολλού κατασκευάση μίαν κεφαλήν όφεως από ύφασμα, η οποία είχε τι το παρεμφερές προς την ανθρωπίνην μορφήν και ήτο χρωματισμένη φυσικώτατα, τη βοηθεία δε ιππείων τριχών ήνοιγε και έκλειε το στόμα και προέβαλλε γλώσσαν μαύρην και διχασμένην, όπως του δράκοντος, η οποία ομοίως εσύρετο διά τριχών. Είχον ακόμη και τον εκ Πέλλης όφιν και τον έτρεφον, διά να εμφανισθή εις τον κατάλληλον καιρόν και να λάβη μέρος ή μάλλον να πρωταγωνιστήση εις την κωμωδίαν. 

Όταν δε έφθασεν ο καιρός διά ν’ αρχίσουν, ο Αλέξανδρος έπραξε το εξής: Μεταβάς την νύκτα εις τα θεμέλια του ναού, τα οποία προ ολίγου είχον σκαφή —υπήρχε δε εντός αυτών νερόν το οποίον ή εκείθεν ανέβρυεν ή εκ της βροχής προήρχετο— και εκεί έρριψεν αυγόν χήνας, εις το οποίον, αφού το εκένωσεν, είχε θέση ερπετόν αρτιγέννητον. Αφού το έκρυψεν εντός του πηλού, απήλθε· το δε πρωί έτρεξεν εις την αγοράν γυμνός, φορών μόνον περίζωμα χρυσούν και κρατών το ξιφοδρέπανον, συγχρόνως δε σείων την λυτήν του κόμην, όπως οι τελούντες τα όργια της Ρέας και ενθουσιώντες, ανέβη εις βωμόν υψηλόν και εκείθεν ηγόρευε προς τα πλήθη και εμακάριζε την πόλιν, εις την οποίαν θα ήρχετο εντός ολίγου ο θεός, ούτως ώστε θα εγίνετο ορατός εις όλους. 

Οι παρόντες —είχε δε προστρέξει σχεδόν όλη η πόλις, μετά των γυναικών, των παιδιών και των γερόντων— κατελήφθησαν υπό συγκινήσεως και ήρχισαν να εύχωνται και να προσκυνούν. Αυτός δε, επρόφερε λέξεις ακαταλήπτους, ως εβραϊκάς ή φοινικικάς, και εξέπληττε τους ανθρώπους μη εννοούντας τί έλεγε, πλην των ονομάτων του Απόλλωνος και του Ασκληπιού, τα οποία ανεμίγνυεν εις τα ακατάληπτα εκείνα. 

Έπειτα, διηυθύνθη τρέχων προς τον ανεγειρόμενον ναόν και καταβάς εις το όρυγμα των θεμελίων εις το μέρος όπου θα ήτο η πηγή του μαντείου, εισήλθεν εις το νερόν ψάλλων ύμνους του Ασκληπιού και του Απόλλωνος και εκάλει τον θεόν να ευδοκήση να έλθη εις την πόλιν. Έπειτα εζήτησε φιάλην· όταν δε του εδόθη, την εισήγαγεν εις το νερόν και μετά του νερού και του πηλού ανέσυρε το αυγόν, εις το οποίον ήτο κλεισμένος ο θεός του. Ήτο δε η οπή του αυγού κλεισμένη με κηρόν λευκόν και ψιμύθιον· λαβών δε αυτό εις τας χείρας του είπεν ότι εκράτει τον Ασκληπιόν. Οι παριστάμενοι παρετήρουν τα γινόμενα και εθαύμαζον προ πάντων διά την ανακάλυψιν του αυγού εις το νερόν. 

Αφού δε, έσπασε το αυγόν και εδέχθη εις την παλάμην του το έμβρυον του ερπετού και οι παρόντες το είδον να κινήται και να περιτυλίσσεται εις τους δακτύλους του, ήρχισαν να αναφωνούν και να προσκυνούν τον θεόν και να μακαρίζουν την πόλιν, έκαστος δε εζήτει παρά του θεού θησαυρούς και πλούτη και υγείαν και πάντα τα άλλα αγαθά. Ο δε Αλέξανδρος τρέχων πάλιν επέστρεψεν εις την οικίαν του, φέρων και τον αρτιγέννητον Ασκληπιόν, ο οποίος ούτω εγεννήθη δύο φοράς, ενώ οι άλλοι άνθρωποι γεννώται μίαν φοράν, και εγεννήθη όχι εκ της Κορωνίδος, ούτε τουλάχιστον εκ κορώνης,[6] αλλ’ εκ χήνας. Ο δε λαός όλος ηκολούθει και ήσαν όλοι ενθουσιασμένοι και τρελλοί από υπερβολικάς ελπίδας. 

Επί ημέρας έμεινεν εις την κατοικίαν του, ελπίζων, όπως και έγεινεν, ότι εντός ολίγου η φήμη θα έφερε πολλούς εκ των Παφλαγόνων εις το τείχος του Αβώνου. Όταν δε υπερεπληρώθη η πόλις από ανθρώπους, οι οποίοι είχον ήδη χάσει προηγουμένως νουν και καρδίαν και ουδόλως ωμοίαζαν προς λογικούς ανθρώπους και μόνον κατά την μορφήν διέφερον από τα πρόβατα, ο Αλέξανδρος καθήμενος με πολλήν ιεροπρέπειαν επί κλίνης εις μίαν μικράν οικίαν είχεν εις τον κόλπον του τον εκ Πέλλης Ασκληπιόν, ο όποιος ήτο υπερμεγέθης και ευτραφής, και τον άφινε να περιτυλίσσεται εις τον τράχηλόν του και να μένη έξω η ουρά του. Ήτο δε τόσον μεγάλος, ώστε μέρος αυτού εσύρετο εις την ποδιάν του και έφθανε μέχρι του εδάφους. Ο Αλέξανδρος εκράτει εις την μασχάλην του και έκρυπτε την κεφαλήν του όφεως, ο οποίος δεν έφερεν αντίστασιιν, διότι, ως ελέχθη, ήτο πολύ ανεκτικός και ήμερος, και παρουσίαζε την εξ υφάσματος κεφαλήν ως την κεφαλήν τάχα του πραγματικού όφεως. 

Να φαντασθής έπειτα, ότι αυτά συνέβαινον εις οικίσκον ανεπαρκώς φωτιζόμενον και ότι εις αυτόν συνηθροίζετο πλήθος παντοδαπών ανθρώπων προκατειλημμένων, εχόντων την φαντασίαν εξημμένην και περιμενόντων να ιδούν θαυμαστά πράγματα. Εις τούτους εισερχομένους επόμενον είνε ότι εφαίνετο θαυμαστόν πώς, το προ ολίγου μικρόν ερπετόν εντός ολίγων ημερών έγεινε τόσον μεγάλος όφις με μορφήν ανθρωπίνην και συγχρόνως τόσον ήμερος. Δεν έμεναν άλλως επί πολύ, αλλά πριν να ίδουν ακριβώς το επιδεικνυόμενον θαύμα, εξεδιώκοντο υπό των κατόπιν εισερχομένων αδιακόπως. Είχε δε ανοιχθή άλλη έξοδος κατέναντι της εισόδου, όπως λέγεται ότι έπραξαν και οι Μακεδόνες εις την Βαβυλώνα κατά την ασθένειαν του Αλεξάνδρου, ότε ο μακεδονικός στρατός περικυκλώσας τα ανάκτορα, εζήτει να ίδη τον θνήσκοντα βασιλέα και να του απευθύνη τον τελευταίον χαιρετισμόν. Την επίδειξιν ταύτην δεν έκαμε μίαν φοράν μόνον ο μιαρός ψευδομάντις, αλλά πολλάκις και μάλιστα οσάκις ήρχοντο προς αυτόν επισκέπται πλούσιοι διά πρώτην φοράν. 

Διά να είπωμεν την αλήθειαν, φίλε Κέλσε, πρέπει να δικαιολογήσωμεν τους Παφλαγόνας εκείνους και Ποντικούς, διότι όντες άνθρωποι χονδροκέφαλοι και απαίδευτοι εξηπατήθησαν, ως βεβαιούμενοι και διά της αφής περί της πραγματικότητος του όφεως —διότι και την απόδειξιν ταύτην παρείχεν εις τους βουλομένους ο Αλέξανδρος— και εις αμυδρόν φως βλέποντες την κεφαλήν αυτού να ανοίγη και να κλείη το στόμα. Μόνον ένας Δημόκριτος ή και αυτός ο Επίκουρος ή ο Μητρόδωρος ή και άλλος τις εξ εκείνων των οποίων η ισχυρά διάνοια δεν πιστεύει ευκόλως και αβασανίστως, θα ηδύναντο να δυσπιστήσουν προς το τέχνασμα και να μαντεύσουν περί τίνος επρόκειτο· και αν δεν ηδύναντο να εύρουν την αλήθειαν, πάλιν θα εσχημάτιζον την πεποίθησιν ότι τους διέφευγεν ο τρόπος της απάτης, αλλ’ ότι το παν ήτο ψεύδος και αδύνατον να είνε αληθές. 

Ολίγον κατ’ ολίγον, όλη η Βιθυνία και η Γαλατία και η Θράκη προσέτρεξαν, διότι έκαστος εκ των επιστρεφόντων έλεγεν ότι είδε γεννώμενον τον θεόν και τον ήγγισε με τας χείρας του όταν μετ’ ολίγον έγεινε παμμέγιστος και παρουσίασε μορφήν ανθρωπίνην. Έγειναν δε και εικόνες και αγάλματα και ξόανα παριστώντα τον ιερόν εκείνον δράκοντα, άλλα μεν εκ χαλκού, άλλα δε εξ αργύρου, καί εδόθη εις τον θεόν το όνομα Γλύκων, συνεπεία εμμέτρου και θείου παραγγέλματος, το οποίον εξεφώνησεν ο Αλέξανδρος: «Είμαι ο Γλύκων, τρίτου βαθμού απόγονος του Διός, φως διά τους ανθρώπους». 

Όταν δε ο Αλέξανδρος ενόμισεν ότι ήτο καιρός να αρχίση η εκμετάλλευσις των προπαρασκευών του και έλαβε την έγκρισιν να παρέχη χρησμούς και να δίδη γνώμας εις τους ζητούντας παρά του εν Κιλικία Αμφιλόχου —διότι και ούτος μετά τον θάνατον του πατρός του Αμφιάρεω και την καταστροφήν του εις τας Θήβας, κατέφυγεν εις την Κιλικίαν και έζησεν ευτυχής προφητεύων εις τους Κίλικας το μέλλον και λαμβάνων δύο οβολούς δι’ έκαστον χρησμόν— ήρχισε να προλέγη εις όλους τους ερχομένους ότι ο θεός εις ημέραν την οποίαν ώριζε θα παρείχε χρησμούς. 

Παρήγγειλε δε εις πάντα βουλόμενον να γράψη ό,τι εζήτει και ήθελε να μάθη και να περιγράψη και σφράγιση διά κηρού ή πηλού ή άλλου τοιούτου το γραφέν· αυτός δε θα ελάμβανε τας σημειώσεις ταύτας και θα κατέβαινεν εις το άδυτον, διότι ήδη ο ναός είχε κτισθή και η σκηνή της κωμωδίας είχε συμπληρωθή, και αφού θα ήκουε τας απαντήσεις του θεού, θα εκάλει ένα έκαστον διά κήρυκος και θα του απέδιδε την σημείωσίν του σφραγισμένην, όπως την έδωκε, και συγχρόνως την απόκρισιν υπογεγραμμένην, όπως ακριβώς απήντησεν ο θεός εις το ερώτημα, εκάστου. 

Το τέχνασμα δι’ άνθρωπον, όπως συ και εγώ, δεν ήτο δύσκολον να εννοηθή, διά τους απλούς όμως και ανοήτους ανθρώπους εφαίνετο μέγα και θαυμαστόν. Γνωρίζων διαφόρους τρόπους να ανοίγη τας σφραγίδας, ήνοιγε τας σημειώσεις, ανεγίνωσκε τας ερωτήσεις και έδιδε τας δέουσας απαντήσεις, έπειτα δε κλείσας πάλιν και σφραγίσας απέδιδε τα σημειώματα, προς μέγαν θαυμασμόν των λαμβανόντων. Και ηκούοντο όλοι να λέγουν· πως αυτός εγνώριζεν όσα εγώ του έδωκα ασφαλώς σφραγισμένα με σφραγίδας των οποίων η απομίμησις είνε δύσκολος, εάν αληθώς δεν είνε θεός παντογνώστης; 

Ίσως θα μ’ ερώτησης, ποίους τρόπους είχε διά ν’ ανοίγη τας σφραγίδας. Θα σου τους αναφέρω, διά να δύνασαι να ελέγχης τας τοιαύτας απάτας. Και ιδού ο πρώτος, φίλτατε Κέλσε. Επυράκτωνε βελόνην και αφού δι’ αυτής ανέλυε το υπό την σφραγίδα μέρος του κηρού, αφήρει ευκόλως την σφραγίδα, χωρίς να την καταστρέψη· αφού δε ανεγίνωσκε τα σφραγισμένα ερωτήματα, εθέρμαινε πάλιν διά της βελόνης τον κηρόν και ούτω ευκόλως εκόλλα εκ νέου την σφραγίδα εις την προτέραν της θέσιν. 

Άλλος τρόπος ήτο ο διά του λεγομένου κολλυρίου· κατασκευάζεται δε τούτο εκ πίσσης Βρυττίας και ασφάλτου και διαφανούς λίθου τριμμένου και κηρού και μαστίχης· εξ όλων τούτων έπλαττε το κολλύριον και το εθέρμαινεν εις την φωτιάν, το επέθετεν εις την σφραγίδα, αφού προηγουμένως την επέχριε με σίελον, και ελάμβανε τον τύπον αυτής. Μετ’ ολίγον το κολλύριον εξηραίνετο και τότε ήνοιγε το σφραγισμένον γράμμα και αφού το ανεγίνωσκε, το εσφράγιζεν εκ νέου με την επί του κολλυρίου σφραγίδα, η οποία ήτο απαράλλακτος με την αρχέτυπον σφραγίδα. 

Αλλ’ άκουσε και τρίτην μέθοδον. Ανεμίγνυε ασβέστην και κόλλαν, με την οποίαν κολλούν τα βιβλία, και το μίγμα τούτο εφ’ όσον ήτο ακόμη μαλακόν, επέθετεν εις την σφραγίδα και αφήρει τον τύπον αυτής και έπειτα —ξηραίνεται δε το μίγμα αμέσως και γίνεται στερεώτερον κέρατος ή μάλλον σιδήρου— το μετεχειρίζετο προς σφράγισιν των αποσφραγιζομένων γραμμάτων. Είχε και πολλάς άλλας τοιαύτας μεθόδους, αλλά δεν είνε ανάγκη να τας αναφέρωμεν όλας, διά να μη φανώμεν απειροκάλως λεπτολογούντες και μάλιστα αφού συ εις τα βιβλία τα οποία συνέγραψες κατά των μάγων, τα οποία είναι κάλλιστα και ωφελιμώτατα συγγράμματα, ικανά να διαφωτίζουν τους μελετώντας αυτά, αρκετά αναφέρεις περί τούτων και πολύ περισσότερα των ειρημένων. 

Έδιδε λοιπόν χρησμούς και γνώμας, αλλά με πολλήν περίσκεψιν, φροντίζων να συνδέη την πιθανότητα μετά της πανουργίας. Εις άλλων μεν τας ερωτήσεις έδιδε σκολιάς και αμφιβόλους απαντήσεις, εις άλλους δε λίαν σκοτεινάς· διότι και το σκοτεινόν του εφαίνετο ως προσόν των χρησμών. Και άλλους μεν απέτρεπεν ή προέτρεπεν, όπως έκρινεν καλλίτερον και πιθανώτερον, εις άλλους δε προέλεγε θεραπείας και συνεβούλευε διαίτας, διότι, όπως εις την αρχήν είπα, εγνώριζε πολλά και χρήσιμα φάρμακα. Συνίστα δε προ πάντων τας κυτμίδας, όνομα ανακουφιστικού τίνος φαρμάκου το οποίον είχεν ονομάσει αυτός και το οποίον κατεσκευάζετο από αίγειον λίπος. Οσάκις ηρωτάτο δι’ ελπίδας και πόθους και κληρονομίας, ανέβαλλε πάντοτε να δώση οριστικήν απάντησιν και έλεγεν ότι όλα αυτά θα γίνουν όταν θελήσω εγώ και ο Αλέξανδρος ο προφήτης μου δεηθή και ευχηθή διά σας. 

Είχε δε ορισθή και τιμή δι’ έκαστον χρησμόν, δραχμή μία και δύο οβολοί. Καί μη νομίσης, φίλε μου, ότι ήτο μικρόν και ασήμαντον το εισόδημα τούτο, διότι εξ αυτού εισέπραττε κατ’ έτος έως εβδομήκοντα ή ογδοήκοντα χιλιάδας δραχμών, καθότι οι συμβουλευόμενοι το μαντείον εζήτουν δέκα και δέκα πέντε χρησμούς εξ απληστίας. Τα χρήματα δε, τα οποία εισέπραττεν ο Αλέξανδρος, δεν εκράτει μόνον προς ιδίαν χρήσιν, ούτε τα απεθησαύριζε δι’ εαυτόν· αλλ’ έχων ήδη πολλούς συνεργάτας και υπηρέτας, κατασκόπους, χρησμοποιούς και χρησμοφύλακας, γραφείς και σφραγιστάς και εξηγητάς των χρησμών, έδιδεν εις όλους κατά την υπηρεσίαν έκαστου. 

Είχε δε ήδη αποστείλη και μερικούς εις την αλλοδαπήν διά να διαφημήσουν μεταξύ των εθνών το μαντείον και να διηγούνται ότι δύναται να προλέγη τα μέλλοντα και ν’ ανευρίσκη φυγάδας και ν’ αποκαλύπτη κλέπτας και ληστάς, ν’ ανακαλύπτη θησαυρούς και να θεραπεύη πάσχοντας, ενίοτε δε να επαναφέρη εις την ζωήν και νεκρούς. Προσέτρεχαν λοιπόν πανταχόθεν πατείς με πατώ σε και επολλαπλασιάζοντο αι θυσίαι και τα αφιερώματα και διπλάσια εδίδοντο εις τον προφήτην και μαθητήν του θεού· διότι απεδίδετο εις τον θεόν και ο εξής χρησμός: «Διατάσσω να αμείβεται ο λειτουργός μου προφήτης· διατί δεν ενδιαφέρομαι τόσον διά τας προς εμέ προσφοράς, όσον διά τον προφήτην».

Επειδή δε, πολλοί από τους σωφρονούντας, ως να, ανένηψαν από βαρείαν μέθην, ήρχισαν να εξεγείρονται κατά του Αλεξάνδρου και μάλιστα οι οπαδοί του Επικούρου, οίτινες ήσαν πολλοί, και εις τας πόλεις απεκαλύπτετο ήδη όλη η απάτη και η πλοκή της κωμωδίας, ο προφήτης απήγγειλε κατηγορητήριον κατ’ αυτών και καταδίκην, λέγων, ότι ο Πόντος εγέμισεν από αθέους και χριστιανούς, οίτινες αποτολμούν να βλασφημούν εναντίον αυτού ασεβέστατα, και παρήγγειλε να τους λιθοβολούν όσοι θέλουν να έχουν με το μέρος των τον θεόν. Περί δε του Επικούρου, όταν ηρωτήθη υπό τίνος, τί πράττει εις τον Άδην ο φιλόσοφος, εξέδωκε τοιούτον τίνα χρησμόν: «Φέρων δεσμά εκ μολύβδου κάθηται εις τον βόρβορον». 

Θαυμάζεις έπειτα διότι έφθασεν εις τοιαύτην ακμήν το μαντείον, όταν βλέπης ότι αι ερωτήσεις των προσερχόμενων εις αυτό ήσαν τόσον συνετοί και σοφαί; 

Το πλέον δε άσπονδον μίσος έτρεφε κατά του Επικούρου και κατ’ αυτού διηύθυνε κυρίως τον πόλεμον του· και πολύ δικαίως. Διότι ποίον άλλον δύναται να εχθρεύεται περισσότερον άνθρωπος αγύρτης και απατεών, μέγας δε εχθρός της αληθείας, παρά τον Επίκουρον, σοφόν, όστις διέγνωσε την φύσιν των πραγμάτων και μόνον την υπάρχουσαν εις αυτά αλήθειαν παρεδέχετο; Οι πλατωνικοί και οι οπαδοί του Χρυσίππου και του Πυθαγόρα ήσαν φίλοι του και ειρήνην πλήρη διετήρει προς αυτούς· ο δε άκαμπτος Επίκουρος, όπως τον ωνόμαζε, δικαίως του ήτο έχθιστος, διότι κατέσκωπτε και κατεγέλα πάντα ταύτα. 

Διά τούτο, ο ψευδόμαντις υπέρ πάσας τας πόλεις του Πόντου εμίσει την Άμαστριν, καθότι εγνώριζεν ότι οι οπαδοί του Λεπίδου και άλλοι ομόφρονες με αυτούς ήσαν πολυάριθμοι εις την πόλιν εκείνην. Ούτε έδωκε ποτέ χρησμόν εις Αμαστριανόν· και όταν ποτέ ετόλμησε να προφητεύση προς τον αδελφόν ενός Συγκλητικού, έγεινε καταγέλαστος, διότι ούτε ο ίδιος ηδυνήθη να κατασκευάση χρησμόν κατάλληλον και πιθανόν, ούτε άλλον εύρε να τον βοηθήση προς τούτο και εγκαίρως. Ο Αμαστριανός εκείνος παρεπονείτο διά πόνον του στομάχου, ο δε Αλέξανδρος του παρήγγειλε να τρώγη χοίρειον πόδα μαγειρευμένον με μολόχαν: «Μάλβακα χοιράων ίερη κυμίνευε σιπύδνω». 

Πολλάκις, ως ανωτέρω ανέφερα, έδειξε τον όφιν εις τους προσερχόμενους, όχι όμως ολόκληρον, αλλά μόνον την ουράν και το άλλο σώμα, την δε κεφαλήν εκράτει αθέατον εντός του κόλπου του, θελήσας δε και περισσότερον να καταπλήξη το πλήθος, υπέσχετο να κάμη τον θεόν και να λαλήση και να δίδη χρησμούς χωρίς την μεσολάβησιν του προφήτου. Προς τούτο συνέδεσεν αρτηρίας γεράνων τας οποίας συνήρμοσεν εις την ψευδή κεφαλήν του όφεως, και ενώ κάποιος έξωθεν εφώναζε και απεκρίνετο προς τας ερωτήσεις, η φωνή του εφαίνετο εξερχόμενη εκ του στόματος της πανίνης εκείνης κεφαλής του Ασκληπιού. Ωνομάζοντο δε οι χρησμοί ούτοι «αυτόφωνοι» και δεν εδίδοντο εις όλους αδιαφόρως, αλλά μόνον εις τους επιφανείς πλουσίους και γενναιοδώρους. 

Εκείνος ο οποίος εδόθη εις τον Σευηριανόν και τον συνεβούλευε να εισβάλη εις την Αρμενίαν, ήτο αυτόφωνος· τον προέτρεπε δε ως εξής εις την εισβολήν: «Αφού υποτάξης τους Πάρθους και τους Αρμενίους, θα επιστρέψης εις την Ρώμην φέρων ακτινωτόν στέμμα επί της κεφαλής». 

Έπειτα δε, όταν ο ηλίθιος εκείνος Κελτός πεισθείς εις τον χρησμόν εισέβαλεν εις την Αρμενίαν και εφονεύθη, κατακοπείς μετά της στρατιάς του υπό του Οθρυάδου, ο Αλέξανδρος αφήρεσεν εκ του αρχείου του μαντείου τον ανωτέρω χρησμόν, αντ’ αυτού δε κατέθηκεν άλλον, τον ακόλουθον: «Μη εκστρατεύσης κατά των Αρμενίων, διότι δεν θα σου αποβή εις καλόν. Ανήρ θηλυπρεπής θα σου δώση σκληρόν θάνατον και θα σε στερήση την ζωήν και το φως». 

Μία από τας σοφωτέρας επινοήσεις του ήσαν και οι μεταχρονικοί χρησμοί, διά των οποίων διώρθωνε όσα σφαλερώς είχε προφητεύσει· πολλάκις προ του θανάτου υπέσχετο εις τους νοσούντας ότι θα αναρρώσουν, όταν δε απέθνησκον, άλλος χρησμός διώρθωνε το ψεύδος, λέγων τα αντίθετα: «Μάτην περιμένεις σωτηρίαν από την δεινήν νόσον· ο θάνατος είνε βέβαιος και να τον αποφύγης αδύνατον». 

Γνωρίζων δε ότι οι μάντεις της Κλάρου, των Διδύμων και της Μαλλού μετεχειρίζοντο ευδοκίμως την αυτήν μέθοδον, τους έκαμε φίλους και πολλούς των προσερχομένων εις το μαντείον του παρέπεμπε προς αυτούς με την εξής προσταγήν του θεού δήθεν: «Πήγαινε τώρα εις την Κλάρον διά ν’ ακούσης και του πατρός μου την γνώμην», ή «Εις των Βραγχιδών τον ναόν πήγαινε και ζήτει χρησμούς». Και τούτο: «Εις Μαλλόν ζήτει τας γνώμας του Αμφιλόχου». 

Και ταύτα μεν συνέβαινον εντός των ορίων της Μικράς Ασίας μέχρι της Ιωνίας, της Κιλικίας, Παφλαγονίας και Γαλατίας· αλλ’ όταν η φήμη του μαντείου έφθασε και μέχρις Ιταλίας και ενέσκηψεν εις την πόλιν των Ρωμαίων, έγεινεν άμιλλα περί του ποίος πρώτος θα συμβουλευθή το μαντείον· και άλλοι μεν μετέβαινον αυτοπροσώπως, άλλοι δεν απέστελλον αντιπροσώπους, μάλιστα οι επιφανέστατοι και κατέχοντες τα μεγαλείτερα αξιώματα εις την πόλιν, μεταξύ των οποίων ο Ρουτιλλιανός, άνθρωπος κατά μεν τα άλλα καλός και χρηστός και ο οποίος είχε διακριθή εις πολλά ρωμαϊκά αξιώματα, αλλ’ ως προς τα αφορώντα τους θεούς πολύ επιπόλαιος και στενοκέφαλος, πιστεύων αλλόκοτα περί αυτών· και μόνον πέτραν εάν έβλεπε πουθενά αλειμμένην με έλαιον ή στεφανωμένην, έπιπτε κάτω ευθύς και επροσκύνα και επί πολύ παρέμενε προσευχόμενος και ζητών παρ’ αυτής διαφόρους χάριτας. 

Ούτος, λοιπόν, ακούσας να γίνεται λόγος περί του μαντείου, παρ’ ολίγον ν’ αφήση την θέσιν του και να μεταβή εις το τείχος του Αβώνου. Μη δυνηθείς όμως να μεταβή ο ίδιος, απέστειλεν άλλους και άλλους· επειδή δε οι αποστελλόμενοι ήσαν απλοϊκοί υπηρέται, ευκόλως εξηπατώντο και επανερχόμενοι διηγούντο όσα είδον και όσα δεν είδον και προσθέτοντες εις όσα ήκουσαν, διά να ευχαριστήσουν περισσότερον τον κύριόν των. Ούτω δε εξήπτον την φαντασίαν του αθλίου γέροντος και του διεσάλευον τας φρένας. 

Επειδή δε ήτο φίλος των περισσοτέρων και ισχυρότερων εις την Ρώμην, διηγείτο εις όλους όσα παρά των αποσταλέντων ήκουσε, προσέθετε δε και ιδικά του. Και τοιουτοτρόπως εγέμισε την πόλιν με τον θαυμασμόν προς το μαντείον του Αλεξάνδρου και διετάραξε τα πνεύματα και τους περισσοτέρους των αυλικών παρέσυρε και συνεκίνησε, ευθύς δε και ούτοι έσπευδον να συμβουλευθούν το μαντείον. 

Ο δε Αλέξανδρος, υποδεχόμενος τους ερχομένους με φιλοφροσύνην μεγάλην και διά δώρων πολυτελών και φιλοξενείας διαθέτων αυτούς ευνοϊκώς, τους απέπεμπε, όχι μόνον διά να δώσουν τας απαντήσεις εις τα προς το μαντείον ερωτήματα, αλλά και διά να εγκωμιάσουν τον θεόν και να διηγηθούν τερατώδη ψεύδη δι’ αυτόν και το μαντείον. 

Αλλά και κάτι άλλο εμηχανεύθη ο τρισκατάρατος, δολιώτατον και άξιον μεγάλου ληστού. Όταν αποσφράγιζε τα πεμπόμενα ερωτήματα και αναγινώσκων αυτά εύρισκε τίποτε επιλήψιμον και δυνάμενον να έχη σοβαράς συνεπείας διά τον ερωτώντα, το εκράτει και δεν το επέστρεφε, διά να τους έχη υποχειρίους και σχεδόν δούλους, διά τον φόβον μήπως αποκαλυφθούν όσα ηρώτησαν. Εννοείς δε με ποία δώρα εξηγόραζαν την σιωπήν του οι πλούσιοι και οι ισχυροί, οίτινες εγνώριζον ότι τους εκράτει εις τα δίκτυά του. 

Θα σου αναφέρω τώρα και μερικούς εκ των χρησμών οίτινες εδόθησαν εις τον Ρουτιλλιανόν. Όταν ούτος ηρώτησε περί του υιού του, τον οποίον είχεν εκ προτέρας γυναικός και όστις διέτρεχε την ηλικίαν καθ’ ην έπρεπε ν’ αρχίση η εκπαίδευσίς του, ποίον διδάσκαλον να του δώση, το μαντείον απήντησε: «Τον Πυθαγόραν και τον ένδοξον ψάλτην των πολέμων». 

Αλλ’ επειδή μετ’ ολίγας ημέρας το παιδίον απέθανεν, ο Αλέξανδρος ευρέθη εις αμηχανίαν και δεν είχε τί ν’ απαντήσει εις εκείνους οίτινες τον κατηγορούν· ο καλός όμως Ρουτιλλιανός έφθασε μέχρι του ν’ απολογήται αυτός υπέρ του μαντείου· και έλεγεν ότι ο θεός προείπεν ακριβώς ό,τι έγεινε και διά τούτο δεν παρήγγειλε να δοθή εις τον υιόν του κανείς εκ των ζώντων διδασκάλων, αλλ’ ο Πυθαγόρας και ο Όμηρος, οίτινες προ πολλού είχον αποθάνει και τους οποίους ήτο επόμενον να συναντήση εις τον Άδην το παιδίον. Διατί λοιπόν κατηγορείτε τον Αλέξανδρον; 

Όταν δε πάλιν ο Ρουτιλλιανός ηρώτησεν εις ποίους είχε μετεμψυχωθή, έλαβε την εξής απάντησιν: «Κατά πρώτον υπήρξες υιός του Πηλέως, έπειτα Μένανδρος, έπειτα οποίος είσαι τώρα, κατόπιν θα γείνης ηλιακή ακτίς και θα ζήσης εκατόν ογδοήκοντα έτη».

Αλλ’ αυτός απέθανεν εβδομηκοντούτης, αφού παρεφρόνησε, χωρίς να περιμένη την υπόσχεσιν του θεού. Ήτο δε και ο χρησμός ούτος εκ των αυτοφώνων. 

Όταν δε άλλην φοράν ηρώτησε περί γάμου, του εδόθη σαφής η απάντησις: «Να νυμφευθής την θυγατέρα του Αλεξάνδρου και της Σελήνης». 

Είχε δε διαδόσει προ πολλού ο Αλέξανδρος, ότι την θυγατέρα του είχεν αποκτήσει εκ της Σελήνης, ήτις τον ερωτεύθη όταν συνέβη να τον ίδη κοιμώμενον, όπως αυτή συνειθίζη να ερωτεύεται τους ωραίους τους οποίους βλέπει κοιμωμένους. Ο δε φρονιμώτατος Ρουτιλλιανός χωρίς να βραδύνη έπεμψεν αμέσως και εζήτησεν εις γάμον την κόρην του Αλεξάνδρου και έγεινεν εξηκοντούτης γαμβρός και ετέλεσε μεγάλας θυσίας προς την πενθεράν του Σελήνην, νομίζων ότι έγεινε και αυτός εις εκ των επουρανίων. 

Ο Αλέξανδρος, αφού ούτως εγνωρίσθη και επεκράτησεν εις την Ιταλίαν, εγίνετο βαθμηδόν θρασύτερος εις τας επινοήσεις και τας αγυρτείας του και έπεμπε χρησμολόγους εις ρωμαϊκάς πόλεις, οίτινες προέλεγον λοιμούς και πυρκαϊάς και σεισμούς και υπέσχοντο ότι θα εβοήθει ο Αλέξανδρος διά να μη συμβούν τα δυστυχήματα ταύτα. Εκτός δε αλλων, απέστειλεν εις όλα τα έθνη ένα αυτόφωνον χρησμόν κατά του λοιμού. Ο χρησμός δε ούτος ήτο ο ακόλουθος: «Ο βαθύκομος Απόλλων απομακρύνει του λοιμού το μίασμα». 

Και έβλεπε κανείς παντού τον στίχον τούτον γεγραμμένον εις τους πυλώνας των οικιών ως αποτρεπτικόν των επιδημιών. Αλλά το αποτέλεσμα ήτο αντίθετον, ως επί το πλείστον· κατά σύμπτωσιν περίεργον εκείναι προ πάντων αι οικίαι ηρημώθησαν υπό του θανατικού, επί των οποίων ήτο γεγραμμένος ο στίχος εκείνος. Μη υπόθεσης όμως ότι θέλω ν’ αποδώσω τούτο εις τον στίχον· απλώς αναφέρω την σύμπτωσιν. Αλλ’ ίσως και οι πολλοί εμπιστευόμενοι εις την προστασίαν του στίχου παρημέλουν και διητώντο κακώς, ουδόλως προσπαθούντες μετά του χρησμού να απομακρύνουν την νόσον, ως να είχον ασφαλές προπύργιον τας συλλαβάς του στίχου και τον Απόλλωνα τοξεύοντα τον λοιμόν. 

Εγκαθίδρυσε δε και εις την Ρώμην πολλούς κατασκόπους εκ των συνεργατών και συνεννοημένων, οι οποίοι τον επληροφόρουν περί του χαρακτήρος και των διαθέσεων εκάστου, περί των ερωτήσεων τας οποίας έμελλαν ν’ απευθύνουν προς το μαντείον και περί των πόθων και των φιλοδοξιών έκαστου, ώστε να είνε έτοιμος διά τας απαντήσεις και πριν φθάσουν οι απεσταλμένοι να γνωρίζη τί θα τον ηρώτων. 

Τοιαύτα εμηχανεύετο διά την Ιταλίαν· εκτός δε τούτου ίδρυσε μίαν εορτήν με λαμπαδηφορίας και ιεροφαντίας, τελουμένας επί τρεις συνεχείς ημέρας. Κατά την πρώτην ημέραν εγίνετο προκήρυξις, όπως εις τας Αθήνας, λέγουσα· Πας χριστιανός ή επικούρειος, όστις έρχεται να κατασκοπεύση τα ιερά όργια, ας φύγη, οι δε πιστεύοντες εις τον θεόν ας μείνωσι και ας τελέσωσι τας εορτάς ευτυχείς. Έπειτα εξεδιώκοντο οι βέβηλοι και ο Αλέξανδρος ελάμβανε την πρωτοβουλίαν αναφωνών: «Έξω οι χριστιανοί!». Το δε πλήθος όλον αντεφώνει: «Έξω οι επικούρειοι!». Έπειτα ετελείτο ο τοκετός της Λητούς και του Απόλλωνος η γέννησις, ο γάμος της Κορωνίδος και η γέννησις του Ασκληπιού· την δε δευτέραν ημέραν εγίνετο η εμφάνισις του Γλύκωνος και η γέννησις του θεού. 

Η τρίτη ημέρα ήτο αφιερωμένη εις τον Ποδαλείριον και εις τον γάμον της μητρός του Αλεξάνδρου· και επειδή ωνομάζετο Δαδίς, εκαίοντο δάδες. Εις το τέλος παριστάνετο ο Έρως της Σελήνης και του Αλεξάνδρου και εγεννάτο η σύζυγος του Ρουτιλλιανού. Ο Ενδυμίων Αλέξανδρος κρατών δάδα εξετέλει χρέη ιεροφάντου. Έπειτα κατεκλίνετο εις το μέσον του ναού και υπεκρίνετο τον κοιμώμενον, τότε δε κατέβαινε προς αυτόν εκ της οροφής ως εξ ουρανού αντί της Σελήνης κάποια Ρουτιλλία, ωραιοτάτη, σύζυγος ενός των οικονόμων του αυτοκράτορος, πραγματικώς ερωτευμένη με τον Αλέξανδρον και ανταγαπωμένη υπ’ αυτού, και υπό τα βλέμματα του γελοίου της συζύγου αντήλλασσσον φιλήματα και εναγκαλισμούς· και αν δεν ήτο πολύ το φως ίσως θα συνέβαινε και τίποτε εκ των μάλλον αποκρύφων. 

Μετ’ ολίγον πάλιν επανήρχετο ο Αλέξανδρος με στολήν ιεροφάντου και εν μέσω γενικής σιωπής έλεγε μεγαλοφώνως «ιή Γλύκων»· [7] απήντων δε οι ακολουθούντες, δήθεν Ευμολπίδαι[8] και κήρυκες, οίτινες ήσαν Παφλαγόνες με υποδήματα εξ ακατεργάστου δέρματος και αναδίδοντες βαρείαν οσμήν σκόρδου, «ιή Αλέξανδρε». 

Πολλάκις δε -κατά τας δαδουχίας και τας κινήσεις των μυστικών χορών[9] , ο μηρός αυτού αποκαλυπτόμενος επίτηδες εφαίνετο χρυσούς, διότι, εννοείται, τον είχε περιενδύσει με δέρμα. επίχρυσον, το οποίον απέστιλβεν εις την λάμψιν των λαμπάδων. Διά τούτο και συζήτησις έγεινέ ποτέ μεταξύ δύο μωροσόφων περί αυτού, εάν ο Αλέξανδρος είχε την ψυχήν του Πυθαγόρου, όπως είχε και τον χρυσούν αυτού μηρόν, είτε άλλην ανάλογον. Το ζήτημα υπεβλήθη εις τον Αλέξανορον, ο δε θεός Γλύκων έλυσε διά, χρησμού την απορίαν: «Του Πυθαγόρου η ψυχή, άλλοτε μεν φθίνει, άλλοτε δε αυξάνει, η δε ψυχή του προφήτου μου εγεννήθη εκ της θείας ψυχής. Τον έστειλε δε ο πατήρ μου διά το καλόν των αγαθών ανθρώπων· και πάλιν θα επιστρέψω εις τον Δία κεραυνοβοληθείς». 

Ενώ δε εις όλους συνεβούλευε να αποφεύγουν τους παιδικούς έρωτας ως ασεβείς, αυτός ο ενάρετος ανήρ εµηχανεύθη το εξής· παρήγγελλεν εις τας πόλεις της Παφλαγονίας και του Πόντου, ν’ αποστέλλουν κατά τριετίαν προς αυτόν διακόνους διά να υμνούν τον θεόν· έπρεπε δε να εκλέγωνται και να προτιμώνται οι ευγενέστατοι και ανθηρότατοι, οι διακρινόμενοι διά το κάλλος των. Τούτους εγκλείων μετεχειρίζετο ως γυναίκας αργυρωνύτους, συγκοιμώμενος μετ’ αυτών και εις πάσαν ακολασίαν εκτρεπόμενος. Και νόμον δε έκαμε κατά τον οποίον εις ουδένα υπερβάντα το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας του επετρέπετο να τον ασπάζεται εις το στόμα προς χαιρετισμόν, αλλ’ εις μεν τους άλλους έδιδε την χείρα του να την ασπάζωνται, μόνον δε τους νεαρούς κατεφίλει και ούτοι εκαλούντο «οι εντός του φιλήματος». 

Κατ’ αυτόν τον τρόπον, εμπαίζων τους ανοήτους, διέφθειρε φανερά γυναίκας και με παίδας συνευρίσκετο. Και έκαστος εθεώρει ευτύχημα αν και μόνον ητένιζε την γυναέκα του ο Αλέξανδρος· εάν δε κατεδέχετο και να την φιλήση, ενόμιζεν ότι θα εισήρχετο αθρόα η ευτυχία εις την οικίαν του. Πολλαί και εκαυχώντο ότι είχον γεννήσει εξ αυτού και οι σύζυγοί των επιβεβαίουν το πράγμα. 

Θέλω δε να σου διηγηθώ και έναν διάλογον μεταξύ του Γλύκωνος και κάποιου Σακέρδωτος, κατοίκου της παφλαγονικής Τίου, του οποίου την διανοητικήν κατάστασιν θα εννοήσης από τας ερωτήσεις του. Ανέγνωσα δε τον διάλογον τούτον εις την Τίον, εις την οικίαν του Σακέρδωτος, γραμμένον με χρυσά γράμματα. 

– «Ειπέ μου», ηρώτησεν ούτος, «δέσποτα Γλύκων, ποίος είσαι;». 
– «Εγώ», απήντησεν ο Γλυκών, «είμαι νέος Ασκληπιός».
 – «Διάφορος από τον παλαιόν;».
 – «Τί εννοείς; Δεν επιτρέπεται να το μάθης αυτό», απήντησεν ο Γλύκων. 
– «Και πόσα έτη θα μείνης εδώ να μας δίδης χρησμούς;». 
– «Χίλια και τρία». – «Έπειτα πού θα μεταβής;». 
– «Εις τα Βάκτρα και τα περίχωρα· διότι πρέπει και οι βάρβαροι να απολαύσουν την παρουσίαν μου». – «Τα δε μαντεία, το μαντείον των Διδύμων, της Κλάρου και των Δελφών έχουν ακόμη τον προπάτορά σου τον Απόλλωνα ή είνε ψευδείς οι χρησμοί τους οποίους δίδουν τώρα;». 
– «Μην επιμένεις να μάθης και τούτο, διότι δεν είνε επιτετραμμένον».
– «Εγώ δε τί θα γείνω μετά την παρούσαν ζωήν;». 
– «Κάμηλος, έπειτα ίππος, έπειτα άνθρωπος σοφός και προφήτης, όχι κατώτερος του Αλεξάνδρου».

Τοιαύτα είπε προς τον Σακέρδωτα ο Γλύκων και εις το τέλος του έδωκε τον εξής έμμετρον χρησμόν, καθότι εγνώριζεν ότι ήτο οπαδός του Λεπίδου: «Μην πιστεύης εις τον Λέπιδον, διότι κακόν τέλος τον περιμένει». 

Διότι, καθ’ υπερβολήν, εφοβείτο τον Επίκουρον, όπως προείπα, ως αντίτεχνον και εχθρόν της αγυρτείας του. Εις δ’ εκ των επικουρείων, όστις ετόλμησε να τον ελέγξη επί παρουσία πολλών, διέτρεξε μέγαν κίνδυνον. Ο επικούρειος ούτος πλησιάσας του είπε μεγαλοφώνως: «Συ δεν είσαι, Αλέξανδρε, που έπεισες τον δείνα Παφλαγόνα να προσαγάγη τους δούλους του εις τον διοικητήν της Γαλατίας και να ζητήση την εις θάνατον καταδίκην αυτών, ως φονέων του υιού του, όστις εσπούδαζεν εις την Αλεξάνδρειαν; Αλλά μάθε ότι ο νέος εκείνος ζη και επέστρεψε ζων μετά την θανάτωσιν των δούλων, οίτινες υπό σου παρεδόθησαν εις τα θηρία. 

Ιδού τί συνέβη. Ο νέος εκείνος αναπλεύσας τον Νείλον μέχρι του Κλύσματος[10] συνήντησεν εκεί πλοίον έτοιμον ν’ αποπλεύση εις τας Ινδίας και απεφάσισε να μεταβή και αυτός εκεί. Επειδή δε εβράδυνε, οι δυστυχείς εκείνοι δούλοι του νομίσαντες ότι εις τον Νείλον, ενώ εταξείδευεν, επνίγη ή υπό ληστών εφονεύθη —ήσαν δε πολλοί τότε— επέστρεψαν και ανήγγειλαν την εξαφάνισίν του. Έπειτα ήλθεν ο χρησμός και η καταδίκη των, μετά την οποίαν ήλθεν ο νέος και διηγήθη το εις Ινδίας ταξείδι των». 

Αυτά είπεν ο επικούρειος, ο δε Αλέξανδρος αγανακτήσας διά την κατηγορίαν και μη υποφέρων τον αληθή εκείνον ονειδισμόν, διέταξε τους παρόντας να τον λιθοβολήσουν, άλλως και αυτοί θα ήσαν εξ ίσου ασεβείς και άξιοι να ονομασθούν επικούρειοι. Και το μεν πλήθος ήρχισε να τον πετροβολή, αλλά κάποιος Δημόστρατος εκ των προκρίτων του Πόντου παρατυχών εκεί έσπευσε και τον ενηγκαλίσθη και ούτω έσωσε τον άνθρωπον εκ του θανάτου. Αλλά πολύ δικαίως θα επάθαινεν αν ελιθοβολείτο· διότι δεν ήτο ανάγκη να δείξη μόνος αυτός την ορθοφροσύνην εν μέσω τόσων παραφρόνων και να εκτεθή εις την άλογον οργήν των Παφλαγόνων. 

Μίαν ημέραν προ της εκδόσεως των χρησμών, προσήρχοντο οι θέλοντες να ερωτήσουν το μαντείον και διά του κήρυκος ηρώτων, εάν θα εδίδετο απάντησις εις τα ερωτήματά των· εάν δε εκείνος απήντα έσωθεν «εις τους κόρακας», ο λαμβάνων τοιαύτην απάντησιν, ούτε εις οικίαν εγίνετο πλέον δεκτός και πάντες του ηρνούντο πυρ και ύδωρ και απεδιώκετο από τόπου εις τόπον ως ασεβής και άθεος και επικούρειος· το τελευταίον δε τούτο ήτο ο μεγαλείτερος ονειδισμός. 

Αλλ’ έπραξε και κάτι τι γελοιωδέστατον ο Αλέξανδρος. Ευρών τας «Κυρίας σκέψεις» του Επικούρου, το κάλλιστον, ως γνωρίζεις βιβλίον, το οποίον περιέχει την συγκεφαλαίωσιν της σοφίας του φιλοσόφου εκείνου, τας έφερεν εις το μέσον της αγοράς και τας έκαυσεν επί ξύλων συκής, ως τάχα να έκαιε εκείνον, την δε στάκτην έρριψεν εις την θάλασσαν, συνοδεύσας την πράξιν ταύτην με ένα χρησμόν: «Διατάσσω να πυρπολούνται τα έργα του τυφλού γέροντος». 

Και δεν εσκέφθη ο άθλιος πόσων αγαθών γίνεται πρόξενος το βιβλίον εκείνο εις τους αναγιγνώσκοντας και πόσην γαλήνην και αταραξίαν και ελευθερίαν φρονήματος εμπνέει· διότι απαλλάττει από δεισιδαιμονίας και πίστιν εις φαντάσματα και τερατολογίας και από ματαίας ελπίδας και περιττάς επιθυμίας, παρέχει δε ορθοφροσύνην και αλήθειαν και πραγματικώς εξαγνίζει την ψυχήν όχι με δάδα και με σκιλλοκρόμυδον- και με άλλας τοιαύτας ανοησίας, αλλά διά του ορθού λόγου, της αληθείας και της παρρησίας. 

Εκτός δε άλλων, άκουσε και εν από τα μεγαλείτερα τολμήματα του μιαρού εκείνου ανθρώπου. Διά του Ρουτιλλιανού, όστις είχε τότε μεγάλην δύναμιν, εγίνετο ευκόλως δεκτός εις τα ανάκτορα και την αυλήν. Ενώ λοιπόν ο, κατά των Γερμανών, πόλεμος ευρίσκετο εις την ακμήν του και ο θεός Μάρκος[11] είχεν ήδη συμπλοκή προς τους Μαρκομάνους και Κουάδους, έστειλε χρησμόν, όστις έλεγε να ριφθούν δύο λέοντες ζωντανοί εις τον Ίστρον μετά πολλών αρωμάτων και να γείνουν συγχρόνως θυσίαι μεγαλοπρεπείς. Αλλά προτιμότερον να παραθέσω κατά λέξιν τον χρησμόν: «Εις το ρεύμα του ορμητικού ποταμού Ίστρου παραγγέλλω να ριφθώσι δύο της Κυβέλης θεράποντες, θηρία άγρια, και όσα παράγουν αι Ινδίαι άνθη και ευώδη βότανα· παρευθύς δε θα επέλθη νίκη και δόξα μεγάληκαι συγχρόνως η ποθητή ειρήνη». 

Αφού δε έγειναν ταύτα, ως διέταξεν, οι λέοντες κολυμβήσαντες επέρασαν εις την χώραν των εχθρών, όπου οο βάρβαροι τους εφόνευσαν διά ξύλων, ως σκύλους ή λύκους αγνώστου είδους· μετ’ ολίγον δε, έπαθαν οι ημέτεροι το μεγαλείτερον δυστύχημα και περί τας είκοσι χιλιάδες εξ αυτών εχάθησαν συγχρόνως. Έπειτα ηκολούθησαν τα γενόμενα εις την Ακυληίαν, ήτις εκινδύνευσε να κυριευθή. 

Ο δε Αλέξανδρος ως δικαιολογίαν διά τα γενόμενα, έφερε την γελοίαν δελφικήν εξήγησιν και τον χρησμόν του Κροίσου[12] και έλεγεν ότι ο θεός προείπε νίκην, αλλά δεν εδήλωσεν αν θα είναι νίκη των Ρωμαίων ή των αντιπάλων. 

Ενώ δε τόσοι πολλοί συνέρρεον, ώστε η πόλις δεν ηδύνατο πλέον να τους χωρέση και αρκετά τρόφιμα διά τόσον πληθυσμόν δεν είχεν, ο Αλέξανδρος επενόησε τους νυκτερινούς καλουμένους χρησμούς. Λαμβάνων τα γραπτά ερωτήματα εκοιμάτο, ως έλεγεν, επ’ αυτών και κατ’ όναρ ήκουε τας απαντήσεις του θεού, τας οποίας και έδιδεν εις τους ερωτώντας, όχι όμως σαφείς κατά το πλείστον, αλλ’ αμφιβόλους και σκοτεινάς, μάλιστα οσάκις το ερώτημα ήτο σφραγισμένον μετά υπερβολικής επιμελείας. 

Μη τολμών ν’ ανοίξη το ερώτημα, έδιδε μίαν απάντησιν ήτις έλεγε και δεν έλεγε τίποτε, εθεώρει δε και τούτο ως πρέπον εις τους χρησμούς, και υπήρχον εξηγηταί διά να ερμηνεύουν τας σκοτεινάς εκείνας απαντήσεις και ελάμβανον όχι μικράς αμοιβάς παρ’ εκείνων εις τους οποίους εδίδοντο οι τοιούτοι χρησμοί διά την εξήγησιν αυτών. Οι εξηγηταί δε ούτοι επλήρωνον εις τον Αλέξανδρον εν τάλαντον αττικόν έκαστος. 

Ενίοτε και χωρίς να ερωτήση κανείς δι’ εαυτόν ή δι’ άλλον, ο ψευδόμαντις εξέδιδε χρησμούς, προς έκπληξιν των ανοήτων, οποίος ο εξής: «Επιθυμείς να μάθης ποιός εισερχόμενος κρυφίως εις τον οίκον σου σε ατιμάζει μετά της συζύγου σου; Ο δούλος σου Πρωτογένης, εις τον οποίον έχεις πάσαν εμπιστοσύνην· ό,τι παρά σου έπαθε, σου το αποδίδει εις την σύζυγόν σου και εκ συμφώνου παρασκευάζονται να σε δηλητηριάσουν, ώστε ούτε να μάθης, ούτε να ίδης τα υπ’ αυτών πραττόμενα· θα εύρης δε το δηλητήριον υπό την κλίνην σου, πλησίον του τοίχου και προς το μέρος της κεφαλής. Και η υπηρέτρια σου Καλυψώ, γνωρίζει τα πάντα». 

Ποίος, και Δημόκριτος ο φιλόσοφος εάν ήτο, δεν θα εταράσσετο ακούων ονόματα και τόπους ακριβώς αναφερομένους, και ποίαν περιφρόνησιν θα ησθάνετο κατόπιν όταν θα ενόει το ψεύδος; 

Αλλά και εις βαρβάρους πολλάκις επροφήτευσε και όταν ακόμη τον ηρώτων εις την πάτριον αυτών γλώσσαν Συριακήν ή Κελτικήν, καίτοι δεν έυρισκεν ευκόλως ομοεθνείς των ερωτώντων διά να τον βοηθήσουν εις την κατανόησιν της ερωτήσεως και εις την απάντησιν. Διά τούτο και εβράδυνε πολύ να δίδη τας απαντήσεις, διά να έχη καιρόν εν τω μεταξύ να αποσφραγίζη τα ερωτήματα και να ευρίσκη τους δυναμένους να του εξηγήσουν τα καθέκαστα. Τοιούτος ήτο ο χρησμός τον οποίον έδωκεν εις έναν Σκύθην: «Μορφήν ευβάργουλις εις σκιάν χνεχικράγη λείψει φάος». 

Άλλοτε, μη ευρίσκων διερμηνέα, είπεν εις κάποιον, ουχί εμμέτρως, να επιστρέψη εις την πατρίδα του, διότι εκείνος όστις τον απέστειλεν, εφονεύθη την ημέραν εκείνην υπό του γείτονος Διοκλέους, καλέσαντος εις επικουρίαν τους ληστάς Μάγνον, Κέλερον και Βούβαλον, οίτινες συνελήφθησαν ήδη και ερρίφθησαν εις τα δεσμά. 

Άκουσε τώρα και μερικούς χρησμούς τους οποίους έδωκεν εις εμέ. Ηρώτησα μίαν ημέραν τον θεόν, εάν ο Αλέξανδρος είνε φαλακρός, και το ερώτημα μου εσφραγίσθη μετ’ επιμελείας και κατά τρόπον ώστε να μη δύναται να παραποιηθή η σφραγίς. Ο δε προφήτης μου έδωκε τον εξής νυκτερινόν χρησμόν: «Σαβαρδαλάχου μαλαχααττήαλος ην». 

Έπειτα πάλιν του έστειλα εις δύο διάφορα σφραγισμένα δελτία την αυτήν ερώτησιν, ποία ήτο η πατρίς του ποιητού Ομήρου, και εφρόντισα να μάθη ότι αι ερωτήσεις απηυθύνοντο παρά δύο διαφόρων προσώπων. Και εις μεν το πρώτον, εξαπατηθείς υπό του υπηρέτου μου, όστις του είπεν ότι εζήτουν συμβουλήν δι’ έναν πόνον τον οποίον είχα εις την πλευράν, απήντησεν: «Ν’ αλείφεται με κυτμίδα και με αφρόν ίππου». 

Εις δε το δεύτερον, διά το οποίον του είπαν ότι απεστάλη παρ’ ανθρώπου επιθυμούντος να μάθη αν ήτο προτιμότερον να μεταβή διά θαλάσσης ή διά ξηράς εις την Ιταλίαν, έδωκεν επίσης απάντησιν ουδεμίαν έχουσαν σχέσιν προς τον Όμηρον: «Μη πλεύσης, αλλά προτίμησε την ξηράν οδόν». 

Πολλά τοιαύτα παιγνίδια του έπαιξα, μεταξύ δε άλλων και τούτο: Του έστειλα μίαν ερώτησιν και έγραψα επί του δελτίου ως συνειθίζεται· διά τον δείνα (έγραψα δε εν ψευδές όνομα) χρησμοί οκτώ· και συγχρόνως απέστειλα τας οκτώ δραχμάς και το επί πλέον της αξίας των χρησμών. Ο δε Αλέξανδρος εξαπατηθείς εκ της επιγραφής και νομίζων ότι υπήρχον οκτώ ερωτήσεις, ενώ υπήρχε μία μόνη —ήτο δε αύτη: Πότε θα αποδειχθή ο Αλέξανδρος ως εξαπατών τον κόσμον;— μου έστειλεν οκτώ χρησμούς, οίτινες, κατά το λεγόμενον, ούτε άκραν είχον, ούτε μέσην, ανόητοι και δυσνόητοι όλοι. 

Μαθών δε ταύτα κατόπιν και προσέτι ότι κατέγεινα να αποτρέψω τον Ρουτιλλιανόν από του να νυμφευθή την κόρην του και να δίδη πίστιν εις τας ελπίδας τας οποίας του έδιδε το μαντείον, με εμίσησεν ως ην επόμενον, και μ’ εθεώρει μέγαν εχθρόν. Και όταν ποτέ ο Ρουτιλλιανός ηρώτησε περί εμού, του έδωκε την εξής απάντησιν: «Αγαπά τα νυκτογυρίσματα και τους ανόμους έρωτας». 

Εν γένει δεν μ’ εχώνευε· και όταν μετέβην εις την πόλιν του και έμαθεν ότι είμαι ο Λουκιανός —με συνώδευον δε και δύο στρατιώται, εις λογχοφόρος και εις κοντοφόρος, τους οποίους μου είχε δώσει ο διοικητής της Καπαδοκίας διά να με προπέμψουν μέχρι της θαλάσσης— μ’ εκάλεσεν αμέσως με πολλήν φιλοφροσύνην και ενδείξεις εκτιμήσεως. Μεταβάς τον ευρήκα μεταξύ πολλών και κατά καλήν μου τύχην είχα, συμπαραλάβει και τους στρατιώτας. Ο ψευδοπροφήτης μου έδωκε ν’ ασπασθώ την δεξιάν του, καθώς συνείθιζε· εγώ δε αντί να φιλήσω τον εδάγκασα τόσον δυνατά, ώστε παρ’ ολίγον να του καταστήσω άχρηστον την χείρα. 

Τότε οι παρόντες επεχείρησαν να με κτυπήσουν και να με πνίξουν ως ιερόσυλον, διότι και προ τούτου είχον αγανακτήσει ακούσαντες ότι τον είπα Αλέξανδρον και όχι προφήτην. Αλλ’ αυτός συνεκρατήθη και καθησύχασε τους περί αυτόν, υπέσχετο δε ότι πολύ ταχέως θα με εξημέρωνε και θα κατεφαίνετο η δύναμις του Γλύκωνος, όστις ηδύνατο να μετατρέπη εις φίλους και τους πλέον εχθρικώς διακειμένους. Απομακρύνας δε όλους τους άλλους, μου ωμολόγησεν ότι εγνώριζε καλώς όσα είχα συμβουλεύσει εις τον Ρουτιλλιανόν και, μου είπε, «μου έκαμες αυτά, ενώ με την σύστασίν μου θα ηδύνασο να επιτύχης μεγάλην εύνοιαν παρ’ αυτού;». Εγώ τότε εδέχθην ευχαρίστως την φιλοφροσύνην του, καθότι έβλεπα ποίον κίνδυνον διέτρεχα, και έσπευσα να δείξω ότι επείσθην και ότι έγεινα φίλος του. Και οι άλλοι εθαύμαζον βλέποντες ότι τόσον ταχέως μετεβλήθην. 

Έπειτα δε, όταν απεφάσισα ν’ αναχωρήσω, μου έστειλε δώρα πολλά —ήμουν δε τότε μόνος με τον Ξενοφώντα, διότι είχα προαποστείλει εις Άμαστριν τον πατέρα και τους άλλους οικείους μου— και μου υπέσχετο να μου δώση αυτός πλοίον και ναύτας· και εγώ θεωρήσας την πρότασιν ως ειλικρινή φιλοφροσύνην την απεδέχθην. Αλλ’ όταν ανήχθημεν εις το πέλαγος και είδα τον πλοίαρχον να δακρύη και να φιλονεική με τους ναύτας, ήρχισα να υποψιάζωμαι και ν’ ανησυχώ. 

Ο Αλέξανδρος είχε δώσει παραγγελίαν να μας ρίψουν εις την θάλασσαν και ούτω θα εξεδικείτο και θα απηλλάσσετο ευκόλως από έναν εχθρόν. Αλλ’ ο κυβερνήτης με τα δάκρυά του έπεισε τους ναύτας να μη μας φονεύσουν, ούτε άλλως να μας κακοποιήσουν, προς εμέ δε είπε: «Εξήντα χρόνια, ως βλέπεις, έχω ζήσει με τιμήν και ευσέβειαν και δεν ηθέλησα τώρα που έφθασα εις αυτήν την ηλικίαν και έχω γυναίκα και παιδιά να μολύνω τα χέρια μου με φόνον». Και μου ωμολόγησε τους όρους υπό τους οποίους μας ανέλαβεν εις το πλοίον του και τας παραγγελίας του Αλεξάνδρου. 

Αφού δε μας απεβίβασεν εις τους Αιγιαλούς, τους οποίους και ο καλός Όμηρος αναφέρει, επέστρεψεν. Εκεί συνήντησα Βοσποριανούς τίνας, τους οποίους ο βασιλεύς Ευπάτωρ απέστελλεν αντιπροσώπους εις την Βιθυνίαν να κομίσουν τον ετήσιον φόρον· διηγήθην δε εις αυτούς τον κίνδυνον τον οποίον διετρέξαμεν και συμπαθήσαντες με παρέλαβον εις το πλοίον αυτών και με μετέφεραν εις την Άμαστριν, αφού παρά τρίχα διέφυγα τον θάνατον. 

Του λοιπού και εγώ εκήρυξα κατά του ψευδοπροφήτου φανερόν πόλεμον και πάντα λίθον εκίνουν διά να εκδικηθώ, αφού και προ της επιβουλής ήδη τον εμίσουν μεγάλως διά την ατιμίαν του· εις τον πόλεμον δε τούτον είχα πολλούς συναγωνιστάς και μάλιστα τους μαθητάς του Ηρακλεώτου φιλοσόφου Τιμοκράτους. Αλλ’ ο τότε διοικητής της Βιθυνίας και του Πόντου Αύειτος μας συνεκράτησε με συμβουλάς και παρακλήσεις· διότι ένεκα της φιλίας του προς τον Ρουτιλλιανόν δεν ηδύνατο, και αν απεδεικνύετο αδικών ο Αλέξανδρος, να τον τιμωρήση. Ούτω ανέκοψα την ορμήν μου και έπαυσα να καταδιώκω ένοχον, υπέρ του οποίου έβλεπα ότι τόσον ευμενώς ήτο διατεθειμένος ο δικαστής. 

Δεν είναι δε μεγάλη μεταξύ των άλλων η θρασύτης του Αλεξάνδρου να ζητήση παρά του αυτοκράτορος να μετονομασθή το τείχος του Αβώνου, Ιωνόπολις, και να κοπή νόμισμα νέον, το οποίον από μεν την μίαν όψιν να έχη την εικόνα του Γλύκωνος, από δε την άλλην την μορφήν αυτού του ψευδοπροφήτου με τα στέμματα του παππού του Ασκληπιού και το ξιφοδρέπανον του πατρομήτορος Περσέως. 

Ενώ δε είχε προείπει ότι θα έζη εκατόν πεντήκοντα έτη και έπειτα θ’ απέθνησκε φονευόμενος υπό κεραυνού, απέθανε πριν ακόμη συμπληρώσει τα εβδομήκοντα, με αξιοθρήνητον θάνατον· ως άξιος υιός του Ποδαλειρίου έπαθε σήψιν του ποδός μέχρι βουβώνος και κατεφαγώθη υπό σκωλήκων ζωντανός. Τότε δε και εφάνη ότι ήτο φαλακρός, διότι ήτο ανάγκη να, του βρέχουν οι ιατροί την κεφαλήν προς κατάπαυσιν των πόνων, πράγμα το οποίον δεν ήτο δυνατόν αν δεν αφήρει την φενάκην διά να παρουσιάζη γυμνήν την κεφαλήν. 

Τοιούτον υπήρξε το τέλος της κωμωδίας του Αλεξάνδρου και τοιαύτη του όλου δράματος η λύσις, ώστε να δύναται τις να υποθέση ότι ήτο θεία τιμωρία, καίτοι εκ τύχης συνέβη. Έπρεπε δε και ο επιτάφιος αυτού να γείνη άξιος του βίου του και να γείνη αγών διά την διαδοχήν του εις το μαντείον. Οι συνεργάται εις τας αγυρτείας, όσοι ήσαν κορυφαίοι, ανέθηκαν εις τον Ρουτιλλιανόν ν’ αποφασίση ποίος εξ αυτών έπρεπε να προτιμηθή διά ν’ αντικαταστήση τον Αλέξανδρον και φορέση το ιεροφαντικόν και προφητικον στέμμα. Μεταξύ δε των μνηστήρων τούτων ήτο και ο ιατρός Παίτος, άνθρωπος ηλικιωμένος, όστις έπραττεν ούτω ανάξια και της επιστήμης και της ηλικίας του. Αλλ’ ο αγωνοθέτης Ρουτιλλιανός τους απέπεμψεν αστεφανώτους, επιφυλάττων εις εαυτόν την διαδοχήν του προφήτου μετά την λήξιν της δημοσίας υπηρεσίας την οποίαν είχε. 

Ταύτα, φίλτατε, ολίγα εκ πολλών και ως δείγματα έγραφα και προς χάριν σου, φίλου τον οποίον υπέρ πάντας θαυμάζω και διά την σοφίαν και διά την αγάπην προς την αλήθειαν και διά την πραότητα του χαρακτήρας, την μετριοπάθειαν και την γαλήνην του βίου και την ευμένειαν προς τους πλησιάζοντας αυτόν, αλλά —και τούτο θα σου είνε περισσότερον ευχάριστον— και εκδικούμενος διά τον Επίκουρον, σοφόν αληθώς ιερόν και θείον, όστις μόνος διέγνωσε τα αληθή και τα αγαθά και τα μετέδωκεν εις τους άλλους και έγεινε λυτρωτής των ακροασθέντων την διδασκαλίαν του. Νομίζω δε ότι τ’ ανωτέρω χρησιμεύουν και εις όσους θα τ’ αναγνώσουν, διότι και τας αγυρτείας ελέγχουν και την ορθοφροσύνην υποστηρίζουν. 
------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] 1. Αλεξίκακος και αποτρόπαιος είνε συνώνυµα, σηµαίνοντα τους αποδιώκοντας τα δυστυχήµατα από τους ανθρώπους. 
[2] 2. Οµήρου Οδύσσεια Δ. σ. 252: Εγνώριζε να παρασκευάζη πολλά φάρµακα, τα µεν καλά, τα δε ολέθρια. 
[3] 3. Περίφηµος µάγος, ούτινος τον βίον έγραψεν ο Φιλόστρατος. 
[4] 4. Καταγόµενος εκ του Περσέως και του Ποδαλειρίου συγγενής, αναδεικνύεται φίλος του Απόλλωνος ο θείος Αλέξανδρος. 
[5] 5. Το όνοµα Αλέξανδρος σηµαίνει, ως γνωστόν, τον υπερασπιστήν. 
[6] 6. Ο Λουκιανός παίζει µε τας λέξεις Κορωνίς, όνοµα της µητρός του Ασκληπιού, και κορώνη (κουρούνα). 
[7] 7. Εύγε ή χαίρε· επιφώνηµα των µυστικών τελετών. 
[8] 8. Οι Ευµολπίδαι ήσαν οικογένεια ιερατική, ήτις διαδοχικώς ετέλει τα µυστήρια της Δήµητρος εις την Ελευσίνα. Κατήγοντο εκ του Ευµόλπου, υιού του Μουσαίου, όστις είχε φέρει τα µυστήρια ταύτα εκ της Θράκης εις την Αττικήν. Ο Λουκιανός ειρωνεύεται τους βαναύσους ακολούθους του Αλεξάνδρου αποκαλών αυτούς «Ευµολπίδας». 
[9] 9. Των χορών οίτινες εγίνοντο εις τας αποκρύφους τελετάς, τα µυστήρια και τα όργια.. 
[10] 10. Λιµήν της Αιγύπτου προς την Ερυθράν Θάλασσαν, όστις συνεκοινώνει τον Νείλον µε διώρυγα. 
[11] 11. Εννοεί τον αυτοκράτορα Μάρκον Αυρήλιον. 
[12] 12. Άλυν διαβάς µεγάλην δύναµιν καταλύσεις.