Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἀνδρομάχη (274-308)

ΧΟ. ἦ μεγάλων ἀχέων ἄρ᾽ ὑπῆρξεν, ὅτ᾽ Ἰδαίαν [στρ. α]
275 ἐς νάπαν ἦλθ᾽ ὁ Μαί-
ας τε καὶ Διὸς τόκος,
τρίπωλον ἅρμα δαιμόνων
ἄγων τὸ καλλιζυγές,
ἔριδι στυγερᾷ κεκορυθμένον ἀγλαΐας
280 σταθμοὺς ἐπὶ βούτα,
βοτῆρά τ᾽ ἀμφὶ μονότροπον νεανίαν
ἔρημόν θ᾽ ἑστιοῦχον αὐλάν.

ταὶ δ᾽ ἐπεὶ ὑλόκομον νάπος ἤλυθον οὐρειᾶν [ἀντ. α]
285 πιδάκων νίψαν αἰ-
γλᾶντα σώματα ῥοαῖς,
ἔβαν δὲ Πριαμίδαν ὑπερ-
βολαῖς λόγων δυσφρόνων
παραβαλλόμεναι. Κύπρις εἷλε λόγοις δολίοις,
290 τερπνοῖς μὲν ἀκοῦσαι,
πικρὰν δὲ σύγχυσιν βίου Φρυγῶν πόλει
ταλαίνᾳ περγάμοις τε Τροίας.

εἴθε δ᾽ ὑπὲρ κεφαλὰν ἔβαλεν κακὸν [στρ. β]
ἁ τεκοῦσά νιν †Πάριν†
295 πρὶν Ἰδαῖον κατοικίσαι λέπας·
ὅτε νιν παρὰ θεσπεσίῳ δάφνᾳ
βόασε Κασσάνδρα κτανεῖν,
μεγάλαν Πριάμου πόλεως λώβαν.
τίν᾽ οὐκ ἐπῆλθε, ποῖον οὐκ ἐλίσσετο
300 δαμογερόντων βρέφος φονεύειν;

οὔτ᾽ ἂν ἐπ᾽ Ἰλιάσι ζυγὸν ἤλυθε [ἀντ. β]
δούλιον, σύ τ᾽ ἄν, γύναι,
τυράννων ἔσχες ἂν δόμων ἕδρας·
παρέλυσε δ᾽ ἂν Ἑλλάδος ἀλγεινοὺς
305 πόνους ὅτ᾽ ἀμφὶ Τρωΐαν
δεκέτεις ἀλάληντο νέοι λόγχαις·
λέχη τ᾽ ἔρημ᾽ ἂν οὔποτ᾽ ἐξελείπετο
καὶ τεκέων ὀρφανοὶ γέροντες.

***
ΧΟΡΟΣ
Αλήθεια, μεγάλων δεινών αφορμή [στρ. 1]
έγινε ο γιος του Διός και της Μαίας
όταν έφτασε στο φαράγγι της Ίδης
με το τρίπωλο άρμα το καλοζεμένο
οδηγώντας τις θέαινες,
που μαλώναν φριχτά για ομορφιά,
280 στις μάντρες του νέου βοσκού του ολομόναχου,
στο καλύβι με την έρημη αυλή.

Όταν οι θέαινες φτάσανε στο φαράγγι το σύδεντρο, [αντ. 1]
πρώτα λούσανε τα ωραία κορμιά τους στα ρυάκια
των βουνίσιων πηγών
κι έπειτα αλλάζοντας λόγια πειραχτικά μεταξύ τους,
η μια για της άλλης την ομορφιά,
290 επήγαν στον γιο του Πριάμου.
Η Αφροδίτη τον πλάνεψε τότε με λόγια
δολερά, που ήταν γλυκά να τ᾽ ακούς,
που έγιναν όμως η αρχή του πικρού χαλασμού
για την πόλη των Φρυγών και τα κάστρα της Τροίας.

Γιατί δεν το ξόρκιζε να πάει μακριά το κακό [στρ. 2]
η μάνα που γέννησε τον ολέθριο τον Πάρι
προτού κατοικήσει στα βραχοτόπια της Ίδης;
Όταν δίπλα στη δάφνη τη μαντική
η Κασάνδρα βροντοφωνούσε «σκοτώστε τον»
γιατί θα ᾽φερνε τη συμφορά στου Πριάμου την πόλη.
Σε ποιόν δεν πήγε, ποιόν προεστό δεν ικέτευε
300 να θανατώσουν το βρέφος;

Αν την ακούγανε, ούτε σκλάβες θα γίνονταν [αντ. 2]
οι γυναίκες της Τροίας
ούτε συ θα βρισκόσουν σε σπίτι τυράννων,
κυρά μου.
Κι ούτε οι νέοι της Ελλάδας θα μάχονταν
δέκα χρόνια υποφέροντας
γύρω απ᾽ τα κάστρα του Ιλίου·
και τα κρεβάτια δεν θα ᾽μεναν έρημα
ούτε κι οι γέροι από παιδιά θα ορφανεύαν.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΠΙΤΥΣ

ΠΙΤΥΣ
(δέντρο, πεύκο)
 
Και αυτή η Νύμφη μεταμορφώθηκε σε δέντρο, σε πεύκο (πίτυς), για να αποφύγει τον εναγκαλισμό ενός θεού, του Πάνα. Κατέληξε, όπως και η Δάφνη για τον Απόλλωνα, να στολίζει το μέτωπο του ερωτευμένου Πάνα.
 
Σύμφωνα με άλλη παράδοση, η μεταμόρφωση της Πίτυος οφείλεται στη λύπη που ένιωσε η Γη για την κόρη που βρέθηκε εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δύο θεούς που την ερωτεύτηκαν, τον Βορέα και τον Πάνα.
 
Η προτίμηση της Νύμφης για τον Πάνα, προκάλεσε τη ζήλια του Βορέα που την έριξε κάτω από ένα βράχο. Τη λυπήθηκε η Γη και μεταμόρφωσε το σώμα της σε πεύκο. Σαν δέντρο πια χαίρεται να κοσμεί το μέτωπο του θεού της με στεφάνια από τα κλαδιά της, ενώ το χάιδεμα των κλαδιών της από το φύσημα του Βορέα προκαλεί τον θρήνο της. Πάντως, η Πίτυς δεν ήταν η μόνη κόρη την οποία ο Πάνας* ορεγόταν.
--------------------------
*Διάλογος Ερμού και Πάνα, πατέρα και γιου
 
ΕΡΜ. Δεν μου λέγεις είσαι πανδρεμένος, ω Παν; Αυτό νομίζω είναι το όνομά σου.
ΠΑΝ. Όχι, πατέρα, διότι είμαι πολύ επιρρεπής εις τας απολαύσεις του έρωτος και δεν μου αρέσει να έχω μόνον μίαν.
ΕΡΜ. Με τας αίγας λοιπόν το κάνεις;
ΠΑΝ. Σκώπτέ με όσον θέλεις, αλλ' εγώ έχω την Ηχώ και την Πίτυν και όλας τα Μαινάδας του Διονύσου και είμαι περιζήτητος δι' αυτάς.
ΕΡΜ. Ξέρεις, παιδί μου, ποία είναι η πρώτη χάρις που θα σου ζητήσω;
ΠΑΝ. Διάταξε, πατέρα, και βλέπομε.
ΕΡΜ. Να με πλησιάζεις και να μου φέρεσαι ως φίλος, αλλά πατέρα πρόσεξε να μη με ονομάσεις επί παρουσία άλλων.
(Λου., Θεών διάλ. 22.4)

Λοκ, Χιουμ και Εμπειρισμός

ΣΤΗΝ Αγγλία, ο Τζον Λοκ (1632-1704) ανατέ­θηκε κριτικά στην πίστη του Ντεκάρτ στο λόγο. Υποστήριξε πως αντί για τον αφηρημένο λόγο και τη σκέψη, έπρεπε να δώ­σουμε μεγαλύτερη βαρύτητα στην εμπειρία, στην ικανότητά μας να γνωρίζουμε τον κόσμο και να μαθαίνουμε μέσω των αισθήσεών μας.

Με τον Λοκ εγκαινιάζεται η μακρά παράδοση του βρε­τανικού εμπειρισμού, απορρίπτοντας την επίμονη καχυποψία απέναντι στις αισθήσεις, η οποία κυριαρχούσε στη Δύση πριν α­κόμη από τον Πλάτωνα.

Ο Λοκ υποστήριξε ότι «όλη η γνώση προέρχεται από τις αισθήσεις», σύντομα δε τον ακολούθησαν ο Ιρλανδός επίσκοπος Τζορτζ Μπέρκλεϊ [George Berkley] και ο Σκοτσέζος φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ [David Hume].

Ανατιθέμενος στον Ντεκάρτ, τον Σπινόζα και τον Λάιμπνιτς, αυτούς τους «ορθολογιστές» που υπέθεταν ότι το μυαλό αποτελεί μια μάλλον πλούσια και πολύπλοκη δομή, ο Λοκ ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν παρά «άγραφος χάρτης» ο οποίος γραφόταν από την ε­μπειρία στη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου.

Οι ορθολογιστές υ­ποστήριζαν την ύπαρξη ενός σημαντικού αριθμού εγγενών ή «έμ­φυτων» ιδεών, λ.χ. τις ιδέες της ουσίας και του Θεού. Ο Λοκ, α­ντίθετα, υποστήριξε ότι το μυαλό μοιάζει περισσότερο με άδειο ντουλάπι το οποίο φωτίζεται μόνο από το φως που μπαίνει απ’ έξω.

Ο Άγγλος φιλόσοφος, ωστόσο, έκανε έναν συμβιβασμό όσον αφορά τον εμπειρισμό του σε δύο τουλάχιστον σημαντικά σημεία.

Πρώτον, υποχώρησε απέναντι στους μεταφυσικούς που κατέκρινε, αποδεχόμενος την ιδέα της αναγκαιότητας να μιλάμε για τα πράγματα καθεαυτά, πέραν της εμπειρίας που έχουμε γι’ αυτά. Θα υπέθετε κανείς ότι ο Λοκ, σύμφωνα με τη μέθοδό του, έπρε­πε να καταλήξει στο συμπέρασμα πως ό,τι είμαστε σε θέση να γνωρίσουμε είναι μόνο τα αισθητά χαρακτηριστικά ή «ιδιότητες» των πραγμάτων. Τούτο όμως θα δημιουργούσε ένα πρόβλημα: θα ήταν σαν να μην γνωρίζουμε καθόλου τα ίδια τα πράγματα, παρά μόνον συμπλέγματα χαρακτηριστικών. Ο Λοκ καταλήγει να συ­νάγει την ύπαρξη του πράγματος καθαυτό, στο βαθμό που είναι αδύνατο να υπάρχουν ιδιότητες οι οποίες δεν ανήκουν σε κάτι. Η θέση αυτή πλησιάζει επικίνδυνα στην έμφυτη ιδέα, μια παραδοχή, με άλλα λόγια, που δεν βασίζεται στην εμπειρία.

Ο Λοκ προχώρησε και σ’ έναν δεύτερο συμβιβασμό όταν διέκρινε δύο διαφορετικά είδη χαρακτηριστικών ή ιδιοτήτων: αυτές που αντιλαμβανόμαστε ως εγγενείς στο ίδιο το αντικείμενο, όπως το σχήμα ή τη μάζα του, κι εκείνες που αντιλαμβανόμαστε εμείς, από τα αποτελέσματα δηλαδή που έχουν τα πράγματα σ’ εμάς. Παράδειγμα των δεύτερων ιδιοτήτων είναι το χρώμα. Αυτές οι «δευτερογενείς» ιδιότητες (σε αντίθεση με τις πρωτογενείς ιδιό­τητες του σχήματος και της μάζας) εντοπίζονται «μέσα μας» αντί «εκεί έξω» στον κόσμο.

Εάν ωστόσο λάβει κανείς σοβαρά υπόψη του την επιχειρηματολογία του Λοκ, μπορεί να καταλήξει στο συ­μπέρασμα πως οτιδήποτε πέφτει στην αντίληψή μας, ουσιαστικά βρίσκεται στο μυαλό μας, μέσα μας. Δεν υπάρχει ούτε ανάγκη ού­τε δικαιολογία για να μιλάμε για τον κόσμο «εκεί έξω». Αυτό ακριβώς το συμπέρασμα έβγαλε από την επιμονή του Λοκ σε μια καθαρά εμπειρική μέθοδο και ο επίσκοπος Τζορτζ Μπέρκλεϊ (1632-1704).

Ο Μπέρκλεϊ δεν είχε κανένα σχεδόν πρόβλημα να υποθέσει πως δεν υπάρχει άλλος πραγματικός κό­σμος πέρα από τον κόσμο που βρίσκεται στο μυαλό μας. Ο κό­σμος δεν αποτελούσε παρά σύνθεση των ιδεών μας - θέση που έγινε αργότερα γνωστή ως ιδεαλισμός. Ως θρησκευτικός πα­ράγων, ο Μπέρκλεϊ είδε στην άποψη αυτή έναν τρόπο να τοποθε­τήσει τον Θεό στο επίκεντρο της φιλοσοφίας του. «Το να υπάρ­χεις συνίσταται στο να είσαι αντιληπτός», υποστήριξε, οτιδήποτε υπάρχει όμως γίνεται αντιληπτό όχι μόνο από τους ανθρώπους αλλά και από τον Θεό. Μπορούμε να διαπιστώσουμε εύκολα πόσο πολύ έμοιαζε η θέση του Μπέρκλεϊ ως προς το πνεύμα, αν όχι και τη μέθοδο, με τη «μοναδολογία» του Λάιμπνιτς.

Ο Ντέιβιντ Χιουμ (1711-1776) έκανε πασιφανείς όλες τις περίεργες συνέπειες του εμπειρισμού.

Η φιλοσοφία του Χιουμ συνίστατο σ’ έναν εξονυχιστικό σκεπτικισμό που όμοιος του δεν είχε υπάρξει από την αρχαιότητα. Ο Χιουμ ήταν ένας από τους λαμπρότερους οπαδούς του Διαφωτισμού, συγχρόνως όμως αναγνώριζε πως ο λόγος -τόσο με την έννοια της επιστημονικής μεθόδου όσο και με την ευρύτερη έννοια του ορθολογισμού- είχε υπερβεί τα όριά του. Θεωρούσε ότι ήταν πολλά που δεν μπορού­σε να επιτελέσει, βεβαιότητες στις οποίες δεν μπορούσε να οδη­γήσει, αποδείξεις που δεν ήταν σε θέση να δώσει.

Παραδόξως, ο σκεπτικισμός του Χιουμ αποτέλεσε το αντιπροσωπευτικότερο πα­ράδειγμα καθαρής αυτοεξεταστικής διαφωτιστικής σκέψης. Το συμπέρασμά του ήταν πως ακόμη και η αρτιότερη σκέψη δεν ήταν σε θέση να κάνει εκείνο που νόμιζαν ότι μπορούσε οι στοχαστές του Διαφωτισμού.Ο σκεπτικισμός του βασιζόταν σε μια σειρά δογμάτων τα ο­ποία είχαν εμφανιστεί στα πλαίσια της διαμάχης σχετικά με τη γνώση, διαμάχης που είχε υποχωρήσει μετά τον Μπέικον και τον Ντεκάρτ.


Ο Χιουμ ήταν δηλωμένος εμπειριστής. Όλη η γνώση, ε­παναλάμβανε, οφείλει να στηρίζεται στην εμπειρία. Δεχόταν επί­σης τη διάκριση μεταξύ της εμπειρίας και του κόσμου στον οποίο αυτή αναφέρεται. Στην περίπτωση αυτή όμως, μπορεί άραγε να θεμελιωθεί με εμπειρικό τρόπο η πίστη μας στον «εξωτερικό» κό­σμο; Όχι, ούτε όμως και με τη μέθοδο της επαγωγής μπορεί να γί­νει κάτι τέτοιο χωρίς να θεωρηθεί δεδομένο εκ των προτέρων το ίδιο το ζητούμενο. Ο Χιουμ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι βασικότερες παρα­δοχές, οι παραδοχές πάνω στις οποίες θεμελιώνεται η γνώση, εί­ναι αδύνατο να αποδειχτούν με το λόγο.

Ομοίως, στην περιοχή της ηθικής, ο σκεπτικισμός του κατέληγε στο ότι «δεν συνιστά πα­ραβίαση του λόγου το να προτιμήσω την καταστροφή του μισού κόσμου για να απαλλαγώ από μια σουβλιά στο μικρό μου δαχτυ­λάκι».

Ο λόγος δεν μπορεί να μας παρακινήσει να είμαστε ηθικοί. Τα συναισθήματά μας όμως μπορούν, και το κάνουν. Κάθε άν­θρωπος γεννιέται με μια φυσική ικανότητα για συμπάθεια και μια φυσική ροπή προς το χρήσιμο, με τις οποίες κατασκευάζο­νται, ανάμεσα σε άλλα, οι ιδέες μας για τη δικαιοσύνη και την κοινωνία.

Ο Χιουμ έτεινε στο νατουραλισμό, την άποψη πως ό,τι δεν μπορεί να κάνει ο λόγος το κάνει ούτως ή άλλως η φύση. Αν ο λόγος δεν είναι σε θέση να μας εγγυηθεί τη γνώση, η φύση μάς έχει εφοδιάσει με το κατάλληλο αισθητήριο ώστε να βρίσκουμε το δρόμο μας στον κόσμο. Αν ο λόγος δεν μπορεί να εγγυηθεί την ηθικότητα, η ανθρώπινη φύση μάς παρέχει τα κατάλληλα συναι­σθήματα ώστε να συμπεριφερόμαστε ορθά ο ένας στον άλλο. Αν όμως ο λόγος δεν μπορεί να θεμελιώσει την πίστη στον Θεό και τις θρησκευτικές προκαταλήψεις που τη συνοδεύουν, τότε τόσο το χειρότερο για τη θρησκεία.

Ο Χιουμ ήταν ένας αμετανόητος ά­θεος. Αν οι βαθυστόχαστοι τόμοι του σχολαστικισμού δεν είχαν κατορθώσει να παράσχουν ικανοποιητικά επιχειρήματα ή ορθές αποδείξεις για τις θρησκευτικές πίστεις, τότε «ρίχτε τους στην πυ­ρά», αποφαινόταν ο Χιουμ εξοργίζοντας τους θεολόγους. Ευτυ­χώς δεν πρότεινε την ίδια σκληρή αντιμετώπιση γι’ άλλες αναπό­δεικτες πεποιθήσεις, όπως για την πίστη στην ύπαρξη ενός «εξω­τερικού» κόσμου, την πίστη στην αναγκαιότητα της ηθικής, κ.ά. Μπορεί ο λόγος να είχε τα όριά του, τα συναισθήματά μας όμως κι ο φυσικός κοινός νους, που καλλιεργούνταν μέσω των κοινωνι­κών παραδόσεων, είχαν επίσης ισχύ και αξία. Ο Χιουμ μάς υπεν­θυμίζει (για μία ακόμη φορά) εκείνο που τόσο παραμελήθηκε κα­τά την αναζήτηση της λογικής βεβαιότητας, η οποία όρισε σε με­γάλο βαθμό τη σύγχρονη φιλοσοφία.

Αυτός που διαπράττει μια αδικία είναι πάντα πιο δυστυχισμένος από εκείνον που την υφίσταται

Η συνείδηση είναι το κομμάτι του εαυτού μας που, όπως το πνεύμα και η ψυχή, δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο φυσικό σχήμα αλλά επηρεάζει τρομερά τον τρόπο που κινούμαστε στη ζωή.

Αυτό το συναίσθημα που πραγματεύεται ο Πλάτωνας αντιστοιχεί σε εκείνη τη φωνή που, όπως ο γρύλος στον Πινόκιο, μας λέει τι κάναμε καλά και τι κάναμε άσχημα και που μας τιμωρεί με την ενοχή και την ανησυχία, ώσπου να δώσουμε λύση σ’ αυτή την ανισορροπία που οι ίδιοι συμβάλαμε στο να δημιουργηθεί.

Το να έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη παρουσιάζει, επιπλέον, και τα εξής οφέλη για την υγεία του σώματος και του νου:

Μας βοηθάει να κοιμόμαστε καλύτερα.
Ενισχύει την αυτοεκτίμησή μας.
Συμβάλλει στο να έχουμε καλύτερη σχέση με τους άλλους.
Μας ωθεί στο να επιβραβεύουμε τον εαυτό μας, αντί να τον τιμωρούμε με το να αισθανόμαστε άσχημα.
Δημιουργεί καλές μνήμες και αναμνήσεις.
Επιτρέπει να είμαστε διαυγείς.
Μας προστατεύει από ενοχές ή ξένες υποθέσεις.
Βελτιώνει τη φυσική μας υγεία, περιορίζοντας το άγχος που ενέχει η ενοχή.
Έτσι, λοιπόν, ολοφάνερα το καλύτερο είναι να έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη και ικανοποιημένη.
Και πώς θα το καταφέρουμε;
Βασικά, ενεργώντας σύμφωνα με τις αξίες μας και με εντιμότητα.

Δηλαδή, τη στιγμή που παίρνουμε μια απόφαση, πρέπει να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που οι αρχές μας μάς ωθούν να κάνουμε και να πράξουμε ανάλογα.

Όπως έλεγε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στη Διαθήκη της ελπίδας:

“Πάντα έρχεται η στιγμή που κάποιος πρέπει να υιοθετήσει μια θέση που δεν είναι ούτε ασφαλής ούτε πολιτική ούτε λαϊκή, αλλά που πρέπει να την υιοθετήσει γιατί η συνείδησή του του λέει πως είναι η σωστή”.

THOMAS HOBBES: Περί των παθών του νου – Η ΔΟΞΑ

Η ΔΟΞΑ (glory), ή μύχια υπερηφάνεια ή θρίαμβος του πνεύματος, είναι το πάθος το οποίο απορρέει από τη φαντασίωση ή την αντίληψη ότι η προσωπική μας ισχύς είναι μεγαλύτερη από εκείνη του ανταγωνιστή μας. Οι ενδείξεις αυτής της μεγαλύτερης ισχύος, πέραν των σωματικών εκδηλώσεών της που δεν μπορούν να περιγραφούν, είναι η επιδεικτικότητα στα λόγια και η θρασύτητα στα έργα.

Το πάθος αυτό ονομάζεται υπερηφάνεια από εκείνους τους οποίους δυσαρεστεί. Εκείνοι τους οποίους ευχαριστεί το αποκαλούν δίκαιη αυτοεκτίμηση. Αυτή η φαντασίωση της προσωπικής δύναμης ή αξίας μας μπορεί να βασίζεται στη βεβαιότητα μιας πείρας προερχόμενης από τις ίδιες μας τις πράξεις- τότε η δόξα είναι δίκαιη και θεμελιωμένη, και δημιουργεί την άποψη ότι μπορεί να επαυξηθεί από νέες πράξεις.

Σε αυτό συνίσταται η επιθυμία την οποία αποκαλούμε ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ (aspiring) ή επιθυμία αναβάθμισης της ισχύος. Το ίδιο πάθος μπορεί να προέρχεται όχι απ’ την όποια συνείδηση των πράξεών μας, αλλά από το γεγονός ότι οι άλλοι άνθρωποι μας εξυμνούν και μας εμπιστεύονται. Εξ αυτών μπορεί κάποιος να έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, και όμως να αυταπατάται.

Αυτό ονομάζεται ΨΕΥΔΗΣ ΔΟΞΑ (false glory), και η φιλοδοξία που πηγάζει από αυτήν οδηγεί σε αποτυχία. Επιπλέον, η φαντασίωση κατορθωμάτων που στην πραγματικότητα ποτέ δεν επιτελέσαμε είναι τρόπος αυτοπροβολής, καθώς όμως δεν εμπνέει καμία επιθυμία ή προσπάθεια για κάτι ουσιαστικό, είναι κούφια και ανώφελη. Όπως όταν κάποιος φαντάζεται ότι είναι ο ίδιος πρωταγωνιστής ενός ρομάντζου που διαβάζει ότι μοιάζει σε κάποιον άλλο, τις πράξεις του οποίου θαυμάζει.

Αυτό ονομάζεται ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑ (vain glory). Ένα παράδειγμα βρίσκουμε στο μύθο με τη μύγα που κάθεται στον άξονα της άμαξας και σκέφτεται: «Πόση σκόνη σηκώνω!». Η έκφραση της ματαιοδοξίας είναι αυτό που ονομάζουμε ευσεβή πόθο, τον οποίο κάποιες Σχολές εξέλαβαν λανθασμένα ως μια διακριτή επιθυμία και την ονόμασαν «ψευδή προδιάθεση», δημιουργώντας έναν νέο όρο, και άρα ένα νέο πάθος που δεν υπήρχε πριν. Ενδείξεις έκδηλης ματαιοδοξίας ορισμένων ανθρώπων είναι η μίμηση των άλλων, η προσποιητή προσήλωση σε πράγματα που δεν κατανοούν καν, οι επιτηδευμένοι τρόποι, η προσπάθεια καταξίωσης απ’ τα όνειρά τους και τις μικρές ιστορίες της ζωής τους ή από τη χώρα τους, το όνομά τους κλπ.

THOMAS HOBBES, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Δεν πρέπει με τις καταστάσεις να θυμώνουμε· αυτές δεν νοιάζονται καθόλου

ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΜΙΑΣ

Έτσι, όπως το υπόδημα προσαρμόζεται στο σχήμα του ποδιού και όχι το αντίστροφο, ομοίως και οι διαθέσεις των ανθρώπων κάνουν τις ζωές τους σαν τους ίδιους. Δεν κάνει, δηλαδή, η συνήθεια την άριστη ζωή ευχάριστη γι’ αυτούς που την έχουν επιλέξει, όπως έχει πει κάποιος, αλλά η φρόνηση κάνει την ίδια ζωή ταυτόχρονα και άριστη και ευχάριστη. Γι’ αυτό πρέπει να καθαρίζουμε την πηγή της ψυχικής γαλήνης που βρίσκεται μέσα μας, ώστε και τα εξωτερικά πράγματα, σαν να ήταν δικά μας και φιλικά, να μας είναι ευχάριστα όταν δεν τα χρησιμοποιούμε άσχημα:

Δεν πρέπει με τις καταστάσεις να θυμώνουμε·
αυτές δεν νοιάζονται καθόλου· εκείνος, όμως, που όσα του τυχαίνουν
σωστά θα χρησιμοποιήσει, θα ευτυχήσει
. (ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ)

Ο Πλάτων, επί παραδείγματι, παρομοίασε τη ζωή με το παιχνίδι των κύβων, κατά το οποίο πρέπει όχι μόνο να φέρνουμε το συμφερότερο αποτέλεσμα στο ρίξιμο των κύβων, αλλά, αφού το φέρουμε, να χρησιμοποιούμε σωστά αυτό που μας έτυχε. Με τις περιστάσεις όμως, αν και δεν είναι στο χέρι μας να ρίξουμε και να φέρουμε το αποτέλεσμα που θέλουμε, ωστόσο, έργο δικό μας είναι, αν είμαστε σώφρονες, να δεχτούμε με τον κατάλληλο τρόπο ότι φέρνει η τύχη και να δώσουμε στο κάθε γεγονός τη θέση στην οποία και κείνο που μας είναι επιθυμητό θα μας είναι ωφελιμότατο και κείνο που μας είναι ανεπιθύμητο θα μας βλάψει όσο λιγότερο γίνεται.

Ο Θεόδωρος, που επονομάστηκε άθεος, έλεγε ότι προσέφερε τις ομιλίες του με το δεξί του χέρι αλλά το ακροατήριό του τις δεχόταν με το αριστερό· έτσι και οι απαίδευτοι άνθρωποι, όταν η τύχη είναι στα δεξιά τους, αυτοί την πιάνουν από τα αριστερά, ενεργώντας έτσι κατά τρόπο απαράδεκτο. Οι φρόνιμοι, όμως, όπως οι μέλισσες παίρνουν μέλι από το θυμάρι, το πιο δριμύ και ξηρό φυτό, με παρόμοιο τρόπο πολλές φορές αντλούν από τις πιο δυσμενείς περιστάσεις κάτι που τους είναι ταιριαστό και χρήσιμο.

Είναι, δηλαδή, δυνατό ν’ αλλάξουμε την κατεύθυνση της τύχης όταν μας έχει δώσει πράγματα που δεν θέλουμε. Ο Διογένης εξορίστηκε· “δεν ήταν κι άσχημα τελικά!” γιατί μετά την εξόρισή του άρχισε να φιλοσοφεί.

Στον Ζήνωνα τον Κιτιέα είχε απομείνει μόνο ένα φορτηγό πλοίο· όταν έμαθε ότι το πλοίο βυθίστηκε μαζί με όλο του το φορτίο, φώναξε: “Ωραία τα έκανες, τύχη, που με σπρώχνεις στον τρίβωνα και στη στοά”.

Τι μας εμποδίζει λοιπόν να μιμηθούμε τους παραπάνω; Απέτυχες ως υποψήφιος για το αξίωμα; Θα μπορούσες να ζήσεις στην εξοχή και να φροντίσεις τις προσωπικές σου υποθέσεις.

Αποκρούστηκες όταν προσπαθούσες να κάνεις φίλο σου κάποιον άρχοντα; Η ζωή σου θα είναι απαλλαγμένη από κινδύνους και προβλήματα.

Μήπως από συκοφαντία ή φθόνο, σου έτυχε ημέρα κακή και σε περιφρόνησαν; Ούριος ο άνεμος θα σε φέρει στις Μούσες και στην Ακαδημία, όπως έγινε με τον Πλάτωνα που χειμάστηκε από τη φιλία του Διονύσιου.

Γι’ αυτό συμβάλλει πολύ στην ψυχική γαλήνη η παρατήρηση ότι ένδοξοι άνδρες δεν έπαθαν τίποτα απολύτως από δεινά όμοια με τα δικά σου.

Σε στεναχωρεί, για παράδειγμα, η ατεκνία; Σκέψου τους βασιλείς της Ρώμης, από τους οποίους κανείς δεν άφησε το βασίλειο σε γιο του.

Δυσφορείς για την τωρινή σου φτώχεια; Ποιος Βοιωτός θα προτιμούσες να είσαι άλλος από τον Επαμεινώνδα; Ποιος Ρωμαίος άλλος από τον Φαβρίκιο;

“Μα η γυναίκα μου ξελογιάστηκε”. Δεν έχεις διαβάσει, λοιπόν, την επιγραφή στους Δελφούς:

Ο κύριος στεριάς και θάλασσας, ο βασιλιάς Άγις, με αφιέρωσε, και δεν έχεις ακούσει πως ο Αλκιβιάδης ξελόγιασε τη γυναίκα του Άγιδος, την Τιμαία, και ότι εκείνη ονόμαζε το γιο της ψιθυριστά στις θεραπαινίδες της Αλκιβιάδη;

Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Άγι να είναι ο ενδοξότερος και ο μέγιστος Έλληνας.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ

Τι είναι ο Χαρακτήρας

Η Ανάλυση του Χαρακτήρα.
 
Η λειτουργία της διαμόρφωσης του χαρακτήρα.
 
Το ζήτημα αφορά τους παράγοντες, που οδηγούν τον χαρακτήρα στην απόκτηση της καθορισμένης μορφής με την οποία είναι λειτουργικός. Σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι αναγκαίο να θυμηθούμε μερικά χαρακτηριστι­κά κάθε χαρακτηρολογικής αντίδρασης. Ο χαρακτήρας συνίσταται σε μια χρόνια μεταβολή του εγώ, που θα μπορούσε να περιγράφει σαν σκλήρυνση. Αυτή η σκλήρυνση είναι η πραγμα­τική βάση, που μετατρέπει σε χρόνιο τον χαρακτηριστικό τρόπο αντίδρασης — κι ο σκοπός της είναι η προστασία του εγώ από τους εξωτερικούς και εσωτερικούς κινδύνους.
 
Σαν προστατευτικός σχηματισμός, που έχει γίνει χρόνιος, θα μπο­ρούσε ν’ αποκληθεί «θωράκιση», μια και ολοφάνερα συνιστά έναν περιορισμό της ψυχικής κινητικότητας της προσωπικότη­τας στο σύνολό της. Αυτός ο περιορισμός μετριάζεται από τις μη χαρακτηρολογικές, δηλαδή άτυπες σχέσεις με τον εξωτερικό κόσμο, που φαίνεται ότι αποτελούν ανοιχτές οδούς επικοινωνίας σ’ ένα κατά τα αλλά κλειστό σύστημα. Αποτελούν «ρωγμές» στην «θωράκιση» μέσα από τις οποίες, ανάλογα με την κατάστα­ση, λιμπιντικά και αλλά ενδιαφέροντα διοχετεύονται έξω και ξανατραβιούνται μέσα σαν ψευδοπόδια.
 
Κι η ίδια η θωράκιση, όμως, πρέπει να νοηθεί σαν εύκαμπτη. Ο τρόπος αντίδρασής της κινείται πάντοτε σύμφωνα με την αρχή της ηδονής-δυσαρέσκειας. Σε δυσάρεστες καταστάσεις η θωράκιση συστέλλεται — σε ευχάριστες καταστάσεις διαστέλλεται. Ο βαθμός χαρακτηρολογικής ευλυγισίας, η ικανότητα ν’ ανοίγεται κανείς στον εξωτερικό κόσμο ή να κλείνεται απέναντί του, ανάλογα με την κατάσταση, αποτελεί την διαφορά ανάμεσα σε μια προσανατολισμένη-στην-πραγματικότητα και σε μια νευρωσική χαρακτηροδομή. Ακραία πρό­τυπα παθολογικά άκαμπτης θωράκισης είναι οι συναισθηματικά μπλοκαρισμένοι ψυχαναγκαστικοί χαρακτήρες κι ο σχιζοφρενικός αυτισμός, που τείνουν κι οι δυο στην κατατονική ακαμψία.
 
Η χαρακτηροθωράκιση διαμορφώνεται σαν χρόνιο αποτέλε­σμα της σύγκρουσης ανάμεσα στις ενστικτικές απαιτήσεις και σ’ ένα εξωτερικό κόσμο που τις ματαιώνει. Η ισχύς της κι ο μόνιμος λόγος ύπαρξής της πηγάζουν απ’ τις τρέχουσες συγ­κρούσεις ανάμεσα στο ένστικτο και τον εξωτερικό κόσμο. Η έκφραση και το σύνολο αυτών των χτυπημάτων του εξωτερικού κόσμου πάνω στην ενστικτική ζωή, με την συσσώρευση και την ποιοτική της ομοιογενοποίηση, αποτελούν ένα ιστορικό όλο. Αυτό γίνεται αμέσως ξεκάθαρο, αρκεί να σκεφτούμε γνωστούς χαρακτηρολογικούς τύπους, όπως «ο αστός», «ο υπάλληλος», «ο προλετάριος», «ο χασάπης», κλπ. Αυτή η θωράκιση διαμορ­φώνεται γύρω από το εγώ, γύρω απ’ αυτό ακριβώς το τμήμα της προσωπικότητας που βρίσκεται στα σύνορα ανάμεσα στη βιοφυσιολογική ενστικτική ζωή και τον εξωτερικό κόσμο. Γι’ αυτό την επονομάζουμε χαρακτήρα του εγώ.
 
Στον πυρήνα της οριστικής διαμόρφωσης της θωράκισης βρίσκουμε κατά κανόνα, στην διάρκεια της ανάλυσης, την σύγ­κρουση ανάμεσα στις γενετήσιες αιμομικτικές επιθυμίες και την πραγματική ματαίωση της ικανοποίησης τους. Η διαμόρ­φωση του χαρακτήρα αρχίζει σαν καθορισμένη μορφή ξεπεράσματος του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Οι συνθήκες που οδηγούν σ’ αυτό ακριβώς το είδος επίλυσης είναι ειδικές, δηλαδή σχετίζονται ειδοποιά με τον χαρακτήρα. (Αυτές οι συνθήκες αντιστοιχούν στις κυρίαρχες κοινωνικές συνθήκες, στις οποίες υπόκειται η παιδική σεξουαλικότητα. Αν αυτές οι συνθήκες αλλάξουν, τότε τόσο οι συνθήκες διαμόρφωσης του χαρακτήρα, όσο και οι δομές του χαρακτήρα θ’ αλλάξουν.)
 
Γιατί υπάρχουν κι άλλοι τρόποι επίλυσης της σύγκρουσης, φυσικά όχι τόσο σημαντικοί ή τόσο καθοριστικοί σε σχέση με την μελλοντική ανάπτυξη της όλης προσωπικότητας, π.χ. η απλή απώθηση ή η διαμόρφωση μιας παιδικής νεύρωσης. Αν κοιτάξουμε να δούμε τι το κοινό υπάρχει σ’ αυτές τις συνθήκες, βρίσκουμε από την μια εξαιρετικά έντονες γενετήσιες επιθυμίες και, από την άλλη, ένα σχετικά αδύναμο εγώ, το οποίο από τον φόβο μήπως τιμωρηθεί καταφεύ­γει για την προστασία του σε απωθήσεις.
 
Η απώθηση οδηγεί σε κατάπνιξη των παρορμήσεων, που με την σειρά της απειλεί την απλή αυτή απώθηση με κάποιο ξέσπασμα των απωθημένων παρορμήσεων. Το αποτέλεσμα είναι ένας μετασχηματισμός του εγώ π.χ., η ανάπτυξη στάσεων με προορισμό την αναχαίτιση του φόβου, στάσεις που συνοψίζονται στον όρο «δειλία». Αν κι αυτό αποτελεί την πρώτη μόνο καταβολή ενός χαρακτήρα, οι συνέπειες για την διαμόρφωσή του είναι αποφασιστικές. Η δειλία ή κάποια σχετική στάση του εγώ συνιστά έναν περιορι­σμό του εγώ. Όμως, αναχαιτίζοντας επικίνδυνες καταστάσεις, που θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν πρόκληση σ’ ό,τι είναι απωθημένο, μια τέτοια στάση αποτελεί και ενίσχυση του εγώ.
 
Τελικά, όμως, αυτός ο πρώτος μετασχηματισμός του εγώ, δηλαδή η δειλία, δεν επαρκεί για την κυριάρχηση του ενστί­κτου. Αντίθετα, οδηγεί εύκολα στην ανάπτυξη άγχους και γίνεται πάντοτε η συμπεριφορική βάση της παιδικής φοβίας. Για να διατηρηθεί η απώθηση, γίνεται αναγκαίος ένας πρόσθε­τος μετασχηματισμός του εγώ: οι απωθήσεις πρέπει να τσιμενταριστούν μεταξύ τους, το εγώ πρέπει να σκληρυνθεί, η άμυνα πρέπει ν’ αποκτήσει ένα χρόνια λειτουργικό, αυτοματικό χαρακτήρα.

Η Θωράκιση του εγώ
 
Κι εφόσον το ταυτόχρονα αναπτυσσόμενο παιδικό άγχος αποτε­λεί συνεχή απειλή για τις απωθήσεις· εφόσον το απωθημένο υλικό εκφράζεται στο άγχος· εφόσον, επιπρόσθετα, το ίδιο το άγχος απειλεί με αποδυνάμωση το εγώ, χρειάζεται να δημιουργηθεί κι ένας προστατευτικός σχηματισμός ενάντια στο άγχος. Η κινητήρια δύναμη πίσω απ’ όλα αυτά τα μέτρα που παίρνει το εγώ είναι, σε τελευταία ανάλυση, ο συνειδητός ή ασυνείδητος φόβος της τιμωρίας, που τροφοδοτείται από την προεξάρχουσα συμπεριφορά των γονέων και των δασκάλων. Έτσι, βρισκόμαστε μπρος στο φαινομενικό παράδοξο, ότι δηλαδή ο φόβος οδηγεί το παιδί στο να θέλει να ξεπεράσει τον φόβο του.
 
Ουσιαστικά, η λιμπιντοοικονομικά αναγκαία σκλήρυνση του εγώ πραγματοποιείται στην βάση τριών διαδικασιών:
 
*Ταυτίζεται με την ματαιώνουσα πραγματικότητα, όπως προσωποποιείται στην μορφή του κύριου καταπιεστικού προσώ­που.
*Στρέφει ενάντια στον εαυτό την επιθετικότητα, που κινητο­ποιείται ενάντια στο καταπιεστικό πρόσωπο και που παρήγαγε το άγχος.
*Αναπτύσσει αντιδραστικές στάσεις απέναντι στις σεξουα­λικές ενορμήσεις, δηλαδή χρησιμοποιεί την ενέργεια αυτών των ενορμήσεων για να εξυπηρετήσει τους δικούς της σκοπούς και συγκεκριμένα, για να τις αναχαιτίζει.
 
>Η πρώτη διαδικασία δίνει στην θωράκιση τα σημαντικά της περιεχόμενα. Το συναισθηματικό μπλοκάρισμα ενός ψυχαναγ­καστικού ασθενή έχει την σημασία: «Πρέπει να ελέγχω τον εαυτό μου, όπως μου ’λεγε πάντοτε ο πατέρας μου ότι πρέπει να κάνω» έχει όμως και την σημασία: «Πρέπει να διασώσω την ευχαρίστησή μου και να γίνω αδιάφορος απέναντι στις απαγορεύσεις του πατέρα μου».
>Η δεύτερη διαδικασία δεσμεύει το ουσιαστικότερο στοιχείο της επιθετικής ενέργειας, αποκλείει ένα μέρος του τρόπου κίνησης κι έτσι δημιουργεί έναν ανασταλτικό παράγον­τα του χαρακτήρα.
>Η τρίτη διαδικασία αποσύρει μια ορισμένη ποσότητα λίμπιντο από τις απωθημένες λιμπιντικές ενορμήσεις, έτσι που η πίεσή τους μειώνεται. Αργότερα αυτός ο μετασχηματισμός όχι μόνο εξαλείφεται, αλλά και γίνεται περιττός εξαιτίας της ενίσχυσης της παραμένουσας ενεργειακής κάθεξης, που είναι αποτέλεσμα του περιορισμού του τρόπου κίνησης, ικανοποίη­σης και γενικής παραγωγικότητας.
 
Έτσι, η θωράκιση του εγώ πραγματοποιείται σαν αποτέλε­σμα του φόβου της τιμωρίας, σε βάρος της ενέργειας του id και περιέχει τις απαγορεύσεις και τις προδιαγραφές των γονέων και των δασκάλων. Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί η χαρακτηρο­λογική διαμόρφωση να εκπληρώσει την οικονομική της λει­τουργία, που είναι η χαλάρωση της πίεσης της απώθησης και, πάνω απ’ όλα, η ενίσχυση του εγώ. Το πράγμα, όμως, δεν σταματά εδώ. Αν, από την μια, αυτή η θωράκιση είναι έστω και παροδικά ικανή ν’ αναχαιτίσει τις παρορμήσεις από τα μέσα, συνιστά, από την άλλη, ένα μακροπρόθεσμο μπλοκάρισμα όχι μόνο ενάντια στα ερεθίσματα από τα έξω, αλλά κι ενάντια σε κάθε παραπέρα παιδαγωγική επιρροή.
 
Εκτός απ’ τις περιπτώ­σεις όπου υπάρχει ανάπτυξη ισχυρού πείσματος, αυτό το μπλοκάρισμα δεν είναι υποχρεωτικό ν’ αποκλείει μια εξωτερική ευπείθεια. Πρέπει ακόμη να ’χουμε στο νου μας ότι η εξωτερική ευπείθεια, όπως π.χ. στους παθητικούς θηλυκούς χαρακτήρες, μπορεί να συνδυάζεται με την πιο μανιασμένη εσωτερική αντίσταση. Στο σημείο αυτό πρέπει ακόμη να τονίσουμε ότι στο ένα άτομο η θωράκιση πραγματοποιείται στην επιφάνεια της προσωπικότητας, ενώ σ’ ένα άλλο άτομο στα βάθη της προσωπικότητας. Στην δεύτερη περίπτωση, η εξωτερική και έκδηλη εμφάνιση της προσωπικότητας δεν είναι η πραγματική, αλλά η φαινομενική της έκφραση. Ο συναισθη­ματικά μπλοκαρισμένος ψυχαναγκαστικός χαρακτήρας κι ο παρανοϊκός-επιθετικός χαρακτήρας είναι παραδείγματα θωράκισης στην επιφάνεια, ο υστερικός χαρακτήρας είναι παράδει­γμα θωράκισης στα βάθη της προσωπικότητας. Το βάθος της θωράκισης εξαρτάται από τις συνθήκες παλινδρόμησης και καθήλωσης και αποτελεί ελάσσονα πλευρά του προβλήματος της χαρακτηρολογικής διαφοροποίησης.
 
Αν, από μια άποψη, η χαρακτηροθωράκιση είναι το αποτέλεσμα της σεξουαλικής σύγκρουσης της παιδικής ηλικίας και ο καθοριστικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε αυτή η σύγκρουση, γίνεται, στις συνθήκες στις οποίες υπόκειται η διαμόρφωση του χαρακτήρα στους δικούς μας πολιτιστικούς κύκλους, η βάση των κατοπινών νευρωσικών συγκρούσεων και των συμπτωματικών νευρώσεων στην πλειοψηφία των περιπτώ­σεων, γίνεται η αντιδραστική βάση του νευρωτικού χαρακτήρα.
 
Στο σημείο αυτό περιορίζομαι σε μια σύντομη σύνοψη.
 
Μια προσωπικότητα, που η χαρακτηροδομή της αποκλείει την εγκαθίδρυση μιας σεξοικονομικής ρύθμισης της ενέργειας, είναι η προϋπόθεση κάθε κατοπινής νευρωσικής ασθένειας. Έτσι, οι βασικές συνθήκες της ασθένειας δεν είναι η παιδική σεξουαλική σύγκρουση και το οιδιπόδειο σύμπλεγμα σαν τέτοια, αλλά ο τρόπος χειρισμού τους. Εφόσον, όμως, ο τρόπος χειρισμού αυτών των συγκρούσεων καθορίστηκε κατά μεγάλο μέρος από την φύση της ίδιας της οικογενειακής σύγκρουσης (ένταση του φόβου της τιμωρίας, μέγεθος της ενστικτικής ικανοποίησης, χαρακτήρας των γονέων, κλπ.) η εξέλιξη του εγώ του μικρού παιδιού μέχρι και την οιδιπόδεια φάση καθορί­ζει, τελικά, το αν ένα άτομο θα γίνει νευρωσικό ή αν θα πετύχει μια ρυθμισμένη σεξουαλική οικονομία σαν βάση της κοινωνικής και σεξουαλικής του ικανότητας.
 
Η αντιδραστική βάση του νευρωσικού χαρακτήρα σημαίνει ότι τράβηξε πολύ μακριά και επέτρεψε στο εγώ να γίνει άκαμπτο, με τρόπο που απέκλεισε την επίτευξη ρυθμισμένης σεξουαλικής ζωής και σεξουαλικής εμπειρίας. Οι ασυνείδητες ενστικτικές δυνάμεις αποστερούνται έτσι από κάθε ενεργειακή διέξοδο και η σεξουαλική λίμναση όχι μόνο γίνεται μόνιμη, αλλά και συνεχώς αυξάνει. Στην συνέχεια, διαπιστώνουμε μια σταθερή ανάπτυξη των χαρακτηρολογικών από αντίδραση σχηματισμών (π.χ. ασκητική ιδεολογία, κλπ.) ενάντια στις σεξουαλικές απαιτήσεις, που προχωρά παράλληλα και σε σχέση με συγκαι­ρινές συγκρούσεις σε σημαντικές καταστάσεις της ζωής κι έτσι διαμορφώνεται ένας φαύλος κύκλος. Η λίμναση αυξάνεται και οδηγεί σε νέους από αντίδραση σχηματισμούς, με τον ίδιο τρόπο όπως και οι φοβικοί προκάτοχοί τους. Ομως, η λίμναση αυξάνει πάντοτε πιο γρήγορα από την θωράκιση, μέχρι πού, τελικά, ο από αντίδραση σχηματισμός δεν επαρκεί πιά για την αναχαίτιση της ψυχικής έντασης. Σ’ αυτό το σημείο είναι που οι απωθημένες σεξουαλικές επιθυμίες αναδύονται και αναχαιτίζονται αμέσως με τον σχηματισμό συμπτωμάτων όπως, διαμόρφωση μιας φοβίας η κάποιου ισοδυνάμου της.
 
Σ’ αυτή την νευρωσική διαδικασία, οι διάφορες αμυντικές θέσεις του εγώ αλληλεπικαλύπτονται και συγχωνεύονται. Έτσι, σε μια κάτοψη της προσωπικότητας, βρίσκουμε πλάι-πλάι χαρακτηρολογικές αντιδράσεις οι οποίες, από την άποψη της ανάπτυξης και του χρόνου, ανήκουν σε διαφορετικές περιόδους. Στην φάση της τελικής κατάρρευσης του εγώ, η κάτοψη της προσωπικότητας μοιάζει με τόπο ύστερα από έκρηξη ηφαιστείου, που εκσφενδονίζει ανάμικτα σωρούς πετρωμάτων που ανή­κουν σε διάφορα γεωλογικά στρώματα. Ομως, δεν είναι ιδιαίτε­ρα δύσκολο να ξεδιακρίνουμε μέσα σ’ αυτό τον κυκεώνα την κύρια σημασία και τον κύριο μηχανισμό όλων των χαρακτηρο­λογικών αντιδράσεων, με το ξεχώρισμα και την κατανόησή τους οδηγούμαστε κατευθείαν την κεντρική παιδική σύγκρου­ση.

Συνθήκες διαφοροποίησης του χαρακτήρα.
 
Ποιες συνθήκες, άμεσα αναγνωρίσιμες, μας δίνουν τη δυνατό­τητα να καταλαβαίνουμε τι συνιστά την διαφορά ανάμεσα σε μια υγιή και σε μια παθολογική θωράκιση; Η διερεύνηση της διαμόρφωσης του χαρακτήρα παραμένει στείρα θεωρητικολογία όσο δεν απαντούμε σ’ αυτή την ερώτηση με αρκετά συγκεκριμέ­νο τρόπο, προσφέροντας έτσι κατευθυντήριες γραμμές στο πεδίο της διαπαιδαγώγησης. Στα πλαίσια, όμως, της κυρίαρχης σεξουαλικής ηθικής, τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ερευνά μας θα φέρουν τον παιδαγωγό, που θέλει ν’ αναθρέψει υγιείς άντρες και γυναίκες, σε πολύ δύσκολη θέση.
 
Και πρώτα-πρώτα, πρέπει να τονιστεί και πάλι ότι η διαμόρ­φωση του χαρακτήρα εξαρτάται όχι μόνο από το γεγονός ότι το ένστικτο και η ματαίωση συγκρούονται μεταξύ τους, αλλά κι από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αυτό, από την φάση ανάπτυξης κατά την οποία επισυμβαίνουν αυτές οι διαμορφωτικές του χαρακτήρα συγκρούσεις κι από το ποια ένστικτα συμμετέχουν σ’ αυτές. Για μια καλύτερη κατανόηση της κατάστασης, ας διαμορφώσουμε ένα μοντέλο απ’ την αφθονία των συνθηκών που επιδρούν στην διαμόρφωση του χαρακτήρα. Ενα τέτοιο μοντέλο αποκαλύπτει τις ακόλουθες θεμελιακές δυνατό­τητες.
 
Το αποτέλεσμα της διαμόρφωσης του χαρακτήρα εξαρτάται από:
 
*Την φάση κατά την οποία ματαιώνεται η παρόρμηση.
*Την συχνότητα κι ένταση των ματαιώσεων-απογοητεύσεων.
*Τις παρορμήσεις ενάντια στις οποίες κατευθύνεται κύρια η ματαίωση.
*Την σχέση ανάμεσα στην απόλαυση και τη ματαίωση.
*Το φύλο του προσώπου που είναι κύρια υπεύθυνο για τις ματαιώσεις-απογοητεύσεις.
*Τις αντιφάσεις ανάμεσα στις ίδιες τις ματαιώσεις.
 
Όλες αυτές οι συνθήκες καθορίζονται από την κυρίαρχη κοινωνική τάξη σε σχέση με την εκπαίδευση, την ηθική και την ικανοποίηση των αναγκών -σε τελευταία ανάλυση, από την κυρίαρχη οικονομική δομή της κοινωνίας.
 
Ο σκοπός μιας μελλοντικής πρόληψης των νευρώσεων είναι η διαμόρφωση χαρακτήρων, που όχι μόνο να παρέχουν στο εγώ επαρκή υποστήριξη ενάντια στον εσωτερικό κι εξωτερικό κόσμο, αλλά και να επιτρέπουν την σεξουαλική και κοινωνική ελευθερία κίνησης, που είναι αναγκαία στην ψυχική οικονομία. Έτσι, πρέπει ν’ αρχίσουμε από την κατανόηση των βασικών συνεπειών κάθε ματαίωσης της ικανοποίησης των ενστίκτων του παιδιού.
 
Κάθε τέτοια ματαίωση, που προκύπτει από τις σημερινές μεθόδους διαπαιδαγώγησης, προκαλεί απόσυρση της λίμπιντο μέσα στο εγώ και, κατά συνέπεια, ενίσχυση του δευτερογενούς ναρκισσισμού. Αυτό αποτελεί ήδη έναν μετασχηματισμό του[1] εγώ, στο μέτρο που παρουσιάζεται αύξηση της ευαισθησίας του εγώ, που εκφράζεται σαν δειλία και σαν ανεπτυγμένο αίσθημα άγχους. Αν, όπως συμβαίνει συνήθως, το πρόσωπο, που είναι υπεύθυνο για την ματαίωση, είναι αγαπημένο, τότε αναπτύσσεται μια αμφιθυμική στάση κι αργότερα ταύτιση μ’ αυτό το πρόσω­πο. Πέρα από την καταστολή, το παιδί εσωτερικεύει ορισμένα γνωρίσματα του χαρακτήρα αυτού του προσώπου και φυσικά, αυτά ακριβώς τα γνωρίσματα, που στρέφονται ενάντια στο ένστικτό του. Αυτό που συμβαίνει τότε είναι ουσιαστικά η απώθηση του ενστίκτου ή η αντιμετώπισή του με κάποιον άλλο τρόπο.
 
Όμως, το αποτέλεσμα της ματαίωσης πάνω στον χαρακτήρα εξαρτάται σε μεγάλο μέρος από το πότε ματαιώνεται η παρόρμηση. Αν ματαιωθεί στα αρχικά στάδια της ανάπτυξής της, η απώθηση πετυχαίνει υπερβολικά καλά αν και η νίκη είναι πλήρης, η παρόρμηση δεν μπορεί μήτε να μετουσιωθεί-εξιδανικευθεί, μήτε να ικανοποιηθεί συνειδητά. Π.χ. η πρώτη απώθηση του πρωκτικού ερωτισμού εμποδίζει την ανάπτυξη των πρωκτι­κών εξιδανικεύσεων και προετοιμάζει το έδαφος για βαριούς πρωκτικούς από αντίδραση σχηματισμούς και το σημαντικότε­ρο, από την άποψη του χαρακτήρα, είναι ότι αυτός ο αποκλει­σμός των παρορμήσεων από την δομή της προσωπικότητας διαταράσσει την δραστηριότητά της σαν σύνολο. Αυτό φαίνεται, π. χ. σε παιδιά που η επιθετικότητά τους και η κινητική τους ευχαρίστηση έχουν πρόωρα ανασταλεί, η κατοπινή τους ικανότητα για εργασία θα είναι κατά συνέπεια μειωμένη.
 
Στο αποκορύφωμα της ανάπτυξής της, μια παρόρμηση δεν μπορεί ν’ απωθηθεί ολοκληρωτικά, μια ματαίωση σ’ αυτό το σημείο είναι πολύ πιθανότερο να δημιουργήσει μιαν άλυτη σύγκρουση ανάμεσα στην απαγόρευση και την παρόρμηση. Αν η πλήρως ανεπτυγμένη παρόρμηση συναντήσει κάποια αιφνί­δια, απρόβλεπτη ματαίωση, τότε διαμορφώνεται το έδαφος για την ανάπτυξη μιας παρορμητικής προσωπικότητας.[2] Στην περί­πτωση αυτή, το παιδί δεν αποδέχεται πλήρως την απαγόρευση. Παρόλα αυτά, αναπτύσσει αισθήματα ενοχής, που με την σειρά τους εντείνουν τις παρορμητικές ενέργειες, μέχρι που τελικά γίνονται ψυχαναγκαστικές παρορμήσεις. Έτσι, βρίσκουμε στους παρορμητικούς ψυχοπαθείς μια αδιαμόρφωτη χαρακτηροδομή, που είναι το αντίθετο της χρείας για επαρκή θωράκιση ενάντια στον εξωτερικό και τον εσωτερικό κόσμο.
 
Είναι χαρακτηριστι­κό στον παρορμητικό τύπο ότι ο από αντίδραση σχηματισμός δεν χρησιμοποιείται ενάντια στις παρορμήσεις, αλλά οι ίδιες οι παρορμήσεις (κύρια σαδιστικές) χρησιμοποιούνται σαν άμυνα ενάντια σε φαντασιακές καταστάσεις κινδύνου, όπως κι ενάντια στον κίνδυνο που πηγάζει από τις παρορμήσεις. Έτσι, σαν αποτέλεσμα της άτακτης γενετήσιας δομής, η λιμπιντική οικονομία βρίσκεται σε κακή κατάσταση, η σεξουαλική λίμναση μερικές φορές αυξάνει το άγχος και, μαζί μ’ αυτό, τις χαρακτηρολογικές αντιδράσεις, οδηγώντας συχνά σε κάθε εί­δους υπερβασίες.
 
Το αντίθετο του παρορμητικού είναι ο ενστικτικά ανεσταλμένος χαρακτήρας. Ενώ ο παρορμητικός τύπος χαρακτηρίζεται από την σύγκρουση ανάμεσα στο πλήρως ανεπτυγμένο ένστικτο και την αιφνίδια ματαίωση, ο ενστικτικά ανεσταλμένος τύπος χαρακτηρίζεται από την συσσώρευση ματαιώσεων-απογοητεύσεων και άλλων ανασταλτικών του ενστίκτου παιδαγωγικών μέτρων, από την αρχή μέχρι το τέλος της ενστικτικής του ανάπτυξης. Η χαρακτηροθωράκιση, που αντιστοιχεί σ’ αυτόν, τείνει να είναι άκαμπτη, συμπιέζοντας σημαντικά την ψυχική ευλυγισία του ατόμου, και διαμορφώνει την αντιδραστική βάση για καταθλιπτικές καταστάσεις και ψυχαναγκαστικά συμπτώμα­τα (ανεσταλμένη επιθετικότητα). Όμως, μετατρέπει επίσης τ’ ανθρώπινα όντα σε πειθήνιους, υποτακτικούς πολίτες. Σ’ αυτό έγκειται η κοινωνιολογική της σημασία.

Ο κύρια υπεύθυνος για την σεξουαλική διαπαιδαγώγηση.
 
Το φύλο κι ο χαρακτήρας του προσώπου που είναι το κύρια υπεύθυνο για την ανατροφή ενός ατόμου, έχουν μέγιστη σημασία για την φύση της κατοπινής σεξουαλικής ζωής αυτού του ατόμου.
 
Θα αναγάγουμε την πολύ περίπλοκη επιρροή, που εξασκεί πάνω στο παιδί μια αυταρχική κοινωνία, στο γεγονός ότι, σ’ ένα σύστημα διαπαιδαγώγησης στηριγμένο στις οικογενειακές μονάδες, οι γονείς λειτουργούν σαν οι κύριοι εκτελεστές της κοινωνικής επιρροής. Εξαιτίας της συνήθως ασυνείδητης σε­ξουαλικής στάσης των γονέων απέναντι στα παιδιά τους, ο πατέρας έχει μεγαλύτερη προτίμηση και μικρότερη ροπή για περιορισμό και διαπαιδαγώγηση της κόρης, ενώ η μητέρα έχει ισχυρότερη προτίμηση και λιγότερη ροπή για περιορισμό και διαπαιδαγώγηση του γιού.
 
Έτσι, η σεξουαλική σχέση καθορί­ζει στις περισσότερες περιπτώσεις το ότι ο γονιός του ίδιου φύλου γίνεται ο πιο υπεύθυνος για την ανατροφή του παιδιού, με την επιφύλαξη ότι, στον πρώτο χρόνο της ζωής του παιδιού και στην μεγάλη πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού, η μητέρα αναλαμβάνει την ανατροφή των παιδιών, μπορεί να ειπωθεί ότι η ταύτιση με τον γονιό του ίδιου φύλου κυριαρχεί, δηλαδή η κόρη αναπτύσσει ένα μητρικό κι ο γιός ένα πατρικό εγώ και υπερεγώ. Ομως, εξαιτίας της ειδικής διάρθρωσης μερικών οικογενειών ή του χαρακτήρα μερικών γονιών, υπάρχουν συχνές παρεκκλίσεις, θα αναφέρουμε μερικά απ’ τα τυπικά υποστρώματα αυτών των άτυπων ταυτίσεων.
 
Ας αρχίσουμε μελετώντας τις σχέσεις στην περίπτωση των αγοριών. Σε συνηθισμένες συνθήκες, όταν δηλαδή το αγόρι έχει αναπτύξει το απλό οιδιπόδειο σύμπλεγμα, όταν η μητέρα έχει μεγαλύτερη προτίμηση σ’ αυτό και το απογοητεύσει λιγότερο απ’ όσο ο πατέρας, θα ταυτιστεί με τον πατέρα κι αν ο πατέρας έχει ενεργητική κι ανδροπρεπή φύση, θα συνεχίσει ν’ αναπτύσσεται με ανδρικό τρόπο. Αν, από την άλλη, η μητέρα έχει αυστηρή, «ανδρική» προσωπικότητα, αν οι ουσια­στικές απογοητεύσεις πηγάζουν απ’ αυτήν, το αγόρι θα ταυτι­στεί κύρια μ’ αυτήν και, σε συνάρτηση με το ερωτογενές στάδιο, κατά το οποίο του επιβάλλονται οι κύριοι μητρικοί περιορισμοί, θ’ αναπτύξει μια μητρική ταύτιση σε φαλλική η πρωκτική βάση.
 
Πάνω στο έδαφος μιας φαλλικής μητρικής ταύτισης αναπτύσσεται συνήθως ένας φαλλικός-ναρκισσιστικός χαρακτήρας, του οποίου ο ναρκισσισμός κι ο σαδισμός στρέ­φονται κύρια ενάντια στις γυναίκες (Εκδίκηση ενάντια στην αυστηρή μητέρα). Αυτή η στάση είναι η χαρακτηρολογική άμυνα ενάντια στην βαθιά απωθημένη αρχική αγάπη για την μητέρα -αγάπη που δεν μπόρεσε να συνεχίσει να υπάρχει δίπλα στην ματαιωτική της επιρροή και στην ταύτιση μ’ αυτήν, αλλά κατέληξε σ’ απογοήτευση. Ειδικότερα: αυτή η αγάπη μετατράπηκε στην ίδια την χαρακτηρολογική στάση από την οποία μπορεί ν’ απελευθερωθεί με την ανάλυση.
 
Στην μητρική ταύτιση σε πρωκτική βάση, ο χαρακτήρας έχει γίνει παθητικός και θηλυκός -απέναντι στις γυναίκες, αλλά όχι απέναντι στους άντρες. Τέτοιες ταυτίσεις αποτελούν συχνά την βάση μιας μαζοχιστικής διαστροφής με την φαντασίωση μιας αυστηρής γυναίκας. Αυτή η χαρακτηρολογική διαμόρφωση χρησιμεύει συνήθως σαν άμυνα ενάντια στις φαλλικές επιθυμίες οι οποίες, για ένα μικρό διάστημα, στρέφονταν έντονα προς την μητέρα κατά την παιδική ηλικία. Ο φόβος του ευνουχισμού από την μητέρα προσφέρει στήριγμα στην πρωκτική ταύτιση μ’ αυτήν. Η πρωκτικότητα είναι η ειδοποιός ερωτογενής βάση αυτής της χαρακτηρολογικής διαμόρφωσης. Ο παθητικός-θηλυκός χαρακτήρας σ’ έναν άντρα βασίζεται πάντα σε μια ταύτιση με την μητέρα. Μια και στην περίπτωση αυτή ο γονιός που ματαιώνει είναι η μητέρα, αυτή είναι και το αντικείμενο του φόβου, που γεννά αυτή την στάση.
 
Υπάρχει όμως κι ένας άλλος τύπος παθητικού-θηλυκού χαρακτήρα, που προκύπτει από την υπερβολική αυστηρότητα από την μεριά του πατέρα. Αυτό γίνεται με τον εξής τρόπο: φοβούμενο την πραγμάτωση των γενετήσιων επιθυμιών του, το αγόρι οπισθοδρομεί από την αρσενική-φαλλική θέση στην θηλυκή-πρωκτική θέση, ταυτίζεται εκεί με την μητέρα και υιοθετεί μια παθητική- θηλυκή στάση απέναντι στον πατέρα του και αργότερα απέναν­τι σ’ όλα τα πρόσωπα με κύρος κι εξουσία. Η υπερβολική ευγένεια και υποχωρητικότητα, η μαλθακότητα και μια τάση για ύπουλη συμπεριφορά είναι χαρακτηριστικές σ’ αυτό τον τύπο. Χρησιμοποιεί την στάση του για ν’ αποκρούει τις ενεργητικές αρσενικές παρορμήσεις και πάνω απ’ όλα το απωθημένο μίσος του για τον πατέρα.
 
Πλάι-πλάι με την de facto παθητική-θηλυκή του φύση (μητρική ταύτιση στο επίπεδο του εγώ), έχει ταυτιστεί με τον πατέρα του στο ιδανικό του εγώ του (πατρική ταύτιση στο επίπεδο του υπερεγώ και του ιδανικού του εγώ). Ομως, δεν είναι ικανό να πραγματώσει αυτή την ταύτιση, γιατί του λείπει μια φαλλική θέση. Θα είναι πάντοτε θηλυκό και θα θέλει να ’ναι αρσενικό. ένα έντονο σύμπλεγμα κατωτερότητας, αποτέλεσμα της έντασης ανάμεσα στο θηλυκό εγώ και στο αρσενικό ιδανικό του εγώ, θα βάζει πάντα την σφραγίδα της καταπίεσης (μερικές φορές της ταπεινότητας) στην προσωπικό­τητά του. Αυτή η βαριά διαταραχή της ικανότητας, που πάντοτε υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις, δίνει στην όλη κατάσταση μια λογική δικαιολογία.
 
Αν συγκρίνουμε τον τύπο αυτό μ’ εκείνον που ταυτίζεται με την μητέρα σε φαλλική βάση, βλέπουμε ότι ο φαλλικός ναρκισ­σιστικός χαρακτήρας κατορθώνει ν’ αποκρούει ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, που προδίδεται μόνο στο μάτι του ειδικού. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας του παθητικού-θηλυκού χαρακτήρα, από την άλλη, είναι διάφανο. Η διαφορά έγκειται στην βασική ερωτογενή δομή. Η φαλλική λίμπιντο επιτρέπει μια πλήρη αναπλήρωση όλων των στάσεων που δεν συμφωνούν με το αρσενικό ιδανικό του εγώ, ενώ η πρωκτική λίμπιντο, όταν κατέχει την κεντρική θέση στην σεξουαλική δομή του άντρα, αποκλείει μια τέτοια αναπλήρωση.
 
Το αντίστροφο ισχύει στο κορίτσι: ένας υποχωρητικός, ενδοτικός πατέρας είναι πιο πιθανό να συμβάλλει στην εγκαθίδρυση ενός θηλυκού χαρακτήρα, παρά ένας πατέρας αυστηρός η βίαιος. Πολυάριθμες κλινικές συγκρίσεις δείχνουν ότι ένα κορίτσι συνήθως αντιδρά σ’ ένα βίαιο πατέρα με τον σχηματι­σμό ενός έντονα αρσενικού χαρακτήρα. Ο πανταχού παρών φθόνος του πέους ενεργοποιείται και μορφοποιείται σ’ ένα σύμπλεγμα αρρενωπότητας μέσα από χαρακτηρολογικές μετα­βολές του εγώ. Στην περίπτωση αυτή η αρσενική-επιθετική φύση χρησιμεύει σαν θωράκιση ενάντια στην παιδική θηλυκή στάση απέναντι στον πατέρα, που χρειάστηκε ν’ απωθηθεί εξαιτίας της ψυχρότητας και της τραχύτητάς του.
 
Αν, απ’ την άλλη, ο πατέρας δείχνει ευγένεια και αγάπη, το κοριτσάκι μπορεί να διατηρήσει και, μ’ εξαίρεση τις αισθησιακές συνι­στώσες, ακόμη και ν’ αναπτύξει την αντικειμενοτρόπο αγάπη του σε μεγάλο βαθμό, δεν είναι απαραίτητο να ταυτιστεί με τον πατέρα. Βέβαια, κι αυτή θ’ αναπτύξει συνήθως φθόνο του πέους, όμως, μια και οι ματαιώσεις-απογοητεύσεις στην ετεροφυλοφιλική σφαίρα είναι σχετικά αδύναμες, ο φθόνος του πέους δεν έχει σημαντικές επιπτώσεις στην διαμόρφωση του χαρακτήρα. Έτσι, βλέπουμε ότι το αν η τάδε ή η δείνα γυναίκα έχει φθόνο του πέους δεν παίζει σημαντικό ρόλο. Το σημαντικό είναι το πώς αυτό επιδρά στον χαρακτήρα και το αν παράγει συμπτώμα­τα, το αποφασιστικό στοιχείο σ’ αυτόν τον τύπο είναι η παρουσία μιας μητρικής ταύτισης -πράγμα που εκφράζεται σε γνωρίσματα του χαρακτήρα που τ’ αποκαλούμε «θηλυκά».
 
Η διατήρηση αυτής της χαρακτηροδομής εξαρτάται απ’ την προϋπόθεση ότι ο κολπικός ερωτισμός γίνεται μόνιμο τμήμα της θηλυκότητας στην εφηβεία. Στην ηλικία αυτή, σοβαρές απογοητεύσεις από τον πατέρα ή πατρικά πρότυπα μπορούν να προκαλέσουν την πατρική ταύτιση, που δεν πραγματοποιήθηκε κατά την παιδική ηλικία, να ενεργοποιήσουν τον λανθάνοντα φθόνο του πέους και, σ’ αυτό το ύστερο στάδιο, να οδηγήσουν σ’ έναν μετασχηματισμό του χαρακτήρα σε αρσενική κατεύθυν­ση. Πολύ συχνά παρατηρούμε κάτι τέτοιο σε κορίτσια, που απωθούν τις ετεροφυλοφιλικές τους επιθυμίες για ηθικούς λόγους (ταύτιση με την αυταρχική, ηθικολόγο μητέρα) κι έτσι επιφέρουν την απογοήτευσή τους από τούς άντρες.
 
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτών, αυτές οι κατά τα αλλά θηλυκές γυναίκες τείνουν ν’ αναπτύξουν μια υστερική φύση. Υπάρχει μια συνεχής γενετήσια παρόρμηση προς το αντικείμενο (φιλαρέσκεια) και μια οπισθοχώρηση, που συνοδεύεται από την ανάπτυξη γενετήσιου άγχους, όταν η κατάσταση απειλεί να γίνει σοβαρή (υστερικό γενετήσιο άγχος). Ο υστερικός χαρα­κτήρας στην γυναίκα λειτουργεί σαν προστασία ενάντια στις ίδιες της τις γενετήσιες επιθυμίες κι ενάντια στην αρσενική επιθετικότητα προς το αντικείμενο.
 
Μερικές φορές στην πρακτική μας, συναντάμε μια ειδική περίπτωση, δηλαδή μια αυστηρή και τραχιά μητέρα, που ανατρέφει μια κόρη, της οποίας ο χαρακτήρας δεν είναι μήτε αρσενικός μήτε θηλυκός, αλλά παραμένει παιδικός ή υποστρέφει αργότερα στην παιδικότητα. Μια τέτοια μητέρα δεν πρόσφερε στο παιδί της αγάπη. Η αμφιθυμική σύγκρουση σε σχέση με την μητέρα είναι σημαντικά ισχυρότερη στην πλευρά του μίσους από τον φόβο του οποίου το παιδί αποσύρεται στην στοματική φάση της σεξουαλικής ανάπτυξης. το κορίτσι θα μισήσει την μητέρα στο γενετήσιο επίπεδο, θ’ απωθήσει το μίσος του, και, αφού υιοθετήσει μια στοματική στάση, θα το μετατρέψει σε αντιδραστική αγάπη και σε παραλυτική εξάρτηση από την μητέρα.

Τέτοιες γυναίκες αναπτύσσουν μια ιδιαίτερα προσκολλητική στάση απέναντι στις πιο ηλικιωμένες ή παντρε­μένες γυναίκες, προσκολλώνται σ’ αυτές με μαζοχιστικό τρόπο, έχουν την τάση να γίνουν παθητικές ομοφυλόφιλες (αιδοιολειξία στην περίπτωση σχηματισμού διαστροφών) επιζητούν την φροντίδα από πιο ηλικιωμένες γυναίκες, αναπτύσσουν πολύ μικρό ενδιαφέρον για τους άντρες και σ’ όλες τους τις ενέργειες εμφανίζουν «παιδιάστικη συμπεριφορά». Αυτή η στάση, όπως και κάθε άλλη χαρακτηρολογική στάση, είναι μια θωράκιση ενάντια στις απωθημένες επιθυμίες και μια άμυνα ενάντια στα ερεθίσματα του εξωτερικού κόσμου. Εδώ ο χαρακτήρας χρησι­μεύει σαν στοματική άμυνα ενάντια στις έντονες τάσεις μίσους που στρέφονται ενάντια στην μητέρα, πίσω από τις οποίες μόλις και μετά βίας διακρίνεται η εξίσου αναχαιτιζόμενη ομαλή θηλυκή στάση απέναντι στο αρσενικό.
 
Μέχρι τα τώρα εστιάσαμε την προσοχή μας μόνο στο γεγονός ότι το φύλο του προσώπου, που είναι κύρια υπεύθυνο για τις ματαιώσεις των σεξουαλικών επιθυμιών του παιδιού, παίζει ουσιαστικό ρόλο στην διάπλαση του χαρακτήρα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, θίξαμε τον χαρακτήρα του ενηλίκου μόνο στο μέτρο που μιλούσαμε για «αυστηρή» ή «ήπια» επιρροή. Όμως, η διαμόρφωση του χαρακτήρα του παιδιού, από μια άλλη αποφασιστική άποψη, εξαρτάται από την φύση των γονιών, που με την σειρά της καθορίστηκε από γενικές και ειδικές κοινωνι­κές επιδράσεις. Μεγάλο μέρος απ’ αυτό που η επίσημη ψυχια­τρική θεωρεί σαν κληρονομούμενο (και το οποίο δεν μπορεί να εξηγήσει) αποδείχνεται μετά από αρκετά βαθιά ανάλυση ότι είναι αποτέλεσμα πρώιμων συγκρουόμενων ταυτίσεων.
 
Δεν αρνούμαστε τον ρόλο που παίζει η κληρονομικότητα στον καθορισμό των τρόπων αντίδρασης. Το νεογέννητο παιδί έχει τον «χαρακτήρα» του, αυτό είναι ξεκάθαρο. Λέμε, όμως, ότι το περιβάλλον είναι αυτό που ασκεί την αποφασιστική επίδραση και καθορίζει αν μια υπάρχουσα κλίση θ’ αναπτυχθεί και θα ενισχυθεί η δεν θα της επιτραπεί να εκδηλωθεί καθόλου. Το ισχυρότερο επιχείρημα ενάντια στην άποψη ότι ο χαρακτήρας είναι έμφυτος το παρέχουν οι ασθενείς, των οποίων η ανάλυση αποδείχνει ότι μέχρι μια ορισμένη ηλικία υπήρχε ένας ορισμένος τρόπος αντίδρασης και στην συνέχεια αναπτύχθηκε ένας ολότελα διαφορετικός χαρακτήρας. Π.χ. στην αρχή μπορεί να ήταν κάποιος ευερέθιστος κι ενθουσιώδης κι αργότερα να έγινε καταθλιπτικός, ή πεισματικά δραστήριος και στην συνέχεια ήσυχος κι ανεσταλμένος. Αν και φαίνεται πολύ πιθανό ότι μια ορισμένη βασική προσωπικότητα είναι έμφυτη και δύσκολα μεταβάλλεται, ο υπερτονισμός του κληρονομικού παράγοντα πηγάζει αναμφίβολα από τον ασυνείδητο φόβο των συνεπειών μιας ορθής εκτίμησης της επίδρασης που ασκεί η διαπαιδαγώ­γηση.
 
Αυτή η αντιδικία δεν πρόκειται να βρει λύση προτού κάποιο σημαντικό ινστιτούτο αποφασίσει να διεξαγάγει ευρύτατα πει­ράματα π.χ. ν’ απομονώσει καμιά εκατοστή παιδιά ψυχοπα­θών γονέων αμέσως μετά την γέννησή τους, να τα τοποθετήσει σ’ ομοιόμορφο παιδαγωγικό περιβάλλον και να συγκρίνει αργότε­ρα τ’ αποτελέσματα με τ’ αντίστοιχα μιας άλλης εκατοντάδας παιδιών, που να έχουν ανατραφεί σε ψυχοπαθές περιβάλλον.
 
Αν ανασκοπήσουμε και πάλι σύντομα τις βασικές χαρακτη­ροδομές που σκιαγραφήθηκαν παραπάνω, βλέπουμε ότι όλες έχουν ένα κοινό στοιχείο: όλες υποκινούνται από την σύγκρου­ση που προκύπτει από την σχέση γονιού-παιδιού. Αποτελούν μια προσπάθεια επίλυσης αυτής της σύγκρουσης με ειδικό τρόπο και διαιώνισης αυτής της λύσης. Κάποτε ο Φρόυντ είπε ότι το οιδιπόδειο σύμπλεγμα καταβυθίζεται από το άγχος του ευνουχισμού. Μπορούμε τώρα να προσθέσουμε ότι πράγματι καταβυθίζεται, αλλά αναδύεται ξανά με διαφορετική μορφή. το οιδιπόδειο σύμπλεγμα μετασχηματίζεται σε χαρακτηρολογικές αντιφάσεις οι οποίες, από τη μια, προεκτείνουν τα κύρια χαρακτηριστικά του με διαστρεβλωμένο τρόπο και, από την άλλη, συνιστούν από αντίδραση σχηματισμούς ενάντια στα βασικά του στοιχεία.
 
Συνοψίζοντας, μπορούμε επίσης να πούμε ότι ο νευρωσικός χαρακτήρας, τόσο στα περιεχόμενα όσο και στην μορφή του, διαμορφώνεται απ’ άκρη σ’ άκρη με συμβιβασμούς, όπως ακριβώς και το σύμπτωμα. Περιέχει την παιδική ενστικτική απαίτηση και την άμυνα, η οποία ανήκει στο ίδιο ή σε διαφορετικό στάδιο ανάπτυξης. Η βασική παιδική σύγκρουση εξακολουθεί να υπάρχει, μετασχηματισμένη σε στάσεις που εμφανίζονται με οριστική μορφή, σαν αυτοματικοί τρόποι αντίδρασης, που έχουν γίνει χρόνιοι και από τούς οποίους αργότερα θα πρέπει να λαγαριστεί με την ανάλυση.
 
Με βάση αυτή την γνώση μιας φάσης της ανθρώπινης ανάπτυξης, είμαστε σε θέση ν’ απαντήσουμε σ’ ένα ερώτημα που έθεσε ο Φρόυντ: υπάρχουν απωθημένα στοιχεία που διατη­ρούνται σαν διπλότυπα, σαν μνημονικά ίχνη, η κάπως αλλιώς; Μπορούμε τώρα να καταλήξουμε προσεχτικά στο συμπέρασμα ότι αυτά τα στοιχεία της παιδικής εμπειρίας, τα οποία δεν ενσωματώνονται στο χαρακτήρα, διατηρούνται σαν συγκινησι­ακά φορτισμένα μνημονικά ίχνη -ενώ τα στοιχεία εκείνα, που απορροφώνται κι αποτελούν τμήμα του χαρακτήρα, διατηρούν­ται σαν τωρινός τρόπος αντίδρασης. όσο σκοτεινή κι αν είναι αυτή η διαδικασία, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για το «λειτουργικό συνεχές» γιατί στην αναλυτική θεραπεία κατορ­θώνουμε να αναγάγουμε αυτές τις χαρακτηρολογικές διαμορφώ­σεις στα πρωταρχικά τους συστατικά.
 
Το ζήτημα δεν είναι τόσο να ξαναφέρουμε στην επιφάνεια αυτό που έχει βυθιστεί, όπως π.χ. στην περίπτωση της υστερικής αμνησίας. Η διαδικασία μοιάζει περισσότερο με την απομόνωση ενός στοιχείου από μια χημική ένωση. Τώρα είμαστε επίσης σε θέση να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί, σ’ ορισμένες οξυμένες περιπτώσεις χαρακτηρο­νευρώσεων, δεν μπορούμε να εξαλείψουμε την οιδιπόδεια σύγ­κρουση όταν αναλύουμε μόνο το περιεχόμενο. Ο λόγος είναι ότι η οιδιπόδεια σύγκρουση δεν υπάρχει πιά στο παρόν, αλλά σ’ αυτήν μπορούμε να φτάσουμε μόνο μέσα από την αναλυτική κατάλυση των μορφικών τρόπων αντίδρασης.
 
Η ακόλουθη κατάταξη των κύριων τύπων, βασισμένη στην απομόνωση των ειδοποιά παθογόνων από τα ειδοποιά προσανα­τολισμένα στην πραγματικότητα ψυχικά δυναμικά, κάθε άλλο παρά είναι θεωρητικό χασομέρι. Χρησιμοποιώντας αυτές τις διαφοροποιήσεις σαν αφετηρία μας, θα προσπαθήσουμε να φτάσουμε σε μια θεωρία της ψυχικής οικονομίας, που θα μπορού­σε να έχει πρακτική χρησιμότητα στον τομέα της διαπαιδαγώ­γησης. Φυσικά, η κοινωνία πρέπει να κάνει εφικτή και να ενθαρρύνει (ή ν’ απορρίψει) την πρακτική εφαρμογή μιας τέτοιας θεωρίας.
 
Η σημερινή κοινωνία, με την αρνητική απέναντι στο σεξ ηθική της και την ανικανότητά της να εξασφαλίσει στις μάζες των μελών της μια έστω και περιορι­σμένη οικονομική κατάσταση ύπαρξης, είναι ανίσχυρη τόσο ν’ αναγνωρίσει αυτές τις δυνατότητες, όσο και να τις εφαρμόσει στην πράξη. Αυτό γίνεται αμέσως ολοφάνερο όταν, κάπως πρωτύτερα, λέμε ότι ο γονικός δεσμός, η καταστολή του αυνανισμού στην πρώιμη παιδική ηλικία, η απαίτηση για εγκράτεια στην εφηβεία και ο εξαναγκαστικός εγκλεισμός των σεξουαλικών ενδιαφερόντων στον (σήμερα κοινωνιολογικά δι­καιολογημένο) θεσμό του γάμου αντιπροσωπεύουν το άκρο αντίθετο των συνθηκών, που είναι απαραίτητες για την εγκαθί­δρυση και την ολοκλήρωση της σεξοικονομικής ψυχικής οικονομίας. Η κυρίαρχη σεξουαλική ηθική δεν μπορεί παρά να διαμορφώνει το έδαφος για τις νευρώσεις στον χαρακτήρα. Η σεξουαλική και ψυχική οικονομία είναι αδύνατη με την ηθική που τόσο μανιασμένα υποστηρίζεται σήμερα. Αυτή είναι μια από τις αδυσώπητες κοινωνικές συνέπειες της ψυχαναλυτικής διερεύνησης των νευρώσεων.
 
Wilhelm Reich, Ανάλυση του χαρακτήρα
--------------------------------------
[1] Σημείωση του 1945. Στην γλώσσα της οργονικής βιοφυσικής: η συνεχής ματαίωση των πρωταρχικών φυσικών αναγκών οδηγεί στην χρόνια σύσπαση του βιοσυστήματος (μυϊκή θωράκιση, συμπαθητικοτονία κλπ.). Η σύγκρουση ανάμεσα στις ανεσταλμένες πρωταρχικές ενορμήσεις και την θωράκιση οδηγεί στην ανάπτυξη δευτερογενών, αντικοινωνικών ενορμήσεων (σαδισμός, μαζοχισμός, ασκητισμός κ.λπ.). Στην διαδικασία ανάδυσης μέσα από την θωράκιση, οι πρωταρχικές βιολογικές παρορμήσεις μετατρέπονται σε καταστροφικές σαδιστικές παρορμήσεις.
 
[2] Βλέπε: Ράιχ, Die Triebhafte Charakter, Διεθνείς Ψυχαναλυτικές εκδόσεις, 1925.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ποιητική (1449b-1450b)

2. Λόγος για την τραγωδία

[VI] Περὶ μὲν οὖν τῆς ἐν ἑξαμέτροις μιμητικῆς καὶ περὶ κωμῳδίας ὕστερον ἐροῦμεν· περὶ δὲ τραγῳδίας λέγωμεν ἀναλαβόντες αὐτῆς ἐκ τῶν εἰρημένων τὸν γινόμενον ὅρον τῆς οὐσίας. ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι᾽ ἀπαγγελίας, δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν. λέγω δὲ ἡδυσμένον μὲν λόγον τὸν ἔχοντα ῥυθμὸν καὶ ἁρμονίαν [καὶ μέλος], τὸ δὲ χωρὶς τοῖς εἴδεσι τὸ διὰ μέτρων ἔνια μόνον περαίνεσθαι καὶ πάλιν ἕτερα διὰ μέλους. ἐπεὶ δὲ πράττοντες ποιοῦνται τὴν μίμησιν, πρῶτον μὲν ἐξ ἀνάγκης ἂν εἴη τι μόριον τραγῳδίας ὁ τῆς ὄψεως κόσμος· εἶτα μελοποιία καὶ λέξις, ἐν τούτοις γὰρ ποιοῦνται τὴν μίμησιν. λέγω δὲ λέξιν μὲν αὐτὴν τὴν τῶν μέτρων σύνθεσιν, μελοποιίαν δὲ ὃ τὴν δύναμιν φανερὰν ἔχει πᾶσαν. ἐπεὶ δὲ πράξεώς ἐστι μίμησις, πράττεται δὲ ὑπὸ τινῶν πραττόντων, οὓς ἀνάγκη ποιούς τινας εἶναι κατά τε τὸ ἦθος καὶ τὴν διάνοιαν (διὰ γὰρ τούτων καὶ τὰς

[1450a] πράξεις εἶναί φαμεν ποιάς τινας [πέφυκεν αἴτια δύο τῶν πράξεων εἶναι, διάνοια καὶ ἦθος] καὶ κατὰ ταύτας καὶ τυγχάνουσι καὶ ἀποτυγχάνουσι πάντες), ἔστιν δὲ τῆς μὲν πράξεως ὁ μῦθος ἡ μίμησις, λέγω γὰρ μῦθον τοῦτον τὴν σύνθεσιν τῶν πραγμάτων, τὰ δὲ ἤθη, καθ᾽ ὃ ποιούς τινας εἶναί φαμεν τοὺς πράττοντας, διάνοιαν δέ, ἐν ὅσοις λέγοντες ἀποδεικνύασίν τι ἢ καὶ ἀποφαίνονται γνώμην — ἀνάγκη οὖν πάσης τῆς τραγῳδίας μέρη εἶναι ἕξ, καθ᾽ ὃ ποιά τις ἐστὶν ἡ τραγῳδία· ταῦτα δ᾽ ἐστὶ μῦθος καὶ ἤθη καὶ λέξις καὶ διάνοια καὶ ὄψις καὶ μελοποιία. οἷς μὲν γὰρ μιμοῦνται, δύο μέρη ἐστίν, ὡς δὲ μιμοῦνται, ἕν, ἃ δὲ μιμοῦνται, τρία, καὶ παρὰ ταῦτα οὐδέν. τούτοις μὲν οὖν οὐκ ὀλίγοι ὡς εἰπεῖν κέχρηνται τοῖς εἴδεσιν· καὶ γὰρ ὄψιν ἔχει πᾶν καὶ ἦθος καὶ μῦθον καὶ λέξιν καὶ μέλος καὶ διάνοιαν ὡσαύτως. μέγιστον δὲ τούτων ἐστὶν ἡ τῶν πραγμάτων σύστασις. ἡ γὰρ τραγῳδία μίμησίς ἐστιν οὐκ ἀνθρώπων ἀλλὰ πράξεων καὶ βίου καὶ εὐδαιμονίας καὶ κακοδαιμονίας· ἡ δὲ εὐδαιμονία καὶ ἡ κακοδαιμονία ἐν πράξει ἐστίν, καὶ τὸ τέλος πρᾶξίς τις ἐστίν, οὐ ποιότης· εἰσὶν δὲ κατὰ μὲν τὰ ἤθη ποιοί τινες, κατὰ δὲ τὰς πράξεις εὐδαίμονες ἢ τοὐναντίον· οὔκουν ὅπως τὰ ἤθη μιμήσωνται πράττουσιν, ἀλλὰ τὰ ἤθη συμπεριλαμβάνουσιν διὰ τὰς πράξεις· ὥστε τὰ πράγματα καὶ ὁ μῦθος τέλος τῆς τραγῳδίας, τὸ δὲ τέλος μέγιστον ἁπάντων. ἔτι ἄνευ μὲν πράξεως οὐκ ἂν γένοιτο τραγῳδία, ἄνευ δὲ ἠθῶν γένοιτ᾽ ἄν· αἱ γὰρ τῶν νέων τῶν πλείστων ἀήθεις τραγῳδίαι εἰσίν, καὶ ὅλως ποιηταὶ πολλοὶ τοιοῦτοι, οἷον καὶ τῶν γραφέων Ζεῦξις πρὸς Πολύγνωτον πέπονθεν· ὁ μὲν γὰρ Πολύγνωτος ἀγαθὸς ἠθογράφος, ἡ δὲ Ζεύξιδος γραφὴ οὐδὲν ἔχει ἦθος. ἔτι ἐάν τις ἐφεξῆς θῇ ῥήσεις ἠθικὰς καὶ λέξει καὶ διανοίᾳ εὖ πεποιημένας, οὐ ποιήσει ὃ ἦν τῆς τραγῳδίας ἔργον, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον ἡ καταδεεστέροις τούτοις κεχρημένη τραγῳδία, ἔχουσα δὲ μῦθον καὶ σύστασιν πραγμάτων. πρὸς δὲ τούτοις τὰ μέγιστα οἷς ψυχαγωγεῖ ἡ τραγῳδία τοῦ μύθου μέρη ἐστίν, αἵ τε περιπέτειαι καὶ ἀναγνωρίσεις. ἔτι σημεῖον ὅτι καὶ οἱ ἐγχειροῦντες ποιεῖν πρότερον δύνανται τῇ λέξει καὶ τοῖς ἤθεσιν ἀκριβοῦν ἢ τὰ πράγματα συνίστασθαι, οἷον καὶ οἱ πρῶτοι ποιηταὶ σχεδὸν ἅπαντες. ἀρχὴ μὲν οὖν καὶ οἷον ψυχὴ ὁ μῦθος τῆς τραγῳδίας, δεύτερον δὲ τὰ ἤθη (παραπλήσιον γάρ ἐστιν καὶ

[1450b] ἐπὶ τῆς γραφικῆς· εἰ γάρ τις ἐναλείψειε τοῖς καλλίστοις φαρμάκοις χύδην, οὐκ ἂν ὁμοίως εὐφράνειεν καὶ λευκογραφήσας εἰκόνα)· ἔστιν τε μίμησις πράξεως καὶ διὰ ταύτην μάλιστα τῶν πραττόντων. τρίτον δὲ ἡ διάνοια· τοῦτο δέ ἐστιν τὸ λέγειν δύνασθαι τὰ ἐνόντα καὶ τὰ ἁρμόττοντα, ὅπερ ἐπὶ τῶν λόγων τῆς πολιτικῆς καὶ ῥητορικῆς ἔργον ἐστίν· οἱ μὲν γὰρ ἀρχαῖοι πολιτικῶς ἐποίουν λέγοντας, οἱ δὲ νῦν ῥητορικῶς. ἔστιν δὲ ἦθος μὲν τὸ τοιοῦτον ὃ δηλοῖ τὴν προαίρεσιν, ὁποῖά τις (ἐν οἷς οὐκ ἔστι δῆλον) ἢ προαιρεῖται ἢ φεύγει· διόπερ οὐκ ἔχουσιν ἦθος τῶν λόγων ἐν οἷς μηδ᾽ ὅλως ἔστιν ὅ τι προαιρεῖται ἢ φεύγει ὁ λέγων. διάνοια δὲ ἐν οἷς ἀποδεικνύουσί τι ὡς ἔστιν ἢ ὡς οὐκ ἔστιν ἢ καθόλου τι ἀποφαίνονται. τέταρτον δὲ †τῶν μὲν λόγων† ἡ λέξις· λέγω δέ, ὥσπερ πρότερον εἴρηται, λέξιν εἶναι τὴν διὰ τῆς ὀνομασίας ἑρμηνείαν, ὃ καὶ ἐπὶ τῶν ἐμμέτρων καὶ ἐπὶ τῶν λόγων ἔχει τὴν αὐτὴν δύναμιν. τῶν δὲ λοιπῶν ἡ μελοποιία μέγιστον τῶν ἡδυσμάτων, ἡ δὲ ὄψις ψυχαγωγικὸν μέν, ἀτεχνότατον δὲ καὶ ἥκιστα οἰκεῖον τῆς ποιητικῆς· ἡ γὰρ τῆς τραγῳδίας δύναμις καὶ ἄνευ ἀγῶνος καὶ ὑποκριτῶν ἔστιν, ἔτι δὲ κυριωτέρα περὶ τὴν ἀπεργασίαν τῶν ὄψεων ἡ τοῦ σκευοποιοῦ τέχνη τῆς τῶν ποιητῶν ἐστιν.

***
[6] Για την τέχνη λοιπόν που κάνει τη μίμησή της με (δακτυλικούς) εξάμετρους στίχους, αλλά και για την κωμωδία, θα μιλήσουμε υστερότερα. Τώρα ας μιλήσουμε για την τραγωδία, αφού πρώτα συναγάγουμε από αυτά που έχουμε πει τον ορισμό της ουσίας της.

Η τραγωδία λοιπόν είναι μίμηση πράξεως σοβαρής και αξιόλογης, πράξεως ολοκληρωμένης, που έχει και κάποιο μέγεθος. Ο λόγος της τραγωδίας είναι λόγος εμπλουτισμένος με διάφορα «καρυκεύματα που τον νοστιμίζουν»· το κάθε, πάντως, είδος αυτών των «καρυκευμάτων» χρησιμοποιείται χωριστά στα διάφορα μέρη της. Η μίμηση δεν γίνεται στην τραγωδία με απαγγελία, αλλά με το να παρουσιάζονται οι άνθρωποι που είναι το αντικείμενο της μίμησης σαν να δρουν οι ίδιοι. Διεγείροντας τα ψυχικά πάθη της συμπόνιας και του φόβου η τραγωδία φέρει εις πέρας την κάθαρση των τάδε τάδε συγκεκριμένων πράξεων-παθημάτων. Όταν λέω «λόγος εμπλουτισμένος με διάφορα καρυκεύματα που τον νοστιμίζουν», εννοώ τον λόγο που έχει ρυθμό, αρμονία και μέλος. Και όταν, πάλι, λέω «με τα διάφορα είδη καρυκευμάτων να χρησιμοποιούνται χωριστά», εννοώ ότι κάποια μέρη της διεκπεραιώνονται μόνο με έμμετρους στίχους, ενώ κάποια άλλα με λόγο συνοδευμένο από μουσική.

Επειδή, τώρα, τη μίμηση την κάνουν με δράση, υποχρεωτικά ένα πρώτο μέρος της τραγωδίας θα είναι τα στοιχεία της παράστασης που ικανοποιούν το μάτι· ύστερα έρχεται η μουσική και το ύφος του λόγου: αυτά είναι τα μέσα με τα οποία κάνουν τη μίμηση. Με το «ύφος του λόγου» δεν εννοώ παρά τη σύν-θεση των λέξεων στους στίχους, ενώ με τη «μουσική» εννοώ αυτό που η λέξη δηλώνει φανερά ολοφάνερα. Δεδομένου, τώρα, ότι πρόκειται για μίμηση πράξεως, και δεδομένου ότι η πράξη πράττεται από κάποιους πράττοντες, που πρέπει υποχρεωτικά να έχουν κάποιες συγκεκριμένες ιδιότητες από την πλευρά του χαρακτήρα και της διανοητικής τους ικανότητας (γιατί από αυτές τις ιδιότητες

[1450a] ξεκινώντας λέμε ότι και οι πράξεις έχουν κάποιες συγκεκριμένες ιδιότητες), είναι φυσικό να είναι δύο τα αίτια των πράξεων, η σκέψη και ο χαρακτήρας, και κατά συνέπειαν με αυτές τις πράξεις τους οι άνθρωποι πετυχαίνουν ή αποτυχαίνουν στη ζωή τους. Η μίμηση της πράξεως είναι ο μύθος. Λέγοντας, δηλαδή, εδώ μύθο εννοώ τη σύνθεση των διάφορων επιμέρους γεγονότων. Λέγοντας ήθος εννοώ αυτό που μας κάνει να λέμε ότι οι πράττοντες έχουν κάποιες συγκεκριμένες ιδιότητες. Λέγοντας, πάλι, διάνοια εννοώ αυτά που λένε για να υποστηρίξουν αποδεικτικά κάτι ή για να διατυπώσουν μια γενική και καθολική γνωμική απόφανση.

Υποχρεωτικά λοιπόν τα μέρη κάθε τραγωδίας είναι έξι, και από αυτά προσδιορίζεται το τι λογής θα είναι γενικά η κάθε τραγωδία. Αυτά είναι: ο μύθος, το ήθος, το ύφος του λόγου, η διάνοια, τα θεαματικά στοιχεία της παράστασης και το μουσικό στοιχείο. Δύο από τα μέρη αυτά αποτελούν τα μέσα με τα οποία γίνεται η μίμηση, ένα τους αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η μίμηση, και τα άλλα τρία είναι τα αντικείμενα της μίμησης. Πέρα από αυτά δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Όχι λίγοι ποιητές χρησιμοποιούν, στην πράξη, όλα αυτά τα είδη, αφού κάθε τραγικό ποίημα έχει, παρόμοια, και όψιν και ήθος και μύθον και λέξιν και μέλος και διάνοιαν. Το σημαντικότερο όμως από όλα αυτά είναι η πλοκή των γεγονότων· γιατί η τραγωδία είναι μίμηση όχι ανθρώπων αλλά πράξεων και ζωής, ευτυχίας και δυστυχίας. Η ευτυχία και η δυστυχία των ανθρώπων βρίσκονται σε απόλυτη σχέση προς την πράξη, και ο στόχος είναι, βέβαια, μια πράξη, όχι μια ιδιότητα. Από την άποψη του χαρακτήρα οι άνθρωποι είναι τέτοιας ή τέτοιας λογής, ευτυχείς όμως ή το αντίθετο είναι από τις πράξεις τους.

Αυτοί λοιπόν που κάνουν τη μίμηση μιας πράξεως δεν την κάνουν για να μιμηθούν τους χαρακτήρες, αλλά συμπεριλαμβάνουν και τους χαρακτήρες για χάρη των πράξεων. Συμπέρασμα: Τα γεγονότα και ο μύθος είναι ο τελικός στόχος της τραγωδίας, και φυσικά αυτός είναι το πιο σημαντικό από όλα. Επίσης: Χωρίς πράξη δεν μπορεί να γίνει τραγωδία, ενώ χωρίς χαρακτήρες μπορεί. Οι τραγωδίες, επιπαραδείγματι, πάρα πολλών νέων ποιητών είναι ελλιπείς σε χαρακτήρες, και γενικά υπάρχουν πολλοί τέτοιοι ποιητές — κάτι σαν αυτό που έγινε, στον χώρο των ζωγράφων, με τον Ζεύξη σε σύγκριση προς τον Πολύγνωτο· γιατί, ενώ ο Πολύγνωτος είναι ένας ζωγράφος που ξέρει καλά να απεικονίζει χαρακτήρες, η ζωγραφική του Ζεύξη δεν διαγράφει καθόλου χαρακτήρες. Επίσης: Εάν κανείς βάλει τη μια μετά την άλλη διάφορες ομιλίες των ηρώων μιμητικές χαρακτήρων, δεν θα επιτελέσει αυτό που είπαμε ότι είναι το έργο της τραγωδίας, έστω και αν οι ομιλίες είναι καλοδουλεμένες από την άποψη του ύφους και των σκέψεων· αντίθετα, θα το επιτελέσει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό η τραγωδία που, έστω και αν είναι κατώτερη ως προς αυτές τις απόψεις, έχει μύθο και πλοκή των γεγονότων. Πέρα από αυτά: Τα πιο σπουδαία από τα μέσα με τα οποία η τραγωδία συγκινεί την ψυχή είναι μέρη του μύθου· εννοώ τις περιπέτειες και τις αναγνωρίσεις. Μια επιπλέον απόδειξη είναι το ότι οι αρχάριοι, στην προσπάθεια να γράψουν τραγωδίες, πετυχαίνουν μεγαλύτερη ακρίβεια πρώτα στο ύφος και στους χαρακτήρες παρά στην πλοκή των γεγονότων, όπως και όλοι σχεδόν οι παλαιότεροι ποιητές. Βάση λοιπόν και κάτι σαν ψυχή της τραγωδίας είναι ο μύθος· μετά έρχονται τα ήθη. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και

[1450b] στη ζωγραφική: Αν μέσα σε ιχνογραφημένο σχέδιο απλώσει κανείς ανάκατα τα πιο ωραία χρώματα, δεν θα προκαλέσει τόση ευχαρίστηση όση αν ζωγραφίσει ένα απλό σχέδιο πάνω σε άσπρο φόντο. Ας το ξαναπούμε: Η τραγωδία είναι μίμηση πράξεως, και μέσω αυτής κυρίως είναι μίμηση πραττόντων ανθρώπων. Τρίτο έρχεται το στοιχείο της διάνοιας, και αυτό είναι το να μπορεί ένα πρόσωπο να λέει όσα ενυπάρχουν στο θέμα και όσα ταιριάζουν στην περίσταση, κάτι που στην περίπτωση των λόγων λειτουργεί με τους κανόνες της πολιτικής και της ρητορικής: οι παλαιοί ποιητές έβαζαν τα πρόσωπα των έργων τους να μιλούν πολιτικά, ενώ οι σημερινοί ρητορικά.

Ήθος είναι αυτό που φανερώνει την επιλογή και προτίμηση του πράττοντος προσώπου, ποια πράγματα δηλαδή προτιμάει και ποια αποφεύγει, εκεί όπου αυτό δεν είναι φανερό από μόνο του. Γι᾽ αυτό και δεν έχουν ήθος εκείνοι οι λόγοι στους οποίους δεν υπάρχει τίποτε που ο ομιλητής να το προτιμάει ή να το αποφεύγει. Διάνοια, από την άλλη, είναι αυτά με τα οποία οι ομιλητές αποδεικνύουν ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει κάτι, ή με τα οποία διατυπώνουν μια γενικού και καθολικού περιεχομένου κρίση.

Τέταρτο λεκτικό στοιχείο είναι το ύφος, και, όπως το είπαμε και πρωτύτερα, λέγοντας «ύφος του λόγου» εννοώ την έκφραση και διατύπωση των διανοημάτων με τη χρησιμοποίηση των κατάλληλων λέξεων — κάτι που λειτουργεί, βέβαια, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στους έμμετρους και στους πεζούς λόγους.

Από αυτά που υπολείπονται πέμπτο στη σειρά έρχεται το στοιχείο της μουσικής, το πιο σημαντικό από όλα τα «καρυκεύματα που νοστιμίζουν τον λόγο της τραγωδίας». Όσο για τα στοιχεία της παράστασης που ικανοποιούν το μάτι, ασκούν, βέβαια, θελκτική επίδραση στην ψυχή, είναι όμως κάτι που ελάχιστη σχέση έχει με τους κανόνες της τέχνης και την ουσία της ποίησης. Γιατί η δύναμη της τραγωδίας υπάρχει και χωρίς παράσταση και χωρίς ηθοποιούς. Έπειτα, τα στοιχεία της παράστασης που ικανοποιούν το μάτι έχουν να κάνουν πιο πολύ με την τέχνη του σκευοποιού παρά με την τέχνη των ποιητών.