ΔΗ. τρισσαί μ᾽ ἀναγκάζουσι συννοίας ὁδοί,
Ἰόλαε, τοὺς σοὺς μὴ παρώσασθαι λόγους·
τὸ μὲν μέγιστον Ζεὺς ἐφ᾽ οὗ σὺ βώμιος
θακεῖς νεοσσῶν τήνδ᾽ ἔχων πανήγυριν,
240 τὸ συγγενές τε καὶ τὸ προυφείλειν καλῶς
πράσσειν παρ᾽ ἡμῶν τούσδε πατρώιαν χάριν,
τό τ᾽ αἰσχρόν, οὗπερ δεῖ μάλιστα φροντίσαι·
εἰ γὰρ παρήσω τόνδε συλᾶσθαι βίαι
ξένου πρὸς ἀνδρὸς βωμόν, οὐκ ἐλευθέραν
245 οἰκεῖν δοκήσω γαῖαν, Ἀργείων δ᾽ ὄκνωι
ἱκέτας προδοῦναι· καὶ τάδ᾽ ἀγχόνης πέλας.
ἀλλ᾽ ὤφελες μὲν εὐτυχέστερος μολεῖν,
ὅμως δὲ καὶ νῦν μὴ τρέσηις ὅπως σέ τις
σὺν παισὶ βωμοῦ τοῦδ᾽ ἀποσπάσει βίαι.
250 σὺ δ᾽ Ἄργος ἐλθὼν ταῦτά τ᾽ Εὐρυσθεῖ φράσον
πρὸς τοῖσδέ τ᾽, εἴ τι τοισίδ᾽ ἐγκαλεῖ ξένοις,
δίκης κυρήσειν· τούσδε δ᾽ οὐκ ἄξεις ποτέ.
ΚΟ. οὐκ ἢν δίκαιον ἦι τι καὶ νικῶ λόγωι;
ΔΗ. καὶ πῶς δίκαιον τὸν ἱκέτην ἄγειν βίαι;
255 ΚΟ. οὔκουν ἐμοὶ τόδ᾽ αἰσχρὸν ἀλλ᾽ οὐ σοὶ βλάβος;
ΔΗ. ἐμοί γ᾽, ἐάν σοι τούσδ᾽ ἐφέλκεσθαι μεθῶ.
ΚΟ. σὺ δ᾽ ἐξόριζε κἆιτ᾽ ἐκεῖθεν ἄξομεν.
ΔΗ. σκαιὸς πέφυκας τοῦ θεοῦ πλείω φρονῶν.
ΚΟ. δεῦρ᾽, ὡς ἔοικε, τοῖς κακοῖσι φευκτέον.
260 ΔΗ. ἅπασι κοινὸν ῥῦμα δαιμόνων ἕδρα.
ΚΟ. ταῦτ᾽ οὐ δοκήσει τοῖς Μυκηναίοις ἴσως.
ΔΗ. οὔκουν ἐγὼ τῶν ἐνθάδ᾽ εἰμὶ κύριος;
ΚΟ. βλάπτων ‹γ᾽› ἐκείνους μηδέν, ἢν σὺ σωφρονῆις.
ΔΗ. βλάπτεσθ᾽, ἐμοῦ γε μὴ μιαίνοντος θεούς.
265 ΚΟ. οὐ βούλομαί σε πόλεμον Ἀργείοις ἔχειν.
ΔΗ. κἀγὼ τοιοῦτος· τῶνδε δ᾽ οὐ μεθήσομαι.
ΚΟ. ἄξω γε μέντοι τοὺς ἐμοὺς ἐγὼ λαβών.
ΔΗ. οὐκ ἆρ᾽ ἐς Ἄργος ῥαιδίως ἄπει πάλιν.
ΚΟ. πειρώμενος δὴ τοῦτό γ᾽ αὐτίκ᾽ εἴσομαι.
270 ΔΗ. κλαίων ἄρ᾽ ἅψηι τῶνδε κοὐκ ἐς ἀμβολάς.
ΚΟ. μὴ πρὸς θεῶν κήρυκα τολμήσηις θενεῖν.
ΔΗ. εἰ μή γ᾽ ὁ κῆρυξ σωφρονεῖν μαθήσεται.
ΧΟ. ἄπελθε· καὶ σὺ τοῦδε μὴ θίγηις, ἄναξ.
ΚΟ. στείχω· μιᾶς γὰρ χειρὸς ἀσθενὴς μάχη.
275 ἥξω δὲ πολλὴν Ἄρεος Ἀργείου λαβὼν
πάγχαλκον αἰχμὴν δεῦρο. μυρίοι δέ με
μένουσιν ἀσπιστῆρες Εὐρυσθεύς τ᾽ ἄναξ
αὐτὸς στρατηγῶν· Ἀλκάθου δ᾽ ἐπ᾽ ἐσχάτοις
καραδοκῶν τἀνθένδε τέρμασιν μένει.
280 λαμπρὸς δ᾽ ἀκούσας σὴν ὕβριν φανήσεται
σοὶ καὶ πολίταις γῆι τε τῆιδε καὶ φυτοῖς·
μάτην γὰρ ἥβην ὧδέ γ᾽ ἂν κεκτήιμεθα
πολλὴν ἐν Ἄργει, μή σε τιμωρούμενοι.
ΔΗ. φθείρου· τὸ σὸν γὰρ Ἄργος οὐ δέδοικ᾽ ἐγώ.
285 ἐνθένδε δ᾽ οὐκ ἔμελλες αἰσχύνας ἐμὲ
ἄξειν βίαι τούσδ᾽· οὐ γὰρ Ἀργείων πόλιν
ὑπήκοον τήνδ᾽ ἀλλ᾽ ἐλευθέραν ἔχω.
***
ΔΗΜ. Της συφοράς σου τρεις αιτίες μ᾽ αναγκάζουν
τα λόγια σου ναν τα δεχτώ, ω Ιόλαε· πρώτη
ο Ζευς, που στον βωμό του μένεις καθισμένος
με των παιδόπουλων τη συντροφιάν ετούτη·
240 μετά η συγγένεια και το χρέος οπού τους έχω,
τη χάρη του πατέρα των να τους πληρώσω·
κι η ντροπή τρίτη, που πολύ τη λογαριάζω·
γιατί, αν αφήσω τον βωμόν από έναν ξένο
να συληθεί, θα δείξω πως δεν βασιλεύω
σε χώρα λεύτερη κι ότι από φόβο μόνο
στους Αργίτες πρόδωκα τους ικέτες μου· όλα
τούτα κρεμάλα αξίζουν· άμποτες να ερχόσουν
πιο ευτυχισμένος· μα και τώρα μην τρομάξεις,
ότι με βία απ᾽ τον βωμό θέλει σάς πάρουν!
250 Και συ στ᾽ Άργος πηγαίνοντας, του Ευρυσθέα πε τα
κι ότι θα βρει το δίκιο του, αν οι ξένοι ετούτοι
του φταίξανε· μα όμως ποτές δεν θαν τους πάρεις!
ΚΟΠ. Ούτε κι αν έχω δίκιο και σου τ᾽ αποδείχνω;
ΔΗΜ. Πώς δίκιο είναι με βία να πάρεις τον ικέτη;
ΚΟΠ. Κι αν είν᾽ ντροπή δική μου, μα εσένα τί σε βλάβει;
ΔΗΜ. Και πολύ μάλιστα, αν αφήσω ναν τους πάρεις!
ΚΟΠ. Λοιπόν εξόρισέ τους και τότε τους παίρνω.
ΔΗΜ. Είσαι θρασύς, αν τους θεούς πας ν᾽ απατήσεις!
ΚΟΠ. Οι πονηροί πρέπει να διώχνονται απ᾽ εδώθες.
260 ΔΗΜ. Για όλους είναι καταφυγή των θεών ο τόπος.
ΚΟΠ. Αυτά ίσως δεν θα τα δεχτούν οι Μυκηναίοι!
ΔΗΜ. Μα δεν ορίζω εγώ τη χώρα μου μονάχος;
ΚΟΠ. Μα μην τους βλάβεις εκεινούς, αν έχεις γνώση.
ΔΗΜ. Ας βλάβονται, τους θεούς μόνο ας μην προσβάλλω.
ΚΟΠ. Δεν θέλω να ᾽χεις πόλεμο με τους Αργίτες.
ΔΗΜ. Το ίδιο κι εγώ· μα αυτούς δεν θαν τους παρατήσω.
ΚΟΠ. Μα είναι δικοί μου και γι᾽ αυτό θεναν τους πάρω.
ΔΗΜ. Μα πίσω στο Άργος εύκολα δεν θα γυρίσεις!
ΚΟΠ. Ε, δοκιμάζοντας θεναν το μάθω αμέσως.
270 ΔΗΜ. Χωρίς αργοπορία θα κλάψεις, αν τους ᾽γγίσεις.
ΚΟΠ. Μην τολμήσεις κήρυκα —ω θεοί!— να χτυπήσεις!
ΔΗΜ. Βέβαια, αν δεν μάθει ο κήρυκας να φρονιμεύει!
ΧΟΡ. Φεύγα· και συ μην τον πειράξεις, βασιλιά μου!
ΚΟΠ. Πάω! μάχη μόνος μου να κάμω αδύνατο είναι!
Μα θα ξανάρθω πίσω, παίρνοντας μεγάλη
δύναμη ολόχαλκη Αργιτών. Εκεί χιλιάδες
πολεμιστάδες με προσμένουν κι ο Ευρυσθέας
ο βασιλιάς τούς οδηγεί· και περιμένει
στα σύνορα του Αλικάθου τί θεναν του φέρω.
280 Και θα φανεί, την προσβολή σου ακούοντας, άγριος
σε σένα, στους πολίτες σου, στη γη, στα δέντρα.
Μάταια θενά ᾽χαμεν αλλιώς τόσηνε νιότη,
άφθονη στο Άργος, αν δεν θα σ᾽ εκδικηθούμε!
ΔΗΜ. Γκρεμίσου! γιατί το Άργος σου εγώ δεν το τρέμω.
Αλλ᾽ απ᾽ εδώ δεν έπρεπε, ντροπιάζοντάς με,
ναν τους επάρεις· γιατί εγώ λεύτερην πόλη
κατέχω κι όχι υπάκουη των Αργιτώνε.
Ἰόλαε, τοὺς σοὺς μὴ παρώσασθαι λόγους·
τὸ μὲν μέγιστον Ζεὺς ἐφ᾽ οὗ σὺ βώμιος
θακεῖς νεοσσῶν τήνδ᾽ ἔχων πανήγυριν,
240 τὸ συγγενές τε καὶ τὸ προυφείλειν καλῶς
πράσσειν παρ᾽ ἡμῶν τούσδε πατρώιαν χάριν,
τό τ᾽ αἰσχρόν, οὗπερ δεῖ μάλιστα φροντίσαι·
εἰ γὰρ παρήσω τόνδε συλᾶσθαι βίαι
ξένου πρὸς ἀνδρὸς βωμόν, οὐκ ἐλευθέραν
245 οἰκεῖν δοκήσω γαῖαν, Ἀργείων δ᾽ ὄκνωι
ἱκέτας προδοῦναι· καὶ τάδ᾽ ἀγχόνης πέλας.
ἀλλ᾽ ὤφελες μὲν εὐτυχέστερος μολεῖν,
ὅμως δὲ καὶ νῦν μὴ τρέσηις ὅπως σέ τις
σὺν παισὶ βωμοῦ τοῦδ᾽ ἀποσπάσει βίαι.
250 σὺ δ᾽ Ἄργος ἐλθὼν ταῦτά τ᾽ Εὐρυσθεῖ φράσον
πρὸς τοῖσδέ τ᾽, εἴ τι τοισίδ᾽ ἐγκαλεῖ ξένοις,
δίκης κυρήσειν· τούσδε δ᾽ οὐκ ἄξεις ποτέ.
ΚΟ. οὐκ ἢν δίκαιον ἦι τι καὶ νικῶ λόγωι;
ΔΗ. καὶ πῶς δίκαιον τὸν ἱκέτην ἄγειν βίαι;
255 ΚΟ. οὔκουν ἐμοὶ τόδ᾽ αἰσχρὸν ἀλλ᾽ οὐ σοὶ βλάβος;
ΔΗ. ἐμοί γ᾽, ἐάν σοι τούσδ᾽ ἐφέλκεσθαι μεθῶ.
ΚΟ. σὺ δ᾽ ἐξόριζε κἆιτ᾽ ἐκεῖθεν ἄξομεν.
ΔΗ. σκαιὸς πέφυκας τοῦ θεοῦ πλείω φρονῶν.
ΚΟ. δεῦρ᾽, ὡς ἔοικε, τοῖς κακοῖσι φευκτέον.
260 ΔΗ. ἅπασι κοινὸν ῥῦμα δαιμόνων ἕδρα.
ΚΟ. ταῦτ᾽ οὐ δοκήσει τοῖς Μυκηναίοις ἴσως.
ΔΗ. οὔκουν ἐγὼ τῶν ἐνθάδ᾽ εἰμὶ κύριος;
ΚΟ. βλάπτων ‹γ᾽› ἐκείνους μηδέν, ἢν σὺ σωφρονῆις.
ΔΗ. βλάπτεσθ᾽, ἐμοῦ γε μὴ μιαίνοντος θεούς.
265 ΚΟ. οὐ βούλομαί σε πόλεμον Ἀργείοις ἔχειν.
ΔΗ. κἀγὼ τοιοῦτος· τῶνδε δ᾽ οὐ μεθήσομαι.
ΚΟ. ἄξω γε μέντοι τοὺς ἐμοὺς ἐγὼ λαβών.
ΔΗ. οὐκ ἆρ᾽ ἐς Ἄργος ῥαιδίως ἄπει πάλιν.
ΚΟ. πειρώμενος δὴ τοῦτό γ᾽ αὐτίκ᾽ εἴσομαι.
270 ΔΗ. κλαίων ἄρ᾽ ἅψηι τῶνδε κοὐκ ἐς ἀμβολάς.
ΚΟ. μὴ πρὸς θεῶν κήρυκα τολμήσηις θενεῖν.
ΔΗ. εἰ μή γ᾽ ὁ κῆρυξ σωφρονεῖν μαθήσεται.
ΧΟ. ἄπελθε· καὶ σὺ τοῦδε μὴ θίγηις, ἄναξ.
ΚΟ. στείχω· μιᾶς γὰρ χειρὸς ἀσθενὴς μάχη.
275 ἥξω δὲ πολλὴν Ἄρεος Ἀργείου λαβὼν
πάγχαλκον αἰχμὴν δεῦρο. μυρίοι δέ με
μένουσιν ἀσπιστῆρες Εὐρυσθεύς τ᾽ ἄναξ
αὐτὸς στρατηγῶν· Ἀλκάθου δ᾽ ἐπ᾽ ἐσχάτοις
καραδοκῶν τἀνθένδε τέρμασιν μένει.
280 λαμπρὸς δ᾽ ἀκούσας σὴν ὕβριν φανήσεται
σοὶ καὶ πολίταις γῆι τε τῆιδε καὶ φυτοῖς·
μάτην γὰρ ἥβην ὧδέ γ᾽ ἂν κεκτήιμεθα
πολλὴν ἐν Ἄργει, μή σε τιμωρούμενοι.
ΔΗ. φθείρου· τὸ σὸν γὰρ Ἄργος οὐ δέδοικ᾽ ἐγώ.
285 ἐνθένδε δ᾽ οὐκ ἔμελλες αἰσχύνας ἐμὲ
ἄξειν βίαι τούσδ᾽· οὐ γὰρ Ἀργείων πόλιν
ὑπήκοον τήνδ᾽ ἀλλ᾽ ἐλευθέραν ἔχω.
***
ΔΗΜ. Της συφοράς σου τρεις αιτίες μ᾽ αναγκάζουν
τα λόγια σου ναν τα δεχτώ, ω Ιόλαε· πρώτη
ο Ζευς, που στον βωμό του μένεις καθισμένος
με των παιδόπουλων τη συντροφιάν ετούτη·
240 μετά η συγγένεια και το χρέος οπού τους έχω,
τη χάρη του πατέρα των να τους πληρώσω·
κι η ντροπή τρίτη, που πολύ τη λογαριάζω·
γιατί, αν αφήσω τον βωμόν από έναν ξένο
να συληθεί, θα δείξω πως δεν βασιλεύω
σε χώρα λεύτερη κι ότι από φόβο μόνο
στους Αργίτες πρόδωκα τους ικέτες μου· όλα
τούτα κρεμάλα αξίζουν· άμποτες να ερχόσουν
πιο ευτυχισμένος· μα και τώρα μην τρομάξεις,
ότι με βία απ᾽ τον βωμό θέλει σάς πάρουν!
250 Και συ στ᾽ Άργος πηγαίνοντας, του Ευρυσθέα πε τα
κι ότι θα βρει το δίκιο του, αν οι ξένοι ετούτοι
του φταίξανε· μα όμως ποτές δεν θαν τους πάρεις!
ΚΟΠ. Ούτε κι αν έχω δίκιο και σου τ᾽ αποδείχνω;
ΔΗΜ. Πώς δίκιο είναι με βία να πάρεις τον ικέτη;
ΚΟΠ. Κι αν είν᾽ ντροπή δική μου, μα εσένα τί σε βλάβει;
ΔΗΜ. Και πολύ μάλιστα, αν αφήσω ναν τους πάρεις!
ΚΟΠ. Λοιπόν εξόρισέ τους και τότε τους παίρνω.
ΔΗΜ. Είσαι θρασύς, αν τους θεούς πας ν᾽ απατήσεις!
ΚΟΠ. Οι πονηροί πρέπει να διώχνονται απ᾽ εδώθες.
260 ΔΗΜ. Για όλους είναι καταφυγή των θεών ο τόπος.
ΚΟΠ. Αυτά ίσως δεν θα τα δεχτούν οι Μυκηναίοι!
ΔΗΜ. Μα δεν ορίζω εγώ τη χώρα μου μονάχος;
ΚΟΠ. Μα μην τους βλάβεις εκεινούς, αν έχεις γνώση.
ΔΗΜ. Ας βλάβονται, τους θεούς μόνο ας μην προσβάλλω.
ΚΟΠ. Δεν θέλω να ᾽χεις πόλεμο με τους Αργίτες.
ΔΗΜ. Το ίδιο κι εγώ· μα αυτούς δεν θαν τους παρατήσω.
ΚΟΠ. Μα είναι δικοί μου και γι᾽ αυτό θεναν τους πάρω.
ΔΗΜ. Μα πίσω στο Άργος εύκολα δεν θα γυρίσεις!
ΚΟΠ. Ε, δοκιμάζοντας θεναν το μάθω αμέσως.
270 ΔΗΜ. Χωρίς αργοπορία θα κλάψεις, αν τους ᾽γγίσεις.
ΚΟΠ. Μην τολμήσεις κήρυκα —ω θεοί!— να χτυπήσεις!
ΔΗΜ. Βέβαια, αν δεν μάθει ο κήρυκας να φρονιμεύει!
ΧΟΡ. Φεύγα· και συ μην τον πειράξεις, βασιλιά μου!
ΚΟΠ. Πάω! μάχη μόνος μου να κάμω αδύνατο είναι!
Μα θα ξανάρθω πίσω, παίρνοντας μεγάλη
δύναμη ολόχαλκη Αργιτών. Εκεί χιλιάδες
πολεμιστάδες με προσμένουν κι ο Ευρυσθέας
ο βασιλιάς τούς οδηγεί· και περιμένει
στα σύνορα του Αλικάθου τί θεναν του φέρω.
280 Και θα φανεί, την προσβολή σου ακούοντας, άγριος
σε σένα, στους πολίτες σου, στη γη, στα δέντρα.
Μάταια θενά ᾽χαμεν αλλιώς τόσηνε νιότη,
άφθονη στο Άργος, αν δεν θα σ᾽ εκδικηθούμε!
ΔΗΜ. Γκρεμίσου! γιατί το Άργος σου εγώ δεν το τρέμω.
Αλλ᾽ απ᾽ εδώ δεν έπρεπε, ντροπιάζοντάς με,
ναν τους επάρεις· γιατί εγώ λεύτερην πόλη
κατέχω κι όχι υπάκουη των Αργιτώνε.