[VII] Δεῖ δὲ τοῦτο μὴ μόνον καθόλου λέγεσθαι, ἀλλὰ καὶ τοῖς καθ᾽ ἕκαστα ἐφαρμόττειν. ἐν γὰρ τοῖς περὶ τὰς πράξεις λόγοις οἱ μὲν καθόλου κοινότεροί εἰσιν, οἱ δ᾽ ἐπὶ μέρους ἀληθινώτεροι· περὶ γὰρ τὰ καθ᾽ ἕκαστα αἱ πράξεις, δέον δ᾽ ἐπὶ τούτων συμφωνεῖν. ληπτέον οὖν ταῦτα ἐκ τῆς διαγραφῆς.
Περὶ μὲν οὖν φόβους καὶ θάρρη ἀνδρεία μεσότης·
[1107b] τῶν δ᾽ ὑπερβαλλόντων ὁ μὲν τῇ ἀφοβίᾳ ἀνώνυμος (πολλὰ δ᾽ ἐστὶν ἀνώνυμα), ὁ δ᾽ ἐν τῷ θαρρεῖν ὑπερβάλλων θρασύς, ὁ δ᾽ ἐν τῷ μὲν φοβεῖσθαι ὑπερβάλλων τῷ δὲ θαρρεῖν ἐλλείπων δειλός. περὶ ἡδονὰς δὲ καὶ λύπας —οὐ πάσας, ἧττον δὲ καὶ περὶ τὰς λύπας— μεσότης μὲν σωφροσύνη, ὑπερβολὴ δὲ ἀκολασία. ἐλλείποντες δὲ περὶ τὰς ἡδονὰς οὐ πάνυ γίνονται· διόπερ οὐδ᾽ ὀνόματος τετυχήκασιν οὐδ᾽ οἱ τοιοῦτοι, ἔστωσαν δὲ ἀναίσθητοι. περὶ δὲ δόσιν χρημάτων καὶ λῆψιν μεσότης μὲν ἐλευθεριότης, ὑπερβολὴ δὲ καὶ ἔλλειψις ἀσωτία καὶ ἀνελευθερία. ἐναντίως δ᾽ ἐν αὐταῖς ὑπερβάλλουσι καὶ ἐλλείπουσιν· ὁ μὲν γὰρ ἄσωτος ἐν μὲν προέσει ὑπερβάλλει ἐν δὲ λήψει ἐλλείπει, ὁ δ᾽ ἀνελεύθερος ἐν μὲν λήψει ὑπερβάλλει ἐν δὲ προέσει ἐλλείπει. νῦν μὲν οὖν τύπῳ καὶ ἐπὶ κεφαλαίου λέγομεν, ἀρκούμενοι αὐτῷ τούτῳ· ὕστερον δὲ ἀκριβέστερον περὶ αὐτῶν διορισθήσεται. περὶ δὲ χρήματα καὶ ἄλλαι διαθέσεις εἰσί, μεσότης μὲν μεγαλοπρέπεια (ὁ γὰρ μεγαλοπρεπὴς διαφέρει ἐλευθερίου· ὃ μὲν γὰρ περὶ μεγάλα, ὃ δὲ περὶ μικρά), ὑπερβολὴ δὲ ἀπειροκαλία καὶ βαναυσία, ἔλλειψις δὲ μικροπρέπεια· διαφέρουσι δ᾽ αὗται τῶν περὶ τὴν ἐλευθεριότητα, πῇ δὲ διαφέρουσιν, ὕστερον ῥηθήσεται. περὶ δὲ τιμὴν καὶ ἀτιμίαν μεσότης μὲν μεγαλοψυχία, ὑπερβολὴ δὲ χαυνότης τις λεγομένη, ἔλλειψις δὲ μικροψυχία· ὡς δ᾽ ἐλέγομεν ἔχειν πρὸς τὴν μεγαλοπρέπειαν τὴν ἐλευθεριότητα, ‹τῷ› περὶ μικρὰ διαφέρουσαν, οὕτως ἔχει τις καὶ πρὸς τὴν μεγαλοψυχίαν, περὶ τιμὴν οὖσαν μεγάλην, αὐτὴ περὶ μικρὰν οὖσα· ἔστι γὰρ ὡς δεῖ ὀρέγεσθαι τιμῆς καὶ μᾶλλον ἢ δεῖ καὶ ἧττον, λέγεται δ᾽ ὁ μὲν ὑπερβάλλων ταῖς ὀρέξεσι φιλότιμος, ὁ δ᾽ ἐλλείπων ἀφιλότιμος, ὁ δὲ μέσος ἀνώνυμος. ἀνώνυμοι δὲ καὶ αἱ διαθέσεις, πλὴν ἡ τοῦ φιλοτίμου φιλοτιμία. ὅθεν ἐπιδικάζονται οἱ ἄκροι τῆς μέσης χώρας· καὶ ἡμεῖς δὲ ἔστι μὲν ὅτε τὸν μέσον φιλότιμον καλοῦμεν ἔστι δ᾽ ὅτε ἀφιλότιμον, καὶ ἔστι μὲν ὅτε
[1108a] ἐπαινοῦμεν τὸν φιλότιμον ἔστι δ᾽ ὅτε τὸν ἀφιλότιμον. διὰ τίνα δ᾽ αἰτίαν τοῦτο ποιοῦμεν, ἐν τοῖς ἑξῆς ῥηθήσεται· νῦν δὲ περὶ τῶν λοιπῶν λέγωμεν κατὰ τὸν ὑφηγημένον τρόπον. ἔστι δὲ καὶ περὶ τὴν ὀργὴν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ μεσότης, σχεδὸν δὲ ἀνωνύμων ὄντων αὐτῶν τὸν μέσον πρᾶον λέγοντες τὴν μεσότητα πραότητα καλέσωμεν· τῶν δ᾽ ἄκρων ὁ μὲν ὑπερβάλλων ὀργίλος ἔστω, ἡ δὲ κακία ὀργιλότης, ὁ δ᾽ ἐλλείπων ἀόργητός τις, ἡ δ᾽ ἔλλειψις ἀοργησία. εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλαι τρεῖς μεσότητες, ἔχουσαι μέν τινα ὁμοιότητα πρὸς ἀλλήλας, διαφέρουσαι δ᾽ ἀλλήλων· πᾶσαι μὲν γάρ εἰσι περὶ λόγων καὶ πράξεων κοινωνίαν, διαφέρουσι δὲ ὅτι ἣ μέν ἐστι περὶ τἀληθὲς τὸ ἐν αὐτοῖς, αἳ δὲ περὶ τὸ ἡδύ· τούτου δὲ τὸ μὲν ἐν παιδιᾷ τὸ δ᾽ ἐν πᾶσι τοῖς κατὰ τὸν βίον. ῥητέον οὖν καὶ περὶ τούτων, ἵνα μᾶλλον κατίδωμεν ὅτι ἐν πᾶσιν ἡ μεσότης ἐπαινετόν, τὰ δ᾽ ἄκρα οὔτ᾽ ἐπαινετὰ οὔτ᾽ ὀρθὰ ἀλλὰ ψεκτά. εἰσὶ μὲν οὖν καὶ τούτων τὰ πλείω ἀνώνυμα, πειρατέον δ᾽, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων, αὐτοὺς ὀνοματοποιεῖν σαφηνείας ἕνεκα καὶ τοῦ εὐπαρακολουθήτου. περὶ μὲν οὖν τὸ ἀληθὲς ὁ μὲν μέσος ἀληθής τις καὶ ἡ μεσότης ἀλήθεια λεγέσθω, ἡ δὲ προσποίησις ἡ μὲν ἐπὶ τὸ μεῖζον ἀλαζονεία καὶ ὁ ἔχων αὐτὴν ἀλαζών, ἡ δ᾽ ἐπὶ τὸ ἔλαττον εἰρωνεία καὶ εἴρων ‹ὁ ἔχων›. περὶ δὲ τὸ ἡδὺ τὸ μὲν ἐν παιδιᾷ ὁ μὲν μέσος εὐτράπελος καὶ ἡ διάθεσις εὐτραπελία, ἡ δ᾽ ὑπερβολὴ βωμολοχία καὶ ὁ ἔχων αὐτὴν βωμολόχος, ὁ δ᾽ ἐλλείπων ἄγροικός τις καὶ ἡ ἕξις ἀγροικία· περὶ δὲ τὸ λοιπὸν ἡδὺ τὸ ἐν τῷ βίῳ ὁ μὲν ὡς δεῖ ἡδὺς ὢν φίλος καὶ ἡ μεσότης φιλία, ὁ δ᾽ ὑπερβάλλων, εἰ μὲν οὐδενὸς ἕνεκα, ἄρεσκος, εἰ δ᾽ ὠφελείας τῆς αὑτοῦ, κόλαξ, ὁ δ᾽ ἐλλείπων καὶ ἐν πᾶσιν ἀηδὴς δύσερίς τις καὶ δύσκολος. εἰσὶ δὲ καὶ ἐν τοῖς παθήμασι καὶ περὶ τὰ πάθη μεσότητες· ἡ γὰρ αἰδὼς ἀρετὴ μὲν οὐκ ἔστιν, ἐπαινεῖται δὲ καὶ ὁ αἰδήμων. καὶ γὰρ ἐν τούτοις ὃ μὲν λέγεται μέσος, ὃ δ᾽ ὑπερβάλλων, ὡς ὁ καταπλὴξ ὁ πάντα αἰδούμενος· ὁ δ᾽ ἐλλείπων ἢ μηδὲν ὅλως ἀναίσχυντος, ὁ δὲ μέσος αἰδήμων. νέμεσις
[1108b] δὲ μεσότης φθόνου καὶ ἐπιχαιρεκακίας, εἰσὶ δὲ περὶ λύπην καὶ ἡδονὴν τὰς ἐπὶ τοῖς συμβαίνουσι τοῖς πέλας γινομένας· ὁ μὲν γὰρ νεμεσητικὸς λυπεῖται ἐπὶ τοῖς ἀναξίως εὖ πράττουσιν, ὁ δὲ φθονερὸς ὑπερβάλλων τοῦτον ἐπὶ πᾶσι λυπεῖται, ὁ δ᾽ ἐπιχαιρέκακος τοσοῦτον ἐλλείπει τοῦ λυπεῖσθαι ὥστε καὶ χαίρειν. ἀλλὰ περὶ μὲν τούτων καὶ ἄλλοθι καιρὸς ἔσται· περὶ δὲ δικαιοσύνης, ἐπεὶ οὐχ ἁπλῶς λέγεται, μετὰ ταῦτα διελόμενοι περὶ ἑκατέρας ἐροῦμεν πῶς μεσότητές εἰσιν· ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τῶν λογικῶν ἀρετῶν.
***
[7] Η γενική όμως αυτή διαπίστωση δεν μπορεί να είναι αρκετή· χρειάζεται να βρίσκει εφαρμογή και στις επιμέρους περιπτώσεις. Γιατί στην πρακτική φιλοσοφία οι καθολικές αρχές έχουν, βέβαια, πλατύτερη εφαρμογή, οι αρχές όμως που καλύπτουν μερικότερες περιπτώσεις έχουν μέσα τους μεγαλύτερο ποσοστό αλήθειας: η συμπεριφορά μας αποτελείται από επιμέρους πράξεις, και ο θεωρητικός μας λόγος πρέπει να βρίσκεται σε συμφωνία με αυτές. Ας μιλήσουμε λοιπόν για τις επιμέρους αυτές περιπτώσεις με τη βοήθεια του διαγράμματός μας.
Στην περιοχή του φόβου και του θάρρους μεσότητα είναι η ανδρεία·
[1107b] από την πλευρά της υπερβολής: τον άνθρωπο που δεν αισθάνεται κανέναν απολύτως φόβο, η γλώσσα μας δεν έχει λέξη που να τον δηλώνει (σε πολλές, όπως θα δούμε, περιπτώσεις η γλώσσα μας δεν διαθέτει τις σχετικές λέξεις)· ο υπερβολικός στο θάρρος δηλώνεται με τη λέξη
θρασύς, ενώ ο υπερβολικός στον φόβο αλλά ελλιπής στο θάρρος δηλώνεται με τη λέξη
δειλός.
Στις ηδονές και στις λύπες —όχι σε όλες, και πάντως κάτι που πρέπει να το σκεφτόμαστε έτσι σε μικρότερο βαθμό όταν λέμε «και στις λύπες»— μεσότητα είναι η σωφροσύνη, υπερβολή η ακολασία· ελλιπείς ως προς τις ηδονές δεν φαίνεται να υπάρχουν· γι᾽ αυτό και οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν στη γλώσσα μας λέξη που να τους δηλώνει — εμείς ας τους πούμε
αναίσθητους.
Στη δόση και τη λήψη χρημάτων μεσότητα είναι η
ελευθεριότητα, υπερβολή και έλλειψη η
ασωτία και η
ανελευθερία. Σ᾽ αυτές τις δύο οι άνθρωποι υπερβάλλουν και ελλείπουν με ακριβώς αντίθετο τρόπο: ο άσωτος υπερβάλλει στο ξόδεμα και ελλείπει στη λήψη, ενώ ο ανελεύθερος υπερβάλλει στη λήψη και ελλείπει στο ξόδεμα των χρημάτων — προς το παρόν ο λόγος μας για όλα αυτά είναι σχηματικός και περιληπτικός και αρκούμαστε σ᾽ αυτό, αργότερα όμως η πραγμάτευσή μας θα γίνει πολύ ακριβέστερη και πιο λεπτομερειακή.
Η σχέση μας με τα χρήματα μπορεί, βέβαια, να έχει και άλλες μορφές: μεσότητα η
μεγαλοπρέπεια (διαφέρει, πράγματι, ο
μεγαλοπρεπής από τον
ελευθέριο: στην πρώτη περίπτωση ο λόγος είναι για μεγάλα ποσά, στη δεύτερη για μικρά), υπερβολή η
μεγαλομανία και η
κακογουστιά, και έλλειψη η
κακομοιριά· στην περίπτωση αυτή οι αντίθετες προς τη μεσότητα ιδιότητες διαφέρουν από τις ιδιότητες που αναφέραμε πρωτύτερα ως αντίθετες προς την ελευθεριότητα, περισσότερα όμως για τη διαφορά αυτή παρακάτω.
Σχετικά με την τιμή και την ατιμία μεσότητα είναι η
μεγαλοψυχία, υπερβολή αυτό που θα μπορούσε κανείς να το ονομάσει ένα είδος
κενοδοξίας, έλλειψη η
μικροψυχία. Σε όποια σχέση λέγαμε ότι βρίσκεται η ελευθεριότητα προς τη μεγαλοπρέπεια (η διαφορά τους βρίσκεται, λέγαμε, στο ότι η ελευθεριότητα έχει να κάνει με μικρά χρηματικά ποσά), στην ίδια σχέση προς τη μεγαλοψυχία (που αναφέρεται στη μεγάλη τιμή) βρίσκεται μια άλλη ιδιότητα, η οποία αναφέρεται στη μικρή τιμή. Γιατί την τιμή μπορεί κανείς να την επιθυμεί και να την επιδιώκει με τον τρόπο που πρέπει, περισσότερο από ό,τι πρέπει ή λιγότερο από ό,τι πρέπει: ο υπερβολικός στην επιδίωξη της τιμής λέγεται
φιλόδοξος, ο ελλιπής
αφιλόδοξος, ενώ για τον μέσο δεν υπάρχει λέξη. Δεν υπάρχουν επίσης λέξεις με τις οποίες να δηλώνονται οι αντίστοιχες αφηρημένες έννοιες, και μόνο για τον φιλόδοξο υπάρχει αντίστοιχα το ουσιαστικό
φιλοδοξία. Αυτός είναι και ο λόγος που όσοι συμπεριφέρονται με τους ακραίους τρόπους διεκδικούν για τον εαυτό τους τη μέση θέση. Και εμείς οι ίδιοι, άλλωστε, τον μέσο άλλοτε τον ονομάζουμε
φιλόδοξο και άλλοτε
αφιλόδοξο, και επαινούμε τη μια φορά
[1108a] τον φιλόδοξο και την άλλη τον αφιλόδοξο. Για ποιόν λόγο το κάνουμε αυτό, θα το πούμε παρακάτω. Προς το παρόν ας συνεχίσουμε, με τον τρόπο που εφαρμόσαμε ως τώρα, τον λόγο μας για τις υπόλοιπες περιπτώσεις του διαγράμματός μας.
Υπερβολή, έλλειψη και μεσότητα υπάρχει και στην οργή. Ιδιαίτερες λέξεις για τις τρεις αυτές περιπτώσεις στην πραγματικότητα δεν έχουμε, λέγοντας όμως
πράο τον μέσο, ας ονομάσουμε
πραότητα τη μεσότητα. Γι᾽ αυτόν που κατέχει την άκρη της υπερβολής ας χρησιμοποιήσουμε τη λέξη
οργίλος (η αντίστοιχη κακία θα έχει, τότε, το όνομα
οργιλότητα), ενώ γι᾽ αυτόν που κατέχει την άκρη της έλλειψης ας χρησιμοποιήσουμε κάτι σαν τη λέξη
αόργητος (η έλλειψη θα έχει, τότε, το όνομα
αοργησία).
Υπάρχουν και άλλες τρεις μεσότητες, οι οποίες παρουσιάζουν βέβαια μια κάποια ομοιότητα μεταξύ τους, στην πραγματικότητα όμως διαφέρουν η μια από την άλλη: όλες τους αναφέρονται στη σχέση που αναπτύσσουμε με τους άλλους με τα λόγια και τις πράξεις μας· η διαφορά τους βρίσκεται στο ότι η μία από αυτές έχει να κάνει με την αλήθεια που υπάρχει στα λόγια και στις πράξεις μας, ενώ οι άλλες δύο με την ευχαρίστηση που υπάρχει μέσα σ᾽ αυτά· η ευχαρίστηση πάλι αυτή διακρίνεται α) σ᾽ εκείνην που βιώνεται στις κοινωνικές μας διασκεδάσεις και β) σ᾽ εκείνην που ενυπάρχει σε όλες γενικά τις περιστάσεις της ζωής μας. Ας μιλήσουμε λοιπόν και γι᾽ αυτές τις περιπτώσεις, για να διακρίνουμε ακόμη καλύτερα ότι η μεσότητα είναι σε όλες τις περιπτώσεις επαινετή, ενώ τα άκρα δεν είναι ούτε επαινετά ούτε ορθά, αλλά ψεκτά. Στις περισσότερες από τις περιπτώσεις για τις οποίες ερχόμαστε να μιλήσουμε η γλώσσα μας δεν διαθέτει λέξεις που να τις δηλώνουν· πρέπει λοιπόν να δοκιμάσουμε —το κάναμε και στις άλλες περιπτώσεις— να πλάσουμε οι ίδιοι λέξεις, αφού ο στόχος μας είναι η σαφήνεια και η παροχή στους άλλους της δυνατότητας να μας παρακολουθήσουν ευκολότερα.
Ενσχέσει με την αλήθεια: Ας συμφωνήσουμε να λέμε
ειλικρινή τον μέσο και
ειλικρίνεια τη μεσότητα. Η προσποίηση προς το μεγαλύτερο από το πραγματικό είναι η
καυχησιά και ο άνθρωπος που έχει την ιδιότητα αυτή είναι ο
καυχησιάρης. Η προσποίηση προς το μικρότερο από το πραγματικό είναι η
υποκριτική κρυψίνοια και ο άνθρωπος που έχει την ιδιότητα αυτή είναι ο
κρυψίνους και ο
υποκριτής.
Ενσχέσει τώρα με την ευχαρίστηση στις κοινωνικές μας διασκεδάσεις: Ο μέσος λέγεται
χαριτολόγος (το αντίστοιχο αφηρημένο ουσιαστικό είναι
χαριτολογία), η υπερβολή είναι το
«καραγκιοζλίκι» και ο άνθρωπος που έχει την ιδιότητα αυτή είναι ο
«καραγκιόζης», ενώ ο ελλιπής είναι ο
«χωριάτης» και η ιδιότητα είναι η
«χωριατιά».
Ενσχέσει προς την ευχαρίστηση που ενυπάρχει σε όλες γενικά τις περιστάσεις της ζωής μας: Ο ευχάριστος με τον τρόπο που πρέπει είναι ο
φιλικός, ο
αξιαγάπητος (μεσότητα είναι, τότε, η
φιλικότητα)· ο υπερβολικός λέγεται α)
αρεσιάρης, αν το κάνει χωρίς να αποβλέπει σε τίποτε, και β)
κόλακας, αν το κάνει αποβλέποντας στο προσωπικό του συμφέρον· ο ελλιπής, αυτός δηλαδή που είναι αντιπαθητικός στα πάντα, είναι ο άνθρωπος που θα μπορούσε κανείς να τον πει
καβγατζή και
δύστροπο.
Μεσότητες υπάρχουν και στα
πάθη, στον χώρο, θέλω να πω, των
παθών· το να ντρέπεται π.χ. κανείς δεν είναι βέβαια αρετή, ο ντροπαλός ωστόσο άνθρωπος επαινείται. Και σ᾽ αυτές πράγματι τις περιπτώσεις λέει κανείς για έναν άνθρωπο ότι τηρεί τη μεσότητα ή ότι ξεπερνάει το μέτρο, όπως π.χ. ο άνθρωπος που ντρέπεται τα πάντα,
ο άνθρωπος που τα χάνει από ντροπή· ο ελλιπής, αυτός που δεν αισθάνεται την παραμικρή ντροπή, είναι ο
αναίσχυντος, ενώ ο μέσος είναι ο
ντροπαλός.
Η
νέμεση,
[1108b] η ιερή αγανάκτηση, είναι η μεσότητα μεταξύ φθόνου και επιχαιρεκακίας — και οι τρεις τους αναφέρονται στη χαρά και στη λύπη που αισθάνεται κανείς για όσα συμβαίνουν στους άλλους: ο
νεμεσητικός λυπάται όταν βλέπει ανθρώπους που ευτυχούν ενώ δεν το αξίζουν· ο
φθονερός, ξεπερνώντας τον νεμεσητικό, λυπάται για κάθε επιτυχία του άλλου· τέλος, ο
επιχαιρέκακος όχι μόνο δεν λυπάται για το κακό που συμβαίνει στον άλλον, αλλά επιπλέον χαίρεται κιόλας.
Για όλα όμως αυτά θα έχουμε και αλλού την ευκαιρία να μιλήσουμε. Όσο για τη δικαιοσύνη, δεδομένου ότι ο όρος δεν χρησιμοποιείται με ένα μόνο νόημα, αφού μιλήσουμε διεξοδικά για όλα αυτά, θα κάνουμε λόγο για τα δύο της είδη και θα δείξουμε με ποιόν τρόπο είναι μεσότητα το καθένα από αυτά. Παρόμοια θα κάνουμε λόγο και για τις λογικές αρετές.