[491c] Ἔτι τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρὸς τούτοις τὰ λεγόμενα ἀγαθὰ πάντα φθείρει καὶ ἀποσπᾷ, κάλλος καὶ πλοῦτος καὶ ἰσχὺς σώματος καὶ συγγένεια ἐρρωμένη ἐν πόλει καὶ πάντα τὰ τούτων οἰκεῖα· ἔχεις γὰρ τὸν τύπον ὧν λέγω.Ἔχω, ἔφη· καὶ ἡδέως γ᾽ ἂν ἀκριβέστερον ἃ λέγεις πυθοίμην.
Λαβοῦ τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅλου αὐτοῦ ὀρθῶς, καί σοι εὔδηλόν τε φανεῖται καὶ οὐκ ἄτοπα δόξει τὰ προειρημένα περὶ αὐτῶν.
Πῶς οὖν, ἔφη, κελεύεις;
[491d] Παντός, ἦν δ᾽ ἐγώ, σπέρματος πέρι ἢ φυτοῦ, εἴτε ἐγγείων εἴτε τῶν ζῴων, ἴσμεν ὅτι τὸ μὴ τυχὸν τροφῆς ἧς προσήκει ἑκάστῳ μηδ᾽ ὥρας μηδὲ τόπου, ὅσῳ ἂν ἐρρωμενέστερον ᾖ, τοσούτῳ πλειόνων ἐνδεῖ τῶν πρεπόντων· ἀγαθῷ γάρ που κακὸν ἐναντιώτερον ἢ τῷ μὴ ἀγαθῷ.
Πῶς δ᾽ οὔ;
Ἔχει δὴ οἶμαι λόγον τὴν ἀρίστην φύσιν ἐν ἀλλοτριωτέρᾳ οὖσαν τροφῇ κάκιον ἀπαλλάττειν τῆς φαύλης.
Ἔχει.
[491e] Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Ἀδείμαντε, καὶ τὰς ψυχὰς οὕτω φῶμεν τὰς εὐφυεστάτας κακῆς παιδαγωγίας τυχούσας διαφερόντως κακὰς γίγνεσθαι; ἢ οἴει τὰ μεγάλα ἀδικήματα καὶ τὴν ἄκρατον πονηρίαν ἐκ φαύλης ἀλλ᾽ οὐκ ἐκ νεανικῆς φύσεως τροφῇ διολομένης γίγνεσθαι, ἀσθενῆ δὲ φύσιν μεγάλων οὔτε ἀγαθῶν οὔτε κακῶν αἰτίαν ποτὲ ἔσεσθαι;
Οὔκ, ἀλλά, ἦ δ᾽ ὅς, οὕτως.
[492a] Ἣν τοίνυν ἔθεμεν τοῦ φιλοσόφου φύσιν, ἂν μὲν οἶμαι μαθήσεως προσηκούσης τύχῃ, εἰς πᾶσαν ἀρετὴν ἀνάγκη αὐξανομένην ἀφικνεῖσθαι, ἐὰν δὲ μὴ ἐν προσηκούσῃ σπαρεῖσά τε καὶ φυτευθεῖσα τρέφηται, εἰς πάντα τἀναντία αὖ, ἐὰν μή τις αὐτῇ βοηθήσας θεῶν τύχῃ. ἢ καὶ σὺ ἡγῇ, ὥσπερ οἱ πολλοί, διαφθειρομένους τινὰς εἶναι ὑπὸ σοφιστῶν νέους, διαφθείροντας δέ τινας σοφιστὰς ἰδιωτικούς, ὅτι καὶ ἄξιον λόγου, ἀλλ᾽ οὐκ αὐτοὺς τοὺς ταῦτα λέγοντας μεγίστους [492b] μὲν εἶναι σοφιστάς, παιδεύειν δὲ τελεώτατα καὶ ἀπεργάζεσθαι οἵους βούλονται εἶναι καὶ νέους καὶ πρεσβυτέρους καὶ ἄνδρας καὶ γυναῖκας;
Πότε δή; ἦ δ᾽ ὅς.
Ὅταν, εἶπον, συγκαθεζόμενοι ἁθρόοι πολλοὶ εἰς ἐκκλησίας ἢ εἰς δικαστήρια ἢ θέατρα ἢ στρατόπεκα ἤ τινα ἄλλον κοινὸν πλήθους σύλλογον σὺν πολλῷ θορύβῳ τὰ μὲν ψέγωσι τῶν λεγομένων ἢ πραττομένων, τὰ δὲ ἐπαινῶσιν, ὑπερβαλλόντως ἑκάτερα, καὶ ἐκβοῶντες καὶ κροτοῦντες, πρὸς δ᾽ [492c] αὐτοῖς αἵ τε πέτραι καὶ ὁ τόπος ἐν ᾧ ἂν ὦσιν ἐπηχοῦντες διπλάσιον θόρυβον παρέχωσι τοῦ ψόγου καὶ ἐπαίνου. ἐν δὴ τῷ τοιούτῳ τὸν νέον, τὸ λεγόμενον, τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν; ἢ ποίαν [ἂν] αὐτῷ παιδείαν ἰδιωτικὴν ἀνθέξειν, ἣν οὐ κατακλυσθεῖσαν ὑπὸ τοῦ τοιούτου ψόγου ἢ ἐπαίνου οἰχήσεσθαι φερομένην κατὰ ῥοῦν ᾗ ἂν οὗτος φέρῃ, καὶ φήσειν τε τὰ αὐτὰ τούτοις καλὰ καὶ αἰσχρὰ εἶναι, καὶ ἐπιτηδεύσειν ἅπερ ἂν οὗτοι, καὶ ἔσεσθαι τοιοῦτον;
[492d] Πολλή, ἦ δ᾽ ὅς, ὦ Σώκρατες, ἀνάγκη.
Καὶ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὔπω τὴν μεγίστην ἀνάγκην εἰρήκαμεν.
Ποίαν; ἔφη.
Ἣν ἔργῳ προστιθέασι λόγῳ μὴ πείθοντες οὗτοι οἱ παιδευταί τε καὶ σοφισταί. ἢ οὐκ οἶσθα ὅτι τὸν μὴ πειθόμενον ἀτιμίαις τε καὶ χρήμασι καὶ θανάτοις κολάζουσι;
Καὶ μάλα, ἔφη, σφόδρα.
Τίνα οὖν ἄλλον σοφιστὴν οἴει ἢ ποίους ἰδιωτικοὺς λόγους ἐναντία τούτοις τείνοντας κρατήσειν;
[492e] Οἶμαι μὲν οὐδένα, ἦ δ᾽ ὅς.
Οὐ γάρ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐπιχειρεῖν πολλὴ ἄνοια. οὔτε γὰρ γίγνεται οὔτε γέγονεν οὐδὲ οὖν μὴ γένηται ἀλλοῖον ἦθος πρὸς ἀρετὴν παρὰ τὴν τούτων παιδείαν πεπαιδευμένον, ἀνθρώπειον, ὦ ἑταῖρε — θεῖον μέντοι κατὰ τὴν παροιμίαν ἐξαιρῶμεν λόγου· εὖ γὰρ χρὴ εἰδέναι, ὅτιπερ ἂν σωθῇ τε [493a] καὶ γένηται οἷον δεῖ ἐν τοιαύτῃ καταστάσει πολιτειῶν, θεοῦ μοῖραν αὐτὸ σῶσαι λέγων οὐ κακῶς ἐρεῖς.
Οὐδ᾽ ἐμοὶ ἄλλως, ἔφη, δοκεῖ.
Ἔτι τοίνυν σοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρὸς τούτοις καὶ τόδε δοξάτω.
Τὸ ποῖον;
Ἕκαστος τῶν μισθαρνούντων ἰδιωτῶν, οὓς δὴ οὗτοι σοφιστὰς καλοῦσι καὶ ἀντιτέχνους ἡγοῦνται, μὴ ἄλλα παιδεύειν ἢ ταῦτα τὰ τῶν πολλῶν δόγματα, ἃ δοξάζουσιν ὅταν ἁθροισθῶσιν, καὶ σοφίαν ταύτην καλεῖν· οἷόνπερ ἂν εἰ θρέμματος μεγάλου καὶ ἰσχυροῦ τρεφομένου τὰς ὀργάς τις καὶ [493b] ἐπιθυμίας κατεμάνθανεν, ὅπῃ τε προσελθεῖν χρὴ καὶ ὅπῃ ἅψασθαι αὐτοῦ, καὶ ὁπότε χαλεπώτατον ἢ πρᾳότατον καὶ ἐκ τίνων γίγνεται, καὶ φωνὰς δὴ ἐφ᾽ οἷς ἑκάστας εἴωθεν φθέγγεσθαι, καὶ οἵας αὖ ἄλλου φθεγγομένου ἡμεροῦταί τε καὶ ἀγριαίνει, καταμαθὼν δὲ ταῦτα πάντα συνουσίᾳ τε καὶ χρόνου τριβῇ σοφίαν τε καλέσειεν καὶ ὡς τέχνην συστησάμενος ἐπὶ διδασκαλίαν τρέποιτο, μηδὲν εἰδὼς τῇ ἀληθείᾳ τούτων τῶν δογμάτων τε καὶ ἐπιθυμιῶν ὅτι καλὸν ἢ αἰσχρὸν [493c] ἢ ἀγαθὸν ἢ κακὸν ἢ δίκαιον ἢ ἄδικον, ὀνομάζοι δὲ πάντα ταῦτα ἐπὶ ταῖς τοῦ μεγάλου ζῴου δόξαις, οἷς μὲν χαίροι ἐκεῖνο ἀγαθὰ καλῶν, οἷς δὲ ἄχθοιτο κακά, ἄλλον δὲ μηδένα ἔχοι λόγον περὶ αὐτῶν, ἀλλὰ τἀναγκαῖα δίκαια καλοῖ καὶ καλά, τὴν δὲ τοῦ ἀναγκαίου καὶ ἀγαθοῦ φύσιν, ὅσον διαφέρει τῷ ὄντι, μήτε ἑωρακὼς εἴη μήτε ἄλλῳ δυνατὸς δεῖξαι. τοιοῦτος δὴ ὢν πρὸς Διὸς οὐκ ἄτοπος ἄν σοι δοκεῖ εἶναι παιδευτής;
Ἔμοιγ᾽, ἔφη.
Ἦ οὖν τι τούτου δοκεῖ διαφέρειν ὁ τὴν τῶν πολλῶν καὶ [493d] παντοδαπῶν συνιόντων ὀργὴν καὶ ἡδονὰς κατανενοηκέναι σοφίαν ἡγούμενος, εἴτ᾽ ἐν γραφικῇ εἴτ᾽ ἐν μουσικῇ εἴτε δὴ ἐν πολιτικῇ; ὅτι μὲν γὰρ ἄν τις τούτοις ὁμιλῇ ἐπιδεικνύμενος, ἢ ποίησιν ἤ τινα ἄλλην δημιουργίαν ἢ πόλει διακονίαν, κυρίους αὑτοῦ ποιῶν τοὺς πολλούς, πέρα τῶν ἀναγκαίων, ἡ Διομηδεία λεγομένη ἀνάγκη ποιεῖν αὐτῷ ταῦτα ἃ ἂν οὗτοι ἐπαινῶσιν· ὡς δὲ καὶ ἀγαθὰ καὶ καλὰ ταῦτα τῇ ἀληθείᾳ, ἤδη πώποτέ του ἤδουσας αὐτῶν λόγον διδόντος οὐ καταγέλαστον;
[493e] Οἶμαι δέ γε, ἦ δ᾽ ὅς, οὐδ᾽ ἀκούσομαι.
Ταῦτα τοίνυν πάντα ἐννοήσας ἐκεῖνο ἀναμνήσθητι· αὐτὸ τὸ καλὸν ἀλλὰ μὴ τὰ πολλὰ καλά, ἢ αὐτό τι ἕκαστον καὶ [494a] μὴ τὰ πολλὰ ἕκαστα, ἔσθ᾽ ὅπως πλῆθος ἀνέξεται ἢ ἡγήσεαι εἶναι;
Ἥκιστά γ᾽, ἔφη.
Φιλόσοφον μὲν ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, πλῆθος ἀδύνατον εἶναι.
Ἀδύνατον.
Καὶ τοὺς φιλοσοφοῦντας ἄρα ἀνάγκη ψέγεσθαι ὑπ᾽ αὐτῶν.
Ἀνάγκη.
Καὶ ὑπὸ τούτων δὴ τῶν ἰδιωτῶν, ὅσοι προσομιλοῦντες ὄχλῳ ἀρέσκειν αὐτῷ ἐπιθυμοῦσι.
Δῆλον.
Ἐκ δὴ τούτων τίνα ὁρᾷς σωτηρίαν φιλοσόφῳ φύσει, ὥστ᾽ ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι μείνασαν πρὸς τέλος ἐλθεῖν; ἐννόει δ᾽ [494b] ἐκ τῶν ἔμπροσθεν. ὡμολόγηται γὰρ δὴ ἡμῖν εὐμάθεια καὶ μνήμη καὶ ἀνδρεία καὶ μεγαλοπρέπεια ταύτης εἶναι τῆς φύσεως.
Ναί.
Οὐκοῦν εὐθὺς ἐν παισὶν ὁ τοιοῦτος πρῶτος ἔσται ἐν ἅπασιν, ἄλλως τε καὶ ἐὰν τὸ σῶμα φυῇ προσφερὴς τῇ ψυχῇ;
Τί δ᾽ οὐ μέλλει; ἔφη.
Βουλήσονται δὴ οἶμαι αὐτῷ χρῆσθαι, ἐπειδὰν πρεσβύτερος γίγνηται, ἐπὶ τὰ αὑτῶν πράγματα οἵ τε οἰκεῖοι καὶ οἱ πολῖται.
Πῶς δ᾽ οὔ;
***
[491c] Μ᾽ ακόμα κι όλα τ᾽ άλλα τ᾽ αγαθά που λένε τη διαφθείρουν και την αποσπούν, η εμορφιά, τα πλούτη, η σωματική δύναμη, οι δυνατές συγγένειες μες στην πόλη και όλα τα παρόμοια· γιατί απ᾽ αυτά έχεις τον τύπο να καταλάβεις τί εννοώ γενικά.
Τον έχω, μα πολύ ευχαρίστως θα ήθελα να μου το εξηγούσες καλύτερα.
Κράτησε λοιπόν καλά αυτή τη γενική αρχή και δε θα σου φανούν καθόλου παράδοξα αυτά που σου είπα πριν αλλά απεναντίας φυσικότατα και αυταπόδεικτα.
Πώς το εννοείς αυτό;
[491d] Όλοι λέγαμε πως κάθε σπέρμα είτε φυτού είτε ζώου που δεν ήθελε τύχει την κατάλληλη τροφή του ή το κατάλληλο έδαφος και κλίμα, όσο περισσότερη δύναμη έχει τόσο και περισσότερο του είναι απαραίτητοι οι κατάλληλοι όροι που χρειάζεται για την ανάπτυξή του, γιατί το κακό είναι βέβαια πιο ενάντιο στο αγαθό παρά στο μη αγαθό.
Πώς όχι;
Έχει λοιπόν το λόγο του το ότι μια καλή φύση επηρεάζεται από τους μη ευνοϊκούς όρους περισσότερο από μια κακή.
Έχει πραγματικώς.
[491e] Δεν μπορούμε λοιπόν, Αδείμαντε, να βεβαιώσουμε κατά τον ίδιο τρόπο πως, όταν οι καλύτερα προικισμένες από τη φύση ψυχές λάχουν κακή διαπαιδαγώγηση, καταντούν κι οι πιο χειρότερες; ή παραδέχεσαι πως τα μεγάλα αδικήματα και η άκρατη πονηρία φυτρώνουν περισσότερο από τις πρόστυχες και όχι από τις γενναιότερες εκείνες φύσεις που τις διέφθειρε η κακή ανατροφή, ενώ μια αρρωστιάρικη φύση δεν μπορεί να γίνει αιτία ούτε μεγάλων αγαθών ούτε μεγάλων κακών;
Όχι, αλλά κι εγώ παραδέχομαι.
[492a] Έτσι λοιπόν κι η αληθινή φιλοσοφική φύση, καθώς εμείς την ορίσαμε, αν, υποθέτω, λάχει την ανατροφή που της χρειάζεται, δεν μπορεί παρά με τον καιρό όσο μεγαλώνει να φτάσει στη μεγαλύτερη τελειότητα, όταν όμως σπέρνεται και φυτρώνει στ᾽ ακατάλληλο έδαφος, θα καταντήσει σε ολωσδιόλου το αντίθετο, αν δεν τύχει κανείς θεός να τη βοηθήσει. Ή πιστεύεις και συ, όπως οι περισσότεροι, πως υπάρχουν κάποιοι νέοι που διαφθείρονται από κάποιους σοφιστές ή πώς υπάρχουν κάποιοι ιδιωτικοί σοφιστές που διαφθείρουν σε μεγάλο οπωσδήποτε βαθμό τους νέους, και όχι ότι αυτοί ίσα ίσα που τα λέγουν αυτά είναι οι μεγαλύτεροι [492b] σοφιστές και μορφώνουν στην εντέλεια και τους καταντούν όπως τους θέλουν και νέους και γέρους και άντρες και γυναίκες;
Και πού το κάνουν αυτό;
Εκεί που μαζεύουνται σωρός όλοι μαζί στις συνεδριάσεις του λαού ή στα δικαστήρια ή στα θέατρα ή στα στρατόπεδα ή σε καμιά άλλη κοινή σύναξη του πλήθους και με πολύ θόρυβο άλλοτε αποδοκιμάζουν τους λόγους και τις πράξεις κι άλλοτε επαινούν, υπερβολικά και στη μια και στην άλλη περίσταση, και ξεφωνίζουν και χειροκροτούν, ενώ μαζί [492c] μ᾽ αυτούς κι οι πέτρες κι ο τόπος γύρω όπου κάθονται αντιλαλεί διπλάσια από τις αποδοκιμασίες ή τους επαίνους των· μέσα λοιπόν σ᾽ ένα τέτοιο πανηγύρι, πώς να βαστάξει, που λέει ο λόγος, η καρδιά ενός νέου, ή ποιά ατομική του εκπαίδευση θα μπορέσει να ανθέξει και να μην την πάρει το ρέμα, κάτω από την τέτοια πλημμύρα του ψόγου ή του επαίνου, κι όπου την πάει; και δε θ᾽ αναγκαστεί κι ο ίδιος να συμμεριστεί τις αντιλήψεις των για τα καλά και τα κακά, να συμμορφωθεί με την όλη τους διαγωγή και στο τέλος να γίνει όμοιος κι απαράλλαχτος μαζί τους;
[492d] Ανάγκη πάσα αυτό, Σωκράτη, να γίνει.
Και όμως ακόμα δεν αναφέραμε τη μεγαλύτερη ανάγκη.
Ποιά;
Εκείνην που, όταν δεν κατορθώσουν να πείσουν με τα λόγια τους, την επιβάλλουν με τα έργα αυτοί οι περίφημοι σοφιστές και διδάσκαλοι. Ή δεν ξέρεις πως όποιος δεν συμμορφώνεται με τις επιθυμίες των, τον τιμωρούν με στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, με χρηματικά πρόστιμα και με θάνατο;
Το ξέρω και πολύ καλά μάλιστα.
Ποιός λοιπόν σοφιστής νομίζεις ή ποιά άλλη ιδιωτική διδασκαλία, τραβώντας τον ενάντιο δρόμο, θα μπορούσε να τους νικήσει αυτούς;
[492e] Κανένας, πιστεύω.
Πραγματικώς, και μωρία μάλιστα μεγάλη θα ήταν και να το δοκιμάσει καν. Γιατί ούτε υπάρχει ούτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει ίσως ποτέ μια φύση που να πάρει ως προς την αρετή μια μόρφωση αλλιώτικη από κείνη που επιβάλλουν αυτοί· και λέγω μια φύση ανθρώπινη, φίλε μου· γιατί τη θεϊκή, όπως λέει κι η παροιμία, την εξαιρούμε από το λόγο· και πρέπει καλά να ξέρεις πως, αν μέσα σε τέτοια κατάσταση που βρίσκονται οι σημερινές πολιτείες σωθεί τίποτα [493a] και γίνει ό,τι πρέπει να γίνει, θα μπορούσαμε να λέμε μ᾽ όλα μας τα δίκια πως τη σωτηρία του τη χρωστά σε κάποια θεϊκιά μοίρα.
Αυτή είναι η δική μου η ιδέα.
Μα κι αυτή την ιδέα να έχεις ακόμα.
Ποιά;
Όλοι αυτοί οι ιδιωτικοί με μισθό διδάσκαλοι, που τους ονομάζει ο λαός σοφιστές και αντιτέχνους του, δεν κάνουν άλλο παρά να διδάσκουν τα ίδια δόγματα που ακολουθά και ο όχλος στις συγκεντρώσεις του κι αυτό είναι που το λένε σοφία· το ίδιο δηλαδή πράγμα, όπως ένας άνθρωπος να σπούδαζε προσεκτικά τα ένστικτα και τις ορέξεις ενός μεγάλου και δυνατού και καλοτρεφούμενου ζώου [493b] και να᾽ ξερε πότε και πώς να το πλησιάζει, πότε κι από τί αγριεύει ή μερώνει, ποιές φωνές συνηθίζει να βγάζει σε τούτη ή στην άλλη περίσταση, και αφού τα μάθει όλ᾽ αυτά με τον καιρό και τη συνήθεια, να τ᾽ ονομάσει αυτό σοφία και να το συστηματοποιήσει σαν τέχνη που ν᾽ αρχίσει να τη διδάσκει, χωρίς να γνωρίζει αληθινά ποιό απ᾽ αυτά τα δόγματα και τις επιθυμίες είναι ωραίο ή άσχημο, [493c] καλό ή κακό, δίκαιο ή άδικο, αλλ᾽ όλ᾽ αυτά να τα ονομάζει σύμφωνα με τις αντιλήψεις του μεγάλου ζώου, καλά όσα το ευχαριστούν, κακά όσα το εξαγριώνουν και δίκαια όσα ικανοποιούν τις φυσικές του ανάγκες χωρίς καμιάν άλλη διάκριση, γιατί ούτε ο ίδιος έχει ποτέ καταλάβει ούτε σε άλλον είναι σε θέση να δείξει ποιά πραγματική διαφορά υπάρχει ανάμεσα στη φυσική ανάγκη και στο αγαθό. Ένας τέτοιος λοιπόν διδάσκαλος, πε μου να ζεις, δε θα σου φαίνονταν αλλόκοτος;
Βεβαιότατα.
Και νομίζεις τάχα πως διαφέρει καθόλου απ᾽ αυτόν εκείνος που το νομίζει σοφία να έχει μάθει τις ορέξεις και τις επιθυμίες [493d] των πολλών στις δημόσιές των συναθροίσεις, είτε για ζωγραφική πρόκειται είτε για μουσική είτε για πολιτική; Γιατ᾽ είναι φανερό πως αν κανείς αποφασίσει να επιδείξει σε καμιά τέτοια συνάθροιση ή κανένα ποίημα ή άλλο έργο του ή τους παρουσιάσει κανένα σχέδιο κοινής ωφελείας και αναγκαστεί να εξαρτήσει την επιτυχία του από την κρίση του πλήθους, σιδερένια ανάγκη, που λέει ο λόγος, θα του επιβάλει να συμμορφωθεί σε όλα με ό,τι αρέσουν και εγκρίνουν εκείνοι. Άκουσες όμως ως τώρα κανέναν από αυτούς να αποδείχνει με επιχειρήματα που να μην είναι καταγέλαστα ότι αυτά που εκτιμά ως ωραία και καλά είναι και πραγματικώς τέτοια;
[493e] Όχι κι ούτε πιστεύω ν᾽ ακούσω.
Αφού λοιπόν βάλεις όλ᾽ αυτά στο νου σου, σκέψου και τούτο: το καθαυτό ωραίο και όχι τα πολλά ωραία, ή το κάθε καθαυτό πράγμα και [494a] όχι τα πολλά, είναι δυνατό να το ανεχτεί το πλήθος και να το παραδεχτεί πως υπάρχει;
Κάθε άλλο.
Ώστε λοιπόν δεν μπορεί ποτέ να είναι φιλόσοφος ο πολύς λαός.
Όχι, δεν μπορεί.
Ανάγκη λοιπόν όσοι καταγίνονται με τη φιλοσοφία να κατηγορούνται απ᾽ αυτόν.
Αναγκαστικά.
Μα κι απ᾽ αυτούς τους ιδιωτικούς διδασκάλους που βρίσκονται σε στενές σχέσεις με τον όχλο και επιθυμούν να τα᾽ χουν καλά μαζί του.
Αυτό είναι φανερό.
Ύστερα λοιπόν απ᾽ όλ᾽ αυτά βλέπεις καμιά ελπίδα σωτηρίας για την πραγματικά φιλοσοφική φύση, ώστε να επιμένει σταθερά στο έργο της και να το βγάλει πέρα ως το τέλος; Και κρίνε το μόνος σου [494b] απ᾽ όσα είπαμε πριν· γιατί έχουμε παραδεχτεί πως ο αληθινός φιλόσοφος πρέπει να είναι προικισμένος από τη φύση με ευμάθεια, αντρεία, μνήμη και μεγαλοπρέπεια.
Ναι.
Δε θα᾽ ναι λοιπόν ένας τέτοιος ευθύς από την παιδική του ηλικία πρώτος μες στους συνομηλίκους του, αν τύχει μάλιστα και το σώμα του είναι παρόμοιο με την ψυχή;
Και πώς να μην είναι;
Όταν λοιπόν φτάσει σε ώριμη ηλικία, θα προθυμοποιηθούν βέβαια όλοι, και συγγενείς του και συμπολίτες, να τον χρησιμοποιήσουν για τα δικά τους τα συμφέροντα.
Πώς όχι;