Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (456-491)

ΧΟ. ἀλλ᾽ οἵδε χέρας δεσμοῖς δίδυμοι
συνερεισθέντες χωροῦσι, νέον
πρόσφαγμα θεᾶς· σιγᾶτε, φίλαι.
τὰ γὰρ Ἑλλήνων ἀκροθίνια δὴ
460 ναοῖσι πέλας τάδε βαίνει·
οὐδ᾽ ἀγγελίας ψευδεῖς ἔλακεν
βουφορβὸς ἀνήρ.
ὦ πότνι᾽, εἴ σοι τάδ᾽ ἀρεσκόντως
πόλις ἥδε τελεῖ, δέξαι θυσίας,
465 ἃς ὁ παρ᾽ ἡμῖν νόμος οὐχ ὁσίας
[Ἕλλησι διδοὺς] ἀναφαίνει.
ΙΦ. εἶεν·
τὰ τῆς θεοῦ μὲν πρῶτον ὡς καλῶς ἔχῃ
φροντιστέον μοι. μέθετε τῶν ξένων χέρας,
ὡς ὄντες ἱεροὶ μηκέτ᾽ ὦσι δέσμιοι.
470 ναοῦ δ᾽ ἔσω στείχοντες εὐτρεπίζετε
ἃ χρὴ ᾽πὶ τοῖς παροῦσι καὶ νομίζεται.
φεῦ·
τίς ἆρα μήτηρ ἡ τεκοῦσ᾽ ὑμᾶς ποτε
πατήρ τ᾽; ἀδελφή τ᾽, εἰ γεγῶσα τυγχάνει…
οἵων στερεῖσα διπτύχων νεανιῶν
475ἀνάδελφος ἔσται. — τὰς τύχας τίς οἶδ᾽ ὅτῳ
τοιαίδ᾽ ἔσονται; πάντα γὰρ τὰ τῶν θεῶν
ἐς ἀφανὲς ἕρπει, κοὐδὲν οἶδ᾽ οὐδεὶς κακόν
ἡ γὰρ τύχη παρήγαγ᾽ ἐς τὸ δυσμαθές.
πόθεν ποθ᾽ ἥκετ᾽, ὦ ταλαίπωροι ξένοι;
480 ὡς διὰ μακροῦ μὲν τήνδ᾽ ἐπλεύσατε χθόνα,
μακρὸν δ᾽ ἀπ᾽ οἴκων χθονὸς ἔσεσθ᾽ ἀεὶ κάτω.
ΟΡ. τί ταῦτ᾽ ὀδύρῃ, κἀπὶ τοῖς μέλλουσι νῷν
κακοῖσι λυπεῖς, ἥτις εἶ ποτ᾽, ὦ γύναι;
οὔτοι νομίζω σοφόν, ὃς ἂν μέλλων κτενεῖν
485 οἴκτῳ τὸ δεῖμα τοὐλέθρου νικᾶν θέλῃ,
οὐχ ὅστις Ἅιδην ἐγγὺς ὄντ᾽ οἰκτίζεται
σωτηρίας ἄνελπις· ὡς δύ᾽ ἐξ ἑνὸς
κακὼ συνάπτει, μωρίαν τ᾽ ὀφλισκάνει
θνῄσκει θ᾽ ὁμοίως· τὴν τύχην δ᾽ ἐᾶν χρεών.
490 ἡμᾶς δὲ μὴ θρήνει σύ· τὰς γὰρ ἐνθάδε
θυσίας ἐπιστάμεσθα καὶ γιγνώσκομεν.

***
Έρχεται ο γελαδάρης οδηγώντας τον Ορέστη και τον Πυλάδη δεμένους· ακολουθούν δύο φύλακες. Τους πρωτοβλέπει η κορυφαία. Αμέσως έπειτα ξαναβγαίνει από το ναό η Ιφιγένεια.

ΚΟΡ. Αλλά νά, με τα χέρια δεμένα σφιχτά,
οι δυο νέοι προχωρούν, της θεάς
τα καινούργια σφαχτάρια· καλές μου, σιωπή!
Για θυσίας προσφορά, της Ελλάδας ανθοί,
460 νά, σιμώνουνε πια στο ναό·
και δεν ήτανε ψέματ᾽ αυτά που ο βοσκός
των γελάδων μάς είπε.
Αν σου αρέσουν των ντόπιων, θεά, οι τελετές,
δέξου αυτές τις θυσίες, που ανόσιες ο νόμος σ᾽ εμάς
τις λογιάζει, κι αλάργα από τέτοιες κρατά
των Ελλήνων τα χέρια.
ΙΦΙ. Αρκεί·
Η πρώτη μου φροντίδα πρέπει να είναι
καλά να γίνουν τα ιερά· τα χέρια
των ξένων λύστε· αφού είναι πια δοσμένοι
στη θεά, δεμένοι να μην είναι.

Οι δυο φύλακες λύνουν τα χέρια των δυο νέων και μένουν κοντά τους· ο γελαδάρης φεύγει. Η Ιφιγένεια μιλεί έπειτα στους δυο υπηρέτες του ναού που την είχαν βοηθήσει στις χοές και που είναι και τώρα κοντά της.

Μπείτε
470 εσείς μες στο ναό κι εκεί ετοιμάστε
όσα απαιτούνε το έθιμο κι η ανάγκη.
Αλί!
Ποιά μάνα να σας έκαμε, ποιός τάχα
πατέρας; Κι η αδερφή σας τί λεβέντες
—αν έχετε αδερφή— θα χάσει, κι έρμη
θα μείνει! Ποιόν θα βρει μια τέτοια τύχη
κανείς δεν ξέρει· η θεία βουλή βαδίζει
στα σκοτεινά· και το κακό κανένας
δεν το μαντεύει· η τύχη εκεί το φέρνει
που δεν το νιώθεις. Άμοιροί μου ξένοι,
πούθε έρχεστε; Μεγάλο το ταξίδι
που κάματε ως εδώ· ο καιρός που θα είστε
480 μακριά από την πατρίδα σας, στον κάτω
κόσμο, πολύς θα ᾽ναι και εκείνος, αιώνιος.
ΟΡΕ. Κυρά μου, όποια και να ᾽σαι, τί τις θέλεις
αυτές τις κλάψες, και προσθέτεις λύπες
σ᾽ όσα μας περιμένουνε; Δεν το ᾽χω
για φρόνιμο, ένας που είναι για να σφάξει
να θέλει του χαμού το φόβο μέσα
στη σπλαχνιά να τον πνίξει· το ίδιο, αν ένας
το θάνατο θρηνεί που στέκει εμπρός του
χωρίς να υπάρχει ελπίδα σωτηρίας·
έτσι το ένα κακό διπλό το κάνει:
και για άμυαλος περνά και δε γλιτώνει·
αυτά στην τύχη ας μείνουν. Και για μας
490 μην κλαις· γιατί για τις εδώ θυσίες
τα ᾽χουμε μάθει και γνωστές μάς είναι.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ: Κλασικισμός (18ος-19ος αιώνας)

12.13. Νέο στιλ

Οι καλλιτέχνες των ιδεαλιστικών ρευμάτων ανοίγουν τον δρόμο για το νέο στιλ στη Γερμανία (Jugendstil), ένα στιλ που απλώνεται με παραλλαγές σε όλη την Ευρώπη (Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Αγγλία, Ισπανία, Γερμανία, Αυστρία κ.α.) και αφορά όλες τις τέχνες (και τις εφαρμοσμένες), με χαρακτηριστικά τη διακοσμητικότητα, τα καμπυλόγραμμα φυτικά μοτίβα, τα σύμβολα, τους υπαινιγμούς, την έντονη θεατρικότητα συχνά και τον ερωτισμό, που οδηγούν κάποτε προς τον εξπρεσιονισμό. Σε αυτό το κλίμα πολλά στοιχεία, μορφές και μοτίβα είναι δάνεια από την Αρχαιότητα που παίρνουν έντονα συμβολικό χαρακτήρα, όπως συμβαίνει χαρακτηριστικά σε έργα του ζωγράφου, γλύπτη, γραφίστα και αρχιτέκτονα Φραντς φον Στουκ (1863-1928) στο Μόναχο ή του αρχιτέκτονα Τζον Σον (1753-1837) στην Αγγλία. Από την Αρχαιότητα και συγκεκριμένα από αρχαία αγγεία που δημοσίευσε ο Γερμανός αρχαιολόγος Έντουαρντ Γκέρχαρντ στο βιβλίο του Auserlesene Griechische Vasenbilder (1848-1858), εμπνεύστηκε ο Αυστριακός Γκούσταβ Κλιμτ μια σειρά από έργα, όπως τα Μουσική I (1895), Μουσική II (1898), Palas Aenea (1898) και Ver Sacrum.

Στην αντίληψη και στο γούστο του νέου στιλ ανήκει ένα μοναδικό κτήριο που χρησιμοποιεί με υπερβολικό τρόπο τα αρχαία πρότυπα. Πρόκειται για τη βίλα Kerylos, το όνειρο του σπουδαίου Γάλλου ιστορικού και ελληνιστή Τεοντόρ Ρενάκ (1860-1928), που κατάφερε να το πραγματοποιήσει σε μια χερσόνησο στο Beaulieu-Sur-Mer στην Côte d᾽Azur κοντά στη Nice της Γαλλίας. Η βίλα που κτίστηκε τα χρόνια 1902-1908 συνεχίζει την παράδοση του Πότσνταμ και του Aschaffenburg. Είναι εμπνευσμένη από την αρχαία Ελλάδα όχι μόνον σαν αρχιτεκτόνημα, αλλά και στην εσωτερική διακόσμηση, στην επίπλωση, σε κάθε λεπτομέρεια, σε όλα τα χρηστικά αντικείμενα και ασφαλώς στη διαμόρφωση των κήπων. Αρχιτέκτονας της βίλας ήταν ο Εμανουέλε Ποντρέμολι (1865-1956), συγγραφέας αρχαιολογικών άρθρων με άριστη γνώση της τέχνης της Αρχαιότητας, που είχε βραβευτεί στη Ρώμη το 1890. Για το έργο αυτό χρησιμοποίησε επιπλέον σπάνιες εκδόσεις αρχαίων μνημείων, τις οποίες είχε ο Ρενάκ στην κατοχή του: Ντ᾽Αρκανβίλ, Φουρτβένγκλερ/Ράιχολντ, κ.ά. Η βίλα εξακολουθεί και σήμερα να είναι ένα ζωντανό μουσείο, κέντρο ελληνιστικών σπουδών.

Από το νέο στιλ και τον γαλλικό συμβολισμό επηρεάζονται στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα πολλοί δημιουργοί των Ρωσικών Μπαλέτων, ιδιαίτερα όταν βρίσκονται στο Παρίσι από το 1909 και εξής. Ένας σημαντικός τους εκπρόσωπος είναι ο Λεόν Μπακστ (1866-1924), ζωγράφος, σκηνογράφος και ενδυματολόγος, με κλασική παιδεία, προικισμένος με πλούσια φαντασία και ευρηματικότητα. Ο Μπακστ λάτρευε την ελληνική Αρχαιότητα και την Ανατολή, περιοχές που αντιμετώπισε σκηνογραφικά συχνά στην καριέρα του. Το 1905 ταξίδεψε στην Ελλάδα, στην Αθήνα και στα ελληνικά νησιά. Οι εντυπώσεις του από το ταξίδι είχαν σημασία για την επιτυχία των μπαλέτων του Ντιάγκιλεφ στο Παρίσι, καθώς τις αξιοποίησε πολύ δημιουργικά στα περίφημα κοστούμια του για τα μπαλέτα με ελληνικά θέματα (Ιππόλυτος, Οιδίπους, Κλεοπάτρα, Νάρκισσος, Ελένη της Σπάρτης κ.ά.) Στο Απόγευμα ενός φαύνου (1912) ο Μπακστ χρησιμοποιεί αρχαϊκά μοτίβα από αττικά αγγεία και έργα της πλαστικής, μετατρέποντάς τα σε ευφάνταστες πολύχρωμες δημιουργίες του νέου στιλ. Στο μπαλέτο αυτό η χορογραφία του Νιζίνσκι είναι επίσης εμπνευσμένη από αρχαία αγγεία, με αποτέλεσμα να μετατρέπει τη σκηνή σε μια κινούμενη αρχαϊκή ζωφόρο, ενώ η μουσική του Ντεμπυσί επιχειρεί να αποδώσει την αρχαϊκότητα του θέματος. Αντίστοιχα, στο μπαλέτο Δάφνις και Χλόη, που ανεβάστηκε επίσης από τα Ρωσικά Μπαλέτα στο Παρίσι το 1912 με μουσική του Μορίς Ραβέλ και με θαυμάσια αρχαιοπρεπή κοστούμια του Μπακστ, η Αρχαιότητα ως σημείο αναφοράς αντιμετωπίζεται με μια δυναμική ελευθερία και έμπνευση.

Από αυτό τον χώρο του νέου στιλ και ιδιαίτερα στις αρχές του 20ού αιώνα η Αρχαιότητα θα εισβάλει δυναμικά στο θέατρο, στην όπερα και στη μουσική, με θέματα από τον μύθο και την αρχαία τραγωδία. Στο Deutsches Theater στο Βερολίνο στις αρχές του 1900 ο Χανς Ομπερλέντερ ανεβάζει τον Οιδίποδα του Σοφοκλή σε μετάφραση του Βιλαμόβιτς. Ο σπουδαίος φιλόλογος, του οποίου ο πρώτος τόμος με τις μεταφράσεις των ελληνικών τραγωδιών μόλις είχε εκδοθεί, θα δώσει λίγες μέρες πριν από την πρεμιέρα μια διάλεξη με θέμα «Die Auffürbarkeit der griechischen Tragödie», όπου αναπτύσσει τις ιδέες του για την εγγύτητα του κόσμου και της αντίληψης της ελληνικής τραγωδίας με το σύγχρονο παρόν. Στην παράσταση, που γνώρισε τεράστια επιτυχία, τον ρόλο του Τειρεσία έπαιζε ο νεαρός Μαξ Ράινχαρντ, ο δαιμόνιος θεατράνθρωπος που λίγο αργότερα θα οργανώσει και θα σκηνοθετήσει σε τεράστιους ανοιχτούς χώρους στην ίδια πόλη μεγαλόπνοες παραστάσεις του Οιδίποδα. Όπερες του Ρίχαρντ Στράους, Ηλέκτρα (1909) και Αριάδνη στη Νάξο (1911/1912· 1916) σε λιμπρέτα-διασκευές αρχαίου δράματος που του προμηθεύει ο Χούγκο φον Χόφμανσταλ και πολλή μουσική εμπνευσμένη από την Αρχαιότητα κυριαρχούν σε όλες τις μοντέρνες τάσεις της εποχής: Αλεξάντρ Σκριάμπιν, Προμηθέας (1911), Νταριούς Μιγιό, Ορέστεια (1913-1922), Ερίκ Σατί, Σωκράτης (1918), Ίγκορ Στραβίνσκι, Oedipus Rex (1927), Απόλλων Μουσηγέτης (1928), και αργότερα του ίδιου, Περσεφόνη (1934), Έγκον Βέλετς, Άλκηστις (1924 ) και Βάκχες (1931), Καρλ Ορφ, Catulli Carmina, Ludi scaenici, Carmina Burana (1937), Αντιγόνη (1949), Οιδίπους Τύραννος (1959) κ.ά. είναι λίγες μόνον αναφορές σε μουσικά έργα του 20ού αιώνα που θεματικά συνδέονται με την Αρχαιότητα. Δεν είναι τυχαία αυτή η εισβολή της Αρχαιότητας στον μουσικό χώρο. Σχετίζεται με μια γενικότερη τάση, σαφή στα μοντέρνα κινήματα, ιδιαίτερα εμφανή στις αρχές του 20ού αιώνα, που επιδιώκει την ανανέωση με την επιστροφή σε αρχέγονες φόρμες, τη μνημειοποίηση του καινούργιου με μιαν απόσταση που προσφέρει η Αρχαιότητα μαζί με μιαν αίσθηση διαχρονικής διάρκειας που επιδιώκει η σύγχρονη τέχνη. «Φωτογραφίζει την Ελλάδα από το αεροπλάνο» θα πει ο Ζαν Κοκτό για τη «μουσική τραγωδία» Αντιγόνη του Α. Ονεγκέρ (1927), για την οποία έγραψε τα κείμενα.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: II ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 3. Από τους Περσικούς Πολέμους στον Πελοποννησιακό

3.4. Την ημέρα εκείνη άρχισαν μεγάλες συμφορές για τους Έλληνες

Το 431 η μεγάλη αναμέτρηση ανάμεσα στη Σπάρτη και την Αθήνα ήταν πλέον αναπόφευκτη. Σαράντα οκτώ χρόνια μετά τη μάχη των Πλαταιών, όταν οι δύο μεγάλες ελληνικές πόλεις είχαν αντιμετωπίσει τους Πέρσες πολεμώντας πλάι πλάι, πολλά πράγματα είχαν αλλάξει· ολόκληρος ο κόσμος έδειχνε να έχει αλλάξει. Το σημαντικότερο ίσως ήταν ότι οι Πέρσες δεν αποτελούσαν πλέον σημαντική απειλή και ότι το Αιγαίο ήταν αδιαφιλονίκητα μια ελληνική θάλασσα.

Οι Σπαρτιάτες παρέμεναν, όπως πάντα, περιορισμένοι, όσο μπορούσαν, στην πόλη τους, χωρίς να διευρύνουν τους ορίζοντές τους και χωρίς να απομακρύνονται από την παραδοσιακή αγωγή, που τους καθιστούσε άριστους πολεμιστές. Ασπίδα τους ήταν η ανδρεία τους στη μάχη και οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί τους. Οι Αθηναίοι, αντίθετα, είχαν επενδύσει στο ναυτικό τους. Ηγεμόνευαν σε μια πολύ μεγάλη συμμαχία και αισθάνονταν κυρίαρχοι των θαλασσών. Με την πολυπραγμοσύνη τους γίνονταν συνεχώς ισχυρότεροι. Κάθε νέο βήμα που πραγματοποιούσαν μείωνε την επιρροή και το κύρος της Σπάρτης. Είχαν αποκτήσει αυτοπεποίθηση σε τέτοιο βαθμό, ώστε αντιμετώπιζαν ακόμη και τους συμμάχους τους με υπεροψία. Σε ορισμένες περιπτώσεις φέρονταν περισσότερο ως δυνάστες και λιγότερο ως προστάτες. Όταν μάλιστα κάποια πόλη επιχειρούσε να αποστατήσει, την υποχρέωναν να συνετιστεί, επιδεικνύοντας συχνά υπέρμετρη σκληρότητα. Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους αποφάσισαν ότι έπρεπε να δράσουν. Εάν αδρανούσαν, η Αθήνα θα γινόταν ακαταμάχητη.

Πριν αρχίσει η μεγάλη σύγκρουση, οι δύο πλευρές μέτρησαν τις δυνάμεις τους και σχεδίασαν τη στρατηγική που όφειλαν να ακολουθήσουν. Ο επερχόμενος πόλεμος δεν επρόκειτο να κριθεί από μία μάχη στην ξηρά ούτε από μία ναυμαχία. Η Σπάρτη δεν κινδύνευε από εισβολή, και η Αθήνα ήταν καλά προστατευμένη από τα Μακρά Τείχη της. Πεδίο σύγκρουσης θα ήταν όλος ο κόσμος όπου κατοικούσαν Έλληνες, από την Ανατολή έως τη Δύση. Γι᾽ αυτό και οι διάφορες πόλεις έσπευδαν να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου. Τα προμηνύματα του πολέμου δεν συγκλόνισαν άλλωστε μόνο τους Έλληνες αλλά και ένα μέρος των βαρβάρων.

Ο Θουκυδίδης εκτίμησε ότι επρόκειτο για εξελίξεις με παγκόσμιο ενδιαφέρον, που άξιζε τον κόπο να καταγραφούν με κάθε δυνατή σχολαστικότητα. Χάρη στις οξυδερκείς του παρατηρήσεις, είναι γνωστές πολλές από τις λεπτομέρειες του πολέμου. Στην αρχή κιόλας της αφήγησής του ο ιστορικός βάζει στο στόμα του Σπαρτιάτη βασιλιά Αρχίδαμου Β' (περ. 469-427) μια γενική επισκόπηση της κατάστασης: Οι Σπαρτιάτες όφειλαν να συνειδητοποιήσουν ότι ο πόλεμος που αναλάμβαναν ήταν δύσκολος. Για έναν στρατό που μπορούσε να μετακινηθεί κυρίως διά ξηράς, η Αθήνα βρισκόταν μακριά. Επιπλέον, οι Αθηναίοι ήταν άριστα προετοιμασμένοι. Διέθεταν μεγάλο πλούτο (ιδιωτικό και δημόσιο), ναυτικό, ιππικό, όπλα, εφεδρείες και συμμάχους που κατέβαλλαν φόρους. Ακόμη και αν οι Σπαρτιάτες λεηλατούσαν τη γη τους με συχνές επιδρομές, αυτοί είχαν τον τρόπο να προμηθεύονται ό,τι χρειάζονταν από τη θάλασσα. Η λύση ίσως βρισκόταν στην αποστασία των συμμάχων τους, αλλά, για να επιτευχθεί αυτό, οι Σπαρτιάτες χρειάζονταν ισχυρό ναυτικό, το οποίο δεν διέθεταν. Εκτός από στόλο, οι Σπαρτιάτες έπρεπε να εξασφαλίσουν νέους συμμάχους, πέρα από τους Πελοποννήσιους, Έλληνες αλλά και βαρβάρους, δηλαδή Πέρσες. Ο Αρχίδαμος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι την έκβαση του συγκεκριμένου πολέμου θα καθόριζαν περισσότερο τα χρήματα και λιγότερο τα όπλα. Αυτό ήταν κάτι που έδινε ασφαλώς προβάδισμα στην Αθήνα.

Την ίδια γνώμη είχαν και οι Αθηναίοι. Στην Εκκλησία του Δήμου, όπου πήραν τις αποφάσεις τους, μίλησε, μεταξύ πολλών άλλων, και ο Περικλής. Ο Θουκυδίδης βάζει στο στόμα του μια γενική επισκόπηση της κατάστασης, η οποία επιβεβαιώνει τα λόγια του Αρχίδαμου. Ιδιαίτερο βάρος εμφανίζεται να αποδίδει ο Αθηναίος πολιτικός στην τροφοδοσία και γενικότερα σε οικονομικά θέματα. Στον τομέα αυτό οι Αθηναίοι υπερείχαν από κάθε άποψη. Άλλωστε, όπως εξήγησε, τον πόλεμο τον συντηρούσαν τα αποθέματα, όχι οι αναγκαστικές εισφορές, στις οποίες ήταν υποχρεωμένοι να καταφύγουν οι Πελοποννήσιοι. Σε άλλη ευκαιρία, ο Περικλής, για να εμψυχώσει τους Αθηναίους, απαρίθμησε με ακρίβεια το μέγεθος των αποθεμάτων τους, τον συμμαχικό φόρο, τα ιδιωτικά και τα δημόσια αφιερώματα στους θεούς, τους θησαυρούς των ναών - ακόμη και τον χρυσό στο άγαλμα της Αθηνάς που είχε φιλοτεχνήσει ο Φειδίας. Καμία άλλη ελληνική πόλη δεν είχε συγκεντρωμένο μέσα στα τείχη της ούτε ένα μικρό μέρος αυτού του πλούτου.

Ο Περικλής απέφυγε, όσο μπορούσε, να θυμίσει στους Αθηναίους ότι οι Σπαρτιάτες διέθεταν ένα πολύ επικίνδυνο όπλο: εμφανίζονταν ως απελευθερωτές των Ελλήνων. Οι πάντες γνώριζαν ότι η Αθηναϊκή Συμμαχία είχε εξελιχθεί σε ένα είδος τυραννίας. Αυτό το παραδεχόταν, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, και ο ίδιος. Εάν οι σύμμαχοι δέχονταν τους Σπαρτιάτες ως απελευθερωτές, τότε όλα τα μεγάλα πλεονεκτήματα της Αθήνας γίνονταν επισφαλή. Ο Περικλής αναγνώριζε ότι η τυραννία ήταν άδικη, αλλά προειδοποιούσε ότι η παραίτηση από αυτή ήταν επικίνδυνη.

Ο Πελοποννησιακός ή Αττικός Πόλεμος, όπως τον αποκαλούσαν οι Πελοποννήσιοι, κράτησε με διαλείμματα 27 χρόνια. Όπως είχε προβλέψει ο βασιλιάς Αρχίδαμος, αυτοί που τον ξεκίνησαν τον κληροδότησαν στα παιδιά τους. Η πρώτη δεκαετία έμεινε γνωστή ως Αρχιδάμειος Πόλεμος, με κύριο χαρακτηριστικό τις εισβολές των Πελοποννήσιων στην Αττική. Η λεηλασία της αττικής γης ήταν αναμενόμενη. Οι Αθηναίοι κλείστηκαν στα τείχη τους και απέφυγαν να δώσουν μάχη στο ανοιχτό πεδίο, όπου δεν είχαν ελπίδα να αντιπαρατεθούν με επιτυχία στους Σπαρτιάτες. Όταν έκλεισε ο πρώτος χρόνος του πολέμου, οι Αθηναίοι ανέθεσαν, όπως συνήθιζαν, σε έναν από τους επιφανέστερους πολίτες να εκφωνήσει τον επιτάφιο για τους πολεμιστές που είχαν σκοτωθεί. Ο Περικλής, που ανέλαβε αυτό το έργο, επέλεξε να τιμήσει τους νεκρούς εξυμνώντας τη δημοκρατία της πόλης για την οποία είχαν αγωνιστεί.

Εκείνο που κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ήταν ο λοιμός που έπληξε την πόλη και εξολόθρευσε το ένα τρίτο του πληθυσμού της. Μέσα στον πανικό τους, οι Αθηναίοι αφαίρεσαν από τον Περικλή τη στρατηγία που κατείχε για 15 συνεχή χρόνια, αλλά το 429 τον εξέλεξαν και πάλι στρατηγό. Όμως, για κακή τους τύχη πέθανε από τον λοιμό λίγους μήνες αργότερα. Όπως πληροφορεί ο Πλούταρχος, η εξέλιξη της αρρώστιας του ήταν αργή και με πολλές διακυμάνσεις. Πεθαίνοντας, δεν παινεύτηκε για τις πολλές του νίκες, αλλά επειδή, όπως ισχυρίστηκε, κανένας δεν είχε φορέσει μαύρα εξαιτίας του - εννοώντας ότι δεν είχε προκαλέσει καμία θανατική καταδίκη.

Οι Αθηναίοι δεν υπέκυψαν. Αποκλεισμένοι στην πόλη τους έκαναν διαρκείς επιδρομές με τον στόλο τους στην Πελοπόννησο. Οι ενέργειές τους έφεραν αποτέλεσμα, καθώς οι σύμμαχοι των Σπαρτιατών δεν είχαν τη δική τους ευχέρεια στον ανεφοδιασμό. Το 425 πέτυχαν περιφανή νίκη στη Σφακτηρία, ένα μικρό νησί έξω από την Πύλο, σκοτώνοντας πολλούς και αιχμαλωτίζοντας 292 άνδρες, από τους οποίους οι 120 ήταν Σπαρτιάτες. Η σύλληψη τόσο πολλών οπλιτών μαζί ήταν κάτι πρωτοφανές που πανικόβαλε τη Σπάρτη και έδωσε την ευκαιρία σε πολυάριθμους είλωτες να λιποτακτήσουν. Στην επιχείρησή τους οι Αθηναίοι είχαν στρατηγό τον Δημοσθένη, αλλά το σχέδιο ήταν του Κλέωνα, που εξελισσόταν σε ηγετική μορφή στη θέση του Περικλή.

Οι δύο αντίπαλοι έστρεψαν επίσης την προσοχή τους στη Δύση. Η Σικελία ήταν ένας πλούσιος τόπος που μπορούσε να λύσει το πρόβλημα επισιτισμού των Πελοποννήσιων. Οι Αθηναίοι εκμεταλλεύτηκαν τις αντιθέσεις όσων κατάγονταν από τη Χαλκίδα και ήταν Ίωνες με τους απογόνους των Δωριέων και προσπάθησαν να επέμβουν. Αλλά οι κάτοικοι της Σικελίας αποδέχθηκαν τη πρόταση του Συρακούσιου πολιτικού Ερμοκράτη, που τους καλούσε να διαφυλάξουν το νησί για τον εαυτό τους, και κατάφεραν να ενωθούν.

Η αναμέτρηση μεταφέρθηκε στο βόρειο Αιγαίο. Τον στρατό των Σπαρτιατών διοικούσε ο ικανός στρατηγός Βρασίδας, που είχε στρατολογήσει εκατοντάδες απελευθερωμένους είλωτες. Εμφανίστηκε ως απελευθερωτής, με κύριο στόχο την αποστασία των Αθηναίων συμμάχων. Μολονότι διαπίστωσε με έκπληξη ότι οι περισσότεροι δεν ήταν πρόθυμοι να ελευθερωθούν, πέτυχε στρατιωτικές νίκες που έφεραν σε δύσκολη θέση τους Αθηναίους. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης απέτυχε να σώσει την Αμφίπολη, όπως είχε αναλάβει, και τιμωρήθηκε από τους Αθηναίους με εξορία. (Η αποτυχία αυτή του έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθεί συστηματικά με το ιστορικό του σύγγραμμα.) Σε μια κρίσιμη μάχη σκοτώθηκαν ο Κλέων αλλά και ο Βρασίδας.

Το 421, εξαντλημένες από τις συνεχείς αναμετρήσεις, οι δύο πλευρές συνομολόγησαν ειρήνη, που ονομάστηκε Νικίειος, επειδή από την πλευρά των Αθηναίων την πρωτοβουλία είχε πάρει ο στρατηγός Νικίας. Δεκαπέντε μόλις μέρες μετά την κύρωση της συνθήκης, ο εικοσιτριάχρονος τότε Αριστοφάνης ανέβασε στα Διονύσια την κωμωδία με τον σημαίνοντα τίτλο Ειρήνη. Σε αυτή ο ποιητής εμφανίζεται καταφανής υπέρμαχος της ανακωχής. Η επιλογή και πραγμάτευση του θέματος της ειρήνης αποσκοπούσαν προφανώς να μεταπείσουν τους φιλοπόλεμους συμπολίτες για τα οφέλη που θα αποκόμιζε η πόλη από την παύση της σύγκρουσης. Οι διαπραγματεύσεις με τους Σπαρτιάτες είχαν ξεκινήσει από το καλοκαίρι του προηγούμενου έτους και, ενόσω ο Αριστοφάνης δούλευε πάνω στην κωμωδία του, η έκβασή τους ήταν ακόμη αβέβαιη. Η επιλογή από τους άρχοντες να παρουσιαστεί το συγκεκριμένο έργο στο αθηναϊκό κοινό σχετιζόταν ασφαλώς με την πολιτική ειρήνης που υποστήριζε ο ποιητής. Ενδεικτικό, πάντως, του πολιτικού κλίματος της εποχής είναι το γεγονός ότι τελικά η κωμωδία δεν κατόρθωσε να αποσπάσει το πρώτο βραβείο, αλλά ήρθε δεύτερη. Όσον αφορά την ίδια τη συνθήκη με τους Σπαρτιάτες, προβλεπόταν ότι κάθε πλευρά έπρεπε να επιστρέψει στην άλλη ό,τι είχε κυριεύσει με τα όπλα. Αυτό σήμαινε ότι κερδισμένη έβγαινε η Αθήνα, αφού διατήρησε τη συμμαχία της.

Παρά τη συνθήκη, οι αναμετρήσεις στο Αιγαίο δεν σταμάτησαν. Το 417, σε μια από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις της περιόδου, οι Αθηναίοι υπέταξαν την ουδέτερη Μήλο, την οποία κατοικούσαν Δωριείς. Στις διαπραγματεύσεις, όπως παραδίδει ο Θουκυδίδης, οι Αθηναίοι ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Από ό,τι μπορεί κανείς να εικάσει για τους θεούς και από ό,τι είναι βέβαιο για τους ανθρώπους, πιστεύουμε ότι και οι θεοί και οι άνθρωποι ακολουθούν πάντα έναν απόλυτο νόμο της φύσης, να επιβάλλουν πάντα την εξουσία τους αν έχουν τη δύναμη να το επιτύχουν. Τον νόμο αυτόν ούτε τον θεσπίσαμε, ούτε τον εφαρμόσαμε πρώτοι. Τον βρήκαμε να ισχύει και τον ακολουθούμε, όπως θα τον ακολουθούν αιώνια όσοι μας διαδεχτούν.

Ισχυρότεροι καθώς ήταν, οι Αθηναίοι κατέλαβαν το νησί, σκότωσαν όλους τους ενήλικες και υποδούλωσαν τα γυναικόπαιδα. Στη θέση τους εγκατέστησαν δικούς τους αποίκους. Οι Σπαρτιάτες δεν αντέδρασαν, πιθανότατα επειδή τους ανησυχούσε η εχθρότητα του Άργους.

Ενθαρρυμένοι οι Αθηναίοι, έσπευδαν να αναμειχθούν σε υποθέσεις των Περσών, υποστηρίζοντας την εξέγερση ενός σατράπη. Ο βασιλιάς Δαρείος Β' (423-404), που είχε στο μεταξύ διαδεχθεί τον πατέρα του Αρταξέρξη Α', διαπίστωσε έτσι ότι μια συνεχιζόμενη ουδετερότητα μπορούσε να αποδειχθεί επιβλαβής για τα συμφέροντά του. Η ὕποπτος ἀνακωχή, όπως την αποκαλεί ο Θουκυδίδης, κράτησε έως το 415.

Το 415 οι Αθηναίοι αποφάσισαν ένα παράτολμο εγχείρημα. Με πολύ ισχυρές δυνάμεις οργάνωσαν μια εκστρατεία στη Σικελία. Στο νησί είχαν εκδηλωθεί νέες αντιθέσεις, που τους έδιναν μεγάλες ελπίδες επιτυχίας. Όπως ισχυρίζεται ο Θουκυδίδης, η πραγματική τους πρόθεση ήταν να κατακτήσουν ολόκληρο το νησί. Εκμεταλλεύτηκαν πάντως την πρόσκληση συμμάχων τους, που τους καλούσαν με πολύ πιο περιορισμένο στόχο. «Εάν δεν μας βοηθήσετε εναντίον των εχθρών μας», ισχυρίστηκαν οι Εγεσταίοι, «τότε σύντομα θα κυριεύσουν το νησί οι Συρακούσιοι, και αυτοί θα σπεύσουν να βοηθήσουν τους ομόφυλούς τους Σπαρτιάτες.» Οι Εγεσταίοι, που δεν ήταν Έλληνες (κάτι που λησμονεί να σημειώσει ο Θουκυδίδης), υπόσχονταν να χρηματοδοτήσουν την εκστρατεία.

Στο διπλωματικό πεδίο οι Αθηναίοι είχαν κινηθεί από νωρίς με δεξιότητα, κερδίζοντας τη συμμαχία πολλών πόλεων. Συνομίλησαν με τους Ετρούσκους, τους Καρχηδόνιους και τους μη ελληνικούς πληθυσμούς της Σικελίας. Οι διαβεβαιώσεις που έλαβαν φαίνονταν πειστικές. Το εγχείρημα προπαγάνδιζε έντονα και ο νέος πολιτικός Αλκιβιάδης, προστατευόμενος παλαιότερα του Περικλή και μαθητής του Σωκράτη. Αφού λοιπόν συζήτησαν το θέμα διεξοδικώς, όλους τους έπιασε σφοδρή επιθυμία να ξεκινήσουν την εκστρατεία. Μαζί με τον Αλκιβιάδη, την ηγεσία του αθηναϊκού στρατού ανέλαβαν ο Νικίας και ο Λάμαχος.

Οι Αθηναίοι διέπραξαν το σφάλμα να ανακαλέσουν, τελευταία στιγμή, τον Αλκιβιάδη. Το βάρος έπεσε έτσι στον Νικία, που δεν ενέκρινε το εγχείρημα. Αλλά το σοβαρότερό τους λάθος ήταν, καθώς φαίνεται, η ίδια η μεγάλη δύναμη που απέστειλαν. Οι σύμμαχοί τους στη Σικελία τρομοκρατήθηκαν και αρνήθηκαν τη βοήθεια που είχαν υποσχεθεί. Η εκστρατεία κατέληξε έτσι σε μια τραγική ήττα από την οποία γλίτωσαν ελάχιστοι. Ο Λάμαχος, ο Νικίας και ο Δημοσθένης σκοτώθηκαν, ενώ ο Αλκιβιάδης άρχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Σπάρτη. Λέγεται ότι οι ελάχιστοι Αθηναίοι που σώθηκαν από τις αποπνικτικές συνθήκες των λατομείων, στα οποία είχαν φυλακιστεί, ήταν όσοι γνώριζαν από στήθους χορικά του Ευριπίδη και προτιμήθηκαν ως οικόσιτοι δούλοι στα σπίτια πλούσιων Σικελιωτών.

Με την ήττα των Αθηναίων στη Σικελία το 413, η μεγάλη αναμέτρηση εισήλθε στην τελική της φάση, που ονομάστηκε από τους μεταγενέστερους Δεκελεικός Πόλεμος, επειδή οι Σπαρτιάτες, με αρχηγό τον βασιλιά Άγη Β' (περ. 427-400), γιο του Αρχίδαμου, ακολούθησαν τις συμβουλές του Αλκιβιάδη: κατέλαβαν και οχύρωσαν τη Δεκέλεια, από όπου απειλούσαν άμεσα την Αθήνα. Η ύπαιθρος ερημώθηκε, ενώ περισσότεροι από 20.000 δούλοι βρήκαν την ευκαιρία να δραπετεύσουν. Ο ίδιος πόλεμος ονομάστηκε και Ιωνικός, επειδή οι περισσότερες συγκρούσεις έγιναν στα ιωνικά παράλια. Για τη διεξαγωγή του και οι δύο πλευρές χρειάζονταν άνδρες και στόλο. Παρά τα προβλήματά τους, οι Αθηναίοι άρχισαν αμέσως να ναυπηγούν νέα πλοία. Οι Σπαρτιάτες, ωστόσο, διαπίστωναν ότι η μόνη αξιόμαχη δύναμη που διέθεταν ήταν ο στόλος των Συρακουσών. Στράφηκαν έτσι στους Πέρσες, οι οποίοι τους συνέδραμαν οικονομικά με προθυμία. Αλλά με την επιτυχία τους αυτή στερήθηκαν το βασικό ιδεολογικό τους όπλο. Ενώ είχαν αναλάβει να ελευθερώσουν τους Έλληνες από την τυραννία των Αθηναίων, έσπευδαν να παραδώσουν ελευθερωμένες πόλεις στους Πέρσες.

Η κατάσταση στην Αθήνα επιδεινώθηκε ραγδαία. Το 411, ενώ ο στόλος απουσίαζε στη Σάμο, η δημοκρατία ανατράπηκε και τη θέση της πήρε μια καταπιεστική τυραννία τετρακοσίων ανδρών. Οι άνδρες του στόλου αντέδρασαν και ανακάλεσαν τον Αλκιβιάδη, που βρισκόταν ήδη σε επαφή με τους Πέρσες. Στο μεταξύ την τυραννία διαδέχθηκε ένα μετριοπαθέστερο καθεστώς, που βασιζόταν σε 5.000 άνδρες, και σύντομα η δημοκρατία αποκαταστάθηκε πλήρως. Το ναυτικό, που παρέμενε ακόμη στη Σάμο, νικούσε συστηματικά τους Σπαρτιάτες. Ενωμένη πάλι και δημοκρατική, η Αθήνα άρχιζε να ελπίζει. Ο Αλκιβιάδης επέστρεψε στην Αθήνα και εξελέγη στρατηγός, αλλά σύντομα δυσαρέστησε ξανά τους Αθηναίους και κατέφυγε στην Περσία, όπου βρήκε τον θάνατο.

Το 406 οι Αθηναίοι, με νέο στόλο που ναυπήγησαν χάρη στη συνδρομή των Μακεδόνων, πέτυχαν μια μεγάλη νίκη στις Αργινούσες. Ωστόσο, παρά την επιτυχία τους καταδίκασαν σε θάνατο τους στρατηγούς τους, επειδή δεν είχαν περισυλλέξει ναυαγούς και νεκρούς. Εκλαμβάνοντας τον πόλεμο ως τρόπο ζωής, οι απλοί Αθηναίοι πολίτες, που διακινδύνευαν συνεχώς τη ζωή τους για την πόλη, απαιτούσαν τον μέγιστο σεβασμό από τους στρατηγούς τους: σεβασμό προς τους ζωντανούς, ναυαγούς και αιχμαλώτους, αλλά και προς τους νεκρούς. Μόνο ο σοφός Σωκράτης είχε το σθένος να αντιταχθεί σε αυτή την ακραία απόφαση. Για τις ανάγκες της ναυμαχίας οι Αθηναίοι είχαν απελευθερώσει ακόμη και δούλους. Αυτό που τους όφειλαν, το διατύπωσε ωραία ο Αριστοφάνης: Στους Βατράχους του, ο Χάρων απαξιούσε να παραλάβει με τη βάρκα του στον κάτω κόσμο δούλους, εκτός από εκείνους που είχαν ναυμαχήσει στις Αργινούσες - οι υπόλοιποι έπρεπε να περιδιαβούν τη λίμνη πεζή. Τέτοιου είδους στράτευση δούλων για τη σωτηρία των δεσποτών τους δεν ήταν συνήθης. Μια ακόμη πιο ακραία περίπτωση είχε συμβεί στην Κέρκυρα, όταν οι δημοκρατικοί πολεμούσαν εναντίον των ολιγαρχικών για τον έλεγχο της πόλης. Και οι δύο πλευρές έσπευσαν στην ύπαιθρο να στρατολογήσουν δούλους, με την υπόσχεση να τους απελευθερώσουν. Οι περισσότεροι δούλοι προτίμησαν, πάντως, να συνταχθούν με τους δημοκρατικούς.

Τον μεγάλο Πελοποννησιακό Πόλεμο έκρινε μια τελευταία ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς. Οι Σπαρτιάτες, με στρατηγό τον Λύσανδρο, συνέτριψαν το 405 τους Αθηναίους, που έχασαν έτσι τον τελευταίο τους στόλο και τους τελευταίους ικανούς άνδρες. Όταν η είδηση έφτασε στο άστυ από τον Πειραιά, κανείς δεν έκλεισε μάτι. Δεν πενθούσαν για τους σκοτωμένους (σημειώνει ο Ξενοφών, που ανέλαβε να συμπληρώσει το ημιτελές αφήγημα του Θουκυδίδη), αλλά τους ίδιους τους εαυτούς τους. Με μοναδική εξαίρεση τη Σάμο, οι πάντες εγκατέλειψαν την Αθήνα, που ήταν υποχρεωμένη να συνθηκολογήσει με τους πλέον ταπεινωτικούς όρους. Το 404, με μεγάλη πλειοψηφία, η Εκκλησία του Δήμου συμφώνησε να κατεδαφιστούν τα Μακρά Τείχη και να προσχωρήσει η πόλη στη συμμαχία της Σπάρτης. Στη θέση της δημοκρατίας την εξουσία ανέλαβαν τριάντα άνδρες, που έμειναν γνωστοί ως Τριάκοντα τύραννοι. Αυτοί διοίκησαν την πόλη με μνησικακία και σκληρότητα, θανατώνοντας περίπου 1.500 πολίτες. Πάντως, έναν χρόνο αργότερα, οι δημοκρατικοί ξεσηκώθηκαν και ανέτρεψαν τους τυράννους. Η νέα δημοκρατία επέδειξε τη μεγαλοψυχία της κηρύσσοντας γενική αμνηστία.

Στη Σικελία, εντωμεταξύ, οι ελληνικές πόλεις είχαν αρχίσει και πάλι τις διαμάχες τους. Οι Καρχηδόνιοι επενέβησαν και επιβλήθηκαν εύκολα. Μοναδική δύναμη ικανή να αντισταθεί απέμεναν οι Συρακούσες. Ενώπιον του κινδύνου, ο στρατηγός Διονύσιος ανέτρεψε τη δημοκρατία και επέβαλε την τυραννία του, που έμελλε να έχει μακρά διάρκεια.

ΘΕΟΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΠΟΛΥΘΕΙΣΜΟΥ

Στα άτομα, τις κοινότητες και τους θεσμούς

Ο κόσμος που βλέπουμε γύρω μας, ο φυσικός, ο υφήλιος και υποσελήνιος των θνητών μορφών των οποίων όλοι μας αποτελούμε τμήμα, δεν είναι φυσικά ο ύπατος κόσμος του Υπάρχοντος. Στους δε ανώτερους Κόσμους, όπως και στους κατώτερούς μας, αλλά και στον δικό μας άλλωστε, υπάρχουν μάλιστα δεκάδες στρωματώσεις, που δημιουργούν μία απέραντη ιεραρχία, της οποίας οι ανώτερες οντότητες τραβούν "προς τα πάνω τις κατώτερες" για την εξυπηρέτηση του Νόμου της Εξελίξεως και του Αενάου.

Στον Ευρωπαϊκό Πολυθεϊσμό, η φυσική ζωή των ανωτέρων σημείων του κόσμου μας, στην όποια πιθανή μορφή της, υποστηρίζεται από ιδιαίτερες θεότητες που "προσκολλώνται" πάνω σε αυτές τις μορφές της, και καλλιεργούν μία εξαιρετική προς αυτές σχέση τροφοδοσίας/τροφοληψίας με σκοπό την Ενδυνάμωση και την Καθοδήγηση στον δρόμο της Εξελίξεως, δίχως απώλειες ενεργείας και πισωγυρίσματα. Αυτές οι θεότητες-προστάτες, που ουσιαστικά εγκατοικούν στα άτομα, αλλά και, με την εξέλιξη του Πολιτισμού, στις κοινότητες και τους θεσμούς "εμφανίζονται" με την γέννηση ή την ίδρυση, μάχονται μέσα από την ύπαρξη για τη συντήρηση και εξέλιξή της και την εγκαταλείπουν αμέσως μετά τον βιολογικό της θάνατο και αποτελούν ουσιαστικά τον "ομφάλιο λώρο" που συνδέει τον θνητό κόσμο μας με τον κόσμο των Αθανάτων, στον οποίο οφείλουμε να κατευθυνόμαστε σύμφωνα με το πρόταγμα του "αθανατίζειν", του να προσανατολιζόμαστε δηλαδή συνεχώς, ως άνθρωποι, προς τα Αθάνατα.

Στην Ελληνική Παράδοση αυτές οι θεότητες λέγονται "Γεννετήσιοι Δαίμονες" ή "Δαίμονες Εαυτού", από το ρήμα δαίομαι, δατέομαι, δηλαδή διαμοιράζω τις τύχες (σύμφωνα με τον Αλκμάνα) ή από τη λέξη δαήμων, δηλαδή γιγνώσκων (όπως αναφέρεται στον Αρχίλοχο) και ήσαν κοινές για άνδρες και γυναίκες, αντίθετα από την Ρωμαϊκή Παράδοση, όπως θα δούμε πιό κάτω. Οι άνθρωποι τους τιμούσαν, προσφέροντάς τους σπονδές, κυρίως στα γενέθλιά τους, αλλά, περισσότερο, με το να προσπαθούν στην καθημερινή ζωή να εναρμονίζονται μαζί τους, δηλαδή με το να ζεί ο καθένας "κατά δαίμονα εαυτού".

Στη Ρωμαϊκή Παράδοση, το Γκένιους (Genius, πληθυντ: genii) είναι μία απρόσωπη ρωμαϊκή θεότητα ανάλογη του "Δαίμονος Εαυτού" των Ελλήνων, προστάτις των ατόμων, των ανθρωπίνων ομάδων και των κοινωνιών. Το όνομά του σημαίνει "δημιουργός". Θρέφεται από τη δημιουργική δύναμη που παράγει ο ανθρώπινος νούς και προστατεύει τον δημιουργό και φορέα της μέχρι τον φυσικό αφανισμό του. Εποπτεύει την ηθική τελείωση και προστατεύει τον συνεταιρισμό των ανθρώπων και το γάμο. Στις Καλένδες, Νόνες και Ίδες των ρωμαϊκών μηνών τού προσφέρεται άρτος από σιτάρι (με επιπλέον σπονδή άκρατου οίνου μόνο στις Ίδες).

Σύμφωνα με τον Ρωμαϊκό Πολυθεϊσμό ο Γκένιους αποτελεί τον φύλακα άγγελο, το κυρίαρχο πνεύμα του κάθε ανδρός, τη διάνοια που τον ελέγχει και τον καθοδηγεί θετικά ή αρνητικά (ενώ για τις γυναίκες την αποστολή του Γκένιους εκτελεί η Θεά Ιούνο, αντίστοιχη της Ήρας των Ελλήνων). Ο Genius του κάθε ανδρός πιστεύεται ότι αφυπνίζεται πλήρως μέσα του όταν αυτός έρχεται για πρώτη φορά σε σαρκική επαφή με γυναίκα, αντίθετα από την ελληνική Παράδοση που ορίζει με την γέννηση του ατόμου (ανδρός ή γυναικός εδώ) την αφύπνιση του "Δαίμονος Εαυτού".

Genii, ως προστατευτικά πνεύματα, προστάτευαν ωστόσο και την οικογενειακή ζωή (Genius Paterfamilias) και ετιμώντο με σπονδές την ημέρα των γενεθλίων του πατέρα της κάθε οικογενείας. Ο Genius Paterfamilias εικονιζόταν ως φίδι και βωμός του θεωρείτο το "Λαράριουμ" (βωμός των Λαρητών) του σπιτιού. Η ιδέα του Γκένιους με τον καιρό διευρύνθηκε πολύ, σε σημείο που να καλύπτει ολόκληρο τον Ρωμαϊκό Λαό (Genius Publicus Populi Romani, Πνεύμα της Κοινότητος του Ρωμαϊκού Λαού), τον αυτοκρατορικό θεσμό (Genius Augusti, Πνεύμα του Αυτοκράτορος), αλλά και νομικά πρόσωπα ή συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές (Genius Patriae, Πνεύμα της Πατρίδος Γής, Genius Loci, Πνεύμα του Τόπου, ένας λατρευτικός τύπος που τιμούσε τις άγνωστες θεότητες που στοιχείωναν έναν καινούργιο τόπο). Ο Genius Publicus Populi Romani απεικονιζόταν ως νεαρός άνδρας με Κέρας της Αφθονίας και σπονδική patera πάνω από έναν βωμό. Στην πόλη της Ρώμης είχε Ιερό του κοντά στο Ναό της Κονκόρντια, στο Forum Romanum, όπου του προσέφεραν θυσία στις 9 Οκτωβρίου κάθε έτους.

Η ύπαρξη αυτών των ιδιαιτέρων θεοτήτων ανιχνεύεται και στην Κελτική (με τους Θεούς Arecurιι ή Aericurι, προμάχους των φυλών της Βορείου Βρετανίας, δηλαδή "αυτούς που στέκονται μπροστά από τη φυλή") αλλά και στην λεγόμενη Βόρεια (Σκανδιναβική και Τευτονική) Παράδοση, ως ένα ακόμη στοιχείο που συνηγορεί ότι εκείνο που αρκετοί ορίζουν ως Ευρωπαϊκή Προχριστιανική Παράδοση όντως υφίσταται ως συμπαγής ενότητα μέσα από την πολυμορφία μίας Ομοεθνίας, που αργότερα όμως ξηλώθηκε βάναυσα με την επικράτηση του Χριστιανισμού, με αυτό δηλαδή που ο Αλαίν Ντε Μπενουά απεκάλεσε "το πιό καταστροφικό γεγονός ολόκληρης της Ιστορίας". 

Στη Βόρεια Παράδοση λοιπόν, έχουμε τους Θεούς Hamingjur, οι οποίοι κατοικούν στους χθόνιους Κόσμους και σε ιδιαίτερη περιοχή που ονομάζεται Thinsgtead και είναι δαίμονες φύλακες και προστάτες των θνητών κατά την διάρκεια της ζωής τους. Πιστεύεται ότι τους συμβουλεύουν ως εσωτερική φωνή, ενώ στην μετά θάνατον κρίση των ψυχών, συμπαρίστανται ως συνήγοροι στους δικαίους και φιλαλήθεις και, αντιθέτως, εγκαταλείπουν στη μοίρα τους τους αδίκους, τους επίορκους και τους δολοφόνους.

Ο Αριστοτέλης για την ανδρεία και την ακολασία

Για τον Αριστοτέλη το ζήτημα της ευχαρίστησης (και της λύπης) είναι αλληλένδετο με την ανθρώπινη συμπεριφορά, αφού τελικά όλοι θα πράξουν αυτό που θα τους δώσει ευχαρίστηση. Ακόμη και ο εγκρατής, που έχει τη δύναμη να αρνηθεί πρόσκαιρες ηδονές, θα το κάνει προς υλοποίηση μεταγενέστερων και πιο σημαντικών απολαύσεων αντιλαμβανόμενος ότι η εγκράτεια θα τον ωφελήσει περισσότερο.

Μπορεί κανείς να δείξει εγκράτεια στο φαγητό τρώγοντας αυτά που πρέπει χωρίς υπερβολές, όχι επειδή αρνείται την ηδονή της τροφής, αλλά γιατί με αυτό τον τρόπο επενδύει στην υγεία του. Η καλή υγεία που εξασφαλίζει η σωστή διατροφή θα επιφέρει σωματική ευεξία και τη δυνατότητα να συνεχίζει κανείς να απολαμβάνει το φαγητό για πολύ μεγαλύτερο διάστημα. Από την άλλη, ο ακόλαστος αδυνατώντας να αντισταθεί στις γαστριμαργικές ηδονές υπερβάλλει στο φαγητό υπονομεύοντας την υγεία του και εκτιθέμενος στον κίνδυνο να το στερηθεί υπακούοντας στις οδηγίες του γιατρού του. (Εκτός εάν προτιμήσει τον πρόωρο θάνατο).

Από αυτή την άποψη, τα κίνητρα είναι τα ίδια και για τον ακόλαστο και για τον εγκρατή. Αυτό που διαφέρει είναι η αντίληψη για τον τρόπο ζωής που θα επιφέρει τις μεγαλύτερες και διαρκέστερες ηδονές.

Η προτίμηση του Αριστοτέλη για τις πνευματικές ηδονές θα πρέπει να ερμηνευτεί με τον ίδιο τρόπο. Δεν πρόκειται για άρνηση των σωματικών ηδονών –κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με τη φύση– αλλά για την ιεράρχηση των απολαύσεων στο σύνολό τους καταδεικνύοντας το αστείρευτο το πνευματικών ηδονών σε αντίθεση με το πεπερασμένο της ευχαρίστησης (και χρονικά και ποσοτικά και ποιοτικά) που μπορεί να προσφέρει το σώμα.

Το κίνητρο της ηδονής είναι κοινό και για τις ενάρετες πράξεις και για τις αντίθετες με την αρετή, αφού και ο ανδρείος και ο θρασύς νιώθουν ευχαρίστηση από τη συμπεριφορά τους. Η ίδια η αίσθηση του κινδύνου ενδέχεται για κάποιους να λειτουργεί ηδονικά: «Μερικοί, πάλι, αντέχουν το φόβο λόγω κάποιων ηδονών σαν το αίσθημα του θυμού· γιατί και ο θυμός προκαλεί κάποια ηδονή, αφού συνδέεται με την ελπίδα της εκδίκησης» (1229b 39-41).

Όμως, ο ανδρείος δεν πρέπει να ορίζεται με τέτοια κριτήρια ευχαρίστησης. Ο θυμός και η εκδίκηση δεν αρμόζουν στο πλαίσιο της αρετής. Μια τέτοια εκδοχή ευχαρίστησης αρμόζει περισσότερο στη ρηχότητα του θράσους: «Αλλά το χαρακτηρισμό του ανδρείου δεν το δικαιούται κανένας από όσους αντέχουν του θάνατο χάριν αυτής της ηδονής ή κάποιας άλλης ή για να αποφύγουν ακόμα πιο μεγάλο πόνο» (1229b 41-44).

Με δυο λόγια, ανδρείος δεν είναι εκείνος που κινείται από τα ευτελή κίνητρα της εκδίκησης ή της χαράς του κινδύνου. Ανδρείος είναι ο άνθρωπος που ξέρει να αντέχει το φόβο του θανάτου προκειμένου να υπερασπίσει τις αξίες που ορίζονται από το πνεύμα της αρετής κι αυτός είναι ο λόγος που η ανδρεία διέπεται απόλυτα από το μέτρο και τη λογική.

Όσο για εκείνον που προτιμά το θάνατο για να αποφύγει χειρότερες συμφορές, η πράξη του αποτελεί περισσότερο τρόπο διαφυγής παρά γενναιότητα. Οι αφόρητοι πόνοι που καθιστούν το θάνατο προτιμότερο δεν καταδεικνύουν το θάρρος του ανθρώπου που επιλέγει να πεθάνει αλλά το αδιέξοδο της ζωής του. Το μέγεθος μιας τέτοιας οδύνης μπορεί να επιφέρει τη λύπη για τα άτομα που την υφίστανται αλλά δε σηματοδοτούν την ανδρεία.

Μια τέτοια επιλογή όμως, δε σημαίνει ότι ο θάνατος πρέπει να εκληφθεί ως κάτι ευχάριστο: «Δεν είναι, βέβαια, ηδύ ο ίδιος ο θάνατος, αφού τότε οι ακόλαστοι, από αδυναμία θέλησης, θα διάλεγαν πολλές φορές να πεθάνουν· και ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι ηδύς ο ίδιος ο θάνατος αλλά μερικά απ’ αυτά που τον προκαλούν, πολλοί από αδυναμία πέφτουν εν γνώσει τους σε αυτά· κανέναν από αυτούς δε θα τον χαρακτηρίζαμε ανδρείο, μολονότι είναι απολύτως έτοιμος να πεθάνει» (1229b 44-50).

Το συμπέρασμα του Αριστοτέλη είναι ότι η ανδρεία πριν από όλα πρέπει να σχετίζεται με το αίσθημα της αιδούς: «Αλλά από όλες τις περιπτώσεις ανδρείων που αναφέραμε, πιο πολύ φαίνονται ανδρείοι όσοι από αιδώ αντέχουν το φόβο, όπως ο Έκτορας που λέει ο Όμηρος ότι άντεξε το φόβο του για τον Αχιλλέα: “αιδώς κυρίεψε τον Έκτορα και πρώτος ο Πολυδάμαντας θα βγει να με ντροπιάσει”, και αυτή είναι η πολιτική ανδρεία» (1230a 22-29).

Ωστόσο, το αναμφισβήτητο ότι η εκδοχή της ανδρείας με γνώμονα την αιδώ υπερέχει όλων των άλλων δε σημαίνει ότι κρίνεται και ως ιδανική: «Αλλά η αληθινή ανδρεία δεν είναι ούτε η πολιτική ούτε καμία από τις υπόλοιπες· μοιάζει, βέβαια, με αυτές, όπως μοιάζει και η ανδρεία των θηρίων που ορμούν εξαγριωμένα εκεί που θα δεχτούν το χτύπημα. Δεν πρέπει κανείς να μπαίνει σε κίνδυνο ούτε από ντροπή ούτε από οργή ούτε επειδή πιστεύει πως δε θα πεθάνει ούτε επειδή έχει δύναμη να προφυλαχτεί. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ούτε καν υπόνοια πραγματικού φόβου δε θα έχει» (1230a 30-35).

Σε τελική ανάλυση, ως ανδρεία ορίζεται η δυνατότητα χαλιναγώγησης του φόβου για το θάνατο. Η ασφάλεια της σωστής στρατιωτικής θέσης και της πολεμικής πείρας που εν τέλει εκμηδενίζουν τον κίνδυνο είναι αδύνατο να θεωρηθούν ανδρεία, αφού δεν υπάρχει ούτε η υπόνοια του θανάτου. Από την άλλη, οι συναισθηματικές εξάρσεις (είτε της ντροπής, είτε της εκδίκησης, είτε της απώλειας, είτε της οργής) που αδρανοποιούν τη λογική αφαιρούν κάθε έννοια συνείδησης με αποτέλεσμα η δράση να είναι αντανακλαστική, όπως και του θηρίου.

Η ανδρεία ορίζεται μόνο μέσα στο πλαίσιο της λογικής που πιστοποιεί τη συνειδητή πράξη. Κι αυτό εξασφαλίζεται από την προϋπόθεση της ελεύθερης βούλησης. Τα άτομα που ενεργούν σε συναισθηματική έξαρση δε λειτουργούν ελεύθερα, αλλά κατευθύνονται με τρόπο αυτόματο από τα συναισθήματά τους. Κατά κάποιο τρόπο είναι σαν να χάνουν τον εαυτό τους. Γι’ αυτό κι ενδέχεται να προβούν σε πράξεις για τις οποίες θα μετανιώσουν. Μια τέτοια συμπεριφορά είναι αδύνατο να εκληφθεί ως ανδρεία.

Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: « κάθε αρετή βασίζεται στην προαίρεση (έλλογη προτίμηση) (πώς το εννοούμε αυτό, το είπαμε προηγουμένως: με κάποιο τελικό σκοπό μάς οδηγεί η αρετή σε όλες τις επιλογές μας, και αυτός ο τελικός σκοπός δεν είναι άλλος από το καλό)· έτσι είναι φανερό ότι και η ανδρεία, ως αρετή που είναι, με κάποιο τελικό σκοπό θα μας κάνει να αντέχουμε το φόβο» (1230a 36-40).

Το τελικό συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: «Άρα, ούτε από άγνοια (τουναντίον, μας κάνει να κρίνουμε σωστά) ούτε από ηδονή, αλλά για το καλό γινόμαστε ανδρείοι, αφού αν δεν είναι για το καλό μα για μια τρέλα, δεν μπαίνει κανείς σε κίνδυνο, πράγμα που θα ήταν αισχρό» (1230a 41-44).

Κι αφού εξετάστηκε επαρκώς το ζήτημα της ανδρείας, σειρά έχει η διερεύνηση της ακολασίας: «… ενώ υπάρχουν πολλές σημασίες της λέξης ακολασία, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτή σχετίζεται σε κάθε περίπτωση με ορισμένες ηδονές και λύπες· και ανάλογα με τον τρόπο της σχέσης, διακρίνονται είδη ακολασίας αλλά και η ίδια η ακολασία από άλλες κακίες» (1230b 9-13).

Με δεδομένο ότι η ακολασία έγκειται στο εσφαλμένο πεδίο της υπερβολής, η αναισθησία βρίσκεται στο άλλο άκρο της έλλειψης: «Απέναντι, λοιπόν, στις ηδονές των ακόλαστων κάποιοι από αναισθησία παραμένουν απαθείς· αυτούς άλλοι τους λένε αναίσθητους, άλλοι αλλιώς. Όμως αυτό το πάθος δεν το βλέπουμε εύκολα ούτε είναι και πολύ συνηθισμένο, αφού όλοι τείνουν πιο πολύ προς το αντίθετο σφάλμα, και στη φύση όλων είναι να νικιούνται από αυτές τις ηδονές και να τις βιώνουν» (1230b 14-21).

Η μεσότητα της αρετής ανάμεσα στα άκρα της ακολασίας και της αναισθησίας εκφράζεται από τη σύνεση του φρόνιμου ανθρώπου: «Αφού, τώρα, ο σώφρων έχει να κάνει με ορισμένες ηδονές, υποχρεωτικά θα έχει να κάνει και με τις αντίστοιχες επιθυμίες. Πρέπει, λοιπόν, να δούμε ποιες είναι αυτές. Διότι ο σώφρων δε χαρακτηρίζεται έτσι για τη στάση απέναντι σε οποιαδήποτε ηδονή και σε οτιδήποτε ηδύ, αλλά –έτσι θεωρείται– απέναντι σε δύο μόνο αντικείμενα της αίσθησης, το αντικείμενο της γεύσης και το αντικείμενο της αφής, στην ουσία όμως μόνο της αφής» (1230b 24-29).

Για τον Αριστοτέλη οι αισθήσεις που ωθούν στην ακολασία είναι η γεύση και η αφή και πρωτίστως η αφή, αφού ακόμη και για τις γαστριμαργικές καταχρήσεις το όργανο που προσφέρει τη μεγαλύτερη ηδονή είναι ο φάρυγγας: «Όσον αφορά τις ηδονές της γεύσης, τα άγρια ζώα δεν τα αγγίζουν όλες οι ηδονές, ειδικά εκείνες στις οποίες το αίσθημα εντοπίζεται μόνο στο άκρο της γλώσσας, αλλά όσες προκαλούν αίσθηση στο φάρυγγα. Και το αίσθημα ταιριάζει πιο πολύ στην αφή παρά στη γεύση. Γι’ αυτό και οι λαίμαργοι δεν εύχονται να έχουν γλώσσα μακριά αλλά φάρυγγα γερανού» (1231a 16-21).

Για να συνοψίσει: «Με ένα λόγο, λοιπόν, με την αφή έχει να κάνει η ακολασία, και αντίστοιχα με τις ηδονές της αφής ο ακόλαστος. Η ασυδοσία στο πιοτό, δηλαδή, και η γαστριμαργία και η λαγνεία και η λαιμαργία και όλα τα παρόμοια σχετίζονται με αισθήματα γεύσης ή αφής, και αντίστοιχα προκύπτουν και τα είδη της ακολασίας» (1231a 23-28).

Οι άλλες αισθήσεις κρίνονται ουδέτερες από άποψη αρετής, αφού δεν επισύρονται χαρακτηρισμοί ηθικής ποιότητας ούτε για λόγους ακοής ούτε για λόγους όσφρησης ή όρασης: «Δε μιλάμε, δηλαδή, για άνθρωπο σώφρονα όταν πρόκειται για την οπτική ηδονή από τα ωραία (αρκεί να μην υπάρχει ερωτική επιθυμία) ή τη λύπη για τα άσχημα· ούτε όταν πρόκειται για την ακουστική ηδονή ή λύπη από την ηχητική αρμονία ή δυσαρμονία· ούτε για την οσφρητική ηδονή ή λύπη από τα ευώδη ή τα δυσώδη. Εξάλλου, ούτε για τον ακόλαστο μιλάμε στις αντίστοιχες περιπτώσεις» (1230b 30-37).

Κανείς δε θεωρείται σώφρων ή ακόλαστος από τα ακούσματα ή τα θεάματα που τον ευχαριστούν, «αρκεί να μην υπάρχει ερωτική επιθυμία». (Αν το θέαμα ή το ακρόαμα έχει να κάνει με την καθαρά σαρκική εκδοχή του έρωτα, τότε ασφαλώς τίθεται στο πλευρό της ακολασίας): «Εάν κάποιος θεάται έναν ωραίο ανδριάντα ή ίππο ή άνθρωπο, ή εάν ακούει έναν τραγουδιστή, και δεν επιθυμεί ούτε να φάει ούτε να πιεί ούτε να προβεί σε ερωτικές πράξεις, αλλά μόνο να θεάται το ωραίο και να ακούει το τραγούδι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ακόλαστος» (1230b 37-41).

Σε τελική ανάλυση, η ακολασία δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με το ζωώδες. Αυτός είναι και ο λόγος που αφορά τη γεύση και πρωτίστως την αφή: «Η ακολασία συνδέεται μόνο με δύο αντικείμενα των αισθήσεων, με εκείνα που και τα άγρια ζώα συμβαίνει να αισθάνονται απόλαυση ή λύπη, δηλαδή τα αντικείμενα της γεύσης και της αφής. Απέναντι σε ηδονικά αντικείμενα των άλλων αισθήσεων όλα τα ζώα παρομοίως φαίνονται αναίσθητα, π.χ. απέναντι στην ηχητική αρμονία ή το οπτικό κάλλος. Με τη θεωρία των ωραίων και την ακρόαση των αρμονιών δε φαίνεται να νιώθουν τίποτε άξιο λόγου, εκτός αν συμβαίνει κάτι τελείως αφύσικο» (1230b 43-46 και 1231a 1-6).

Το ότι σύγχρονες μελέτες έχουν καταδείξει ότι και κάποια ζώα είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται τις μουσικές αρμονίες κι (ενδεχομένως) να επηρεάζονται από αυτές δεν αναιρεί ότι η μουσικότητα αφορά πρωτίστως τους ανθρώπους. Η ουσία του αριστοτελικού συλλογισμού που θέλει την ακολασία να προσδιορίζεται από το ζωώδες παραμένει αναλλοίωτη. Και βέβαια, η απόλαυση της μουσικής αρμονίας είναι αδύνατο να σχετίζεται με το ζωώδες. Ακόμα και στην περίπτωση που κάποιος ευχαριστιέται με ακροάματα χαμηλού επιπέδου, θα ήταν παράλογο να χαρακτηριστεί ακόλαστος.

Το ίδιο και με την όσφρηση: «το ίδιο ισχύει και με τα ευώδη και δυσώδη, παρόλο που τα ζώα έχουν οξύτερες από τον άνθρωπο αισθήσεις. Και από τις οσμές τα ζώα απολαμβάνουν όσες τα ευφραίνουν όχι αυτές καθαυτές αλλά κάτι τυχαίο που συνδέεται με αυτές» (1231a 6-10).

Για να διευκρινιστεί αμέσως: «όταν λέω “όχι αυτές καθαυτές”, εννοώ αυτές που τις απολαμβάνουμε με την ελπίδα για κάτι άλλο ή τη μνήμη, π.χ. τις οσμές των φαγητών και των ποτών τις απολαμβάνουμε λόγω μιας άλλης ηδονής, να φάμε ή να πιούμε· ενώ με το “αυτές καθαυτές” εννοώ οσμές σαν αυτές των λουλουδιών» (1231a 10-14).

Πράγματι, μια καθαυτή οσμή, όπως των λουλουδιών είναι αδύνατο να επισύρει ηθικούς προσδιορισμούς. Οι ηθικοί προσδιορισμοί έχουν να κάνουν με την άσκηση της αρετής που υποδεικνύεται από τη μεσότητα μέσα στο πλαίσιο της λογικής. Το άρωμα των λουλουδιών, καθώς και οι σχετικές προτιμήσεις που μπορεί να έχει κάθε άνθρωπος, δεν εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο.

Ο ακόλαστος χαρακτηρίζεται από την έλλειψη εγκράτειας σε ζητήματα που εν τέλει είναι ικανά να βλάψουν τον εαυτό του. Κι αυτή είναι η δυστυχία του. Αν και γνωρίζει ότι σφάλλει, είναι αδύναμος να επιδείξει την πρέπουσα θέληση, ώστε να καταφέρει να επιβληθεί στα πάθη του. Δεν είναι απίθανο να τα ιδεολογικοποιήσει κιόλας επικαλούμενος το εφήμερο της ζωής και την αξία των απολαύσεων. Αναγκαστικά θα παρουσιάσει τον εγκρατή για αναίσθητο, ανίκανο να αισθανθεί τις χαρές της ζωής. Κάθε τέτοια προσπάθεια προϋποθέτει τη διαστρέβλωση των εννοιών.

Το βέβαιο είναι ότι παρόλο που τοποθετεί τις απολαύσεις σε αξία ζωής ουσιαστικά αποκλείει τον εαυτό του από τις σπουδαιότερες, αφού επιδίδεται διαρκώς στις ηδονές που αφορούν και τα ζώα. Οι απολαύσεις του έρωτα και του φαγητού, ως κυρίαρχες ασχολίες του ακόλαστου, έχουν να κάνουν με το ζωώδες, καθώς απευθύνονται εξίσου και σε αυτά. Οι πνευματικές απολαύσεις που διαχωρίζουν τον άνθρωπο από τα ζώα καθιστώντας τον ανώτερο συνήθως δεν ενδιαφέρουν τον ακόλαστο που καταδικάζεται στην ευτέλεια της ζωώδους χαράς. Κι αυτή είναι η ύψιστη δυστυχία του.

Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ: Εξεφτίσαμε σε εβραιοέλληνες

Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ... ΗΤΑΝ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ

Θα σε καλέσω σ’ έναν απλό περίπατο. Θα κάνουμε ένα πείραμα, που λένε οι φυσικοί. Για νά ‘χουμε αποτέλεσμα έμπεδο. Και η γνώση που θα κερδίσουμε νά ‘ναι σίγουρη.

Θα επιχειρήσουμε μια στατιστική έρευνα. Θα διατρέξουμε τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Από το χωριό Πυρσόγιαννη της Ηπείρου ως την επαρχία Βιάνου της Κρήτης. Από τη Νίψα και τις Σάππες της Θράκης ως το Παραλίμνι της Κύπρου, κι ως την άκρη το Ταίναρο.

Θα ρωτήσουμε νεοέλληνες απ’ όλες τις τάξεις και όλα τα επίπεδα. Γυναίκες και άντρες, γερόντους και παιδιά, αγράμματους και επιστήμονες, φτωχούς και πλούσιους, ακοινώνητους και αριστοκράτες, πουτάνες και καλόγριες, ξωχάρηδες και αστούς, φιλέρημους και χαροκόπους. Για νά ‘ναι το δείγμα μας ευρύ και πλήρες, που λένε οι γραφειοκράτες.

Όλα ετούτα τα αθώα και ανυποψίαστα πλήθη θα τα ρωτήσουμε δυό τρεις ερωτήσεις από το Ελληνικό, κι άλλες τόσες από το Εβραίικο.

Στο Ελληνικό λοιπόν. Να μας ειπούν τι γνωρίζουν για την αρχαία Ελλάδα. Ζητούμε μια γνώση σοβαρή και υποψιασμένη. Όχι φολκλόρ και γραφικότητες.

Γιατί γνώση της Ελλάδας είναι εκείνο που ξέρουμε να το ζούμε κιόλας. Όχι δηλαδή ο Ηρακλής μωρό έπνιξε τα φίδια· ότι ο Αρχιμήδης εχάραζε κύκλους στην άμμο· ούτε τᾶν ἢ ἐπί τᾶς, μέτρον ἂριστον, ο Μινώταυρος στην Κρήτη και το πιθάρι του Διογένη· ούτε αν ξέρουν πως η ψωλή του Δία εγίνηκε κεραυνός και χτύπησε τους σχιστούς λειμώνες της Ολυμπιάδας, για να γεννήσει στο Φίλιππο τον Αλέξανδρο.

Τέτοια γνώση της κλασικής Ελλάδας θά ‘τανε τουρισμός στην Τυνησία. Η φουστανέλα και το κόκκινο φέσι στη Μελβούρνη και στην Πέμπτη Λεωφόρο κατά τις εθνικές γιορτές. Θα ζητήσουμε γνώση ουσίας.

Να μας ειπούνε, δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα Εμπεδοκλής, Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντίνος, Διογένης Λαέρτιος, Αγελάδας, Λεύκιππος, Πυθαγόρας ο Ρηγίνος, Πυθέας, που στον καιρό μας αντίστοιχα σημαίνουν Αϊνστάιν, Δαρβίνος, Μπετόβεν, Έγελος, Μιχαήλ Άγγελος, Μαξ Πλανκ, Ροντέν, Κολόμβος.

Να μας μιλήσουν για κάποιους όρους σειράς και βάσης, όπως σφαίρος στον Εμπεδοκλή, κενό στο Δημόκριτο, εκπύρωση στον Ηράκλειτο, μηδέν στον Παρμενίδη, κατηγορία στον Αριστοτέλη, τόνος στους Στωικούς.

Να μας ειπούν οι κάθε λογής Έλληνες επιστήμονες τι τους λέει η λέξη ψυχρᾷ φλογί στον Πίνδαρο, μεταβάλλον ἀναπαύεται στον Ηράκλειτο, δακρυόεν γελάσασα στον Όμηρο, χαλεπῶς μετεχείρισαν στο Θουκυδίδη.

Να μας ειπούνε, πόσοι φιλόλογοι, έξω από τα σχολικά κολυβογράμματα, έχουν διαβάσει στο πρωτότυπο τρεις διαλόγους του Πλάτωνα, δύο Νεμεόνικους του Πινδάρου, την Ωδή στην αρετή του Αριστοτέλη, έναν Ομηρικό Ύμνο. (Και αυτό δεν είναι ραψωδία).

Και για να μας πιάσει τεταρταίος και καλπάζουσα, να μας ειπεί ποιος γνωρίζει και διδάσκει από τους ειδικούς προφεσσόρους στα πανεπιστήμια ότι οι τρεις τραγικοί ποιητές μας στη βάση τους είναι φυσικοί επιστήμονες· ότι στη διάλεξή του για την αρετή ο Πλάτων έκαμε στους ακροατές του ένα μάθημα γεωμετρίας · ότι η Ακρόπολη των Αθηνών είναι δωρικό, και όχι ιωνικό καλλιτέχνημα· ότι η διδασκαλία τραγωδίας στο θέατρο ήταν κήρυγμα από άμβωνος· ότι η θρησκεία των Ελλήνων ήταν αισθητική προσέγγιση των φυσικών φαινομένων.

Δε νομίζω, αναγνώστη μου, ότι σε όλα αυτά τα επίπεδα η έρευνά μας θα δώσει ποσοστά γνώσης και κατοχής σε βάθος του κλασικού κόσμου από τους νεοέλληνες που να υπερβαίνουν τους δύο στους χίλιους.

Τι φωνάζουμε τότε, και φουσκώνουμε, και χτυπάμε το κούτελο στο μάρμαρο ότι είμαστε Έλληνες; Για το θεό δηλαδή. Παράκρουση και παραφροσύνη.

Από το Ελληνικό ερχόμαστε στό Εβραίικο. Ερωτάμε το ίδιο στατιστικό δείγμα, το ευρύ και το πλήρες, αν έχουν ακουστά τα ονόματα Μωυσής, Αβραάμ, Ησαΐας, Ηλίας με το άρμα, Νώε, Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο Δαναήλ στο λάκκο, η Σάρα που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα ονόματα.

Υπάρχει γριά στην επικράτεια που να μην τους ξεύρει τούτους τους εβραίους; Δεν υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνιθοκλόπος στις Σποράδες, ούτε κλεφτογιδάς στην Κρήτη. Εδώ τα ποσοστά αντιστρέφουνται. Στους χίλιους νεοέλληνες τα ναι γίνουνται ενιακόσια τόσα, και τα όχι δύο. Και δεν ξεύρουν μόνο τα ονόματα, αλλά είναι έτοιμοι να σου κάνουν αναλύσεις στην ουνιβερσιτά και στην ακαντέμια για τις ηθικές και άλλες αξίες που εκφράζει το κάθε όνομα.

Το ίδιο συμβαίνει και για φράσεις όπως Προς Κολασσαεῖς, Προς Κορινθίους, Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν. Εδώ μάλιστα μεγάλος αριθμός νεοελλήνων ξέρει απόξω ολόκληρα χωρία και περικοπές.

Το ίδιο συμβαίνει, αν τους ειπείς για τόπους όπως Ιορδάνης, Γαλιλαία, Γεσθημανή (sic), Όρος Σινά, Καπερναούμ, Τιβεριάς. Αν όμως τους ειπείς για Βάσσες ή Φιγαλία, για Αργινούσες ή Πλημμύριον, για Περίπατο ή Κήπο (περιπατητικοί, επικούρειοι), σου απαντούν, όπως ο Μακρυγιάννης. Όταν είδε το Σκούρτη και τους άλλους ναυάρχους στα όρη να οδηγούν σε μάχη τους στρατιώτες του Νικηταρά με ναυτικά παραγγέλματα:

- Τι όρτζα, πότζα, και γαμώ το καυλί του μας λέει ο κερατάς;

Το ίδιο συμβαίνει, αν ζητήσεις να σου αναλύσουν την επί του Όρους Ομιλία, ή να σου τραβήξουνε διάλεξη περί νηστείας, περί προσευχής, περί του "Δεύτε οι ευλογημένοι...". Ο κάθε νεοέλληνας εδώ είναι πτυχιούχος και ειδήμονας. Είναι κληρονόμος και καθηγητής. Ξέρει να ταΐσει άχυρα το σκυλί του, και κόκαλα το γαϊδούρι του. Γνώση και πίστη και σοφία, που να ιδούν τα μάτια σου και να μην πιστεύει ο νους σου.

Τέτοιας λογής αποτέλεσμα θα μας δώσει η στατιστική έρευνα στον πληθυσμό της χώρας αναφορικά με την απόδραση του Ελληνικού, και την επίδραση του Εβραίικου. Στην επιφάνεια και στον τύπο και στο όνομα είμαστε Έλληνες. Στα βυθό όμως και στην ουσία και στην ύλη είμαστε εβραίοι.

Και μη μας παραπλανά το απλοϊκό δικηγοριλίκι, που κανοναρχούν ιεροκήρυκες και ιερολόγοι, ότι τάχατες άλλο εβραίοι κι άλλο χριστιανοί. Άλλο ορθόδοξοι κι άλλο ρωμαιοκαθολικοί. Ο ισχυρισμός αυτός είναι δόλιο σόφισμα, και αφέλεια ξεχειλωμένη.

Όσοι λένε τούτη την παλαβομάρα, είναι σα να λένε: Άλλο εταίρα κι άλλο πουτάνα. Μα σε σεμνεία δουλεύουνε και οι δύο. Άλλο δρομέας κι άλλο δισκοβόλος. Μα αθλητές είναι και οι δύο. Άλλο λέμφωμα, άλλο λευχαιμία, κι άλλο νεοπλασία του λάρυγγα. Μα καρκίνοι είναι όλοι τους. Και κακά σπυριά, που σκοτώσανε Καβάφη και Φρόυντ.

Οι νεοέλληνες εκρατήσαμε το σχήμα μόνο από τους έλληνες, Η μάζα όμως, το m που λένε οι φυσικοί, είναι καθαρά εβραίικη. Και ο χώρος, το spatium ή s που λένε οι φυσικοί, μέσα στον οποίο συντελέστηκε η αφελλήνιση των ελλήνων είναι το χριστιανικό βυζάντιο. Και ο χρόνος, ο tempus ή το t που λένε οι φυσικοί, που στη διάρκειά του συντελέστηκε ο εξεβραϊσμός των Ελλήνων είναι από τον καιρό του Θεοδόσιου μέχρι σήμερα.

Ο Θεοδόσιος εγκρέμιισε τους ναούς, έσπασε τα αγάλματα, έκλεισε τα στάδια, τα θέατρα, τα ελληνικά σχολεία. Όλες τις πηγές που ποτίζανε την ελληνική αντίληψη ζωής. Γι' αυτό τον εβαφτίσανε Μέγας. Όπως εβαφτίσανε Μέγας και τον προαγωγό του, με τη διπλή σημασία η λέξη, τον Κωνσταντίνο. Τον καίσαρα που έσφαξε τη γυναίκα του και το γιό του. Και τους εβάφτισαν Μέγας, εκείνοι που εβάφτισαν Μέγας και τους Αθανάσιους, τους Βασίλειους, και όσους τέτοιους. Όλοι τους γκρεμιστάδες, παραχαράκτες, αλάριχοι, βάνδαλοι της ελληνικής ιδέας.

Η άλλη φωνή, που λέει ότι τίποτα δεν εσήμαιναν ετούτες οι φρικαλεότητες των χριστιανών κατά των ελλήνων, για όσους δεν εξεφτίσανε σε εβραιοέλληνες αλλά έμειναν ελληνοέλληνες, έρχεται από πολύ μακρυά και την ακούνε λίγοι:

"Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί."

Καβάφης ειν' αυτός, αναγνώστη μου, δεν είναι σαράφης. Ούτε Βούδας και Κούδας. Και το ποίημα λέγεται Ιωνικόν. Δε λέγεται Χερουβικόν.

Οι πειρασμοί του Ιησού στην έρημο και ο γάμος στην Κανά. Συμβιβάζονται;

Μια επιπλέον διαφορά μεταξύ των ευαγγελικών διηγήσεων, είναι και αυτή που αφορά στο τι έγινε λίγο μετά τη βάπτιση του Ιησού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Στους τρείς συνοπτικούς, αναφέρεται ρητά ότι μετά την βάπτιση, οδηγήθηκε στην έρημο για να μπει σε πειρασμό «υπό του Διαβόλου»…

Καὶ ἐγένετο ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ἦλθεν Ἰησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐβαπτίσθη ὑπὸ Ἰωάννου εἰς τὸν Ἰορδάνην καὶ εὐθὲως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος εἶδεν σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ πνεῦμα ὡσεὶ περιστερὰν καταβαῖνον ἐπ’ αὐτόν• καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῶν οὐρανῶν Σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός ἐν ὦ εὐδόκησα. Καὶ εὐθὺς τὸ πνεῦμα αὐτὸν ἐκβάλλει εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἦν ἐκεῖ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἡμέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ, καὶ ἦν μετὰ τῶν θηρίων, καὶ οἱ ἄγγελοι διηκόνουν αὐτῷ.
(Κατά «Μάρκον», 1:9-13)

Καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος• καὶ ἰδού, ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί καὶ εἶδεν τὸ πνεῦμα τοῦ θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ’ αὐτόν• καὶ ἰδού, φωνὴ ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα. Τότε ὁ Ἰησοῦς ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τοῦ πνεύματος πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου.
(Κατά «Ματθαίον», 3:16-17 – 4:1)

Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ βαπτισθῆναι ἅπαντα τὸν λαὸν καὶ Ἰησοῦ βαπτισθέντος καὶ προσευχομένου ἀνεῳχθῆναι τὸν οὐρανὸν καὶ καταβῆναι τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον σωματικῷ εἴδει ὡσεὶ περιστερὰν ἐπ’ αὐτόν καὶ φωνὴν ἐξ οὐρανοῦ γενέσθαι λέγουσαν, Σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός ἐν σοὶ ἠυδόκησα… Ἰησοῦς δὲ πνεύματος ἁγίου πλήρης ὑπέστρεψεν ἀπὸ τοῦ Ἰορδάνου καὶ ἤγετο ἐν τῷ πνεύματι εἰς τήν ἐρήμον ἡμέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ διαβόλου.
(Κατά «Λουκάν», 3:21-22 – 4:1-2)

Στο τέταρτο ευαγγέλιο όμως, φαίνεται να βρίσκεται στην Κανά της Γαλιλαίας σε γάμο: «Καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ γάμος ἐγένετο ἐν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἦν ἡ μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ ἐκεῖ• ἐκλήθη δὲ καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὸν γάμον» (Κατά «Ιωάννην», 2:1-2).

Βασικός ισχυρισμός των σύγχρονων «απολογητών» είναι ότι στο «κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο έχουμε την μαρτυρία του Προδρόμου για την βάπτιση του Ιησού, και όχι αυτό καθαυτό το «γεγονός». Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας μας δίνει την μαρτυρία του Ιωάννη του Βαπτιστή προς τους ιερείς και τους Λευίτες στους στίχους 19-28 του πρώτου κεφαλαίου. Την επόμενη μέρα, «τῇ ἐπαύριον» (1:29), μαρτυρά πάλι για τον Ιησού τον οποίο είδε ερχόμενο προς αυτόν. Επειδή στους επόμενους στίχους (29-34) αναφέρει ότι δεν τον ήξερε αλλά τον αναγνώρισε επειδή το Πνεύμα του Θεού έμεινε πάνω του, υπονοείται ότι ο Ιησούς είχε ήδη βαπτιστεί και ότι είχε κάποιο χρόνο παραμονής στον Ιορδάνη. Αυτό αποδεικνύεται και με τις επαναλαμβανόμενες φράσεις «τη επαύριον» (αναφέρεται τρείς φορές), που δηλώνουν μέρες. Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με τις σαφείς αναφορές των συνοπτικών, ότι μετά την βάπτιση («τότε», σύμφωνα με το κατά «Ματθαίον» ή «ευθύς», σύμφωνα με το κατά «Μάρκον»), ο Ιησούς οδηγήθηκε στην έρημο.

Συνεχίζοντας την διήγησή του ο συγγραφέας του κατά «Ιωάννην», δίνει μια επιπλέον μαρτυρία του Βαπτιστή, η οποία έγινε αιτία δύο μαθητές του να τον αφήσουν και να προσκολληθούν στον Ιησού (στ. 35-43). Την επομένη, ο Ιησούς μετέβη στην Γαλιλαία. Στην συνέχεια, αναφέρεται ο γάμος στην Κανά.

Σύμφωνα με τους απολογητές, η τρίτη μέρα δεν πρέπει να αριθμείται από την βάπτιση, αλλά από την επιστροφή από την έρημο. Δηλαδή, 43 ημέρες περίπου μετά τη βάπτιση. Μέσα σε αυτό το χρονικό πλαίσιο, λαμβάνουν χώρα και οι πειρασμοί, χωρίς να αναφέρονται από τον συγγραφέα του συγκεκριμένου ευαγγελίου. Αυτό αναφέρει ο θεολόγος Π. Τρεμπέλας, όπου παραφράζει το παραπάνω χωρίο ως εξής: «Και την τρίτην ημέραν μετά την αναχώρησιν των από την έρημον του Ιορδάνου…». Και με αυτόν τον τρόπο, προσπαθεί η ορθόδοξη χριστιανική απολογητική να καλύψει την αντίφαση.

Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ας αντλήσουμε το υλικό μας (όπως κάνουμε συνήθως) μέσα από τις ίδιες τις πηγές, με σειρά και τάξη, και εξετάζοντας τις λεπτομέρειες διότι εκεί θα δούμε την απάτη.

Στο κατά «Μάρκον», ο Ιησούς ξεκινά από την Γαλιλαία με σκοπό να πάει στον Ιορδάνη για να βαπτιστεί από τον Ιωάννη. Αφού βαπτίζεται, «εὐθὺς τὸ πνεῦμα αὐτὸν ἐκβάλλει εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἦν ἐκεῖ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἡμέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ» (1:12-13). Κατά την παραμονή του Ιησού στην έρημο πρέπει να προσέξουμε ότι δεν ήταν μόνος, τον υπηρετούσαν άγγελοι «καὶ ἦν ἐκεῖ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἡμέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ σατανᾶ, καὶ ἦν μετὰ τῶν θηρίων, καὶ οἱ ἄγγελοι διηκόνουν αὐτῷ.» (Μαρκ. 1,13), δηλαδή τι του κάνανε; αέρα με τις φτερούγες τους; του παρασκεύαζαν φαγητό; του κατασκευάζανε κατάλυμα; του ικανοποιούσαν διάφορες σωματικές και σεξουαλικές ανάγκες; Μετά τις σαράντα μέρες, επιστρέφει στην Γαλιλαία και μετά καλεί τον Ανδρέα και τον Πέτρο (στ. 16). Επίσης, να τονιστεί ένα ακόμα πολύ σημαντικό στοιχείο (που θα μας βοηθήσει παρακάτω), ότι ο Ιωάννης κλείστηκε στην φυλακή κατά τη διάρκεια της παραμονής του Ιησού στην έρημο. «Μετὰ δὲ τὸ παραδοθῆναι τὸν Ἰωάννην ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν» (1:14). Επομένως, όταν ο Ιησούς επανήλθε στα μέρη του μετά από τους πειρασμούς στην έρημο, ο Ιωάννης ήταν ήδη φυλακή.

Στο κατά «Ματθαίον» αναφέρονται περίπου τα ίδια, με τη διαφορά ότι ο Ιησούς πειράστηκε από τον διάβολο αφού πρώτα νήστεψε σαράντα μέρες. «νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα ὕστερον ἐπείνασεν. Καὶ προσελθὼν αὐτῷ ὁ πειράζων εἶπεν…» (4:2-3). Ο συγγραφέας του ευαγγελίου συμφωνεί με τον συγγραφέα του κατά «Μάρκον», ότι ο Ιωάννης παραδόθηκε στην φυλακή κάπου ανάμεσα στην περίοδο των σαράντα ημερών. «Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν» (4:12).

Στο κατά «Λουκάν» ευαγγέλιο, αναφέρονται επιπλέον πληροφορίες. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήταν στην έρημο παιδιόθεν. «Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανεν καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι καὶ ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραήλ» (1:80). Σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα, ο Ιωάννης ξεκίνησε την αποστολή του βαπτίσματος, κατόπιν «θεϊκής οδηγίας». «ἐπ’ ἀρχιερέων Ἅννα καὶ Καϊάφα ἐγένετο ῥῆμα θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην τὸν τοῦ Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (3:2-3). Αυτό σημαίνει ότι δεν ήξερε φυσιογνωμικά τον Ιησού, εφόσον ποτέ του δεν τον συνάντησε. Το πότε τον γνώρισε, καθίσταται σαφέστατο από την μαρτυρία του ίδιου, η οποία διασώζεται στο κατά «Ιωάννην» ευαγγέλιο, όπου λέει: «Καὶ ἐμαρτύρησεν Ἰωάννης λέγων ὅτι Τεθέαμαι τὸ πνεῦμα καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἔμεινεν ἐπ’ αὐτόν κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν ἀλλ’ ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι ἐκεῖνός μοι εἶπεν Ἐφ ὃν ἂν ἴδῃς τὸ πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ’ αὐτόν οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν πνεύματι ἁγίῳ κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ» (1:32-34). Τον γνώρισε λοιπόν, κατόπιν της θεϊκής καθοδηγήσεως· «όποιον δεις να μένει πάνω του το Πνεύμα του Θεού». Στο κατά «Μάρκον» και κατά «Ματθαίον» όμως, γνωρίζονται πριν τη βάπτιση. «Τότε παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ’ αὐτοῦ· ὁ δὲ Ἰωάννης διεκώλυεν αὐτὸν λέγων, Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με» (3:13-14).

Αντιθέτως, στο τέταρτο ευαγγέλιο, επιστρέφοντας από την έρημο «τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ», έχει μαζί του όλους τους μαθητές και κάνει το πρώτο σημείο του ώστε να τους δείξει τη δόξα του. «Ταύτην ἐποίησεν τὴν ἀρχὴν τῶν σημείων ὁ Ἰησοῦς ἐν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐφανέρωσεν τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ» (2:11).

Αν το πρώτο σημείο έγινε στην Κανά παρόντων των μαθητών, τότε πως είναι δυνατόν το κατά «Λουκάν» να αναφέρει σημεία πριν την συγκρότηση της ομάδας των δώδεκα; Για παράδειγμα, η κλήση του Πέτρου αναφέρεται στο πέμπτο κεφάλαιο, όπου ήδη έχουν προηγηθεί «σημεία». Σημειωτέον, ότι ο συγγραφέας του κατά «Λουκάν», γράφει στον πρόλογό του προς τον Θεόφιλο όπου και απευθύνεται, ότι «πᾶσιν ἀκριβῶς καθεξῆς σοι γράψαι κράτιστε Θεόφιλε» (1:3). Δηλαδή, του τα γράφει όλα με ακρίβεια και με σειρά.

Ακόμα, ο Βαπτιστής φυλακίζεται πολύ αργότερα. Διότι μετά τον γάμο στην Κανά (άρα, μετά τους πειρασμούς στην έρημο), μετά την μετάβασή του στην Καπερναούμ και την ολιγοήμερη παραμονή του εκεί με τους μαθητές, μετά την μετάβαση στα Ιεροσόλυμα για το Πάσχα των Ιουδαίων, μετά την εκδίωξη των εμπόρων από τον Ναό, μετά την συνομιλία του με τον Νικόδημο, μετά την επάνοδο στην Ιουδαία, ο Ιησούς βρήκε τον Βαπτιστή να εξακολουθεί να βαπτίζει. Δεν είχε μπει ακόμα φυλακή. Αναφέρεται ρητά αυτό κατά την ανάγνωση του δευτέρου και του τρίτου κεφαλαίου, αλλά και από τα παρακάτω· «Μετὰ ταῦτα ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὴν Ἰουδαίαν γῆν καὶ ἐκεῖ διέτριβεν μετ’ αὐτῶν καὶ ἐβάπτιζεν· ἦν δὲ καὶ Ἰωάννης βαπτίζων ἐν Αἰνὼν ἐγγὺς τοῦ Σαλείμ ὅτι ὕδατα πολλὰ ἦν ἐκεῖ καὶ παρεγίνοντο καὶ ἐβαπτίζοντο• οὔπω γὰρ ἦν βεβλημένος εἰς τὴν φυλακὴν ὁ Ἰωάννης» (3:22-24).

Ο συγγραφέας του κατά «Λουκάν» μας δίνει την αιτία που ο Ιωάννης φυλακίστηκε· «ὁ δὲ Ἡρῴδης ὁ τετράρχης, ἐλεγχόμενος ὑπ’ αὐτοῦ περὶ Ἡρῳδιάδος τῆς γυναικὸς φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ περὶ πάντων ὧν ἐποίησεν πονηρῶν ὁ Ἡρῴδης προσέθηκεν καὶ τοῦτο ἐπὶ πᾶσιν καὶ κατέκλεισεν τὸν Ἰωάννην ἐν τῇ φυλακῇ» (3:19-20). Αυτό σημαίνει ότι ο Ιωάννης πήγε φυλακή και παρέμεινε εκεί ως το τέλος της ζωής του. (Το ερώτημα του Ιωάννη: «Ὁ δὲ Ἰωάννης ἀκούσας ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, πέμψας δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν; [= Ο Ιωάννης δε ο Βαπτιστής, όταν ήκουσε μέσα εις την φυλακήν του τα έργα του Χριστού, έστειλε δύο από τους μαθητάς του και τον ηρώτησεν· “Συ είσαι ο ερχόμενος Μεσσίας ή μήπως πρέπει να περιμένωμεν άλλον” (Τούτο δε έκαμεν, διότι ο ίδιος αμφέβαλλε, εις την προς τον Χριστόν πίστιν) (Λκ 7,18-23) Τα συμπεράσματα δικά σας.

Συνοψίζοντας, λέμε τα εξής:

1. Οι συνοπτικοί αναφέρουν τους πειρασμούς ακριβώς μετά τη βάπτιση. Στο τέταρτο ευαγγέλιο δεν αναφέρονται καθόλου οι πειρασμοί.

2. Οι συνοπτικοί θέλουν τον Ιησού να φέρεται «υπό του Πνεύματος» στην έρημο. Μάλιστα, ο συγγραφέας του κατά «Μάρκον» χρησιμοποιεί το ρήμα «εκβάλλει» στην έρημο. Δηλαδή, τον βγάζει, τον απομακρύνει σε έρημο τόπο. Στο τέταρτο ευαγγέλιο, ο Ιησούς φαίνεται ότι μετά τη βάπτιση παραμένει κοντά στον Βαπτιστή. Μάλιστα αυτό έγινε αιτία να φύγουν από τον Βαπτιστή δύο μαθητές του και να προσκολληθούν στον Ιησού, ΠΡΙΝ πάει στην Γαλιλαία ο Ιησούς. Ο ένας ήταν ο Ανδρέας (που η ίδια η εκκλησία αποκάλεσε «πρωτόκλητο»). Στους συνοπτικούς όμως, πηγαίνει στον Ιησού ΜΕΤΑ την επιστροφή από την έρημο.

3. Στους συνοπτικούς δεν έχει ακόμα σχηματίσει την ομάδα των δώδεκα όταν πάει στην Γαλιλαία. Στο τέταρτο ευαγγέλιο όμως την έχει ήδη δημιουργήσει.

4. Στους συνοπτικούς, ο Ιωάννης μπαίνει στην φυλακή ενώ ο Ιησούς είναι στην έρημο. Στο τέταρτο, φυλακίζεται πολύ μετά την επιστροφή του Ιησού από αυτήν.

Οι διαφορετικές διηγήσεις δεν προέρχονται από γραπτά που μας άφησαν οι αυτόπτες (Ματθαίος και Ιωάννης), ούτε από ανθρώπους που γνώρισαν τους αυτόπτες (Μάρκος, Λουκάς). Πρόκειται περί διαφορετικών προφορικών παραδόσεων που αλλοιώθηκαν από στόμα σε στόμα.

Τα κείμενα αυτά γράφτηκαν πολύ μετά από αυτά στα οποία αναφέρονται. Οι οποιεσδήποτε διασταυρώσεις των γραφομένων δεν ήταν εφικτές, καθώς ούτε ακόμα αποτελούσαν επιμέρους κείμενα ενός βιβλίου (όπως σήμερα), ούτε είχε ο καθένας την ευχέρεια να τα έχει στην βιβλιοθήκη του ανά πάσα στιγμή.

Η παράδοση που θέλει την ταύτιση των συγγραφέων με τους αποστόλους και τους μαθητές τους, είναι μεταγενέστερη και προέρχεται από τον Ειρηναίο της Λυών κατά το δεύτερο ήμισυ του δευτέρου αιώνος κοινής εποχής. Και αυτό, στην προσπάθεια του Ειρηναίου να παραγκωνίσει τις υπόλοιπες ομάδες που επικαλούνταν διαφορετικά ευαγγέλια για να στηρίξουν τις απόψεις τους. Αυτή η παράδοση έγινε -για ευνόητους λόγους-παράδοση της Εκκλησίας. Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική, καθώς τα ευαγγέλια παραδόθηκαν ανώνυμα και οι τίτλοι τους προστέθηκαν εκ των υστέρων από τους διάφορους αντιγραφείς.

ΔΕΣ:

Επίκουρος: Η ευδαιμονία πέραν της πολιτική

Επίκουρος: 341–270 π.Χ.

Είναι η ευδαιμονία εφικτή;

§1

Είναι κοινός τόπος πως η φιλοσοφία του Επίκουρου είναι ταυτισμένη στη συνείδηση των περισσοτέρων ανθρώπων με το ηδονιστικό ιδεώδες και με το ευ ζην. Για παρόμοια ιδεώδη έχουν μιλήσει, μέσα στην ιστορία του πνευματικού πολιτισμού, και πολλοί άλλοι –είτε διανοητές είτε ιδεολογικο-πολιτικοί ακτιβιστές πάσης φύσεως. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν αντιλήψεις, που ταυτίζουν τον ευδαίμονα βίο με πλούτη, φήμη, άσκηση εξουσίας, υψηλά αξιώματα και παρόμοια. Όλα αυτά ο Επίκουρος τα ονομάζει προκαταλήψεις, που αποπροσανατολίζουν τους ανθρώπους: τους αιχμαλωτίζουν μέσα στην άγνοια, στο άγχος, στην αγωνία, στο φόβο κ.λπ. και υποκαθιστούν εν πολλοίς την απουσία χαρούμενων σκέψεων για τη ζωή:

· «Δεν ελευθερώνουν την ψυχή από την ανησυχία και δεν φέρνουν την αληθινή χαρά τα αμέτρητα πλούτη ή η δόξα κι ο θαυμασμός του πλήθους ή οτιδήποτε άλλο οφείλεται σε αίτια απεριόριστα»[1].

· «Ο ρηχός άνθρωπος στην ευημερία αποχαυνώνεται και στη συμφορά καταρρακώνεται»[2].

§2

Το επικούρειο ευδαιμονικό θεώρημα ορθώνεται ως ένα στοχαστικό, αλλά άκρως ρεαλιστικό ανάχωμα ενάντια στα ποικιλώνυμα κηρύγματα ηθικολόγων, πολιτικών και άλλων προπαγανδιστών ή φαύλων ηδονιστών που οικοδομούν την εξουσιαστική τους σχέση στην εκμετάλλευση των ως άνω ιδεοληψιών:

· «Τη γλυκιά ζωή δεν μας την προσφέρουν τα φαγοπότια και οι διασκεδάσεις …, αλλά ο νηφάλιος στοχασμός, αυτός που ερευνά τα αίτια κάθε προτίμησής μας ή κάθε αποφυγής μας και αποδιώχνει τις δοξασίες, που με τόση σύγχυση γεμίζουν τη ζωή μας»[3].

Ο νηφάλιος στοχασμός διαλύει κάθε είδους άγνοια και σύγχυση τόσο γύρω από τα αίτια των φυσικών φαινομένων όσο και γύρω από την ανθρώπινη πραγματικότητα. Έτσι προετοιμάζει την ανθρώπινη φύση να αφιερωθεί στην επιδίωξη του ευ ζην, μακριά από φόβους και ανησυχίες, που γεννούν οι λαθεμένες αντιλήψεις και οι εσφαλμένες ιδέες. Πώς ορίζεται η ανεκτίμητη συμβολή του Επίκουρου στη φιλοσοφία του ευ ζην; Ορίζεται μέσα από την επιλογή και την εφαρμογή στη ζωή ενός ύψιστου, από πλευράς περιεχομένου, τελικού σκοπού, για την επίτευξη του οποίου ακολουθείται συγκεκριμένη στρατηγική.

§3

Η πεμπτουσία αυτής της στρατηγικής έγκειται στο να μάθουμε να ζούμε ελεύθερα: να ξέρουμε ποια πράγματα χρειάζεται να αποφεύγουμε και ποια να επιλέγουμε:

· «Ας απελευθερώσουμε τον εαυτό μας από τη φυλακή των καθημερινών υποθέσεων και της πολιτικής»[4].

· «Όποιος κατάλαβε ποια είναι τα όρια που θέτει η ζωή, γνωρίζει πόσο εύκολο είναι να αποκτηθεί ό,τι διώχνει τον πόνο της στέρησης και κάνει τη ζωή τέλεια στο σύνολό της. Κι έτσι δεν έχει ανάγκη από πράγματα που αποκτώνται με ανταγωνισμούς»[5].

· «Ζώντας κανείς ελεύθερα, δεν μπορεί να αποκτήσει μεγάλη περιουσία, γιατί κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο, χωρίς δουλικότητα προς τις μάζες ή την εξουσία. Μπορεί ωστόσο να έχει όλα τα καλά σε διαρκή αφθονία»[6].

Στο μέτρο που η πολιτική ζωή, κατά τον Επίκουρο, έχει πάψει να αποτελεί εγγύηση για την ευδαιμονία μας, πρέπει να επιδιώκουμε την υλοποίηση της ως άνω στρατηγικής μέσα στην περιοχή της ηθικής. Προς τούτο, η επικούρεια φιλοσοφία μας διανοίγει σε μια ιδιαίτερη οδό εφαρμοσμένης ηθικής. Ηθική όμως όχι όπως την εννοεί ο κοινός νους, ως πουριτανισμό ή ως καταδίκη του λελογισμένου αισθησιασμού. Οι συνειρμοί συνήθως του πλήθους, που συνοδεύουν την έννοια της ηθικής, παραπέμπουν σε πολιτικές φαυλότητες, σε σκάνδαλα μηχανισμών, σε διεφθαρμένες κοινωνικές πρακτικές ή ομάδες, σε σεξουαλικές διαστροφές κ.α. Χωρίς όλα τούτα να είναι εντελώς ξένα προς ένα γενικό πνεύμα της ηθικής, ωστόσο δεν αποτελούν τμήμα της επικούρειας διδασκαλίας. Για τον απλό λόγο, ότι ο Επίκουρος προσδιορίζει την ίδια τη φιλοσοφία ως ηθική θεωρία βίου, αναγνωρίσιμη με βάση το ενδιαφέρον της για τη θεραπεία των δεινών της ανθρώπινης ψυχής και όχι με βάση τις ανυπόληπτες συμπεριφορές ανερμάτιστων όντων:

· «Μάταιος είναι ο φιλοσοφικός λόγος που δεν θεραπεύει κανένα ανθρώπινο πάθος· ακριβώς όπως η ιατρική δεν ωφελεί παρά μόνο όταν θεραπεύει τις αρρώστιες του σώματος, έτσι και η φιλοσοφία δεν προσφέρει τίποτα, αν δεν απαλλάσσει την ψυχή από τα πάθη της»[7].

§4

Η φιλοσοφία και ο φιλόσοφος είναι χωρίς αντίκρισμα, εάν δεν εξασφαλίζουν την ψυχική υγεία, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ευδαιμονία των ατόμων. Αυτή η ευδαιμονία ή η μακαριότητα είναι ο τελικός σκοπός. Ένας τέτοιος σκοπός δεν επιτυγχάνεται από τη μια μέρα στην άλλη ούτε ίσως καθ’ όλη τη ζωή ολοκληρωμένα. Αποτελεί ωστόσο το μοναδικό μονοπάτι λύτρωσης του ανθρώπου, γιατί τον εισάγει σε έναν συνεχή, βασανιστικό ίσως αγώνα, για να ζήσει ευχάριστες καταστάσεις, πέρα από τον πόνο και την οδύνη, με ορίζοντα πάντα την τελική επίτευξη μιας αταραξίας· μιας γαλήνιας δηλαδή κατάστασης, που θα προσεγγίζει, κατά το δυνατόν, τη θεία μακαριότητα. Πώς τη δικαιολογεί την αταραξία ο Επίκουρος; Εκκινεί από τη φύση του ανθρώπου, δυνάμει της οποίας ο τελευταίος, ως ζωντανό ον, τείνει πάντοτε να επιζητεί το ευχάριστο και να αποφεύγει το δυσάρεστο, το θλιβερό, που προκαλεί πόνο. Συνεπώς, η αταραξία είναι, από μια άποψη, προδιαγεγραμμένη από τη φύση του ανθρώπου· γι’ αυτό και ο τελευταίος δεν έχει παρά να ακολουθεί τη φύση του, δηλαδή να καλλιεργεί την αίσθηση της αταραξίας και να θέτει έτσι υπό τον έλεγχό του κάθε σύμπτωμα δυσφορίας: όσο κατορθώνει δια των αισθήσεων και δια της φρόνησης να αισθάνεται ικανοποιημένος από την αποφυγή της δυσφορίας και του πόνου, τόσο γίνεται πιο αυτάρκης. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο,

· «Η αυτάρκεια είναι ο μεγαλύτερος πλούτος»[8].

Αυτάρκης σημαίνει ότι έχει φτάσει σε μια κατάσταση ύπαρξης, όπου είναι απαλλαγμένος από το βαρύ φορτίο της σωματικής και πνευματικής ηδονής με την τρέχουσα αρνητική σημασία. Με αυτό τον τρόπο, ο Επίκουρος καλεί τον άνθρωπο να συνδέσει τον βίο του με την εκπλήρωση του πιο άνω τελικού σκοπού ως του ανώτατου αγαθού. Τον καλεί ουσιαστικά να χαράξει ο ίδιος το πεπρωμένο του και να μην περιμένει μοιρολατρικά την ευδαιμονική του ολοκλήρωση από κάποιες άλλες δυνάμεις. Γιατί:

«Την ευδαιμονία και τη μακαριότητα δεν τις φέρνουν τα μεγάλα πλούτη ούτε η πληθωρική δραστηριότητα ούτε οι εξουσίες ούτε η ισχύς, αλλά η αλυπία [=η απουσία λύπης και πόνου], η πραότης των συναισθημάτων και η ψυχική διάθεση που αναγνωρίζει τα όρια που έχει θέσει η φύση»[9].
---------------------------------------
[1] Επίκουρος: κείμενα-πηγές. Εκδόσεις Θύραθεν, 2000, σ. 199.
[2] Ό.π.
[3] Ό.π., σ. 183.
[4] Ό.π., σ. 175.
[5] Ό.π., σ. 195.
[6] Ό.π., σ. 197.
[7] Ό.π., σ. 33.
[8] Ό.π., σ. 195.
[9] Ό.π., σ. 197.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (491c-494b)

[491c] Ἔτι τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρὸς τούτοις τὰ λεγόμενα ἀγαθὰ πάντα φθείρει καὶ ἀποσπᾷ, κάλλος καὶ πλοῦτος καὶ ἰσχὺς σώματος καὶ συγγένεια ἐρρωμένη ἐν πόλει καὶ πάντα τὰ τούτων οἰκεῖα· ἔχεις γὰρ τὸν τύπον ὧν λέγω.Ἔχω, ἔφη· καὶ ἡδέως γ᾽ ἂν ἀκριβέστερον ἃ λέγεις πυθοίμην.
Λαβοῦ τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅλου αὐτοῦ ὀρθῶς, καί σοι εὔδηλόν τε φανεῖται καὶ οὐκ ἄτοπα δόξει τὰ προειρημένα περὶ αὐτῶν.
Πῶς οὖν, ἔφη, κελεύεις;
[491d] Παντός, ἦν δ᾽ ἐγώ, σπέρματος πέρι ἢ φυτοῦ, εἴτε ἐγγείων εἴτε τῶν ζῴων, ἴσμεν ὅτι τὸ μὴ τυχὸν τροφῆς ἧς προσήκει ἑκάστῳ μηδ᾽ ὥρας μηδὲ τόπου, ὅσῳ ἂν ἐρρωμενέστερον ᾖ, τοσούτῳ πλειόνων ἐνδεῖ τῶν πρεπόντων· ἀγαθῷ γάρ που κακὸν ἐναντιώτερον ἢ τῷ μὴ ἀγαθῷ.
Πῶς δ᾽ οὔ;
Ἔχει δὴ οἶμαι λόγον τὴν ἀρίστην φύσιν ἐν ἀλλοτριωτέρᾳ οὖσαν τροφῇ κάκιον ἀπαλλάττειν τῆς φαύλης.
Ἔχει.
[491e] Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Ἀδείμαντε, καὶ τὰς ψυχὰς οὕτω φῶμεν τὰς εὐφυεστάτας κακῆς παιδαγωγίας τυχούσας διαφερόντως κακὰς γίγνεσθαι; ἢ οἴει τὰ μεγάλα ἀδικήματα καὶ τὴν ἄκρατον πονηρίαν ἐκ φαύλης ἀλλ᾽ οὐκ ἐκ νεανικῆς φύσεως τροφῇ διολομένης γίγνεσθαι, ἀσθενῆ δὲ φύσιν μεγάλων οὔτε ἀγαθῶν οὔτε κακῶν αἰτίαν ποτὲ ἔσεσθαι;
Οὔκ, ἀλλά, ἦ δ᾽ ὅς, οὕτως.
[492a] Ἣν τοίνυν ἔθεμεν τοῦ φιλοσόφου φύσιν, ἂν μὲν οἶμαι μαθήσεως προσηκούσης τύχῃ, εἰς πᾶσαν ἀρετὴν ἀνάγκη αὐξανομένην ἀφικνεῖσθαι, ἐὰν δὲ μὴ ἐν προσηκούσῃ σπαρεῖσά τε καὶ φυτευθεῖσα τρέφηται, εἰς πάντα τἀναντία αὖ, ἐὰν μή τις αὐτῇ βοηθήσας θεῶν τύχῃ. ἢ καὶ σὺ ἡγῇ, ὥσπερ οἱ πολλοί, διαφθειρομένους τινὰς εἶναι ὑπὸ σοφιστῶν νέους, διαφθείροντας δέ τινας σοφιστὰς ἰδιωτικούς, ὅτι καὶ ἄξιον λόγου, ἀλλ᾽ οὐκ αὐτοὺς τοὺς ταῦτα λέγοντας μεγίστους [492b] μὲν εἶναι σοφιστάς, παιδεύειν δὲ τελεώτατα καὶ ἀπεργάζεσθαι οἵους βούλονται εἶναι καὶ νέους καὶ πρεσβυτέρους καὶ ἄνδρας καὶ γυναῖκας;
Πότε δή; ἦ δ᾽ ὅς.
Ὅταν, εἶπον, συγκαθεζόμενοι ἁθρόοι πολλοὶ εἰς ἐκκλησίας ἢ εἰς δικαστήρια ἢ θέατρα ἢ στρατόπεκα ἤ τινα ἄλλον κοινὸν πλήθους σύλλογον σὺν πολλῷ θορύβῳ τὰ μὲν ψέγωσι τῶν λεγομένων ἢ πραττομένων, τὰ δὲ ἐπαινῶσιν, ὑπερβαλλόντως ἑκάτερα, καὶ ἐκβοῶντες καὶ κροτοῦντες, πρὸς δ᾽ [492c] αὐτοῖς αἵ τε πέτραι καὶ ὁ τόπος ἐν ᾧ ἂν ὦσιν ἐπηχοῦντες διπλάσιον θόρυβον παρέχωσι τοῦ ψόγου καὶ ἐπαίνου. ἐν δὴ τῷ τοιούτῳ τὸν νέον, τὸ λεγόμενον, τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν; ἢ ποίαν [ἂν] αὐτῷ παιδείαν ἰδιωτικὴν ἀνθέξειν, ἣν οὐ κατακλυσθεῖσαν ὑπὸ τοῦ τοιούτου ψόγου ἢ ἐπαίνου οἰχήσεσθαι φερομένην κατὰ ῥοῦν ᾗ ἂν οὗτος φέρῃ, καὶ φήσειν τε τὰ αὐτὰ τούτοις καλὰ καὶ αἰσχρὰ εἶναι, καὶ ἐπιτηδεύσειν ἅπερ ἂν οὗτοι, καὶ ἔσεσθαι τοιοῦτον;
[492d] Πολλή, ἦ δ᾽ ὅς, ὦ Σώκρατες, ἀνάγκη.
Καὶ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὔπω τὴν μεγίστην ἀνάγκην εἰρήκαμεν.
Ποίαν; ἔφη.
Ἣν ἔργῳ προστιθέασι λόγῳ μὴ πείθοντες οὗτοι οἱ παιδευταί τε καὶ σοφισταί. ἢ οὐκ οἶσθα ὅτι τὸν μὴ πειθόμενον ἀτιμίαις τε καὶ χρήμασι καὶ θανάτοις κολάζουσι;
Καὶ μάλα, ἔφη, σφόδρα.
Τίνα οὖν ἄλλον σοφιστὴν οἴει ἢ ποίους ἰδιωτικοὺς λόγους ἐναντία τούτοις τείνοντας κρατήσειν;
[492e] Οἶμαι μὲν οὐδένα, ἦ δ᾽ ὅς.
Οὐ γάρ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐπιχειρεῖν πολλὴ ἄνοια. οὔτε γὰρ γίγνεται οὔτε γέγονεν οὐδὲ οὖν μὴ γένηται ἀλλοῖον ἦθος πρὸς ἀρετὴν παρὰ τὴν τούτων παιδείαν πεπαιδευμένον, ἀνθρώπειον, ὦ ἑταῖρε — θεῖον μέντοι κατὰ τὴν παροιμίαν ἐξαιρῶμεν λόγου· εὖ γὰρ χρὴ εἰδέναι, ὅτιπερ ἂν σωθῇ τε [493a] καὶ γένηται οἷον δεῖ ἐν τοιαύτῃ καταστάσει πολιτειῶν, θεοῦ μοῖραν αὐτὸ σῶσαι λέγων οὐ κακῶς ἐρεῖς.
Οὐδ᾽ ἐμοὶ ἄλλως, ἔφη, δοκεῖ.
Ἔτι τοίνυν σοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρὸς τούτοις καὶ τόδε δοξάτω.
Τὸ ποῖον;
Ἕκαστος τῶν μισθαρνούντων ἰδιωτῶν, οὓς δὴ οὗτοι σοφιστὰς καλοῦσι καὶ ἀντιτέχνους ἡγοῦνται, μὴ ἄλλα παιδεύειν ἢ ταῦτα τὰ τῶν πολλῶν δόγματα, ἃ δοξάζουσιν ὅταν ἁθροισθῶσιν, καὶ σοφίαν ταύτην καλεῖν· οἷόνπερ ἂν εἰ θρέμματος μεγάλου καὶ ἰσχυροῦ τρεφομένου τὰς ὀργάς τις καὶ [493b] ἐπιθυμίας κατεμάνθανεν, ὅπῃ τε προσελθεῖν χρὴ καὶ ὅπῃ ἅψασθαι αὐτοῦ, καὶ ὁπότε χαλεπώτατον ἢ πρᾳότατον καὶ ἐκ τίνων γίγνεται, καὶ φωνὰς δὴ ἐφ᾽ οἷς ἑκάστας εἴωθεν φθέγγεσθαι, καὶ οἵας αὖ ἄλλου φθεγγομένου ἡμεροῦταί τε καὶ ἀγριαίνει, καταμαθὼν δὲ ταῦτα πάντα συνουσίᾳ τε καὶ χρόνου τριβῇ σοφίαν τε καλέσειεν καὶ ὡς τέχνην συστησάμενος ἐπὶ διδασκαλίαν τρέποιτο, μηδὲν εἰδὼς τῇ ἀληθείᾳ τούτων τῶν δογμάτων τε καὶ ἐπιθυμιῶν ὅτι καλὸν ἢ αἰσχρὸν [493c] ἢ ἀγαθὸν ἢ κακὸν ἢ δίκαιον ἢ ἄδικον, ὀνομάζοι δὲ πάντα ταῦτα ἐπὶ ταῖς τοῦ μεγάλου ζῴου δόξαις, οἷς μὲν χαίροι ἐκεῖνο ἀγαθὰ καλῶν, οἷς δὲ ἄχθοιτο κακά, ἄλλον δὲ μηδένα ἔχοι λόγον περὶ αὐτῶν, ἀλλὰ τἀναγκαῖα δίκαια καλοῖ καὶ καλά, τὴν δὲ τοῦ ἀναγκαίου καὶ ἀγαθοῦ φύσιν, ὅσον διαφέρει τῷ ὄντι, μήτε ἑωρακὼς εἴη μήτε ἄλλῳ δυνατὸς δεῖξαι. τοιοῦτος δὴ ὢν πρὸς Διὸς οὐκ ἄτοπος ἄν σοι δοκεῖ εἶναι παιδευτής;
Ἔμοιγ᾽, ἔφη.
Ἦ οὖν τι τούτου δοκεῖ διαφέρειν ὁ τὴν τῶν πολλῶν καὶ [493d] παντοδαπῶν συνιόντων ὀργὴν καὶ ἡδονὰς κατανενοηκέναι σοφίαν ἡγούμενος, εἴτ᾽ ἐν γραφικῇ εἴτ᾽ ἐν μουσικῇ εἴτε δὴ ἐν πολιτικῇ; ὅτι μὲν γὰρ ἄν τις τούτοις ὁμιλῇ ἐπιδεικνύμενος, ἢ ποίησιν ἤ τινα ἄλλην δημιουργίαν ἢ πόλει διακονίαν, κυρίους αὑτοῦ ποιῶν τοὺς πολλούς, πέρα τῶν ἀναγκαίων, ἡ Διομηδεία λεγομένη ἀνάγκη ποιεῖν αὐτῷ ταῦτα ἃ ἂν οὗτοι ἐπαινῶσιν· ὡς δὲ καὶ ἀγαθὰ καὶ καλὰ ταῦτα τῇ ἀληθείᾳ, ἤδη πώποτέ του ἤδουσας αὐτῶν λόγον διδόντος οὐ καταγέλαστον;
[493e] Οἶμαι δέ γε, ἦ δ᾽ ὅς, οὐδ᾽ ἀκούσομαι.
Ταῦτα τοίνυν πάντα ἐννοήσας ἐκεῖνο ἀναμνήσθητι· αὐτὸ τὸ καλὸν ἀλλὰ μὴ τὰ πολλὰ καλά, ἢ αὐτό τι ἕκαστον καὶ [494a] μὴ τὰ πολλὰ ἕκαστα, ἔσθ᾽ ὅπως πλῆθος ἀνέξεται ἢ ἡγήσεαι εἶναι;
Ἥκιστά γ᾽, ἔφη.
Φιλόσοφον μὲν ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, πλῆθος ἀδύνατον εἶναι.
Ἀδύνατον.
Καὶ τοὺς φιλοσοφοῦντας ἄρα ἀνάγκη ψέγεσθαι ὑπ᾽ αὐτῶν.
Ἀνάγκη.
Καὶ ὑπὸ τούτων δὴ τῶν ἰδιωτῶν, ὅσοι προσομιλοῦντες ὄχλῳ ἀρέσκειν αὐτῷ ἐπιθυμοῦσι.
Δῆλον.
Ἐκ δὴ τούτων τίνα ὁρᾷς σωτηρίαν φιλοσόφῳ φύσει, ὥστ᾽ ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι μείνασαν πρὸς τέλος ἐλθεῖν; ἐννόει δ᾽ [494b] ἐκ τῶν ἔμπροσθεν. ὡμολόγηται γὰρ δὴ ἡμῖν εὐμάθεια καὶ μνήμη καὶ ἀνδρεία καὶ μεγαλοπρέπεια ταύτης εἶναι τῆς φύσεως.
Ναί.
Οὐκοῦν εὐθὺς ἐν παισὶν ὁ τοιοῦτος πρῶτος ἔσται ἐν ἅπασιν, ἄλλως τε καὶ ἐὰν τὸ σῶμα φυῇ προσφερὴς τῇ ψυχῇ;
Τί δ᾽ οὐ μέλλει; ἔφη.
Βουλήσονται δὴ οἶμαι αὐτῷ χρῆσθαι, ἐπειδὰν πρεσβύτερος γίγνηται, ἐπὶ τὰ αὑτῶν πράγματα οἵ τε οἰκεῖοι καὶ οἱ πολῖται.
Πῶς δ᾽ οὔ;

***
[491c] Μ᾽ ακόμα κι όλα τ᾽ άλλα τ᾽ αγαθά που λένε τη διαφθείρουν και την αποσπούν, η εμορφιά, τα πλούτη, η σωματική δύναμη, οι δυνατές συγγένειες μες στην πόλη και όλα τα παρόμοια· γιατί απ᾽ αυτά έχεις τον τύπο να καταλάβεις τί εννοώ γενικά.
Τον έχω, μα πολύ ευχαρίστως θα ήθελα να μου το εξηγούσες καλύτερα.
Κράτησε λοιπόν καλά αυτή τη γενική αρχή και δε θα σου φανούν καθόλου παράδοξα αυτά που σου είπα πριν αλλά απεναντίας φυσικότατα και αυταπόδεικτα.
Πώς το εννοείς αυτό;
[491d] Όλοι λέγαμε πως κάθε σπέρμα είτε φυτού είτε ζώου που δεν ήθελε τύχει την κατάλληλη τροφή του ή το κατάλληλο έδαφος και κλίμα, όσο περισσότερη δύναμη έχει τόσο και περισσότερο του είναι απαραίτητοι οι κατάλληλοι όροι που χρειάζεται για την ανάπτυξή του, γιατί το κακό είναι βέβαια πιο ενάντιο στο αγαθό παρά στο μη αγαθό.
Πώς όχι;
Έχει λοιπόν το λόγο του το ότι μια καλή φύση επηρεάζεται από τους μη ευνοϊκούς όρους περισσότερο από μια κακή.
Έχει πραγματικώς.
[491e] Δεν μπορούμε λοιπόν, Αδείμαντε, να βεβαιώσουμε κατά τον ίδιο τρόπο πως, όταν οι καλύτερα προικισμένες από τη φύση ψυχές λάχουν κακή διαπαιδαγώγηση, καταντούν κι οι πιο χειρότερες; ή παραδέχεσαι πως τα μεγάλα αδικήματα και η άκρατη πονηρία φυτρώνουν περισσότερο από τις πρόστυχες και όχι από τις γενναιότερες εκείνες φύσεις που τις διέφθειρε η κακή ανατροφή, ενώ μια αρρωστιάρικη φύση δεν μπορεί να γίνει αιτία ούτε μεγάλων αγαθών ούτε μεγάλων κακών;
Όχι, αλλά κι εγώ παραδέχομαι.
[492a] Έτσι λοιπόν κι η αληθινή φιλοσοφική φύση, καθώς εμείς την ορίσαμε, αν, υποθέτω, λάχει την ανατροφή που της χρειάζεται, δεν μπορεί παρά με τον καιρό όσο μεγαλώνει να φτάσει στη μεγαλύτερη τελειότητα, όταν όμως σπέρνεται και φυτρώνει στ᾽ ακατάλληλο έδαφος, θα καταντήσει σε ολωσδιόλου το αντίθετο, αν δεν τύχει κανείς θεός να τη βοηθήσει. Ή πιστεύεις και συ, όπως οι περισσότεροι, πως υπάρχουν κάποιοι νέοι που διαφθείρονται από κάποιους σοφιστές ή πώς υπάρχουν κάποιοι ιδιωτικοί σοφιστές που διαφθείρουν σε μεγάλο οπωσδήποτε βαθμό τους νέους, και όχι ότι αυτοί ίσα ίσα που τα λέγουν αυτά είναι οι μεγαλύτεροι [492b] σοφιστές και μορφώνουν στην εντέλεια και τους καταντούν όπως τους θέλουν και νέους και γέρους και άντρες και γυναίκες;
Και πού το κάνουν αυτό;
Εκεί που μαζεύουνται σωρός όλοι μαζί στις συνεδριάσεις του λαού ή στα δικαστήρια ή στα θέατρα ή στα στρατόπεδα ή σε καμιά άλλη κοινή σύναξη του πλήθους και με πολύ θόρυβο άλλοτε αποδοκιμάζουν τους λόγους και τις πράξεις κι άλλοτε επαινούν, υπερβολικά και στη μια και στην άλλη περίσταση, και ξεφωνίζουν και χειροκροτούν, ενώ μαζί [492c] μ᾽ αυτούς κι οι πέτρες κι ο τόπος γύρω όπου κάθονται αντιλαλεί διπλάσια από τις αποδοκιμασίες ή τους επαίνους των· μέσα λοιπόν σ᾽ ένα τέτοιο πανηγύρι, πώς να βαστάξει, που λέει ο λόγος, η καρδιά ενός νέου, ή ποιά ατομική του εκπαίδευση θα μπορέσει να ανθέξει και να μην την πάρει το ρέμα, κάτω από την τέτοια πλημμύρα του ψόγου ή του επαίνου, κι όπου την πάει; και δε θ᾽ αναγκαστεί κι ο ίδιος να συμμεριστεί τις αντιλήψεις των για τα καλά και τα κακά, να συμμορφωθεί με την όλη τους διαγωγή και στο τέλος να γίνει όμοιος κι απαράλλαχτος μαζί τους;
[492d] Ανάγκη πάσα αυτό, Σωκράτη, να γίνει.
Και όμως ακόμα δεν αναφέραμε τη μεγαλύτερη ανάγκη.
Ποιά;
Εκείνην που, όταν δεν κατορθώσουν να πείσουν με τα λόγια τους, την επιβάλλουν με τα έργα αυτοί οι περίφημοι σοφιστές και διδάσκαλοι. Ή δεν ξέρεις πως όποιος δεν συμμορφώνεται με τις επιθυμίες των, τον τιμωρούν με στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, με χρηματικά πρόστιμα και με θάνατο;
Το ξέρω και πολύ καλά μάλιστα.
Ποιός λοιπόν σοφιστής νομίζεις ή ποιά άλλη ιδιωτική διδασκαλία, τραβώντας τον ενάντιο δρόμο, θα μπορούσε να τους νικήσει αυτούς;
[492e] Κανένας, πιστεύω.
Πραγματικώς, και μωρία μάλιστα μεγάλη θα ήταν και να το δοκιμάσει καν. Γιατί ούτε υπάρχει ούτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει ίσως ποτέ μια φύση που να πάρει ως προς την αρετή μια μόρφωση αλλιώτικη από κείνη που επιβάλλουν αυτοί· και λέγω μια φύση ανθρώπινη, φίλε μου· γιατί τη θεϊκή, όπως λέει κι η παροιμία, την εξαιρούμε από το λόγο· και πρέπει καλά να ξέρεις πως, αν μέσα σε τέτοια κατάσταση που βρίσκονται οι σημερινές πολιτείες σωθεί τίποτα [493a] και γίνει ό,τι πρέπει να γίνει, θα μπορούσαμε να λέμε μ᾽ όλα μας τα δίκια πως τη σωτηρία του τη χρωστά σε κάποια θεϊκιά μοίρα.
Αυτή είναι η δική μου η ιδέα.
Μα κι αυτή την ιδέα να έχεις ακόμα.
Ποιά;
Όλοι αυτοί οι ιδιωτικοί με μισθό διδάσκαλοι, που τους ονομάζει ο λαός σοφιστές και αντιτέχνους του, δεν κάνουν άλλο παρά να διδάσκουν τα ίδια δόγματα που ακολουθά και ο όχλος στις συγκεντρώσεις του κι αυτό είναι που το λένε σοφία· το ίδιο δηλαδή πράγμα, όπως ένας άνθρωπος να σπούδαζε προσεκτικά τα ένστικτα και τις ορέξεις ενός μεγάλου και δυνατού και καλοτρεφούμενου ζώου [493b] και να᾽ ξερε πότε και πώς να το πλησιάζει, πότε κι από τί αγριεύει ή μερώνει, ποιές φωνές συνηθίζει να βγάζει σε τούτη ή στην άλλη περίσταση, και αφού τα μάθει όλ᾽ αυτά με τον καιρό και τη συνήθεια, να τ᾽ ονομάσει αυτό σοφία και να το συστηματοποιήσει σαν τέχνη που ν᾽ αρχίσει να τη διδάσκει, χωρίς να γνωρίζει αληθινά ποιό απ᾽ αυτά τα δόγματα και τις επιθυμίες είναι ωραίο ή άσχημο, [493c] καλό ή κακό, δίκαιο ή άδικο, αλλ᾽ όλ᾽ αυτά να τα ονομάζει σύμφωνα με τις αντιλήψεις του μεγάλου ζώου, καλά όσα το ευχαριστούν, κακά όσα το εξαγριώνουν και δίκαια όσα ικανοποιούν τις φυσικές του ανάγκες χωρίς καμιάν άλλη διάκριση, γιατί ούτε ο ίδιος έχει ποτέ καταλάβει ούτε σε άλλον είναι σε θέση να δείξει ποιά πραγματική διαφορά υπάρχει ανάμεσα στη φυσική ανάγκη και στο αγαθό. Ένας τέτοιος λοιπόν διδάσκαλος, πε μου να ζεις, δε θα σου φαίνονταν αλλόκοτος;
Βεβαιότατα.
Και νομίζεις τάχα πως διαφέρει καθόλου απ᾽ αυτόν εκείνος που το νομίζει σοφία να έχει μάθει τις ορέξεις και τις επιθυμίες [493d] των πολλών στις δημόσιές των συναθροίσεις, είτε για ζωγραφική πρόκειται είτε για μουσική είτε για πολιτική; Γιατ᾽ είναι φανερό πως αν κανείς αποφασίσει να επιδείξει σε καμιά τέτοια συνάθροιση ή κανένα ποίημα ή άλλο έργο του ή τους παρουσιάσει κανένα σχέδιο κοινής ωφελείας και αναγκαστεί να εξαρτήσει την επιτυχία του από την κρίση του πλήθους, σιδερένια ανάγκη, που λέει ο λόγος, θα του επιβάλει να συμμορφωθεί σε όλα με ό,τι αρέσουν και εγκρίνουν εκείνοι. Άκουσες όμως ως τώρα κανέναν από αυτούς να αποδείχνει με επιχειρήματα που να μην είναι καταγέλαστα ότι αυτά που εκτιμά ως ωραία και καλά είναι και πραγματικώς τέτοια;
[493e] Όχι κι ούτε πιστεύω ν᾽ ακούσω.
Αφού λοιπόν βάλεις όλ᾽ αυτά στο νου σου, σκέψου και τούτο: το καθαυτό ωραίο και όχι τα πολλά ωραία, ή το κάθε καθαυτό πράγμα και [494a] όχι τα πολλά, είναι δυνατό να το ανεχτεί το πλήθος και να το παραδεχτεί πως υπάρχει;
Κάθε άλλο.
Ώστε λοιπόν δεν μπορεί ποτέ να είναι φιλόσοφος ο πολύς λαός.
Όχι, δεν μπορεί.
Ανάγκη λοιπόν όσοι καταγίνονται με τη φιλοσοφία να κατηγορούνται απ᾽ αυτόν.
Αναγκαστικά.
Μα κι απ᾽ αυτούς τους ιδιωτικούς διδασκάλους που βρίσκονται σε στενές σχέσεις με τον όχλο και επιθυμούν να τα᾽ χουν καλά μαζί του.
Αυτό είναι φανερό.
Ύστερα λοιπόν απ᾽ όλ᾽ αυτά βλέπεις καμιά ελπίδα σωτηρίας για την πραγματικά φιλοσοφική φύση, ώστε να επιμένει σταθερά στο έργο της και να το βγάλει πέρα ως το τέλος; Και κρίνε το μόνος σου [494b] απ᾽ όσα είπαμε πριν· γιατί έχουμε παραδεχτεί πως ο αληθινός φιλόσοφος πρέπει να είναι προικισμένος από τη φύση με ευμάθεια, αντρεία, μνήμη και μεγαλοπρέπεια.
Ναι.
Δε θα᾽ ναι λοιπόν ένας τέτοιος ευθύς από την παιδική του ηλικία πρώτος μες στους συνομηλίκους του, αν τύχει μάλιστα και το σώμα του είναι παρόμοιο με την ψυχή;
Και πώς να μην είναι;
Όταν λοιπόν φτάσει σε ώριμη ηλικία, θα προθυμοποιηθούν βέβαια όλοι, και συγγενείς του και συμπολίτες, να τον χρησιμοποιήσουν για τα δικά τους τα συμφέροντα.
Πώς όχι;