Τετάρτη 18 Αυγούστου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (761-799)

ΟΙ. ὦ πάντα τολμῶν κἀπὸ παντὸς ἂν φέρων
λόγου δικαίου μηχάνημα ποικίλον,
τί ταῦτα πειρᾷ, κἀμὲ δεύτερον θέλεις
ἑλεῖν ἐν οἷς μάλιστ᾽ ἂν ἀλγοίην ἁλούς;
765 πρόσθεν τε γάρ με τοῖσιν οἰκείοις κακοῖς
νοσοῦνθ᾽, ὅτ᾽ ἦν μοι τέρψις ἐκπεσεῖν χθονός,
οὐκ ἤθελες θέλοντι προσθέσθαι χάριν,
ἀλλ᾽ ἡνίκ᾽ ἤδη μεστὸς ἦ θυμούμενος,
καὶ τοὐν δόμοισιν ἦν διαιτᾶσθαι γλυκύ,
770 τότ᾽ ἐξεώθεις κἀξέβαλλες, οὐδέ σοι
τὸ συγγενὲς τοῦτ᾽ οὐδαμῶς τότ᾽ ἦν φίλον·
νῦν τ᾽ αὖθις, ἡνίκ᾽ εἰσορᾷς πόλιν τέ μοι
ξυνοῦσαν εὔνουν τήνδε καὶ γένος τὸ πᾶν,
πειρᾷ μετασπᾶν, σκληρὰ μαλθακῶς λέγων.
775 καίτοι τίς αὕτη τέρψις, ἄκοντας φιλεῖν;
ὥσπερ τις εἰ σοὶ λιπαροῦντι μὲν τυχεῖν
μηδὲν διδοίη, μηδ᾽ ἐπαρκέσαι θέλοι,
πλήρη δ᾽ ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζοις, τότε
δωροῖθ᾽, ὅτ᾽ οὐδὲν ἡ χάρις χάριν φέροι·
780 ἆρ᾽ ἂν ματαίου τῆσδ᾽ ἂν ἡδονῆς τύχοις;
τοιαῦτα μέντοι καὶ σὺ προσφέρεις ἐμοί,
λόγῳ μὲν ἐσθλά, τοῖσι δ᾽ ἔργοισιν κακά.
φράσω δὲ καὶ τοῖσδ᾽, ὥς σε δηλώσω κακόν.
ἥκεις ἔμ᾽ ἄξων, οὐχ ἵν᾽ ἐς δόμους ἄγῃς,
785 ἀλλ᾽ ὡς πάραυλον οἰκίσῃς, πόλις δέ σοι
κακῶν ἄνατος τῆσδ᾽ ἀπαλλαχθῇ χθονός.
οὐκ ἔστι σοι ταῦτ᾽, ἀλλά σοι τάδ᾽ ἔστ᾽, ἐκεῖ
χώρας ἀλάστωρ οὑμὸς ἐνναίων ἀεί·
ἔστιν δὲ παισὶ τοῖς ἐμοῖσι τῆς ἐμῆς
790 χθονὸς λαχεῖν τοσοῦτον, ἐνθανεῖν μόνον.
ἆρ᾽ οὐκ ἄμεινον ἢ σὺ τἀν Θήβαις φρονῶ;
πολλῷ γ᾽, ὅσῳπερ καὶ σαφεστέρων κλύω,
Φοίβου τε καὐτοῦ Ζηνός, ὃς κείνου πατήρ.
τὸ σὸν δ᾽ ἀφῖκται δεῦρ᾽ ὑπόβλητον στόμα,
795 πολλὴν ἔχον στόμωσιν· ἐν δὲ τῷ λέγειν
κάκ᾽ ἂν λάβοις τὰ πλείον᾽ ἢ σωτήρια.
ἀλλ᾽, οἶδα γάρ σε ταῦτα μὴ πείθων, ἴθι,
ἡμᾶς δ᾽ ἔα ζῆν ἐνθάδ᾽· οὐ γὰρ ἂν κακῶς
οὐδ᾽ ὧδ᾽ ἔχοντες ζῷμεν, εἰ τερποίμεθα.

***
ΟΙ. Παντού και πάντα αδίστακτε, στο καθετί
με δίκαιο λόγο μηχανεύεσαι την πανουργία σου.
Αλλά και τώρα, δεύτερη φορά, στο δίχτυ σου πας
να με πιάσεις, που αν παγιδευτώ, αφόρητος θα γίνει ο πόνος μου.
765 Αρχή αρχή, τότε που τα οικεία πάθη πήγαν
να μου σαλέψουν το μυαλό, τότε που πίστεψα
πως το να φύγω από τον τόπο μου ήταν γλυκιά ανακούφιση,
δεν θέλησες, παρότι εγώ το θέλησα, τη χάρη αυτή
να μου προσφέρεις. Όμως μετά, όταν πια μέστωσε
κι ημέρεψε ο θυμός μου, όταν μου φάνηκε γλυκύτερο
770 στο σπίτι να κουρνιάσω, τότε μ᾽ απόδιωξες, μ᾽ εξόρισες,
οπότε κι η συγγένεια που λες πήγε περίπατο.
Αλλά και τώρα, βλέποντας την πόλη αυτή και τον λαό της όλο
με τόση καλοσύνη να με δέχονται, θέλεις
να μ᾽ αποσπάσεις, κρύβοντας την κακία σου μ᾽ άκακα λόγια.
Τί ηδονή κι αυτή, αγάπη να προσφέρεις
775 σ᾽ εκείνους που την απωθούν.
Σαν κάποιος που, όταν εσύ σε ζόρι τον εκλιπαρείς
για κάτι, δεν σου το δίνει κι αρνείται τη βοήθειά του.
Αντίθετα, όταν σε δει με την ψυχή χορτάτη, κάνει
τον γενναιόδωρο, οπότε βγαίνει άχαρη η χάρη του —
780 καλύτερα να μη σου τύχει μια τέτοια κούφια απόλαυση.
Ανάλογες και οι δικές σου προσφορές σ᾽ εμένα,
καλές στα λόγια, κακές στην πράξη.
Θα το εξηγήσω όμως και σ᾽ αυτούς εδώ, για να τους δείξω
τη μοχθηρία σου. Ήλθες όχι για να με πας
785 στο σπίτι μου, αλλά παράμερα για να με ρίξεις,
έξω απ᾽ το σύνορο της πόλης, στον νου σου έχοντας
το πώς η πόλη σου ασφαλής θα μείνει, ανέπαφη
από τη χώρα αυτή.
Αλλά δεν πρόκειται να σου περάσει αυτό, και θα συμβεί
το αντίθετο. Για πάντα εκεί, σαν την κατάρα ο ίσκιος μου
θα κατοικεί, κι οι προκομμένοι γιοι μου τόση θα πάρουν
790 απ᾽ τη γη μου, όση για να ταφούν.
Λοιπόν τί λες, δεν βρίσκεις πως εγώ φρονώ καλύτερα
της Θήβας το συμφέρον;
Σίγουρα πιο καλά το σκέφτομαι, αφού κι οι μάρτυρες
βγαίνουν αλάνθαστοι που ακούω, ο Φοίβος λέω
κι ο πατέρας του, ο μέγας Δίας.
Ενώ εσύ με στόμα απύλωτο μας ήλθες, κι η γλώσσα σου
795 πάει ροδάνι. Όμως, και με την τόση σου ευγλωττία,
μικρό το κέρδος, μεγάλη μάλλον η ζημιά σου.
Αλλά το βλέπω, πάνε τα λόγια μου στον βρόντο.
Τράβα λοιπόν εσύ τον δρόμο σου, κι άφησε εμάς
να ζούμε εδώ. Έτσι που είμαστε, δεν θα περάσουμε
και τόσο άσχημα, φτάνει να μείνουμε ικανοποιημένοι.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 7. Οι Μεγάλοι Απόλογοι

7.2. Το διπλό θέμα


Το αξονικό θέμα των «Μεγάλων Απολόγων» είναι ο μετέωρος, εξωτερικός νόστος του Οδυσσέα, με αφετηριακό επεισόδιο τη σύγκρουση με τους Κίκονες και τελικό σημείο την καθήλωση του ήρωα στο νησί της Καλυψώς. Ριψοκίνδυνος ασφαλώς νόστος, σημαδεμένος με παθήματα, στο όριο συχνά ζωής και θανάτου. Μετά η Σχερία αποτελεί ακίνδυνη πλέον γέφυρα ανάμεσα στον εξωτερικό και στον εσωτερικό νόστο του Οδυσσέα, πέρασμα και πόρο προς την Ιθάκη. Στο φιλόξενο εξάλλου νησί των Φαιάκων τα συντελεσμένα πια πάθη του Οδυσσέα τροφοδοτούν μια μακρά διήγηση, όπου οδυνηρά βιώματα δέκα χρόνων γίνονται τώρα αναμνηστικός λόγος, οι «Μεγάλοι Απόλογοι». Στο μεταξύ, από τη δεκάχρονή του περιπλάνηση ο Οδυσσέας βγαίνει μετά βίας σώος· φορτωμένος με άλγη και γνώση του πάνω και του κάτω κόσμου, του εγκόσμιου και του απόκοσμου τόπου, του πραγματικού και του φανταστικού τοπίου. Με δυο λόγια: ο εξωτερικός νόστος του Οδυσσέα αποβαίνει από κάθε άποψη οριακός. Έτσι εξάλλου τον προδιαγράφουν και οι πρώτοι στίχοι του προοιμίου του έπους, παραπέμποντας κατευθείαν στους «Μεγάλους Απολόγους».

Οριακός αλλά και εξαιρετικός συνάμα αποδεικνύεται ο εξωτερικός νόστος. Πρόκειται για διπλή εξαίρεση. Η μία όψη της: η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη παρέμεινε για δέκα ολόκληρα χρόνια μετέωρη, αμφίβολη και ασυντέλεστη, ενώ όλοι οι άλλοι ήρωες του τρωικού πολέμου, που επέζησαν από την αντάρα του πολέμου και της θάλασσας, βρέθηκαν στα σπίτια τους. Γιατί ένας θεός και μια αθάνατη νύμφη στάθηκαν εμπόδιο στον δρόμο του δικού του νόστου: ο Ποσειδώνας με τον αλύγιστο θυμό του· η Καλυψώ με τον ανυποχώρητό της έρωτα. Η άλλη όψη της εξαίρεσης είναι ακόμη πιο απροσδόκητη: παρά τον αγώνα και την αγωνία του, ο Οδυσσέας δεν κατόρθωσε, σώζοντας τον εαυτό του, να σώσει και τους εταίρους του· κατορθώνοντας τον δικό του νόστο, να εξασφαλίσει και τον νόστο των συντρόφων του. Η εξαίρεση αυτή συνιστά περίπου σκάνδαλο, γιατί σε όλη τη σχετική παράδοση των Νόστων κανείς άλλος ήρωας του τρωικού πολέμου δεν επιστρέφει στην πατρίδα, έχοντας χάσει όλους τους εταίρους του - ακόμη και ο Μενέλαος κατορθώνει να φέρει τους μισούς συντρόφους του πίσω.

Μ᾽ αυτή όμως τη δεύτερη εξαίρεση διπλασιάζεται και το αξονικό θέμα των «Μεγάλων Απολόγων». Στην πραγματικότητα δηλαδή προκύπτουν δύο νόστοι: ο νόστος του Οδυσσέα και ο νόστος των εταίρων του. Θετικός ο ένας, αρνητικός ο άλλος· συντελεσμένος ο πρώτος, ασυντέλεστος ο δεύτερος. Οι δύο αυτοί αντίθετοι νόστοι αντικρίζονται συνεχώς μεταξύ τους, καθώς εξελίσσονται οι «Μεγάλοι Απόλογοι», προκαλώντας αυξανόμενη δραματική ένταση, προτού οριστικά και αμετάκλητα αποχωριστούν. Στην έξοδο πάντως των «Απολόγων» όλοι οι εταίροι του Οδυσσέα έχουν εξαφανιστεί, σώος παραμένει μόνον ο φιλέταιρος αρχηγός τους, που κινδυνεύει να θεωρηθεί άφιλος. Από την άποψη αυτή ο Οδυσσέας αποδείχνεται ο πιο μοναχικός ήρωας της μετατρωικής παράδοσης.

Στο προοίμιο του έπους ο ποιητής συγκεντρώνει και συμπυκνώνει τον αφανισμό των εταίρων σε ένα μόνο επεισόδιο των «Μεγάλων Απολόγων», και μάλιστα στον τελευταίο σταθμό τους: οι σύντροφοι του Οδυσσέα σφάζουν στη Θρινακία τα ιερά γελάδια του Ήλιου, κι αυτή η ανίερη πράξη τους (ἀτασθαλίη ονομάζεται στο πρωτότυπο) συνεπάγεται τη ματαίωση του νόστου τους και τον οριστικό τους χαμό. Στην πραγματικότητα όμως η ζωή και ο νόστος των εταίρων αφαιρούνται και αναιρούνται προοδευτικά σε τρεις κρίσιμες καμπές των «Απολόγων»: στη χώρα των Κικόνων πέφτουν νεκροί στο πεδίο της μάχης τριάντα εταίροι· στο κλειστό λιμάνι των Λαιστρυγόνων καταποντίζονται αύτανδρα όλα τα πλοία του οδυσσειακού στόλου, εκτός από εκείνο που κυβερνούσε ο ίδιος ο Οδυσσέας· στα ανοιχτά, τέλος, της Θρινακίας συντρίβεται το τελευταίο καράβι και πνίγονται στη φουρτουνιασμένη θάλασσα όλοι οι υπόλοιποι σύντροφοι. Η απώλεια στους Κίκονες στιγματίζει το πρώτο επεισόδιο των «Απολόγων», η απώλεια στους Λαιστρυγόνες το πέμπτο, η απώλεια στη Θρινακία το δέκατο.

Η κατανομή αυτή (στην αρχή, στη μέση και στο τέλος των «Απολόγων») κλιμακώνει και δραματοποιεί τον αρνητικό νόστο των εταίρων, ο οποίος στιγματίζεται ενδιαμέσως και με δύο άλλα, ανθρωποφαγικά τώρα, σήματα. Έξι εταίρους καταβροχθίζει ο Πολύφημος στο επεισόδιο της «Κυκλώπειας»· έξι συντρόφους κατασπαράσσει η Σκύλλα καθ᾽ οδόν προς τη Θρινακία. Δύο φορές εξάλλου οι εταίροι αντιστέκονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην πρόοδο του νόστου. Στο νησί των Λωτοφάγων ενδίδουν στη ληθαργική γλύκα του λωτού και αρνούνται να συνεχίσουν τον δρόμο της επιστροφής τους στην πατρίδα - θα ασκήσει βία ο Οδυσσέας για να τους αποσπάσει. Την άλλη φορά, από φθονερή περιέργεια, ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου, τη στιγμή ακριβώς που αχνοφαίνονται πια τα βουνά της Ιθάκης, ματαιώνοντας έτσι τον βέβαιο νόστο τους.

Με τους όρους αυτούς ο ακροατής του έπους αναρωτιέται αν η ενοχή για την απώλεια των εταίρων βαραίνει αποκλειστικά και μόνο τους ίδιους ή μήπως συμμετέχει σ᾽ αυτήν, θέλοντας και μη, και ο Οδυσσέας. Το προοίμιο φαίνεται να υπερασπίζεται την πρώτη εκδοχή. Η διήγηση όμως του ήρωα στη εξέλιξη των «Απολόγων» του μετριάζει, αν δεν αναιρεί, τη σαρωτική αυτή προκατάληψη. Έτσι, η ακούσια συνενοχή του Οδυσσέα υπονοείται δύο τουλάχιστον φορές. Κατάκοπος ο αρχηγός τους έχει βυθιστεί σε ύπνο, όταν οι εταίροι ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου. Αλλά και στη Θρινακία, όταν οι σύντροφοι, εξουθενωμένοι από την πείνα, σφάζουν, ψήνουν και τρώνε τα ιερά βόδια του Ήλιου, ο Οδυσσέας κατά κάποιον τρόπο απέχει· έχει ανέβει στο βουνό να προσευχηθεί κι εκεί οι θεοί τον παγιδεύουν βυθίζοντάς τον πάλι σε ύπνο. Υπάρχει όμως και μία περίπτωση εκούσιας συνενοχής του ήρωα, μοιραίας μάλιστα για τον ματαιωμένο νόστο των εταίρων.

Η επιμονή του Οδυσσέα, παρά τη φρόνιμη σύσταση των συντρόφων του, να εγκαταλείψουν τη σπηλιά του Κύκλωπα, όσο εκείνος ακόμη απουσιάζει, παίρνοντας μόνο τα κρεμαστά πανέρια με τα τυριά και το τυρόγαλο, έχει αλυσιδωτές συνέπειες σε βάρος των εταίρων. Έξι από αυτούς θα γίνουν βορά του μονόφθαλμου Πολύφημου. Και το χειρότερο: όταν τυφλωμένος πια ο γιος του Ποσειδώνα καταριέται τον Οδυσσέα που τον τύφλωσε να μη φτάσει ποτέ στην Ιθάκη κι ο Ποσειδώνας συναινεί στην κατάρα, ο Δίας, μπροστά στις θυσίες του Οδυσσέα και των εταίρων, ταλαντεύεται: θα αφήσει απεριόριστη την καταστροφή, ή θα την περιορίσει μόνο στους συντρόφους και στα καράβια, αφήνοντας τον νόστο του Οδυσσέα σε εκκρεμότητα; Τελικά ο θεός φαίνεται να συγκλίνει στη δεύτερη απόφαση, προκαθορίζοντας έτσι τη θανάσιμη μοίρα των εταίρων (ι 551-555). Ωστόσο, για να ισχύσει η προαποφασισμένη αυτή επιλογή του Δία, απαιτείται και η έμπρακτη ενοχή των συντρόφων, η ανίερη προσβολή του Ήλιου, με τη σφαγή των ιερών του βοδιών.

Μιλήσαμε για αυξανόμενη και προοδευτική ένταση ανάμεσα στον θετικό νόστο του Οδυσσέα και στον αρνητικό νόστο των εταίρων. Η ένταση αυτή αφηγηματικά οξύνεται, καθώς και οι δύο συμπλεκόμενοι νόστοι, παρότι προκαθορισμένοι, παραμένουν μέχρι τέλους των «Απολόγων» αμφίβολοι και κατά κάποιον τρόπο αλληλέγγυοι. Μόλις στο τέλος της δωδέκατης ραψωδίας ξεχωρίζουν, αλλά και πάλι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, αντικατοπτρίζονται ο ένας στον άλλο: οι σύντροφοι καταποντίζονται στην τρικυμισμένη θάλασσα σαν τις κουρούνες, και χάνονται· ο Οδυσσέας κρεμιέται σε μια αγριοσυκιά σαν νυχτερίδα, ώσπου η Χάρυβδη να ξεράσει τα συντρίμμια από το τσακισμένο καράβι, και τότε μόνο, πηδώντας στο αβυσσαλέο κενό, καβαλικεύει ένα μαδέρι και κάνοντας κουπιά τα χέρια του παλεύει, μέρες εννιά, με το κύμα, ωσότου τη δέκατη πια μέρα αράζει στο απόκοσμο νησί της Καλυψώς. Σώζεται επομένως κι αυτός την τελευταία στιγμή και μετά βίας. Για κάμποσα εξάλλου χρόνια, οκτώ και κάτι, ο νόστος του θα παραμείνει ανέφικτος και κομποδεμένος. Θα χρειαστούν η διαμαρτυρία της Αθηνάς, η απόφαση του Δία και η αποστολή του Ερμή, για να λυθεί επιτέλους ο κόμπος, και πάλι όχι ομαλά και τελεσίδικα.

Ο Σκιώδης Εαυτός

Όλοι έχουμε έναν σκιώδη εαυτό, που αποτελεί μέρος της συνολικής μας πραγματικότητας.

Ο ίσκιος αυτός δεν έχει πρόθεση να σας πληγώσει, αλλά να υποδείξει τις ατέλειές σας.

Η αποδοχή του ίσκιου μπορεί να τον θεραπεύσει.

Μόλις θεραπευτεί μετατρέπεται σε αγάπη.

Όταν αρχίσετε να νιώθετε συμφιλιωμένοι με όλα τα αντίθετα γνωρίσματά σας, θα βιώνετε τον πλήρη εαυτό σας όπως ο μάγος.

«Ποτέ δεν δείχνεις να υποφέρεις από μοναξιά», είπε μια μέρα ο Αρθούρος στο δάσκαλό του. Υπήρχε μια χροιά ζήλειας στον τόνο της φωνής του. Ο Μέρλιν τον κοίταξε προσεκτικά.

«Είναι αδύνατο να νιώθει κανείς μοναξιά», αποκρίθηκε.

«Εσύ μπορεί να το βλέπεις έτσι, αλλά…» Το αγόρι δαγκώθηκε. Ωστόσο δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και τελικά ξέσπασε: Κι όμως, δεν είναι αδύνατο. Σ’ αυτό το δάσος δεν υπάρχει ψυχή εκτός από σένα και μένα και παρόλο που σ’ αγαπώ σαν πατέρα μου, υπάρχουν στιγμές που…» Μην ξέροντας τι άλλο να πει, ο Αρθούρος σώπασε.

«Είναι αδύνατο να νιώθει κανείς μοναξιά», επανέλαβε πιο σταθερά ακόμη ο μάγος.

Η περιέργεια υπερσκέλισε τα υπόλοιπα συναισθήματα του Αρθούρου. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί», είπε.

«Κοίταξε, σ’ αυτό το ζήτημα υπάρχουν μόνο δύο είδη ανθρώπων που θα μας απασχολήσουν», άρχισε ο Μέρλιν. «Οι μάγοι και οι θνητοί. Είναι αδύνατον να νιώσει μοναξιά ένας θνητός επειδή υπάρχουν τόσες προσωπικότητες που μάχονται μέσα του. Ένας μάγος είναι αδύνατον να νιώσει μοναξιά, γιατί δεν έχει μέσα του κανέναν».

«Δεν καταλαβαίνω. Ποιος είναι μέσα μου εκτός από τον εαυτό μου;»

«Πρώτα απ’ όλα πρέπει να αναρωτηθείς τι είναι αυτό που αποκαλείς εαυτό σου. Παρά την αίσθηση ότι είσαι μοναδικός, στην πραγματικότητα είσαι μια σύνθεση πολλών ανθρώπων και οι πολλαπλές σου προσωπικότητες δεν συμβιώνουν πάντα ειρηνικά, το αντίθετο μάλιστα. Είσαι διχασμένος σε δεκάδες φατρίες που η κάθε μια παλεύει να κατακτήσει το σώμα σου.»

«Αυτό ισχύει για όλους;» ρώτησε το αγόρι.

«Φυσικά. Ώσπου να ανακαλύψεις τον δρόμο της ελευθερίας, θα είσαι αιχμάλωτος της διαμάχης που συντελείται ανάμεσα στις εσωτερικές σου προσωπικότητες. Η πείρα μ’ έχει μάθει ότι οι θνητοί στήνουν πάντοτε πολέμους με κάθε δυνατό συνδυασμό αντιπάλων».

«Εγώ πάντως εξακολουθώ να νιώθω σαν ένα άτομο», διαμαρτυρήθηκε ο Αρθούρος.

«Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό», απάντησε ο Μέρλιν.

«Αυτή η αίσθηση της ακεραιότητας που έχεις είναι προϊόν της συνήθειας. Εξίσου εύκολα θα μπορούσες να δεις τον εαυτό σου όπως σου τον περιέγραψα. Η δική μου εκδοχή είναι πιο αληθινή, επειδή εξηγεί γιατί οι θνητοί μοιάζουν τόσο συγχυσμένοι και αντιφατικοί στα μάτια ενός μάγου. Με λίγα λόγια, η κάθε μου συνάντηση μ’ ένα θνητό είναι τόσο απίστευτη, που ώρες- ώρες νομίζω πως πίσω από το σουλούπι του συνομιλητή μου κρύβεται ένα ολόκληρο χωριό».

Ο Αρθούρος έπεσε σε περισυλλογή. «Τότε, γιατί αισθάνομαι τόσο μόνος; Γιατί η αλήθεια είναι, Δάσκαλε πως έτσι νιώθω».

Ο Μέρλιν έριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα στο μαθητή του.

«Ομολογουμένως, είναι περίεργο να αισθάνεσαι μόνος όταν τόσοι άνθρωποι πασχίζουν να κυριεύσουν το σώμα σου. Εγώ, όμως, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μοναξιά υφίσταται όσο υπάρχουν άλλοι άνθρωποι. Όσο υπάρχουν το ‘εγώ’ και το ‘εσύ’ θα υπάρχει και μια αίσθηση διάστασης- και η διάσταση συμβαδίζει με την αποξένωση. Η μοναξιά είναι συνώνυμο της αποξένωσης».

«Πάντα, όμως, θα υπάρχουν άλλοι άνθρωποι στον κόσμο», αντέκρουσε ο Αρθούρος.

«Είσαι τόσο σίγουρος γι’ αυτό», απάντησε ο Μέρλιν. «Άνθρωποι θα υπάρχουν πάντα- αυτό είναι αναμφισβήτητο- θα είναι, όμως, άλλοι άνθρωποι; Κάνε υπομονή ώσπου να φτάσεις στο τέρμα του δρόμου του Μάγου, κι ύστερα τα ξαναλέμε».

Deepak Chopra, Aπό τον Δρόμο του Μάγου

Μάρκος Αυρήλιος: ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΣΤΡΑΜΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ

Σκέψεις 4,3,1-9

Αναζητούν για τους εαυτούς τους ησυχαστήρια, στην εξοχή, στη θάλασσα ή στα βουνά- [εσύ ο ίδιος έχεις τη συνήθεια να επιθυμείς ιδιαίτερα αυτά τα πράγματα]. Αλλά είναι κάτι τελείως ανόητο, καθώς μπορείς, οποιαδήποτε στιγμή θέλεις, να βρεις ένα ησυχαστήριο εντός σου. Σε κανέναν τόπο, πράγματι, ο άνθρωπος δεν αποτραβιέται πιο ήσυχα και πιο μακριά από τις ενασχολήσεις απ’ ό,τι κάνει με την ψυχή του, κυρίως αυτός που κατέχει μέσα του τέτοιες αρχές που, αν διεισδύσει σε αυτές, νιώθει αμέσως όσο πιο άνετα γίνεται- λέγοντας «άνετα» δεν αναφέρομαι παρά στην αταραξία. Επομένως, εξασφάλισε στον ίδιο σου τον εαυτό με σταθερότητα ένα τέτοιο ησυχαστήριο και ανανέωσε τον εαυτό σου.

Είναι, άλλωστε, σύντομες και στοιχειώδεις οι έννοιες που, μόλις τις βρούμε, αρκούν για να ξεπλύνουν όλο τον πόνο και να σε στείλουν εκ νέου, απαλλαγμένο από οργή, στα πράγματα όπου επιστρέφεις. Για ποιο πράγμα οργίζεσαι; Για την κακία των ανθρώπων; Σκέψου την αρχή «τα λογικά όντα έχουν γεννηθεί το ένα για τo άλλο», «η ανοχή είναι μέρος της δικαιοσύνης» , «σφάλλουν ενάντια στη θέλησή τους» και «όσοι εχθροί μεταξύ τους, κοίταζαν ο ένας τον άλλον με δυσπιστία, όσοι μισούσαν ο ένας τον άλλον, όσοι εξαπέλυαν ο ένας στον άλλο χτυπήματα, είναι ήδη θαμμένοι και έχουν γίνει στάχτες», και σταμάτα μια και καλή να οργίζεσαι! Ή μήπως οργίζεσαι γι’ αυτό που έχει κατανεμηθεί στο σύμπαν; Λοιπόν, θα σταματήσεις να το κάνεις επαναλαμβάνοντας τη διάκριση «ή σύμπαν ή άτομα», και όχι τα επιχειρήματα με βάση τα οποία έχει αποδειχθεί ότι το σύμπαν είναι όπως μία πόλη. Σε πλήττουν τα ζητήματα του σώματος; 

Σταμάτα να οργίζεσαι σκεπτόμενος ότι ο νους δεν αναμειγνύεται με το ζωτικό πνεύμα στην ομαλή ή την απότομη κίνηση αυτού, αν έχει κατακτήσει τον εαυτό του και έχει αναγνωρίσει τη δύναμή του· σκέψου τις αρχές που σχετίζονται με τον πόνο και την ηδονή, που έχεις ακούσει και με τις οποίες συμφωνείς. Αλλά η μίζερη φήμη σε παρασύρει; Στρέψε το βλέμμα σου στην ταχύτητα με την οποία όλα ξεχνιούνται, στην άβυσσο της αιωνιότητας, η οποία είναι άπειρη με κάθε έννοια, στο κενό της ηχούς, στη μεταστροφή και την απερισκεψία αυτού που θα ήθελε να σε κρίνει, στη στενότητα του χώρου στον οποίο η φήμη περικλείεται. Πράγματι, ολόκληρη η γη είναι ένα σημείο και ποια γωνίτσα θα είναι ποτέ αυτή η περιοχή που κατοικείται; Και έπειτα ποιοι, πόσοι και τι είδους θα είναι αυτοί που θα σε επαινέσουν;

Όσον αφορά τα υπόλοιπα, να θυμάσαι όχι μπορείς να αποσυρθείς σε εκείνον τον μικρό χώρο που ανήκει σε εσένα τον ίδιο και πρώτα απ’ όλα μη βασανίσεις τον εαυτό σου, μην πιεστείς, αλλά να είσαι ελεύθερος και να παρατηρείς τα πράγματα ως άντρας, ως άνθρωπος, ως πολίτης, ως θνητός.

Μάρκος Αυρήλιος

Ο δυσκολότερος άνθρωπος να τα πάτε καλά σε ολόκληρο τον κόσμο είναι, στην πραγματικότητα, ο εαυτός σας

Πριν μιλήσουμε για το πως τα πηγαίνουμε με τους άλλους, πρώτα πρέπει να τα έχουμε καλά με τους εαυτούς μας. Μου φαίνεται ότι όλες οι εξωτερικές διαμάχες μεταξύ των ανθρώπων είναι εκδηλώσεις εσωτερικών διαμαχών στους ανθρώπους. Αν υποφέρετε από μια άλυτη εσωτερική διαμάχη, τότε δεν τα πάτε τόσο καλά με τον εαυτό σας όσο θα μπορούσατε. Και αν δεν τα πάτε τόσο καλά με τον εαυτό σας όσο θα μπορούσατε, δεν θα τα πάτε όσο καλά θα μπορούσατε και με τους άλλους.

Όποτε παρατηρώ ανθρώπινα πλάσματα να φέρονται άσχημα, να κακομεταχειρίζονται ή να τραυματίζουν το ένα το άλλο, είτε σε άμεση αντιπαράθεση ή με ύποπτους ή με πισώπλατους τρόπους, πάντα παρατηρώ ότι οι δράστες δεν φαίνονται πολύ ευχαριστημένοι με τους εαυτούς τους. Οι άνθρωποι που κάνουν πόλεμο στους άλλους δεν έχουν καταφέρει να κατακτήσουν τους εαυτούς τους. Ο διάσημος χαρακτήρας κόμικ του Γουόλτ Κέλι, ο Πόγκο, το συνόψισε κάπως έτσι: “Έχουμε συναντήσει τον εχθρό και είμαστε εμείς”. Ο δυσκολότερος άνθρωπος να τα πάτε καλά σε ολόκληρο τον κόσμο είναι, στην πραγματικότητα, ο εαυτός σας.

Από την άλλη μεριά, οι άνθρωποι που φέρονται στους άλλους με αυθεντική καλοσύνη, ευαισθησία και σεβασμό – αν όχι με αγάπη και συμπόνια – σχεδόν σίγουρα τα πάνε καλά με τον εαυτό τους, κατ’ αρχάς. Η επίλυση των δικών σας εσωτερικών μαχών συγκρούσεων, έτσι ώστε να μαίνονται μέσα σας λιγότερες θύελλες, θα επιδράσει κατευναστικά στις αλληλεπιδράσεις με τους άλλους επίσης.

Ακόμη κι αυτοί που προσπαθούν να σας προκαλέσουν με τις δικές τους καταιγίδες θα είναι ανίκανοι να το κάνουν. Αφού κατακτήσετε τον εχθρό έσωθεν, δεν θα έχετε περισσότερους εχθρούς έξωθεν. Γι’ αυτό ο Γκάντι έλεγε ότι στο “λεξικό” του της μη βίαιης αντίστασης στην καταπίεση “δεν υπάρχει λέξη για τον εχθρό”.

Βεβαίως, όλοι μας βιώνουμε προσωρινές εσωτερικές αναστατώσεις – είτε λόγω της κακής μέρας, του συνδρόμου των εμμήνων, της έλλειψης ύπνου, του ότι βρισκόμαστε στο κατώφλι του εκνευρισμού ή απλώς επειδή “ξυπνήσαμε στραβά” – και μπορεί περιστασιακά να ξεσπάσουν.

Αλλά πρέπει να είμαστε ικανοί να ξεπερνάμε τις κακές διαθέσεις γρήγορα. Είναι η εξαίρεση, και όχι ο κανόνας, του κώδικα συμπεριφοράς μας.

Όταν είστε κακοδιάθετοι, ακόμη και για μερικά λεπτά ή ώρες, δεν τα πάτε καλά με τον εαυτό σας και βιώνετε δυσαρέσκεια. Αν μπορείτε να ξεχάσετε τη δυσαρέσκειά σας ακόμη και για ένα λεπτό – αφήνοντας κάποιον άλλο να σας χαροποιήσει ή να σας αποσπάσει την προσοχή ή να σας κάνει να γελάσετε – τότε επιτρέπεται σε κάθε πιθανό είδος ευχαρίστησης να εισέλθει, στη στιγμή.

Αλλά αν κολλάτε πεισματικά στη δυστυχία σας, αποτρέπετε κάθε είδους χαρά να εισέλθει.

Ακόμη και ο Νίτσε, ο οποίος δεν ξεχείλιζε ακριβώς από ανθρώπινη καλοσύνη, συνειδητοποίησε τη σημασία που έχει να ξεχνάμε τις αιτίες της δυσαρέσκειάς μας.

Αυτός ο οποίος ξεχνά είναι θεραπευμένος.
– ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ

Όπως γνώριζε ο Νίτσε, αυτό ισχύει τόσο σε ομάδες όσο και σε μεμονωμένα άτομα: “Ένας χαρούμενος λαός δεν έχει ιστορία”.

Αντιθέτως, άτομα ή ομάδες που κουβαλούν πολλή ιστορία είναι πιθανόν να είναι αναστατωμένες για μεγάλες περιόδους.

Το επιτρέπετε στο παρελθόν να καταλαμβάνει το παρόν σας και να εμποδίζει το μέλλον σας είναι ένας σίγουρος τρόπος για να μην τα πηγαίνετε καλά με τον εαυτό σας.

Αν έχετε κακή διάθεση, σίγουρα θα σταματήσει, αν είστε πρόθυμοι να ξεχάσετε τι την προκάλεσε.

Όλοι έχουμε τη δύναμη να το κάνουμε αυτό, αν και μερικοί χρειάζεται να μάθουν να εξασκούν αυτή τη δύναμη και να εξασκηθούν στο να την ασκούν πιο ολοκληρωμένα.

Η ευτυχία είναι παράξενη· έρχεται όταν δεν την αναζητάς

Ό,τι κάνετε το κάνετε γιατί θέλετε να νιώθετε ευτυχισμένοι- από το πιο απλό, μέχρι το πιο σύνθετο, πίσω από όλα αυτά υπάρχει αυτή η εκπληκτική ώθηση, αυτή η έντονη επιθυμία να βρείτε την ευτυχία.

Αλλά, βλέπετε, η ευτυχία δεν έρχεται τόσο εύκολα, γιατί η ευτυχία δεν βρίσκεται σε τίποτε από όλα αυτά. Μπορεί να νιώθεις ευχαρίστηση, μπορεί να βρίσκεις καινούργια πράγματα που σε ικανοποιούν αλλά, αργά ή γρήγορα, αυτό γίνεται κουραστικό. Γιατί η ευτυχία δεν κρατάει για πολύ σ’ όλα αυτά που γνωρίζουμε. Το φιλί το ακολουθεί το δάκρυ, το γέλιο η δυστυχία και η απόγνωση. Όλα μαραίνονται, καταρρέουν. Έτσι, όσο είστε νέοι, πρέπει να αρχίσετε να ανακαλύπτετε τι είναι αυτό το παράξενο πράγμα που ονομάζεται ευτυχία. Αυτό θα έπρεπε να είναι ένα σημαντικό μέρος της εκπαίδευσης.

Η ευτυχία δεν έρχεται όταν αγωνίζεσαι γι’ αυτήν – κι αυτό είναι το μεγαλύτερο μυστικό, παρόλο που λέγεται εύκολα. Μπορώ να το βάλω μέσα σε λίγες απλές λέξεις, αλλά αν απλώς πιάσει τ’ αφτί σας τι θα πω και μετά επαναλαμβάνετε αυτό που θ’ ακούσετε δεν πρόκειται να γίνετε ευτυχισμένοι. Η ευτυχία είναι παράξενη- έρχεται όταν δεν την αναζητάς. Όταν δεν κάνεις καμία προσπάθεια για να είσαι ευτυχισμένος, τότε απροσδόκητα, μυστηριωδώς, εμφανίζεται η ευτυχία, που γεννιέται από την αγνότητα και την ομορφιά τού να υπάρχεις απλώς. Αλλά γι’ αυτό χρειάζεται να έχει κανείς πολύ μεγάλη κατανόηση και να μην προσπαθείς πια να γίνεις κάποιος. Η αλήθεια δεν είναι κάτι όπου καταφέρνεις να φτάσεις. Η αλήθεια εμφανίζεται όταν ο νους σου και η καρδιά σου έχουν εξαγνιστεί από κάθε είδους αίσθηση πάλης και δεν προσπαθείς πια να γίνεις κάποιος. Η αλήθεια βρίσκεται εκεί, όταν ο νους είναι πολύ ήρεμος και ακούει προσεκτικά χωρίς χρονικούς περιορισμούς οτιδήποτε γίνεται γύρω του. Μπορεί ν’ ακούτε αυτά τα λόγια, αλλά για να κερδίσετε την ευτυχία πρέπει να ανακαλύψετε πώς απελευθερώνεται ο νους από κάθε φόβο.

Όσο φοβάστε εσείς, οποιονδήποτε ή οτιδήποτε, δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχία. Δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχία όσο φοβάστε τους γονείς σας, τους δασκάλους σας, όσο φοβάστε ότι δεν θα περάσετε τις εξετάσεις, ότι δεν θα προβιβαστείτε στην επόμενη τάξη, ότι δεν θα είστε από τους αγαπημένους μαθητές του δασκάλου, ότι δεν θα σας επαινέσουν, δεν θα σας συγχαρούν. Αν όμως δεν φοβάστε τίποτα, όταν ξυπνήσετε ένα πρωί, ή εκεί που θα περπατάτε μόνοι, θα ανακαλύψετε ότι ξαφνικά έχει συμβεί κάτι παράξενο: απρόσκλητα, αυτόκλητα, αναπάντεχα, θα έχετε βρει αυτό που ονομάζεται αγάπη, αλήθεια, ευτυχία.

Να γιατί είναι πολύ σημαντικό να εκπαιδευτείς σωστά όσο είσαι νέος. Αυτό που αποκαλούμε τώρα εκπαίδευση δεν είναι εκπαίδευση, γιατί κανείς δεν μιλάει για όλα αυτά τα πράγματα. Οι καθηγητές σάς προετοιμάζουν να περνάτε τις εξετάσεις, αλλά δεν σας λένε πώς να ζείτε, που είναι πολύ πιο σημαντικό, επειδή πολύ λίγοι ξέρουν να ζουν. Οι περισσότεροι από εμάς απλώς επιβιώνουμε, κατά κάποιον τρόπο σερνόμαστε, οπότε η ζωή καταντάει κάτι το πληκτικό. Πράγματι, για να ζεις χρειάζονται πάρα πολλή αγάπη, έντονη αίσθηση σιωπής και απλότητα μαζί με αφθονία από εμπειρίες- χρειάζεται ένας νους ικανός να σκέφτεται πολύ καθαρά, που δεν είναι γεμάτος προκαταλήψεις ή προλήψεις, ελπίδες ή φόβους. Όλα αυτά χρειάζονται για τη ζωή και, αν δεν έχεις εκπαιδευτεί για να ζεις, τότε η εκπαίδευση δεν έχει κανένα νόημα. Μπορεί να μάθετε να είστε πολύ τακτικοί, να έχετε καλούς τρόπους και να γράφετε καλά σ’ όλα τα διαγωνίσματα, αλλά το να δίνετε προτεραιότητα σε όλα αυτά τα επιφανειακά πράγματα, τη στιγμή που ολόκληρη η δομή της κοινωνίας καταρρέει, είναι σαν να κόβετε τα νύχια σας την ώρα που το σπίτι σας καίγεται. Βλέπετε, δεν σας μιλάει κανείς γι’ αυτά τα πράγματα, κανείς δεν τα ερευνά μαζί σας. Όπως περνάτε τη μια μέρα μετά την άλλη μελετώντας κάποια μαθήματα -π.χ. μαθηματικά, ιστορία και γεωγραφία-, έτσι θα έπρεπε, επίσης, να περνάτε πολύ χρόνο μιλώντας για όλα τα βαθύτερα ζητήματα της ζωής, γιατί αυτό είναι που της δίνει πλούτο.

Ο άνθρωπος που είναι βλάκας, πάντοτε βαριέται

Βαριέται επειδή τα μάτια του είναι τόσο γεμάτα από γνώση, που δεν μπορεί να δει τι συμβαίνει. Έχει τόσο πολλές γνώσεις, χωρίς να γνωρίζει ο ίδιος απολύτως τίποτα. Δεν είναι σοφός, απλώς έχει πολλές γνώσεις. Όταν κοιτάει ένα τριαντάφυλλο, δεν βλέπει αυτό το συγκεκριμένο τριαντάφυλλο, αλλά όλα τα τριαντάφυλλα τα οποία έχει διαβάσει, όλα τα τριαντάφυλλα που έχουν ζωγραφίσει οι ζωγράφοι και για τα οποία έχουν μιλήσει οι φιλόσοφοι.

Και όλα εκείνα τα τριαντάφυλλα στέκονται μπροστά στα μάτια του, οπότε το συγκεκριμένο τριαντάφυλλο που βρίσκεται αυτή τη στιγμή μπροστά του, στέκεται τελευταίο, σε μια τεράστια ουρά, χαμένο μέσα στο πλήθος και δεν μπορεί να το δει. Απλώς επαναλαμβάνει. Λέει: «Το τριαντάφυλλο είναι όμορφο.» Εκείνα τα λόγια δεν είναι καν δικά του. Δεν είναι αυθεντικά, δεν είναι ειλικρινή, δεν είναι αληθινά. Είναι η φωνή κάποιου άλλου κ εκείνος παίζει απλώς μια κασέτα.

Βλακεία είναι το να επαναλαμβάνεις τους άλλους. Είναι κάτι φτηνό, επειδή δεν χρειάζεται να μάθεις εσύ ο ίδιος. Το να μάθεις εσύ ο ίδιος είναι επίπονο. Χρειάζεται να έχει κανείς κότσια για να μπορεί να μαθαίνει. Το να μαθαίνεις, σημαίνει να είσαι έτοιμος να παρατήσεις το παλιό και να είσαι συνεπώς έτοιμος να αποδεχθείς το καινούριο. Το να μαθαίνεις, σημαίνει να μην έχεις εγωισμό.

Και ποτέ κανείς δεν ξέρει πού θα σε οδηγήσουν αυτά που μαθαίνεις. Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει πού θα οδηγηθεί ο μαθητής. Η ζωή του είναι απρόβλεπτη. Ούτε κι ο ίδιος δεν μπορεί να προβλέψει τι πρόκειται να συμβεί αύριο, πού θα βρίσκεται αύριο. Προχωράει χωρίς να έχει προκατασκευασμένη γνώση. Μαθαίνεις μόνο όταν ζεις χωρίς έτοιμες γνώσεις, όταν ζεις σε μια συνεχή κατάσταση μη γνώσης.

Γι’ αυτό τα παιδιά είναι όμορφα. Όσο μεγαλώνουν, σταματούν να μαθαίνουν, επειδή μαζεύουν γνώση και είναι φτηνό το να την επαναλαμβάνουν. Γιατί να σκοτίζονται; Είναι φτηνό, είναι απλό, ακολουθείς το πρότυπο και κινείσαι σε κύκλους. Τότε όμως εγκαθίσταται η ανία. Βλακεία και ανία πηγαίνουν μαζί

MACHIAVELLI: Ενάρετοι και μη Ρωμαίοι αυτοκράτορες - το μίσος δημιουργείται τόσο με τις καλές όσο και με τις κακές πράξεις

Αν εξετάσουμε τη ζωή και τον θάνατο μερικών Ρωμαίων αυτοκρατόρων, θα φαινόταν ίσως σε πολλούς ότι υπάρχουν παραδείγματα αντίθετα με αυτή την άποψή μου, καθώς μπορεί να βρεθούν μερικοί που έζησαν πάντα παραδειγματικά και επέδειξαν μεγάλη αρετή ψυχής και παρ’ όλα αυτά έχασαν την εξουσία ή δολοφονήθηκαν από τους δικούς τους που συνωμότησαν εναντίον τους. Θέλω λοιπόν να απαντήσω σ’ αυτές τις αντιρρήσεις. Θα μιλήσω για τις αρετές μερικών αυτοκρατόρων και θα αποδείξω πως οι αιτίες της καταστροφής τους δεν ήταν διαφορετικές από αυτές τις οποίες περιγράφω εδώ. Θα εξετάσω ιδιαίτερα εκείνα τα έργα τους που είναι αξιόλογα σε όποιον μελετά την ιστορία της εποχής. Μου αρκεί να επιλέξω όλους εκείνους τους αυτοκράτορες που διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλο στην εξουσία, από το φιλόσοφο Μάρκο Αυρήλιο έως τον Μαξιμίνο. Ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος, ο γιος του ο Κόμμοδος, ο Περτίναξ, ο Ιουλιανός , ο Σεβήρος, ο Αντωνίνος Καρακάλλας, ο γιος του Μακρίνος, ο Ηλιογάβαλος, ο Αλέξανδρος και ο Μαξιμίνος. Το πρώτο που οφείλουμε να σημειώσουμε είναι πως ενώ στις άλλες ηγεμονίες πρέπει να αγωνιστείς μόνο εναντίον της φιλοδοξίας των ισχυρών και της αναίδειας του λαού, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν και ένα τρίτο πρόβλημα: έπρεπε να ανεχτούν την αγριότητα και την απληστία των στρατιωτών. 

Ήταν τόσο δύσκολο, ώστε αποτέλεσε την αιτία καταστροφής πολλών, επειδή δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν και τους στρατιώτες και τον λαό: ο λαό επιθυμούσε την ησυχία και γι’ αυτό αγαπούσε τους μετριοπαθείς ηγεμόνες – οι στρατιώτες αγαπούσαν τον ηγεμόνα με στρατιωτική ψυχή, που ήταν αλαζόνας, άγριος και άρπαγας. Ήθελαν να φορολογεί πολύ τον λαό, για να έχουν διπλάσιο μισθό και να ικανοποιούν την απληστία και την σκληρότητά τους. Αυτά τα πράγματα οδήγησαν στην καταστροφή εκείνους τους ηγεμόνες που, είτε από τη φύση τους είτε λόγω της συμπεριφοράς τους, δεν έχαιραν μεγάλης εκτίμησης ώστε να μπορούν να ελέγχουν τον πληθυσμό και τους στρατιώτες. Οι περισσότεροι από αυτούς, κυρίως εκείνοι που είχαν γίνει πρόσφατα ηγεμόνες, αφού αναγνώριζαν τη δυσκολία αυτών των δυο διαφορετικών διαθέσεων, στρέφονταν στην ικανοποίηση του στρατού, εκτιμώντας άνευ σημασίας το γεγονός ότι αδικούσαν τον λαό. Αυτή η απόφαση ήταν αναπόφευκτη: οι ηγεμόνες δεν μπορούν να αποφύγουν το μίσος κάποιας κοινωνικής ομάδας, οπότε οφείλουν κυρίως να μην είναι μισητοί απ’ όλες κι αν δεν μπορούν να το επιτύχουν, οφείλουν δευτερευόντως να φροντίσουν με κάθε τρόπο να αποφύγουν το μίσος εκείνων των ομάδων που είναι πιο ισχυρές. Οπότε, αυτοί οι αυτοκράτορες, που ως νέοι ηγεμόνες είχαν ανάγκη από ιδιαίτερη δημοτικότητα, στηρίζονταν περισσότερο στον στρατό παρά στον λαό. Κι αυτό μπορεί να είχε καλά ή κακά αποτελέσματα, ανάλογα με το πόσο ο ηγεμόνας ήξερε να διατηρεί το κύρος του απέναντί τους. 

Από τους παραπάνω λόγους προκύπτει ότι ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Περίναξ και ο Αλέξανδρος, όλοι μετριοπαθείς και φίλοι της δικαιοσύνης, εχθροί της σκληρότητας, ανθρωπιστές και ήπιοι, είχαν όλοι, εκτός από τον Μάρκο Αυρήλιο, κακό τέλος. Μόνο ο Μάρκος έζησε και πέθανε με πολυάριθμες τιμές, γιατί ανέβηκε στην εξουσία κληρονομικώ δικαίω και επομένως δεν ήταν αναγκασμένος να κερδίσει τη συναίνεση ούτε του στρατού ούτε του λαού. Έτσι, όσο ζούσε είχε πάντα τον λαό και στον στρατό υπό τον έλεγχο και ποτέ δεν τον μίσησαν ούτε τον περιφρόνησαν. Ο Περτίναξ όμως έγινε αυτοκράτορας ενάντια στη θέληση των στρατιωτών. Είχαν συνηθίσει να ζουν ασύδοτα επί Κόμμοδου και δεν μπορούσαν να ανεχτούν την τίμια ζωή στην οποία ήθελε να τους επαναφέρει εκείνος. Έτσι, τον μίσησαν και στο μίσος προστέθηκε η περιφρόνηση, επειδή ήταν γέρος. Κατά συνέπεια, οδηγήθηκε στην καταστροφή ήδη από την αρχή της εξουσίας του.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως το μίσος δημιουργείται τόσο με τις καλές όσο και με τις κακές πράξεις. Οπότε, όπως είπα πιο πάνω, ένας ηγεμόνας που θέλει να διατηρήσει την εξουσία συχνά αναγκάζεται να είναι καλός. Όταν αυτό το σύνολο (ο λαός, ο στρατός ή οι ισχυροί) που κρίνεις ότι το έχεις ανάγκη προκειμένου να διατηρηθείς στην εξουσία είναι διεφθαρμένο, σε συμφέρει να ακολουθείς τις επιθυμίες του και να το ικανοποιείς. Στην προκειμένη περίπτωση, οι καλές πράξεις δε σε ωφελούν. Ας έρθουμε όμως στον Αλέξανδρο. Ήταν πολύ καλός και στα δεκατέσσερα χρόνια που κράτησε την αυτοκρατορία. Παρ’ όλα αυτά, τον θεωρούσαν μαλθακό και άνδρα που άφηνε να τον επηρεάζει η μητέρα του. Και για τον λόγο αυτό έγινε αντικείμενο περιφρόνησης, ο στρατός συνωμότησε εναντίον του και τον σκότωσε.

Αν μιλήσουμε τώρα για τις ιδιότητες του Κόμμοδου, του Σεπτίμιου Σεβήρου, του Αντωνίνου Καρακάλλα και του Μαξιμίνου, θα δείτε πως ήταν σκληρότατοι και υπερβολικά άρπαγες. Για να ικανοποιήσουν τους στρατιώτες, εφάρμοσαν κάθε δυνατή αδικία στον λαό. Και όλοι, εκτός από τον Σεβήρο, είχαν θλιβερό τέλος. Ο Σεβήρος ήταν τόσο ικανός, ώστε κατάφερε να κρατήσει τους στρατιώτες με το μέρος του, ακόμα κι όταν ο λαός καταπιεζόταν πολύ από αυτόν. Έτσι μπόρεσε να κυβερνήσει πάντα με ασφάλεια, επειδή αυτές του οι ικανότητες τον έκαναν τόσο θαυμαστό στα μάτια του στρατού και του λαού, ώστε παρέμεναν κατά κάποιον τρόπο οι μεν σαστισμένοι και οι δε ικανοποιημένοι και γεμάτοι σεβασμό απέναντί του.

Και επειδή τα έργα του ήταν μεγάλα και αξιοθαύμαστα για έναν νέο ηγεμόνα, θέλω να αποδείξω εν συντομία πόσο καλά ήξερε να χρησιμοποιεί το προσωπείο της αλεπούς και του λιονταριού, τις φύσεις των οποίων όπως είπα πιο πάνω είναι αναγκασμένος ένας ηγεμόνας να μιμείται. Ο Σεβήρος, γνωρίζοντας τη νωθρότητα του αυτοκράτορα Ιουλιανού, έπεισε τον στρατό του, του οποίου ήταν στρατηγός στη Σλαβονία, πως όφειλε να πάει στη Ρώμη για να εκδικηθεί τον θάνατο του Περτίνακα, ο οποίος είχε δολοφονηθεί από πραιτοριανούς. Με αυτό το πρόσχημα, χωρίς να δείξει πως αποσκοπούσε να καταλάβει την εξουσία, ξεκίνησε με τον στρατό προς τη Ρώμη και βρέθηκε στην Ιταλία προτού μαθευτεί η αναχώρησή του. Μόλις έφτασε στη Ρώμη, η Σύγκλητος, έντρομη, τον ανακήρυξε αυτοκράτορα και σκότωσε τον Ιουλιανό. Έπειτα από αυτή την αρχή, ο Σεβήρος αν ήθελε να γίνει κύριος όλου του κράτους, έπρεπε να ξεπεράσει δύο εμπόδια: ένα στην Ασία, όπου ο Πεσκέννιος Νίγρος, αρχηγός των ασιατικών στρατευμάτων, είχε ανακηρυχτεί αυτοκράτορας και το άλλο στη Δύση, όπου βρισκόταν ο Σεπτίμιος Αλβίνος, ο οποίος απέβλεπε στο να γίνει αυτοκράτορας. Και επειδή έκρινε επικίνδυνο να δείξει πως είναι εχθρός και των δύο, αποφάσισε να επιτεθεί στον Νίγρο και να εξαπατήσει τον Αλβίνο. Στον τελευταίο έγραψε πως είχε ανακηρυχθεί αυτοκράτορας από τη Σύγκλητο και ότι ήθελε να μοιραστεί την εξουσία μαζί του. Του έστειλε τον τίτλο του Καίσαρα και με απόφαση της Συγκλήτου τον έκανε συναυτοκράτορα. Ο Αλβίνος τα θεώρησε όλα αυτά αληθινά. Όταν όμως νίκησε και σκότωσε τον Νίγρο και ηρέμησε την κατάσταση στην Ασία, ο Σεβήρος γύρισε στη Ρώμη και διαμαρτυρήθηκε στη Σύγκλητο πως ο Αλβίνος, μην αναγνωρίζοντας τα ευεργετήματα που είχε δεχτεί από τον ίδιο, προσπάθησε να τον δολοφονήσει με δόλο. Οπότε, ήταν αναγκασμένος να πάει και να τιμωρήσει την αχαριστία του.

Έτσι, πήγε και τον βρήκε στη Γαλλία και του αφαίρεσε την εξουσία και τη ζωή.

ΝΙΚΟΛΟ ΜΑΚΙΑΒΕΛΙ, Ο ΗΓΕΜΟΝΑΣ

Γιατί κοιτάς τα ξένα βάσανα, κακοηθέστατε άνθρωπε, με μάτι κοφτερό, αλλά παραβλέπεις τα δικά σου;

 ΠΕΡΙ ΠΟΛΥΠΡΑΓΜΟΣΥΝΗΣ


Τέτοιο (νόσημα του νου), επί παραδείγματι, είναι η πολυπραγμοσύνη, που είναι επιθυμία να μαθαίνουμε τα κακά των άλλων, ασθένεια που δεν θεωρείται απαλλαγμένη ούτε από φθόνο ούτε από κακοήθεια:

Γιατί κοιτάς τα ξένα βάσανα, κακοηθέστατε άνθρωπε, με μάτι κοφτερό, αλλά παραβλέπεις τα δικά σου;

Μετάφερε απ’ έξω την πολυπραγμοσύνη σου και στρέψε την προς τα μέσα· αν σε χαροποιεί ν’ ασχολείσαι με την έρευνα των κακών, έχεις πολλά ν’ ασχοληθείς μέσα στο ίδιο σου το σπίτι: “Όσα τα νερά που κυλούν από τον Αλιζόνα, όσα τα φύλλα γύρω από τη δρυ”, τόσα σφάλματα θα βρεις στη δική σου ζωή και πάθη στην ψυχή σου και αμέλειες των καθηκόντων σου.

Όπως, δηλαδή, ο Ξενοφών λέει πως οι καλοί νοικοκυραίοι έχουν ιδιαίτερο μέρος για τα θυσιαστικά σκεύη και ιδιαίτερο μέρος για τα σκεύη του φαγητού, και ότι τα γεωργικά εργαλεία πρέπει ν’ αποθηκεύονται αλλού και χωριστά από αυτά τα πολεμικά όπλα, έτσι κι εσύ έχεις κατά μέρος κάποια παρακαταθήκη ελαττωμάτων που προέρχονται από φθόνο, άλλη αυτών που προέρχονται από ζήλια, άλλη από δειλία και άλλη από ασημαντολογία.

Πήγαινε κοντά τους, εξέτασέ τα. Φράξε τα παράθυρα και τα παραπόρτια της πολυπραγμοσύνης σου που ανοίγουν κατά τη μεριά του γείτονά σου και άνοιξε άλλα που οδηγούν προς τη δική σου, προς τα διαμερίσματα των ανδρών, προς τα διαμερίσματα των γυναικών, προς τα δωμάτια των υπηρετών σου.

Εδώ αυτή η πολυπραγμοσύνη και η ανάγκη σου να τα μαθαίνεις όλα θα βρουν απασχόληση που δεν θα είναι άχρηστη ούτε κακοήθης αλλά χρήσιμη και σωτήρια, αν πει ο καθένας στον εαυτό του:

Πού έσφαλλα; Τι καλό έκανα; Ποιο καθήκον παραμέλησα;

Εμείς όμως, ενώ αντιμετωπίζουμε τα δικά μας με μεγάλη νωθρότητα, άγνοια και αμέλεια, αναμειγνυόμαστε στις οικογένειες των άλλων· ο παππούς του γείτονά μας ήταν Σύρος και η γιαγιά του Θρακιώτισσα, ο δείνα χρωστάει τρία τάλαντα και δεν πλήρωσε τους τόκους.

Εξετάζουμε ακόμα και τέτοια θέματα, όπως από που επέστρεφε η γυναίκα του τάδε, και τι κουβέντιαζαν μεταξύ τους ο τάδε και ο δείνα στη γωνία.

Ο Σωκράτης όμως τριγύριζε ψάχνοντας να βρει με ποια επιχειρήματα έπειθε ο Πυθαγόρας· ο Αρίστιππος, επίσης, όταν συνάντησε τον Ισχόμαχο στην Ολυμπία, τον ρώτησε με ποιο τρόπο συζήτησης κατόρθωνε ο Σωκράτης να επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό τους νέους.

Όταν, λοιπόν, ο Αρίστιππος κατάφερε να συλλέξει μερικούς σπόρους και δείγματα των λόγων του, συγκινήθηκε τόσο πολύ που κατέρρευσε σωματικά, χλόμιασε και αδυνάτισε· τελικά έπλευσε στην Αθήνα και κατασίγασε τη δίψα που τον έκαιγε πίνοντας από την ίδια την πηγή και ασχολήθηκε με τη μελέτη του ίδιου του άνδρα και των λόγων και της φιλοσοφίας του, της οποίας τελικός σκοπός ήταν ν’ αναγνωρίσει κάποιος τα κακά του εαυτού του και ν’ απαλλαγεί από αυτά.

Ωστόσο υπάρχουν μερικοί που δεν αντέχουν ν’ αντιμετωπίσουν τη δική τους ζωή, θεωρώντας την εξαιρετικά δυσάρεστο θέαμα, ή να ρίξουν στον εαυτό τους, σαν φως τον λογισμό και να τον φέρουν ολόγυρα, αλλά η ψυχή τους, όντας γεμάτη από κάθε λογής κακά, φρίττοντας και τρομάζοντας απ’ όσα βρίσκονται μέσα της, πηδάει έξω και τριγυρνάει στα ξένα, αρχίζει να βόσκει εκεί και να παχαίνει την κακοήθεια της. Όπως, δηλαδή, το κατοικίδιο πουλί, ενώ η δική του τροφή βρίσκεται δίπλα του, χώνεται σε μια γωνιά και σκαλίζει εκεί όπου ίσως φαίνεται ένα μόνο σπυρί κριθάρι μέσα στις κοπριές, κατά παρόμοιο τρόπο οι πολυπράγμονες, προσπερνώντας θέματα και ιστορίες που είναι εκτεθειμένα σε κοινή θέα και ζητήματα των οποίων την έρευνά του δεν εμποδίζει κανείς ούτε ενοχλείται αν γνωστοποιηθούν, διαλέγουν τα κρυμμένα και τα άγνωστα προβλήματα κάθε σπιτιού.

Ήταν, όμως, πολύ έξυπνη η απάντηση που έδωσε ο Αιγύπτιος σε κάποιον που τον ρώτησε τι ήταν αυτό που κουβαλούσε σκεπασμένο: “Για τούτο είναι σκεπασμένο”. Και γιατί, παρακαλώ, έχεις εσύ την περιέργεια να μάθεις γι’ αυτό που είναι κρυμμένο; Αν δεν ήταν κακό, δεν θα ήταν κρυμμένο.

Όμως γι’ αυτά ακριβώς τα πράγματα τρυπώνει μέσα ο πολυπράγμων. Δεν θα έμπαινε πρόθυμα σε σοβαρό και αξιοπρεπές σπίτι σαν θεατής, ακόμα και αν τον καλούσαν να μπει· όμως αυτά που κρύβουν με κλειδιά και αμπάρες και εξώπορτες, αυτά ακριβώς είναι που ξεσκεπάζει και μεταφέρει μπροστά στους άλλους.

Για τούτο και ο κωμωδιογράφος Φιλιππίδης έδωσε άριστη απάντηση, όταν κάποτε τον ρώτησε ο βασιλιάς Λυσίμαχος: “Τι δικό μου θέλεις να μοιραστώ μαζί σου;” “Οτιδήποτε, βασιλιά”, είπε ο Φιλιππίδης, “εκτός από τα μυστικά σου”.

Όμως φαίνεται πως η πολυπραγμοσύνη δεν ευχαριστιέται με μπαγιάτικες συμφορές, αλλά τις θέλει ζεστές και φρέσκιες, και απολαμβάνει το θέαμα των καινούργιων τραγωδιών, χωρίς να έχει και μεγάλη προθυμία να σχετιστεί με την κωμική και φαιδρότερη πλευρά της ζωής.

Για τούτο, όταν κάποιος περιγράφει γάμο ή θυσία ή τιμητική προπομπή, ο πολυπράγμων είναι αδιάφορος και απρόσεχτος ακροατής, και δηλώνει ότι τις περισσότερες λεπτομέρειες τις έχει ακούσει ήδη, παρακινώντας τον αφηγητή να συντομεύει ή να τις παραλείπει. Αν όμως κάποιος που κάθεται εκεί κοντά αρχίσει να διηγείται τον βιασμό κόρης ή τη μοιχεία της συζύγου ή τη νόθευση δίκης ή τον τσακωμό αδελφών, ο πολυπράγμων ούτε νυστάζει ούτε παριστάνει τον απασχολημένο, “αλλά ζητάει και άλλες κουβέντες και προσφέρει και τα δύο του αυτιά” και κείνα τα λόγια:

Αλίμονο, πόσο πιο πρόθυμα φτάνει από την ευτυχία
το κακό στ’ αυτιά των ανθρώπων!

Είναι αληθινά όταν χρησιμοποιούνται για τους πολυπράγμονες. Όπως, δηλαδή, οι βεντούζες τραβούν από τη σάρκα ό,τι χειρότερο έχει, έτσι και τα αυτιά των πολυπραγμόνων τραβούν τις πιο ποταπές ιστορίες.

Αυτή είναι “η μοναδική μούσα και σειρήνα” για τους πολυπράγμονες, αυτή είναι το πιο ευχάριστο άκουσμά τους. Η πολυπραγμοσύνη, δηλαδή, είναι στην πραγματικότητα πάθος για την ανακάλυψη κρυφών και αφανέρωτων πραγμάτων· κανείς δεν κρύβει, άλλωστε, κάτι καλό που έχει, τη στιγμή, μάλιστα, που οι άνθρωποι προσποιούνται ότι έχουν κάποια αγαθά ενώ δεν τα έχουν. Αφού λοιπόν αυτό που ορέγεται ο πολυπράγμων είναι η αναζήτηση κακών, κατέχεται από πάθος που ονομάζεται χαιρεκακία, πάθος αδελφό του φθόνου και της κακεντρέχειας.

Φθόνος είναι η στεναχώρια για τα αγαθά του άλλου, ενώ χαιρεκακία είναι η ευχαρίστηση για τα κακά του άλλου· και τα δύο προέρχονται από το άγριο και θηριώδες πάθος, την κακοήθεια.

Ασφαλώς αυτό που κάνει πιο μισητούς τους τυράννους, που πρέπει να τα ξέρουν όλα, είναι η τάξη των ανθρώπων που αποκαλούν “αυτιά” και “κατασκόπους”.

Ο Δαρείος ο νόθος επειδή δεν είχε καθόλου αυτοπεποίθηση και έβλεπε τους πάντες με φόβο και καχυποψία, απέκτησε πρώτος ωτακουστές· κατάσκοποι επίσης σκορπίστηκαν ανάμεσα στον λαό των Συρακουσών από τους Διονυσίους. Για τούτο, όταν· μεταβλήθηκε το πολίτευμα, αυτούς πρώτους συνέλαβαν οι Συρακούσιοι και τους σκότωσαν με αποτυμπανισμό. Πραγματικά, το γένος των συκοφαντών προέρχεται από τη φυλή και τον οίκο των πολυπραγμόνων. Όμως ενώ οι συκοφάντες ψάχνουν να βρουν αν κάποιος έχει σχεδιάσει ή διαπράξει κάποιο παράπτωμα, οι πολυπράγμονες ερευνούν και δημοσιοποιούν ακόμα και τις αθέλητες ατυχίες των γειτόνων τους. Και λέγεται ότι ο άνθρωπος που αποκαλείται “αλιτήριος” απέκτησε κατά πρώτον την προσωνυμία αυτή από την πολυπραγμοσύνη του. Όπως φαίνεται, δηλαδή, κάποτε που είχε πέσει μεγάλος λιμός στην Αθήνα και κείνοι που είχαν στάρι δεν ήθελαν να συνεισφέρουν στο κοινό απόθεμα αλλά το άλεθαν κρυφά στα σπίτια τους τη νύχτα, μερικοί τριγύριζαν προσπαθώντας ν’ ακούσουν τον θόρυβο των μύλων, κι έτσι απέκτησαν το όνομα “αλιτήριοι”.

Με παρόμοιο τρόπο, απ’ ό,τι λένε, απέκτησε και ο “συκοφάντης” το όνομά του. Επειδή η εξαγωγή σύκων ήταν απαγορευμένη, οι άνθρωποι που αποκάλυπταν και έδιναν πληροφορίες εναντίον εκείνων που τα εξήγαγαν ονομάστηκαν “συκοφάντες”.

Δεν είναι, λοιπόν, ανώφελο να σκεφτούν και τούτο οι πολυπράγμονες, ώστε να ντραπούν για την ομοιότητα και τη συγγένεια της δικής τους ενασχόλησης με κείνη των ανθρώπων που κατ’ εξοχήν μισούνται και περιφρονούνται.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ

Τα στάδια της ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας

Η θεωρία της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης που δημιουργήθηκε από τον Erik Erikson είναι ίσως μία από τις πιο γνωστές θεωρίες προσωπικότητας. Η θεωρία διαφέρει από πολλές άλλες, δεδομένου ότι ασχολείται με την ανάπτυξη καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής, από τη γέννηση μέχρι το θάνατο.

Σε κάθε στάδιο, το άτομο διαπραγματεύεται μια κρίση που λειτουργεί ως κομβικό σημείο στην ανάπτυξη του. Όταν η κρίση έχει επιλυθεί επιτυχώς, το άτομο είναι σε θέση να αναπτύξει την ψυχοκοινωνική ποιότητα που σχετίζεται με το συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης.

Γνωρίστε περισσότερα για τα ψυχοκοινωνικά στάδια της θεωρίας του Erik Erikson, συμπεριλαμβανομένης της κρίσης με την οποία έρχεται κανείς αντιμέτωπος σε κάθε στάδιο και τα σημαντικά γεγονότα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια κάθε σημείου της ανάπτυξης.

Στάδιο 1ο: Εμπιστοσύνη Εναντίον Αμφιβολίας

Η κρίση «Εμπιστοσύνη εναντίον Αμφιβολίας» είναι το πρώτο ψυχοκοινωνικό στάδιο που παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους περίπου της ζωής ενός παιδιού. Κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσιμης φάσης της ανάπτυξης, ένα βρέφος εξαρτάται εντελώς από τους φροντιστές του.

Όταν οι γονείς ή οι φροντιστές ανταποκρίνονται στις ανάγκες ενός παιδιού με συνέπεια και με τρόπο που αποπνέει ζεστασιά, το παιδί, στη συνέχεια, μαθαίνει να εμπιστεύεται τον κόσμο και τους ανθρώπους γύρω του.

Στάδιο 2ο: Αυτονομία Εναντίον Ντροπής

Το δεύτερο στάδιο περιλαμβάνει την ψυχοκοινωνική κρίση ανάμεσα στην αυτονομία και την ντροπή ή την αμφιβολία. Καθώς το παιδί εισέρχεται στα νηπιακά χρόνια, το κέρδος μίας μεγαλύτερης αίσθησης του προσωπικού ελέγχου γίνεται όλο και πιο σημαντικό.

Καθήκοντα όπως να μαθαίνει πώς να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα, να επιλέγει τροφές και παιχνίδια, είναι τρόποι με τους οποίους τα παιδιά αποκτούν μια μεγαλύτερη αίσθηση της ανεξαρτησίας.

Στάδιο 3ο: Πρωτοβουλία Εναντίον Ενοχής

Το τρίτο ψυχοκοινωνικό στάδιο εμφανίζεται στις ηλικίες μεταξύ περίπου των τριών και πέντε ετών και επικεντρώνεται στην ανάπτυξη μιας αίσθησης της αυτο-πρωτοβουλίας.

Τα παιδιά που ενθαρρύνονται να συμμετέχουν σε παιχνίδια με αυτοσκηνοθεσία, συνεχίζουν στη ζωή με μια αίσθηση ισχυρής πρωτοβουλίας, ενώ όσα έχουν αποθαρρυνθεί από αυτές τις δραστηριότητες μπορεί να αρχίσουν να αισθάνονται μια αίσθηση ενοχής για τις δραστηριότητες που ξεκινούν οι ίδιοι.

Στάδιο 4ο: Εργατικότητα Εναντίον Αισθήματος Κατωτερότητας

Κατά τη διάρκεια της μέσης παιδικής ηλικίας μεταξύ των ηλικιών περίπου έξι και έντεκα ετών, τα παιδιά εισέρχονται στο ψυχοκοινωνικό στάδιο που είναι γνωστό ως «Εργατικότητα έναντι Αισθήματος Κατωτερότητας». Καθώς τα παιδιά συμμετέχουν στην κοινωνική αλληλεπίδραση με τους φίλους και τις ακαδημαϊκές δραστηριότητες στο σχολείο, αρχίζουν να αναπτύσσουν μια αίσθηση υπερηφάνειας και ολοκλήρωσης στην εργασία και τις ικανότητές τους.

Τα παιδιά που επαινούνται και ενθαρρύνονται αναπτύσουν μια αίσθηση επάρκειας, ενώ εκείνα τα οποία αποθαρρύνονται μένουν με ένα αίσθημα κατωτερότητας.

Στάδιο 5ο: Ταυτότητα Εναντίον Σύγχυσης των ρόλων

Στο πέμπτο ψυχοκοινωνικό στάδιο, ο σχηματισμός μιας προσωπικής ταυτότητας γίνεται κρίσιμος. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας, οι έφηβοι εξερευνούν διαφορετικές συμπεριφορές, ρόλους και ταυτότητες.

Ο Erikson πίστευε ότι αυτό το στάδιο ήταν ιδιαίτερα κρίσιμο και ότι η σφυρηλάτηση μιας ισχυρής ταυτότητας χρησιμεύει ως βάση για την εξεύρεση της μελλοντικής κατεύθυνσης στη ζωή.

Εκείνοι που βρίσκουν μια αίσθηση ταυτότητας αισθάνονται ασφαλείς, ανεξάρτητοι και έτοιμοι να αντιμετωπίσουν το μέλλον, ενώ όσοι παραμένουν σε σύγχυση μπορεί να αισθάνεται χαμένοι, ανασφαλείς και αβέβαιοι για τη θέση τους στον κόσμο.

Στάδιο 6ο: Οικειότητα Εναντίον Απομόνωσης

Το έκτο ψυχοκοινωνικό στάδιο επικεντρώνεται στον σχηματισμό οικείων σχέσεων αγάπης με τους άλλους ανθρώπους. Οι γνωριμίες, ο γάμος, η οικογένεια και οι φιλίες είναι σημαντικές κατά τη διάρκεια του σταδίου της οικειότητας εναντίον της απομόνωσης, η οποία διαρκεί περίπου από την ηλικία των 19 μέχρι των 40 ετών.

Με τη διαμόρφωση επιτυχών σχέσεων αγάπης με άλλους ανθρώπους, τα άτομα είναι σε θέση να βιώσουν την αγάπη και να απολαύσουν την οικειότητα. Εκείνοι που αποτυγχάνουν να σχηματίσουν σταθερές σχέσεις μπορεί να αισθάνονται απομονωμένοι και μόνοι.

Στάδιο 7ο: Παραγωγικότητα Εναντίον Απραξίας

Μόλις οι ενήλικες εισέλθουν στο στάδιο, που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της μέσης ηλικίας, η ψυχοκοινωνική κρίση επικεντρώνεται στην ανάγκη δημιουργίας ή γαλούχησης πράγματων που θα επιβιώσουν περισσότερο από το άτομο.

Η ανατροφή μιας οικογένειας, η εργασία και η συμβολή στην κοινότητα είναι όλοι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι αναπτύσσουν μια αίσθηση του σκοπού. Όσοι αδυνατούν να βρουν τρόπους για να συμβάλουν μπορεί να αισθάνονται αποκομμένοι και άχρηστοι.

Στάδιο 8ο: Πληρότητα του Εγώ εναντίον Απελπισίας

Το τελικό ψυχοκοινωνικό στάδιο ξεκινά γύρω από την ηλικία των 65 ετών και διαρκεί μέχρι το θάνατο. Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου, το άτομο κοιτάζει πίσω στη ζωή του. Το μείζον ζήτημα κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου είναι: «Έζησα τελικά μια ζωή με νόημα;».

Όσοι έχουν ζήσει μια ζωή με νόημα θα νιώσουν μια αίσθηση ειρήνης, σοφίας και πληρότητας, ακόμα και όταν αντιμετωπίζουν τον θάνατο. Για όσους κοιτάζουν πίσω στη ζωή τους και βλέπουν πικρία και λύπη, τότε θα νιώσουν συναισθήματα απελπισίας.

Η μοίρα

Ο όρος μοίρα επανέρχεται συνεχώς στα έπη, κυρίως στην Ιλιάδα, και πρέπει να συσχετιστεί με το ρήμα μερίζω, που σημαίνει μοιράζω, διαιρώ. Η μοίρα είναι λοιπόν η μοιρασιά, το μερίδιο, ο κλήρος, η τύχη. Και η ρίζα σμερ- μας δίνει αμέσως την απάντηση στο ερώτημα: ποια είναι η μοίρα, το μερίδιο του ανθρώπου; Η μοίρα του είναι ο μόρος, δηλαδή ο θάνατος. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί τη λέξη αυτή, συγγενή της μοίρας, καθώς και τις εκφράσεις μόρσιμον ήμαρ ή, σ’ ένα άλλο πλαίσιο, αίσιμον ήμαρ (η αίσα είναι συνώνυμη της μοίρας) που επανέρχονται συχνά για να προσδιορίσουν την μοιραία ημέρα, την ημέρα του θανάτου ενός εκ των ηρώων, την ημέρα που του έλαχε, κατά την αρχική μοιρασιά, ως όριο της ύπαρξής του.

Είναι σημαντικό να επιμείνουμε στη μοιρασιά της μοίρας, διότι η ίδια λέξη χρησιμοποιείται και με άλλα εξαιρετικά συγκεκριμένα περιεχόμενα: ένα κομμάτι γης, ένας στρατιωτικός σχηματισμός, ακόμα και, σε μεταγενέστερους συγγραφείς, ένα πολιτικό κόμμα, είναι και αυτά τμήματα, μοίραι. Η κατεξοχήν μοίρα όμως είναι η μοίρα του ανθρώπου, δηλαδή ο θάνατος.

Στον Ησίοδο αι Μοίραι είναι τρεις θεές, κόρες της Νύχτας, οι οποίες όπως και άλλες προολύμπιες θεότητες, είναι φοβερές εκδικήτριες, ο δε θυμός τους δεν απαλύνεται πριν τιμωρήσουν τους ενόχους, θεούς ή ανθρώπους (Θεογ., 215-222).

Ενώ για τις συγκεκριμένες Μοίρες μπορούμε να υποθέσουμε ότι έχουν σχέσεις και βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις με τους ανθρώπους ή τους θεούς, δεν συμβαίνει το ίδιο με την ομηρική μοίραν, που δεν είναι προσωποποιημένη θεότητα αλλά απρόσωπη δύναμη, ένα είδος ύπατης νομιμότητας που επιβάλλεται σε θεούς και ανθρώπους. Εκεί που η μοίρα υπαγορεύει το νόμο της, δεν υπάρχει συζήτηση ούτε ελπίδα συμφιλίωσης. Σε ποιόν να απευθυνθούν ικεσίες, ή θυσίες, αφού η μοίρα δεν είναι κανείς;

Την εικονογράφηση δε του σχεδόν αφηρημένου χαρακτήρα της ομηρικής μοίρας, που υπογραμμίζεται με εκφράσεις οι οποίες επανέρχονται συχνά στα έπη, μπορούμε να τη βρούμε σε δύο ανάλογες και καθοριστικές σκηνές της Ιλιάδας, όπου ο Δίας, που γνωρίζει ωστόσο τις βουλές της μοίρας, θέλει παρά ταύτα να τις επιβεβαιώσει. Την πρώτη φορά στη Ραψωδία Θ (69-72), όταν έχει αναζωπυρωθεί η μάχη μεταξύ Αχαιών και Τρώων, ξετυλίγει τη χρυσή του πλάστιγγα προκειμένου να ζυγίσει τα πεπρωμένα, τις κήρες των δύο στρατευμάτων, και ο δείκτης καταδικάζει τους Αχαιούς. Η ίδια σκηνή, πιο έντονη ακόμα και σκληρή, επαναλαμβάνεται στη Ραψωδία Χ (208-213). Ο Έκτωρ καταδιώκεται από τον Αχιλλέα, δεν μπορεί να του ξεφύγει … και καθώς περνούν μπροστά από τις ιερές κρήνες, ο Δίας ξετυλίγει και πάλι τη χρυσή πλάστιγγα για να ζυγίσει τις κήρες των δύο ηρώων. Τότε ο δίσκος που περιέχει τη μοιραία μέρα του Έκτωρα, το αίσιμον ήμαρ του, βαραίνει και κατεβαίνει μέχρι που χάνεται στον Άδη. … Κάθε φορά λοιπόν ο Δίας, ο βασιλιάς των θεών, είναι αναγκασμένος να καταφύγει σε μια ζυγαριά, … προκειμένου να γνωρίσει το θέλημα της μοίρας.

Αυτή η απρόσωπη παντοδυναμία δεν είναι ούτε ο Γιαχβέ ούτε ο πατήρ Θεός, ούτε ο Αλλάχ, αλλά είναι ήδη η ιδέα ενός νόμου του κόσμου που δεν προσωποποιείται και στον οποίο υπόκεινται ακόμα και οι ίδιοι οι θεοί.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.21.3-4.21.9)

[4.21.3] Ἀλλὰ καὶ ὣς Ἀλέξανδρος ἥπτετο τοῦ ἔργου· οὕτως πάντα ᾤετο χρῆναι βατά τε αὑτῷ καὶ ἐξαιρετέα εἶναι, ἐς τοσόνδε τόλμης τε καὶ εὐτυχίας προκεχωρήκει. τέμνων δὴ τὰς ἐλάτας (πολλαὶ γὰρ καὶ ὑπερύψηλοι ἐλάται ἦσαν ἐν κύκλῳ τοῦ ὄρους) κλίμακας ἐκ τούτων ἐποίει, ὡς κάθοδον εἶναι ἐς τὴν φάραγγα τῇ στρατιᾷ· οὐ γὰρ ἦν ἄλλως κατελθεῖν ἐς αὐτήν. [4.21.4] καὶ τὰς μὲν ἡμέρας αὐτὸς Ἀλέξανδρος ἐφειστήκει τῷ ἔργῳ τὸ ἥμισυ τοῦ στρατοῦ ἔχων ἐργαζόμενον, τὰς δὲ νύκτας ἐν μέρει οἱ σωματοφύλακες αὐτῷ εἰργάζοντο, Περδίκκας τε καὶ Λεοννάτος καὶ Πτολεμαῖος ὁ Λάγου, τῷ λοιπῷ μέρει τῆς στρατιᾶς τριχῇ διανενεμημένῳ, ὅπερ αὐτῷ ἐς τὴν νύκτα ἀπετέτακτο. ἤνυτον δὲ τῆς ἡμέρας οὐ πλέον ἤπερ εἴκοσι πήχεις καὶ τῆς νυκτὸς ὀλίγον ἀποδέον, καίτοι ξυμπάσης τῆς στρατιᾶς ἐργαζομένης· οὕτω τό τε χωρίον ἄπορον ἦν καὶ τὸ ἔργον ἐν αὐτῷ χαλεπόν. [4.21.5] κατιόντες δ᾽ ἐς τὴν φάραγγα πασσάλους κατεπήγνυον ἐς τὸ ὀξύτατον τῆς φάραγγος, διέχοντας ἀλλήλων ὅσον ξύμμετρον πρὸς ἰσχύν τε καὶ ξυνοχὴν τῶν ἐπιβαλλομένων. ἐπέβαλλον δὲ πλέγματα ἐκ λύγων εἰς γεφύρας μάλιστα ἰδέαν, καὶ ταῦτα ξυνδοῦντες χοῦν ἄνωθεν ἐπεφόρουν, ὡς ἐξ ὁμαλοῦ γίγνεσθαι τῇ στρατιᾷ τὴν πρόσοδον τὴν πρὸς τὴν πέτραν.
[4.21.6] Οἱ δὲ βάρβαροι τὰ μὲν πρῶτα κατεφρόνουν ὡς ἀπόρου πάντῃ τοῦ ἐγχειρήματος· ὡς δὲ τοξεύματα ἤδη ἐς τὴν πέτραν ἐξικνεῖτο καὶ αὐτοὶ ἀδύνατοι ἦσαν ἄνωθεν ἐξείργειν τοὺς Μακεδόνας (ἐπεποίητο γὰρ αὐτοῖς προκαλύμματα πρὸς τὰ βέλη, ὡς ὑπ᾽ αὐτοῖς ἀβλαβῶς ἐργάζεσθαι) ἐκπλαγεὶς ὁ Χοριήνης πρὸς τὰ γιγνόμενα κήρυκα πέμπει πρὸς Ἀλέξανδρον, δεόμενος Ὀξυάρτην οἱ ἀναπέμψαι. καὶ πέμπει Ὀξυάρτην Ἀλέξανδρος. [4.21.7] ὁ δὲ ἀφικόμενος πείθει Χοριήνην ἐπιτρέψαι Ἀλεξάνδρῳ αὑτόν τε καὶ τὸ χωρίον. βίᾳ μὲν γὰρ οὐδὲν ὅ τι οὐχ ἁλωτὸν εἶναι Ἀλεξάνδρῳ καὶ τῇ στρατιᾷ τῇ ἐκείνου, ἐς πίστιν δὲ ἐλθόντος καὶ φιλίαν, τὴν πίστιν τε καὶ δικαιότητα μεγαλωστὶ ἐπῄνει τοῦ βασιλέως, τά τε ἄλλα καὶ τὸ αὑτοῦ ἐν πρώτοις ἐς βεβαίωσιν τοῦ λόγου προφέρων. [4.21.8] τούτοις πεισθεὶς ὁ Χοριήνης αὐτός τε ἧκε παρ᾽ Ἀλέξανδρον καὶ τῶν οἰκείων τινὲς καὶ ἑταίρων αὐτοῦ. ἐλθόντι δὲ τῷ Χοριήνῃ φιλάνθρωπά τε ἀποκρινάμενος καὶ πίστιν ἐς φιλίαν δοὺς αὐτὸν μὲν κατέχει, πέμψαι δὲ κελεύει τῶν συγκατελθόντων τινὰς αὐτῷ ἐς τὴν πέτραν τοὺς κελεύσοντας ἐνδοῦναι τὸ χωρίον. [4.21.9] καὶ ἐνδίδοται ὑπὸ τῶν ξυμπεφευγότων, ὥστε καὶ αὐτὸς Ἀλέξανδρος ἀναλαβὼν τῶν ὑπασπιστῶν ἐς πεντακοσίους ἀνέβη κατὰ θέαν τῆς πέτρας, καὶ τοσούτου ἐδέησεν ἀνεπιεικές τι ἐς τὸν Χοριήνην ἔργον ἀποδείξασθαι, ὥστε καὶ αὐτὸ τὸ χωρίον ἐκεῖνο ἐπιτρέπει Χοριήνῃ καὶ ὕπαρχον εἶναι ὅσωνπερ καὶ πρόσθεν ἔδωκεν.

***
[4.21.3] Παρ᾽ όλα αυτά ο Αλέξανδρος καταπιάσθηκε με την επιχείρηση, γιατί πίστευε ότι για αυτόν όλα τα μέρη ήταν προσιτά και έπρεπε να τα κυριεύσει. Σε τέτοιο σημείο τον είχαν οδηγήσει η τόλμη και οι επιτυχίες του. Κόβοντας, λοιπόν, έλατα (γιατί υπήρχαν πολλά και πανύψηλα έλατα γύρω από το βουνό) άρχισε να κατασκευάζει σκάλες από αυτά για να κατέβει ο στρατός του στο φαράγγι, αφού διαφορετικά ήταν αδύνατη η κάθοδος. [4.21.4] Ο ίδιος ο Αλέξανδρος επιτηρούσε κατά τη διάρκεια της ημέρας τις εργασίες απασχολώντας γι᾽ αυτές το μισό του στράτευμα, ενώ κατά τη νύχτα εργάζονταν διαδοχικά οι σωματοφύλακές του Περδίκκας και Λεοννάτος και ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου, με το υπόλοιπο μέρος του στρατεύματος που διαμοιρασμένο σε τρία τμήματα είχε ορισθεί για τη νυχτερινή εργασία. Αλλά, αν και εργαζόταν ολόκληρο το στράτευμα, δεν προχωρούσαν περισσότερο από είκοσι πήχεις τη μέρα και κάτι λιγότερο τη νύχτα. Τόσο απρόσιτη ήταν η τοποθεσία και τόσο δύσκολη η εργασία. [4.21.5] Κατεβαίνοντας στο φαράγγι στερέωναν στο στενότερο σημείο πασσάλους που απείχαν μεταξύ τους όσο ήταν αρκετό για να βαστάζουν και να συγκρατούν τα υλικά που επισώρευαν. Από πάνω τοποθετούσαν πλέγματα από λυγαριές, που έμοιαζαν πολύ στο σχήμα με γεφύρι και, αφού έδεναν σφιχτά τα πλέγματα, έριχναν χώμα από πάνω, ώστε να γίνεται από ομαλό έδαφος η πρόσβαση του στρατού στον βράχο.
[4.21.6] Στην αρχή οι βάρβαροι αδιαφορούσαν για την επιχείρηση, επειδή την θεωρούσαν τελείως ακατόρθωτη. Όταν όμως άρχισαν πλέον τα βλήματα να φθάνουν στο βράχο και οι βάρβαροι δεν μπορούσαν να εμποδίσουν από πάνω τους Μακεδόνες (γιατί οι Μακεδόνες είχαν κατασκευάσει προκαλύμματα για τα βέλη, ώστε να εργάζονται με ασφάλεια κάτω από αυτά), ο Χοριήνης τρόμαξε με όσα συνέβαιναν και απέστειλε κήρυκες στον Αλέξανδρο παρακαλώντας τον να του στείλει επάνω τον Οξυάρτη, τον οποίο και του έστειλε ο Αλέξανδρος. [4.21.7] Και αυτός, όταν έφθασε έπεισε τον Χοριήνη να παραδοθεί μαζί με την οχυρή τοποθεσία στον Αλέξανδρο λέγοντάς του ότι δεν υπάρχει στον κόσμο κανένα μέρος που να μη μπορεί να κυριεύσει με τα όπλα ο Αλέξανδρος και ο στρατός του. Όταν αναφέρθηκε στην αξιοπιστία και τη φιλία, άρχισε να επαινεί θερμά την αξιοπιστία και τη δικαιοσύνη του βασιλιά και σε επιβεβαίωση των λόγων του παρουσίασε εκτός από τα άλλα και τη δική του περίπτωση. [4.21.8] Με τους λόγους αυτούς πείσθηκε ο Χοριήνης και ήρθε ο ίδιος στον Αλέξανδρο, καθώς και μερικοί συγγενείς και φίλοι του. Όταν ήρθε ο Χοριήνης, ο Αλέξανδρος του μίλησε φιλικά και, σε επιβεβαίωση της φιλίας του, τον κράτησε κοντά του, αλλά τον διέταξε να στείλει στον βράχο μερικούς από αυτούς που κατέβηκαν μαζί του, για να διατάξουν τους φρουρούς να του παραδώσουν την οχυρή τοποθεσία. [4.21.9] Πράγματι παραδόθηκε από εκείνους που είχαν καταφύγει σε αυτήν· ανέβηκε τότε για να δει τον βράχο και ο ίδιος ο Αλέξανδρος, αφού πήρε μαζί του πεντακόσιους περίπου από τους υπασπιστές. Τόσο μάλιστα απέφυγε να κακομεταχειρισθεί τον Χοριήνη, ώστε και του εμπιστεύθηκε την ίδια εκείνη οχυρή τοποθεσία και του ανέθεσε να διοικεί όσες ακριβώς περιοχές διοικούσε και πριν.