«Η θεότητα ενεργεί στα ζωντανά, όχι όμως στα νεκρά. Υπάρχει στα γιγνόμενα και
μεταμορφωνόμενα, όχι όμως στα προϊόντα του γίγνεσθαι (γεγονότα) και τα
παγιωμένα. Έτσι και ο Λόγος στην τάση του προς το θείο έχει να κάνει μόνο με τα
γιγνόμενα, τα ζωντανά και η διάνοια με τα γεγονότα, τα παγιωμένα, για να τα
εκμεταλλεύεται»
Γκαίτε
Η εικόνα της ψυχής και το συναίσθημα της
ζωής
Κάθε φιλόσοφος εξ επαγγέλματος είναι αναγκασμένος να πιστεύει χωρίς σοβαρό
έλεγχο στην ύπαρξη ενός πράγματος που μπορεί να εξετασθεί διανοητικά, διότι
ολόκληρη η πνευματική ύπαρξη ενός φιλόσοφου εξαρτάται από αυτή την δυνατότητα.
Έτσι για κάθε σκεπτικιστή λογικό φιλόσοφο και ψυχολόγο υπάρχει ένα σημείο στο
οποίο η κριτική σιωπά και αρχίζει η πίστη, όπου ακόμη και ο πιο αυστηρός
αναλυτής παύει να εφαρμόζει τη μέθοδό του: απέναντι στον εαυτό του και στο
ζήτημα της επιλυσιμότητας ή ακόμη και της ύπαρξης του προβλήματός του.
Ο Καντ δεν αμφισβητούσε την πρόταση: Είναι δυνατόν με τη σκέψη να
διαπιστώσουμε τις μορφές της σκέψης, όσο αμφίβολη και αν φαίνεται για το μη
φιλόσοφο. Την πρόταση: Υπάρχει μια ψυχή, η δομή της οποίας είναι προσιτή στην
επιστήμη. Τα ψυχικά “στοιχεία”, οι ψυχικές “λειτουργίες”, τα ψυχικά
“συμπλέγματα” που διαπιστώνω αναλύοντας κριτικά τις συνειδητές πράξεις της
ύπαρξης είναι η ψυχή μου, δεν την αμφισβήτησε κανένας ψυχολόγος. Και όμως εδώ θα
έπρεπε να είχαν εγερθεί οι πιο έντονες αμφιβολίες.
Είναι
όντως δυνατή μια αφηρημένη επιστήμη του ψυχικού φαινομένου;
Αυτά που διαπιστώνουμε με αυτόν τον τρόπο είναι ταυτόσημα με εκείνα που
αναζητούμε; Γιατί όλη η ψυχολογία, ως επιστήμη και όχι ως ανθρωπογνωσία και
εμπειρία ζωής, παραμένει ανέκαθεν ο πιο ρηχός και και ο λιγότερο άξιος από όλους
τους κλάδους της φιλοσοφίας και τόσο κενός, που συνιστά αποκλειστικά έναν τόπο
κυνηγιού για μέτρια πνεύματα και άγονους οικοδόμους συστημάτων;
Ο λόγος είναι απλός. Η «εμπειρική» ψυχολογία έχει την ατυχία να μην διαθέτει
ούτε καν ένα αντικείμενο υπό την έννοια μιας επιστημονικής τεχνικής. Η αναζήτηση
και η λύση προβλημάτων είναι ένας αγώνας τους με σκιές και φαντάσματα. Τι είναι
η ψυχή; Αν η απλή διάνοια μπορούσε να δώσει μια απάντηση, η επιστήμη θα ήταν ήδη
περιττή.
Κανένας από τους πάμπολλους ψυχολόγους των
ημερών μας δεν μπόρεσε να δώσει μια πραγματική ανάλυση ή ορισμό της βούλησης,
της μεταμέλειας, του φόβου, της ζήλειας, της ιδιοτροπίας, της καλλιτεχνικής
διαίσθησης. Φυσικά δεν μπορεί, αφού αναλύει μόνο συστήματα και ορίζει
έννοιες απλώς με έννοιες.
Όλες οι λεπτότητες του πνευματικού
παιχνιδιού με εννοιολογικές διακρίσεις, όλες οι υποτιθέμενες
παρατηρήσεις που αφορούν τη σχέση των αισθητών-σωματικών δεδομένων με
“εσωτερικές διεργασίες” δεν αγγίζουν τίποτε από αυτά που συζητούμε εδώ. Η
“βούληση” δεν είναι έννοια, αλλά μια ονομασία, μια πρωτογενής λέξη όπως “θεός”
ένα λεκτικό σύμβολο για κάτι που ποτέ δεν μπορούμε να περιγράψουμε, αλλά
εσωτερικά είμαστε άμεσα βέβαιοι γι’ αυτό.
Αυτό που εννοούμε εδώ παραμένει για πάντα απρόσιτο στην επιστημονική έρευνα.
Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε γλώσσα προειδοποιεί με τους πολλούς χαρακτηρισμούς
της, που μπερδεύονται πολλαπλά μεταξύ τους, ότι δεν πρέπει να υποδιαιρούμε
θεωρητικά τα ψυχικά φαινόμενα, δεν πρέπει να θέλουμε να τα εντάξουμε σε
συστήματα. Εδώ δεν υπάρχει τίποτε για ταξινόμηση και συστηματοποίηση. Οι
κριτικές – “διακρίνουσες” – μέθοδοι αναφέρονται μόνο στον κόσμο ως φύση. Μάλλον
θα μπορούσε να αναλυθεί με ανατομικό νυστέρι ή με τη χρήση ενός οξέος ένα θέμα
του Μπετόβεν παρά η ψυχή με τα μέσα της αφηρημένης σκέψης.
Η γνώση της φύσης και η ανθρωπογνωσία δεν έχουν κανένα κοινό σημείο όσο αφορά
τον στόχο και τη μέθοδο.
Ο πρωτόγονος
άνθρωπος βιώνει «την ψυχή» πρώτα σε άλλους ανθρώπους και έπειτα επίσης στον
εαυτό του ως numen (θεότητα, δαίμονα), όπως τα numina που γνωρίζει στον
εξωτερικό κόσμο και εκφράζει τις εντυπώσεις του πλάθοντας μύθους.
Οι σχετικές λέξεις είναι σύμβολα, ήχοι που για τον κατανοούντα σημαίνουν κάτι
απερίγραπτο. Προκαλούν εικόνες στην φαντασία, παραβολές και σε άλλη γλώσσα δεν
έχουμε μάθει ούτε σήμερα ακόμη να εκφραζόμαστε για τέτοια ζητήματα. Ο Ρέμπραντ
μπορεί, σε όσους συγγενεύουν με αυτόν εσωτερικά, με μια αυτοπροσωπογραφία ή με
ένα τοπίο, να φανερώσει κάτι απ’ την ψυχή του και ένας θεός χάρισε στον Γκαίτε
την ικανότητα να λέει πως υποφέρει.
Για μερικές ψυχικές παρορμήσεις που δεν μπορούν να συλληφθούν με λόγια,
μπορεί κανείς να μεταδώσει μια αίσθηση με ένα βλέμμα, με λίγα μέτρα μιας
μελωδίας, με μια σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση. Αυτή είναι η αληθινή γλώσσα των
ψυχών, που σε τρίτους και μακρινούς παραμένει ακατανόητη. Η λέξη ως φθόγγος, ως
ποιητικό στοιχείο, μπορεί εδώ να αποκαταστήσει τη σχέση. Η λέξη ως έννοια, ως
στοιχείο επιστημονικής πεζογραφίας ποτέ.
Για τον άνθρωπο που όχι μόνο ζει και
αισθάνεται, αλλά εντείνει την προσοχή του και παρατηρεί, η ψυχή είναι μια εικόνα
που προέρχεται από εντελώς πηγαίες εμπειρίες θανάτου και ζωής. Αυτή η εικόνα
είναι τόσο παλαιά όσο και η σκέψη που μέσω των λεκτικών γλωσσών αποκόπηκε από
την όραση και την ακολουθεί.
Το
περιβάλλον το «βλέπουμε»
Επειδή κάθε ελεύθερα κινούμενο ον
πρέπει επίσης να το κατανοεί για να μην αφανισθεί, έτσι και από την καθημερινή
μικρή, τεχνική, ψηλαφούσα εμπειρία αναπτύσσεται ένα σύνολο παραμόνιμων
γνωρισμάτων, το οποίο για τον συνηθισμένο στις λέξεις άνθρωπο συμπτύσσεται σε
μια εικόνα αυτών που κατανοεί, του κόσμου ως φύσης.
Ό,τι δεν είναι εξωτερικός κόσμος δεν το
βλέπουμε, αλλά αισθανόμαστε την παρουσία του, σε άλλους και στον εαυτό μας. Με
τον τρόπο του να γίνεται φυσιογνωμικά αντιληπτό προκαλεί φόβο και φιλομάθεια και
έτσι δημιουργείται η στοχαστική εικόνα μιας παρουσίας, που μας επιτρέπει να
φανταζόμαστε, να στήνουμε τρόπον τινά ορατά μπροστά μας εκείνο που παραμένει
αιωνίως ξένο για το ίδιο το μάτι.
Η εικόνα της ψυχής είναι μυθική και, όσο η εικόνα της φύσης θεωρείται από
θρησκευτική σκοπιά, παραμένει αντικείμενο διάφορων τύπων λατρείας της ψυχής.
Μεταμορφώνεται σε επιστημονική αντίληψη και γίνεται αντικείμενο επιστημονικής
κριτικής μόλις αρχίζει η κριτική παρατήρηση της φύσης.
Όπως «ο χρόνος» είναι μια έννοια αντίθετη προς τον
χώρο, έτσι και «η ψυχή» είναι ένας κόσμος αντίθετος προς τη «φύση» και
συγκαθορίζεται κάθε στιγμή από τον τρόπο αντίληψης της φύσης.
Δείξαμε ήδη πως ο χρόνος δημιουργήθηκε, μέσα από την αίσθηση της κατεύθυνσης
της αιωνίως κινούμενης ζωής, από την εσωτερική βεβαιότητα ενός πεπρωμένου, ως
νοητό αρνητικό έναντι ενός θετικού μεγέθους, ως ενσάρκωση αυτού που δεν είναι
έκταση και ότι όλες οι ιδιότητες του χρόνου, με την αφηρημένοι ανάλυση του
οποίου οι φιλόσοφοι πίστεψαν πως μπορούν να λύσουν το πρόβλημα του χρόνου,
σχηματίστηκαν σιγά σιγά και τακτοποιήθηκαν στο πνεύμα ως αντιστροφή των
ιδιοτήτων του χώρου.
Με τον ίδιο τρόπο ακριβώς δημιουργήθηκε η αντίληψη περί ψυχής ως αντιστροφή
και αρνητικό της αντίληψης περί κόσμου με τη βοήθεια του δίπολου του χώρου
«έξω-μέσα» και την ανάλογη διαφορετική ερμηνεία των γνωρισμάτων. Κάθε ψυχολογία
είναι μια αντιφυσική.
Όποιος καταλαβαίνει κατά πόσον μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει την
ψυχή ως ιδέα μιας ύπαρξης θα υποψιασθεί επίσης πόσο στενά συγγενεύει μ’ αυτή την
ιδέα η βεβαιότητα ενός πεπρωμένου και κατά πόσο η ίδια η ζωή, την οποία αποκαλώ
μορφή στην οποία πραγματοποιείται το δυνατό, πρέπει να γίνεται δεκτή ως
κατευθυνόμενη, ως αμετάκλητη σε κάθε κίνηση, ως μοιραία – με ασάφεια και φόβο
από τον πρωτόγονο άνθρωπο, με σαφήνεια και στη μορφή μιας κοσμοθεωρίας, η οποία
πάντως μπορεί να μεταδοθεί μόνο με τα μέσα του μύθου και της τέχνης, όχι με την
βοήθεια εννοιών και αποδείξεων, από τον άνθρωπο των ανώτερων πολιτισμών.
Εδώ βρίσκεται το κέντρο βάρους του κοσμοειδώλου που αποκάλεσα κόσμο ως
ιστορία σε αντιδιαστολή προς τον κόσμο ως φύση. Η ιδέα του πεπρωμένου απαιτεί
εμπειρία ζωής, όχι επιστημονική εμπειρία, τη δύναμη της διαισθητικής θέασης, όχι
υπολογισμό. Απαιτεί βάθος, όχι πνεύμα. Υπάρχει μια οργανική λογική, μια
ενστικτώδης, βέβαιη όπως στο όνειρο λογική όλης της ύπαρξης σε αντίθεση προς μια
λογική του μη οργανικού, της κατανόησης, του κατανοημένου. Υπάρχει μια λογική
της κατεύθυνσης έναντι μιας λογικής του εκτεταμένου.
Είναι ανόητο να θέλει κανείς να αποκτήσει
μια ακριβή γνώση της αιωνίως μυστηριώδους ψυχής. Αλλά η όψιμη ορμή του
ανθρώπου της πόλης να σκέφτεται αφηρημένα αναγκάζει εντούτοις τον “φυσικό του
εσωτερικού κόσμου” να εξηγεί έναν ψευδόκοσμο παραστάσεων και αντιλήψεων με
ολοένα νέες παραστάσεις και αντιλήψεις, έννοιες με έννοιες.
Με τη σκέψη του μετατρέπει το μη εκτεταμένο σε εκτεταμένο, ως αιτία όσων
εμφανίζονται μόνο φυσιογνωμικά στήνει ένα σύστημα που τον κάνει να πιστεύει ότι
έχει μπροστά του τη δομή “της ψυχής”. Ήδη όμως οι λέξεις που επιλέγονται σε
όλους τους πολιτισμούς για να μεταδώσουν αυτά τα αποτελέσματα της επιστημονικής
εργασίας αποκαλύπτουν τα πάντα.
Γίνεται λοιπόν λόγος για λειτουργίες, συμπλέγματα συναισθημάτων, ελατήρια ή
κίνητρα, όρια (κατώφλια) της συνείδησης, για την πορεία, το εύρος, την ένταση
και τον παραλληλισμό των ψυχικών διαδικασιών. Αλλά όλες αυτές οι λέξεις
προέρχονται από τον τρόπο αντίληψης των πραγμάτων που χαρακτηρίζει την φυσική
επιστήμη. “Η βούληση αναφέρεται σε αντικείμενα” – εδώ έχουμε οπωσδήποτε μια
εικόνα του χώρου. Συνειδητό και ασυνείδητο – εδώ είναι ολοφάνερο το σχήμα
“υπέργειο και υπόγειο”.
Στις σύγχρονες θεωρίες της βούλησης ξαναβρίσκουμε όλη τη μορφολογική γλώσσα
της ηλεκτροδυναμικής. Μιλούμε για τις λειτουργίες της βούλησης και της σκέψης
ακριβώς όπως και για τη λειτουργία ενός συστήματος δυνάμεων. Αναλύω ένα
συναίσθημα σημαίνει ότι στη θέση του πραγματεύομαι με μαθηματικό τρόπο ένα
σκιαγράφημα χωρικού είδους, καθορίζω τα όριά του, το υποδιαιρώ και το μετρώ.
Κάθε ψυχική έρευνα αυτού του τύπου, όσο και αν νομίζει πως βρίσκεται υπεράνω
της ανατομίας του εγκεφάλου, είναι γεμάτη από μηχανικές εντοπίσεις (στον
εγκέφαλο) και, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, χρησιμοποιεί ένα φανταστικό σύστημα
συντεταγμένων σε ένα φανταστικό ψυχικό χώρο. Ο καθαρός ψυχολόγος δεν
αντιλαμβάνεται ότι αντιγράφει τον φυσικό. Και έτσι δεν πρέπει να απορούμε ότι η
μέθοδος του συμφωνεί τόσο εκπληκτικά με τις πιο μωρές μεθόδους της πειραματικής
ψυχολογίας. Οι οδοί του εγκεφάλου και οι ίνες των συνειρμών αντιστοιχούν, ως
παραστάσεις, οπωσδήποτε στο σχήμα: “πορεία εξέλιξης της βούλησης” ή “των
συναισθημάτων”. Και οι δύο πραγματεύονται συγγενή, δηλαδή χωρικά φαντάσματα.
Ό,τι και όπως και αν οριοθετώ, μια ψυχική ικανότητα εννοιολογικά ή μια
ανάλογη περιοχή του φλοιού του εγκεφάλου με γραφικές παραστάσεις, η διαφορά
είναι ανύπαρκτη. Η επιστημονική ψυχολογία έχει επεξεργαστεί ένα κλειστό σύστημα
εικόνων και κινείται μέσα σ’ αυτό με εντελώς αυτονόητη άνεση. Όποια μεμονωμένη
κρίση οποιουδήποτε μεμονωμένου ψυχολόγου και αν εξετάσουμε, θα βρούμε απλώς
παραλλαγές αυτού του συστήματος ανάλογα με τον χαρακτήρα του εκάστοτε εξωτερικού
κόσμου.
Η σαφής σκέψη που έχει παραχθεί κατ’ αφαίρεση από την όραση προϋποθέτει το
πνεύμα μιας πολιτισμένης γλώσσας ως μέσου το οποίο, δημιουργημένο απ’ τον
ψυχισμό ενός πολιτισμού ως μέρος και φορέας έκφρασής του, αποτελεί πλέον μια
“φύση” σημασιών των λέξεων, ένα γλωσσικό κόσμο, μέσα στον οποίο οι αφηρημένες
έννοιες, κρίσεις, συμπεράσματα – ομοιώματα του αριθμού, της αιτιότητας, της
κίνησης – υπάρχουν με τον μηχανικά καθορισμένο τρόπο τους. Η εκάστοτε εικόνα της
ψυχής εξαρτάται λοιπόν από τη χρήση των λέξεων και τον βαθύ συμβολισμό τους.
Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι η επιστημονική ψυχολογία, που κάθε άλλο παρά
αποκαλύπτει την ουσία της ψυχής ή έστω την αγγίζει – πρέπει να προσθέσουμε ότι ο
καθένας από μας, χωρίς να το ξέρει, ασχολείται με την ψυχολογία αυτού του τύπου,
όταν επιχειρεί να “φανταστεί” δικές του ή ξένες ψυχικές παρορμήσεις – προσθέτει
ένα ακόμη σύμβολο σε όλα εκείνα που αποτελούν τον μακρόκοσμο του πολιτισμένου
ανθρώπου.
Αυτό το σύμβολο συνιστά όπως κάθε τι ολοκληρωμένο, όχι ολοκληρωνόμενο, έναν
μηχανισμό στη θέση ενός οργανισμού. Σε τούτη την εικόνα είναι αισθητή η απουσία
αυτού που γεμίζει το συναίσθημα της ζωής μας και θα έπρεπε να είναι ακριβώς η
ψυχή: το πεπρωμένο, η χωρίς επιλογή κατεύθυνση της ύπαρξης, το δυνατό που
πραγματοποιεί η ζωή στην πορεία της.
Δεν πιστεύω ότι τη λέξη
πεπρωμένο
μπορούμε να την συναντήσουμε σε οποιοδήποτε ψυχολογικό σύστημα και είναι γνωστό
ότι τίποτε στον κόσμο δεν είναι τόσο απομακρυσμένο από την πραγματική εμπειρία
ζωής και την ανθρωπογνωσία όσο ένα τέτοιο σύστημα. Συνειρμοί, επαναντιλήψεις,
συγκινήσεις, ελατήρια ή κίνητρα, σκέψη, συναισθήματα, βούληση – όλα αυτά είναι
νεκροί μηχανισμοί, η τοπογραφία των οποίων αποτελεί το ασήμαντο
περιεχόμενο της επιστήμης της ψυχής.
Ήθελαν να βρουν τη ζωή και συνάντησαν μια διακοσμητική εννοιών. Η ψυχή
παρέμεινε αυτό που ήταν, αυτό που δεν μπορούμε ούτε να το σκεφτούμε ούτε να το
φαντασθούμε, το μυστικό, το αιωνίως γιγνόμενο, το καθαρό βίωμα.
Αυτό το φανταστικό σώμα της ψυχής δεν είναι ποτέ κάτι άλλο από το πιστό
κατοπτρικό είδωλο της μορφής στην οποία ο ώριμος πολιτισμένος άνθρωπος βλέπει
τον εξωτερικό του κόσμο. Μια ψυχική εικόνα είναι πάντοτε μόνον η εικόνα μιας
ορισμένης ψυχής. Κανένας παρατηρητής δεν θα μπορέσει ποτέ να βγει από τις
συνθήκες της εποχής του και του κύκλου του και, ό,τι και αν γνωρίσει, κάθε
τέτοια γνώση είναι ήδη έκφραση της δικής του ψυχής, ως προς την επιλογή, την
κατεύθυνση και την εσωτερική μορφή.
Ήδη ο πρωτόγονος άνθρωπος κατασκευάζει από τα γεγονότα της ζωής του μια
ψυχική εικόνα, στη διαμόρφωση της οποίας συμβάλλουν οι πρωτογενείς εμπειρίες της
εγρήγορσης: η διαφορά μεταξύ του εγώ και του κόσμου, του εγώ και του εσύ, όπως
και οι πρωτογενείς εμπειρίες της ύπαρξης: η διαφορά μεταξύ σώματος και ψυχής ,
μεταξύ του κόσμου των αισθήσεων και του στοχασμού, μεταξύ της σεξουαλικής ζωής
και των συναισθημάτων.
Επειδή υπάρχουν στοχαστικοί άνθρωποι που κάνουν σκέψεις γι’ αυτά , πάντοτε
ένα εσωτερικό numen (θεότητα, δαίμονας): πνεύμα, λόγος, κα, ρουάχ (εβραϊκά:
πνεύμα) θα έρχεται σε αντίθεση προς τα υπόλοιπα. Πως όμως υποδιαιρούνται και
σχετίζονται μεταξύ τους όλα αυτά, πως φαντάζεται κανείς τα ψυχικά στοιχεία, ως
στρώματα, δυνάμεις, ουσίες, ως ενότητα, δίπολα ή πλήθος, αυτό χαρακτηρίζει τον
στοχαζόμενο ήδη ωε μέλος ενός ορισμένου πολιτισμού.
Και αν πιστεύει κανείς πως αναγνωρίζει τον ψυχισμό ξένων πολιτισμών από τα
αποτελέσματά του, τον ερμηνεύει βάση της δικής του ψυχικής εικόνας. Αφομοιώνει
τις νέες εμπειρίες σε ένα προϋπάρχον σύστημα και έτσι δεν αποτελεί έκπληξη ότι
τελικά πιστεύει πως ανακάλυψε αιώνιες μορφές.
Για
την Παρακμή της Δύσης
Ο υπότιτλος του μνημειώδους έργου του Σπένγκλερ,
Μορφολογία της παγκόσμιας ιστορίας, είναι η
κεντρική ιδέα της
Παρακμής της
Δύσης, που ανάγεται στον Γκαίτε και τον Νίτσε. Παγκόσμια ιστορία
είναι η ιστορία των φορέων της, των μεγάλων πολιτισμών, οι οποίοι θεωρούνται ως
μεγάλοι οργανισμοί που γεννιούνται, ωριμάζουν, ακμάζουν και πεθαίνουν.
Ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλον, διέπονται εντούτοις από μια κοινή
χαρακτηριστική, αναγκαία, τρόπον τινά οργανική νομοτέλεια, που συνιστά το
πεπρωμένο τους. Η ομοιότητα της όψιμης ρωμαϊκής εποχής με τη σημερινή, που είχε
επισημανθεί από αρκετούς ιστορικούς και άλλους διανοητές, είναι μια ειδική
περίπτωση αυτής της γενικής νομοτέλειας του ζωντανού γίγνεσθαι.
Τέτοιοι μεγάλοι πολιτισμοί ή μεγαλοοργανισμοί της παγκόσμιας ιστορίας, που
εξετάζονται μορφολογικά στις οργανικές φάσεις γένεσης, άνθησης και παρακμής
τους, είναι ο αιγυπτιακός (στον οποίο υπάγεται και ο κρητομινωικός), ο
βαβυλωνιακός, ο ινδικός, ο κινεζικός, ο αρχαίος ελληνορρωμαϊκός, ο αραβικός
(μέρος του οποίου είναι ο πρωτοχριστιανικός-βυζαντινός), ο δυτικός και ο
μεξικανικός πολιτισμός.
Ο Σπένγκλερ αντιλαμβάνεται τα επιτεύγματα κάθε πολιτισμού ως «σύμβολα» του
ψυχισμού του στην εκάστοτε φάση εξέλιξής του, ως υλοποιήσεις αυτού του ψυχισμού.
Οι «φαουστικοί» άνθρωποι του δυτικού πολιτισμού σκαρώνουν πλοία και ανοίγονται
σε άγνωστες θάλασσες ως Βίκινγκς, στήνουν γοτθικούς ναούς ως σύμβολα του
απείρου, ανακαλύπτουν τη διάσταση του βάθους στην ελαιογραφία και την πολυφωνική
μουσική, αναπτύσσουν τα δικά τους μαθηματικά.
Όλα αυτά και πολλά άλλα πνευματικά, καλλιτεχνικά και υλικά επιτεύγματα
υπερβαίνουν τον περιορισμένο χώρο της ευκλείδειας γεωμετρίας, έκφραση του
απολλώνειου ψυχισμού, τείνοντας προς το διάστημα. Ο ευκλείδειος άνθρωπος είναι
περιορισμένος στο εδώ και τώρα, στην πόλη-κράτος, στο ευσύνοπτο σώμα, ενώ το
«φαουστικό» ιδανικό είναι κοσμικό, άπειρο, τηλεοραματικό.
Ο Σπένγκλερ, πολυΐστωρ και εντονότατα «φαουστικός», δαμάζει τεράστιες μάζες
πολιτιστικού υλικού αναζητώντας με τη «φυσιογνωμική» ματιά του ομοιότητες και
αναλογίες ανάμεσα στις μορφολογικά συγγενείς φάσεις των οκτώ πολιτισμών που
πραγματεύεται, οι οποίες αναδεικνύονται ως μορφολογικά «ταυτόχρονες», καθώς όλα
τα μεγάλα δημιουργήματα, όλες οι επιμέρους μορφές της θρησκείας, της τέχνης, της
πολιτικής, της κοινωνίας, της οικονομίας, της επιστήμης γεννιούνται,
ολοκληρώνουν την ανάπτυξή τους και σβήνουν «ταυτόχρονα», ανεξάρτητα από τον
ημερολογιακό χρόνο. Τέτοια «ταυτόχρονα» φαινόμενα είναι μεταξύ άλλων ο
βουδισμός, ο στωικισμός και ο σοσιαλισμός, τρεις τρόποι ψυχικής παρακμής τριών
διαφορετικών πολιτισμών.
Αυτή η κυκλική-μορφολογική θεώρηση της ιστορίας έχει επικριθεί περισσότερο
από κάθε άλλη πτυχή της Παρακμής της Δύσης, ενώ έχουν επιδοκιμασθεί αμέτρητες
πραγματολογικές παρατηρήσεις και κρίσεις-ανακαλύψεις της
φυσιογνωμικής-μορφολογικής φιλοσοφίας του και η ιστορία του 20ού αιώνα έχει
υπερεπιβεβαιώσει τις κεντρικές προβλέψεις του. Το θεωρητικό πλαίσιο μπορεί να
είναι απλώς η Ιθάκη που χαρίζει το μεγάλο ταξίδι της πλούσιας και συνεχώς
τεταμένης ανάγνωσης. Έτσι και ο αναγνώστης δεν καλείται να πιστέψει, αλλά
προπάντων να βιώσει με τη σειρά του αυτή την περιπέτεια διαμέσου των πολιτισμών,
να σκεφθεί ο ίδιος και να κρίνει μέσα από τη δική του εμπειρία του κόσμου.
Η κυκλική θεωρία του Σπένγκλερ δεν καταργεί μόνο το γνώριμο σχήμα
περιοδολόγησης της παγκόσμιας ιστορίας: αρχαιότητα, μεσαίωνας, νεώτεροι χρόνοι·
δεν προτείνει απλώς μια διαφορετική ερμηνεία της Αναγέννησης, αφού τίποτε από
όσα έχουν παρακμάσει δεν μπορεί να αναγεννηθεί· δεν παραμερίζει μόνο την
ευρωκεντρική ερμηνεία της παγκόσμιας ιστορίας, που συμπιέζει όλον τον υπόλοιπο
κόσμο στα εννοιολογικά κλισέ της.
Ίσως το πιο προκλητικό χαρακτηριστικό της, το οποίο εξόργισε τόσο τους
φιλελεύθερους όσο και την Αριστερά, όπως ασφαλώς και τους συντηρητικούς που
πιστεύουν ότι μπορούν να συντηρούν εσαεί τις «αξίες» τους, είναι η
κυκλική-οργανική θνησιγένεια όλων των μορφών του πολιτισμού, η άρνηση του
προοδευτισμού, της πίστης στη συνεχή —ευθύγραμμη, τεθλασμένη ή κυματοειδή—
πρόοδο.
Ο παραλίγο γεωμετρικός προοδευτισμός της Αριστεράς δεν είναι ένας
σεισμόπληκτος που κατά το μεγαλύτερο μέρος κατέρρευσε με τη διόλου παταγώδη
αυτοανατροπή του υπαρκτού σοσιαλισμού. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι καθώς και η
αναφανδόν αντιπροοδευτική δομή των κομμουνιστικών καθεστώτων έδειξαν με τον πιο
οδυνηρό τρόπο ότι η αριστερή πρόοδος σχεδόν ταυτίζεται με την τεχνική πρόοδο,
την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και —κατά προέκταση, αν και ανομολόγητα
και αθέλητα— με τη δυναμική της αγοράς, που διαιωνίζει τον κοινωνικό
δαρβινισμό.
Είναι η πρόοδος στην κυριαρχία πάνω στη φύση, όχι μόνο την εξωτερική, που
διαμαρτύρεται μέσω φυσικών καταστροφών και με τη φωνή των «οικολόγων», αλλά και
την εσωτερική φύση, την ανθρώπινη ψυχή, η οποία χαζεύει ανήμπορη —όπως οι
φελαχολαοί, θα έλεγε ίσως ο Σπένγκλερ— τα νεορρωμαϊκά θεάματα, στα οποία ανήκουν
και οι απανωτοί πόλεμοι από τη στρατόσφαιρα.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που ο Σπένγκλερ διαβάζεται πάλι περισσότερο υπό τη
σκιά της
παγκοσμιοποιημένης
ηττοπάθειας. Το σκάνδαλο για τους ιστοριογράφους, που με εξαίρεση τον
Arnold Toynbee δεν τον ακολούθησαν, είναι το αβάσταχτο βάρος των επιβεβαιώσεων
που δυστυχώς επιφύλαξαν τα ογδόντα χρόνια από τη συνολική έκδοση της
Παρακμής της Δύσης στις προγνώσεις του Σπένγκλερ.
Οι απειράριθμοι αναγνώστες που απολαμβάνουν τη δυνατή, νιτσεϊκή του γλώσσα
και παρακολουθούν τη «ματιά του κυνηγού» με την οποία παίρνει σβάρνα
πολιτισμούς, τέχνες, μεγαλουπόλεις, λαούς, αυτοκρατορίες, χωρίς να νοιάζονται
μέσα στη μέθη της ανάγνωσης για την αναίρεση της μορφολογικής θεωρίας από τους
«ειδικούς», βλέπουν ότι πραγματικά πολιτισμοί, ρυθμοί και τεχνοτροπίες, τρόποι
ζωής έρχονται και παρέρχονται, ανθούν και παρακμάζουν.
Οι «αλήθειες» του Σπένγκλερ που μας προκαλούν πόνο —ο καθένας θα αναγκασθεί
να καταπιεί τέτοιες «πικρές αλήθειες»— δεν αναιρούνται με επιχειρήματα. Η
λαχτάρα και η ελπίδα ότι μπορεί να σπάσει η μοιραία κυκλική πορεία της ως τώρα
ιστορίας, αφού ακόμη και η γραμμική δεν είναι ανοδική, ο ισχυρισμός ότι μπορεί
να επιτευχθεί στο μέλλον κάτι που ως τώρα δεν υπήρξε, δηλαδή η πρόοδος: ειρήνη,
ελευθερία, δικαιοσύνη και —γιατί όχι;— ευτυχία δεν αποδεικνύεται με επιστημονικά
επιχειρήματα, αλλά με ιστορικές πράξεις των συνειδητών και υπεύθυνων
υποκειμένων, μιας και δεν αποτολμά κανείς αυτή τη στιγμή τη λέξη επανάσταση.
Μόνο τότε θα διαψευσθεί πραγματικά η θεωρία του Σπένγκλερ.
Μπροστά σε μια τέτοια ανθρωπιά θα ωχριά ακόμη και η γλαφυρή οξυδέρκειά του.