Σάββατο 22 Απριλίου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 7. ΤΑ ΑΚΛΙΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ


§7.8. Με τον όρο πρόθεση αναφερόμαστε σε μικρές, μορφολογικά αμετάβλητες, άκλιτες λέξεις (ἀπό, ἐν, ἐκ, πρὸς κ.λπ.), οι οποίες "προ-τίθενται", μπαίνουν μπροστά από άλλες λέξεις (ουσιαστικά, αντωνυμίες ή επιρρήματα) σχηματίζοντας με αυτές προθετικές φράσεις, που αποκαλούνται παραδοσιακά εμπρόθετοι προσδιορισμοί. Οι εμπρόθετοι προσδιορισμοί εκφράζουν διάφορες επιρρηματικές σχέσεις (τόπο, χρόνο, τρόπο, αιτία, σκοπό κ.λπ) και ισοδυναμούν, λειτουργικά, με τα επιρρήματα, τις επιρρηματικές πλάγιες πτώσεις, μετοχές και προτάσεις.

Οι προθέσεις στα αρχαία ελληνικά χωρίζονται σε κύριες και καταχρηστικές: τις πρώτες τις βρίσκουμε άλλοτε ως προονοματικά, στη σύνταξη (σὺν τῷ νόμῳ, ἐκ τούτου), και άλλοτε ως προρρηματικά, στη σύνθεση (συμφέρω, ἐκπορθῶ), ενώ οι δεύτερες είναι αποκλειστικώς προονοματικά στοιχεία (ἄνευ, μέχρι, ἕνεκα).

§7.9. Ο όρος

Ο ίδιος ο όρος, που τον βρίσκουμε και στα λατινικά (praepositio) και στη σύγχρονη γραμματική θεωρία, δεν είναι ιδιαίτερα επιτυχής, αν λάβουμε υπόψη ότι μερικές φορές οι λέξεις αυτές δεν προτάσσονται αλλά επιτάσσονται. Η αναστροφή της πρόθεσης είναι πολύ κοινή σε πρωιμότερες φάσεις της αρχαίας ελληνικής και παρατηρείται και στην αττική διάλεκτο για μερικές προθέσεις (τούτου ἕνεκα, ὧν ἄνευ). Κατά την αναστροφή ο τόνος της πρόθεσης ανεβαίνει από τη λήγουσα στην παραλήγουσα (ορθοτονισμός, π.χ. ἀνδρείας πέρι), με εξαίρεση τις προθέσεις ἀντὶ και ἀμφί. Η επίταξη είναι γενικός κανόνας και όχι εξαίρεση σε πολλές άλλες γλώσσες (τουρκική, ιαπωνική κ.λπ.), όπου χρησιμοποιείται ο όρος επί-θεση (postposition) γι’ αυτή τη γραμματική κατηγορία. Ο Αριστοτέλης υπάγει τις προθέσεις, μαζί με πολλές άλλες γραμματικές λέξεις (συνδέσμους, άρθρα, αντωνυμίες), στην κατηγορία που ονομάζει συνδέσμους, ενώ οι στωικοί, στην κατηγορία των προθέσεων, συμπεριλαμβάνουν και τους συνδέσμους. Τέλος, ο Διονύσιος ο Θραξ ορίζει την κατηγορία των προθέσεων με τη σημερινή περίπου έννοια (ως στοιχεία που συνοδεύουν ουσιαστικά) και χρησιμοποιεί τον σύγχρονο όρο.

§7.10. Η επιρρηματική προέλευση των προθέσεων

Οι προθέσεις ήταν αρχικά αυτοδύναμα επιρρήματα, με τοπική κυρίως σημασία. ΄Ετσι, μπορούσαν να εμφανίζονται απολύτως, δηλαδή σε φωνολογική και μορφολογική ανεξαρτησία από τα ρήματα και τα ουσιαστικά, ή διατηρώντας μια χαλαρότερη σχέση μαζί τους, σε θέση τοπικού προσδιορισμού. Η πρόταξη ή επίταξη σε σχέση με το ρήμα ή το ουσιαστικό, με το οποίο συντάσσονταν, μπορούσε να είναι είτε άμεση, χωρίς παρεμβολή άλλων λέξεων (ΘΟΥΚ 1.25.4 περὶ τὰς ναῦς), είτε και έμμεση, με παρεμβολή άλλων λέξεων (ΘΟΥΚ 2.54.5 περὶ μὲν οὖν τοῦ χρηστηρίου, ΗΡ 1.92 τὰ δὲ ἄλλα ἀναθήματα ἐξ ἀνδρὸς ἐγένετο οὐσίης ἐχθροῦ: τα άλλα αναθήματα προέρχονταν από την περιουσία ενός εχθρού). Η παρεμβολή άλλων λέξεων ήταν αρχικά δυνατή, επειδή αυτά τα κατ’ αρχήν επιρρήματα είχαν φωνολογική αυτονομία, δηλαδή τον δικό τους τόνο, και σημασιολογική υπόσταση. Αλλά συνεχίστηκε και αργότερα. Ως προρρηματικά στοιχεία στη σύνθεση και ως προονοματικά στη σύνταξη χάνουν σε κάποια φάση τον τόνο τους και εκπίπτουν σε προκλιτικά, δηλαδή σε λέξεις που συμπροφέρονται με το ρήμα ή το ουσιαστικό μεταβιβάζοντας σε αυτό τον τόνο τους -σπανιότερα, συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή μεταβιβάζεται ο τόνος του ρήματος στην πρόθεση (ἔνεστι). Αυτού του είδους η φωνολογική εξάρτηση δημιουργεί στους μεταγενέστερους την εντύπωση ότι ρήμα και προρρηματικό αποτελούσαν πάντα μία λέξη και συνεπώς η εμφάνιση του ενός ανεξάρτητα από το άλλο, που μαρτυρείται ήδη στον Όμηρο, θεωρείται τμῆσις, χωρισμός, διαίρεση της λέξης, ένα στοιχείο συνδυασμένο με το αρχαϊκό ύφος.

Η καθαρή επιρρηματική σημασία των προθέσεων που προκύπτουν χάνεται στην αττική διάλεκτο και επιβιώνει μόνο για το πρὸς στις εκφράσεις "πρὸς δέ"/ "καὶ πρός", όπου το "πρὸς" στέκεται χωρίς συμπλήρωμα με τη σημασία του "επιπλέον":

ΙΣΑΙΟΣ 1.143 πρόσοδος μὲν αὕτη δύο καὶ εἴκοσι μναῖ καὶ πρός. || Αυτό το επίδομα ήταν είκοσι δύο μνες και περισσότερο.

ΑΡΙΣΤΟΦ Ιππ 578 καὶ πρὸς οὐκ αἰτοῦμεν οὐδὲν πλὴν τοσουτονὶ μόνον. || Και επιπλέον δεν ζητούμε τίποτα εκτός από τόσο μόνο.

ΗΡ 1.51 πρὸς δὲ καὶ τῆς ἑωυτοῦ γυναικὸς τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς ἀνέθηκε ὁ Κροῖσος καὶ τὰς ζώνας. || Και εκτός από αυτά ο Κροίσος αφιέρωσε και τα περιδέραια και τις ζώνες της γυναίκας του.

Με προθετική λειτουργία χρησιμοποιούνται ορισμένες φορές και ουσιαστικά, π.χ. δίκην, χάριν ή κύκλῳ (πβ. τα νεοελληνικά "εξ-αιτίας της βροχής, λόγω της ομίχλης, μέσω της τέχνης” κ.λπ.). "Προθέσεις" τέτοιου είδους συντάσσονται κυρίως με γενική, την πτώση η οποία κατ’ εξοχήν προσδιορίζει ονόματα (συχνά με αναστροφή):

ΣΤΡΑΒΩΝ 2.3.5.14 ὁ γὰρ Ἀράβιος κόλπος ποταμοῦ δίκην στενὸς ἐστι. || Ο Αραβικός Κόλπος είναι στενός σαν ποτάμι.

ΘΕΟΦΡ Περί λίθων 60 μιμεῖται τὴν φύσιν ἡ τέχνη, τὰ δ᾽ ἴδια ποιεῖ, καὶ τούτων τὰ μὲν χρήσεως χάριν τὰ δὲ μόνον φαντασίας. || Η τέχνη μιμείται τη φύση και κάνει τα ίδια, και από αυτά άλλα είναι για χρήση και άλλα μόνο για χάρη της φαντασίας.

§7.11. Προθέσεις και πτώσεις

Η αρχική, κυριολεκτική σημασία σχεδόν όλων των προθέσεων είναι τοπική, ενώ οι δευτερεύουσες σημασίες αποτελούν μεταφορές και επεκτάσεις που έχουν ως αφετηρία την τοπική αυτή σημασία.

Η καταγωγή αυτή των προθέσεων από λέξεις που δηλώνουν τόπο (κυρίως επιρρήματα) δημιουργεί μια συνάφεια ανάμεσα στις προθέσεις και τις πτώσεις. Οι περισσότερες πτώσεις τοποθετούν γενικά το ουσιαστικό στον χώρο. Αυτό δεν είναι τόσο σαφές για την ονομαστική (πτώση του υποκειμένου) και την αιτιατική (πτώση του αντικειμένου), παρόλο που το υποκείμενο και το αντικείμενο είναι αφηρημένες "θέσεις" του ουσιαστικού μέσα στον προτασιακό χώρο, όσο για άλλες πτώσεις που εμφανίζονται σε άλλες γλώσσες (π.χ. στην ινδοευρωπαϊκή η αφαιρετική δήλωνε γενικά την αφετηρία, η τοπική την τοποθέτηση στον χώρο, η οργανική τις συνθήκες που περιβάλλουν μια πράξη κ.λπ.). Ο εν-τοπισμός των ουσιαστικών γίνεται λοιπόν αρχικά μέσω ενός γραμματικού τύπου. Σε γλώσσες στις οποίες συρρικνώνεται το πτωτικό σύστημα, όπως συνέβη στην ελληνική, που έχασε την αφαιρετική, την τοπική και την οργανική, πτώσεις της ινδοευρωπαϊκής, οι τοπικές σημασίες ανατέθηκαν σταδιακά στις προθέσεις, δηλαδή σε τοπικά επιρρήματα, τα οποία, μέσω της λεξικής σημασίας τους, και όχι πλέον γραμματικά, συνέβαλαν στη διασάφηση της σημασίας της πτώσης. Αυτό ήταν αναγκαίο, καθώς ο μικρός πλέον αριθμός των πτώσεων οδήγησε αναπόφευκτα σε συγκρητισμούς και ασάφειες. Π.χ. στη φράση ἰέναι τὸν ποταμὸν ήταν εξαιρετικά ασαφές αν κάποιος κατευθύνεται προς τον ποταμό ή αν είναι μέσα, ἐν τῷ ποταμῷ, ή παρὰ τὸν ποταμόν, κατά μήκος του ποταμού.

Μια παρόμοια διαδικασία είναι το "σπάσιμο" της αρχαιοελληνικής επιρρηματικής μετοχής σε δευτερεύουσα επιρρηματική πρόταση. Η μετοχή είναι πιο αφηρημένος τρόπος έκφρασης του χρόνου ή του σκοπού, π.χ., από την πρόταση (σύνδεσμος + ρήμα), επειδή η τελευταία εισάγεται με χρονικό ή τελικό σύνδεσμο, έναν πιο διάφανο και σαφή, λεξικό, δείκτη χρονικότητας ή τελικότητας. Από αυτή την άποψη, η πρόθεση μοιάζει με τον σύνδεσμο: και στις δύο περιπτώσεις περνούμε από μια αρχαϊκή "γραμματική" κατάσταση (την πτώση ή τη μετοχή) σε μια μεταγενέστερη "λεξική" κατάσταση (την πρόθεση ή τον σύνδεσμο).

Οι προθέσεις, εφόσον ήταν ουσιαστικά διευκρινιστικές λέξεις, συντάσσονταν αρχικά με οποιαδήποτε πτώση εκτός της ονομαστικής και της κλητικής. Ωστόσο, η δοτική είναι σπανιότερα εμπρόθετη από τη γενική και την αιτιατική και κυρίως όταν επιτελεί τις λειτουργίες της αρχαίας τοπικής και της οργανικής. Με το πέρασμα του χρόνου, υποχωρεί και η εμπρόθετη γενική και, οι προθέσεις συντάσσονται αποκλειστικά με αιτιατική, όπως συμβαίνει και σήμερα.

Οι προθέσεις στα κλασικά χρόνια μπορούσαν να είναι μονόπτωτες, δίπτωτες ή τρίπτωτες ανάλογα με τον αριθμό των πτώσεων με τις οποίες συντάσσονταν. Π.χ. η ἀντὶ συντάσσεται πάντα με γενική, η διὰ συντάσσεται είτε με γενική είτε με αιτιατική, ενώ η ἐπὶ συντάσσεται και με τις τρεις πλάγιες πτώσεις, γενική, δοτική και αιτιατική. Όταν συντάσσονται με περισσότερες από μία προθέσεις, η σημασία τους συχνά ποικίλλει, ως προς λεπτές αποχρώσεις, ανάλογα με την πτώση (πβ. και τις δίπτωτες προθέσεις στα γερμανικά, που συντάσσονται με δοτική όταν δηλώνουν στάση αλλά με αιτιατική όταν δηλώνουν κίνηση). Η ποικιλία αυτή στη σύνταξη των προθέσεων αντικατοπτρίζει την ποικιλία στη σύνταξη των ρημάτων, τα οποία προσδιόριζε η "πρόθεση" ως επιρρηματικό στοιχείο ή ως προρρηματικό. Μερικές φορές ωστόσο είναι δυνατό το προρρηματικό να συντάσσεται, ως πρόθεση, με άλλη πτώση από το ρήμα στο οποίο συνάπτεται. Π.χ. το ρήμα ἀπολύω το βρίσκουμε με αιτιατική παρά το γεγονός ότι η πρόθεση ἀπὸ συντάσσεται με γενική.

ΠΛΟΥΤ Ηθ 862e καὶ γὰρ ἀπολύων ὕστερον Ἀλκμεωνίδας ἑτέροις τὴν προδοσίαν ἀνατίθησιν. || Αφού λοιπόν στη συνέχεια απάλλαξε τους Αλκμεωνίδες, προσάπτει την προδοσία σε άλλους.

§7.12. Χαρακτηριστικά των προρρηματικών

Ρηματικά σύνθετα με προρρηματικά απαντούν μόνο στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και επιβιώνουν ακόμη σήμερα σε πολλές σύγχρονες γλώσσες όπως τα νέα ελληνικά (ἀντιλέγω, προβλέπω κ.λπ.), είτε στην αρχαία μορφή της πρόθεσης (διά, εἰς) είτε σε μία νέα ("ξε” από το ἐκ, π.χ. “ξεριζώνω”), και τα γερμανικά ("ausgehen, aufstehen” κ.λπ.). Στα γερμανικά είναι δυνατή και η "τμῆσις" ("er geht morgen aus”). Η σύναψη του προρρηματικού στο ρήμα στα αρχαία ελληνικά, δηλαδή η διαδικασία λεξικοποίησης, ακολούθησε την ελεύθερη εμφάνιση του επιρρήματος και σημειώθηκε όταν αυτό συνδέθηκε πολύ στενά με το ρήμα (συχνή συνεμφάνιση, σημασιολογικός συμψηφισμός) με αποτέλεσμα να εκπέσει σε προκλιτικό.

Μεταγενέστερα, το προρρηματικό ήταν δυνατό να επαναλαμβάνεται και ως πρόθεση (ΩΡΙΓΕΝΗΣ Κατά Κέλσου 4.67 ἐξελθεῖν ἐκ τῆς Αἰγύπτου), όταν πλέον το προρρηματικό είχε χάσει την αρχική του σημασιακή και φωνολογική αυτοδυναμία, ή, ακόμη, να διπλασιάζεται από συνώνυμό του (Πραξ. Αποστ. 16.40 ἐξελθόντες δὲ ἀπὸ τῆς φυλακῆς εἰσῆλθον πρὸς τὴν Λυδίαν) συνέπεια της ίδιας εξέλιξης. Μπορούσε ακόμη να έχει επιτατική λειτουργία (ἐμπίπλημι, παρατάττω), δηλαδή να ενισχύει τη σημασία του ρήματος, ή αρνητική σημασία, οπότε το σύνθετο ρήμα σημαίνει το αντίθετο από το απλό (ἀπαρέσκω, ἀποτυγχάνω). Συνήθως, το σύνθετο ρήμα με προρρηματικό αποκτά μια νέα σημασία, διαφορετική από τη σημασία του απλού ρήματος και πολύ συχνά ένα απλό, αμετάβατο ρήμα, σε σύνθεση με προρρηματικό, τρέπεται σε μεταβατικό, π.χ. το ρήμα τρέχω είναι αμετάβατο αλλά τα παρατρέχω/ διατρέχω μεταβατικά.

ΓΡΗΓΟΡ ΝΑΖΙΑΝ Λόγος 10 35.1245 εἴθε γὰρ ἀποδυσαίμην καὶ τὰ ῥάκια ταῦτα, ἵνα γυμνὸς διαδράμω τὰς ἀκάνθας τοῦ βίου· || Μακάρι να έβγαζα από πάνω μου αυτά τα κουρέλια, για να περάσω γυμνός πάνω από τα αγκάθια της ζωής.

ΓΡΗΓΟΡ ΝΑΖΙΑΝ Λόγος 10 35.1245 τῆς δὲ ἄλλης σοφίας, τὴν μὲν παρέδραμον, τὴν δὲ προσλαβεῖν εὔχομαι καὶ ἐλπίζω. || Και από την υπόλοιπη σοφία, το ένα είδος το αντιπαρήλθα, το άλλο όμως εύχομαι και ελπίζω να το κατακτήσω.

Μερικές φορές είναι δυνατόν μια δισύλλαβη πρόθεση, με αναβιβασμό του τόνου, να εμφανίζεται εντελώς ανεξάρτητα, χωρίς ταυτόχρονη παρουσία κάποιου ρήματος, και να ισοδυναμεί με ένα σύνθετο ρήμα, στο οποίο η ίδια είναι το πρώτο συνθετικό:

ΘΟΥΚ 2.40.2 ἔνι τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἅμα καὶ πολιτικῶν ἐπιμέλεια. || Είναι δυνατό σε μας τους ίδιους να φροντίζουμε συγχρόνως και τις δικές μας υποθέσεις και τις δημόσιες.

ΕΥΡ Αλκ 276 ἀλλ’ ἄνα, τόλμα. || Σήκω λοιπόν, τόλμα!

Το ἔνι ισοδυναμεί εδώ με το ἔνεστι και το ἄνα με το ἀνάστηθι. Το φαινόμενο αυτό λέγεται μετατύπωση της προθέσεως.

§7.13. Κύριες προθέσεις

Στον κατάλογο των κύριων και καταχρηστικών προθέσεων που ακολουθεί δίνονται πληροφορίες σχετικά με τη μορφή, τη σύνταξη και τις κυριότερες σημασίες κάθε πρόθεσης. Σε ό,τι αφορά την περιγραφή της σημασίας ειδικά, χρησιμοποιούνται οι παραδοσιακοί εννοιοκρατικοί προσδιορισμοί, οι οποίοι, ως περιγραφικό εργαλείο, δεν εξασφαλίζουν μεγάλη αυστηρότητα στις αναλύσεις, καθώς συχνά επικαλύπτονται (π.χ. τρόπος/ μέσο/ όργανο) ή, άλλοτε, προκειμένου να αποδώσουν λεπτές σημασιολογικές διαφοροποιήσεις και αποχρώσεις γίνονται υπερβολικά λεπτομερειακοί (π.χ. γενική καταγωγής/ δημιουργού κ.λπ.). Ωστόσο, στο βαθμό που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τη σημασιακή έκταση μιας πρόθεσης, είναι αρκετά χρήσιμοι. Εδώ αναφέρουμε τους κυριότερους από αυτούς, σαν παραδείγματα σημασιολογικών επεκτάσεων, και αναδεικνύουμε κυρίως τη σημασία των πτώσεων.

Εκκινούμε πάντα από την πρώτη, βασική και πολύ συγκεκριμένη σημασία της πρόθεσης, που δεν είναι άλλη από την τοπική. Από αυτή περνούμε στις υπόλοιπες, οι οποίες όμως δεν είναι ανεξάρτητες, όπως ίσως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, αλλά απορρέουν συνήθως από την τοπική σημασία ως μεταφορές: π.χ. η έννοια της καταγωγής για την ἀπὸ προκύπτει από την τοπική σημασία που έχει αυτή η πρόθεση, της αφετηρίας, η έννοια της εξάρτησης για την ὑπὸ από την εικόνα του τοπικά κατώτερου, συνεπώς και υπό την εξουσία, της αναφοράς για την περὶ από τη σύλληψη π.χ. ενός αφηρημένου θέματος ως τοπικού κέντρου (πβ. και το νεοελληνικό "γύρω από”, που διατηρεί τη σημασία της αναφοράς, και την έκφραση "κοινός τόπος") κ.λπ.

Μονόπτωτες

§7.14. Ἀντί: με έκθλιψη ἀντ’/ ἀνθ’, χωρίς αναβιβασμό του τόνου κατά την αναστροφή, ετυμολογικά συγγενής του λατινικού ante. Είναι μια αρχαία πρόθεση, που κατάγεται από την ινδοευρωπαϊκή και συντάσσεται αποκλειστικά με γενική, η οποία κάποιες φορές ισοδυναμεί με την αφαιρετική, όταν η πρόθεση έχει την πρωταρχική, συγκεκριμένη σημασία της, την τοπική, οπότε σημαίνει απέναντι ή ενώπιον. Η σημασία αυτή επιβιώνει από τον Όμηρο και μετά μόνο στη σύνθεση, ενώ στην αττική και στις υπόλοιπες διαλέκτους χάνεται και διατηρείται η παράγωγη σημασία τής αντικατάστασης, με την οποία φτάνει μέχρι τα νέα ελληνικά.

1. απέναντι

OM Iλ 3.424 τῇ δ᾽ ἄρα δίφρον ἑλοῦσα φιλομειδὴς Ἀφροδίτη ἀντὶ Ἀλεξάνδροιο θεὰ κατέθηκε φέρουσα. || Τότε η Αφροδίτη, η γελαστή θεά, έφερε και έβαλε κάθισμα απέναντι από τον Αλέξανδρο.

2. αντικατάσταση

ΘΟΥΚ 1.99.3 χρήματα ἐτάξαντο ἀντὶ τῶν νεῶν τὸ ἱκνούμενον ἀνάλωμα φέρειν. || Όρισαν αντί για καράβια να προσφέρουν τα ανάλογα χρήματα.

3. εχθρική διάθεση

ΟΜ Ιλ 21.481 πῶς δὲ σὺ νῦν μέμονας κύον ἀδεὲς ἀντὶ ἐμεῖο στήσεσθαι; || Πώς τώρα εσύ, ξεδιάντροπο σκυλί, πήρες το θάρρος να σταθείς απέναντί μου;

4. ομοιότητα

ΟΜ Ιλ 8.163 γυναικὸς ἄρ’ ἀντί τέτυξο. || Κατάντησες σαν γυναίκα.

5. αιτία

ΗΡ 3.53 μαθόντες δὲ οἱ Κερκυραῖοι τούτων ἕκαστα, ἵνα μή σφι Περίανδρος ἐς τὴν χώρην ἀπίκηται, κτείνουσι τὸν νεηνίσκον. Ἀντὶ τούτων μὲν Περίανδρος Κερκυραίους ἐτιμωρέετο. || Όταν οι Κερκυραίοι έμαθαν αυτά, προκειμένου να μην πάει ο Περίανδρος στη χώρα τους, σκοτώνουν τον νεαρό. Γι’ αυτό ο Περίανδρος τιμώρησε τους Κερκυραίους.

§7.15. Ἀπό: συχνά εκθλίβεται και έχει τη μορφή ἀπ’ και ἀφ’, με αναβιβασμό του τόνου ἄπο. Η πρόθεση αυτή, με πιθανή καταγωγή από την ινδοευρωπαϊκή και συγγενή στοιχεία σε άλλες γλώσσες (π.χ. λατινικό ab), δηλώνει πρώτα απ’ όλα την απομάκρυνση, τον χωρισμό, την απόσταση, την τοπική και χρονική αφετηρία, αλλά, μεταφορικά και κατ’ επέκταση, και την καταγωγή, την ύλη, την αιτία, τον τρόπο και το μέσο. Συντάσσεται πάντα με γενική, που είναι υποκατάστατο της αφαιρετικής. Σε αντίθεση με την ἐκ, που δηλώνει απομάκρυνση από εσωτερικό χώρο, δηλαδή έξοδο, η από εκφράζει αφετηρία εξωτερική. Η διεύρυνση της χρήσης της στα νέα ελληνικά οδήγησε σε εκτοπισμό την ἐκ. Το συγγενές επίρρημα ἀπὸ και τα παράγωγα ἄπωθεν, ἀπωτέρω, ἀπωτάτω σημαίνουν "μακριά".

1. αφετηρία

ΘΟΥΚ 1.46.3 ἐπειδὴ δὲ προσέμειξαν τῇ κατὰ Κέρκυραν ἠπείρῳ ἀπὸ Λευκάδος πλέοντες, ὁρμίζονται ἐς Χειμέριον τῆς Θεσπρωτίδος γῆς. || Όταν έφτασαν στη στεριά απέναντι από την Κέρκυρα, έχοντας φύγει από τη Λευκάδα, αράζουν στο Χειμέριο της Θεσπρωτίας.

2. χρονική απόσταση

ΘΟΥΚ 1.2.6 καὶ πολῖται γιγνόμενοι εὐθὺς ἀπὸ παλαιοῦ μείζω ἔτι ἐποίησαν πλήθει ἀνθρώπων τὴν πόλιν. || Και αφού γίνονταν πολίτες αμέσως έκαναν την πόλη, από τα παλιά χρόνια, ακόμα μεγαλύτερη λόγω του πλήθους των ανθρώπων.

3. καταγωγή/ προέλευση

ΘΟΥΚ 2.102.6 καὶ κατοικισθεὶς ἐς τοὺς περὶ Οἰνιάδας τόπους ἐδυνάστευσέ τε καὶ ἀπὸ Ἀκαρνᾶνος παιδὸς ἑαυτοῦ τῆς χώρας τὴν ἐπωνυμίαν ἐγκατέλιπεν. || Και αφού κατοίκησε στον τόπο γύρω από τους Οινιάδες, έγινε βασιλιάς και ονόμασε την περιοχή από το όνομα του γιου του του Ακαρνάνα.

ΙΣΟΚΡ 9.13 ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τοὺς ἀπὸ Διὸς εὐγενεστάτους τῶν ἡμιθέων εἶναι. || Λέγεται ότι οι ημίθεοι που κατάγονται από τον Δία είναι πολύ ευγενείς.

4. ύλη

ΗΡ 2.22 Λέγει γὰρ δὴ οὐδ’αὕτη οὐδέν, φαμένη τὸν Νεῖλον ῥέειν ἀπὸ τηκομένης χιόνος. || Αυτή λοιπόν δεν λέει τίποτα, καθώς αναφέρει ότι το νερό του Νείλου προέρχεται από το χιόνι που λιώνει.

5. αιτία

ΘΟΥΚ 2.62.4 αὔχημα μὲν γὰρ καὶ ἀπὸ ἀμαθείας εὐτυχοῦς καὶ δειλῷ τινὶ ἐγγίγνεται. || Ακόμα και ένας δειλός είναι δυνατόν να καυχιέται εξαιτίας αμάθειας που τη βοηθάει η τύχη.

6. τρόπος

ΘΟΥΚ 1.66.1 καὶ ἐλθόντες σφίσιν ἀπὸ τοῦ προφανοῦς ἐμάχοντο μετὰ Ποτειδεατῶν. || Και αφού ήρθαν πολεμούσαν εναντίον τους φανερά στο πλευρό των Ποτειδεατών.

7. διηρημένο όλο

ΘΟΥΚ 2.13.7 καὶ μετοίκων ὅσοι ὁπλῖται ἦσαν. || Και από τους μετοίκους όσοι ήταν οπλίτες

§7.16. Εἰς: ή ἐς. Η πρόθεση αυτή είναι ετυμολογικά παράγωγη από την ἐν, το αντώνυμο της ἐκ. Από αναλογία προς την ἐκ, η οποία με την προσθήκη του ς γίνεται ἐξ, η ἐν, ως ἐνς, καταλήγει τελικά στον τύπο εἰς με αποβολή του ν και αντέκταση του ε. Η πρόθεση συντάσσεται αποκλειστικά με αιτιατική και δηλώνει κατεύθυνση, κυρίως κίνηση προς τα μέσα ή το τέρμα της κίνησης. Χρονικά σημαίνει "μέχρι", το χρονικό τέρμα, ενώ δηλώνει, κατ’ επέκταση, την αναφορά και τον σκοπό. Στη σύνθεση εκτός από την τοπική σημασία "προς τα μέσα" (π.χ. εἰσέρχομαι), σημαίνει επίσης "καλά" (π.χ. εἰσακούω). Στα νέα ελληνικά εξελίχθηκε ως "σε" και, με αυτή τη μορφή, αντικατέστησε πάρα πολλές αρχαίες προθέσεις με πρώτη τη δίδυμή της "ἐν, καθώς και τις περισσότερες από τις χρήσεις της αρχαίας δοτικής.

1. μέσα σε (κίνηση)

ΙΣΟΚΡ 18.48 κατέπλευσεν εἰς τὴν πόλιν. || Έφτασε και άραξε στην πόλη.

2. χρονικό τέρμα

ΙΣΟΚΡ 10.62 ἀλλὰ καὶ θεὸν ἀντὶ θνητοῦ ποιήσασα σύνοικον αὑτῇ καὶ πάρεδρον εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα κατεστήσατο. || Και επιπλέον τον έκανε θεό αντί για θνητό και σύνοικό της και συμπαρακαθήμενό της για πάντα.

3. αναφορά

ΙΣΟΚΡ 16.6 εἴ τις εἰς τὰ μυστήρια φαίνοιτ’ ἐξαμαρτάνων || Αν φαινόταν να διαπράττει σφάλματα στην τέλεση των μυστηρίων

4. σκοπός

ΙΣΟΚΡ 1.18 Κατανάλισκε τὴν ἐν τῶ βίῳ σχολὴν εἰς τὴν τῶν λόγων φιληκοϊαν. || Να αφιερώνεις τις ώρες της ανάπαυσής σου στην ακρόαση λόγων.

5. όριο/ ποσό

ΙΣΟΚΡ 18.7 τελευτῶν δ’ εἰς τοῦτ’ ἀναιδείας ἦλθεν. || Καθώς πλησίαζε στο τέλος του, έφτασε σε τέτοιο σημείο αναίδειας.

6. κατάσταση

ΙΣΟΚΡ 20.8 ὥστ’ εἰς τραύματα καὶ θανάτους καὶ φυγὰς καὶ τὰ μεγίστας συμφορὰς ἐλθεῖν || Ώστε να καταλήξουν σε τραύματα και θάνατο και εξορίες και στις μεγαλύτερες συμφορές

§7.17. Ἐν: ποιητικά ἐνί και με αναβιβασμό τόνου ἔνι (πβ. λατινικό in). Συντάσσεται αποκλειστικά με δοτική τοπική και δηλώνει αρχικά τη στάση σε κάποιο τόπο, το εντός μιας περιοχής, αλλά αργότερα σημαίνει και την προσέγγιση σε μια περιοχή, οπότε καλύπτει τον χώρο των ακριβέστερων προθέσεων ἀνά, παρά, ἐπί. Σε κάποιες αρχαιοπρεπείς διαλέκτους δηλώνει, με αιτιατική, και κατεύθυνση, κίνηση προς τα μέσα. Η σημασία αυτή της κίνησης επιβιώνει σε σύνθετα ρήματα (π.χ. ἐμβαίνω), αλλά στην αττική διάλεκτο, στην οποία η πρόθεση ἐν είναι μονόπτωτη (μόνο με δοτική), η στάση και η κίνηση διαφοροποιούνται, καθώς χρησιμοποιείται ο άλλος τύπος της ἐν, η εἰς (με αιτιατική), για να δηλώσει την κίνηση. Στα νέα ελληνικά η ἐν εκτοπίστηκε από την εἰς ("σε”), με αποτέλεσμα να μην υπάρχει διαφοροποίηση ανάμεσα στην κίνηση και τη στάση ("πηγαίνω στο σπίτι, είμαι στο σπίτι”). Η διαδικασία αυτή δρομολογήθηκε όταν, μεταξύ των άλλων, το "εἰμί ἐν οἴκῳ" άρχισε να συγχέεται με το "εἶμι εἰς οἶκον". Στα σύνθετα το "ἐν" σημαίνει " με" (π.χ. ἔμψυχος) ή “εντελώς” (π.χ. ἔμπλεως).

1. σε, μεταξύ (στάση σε τόπο)

ΙΣΟΚΡ 18.42 οἰκεῖν ἐν τῆ πόλει || να κατοικούν μέσα στην πόλη

2. εντός (χρονικά)

ΘΟΥΚ 1.11.2 ἐν ἐλάσσονί τε χρόνῳ καὶ ἀπονώτερον τὴν Τροίαν εἷλον || σε λιγότερο χρόνο και με μικρότερους κόπους κατέλαβαν την Τροία

3. ενώπιον

ΘΟΥΚ 1.24.4 στασιάσαντες δὲ ἐν ἀλλήλοις ἔτη πολλά, ὡς λέγεται, ἀπὸ πολέμου τινὸς τῶν προσοίκων βαρβάρων ἐφθάρησαν. || Αφού όμως είχαν διαμάχες ανάμεσά τους για πολλά χρόνια, υπέστησαν φθορά, όπως λέγεται, από έναν πόλεμο με βαρβάρους της περιοχής.

4. όργανο/ τρόπος

ΘΟΥΚ 1.29.3 οἱ Κερκυραῖοι κήρυκά τε προύπεμψαν αὐτοῖς ἐν ἀκατίῳ. || Οι Κερκυραίοι έστειλαν σε αυτούς κήρυκα σε βάρκα.

§7.18. Ἐξ: με τη μορφή ἐκ μπροστά από σύμφωνο και ἐξ μπροστά από φωνήεν (πβ. λατινικό ex). Ο τύπος ἐξ είναι ο αρχαιότερος, ενώ ο ἐκ προήλθε από απλοποίηση του διπλού συμφώνου μπροστά από άλλο σύμφωνο και παρατηρείται κυρίως στα αττικά (σε άλλες διαλέκτους εμφανίζονται άλλοι τύποι, οι ἐς, ἐξ). Συντάσσεται αποκλειστικά με γενική, που ισοδυναμεί είτε με γενική διαιρετική είτε με αφαιρετική της αφετηρίας. Σημαίνει την απομάκρυνση από εσωτερικό χώρο και μεταφορικά άμεση καταγωγή, ύλη, όργανο, τρόπο, αιτία, συμφωνία. Δηλώνει ισχυρή αντίθεση προς την εἰς και είναι πολύ πιο έντονα χρωματισμένη από την ἀπό. Στα νέα ελληνικά επιβιώνει μόνο ως προρρηματικό με τη μορφή "ξε”.

1. από τόπου κίνηση

ΗΡ 1.180 τὸ γὰρ μέσον αὐτῆς ποταμὸς διέργει, τῷ οὔνομα ἐστι Εὐφρήτης, ῥέει δὲ ἐξ Ἀρμενίων. || Στη μέση της ένας ποταμός τη χωρίζει, που τον λένε Ευφράτη και κυλάει από τη χώρα των Αρμενίων.

2. καταγωγή

ΗΡ 1.108 βουλόμενος τὸ γεννώμενον ἐξ αὐτῆς διαφθεῖραι || θέλοντας να καταστρέψει το παιδί που θα γεννηθεί από αυτή

3. ύλη

ΗΡ 2.92 ταῦτ᾽ ἐπεὰν δρέψωσι, αὐαίνουσι πρὸς ἥλιον καὶ ἔπειτα τὸ ἐκ μέσου τοῦ λωτοῦ, τῇ μήκωνι ἐὸν ἐμφερές, πτίσαντες ποιεῦνται ἐξ αὐτοῦ ἄρτους ὀπτοὺς πυρί. || Αυτά αφού τα μαζέψουν, τα ξεραίνουν στον ήλιο και μετά το μεσαίο μέρος του λωτού, που είναι παρεμφερές με την παπαρούνα, πρώτα το αλέθουν και μετά φτιάχνουν από αυτό ψωμιά που τα ψήνουν στη φωτιά.

4. όργανο

ΗΡ 2.93 ἡγέονται δὲ οἱ ἔρσενες ἀπορραίνοντες τοῦ θοροῦ, αἱ δὲ ἑπόμεναι ἀνακάπτουσι καὶ ἐξ αὐτοῦ κυίσκονται. || Προπορεύονται τα αρσενικά που εκκρίνουν το σπέρμα τους και τα θηλυκά που ακολουθούν το καταπίνουν και γονιμοποιούνται από αυτό.

5. τρόπος

ΗΡ 1.191 νῦν δὲ ἐξ απροσδοκήτου σφι παρέστησαν οἱ Πέρσαι. || τώρα εμφανίστηκαν σε αυτούς οι Πέρσες απροσδόκητα.

6. αιτία

ΙΣΟΚΡ 18.31 ἡ πόλις ἐκ τούτων τῶν διαλλαγῶν εὐδοκίμησεν. || Η πόλη προόδευσε εξαιτίας αυτών των συμφωνιών.

§7.19. Πρό: δεν εκθλίβεται ποτέ, μερικές φορές με κράση (π.χ. προὔργου), συγγενής της λατινικής pro. Συντάσσεται αποκλειστικά με γενική αφαιρετική. Με την πρωταρχική, τοπική έννοια, σημαίνει μπροστά. Επέκταση αυτής της σημασίας είναι η χρονική "πριν από, προηγουμένως". Μεταφορικά δηλώνει την υπεράσπιση, την αντιπροσώπευση ή σύγκριση. Στα νέα ελληνικά επιβιώνει μόνο με τη χρονική σημασία σε μερικές λόγιες εκφράσεις (π.χ. "προ πολλού”).

1. μπροστά από

ΘΟΥΚ 3.51.1 κεῖται πρὸ Μεγάρων. || Βρίσκεται μπροστά από τα Μέγαρα.

2. πριν από

ΗΡ 1.3 πρὸ γὰρ τῶν Τρωικῶν οὐδὲν φαίνεται πρότερον κοινῇ ἐργασαμένη ἡ Ἑλλάς. || Πριν από τον Τρωικό πόλεμο η Ελλάδα δεν φαίνεται να είχε καταφέρει κάτι με κοινή προσπάθεια.

3. υπεράσπιση

ΟΜ Ιλ 8.56 μέμασαν δὲ καὶ ὧς ὑσμῖνι μάχεσθαι χρειοῖ ἀναγκαίῃ, πρό τε παίδων καὶ πρὸ γυναικῶν. || Ορμητικά στη μάχη έπεφταν υπέρ των παιδιών και των γυναικών τους.

4. αντιπροσώπευση

ΗΡ 1.87 Οὐδεὶς γὰρ οὕτω ἀνόητός ἐστι ὅστις πόλεμον πρὸ εἰρήνης αἱρέεται. || Κανείς δεν είναι τόσο ανόητος ώστε να προτιμάει τον πόλεμο αντί της ειρήνης.

§7.20. Σύν: προέρχεται από τον αρχαιότερο τύπο ξὺν με απλοποίηση του διπλού συμφώνου. Μαρτυρούνται και οι δύο τύποι στην αττική. Συντάσσεται αποκλειστικά με δοτική, που έχει τη σημασία της τοπικής συνοδευτικής και της οργανικής. Είναι πολύ εύχρηστη στη σύνθεση, αλλά στη σύνταξη υποχωρεί πολύ, ήδη στην αττική πεζογραφία. Διατηρείται κυρίως σε στερεότυπες εκφράσεις (π.χ. σὺν θεῷ) και σταδιακά εκτοπίζεται από την πρόθεση μετά. Η πρώτη σημασία της είναι "μαζί". Δηλώνει γενικά την κοινωνία, τη συνοδεία ή τη συντροφικότητα, τη συνεργασία ανεξάρτητα από το αν η σχέση μεταξύ των προσώπων είναι ισότιμη ή όχι. Χρησιμοποιείται ακόμη για πράγματα που μεταφέρει κάποιος πάνω στο σώμα του ή στο χέρι του ή και για να δηλώσει το μέσο ή το εργαλείο. Ίσως η συλλαβή "ξυ” της λέξης "μεταξύ” να είναι απολίθωμα της πρόθεσης ξύν. Στη σύνθεση μπορεί να σημαίνει “μαζί” (π.χ. συμπορεύομαι) ή “εντελώς, καλά” (συγκαλύπτω).

1. συνοδεία

ΘΟΥΚ 2.6.4 τῶν τε ἀνθρώπων τοὺς ἀχρειοτάτους ξὺν γυναιξὶ καὶ παισὶν ἐξεκόμισαν. || Και από τους άνδρες τους πιο ανήμπορους, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά, τους έβγαλαν έξω.

2. συνδρομή

ΘΟΥΚ 1.86.5 ἀλλὰ ξὺν τοῖς θεοῖς ἐπίωμεν ἐπὶ τοὺς ἀδικοῦντας. || Αλλά, με τη βοήθεια των θεών, ας προχωρήσουμε εναντίον των αδίκων.

3. όργανο/ μέσο

ΘΟΥΚ 1.84.2 ἤν τις ἄρα ξὺν κατηγορίᾳ παροξύνῃ || αν κάποιος μας ερεθίσει με κατηγορίες

Δίπτωτες

§7.21. Ἀνά: σε αναστροφή ἄνα, σε αποκοπή ἀν’, που αφομοιώνεται σε ἀμ, ἀγ, ἀλ, ἀ, με συγγενή στοιχεία σε άλλες γλώσσες (π.χ. γοτθικό ana), πβ. και το επίρρημα ἄνω. Συντάσσεται κυρίως με αιτιατική και δηλώνει την τοπική και χρονική έκταση. Σπανιότερα, και σχεδόν αποκλειστικά στην ποίηση, συντάσσεται με δοτική τοπική, που δηλώνει θέση στο χώρο. Η πρόθεση σημαίνει κυρίως "επάνω" και "προς τα επάνω". Αρχικά σήμαινε και την ανύψωση, σημασία που διατηρεί κυρίως ως προρρηματικό (π.χ. ἀναβαίνω). Αργότερα περιορίστηκε στη δήλωση μιας επιφάνειας ή μιας έκτασης σε τόπο και χρόνο, ενώ μια κύρια έννοιά της είναι η διανεμητική, την οποία βρίσκουμε και στα νέα ελληνικά ("ανά τρεις, ανά κάτοικο”). Ήδη κατά την κλασική περίοδο περιορίζεται πολύ από την ἐπί, που σταδιακά την εκτοπίζει.

Με αιτιατική

1. πάνω σε, τοπική έκταση

ΗΡ 4.72 τῶν δὲ ψιλῶν ἀνὰ τὸ πεδίον ἐσκεδασμένων || από τους ελαφρά οπλισμένους που είχαν διασκορπιστεί στην πεδιάδα

2. σε όλη τη διάρκεια, χρονική έκταση

ΗΡ 1.173 Λύκιοι ἀνὰ χρόνον ἐκλήθησαν. || Ονομάστηκαν Λύκιοι με τον καιρό.

3. διανομή

ΗΡ 2.4 ἐπάγουσι ἀνὰ πᾶν ἔτος πέντε ἡμέρας. || Προσθέτουν σε κάθε έτος πέντε μέρες.

Με δοτική

1. πάνω σε

ΕΥΡ ΙΑυλ 754 ἀνά τε ναυσὶν || πάνω στα καράβια

§7.22. Διά: προέρχεται από έναν υποθετικό ινδοευρωπαϊκό τύπο dis, που επιβιώνει με αυτή τη μορφή στα λατινικά, γοτθικά κ.λπ., με προσθήκη ενός τελικού α από αναλογία προς το μετά (αρχικός τύπος δισά). Το ινδοευρωπαϊκό dis είναι παράλληλος τύπος του duis (:δύο φορές), που επιβιώνει στα ελληνικά ως "δίς", λατινικό bis κ.λπ. Η πρωταρχική σημασία της, "χωριστά, στα δύο", διατηρείται στα ελληνικά μόνο στην προρρηματική χρήση (διασχίζω, διαχωρίζω), ενώ ως πρόθεση αποκτά τη νεότερη σημασία της, "εξαιτίας", και κατ’ επέκταση τις σημασίες του "για", που είναι και ο νεοελληνικός της απόγονος. Όταν συντάσσεται με γενική (προερχόμενη από αφαιρετική της αφετηρίας), δηλώνει την κίνηση διαμέσου, το πέρα για πέρα σε τόπο, τον διαμέσου χρόνο, το κατά τη διάρκεια, και μεταφορικά το μέσο ή το όργανο, τον τρόπο, το υλικό, τη μέθοδο. 

Σπανιότερα, και κυρίως στους ποιητές, με αιτιατική της τοπικής ή χρονικής έκτασης, υπογραμμίζει την απόσταση ανάμεσα σε δύο σημεία. Από τη σημασία της αιτιατικής, της έκτασης, και σχέσης, ανάμεσα σε δύο σημεία, προήλθε η σημασία της αιτιότητας, που οδήγησε και στην τελικότητα (πβ. νεοελληνικό “για”).

Με αιτιατική

1. διαμέσου

ΕΥΡ Ανδρ 863 διὰ κυανέας ἐπέρασεν ἀκτάς. || Πέρασε μέσα από γαλάζιες ακτές.

2. αιτία

ΙΣΟΚΡ 21.1 ὥστε διὰ ταῦτα πάντα ὑπὲρ αὐτοῦ λέγειν ἀναγκάζομαι. || ώστε για όλους αυτούς τους λόγους αναγκάζομαι να τον υπερασπίζομαι.

Με γενική

1. διαμέσου

ΙΣΟΚΡ 4.89 ὥστε τῷ στρατοπέδῳ πλεῦσαι μὲν διὰ τῆς ἠπείρου, πεζεῦσαι δὲ διὰ τῆς θαλάττης || ώστε ο στρατός αφενός να πλεύσει μέσω της στεριάς αφετέρου να πεζοπορήσει μέσα από τη θάλασσα

2. κατά τη διάρκεια

ΙΣΟΚΡ 4.46 αἱ μὲν ἄλλαι πανηγύρεις διὰ πολλοῦ χρόνου συλλεγεῖσαι ταχέως διελύθησαν. || Οι υπόλοιπες συναθροίσεις που δημιουργήθηκαν σε διάστημα πολλών χρόνων γρήγορα διαλύθηκαν.

3. μέσο/ όργανο

ΙΣΟΚΡ 13.3 διὰ ταύτης τῆς ἐπιστήμης εὐδαίμονες γενήσονται. || μέσω αυτής της γνώσης θα γίνουν ευτυχείς.

§7.23. Κατά: σε έκθλιψη κατ’, καθ’, με αναστροφή κάτα. Με ινδοευρωπαϊκή προέλευση αλλά λίγα αντίστοιχα σε άλλες γλώσσες (πβ. λατινικά contra, cum), σήμαινε αρχικά "μαζί με" και αργότερα "κάτω από". Συντάσσεται με αιτιατική και δηλώνει τοπική και χρονική έκταση, το διά μέσου ενός πράγματος, το πέρα για πέρα στην έκτασή του, κατά μήκος κ.λπ. Σε παράλληλη χρήση με την αιτιατική της έκτασης συντάσσεται και με καθαρή γενική της έκτασης (διαιρετική), ενώ με τη σημασία "κάτω από", που ξεκινάει από την έννοια της ολίσθησης σε κεκλιμένη επιφάνεια, το αντίθετο του ἀνά, συντάσσεται με γενική αφαιρετική, η οποία δηλώνει μεταφορικά και την αναφορά (πβ. το λατινικό de, που δηλώνει επίσης καθοδικότητα και αναφορά). Στα νέα ελληνικά χρησιμοποιείται σε λόγιες εκφράσεις ή δηλώνει κατεύθυνση και χρονική προσέγγιση (“κατά το χωριό/ κατά το μεσημέρι”).

Με αιτιατική

1. τοπική έκταση

ΘΟΥΚ 1.2.2 οὐδ᾽ ἐπιμειγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις οὔτε κατὰ γῆν οὔτε διὰ θαλάσσης. || Και δεν συναναστρέφονταν μεταξύ τους χωρίς φόβο ούτε στη στεριά ούτε από τη θάλασσα.

2. χρονική έκταση

ΘΟΥΚ 1.117.3 καὶ χρήματα τὰ ἀναλωθέντα ταξάμενοι κατὰ χρόνους ἀποδοῦναι || ορίζοντας ότι θα πληρώσουν σε τακτά χρονικά διαστήματα τα χρήματα που ξοδεύτηκαν

3. διανομή

ΘΟΥΚ 1.5.1 προσπίπτοντες πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κώμας οἰκουμέναις || πέφτοντας σε πόλεις χωρίς τείχη οι οποίες ήταν χτισμένες σε συνοικισμούς

4. τρόπος

ΘΟΥΚ 1.37.4 ὅπως κατὰ μόνας ἀδικῶσι || για να αδικούν μόνοι τους

5. συμφωνία

ΙΣΟΚΡ 19.13 κατὰ τουτονὶ τὸν νόμον, ὦ ἄνδρες Αἰγινῆται, υἱόν μ᾽ ἐποιήσατο Θρασύλοχος || Σύμφωνα με αυτόν εδώ τον νόμο, άνδρες Αιγινήτες, ο Θρασύλοχος με έκανε γιο του.

6. αιτία

ΘΟΥΚ 1.9.2 ἐπιτρέψαντος Εὐρυσθέως, ὅτ᾽ ἐστράτευε, Μυκήνας τε καὶ τὴν ἀρχὴν κατὰ τὸ οἰκεῖον Ἀτρεῖ || γιατί εμπιστεύτηκε ο Ευρυσθέας, όταν εξεστράτευσε, τις Μυκήνες και όλη του την εξουσία στον Ατρέα εξαιτίας της συγγένειας

7. αναφορά

ΘΟΥΚ 1.33.1 καλὴ ἡ ξυντυχία κατὰ πολλά. || καλή η συγκυρία από πολλές απόψεις

Με γενική

1. κάτω από

ΕΥΡ απ 65.59 οὐ κατὰ χθονὸς κρύψας Ἐρεχθέα || δεν έκρυψε τον Ερεχθέα κάτω από τη γη

2. εναντίον

ΞΕΝ Ελλ 1.7.9 ἐπειδὴ τῶν τε κατηγορούντων κατὰ τῶν στρατηγῶν καὶ ἐκείνων ἀπολογουμένων ἐν τῇ προτέρᾳ ἐκκλησίᾳ ἀκηκόασι || όταν άκουσαν αυτούς που διατύπωναν κατηγορίες κατά των στρατηγών και εκείνους να απολογούνται στην προηγούμενη συγκέντρωση

§7.24. Ὑπέρ: σε αναστροφή ὕπερ (πβ. λατινικό super), συνδέεται ετυμολογικά με την αντίθετή της ὑπό (το ινδοευρωπαϊκό -er δηλώνει αντίθεση). Συντάσσεται με γενική διαιρετική ή αιτιατική που δηλώνει διεύθυνση ή έκταση. Σημαίνει "πάνω από, υπεράνω". Διαφοροποιείται από την ἐπί, που σημαίνει επίσης "επάνω", αλλά δηλώνει άμεση επαφή με το αντικείμενο. Μεταφορικά δηλώνει την υπεράσπιση, σημασία που προκύπτει από την εικόνα του υπερασπιστή, που βάζει τα όπλα του πάνω από τον προστατευόμενο. Με αιτιατική, τοπικά και χρονικά, δηλώνει το πέραν, την υπέρβαση, και κατ’ επέκταση, μεταφορικά, την υπεροχή ή την παράβαση. Η πρόθεση εξαφανίστηκε σχεδόν στα νέα ελληνικά με εξαίρεση κάποιες λόγιες εκφράσεις και τη χρήση της ως προρρηματικού

Με αιτιατική

1. πάνω από, πέρα

ΠΛ Κρατ 413a δοκῶ τε ἤδη μακρότερα τοῦ προσήκοντος ἐρωτᾶν καὶ ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα ἅλλεσθαι. || Δίνω την εντύπωση ότι ρωτάω περισσότερα από αυτά που πρέπει και πηδάω πάνω από τα εσκαμμένα.

2. υπέρβαση ορίου ή μέτρου

ΠΛ Νομ 665b οἱ ὑπὲρ τριάκοντα καὶ πεντήκοντα δὲ γεγονότες ἔτη || αυτοί που είναι πάνω από τριάντα και πενήντα χρονών

Με γενική

1. υπεράνω από

ΟΜ Ιλ 2.20 στῇ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπὲρ κεφαλῆς || στέκεται πάνω από το κεφάλι του

2. υπεράσπιση

ΠΛ Ευθυφ 4d οὐ δεῖν φροντίζειν ὑπὲρ τοῦ τοιούτου || δεν πρέπει να φροντίζει κανείς για αυτόν

3. αντιπροσώπευση

ΠΛ Συμπ 179b ἡ Πελίου θυγάτηρ Ἄλκηστις ἐθελήσασα μόνη ὑπὲρ τοῦ αὑτῆς ἀνδρὸς ἀποθανεῖν || η κόρη του Πελία Άλκηστη θέλησε μόνη της να πεθάνει αντί για τον άντρα της

4. σκοπός

ΠΛ Συμπ 208d ὑπὲρ ἀρετῆς ἀθανάτου καὶ τοιαύτης δόξης εὐκλεοῦς πάντες πάντα ποιοῦσιν. || Όλοι κάνουν τα πάντα για την αθάνατη αρετή και μια τέτοια μεγάλη δόξα.

5. αιτία

ΠΛ Φαιδρ 115e ἀγανακτῇ ὑπὲρ ἐμοῦ ὡς δεινὰ πάσχοντος || Αγανακτεί για μένα, επειδή παθαίνω μεγάλα δεινά.

6. αναφορά

ΠΛ Σοφ 251e Ἐγὼ μὲν ὑπὲρ αὐτῶν οὐδὲν ἔχω πρὸς ταῦτα ἀποκρίνασθαι. || Εγώ σε ό,τι αφορά αυτά δεν έχω τίποτα να απαντήσω.

Τρίπτωτες

§7.25. Ἀμφί: χρησιμοποιείται κυρίως στο έπος και στην ιωνική πεζογραφία και σπανιότερα στην αττική. Σημαίνει αρχικά "και από τα δύο μέρη" και αργότερα "γύρω από, πέριξ". Συντάσσεται με τρεις πτώσεις: με γενική δηλώνει τοπικό περιορισμό· με αιτιατική δηλώνει τοπική έκταση· με δοτική τοπική (μόνο στους ποιητές) τοποθετεί στον χώρο. Πολύ νωρίς εξασθενεί, πρώτα η σύνταξη με γενική, μετά η δοτική και τελικά και αιτιατική (εκλείπει εντελώς από την Καινή Διαθήκη). Η πρόθεση αντικαθίσταται από την περί, την οποία βρίσκουμε στην πεζογραφία από πολύ νωρίς. Στα νέα ελληνικά τη βρίσκουμε σε σύνθεση (π.χ. αμφίρροπος, αμφιμονοσήμαντος).

Με αιτιατική

1. γύρω από

ΟΜ Ιλ 5.314 ἀμφὶ δ᾽ ἑὸν φίλον υἱὸν ἐχεύατο πήχεε λευκώ || γύρω από τον γιο της έβαλε τα λευκά της χέρια.

2. περίπου, κατά

ΞΕΝ Ελλ 3.2.4 ἐσώθησαν μέντοι αὐτῶν ἀμφὶ τοὺς πεντεκαίδεκα || σώθηκαν από αυτούς περίπου δεκαπέντε.

3. αναφορά

ΘΟΥΚ 7.40.2 τά τε ἄλλα διεπράσσοντο καὶ τὰ ἀμφὶ τὸ ἄριστον. || Ασχολούνταν με τα υπόλοιπα και μάλιστα με το φαγητό.

Με γενική

1. αναφορά

ΞΕΝ Οικ 9.6 οἷς ἀμφὶ θυσίας χρώμεθα || αυτά που χρησιμοποιούμε για τη θυσία

Με δοτική

1. γύρω από

ΟΜ Ιλ 2.45 ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ ὤμοισιν βάλετο ξίφος ἀργυρόηλον || γύρω από τους ώμους κρέμασε το αργυρό ξίφος.

§7.26. Ἐπί: με έκθλιψη, ἐπ’ ή ἐφ’, σε αναστροφή ἔπι, εμφανίζεται και με τους τύπους ὄπι και πι (πβ. πι-έζω). Μαζί με κατάληξη τοπικής στην ινδοευρωπαϊκή σημαίνει "επάνω, σε επαφή με το υποστήριγμα". Συντάσσεται και με τις τρεις πτώσεις, γενική, δοτική και αιτιατική, με πολύ λεπτές σημασιολογικές διαφοροποιήσεις, που δηλώνουν τον τρόπο επαφής του αντικειμένου με την επιφάνεια: η γενική (διαιρετική) σημαίνει πραγματική αλλά περιορισμένη επαφή του αντικειμένου με την επιφάνεια· χρονικά δηλώνει καθορισμένη περίοδο και μεταφορικά την έννοια του στηρίγματος, τις συνθήκες, τα επιχειρήματα στήριξης, την εξουσία κ.λπ. Με τη δοτική (τοπική ή οργανική) το αντικείμενο τοποθετείται απλώς πάνω σε επιφάνεια, χωρίς να προσδιορίζεται αν είναι ολική ή περιορισμένη επαφή· όμως, η δοτική δηλώνει διαρκέστερη επαφή από τη γενική. Επίσης, εκφράζει φιλική ή εχθρική διάθεση/ επαφή, τελικότητα ή προσθήκη. Η αιτιατική τέλος δηλώνει άμεση, ολική επαφή υπογραμμίζοντας την έκταση του χώρου και τη διάρκεια του χρόνου. Κατά την ελληνιστική εποχή, επιβιώνει μόνο η σύνταξη με αιτιατική, και αυτή τελικά εκτοπίζεται τελικά από την εἰς και αιτιατική. Στα νέα ελληνικά η πρόθεση επιβιώνει στη λέξη "επάνω" και βέβαια ως προρρηματικό.

Με αιτιατική

1. επάνω

ΙΣΟΚΡ 19.39 ἀπεκόμισ᾽ ἐπὶ τὸ πλοῖον μετὰ τοῦ θεράποντος τοῦ ἐμαυτοῦ || ανέβηκα πάνω στο πλοίο μαζί με τον υπηρέτη μου.

2. χρονική διάρκεια

ΘΟΥΚ 1.1.3 ἐκ δὲ τεκμηρίων ὧν ἐπὶ μακρότατον σκοποῦντί μοι πιστεῦσαι ξυμβαίνει οὐ μεγάλα νομίζω γενέσθαι || από αποδείξεις που, ενώ εξέταζα τα γεγονότα μιας μεγάλης χρονικής περιόδου, κατέληξα να θεωρώ έγκυρες, πιστεύω ότι δεν έγιναν σπουδαία γεγονότα.

3. απλή ή εχθρική διεύθυνση

ΙΣΟΚΡ 16.13 ἐπὶ τίνα δ᾽ ἢ πόλιν ἢ φίλον ἢ ξένον οὐκ ἤλθετε δεησόμενοι συγκαταγαγεῖν ὑμᾶς; || Σε ποιον, είτε πόλη είτε φίλο είτε ξένο, δεν ήρθατε για να παρακαλέσετε για την επάνοδό σας;

ΙΣΟΚΡ 16.29 Φορμίων ἐξήγαγεν ἐπὶ Θρᾴκης χιλίους Ἀθηναίων. || Ο Φορμίων έβγαλε χίλιους Αθηναίους ενάντια στη Θράκη.

Με γενική

1. επάνω

ΠΛ Απολ 17c δι᾽ ὧνπερ εἴωθα λέγειν καὶ ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν || με τους οποίους συνήθιζα να μιλάω και στην αγορά γύρω από τραπέζια.

2. δήλωση περιόδου

ΙΣΟΚΡ 18.17 ἐγὼ μὲν τοίνυν οὐδ᾽ ἐπὶ τῆς ἐκείνων ἀρχῆς οὐδὲν εὑρεθήσομαι τοιοῦτον ἐργασάμενος || εγώ λοιπόν δεν θα βρει κανείς να έχω κάνει κάτι κατά την περίοδο της εξουσίας εκείνων.

Με δοτική

1. επάνω

ΙΣΟΚΡ 17.12 ἐπὶ τῇ τραπέζῃ καθήμενον || να κάθεται στο τραπέζι.

2. προσθήκη

ΑΝΔΟΚ 1.52 ἔτι δὲ ἐπὶ τούτοις καὶ τόδε ἐνεθυμήθην || τότε λοιπόν, εκτός από τα άλλα, θυμήθηκα και αυτό εδώ.

3. αιτία

ΙΣΟΚΡ 16.49 ἐπὶ τούτοις ἀγανακτῶ || λόγω αυτών αγανακτώ.

4. σκοπός

ΘΟΥΚ 1.37.2 τὸ δ᾽ ἐπὶ κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῇ ἐπετήδευσαν, ξύμμαχόν τε οὐδένα βουλόμενοι πρὸς τἀδικήματα οὐδὲ μάρτυρα ἔχειν || αυτό το έκαναν για να κάνουν κακές πράξεις και όχι ενάρετες, επειδή δεν ήθελαν να έχουν κανένα σύμμαχο ή μάρτυρα στα εγκλήματά τους.

5. αναφορά

ΙΣΟΚΡ 18.56 ὅστις ἐπὶ τοῖς ἀλλοτρίοις πράγμασιν οὕτω πονηρός ἐστι || ο οποίος στις υποθέσεις των άλλων είναι τόσο κακός.

§7.27. Μετά: με έκθλιψη μετ’/ μεθ’, σε αναστροφή μέτα. Η πρόθεση αυτή δεν ανάγεται με ασφάλεια στην ινδοευρωπαϊκή. Η πρωταρχική, τοπική σημασία της είναι "μεταξύ, εν μέσω, μαζί με" και γι’ αυτό στον Όμηρο δεν απαντά με ενικό. Συντάσσεται με τρεις πτώσεις: με δοτική τοπική τοποθετεί το αντικείμενο εν μέσω άλλων· με γενική διαιρετική καθορίζει τη θέση του αντικειμένου ως μέρους ενός όλου, εξ ου η σημασία της συνέργειας· με αιτιατική της διεύθυνσης δηλώνει ότι το αντικείμενο εντάσσεται σε κάποια ομάδα. Η τοπική σημασία, αργότερα, απορροφήθηκε πλήρως από τη δευτερογενή σημασία της συνοδείας. Μέσω του συγγενικού, διαλεκτικού τύπου πεδά, που παράγεται από το ποῦς, παίρνει τη σημασία της διαδοχής και από εκεί περνούμε και στην έννοια της χρονικής διαδοχής και του "κατόπιν", με την οποία επιβιώνει και στα νέα ελληνικά, ενώ η "με”, που έχει προκύψει επίσης από τη μετὰ έχει κρατήσει τη σημασία της συνοδείας.

Με αιτιατική

1. μεταξύ

ΟΜ Ιλ 1.478 καὶ τότ’ ἔπειτ’ ἀνάγοντο μετὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν || και τότε γύρισαν στο ευρύχωρο στρατόπεδο των Αχαιών.

2. ύστερα από

ΘΟΥΚ 1.12.1 μετὰ τὰ τρωικὰ ἡ Ἑλλὰς ἔτι μετανίστατό τε καὶ κατῳκίζετο || μετά τον Τρωικό Πόλεμο στην Ελλάδα συνεχίστηκαν οι μεταναστεύσεις και οι εγκαταστάσεις.

Με γενική

1. συνέργεια/ συνοδεία

ΘΟΥΚ 1.18.3 οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ Ἀθηναῖοι ἐπολέμησαν μετὰ τῶν ξυμμάχων πρὸς ἀλλήλους || οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι πολέμησαν μαζί με τους συμμάχους ανάμεσά τους.

2. αιτία

ΘΟΥΚ 1.120.5 μετὰ δέους δὲ ἐν τῷ ἔργῳ ἐλλείπομεν || Υστερούμε στην πράξη από φόβο.

3. τρόπος

ΘΟΥΚ 2.62.3 οἵ μετὰ πόνων καὶ οὐ παρ’ ἄλλων δεξάμενοι κατέσχον τε καὶ προσέτι διασώσαντες παρέδοσαν ὑμῖν αὐτά || οι οποίοι με κόπους και χωρίς να τα έχουν πάρει από άλλους τα κατείχαν και επιπλέον τα διαφύλαξαν και στη συνέχεια τα παρέδωσαν σε μας.

Με δοτική

1. μεταξύ

ΟΜ Ιλ 5.86 ἠὲ μετὰ Τρώεσσιν ὁμιλέοι ἦ μετ’ Ἀχαιοῖς || αν συναναστρεφόταν με τους Τρώες ή με τους Αργείους

§7.28. Παρά: με έκθλιψη παρ’, σε αναστροφή πάρα, ανάγεται στο ίδιο ινδοευρωπαϊκό θέμα με τις περί, πρό, πρός, πέρα. Συντάσσεται με γενική (ως υποκατάστατο αφαιρετικής της αφετηρίας), δοτική τοπική τοποθέτησης στον χώρο, αιτιατική της διεύθυνσης και έκτασης. Πιο συγκεκριμένα: με γενική σημαίνει "από το σημείο αυτό και πέρα" και μεταφορικά δηλώνει κάτι ή κάποιον που βρίσκεται στην αρχή ή τη βάση μιας πράξης ή κατάστασης· με δοτική σημαίνει εγγύτητα· με αιτιατική δηλώνει διεύθυνση, έκταση ή εναντίωση. Στα νέα ελληνικά αντικαταστάθηκε από τις "από και "κοντά, ενώ επιβιώνει κυρίως με την εναντιωματική (“παρά το κρύο, βγήκε έξω”) και τη συγκριτική (“καλύτερα παρά ποτέ”) σημασία. Ως προρρηματικό στη σύνθεση σημαίνει “πλαγίως, κρυφά ή εσφαλμένα” (παρακούω).

Με αιτιατική

1. κοντά σε

ΘΟΥΚ 1.8.3 οἱ παρὰ θάλασσαν ἄνθρωποι || οι άνθρωποι που κατοικούν κοντά στη θάλασσα

2. κατά τη διάρκεια

ΠΛ Ερυξ 396b ᾧ ἀνάγκη προοσχρῆσθαι παρ’ ὅλον τὸν βίον || το οποίο είναι ανάγκη να χρησιμοποιείτε σε όλη σας τη ζωή

3. εναντίωση

ΘΟΥΚ 1.67.4 μάλιστα δὲ λιμένων τε εἴργεσθαι τῶν ἐν τῇ Ἀθηναίων ἀρχῇ καὶ τῆς Ἀττικῆς ἀγορᾶς παρὰ τὰς σπονδάς || κυρίως μάλιστα ότι αποκλείονται από τα λιμάνια και την αγορά των Αθηναίων σε αντίθεση με τις συμφωνίες

Με γενική

1. από κοντά

ΟΜ Ιλ 1.190 ἤ ὅ γε φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ || σύροντας το κοφτερό σπαθί που κρεμόταν δίπλα στον μηρό

2. προέλευση

ΘΟΥΚ 1.22.2 ἠξίωσα γράφειν, οὐδ’ ὡς ἐμοὶ ἐδόκει, ἀλλ’ οἷς τε αὐτὸς παρῆν καὶ παρὰ τῶν ἄλλων || θεώρησα σωστό να εκθέσω τα πράγματα όχι όπως φαινόταν σε μένα σωστό αλλά (αφού ερεύνησα) και για αυτές που ήμουν ο ίδιος παρών και για αυτές που έμαθα από τους άλλους.

Με δοτική

1. κοντά σε

ΗΡ 1.24 τοῦτον τὸν Ἀρίονα λέγουσι, τὸν πολλὸν τοῦ χρόνου διατρίβοντα παρὰ Περιάνδρῳ, ἐπιθυμῆσαι πλῶσαι ἐς Ἰταλίην || λένε λοιπόν σχετικά με τον Αρίονα, ότι, αφού έμεινε για πολύ καιρό στην αυλή του Περίανδρου, επιθύμησε να πλεύσει προς την Ιταλία.

§7.29. Περί: σε αναστροφή πέρι, ακόμη και στην αττική (πβ. και το εγκλιτικό μόριο περ). Ο ινδοευρωπαϊκός πρόγονός της σήμαινε αρχικά "διαμέσου" (πβ. λατινικό per) και ακόμη "υπερβολικά, υπέρμετρα", όμως στα ελληνικά επικράτησε με τη σημασία του "γύρω από", σε όλη την περίμετρο, και σύντομα απορρόφησε την ἀμφί, που σήμαινε απλώς "από τις δύο πλευρές". Συντάσσεται με γενική διαιρετική, που δηλώνει περιορισμό σε έναν χώρο, δοτική τοπική που σημαίνει τοποθέτηση στον χώρο και αιτιατική της διεύθυνσης και έκτασης. Κύρια μεταφορική σημασία της είναι και η αναφορά. Με την περί σχηματίζονται και στερεότυπες εκφράσεις (περὶ πολλοῦ, περὶ παντός, περὶ πλείονος, περὶ πλείστου). Στις εκφράσεις αυτές επιβιώνει η πρώτη σημασία του "υπερβολικά". Η πρόθεση δεν επιβιώνει στα νέα ελληνικά.

ΗΡ 1.73 ὥστε δὲ περὶ πολλοῦ ποιεύμενος αὐτούς, παῖδάς σφι παρέδωκε τὴν γλῶσσάν τε ἐκμαθεῖν || ώστε λοιπόν, επειδή τους εκτιμούσε πολύ, τους εμπιστεύτηκε τα παιδιά για να μάθουν τη γλώσσα.

ΙΣΟΚΡ 19.38 καὶ γὰρ ἐκεῖνος ταύτην μὲν ἐμίσει καὶ κακόνουν τοῖς αὑτοῦ πράγμασιν ἡγεῖτο, ἐμὲ δὲ περὶ πλείστου τῶν αὑτοῦ φίλων ἐποιεῖτο || εκείνος λοιπόν αυτή τη μισούσε και θεωρούσε ότι υπονόμευε τα συμφέροντά του, εμένα όμως με υπολόγιζε πολύ ανάμεσα στους φίλους του.

Με αιτιατική

1. γύρω από

ΘΟΥΚ 1.30.3 ἐστρατοπεδεύοντο ἐπὶ Ἀκτίῳ καὶ περὶ τὸ Χειμέριον τῆς Θεσπρωτίδος || στρατοπέδευαν στο Άκτιο και γύρω από το Χειμέριο της Θεσπρωτίας.

2. χρονικό διάστημα

ΑΡΙΣΤ ΖΙστ 549a.14 Τῶν δὲ μαλακοστράκων οἱ κάραβοι μετὰ τὴν ὀχείαν κύουσι καὶ ἴσχουσι τὰ ᾠὰ περὶ τρεῖς μῆνας || από τα μαλακόστρακα οι καραβίδες, μετά τη σύλληψη, επωάζουν τα αυγά για τρεις μήνες.

3. αναφορά

ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1120a.5 ὁ πλοῦτος δ᾽ ἐστὶ τῶν χρησίμων· ἑκάστῳ δ᾽ ἄριστα χρῆται ὁ ἔχων τὴν περὶ τοῦτο ἀρετήν· καὶ πλούτῳ δὴ χρήσεται ἄριστα ὁ ἔχων τὴν περὶ τὰ χρήματα ἀρετήν. || Ο πλούτος είναι από τα χρήσιμα πράγματα. Αυτός που έχει δύναμη σε αυτόν τον τομέα φέρεται σε καθέναν με πολύ καλό τρόπο. Και θα χρησιμοποιήσει άριστα τον πλούτο αυτός που έχει πολλά χρήματα.

4. αριθμητική προσέγγιση

ΞΕΝ Ελλ 2.4.10 ἐκ δὲ τούτου λαβὼν ὁ Θρασύβουλος τοὺς ἀπὸ Φυλῆς περὶ χιλίους ἤδη συνειλεγμένους || ο Θρασύβουλος πήρε από τη Φυλή γύρω στους χίλιους ήδη συγκεντρωμένους.

Με γενική

1. γύρω από

ΣΟΦ Τρ 76 Ἆρ᾽ οἶσθα δῆτ᾽, ὦ τέκνον, ὡς ἔλειπέ μοι μαντεῖα πιστὰ τῆσδε τῆς χώρας πέρι; || Άραγε γνωρίζεις, παιδί μου, ότι δεν έχω σχετικά με αυτή τη χώρα αξιόπιστες μαντείες;

2. αναφορά

ΗΡ 1.32 ἐπειρωτᾷς ἀνθρωπηίων πρηγμάτων πέρι || Ρωτάς σχετικά με τα ανθρώπινα πράγματα

Με δοτική

1. γύρω από

ΗΡ 3.330 κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε || έβαλε τις περικνημίδες γύρω από τα πόδια του.

2. αναφορά

ΘΟΥΚ 1.60.1 δεδιότες περὶ τῷ χωρίῳ || επειδή φοβήθηκαν για την τύχη της περιοχής.

§7.30. Πρός: τη βρίσκουμε σε πολλούς διαφορετικούς τύπους στις διαλέκτους (προτί, ποτί, πρές, περτί κ.λπ.). Συντάσσεται με γενική (αφαιρετική αφετηρίας), δοτική της τοποθέτησης στον χώρο και αιτιατική της διεύθυνσης. Η γενική έχει μια αρχική, τοπική σημασία "μπροστά από" και πολλές μεταφορικές έννοιες (φιλική/εχθρική διάθεση, αναφορά, σκοπό, καταγωγή, δρώσα δύναμη κ.λπ.) Η πρόθεση επιβιώνει και στα νέα ελληνικά με την κύρια σημασία της κατεύθυνσης. Τέλος είναι η μόνη πρόθεση στα αρχαία ελληνικά, που λειτουργεί και επιρρηματικά στις φράσεις "πρὸς δὲ/ καὶ πρὸς" (=επιπροσθέτως) (βλ. 2.2.).

Με αιτιατική

1. προς την κατεύθυνση

ΕΥΡ απ 123.1 Περσεὺς πρὸς Ἄργος ναυστολῶν τὸ Γοργόνος κάρα κομίζων || ο Περσέας πλέοντας προς το Άργος μετέφερε το κεφάλι της Γοργόνας

2. χρονική προσέγγιση

ΞΕΝ Ελλ 2.4.6 ἐπεὶ δὲ πρὸς ἡμέραν ἐγίγνετο, καὶ ἤδη ἀνίσταντο ὅποι ἐδεῖτο ἕκαστος ἀπὸ τῶν ὅπλων. || Καθώς ξημέρωνε, σηκώνονταν ήδη προς το σημείο στην όπου καθένας ήταν απαραίτητος.

3. φιλική ή εχθρική ενέργεια/ διάθεση

ΘΟΥΚ 1.1.1 Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ξυνέγραψε τὸν πόλεμον τῶν Πελο ποννησίων καὶ Ἀθηναίων, ὡς ἐπολέμησαν πρὸς ἀλλήλους. || Ο Θουκυδίδης ο Αθηναίος συνέγραψε τον πόλεμο ανάμεσα στους Πελοποννησίους και του Αθηναίους, πώς πολέμησαν μεταξύ τους.

4. αναφορά

ΘΟΥΚ 7.65.2 προηγγέλθη δ᾽ αὐτοῖς καὶ ἡ ἐπιβολὴ τῶν σιδηρῶν χειρῶν, καὶ πρός τε τἆλλα ἐξηρτύσαντο ὡς ἕκαστα καὶ πρὸς τοῦτο. || Αυτοί πληροφορήθηκαν και την τοποθέτηση από σιδερένιες αρπάγες και ετοιμάστηκαν και για τα άλλα και για αυτό.

5. σύγκριση/ παραβολή

ΑΡΙΣΤ ΖΙστ. 502b.14 Τὰ δ᾽ ἄνω τοῦ κάτω πολὺ μείζονα ἔχει, ὥσπερ τὰ τετράποδα· σχεδὸν γὰρ ὡς πέντε πρὸς τρία ἐστίν. || Τα πάνω μέρη σε σχέση με το κάτω είναι πολύ σημαντικότερα, όπως και στα τετράποδα. Αυτά είναι σε αναλογία πέντε προς τρία.

6. σκοπός

ΔΗΜ 3.3 ὁρᾶτε γὰρ ὡς ἐκ τοῦ πρὸς χάριν δημηγορεῖν ἐνίους εἰς πᾶν προελήλυθε μοχθηρίας τὰ παρόντα. || Βλέπετε λοιπόν ότι μερικοί λόγω του ότι δημηγορούν με σκοπό την ικανοποίησή τους και μόνο οδήγησαν σε απόλυτη δυσχέρεια τις παρούσες καταστάσεις.

7. τρόπος

ΠΛ Φαιδρ 236d μηδαμῶς πρὸς βίαν βουληθῇς μᾶλλον ἢ ἑκὼν λέγειν. || Μη θελήσεις, με κανένα τρόπο, να μιλήσεις με τη βία μάλλον και όχι οικειοθελώς.

Με γενική

1. προς το μέρος

ΘΟΥΚ 4.31.1 ἀπέβαινον τῆς νήσου ἑκατέρωθεν, ἔκ τε τοῦ πελάγους καὶ πρὸς τοῦ λιμένος. || Έκαναν απόβαση στο νησί και από τις δύο μεριές, τόσο από τη μεριά της θάλασσας όσο και από τη μεριά του λιμανιού.

2. ενώπιον

ΣΟΦ Τρ 429 Πρὸς θεῶν, φράσον, φίλη δέσποινα, τόνδε τίς ποτ᾽ ἐστὶν ὁ ξένος; || Για όνομα των θεών, λέγε, φίλη δέσποινα, ποιος είναι ο ξένος;

3. ποιητικό αίτιο

ΗΡ 1.36 οἱ Μυσοὶ ἐπ᾽ αὐτὸν ἐξελθόντες ποιέεσκον μὲν κακὸν οὐδέν, ἔπασχον δὲ πρὸς αὐτοῦ. || Οι Μυσοί που βγήκαν να τον κυνηγήσουν δεν του προκάλεσαν καμία βλάβη, ενώ αντίθετα δεινοπαθούσαν από αυτό.

4. ωφέλεια ή βλάβη

ΕΥΡ Ρησ 802 εἰκάσαι δέ μοι πάρεστι λυπρὰ πρὸς φίλων πεπονθέναι. || Μπορώ μόνο να εικάσω ότι έχουν γίνει δυσάρεστα γεγονότα από τα οποία υπέφεραν φίλοι.

Με δοτική

1. κοντά

ΘΟΥΚ 1.62.5 ἐπειδὴ πρὸς τῷ ἰσθμῷ ἐγένοντο || μόλις έφταναν κοντά στον ισθμό.

2. αναφορά

ΗΡ 9.76 εἰ δὴ πρὸς τούτῳ τυγχάνεις ἀληθέα λέγουσα || αν σε αυτό το θέμα τυχαίνει να λες την αλήθεια.

3. προσθήκη

ΙΣΑΙΟΣ 8.15 ἡμεῖς τοίνυν καὶ ἄλλα τεκμήρια πρὸς τούτοις ἔχομεν εἰπεῖν. || Εμείς λοιπόν έχουμε και άλλα τεκμήρια εκτός από αυτά να αναφέρουμε.

§7.31. Ὑπό: με έκθλιψη ὑπ’/ ὑφ’, σε αναστροφή ὕπο, με δασύ πνεύμα (πβ. λατινικό sub), αντίθετη της ὑπέρ, με την οποία συνδέονται ετυμολογικά, αν και είναι σημασιολογικά αντίθετες. Συντάσσεται με τέσσερις συντάξεις: 1. με δοτική τοπική τοποθετεί ένα αντικείμενο κάτω από μια επιφάνεια 2. με γενική διαιρετική δηλώνει ότι ένα αντικείμενο καταλαμβάνει ένα μέρος της κατώτερης επιφάνειας 3. με γενική αφαιρετική σημαίνει "κάτω από" 4. με αιτιατική της διεύθυνσης σημαίνει ότι το αντικείμενο πηγαίνει να προσκολληθεί κάτω από μια επιφάνεια. Με τη συγκεκριμένη τοπική έννοια του "κάτω από" η ὑπὸ με γενική δηλώνει και το ποιητικό αίτιο, το οποίο στους ποιητές εκφράζεται με δοτική και όχι με γενική. Η ὑπὸ με γενική εκφράζει την πίεση και εξάρτηση που ασκείται από κάποιον. Η πρόθεση δεν επιβιώνει στα νέα ελληνικά, παρά μόνο στη σύνθεση, αλλά έχει αντικατασταθεί από τις “από” και “κάτω από”.

Με αιτιατική

1. κάτω από, στο κάτω μέρος

ΘΟΥΚ 2.17.1 τό τε Πελαργικὸν καλούμενον τὸ ὑπὸ τὴν ἀκρόπολιν || το λεγόμενο Πελαργικό που βρίσκεται κάτω από την ακρόπολη.

2. κατά τη διάρκεια

ΘΟΥΚ 1.100.3 ἐπὶ δὲ Στρυμόνα πέμψαντες μυρίους οἰκήτορας αὑτῶν καὶ τῶν ξυμμάχων ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς χρόνους || στον Στρυμόνα έστειλαν δέκα χιλιάδες για να δημιουργήσουν αποικία δική τους και των συμμάχων τους την ίδια περίοδο.

3. υποταγή

ΘΟΥΚ 1.110.2 Αἴγυπτος δὲ πάλιν ὑπὸ βασιλέα ἐγένετο || η Αίγυπτος πάλι υποτάχτηκε σε έναν βασιλιά.

Με γενική

1. κάτω από

ΠΛ Γοργ 469d λαβὼν ὑπὸ μάλης ἐγχειρίδιον || αφού πήρε ένα μαχαίρι υπό μάλης.

2. αιτία

ΘΟΥΚ 1.126.10 καί τινες καὶ ἀπέθνῃσκον ὑπὸ τοῦ λιμοῦ || και κάποιοι πέθαιναν από τον λιμό.

3. συνοδεία

ΗΣ Ασπ 281 ἔνθεν δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθε νέοι κώμαζον ὑπ᾽ αὐλοῦ. || Και εκεί πάλι νεαροί γλεντούσαν υπό τους ήχους του αυλού.

4. ποιητικό αίτιο

ΘΟΥΚ 1.23.2 οὔτε γὰρ πόλεις τοσαίδε ληφθεῖσαι ἠρημώθησαν, αἱ μὲν ὑπὸ βαρβάρων, αἱ δ᾽ ὑπὸ σφῶν αὐτῶν ἀντιπολεμούντων. || Ποτέ τόσες πολλές πόλεις δεν κυριεύθηκαν και δεν ερημώθηκαν, άλλες από τους βαρβάρους, και άλλες από αυτούς τους ίδιους που πολεμούσαν μεταξύ τους.

Με δοτική

1. κάτω από

OM Iλ 2.307 ἕρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἑκατόμβας καλῇ ὑπὸ πλατανίστῳ. || Σφάζαμε στους αθανάτους σφαχτά κάτω από ένα όμορφο πλατάνι.

2. εξουσία

ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.1.6 οἱ κατὰ τὴν Ἀσίαν ὑπὸ βασιλεῖ ὄντες || αυτοί που ήταν στην Ασία υπό την εξουσία του βασιλιά.

§7.32. Καταχρηστικές προθέσεις

Οι καταχρηστικές προθέσεις αποτελούν ένα νεότερο στρώμα γραμματικών λέξεων, παρόλο που τις βρίσκουμε ήδη στον ΄Ομηρο. Διακρίνονται από τις αρχαιότερες, καθαρές προθέσεις, όπως είπαμε, επειδή δεν χρησιμοποιούνται ποτέ στον σχηματισμό ρηματικών συνθέτων αλλά και λόγω του ότι συντάσσονται μόνο με μία πτώση, ενώ οι καθαρές συντάσσονται συνήθως με περισσότερες. Προέρχονται συχνά από επιρρήματα, παλιότερες προθέσεις ή από ονόματα και τις βρίσκουμε συνήθως με γενική, άλλοτε αφαιρετική και άλλοτε καθαρή, ενώ πολλές φορές λειτουργούν και ως σύνδεσμοι (πρίν, μέχρι, ἕως κ.λπ.).

§7.33. Ἄνευ: σημαίνει "εκτός/ χωρίς/ μακράν του". Αρχικά συναντάται ως επίρρημα, όπως και τα πιο εκτεταμένα στοιχεία ἄνευθε, ἀπάνευθε, που βρίσκουμε στον Όμηρο. Συντάσσεται με γενική αφαιρετική, καθώς δηλώνει απομάκρυνση και αποχωρισμό, εξ ου η κύρια σημασία της "χωρίς κάποιον ή κάτι". Πολύ συχνά επιτάσσεται.

ΙΣΟΚΡ 11.18 μηδένα τῶν μαχίμων ἄνευ τῆς τῶν ἀρχόντων γνώμης ἀποδημεῖν || κανέναν από τους μάχιμους να μη φεύγει δίχως τη γνώμη των αρχόντων.

ΠΛ Φιληβ 50d καὶ σῶμα ἄνευ ψυχῆς καὶ ψυχὴ ἄνευ σώματος καὶ κοινῇ μετ᾽ ἀλλήλων ἐν τοῖς παθήμασι μεστά ἐστι συγκεκραμένης ἡδονῆς λύπαις. || Και το σώμα χωρίς την ψυχή και η ψυχή άνευ του σώματος και τα δύο από κοινού το ένα με το άλλο στα παθήματα είναι μεστά από λύπη συγκερασμένη με ευχαρίστηση.

§7.34. Ἄχρι/μέχρι: έχει τοπική και χρονική σημασία δηλώνοντας το όριο, εξ ου και η ποσοτική της σημασία. Συντάσσεται με γενική. Από τον Ξενοφώντα και μετά η σημασία του ενισχύεται και από τις προθέσεις πρὸς/ εἰς. Το μέχρι επιβιώνει στα νέα ελληνικά με τοπική και χρονική σημασία ως πρόθεση και ως σύνδεσμος.

1. τοπικό όριο

ΗΡ 2.138 ἄχρι τῆς ἐσόδου τοῦ ἱροῦ ἑκατέρῃ ἐσέχει || μέχρι την είσοδο του ιερού εισχωρεί καθεμιά.

ΞΕΝ ΚΑναβ 6.4.26 τοὺς μὲν κατέκαινον τοὺς δὲ ἐδίωξαν μέχρι εἰς τὸ στρατόπεδον || και άλλους τους σκότωναν άλλους τους εξεδίωκαν μέχρι το στρατόπεδο.

2. χρονικό όριο

ΙΣΟΚΡ 18.49 καὶ μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης παρέμεινε μετέχων τῆς πολιτείας || και μέχρι εκείνη τη μέρα παρέμεινε κοινωνός στα πράγματα της πολιτείας.

3. όριο

ΙΣΟΚΡ 15.185 Τοῦτον δὲ τὸν τρόπον ἐπιμελούμενοι καὶ παιδεύοντες μέχρι μὲν τοῦ γενέσθαι βελτίους αὐτοὺς. || Με αυτόν τον τρόπο φρόντιζαν και εκπαιδεύονταν μέχρι του σημείου να γίνουν καλύτεροι.


§7.35. Ἔμπροσθεν: μετεξελίχθηκε στα νέα ελληνικά ως σύνθετη προθετική φράση "μπροστά από". Στα αρχαία ελληνικά συντάσσεται με γενική αφαιρετική, που δηλώνει γενικά την προβολή και με τις μεταφορικές έννοιες της προτίμησης και της υπεράσπισης.

ΑΝΔΟΚ 1.95 ὃς ἐν τῇ στήλῃ ἔμπροσθέν ἐστι τοῦ βουλευτηρίου || ο οποίος είναι στη στήλη που βρίσκεται μπροστά από το βουλευτήριο.

ΞΕΝ Ελλ 4.3.11 τὸ Ἑλληνικὸν ἔχοντα τετάχθαι ἔμπροσθεν αὐτοῦ || έχοντας το ελληνικό στράτευμα παραταγμένο μπροστά του.

§7.36. Ἕνεκα/ ἕνεκεν: δηλώνει αιτία ή σκοπό και σπανιότερα αναφορά. Συντάσσεται με γενική ονόματος, καθώς προέρχεται από το ονοματικό ἑκών, που εκφράζει βούληση.

1. αιτία

ΘΟΥΚ 2.72.1 πόλεμος γεγένηται αὐτῶν ἕνεκα καὶ τῶν ἄλλων ἐλευθερώσεως || έχει γίνει πόλεμος για την απελευθέρωση αυτών και των άλλων.

2. σκοπός

ΙΣΟΚΡ 1.19 αἰσχρὸν γὰρ τοὺς μὲν ἐμπόρους τηλικαῦτα πελάγη διαπερᾶν ἕνεκα τοῦ πλείω ποιῆσαι τὴν ὑπάρχουσαν οὐσίαν. || Είναι κακό οι έμποροι να οργώνουν τόσα πελάγη με σκοπό μόνο να κάνουν μεγαλύτερη την περιουσία τους.

§7.37. Ἕως: συντάσσεται με γενική, δηλώνει το τοπικό ή χρονικό όριο, συνώνυμη της μέχρι. Στην κλασική εποχή λειτουργεί κυρίως ως χρονικός σύνδεσμος και λιγότερο ως πρόθεση. Συμφύρεται με την ὡς και επιβιώνει στα νέα ελληνικά.

ΠΟΛΥΒ 2.64 τῆς χώρας καταφθειρομένης ἕως τῶν τειχῶν || ενώ η χώρα καταστρεφόταν μέχρι τα τείχη.

Κατά Λουκάν 1.80 Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανεν καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι, καὶ ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραήλ. || Το παιδί αναπτυσσόταν και δυνάμωνε ως προς το πνεύμα του και έμεινε στην έρημο μέχρι την ημέρα που θα αναδεικνυόταν στον λαό του Ισραήλ.

§7.38. Ὄπισθεν: μετεξελίχθηκε στα νέα ελληνικά στη σύνθετη προθετική φράση "πίσω από". Συντάσσεται με γενική αφαιρετική, που δηλώνει απόσταση με αφετηρία ένα υπό θεώρηση αντικείμενο και μεταφορικά υπόταξη ή κατωτερότητα.

ΞΕΝ Ελλ 4.4.9 ἦν δὲ καὶ ὄπισθεν αὐτῶν ἐν τῷ λιμένι Βοιωτῶν φυλακή || υπήρχε και πίσω από αυτούς στο λιμάνι φρουρά Βοιωτών.

§7.39. Πέραν και πέρα: πρόκειται για αιτιατική και οργανική ενός θέματος pera, που εκφράζει την υπέρβαση σε χώρο και χρόνο. Επιβιώνει στα νέα ελληνικά.

ΠΛ Φίληβ 12c τὸ δ᾽ ἐμὸν δέος, ὦ Πρώταρχε, ἀεὶ πρὸς τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα οὐκ ἔστι κατ᾽ ἄνθρωπον, ἀλλὰ πέρα τοῦ μεγίστου φόβου. || Το δέος μου, Πρώταρχε, πάντα απέναντι στα ονόματα των θεών δεν είναι ανθρώπινο, αλλά πέρα από τον μεγαλύτερο φόβο.

§7.40. Πλήν: σημαίνει "εκτός" και συντάσσεται κυρίως με γενική, αλλά και με όλες τις πτώσεις, περιλαμβανομένης της ονομαστικής, ομοιόπτωτα προς έναν προηγούμενο όρο, με τον οποίο γίνεται σύγκριση, όπως και με προθετικές φράσεις, δευτερεύουσες προτάσεις κ.λπ. Ετυμολογικά είναι αιτιατική ενός υποθετικού θέματος pla (πβ. πέλας), που σήμαινε αρχικά "κοντά σε κάποιον". Αποτελεί το πρώτο συνθετικό του επιθέτου πλημμελής. Μερικές φορές λειτουργεί και ως σύνδεσμος.

ΠΛ Απολ 25a πάντες ἄρα, ὡς ἔοικεν, Ἀθηναῖοι καλοὺς κἀγαθοὺς ποιοῦσι πλὴν ἐμοῦ, ἐγὼ δὲ μόνος διαφθείρω. || Όλοι, επομένως, καθώς φαίνεται, Αθηναίοι, εκτός από μένα, κάνουν τους άλλους καλούς και αγαθούς, και μόνον εγώ τους διαφθείρω.

ΠΛ Φαιδρ 100c εἴ τί ἐστιν ἄλλο καλὸν πλὴν αὐτὸ τὸ καλόν || αν υπάρχει κάποιο άλλο καλό εκτός από αυτό το καλό

ΑΡΙΣΤ ΖΙστ. 535a.27 Φωνὴ καὶ ψόφος ἕτερόν ἐστι, καὶ τρίτον διάλεκτος. Φωνεῖ μὲν οὖν οὐδενὶ τῶν ἄλλων μορίων οὐδὲν πλὴν τῷ φάρυγγι· διὸ ὅσα μὴ ἔχει πλεύμονα, οὐδὲ φθέγγεται· || Η φωνή και ο ήχος είναι δύο διαφορετικά πράγματα, ενώ ένα τρίτο είναι η άρθρωση της γλώσσας. Για τη φωνή κανένα άλλο όργανο δεν χρειάζεται εκτός από τον φάρυγγα· γι’ αυτό όποιος δεν έχει πνεύμονες δεν μπορεί και να παράγει ήχους.

ΑΡΙΣΤΟΦ Πλ 106 Μὰ τὸν Δί᾽, οὐ γὰρ ἔστιν ἄλλος πλὴν ἐγώ. || Μα τον Δία, δεν υπάρχει άλλος εκτός από μένα.

ΔΙΟΝ ΑΛΙΚ ΡΑρχ 10.45 οὐ γὰρ εἰς ἄδηλον, ἀλλ᾽ εἰς ἐγνωσμένον ἀποστέλλεις με θάνατον· πλὴν ὑπομενῶ καὶ τοῦτο τὸ ἔργον || όχι βέβαια σε αιφνίδιο αλλά σε προαναγγελθέντα θάνατο με στέλνεις. Όμως, εγώ θα υπομείνω και αυτό το πράγμα.

§7.41. Χωρίς: συγγενεύει με το χῆρος, εξ ου η στερητική σημασία και η δήλωση απουσίας, εξαίρεσης κ.λπ. Παράλληλα, όμως, μπορεί να σημαίνει και προσθήκη, "επιπλέον". Συντάσσεται με γενική.

ΞΕΝ Απομν 2.1.32 ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ᾽ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται. || Έργο καλό, ούτε θεϊκό ούτε ανθρώπινο, δεν γίνεται χωρίς εμένα.

§7.42. Ὡς: συντάσσεται με αιτιατική προσώπου και σημαίνει κατεύθυνση ή με αριθμητικό και σημαίνει περίπου, ίσαμε. Μέχρι την περίοδο της Κοινής διακρίνεται από την ἕως, με την οποία συμφύρεται αργότερα.

1. κατεύθυνση

ΘΟΥΚ 2.67.1 ὃς αὐτοὺς ἔμελλεν ὡς βασιλέα ἀναπέμψειν || ο οποίος επρόκειτο να τους παραπέμψει στον βασιλιά.

2. περίπου

ΠΟΛΥΒ 1.33 δὲ τὴν μὲν πρώτην ἡμέραν κατεστρατοπέδευσαν ὡς δέκα σταδίους ἀποσχόντες τῶν ὑπεναντίων. || Την πρώτη μέρα στρατοπέδευσαν σε απόσταση από τους εχθρούς μέχρι δέκα στάδια.

Όποιος δεν αντέχει τον χαμό είναι μονίμως χαμένος

Υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες ανθρώπων. Κατά κάποια έννοια το λέμε αυτό, δεν υπάγεται βέβαια όλη η ανθρωπότητα σε αυτές μόνο τις τέσσερις κατηγορίες…

Εκείνοι που δεν αντέχουν τη μοναξιά. Εκείνοι που νιώθουν ότι αντέχουν τη μοναξιά άμα χρειαστεί να το υποστούν. Εκείνοι που αισθάνονται ότι αγαπούν τη μοναξιά. Και κάποιοι που πιστεύουν πως, εντέλει, μοναξιά δεν υπάρχει.

Η πρώτη κατηγορία φαίνεται να είναι η πιο αδύνατη. Οι άνθρωποι που φοβούνται τη μοναξιά κάνουν τις πιο απερίσκεπτες, τις πιο σπασμωδικές και, ως εκ τούτου, τις πιο επικίνδυνες επιλογές. Διότι αν δεν μπορείς να μένεις, στην ανάγκη έστω, μόνος, αν φοβάσαι τον κενό από άλλα πρόσωπα χώρο και χρόνο σου, τότε εξαναγκάζεσαι να υποχωρείς όλο και σε μεγαλύτερους συμβιβασμούς, να χάνεις το έδαφος κάτω από τον ασταθή βηματισμό σου.

Συμβιβασμούς στις φιλίες, στον έρωτα, στο επάγγελμα, στον γάμο, με τα παιδιά σου, με τους γονείς σου (λάθος μου που το αναφέρω τόσο πίσω, αφού η γονεϊκή σχέση δεν είναι μόνο συνέπεια αλλά κατά κανόνα αιτία της αδυναμίας σου), με τους γείτονες, με τους άλλους οδηγούς στον δρόμο, με κάθε πλάσμα που διασταυρώνεσαι.

Θίγεται τότε και αλλοιώνεται η αληθινή σου οντότητα που δεν αντέχει να συναισθανθεί ποια όντως είναι. Δεν έχει καιρό, αφού η μόνη της έγνοια παραμένει – όλο και πιο επιτακτική – μία: να κυνηγώ κάποιους και να είμαι κοντά τους, μήπως ξεμείνω φοβισμένος μέσα στην ανυπόφορη μοναξιά.

Όμως, η βαρύτερη αιτία ανθρώπινης δυστυχίας δεν είναι ο πόνος, η ματαίωση, η ερήμωση, η αρρώστια, η φτώχεια και όσα δεινά φέρνει σε όλους η ζωή. Η μεγαλύτερη αιτία δυστυχίας μας είναι ο συμβιβασμός, οι συμβιβασμοί που κάνουμε.

Διότι τα πιο μεγάλα χαρίσματα που δόθηκαν στην ύπαρξη για να ζήσει με πληρότητα είναι δύο: η αγάπη και η ελευθερία.

Πρώτα η ελευθερία και ύστερα η αγάπη, αφού μόνο στον βαθμό που είσαι ελεύθερος μπορείς να αγαπάς.

Είναι μεγάλος μετρητής ευτυχίας το ερώτημα: Πόσο ελεύθερος είμαι; Πόσο αγαπώ; Υπάρχουν άραγε πολλοί που αντέχουν να απαντήσουν έντιμα; Με μια σχετική ακρίβεια έστω;

Όλο το λέμε και το ξαναλέμε ότι φόβος μοναξιάς είναι φόβος του εαυτού. Κατά βάθος τρομάζουμε να συνομιλήσουμε με την ψυχή μας, όσο μάλιστα περνούν τα χρόνια και πληθαίνουν οι συμβιβασμοί, οι απωθήσεις, οι δειλίες, οι λαθεμένες και αναίτιες στην ουσία υποχωρήσεις, μαζεύεται εντός μας μία υπόγεια αποθήκη που δύσκολα πια καθαρίζεται.

Δύσκολα μπαίνεις εκεί, στο μισοσκόταδο, να ψάξεις, να ψαύσεις και να βάλεις κάποια τάξη. Εκεί είναι σκεπασμένοι οι καθρέφτες με τα λευκά σεντόνια του πένθους, που ρίχνουν πάνω στο ασήμι οι τεθλιμμένοι στο σπίτι ενός νεκρού, μια και πένθος θυμίζει ένας χαμένος εαυτός.

Όσο κι αν θέλει να αγαπήσει ένας χαρακτήρας που τρομάζει υπερβολικά με τη μοναξιά, η εξάρτηση και η ανάγκη είναι τόσο μεγάλες που η γνήσια αγάπη περνάει σε δεύτερο πλάνο.

Η αγάπη όμως είναι μονάχα του πρώτου πλάνου – πίσω από κάτι άλλο, πληγωμένη εξαφανίζεται.

Η αγάπη, και η πιο ταπεινή, είναι το πιο περήφανο από τα αισθήματά μας.

Από την άλλη, ένας χαρακτήρας αναγκεμένος, ένας χαρακτήρας εξαρτημένος, πνίγει και ενοχλεί εκείνον με τον οποίο θέλει να σχετίζεται.

Ένας τέτοιος τύπος μπορεί να βολεύει τον άλλο με τις εξυπηρετήσεις ή τις κολακείες που πρόθυμα χαρίζει, όμως δεν του εμπνέει εκτίμηση.

Είναι μεγάλης αξίας να μπορείς να λες – και να το εννοείς -: «Είμαι μαζί σου εφόσον συμπλέουμε όμορφα, αλλιώς φεύγω! Δεν είναι ότι παύω να σε αγαπώ, να σε βοηθάω, αλλά μπορώ να σε αγαπώ και από μακριά! Μπορώ να σε νοιάζομαι και από μακριά, αλλά δεν θέλω να σε συναναστρέφομαι! Το κοντά-κοντά μού χαλάει τον χαρακτήρα μου, το κοντά μάς λερώνει την αθωότητά μας».

Υπάρχουν μάλιστα κάποια πρόσωπα δικά μας που μόνο από απόσταση μπορεί να τους αγαπά και να τους κατανοεί κανείς. Κοντά τους και για διάφορους λόγους είναι λες και η φύση ταράσσεται, ξεπερνάει τις ανθρώπινες συνήθεις αντοχές το να παλεύεις με στοιχεία του χαρακτήρα τους.

Δίχως όρια στις ανταλλαγές μας δεν είμαστε αξιαγάπητοι, είμαστε μπελάς και ρεζιλίκι. Το πολύ πολύ, και το έσχατο, προσφερόμαστε ως ένα αντικείμενο χρήσης. Κάθε είδους χρήσης και ανάλογα με την περίσταση. Καταντούμε «άνθρωπος-πουρές» που έλεγε ο μπαμπάς μου, παίρνουμε το σχήμα τού όπου μας βάζουνε. Άσχημος δεν είναι ο δίχως δικό του προσωπικό σχήμα;

Ακόμη και οι γονείς, που όλο υποχωρούν και κάνουν στα παιδιά τους ό,τι ζητήσουν και ό,τι είναι γνήσιο και αληθινά καλό, με τα χρόνια καταντούν αντικείμενα των παιδιών τους. Τα παιδιά μπορεί να τους χρησιμοποιούν – έτσι τα έμαθαν -, όμως παράλληλα τους θυμώνουν, τα απογοητεύουν, τα εκνευρίζουν διότι από νωρίς καταλαβαίνουν ότι έχουν γονείς χωρίς χαρακτήρα, χωρίς προσωπικότητα. Πού να στηριχθούν κι αυτά, τι να τα οδηγήσει όσο μεγαλώνουν;

Τέτοιοι «τρυφεροί» γονείς τα μπουκώνουν με δωρεές και ευκολίες, όμως δεν τα εμπνέουν να τους σέβονται, να τους υπολογίζουν, να θέλουν να τους μιμηθούν. Δεν υπάρχει μέτρο, σταθμά και αλφάδι σε τέτοιες ανακατωμένες οικογένειες, τα παιδιά θα εξελιχθούν ασύμμετρα, δυσαρμονικά, δυσλειτουργικά, και σίγουρα εξαρτημένα από πρόσωπα και πράγματα, έξω από το ταραγμένο οικογενειακό σπίτι.

Χρειάζονται αγώνες για να χτίζεις αυθεντικές σχέσεις. Γιατί είναι μεγάλος αγώνας το να ρισκάρεις, αν χρειαστεί, απώλειες.

Ψυχική ηρεμία: Δάμασέ την

Φρίκες φάγαμε. Άγχος νιώσαμε. Μετά ηρεμήσαμε για λίγο. Μετά φτου και από την αρχή. Είναι δυνατόν άραγε κάποιος να τελειοποιήσει την αρετή της ψυχικής ηρεμίας;

Για να λύσεις το πρόβλημα πρέπει να γίνεις ένα με το πρόβλημα. Είτε το βλέπεις σαν φίλο είτε σαν εχθρό. Όπως καθετί στη ζωή λοιπόν έτσι και τα προβλήματα έχουν αρχή μέση και τέλος. Ας το πιάσουμε λοιπόν από την αρχή. Τι είναι ακριβώς η ψυχική ηρεμία; Συναίσθημα, τρόπος ζωής, μια στιγμή; Αν κάποια στιγμή νιώθουμε ότι την έχουμε, γιατί έπειτα μεταβάλλεται;

Η ψυχική ηρεμία είναι άμεσο συνεπακόλουθο της ψυχικής υγείας. Αν έχεις το πρώτο έχεις και το δεύτερο. Αλυσίδα. Μαθηματικά.

Μιλάς με γρίφους

Το να καταφέρουμε να διατηρούμε την ψυχική μας ηρεμία καθημερινά παρά τα όσα συμβαίνουν γύρω μας, κοινωνικό άγχος, κακία, αδικία, λύπη και γενικότερα με την αβεβαιότητα που μας διακατέχει για το αύριο, μοιάζει όχι απλά κατόρθωμα, αλλά χρυσό μετάλλιο στα 4οο μέτρα πεταλούδα χωρίς να ξέρουμε κολύμπι. Εκεί που κάθεσαι ήσυχος και αμέριμνος όλο και κάποιο καινούριο βελάκι σε διαπερνάει, ερχόμενο με τη σειρά του να ενισχύσει όλα τα παραπάνω. Όμως, ας αναρωτηθούμε, γιατί το αφήνουμε να συμβαίνει; Διότι, εν μέρει, το άγχος εμείς το δημιουργούμε. Το θρέφουμε μέσα μας σαν ένα μικρό παράσιτο και όταν νιώθουμε να πιεζόμαστε από μία κατάσταση ή συμβάν το απελευθερώνουμε προς τα έξω, δυσκολεύοντας έτσι τον εαυτό μας. Αυτή η κατάσταση όμως δυσχεραίνει συνεχώς τη καθημερινή μας ζωή προκαλώντας τριβές στη ψυχολογία μας.

Και για πες ρε γέρο σοφέ μπορούμε πραγματικά να βγάλουμε από μέσα μας ή έστω να το ελαττώσουμε; Ποια είναι η μυστική συνταγή;

Μυστικές συνταγές υπάρχουν στα παραμύθια και στη φαντασία μας δυστυχώς και μόνο. Για να αποκτήσουμε την ψυχική ισορροπία και ηρεμία που χρειαζόμαστε, αρχικά πρέπει απλά να χαλαρώσουμε λίγο. Κάθε άνθρωπος ηρεμεί με διαφορετικά πράγματα. Μερικοί άνθρωποι ηρεμούν για παράδειγμα με μια απλή βόλτα με το αυτοκίνητο το βράδυ ακούγοντας μουσική. Άλλοι πηγαίνοντας γυμναστήριο. Όλοι έχουμε την ανάγκη πού και πού να ξεφεύγουμε από την πραγματικότητα, από όλους και από όλα. Μια σημαντική παρότρυνση από εμέ προς εσάς είναι να μην πηγαίνουμε ποτέ για ύπνο γεμάτοι έννοιες ή κουρασμένοι ψυχολογικά. Κρίνεται επιτακτικό να καταχωνιάζουμε κάθε θέμα που υπάρχει μέσα στο κεφάλι μας πριν ξαπλώσουμε στο συρτάρι του κομοδίνου ώστε να μην ταλαιπωρούμε τον εαυτό μας με τα ίδια θέματα και στα όνειρά μας. Το οφείλεις στον εαυτό σου αν όχι σε εσένα που κάθε μέρα είναι εκεί για σένα ότι και να γίνει. Και κομοδίνο να μην έχεις πέταξε τα στο πάτωμα δίπλα στα κουβαριασμένα ρούχα σου.

Ένας ακόμα προσιτός σε όλους τρόπος είναι να ξεκινήσετε ένα χόμπι, να βρείτε κάτι που σας γεμίζει για να ασχοληθείτε. Μια συνήθεια που μας γεμίζει χαρά και δημιουργικότητα, συνήθως μας κάνει ακόμα καλύτερους και διώχνει μακριά το άγχος και την πολυπλοκότητα της όλης φάσης. Δοκίμασε κάτι καινούριο ρε παιδί μου τέλος πάντων. Ιδέες και πράγματα υπάρχουν πολλά για να δοκιμάσεις σε αυτόν τον πλανήτη είτε έχεις την οικονομική ευχέρεια είτε όχι. Αφιέρωσε λίγα λεπτά μέσα στην ημέρα και κοίτα τον τοίχο στην τελική άμα βαριέσαι τόσο πολύ. Μπορεί να σου πει κάτι που αύριο να σε κάνει να πάρεις μια βαριοπούλα και να τον σπάσεις. Μεταφορικά μιλάμε πάντα. Μην αρχίσουμε να γκρεμίζουμε τοίχους. Πολεοδομία, πρόστιμα και τα συναφή. Αρκετά έχεις μέσα στο κεφάλι σου ήδη.

Είναι σημαντικό επίσης ότι μας ενοχλεί να βγάζουμε από μέσα μας. Δε νιώθεις άνετα το καλοκαίρι να κοιμάσαι χωρίς ρούχα; Φυσικά και ναι μη κρύβεσαι πίσω από την πατούσα σου. Αν σας ενοχλεί κάτι, μην το κρατάτε μέσα σας, διότι δεν θα βρείτε ποτέ ηρεμία σε ό,τι κι αν κάνετε. Μιλήστε για αυτό, μιλήστε σε κάποιον που εμπιστεύεστε. Στους κοντινούς σας ανθρώπους, στο σκύλο, τη γάτα σας. Μάθετε να εκτιμάτε και να σέβεστε τον εαυτό σας και όταν κάποιος σας προσβάλει μην το αμελείτε, γιατί θα σας γυρίζει μπούμερανγκ και θα σας γεμίσει με ανασφάλειες και ανησυχίες. Μη ξεχνάτε στο τέλος της ημέρας ότι χρειαστείτε είστε δίπλα σας. Ο νοών νοείτω. Όλοι σας δηλαδή. Αποβάλετε από την ημέρα σας ό,τι αρνητικό υπάρχει. Ακόμη και αν δεν μπορείτε να απαλλαγείτε πλήρως από τον ενοχλητικό συνάδελφο στη δουλειά δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Ο εαυτός μας είναι εκεί για εμάς και αναλώνεται σε όποιον το επιτρέπει και μόνο.

Σίγουρα όλα αυτά φαντάζουν ιδανικά όση ώρα κάνουμε παρέα και αύριο θα είναι πάλι μια από τα ίδια. Η Ρώμη δε χτίστηκε σε μια μέρα. Ούτε κανείς ξύπνησε, αποφάσισε πώς θα είναι ήρεμος και έζησε αυτός καλά και εμείς καλύτερα. Άκου το μυαλό σου, μάθε το, έλεγξε το. Είσαι όσο δυνατός αφήνεις τον εαυτό σου να είναι. Μη ξεχνάς μια μέρα άλλωστε πιθανόν να μη θυμάσαι τίποτα από όλα αυτά. Η ζωή είναι ένα ταξίδι. Τα ταξίδια εμείς τα κάνουμε όχι αυτά εμάς. Η πείρα σύμφωνα είναι μια χτένα που την αποκτάς όταν είσαι πια φαλακρός. Έχεις καιρό λοιπόν.

Επιθυμία και ευχαρίστηση

Ο Πλάτωνας είπε κάποτε ότι αγαπάμε μόνο αυτό που επιθυμούμε και επιθυμούμε μόνο αυτό που δεν έχουμε.

Στην εποχή του, οι άνθρωποι αισθάνθηκαν αυτό το καταστροφικό συναίσθημα το οποίο όλοι γνωρίζουμε: μόνιμη δυσαρέσκεια με την ζωή.

Είναι σαν πάντα να λείπει κάτι, ανεξάρτητα από το αν μας ζηλεύουν οι άλλοι ή αν παραπονιόμαστε για κάτι. Υπάρχει ένα σταθερό κενό μέσα μας που δεν ξέρουμε πώς να γεμίσουμε.

Αυτό το συναίσθημα φαίνεται να υπάρχει συχνότερα στις ρομαντικές σχέσεις. Υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι που εξιδανικεύουν την αγάπη. Θέλουν να είναι τέλεια, ακριβώς με τον σωστό τρόπο.

Ο νοσταλγικός ρομαντισμός, είναι αυτός που μας κάνει συνεχώς δυσαρεστημένους. Αυτή η ιδέα της αγάπης δεν βασίζεται στην πραγματικότητα. Αντίθετα, βασίζεται στην φαντασία του τι θα μπορούσε να είναι.

Στην σπάνια περίπτωση που αυτή η πλατωνική μορφή αγάπης οδηγήσει σε μια σχέση, το άτομο αισθάνεται κατενθουσιασμένο και μαγεμένο. Καλύπτει το κενό που το έκανε να υποφέρει τόσο πολύ.

Το πρόβλημα είναι ότι με τον καιρό, αρχίζει να χάνει το ενδιαφέρον του και επιστρέφει στην ίδια πλατωνική συνήθεια: θέλει κάτι ανέφικτο και απολαμβάνει την δυστυχία του.

Επιθυμία και ευχαρίστηση

Υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι που βρίσκουν μόνο ευχαρίστηση στην επιθυμία. Από εκεί πηγάζουν η χαρά, τα όνειρα και οι ελπίδες.

Αλλά όταν πραγματικά αποκτούν αυτό που θέλουν, βαριούνται. Μόλις έχουν αυτό που υποτίθεται ότι θα τους έκανε να αισθανθούν πλήρεις, δεν υπάρχει πλέον περιθώριο για επιθυμία.

Βρίσκουν κάτι πραγματικό και ατελές, κάτι που δεν εκπληρώνει τις προσδοκίες που επιθυμούσαν τόσο πολύ.

Καταλήγουν να τρέχουν μακριά και να δραπετεύουν για να αναζητήσουν μια νέα δόση επιθυμίας. Γιατί αυτό είναι που τους κάνει να νιώθουν ζωντανοί.

Αν και υποφέρουν, είναι γλυκιά και εθιστική αυτή η ταλαιπωρία. Πιστεύουν ότι πρέπει να υπάρχει κάτι καλύτερο εκεί έξω. Αν δεν υπάρχει, τότε δεν το έχουν βρει ακόμα και συνεχίζουν την αναζήτηση τους.

Πολύ συχνά πιστεύουμε ότι η ευτυχία βρίσκεται κάπου αλλού. Αν μπορούσαμε μόνο να την βρούμε εκεί που υποτίθεται ότι μας περιμένει, η απογοήτευση θα έφευγε.

Αλλά τελικά συνειδητοποιούμε πως δεν είναι πραγματικά έτσι. Βασικά, έχουμε ήδη όλα όσα χρειαζόμαστε για να νιώσουμε ολόκληροι. Αν ξέραμε μόνο πώς να αλλάξουμε μερικά πράγματα στην καθημερινότητα μας- αυτά που σπάνια κοστίζουν χρήματα- δεν θα ψάχναμε την ευτυχία κάπου αλλού.

Το πρόβλημα είναι ότι φοβόμαστε να κάνουμε αυτές τις αλλαγές. Μας κάνουν να αισθανόμαστε ανήσυχοι και ανασφαλείς, κι έτσι μένουμε σε αυτά που θα μπορούσαμε να έχουμε αντί να δημιουργήσουμε την δική μας πραγματικότητα.

Μάθε να αγαπάς αυτά που έχεις.

Είναι απολύτως φυσιολογικό να θέλετε κάτι που δεν έχετε και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι μια θετική πηγή κινήτρων. Αλλά όταν η επιθυμία γίνεται ανάγκη και οδηγεί σε πόνο και ταλαιπωρία, τότε θα κολλήσετε και θα αρχίσετε να νιώθετε άδειοι, δυσαρεστημένοι και ανικανοποίητοι.

Παραδόξως, αυτός ο τρόπος ζωής δεν σας αφήνει να ζήσετε. Δεν είστε ελεύθεροι, αλλά δούλοι μιας ιδέας για το πώς νομίζετε ότι πρέπει να είναι η ζωή σας.

Επομένως, είναι σημαντικό να μάθετε να αγαπάτε αυτό που έχετε είτε είναι η σχέση σας, η δουλειά σας, οι φίλοι ή η πόλη σας. Υπάρχουν πολλά θετικά σε όλα αυτά που κάποιοι άλλοι θα επιθυμούσαν.

Πρέπει να σκουπίσετε τους λεκέδες της ρουτίνας και της απογοήτευσης από τα γυαλιά σας, να αλλάξετε φακούς και να μεταβάλετε οικειοθελώς τις πτυχές της ζωής σας που δεν σας αρέσουν.

Αν μπορείτε να εκτιμήσετε και να είστε ευγνώμονες για κάθε μέρα που ζείτε, τότε δεν θα σας λείπουν πράγματα που δεν είχατε ποτέ. Θα μάθετε να ζείτε στο παρόν και να είστε ευτυχισμένοι με ό, τι συμβαίνει. Θα δεχτείτε τις αντιξοότητες και θα αποκομίζετε κάτι θετικό από κάθε εμπειρία.

Σταματήστε να αφήνετε το μυαλό σας να περιπλανιέται στο μέλλον και να διαμαρτύρεται συνεχώς για την ζωή σας. Μείνετε εκεί που είστε, πάρτε ρίσκα και αλλάξτε ό, τι δεν σας αρέσει.

Αλλά μην περιμένετε την τελειότητα ή τα ανέφικτα όνειρα που δεν θα γίνουν πραγματικότητα. Αυτό που έχετε ήδη είναι τέλειο, οπότε γιατί να μην αρχίσετε να το εκμεταλλεύεστε;

Όσο είμαστε υποκείμενα του βούλεσθαι, δεν θα έχουμε ποτέ σταθερή ευτυχία και γαλήνη

Κάθε βουλητικό ενέργημα πηγάζει από την ανάγκη, επομένως από στέρηση, επομένως από πόνο. Με την πλήρωση της ανάγκης ο πόνος σταματά, ωστόσο σε κάθε επιθυμία που έχει εκπληρωθεί αντιστοιχούν τουλάχιστον δέκα ανεκπλήρωτες· κι ακόμα, η επιθυμία διαρκεί πολύ, οι απαιτήσεις τείνουν στο άπειρο, ενώ η πλήρωση είναι σύντομη και λειψή. Αλλά κι αυτή ακόμα η τελική ικανοποίηση είναι μόνο φαινομενική, η επιθυμία που εκπληρώθηκε δίνει αμέσως τη θέση της σε άλλη επιθυμία: η προηγούμενη ήταν πλάνη που την έχουμε πια καταλάβει, η νέα επιθυμία είναι πλάνη που δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτή. 

Δεν υπάρχει αντικείμενο της βούλησης που η απόκτησή του να μπορεί να μας δώσει σταθερή, αμετακίνητη πια ικανοποίηση: Το πράγμα μοιάζει με την ελεημοσύνη που πετάει κανείς στον ζητιάνο και που τον βοηθάει να τα βγάλει πέρα σήμερα παρατείνοντας έτσι το μαρτύριό του ώς αύριο. Για τούτο λοιπόν, όσο η συνείδησή μας εξακολουθεί να διακατέχεται από τη βούλησή μας, όσο είμαστε έρμαιο των επιθυμιών, με τις ελπίδες και τους φόβους που διαρκώς τις συνοδεύουν, όσο είμαστε υποκείμενα του βούλεσθαι, δεν θα έχουμε ποτέ σταθερή ευτυχία και γαλήνη. 

Αδιάφορο αν επιδιώκουμε κάτι ή αν προσπαθούμε να γλιτώσουμε από κάτι, αν φοβόμαστε κάτι κακό ή αν επιδιώκουμε μιαν απόλαυση, ουσιαστικά πρόκειται για το ίδιο πράγμα: Η φροντίδα να ικανοποιήσουμε τη βούληση, η οποία διαρκώς απαιτεί κάτι, όποιας μορφής κι αν είναι αυτό, διακατέχει και κινεί διαρκώς τη συνείδηση.

Μπορούμε να αλλάξουμε την προσωπικότητά μας;

Οι περισσότεροι άνθρωποι επιθυμούν να αλλάξουν ορισμένες πτυχές του χαρακτήρα τους. Για παράδειγμα, ο Στέφανος θέλει να γίνει πιο εξωστρεφής, ενώ η Ελισάβετ θέλει να γίνει πιο οργανωτική. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Στέφανος και η Ελισάβετ επιθυμούν να πραγματοποιήσουν αλλαγές οι οποίες από τους περισσότερους θα χαρακτηρίζονταν ως κοινωνικά επιθυμητές και αποδεκτές.

Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να αλλάξουν προς μία πιο κοινωνικά επιθυμητή κατεύθυνση (δηλαδή να αυξήσουν τον βαθμό της εξωστρέφειας, της εκδηλωτικότητας, της ενσυνειδησίας, της συναισθηματικής σταθερότητας, της ευπροσηγορίας και της δεκτικότητάς τους). Μάλιστα, τα άτομα που δυσκολεύονται περισσότερο στο να επιδεικνύουν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, είναι και αυτά που επιθυμούν περισσότερο να τα αποκτήσουν. Πώς όμως αλλάζουν οι άνθρωποι τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους;

Για να βοηθήσουν τον εαυτό τους σε αυτήν τη διαδικασία, κάποιοι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη στρατηγική του να θέσουν συγκεκριμένους στόχους. Οι στόχοι, γενικώς, δίνουν μία αίσθημα κατεύθυνσης, δομής και νοήματος στο άτομο. Συγκεκριμένα, οι στόχοι που σχετίζονται με την αλλαγή της προσωπικότητας μπορούν να προσφέρουν κίνητρο και μια εσωτερική δυναμική.

Ωστόσο, αυτό συνεπάγεται ότι δεν πρέπει να υπάρχει κάποια συγκεκριμένη τελειωτική κατάσταση στην οποία στοχεύουμε να βρεθούμε (όπως το να τελειώσουμε το Πανεπιστήμιο ή να αγοράσουμε μία κατοικία). Αντιθέτως, οι στόχοι που αποσκοπούν στην αλλαγή της προσωπικότητας χρησιμεύουν ως σταθερό κίνητρο που κατευθύνει το άτομο προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει ο Στέφανος και η Ελισάβετ να χρησιμοποιήσουν τους στόχους αλλαγής, ώστε να γίνουν είτε πιο κοινωνικοί είτε πιο οργανωτικοί.

Βέβαια, το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει είναι: Μπορούν οι άνθρωποι, εκ προθέσεως, να αλλάξουν την προσωπικότητά τους; Η απάντηση είναι και ναι και όχι. Τα ευρήματα από τις μέχρι τώρα έρευνες είναι ετερογενή: Ενώ κάποιες μελέτες δείχνουν ότι οι στόχοι αλλαγής επικουρούν στην αλλαγή της προσωπικότητας προς την επιθυμητή κατεύθυνση, άλλες έρευνες καταλήγουν σε αντιφατικά αποτελέσματα. Υπάρχουν μάλιστα και μελέτες που δείχνουν αλλαγή προς την αντίθετη και μη επιθυμητή κατεύθυνση.

Μια πρόσφατη έρευνα από τους Lücke et al. (2020), προσπάθησε να ρίξει φως σε αυτή την αντιφατικότητα και επικεντρώθηκε σε δύο πτυχές των στόχων για αλλαγή, για τις οποίες τέθηκε η υπόθεση ότι μπορεί να σχετίζονται με την οικειοθελή αλλαγή στην προσωπικότητα του ατόμου:

Πρώτον, η σπουδαιότητα του στόχου, δηλαδή το πόσο σημαντικό και επιθυμητό είναι για το άτομο να αλλάξει το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό του.

Δεύτερον, η δυνατότητα υλοποίησης του στόχου, δηλαδή το πόσο πιθανό και εφικτό είναι να αλλάξει το άτομο το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, με βάση την κατάστασή του.

Οι ερευνητές υποστήριξαν ότι αυτές οι δύο πτυχές και ιδιαίτερα ο συνδυασμός τους, μπορεί να βοηθήσει στην πρόβλεψη για το αν κάποιοι συγκεκριμένοι στόχοι αλλαγής θα βοηθήσουν στην αλλαγή της προσωπικότητας του ατόμου.

Ένα κρίσιμο στοιχείο για την επίτευξη της αλλαγής είναι η διαμόρφωση της καθημερινής ζωής του ανθρώπου: Εφόσον οι συγκεκριμένοι στόχοι αλλαγής είναι σημαντικοί και υλοποιήσιμοι, πιθανότατα το άτομο θα αλλάξει τις καθημερινές τους συνήθειες και θα επενδύσει σε καθημερινές καταστάσεις που βοηθούν στην αλλαγή προσωπικότητας. Αυτό με τη σειρά του, θα αντικαταστήσει τις παλιές σκέψεις, τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές με καινούργιες και πιο επιθυμητές και έτσι θα τεθούν οι βάσεις για μια σταδιακή αλλαγή προσωπικότητας.

Για παράδειγμα, ο στόχος του Στέφανου να γίνει πιο εξωστρεφής, θα πρέπει να είναι αρκετά σημαντικός για αυτόν ώστε να αρχίσει να συμπεριφέρεται με έναν τρόπο που του επιτρέπει να συναντά περισσότερους νέους ανθρώπους. Παράλληλα όμως, αυτό πρέπει να είναι και εφικτό από τον τρόπο που είναι δομημένη η καθημερινή του ζωή και από το περιβάλλον στο οποίο ζει. Αντιθέτως, εάν ο στόχος της Ελισάβετ να γίνει πιο οργανωτική δεν είναι πραγματικά σημαντικός για εκείνη, επειδή πιθανώς ο μόνος λόγος που επιθυμεί να αλλάξει είναι ότι δέχεται πίεση από το περιβάλλον της να γίνει πιο οργανωτική, η Ελισάβετ είναι λιγότερο πιθανό να προσπαθήσει να αλλάξει τις καθημερινές της συνήθειες ώστε να επιτύχει τον συγκεκριμένο στόχο.

Οι ερευνητές δοκίμασαν να εξετάσουν τις συγκεκριμένες υποθέσεις σε ένα ετερογενές με βάση την ηλικία δείγμα 383ών συμμετεχόντων στη Γερμανία. Η μελέτη διήρκεσε για πάνω από δύο χρόνια και είχε μη επεμβατικό σχεδιασμό, προϋποθέτοντας ότι η αλλαγή στην προσωπικότητα των συμμετεχόντων θα εξεταζόταν στο φυσικό περιβάλλον. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των συμμετεχόντων και οι στόχοι αλλαγής τους αξιολογήθηκαν πολλές φορές μέσω ερωτήσεων αυτοαναφοράς. Παράλληλα, με τον ίδιο τρόπο γινόταν και αξιολόγηση του πόσο σημαντικοί ήταν οι συγκεκριμένοι στόχοι για το κάθε άτομο, καθώς και το πόσο εύκολα υλοποιήσιμοι ήταν αυτοί με βάση το περιβάλλον του ατόμου. Τα βιώματα των συμμετεχόντων και οι καταστάσεις που αντιμετώπισαν αξιολογούνταν σε καθημερινή βάση για ως και 10 συνεχόμενες μέρες την κάθε φορά.

Τι ανακάλυψαν οι επιστήμονες;

Πρώτον, αντίθετα στις προβλέψεις τους, τα άτομα με πιο εξέχοντες στόχους αλλαγής δεν παρουσίασαν μεγαλύτερες πιθανότητες αλλαγής προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Δηλαδή, η ένταση με την οποία θα επιθυμούσε ο Στέφανος να γίνει πιο εξωστρεφής, δε θα αρκούσε ως στοιχείο για να προβλεφθεί η πιθανότητα να επιτύχει τον στόχο του.

Δεύτερον, παρόλο που η σημασία που είχαν για τον καθένα, μαζί με τη δυνατότητα υλοποίησης των στόχων που είχαν επιλέξει οι συμμετέχοντες διέφεραν σημαντικά μεταξύ τους, κανένα από αυτά τα δύο στοιχεία δεν έδειξε να συνδέεται σημαντικά και σταθερά με την αλλαγή προσωπικότητας στην πράξη. Έτσι, ακόμα και αν ο στόχος αλλαγής της Ελισάβετ ήταν πολύ σημαντικός γι’ αυτήν και ταυτόχρονα υπήρχαν και οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να τον πραγματοποιήσει, αυτό δεν θα αύξανε τις πιθανότητές της να γίνει πιο οργανωτική.

Τα συγκεκριμένα αποτελέσματα μοιάζουν αποκαρδιωτικά. Τίθεται έτσι το ερώτημα: Έχει νόημα και πρέπει να συνεχίσουμε να προσπαθούμε να αλλάξουμε πτυχές της προσωπικότητάς μας; Ή μήπως πρέπει, μεταξύ άλλων, να ξεχάσουμε τις υποσχέσεις που δώσαμε στον εαυτό μας την Πρωτοχρονιά που πέρασε; Η απάντηση είναι πως έχει νόημα να προσπαθήσουμε. Αλλά με έναν άλλον τρόπο!

Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι ερευνητές είναι πως προκύπτει ένας άλλος σημαντικός παράγοντας, ο οποίος συμβάλλει περισσότερο στην επίτευξη της αλλαγής. Αυτός ο παράγοντας είναι ο τρόπος με τον οποίον διατυπώνονται οι στόχοι αλλαγής: Οι στόχοι πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένοι. Αυτό σημαίνει πως ο στόχος αλλαγής του Στέφανου να γίνει πιο εξωστρεφής ίσως είναι πολύ αφηρημένος για να τον παρακινήσει να αλλάξει την καθημερινή του ρουτίνα. Αντ’ αυτού, καλό είναι να θέσει έναν πιο συγκεκριμένο στόχο αλλαγής, όπως η εγγραφή σε έναν σύλλογο που ασχολείται με κάποιο χόμπι που τον ενδιαφέρει, ώστε εκεί να συναντήσει νέους ανθρώπους. Παρομοίως, αντί η Ελισάβετ να βάλει στο μυαλό της να γίνει πιο οργανωτική, θα μπορούσε να θέσει στον εαυτό της τον πιο συγκεκριμένο στόχο του να συντάσσει μια εβδομαδιαία λίστα με καθημερινές δραστηριότητες, τις οποίες θα πρέπει να αναλαμβάνει και να φέρνει εις πέρας.

Με την πάροδο του χρόνου, αυτές οι συνήθειες και συμπεριφορές είναι δυνατόν να επιφέρουν σταδιακές αλλαγές στον χαρακτήρα του Στέφανου και της Ελισάβετ, καθιστώντας τους πιο εξωστρεφείς και οργανωτικούς αντίστοιχα. Επιπροσθέτως, εκτός του ότι οι στόχοι αλλαγής πρέπει να είναι πιο συγκεκριμένοι, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι στην προσπάθεια αλλαγής βοηθάει οι στόχοι να είναι και μετρήσιμοι, εφικτοί, σχετικοί και χρονικά οριοθετημένοι. (Μάλιστα, έτσι προέκυψε και το ακρωνύμιο SMART από τα αγγλικά Specific, Measurable, Attainable, Relevant, Time-bound).

Τέλος, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τον τύπο της κατάστασης που σχετίζεται με την αύξηση ή τη μείωση ενός συγκεκριμένου χαρακτηριστικού. Ο ίδιος στόχος αλλαγής (π.χ. μεγαλύτερη εξωστρέφεια), μπορεί να απαιτεί μια διαφορετική προσέγγιση από τον Στέφανο σε σχέση με την Ελισάβετ. Κάθε άτομο πρέπει να προσδιορίζει ξεχωριστά τους τρόπους και να διαμορφώνει τις δικές του καταστάσεις μέσα από τις οποίες θα έχει τη δυνατότητα να εκφράσει και να θέσει τους SMART στόχους αλλαγής του.

Γιατί απουσιάζει το μηδέν από την αρχαία Ελληνική μαθηματική επιστήμη;

Η μαθηματική επιστήμη γνώρισε τεράστια πρόοδο κατά τη διάρκεια του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού.

Η περίοδος που ξεκινά από τον Θαλή (γεννημένο περίπου στο 600 π.Χ.) και τερματίζεται με τον Πρόκλο (εκεί γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ.), είναι μία αφάνταστα δημιουργική περίοδος σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη των μαθηματικών.

Οι Έλληνες, έδωσαν τεράστια ώθηση σχεδόν σε όλα τα μαθηματικά πεδία.

Ο Πυθαγόρας και η σχολή του, ο Ευκλείδης, ο Αρχιμήδης, ο Απολλώνιος, ο Ερατοσθένης, ο Αρίσταρχος, ο Ήρων, ο Ίππαρχος, ο Διόφαντος, ο Πάππος, η Υπατία, ο Πτολεμαίος, δεν υπήρξαν απλοί ‘εργάτες’ της μαθηματικής επιστήμης, αλλά αντιθέτως, υπήρξαν ‘δημιουργικοί γίγαντες’, οι οποίοι θεμελίωσαν και εξέλιξαν σχεδόν άπασες τις μαθηματικές κατευθύνσεις, πάνω στις οποίες και τα σημερινά μαθηματικά στερεώνονται.

Κι όμως, η αρχαία Ελληνική μαθηματική σκέψη δεν μπόρεσε ποτέ της να βρει θέση για το ‘0’. Έπρεπε να περιμένουμε τους Ινδούς και αργότερα τους Άραβες, οι οποίοι έδωσαν στο ‘0’ πλήρη οντότητα ως αριθμό και μετά, έπρεπε να φτάσουμε περίπου στο 1700 μ.Χ. στην Ευρώπη, για να δούμε την πλήρη ενσωμάτωση του αριθμού ‘0’ στα μαθηματικά.

Ο Αριστοτέλης και η αναζήτηση της ηδονής

Ξεκινώντας το δέκατο βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» ο Αριστοτέλης διευκρινίζει ότι αυτό που απομένει στη διερεύνηση της αρετής είναι το ζήτημα των ηδονών: «Ύστερα από όσα είπαμε παραπάνω η καλύτερη ασφαλώς συνέχεια θα ήταν να μιλήσουμε για την ηδονή» (1172a 1, 19-20).

Ο λόγος που κρίνεται απαραίτητη μια τέτοια ανάλυση σχετίζεται με την ήδη διατυπωμένη αντίληψη ότι η άντληση της ηδονής αποτελεί κινητήριο δύναμη της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αφού (τελικά) ο άνθρωπος θα πράξει αυτά που του δίνουν ευχαρίστηση: «Γιατί τα αισθήματα αυτά κυβερνούν τη ζωή μας σε όλη της τη διάρκεια, ρίχνοντας το “βάρος” τους και ασκώντας μεγάλη επίδραση τόσο προς την πλευρά της αρετής όσο και προς την πλευρά της ευτυχισμένης ζωής, δεδομένου ότι οι άνθρωποι προτιμούν και επιλέγουν τα ευχάριστα πράγματα και αποφεύγουν τα δυσάρεστα» (1172a 1, 24-27).

Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει τίποτε σημαντικότερο από τον εθισμό στις ενάρετες πράξεις, ώστε να προξενούν ευχαρίστηση, καθώς μόνο τότε θα είναι πράγματι επιθυμητές: «Κατά την κοινή αντίληψη τίποτε δεν είναι τόσο σημαντικό για τη διαμόρφωση ενάρετου χαρακτήρα όσο το να χαιρόμαστε γι’ αυτά που πρέπει και να μισούμε αυτά που πρέπει» (1172a 1, 22-23).

Η αλήθεια είναι ότι στο ζήτημα των ηδονών έχει προκληθεί διχογνωμία, αφού άλλοι τις αποθεώνουν μετουσιώνοντάς τες σε νόημα της ζωής κι άλλοι τις επικρίνουν σαν κάτι περιφρονητέο που εκκολάπτει την ανομία και την αποχαλίνωση των παθών: «Άλλοι, πράγματι, λένε ότι η ηδονή είναι το υπέρτατο αγαθό, ενώ άλλοι, αντίθετα, υποστηρίζουν ότι είναι ό,τι πιο αξιοκατάκριτο» (1172a 1, 29-30).

Κι αυτή η δεύτερη κατηγορία των επικριτών διαχωρίζεται εκ νέου από τον Αριστοτέλη σε δύο άλλες υποκατηγορίες: «Από τους δεύτερους κάποιοι έχουν αυτή τη γνώμη γιατί μάλλον είναι πεπεισμένοι ότι έτσι έχει το πράγμα, κάποιοι όμως άλλοι γιατί πιστεύουν ότι είναι καλύτερο για τη ζωή μας να παρουσιάζουμε την ηδονή ως κάτι που ανήκει στα αξιοκατάκριτα πράγματα έστω κι αν στην πραγματικότητα δεν είναι – γιατί οι άνθρωποι ρέπουν προς την ηδονή και είναι δούλοι των ηδονών, και άρα πρέπει να τους οδηγούμε προς την αντίθετη κατεύθυνση, ώστε με τον τρόπο αυτό να μπορέσουν να φτάσουν στη μέση κατάσταση» (1172a 1, 30-36).

Μια τέτοια στάση, όμως, κρίνεται επίφοβη, αν δεν επιβεβαιώνεται από τα δεδομένα της εμπειρίας: «Πρέπει, όμως, να προσέξουμε μήπως ένας τέτοιος λόγος δεν είναι σωστός. Σε θέματα που σχετίζονται με τα πάθη και τις πράξεις οι θεωρίες είναι λιγότερο αξιόπιστες από τα πράγματα· όταν λοιπόν διαφωνούν με την εμπειρία που κερδίζουμε μέσω των αισθήσεών μας, τότε οι θεωρίες όχι μόνο περιφρονούνται από τους ανθρώπους, αλλά μαζί αναιρούν και ό,τι είναι μέσα τους πραγματικά αληθινό» (1172a 1, 36-38 και 1172b 1, 1-2).

Σε τελική ανάλυση, το ζήτημα άπτεται περισσότερο της εμπειρίας που θα καταδείξει τον τρόπο της ανθρώπινης συμπεριφοράς παρά μιας θεωρητικής κατασκευής που θα προσπαθήσει να εξετάσει το ζήτημα ξεκομμένα (σαν σε συνθήκες εργαστηρίου) χωρίς να λαμβάνει υπόψη τον ανθρώπινο παράγοντα. Εξάλλου, ακόμη και η προσωπική στάση του θεωρητικού διανοητή θα παίξει μεγάλο ρόλο στην πειστικότητα των ισχυρισμών του: «Αν, πράγματι, ένας κατήγορος της ηδονής φανεί κάποια στιγμή να επιθυμεί μια συγκεκριμένη ηδονή, με τη ροπή του προς τη συγκεκριμένη ηδονή δίνει στον κόσμο την εντύπωση ότι άξια να είναι επιθυμητή είναι όλη γενικά η ηδονή – ο κόσμος, βλέπετε, δεν είναι σε θέση να κάνει διακρίσεις και διαχωρισμούς» (1172b 1, 2-5).

Με άλλα λόγια, ο κατήγορος των ηδονών θα πρέπει πρώτα ο ίδιος να απορρίψει όλες τις ηδονές, αλλιώς περισσότερο θα μπερδέψει παρά θα διαφωτίσει τον κόσμο. Όμως, η απόρριψη των ηδονών δεν ταιριάζει στα ανθρώπινα. Μια τέτοια θεωρία, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι είναι σωστή, δεν αφορά την ανθρώπινη δράση, που η εμπειρία δείχνει ότι είναι δέσμια των ηδονών. Ένας εμπειριστής όπως ο Αριστοτέλης, δε θα μπορούσε παρά να απορρίψει οτιδήποτε αντίκειται στην εμπειρία.

Εξάλλου, έχει ήδη ξεκαθαριστεί ότι η φιλοσοφία οφείλει να προσαρμόζεται στα ζητήματα των ανθρώπων. Αν δεν προσαρμόζεται σε αυτά, στερείται νοήματος: «Οι αληθινές λοιπόν θεωρίες είναι χρησιμότατες όχι μόνο για την απόκτηση γνώσης, αλλά και για τη ζωή· γιατί αν συμφωνούν με τα πράγματα, γίνονται πιστευτές, και έτσι παρακινούν αυτούς που τις καταλαβαίνουν να ζουν σύμφωνα με αυτές» (1172b 1, 5-9).

Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης λαμβάνει υπόψη του πολύ σοβαρά στο ζήτημα και τη συμπεριφορά που έχει η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, αφού η συλλογικότητα καταδεικνύει το επικρατές ως αδιαπραγμάτευτη εμπειρία. Όταν όλοι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται με ένα συγκεκριμένο τρόπο, όταν δηλαδή η εμπειρία δείχνει μια αδιαπραγμάτευτη τάση προς κάποια συμπεριφορά, αυτό δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Δείχνει ξεκάθαρα τις ανθρώπινες προτιμήσεις, των οποίων η καθολικότητα είναι η πιο αναντίρρητη αλήθεια: «αν όλοι οι άνθρωποι είναι πεπεισμένοι ότι ένα πράγμα είναι έτσι, τότε το πράγμα αυτό είναι πράγματι έτσι, και όποιος θα ήθελε να αναιρέσει την κοινή αυτή πεποίθηση, δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να πει πράγματα πιο αξιόπιστα» (1173a 2, 1-3).

Κι εδώ δε γίνεται λόγος για την περίπτωση των διαμορφωμένων συνειδήσεων μέσω της προπαγάνδας ή το φαινόμενο της μαζικής πλάνης, που επίσης (κατά κανόνα) έχει να κάνει με την επιβολή πεποιθήσεων που εδραιώνεται με συγκεκριμένους μηχανισμούς. Αυτό που τονίζεται από τον Αριστοτέλη είναι ότι η αδιαπραγμάτευτη τάση των ανθρώπων να επιθυμούν τις ηδονές πρέπει να εκληφθεί ως δεδομένο που θα ταξινομηθεί με ηθική ουδετερότητα.

Το ότι οι άνθρωποι επιδιώκουν τις ηδονές (από μόνο του) δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, είναι όμως η πραγματικότητα που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί. Η καταδίκη των ηδονών και η προτροπή της πλήρους αποφυγής τους ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα, αφού η εμπειρία δείχνει ότι ο άνθρωπος κινείται διαφορετικά. Μπροστά σ’ αυτό το γεγονός είναι η θεωρία που πρέπει να προσαρμοστεί στην πράξη κι όχι το αντίθετο.

Κι αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να αναζητήσει κανείς σε βάθος τη σημασία και τη φύση των ηδονών, ώστε να τα προσαρμόσει στις ανάγκες του ανθρώπου προκειμένου να τον ωφελήσει. Η συλλήβδην καταδίκη είναι ένας αφορισμός, που όχι μόνο δεν βοηθά, αλλά μάλλον περιπλέκει τα πράγματα περισσότερο. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για την άρνηση της ίδιας της πραγματικότητας. Και η πραγματικότητα καταδεικνύει ότι όλοι οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τις ηδονές ως αγαθό.

Το πρώτο ζήτημα που τίθεται είναι το κατά πόσο πρέπει να βλέπει κανείς τις ηδονές ως το υπέρτατο αγαθό που αξίζει να επιδιώκει ή αν πρόκειται για επιμέρους αγαθά που θα συντελέσουν στην κατάκτηση του υπέρτατου. Στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης θα επικαλεστεί τον Πλάτωνα: «… και ο Πλάτωνας αποδεικνύει ότι η ηδονή δεν είναι το υπέρτατο αγαθό. Λέει δηλαδή ο Πλάτωνας ότι ο ηδονικός βίος είναι πιο άξιος επιλογής και προτίμησης αν συνδυάζεται με τη φρόνηση παρά χωρίς αυτήν» (1172b 2, 33-36).

Κατά τον Πλάτωνα η ηδονή (από μόνη της) δεν μπορεί να αποτελεί υπέρτατο αγαθό, αφού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κάτι ιδανικό, αν δε συνδυαστεί με τη φρόνηση. Πράγματι, η αναζήτηση της ηδονής που ξεπερνά τα μέτρα του φρόνιμου ανθρώπου, όχι μόνο δεν μπορεί να ταυτιστεί με το υπέρτατο αγαθό, αλλά μπορεί να αποδειχθεί εξόχως επιζήμια, έως αυτοκαταστροφική.

Με άλλα λόγια, η ηδονή δεν αποτελεί καθαυτό αγαθό, αφού νοηματοδοτείται ως κάτι θετικό μόνο εφόσον συνδυαστεί με κάτι άλλο (εδώ τη φρόνηση). Η έλλειψη της αυτοτέλειας αναφορικά με τα αποτελέσματα της ηδονής, η οποία χρειάζεται πάντα και κάτι ακόμη για να φτάσει στο υπέρτατο, σηματοδοτεί τον ανάμεικτο βίο που θέλει την αναζήτηση της ηδονής ως αγαθού με την προϋπόθεση ότι θα συνδυαστεί με κάτι άλλο προκειμένου να επιδράσει ευεργετικά.

Ο Αριστοτέλης σχολιάζει: «Αν όμως ο ανάμεικτος βίος είναι καλύτερος, τότε η ηδονή δεν είναι το υπέρτατο αγαθό· γιατί το υπέρτατο αγαθό δε γίνεται με κανενός είδους προσθήκη πιο άξιο επιλογής και προτίμησης. Είναι όμως, επίσης, φανερό ότι κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να είναι το υπέρτατο, αν αυτό γίνεται πιο άξιο επιλογής και προτίμησης με την προσθήκη οποιουδήποτε πράγματος που είναι αγαθό καθεαυτό. Ποιο λοιπόν αγαθό –αγαθό στο οποίο να μπορούμε και εμείς ως άνθρωποι να έχουμε συμμετοχή– είναι αυτού του είδους; Γιατί, βέβαια, τέτοιας λογής είναι αυτό που αναζητούμε» (1172b 2, 36-40).

Στην ουσία ο Αριστοτέλης συνδέει τις σκέψεις του με το πρώτο βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων», όπου είχε ξεκαθαρίσει ότι το υπέρτατο (ολικό) αγαθό του ανθρώπου είναι η ευτυχία, η οποία παρουσιάζεται ως ύψιστη ηδονή δίνοντας στον άνθρωπο θεϊκή υπόσταση. Για να επιτευχθεί, όμως, αυτό σε στέρεες βάσεις πρέπει οπωσδήποτε η ευχαρίστηση να συνδυάζεται με τη σωφροσύνη ακολουθώντας το δρόμο της μεσότητας, στοιχεία που εν τέλει διαμορφώνουν την ηθική αρετή. Από αυτή την άποψη, είναι προφανές ότι και ο Αριστοτέλης (όπως και ο Πλάτωνας) προτείνει ότι η ηδονή πρέπει να τίθεται στην υπηρεσία ενός άλλου αγαθού (της ηθικής αρετής) προκειμένου να οδηγήσει στην ύψιστη ευτυχία.

Οι ηδονές που σχετίζονται με επαίσχυντες πράξεις είναι αδύνατο να οδηγήσουν στην ευτυχία, γιατί στην ουσία δεν είναι ευχάριστες. Η ευχαρίστηση που μπορεί να αντλούν κάποιοι από τέτοιου είδους ηδονές καταδεικνύει τη στρέβλωση του χαρακτήρα τους, δηλαδή την άρνηση της αρετής.

Και βέβαια, οι απόψεις αυτών των ανθρώπων στερούνται σοβαρότητας: «Απαντώντας σ’ αυτούς που προβάλλουν ως παράδειγμα τις επονείδιστες ηδονές θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για πράγματα που στην πραγματικότητα δεν είναι ευχάριστα· γιατί αν είναι ευχάριστα σε ανθρώπους που έχουν κακό, γενικά, χαρακτήρα, δε θα πει ότι, πέρα από αυτούς, πρέπει να θεωρηθούν ευχάριστα και για όλους τους άλλους – ακριβώς όπως δεν πρέπει, τα πράγματα που είναι υγιεινά ή γλυκά ή πικρά για τους αρρώστους, να θεωρήσουμε ότι είναι το ίδιο και για τους άλλους, και ούτε πάλι ότι είναι πράγματι λευκά όσα φαίνονται λευκά σ’ αυτούς που υποφέρουν από οφθαλμία» (1173b 3, 24-29).

Οι άνθρωποι που στερούνται ηθικής αρετής (με «κακό χαρακτήρα») παρουσιάζονται σαν άρρωστοι των οποίων η άποψη δεν έχει σημασία, αφού προέρχεται από τη στρέβλωση της αρρώστιας τους. Θα έλεγε κανείς ότι πάσχουν από ψυχική ανισορροπία, καθώς δεν κατευθύνονται από τη μεσότητα που ορίζει η ηθική αρετή.

Ο Αριστοτέλης θα προτείνει και μια ακόμη απάντηση προς αυτούς τους ανθρώπους: «Θα μπορούσε, επίσης, κανείς να απαντήσει και έτσι, ότι οι ηδονές είναι βέβαια, επιθυμητές και άξιες επιλογής και προτίμησης, όχι όμως και αυτές που προέρχονται από τέτοιου είδους πράγματα – ακριβώς όπως είναι επιθυμητός και ο πλούτος, όχι όμως ως ανταμοιβή προδοσίας, το ίδιο και η υγεία, όχι όμως ως επακόλουθο κατανάλωσης οποιασδήποτε τροφής» (1173b 3, 29-32).

Και θα δώσει και τρίτη απάντηση: «Μπορεί, επίσης, κανείς να απαντήσει κι έτσι, ότι υπάρχουν διάφορα είδη ηδονής· άλλες, πράγματι, είναι οι ηδονές που προέρχονται από ωραία πράγματα και άλλες αυτές που προέρχονται από άσχημα πράγματα, και ούτε είναι δυνατό να νιώσει κανείς την ηδονή του δικαίου, αν δεν είναι δίκαιος, όπως δεν μπορεί να νιώσει την ηδονή του μουσικού, αν δεν είναι μουσικός, και ούτω καθεξής» (1173b 3, 32-36).

Το επιθυμητό των ηδονών δε συνεπάγεται και την άκριτη αποδοχή τους. Αυτός είναι και ο λόγος που οι επονείδιστες ηδονές πρέπει να απορρίπτονται ως ανεπιθύμητες στρεβλώσεις. Είναι όμορφο να ακούει κανείς επαινετικά λόγια, αλλά όχι να γίνεται θύμα του κόλακα: «Η διαφορά, εξάλλου, που υπάρχει ανάμεσα στο φίλο και στον κόλακα κάνει φανερό ότι η ηδονή δεν είναι πάντοτε κάτι το αγαθό ή ότι υπάρχουν περισσότερα είδη ηδονής· γιατί ενώ η συναναστροφή του φίλου φαίνεται ότι έχει ως στόχο της το αγαθό, η συναναστροφή του κόλακα έχει ως στόχο της την ευχαρίστηση, και ο μεν κόλακας ψέγεται, ενώ το φίλο τον επαινούμε, γιατί η συναναστροφή του αποβλέπει σε άλλα πράγματα» (1173b 3, 37-40).

Η διαφορά ανάμεσα στο φίλο και στον κόλακα έχει να κάνει με την ποιότητα της ευχαρίστησης που προσφέρει ο καθένας. Γι’ αυτό η συναναστροφή του φίλου «έχει ως στόχο της το αγαθό», ενώ του κόλακα την «ευχαρίστηση». Η διαφοροποίηση των εννοιών (αγαθό-ευχαρίστηση) καταδεικνύει τη διαφοροποίηση της ποιότητας (και κατ’ επέκταση της ωφέλειας) των δύο περιπτώσεων. Κανείς δε θέλει τον κόλακα, όμως όλοι επιθυμούν το φίλο.

Με τον ίδιο τρόπο, κανείς δε θα ήθελε να έχει για πάντα το μυαλό ενός παιδιού, ακόμη κι αν του εγγυόταν ότι θα έτρωγε τις καλύτερες σοκολάτες: «κανείς δε θα ήθελε να ζει έχοντας σε όλη του τη ζωή το μυαλό ενός παιδιού, ακόμη κι αν θα μπορούσε να ευχαριστιέται στο μέγιστο βαθμό με τα πράγματα με τα οποία ευχαριστιούνται τα παιδιά». (1174a 3, 1-3).

Το τελικό συμπέρασμα είναι έτοιμο να διατυπωθεί: «έγινε φανερό ότι η ηδονή δεν είναι το ύψιστο αγαθό, αλλά και ότι κάθε ηδονή δεν είναι άξια επιλογής και προτίμησης» (1174a 3, 10-11). Ο άνθρωπος που αδυνατεί να διακρίνει τις ανάξιες λόγου ηδονές και τις επιδιώκει αντλώντας από αυτές ευχαρίστηση είναι το θύμα του κακού του χαρακτήρα. Εν τέλει, δε θα γνωρίσει ποτέ το μεγαλείο της πραγματικής ευτυχίας.

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια