ΙΙ. Ρηματικά ονόματα ως β΄ συνθετικά
§ 145. Nomina agentis ως β΄ συνθετικά συναντήσαμε στους προθετικούς (§ 44) και επιρρηματικούς προσδιορισμούς (§ 62) και στα ρηματικά εξαρτημένα σύνθετα (§ 97 κεξξ., 105 κεξ.). Εδώ ταιριάζει ακόμα μια λέξη σχετικά με τα ρηματικά αφηρημένα ουσιαστικά ως β΄ συνθετικά.
Τα nomina agentis ("δηλωτικά ενέργειας") συντίθενται μόνο με προρηματικά (του τύπου ἀνά-στασις, § 43), καθώς προϋποθέτουν ένα ρήμα και το ρήμα συντίθεται μόνο με προρηματικά.
Κατά τα άλλα, ως αφηρημένο ουσιαστικό εμφανίζεται κάποιο παράγωγο του σύνθετου επιθέτου ή του nomen agentis: βοηλασίη 'κλοπή βοδιών' (Όμ.), παράγωγο του βο-ηλάτης 'βοϊδολάτης' (κλασ.), απέναντι στα ἔλασις, ἐξέλασις κτλ.· μονομαχία (κλασ.) από το μονο-μάχος (κλασ.), απέναντι στο μάχη· δυσ-θεσία 'κακή κατάσταση' (Ιπποκράτης) από το δύσ-θετος 'που τακτοποιείται δύσκολα' (Ιππ.), απέναντι στα θέσις, ὑπό-θεσις [1] κτλ.· ἀβουλία 'απερισκεψία' (κλασ.), από το ἄβουλος 'απερίσκεπτος' (κλασ.), απέναντι στα βουλή, ἐπι-βουλή κτλ. Οι εξαιρέσεις είναι μόνο φαινομενικές: το μισθο-φορά (κλασ.) δεν ταυτίζεται με το κανονικό αφηρημένο μισθοφορία (κλασ.) 'αμειβόμενη υπηρεσία', παρά σημαίνει 'ειλημμένη αμοιβή' και γι' αυτό θυμίζει το φορά· και το οἰνο-χόη (Ησίοδος) είναι συγκεκριμένο = 'κρασοκανάτα' (χοή 'χύσιμο'), το ίδιο και τα ἐτν-ήρυσις (Αριστοφ.) 'κουτάλα σούπας', ξενό-στασις (Σοφ.) 'τόπος υποδοχής ξένων'. Το οἰκο-δομή (ελληνιστ.), που σημαίνει 'οικοδομή' και με τη συγκεκριμένη και με την αφηρημένη έννοια, ό,τι δηλαδή λεγόταν παλιότερα οἰκοδομία, -μημα, -μησις, δεν το αντιλαμβάνονταν πια ως σύνθετο, καθώς το δέμειν δεν ήταν πια ζωντανή λέξη (το δομή πρωτοεμφανίζεται στους ποιητές της ελληνιστικής περιόδου).
-----------------------
[1] Από τα ὑπο-τίθεσθαι, ἐπι-βουλεύειν, ενώ ένα *δυσ-τίθεσθαι, *ἀ-βουλεύειν είναι αδύνατο. Φυσικά δίπλα στο συμβουλεύειν - συμβουλή μπορεί να σχηματιστεί και ένα σύμβουλος - συμβουλία· πρβ. ἀποστασία - ἀπόστασις § 43.
Σάββατο 15 Ιουλίου 2023
Η Αληθινή Όραση: Το Αιώνιο Φως
Όταν μέσα στην "Άπειρη Συνείδηση" ανατέλλει το "ΦΩΣ",
η Ηρεμία, η Γαλήνη κι η Σιγή,
απλώνονται σε ολάκερη την δημιουργία,
δεν υπάρχει "σκέψη" να θολώσει την "όραση",
βλέπεις τα πράγματα όπως είναι...
Ακόμα κι όταν η "σκέψη" δημιουργεί "θύελλες","ανεμοστρόβιλους",
η "όραση" μένει ακλόνητη,
όλα "αυτά" δεν είναι παρά αντικατοπτρισμοί
κι ο κόσμος απλώνεται στον ορίζοντα γαλήνιος,
μέσα στο πρωινό φως...
Αυτή η Αυγή δεν μοιάζει με τις άλλες αυγές
γιατί φέρνει μαζί της την απουσία του χρόνου,
την έλλειψη διάκρισης ανάμεσα στο "εδώ"
και το "εκεί",
σου Αποκαλύπτει την Αιωνιότητα...
Η Θεωρία του Αιώνιου Φωτός
Η Θεωρία του Αιώνιου Φωτός υποστηρίζει ότι μέσα στην Άπειρη Συνείδηση, υπάρχει μια υπερβατική κατάσταση ύπαρξης όπου ένα άτομο αποκτά πρόσβαση σε μια διαχρονική, απεριόριστη επίγνωση. Αυτή η κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός «ΦΩΣ» που καλύπτει τα πάντα, δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον να αντιληφθεί την πραγματικότητα στην πιο αληθινή της μορφή, απαλλαγμένη από τους περιορισμούς της σκέψης, του χώρου και του χρόνου.
Η Άπειρη Συνείδηση
Αυτό αναφέρεται σε μια τεράστια, απεριόριστη επίγνωση που περιλαμβάνει όλες τις πτυχές της ύπαρξης. Είναι η απόλυτη πηγή σοφίας και κατανόησης, και μέσα σε αυτή την κατάσταση ανακαλύπτεται το Αιώνιο Φως.
Το ΦΩΣ
(Είναι το Καθαρό Φως των βουδιστών, το Ανέσπερο Φως των χριστιανών μυστικιστών)
Το ΦΩΣ αντιπροσωπεύει μια φωτισμένη κατάσταση ύπαρξης όπου ένα άτομο μπορεί να αντιληφθεί την αληθινή φύση της πραγματικότητας. Αυτή η κατάσταση χαρακτηρίζεται από μια βαθιά αίσθηση ηρεμίας, γαλήνης και σιωπής, απαλλαγμένη από την αναταραχή των σκέψεων και των συναισθημάτων.
Ο Αντικατροπτισμός
Στο πλαίσιο της Θεωρίας του Αιώνιου Φωτός, ο Αντικατροπτισμός αναφέρεται στην απατηλή φύση της συνηθισμένης πραγματικότητας, η οποία διαμορφώνεται από σκέψεις, συναισθήματα και αντιλήψεις. Ο Αντικατροπτισμός γεννά τις καταιγίδες και τους ανεμοστρόβιλους της ζωής, μια μεταφορά για το χάος που κυριαρχεί συχνά στην καθημερινότητά μας.
Η Αιώνια Αυγή
Η Αιώνια Αυγή είναι η στιγμή που κάποιος αφυπνίζεται στην παρουσία του ΦΩΤΟΣ και ξεπερνά τα όρια του χρόνου, του χώρου και της σκέψης. Σε αυτή την κατάσταση μπορεί κανείς να αντιληφθεί τη διασύνδεση όλων των πραγμάτων και να αποκτήσει μια ματιά στην αιωνιότητα.
Αιωνιότητα
Η αιωνιότητα αναφέρεται σε μια άπειρη, διαχρονική κατάσταση όπου η διάκριση μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος εξαφανίζεται. Στο πλαίσιο της Θεωρίας του Αιώνιου Φωτός, η αιωνιότητα βιώνεται όταν κάποιος είναι πλήρως βυθισμένος στο ΦΩΣ.
Το μονοπάτι προς την αιωνιότητα
Το μονοπάτι προς την εμπειρία του Αιώνιου Φωτός περιλαμβάνει την καλλιέργεια μιας βαθιάς αίσθησης εσωτερικής ακινησίας και επίγνωσης. Με την εξάσκηση της επίγνωσης, του διαλογισμού και άλλων τεχνικών στοχασμού, μπορεί κανείς να επεκτείνει σταδιακά τη συνείδησή του και να αποκτήσει πρόσβαση στην Άπειρη Συνείδηση.
Τα Οφέλη του Αιώνιου Φωτός
Με την επίτευξη μιας κατάστασης ενότητας με το Αιώνιο Φως, τα άτομα μπορούν να αναπτύξουν μια βαθιά αίσθηση ειρήνης, εσωτερικής αρμονίας και διορατικότητα για την αληθινή φύση της πραγματικότητας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο γεμάτη και ουσιαστική ζωή, απαλλαγμένη από το χάος και την ταλαιπωρία που σχετίζεται με τον Αντικατροπτισμό.
Συμπερασματικά, η Θεωρία του Αιώνιου Φωτός υποστηρίζει ότι μια κατάσταση υπερβατικής επίγνωσης είναι προσβάσιμη σε όλους και ότι καλλιεργώντας την εσωτερική ακινησία και διευρύνοντας τη συνείδηση, τα άτομα μπορούν να βιώσουν την αληθινή φύση της πραγματικότητας. Αυτή η κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία του ΦΩΤΟΣ, προσφέρει μια ματιά στην αιωνιότητα και τη διασύνδεση όλων των πραγμάτων, οδηγώντας τελικά σε μια βαθύτερη αίσθηση ειρήνης, αρμονίας και κατανόησης.
η Ηρεμία, η Γαλήνη κι η Σιγή,
απλώνονται σε ολάκερη την δημιουργία,
δεν υπάρχει "σκέψη" να θολώσει την "όραση",
βλέπεις τα πράγματα όπως είναι...
Ακόμα κι όταν η "σκέψη" δημιουργεί "θύελλες","ανεμοστρόβιλους",
η "όραση" μένει ακλόνητη,
όλα "αυτά" δεν είναι παρά αντικατοπτρισμοί
κι ο κόσμος απλώνεται στον ορίζοντα γαλήνιος,
μέσα στο πρωινό φως...
Αυτή η Αυγή δεν μοιάζει με τις άλλες αυγές
γιατί φέρνει μαζί της την απουσία του χρόνου,
την έλλειψη διάκρισης ανάμεσα στο "εδώ"
και το "εκεί",
σου Αποκαλύπτει την Αιωνιότητα...
Η Θεωρία του Αιώνιου Φωτός
Η Θεωρία του Αιώνιου Φωτός υποστηρίζει ότι μέσα στην Άπειρη Συνείδηση, υπάρχει μια υπερβατική κατάσταση ύπαρξης όπου ένα άτομο αποκτά πρόσβαση σε μια διαχρονική, απεριόριστη επίγνωση. Αυτή η κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός «ΦΩΣ» που καλύπτει τα πάντα, δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον να αντιληφθεί την πραγματικότητα στην πιο αληθινή της μορφή, απαλλαγμένη από τους περιορισμούς της σκέψης, του χώρου και του χρόνου.
Η Άπειρη Συνείδηση
Αυτό αναφέρεται σε μια τεράστια, απεριόριστη επίγνωση που περιλαμβάνει όλες τις πτυχές της ύπαρξης. Είναι η απόλυτη πηγή σοφίας και κατανόησης, και μέσα σε αυτή την κατάσταση ανακαλύπτεται το Αιώνιο Φως.
Το ΦΩΣ
(Είναι το Καθαρό Φως των βουδιστών, το Ανέσπερο Φως των χριστιανών μυστικιστών)
Το ΦΩΣ αντιπροσωπεύει μια φωτισμένη κατάσταση ύπαρξης όπου ένα άτομο μπορεί να αντιληφθεί την αληθινή φύση της πραγματικότητας. Αυτή η κατάσταση χαρακτηρίζεται από μια βαθιά αίσθηση ηρεμίας, γαλήνης και σιωπής, απαλλαγμένη από την αναταραχή των σκέψεων και των συναισθημάτων.
Ο Αντικατροπτισμός
Στο πλαίσιο της Θεωρίας του Αιώνιου Φωτός, ο Αντικατροπτισμός αναφέρεται στην απατηλή φύση της συνηθισμένης πραγματικότητας, η οποία διαμορφώνεται από σκέψεις, συναισθήματα και αντιλήψεις. Ο Αντικατροπτισμός γεννά τις καταιγίδες και τους ανεμοστρόβιλους της ζωής, μια μεταφορά για το χάος που κυριαρχεί συχνά στην καθημερινότητά μας.
Η Αιώνια Αυγή
Η Αιώνια Αυγή είναι η στιγμή που κάποιος αφυπνίζεται στην παρουσία του ΦΩΤΟΣ και ξεπερνά τα όρια του χρόνου, του χώρου και της σκέψης. Σε αυτή την κατάσταση μπορεί κανείς να αντιληφθεί τη διασύνδεση όλων των πραγμάτων και να αποκτήσει μια ματιά στην αιωνιότητα.
Αιωνιότητα
Η αιωνιότητα αναφέρεται σε μια άπειρη, διαχρονική κατάσταση όπου η διάκριση μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος εξαφανίζεται. Στο πλαίσιο της Θεωρίας του Αιώνιου Φωτός, η αιωνιότητα βιώνεται όταν κάποιος είναι πλήρως βυθισμένος στο ΦΩΣ.
Το μονοπάτι προς την αιωνιότητα
Το μονοπάτι προς την εμπειρία του Αιώνιου Φωτός περιλαμβάνει την καλλιέργεια μιας βαθιάς αίσθησης εσωτερικής ακινησίας και επίγνωσης. Με την εξάσκηση της επίγνωσης, του διαλογισμού και άλλων τεχνικών στοχασμού, μπορεί κανείς να επεκτείνει σταδιακά τη συνείδησή του και να αποκτήσει πρόσβαση στην Άπειρη Συνείδηση.
Τα Οφέλη του Αιώνιου Φωτός
Με την επίτευξη μιας κατάστασης ενότητας με το Αιώνιο Φως, τα άτομα μπορούν να αναπτύξουν μια βαθιά αίσθηση ειρήνης, εσωτερικής αρμονίας και διορατικότητα για την αληθινή φύση της πραγματικότητας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο γεμάτη και ουσιαστική ζωή, απαλλαγμένη από το χάος και την ταλαιπωρία που σχετίζεται με τον Αντικατροπτισμό.
Συμπερασματικά, η Θεωρία του Αιώνιου Φωτός υποστηρίζει ότι μια κατάσταση υπερβατικής επίγνωσης είναι προσβάσιμη σε όλους και ότι καλλιεργώντας την εσωτερική ακινησία και διευρύνοντας τη συνείδηση, τα άτομα μπορούν να βιώσουν την αληθινή φύση της πραγματικότητας. Αυτή η κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία του ΦΩΤΟΣ, προσφέρει μια ματιά στην αιωνιότητα και τη διασύνδεση όλων των πραγμάτων, οδηγώντας τελικά σε μια βαθύτερη αίσθηση ειρήνης, αρμονίας και κατανόησης.
Μια μέρα όμως γεννιέται το «γιατί»
...κι όλα αρχίζουν.
Ακόμα και η σκέψη, με τον δικό της τρόπο, με πείθει πως αυτός ο κόσμος είναι παράλογος. Η καθαρή λογική, σ' αντίθεση με το παράλογο, ισχυρίστηκε πως το κάθε τι είναι σαφές. Ευχόμουν το δίκιο της αλλά μάταια περίμενα αποδείξεις. Έπειτα από τόσους αιώνες αναζητήσεων και τόσους εκφραστικούς και πειστικούς ανθρώπους, ξέρω πως αυτό είναι λάθος. Σ' αυτό το πεδίο τουλάχιστον, αφού δεν μπορώ να μάθω, δεν υπάρχει ευτυχία.
Η παγκόσμια λογική, πρακτική, ηθική, η αιτιοκρατία, οι θεωρίες που εξηγούν τα πάντα κάνουν τον συνεπή με τον εαυτό του άνθρωπο να γελά. Δεν έχουν καμιά σχέση με το πνεύμα. Αρνούνται να δεχτούν την ουσιαστική του αλήθεια -το ότι είναι δέσμιο. Μέσα σ' αυτό το ανεξήγητο και περιορισμένο σύμπαν, το πεπρωμένο του ανθρώπου παίρνει λοιπόν το νόημά του.
Ένα πλήθος από παραλογισμούς υψώνεται και περικυκλώνει τον άνθρωπο ως το τέλος. Απ' τη στιγμή που θ' αποφασίσει να βλέπει σωστά, διακρίνει κι αισθάνεται το συναίσθημα του παράλογου. Έλεγα πως ο κόσμος είναι παράλογος και προχωρούσα πολύ γρήγορα. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι πως αυτός ο κόσμος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Παράλογο είναι το χάσμα ανάμεσα στο ό,τι δεν δικαιολογείται και στο μάταιο, μα δυνατό πόθο του ανθρώπου για σαφήνεια. Το παράλογο ισχύει και για τον άνθρωπο και για τον κόσμο. Για την ώρα είναι το μόνο που τους συνδέει.
Καμιά φορά, οι μεγάλες πράξεις και οι μεγάλες σκέψεις αρχίζουν κάπως αστεία. Τα μεγάλα έργα γεννιούνται συχνά στη στροφή κάποιου δρόμου ή στο καθάρισμα ενός καφενείου. Έτσι και με το παράλογο. Περισσότερο από κάθε άλλον, ο παράλογος κόσμος έχει τις ρίζες του σ' αυτή την άθλια γέννηση.
Όταν μερικές φορές, σε μια ερώτηση που αφορά στις σκέψεις σου, απαντάς «τίποτε», ίσως να προσποιείσαι. Οι αγαπημένες υπάρξεις το ξέρουν καλά. Αν όμως αυτή η απάντηση είναι ειλικρινής, αν εκφράζει αυτό το μοναδικό ψυχικό συναίσθημα της σιωπηλής ευγλωττίας που σπάζει την αλυσίδα των καθημερινών χειρονομιών ενώ η καρδιά ψάχνει μάταια να βρει τον κρίκο που θα την ξανασυνδέσει, τότε αυτό φαίνεται πως είναι το πρώτο σημάδι του παραλογισμού.
Καμιά φορά τα σκηνικά καταρρέουν. Ξύπνημα, συγκοινωνία, τέσσερις ώρες γραφείο ή εργοστάσιο, γεύμα, συγκοινωνία, τέσσερις ώρες δουλειά, φαγητό, ύπνος και Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο, αυτός ο κύκλος επαναλαμβάνεται εύκολα στον ίδιο ρυθμό τον περισσότερο καιρό. Μια μέρα όμως γεννιέται το «γιατί» κι όλα αρχίζουν σ' αυτή την πληκτική κούραση. «Αρχίζουν», αυτό είναι ενδιαφέρον.
Στο τέλος μια μηχανικής ζωής έρχεται η κούραση, την ίδια όμως στιγμή βάζει σε κίνηση τη συνείδηση. Τη σηκώνει απ' τον ύπνο και προξενεί τη συνέχεια. Η συνέχεια είναι η ασυνείδητη επιστροφή στην αλυσίδα ή η οριστική αφύπνιση. Στο τέλος της αφύπνισης βρίσκεται το αποτέλεσμα που φτάνει με τον καιρό: αυτοκτονία ή αναθεώρηση. Η κούραση κλείνει μέσα της κάτι το αποκαρδιωτικό. Εδώ, είμαι υποχρεωμένος να πω πως είναι καλή. Γιατί με τη συνείδηση αρχίζουν όλα και μονάχα αυτή αξίζει.
Οι παρατηρήσεις αυτές δεν έχουν καμία πρωτοτυπία. Είναι όμως φανερές: κι αυτό φτάνει γιατί μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε καθολικά το παράλογο στις πηγές του. Με το «ενδιαφέρον» αρχίζουν όλα.
Ακόμα και η σκέψη, με τον δικό της τρόπο, με πείθει πως αυτός ο κόσμος είναι παράλογος. Η καθαρή λογική, σ' αντίθεση με το παράλογο, ισχυρίστηκε πως το κάθε τι είναι σαφές. Ευχόμουν το δίκιο της αλλά μάταια περίμενα αποδείξεις. Έπειτα από τόσους αιώνες αναζητήσεων και τόσους εκφραστικούς και πειστικούς ανθρώπους, ξέρω πως αυτό είναι λάθος. Σ' αυτό το πεδίο τουλάχιστον, αφού δεν μπορώ να μάθω, δεν υπάρχει ευτυχία.
Η παγκόσμια λογική, πρακτική, ηθική, η αιτιοκρατία, οι θεωρίες που εξηγούν τα πάντα κάνουν τον συνεπή με τον εαυτό του άνθρωπο να γελά. Δεν έχουν καμιά σχέση με το πνεύμα. Αρνούνται να δεχτούν την ουσιαστική του αλήθεια -το ότι είναι δέσμιο. Μέσα σ' αυτό το ανεξήγητο και περιορισμένο σύμπαν, το πεπρωμένο του ανθρώπου παίρνει λοιπόν το νόημά του.
Ένα πλήθος από παραλογισμούς υψώνεται και περικυκλώνει τον άνθρωπο ως το τέλος. Απ' τη στιγμή που θ' αποφασίσει να βλέπει σωστά, διακρίνει κι αισθάνεται το συναίσθημα του παράλογου. Έλεγα πως ο κόσμος είναι παράλογος και προχωρούσα πολύ γρήγορα. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι πως αυτός ο κόσμος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Παράλογο είναι το χάσμα ανάμεσα στο ό,τι δεν δικαιολογείται και στο μάταιο, μα δυνατό πόθο του ανθρώπου για σαφήνεια. Το παράλογο ισχύει και για τον άνθρωπο και για τον κόσμο. Για την ώρα είναι το μόνο που τους συνδέει.
Καμιά φορά, οι μεγάλες πράξεις και οι μεγάλες σκέψεις αρχίζουν κάπως αστεία. Τα μεγάλα έργα γεννιούνται συχνά στη στροφή κάποιου δρόμου ή στο καθάρισμα ενός καφενείου. Έτσι και με το παράλογο. Περισσότερο από κάθε άλλον, ο παράλογος κόσμος έχει τις ρίζες του σ' αυτή την άθλια γέννηση.
Όταν μερικές φορές, σε μια ερώτηση που αφορά στις σκέψεις σου, απαντάς «τίποτε», ίσως να προσποιείσαι. Οι αγαπημένες υπάρξεις το ξέρουν καλά. Αν όμως αυτή η απάντηση είναι ειλικρινής, αν εκφράζει αυτό το μοναδικό ψυχικό συναίσθημα της σιωπηλής ευγλωττίας που σπάζει την αλυσίδα των καθημερινών χειρονομιών ενώ η καρδιά ψάχνει μάταια να βρει τον κρίκο που θα την ξανασυνδέσει, τότε αυτό φαίνεται πως είναι το πρώτο σημάδι του παραλογισμού.
Καμιά φορά τα σκηνικά καταρρέουν. Ξύπνημα, συγκοινωνία, τέσσερις ώρες γραφείο ή εργοστάσιο, γεύμα, συγκοινωνία, τέσσερις ώρες δουλειά, φαγητό, ύπνος και Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο, αυτός ο κύκλος επαναλαμβάνεται εύκολα στον ίδιο ρυθμό τον περισσότερο καιρό. Μια μέρα όμως γεννιέται το «γιατί» κι όλα αρχίζουν σ' αυτή την πληκτική κούραση. «Αρχίζουν», αυτό είναι ενδιαφέρον.
Στο τέλος μια μηχανικής ζωής έρχεται η κούραση, την ίδια όμως στιγμή βάζει σε κίνηση τη συνείδηση. Τη σηκώνει απ' τον ύπνο και προξενεί τη συνέχεια. Η συνέχεια είναι η ασυνείδητη επιστροφή στην αλυσίδα ή η οριστική αφύπνιση. Στο τέλος της αφύπνισης βρίσκεται το αποτέλεσμα που φτάνει με τον καιρό: αυτοκτονία ή αναθεώρηση. Η κούραση κλείνει μέσα της κάτι το αποκαρδιωτικό. Εδώ, είμαι υποχρεωμένος να πω πως είναι καλή. Γιατί με τη συνείδηση αρχίζουν όλα και μονάχα αυτή αξίζει.
Οι παρατηρήσεις αυτές δεν έχουν καμία πρωτοτυπία. Είναι όμως φανερές: κι αυτό φτάνει γιατί μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε καθολικά το παράλογο στις πηγές του. Με το «ενδιαφέρον» αρχίζουν όλα.
Αλμπέρ Καμύ, Ο μύθος του Σισύφου
Ο έρωτας δεν είναι κάτι που το αφήνεις για την επόμενη μέρα
Ένα αστέρι δε σημαίνει τίποτε μέχρι τη στιγμή που κάποιος θα το πάρει από την αγκαλιά μας. Μπορεί να ακούγεται θλιβερό, αλλά έτσι είναι. Είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς κάθε χάρισμα, κάθε ανθρώπινη παρουσία.
Δεν γνωρίζουμε την αξία των καθημερινών πραγμάτων κι επειδή τα θεωρούμε δεδομένα, αγνοούμε την αληθινή τους αξία.
Έτσι, εφ΄όσον το επιθυμούμε έστω και λίγο, θεωρούμε ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κοιτάξουμε μέσα από εκείνη την πόρτα που κλείνει πίσω μας, ελπίζοντας ότι θα παραμείνει μισάνοιχτη για να μας αφήσει τον χρόνο να δούμε τι κρύβεται στην άλλη μεριά.
Ίσως είναι πολύ αργά, ίσως η οδύνη της απώλειας να μας φέρει δάκρια στα μάτια, δάκρια απαρηγόρητα μπροστά σε ένα τέλος που έρχεται απειλητικά.
Αν σταματήσουμε λίγες στιγμές για να σκεφτούμε, θα καταλάβουμε ότι πολλές φορές αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε την ουσία της ζωής μας, αυτό που πραγματικά μας είναι απαραίτητο.
Εστιάζουμε το πνεύμα μας στην ιδέα μιας μονιμότητας που είναι φανταστική μέσω της οποίας προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε την αδιαφορία που δείχνουμε απέναντι στους άλλους.
Δεν είμαστε όλοι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό με την αιωνιότητα∙ αν κάποιος δεν εκτιμήσει την παρουσία μας, καλύτερα να του χαρίσουμε την απουσία μας.
Έχουμε κουραστεί να επιμένουμε και στο τέλος να μη νιώθουμε την εκτίμηση ως ανταπόδοση όλων εκείνων που προσφέρουμε. Είναι λοιπόν σημαντικό να προσέξουμε και να παρατηρήσουμε κάποια προειδοποιητικά σημάδια.
Η σιωπή λέει περισσότερα από τα λόγια για εκείνον που ξέρει να την ακούει.
Τα προβλήματα δεν προκύπτουν από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά συνοδεύονται από κάποια παιχνίδια σιωπής, θυμούς και διαφωνίες.
Έτσι, αυτές οι συμπεριφορές δεν είναι τίποτε παραπάνω από την πιστή αντανάκλαση εκείνου που είναι κλεισμένο μέσα μας κι έχει ανάγκη να αναπνεύσει.
Είναι δύσκολο να επιλύσουμε τις δυσκολίες από τη στιγμή που προσεγγίζουμε τις συγκρούσεις με έναν τρόπο αδιάφορο, παγωμένο και απόμακρο, από τη στιγμή που δεν έχουμε διάθεση να συζητήσουμε, όταν πιστεύουμε ότι όλα έχουν χαθεί κι αφήνουμε τον έρωτα να αργοπεθαίνει.
Με άλλα λόγια, τα προβλήματα δεν επιλύονται με τρόπο άμεσο. Πρέπει να προσπαθήσουμε να ακούσουμε τα πάντα, ακόμη και τις σιωπές που αγκαλιάζουν τις ιδέες και τις σκέψεις μας.
Η συζήτηση αποσκοπεί να φέρει αντιμέτωπους δύο ανθρώπους μεταξύ τους, αλλιώς δεν έχει λόγο ύπαρξης. Ομοίως, οι σιωπές είναι επίσης απαραίτητες, καθώς έχουν μια απόχρωση μυστηρίου. Πλησιάζουν αργά, ήρεμα, όχι με την έννοια της υποχώρησης των δύο ατόμων, αλλά με σκοπό την ανάλυση των σφαλμάτων και την ανάκτηση της κατανόησης μεταξύ τους.
Οι σιωπές και οι συνομιλίες μας φέρνουν κοντά εάν μπορούμε να τις κατανοήσουμε, εάν πλησιάζουμε ο ένας τον άλλον και αναγνωρίζουμε την αξία τους, τον θυμό, την εχθρικότητα και τα μεμονωμένα στοιχεία που αποτελούν τις σιωπές και τις συνομιλίες.
Από τη στιγμή που οι διαφωνίες μας ενθαρρύνουν να βρούμε και πάλι ο ένας τον άλλον, μπορούμε να επωφεληθούμε από τη χαρά να βλέπουμε να μας πλησιάζουν πρόσωπα που μέχρι πρότινος ήταν μακριά μας, χωρίς να είμαστε υποχρεωμένοι να τους αποχαιρετήσουμε.
Μην πείτε αντίο εάν θέλετε ακόμη να προσπαθήσετε.
Μην πείτε ποτέ αντίο εάν θέλετε να προσπαθήσετε ξανά, μην ομολογήσετε ποτέ ήττα εάν νιώθετε ότι μπορείτε να συνεχίσετε τη μάχη, μην πείτε ποτέ σε κάποιον ότι δεν τον αγαπάτε, εάν δεν μπορείτε να τον αφήσετε να φύγει.
Μην πείτε ποτέ αντίο με αυτόν τον τρόπο, διότι το αντίο σημαίνει απώλεια, εξαφάνιση και η εξαφάνιση σημαίνει λήθη.
Εμείς οι άνθρωποι έχουμε την ενοχλητική τάση να μην εκτιμούμε αρκετά αυτό που έχουμε τη δεδομένη στιγμή και να το εκτιμούμε πολύ αργά.
Από τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε ότι αφήσαμε ένα πολύτιμο κομμάτι της ζωής μας να φύγει, υποφέρουμε.
Αυτό μπορεί να γίνει τη στιγμή που τα πάντα διαλύονται, ακόμη και λίγο αργότερα, αυτό όμως που είναι σίγουρο είναι ότι ο πόνος, αργά ή γρήγορα, θα πλημμυρίσει την ύπαρξή μας.
Αντιλαμβανόμαστε τη σημασία εκείνου που είχαμε όταν πλέον το έχουμε χάσει και δεν ξέρουμε τι χάνουμε μέχρι τη στιγμή που το συνειδητοποιούμε.
Να θυμάστε ότι ο έρωτας είναι γεμάτος μικρά καθημερινά πράγματα, φροντίδες, ασχολίες, θυμούς.
Ο έρωτας είναι να ξυπνάς κάθε μέρα έχοντας στην καρδιά σου την εικόνα ενός ανθρώπου. Έρωτας είναι να τον φροντίζεις, να τον κάνεις ευτυχισμένο, να τον κάνεις να κλαίει και να γελάει από ευτυχία, να του λες γλυκά λόγια και να τον θεωρείς προτεραιότητα. Ο έρωτας δεν είναι κάτι που το αφήνεις για την επόμενη μέρα.
Δεν γνωρίζουμε την αξία των καθημερινών πραγμάτων κι επειδή τα θεωρούμε δεδομένα, αγνοούμε την αληθινή τους αξία.
Έτσι, εφ΄όσον το επιθυμούμε έστω και λίγο, θεωρούμε ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κοιτάξουμε μέσα από εκείνη την πόρτα που κλείνει πίσω μας, ελπίζοντας ότι θα παραμείνει μισάνοιχτη για να μας αφήσει τον χρόνο να δούμε τι κρύβεται στην άλλη μεριά.
Ίσως είναι πολύ αργά, ίσως η οδύνη της απώλειας να μας φέρει δάκρια στα μάτια, δάκρια απαρηγόρητα μπροστά σε ένα τέλος που έρχεται απειλητικά.
Αν σταματήσουμε λίγες στιγμές για να σκεφτούμε, θα καταλάβουμε ότι πολλές φορές αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε την ουσία της ζωής μας, αυτό που πραγματικά μας είναι απαραίτητο.
Εστιάζουμε το πνεύμα μας στην ιδέα μιας μονιμότητας που είναι φανταστική μέσω της οποίας προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε την αδιαφορία που δείχνουμε απέναντι στους άλλους.
Δεν είμαστε όλοι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό με την αιωνιότητα∙ αν κάποιος δεν εκτιμήσει την παρουσία μας, καλύτερα να του χαρίσουμε την απουσία μας.
Έχουμε κουραστεί να επιμένουμε και στο τέλος να μη νιώθουμε την εκτίμηση ως ανταπόδοση όλων εκείνων που προσφέρουμε. Είναι λοιπόν σημαντικό να προσέξουμε και να παρατηρήσουμε κάποια προειδοποιητικά σημάδια.
Η σιωπή λέει περισσότερα από τα λόγια για εκείνον που ξέρει να την ακούει.
Τα προβλήματα δεν προκύπτουν από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά συνοδεύονται από κάποια παιχνίδια σιωπής, θυμούς και διαφωνίες.
Έτσι, αυτές οι συμπεριφορές δεν είναι τίποτε παραπάνω από την πιστή αντανάκλαση εκείνου που είναι κλεισμένο μέσα μας κι έχει ανάγκη να αναπνεύσει.
Είναι δύσκολο να επιλύσουμε τις δυσκολίες από τη στιγμή που προσεγγίζουμε τις συγκρούσεις με έναν τρόπο αδιάφορο, παγωμένο και απόμακρο, από τη στιγμή που δεν έχουμε διάθεση να συζητήσουμε, όταν πιστεύουμε ότι όλα έχουν χαθεί κι αφήνουμε τον έρωτα να αργοπεθαίνει.
Με άλλα λόγια, τα προβλήματα δεν επιλύονται με τρόπο άμεσο. Πρέπει να προσπαθήσουμε να ακούσουμε τα πάντα, ακόμη και τις σιωπές που αγκαλιάζουν τις ιδέες και τις σκέψεις μας.
Η συζήτηση αποσκοπεί να φέρει αντιμέτωπους δύο ανθρώπους μεταξύ τους, αλλιώς δεν έχει λόγο ύπαρξης. Ομοίως, οι σιωπές είναι επίσης απαραίτητες, καθώς έχουν μια απόχρωση μυστηρίου. Πλησιάζουν αργά, ήρεμα, όχι με την έννοια της υποχώρησης των δύο ατόμων, αλλά με σκοπό την ανάλυση των σφαλμάτων και την ανάκτηση της κατανόησης μεταξύ τους.
Οι σιωπές και οι συνομιλίες μας φέρνουν κοντά εάν μπορούμε να τις κατανοήσουμε, εάν πλησιάζουμε ο ένας τον άλλον και αναγνωρίζουμε την αξία τους, τον θυμό, την εχθρικότητα και τα μεμονωμένα στοιχεία που αποτελούν τις σιωπές και τις συνομιλίες.
Από τη στιγμή που οι διαφωνίες μας ενθαρρύνουν να βρούμε και πάλι ο ένας τον άλλον, μπορούμε να επωφεληθούμε από τη χαρά να βλέπουμε να μας πλησιάζουν πρόσωπα που μέχρι πρότινος ήταν μακριά μας, χωρίς να είμαστε υποχρεωμένοι να τους αποχαιρετήσουμε.
Μην πείτε αντίο εάν θέλετε ακόμη να προσπαθήσετε.
Μην πείτε ποτέ αντίο εάν θέλετε να προσπαθήσετε ξανά, μην ομολογήσετε ποτέ ήττα εάν νιώθετε ότι μπορείτε να συνεχίσετε τη μάχη, μην πείτε ποτέ σε κάποιον ότι δεν τον αγαπάτε, εάν δεν μπορείτε να τον αφήσετε να φύγει.
Μην πείτε ποτέ αντίο με αυτόν τον τρόπο, διότι το αντίο σημαίνει απώλεια, εξαφάνιση και η εξαφάνιση σημαίνει λήθη.
Εμείς οι άνθρωποι έχουμε την ενοχλητική τάση να μην εκτιμούμε αρκετά αυτό που έχουμε τη δεδομένη στιγμή και να το εκτιμούμε πολύ αργά.
Από τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε ότι αφήσαμε ένα πολύτιμο κομμάτι της ζωής μας να φύγει, υποφέρουμε.
Αυτό μπορεί να γίνει τη στιγμή που τα πάντα διαλύονται, ακόμη και λίγο αργότερα, αυτό όμως που είναι σίγουρο είναι ότι ο πόνος, αργά ή γρήγορα, θα πλημμυρίσει την ύπαρξή μας.
Αντιλαμβανόμαστε τη σημασία εκείνου που είχαμε όταν πλέον το έχουμε χάσει και δεν ξέρουμε τι χάνουμε μέχρι τη στιγμή που το συνειδητοποιούμε.
Να θυμάστε ότι ο έρωτας είναι γεμάτος μικρά καθημερινά πράγματα, φροντίδες, ασχολίες, θυμούς.
Ο έρωτας είναι να ξυπνάς κάθε μέρα έχοντας στην καρδιά σου την εικόνα ενός ανθρώπου. Έρωτας είναι να τον φροντίζεις, να τον κάνεις ευτυχισμένο, να τον κάνεις να κλαίει και να γελάει από ευτυχία, να του λες γλυκά λόγια και να τον θεωρείς προτεραιότητα. Ο έρωτας δεν είναι κάτι που το αφήνεις για την επόμενη μέρα.
Κάποιοι πρέπει να φύγουν από την ζωή μου, για να μπορεί η καρδιά μου να ανασάνει
Πόση προσπάθεια μπορείς να προσποιείσαι ότι η αγάπη δεν ήταν αυτό που ήθελες;
Πόσο να προσποιείσαι ακόμη;
Πόση ψυχή πρέπει να βγάλεις, πόσα όχι πρέπει να πεις;
Σε τι θέση πρέπει να βρεθείς για να πεις ένα αντίο που με τίποτα δεν θέλεις;
Κι όμως κάποια πράγματα στην ζωή είναι ένας σταθμός.
Πρέπει να συνέλθω, να σηκώσω το κεφάλι και να συνεχίσω το ταξίδι μου. Γιατί ελευθερία είναι να κάνεις αυτό που φοβάσαι.
Κι εγώ θέλω να είμαι ελεύθερος, δεν θέλω να πνίγομαι.
Κι έφτασε η στιγμή να πω το μεγαλύτερο μου ΟΧΙ. Γιατί με πνίγεται και δεν θέλω. Γιατί το να σ’ αγαπούνε κτητικά είναι σαν να σ’ έχουν κλεισμένο σε ένα κουτάκι και σε παίρνουν όποτε θέλουν και μπορούν.
Όχι λοιπόν στα μεγάλα λόγια, όχι στην λατρεία που αποσκοπεί στην σκλαβιά των συναισθημάτων. Δεν είμαι καλά και μην με ρωτάτε συνέχεια γιατί. Γιατί κάτι με πνίγει και προσπαθώ με νύχια και με δόντια να το συντρίψω. Να το εντάξω θέλω στα ανύπαρκτά μου.
Δεν θέλω να το έχω βάρος στην ζωή μου, στην ψυχή μου. Γιατί η καρδιά μου ουρλιάζει, δεν θέλει να πληγώσει κανέναν. Και πληγώνω εμένα. Κλέβω χαμόγελα από ανθρώπους που λάμπουν για να μην σωριαστώ στα σκοτάδια μου.
Κι όλα αυτά που διώχνω από μέσα μου με κατασπαράζουν. Άλλαξα, γιατί ωρίμασε μέσα μου η αλήθεια. Μερικοί έχουν κλειστά τα αυτιά τους, τα μάτια τους και δεν ακούνε. Δεν ακούνε το όχι μου.
Όταν πονάς και ο πόνος δεν αντέχεται, είναι η στιγμή που πρέπει να φύγεις. Και μην νομίσεις ότι δεν είσαι δυνατός, γιατί φεύγεις. Χρειάζεται πολύ δύναμη για να αφήσεις κάτι που αγάπησες πολύ. Χρειάζεται όλη την δύναμη της ψυχής σου.
Αλλά η ψυχή μου μου φωνάζει και μου λέει, ”όχι”. Όχι στην κλαψουριά, όχι στην μιζέρια, όχι στα μπερδεμένα συναισθήματα που σε πληγώνουν . Και σκέφτομαι ότι κάποιοι πρέπει να φύγουν από την ζωή μου, για να μπορεί η καρδιά μου να ανασάνει.
Πόσο να προσποιείσαι ακόμη;
Πόση ψυχή πρέπει να βγάλεις, πόσα όχι πρέπει να πεις;
Σε τι θέση πρέπει να βρεθείς για να πεις ένα αντίο που με τίποτα δεν θέλεις;
Κι όμως κάποια πράγματα στην ζωή είναι ένας σταθμός.
Πρέπει να συνέλθω, να σηκώσω το κεφάλι και να συνεχίσω το ταξίδι μου. Γιατί ελευθερία είναι να κάνεις αυτό που φοβάσαι.
Κι εγώ θέλω να είμαι ελεύθερος, δεν θέλω να πνίγομαι.
Κι έφτασε η στιγμή να πω το μεγαλύτερο μου ΟΧΙ. Γιατί με πνίγεται και δεν θέλω. Γιατί το να σ’ αγαπούνε κτητικά είναι σαν να σ’ έχουν κλεισμένο σε ένα κουτάκι και σε παίρνουν όποτε θέλουν και μπορούν.
Όχι λοιπόν στα μεγάλα λόγια, όχι στην λατρεία που αποσκοπεί στην σκλαβιά των συναισθημάτων. Δεν είμαι καλά και μην με ρωτάτε συνέχεια γιατί. Γιατί κάτι με πνίγει και προσπαθώ με νύχια και με δόντια να το συντρίψω. Να το εντάξω θέλω στα ανύπαρκτά μου.
Δεν θέλω να το έχω βάρος στην ζωή μου, στην ψυχή μου. Γιατί η καρδιά μου ουρλιάζει, δεν θέλει να πληγώσει κανέναν. Και πληγώνω εμένα. Κλέβω χαμόγελα από ανθρώπους που λάμπουν για να μην σωριαστώ στα σκοτάδια μου.
Κι όλα αυτά που διώχνω από μέσα μου με κατασπαράζουν. Άλλαξα, γιατί ωρίμασε μέσα μου η αλήθεια. Μερικοί έχουν κλειστά τα αυτιά τους, τα μάτια τους και δεν ακούνε. Δεν ακούνε το όχι μου.
Όταν πονάς και ο πόνος δεν αντέχεται, είναι η στιγμή που πρέπει να φύγεις. Και μην νομίσεις ότι δεν είσαι δυνατός, γιατί φεύγεις. Χρειάζεται πολύ δύναμη για να αφήσεις κάτι που αγάπησες πολύ. Χρειάζεται όλη την δύναμη της ψυχής σου.
Αλλά η ψυχή μου μου φωνάζει και μου λέει, ”όχι”. Όχι στην κλαψουριά, όχι στην μιζέρια, όχι στα μπερδεμένα συναισθήματα που σε πληγώνουν . Και σκέφτομαι ότι κάποιοι πρέπει να φύγουν από την ζωή μου, για να μπορεί η καρδιά μου να ανασάνει.
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ
Ο Πλούταρχος (περ. 46-119 μ.Χ.) γεννήθηκε στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας. Υπήρξε σημαντικός ιστορικός, βιογράφος και φιλόσοφος. Το έργο του είχε μεγάλη απήχηση και συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη του δοκιμίου, της βιογραφίας και της ιστοριογραφίας στην Ευρώπη, τους μεταγενέστερους αιώνες.
Ο Πλούταρχος ήταν γιος του Αριστόβουλου, βιογράφου και φιλοσόφου. Από το 66 ως το 67 μ.Χ. σπούδασε μαθηματικά και φιλοσοφία στην Αθήνα, με δάσκαλο το φιλόσοφο Αμμώνιο. Αργότερα, ανέλαβε δημόσια καθήκοντα που τον οδήγησαν πολλές φορές στη Ρώμη. Εκεί έδωσε διαλέξεις πάνω σε ζητήματα της φιλοσοφία, έκανε πολλούς φίλους και είναι πιθανό να γνώρισε τους αυτοκράτορες Τραϊανό και Αδριανό. Μια δελφική επιγραφή αποκαλύπτει πως ο Πλούταρχος είχε τη ρωμαϊκή υπηκοότητα. Ταξίδεψε πολύ, στη Σπάρτη, την Κόρινθο, την Πάτρα, τις Σάρδεις, την Αλεξάνδρεια, αλλά εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Χαιρώνεια, όπου απόκτησε δημόσια αξιώματα και διηύθυνε μια σχολή, στην οποία δίδασκε φιλοσοφία και, ιδιαίτερα, ηθική. Είχε στενούς δεσμούς με την Ακαδημία της Αθήνας και τους Δελφούς και είναι γνωστό πως διατήρησε σε όλη του τη ζωή το ιερατικό αξίωμα. Η σύζυγός του ονομαζόταν Τιμοξένα. Από τα γραπτά του γνωρίζουμε πως είχε μια κόρη, που πέθανε σε νηπιακή ηλικία, και τέσσερις γιους, από τους οποίους οι δύο τουλάχιστον ενηλικιώθηκαν.
Ανάμεσα στα 227 περίπου έργα του, που αναγράφονται στον κατάλογο του Λαμπρία, τα γνωστότερα είναι οι Παράλληλοι Βίοι και τα Ηθικά ή Moralia. Στους παράλληλους Βίους ο Πλούταρχος αφηγείται τις γενναίες πράξεις και περιγράφει τους χαρακτήρες Ελλήνων και Ρωμαίων στρατιωτικών, νομοθετών, ρητόρων και πολιτικών. Τα Ηθικά είναι μια σειρά περισσότερων από εξήντα δοκιμίων πάνω σε θέματα ηθικά, θρησκευτικά, φυσικά, πολιτικά και φιλολογικά. Ο Πλούταρχος έγινε δημοφιλής, επειδή πραγματευόταν συγκεκριμένα ανθρώπινα προβλήματα. Η φιλοσοφία του ήταν εκλεκτική, καθώς συγκέντρωνε δάνεια στοιχεία από τους Στωικούς, τους Πυθαγόρειους, τους Περιπατητικούς, γύρω από έναν Πλατωνικό πυρήνα.
Η επίδραση που άσκησε ο Πλούταρχος στα κατοπινά χρόνια υπήρξε βαθιά και σπουδαία. Οι Βίοι του ενέπνευσαν το ρήτορα Αριστείδη και τον ιστορικό Αρριανό, ενώ ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος γνώριζε και διάβαζε το έργο του. Η φήμη του Πλουτάρχου απλώθηκε στη Λατινική Δύση, ενώ συνέχισε να επηρεάζει τους φιλοσόφους και λογίους της Ελληνικής Ανατολής, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Πρόκλος, ο Πορφύριος και ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, καθώς και τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, τον Κλήμη της Αλεξάνδρειας και το Μεγάλο Βασίλειο. Τον 9ο αιώνα γνωρίζουμε πως ο Βυζαντινός πατριάρχης Φώτιος διάβαζε τους Βίους μαζί με τους φίλους του.
Τα έργα του Πλουτάρχου έγιναν γνωστά το 15ο αιώνα στην Ιταλία από τους Έλληνες λογίους που εγκαταστάθηκαν εκεί. Σύντομα οι Ιταλοί ουμανιστές τα μετέφρασαν στα λατινικά και τα ιταλικά και η εικόνα που έδωσε ο Πλούταρχος για τον “υψηλής αρετής και ηρωικής ηθικής άνθρωπο της αρχαιότητας” έγινε το ουμανιστικό ιδεώδες στην περίοδο της Αναγέννησης. Από την Ιταλία το έργο του συγγραφέα έφτασε και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τους αιώνες που ακολούθησαν, οι Γάλλοι Francois Rabelais και Michel de Montaigne, οι Άγγλοι Sir Thomas North, William Shakespeare και Francis Bacon, οι Γερμανοί Johann von Goethe και Friedrich von Schiller, είχαν διαβάσει τον Πλούταρχο και η επίδρασή του είναι εμφανής στα έργα τους. Το 19ο αιώνα η απήχηση του αρχαίου συγγραφέα άρχισε να εξασθενεί, γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επικράτηση του ρεύματος του Ρομαντισμού.
Σήμερα η επικαιροποίηση των μηνυμάτων από πολλά του έργα θεωρείται άκρως επιβεβλημένη.
Ο Πλούταρχος ήταν γιος του Αριστόβουλου, βιογράφου και φιλοσόφου. Από το 66 ως το 67 μ.Χ. σπούδασε μαθηματικά και φιλοσοφία στην Αθήνα, με δάσκαλο το φιλόσοφο Αμμώνιο. Αργότερα, ανέλαβε δημόσια καθήκοντα που τον οδήγησαν πολλές φορές στη Ρώμη. Εκεί έδωσε διαλέξεις πάνω σε ζητήματα της φιλοσοφία, έκανε πολλούς φίλους και είναι πιθανό να γνώρισε τους αυτοκράτορες Τραϊανό και Αδριανό. Μια δελφική επιγραφή αποκαλύπτει πως ο Πλούταρχος είχε τη ρωμαϊκή υπηκοότητα. Ταξίδεψε πολύ, στη Σπάρτη, την Κόρινθο, την Πάτρα, τις Σάρδεις, την Αλεξάνδρεια, αλλά εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Χαιρώνεια, όπου απόκτησε δημόσια αξιώματα και διηύθυνε μια σχολή, στην οποία δίδασκε φιλοσοφία και, ιδιαίτερα, ηθική. Είχε στενούς δεσμούς με την Ακαδημία της Αθήνας και τους Δελφούς και είναι γνωστό πως διατήρησε σε όλη του τη ζωή το ιερατικό αξίωμα. Η σύζυγός του ονομαζόταν Τιμοξένα. Από τα γραπτά του γνωρίζουμε πως είχε μια κόρη, που πέθανε σε νηπιακή ηλικία, και τέσσερις γιους, από τους οποίους οι δύο τουλάχιστον ενηλικιώθηκαν.
Ανάμεσα στα 227 περίπου έργα του, που αναγράφονται στον κατάλογο του Λαμπρία, τα γνωστότερα είναι οι Παράλληλοι Βίοι και τα Ηθικά ή Moralia. Στους παράλληλους Βίους ο Πλούταρχος αφηγείται τις γενναίες πράξεις και περιγράφει τους χαρακτήρες Ελλήνων και Ρωμαίων στρατιωτικών, νομοθετών, ρητόρων και πολιτικών. Τα Ηθικά είναι μια σειρά περισσότερων από εξήντα δοκιμίων πάνω σε θέματα ηθικά, θρησκευτικά, φυσικά, πολιτικά και φιλολογικά. Ο Πλούταρχος έγινε δημοφιλής, επειδή πραγματευόταν συγκεκριμένα ανθρώπινα προβλήματα. Η φιλοσοφία του ήταν εκλεκτική, καθώς συγκέντρωνε δάνεια στοιχεία από τους Στωικούς, τους Πυθαγόρειους, τους Περιπατητικούς, γύρω από έναν Πλατωνικό πυρήνα.
Η επίδραση που άσκησε ο Πλούταρχος στα κατοπινά χρόνια υπήρξε βαθιά και σπουδαία. Οι Βίοι του ενέπνευσαν το ρήτορα Αριστείδη και τον ιστορικό Αρριανό, ενώ ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος γνώριζε και διάβαζε το έργο του. Η φήμη του Πλουτάρχου απλώθηκε στη Λατινική Δύση, ενώ συνέχισε να επηρεάζει τους φιλοσόφους και λογίους της Ελληνικής Ανατολής, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Πρόκλος, ο Πορφύριος και ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, καθώς και τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, τον Κλήμη της Αλεξάνδρειας και το Μεγάλο Βασίλειο. Τον 9ο αιώνα γνωρίζουμε πως ο Βυζαντινός πατριάρχης Φώτιος διάβαζε τους Βίους μαζί με τους φίλους του.
Τα έργα του Πλουτάρχου έγιναν γνωστά το 15ο αιώνα στην Ιταλία από τους Έλληνες λογίους που εγκαταστάθηκαν εκεί. Σύντομα οι Ιταλοί ουμανιστές τα μετέφρασαν στα λατινικά και τα ιταλικά και η εικόνα που έδωσε ο Πλούταρχος για τον “υψηλής αρετής και ηρωικής ηθικής άνθρωπο της αρχαιότητας” έγινε το ουμανιστικό ιδεώδες στην περίοδο της Αναγέννησης. Από την Ιταλία το έργο του συγγραφέα έφτασε και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τους αιώνες που ακολούθησαν, οι Γάλλοι Francois Rabelais και Michel de Montaigne, οι Άγγλοι Sir Thomas North, William Shakespeare και Francis Bacon, οι Γερμανοί Johann von Goethe και Friedrich von Schiller, είχαν διαβάσει τον Πλούταρχο και η επίδρασή του είναι εμφανής στα έργα τους. Το 19ο αιώνα η απήχηση του αρχαίου συγγραφέα άρχισε να εξασθενεί, γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επικράτηση του ρεύματος του Ρομαντισμού.
Σήμερα η επικαιροποίηση των μηνυμάτων από πολλά του έργα θεωρείται άκρως επιβεβλημένη.
Μάλλον έκανε πολλά λάθη ο έρωτας
Ένας παλιός γνωστός μύθος λέει ότι όλα τα βιώματα και τα συναισθήματα του ανθρώπου μαζεύονταν συχνά σ’ένα πυκνό, μαγικό δάσος για να παίξουν. Εκεί το μίσος, η ελπίδα, η ζήλια, ο έρωτας και ο φόβος έτρεχαν πέρα-δώθε γελώντας χωρίς σταματημό, και ξοπίσω τους τρέχανε η μνησικακία, η τρέλα, η προδοσία, η χαρά και η περιέργεια.
Λέγεται ότι μια μέρα που έπαιζαν κρυφτό, η τρέλα έψαχνε τον έρωτα, που είχε κρυφτεί πίσω από μια φυλλωσιά. Η προδοσία πήγε κοντά της, της έδειξε μια μυτερή τρίαινα και της πρότεινε ν’ αρχίσει να την καρφώνει μέσα στη φυλλωσιά για να τον ξετρυπώσει. Η τρέλα, χωρίς να υπολογίσει το κακό που μπορεί να προκαλούσε η πράξη της, την άκουσε κι άρχισε να καρφώνει την τρίαινα μέσα στα φύλλα. Από τότε, λέει ο μύθος, ο έρωτας έμεινε τυφλός, και η τρέλα, γεμάτη ενοχές, αποφάσισε να γίνει οδηγός στα βήματά του.
Μετά από τόσο καιρό που πήγαιναν δίπλα δίπλα ο έρωτας με την τρέλα, κατέληξαν να γίνουν ζευγάρι και να ζουν όμορφα. Λίγα πράγματα όμως κρατάνε για πάντα, κι έτσι έφτασε η στιγμή που ο έρωτας, κουρασμένος από το παραλήρημα, την ακαταστασία και την αβεβαιότητα, παράτησε την τρέλα που τον οδηγούσε κι αποφάσισε να παντρευτεί τη λογική.
Δεν ήταν λάθος η απόφαση του έρωτα, γιατί με οδηγό τη λογική εξανεμίστηκαν οι κίνδυνοι και οι ανασφάλειες.
Τίποτα όμως δεν είναι τέλειο. Αφού πέρασε λίγος καιρός, ο έρωτας συνειδητοποίησε ότι χάρη στην ασφάλεια είχε μεν την ηρεμία του, πλην όμως έπληττε αφόρητα.
Μετά από τόσο καιρό που πήγαιναν δίπλα δίπλα ο έρωτας με την τρέλα, κατέληξαν να γίνουν ζευγάρι και να ζουν όμορφα. Λίγα πράγματα όμως κρατάνε για πάντα, κι έτσι έφτασε η στιγμή που ο έρωτας, κουρασμένος από το παραλήρημα, την ακαταστασία και την αβεβαιότητα, παράτησε την τρέλα που τον οδηγούσε κι αποφάσισε να παντρευτεί τη λογική.
Δεν ήταν λάθος η απόφαση του έρωτα, γιατί με οδηγό τη λογική εξανεμίστηκαν οι κίνδυνοι και οι ανασφάλειες.
Τίποτα όμως δεν είναι τέλειο. Αφού πέρασε λίγος καιρός, ο έρωτας συνειδητοποίησε ότι χάρη στην ασφάλεια είχε μεν την ηρεμία του, πλην όμως έπληττε αφόρητα.
Αφού το σκέφτηκε πολύ και συμβουλεύτηκε τη φίλη του, τη φαντασία, ο έρωτας πήρε μια απόφαση – ή μάλλον δύο: Θα έμενε παντρεμένος με τη λογική, αλλά πότε πότε θα επέτρεπε στον εαυτό του να ξαναβλέπει την παλιά αγαπημένη σύντροφο, ν’ αφήνεται να τον παρασύρει και, για λίγο, να χάνεται μέσα στην τρέλα. Μετά, μπορούσε να επιστρέφει ανανεωμένος στην ασφαλή αγκαλιά της λογικής.
Ο πιο δυνατός απ’ όλους
Ένας βασιλιάς μιλούσε με έναν σοφό:
– Τι είναι το φως του ανθρώπου;
– Ο ήλιος, βασιλιά μου, απάντησε ο σοφός.
– Μετά τη δύση του ηλίου, τι είναι το φως για τον άνθρωπο;
– Το φεγγάρι.
– Όταν δύει ο ήλιος και σβήνει το φεγγάρι, τότε;
– Τότε η φλόγα είναι το φως.
– Όταν δύει ο ήλιος, και σβήνει το φεγγάρι και η φλόγα, τότε τι είναι το φως;
– Η ομιλία. Ο άνθρωπος, πάει εκεί που ακούγεται φωνή, αν και εκεί δεν μπορεί να δει ούτε το δικό του χέρι.
– Όταν όμως έχει βασιλέψει ο ήλιος, έχει σβήσει το φεγγάρι και η φλόγα, έχει σταματήσει η ομιλία, τότε τι αποτελεί φως για τον άνθρωπο; Τι έχει μείνει για τον άνθρωπο μέσα σε απόλυτο σκοτάδι και απόλυτη σιγή, όταν μένει με τον εαυτό του;
– Τότε το μοναδικό στήριγμα-φως και πηγή ζωής για τον άνθρωπο είναι η εσωτερική δύναμη, η ικανότητα να μη φοβάται τη μοναξιά. Ο πιο δυνατός απ’ όλους είναι εκείνος που αγαπάει τη μοναχικότητα.
– Τι είναι το φως του ανθρώπου;
– Ο ήλιος, βασιλιά μου, απάντησε ο σοφός.
– Μετά τη δύση του ηλίου, τι είναι το φως για τον άνθρωπο;
– Το φεγγάρι.
– Όταν δύει ο ήλιος και σβήνει το φεγγάρι, τότε;
– Τότε η φλόγα είναι το φως.
– Όταν δύει ο ήλιος, και σβήνει το φεγγάρι και η φλόγα, τότε τι είναι το φως;
– Η ομιλία. Ο άνθρωπος, πάει εκεί που ακούγεται φωνή, αν και εκεί δεν μπορεί να δει ούτε το δικό του χέρι.
– Όταν όμως έχει βασιλέψει ο ήλιος, έχει σβήσει το φεγγάρι και η φλόγα, έχει σταματήσει η ομιλία, τότε τι αποτελεί φως για τον άνθρωπο; Τι έχει μείνει για τον άνθρωπο μέσα σε απόλυτο σκοτάδι και απόλυτη σιγή, όταν μένει με τον εαυτό του;
– Τότε το μοναδικό στήριγμα-φως και πηγή ζωής για τον άνθρωπο είναι η εσωτερική δύναμη, η ικανότητα να μη φοβάται τη μοναξιά. Ο πιο δυνατός απ’ όλους είναι εκείνος που αγαπάει τη μοναχικότητα.
Η μαύρη θέλξις στη Μήδεια
Σε μια Θεογονία σαν του Ησιόδου, οι πρώιμοι αιώνες των επών θα τραγουδούσαν την ομορφιά των αστραγάλων της (ἐύσφυρον, 961).
«ή πώς η Ωκεανίδα Ιδυία την εγέννησε όταν δαμάστηκε απ’ την Αφροδίτη· πώς κράταγε η κόρη απ’ τη γενιά του Ήλιου, φύτρα του Αιήτη, βασιλιά των Κόλχων· κόρη γενιάς που έβγαζε φαρμακίδες, όπως την ωριοπλέξουδη Κίρκη της Οδύσσειας (ἐϋπλόκαμος, κ 136) ή την ξανθή Αγαμήδη της Ιλιάδας που ήξερε τόσα φάρμακα όσα βλασταίνει η γη η πλατιά (ἣ τόσα φάρμακα ᾔδη ὅσα τρέφει εὐρεῖα χθών, Λ 741).»
Τα έπη τα υστερότερα θα ‘ξεραν τις λάμψεις στα χαμηλωμένα της βλέφαρα, όταν κλεφτά κοιτούσε τον Ιάσονα, μοιραία ερωτοχτυπημένη, όπως –ας πούμε– την κατέγραψαν τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου απ’ τη Ρόδο (βάλλεν ὑπ᾽ Αἰσονίδην ἀμαρύγματα, Γ 288).
Αυτά, με τον έρωτα πάντα στο βάθος και με κάθε λογής ασύλληπτη φαρμακεία στο προσκήνιο.
Όμως το συλλογικό φαντασιακό της κλασσικής αρχαιότητας άδραξε στην περίπτωσή της ευκαιρία. Τόσο χρυσή, όσο ήταν και το δέρας που οι Αργοναύτες άρπαξαν με τα μυθικά της μάγια. Τόσο χρυσή, όσο υπήρξε στην ιστορική του εξέλιξη κι ο 5ος π.κ.ε. αιώνας. Η έγνοια του δεν έπεσε απλά σε μια περίπτωση φαρμακίδος –για την ακρίβεια, της φαρμακίδος της κατ’ εξοχήν. Το ομόηχο του ονόματός της προσαρμοζόταν βολικά στο φρύδι της επικράτειας των Μήδων· στα παρευξείνια εκείνα άκρα που ήτανε πιο “βαρβαρικά” ακόμη κι απ’ τη χώρα των “βαρβάρων”.
Κι έγινε τότε η φαρμακίς το απόλυτο Άλλο. Έγινε η Μήδεια του Ευριπίδη. Έκτοτε –όπως παρατηρεί η σύγχρονη έρευνα– και στην αγγειογραφία θα την εικόνιζαν ντυμένη με τα σύμβολα της πιο απόμακρης Ανατολής. Ο Ευριπίδης δούλεψε με συνέπεια προς αυτή την κατεύθυνση. Την είπε:
“άγριο τύπο και φύση αποτρόπαιη/ ακόλαστου νου” (ἄγριον ἦθος στυγεράν τε φύσιν/ φρενὸς αὐθάδους, Μήδεια 108-9)· “έρημη κι άπολιν…/ κούρσεμα γης βαρβαρικής” (ἔρημος ἄπολις…./ ἐκ γῆς βαρβάρου λελῃσμένη, 255-56).
Απ’ την αρχή του έργου, την έπλασε μόνο από σάρκα κι αισθήσεις, σ’ ένδεια σύνεσης και σωφροσύνης, χωρίς τους τρόπους τους λεπτούς του πνεύματος του ελληνικού· ένα κορμί που χαμοκείτεται, παραδομένο στις ηδονές του άλγους (σῶμ΄ ὑφεῖσ΄ ἀλγηδόσι, στ. 24)· βουλιαγμένο στο βάρος φρενός αράθυμης (βαρεῖα γὰρ φρήν, στ. 38).
Για την προδοτική απιστία του Ιάσονα στην Κόρινθο, η Μήδεια μισεί τα παιδιά της κι ούτε η όψη τους της δίνει χαρά (στυγεῖ δὲ παῖδας οὐδ΄ ὁρῶσ΄ εὐφραίνεται, στ. 36)· στυλώνει πάνω τους το μάτι σαν ταύρος που μελετάει το κακό (ἤδη γὰρ εἶδον ὄμμα νιν ταυρουμένην/ τοῖσδ΄͵ ὥς τι δρασείουσαν, στ. 92-3). Δίνει σημάδια τρομερά, που σταθερά αντηχούνε από παρασκηνιακό βάθος απροσδιόριστο. Βοά και καταριέται με τη χασμωδική φωνητική της οιμωγής, με τονικότητα γλωσσολαλιάς, με τους επαναλαμβανόμενους ρυθμούς φυλετικού κυμβάλου: “ἰώ μοί μοι”, “αἰαῖ”, “ἰώ μοί μοι͵ ἰὼ τλήμων”.
Το χειρότερο απ’ όλα. Η Μήδεια της τραγωδίας δεν είναι τρελή. Εκπονεί με ακρίβεια σχέδιο λεπτομερές. Ασύλληπτες οι τεχνουργίες της. Το δώρο το γαμήλιο στην αντίζηλο, “ποικίλοι” –το επίθετο δηλώνει τον δόλο– πέπλοι και χρυσό στεφάνι (στ. 1159), έχουνε ποτιστεί από φάρμακα θανάσιμα που λειώνουνε τη δροσερή ζωή της Γλαύκης. Και το μαχαίρι της, σαν άλλο δώρο γάμου στον Ιάσονα, εξολοθρεύει τα παιδιά του και παιδιά της.
Με τη γνωστή του τάση για μελοδραματισμό, ο Ευριπίδης έβαλε τη Μήδειά του, στο δεύτερο μέρος του έργου, να κλαψουρίζει για τον φόνο των παιδιών: λύση σκληρή, μα δήθεν αναπόφευκτη, προορισμένη να λυτρώσει από τα ονείδη της ατίμωσης· οικογενειακής, και όμοια και πολιτικής· απ’ τη ντροπή μιας στέρησης δικαιωμάτων. Λες και φοβήθηκε ο ποιητής το βάθος της εκδίκησης της Μήδειας και πάσχισε να κουμαντάρει κάπως την κατάσταση· σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ισορροπήσει τα μελανά τα χρώματα της απατημένης φαρμακίδος με κάτι απ’ την τρυφερότητα της έγνοιας της μητέρας.
“Βάρβαρη” την χρωμάτισε, μα με μιζέρια φθόνησε το πάθος του ερωτισμού της.
Αυτό το είχε δώσει αφειδώς ο Σοφοκλής σε τραγωδία που πραγματευόταν τον δόλο της Μήδειας εις βάρος του Πελία. Ο μύθος έλεγε ότι, όταν επέστρεψαν οι Αργοναύτες από την αποστολή τους στην Κολχίδα, φέρνοντας μαζί τους το πολυπόθητο δέρας, ο Ιάσονας θέλησε να εκδικηθεί τον βασιλιά της Ιωλκού. Κι έτσι, η Μήδεια, ενεργώντας για λογαριασμό του, έπεισε τις αφελείς κόρες του Πελία να ακολουθήσουν τις συμβουλές της για να επαναφέρουν τη νεότητα στον γέροντα πατέρα τους. Έσφαξε και τεμάχισε μπροστά τους ένα κριάρι κι έπειτα το έβρασε με τα φάρμακά της, επαναφέροντάς το στη ζωή και μεταμορφώνοντάς το σε μικρό αρνάκι. Οι Πελιάδες αποπειράθηκαν να κάνουν το ίδιο, σκοτώνοντας, βεβαίως, τον πατέρα τους.
Ο Σοφοκλής πήρε το θέμα και το προσάρμοσε σε Χορό Ριζοτόμων, γυναικών δηλαδή που συνέλεγαν ρίζες και βότανα για σκευάσματα αναλγητικά, αλλά και μαντζούνια μαγικά που υπόσχονταν έρωτα και νιότη, ίσως σαν τα “φίλτρα…θελκτήρια/ ἔρωτος” που ηρεμούνε σώμα και ψυχή και που τα ξέρει η Τροφός στην τραγωδία Ιππόλυτος (509-10) του Ευριπίδη.
Οι Ριζοτόμοι του Σοφοκλή έχουν χαθεί πλέον για εμάς. Σώζονται όμως αποσπάσματά τους, ενδεχομένως απ’ την Πάροδο (fr. 535 – 36/Radt), σε σχόλιο του Μακροβίου (v. 19) ότι ο Βιργίλιος σκιαγράφησε την Διδώ της Αινειάδας, που συλλέγει βότανα με μπρούτζινο μαχαίρι υπό το σεληνόφως (IV. 513-14), κατ’ αναλογίαν με τη Μήδεια του Σοφοκλή.
Διαβάζουμε, λοιπόν, απ’ τη χαμένη Πάροδο:
“κι εκείνη, καλύπτοντας τα μάτια με το χέρι,
τον αργυρόχρωμο χυμό που στάζει απ’ την τομή
συλλέγει σε χάλκινους κάδους.”
(ἡ δ’ ἐξοπίσω χερὸς ὄμμα τρέπουσ’
ὀπόν ἀργυνεφῆ στάζοντα τομῆς
χαλκέοισι κάδοις δέχεται.)
Και παρακάτω:
“κι οι σκεπασμένες
κίστες κρύβουν τα κομμάτια των ριζών,
αυτά που εκείνη, με φωνές κι αλαλαγμούς,
εθέριζε γυμνή με χάλκινα δρεπάνια.”
(αἱ δὲ καλυπταί
κίσται ῥιζῶν κρύπτουσι τομάς
ἃς ἥδε βοῶσ’, ἀλαλαζομένη,
γυμνὴ χαλκέοις ἤμα δρεπάνοις.)
Σ’ όλες τις λεπτομέρειές τους οι στίχοι φανερώνουν το βάθος της γνώσης, τη μεγαλοπρέπεια της τελετουργίας, το πάθος της “βάρβαρης” για νιότη και για έρωτα.
Ο Σοφοκλής, τουλάχιστον, κατάλαβε τη Μήδεια.
«ή πώς η Ωκεανίδα Ιδυία την εγέννησε όταν δαμάστηκε απ’ την Αφροδίτη· πώς κράταγε η κόρη απ’ τη γενιά του Ήλιου, φύτρα του Αιήτη, βασιλιά των Κόλχων· κόρη γενιάς που έβγαζε φαρμακίδες, όπως την ωριοπλέξουδη Κίρκη της Οδύσσειας (ἐϋπλόκαμος, κ 136) ή την ξανθή Αγαμήδη της Ιλιάδας που ήξερε τόσα φάρμακα όσα βλασταίνει η γη η πλατιά (ἣ τόσα φάρμακα ᾔδη ὅσα τρέφει εὐρεῖα χθών, Λ 741).»
Τα έπη τα υστερότερα θα ‘ξεραν τις λάμψεις στα χαμηλωμένα της βλέφαρα, όταν κλεφτά κοιτούσε τον Ιάσονα, μοιραία ερωτοχτυπημένη, όπως –ας πούμε– την κατέγραψαν τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου απ’ τη Ρόδο (βάλλεν ὑπ᾽ Αἰσονίδην ἀμαρύγματα, Γ 288).
Αυτά, με τον έρωτα πάντα στο βάθος και με κάθε λογής ασύλληπτη φαρμακεία στο προσκήνιο.
Όμως το συλλογικό φαντασιακό της κλασσικής αρχαιότητας άδραξε στην περίπτωσή της ευκαιρία. Τόσο χρυσή, όσο ήταν και το δέρας που οι Αργοναύτες άρπαξαν με τα μυθικά της μάγια. Τόσο χρυσή, όσο υπήρξε στην ιστορική του εξέλιξη κι ο 5ος π.κ.ε. αιώνας. Η έγνοια του δεν έπεσε απλά σε μια περίπτωση φαρμακίδος –για την ακρίβεια, της φαρμακίδος της κατ’ εξοχήν. Το ομόηχο του ονόματός της προσαρμοζόταν βολικά στο φρύδι της επικράτειας των Μήδων· στα παρευξείνια εκείνα άκρα που ήτανε πιο “βαρβαρικά” ακόμη κι απ’ τη χώρα των “βαρβάρων”.
Κι έγινε τότε η φαρμακίς το απόλυτο Άλλο. Έγινε η Μήδεια του Ευριπίδη. Έκτοτε –όπως παρατηρεί η σύγχρονη έρευνα– και στην αγγειογραφία θα την εικόνιζαν ντυμένη με τα σύμβολα της πιο απόμακρης Ανατολής. Ο Ευριπίδης δούλεψε με συνέπεια προς αυτή την κατεύθυνση. Την είπε:
“άγριο τύπο και φύση αποτρόπαιη/ ακόλαστου νου” (ἄγριον ἦθος στυγεράν τε φύσιν/ φρενὸς αὐθάδους, Μήδεια 108-9)· “έρημη κι άπολιν…/ κούρσεμα γης βαρβαρικής” (ἔρημος ἄπολις…./ ἐκ γῆς βαρβάρου λελῃσμένη, 255-56).
Απ’ την αρχή του έργου, την έπλασε μόνο από σάρκα κι αισθήσεις, σ’ ένδεια σύνεσης και σωφροσύνης, χωρίς τους τρόπους τους λεπτούς του πνεύματος του ελληνικού· ένα κορμί που χαμοκείτεται, παραδομένο στις ηδονές του άλγους (σῶμ΄ ὑφεῖσ΄ ἀλγηδόσι, στ. 24)· βουλιαγμένο στο βάρος φρενός αράθυμης (βαρεῖα γὰρ φρήν, στ. 38).
Για την προδοτική απιστία του Ιάσονα στην Κόρινθο, η Μήδεια μισεί τα παιδιά της κι ούτε η όψη τους της δίνει χαρά (στυγεῖ δὲ παῖδας οὐδ΄ ὁρῶσ΄ εὐφραίνεται, στ. 36)· στυλώνει πάνω τους το μάτι σαν ταύρος που μελετάει το κακό (ἤδη γὰρ εἶδον ὄμμα νιν ταυρουμένην/ τοῖσδ΄͵ ὥς τι δρασείουσαν, στ. 92-3). Δίνει σημάδια τρομερά, που σταθερά αντηχούνε από παρασκηνιακό βάθος απροσδιόριστο. Βοά και καταριέται με τη χασμωδική φωνητική της οιμωγής, με τονικότητα γλωσσολαλιάς, με τους επαναλαμβανόμενους ρυθμούς φυλετικού κυμβάλου: “ἰώ μοί μοι”, “αἰαῖ”, “ἰώ μοί μοι͵ ἰὼ τλήμων”.
Το χειρότερο απ’ όλα. Η Μήδεια της τραγωδίας δεν είναι τρελή. Εκπονεί με ακρίβεια σχέδιο λεπτομερές. Ασύλληπτες οι τεχνουργίες της. Το δώρο το γαμήλιο στην αντίζηλο, “ποικίλοι” –το επίθετο δηλώνει τον δόλο– πέπλοι και χρυσό στεφάνι (στ. 1159), έχουνε ποτιστεί από φάρμακα θανάσιμα που λειώνουνε τη δροσερή ζωή της Γλαύκης. Και το μαχαίρι της, σαν άλλο δώρο γάμου στον Ιάσονα, εξολοθρεύει τα παιδιά του και παιδιά της.
Με τη γνωστή του τάση για μελοδραματισμό, ο Ευριπίδης έβαλε τη Μήδειά του, στο δεύτερο μέρος του έργου, να κλαψουρίζει για τον φόνο των παιδιών: λύση σκληρή, μα δήθεν αναπόφευκτη, προορισμένη να λυτρώσει από τα ονείδη της ατίμωσης· οικογενειακής, και όμοια και πολιτικής· απ’ τη ντροπή μιας στέρησης δικαιωμάτων. Λες και φοβήθηκε ο ποιητής το βάθος της εκδίκησης της Μήδειας και πάσχισε να κουμαντάρει κάπως την κατάσταση· σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ισορροπήσει τα μελανά τα χρώματα της απατημένης φαρμακίδος με κάτι απ’ την τρυφερότητα της έγνοιας της μητέρας.
“Βάρβαρη” την χρωμάτισε, μα με μιζέρια φθόνησε το πάθος του ερωτισμού της.
Αυτό το είχε δώσει αφειδώς ο Σοφοκλής σε τραγωδία που πραγματευόταν τον δόλο της Μήδειας εις βάρος του Πελία. Ο μύθος έλεγε ότι, όταν επέστρεψαν οι Αργοναύτες από την αποστολή τους στην Κολχίδα, φέρνοντας μαζί τους το πολυπόθητο δέρας, ο Ιάσονας θέλησε να εκδικηθεί τον βασιλιά της Ιωλκού. Κι έτσι, η Μήδεια, ενεργώντας για λογαριασμό του, έπεισε τις αφελείς κόρες του Πελία να ακολουθήσουν τις συμβουλές της για να επαναφέρουν τη νεότητα στον γέροντα πατέρα τους. Έσφαξε και τεμάχισε μπροστά τους ένα κριάρι κι έπειτα το έβρασε με τα φάρμακά της, επαναφέροντάς το στη ζωή και μεταμορφώνοντάς το σε μικρό αρνάκι. Οι Πελιάδες αποπειράθηκαν να κάνουν το ίδιο, σκοτώνοντας, βεβαίως, τον πατέρα τους.
Ο Σοφοκλής πήρε το θέμα και το προσάρμοσε σε Χορό Ριζοτόμων, γυναικών δηλαδή που συνέλεγαν ρίζες και βότανα για σκευάσματα αναλγητικά, αλλά και μαντζούνια μαγικά που υπόσχονταν έρωτα και νιότη, ίσως σαν τα “φίλτρα…θελκτήρια/ ἔρωτος” που ηρεμούνε σώμα και ψυχή και που τα ξέρει η Τροφός στην τραγωδία Ιππόλυτος (509-10) του Ευριπίδη.
Οι Ριζοτόμοι του Σοφοκλή έχουν χαθεί πλέον για εμάς. Σώζονται όμως αποσπάσματά τους, ενδεχομένως απ’ την Πάροδο (fr. 535 – 36/Radt), σε σχόλιο του Μακροβίου (v. 19) ότι ο Βιργίλιος σκιαγράφησε την Διδώ της Αινειάδας, που συλλέγει βότανα με μπρούτζινο μαχαίρι υπό το σεληνόφως (IV. 513-14), κατ’ αναλογίαν με τη Μήδεια του Σοφοκλή.
Διαβάζουμε, λοιπόν, απ’ τη χαμένη Πάροδο:
“κι εκείνη, καλύπτοντας τα μάτια με το χέρι,
τον αργυρόχρωμο χυμό που στάζει απ’ την τομή
συλλέγει σε χάλκινους κάδους.”
(ἡ δ’ ἐξοπίσω χερὸς ὄμμα τρέπουσ’
ὀπόν ἀργυνεφῆ στάζοντα τομῆς
χαλκέοισι κάδοις δέχεται.)
Και παρακάτω:
“κι οι σκεπασμένες
κίστες κρύβουν τα κομμάτια των ριζών,
αυτά που εκείνη, με φωνές κι αλαλαγμούς,
εθέριζε γυμνή με χάλκινα δρεπάνια.”
(αἱ δὲ καλυπταί
κίσται ῥιζῶν κρύπτουσι τομάς
ἃς ἥδε βοῶσ’, ἀλαλαζομένη,
γυμνὴ χαλκέοις ἤμα δρεπάνοις.)
Σ’ όλες τις λεπτομέρειές τους οι στίχοι φανερώνουν το βάθος της γνώσης, τη μεγαλοπρέπεια της τελετουργίας, το πάθος της “βάρβαρης” για νιότη και για έρωτα.
Ο Σοφοκλής, τουλάχιστον, κατάλαβε τη Μήδεια.
Θερμοδυναμική
Η Θερμοδυναμική αποτελεί αναμφίβολα έναν από τους πιο γοητευτικούς κλάδους της Φυσικής Επιστήμης, μαζί με την Κβαντομηχανική και τη Σχετικότητα. Ασχολείται με την ενέργεια και πώς αλλάζει μορφή μέσω της θερμότητας. Ολόκληρος αυτός ο τομέας μπορεί να συνοψιστεί στους τρεις θερμοδυναμικούς νόμους. Το στοιχείο, όμως, που κάνει αυτόν τον κλάδο της επιστήμης τόσο γοητευτικό είναι η εισαγωγή του μεγέθους της Εντροπίας με ότι αυτή μπορεί να εκφράζει και τις ιδιότητές της.
Με λίγα λόγια και εντελώς εκλαϊκευμένα η εντροπία είναι το μέγεθος που εκφράζει την αταξία ενός συστήματος. Αν φανταστούμε δηλαδή το νερό στις τρεις του καταστάσεις την αέρια, την υγρή και τη στερεά η εντροπία ενός τέτοιου συστήματος σωματιδίων-μορίων είναι μεγαλύτερη στην αέρια κατάσταση και μικρότερη στη στερεά. Άρα όσο μικρότερη είναι η εντροπία ενός συστήματος τόσο μεγαλύτερη τάξη επικρατεί στην κίνηση των μορίων που το αποτελούν.
Ο τρίτος θερμοδυναμικός νόμος συγκεκριμένα αναφέρει ότι κοντά στο απόλυτο μηδέν δηλαδή στους -273 βαθμούς Κελσίου η εντροπία τείνει να μηδενιστεί και άρα δεν έχει νόημα η ύπαρξη. Σε θερμοκρασίες κοντά στο απόλυτο μηδέν οι ιδιότητες των σωμάτων διαφοροποιούνται σε σχέση με αυτά που γνωρίζουμε και παρατηρούνται φαινόμενα υπερρευστότητας και υπεραγωγιμότητας.
Αυτό που βρίσκω προσωπικά πιο γοητευτικό στην θερμοδυναμική είναι ο 2ος θερμοδυναμικός νόμος, ο οποίος διατυπώνεται με πολλές εκφράσεις. Η μία έκφραση του είναι ότι η εντροπία ενός συστήματος τείνει πάντα να αυξάνεται. Δηλαδή ένα σύστημα αν το αφήσεις για αρκετό χρόνο «ήσυχο» τείνει πάντα σε κατάσταση μέγιστης εντροπίας δηλαδή σε κατάσταση μέγιστης αταξίας.
Μια διαφορετική διατύπωση του 2ου αυτού νόμου είναι και το περίφημο: «δεν μπορεί να κατασκευαστεί το αεικίνητο». Δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει η κατάσταση, όπου από κάποιο σύστημα ψυχρό να επιτυγχάνεται μεταφορά θερμότητας προς ένα θερμότερο χωρίς να καταναλώσεις ενέργεια.
Και εδώ έρχεται το σημείο που προσωπικά θεωρώ ενδιαφέρον. Και έχει να κάνει με τις μηχανές ψύξης και θέρμανσης. Ένα ψυγείο είναι μια μηχανή στην οποία γίνεται μεταφορά της θερμότητας από τον εσωτερικό θάλαμο στο περιβάλλον. Δηλαδή η διατήρηση της χαμηλής θερμοκρασίας του θαλάμου σε σχέση με αυτή του περιβάλλοντος γίνεται μέσω της μεταφοράς της θερμότητας από το εσωτερικό στο περιβάλλον. Αυτό επιτυγχάνεται με έναν κινητήρα. Αυτός ο κινητήρας για να το κατορθώσει αυτό καταναλώνει ενέργεια, η οποία εκλύεται με τη μορφή θερμότητας στο περιβάλλον. Συνεπώς στο περιβάλλον εκλύονται δύο θερμότητες, αυτή του θαλάμου και αυτή της μηχανής που δουλεύει για να μεταφέρει τη θερμότητα του θαλάμου στο περιβάλλον. Άρα το ψυγείο την ώρα που «ψύχει» τον θάλαμο της συντήρησης των τροφίμων συγχρόνως θερμαίνει το περιβάλλον και μάλιστα πολύ περισσότερο από ότι ψύχει. Λειτουργεί δηλαδή και ως θερμαντική μηχανή.
Την επόμενη φορά που θα βρεθείτε το καλοκαίρι ιδρωμένοι και αναζητάτε μια αίσθηση δροσιάς ανοίγοντας το ψυγείο, σκεφτείτε το καλύτερα. Κάνετε το ακριβώς αντίθετο. Θερμαίνετε υπερβολικά το δωμάτιο. Αντιθέτως το χειμώνα αν θελήσετε να ζεσταθείτε ανοίξτε το ψυγείο.
Με λίγα λόγια και εντελώς εκλαϊκευμένα η εντροπία είναι το μέγεθος που εκφράζει την αταξία ενός συστήματος. Αν φανταστούμε δηλαδή το νερό στις τρεις του καταστάσεις την αέρια, την υγρή και τη στερεά η εντροπία ενός τέτοιου συστήματος σωματιδίων-μορίων είναι μεγαλύτερη στην αέρια κατάσταση και μικρότερη στη στερεά. Άρα όσο μικρότερη είναι η εντροπία ενός συστήματος τόσο μεγαλύτερη τάξη επικρατεί στην κίνηση των μορίων που το αποτελούν.
Ο τρίτος θερμοδυναμικός νόμος συγκεκριμένα αναφέρει ότι κοντά στο απόλυτο μηδέν δηλαδή στους -273 βαθμούς Κελσίου η εντροπία τείνει να μηδενιστεί και άρα δεν έχει νόημα η ύπαρξη. Σε θερμοκρασίες κοντά στο απόλυτο μηδέν οι ιδιότητες των σωμάτων διαφοροποιούνται σε σχέση με αυτά που γνωρίζουμε και παρατηρούνται φαινόμενα υπερρευστότητας και υπεραγωγιμότητας.
Αυτό που βρίσκω προσωπικά πιο γοητευτικό στην θερμοδυναμική είναι ο 2ος θερμοδυναμικός νόμος, ο οποίος διατυπώνεται με πολλές εκφράσεις. Η μία έκφραση του είναι ότι η εντροπία ενός συστήματος τείνει πάντα να αυξάνεται. Δηλαδή ένα σύστημα αν το αφήσεις για αρκετό χρόνο «ήσυχο» τείνει πάντα σε κατάσταση μέγιστης εντροπίας δηλαδή σε κατάσταση μέγιστης αταξίας.
Μια διαφορετική διατύπωση του 2ου αυτού νόμου είναι και το περίφημο: «δεν μπορεί να κατασκευαστεί το αεικίνητο». Δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει η κατάσταση, όπου από κάποιο σύστημα ψυχρό να επιτυγχάνεται μεταφορά θερμότητας προς ένα θερμότερο χωρίς να καταναλώσεις ενέργεια.
Και εδώ έρχεται το σημείο που προσωπικά θεωρώ ενδιαφέρον. Και έχει να κάνει με τις μηχανές ψύξης και θέρμανσης. Ένα ψυγείο είναι μια μηχανή στην οποία γίνεται μεταφορά της θερμότητας από τον εσωτερικό θάλαμο στο περιβάλλον. Δηλαδή η διατήρηση της χαμηλής θερμοκρασίας του θαλάμου σε σχέση με αυτή του περιβάλλοντος γίνεται μέσω της μεταφοράς της θερμότητας από το εσωτερικό στο περιβάλλον. Αυτό επιτυγχάνεται με έναν κινητήρα. Αυτός ο κινητήρας για να το κατορθώσει αυτό καταναλώνει ενέργεια, η οποία εκλύεται με τη μορφή θερμότητας στο περιβάλλον. Συνεπώς στο περιβάλλον εκλύονται δύο θερμότητες, αυτή του θαλάμου και αυτή της μηχανής που δουλεύει για να μεταφέρει τη θερμότητα του θαλάμου στο περιβάλλον. Άρα το ψυγείο την ώρα που «ψύχει» τον θάλαμο της συντήρησης των τροφίμων συγχρόνως θερμαίνει το περιβάλλον και μάλιστα πολύ περισσότερο από ότι ψύχει. Λειτουργεί δηλαδή και ως θερμαντική μηχανή.
Την επόμενη φορά που θα βρεθείτε το καλοκαίρι ιδρωμένοι και αναζητάτε μια αίσθηση δροσιάς ανοίγοντας το ψυγείο, σκεφτείτε το καλύτερα. Κάνετε το ακριβώς αντίθετο. Θερμαίνετε υπερβολικά το δωμάτιο. Αντιθέτως το χειμώνα αν θελήσετε να ζεσταθείτε ανοίξτε το ψυγείο.
Ο Αριστοτέλης και η αναζήτηση της ιδανικής δημοκρατίας από την πλευρά των θεσμών
Για τον Αριστοτέλη η αναζήτηση της ιδανικής πολιτειακής εκδοχής δεν έγκειται τόσο στη δομή του πολιτεύματος, αν θα είναι δηλαδή δημοκρατική ή ολιγαρχική, όσο στις βάσεις που θα τεθούν για τη διατήρησή του στο χρόνο: «δεν πρέπει να πρυτανεύει η άποψη ότι δημοκρατικοί ή ολιγαρχικοί θεσμοί είναι εκείνοι που θα καταστήσουν την πόλη δημοκρατική ή ολιγαρχική αλλά εκείνοι που θα διατηρήσουν το πολίτευμα αμετάβλητο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα». (1320a 2 – 4).
Με άλλα λόγια, αυτό που κυρίως ζητείται είναι η πολιτειακή σταθερότητα, η οποία, σε τελική ανάλυση, είναι και η μεγαλύτερη απόδειξη της συναίνεσης των πολιτών, τουλάχιστον της μεγαλύτερης μερίδας. Η εκδοχή της απροκάλυπτης καταπίεσης με τις μεθοδεύσεις της βίας και του εκφοβισμού είναι αδύνατο να εγγυηθούν πολιτική σταθερότητα, αφού ήδη έχει ξεκαθαριστεί ότι αυτού του είδους οι τυραννίες είναι οι πιο βραχύβιες πολιτειακές περιπτώσεις. Κι αυτός είναι ο λόγος που τα πολιτεύματα πρέπει να λειτουργούν «αποφεύγοντας προσεκτικά τους φθοροποιούς παράγοντες αλλά και θεσπίζοντας τέτοιους νόμους, και άγραφους και γραπτούς, ώστε να περιλαμβάνουν κυρίως τα σωτήρια για τα πολιτεύματα στοιχεία». (1319b 39 – 1320a 2).
Με δεδομένο το ταξικό υπόβαθρο όλων των πολιτευμάτων, είναι φανερό ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατία, αν δεν υπάρχει μέριμνα για την ενίσχυση των φτωχών. Κι εδώ ξεκινούν τα προβλήματα για τον Αριστοτέλη: «Αλλά οι σημερινοί δημαγωγοί για να είναι αρεστοί στο λαό τους δημεύουν τις περιουσίες πολλών χρησιμοποιώντας τα δικαστήρια». (1320a 4 – 6).
Δεν υπάρχει τίποτε πιο εύκολο για το δημαγωγό απ’ το να ανεβάσει τη δημοτικότητά του παρέχοντας χρήματα στους φτωχούς. Κι επειδή η ταξική πάλη γεννάει εχθρότητα, η δημοτικότητα γίνεται ακόμη πιο μεγάλη, αν η παροχή χρημάτων στους φτωχούς συνοδευτεί από αντίστοιχες δημεύσεις περιουσιών των πλουσίων: «Επειδή συνήθως σύρονται σε τέτοιες δίκες όχι άνθρωποι λαϊκών στρωμάτων αλλά ευγενείς, επιβάλλεται όλοι οι πολίτες να είναι πολύ θετικά διατεθειμένοι απέναντι στο πολίτευμα, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, τουλάχιστον να μην αντιμετωπίζουν τους φορείς εξουσίας ως εχθρούς». (1320a 13 – 17).
Και βέβαια, η παρότρυνση του Αριστοτέλη, ώστε να μην αντιμετωπίζονται οι φορείς εξουσίας ως εχθροί, δεν έχει καμία σχέση με τη δόλια προσπάθεια συγκάλυψης οποιωνδήποτε κυβερνητικών ατοπημάτων. Η δικαιοσύνη και η πολιτική εντιμότητα είναι η βάση της κοινωνικής συνοχής και τίθενται με τρόπο αδιαπραγμάτευτο. Αυτό που μένει είναι ο πολιτικός λαϊκισμός, που οδηγεί στην ανθρωποφαγία προς τέρψη του πλήθους και προς ανάδειξη του κάθε δημαγωγού.
Η σπίλωση και η εξόντωση των επιφανών για προφανή πολιτική κατανάλωση δεν είναι μόνο ισοπέδωση που διαλύει κάθε έννοια αξιοκρατίας, αλλά και ύψιστη πολιτική στρέβλωση που μετατρέπει την πολιτική σκηνή σε αρένα αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό στον αδίστακτο. Οι δημοκρατίες που οικοδομούνται σε τέτοιες βάσεις δεν μπορούν να έχουν μέλλον. Η δημαγωγία, η κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος, η πολιτική διαφθορά, η αναξιοκρατία και η λαϊκή αποδοχή όλων των στρεβλώσεων (επειδή θεωρούνται βολικές σε ατομικό επίπεδο) είναι νομοτελειακό να οδηγήσουν σε αδιέξοδο.
Φυσικά, πρέπει να διασφαλίζεται ότι δεν θα υπάρχει προσωπικό όφελος σε καταγγελίες και δίκες που αφορούν τις περιουσίες των επιφανών: «Έτσι όσοι φροντίζουν για το πολίτευμα οφείλουν να αντιστέκονται σε τέτοιες πρακτικές, νομοθετώντας να μην περιέρχεται στο δημόσιο και να μην προστίθεται στο δημόσιο ταμείο τίποτε από τις δημευμένες περιουσίες, αλλά να αφιερώνεται στα ιερά των θεών, γιατί έτσι όσοι αδικούν θα είναι προσεκτικότεροι (αφού θα αντιμετωπίζουν την απειλή ίδιας τιμωρίας) και ο όχλος θα περιορίσει την καταδικαστική ψήφο του σε βάρος αυτών που δικάζονται, εφόσον δεν πρόκειται να πάρει τίποτε από τις περιουσίες τους». (1320a 4 – 11).
Κι αν αυτό το μέτρο κρίνεται ανεπαρκές, ο Αριστοτέλης προτείνει συμπληρωματικά: «Επιπλέον οφείλουν να περιορίσουν σε ελάχιστες τις δίκες για το πολίτευμα, αποθαρρύνοντας με επιβολή υπέρογκων προστίμων όσους υποβάλλουν μηνύσεις χωρίς σοβαρό λόγο». (1320a 11 – 13).
Το κατά πόσο τα μέτρα αυτά μπορούμε να τα αποδεχτούμε ή όχι τίθεται στην κρίση του καθενός. Το βέβαιο είναι ότι η λογική που θέλει τα χρήματα τα οποία προέρχονται από τις δημεύσεις των περιουσιών (μετά από δικαστική απόφαση) να πηγαίνουν σε θρησκευτικούς φορείς προκειμένου να καταπολεμηθούν τα κίνητρα των αδηφάγων, ατέρμονων (και άδικων) καταγγελιών, είναι μάλλον ισοπεδωτική, αφού προτάσσεται η ευθύγραμμη αντιμετώπιση των περιπτώσεων κι όχι το ξεδιάλεγμα που επιβάλλει η μελέτη κάθε υπόθεσης. Σε τελική ανάλυση, οι περιουσίες που κρίνονται καταχρηστικές οφείλουν να επιστρέφουν στο δημόσιο ταμείο, αφού επί της ουσίας από εκεί αντλήθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Όσο για το δεύτερο μέτρο που θέλει υψηλά πρόστιμα, ώστε να αποθαρρύνει τους φτωχούς από τις δικαστικές διεκδικήσεις, κρίνεται μάλλον ολιγαρχικό, αφού προτάσσει το χρήμα ως προτεραιότητα για τον αποκλεισμό κάποιων. Με δεδομένο ότι ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι απολύτως σίγουρος για την τροπή που μπορεί να πάρει μια δικαστική υπόθεση είναι προφανές ότι ένα τέτοιο μέτρο σταδιακά θα στερούσε τους φτωχούς από την πρόσβαση στη δικαιοσύνη μετατρέποντάς την σε πεδίο διεκδικήσεων που αφορά μόνο τους οικονομικά ισχυρούς.
Ο ισχυρισμός ότι ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται συλλήβδην στις δικαστικές υποθέσεις, αλλά μόνο στις περιπτώσεις που αφορούν καταγγελίες για δήμευση περιουσιών, δεν αλλάζει την κατάσταση, αφού, ακόμη κι έτσι να το δει κανείς, δεν μπορεί παρά να ανοίγει πεδίο δράσης για τους αδίστακτους, που θα λυμαίνονται το δημόσιο ταμείο (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) και θα τίθενται και υπεράνω δίκης, καθώς ο λαός θα έχει εξουδετερωθεί.
Η περίπτωση καταγγελίας από κάποιον άλλο πλούσιο είναι μάλλον επίφοβη, αφού αυτού του είδους τα μέτρα που αποκλείουν το λαό από βασικές πολιτειακές λειτουργίες περισσότερο συνασπίζουν τους ισχυρούς, ώστε να γίνουν ισχυρότεροι, παρά τους διαχωρίζουν. Εκτός αν μιλάμε για την κατάσταση της ακραίας ολιγαρχίας, όπου οι ισχυροί αντιμάχονται (σαν σε τελική αναμέτρηση) προκειμένου να γίνουν ακόμα πιο λίγοι οι διαχειριστές της εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση αυτά είναι φαινόμενα καθαρής ολιγαρχίας και τέτοιες προτάσεις δεν αρμόζουν, όταν αναφέρεται κανείς σε δημοκρατικούς θεσμούς.
Τελικά, αυτό που πρωτίστως διαφαίνεται από αυτές τις προτάσεις είναι (για μια ακόμη φορά) η αγανάκτηση του Αριστοτέλη προς την ποιότητα της δημοκρατίας που παρακολουθεί. Την κατατάσσει στο πέμπτο και χειρότερο είδος δημοκρατίας, επαναλαμβάνει διαρκώς τις στρεβλώσεις που επιφέρουν οι δημαγωγοί και αποκαλεί όχλο τον αθηναϊκό λαό που συχνάζει στην αγορά. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτού του είδους τη δημοκρατία την εκλαμβάνει ως τυραννία του όχλου.
Η οργή του Αριστοτέλη για την κατάσταση που επικρατεί στην Αθήνα είναι φανερή και στην τοποθέτησή του αναφορικά με το θέμα του μισθού που παρεχόταν στους φτωχούς για τη συμμετοχή τους στην εκκλησία του δήμου: «Επειδή τα τελευταία είδη δημοκρατίας εμφανίζονται σε πολυάνθρωπες πόλεις και είναι δύσκολο να προσέρχονται οι πολίτες στην εκκλησία του δήμου χωρίς μισθό, αυτή η κατάσταση στρέφεται εναντίον των επιφανών πολιτών στις πόλεις όπου τα δημόσια έσοδα δεν αρκούν (διότι είναι ανάγκη τότε να εξευρεθούν οι μισθοί από υποχρεωτικές εισφορές και δημεύσεις που αποφασίζουν διεφθαρμένα δικαστήρια από τα οποία έχουν ανατραπεί ήδη πολλές δημοκρατίες)». (1320a 17 – 22).
Η επισήμανση των διεφθαρμένων δικαστηρίων, που, εν τέλει, υπονομεύουν τη δημοκρατία, αφού θα την οδηγήσουν στην ανατροπή, είναι διαβεβαίωση ότι η δικαιοσύνη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας κι ότι η ματαίωσή της είναι η δρομολόγηση της εν γένει πολιτειακής ματαίωσης.
Και γι’ αυτό το λόγο προτείνει: «Όπου, λοιπόν, συμβαίνει να μην υπάρχουν επαρκή έσοδα για μισθούς, τότε η εκκλησία του δήμου πρέπει να συνεδριάζει σπάνια και τα δικαστήρια να αποτελούνται από πολλούς δικαστές, να έχουν όμως λίγες δικάσιμες μέρες (γιατί με τη ρύθμιση αυτή και οι πλούσιοι δε θα φοβούνται τις δαπάνες, αν οι εύποροι δεν παίρνουν δικαστικό μισθό αλλά μόνο οι άποροι, και οι υποθέσεις θα εκδικάζονται πολύ καλύτερα, αφού οι εύποροι δεν θέλουν να απομακρύνονται από τις ιδιωτικές τους ασχολίες για πολλές μέρες, για λίγο χρόνο όμως το δέχονται)». (1320a 22 – 29).
Για τον Αριστοτέλη η διασφάλιση της δικαιοσύνης αφορά την ισότιμη συμμετοχή και των πλουσίων και των φτωχών. Η συμμετοχή των φτωχών είναι διασφαλισμένη από την ύπαρξη του μισθού. Οι επιφανείς όμως (πλούσιοι), είναι προφανές ότι προτιμούν την αποχή, αφού οι χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες τους απομακρύνουν από τις ασχολίες τους. Γι’ αυτό έχει ήδη προτείνει, ότι αν η πολιτεία θέλει να εξασφαλίσει τη συμμετοχή όλων, δε φτάνει να προσφέρει μισθό στους φτωχούς που συμμετέχουν, αλλά να επιβάλει και πρόστιμο στους πλούσιους που απέχουν.
Τα πολιτεύματα που δίνουν μισθό στους φτωχούς, χωρίς όμως να προβλέπουν πρόστιμο στους πλούσιους (αν απέχουν), είναι αυτά που εμμέσως θέλουν να αποκλείσουν τους πλούσιους όπως κι εκείνα που προβλέπουν πρόστιμο στους πλούσιους (αν απέχουν), χωρίς όμως μισθό στους φτωχούς, (ώστε να συμμετέχουν) υπογείως αποκλείουν τους φτωχούς.
Η άποψη που θέλει την εκκλησία του δήμου να συνεδριάζει σπάνια, αν δεν επαρκούν τα έσοδα για να καλύψουν τη λειτουργία της, κρίνεται και πάλι ισοπεδωτική, αφού οι σπάνιες συνελεύσεις υπονομεύουν τη συμμετοχή. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να οδηγήσει στο συγκεντρωτισμό των αποφάσεων. Η τοποθέτηση αυτή κρύβει την απόλυτη απαξίωση του οργισμένου απέναντι σε όλους αυτούς που δήθεν κόπτονται για τις δημοκρατικές διαδικασίες.
Όμως, η κατά μέτωπο επίθεση γίνεται αμέσως μετά: «Εκεί όμως όπου υπάρχουν έσοδα, δεν πρέπει να γίνεται αυτό που τώρα κάνουν οι δημαγωγοί (μοιράζουν δηλαδή στους απόρους ως μισθό τα πλεονάσματα, αυτοί τα εισπράττουν και χρειάζονται ευθύς αμέσως τα ίδια, γιατί μια τέτοια βοήθεια προς τους απόρους μοιάζει με το τρύπιο πιθάρι των Δαναΐδων)». (1320a 29 – 32).
Το νέο πλήγμα που επιφέρει ο Αριστοτέλης στους δημαγωγούς δεν αποτελεί απαξίωση της οικονομικής βοήθειας προς τους φτωχούς, αλλά επίκριση του λαϊκιστικού χειρισμού του θέματος, αφού αυτού του είδους οι βοήθειες περισσότερο δημιουργούν σχέσεις εξάρτησης προς διαιώνιση του πολιτικού σκηνικού παρά προστατεύουν πραγματικά τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Η πρόσκαιρη ανακούφιση μιας τέτοιας βοήθειας όχι μόνο δεν επιλύει το θέμα, αλλά καταπραΰνει τη γενική δυσαρέσκεια, ώστε να προληφθούν ενδεχόμενες ακρότητες: «Αντίθετα προς αυτά ο αληθινός δημοκράτης οφείλει να επιδιώκει με ποιον τρόπο το πλήθος δεν θα είναι πάμφτωχο, διότι η μεγάλη φτώχεια του λαού τραυματίζει τη δημοκρατία. Πρέπει λοιπόν να επινοηθούν μέτρα που θα έκαναν την ευημερία διαρκή». (1320a 32 – 35).
Κι αυτή ακριβώς είναι η καρδιά της δημοκρατικής λογικής, η οποία ορίζει με τρόπο αδιαπραγμάτευτο τον τελικό στόχο που οφείλουν να υπηρετήσουν οι δημοκρατικοί θεσμοί. Η φτωχοποίηση του κόσμου, ώστε να φυτοζωεί με επιδόματα κι έκτακτες βοήθειες, είναι το πεδίο των καιροσκόπων που μετατρέπουν τα αναφαίρετα δικαιώματα σε προσωπική τους πρωτοβουλία. Ο δημαγωγός δε θέλει τον κόσμο ισχυρό, γιατί ο ισχυρός είναι περήφανος, κι ως εκ τούτου ανεξάρτητος.
Η διαιώνιση της υποτέλειας είναι το κύριο μέλημα του δημαγωγού. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο δημαγωγός δε θέλει λύσεις. Θέλει συνέχεια ημίμετρα που θα επιφέρουν νέα αδιέξοδα, που (βέβαια) μόνο αυτός θα μπορέσει να επιλύσει: «οι άρχοντες οφείλουν να συγκεντρώνουν όλα τα έσοδα και να τα μοιράζουν στους απόρους, μάλιστα σε όποιον μπορεί να συγκεντρώνει τόσο ποσό όσο χρειάζεται για την αγορά μικρού χωραφιού ή αν δεν είναι εφικτό αυτό, τόσο όσο μπορεί να χρησιμεύσει ως μικρό κεφάλαιο για εμπορική ή γεωργική επιχείρηση». (1320a 36 – 1320b 1).
Η δημοκρατική πόλη οφείλει να δίνει κίνητρα και να ενισχύει τις ατομικές εμπορικές ή γεωργικές επιχειρήσεις, αφού μόνο έτσι θα εξασφαλίσει τη διαιώνιση της ευημερίας. Η πόλη που αδιαφορεί για τη σύσταση των μικρών επιχειρήσεων επί της ουσίας αδιαφορεί για τη δημοκρατία. Γιατί η δημοκρατία είναι και οικονομικό μέγεθος. Δημοκρατία είναι η διαμοίραση της απασχόλησης, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν αξιοπρεπώς όλοι.
Φυσικά, ο Αριστοτέλης αναφέρεται στα δεδομένα της εποχής του, όπου οι δυνατότητες της ανθρώπινης εργασίας ευνοούσαν τη μικρή ιδιοκτησία. Τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα που εφαρμόζονται στη γεωργία είναι προφανές ότι αφορούν μεγάλες εκτάσεις. (Η παραγωγική δύναμη μιας θεριστικής κομπίνας ματαιώνεται, αν μιλάμε για δύο – τρία στρέμματα). Κι αυτό ακριβώς είναι το δημοκρατικό στοίχημα της εποχής. Να αξιοποιήσει τα νέα μέσα, χωρίς όμως να προβεί σε συγκεντρωτισμό του πλούτου, παρέχοντας σε όλους θέσεις εργασίας.
Με άλλα λόγια, η δυναμική των πολιτευμάτων είναι αλληλένδετη με την εργασία ως θεμέλιο της οργάνωσης της παραγωγής. Η συλλογικότητα στην παραγωγή, που αναπόσπαστα προϋποθέτει και συλλογική ιδιοκτησιακή συνθήκη, είναι η πραγμάτωση της δημοκρατίας σε εργασιακό επίπεδο, αφού όλα ορίζονται μέσα από την οπτική της πλειοψηφίας. Αυτού του είδους οι παραγωγικές συνθήκες δεν μπορούν παρά να προσφέρουν σε όλους εργασία, δηλαδή αξιοπρεπή ζωή και ταυτόχρονα να μειώσουν το ωράριο της εργασίας αυξάνοντας τον ελεύθερο χρόνο, στοιχεία που αποτελούν τον κύριο στόχο κάθε δημοκρατίας.
Και μην προτρέξει κανείς να συμπεράνει το κομμουνιστικό μοντέλο. Ο Αριστοτέλης ήταν ξεκάθαρα υπέρ της ιδιοκτησίας. Αυτό που δικαιούμαστε να υποθέτουμε ως προέκταση της αριστοτελικής λογικής είναι η ένωση των επιμέρους ιδιοκτησιών, σαν συνεταιρισμός, όπου ο καθένας όποτε θέλει θα μπορεί να πάρει την ιδιοκτησία του και να τη διαθέσει όπως νομίζει. Με δυο λόγια, μιλάμε και πάλι για παραγωγή που βασίζεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία, μόνο που θα υπάρχουν πολλοί ιδιώτες μαζί.
Από την άλλη, η ιδιοκτησία όλων των εκτάσεων από έναν μετατρέπει τους άλλους σε άνεργους, που πρέπει να προσληφθούν από αυτόν ή να καταφύγουν στα κρατικά βοηθήματα. Αυτό το μοντέλο παραγωγής οδηγεί στον πλουτισμό του ενός, αυξάνει το ωράριο εργασίας και μετατρέπει την εργασιακή συνθήκη σε υποτέλεια, αφού όλα επαφίενται στην κρίση του αφεντικού. Αν το πρώτο μοντέλο παραγωγής ταιριάζει στη δημοκρατία, είναι φανερό ότι το δεύτερο ταιριάζει στην ολιγαρχία. Η πόλη έχει τρόπους να ευνοήσει το ένα ή το άλλο μοντέλο. Η φορολογία είναι ένας από αυτούς.
Τελικά, το ζήτημα είναι καθαρά θέμα πολιτικής επιλογής που για τον Αριστοτέλη παίρνει και ξεκάθαρες ηθικές διαστάσεις: «Εξάλλου από λεπτότητα ήθους και σύνεση χαρακτηρίζονται οι επιφανείς πολίτες, εφόσον αντιλαμβάνονται την αξία και τις ανάγκες των απόρων και τους παρέχουν κίνητρα για να στραφούν σε κερδοφόρες εργασίες». (1320b 7 – 9).
Κατά συνέπεια, οι επιφανείς που αποτρέπουν τους φτωχούς από οποιαδήποτε κερδοφόρα δραστηριότητα με γραφειοκρατίες, φορολογίες, και πάσης φύσεως αποθαρρυντικές αντιξοότητες παίζοντας το παιχνίδι των παραγωγικά ισχυρών δεν έχουν ούτε λεπτότητα ήθους ούτε σύνεση. Κι αυτό είτε θεσμικά είτε ηθικά δεν αρμόζει στις δημοκρατίες.
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Με άλλα λόγια, αυτό που κυρίως ζητείται είναι η πολιτειακή σταθερότητα, η οποία, σε τελική ανάλυση, είναι και η μεγαλύτερη απόδειξη της συναίνεσης των πολιτών, τουλάχιστον της μεγαλύτερης μερίδας. Η εκδοχή της απροκάλυπτης καταπίεσης με τις μεθοδεύσεις της βίας και του εκφοβισμού είναι αδύνατο να εγγυηθούν πολιτική σταθερότητα, αφού ήδη έχει ξεκαθαριστεί ότι αυτού του είδους οι τυραννίες είναι οι πιο βραχύβιες πολιτειακές περιπτώσεις. Κι αυτός είναι ο λόγος που τα πολιτεύματα πρέπει να λειτουργούν «αποφεύγοντας προσεκτικά τους φθοροποιούς παράγοντες αλλά και θεσπίζοντας τέτοιους νόμους, και άγραφους και γραπτούς, ώστε να περιλαμβάνουν κυρίως τα σωτήρια για τα πολιτεύματα στοιχεία». (1319b 39 – 1320a 2).
Με δεδομένο το ταξικό υπόβαθρο όλων των πολιτευμάτων, είναι φανερό ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατία, αν δεν υπάρχει μέριμνα για την ενίσχυση των φτωχών. Κι εδώ ξεκινούν τα προβλήματα για τον Αριστοτέλη: «Αλλά οι σημερινοί δημαγωγοί για να είναι αρεστοί στο λαό τους δημεύουν τις περιουσίες πολλών χρησιμοποιώντας τα δικαστήρια». (1320a 4 – 6).
Δεν υπάρχει τίποτε πιο εύκολο για το δημαγωγό απ’ το να ανεβάσει τη δημοτικότητά του παρέχοντας χρήματα στους φτωχούς. Κι επειδή η ταξική πάλη γεννάει εχθρότητα, η δημοτικότητα γίνεται ακόμη πιο μεγάλη, αν η παροχή χρημάτων στους φτωχούς συνοδευτεί από αντίστοιχες δημεύσεις περιουσιών των πλουσίων: «Επειδή συνήθως σύρονται σε τέτοιες δίκες όχι άνθρωποι λαϊκών στρωμάτων αλλά ευγενείς, επιβάλλεται όλοι οι πολίτες να είναι πολύ θετικά διατεθειμένοι απέναντι στο πολίτευμα, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, τουλάχιστον να μην αντιμετωπίζουν τους φορείς εξουσίας ως εχθρούς». (1320a 13 – 17).
Και βέβαια, η παρότρυνση του Αριστοτέλη, ώστε να μην αντιμετωπίζονται οι φορείς εξουσίας ως εχθροί, δεν έχει καμία σχέση με τη δόλια προσπάθεια συγκάλυψης οποιωνδήποτε κυβερνητικών ατοπημάτων. Η δικαιοσύνη και η πολιτική εντιμότητα είναι η βάση της κοινωνικής συνοχής και τίθενται με τρόπο αδιαπραγμάτευτο. Αυτό που μένει είναι ο πολιτικός λαϊκισμός, που οδηγεί στην ανθρωποφαγία προς τέρψη του πλήθους και προς ανάδειξη του κάθε δημαγωγού.
Η σπίλωση και η εξόντωση των επιφανών για προφανή πολιτική κατανάλωση δεν είναι μόνο ισοπέδωση που διαλύει κάθε έννοια αξιοκρατίας, αλλά και ύψιστη πολιτική στρέβλωση που μετατρέπει την πολιτική σκηνή σε αρένα αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό στον αδίστακτο. Οι δημοκρατίες που οικοδομούνται σε τέτοιες βάσεις δεν μπορούν να έχουν μέλλον. Η δημαγωγία, η κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος, η πολιτική διαφθορά, η αναξιοκρατία και η λαϊκή αποδοχή όλων των στρεβλώσεων (επειδή θεωρούνται βολικές σε ατομικό επίπεδο) είναι νομοτελειακό να οδηγήσουν σε αδιέξοδο.
Φυσικά, πρέπει να διασφαλίζεται ότι δεν θα υπάρχει προσωπικό όφελος σε καταγγελίες και δίκες που αφορούν τις περιουσίες των επιφανών: «Έτσι όσοι φροντίζουν για το πολίτευμα οφείλουν να αντιστέκονται σε τέτοιες πρακτικές, νομοθετώντας να μην περιέρχεται στο δημόσιο και να μην προστίθεται στο δημόσιο ταμείο τίποτε από τις δημευμένες περιουσίες, αλλά να αφιερώνεται στα ιερά των θεών, γιατί έτσι όσοι αδικούν θα είναι προσεκτικότεροι (αφού θα αντιμετωπίζουν την απειλή ίδιας τιμωρίας) και ο όχλος θα περιορίσει την καταδικαστική ψήφο του σε βάρος αυτών που δικάζονται, εφόσον δεν πρόκειται να πάρει τίποτε από τις περιουσίες τους». (1320a 4 – 11).
Κι αν αυτό το μέτρο κρίνεται ανεπαρκές, ο Αριστοτέλης προτείνει συμπληρωματικά: «Επιπλέον οφείλουν να περιορίσουν σε ελάχιστες τις δίκες για το πολίτευμα, αποθαρρύνοντας με επιβολή υπέρογκων προστίμων όσους υποβάλλουν μηνύσεις χωρίς σοβαρό λόγο». (1320a 11 – 13).
Το κατά πόσο τα μέτρα αυτά μπορούμε να τα αποδεχτούμε ή όχι τίθεται στην κρίση του καθενός. Το βέβαιο είναι ότι η λογική που θέλει τα χρήματα τα οποία προέρχονται από τις δημεύσεις των περιουσιών (μετά από δικαστική απόφαση) να πηγαίνουν σε θρησκευτικούς φορείς προκειμένου να καταπολεμηθούν τα κίνητρα των αδηφάγων, ατέρμονων (και άδικων) καταγγελιών, είναι μάλλον ισοπεδωτική, αφού προτάσσεται η ευθύγραμμη αντιμετώπιση των περιπτώσεων κι όχι το ξεδιάλεγμα που επιβάλλει η μελέτη κάθε υπόθεσης. Σε τελική ανάλυση, οι περιουσίες που κρίνονται καταχρηστικές οφείλουν να επιστρέφουν στο δημόσιο ταμείο, αφού επί της ουσίας από εκεί αντλήθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Όσο για το δεύτερο μέτρο που θέλει υψηλά πρόστιμα, ώστε να αποθαρρύνει τους φτωχούς από τις δικαστικές διεκδικήσεις, κρίνεται μάλλον ολιγαρχικό, αφού προτάσσει το χρήμα ως προτεραιότητα για τον αποκλεισμό κάποιων. Με δεδομένο ότι ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι απολύτως σίγουρος για την τροπή που μπορεί να πάρει μια δικαστική υπόθεση είναι προφανές ότι ένα τέτοιο μέτρο σταδιακά θα στερούσε τους φτωχούς από την πρόσβαση στη δικαιοσύνη μετατρέποντάς την σε πεδίο διεκδικήσεων που αφορά μόνο τους οικονομικά ισχυρούς.
Ο ισχυρισμός ότι ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται συλλήβδην στις δικαστικές υποθέσεις, αλλά μόνο στις περιπτώσεις που αφορούν καταγγελίες για δήμευση περιουσιών, δεν αλλάζει την κατάσταση, αφού, ακόμη κι έτσι να το δει κανείς, δεν μπορεί παρά να ανοίγει πεδίο δράσης για τους αδίστακτους, που θα λυμαίνονται το δημόσιο ταμείο (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) και θα τίθενται και υπεράνω δίκης, καθώς ο λαός θα έχει εξουδετερωθεί.
Η περίπτωση καταγγελίας από κάποιον άλλο πλούσιο είναι μάλλον επίφοβη, αφού αυτού του είδους τα μέτρα που αποκλείουν το λαό από βασικές πολιτειακές λειτουργίες περισσότερο συνασπίζουν τους ισχυρούς, ώστε να γίνουν ισχυρότεροι, παρά τους διαχωρίζουν. Εκτός αν μιλάμε για την κατάσταση της ακραίας ολιγαρχίας, όπου οι ισχυροί αντιμάχονται (σαν σε τελική αναμέτρηση) προκειμένου να γίνουν ακόμα πιο λίγοι οι διαχειριστές της εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση αυτά είναι φαινόμενα καθαρής ολιγαρχίας και τέτοιες προτάσεις δεν αρμόζουν, όταν αναφέρεται κανείς σε δημοκρατικούς θεσμούς.
Τελικά, αυτό που πρωτίστως διαφαίνεται από αυτές τις προτάσεις είναι (για μια ακόμη φορά) η αγανάκτηση του Αριστοτέλη προς την ποιότητα της δημοκρατίας που παρακολουθεί. Την κατατάσσει στο πέμπτο και χειρότερο είδος δημοκρατίας, επαναλαμβάνει διαρκώς τις στρεβλώσεις που επιφέρουν οι δημαγωγοί και αποκαλεί όχλο τον αθηναϊκό λαό που συχνάζει στην αγορά. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτού του είδους τη δημοκρατία την εκλαμβάνει ως τυραννία του όχλου.
Η οργή του Αριστοτέλη για την κατάσταση που επικρατεί στην Αθήνα είναι φανερή και στην τοποθέτησή του αναφορικά με το θέμα του μισθού που παρεχόταν στους φτωχούς για τη συμμετοχή τους στην εκκλησία του δήμου: «Επειδή τα τελευταία είδη δημοκρατίας εμφανίζονται σε πολυάνθρωπες πόλεις και είναι δύσκολο να προσέρχονται οι πολίτες στην εκκλησία του δήμου χωρίς μισθό, αυτή η κατάσταση στρέφεται εναντίον των επιφανών πολιτών στις πόλεις όπου τα δημόσια έσοδα δεν αρκούν (διότι είναι ανάγκη τότε να εξευρεθούν οι μισθοί από υποχρεωτικές εισφορές και δημεύσεις που αποφασίζουν διεφθαρμένα δικαστήρια από τα οποία έχουν ανατραπεί ήδη πολλές δημοκρατίες)». (1320a 17 – 22).
Η επισήμανση των διεφθαρμένων δικαστηρίων, που, εν τέλει, υπονομεύουν τη δημοκρατία, αφού θα την οδηγήσουν στην ανατροπή, είναι διαβεβαίωση ότι η δικαιοσύνη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας κι ότι η ματαίωσή της είναι η δρομολόγηση της εν γένει πολιτειακής ματαίωσης.
Και γι’ αυτό το λόγο προτείνει: «Όπου, λοιπόν, συμβαίνει να μην υπάρχουν επαρκή έσοδα για μισθούς, τότε η εκκλησία του δήμου πρέπει να συνεδριάζει σπάνια και τα δικαστήρια να αποτελούνται από πολλούς δικαστές, να έχουν όμως λίγες δικάσιμες μέρες (γιατί με τη ρύθμιση αυτή και οι πλούσιοι δε θα φοβούνται τις δαπάνες, αν οι εύποροι δεν παίρνουν δικαστικό μισθό αλλά μόνο οι άποροι, και οι υποθέσεις θα εκδικάζονται πολύ καλύτερα, αφού οι εύποροι δεν θέλουν να απομακρύνονται από τις ιδιωτικές τους ασχολίες για πολλές μέρες, για λίγο χρόνο όμως το δέχονται)». (1320a 22 – 29).
Για τον Αριστοτέλη η διασφάλιση της δικαιοσύνης αφορά την ισότιμη συμμετοχή και των πλουσίων και των φτωχών. Η συμμετοχή των φτωχών είναι διασφαλισμένη από την ύπαρξη του μισθού. Οι επιφανείς όμως (πλούσιοι), είναι προφανές ότι προτιμούν την αποχή, αφού οι χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες τους απομακρύνουν από τις ασχολίες τους. Γι’ αυτό έχει ήδη προτείνει, ότι αν η πολιτεία θέλει να εξασφαλίσει τη συμμετοχή όλων, δε φτάνει να προσφέρει μισθό στους φτωχούς που συμμετέχουν, αλλά να επιβάλει και πρόστιμο στους πλούσιους που απέχουν.
Τα πολιτεύματα που δίνουν μισθό στους φτωχούς, χωρίς όμως να προβλέπουν πρόστιμο στους πλούσιους (αν απέχουν), είναι αυτά που εμμέσως θέλουν να αποκλείσουν τους πλούσιους όπως κι εκείνα που προβλέπουν πρόστιμο στους πλούσιους (αν απέχουν), χωρίς όμως μισθό στους φτωχούς, (ώστε να συμμετέχουν) υπογείως αποκλείουν τους φτωχούς.
Η άποψη που θέλει την εκκλησία του δήμου να συνεδριάζει σπάνια, αν δεν επαρκούν τα έσοδα για να καλύψουν τη λειτουργία της, κρίνεται και πάλι ισοπεδωτική, αφού οι σπάνιες συνελεύσεις υπονομεύουν τη συμμετοχή. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να οδηγήσει στο συγκεντρωτισμό των αποφάσεων. Η τοποθέτηση αυτή κρύβει την απόλυτη απαξίωση του οργισμένου απέναντι σε όλους αυτούς που δήθεν κόπτονται για τις δημοκρατικές διαδικασίες.
Όμως, η κατά μέτωπο επίθεση γίνεται αμέσως μετά: «Εκεί όμως όπου υπάρχουν έσοδα, δεν πρέπει να γίνεται αυτό που τώρα κάνουν οι δημαγωγοί (μοιράζουν δηλαδή στους απόρους ως μισθό τα πλεονάσματα, αυτοί τα εισπράττουν και χρειάζονται ευθύς αμέσως τα ίδια, γιατί μια τέτοια βοήθεια προς τους απόρους μοιάζει με το τρύπιο πιθάρι των Δαναΐδων)». (1320a 29 – 32).
Το νέο πλήγμα που επιφέρει ο Αριστοτέλης στους δημαγωγούς δεν αποτελεί απαξίωση της οικονομικής βοήθειας προς τους φτωχούς, αλλά επίκριση του λαϊκιστικού χειρισμού του θέματος, αφού αυτού του είδους οι βοήθειες περισσότερο δημιουργούν σχέσεις εξάρτησης προς διαιώνιση του πολιτικού σκηνικού παρά προστατεύουν πραγματικά τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Η πρόσκαιρη ανακούφιση μιας τέτοιας βοήθειας όχι μόνο δεν επιλύει το θέμα, αλλά καταπραΰνει τη γενική δυσαρέσκεια, ώστε να προληφθούν ενδεχόμενες ακρότητες: «Αντίθετα προς αυτά ο αληθινός δημοκράτης οφείλει να επιδιώκει με ποιον τρόπο το πλήθος δεν θα είναι πάμφτωχο, διότι η μεγάλη φτώχεια του λαού τραυματίζει τη δημοκρατία. Πρέπει λοιπόν να επινοηθούν μέτρα που θα έκαναν την ευημερία διαρκή». (1320a 32 – 35).
Κι αυτή ακριβώς είναι η καρδιά της δημοκρατικής λογικής, η οποία ορίζει με τρόπο αδιαπραγμάτευτο τον τελικό στόχο που οφείλουν να υπηρετήσουν οι δημοκρατικοί θεσμοί. Η φτωχοποίηση του κόσμου, ώστε να φυτοζωεί με επιδόματα κι έκτακτες βοήθειες, είναι το πεδίο των καιροσκόπων που μετατρέπουν τα αναφαίρετα δικαιώματα σε προσωπική τους πρωτοβουλία. Ο δημαγωγός δε θέλει τον κόσμο ισχυρό, γιατί ο ισχυρός είναι περήφανος, κι ως εκ τούτου ανεξάρτητος.
Η διαιώνιση της υποτέλειας είναι το κύριο μέλημα του δημαγωγού. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο δημαγωγός δε θέλει λύσεις. Θέλει συνέχεια ημίμετρα που θα επιφέρουν νέα αδιέξοδα, που (βέβαια) μόνο αυτός θα μπορέσει να επιλύσει: «οι άρχοντες οφείλουν να συγκεντρώνουν όλα τα έσοδα και να τα μοιράζουν στους απόρους, μάλιστα σε όποιον μπορεί να συγκεντρώνει τόσο ποσό όσο χρειάζεται για την αγορά μικρού χωραφιού ή αν δεν είναι εφικτό αυτό, τόσο όσο μπορεί να χρησιμεύσει ως μικρό κεφάλαιο για εμπορική ή γεωργική επιχείρηση». (1320a 36 – 1320b 1).
Η δημοκρατική πόλη οφείλει να δίνει κίνητρα και να ενισχύει τις ατομικές εμπορικές ή γεωργικές επιχειρήσεις, αφού μόνο έτσι θα εξασφαλίσει τη διαιώνιση της ευημερίας. Η πόλη που αδιαφορεί για τη σύσταση των μικρών επιχειρήσεων επί της ουσίας αδιαφορεί για τη δημοκρατία. Γιατί η δημοκρατία είναι και οικονομικό μέγεθος. Δημοκρατία είναι η διαμοίραση της απασχόλησης, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν αξιοπρεπώς όλοι.
Φυσικά, ο Αριστοτέλης αναφέρεται στα δεδομένα της εποχής του, όπου οι δυνατότητες της ανθρώπινης εργασίας ευνοούσαν τη μικρή ιδιοκτησία. Τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα που εφαρμόζονται στη γεωργία είναι προφανές ότι αφορούν μεγάλες εκτάσεις. (Η παραγωγική δύναμη μιας θεριστικής κομπίνας ματαιώνεται, αν μιλάμε για δύο – τρία στρέμματα). Κι αυτό ακριβώς είναι το δημοκρατικό στοίχημα της εποχής. Να αξιοποιήσει τα νέα μέσα, χωρίς όμως να προβεί σε συγκεντρωτισμό του πλούτου, παρέχοντας σε όλους θέσεις εργασίας.
Με άλλα λόγια, η δυναμική των πολιτευμάτων είναι αλληλένδετη με την εργασία ως θεμέλιο της οργάνωσης της παραγωγής. Η συλλογικότητα στην παραγωγή, που αναπόσπαστα προϋποθέτει και συλλογική ιδιοκτησιακή συνθήκη, είναι η πραγμάτωση της δημοκρατίας σε εργασιακό επίπεδο, αφού όλα ορίζονται μέσα από την οπτική της πλειοψηφίας. Αυτού του είδους οι παραγωγικές συνθήκες δεν μπορούν παρά να προσφέρουν σε όλους εργασία, δηλαδή αξιοπρεπή ζωή και ταυτόχρονα να μειώσουν το ωράριο της εργασίας αυξάνοντας τον ελεύθερο χρόνο, στοιχεία που αποτελούν τον κύριο στόχο κάθε δημοκρατίας.
Και μην προτρέξει κανείς να συμπεράνει το κομμουνιστικό μοντέλο. Ο Αριστοτέλης ήταν ξεκάθαρα υπέρ της ιδιοκτησίας. Αυτό που δικαιούμαστε να υποθέτουμε ως προέκταση της αριστοτελικής λογικής είναι η ένωση των επιμέρους ιδιοκτησιών, σαν συνεταιρισμός, όπου ο καθένας όποτε θέλει θα μπορεί να πάρει την ιδιοκτησία του και να τη διαθέσει όπως νομίζει. Με δυο λόγια, μιλάμε και πάλι για παραγωγή που βασίζεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία, μόνο που θα υπάρχουν πολλοί ιδιώτες μαζί.
Από την άλλη, η ιδιοκτησία όλων των εκτάσεων από έναν μετατρέπει τους άλλους σε άνεργους, που πρέπει να προσληφθούν από αυτόν ή να καταφύγουν στα κρατικά βοηθήματα. Αυτό το μοντέλο παραγωγής οδηγεί στον πλουτισμό του ενός, αυξάνει το ωράριο εργασίας και μετατρέπει την εργασιακή συνθήκη σε υποτέλεια, αφού όλα επαφίενται στην κρίση του αφεντικού. Αν το πρώτο μοντέλο παραγωγής ταιριάζει στη δημοκρατία, είναι φανερό ότι το δεύτερο ταιριάζει στην ολιγαρχία. Η πόλη έχει τρόπους να ευνοήσει το ένα ή το άλλο μοντέλο. Η φορολογία είναι ένας από αυτούς.
Τελικά, το ζήτημα είναι καθαρά θέμα πολιτικής επιλογής που για τον Αριστοτέλη παίρνει και ξεκάθαρες ηθικές διαστάσεις: «Εξάλλου από λεπτότητα ήθους και σύνεση χαρακτηρίζονται οι επιφανείς πολίτες, εφόσον αντιλαμβάνονται την αξία και τις ανάγκες των απόρων και τους παρέχουν κίνητρα για να στραφούν σε κερδοφόρες εργασίες». (1320b 7 – 9).
Κατά συνέπεια, οι επιφανείς που αποτρέπουν τους φτωχούς από οποιαδήποτε κερδοφόρα δραστηριότητα με γραφειοκρατίες, φορολογίες, και πάσης φύσεως αποθαρρυντικές αντιξοότητες παίζοντας το παιχνίδι των παραγωγικά ισχυρών δεν έχουν ούτε λεπτότητα ήθους ούτε σύνεση. Κι αυτό είτε θεσμικά είτε ηθικά δεν αρμόζει στις δημοκρατίες.
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΚΥΡΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑ
ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.2.31–5.2.37
Θέλοντας να εκδικηθεί τον νέο βασιλιά των Ασσυρίων, ο επίσης Ασσύριος Γωβρύας συνάντησε τον Κύρο και του εκδήλωσε την πρόθεση να ταχθεί στην υπηρεσία του. Ανάμεσα σε άλλα, τον συμβούλευσε να αποφύγει να περάσει με το στράτευμά του σε μικρή απόσταση από τη Βαβυλώνα, την πρωτεύουσα των Ασσυρίων, που διέθεταν πολυάριθμο στρατό.
[5.2.31] Καὶ ὁ Κῦρος ἀκούσας τοῦ Γωβρύα τοιαῦτα τοιάδε πρὸς
αὐτὸν ἔλεξε. Καλῶς μοι δοκεῖς λέγειν, ὦ Γωβρύα, κελεύων
ὡς ἀσφαλέστατα τὰς πορείας ποιεῖσθαι. ἔγωγ’ οὖν σκοπῶν
οὐ δύναμαι ἐννοῆσαι ἀσφαλεστέραν οὐδεμίαν πορείαν ἡμῖν
τῆς πρὸς αὐτὴν Βαβυλῶνα εἶναι, εἰ ἐκεῖ τῶν πολεμίων ἐστὶ
τὸ κράτιστον. πολλοὶ μὲν γάρ εἰσιν, ὡς σὺ φῄς· εἰ δὲ
θαρρήσουσι, καὶ δεινοὶ ἡμῖν, ὡς ἐγώ φημι, ἔσονται. [5.2.32] μὴ
ὁρῶντες μὲν οὖν ἡμᾶς, ἀλλ’ οἰόμενοι ἀφανεῖς εἶναι διὰ
τὸ φοβεῖσθαι ἐκείνους, σάφ’ ἴσθι, ἔφη, ὅτι τοῦ μὲν φόβου
ἀπαλλάξονται ὃς αὐτοῖς ἐνεγένετο, θάρρος δ’ ἐμφύσεται ἀντὶ
τούτου τοσούτῳ μεῖζον ὅσῳ ἂν πλείονα χρόνον ἡμᾶς μὴ
ὁρῶσιν· ἢν δὲ ἤδη ἴωμεν ἐπ’ αὐτούς, πολλοὺς μὲν αὐτῶν
εὑρήσομεν ἔτι κλαίοντας τοὺς ἀποθανόντας ὑφ’ ἡμῶν, πολλοὺς
δ’ ἔτι τραύματα ἐπιδεδεμένους ἃ ὑπὸ τῶν ἡμετέρων ἔλαβον,
πάντας δ’ ἔτι μεμνημένους τῆς μὲν τοῦδε τοῦ στρατεύματος
τόλμης, τῆς δ’ αὑτῶν φυγῆς τε καὶ συμφορᾶς. [5.2.33] εὖ δ’ ἴσθι,
ἔφη, ὦ Γωβρύα, [ἵνα καὶ τοῦτ’ εἰδῇς,] οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι,
ὅταν μὲν θαρρῶσιν, ἀνυπόστατον τὸ φρόνημα παρέχονται·
ὅταν δὲ δείσωσιν, ὅσῳ ἂν πλείους ὦσι, τοσούτῳ μείζω καὶ
ἐκπεπληγμένον μᾶλλον τὸν φόβον κέκτηνται. [5.2.34] ἐκ πολλῶν
μὲν γὰρ καὶ κακῶν λόγων ηὐξημένος αὐτοῖς πάρεστιν[, ἐκ
πολλῶν δὲ καὶ πονηρῶν χρωμάτων], ἐκ πολλῶν δὲ καὶ
δυσθύμων τε καὶ ἐξεστηκότων προσώπων ἥθροισται. ὥσθ’
ὑπὸ τοῦ μεγέθους οὐ ῥᾴδιον αὐτόν ἐστιν οὔτε λόγοις κατα-
σβέσαι οὔτε προσάγοντα πολεμίοις μένος ἐμβαλεῖν οὔτε ἀπά-
γοντα ἀναθρέψαι τὸ φρόνημα, ἀλλ’ ὅσῳ ἂν μᾶλλον αὐτοῖς
θαρρεῖν παρακελεύῃ, τοσούτῳ ἐν δεινοτέροις ἡγοῦνται εἶναι.
[5.2.35] ἐκεῖνο μέντοι νὴ Δί’, ἔφη, σκεψώμεθα ἀκριβῶς ὅπως ἔχει.
εἰ μὲν γὰρ τὸ ἀπὸ τοῦδε αἱ νῖκαι ἔσονται ἐν τοῖς πολε-
μικοῖς ἔργοις ὁπότεροι ἂν πλείονα ὄχλον ἀπαριθμήσωσιν,
ὀρθῶς καὶ σὺ φοβῇ περὶ ἡμῶν καὶ ἡμεῖς τῷ ὄντι ἐν δεινοῖς
ἐσμεν· εἰ μέντοι ὥσπερ πρόσθεν διὰ τοὺς εὖ μαχομένους ἔτι
καὶ νῦν αἱ μάχαι κρίνονται, θαρρῶν οὐδὲν ἂν σφαλείης· πολὺ
μὲν γὰρ σὺν τοῖς θεοῖς πλείονας εὑρήσεις παρ’ ἡμῖν τοὺς
θέλοντας μάχεσθαι ἢ παρ’ ἐκείνοις· [5.2.36] ὡς δ’ ἔτι μᾶλλον θαρρῇς,
καὶ τόδε κατανόησον· οἱ μὲν γὰρ πολέμιοι πολὺ μὲν ἐλάττονές
εἰσι νῦν ἢ πρὶν ἡττηθῆναι ὑφ’ ἡμῶν, πολὺ δ’ ἐλάττονες ἢ
ὅτε ἀπέδρασαν ἡμᾶς· ἡμεῖς δὲ καὶ μείζονες νῦν, ἐπεὶ νενική-
καμεν, καὶ ἰσχυρότεροι, ἐπεὶ ὑμεῖς ἡμῖν προσγεγένησθε· μὴ
γὰρ ἔτι ἀτίμαζε μηδὲ τοὺς σούς, ἐπεὶ σὺν ἡμῖν εἰσι· σὺν γὰρ
τοῖς νικῶσι, σάφ’ ἴσθι, ὦ Γωβρύα, θαρροῦντες καὶ οἱ ἀκό-
λουθοι ἕπονται. [5.2.37] μὴ λανθανέτω δέ σε μηδὲ τοῦτο, ἔφη, ὅτι
ἔξεστι μὲν τοῖς πολεμίοις καὶ νῦν ἰδεῖν ἡμᾶς· γοργότεροι δέ,
σάφ’ ἴσθι, οὐδαμῶς ἂν αὐτοῖς φανείημεν ἢ ἰόντες ἐπ’ ἐκεί-
νους. ὡς οὖν ἐμοῦ ταῦτα γιγνώσκοντος ἄγε ἡμᾶς εὐθὺ [τὴν
ἐπὶ] Βαβυλῶνος.
***
Ο Κύρος ακούγοντας τα λόγια αυτά του Γωβρύα του είπε τα εξής: Μου φαίνεται, Γωβρύα, ότι σωστά μιλείς συμβουλεύοντας να φροντίζωμε για την ασφάλειά μας κατά την πορεία. Εγώ λοιπόν εξετάζοντας το πράγμα δεν μπορώ να βρω καμμιά άλλη πορεία ασφαλέστερη για μας από το να βαδίσωμε εναντίον αυτής της Βαβυλώνος, αν εκεί υπάρχη ο δυνατώτερος στρατός των εχθρών. Γιατί είναι πολλοί, καθώς μας βεβαιώνεις. Αν αποκτήσουν και θάρρος, θα είναι, κατά τη γνώμη μου, επικίνδυνοι για μας. Εφ' όσον λοιπόν δεν μας βλέπουν, αλλά νομίζουν ότι δεν φαινόμαστε γιατί τους φοβούμαστε, μάθε ότι θα απαλλαγούν από το φόβο που τους κατέχει, θα αναθαρρήσουν δε τόσο περισσότερο, όσο περισσότερο χρόνο δεν μας βλέπουν. Αν όμως τώρα ορμήσωμε εναντίον τους, πολλούς απ' αυτούς θα βρούμε να κλαίνε ακόμη εκείνους που φονεύσαμε, και πολλούς να έχουν δεμένα ακόμη τα τραύματα που λάβανε από τους δικούς μας, και όλους να θυμούνται ακόμη την τόλμη του στρατού μας και τη δική τους φυγή και συμφορά. Μάθε καλά, είπε, Γωβρύα, [για να γνωρίζης και τούτο] ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν πάρουν θάρρος, έχουν ακατάβλητο το φρόνημα, όταν όμως δειλιάσουν, όσο περισσότεροι είναι τόσο μεγαλύτερο και τρομερώτερο φόβο έχουν. Γιατί τους έρχεται ο φόβος αυξημένος από πολλές και φοβερές διαδόσεις, από πολλές και ταπεινές εκφράσεις του προσώπου, και συσσωρεύεται από πολλούς λυπημένους που βρίσκονται σε κατάσταση αλλοφροσύνης. Ώστε, επειδή ο φόβος είναι μεγάλος, δεν είναι εύκολο ούτε με λόγια να τον εξαλείψη κανείς, ούτε να εγκαρδιώση τους φοβισμένους οδηγώντας τους εναντίον των εχθρών, ούτε απομακρύνοντάς τους από τους εχθρούς να τους ενθαρρύνη, αλλ' όσο περισσότερο τους προτρέπει κανείς να έχουν θάρρος, τόσο περισσότερο φαντάζονται πως βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Το εξής όμως, μα τον Δία, είπε, ας εξετάσωμε με ακρίβεια πως έχει. Αν δηλαδή οι νίκες στον πόλεμο θα ανήκουν στο εξής σε κείνους που έχουν την αριθμητικήν υπεροχή, ορθά τότε φοβάσαι για μας και μεις πραγματικά κινδυνεύομε. Αν όμως, όπως συνέβη πρωτύτερα, ακόμη και τώρα οι νίκες κερδίζονται με την ανδρεία των μαχητών, δεν κάνεις διόλου σφάλμα, αν έχης θάρρος για μας. Γιατί με τη βοήθεια των θεών πολύ περισσότερους στρατιώτες θα βρης στο στρατόπεδό μας που επιθυμούν να πολεμήσουν, παρά στο στρατόπεδο εκείνων. Σκέψου και το εξής, για να έχης ακόμη μεγαλύτερο θάρρος. Οι εχθροί μας είναι πολύ λιγώτεροι τώρα παρά πριν από τότε που τους νικήσαμε και πολύ λιγώτεροι παρά όταν έφυγαν νικημένοι από μας. Εμείς και θαρραλεώτεροι είμαστε τώρα, γιατί είμαστε νικητές, και δυνατώτεροι, γιατί το στράτευμά σας προστέθηκε στο δικό μας. Μη δα καταφρονής πλέον τους δικούς σου, αφού είναι μαζί μας. Γιατί λάβε, Γωβρύα, υπ' όψη σου ότι τους νικητές τους ακολουθούν με θάρρος και κείνοι που έρχονται κατόπιν. Να μη λησμονής δε ουδέ το εξής, ότι δηλαδή είναι δυνατόν και τώρα να μας ιδούν οι εχθροί. Έχε δε υπ' όψη σου ότι με κανέναν άλλο τρόπο δεν μπορούμε να φανούμε φοβερώτεροι σ' αυτούς, παρά αν ορμήσωμε εναντίον τους. Επειδή λοιπόν αυτή τη γνώμη έχω, οδήγησέ μας κατ' ευθείαν στη Βαβυλώνα.
ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.2.31–5.2.37
Πλεονεκτήματα μιας άμεσης επίθεσης στη Βαβυλώνα
Θέλοντας να εκδικηθεί τον νέο βασιλιά των Ασσυρίων, ο επίσης Ασσύριος Γωβρύας συνάντησε τον Κύρο και του εκδήλωσε την πρόθεση να ταχθεί στην υπηρεσία του. Ανάμεσα σε άλλα, τον συμβούλευσε να αποφύγει να περάσει με το στράτευμά του σε μικρή απόσταση από τη Βαβυλώνα, την πρωτεύουσα των Ασσυρίων, που διέθεταν πολυάριθμο στρατό.
[5.2.31] Καὶ ὁ Κῦρος ἀκούσας τοῦ Γωβρύα τοιαῦτα τοιάδε πρὸς
αὐτὸν ἔλεξε. Καλῶς μοι δοκεῖς λέγειν, ὦ Γωβρύα, κελεύων
ὡς ἀσφαλέστατα τὰς πορείας ποιεῖσθαι. ἔγωγ’ οὖν σκοπῶν
οὐ δύναμαι ἐννοῆσαι ἀσφαλεστέραν οὐδεμίαν πορείαν ἡμῖν
τῆς πρὸς αὐτὴν Βαβυλῶνα εἶναι, εἰ ἐκεῖ τῶν πολεμίων ἐστὶ
τὸ κράτιστον. πολλοὶ μὲν γάρ εἰσιν, ὡς σὺ φῄς· εἰ δὲ
θαρρήσουσι, καὶ δεινοὶ ἡμῖν, ὡς ἐγώ φημι, ἔσονται. [5.2.32] μὴ
ὁρῶντες μὲν οὖν ἡμᾶς, ἀλλ’ οἰόμενοι ἀφανεῖς εἶναι διὰ
τὸ φοβεῖσθαι ἐκείνους, σάφ’ ἴσθι, ἔφη, ὅτι τοῦ μὲν φόβου
ἀπαλλάξονται ὃς αὐτοῖς ἐνεγένετο, θάρρος δ’ ἐμφύσεται ἀντὶ
τούτου τοσούτῳ μεῖζον ὅσῳ ἂν πλείονα χρόνον ἡμᾶς μὴ
ὁρῶσιν· ἢν δὲ ἤδη ἴωμεν ἐπ’ αὐτούς, πολλοὺς μὲν αὐτῶν
εὑρήσομεν ἔτι κλαίοντας τοὺς ἀποθανόντας ὑφ’ ἡμῶν, πολλοὺς
δ’ ἔτι τραύματα ἐπιδεδεμένους ἃ ὑπὸ τῶν ἡμετέρων ἔλαβον,
πάντας δ’ ἔτι μεμνημένους τῆς μὲν τοῦδε τοῦ στρατεύματος
τόλμης, τῆς δ’ αὑτῶν φυγῆς τε καὶ συμφορᾶς. [5.2.33] εὖ δ’ ἴσθι,
ἔφη, ὦ Γωβρύα, [ἵνα καὶ τοῦτ’ εἰδῇς,] οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι,
ὅταν μὲν θαρρῶσιν, ἀνυπόστατον τὸ φρόνημα παρέχονται·
ὅταν δὲ δείσωσιν, ὅσῳ ἂν πλείους ὦσι, τοσούτῳ μείζω καὶ
ἐκπεπληγμένον μᾶλλον τὸν φόβον κέκτηνται. [5.2.34] ἐκ πολλῶν
μὲν γὰρ καὶ κακῶν λόγων ηὐξημένος αὐτοῖς πάρεστιν[, ἐκ
πολλῶν δὲ καὶ πονηρῶν χρωμάτων], ἐκ πολλῶν δὲ καὶ
δυσθύμων τε καὶ ἐξεστηκότων προσώπων ἥθροισται. ὥσθ’
ὑπὸ τοῦ μεγέθους οὐ ῥᾴδιον αὐτόν ἐστιν οὔτε λόγοις κατα-
σβέσαι οὔτε προσάγοντα πολεμίοις μένος ἐμβαλεῖν οὔτε ἀπά-
γοντα ἀναθρέψαι τὸ φρόνημα, ἀλλ’ ὅσῳ ἂν μᾶλλον αὐτοῖς
θαρρεῖν παρακελεύῃ, τοσούτῳ ἐν δεινοτέροις ἡγοῦνται εἶναι.
[5.2.35] ἐκεῖνο μέντοι νὴ Δί’, ἔφη, σκεψώμεθα ἀκριβῶς ὅπως ἔχει.
εἰ μὲν γὰρ τὸ ἀπὸ τοῦδε αἱ νῖκαι ἔσονται ἐν τοῖς πολε-
μικοῖς ἔργοις ὁπότεροι ἂν πλείονα ὄχλον ἀπαριθμήσωσιν,
ὀρθῶς καὶ σὺ φοβῇ περὶ ἡμῶν καὶ ἡμεῖς τῷ ὄντι ἐν δεινοῖς
ἐσμεν· εἰ μέντοι ὥσπερ πρόσθεν διὰ τοὺς εὖ μαχομένους ἔτι
καὶ νῦν αἱ μάχαι κρίνονται, θαρρῶν οὐδὲν ἂν σφαλείης· πολὺ
μὲν γὰρ σὺν τοῖς θεοῖς πλείονας εὑρήσεις παρ’ ἡμῖν τοὺς
θέλοντας μάχεσθαι ἢ παρ’ ἐκείνοις· [5.2.36] ὡς δ’ ἔτι μᾶλλον θαρρῇς,
καὶ τόδε κατανόησον· οἱ μὲν γὰρ πολέμιοι πολὺ μὲν ἐλάττονές
εἰσι νῦν ἢ πρὶν ἡττηθῆναι ὑφ’ ἡμῶν, πολὺ δ’ ἐλάττονες ἢ
ὅτε ἀπέδρασαν ἡμᾶς· ἡμεῖς δὲ καὶ μείζονες νῦν, ἐπεὶ νενική-
καμεν, καὶ ἰσχυρότεροι, ἐπεὶ ὑμεῖς ἡμῖν προσγεγένησθε· μὴ
γὰρ ἔτι ἀτίμαζε μηδὲ τοὺς σούς, ἐπεὶ σὺν ἡμῖν εἰσι· σὺν γὰρ
τοῖς νικῶσι, σάφ’ ἴσθι, ὦ Γωβρύα, θαρροῦντες καὶ οἱ ἀκό-
λουθοι ἕπονται. [5.2.37] μὴ λανθανέτω δέ σε μηδὲ τοῦτο, ἔφη, ὅτι
ἔξεστι μὲν τοῖς πολεμίοις καὶ νῦν ἰδεῖν ἡμᾶς· γοργότεροι δέ,
σάφ’ ἴσθι, οὐδαμῶς ἂν αὐτοῖς φανείημεν ἢ ἰόντες ἐπ’ ἐκεί-
νους. ὡς οὖν ἐμοῦ ταῦτα γιγνώσκοντος ἄγε ἡμᾶς εὐθὺ [τὴν
ἐπὶ] Βαβυλῶνος.
***
Ο Κύρος ακούγοντας τα λόγια αυτά του Γωβρύα του είπε τα εξής: Μου φαίνεται, Γωβρύα, ότι σωστά μιλείς συμβουλεύοντας να φροντίζωμε για την ασφάλειά μας κατά την πορεία. Εγώ λοιπόν εξετάζοντας το πράγμα δεν μπορώ να βρω καμμιά άλλη πορεία ασφαλέστερη για μας από το να βαδίσωμε εναντίον αυτής της Βαβυλώνος, αν εκεί υπάρχη ο δυνατώτερος στρατός των εχθρών. Γιατί είναι πολλοί, καθώς μας βεβαιώνεις. Αν αποκτήσουν και θάρρος, θα είναι, κατά τη γνώμη μου, επικίνδυνοι για μας. Εφ' όσον λοιπόν δεν μας βλέπουν, αλλά νομίζουν ότι δεν φαινόμαστε γιατί τους φοβούμαστε, μάθε ότι θα απαλλαγούν από το φόβο που τους κατέχει, θα αναθαρρήσουν δε τόσο περισσότερο, όσο περισσότερο χρόνο δεν μας βλέπουν. Αν όμως τώρα ορμήσωμε εναντίον τους, πολλούς απ' αυτούς θα βρούμε να κλαίνε ακόμη εκείνους που φονεύσαμε, και πολλούς να έχουν δεμένα ακόμη τα τραύματα που λάβανε από τους δικούς μας, και όλους να θυμούνται ακόμη την τόλμη του στρατού μας και τη δική τους φυγή και συμφορά. Μάθε καλά, είπε, Γωβρύα, [για να γνωρίζης και τούτο] ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν πάρουν θάρρος, έχουν ακατάβλητο το φρόνημα, όταν όμως δειλιάσουν, όσο περισσότεροι είναι τόσο μεγαλύτερο και τρομερώτερο φόβο έχουν. Γιατί τους έρχεται ο φόβος αυξημένος από πολλές και φοβερές διαδόσεις, από πολλές και ταπεινές εκφράσεις του προσώπου, και συσσωρεύεται από πολλούς λυπημένους που βρίσκονται σε κατάσταση αλλοφροσύνης. Ώστε, επειδή ο φόβος είναι μεγάλος, δεν είναι εύκολο ούτε με λόγια να τον εξαλείψη κανείς, ούτε να εγκαρδιώση τους φοβισμένους οδηγώντας τους εναντίον των εχθρών, ούτε απομακρύνοντάς τους από τους εχθρούς να τους ενθαρρύνη, αλλ' όσο περισσότερο τους προτρέπει κανείς να έχουν θάρρος, τόσο περισσότερο φαντάζονται πως βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Το εξής όμως, μα τον Δία, είπε, ας εξετάσωμε με ακρίβεια πως έχει. Αν δηλαδή οι νίκες στον πόλεμο θα ανήκουν στο εξής σε κείνους που έχουν την αριθμητικήν υπεροχή, ορθά τότε φοβάσαι για μας και μεις πραγματικά κινδυνεύομε. Αν όμως, όπως συνέβη πρωτύτερα, ακόμη και τώρα οι νίκες κερδίζονται με την ανδρεία των μαχητών, δεν κάνεις διόλου σφάλμα, αν έχης θάρρος για μας. Γιατί με τη βοήθεια των θεών πολύ περισσότερους στρατιώτες θα βρης στο στρατόπεδό μας που επιθυμούν να πολεμήσουν, παρά στο στρατόπεδο εκείνων. Σκέψου και το εξής, για να έχης ακόμη μεγαλύτερο θάρρος. Οι εχθροί μας είναι πολύ λιγώτεροι τώρα παρά πριν από τότε που τους νικήσαμε και πολύ λιγώτεροι παρά όταν έφυγαν νικημένοι από μας. Εμείς και θαρραλεώτεροι είμαστε τώρα, γιατί είμαστε νικητές, και δυνατώτεροι, γιατί το στράτευμά σας προστέθηκε στο δικό μας. Μη δα καταφρονής πλέον τους δικούς σου, αφού είναι μαζί μας. Γιατί λάβε, Γωβρύα, υπ' όψη σου ότι τους νικητές τους ακολουθούν με θάρρος και κείνοι που έρχονται κατόπιν. Να μη λησμονής δε ουδέ το εξής, ότι δηλαδή είναι δυνατόν και τώρα να μας ιδούν οι εχθροί. Έχε δε υπ' όψη σου ότι με κανέναν άλλο τρόπο δεν μπορούμε να φανούμε φοβερώτεροι σ' αυτούς, παρά αν ορμήσωμε εναντίον τους. Επειδή λοιπόν αυτή τη γνώμη έχω, οδήγησέ μας κατ' ευθείαν στη Βαβυλώνα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)