ΑΙ. δρᾶμα ποήσας Ἄρεως μεστόν. ΔΙ. ποῖον; ΑΙ. τοὺς Ἕπτ᾽ ἐπὶ Θήβας·
ὃ θεασάμενος πᾶς ἄν τις ἀνὴρ ἠράσθη δάιος εἶναι.
ΔΙ. τουτὶ μέν σοι κακὸν εἴργασται· Θηβαίους γὰρ πεπόηκας
ἀνδρειοτέρους εἰς τὸν πόλεμον· καὶ τούτου γ᾽ οὕνεκα τύπτου.
1025 ΑΙ. ἀλλ᾽ ὑμῖν αὔτ᾽ ἐξῆν ἀσκεῖν, ἀλλ᾽ οὐκ ἐπὶ τοῦτ᾽ ἐτράπεσθε.
εἶτα διδάξας Πέρσας μετὰ τοῦτ᾽ ἐπιθυμεῖν ἐξεδίδαξα
νικᾶν ἀεὶ τοὺς ἀντιπάλους, κοσμήσας ἔργον ἄριστον.
ΔΙ. ἐχάρην γοῦν, ἡνίκ᾽ ἐκώκυσας περὶ Δαρείου τεθνεῶτος,
ὁ χορὸς δ᾽ εὐθὺς τὼ χεῖρ᾽ ὡδὶ συγκρούσας εἶπεν· «ἰαυοῖ.»
1030 ΑΙ. ταῦτα γὰρ ἄνδρας χρὴ ποιητὰς ἀσκεῖν. σκέψαι γὰρ ἀπ᾽ ἀρχῆς
ὡς ὠφέλιμοι τῶν ποιητῶν οἱ γενναῖοι γεγένηνται.
Ὀρφεὺς μὲν γὰρ τελετάς θ᾽ ἡμῖν κατέδειξε φόνων τ᾽ ἀπέχεσθαι,
Μουσαῖος δ᾽ ἐξακέσεις τε νόσων καὶ χρησμούς, Ἡσίοδος δὲ
γῆς ἐργασίας, καρπῶν ὥρας, ἀρότους· ὁ δὲ θεῖος Ὅμηρος
1035 ἀπὸ τοῦ τιμὴν καὶ κλέος ἔσχεν πλὴν τοῦδ᾽ ὅτι χρήστ᾽ ἐδίδαξεν,
τάξεις, ἀρετάς, ὁπλίσεις ἀνδρῶν; ΔΙ. καὶ μὴν οὐ Παντακλέα γε
ἐδίδαξεν ὅμως τὸν σκαιότατον. πρώην γοῦν, ἡνίκ᾽ ἔπεμπεν,
τὸ κράνος πρῶτον περιδησάμενος τὸν λόφον ἤμελλ᾽ ἐπιδήσειν.
ΑΙ. ἀλλ᾽ ἄλλους τοι πολλοὺς ἀγαθούς, ὧν ἦν καὶ Λάμαχος ἥρως·
1040 ὅθεν ἡμὴ φρὴν ἀπομαξαμένη πολλὰς ἀρετὰς ἐπόησεν,
Πατρόκλων, Τεύκρων θυμολεόντων, ἵν᾽ ἐπαίροιμ᾽ ἄνδρα πολίτην
ἀντεκτείνειν αὑτὸν τούτοις, ὁπόταν σάλπιγγος ἀκούσῃ.
ἀλλ᾽ οὐ μὰ Δί᾽ οὐ Φαίδρας ἐποίουν πόρνας οὐδὲ Σθενεβοίας,
οὐδ᾽ οἶδ᾽ οὐδεὶς ἥντιν᾽ ἐρῶσαν πώποτ᾽ ἐποίησα γυναῖκα.
1045 ΕΥ. μὰ Δί᾽, οὐδὲ γὰρ ἦν τῆς Ἀφροδίτης οὐδέν σοι. ΑΙ. μηδέ γ᾽ ἐπείη·
ἀλλ᾽ ἐπὶ σοί τοι καὶ τοῖς σοῖσιν πολλὴ πολλοῦ ᾽πικαθῆτο,
ὥστε γε καὐτόν σε κατ᾽ οὖν ἔβαλεν. ΔΙ. νὴ τὸν Δία τοῦτό γέ τοι δή.
ἃ γὰρ εἰς τὰς ἀλλοτρίας ἐπόεις, αὐτὸς τούτοισιν ἐπλήγης.
ΕΥ. καὶ τί βλάπτουσ᾽, ὦ σχέτλι᾽ ἀνδρῶν, τὴν πόλιν ἁμαὶ Σθενέβοιαι;
1050 ΑΙ. ὅτι γενναίας καὶ γενναίων ἀνδρῶν ἀλόχους ἀνέπεισας
κώνεια πίνειν αἰσχυνθείσας διὰ τοὺς σοὺς Βελλεροφόντας.
***
ΑΙΣ. Μ᾽ ένα δράμα μου με Άρη γεμάτο. ΔΙΟ. Ποιό αυτό;
ΑΙΣ. Των Εφτά η Εκστρατεία στη Θήβα·
όποιος το ᾽δε στο θέατρο, λαχτάρησε ευθύς
να χιμήξει, να τρέξει στη μάχη.
ΔΙΟ. Αυτό που έκαμες ήτανε πράξη κακή·
απ᾽ το δράμα σου εκείνο οι Θηβαίοι
πιο πολλή για τον πόλεμο κάμαν καρδιά·
για ποινή λέω πως ξύλο σου πρέπει.
ΑΙΣ. Οι Αθηναίοι θα μπορούσαν κι εκείνοι, θαρρώ,
ν᾽ αντρειευτούν· δεν το θέλησαν όμως.
Με τους Πέρσες που ανέβασα, που έργο λαμπρό
με το δράμα μου εξύμνησα εκείνο,
τη λαχτάρα ξυπνώ στων θεατών την ψυχή
να νικούν τους αντίπαλους πάντα.
ΔΙΟ. Πόσο χάρηκα, αλήθεια, σαν άκουσα εκεί
το νεκρό να θρηνούνε Δαρείο·
άρχισε έπειτα αμέσως τα χέρια ο Χορός
να χτυπά και «ιαυοί» να φωνάζει.
1030 ΑΙΣ. Έργα τέτοια να κάνουν χρωστούν οι ποιητές.
Σκέψου πόσο απ᾽ τα πρώτα τα χρόνια
οι ποιητές με γενναία και μεγάλη ψυχή
τους ανθρώπους ωφέλησαν. Άκου.
Μυστηρίων τελετές κι από φόνο αποχή·
νά του Ορφέα τα διδάγματα ποιά ήταν.
Τη γιατρειά απ᾽ τις αρρώστιες, μαζί και χρησμούς
ο Μουσαίος μας εδίδαξε. Τα έργα
ο Ησίοδος της γης, τους καιρούς των καρπών
και τα οργώματα. Ο Όμηρος τέλος,
ο θείος Όμηρος, πού να χρωστά την τιμή
και τη δόξα του; Δίδαξε για όπλα,
για παράταξη αντρών κι αντρειοσύνη· όλ᾽ αυτά,
χρήσιμα έργα. ΔΙΟ. Ο χαμένος ωστόσο
Παντακλής δε διδάχτηκε διόλου· προχτές
—σε παρέλαση θα ᾽παιρνε μέρος—
αφού φόρεσε πρώτα το κράνος σφιχτά,
φούντα πήγε να δέσει από πάνω.
ΑΙΣ. Μα διδάχτηκαν άλλοι πολλοί και καλοί·
ένας, ο ήρωας ο Λάμαχος· τέτοια
1040 απ᾽ τον Όμηρο πρότυπα πήρα κι εγώ
κι έπλασα έτσι πολλούς αντρειωμένους,
λιονταρόκαρδους Τεύκρους και Πάτροκλους· νά,
γιατί το ᾽κανα: κάθε πολίτης
να ποθεί να υψωθεί και να φτάσει ως αυτούς,
μόλις ήχο από σάλπιγγα ακούσει.
Νά των έργων μου οι ήρωες, και, μά το θεό,
ποτέ πόρνες, Σθενέβοιες, ή Φαίδρες·
και καμιά ερωτεμένη γυναίκα, ούτε μια,
σε δικό μου δε βρίσκεται δράμα.
ΕΥΡ. Η Αφροδίτη μ᾽ εσένα δεν είχε καμιά
βέβαια σχέση. ΑΙΣ. Ποτέ να μην έχει·
αλλά πάνω σ᾽ εσένα καθόταν βαριά
και στους άλλους δικούς σου το ίδιο,
κι απ᾽ το βάρος σωριάστηκες τέλος κι εσύ.
ΔΙΟ. Και σωστό ήταν αυτό, μά το Δία.
Όσα φόρτωνες πάνω στις ξένες, αυτά
σε χτυπήσανε τέλος κι εσένα.
ΕΥΡ. Και ποιά βλάβη, κακόμοιρε εσύ, προξενούν
οι δικές μου Σθενέβοιες στην πόλη;
1050 ΑΙΣ. Ιστορίες για να δείχνεις στη σκηνή
σαν του Βελλεροφόντη, να πούμε,
ντροπιαστήκανε τίμιες γυναίκες αντρών
το ίδιο τίμιων, κι έτσι ήπιαν το κώνειο.
ΕΥΡ. Αλλά ο μύθος της Φαίδρας, που σύνθεσα εγώ
μες στο δράμα, δεν ήταν και πρώτα;
ὃ θεασάμενος πᾶς ἄν τις ἀνὴρ ἠράσθη δάιος εἶναι.
ΔΙ. τουτὶ μέν σοι κακὸν εἴργασται· Θηβαίους γὰρ πεπόηκας
ἀνδρειοτέρους εἰς τὸν πόλεμον· καὶ τούτου γ᾽ οὕνεκα τύπτου.
1025 ΑΙ. ἀλλ᾽ ὑμῖν αὔτ᾽ ἐξῆν ἀσκεῖν, ἀλλ᾽ οὐκ ἐπὶ τοῦτ᾽ ἐτράπεσθε.
εἶτα διδάξας Πέρσας μετὰ τοῦτ᾽ ἐπιθυμεῖν ἐξεδίδαξα
νικᾶν ἀεὶ τοὺς ἀντιπάλους, κοσμήσας ἔργον ἄριστον.
ΔΙ. ἐχάρην γοῦν, ἡνίκ᾽ ἐκώκυσας περὶ Δαρείου τεθνεῶτος,
ὁ χορὸς δ᾽ εὐθὺς τὼ χεῖρ᾽ ὡδὶ συγκρούσας εἶπεν· «ἰαυοῖ.»
1030 ΑΙ. ταῦτα γὰρ ἄνδρας χρὴ ποιητὰς ἀσκεῖν. σκέψαι γὰρ ἀπ᾽ ἀρχῆς
ὡς ὠφέλιμοι τῶν ποιητῶν οἱ γενναῖοι γεγένηνται.
Ὀρφεὺς μὲν γὰρ τελετάς θ᾽ ἡμῖν κατέδειξε φόνων τ᾽ ἀπέχεσθαι,
Μουσαῖος δ᾽ ἐξακέσεις τε νόσων καὶ χρησμούς, Ἡσίοδος δὲ
γῆς ἐργασίας, καρπῶν ὥρας, ἀρότους· ὁ δὲ θεῖος Ὅμηρος
1035 ἀπὸ τοῦ τιμὴν καὶ κλέος ἔσχεν πλὴν τοῦδ᾽ ὅτι χρήστ᾽ ἐδίδαξεν,
τάξεις, ἀρετάς, ὁπλίσεις ἀνδρῶν; ΔΙ. καὶ μὴν οὐ Παντακλέα γε
ἐδίδαξεν ὅμως τὸν σκαιότατον. πρώην γοῦν, ἡνίκ᾽ ἔπεμπεν,
τὸ κράνος πρῶτον περιδησάμενος τὸν λόφον ἤμελλ᾽ ἐπιδήσειν.
ΑΙ. ἀλλ᾽ ἄλλους τοι πολλοὺς ἀγαθούς, ὧν ἦν καὶ Λάμαχος ἥρως·
1040 ὅθεν ἡμὴ φρὴν ἀπομαξαμένη πολλὰς ἀρετὰς ἐπόησεν,
Πατρόκλων, Τεύκρων θυμολεόντων, ἵν᾽ ἐπαίροιμ᾽ ἄνδρα πολίτην
ἀντεκτείνειν αὑτὸν τούτοις, ὁπόταν σάλπιγγος ἀκούσῃ.
ἀλλ᾽ οὐ μὰ Δί᾽ οὐ Φαίδρας ἐποίουν πόρνας οὐδὲ Σθενεβοίας,
οὐδ᾽ οἶδ᾽ οὐδεὶς ἥντιν᾽ ἐρῶσαν πώποτ᾽ ἐποίησα γυναῖκα.
1045 ΕΥ. μὰ Δί᾽, οὐδὲ γὰρ ἦν τῆς Ἀφροδίτης οὐδέν σοι. ΑΙ. μηδέ γ᾽ ἐπείη·
ἀλλ᾽ ἐπὶ σοί τοι καὶ τοῖς σοῖσιν πολλὴ πολλοῦ ᾽πικαθῆτο,
ὥστε γε καὐτόν σε κατ᾽ οὖν ἔβαλεν. ΔΙ. νὴ τὸν Δία τοῦτό γέ τοι δή.
ἃ γὰρ εἰς τὰς ἀλλοτρίας ἐπόεις, αὐτὸς τούτοισιν ἐπλήγης.
ΕΥ. καὶ τί βλάπτουσ᾽, ὦ σχέτλι᾽ ἀνδρῶν, τὴν πόλιν ἁμαὶ Σθενέβοιαι;
1050 ΑΙ. ὅτι γενναίας καὶ γενναίων ἀνδρῶν ἀλόχους ἀνέπεισας
κώνεια πίνειν αἰσχυνθείσας διὰ τοὺς σοὺς Βελλεροφόντας.
***
ΑΙΣ. Μ᾽ ένα δράμα μου με Άρη γεμάτο. ΔΙΟ. Ποιό αυτό;
ΑΙΣ. Των Εφτά η Εκστρατεία στη Θήβα·
όποιος το ᾽δε στο θέατρο, λαχτάρησε ευθύς
να χιμήξει, να τρέξει στη μάχη.
ΔΙΟ. Αυτό που έκαμες ήτανε πράξη κακή·
απ᾽ το δράμα σου εκείνο οι Θηβαίοι
πιο πολλή για τον πόλεμο κάμαν καρδιά·
για ποινή λέω πως ξύλο σου πρέπει.
ΑΙΣ. Οι Αθηναίοι θα μπορούσαν κι εκείνοι, θαρρώ,
ν᾽ αντρειευτούν· δεν το θέλησαν όμως.
Με τους Πέρσες που ανέβασα, που έργο λαμπρό
με το δράμα μου εξύμνησα εκείνο,
τη λαχτάρα ξυπνώ στων θεατών την ψυχή
να νικούν τους αντίπαλους πάντα.
ΔΙΟ. Πόσο χάρηκα, αλήθεια, σαν άκουσα εκεί
το νεκρό να θρηνούνε Δαρείο·
άρχισε έπειτα αμέσως τα χέρια ο Χορός
να χτυπά και «ιαυοί» να φωνάζει.
1030 ΑΙΣ. Έργα τέτοια να κάνουν χρωστούν οι ποιητές.
Σκέψου πόσο απ᾽ τα πρώτα τα χρόνια
οι ποιητές με γενναία και μεγάλη ψυχή
τους ανθρώπους ωφέλησαν. Άκου.
Μυστηρίων τελετές κι από φόνο αποχή·
νά του Ορφέα τα διδάγματα ποιά ήταν.
Τη γιατρειά απ᾽ τις αρρώστιες, μαζί και χρησμούς
ο Μουσαίος μας εδίδαξε. Τα έργα
ο Ησίοδος της γης, τους καιρούς των καρπών
και τα οργώματα. Ο Όμηρος τέλος,
ο θείος Όμηρος, πού να χρωστά την τιμή
και τη δόξα του; Δίδαξε για όπλα,
για παράταξη αντρών κι αντρειοσύνη· όλ᾽ αυτά,
χρήσιμα έργα. ΔΙΟ. Ο χαμένος ωστόσο
Παντακλής δε διδάχτηκε διόλου· προχτές
—σε παρέλαση θα ᾽παιρνε μέρος—
αφού φόρεσε πρώτα το κράνος σφιχτά,
φούντα πήγε να δέσει από πάνω.
ΑΙΣ. Μα διδάχτηκαν άλλοι πολλοί και καλοί·
ένας, ο ήρωας ο Λάμαχος· τέτοια
1040 απ᾽ τον Όμηρο πρότυπα πήρα κι εγώ
κι έπλασα έτσι πολλούς αντρειωμένους,
λιονταρόκαρδους Τεύκρους και Πάτροκλους· νά,
γιατί το ᾽κανα: κάθε πολίτης
να ποθεί να υψωθεί και να φτάσει ως αυτούς,
μόλις ήχο από σάλπιγγα ακούσει.
Νά των έργων μου οι ήρωες, και, μά το θεό,
ποτέ πόρνες, Σθενέβοιες, ή Φαίδρες·
και καμιά ερωτεμένη γυναίκα, ούτε μια,
σε δικό μου δε βρίσκεται δράμα.
ΕΥΡ. Η Αφροδίτη μ᾽ εσένα δεν είχε καμιά
βέβαια σχέση. ΑΙΣ. Ποτέ να μην έχει·
αλλά πάνω σ᾽ εσένα καθόταν βαριά
και στους άλλους δικούς σου το ίδιο,
κι απ᾽ το βάρος σωριάστηκες τέλος κι εσύ.
ΔΙΟ. Και σωστό ήταν αυτό, μά το Δία.
Όσα φόρτωνες πάνω στις ξένες, αυτά
σε χτυπήσανε τέλος κι εσένα.
ΕΥΡ. Και ποιά βλάβη, κακόμοιρε εσύ, προξενούν
οι δικές μου Σθενέβοιες στην πόλη;
1050 ΑΙΣ. Ιστορίες για να δείχνεις στη σκηνή
σαν του Βελλεροφόντη, να πούμε,
ντροπιαστήκανε τίμιες γυναίκες αντρών
το ίδιο τίμιων, κι έτσι ήπιαν το κώνειο.
ΕΥΡ. Αλλά ο μύθος της Φαίδρας, που σύνθεσα εγώ
μες στο δράμα, δεν ήταν και πρώτα;