Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (19.476-19.553)

Ἦ καὶ Πηνελόπειαν ἐσέδρακεν ὀφθαλμοῖσι,
πεφραδέειν ἐθέλουσα φίλον πόσιν ἔνδον ἐόντα.
ἡ δ᾽ οὔτ᾽ ἀθρῆσαι δύνατ᾽ ἀντίη οὔτε νοῆσαι·
τῇ γὰρ Ἀθηναίη νόον ἔτραπεν· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
480 χείρ᾽ ἐπιμασσάμενος φάρυγος λάβε δεξιτερῆφι,
τῇ δ᾽ ἑτέρῃ ἕθεν ἆσσον ἐρύσσατο φώνησέν τε·
«μαῖα, τίη μ᾽ ἐθέλεις ὀλέσαι; σὺ δέ μ᾽ ἔτρεφες αὐτὴ
τῷ σῷ ἐπὶ μαζῷ· νῦν δ᾽ ἄλγεα πολλὰ μογήσας
ἤλυθον εἰκοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν.
485 ἀλλ᾽ ἐπεὶ ἐφράσθης καί τοι θεὸς ἔμβαλε θυμῷ,
σίγα, μή τίς τ᾽ ἄλλος ἐνὶ μεγάροισι πύθηται.
ὧδε γὰρ ἐξερέω, καὶ μὴν τετελεσμένον ἔσται·
εἴ χ᾽ ὑπ᾽ ἐμοί γε θεὸς δαμάσῃ μνηστῆρας ἀγαυούς,
οὐδὲ τροφοῦ οὔσης σεῦ ἀφέξομαι, ὁππότ᾽ ἂν ἄλλας
490 δμῳὰς ἐν μεγάροισιν ἐμοῖς κτείνωμι γυναῖκας.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Εὐρύκλεια·
«τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων.
οἶσθα μὲν οἷον ἐμὸν μένος ἔμπεδον οὐδ᾽ ἐπιεικτόν,
ἕξω δ᾽ ὡς ὅτε τις στερεὴ λίθος ἠὲ σίδηρος.
495 ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν·
εἴ χ᾽ ὑπὸ σοί γε θεὸς δαμάσῃ μνηστῆρας ἀγαυούς,
δὴ τότε τοι καταλέξω ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκας,
αἵ τέ σ᾽ ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλίτιδές εἰσι.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
500 «μαῖα, τίη δὲ σὺ τὰς μυθήσεαι; οὐδέ τί σε χρή.
εὖ νυ καὶ αὐτὸς ἐγὼ φράσομαι καὶ εἴσομ᾽ ἑκάστην·
ἀλλ᾽ ἔχε σιγῇ μῦθον, ἐπίτρεψον δὲ θεοῖσιν.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, γρηῢς δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει
οἰσομένη ποδάνιπτρα· τὰ γὰρ πρότερ᾽ ἔκχυτο πάντα.
505 αὐτὰρ ἐπεὶ νίψεν τε καὶ ἤλειψεν λίπ᾽ ἐλαίῳ,
αὖτις ἄρ᾽ ἀσσοτέρω πυρὸς ἕλκετο δίφρον Ὀδυσσεὺς
θερσόμενος, οὐλὴν δὲ κατὰ ῥακέεσσι κάλυψε.
τοῖσι δὲ μύθων ἄρχε περίφρων Πηνελόπεια·
«ξεῖνε, τὸ μέν σ᾽ ἔτι τυτθὸν ἐγὼν εἰρήσομαι αὐτή·
510 καὶ γὰρ δὴ κοίτοιο τάχ᾽ ἔσσεται ἡδέος ὥρη,
ὅν τινά γ᾽ ὕπνος ἕλοι γλυκερός, καὶ κηδόμενόν περ.
αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ πένθος ἀμέτρητον πόρε δαίμων·
ἤματα μὲν γὰρ τέρπομ᾽ ὀδυρομένη γοόωσα,
ἔς τ᾽ ἐμὰ ἔργ᾽ ὁρόωσα καὶ ἀμφιπόλων ἐνὶ οἴκῳ·
515 αὐτὰρ ἐπὴν νὺξ ἔλθῃ, ἕλῃσί τε κοῖτος ἅπαντας,
κεῖμαι ἐνὶ λέκτρῳ, πυκιναὶ δέ μοι ἀμφ᾽ ἁδινὸν κῆρ
ὀξεῖαι μελεδῶναι ὀδυρομένην ἐρέθουσιν.
ὡς δ᾽ ὅτε Πανδαρέου κούρη, χλωρηῒς ἀηδών,
καλὸν ἀείδῃσιν ἔαρος νέον ἱσταμένοιο,
520 δενδρέων ἐν πετάλοισι καθεζομένη πυκινοῖσιν,
ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυδευκέα φωνήν,
παῖδ᾽ ὀλοφυρομένη Ἴτυλον φίλον, ὅν ποτε χαλκῷ
κτεῖνε δι᾽ ἀφραδίας, κοῦρον Ζήθοιο ἄνακτος,
ὣς καὶ ἐμοὶ δίχα θυμὸς ὀρώρεται ἔνθα καὶ ἔνθα,
525 ἠὲ μένω παρὰ παιδὶ καὶ ἔμπεδα πάντα φυλάσσω,
κτῆσιν ἐμήν, δμῳάς τε καὶ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα,
εὐνήν τ᾽ αἰδομένη πόσιος δήμοιό τε φῆμιν,
ἦ ἤδη ἅμ᾽ ἕπωμαι Ἀχαιῶν ὅς τις ἄριστος
μνᾶται ἐνὶ μεγάροισι, πορὼν ἀπερείσια ἕδνα,
530 παῖς δ᾽ ἐμὸς ἧος ἔην ἔτι νήπιος ἠδὲ χαλίφρων,
γήμασθ᾽ οὔ μ᾽ εἴα πόσιος κατὰ δῶμα λιποῦσαν·
νῦν δ᾽ ὅτε δὴ μέγας ἐστὶ καὶ ἥβης μέτρον ἱκάνει,
καὶ δή μ᾽ ἀρᾶται πάλιν ἐλθέμεν ἐκ μεγάροιο,
κτήσιος ἀσχαλόων, τήν οἱ κατέδουσιν Ἀχαιοί.
535 ἀλλ᾽ ἄγε μοι τὸν ὄνειρον ὑπόκριναι καὶ ἄκουσον.
χῆνές μοι κατὰ οἶκον ἐείκοσι πυρὸν ἔδουσιν
ἐξ ὕδατος, καί τέ σφιν ἰαίνομαι εἰσορόωσα·
ἐλθὼν δ᾽ ἐξ ὄρεος μέγας αἰετὸς ἀγκυλοχείλης
πᾶσι κατ᾽ αὐχέν᾽ ἔαξε καὶ ἔκτανεν· οἱ δ᾽ ἐκέχυντο
540 ἀθρόοι ἐν μεγάροις, ὁ δ᾽ ἐς αἰθέρα δῖαν ἀέρθη.
αὐτὰρ ἐγὼ κλαῖον καὶ ἐκώκυον ἔν περ ὀνείρῳ,
ἀμφὶ δ᾽ ἔμ᾽ ἠγερέθοντο ἐϋπλοκαμῖδες Ἀχαιαί,
οἴκτρ᾽ ὀλοφυρομένην ὅ μοι αἰετὸς ἔκτανε χῆνας.
ἂψ δ᾽ ἐλθὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετ᾽ ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ,
545 φωνῇ δὲ βροτέῃ κατερήτυε φώνησέν τε·
“θάρσει, Ἰκαρίου κούρη τηλεκλειτοῖο·
οὐκ ὄναρ, ἀλλ᾽ ὕπαρ ἐσθλόν, ὅ τοι τετελεσμένον ἔσται.
χῆνες μὲν μνηστῆρες, ἐγὼ δέ τοι αἰετὸς ὄρνις
ἦα πάρος, νῦν αὖτε τεὸς πόσις εἰλήλουθα,
550 ὃς πᾶσι μνηστῆρσιν ἀεικέα πότμον ἐφήσω.”
ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐμὲ μελιηδὴς ὕπνος ἀνῆκε·
παπτήνασα δὲ χῆνας ἐνὶ μεγάροισι νόησα
πυρὸν ἐρεπτομένους παρὰ πύελον, ἧχι πάρος περ.»

***
Μιλώντας, έριξε το μάτι της στην Πηνελόπη, θέλοντας να της κάνει
νόημα πως είναι εδώ ο αγαπημένος της, μέσα στο σπίτι.
Εκείνη όμως δεν μπορούσε να δει μπροστά της, καν να σκεφτεί,
γιατί ξεστράτισε η Αθηνά τον νου της.
480 Στο μεταξύ με το δεξί του χέρι ο Οδυσσέας έπιασε τη γριά απ᾽ τον λαιμό,
ενώ με το άλλο του την τράβηξε κοντά του και μυστικά της είπε:
«Μανούλα, θες αλήθεια να με καταστρέψεις; Εσύ μ᾽ ανάθρεψες
με γάλα πάνω στο βυζί σου. Και να που τώρα, μετά τα τόσα
βάσανα και πάθη, γύρισα επιτέλους στην πατρίδα — κοντεύουν πια
να κλείσουν είκοσι χρόνια ολόκληρα.
Αφού όμως με γνώρισες, μ᾽ ενός θεού τη φώτιση,
τώρα μιλιά, ψυχή να μην το μάθει μέσα στο παλάτι.
Κάτι θα πω, και πες το σίγουρα πως έγινε:
αν με το χέρι μου κάποιος θεός δαμάσει τους περήφανους μνηστήρες,
κι ας ήσουν παραμάνα μου, δεν πρόκειται να μου ξεφύγεις,
όταν τις άλλες δούλες, σε τούτο, το δικό μου το παλάτι,
490 όλες θα σφάξω με το χέρι μου.»
Ανταποκρίθηκε στα λόγια του η γνωστική Ευρύκλεια:
«Παιδί μου, τι λόγος πάλι αυτός που βγήκε από το στόμα σου!
Ξέρεις πως έχω μέσα μου μεγάλη δύναμη που δεν λυγίζει,
δεν υποχωρεί· θα κρατηθώ λοιπόν, σαν τη σκληρή την πέτρα,
σαν το σίδερο.
Και τώρα κάτι άλλο θα σου πω, κι εσύ βάλ᾽ το καλά στον νου σου:
αν με το χέρι σου κάποιος θεός δαμάσει τους περήφανους μνηστήρες,
εγώ θα σου τις φανερώσω μία προς μία τις γυναίκες,
ποιες σ᾽ ατιμάζουν στο παλάτι και ποιες αθώες έμειναν.»
Της αποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
500 «Γερόντισσα, δεν θα μου πεις εσύ το τι συμβαίνει, δεν είναι αυτή δουλειά δική σου·
μπορώ και μόνος μου να κρίνω, θα μάθω καθεμιάς τη στάση και το φρόνημα.
Εσύ κράτα το στόμα σου κλειστό, άφησε στους θεούς τα υπόλοιπα.»
Έτσι της μίλησε, κι αμέσως η γερόντισσα βγήκε απ᾽ την κάμαρη,
νερό να φέρει πάλι για τα πόδια του, αφού το πρώτο
είχε ολότελα χυθεί. Μετά του απόνιψε τα πόδια, με λάδι τ᾽ άλειψε,
και τότε εκείνος τράβηξε το σκαμνί κοντύτερα στο τζάκι,
να ζεσταθεί, σκεπάζοντας με τα δικά του ράκη την πληγή.
Και τότε, μεταξύ τους τον λόγο πήρε η Πηνελόπη, έξυπνο μυαλό:
«Ξένε, θέλω κι εγώ κάτι μικρό να σε ρωτήσω —
510 σε λίγο φτάνει της γλυκιάς ανάπαψης η ώρα, όποιον τον πιάνει
η γλύκα του ύπνου, κοιμίζοντας και τις ακοίμητες φροντίδες του.
Εμένα μόνο ένας θεός μού φόρτωσε πένθος αμέτρητο·
οι μέρες μου περνούν με βογγητό και κλάμα, κι αυτό
μ᾽ ανακουφίζει, ενώ προσέχω τις δουλειές μου και τις δούλες,
πόσο φροντίζουνε το σπιτικό.
Τις νύχτες όμως, σαν πέσει το σκοτάδι, όταν οι άλλοι όλοι
πέφτουν να ξαποστάσουν, εγώ στο στρώμα μου αγρυπνώ και τη βαριά καρδιά μου
τη σφάζει ο πόνος της αβάσταχτης λαχτάρας μου.
Πώς του Πανδάρου η κόρη, η χλωροπράσινη Αηδόνα,
520 σέρνει το ωραίο τραγούδι της στα δέντρα καθισμένη, κρυμμένη
στο πυκνό τους φύλλωμα, κι αλλάζει κάθε τόσο τη φωνή της
μ᾽ ανήκουστο κελαηδισμό, τον Ίτυλο θρηνώντας, το παιδί της,
του βασιλιά Ζήθου τον γιο, που κάποτε μέσα στην παραζάλη της
τον έσφαξε· έτσι κι εγώ, στα δυο μοιράζεται
η καρδιά μου κι αμφιβάλλω: να μείνω πλάι στον γιο μου, για να φυλάξω
όλα τα αγαθά μου, βιος, δούλες, το ψηλόροφο μεγάλο μας παλάτι,
να σεβαστώ του αντρός μου το κρεβάτι, τη φήμη μου στον κόσμο·
ή μήπως έφτασε ο καιρός κάποιο Αχαιό να ακολουθήσω,
τον καλύτερο, όποιον γυναίκα του γυρεύει να με πάρει, προσφέροντας
και πανωπροίκι ασυναγώνιστο.
530 Γιατί κι ο γιος μου, πριν να πήξει το μυαλό του, παιδάκι ακόμα,
δεν μ᾽ άφηνε να ξαναπαντρευτώ, το σπίτι εγκαταλείποντας·
μα τώρα που μεγάλωσε κι έγινε πια παλληκαράκι, φωνάζει
κι εύχεται να φύγω από το σπίτι, έξαλλος που ρημάζουν
οι μνηστήρες τ᾽ αγαθά του.
Αλλά άκου, εξήγησε κι αυτό μου τ᾽ όνειρο:
Είκοσι χήνες στην αυλή μου τρώνε το μουλιασμένο στάρι,
κι εγώ τις βλέπω και τις χαίρομαι· μα ξαφνικά, από το βουνό χυμώντας,
πάνω τους πέφτει αετός αγκυλομύτης και τους τσακίζει
τον λαιμό· όλες νεκρές σωριάζονται επιτόπου, κι ο αετός
540 υψώνεται στον θείο αιθέρα.
Εγώ, στο όνειρο μέσα, κλαίω και σφαδάζω, τριγύρω μου
μαζεύονται ντόπιες γυναίκες καλοπλέξουδες, συμπάσχοντας
για τον πικρό οδυρμό μου, που ένας αετός θανάτωσε τις χήνες μου.
Εκείνος όμως ξαναγύρισε, κάθησε τώρα στο ψηλότερο μπρέκι της στέγης,
ανθρώπινη πήρε μιλιά και με παρηγορούσε:
“Θάρρεψε, του κοσμοξακουσμένου Ικαρίου κόρη, όχι,
δεν ήταν όνειρο, ήταν αλήθεια καλοσήμαδη που γρήγορα θα γίνει πράξη·
οι χήνες οι μνηστήρες είναι, ο αετός εγώ,
πουλί πετούμενο, είμαι ο δικός σου· γύρισα πίσω τώρα
550 θανατικό να φέρω σ᾽ όλους τους μνηστήρες.”
Έτσι μου μίλησε, κι εμένα λύθηκε ο γλυκός μου ύπνος,
τα μάτια ανοίγοντας κοίταξα γύρω μου και βλέπω στον αυλόγυρο
τις χήνες να τσιμπολογούν το στάρι πλάι στη σκάφη,
όπως και πριν.»

Σταμάτα να πιέζεις το πεπρωμένο

Όλη μου την ζωή ήθελα τον πλήρη έλεγχο όλων. Ήθελα να αποφασίζω ακριβώς που θα πήγαινα, ποιον θα συναντούσα και τι θα συνέβαινε σε κάθε βήμα μου. Ανεξάρτητα από το πόσο πολύ το επιθυμούσα, η ζωή δεν ακούει πάντα. Δεν ήταν έκπληξη το ότι έγιναν πολλά που δεν είχα σχεδιάσει.

Καθώς έβλεπα κάθε ένα από τα σχέδια μου να φεύγει από τον έλεγχο μου, αναστατωνόμουν και στεναχωριόμουν. Ωστόσο, καθώς ο καιρός πέρασε, συνειδητοποίησα ότι όλοι θέλουμε έλεγχο αλλά δεν μπορούμε πάντα να τον έχουμε. Θέλω να σας πω τι έμαθα και πως χρειάζεται να σταματήσετε να πιέζετε το πεπρωμένο σας- ότι είναι να γίνει θα γίνει.

Αφήστε την ζωή να ξεδιπλωθεί

«Δεν μπορείς να συνδέσεις τις τελείες κοιτώντας μόνο μπροστά. Πρέπει να κοιτάς και πίσω. Έτσι, πρέπει να εμπιστευτείς το ότι οι τελείες κάπως συνδέονται με το μέλλον σου. Πρέπει να εμπιστευτείς κάτι- το ένστικτο, το πεπρωμένο, την ζωή, το κάρμα, οτιδήποτε. Αυτή η προσέγγιση ποτέ δεν με απογοήτευσε και έκανε την διαφορά στην ζωή μου.» – Στηβ Τζομπς

Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να έχουν πίστη. Παρά το πόσο δύσκολο μπορεί να είναι, το να έχετε θα κάνει την ζωή σας ευκολότερη. Αφήνοντας το άγχος που νιώθετε από την προσπάθεια σας να έχετε τον έλεγχο, ελευθερώνετε τον εαυτό σας. Του δίνετε την ευκαιρία να αφήσει την ζωή να ξεδιπλωθεί έτσι όπως προορίζεται.

Το θέμα είναι πως ανεξάρτητα από το πόσο προσπαθείτε να επιμείνετε στην επιθυμία σας να κυριαρχείτε στο πεπρωμένο σας, δεν μπορείτε. Η ζωή θα συμβεί είτε σας αρέσει είτε όχι. Μερικές φορές, αυτό που θα συμβεί θα είναι καλό και άλλες θα είναι κακό, αλλά μακροπρόθεσμα όλα θα είναι για την ευημερία σας.

Είναι δύσκολο να καταλάβετε

Ξέρω πως μπορεί να είναι δύσκολο να αποδεχτείτε όλες τις δυσκολίες της ζωής. Άσχημα πράγματα συμβαίνουν, μπορεί να αρρωστήσετε, να χάσετε μια δουλειά, να χάσετε κάποιον που αγαπάτε ή οτιδήποτε άλλο. Αν και θα σας πληγώσουν, το να προσπαθήσετε να τα αλλάξετε δεν πρόκειται να δουλέψει. Αυτό που είναι να γίνει θα γίνει.

Υπάρχει ένα σχέδιο για όλους. Οι κακές στιγμές μπορεί να είναι σκληρές αλλά υπάρχουν για ένα λόγο. Σας βοηθούν να αναπτυχθείτε, σας διδάσκουν σημαντικά μαθήματα και σας βοηθούν να εκτιμήσετε τις καλές στιγμές ακόμα περισσότερο.

Μπορεί να είναι επώδυνο το να χάσετε κάτι στην ζωή, αλλά αν πραγματικά προορίζεται να υπάρχει, θα σας επιστραφεί. Αλλά αν φύγει, τότε θα μπορέσετε να βρείτε κάτι καλύτερο, το αληθινό σας πεπρωμένο.

Να θυμάστε πως πάντα υπάρχει ένα σχέδιο

Όταν τα πράγματα δεν συμβαίνουν όπως θέλουμε, μπορούμε να αρχίσουμε να μισούμε τον κόσμο. Μπορούμε να κατηγορήσουμε το σύμπαν που μας πρόδωσε και δεν άκουσε την ευχή μας. Σε μερικές περιπτώσεις, μπορεί να αισθανθούμε εντελώς εγκαταλελειμμένοι, σαν να μην μας προσέχει κανείς και πως δεν μας έχει μείνει καμία ελπίδα.

Παρακαλώ να θυμάστε πως το σύμπαν δεν σας έχει εγκαταλείψει. Απλώς επειδή αυτό που σας συμβαίνει δεν είναι αυτό που ελπίζατε, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ένας λόγος γι αυτό. Όλα όσα έρχονται στην ζωή σας έχουν ένα σκοπό ακόμα και αν δεν φαίνεται από την αρχή. Μια μέρα, όταν κοιτάξετε πίσω, θα συνειδητοποιήσετε πως αυτό που συνέβη ήταν για το καλύτερο.

Σταματήστε να παλεύετε με το πεπρωμένο σας και να βιάζεστε. Υπάρχει ένα σχέδιο για την ζωή σας και το μόνο που χρειάζεται να κάνετε είναι να προσπαθήσετε να γίνετε η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σας. Όταν τα πράγματα δεν λειτουργούν όπως θα θέλατε, να θυμάστε ότι υπάρχει ένα νόημα πίσω από όλα αυτά. Τελικά, θα έχετε στην ζωή σας όλα όσα προορίζεστε να έχετε.

Φρομ: Η κακία είναι αποκλειστικά ανθρώπινο φαινόμενο

Η κακία είναι αποκλειστικά ανθρώπινο φαινόμενο.

Πρόκειται για την προσπάθεια οπισθοδρόμησης σε ένα προ-ανθρώπινο στάδιο και εξάλειψης αυτού που είναι αποκλειστικά ανθρώπινο: της λογικής, της αγάπης, της ελευθερίας.

Ωστόσο, η κακία δεν είναι μόνο ανθρώπινη αλλά και τραγική.

Ακόμη, και αν ο άνθρωπος οπισθοδρομήσει στις πιο αρχαϊκές μορφές εμπειρίας, δεν μπορεί ποτέ να πάψει να είναι άνθρωπος.

Έτσι, η κακία δε θα τον ικανοποιήσει ποτέ ως λύση.

Το ζώο δεν μπορεί να είναι κακό, δρα σύμφωνα με τις έμφυτες παρορμήσεις, οι οποίες ουσιαστικά υπηρετούν το συμφέρον της επιβίωσής του.

Η κακία είναι η προσπάθεια να υπερβεί κανείς την ανθρώπινη και να περάσει στη μη ανθρώπινη σφαίρα.

Ωστόσο, είναι βαθιά ανθρώπινη, γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει ζώο, όπως δεν μπορεί να γίνει «Θεός».

Το Κακό είναι η από πλευράς ανθρώπου απώλεια του εαυτού του στην τραγική προσπάθεια να αποδράσει από το βάρος της ανθρώπινης φύσης του.

Και το δυναμικό για Κακό είναι ακόμη μεγαλύτερο, επειδή ο άνθρωπος είναι προικισμένος με μια φαντασία που του επιτρέπει να φανταστεί όλες τις δυνατότητες για Κακό, και έτσι να της επιθυμήσει και να τις κάνει πραγματικότητα, να τροφοδοτήσει την κακή φαντασία του.

Η ιδέα του Καλού και του Κακού που εκφράζεται εδώ αντιστοιχεί ουσιαστικά με εκείνη που εκφράζεται από τον Σπινόζα. «Στο εξής επομένως», λέει, «θα εννοώ ως ‘καλό’ αυτό που γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας ότι αποτελεί μέσο για να προσεγγίσουμε εγγύτερα στον τύπο της ανθρώπινης φύσης που έχουμε θέσει ενώπιόν μας.

Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος μέχρι το σημείο που είναι ελεύθερος να επιλέξει τη δική του πράξη. Όμως η ευθύνη δεν είναι παρά ένα ηθικό αξίωμα και συχνά μια εκλογίκευση της επιθυμίας των αρχών να τον τιμωρήσουν.

Ακριβώς επειδή η κακία είναι ανθρώπινη, επειδή είναι η δυνατότητα της οπισθοδρόμησης και της απώλειας της ανθρωπιάς μας, βρίσκεται μέσα σε όλους μας.

Όσο περισσότερο το αντιλαμβανόμαστε, τόσο πιο πρόθυμοι είμαστε να διορίσουμε τον εαυτό μας κριτή των άλλων.

Η καρδιά του ανθρώπου μπορεί να σκληρύνει, μπορεί να γίνει απάνθρωπη, αλλά ποτέ μη ανθρώπινη. Πάντα παραμένει η καρδιά του ανθρώπου.

Όλους μας καθορίζει το ότι γεννηθήκαμε άνθρωποι, και επομένως το αδιάπτωτο έργο της επιλογής.

Πρέπει να επιλέγουμε τα μέσα μαζί με τους στόχους.

Δεν πρέπει να βασιζόμαστε σε κανέναν για να μας σώσει, αλλά να έχουμε πλήρη επίγνωση ότι οι λανθασμένες επιλογές μας καθιστούν ανίκανους να σώσουμε τον εαυτό μας.

Φρομ Ε., Η καρδιά του ανθρώπου.

Συναισθηματικές πληγές και σχέσεις

Πληγώνομαι γιατί ξεχνιέμαι και προσδοκώ… γίνεται όμως κι αλλιώς;

Μπαίνοντας σε μια νέα σχέση κουβαλάμε και τις συναισθηματικές πληγές του παρελθόντος… πόσο μπορούμε να εμπιστευτούμε τον άλλο, πόσο μπορούμε να επενδύσουμε σ’ αυτή τη σχέση; Πόσο συναισθηματικά διαθέσιμοι είμαστε και πόσο είμαστε εδώ για τον άλλο;

Οι πληγές που έχουμε ήδη λειτουργούν σαν μια αφύπνιση, που είναι εδώ για να μας υπενθυμίζει να μην πληγωθούμε ξανά. Μπορεί να μας κάνει πολύ ευαίσθητους και ευέξαπτους σε παράγοντες και σε καταστάσεις, που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα μας προκαλούσαν τίποτα αρνητικό. Οι συναισθηματικές πληγές που έχουμε ήδη μας κάνουν υπερευαίσθητους, ιδιαίτερα προσεκτικούς, φοβισμένους ή και απόμακρους από το να ζήσουμε νέες σχέσεις.

Αν όμως μείνουμε στις πληγές που έχουμε ήδη, δε θα μπορέσουμε να ξανακάνουμε μια αληθινή σχέση, δεν θα μπορέσουμε να εμπιστευτούμε ξανά, να αφεθούμε στα συναισθήματα που νιώθουμε, να κάνουμε όνειρα για το παρόν και το μέλλον.

Ίσως, αυτό που μπορούμε να μετριάσουμε κάπως είναι οι ελπίδες και οι προσδοκίες που έχουμε από μια νέα σχέση, ας μένουμε περισσότερο στο παρόν, στην πραγματικότητα τη δική μας και του άλλου, σε αυτό που μας δίνει και σε αυτό που ελπίζουμε ότι θα μας δώσει, σε αυτό που είναι και όχι σε αυτό που προσδοκούμε ότι είναι.

Οι περισσότερες σχέσεις στηρίζονται σε μια πλάνη, σε μια ψευδαίσθηση, σε έναν ψεύτικο άλλο, που τον φτιάχνουμε με τις προσδοκίες και τις ελπίδες μας, στην προσπάθειά μας να καλύψουμε τις ανάγκες που έχουμε.

Πόσο κατάλληλος είναι ο άλλος και πόσο παρών είναι; Πόσο παρών θέλει να είναι και πόσο μπορούμε να τον εμπιστευτούμε; Τι μας έχει δώσει ήδη και τι μας κάνει να τον εμπιστευόμαστε;

Ας μην μένουμε στα λόγια και στις υποσχέσεις, ας βλέπουμε πόσα από τα λόγια μετατρέπονται σε πράξη, πόσο πραγματικά μας καλύπτει αυτή η σχέση…

Όταν όμως μπαίνουμε σε μια σχέση με τις πληγές που ήδη έχουμε θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην αποδίδουμε στον άλλο τα σφάλματα που ήδη έχουμε βιώσει από άλλους. Οι πληγές μας κάνουν ευαίσθητους και έχουμε έντονα την ανάγκη για κοινωνική αποδοχή.

Όντας πληγωμένοι από προηγούμενες σχέσεις, μπορεί να είμαστε πιο ευάλωτοι στην οποιαδήποτε ένδειξη μη αποδοχής ή στην παραμικρή ένδειξη αδιαφορίας. Κι αυτό μας κάνει να πληγωθούμε πολύ, όχι λόγω της νέας μας σχέσης, αλλά λόγω αυτών που βιώνουμε και αγγίζουν τις πληγές που ήδη έχουμε υπενθυμίζοντάς μας την απόρριψη που ήδη έχουμε βιώσει.

Και είναι πολύ πιθανό να δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή σε λόγια, κινήσεις ή πράγματα που κάτω από άλλες συνθήκες θα θεωρούσαμε ασήμαντα. Η οποιαδήποτε συμπεριφορά μας θυμίζει το παρελθόν και αγγίζει τις ήδη υπάρχουσες πληγές μας, μας κάνει να πονάμε, να νιώθουμε ότι θα ξαναπληγωθούμε.

Και τότε... είναι πιθανό να αντιδράσουμε έντονα- είτε να απομακρυνθούμε από τον άλλο είτε να απαιτήσουμε περισσότερα ώστε να μας αποδείξει ο άλλος ότι δεν θα συμπεριφερθεί όπως φοβόμαστε, όπως έχουμε βιώσει από άλλους σε προηγούμενες σχέσεις.

Πληγώνομαι γιατί ξεχνιέμαι και προσδοκώ… γίνεται όμως κι αλλιώς;

Ίσως και να γίνεται… Μήπως να μην ξεχνάμε ότι οι πολλές προσδοκίες είναι αυτές που μας κάνουν να πληγωνόμαστε βαθιά και ανεπανόρθωτα; Αν από την αρχή βλέπαμε αυτόν που είχαμε απέναντί μας και πόσο πραγματικά μπορεί να καλύψει τις ανάγκες μας δεν θα πληγωνόμασταν ούτε τόσο συχνά ούτε τόσο πολύ…

Ας προσπαθούμε τουλάχιστον να μην μπερδεύουμε τις προσδοκίες και τα θέλω μας με αυτά που ο άλλος είναι πρόθυμος να μας δώσει. Μπορεί τα όνειρά μας και οι πεποιθήσεις μας για το τι είναι σχέση και το πώς θέλουμε μια σχέση να είναι τελείως διαφορετικά από τα όνειρα και τις πεποιθήσεις του άλλου. Ας έχουμε τα μάτια ανοιχτά σε αυτόν που έχουμε απέναντί μας και όχι στην εξιδανίκευση του άλλου, την οποία ξεκινήσαμε πριν καλά- καλά προλάβουμε να τον γνωρίσουμε.

Για να μπορέσουμε να επουλώσουμε τις συναισθηματικές πληγές του παρελθόντος θα πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε την ύπαρξή τους, να καταλάβουμε γιατί αντιδρούμε έτσι σε μια νέα μας σχέση, τι μας φοβίζει και από τι θέλουμε να προστατεύσουμε τον εαυτό μας.

Δεν βοηθάει να προσπαθήσουμε να διαγράψουμε ή να ξεχάσουμε τις πληγές που έχουμε, απλά αναγνωρίζοντας αυτές και συνειδητοποιώντας την επίδρασή τους μπορούμε να τις περιορίσουμε και να μην μας επηρεάζουν τόσο στις επόμενες σχέσεις μας. Μέσα από μια διαφορετική σχέση μπορούμε να αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι δεν επαναλαμβάνονται όσα ζήσαμε στο παρελθόν. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει να αφεθούμε λίγο στη νέα σχέση, να εμπιστευόμαστε, να δίνουμε και να εκφράζουμε όσα νιώθουμε και όχι να περιμένουμε τη στιγμή που θα ξανασυμβούν όσα ήδη μας έχουν πληγώσει σε προηγούμενες σχέσεις.

Δεν γίνεται να ξεκινάμε μια σχέση με φόβους και αρνητικές σκέψεις, με ανασφάλεια και έντονη αμφισβήτηση του άλλου, με καχυποψία και με γενικεύσεις, που τις θεωρούμε πλέον ως απόλυτες αλήθειες… Είναι λογικό να θέλουμε να αποφύγουμε τον πόνο, να μην πληγωθούμε, να μην βιώσουμε τα αρνητικά συναισθήματα του παρελθόντος, όμως, δεν γίνεται να ζούμε διαρκώς με το φόβο ότι θα μας εγκαταλείψουν, θα μας απορρίψουν, θα μας πληγώσουν, θα μας προδώσουν…

Κάθε φορά που συμβαίνει κάτι που αγγίζει τις πληγές μας, αυτές ξυπνούν και προσπαθούν να μην γίνουν πιο μεγάλες, προσπαθούν να βρουν τρόπο επούλωσης ή τουλάχιστον να μην επεκταθούν… κι εμείς το μόνο που κάνουμε είναι να γινόμαστε αμυντικοί ή επιθετικοί στην προσπάθειά μας να μην αποκτήσουμε άλλες πληγές ούτε να ξύσουμε τις ήδη υπάρχουσες, γιατί πονάνε…

Λιαντίνης: Έλληνες θα ειπεί...

Η τελευταία πράξη της τραγωδίας, η ταφόπλακα δηλαδή που σκέπασε το φονικό, ανάλογη με την ταφόπλακα του 1843 που έθαψε την αρχαία Ελλάδα, ήταν το διάταγμα του ελληνικού κράτους να ονομάσει το Υπουργείο για τη μόρφωση των παιδιών μας Υπουργείο των εκκλησιαστικών. Και λίγο αργότερα Υπουργείο εθνικής παιδείας και θρησκευμάτων.

Και τούτο το άνομο όνομα και νόημα τέρας το φέρνει μέχρι σήμερα. Η εθνική σχιζοφρένεια υπογράφτηκε και σφραγίστηκε με τη μεγάλη του Κράτους σφραγίδα.

Ακούσατε πουθενά σε Ευρώπη ή σε Αμερική, σε Σαχαλίνη, Ταγκανίκα ή Εσκιμώους, η παιδεία ενός έθνους, η μεγάλη ελπίδα και το μυστήριο των μυστηρίων του, να μπερδεύεται με το αντερί και το ράσο;

Αλλά πέστε να πάψουν επάνω οι φωνές των γυναικών. Και σταματήστε τα δάκρυα για τον Ορέστη. Γιατί κάπου βαθιά στον καθένα μας υπάρχουν κρυμμένοι οι Έλληνες. Και περιμένουν. Τό 'δειξε ο Θοδωράκης και ο Σολωμός. Τό 'δειξε ο Καποδίστριας και η Λιογέννητη. Τό 'δειξε το '12-'13 και ο Τρικούπης. Τό 'δειξε ο Γοργοπόταμος, ο Καβάφης, και το ύψωμα 731 κοντά στο Βεράτι.

Έλληνες θα ειπεί δύο και δύο τέσσερα στη γη. Όχι δύο και δύο είκοσι δύο στον ουρανό.

Έλληνες θα ειπεί να τελείς στους νεκρούς τις χοές της Ηλέκτρας. Όχι κεριά στους νεκρόλακκους, και δηνάρια στο σακούλι του τουρκόπαπα.

Έλληνες θα ειπεί να προσκυνάς τακτικά στους Δελφούς το γνώθι σαντόν. Όχι να κάνεις την εξομολόγηση στους αγράμματους πνευματικούς και στους μαύρους ψυχοσώστες.

Έλληνες θα ειπεί να σταθείς μπροστά στη στήλη του Κεραμεικού και να διαβάσεις το επιτύμβιο: ΣΤΑΘΙ ΚΑΙ ΟΙΚΤΙΡΟΝ. Σταμάτα, και δάκρυσε· γιατί δε ζω πια. Κι όχι να σκαλίζεις πάνω σε σταυρούς κορακίστικα λόγια και νοήματα: Προσδοκώ ανάσταση νεκρών.

Έλληνες θα ειπεί το πρωί να γελάς σαν παιδί. Το μεσημέρι να κουβεντιάζεις φρόνιμα. Και το δείλι να δακρύζεις περήφανα. Κι όχι το πρωί να κάνεις μετάνοιες στα τούβλα. Το μεσημέρι να γίνεσαι φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπος στην ενορία σου. Και το βράδυ να κρύβεσαι στην κώχη του φόβου σου, και να ολολύζεις σα βερέμης. Ακόμη κι ο Ελύτης, καθώς εγέρασε, τό 'ριξε στους αγγέλους και στα σουδάρια. Τι απογοήτεψη...

Έλληνες θα ειπεί όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο και τον άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη και τη θάλασσα. Και σαν πεθάνεις, να μαζεύουνται οι φίλοι γύρω από τη μνήμη σου, να πίνουνε παλιό κρασί, και να σε τραγουδάνε:

«Τρεις αντρειωμένοι εβούλησαν να βγουν από τον Άδη.
Ένας το Μάη θέλει να βγει κι άλλος τον Αλωνάρη.
Κι ο Δήμος τ' αγια-Δημητριού ν' ανοίξει γιοματάρι.
Μια λυγερή τους άκουσε, γυρεύει να την πάρουν.
Κόρη, βροντούν τ' ασήμια σου, το φελλοκάλιγό σου,
και τα χρυσά γιορντάνια σου, θα μας ακούσει ο Χάρος».

Δημήτρη Λιαντίνη, Γκέμμα

Εξιδανίκευση ή υποτίμηση

Ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από αδυναμίες και δυνατότητες, όπου η αποδοχή τους συμβάλλει στη συναισθηματική του ωριμότητα και στη ψυχική του ολοκλήρωση. Νιώθει ολοκληρωμένος κάποιος, όταν καταφέρει να ενοποιήσει τα κομμάτια του εαυτού του αρμονικά και νιώθοντας ψυχική ολοκλήρωση σχετίζεται με τους άλλους αλληλοεπιδρώντας μαζί τους με συναισθηματική ωριμότητα, ενώ παράλληλα δημιουργεί με έγνοια τα ενδιαφέροντά του.

Εάν κάποιος παρατηρεί τις ατέλειές του και αυτό το αντιμετωπίζει μειονεκτικά, θεωρώντας τον εαυτό του ελλιπή κάθε φορά που παρατηρεί ψεγάδια πάνω του, αποκαλώντας τα στίγματα σε ένα καμβά, όπου επιμένει ότι πρέπει να είναι τέλειος για να είναι αποδεκτός, τόσο περισσότερο θα υποτιμά τον εαυτό του κάθε φορά που θα ανακύπτει μια δυσκολία στην οποία δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί.

Το αίσθημα ανεπάρκειας τον κλονίζει ψυχικά, γιατί έχει ταυτίσει την αξία του με μια εικόνα τελειότητας στην οποία προσπαθεί να ανταποκριθεί, κάτι που τον εμποδίζει να εκτιμήσει κάθε θετικό που έχει και να συμφιλιωθεί με τις ατέλειές του, που δεν μπορούν να βλάψουν την αξία του, γιατί ο καθένας μας αποτελεί ένα σύνολο χαρακτηριστικών που αποτελούν μια ομάδα, όπου το κάθε στοιχείο μας συμβάλλει αρμονικά σε μια ισορροπία.

Η δύναμη χρειάζεται την αδυναμία, η σοβαρότητα την ανεμελιά, όπως ο καθάριος ουρανός χρειάζεται τα σύννεφά του, η όαση την έρημό της. Εάν όμως κάποιος δυσκολεύεται να έρθει σε επαφή με την αδύναμη πλευρά του και να αποδεχτεί τη χρησιμότητά της, τότε καταφεύγει στην εξιδανίκευση, αφαιρώντας τα αρνητικά στοιχεία του ώστε να μην έρθει σε επαφή με μια αλήθεια που θα είναι επώδυνη για εκείνον, εξαιτίας της ανετοιμότητάς του να τη δεχτεί.

Αποδίδοντας σε ένα μέρος του εαυτού του μια ιδανική υπόσταση δεν κινδυνεύει η εύθραυστη αυτοεκτίμησή του, γιατί εξαρτάται με πάθος από την τελειοποίησή του και λησμονά τις άλλες δυσκολίες που προκύπτουν. Οσο εξιδανικεύει, μοιάζει με το μικρό παιδί που αποδίδει στον εαυτό του ή στον άλλον το ρόλο του μάγου, που θα εξαφανίσει με το μαγικό του ραβδάκι την ατέλεια εκείνη που αμαυρώνει την εικόνα του.

Η εξιδανίκευση είναι ένας μηχανισμός όπου είτε τα μέρη του εαυτού είτε το άλλο πρόσωπο είτε η κατάσταση, τοποθετούνται σε ένα βάθρο και εξυψώνονται, προκειμένου να καλυφθούν ανασφάλειες και φόβοι που έχουν να κάνουν με την εικόνα του εαυτού. Ο εαυτός ραγίζει από ελλείμματα κάτω από το βάρος μιας χαμηλής αυτοεκτίμησης και αποθεώνοντας κάτι άλλο, όσοι χρησιμοποιούν αυτόν τον μηχανισμό, αποβλέπουν σε μια ασπίδα προστασίας, η οποία φαντάζονται πως θα μπορούσε να προστατεύσει από πιθανούς κινδύνους, ελπίζοντας σε μια συγκόλληση που μόνο όμως ένα βλέμμα αγάπης μπορεί να χαρίσει.

Συχνά πλέκουν εγκώμια άλλων, μεταθέτοντας τα δικά τους θετικά χαρακτηριστικά στα άλλα πρόσωπα και προσκολλώνται σε αυτά με αδιαίρετο τρόπο, πιστεύοντας ότι έτσι θα εκτιμηθούν από τα πρόσωπα που τους προσφέρουν την ψυχή τους, ώστε να εισχωρήσει η αξία στο ψυχικό τους σύστημα και να επιβεβαιωθεί η αλήθεια τους ότι έχουν δικαίωμα να αγαπιούνται.

Ενα παιδί μέσα τους που έχει παραμείνει μικρό ελπίζει, ότι ο άλλος, με την παντοδύναμη ισχύ που του αποδίδουν, θα τους προστατέψει από κάθε απειλή που θα μπορούσε να τους επηρεάσει, επειδή αδυνατούν να προστατέψουν οι ίδιοι τον εαυτό τους, νιώθοντας ευάλωτοι στη θέα της θρυμματισμένης τους δύναμης.

Η αδυναμία τους αποτελεί το μαύρο σημάδι που πιστεύουν πως απομακρύνει εκείνους που οι δυσκολίες τους τούς κρατούν έτσι ή αλλιώς μακριά τους. Tο ντροπαλό τους βλέμμα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από το ταξίδι της προσπάθειας, αλλά με λαχτάρα και αγωνία αποβλέπουν στο έπαθλο, που θα σφυρηλατήσει την εύθραυστη αυτοεκτίμησή τους, για να το προσφέρουν σε εκείνους, που δεν μπόρεσαν να τους κοιτάξουν ποτέ, ελπίζοντας σε μια αντανάκλαση που θα δικαιώσει την ύπαρξή τους.

Αποκεκομμένα τα κομμάτια του εαυτού τους αιωρούνται, νιώθοντας έτσι αδύναμοι, οπότε η ενότητά τους, κάτι που θα μπορούσε να τους κάνει να έρθουν σε επαφή με τη δύναμή τους και να αφεθούν σε αυτήν, αποτρέπεται και έτσι παραμένουν ανήμποροι να αντιμετωπίσουν τις αντιξοότητες της ζωής. Κάθε φορά που βρίσκονται μπροστά σε ένα εμπόδιο, η σκέψη, ότι πρέπει να επιστρατεύσουν ένα σχέδιο τελειότητας για να μπορούν να το αντιμετωπίσουν, κάνει το εμπόδιο ανυπέρβλητα αξεπέραστο και εκείνους δραματικά λιλιπούτειους μπροστά του.

Το τέλειο για εκείνους είναι μια έννοια, όπου εκφράζει μια προσδοκία πόθου να γίνουν το ιδανικό για κάποιον, που δεν κατάφερε να τους αγαπήσει όπως θα ήθελαν, προκειμένου να αγαπηθούν επιτέλους ως άνθρωποι και όχι σα μια καλοκουρδισμένη μηχανή στην κατασκευή της οποίας επιδίδονται ακούραστα, γυρεύοντας στα τυφλά την αγάπη που έχασαν. Η σκέψη λοιπόν, πως ο άνθρωπος που έρχονται σε επαφή μαζί του, μέσα από την εξιδανικευμένη θέση που τον βάζουν, μπορεί να αποτελέσει ένα μέσο για να το πετύχουν πιο εύκολα, αποτελεί για εκείνους μια πρόκληση όπου δεν αντιστέκονται.

Η επιθυμία για σχέση μετατρέπεται σε ανάγκη για χρήση και κάθε συναίσθημα θυσιάζεται στον βωμό της αψεγάδιαστης εικόνας που θέλουν να μορφοποιήσουν για την εικόνα τους, μήπως επιτέλους εκτιμηθεί η αξία τους από τα πρόσωπα του παρελθόντος τους, στα οποία απευθύνονται στους πραγματικούς ή στους φαντασιωσικούς τους διαλόγους. Κι όταν το άλλο πρόσωπο δεν ανταποκρίνεται σε αυτό που η ψυχική του ανωριμότητα τους υποδεικνύει, τότε το περιθωριοποιούν κατηγορώντας το, γιατί δεν μπορεί να αποτελέσει το εισιτήριο για τη δική τους μεγαλειώδη θέση στην καρδιά κάποιου, όπου ατέρμονα ελπίζουν πως η θέση θα ανοίξει, αν θαμπωθεί από αυτό που μπορεί να του προσφέρουν ως θυσία.

Μέσα από τους μηχανισμούς της εξιδανίκευσης που χρησιμοποιεί κάποιος, προστατεύει αρχικά τον εαυτό του από την οδύνη και καταφεύγει σε μια υπεραισιοδοξία που τον κάνει να αποφεύγει την πραγματικότητα, ενώ η επαφή με αυτήν γίνεται εξ απαλών ονύχων, με αποτέλεσμα τα δραματικά γεγονότα της ζωής να του διαφεύγουν και τα συναισθήματα που προκύπτουν από αυτά να τον διατρυπούν, χωρίς να το αντιλαμβάνεται εκείνος, οπότε η θλίψη αρχίζει σιγά-σιγά να ροκανίζει την ύπαρξή του.

Δεν αποκτά μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον εαυτό του, αποδεχόμενος όλη την γκάμα των συναισθημάτων του, των χαρακτηριστικών του, αλλά και για την πραγματικότητά του, η οποία μόνιμα του διαφεύγει, οπότε οτιδήποτε διαδραματίζεται δεν περνά από το φίλτρο της λογικής, αλλά καταλήγει σε μια εξιδανικευμένη κατάσταση, όπου τα πάντα διαδραματίζονται στη χώρα της φαντασίωσής του.

Κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με την πραγματικότητα, επειδή νιώθει αδύναμος να αναμετρηθεί μαζί της γιατί όλα μοιάζουν γιγάντια για εκείνον, καταφεύγει στη φαντασίωση που γίνεται για εκείνον ένα λημέρι που τον κρατά ολοένα και περισσότερο μακριά από τον εαυτό του, την αλήθεια του, κλέβοντας ολάκερα κομμάτια από τον εαυτό του και αφήνοντάς τον με μια κάλπικη ταυτότητα.

Γυρεύει να περισώσει ό,τι απέμεινε, ελπίζοντας παράλληλα πως κάποιος θα τον λυτρώσει από τα επώδυνα συναισθήματα που έζησε, αλλά επειδή δεν έχει διαπεράσει το ψυχικό του δέρμα η ατόφια, καθάρια αγάπη, εξοικειώνεται με τον ρόλο του σωτηρα ή του θύματος σε μια σχέση, οπότε την κολακεία την φαντασιώνει ως απύθμενη αγάπη και πέφτει στο κενό εξαντλώντας τον εαυτό του.

Η ανάγκη για επιβεβαίωση της αξίας του τον κάνει να προσκολλάται στα πρόσωπα και η παρατεταμένη εξάρτησή του από τους άλλους που εξιδανικεύει, τον κάνει να χάνει την ελευθερία του. Η εμπιστοσύνη στον εαυτό υποφέρει από αλλεπάλληλες ματαιώσεις, οπότε κάθε παράσταση ελευθερίας σέρνει μαζί της άναρχους φόβους και ο αποχωρισμός μοιάζει εφιάλτης. Η διαφοροποίηση μοιάζει ανέφικτη, γιατί το κλίμα ανασφάλειας, έλλειψης εμπιστοσύνης και σεβασμού είναι κατακλυσμιαία σαρωτικό και οι μηχανισμοί άμυνας έχουν αδρανοποιηθεί για να τον ενισχύσουν ή έχουν γίνει τόσο συμπαγείς και άκαμπτοι που πλέον αυτοί οι ίδιοι αποτελούν τη φυλακή του.

Η αξία του συρρικνωμένη αποζητά ένα κάτοπτρο, αλλά εκείνο που συναντά μέσα από λάθος επιλογές την αφανίζει. Η διάθεση για δημιουργικότητα υποχωρεί, γιατί η θλίψη τρυπά με τα βέλη της την ελπίδα και εκείνο που σταλάζει μέσα του είναι η πικρία για το τόλμημα, η ενοχή για το λάθος. Η αυτονομία ψαλιδίζεται, η ντροπή εισβάλλει και ακινητοποιεί την ελεύθερη έκφραση, που χρειάζεται ένα αέρα εκτίμησης για να πνεύσει και να περιβάλλει, δίνοντας ώθηση για αποφάσεις.

Η αγάπη λιγοστεύει, η επιθυμία μαραζώνει, η θλίψη ακινητοποιεί τη σκέψη. Οι άνθρωποι που μπορούν να τον αγαπήσουν μοιάζουν για εκείνον μακρινοί κι απροσπέλαστοι, γιατί η προσφορά τους υπερχειλίζει μέσα τους και έρχονται οι φόβοι τους να απομακρύνουν τα πρόσωπα, που οι εκφράσεις στοργής τους είναι τόσο παράταιρες με τον μοναχικό κόσμο στον οποίο συνήθισαν να ζουν. Συνειδητά ή υποσυνείδητα ένας υποτιμημένος μικρούλης εαυτός φοβάται ότι και αυτοί θα τον απογοητεύσουν, οπότε για να μην συμβεί αυτό, αποτρέπουν με τα αγκάθια τους το πλησίασμά τους ή το υποτιμούν για να μην πνιγεί από αγάπη η πληγωμένη τους ψυχή.

Ο μηχανισμός της εξιδανίκευσης χάνει την παθολογική του σημασία, όταν εκτιμήσουμε την παρουσία, όταν αποδεχτούμε τις ελλείψεις μας, όταν πάψουμε να λυπόμαστε για την απουσία όλων αυτών που δεν έχουμε και τα οποία φαντασιώνουμε πως θα μπορούσαν να μας εξασφαλίσουν μια θέση στον Παράδεισό μας.

Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα στη ζωή μας και ούτε μπορούμε να συμπορευτούμε με όλους, χωρίς αυτό να αποτελεί πλήγμα για την αξία μας. Η αγάπη για τον εαυτό και επομένως και για όλους εκείνους που μπορούν να αγαπήσουν χρειάζεται την τόλμη και την αποφασιστικότητά μας, να λύσουμε κάθε κόμπο που δένει την ψυχή μας και δυσκολεύει την αλήθεια μας.

Η ελευθερία έρχεται όταν καταφέρουμε με ειλικρίνεια να έρθουμε σε επαφή με τις μύχιες πλευρές του εαυτού μας, να τις περιθάλψουμε με αγάπη και έγνοια και να τις βοηθήσουμε στοργικά να μεγαλώσουν κάτω από το βλέμμα φροντίδας και αφοσίωσής μας.

Τυλίγουμε τα αισθήματά μας σε λέξεις

Πόσες λέξεις ξέρει ένας άνθρωπος; 

Πόσες χρησιμοποιεί στο καθημερινό του λεξιλόγιο;

Εκατό, διακόσιες, τριακόσιες;

Τυλίγουμε τα αισθήματά μας σε λέξεις, προσπαθούμε να εκφράσουμε με λέξεις τη χαρά, τη λύπη και κάθε μας συγκίνηση, δηλαδή όλα όσα στην πραγματικότητα μένουν ανέκφραστα.

Ο Ρωμαίος είπε όμορφα λόγια στην Ιουλιέτα, λέξεις ζωντανές, εκφραστικές, που σίγουρα όμως δεν έλεγαν ούτε τα μισά από όσα έκαναν την καρδιά του να χτυπά δυνατά, του έκοβαν την ανάσα κι έκαναν την Ιουλιέτα να ξεχνά τα πάντα, πέρα από την αγάπη της.

Υπάρχει κι άλλο είδος γλώσσας, κι άλλη μορφή επικοινωνίας με τα αισθήματα και τις εικόνες.

Μ' αυτή την επικοινωνία οι άνθρωποι παύουν να είναι χωρισμένοι ο ένας από τον άλλον, οι φραγμοί καταργούνται.

Θέληση, συναίσθημα και συγκίνηση μετακινούν τα εμπόδια ανάμεσα στους ανθρώπους, που στέκονται από τις δύο όψεις ενός καθρέφτη, από τις δύο πλευρές μιας πόρτας.

Ο Παράδεισος είναι δικαίωμα

Άργησα πολύ να καταλάβω τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας.

Πρέπει να εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου, για να την καταλάβεις.

Μια μέρα που ένιωθα να μ’ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα κει που περπατούσα μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου.

Το 'κοψα και το ‘φερα στο απάνω χείλι μου.

Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος.

Το διάβασα σ’ αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα, που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ’ ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραπόστολου.

Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια, ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.

Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία.

Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή.

Ήταν ένα δικαίωμα.

Τα ανώγια του ουρανού

Μην σταματάς το φως να κοιτάς.

Κοίταγε…
Τον εαυτό σου νόστισε.
Όσα κάνεις όμορφα είναι,
σαν δεν ξεχνάς την ομορφιά.
Η ευλογία εσύ γίνεσαι
σαν κοιτάς την ευλογία.
Το φώς εσύ γίνεσαι,
σαν το φως κοιτάς.
Μην σταματάς να κοιτάς το φως.
Κοίταγε…

Κοίταγε την ομορφιά!
Όλα τα πράγματα όμορφα δεν είναι.
Στην πόλη που όλα όμορφα δεν είναι,
εσύ την ομορφιά κοίταγε.
Σε μια πόλη γεμάτη σκιές, μακρυά κοίταγε.

Εκεί που το φως ξημερώνει, κοίταγε.
Πέρα, μακρυά τα μάτια εστίαζε.
Εκεί που το φως δεν σβήνει ποτές, κοίταγε.
Τον εαυτό σου νόστισε.
Στον εαυτό κοίταγε.

Τον εαυτό στην πόλη της λήθης μην χαλάς.
Μακρυά και κοντά κοίταγε.
Τον εαυτό σου νόστισε και μέσα κοίταγε.
Το φως το άσβηστο κοίταγε.
Μέσα σου εστίαζε.
Τόσο μακρυά και κοντά το φως βρίσκεται.
Μέσα σου κοίταγε.

Αν την ομορφιά ποθείς, την ομορφιά κοίταγε.
Σαν τα χαλάσματα ομορφιά δεν κρατούν,
ομορφιά κοίταγε.
Αν την ομορφιά ποθείς, την ομορφιά κοίταγε.
Η ομορφιά αιώνια και πανώρια είναι.
Σαν ξεχνάς , κοίταγε.
Μέσα σου κοίταγε.

Αν την ενθύμηση ζητάς, τον εαυτό σου κοίταγε.
Αν για ομορφιά πασκίζεις, όμορφα κοίταγε.
Το λάθος σκεπάζει την πόλη της λήθης.
Σαν την ομορφιά ψάχνεις, σωστά κοίταγε.

Αν στα γκρεμίσματα ψάχνεις, πόνο κρατείς.
Αν στα χαλάσματα αναμοχλεύεις, πόνο κρατείς.
Αν στα λάθη τα σωστά ψάχνεις, πόνο κρατείς.
Αν όμως για ομορφιά πασκίζεις, κοίταγε
Κοίταγε μόνο την ομορφιά.
Κοίταγε…

Αν την ομορφιά ψάχνεις, όμορφος είσαι.
Αν την ομορφιά διψάς, δίψα σωστή έχεις.
Μόνο μην χαλιέσαι στην πόλη των καπνών.
Στην πόλη των λαθών σωστό μην ψάχνεις.
Στην πόλη της λήθης μνήμη μην ζητάς.
Αν την ομορφιά ψάχνεις όμορφος είσαι.
Μόνο σωστά κοίτα!
Κοίταγε…

Εκεί που ομορφιά δεν είναι, άδικα χαλιέσαι.
Εκεί που αχός είναι, άδικα χαλιέσαι.
Εκεί που ευχαρίστηση δεν είναι, άδικα χαλιέσαι.
Αν την ομορφιά ψάχνεις, όμορφος είσαι.
Μόνο σωστά κοίτα!
Και να μην χαλιέσαι κοίτα.
Κοίταγε…

Σαν στην ξεχασμένη πόλη ξεχαστείς,
κίνδυνος είναι.
Στα χαλάσματα μένουν εκείνοι
που ενθύμηση δεν έχουν.
Σαν την ομορφιά σου αγνοείς, οδύνη είναι.
Σαν στα χαλάσματα κατοικείς, πόνος είναι
Αν για ομορφιά διψάς, μακρυά κοίτα.
Εκεί που ξημερώνει το φως, εκεί κοίτα.
Μέσα σου κοίταγε.
Μην ξεχνάς!
Κοίταγε…

Σαν κοιτάς το φώς, όλα φως είναι.
Σαν κοιτάς την ομορφιά, όλα όμορφα είναι.
Σαν κοιτάς την αρμονία, όλα αρμονία είναι.
Στην πόλη της λήθης, γνώση μην ζητάς.
Τη δική σου πόλη κοίταγε.
Εκεί άσβηστο και αιώνιο πυρ καίγεται.
Η φλόγα που ψάχνεις, μέσα σου καίγεται..
Το πυρ που οσμίζεσαι, μέσα σου φλέγεται.
Το φως που αναζητάς, μέσα σου πυρακτώνεται.
Κοίταγε…

Αν φως ζητάς, φως κοίταγε.
Αν φως ζητάς, γίνε φως.
Αν φως παρακαλάς, γίνε φως.
Αν φως ζητάς για τις σκοτεινές νύχτες,
τις φωτεινές θα ξεχαστείς.
Αν φως ζητάς για τα ερείπια,
τότε στα παλάτια θα χαθείς.
Αν φως ζητάς για τη βαρυχειμωνιά,
τότε το καλοκαίρι θα κοιμηθείς.
Αν φως ζητάς, αφαίρεσε τους συνδέσμους.
Αν φως ζητάς γίνε φως.
Κοίταγε…

Την κατοικία σου σε προσωρινά καταλύματα
μην φτιάχνεις.
Την ευτυχία σου με δυστυχία μην παντρεύεις.
Τη φωλιά τους ψηλά στο δέντρο τα πουλιά έφτιαξαν.
Οι άνθρωποι τους χάλασαν τη φωλιά.
Την άνοιξη που γύρισαν τα πουλιά, φωλιά δεν βρήκαν.
Μην ξεχνάς να κοιτάς το φως.
Κοίταγε…

Αν την ευλογία ψάχνεις, ευλογημένα κοίταγε.
Αν την ευλογία γυρεύεις, ευλογημένα πήγαινε.
Μόνο σωστά κοίταγε.
Στα χαλάσματα ψάχνε μη.
Τις ευλογίες κοίταγε.

Ευλογίες κοίταγε!
Το φως που μέσα βρίσκεται, κοίταγε.
Στους καπνούς μνήμη δεν βρίσκεται.
Η ευλογία στην ευλογία βρίσκεται.
Το φως κοίταγε…

Τον εαυτό σου νόστισε.
Αν νόστο έχεις για πράγματα,
τον εαυτό σου κοίταγε.
Τον εαυτό σου νόστισε.
Αν νόστο έχεις στην καρδιά, κοίταγε.
Αν θλίψη έχεις στα μάτια, κοίταγε.
Τον εαυτό σου νόστισε ταξιδιώτη.
Κοίταγε…

Τα βράδια της καρδιάς, νόστισε.
Τις μέρες της χαράς, νόστισε.
Τα μεσημέρια της κούρασης, νόστισε.
Τα δειλινά του πόνου, νόστισε.
Τις αυγές της αγάπης, νόστισε.
Νόστισε ταξιδιώτη τον Εαυτό.
Νόστισε…

Όταν νόστο θεϊκό κρατάς, το νέκταρ θα σε μεθύσει.
Το φως κοίταγε…

Όμορφα κάνεις όταν όμορφος είσαι.
Όμορφα περπατάς όταν όμορφος είσαι.
Όμορφα ανασαίνεις όταν όμορφος είσαι.
Όμορφα μιλάς όταν όμορφος είσαι.
Όμορφα περιμένεις όταν όμορφος είσαι.
Όμορφα μεγαλώνεις όταν ομορφιά είσαι.

Μην ξεχαστείς στην πόλη της λήθης.
Νόστισε ταξιδιώτη.
Κοίταγε…

Ατομική ελευθερία. Μεσαίωνας: Το “άτομο” δεν υπάρχει ακόμα

Η εικόνα του Μεσαίωνα έχει διαστρεβλωθεί με δύο τρόπους.

Ο σύγχρονος ορθολογισμός δεν είδε τον Μεσαίωνα παρά σαν μια ουσιαστικά ζοφερή περίοδο. Έχει επισημάνει τη γενική έλλειψη προσωπικής ελευθερίας, την εκμετάλλευση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού από μια μικρή μειοψηφία, τη στενοκεφαλιά που έκανε τον χωρικό της υπαίθρου να φαντάζει στα μάτια των κατοίκων της πόλης επικίνδυνος και ύποπτος ξένος -για να μη μιλήσουμε καν για τον άνθρωπο που θα ερχόταν από μια ξένη χώρα-, όπως επίσης τις προλήψεις και την άγνοια που επικρατούσαν. Από την άλλη πλευρά, ο Μεσαίωνας εξιδανικεύτηκε από στοχαστές, κυρίως αντιδραστικούς, κάποιες φορές όμως και από προοδευτικούς κριτές του σύγχρονου καπιταλισμού. Οι τελευταίοι στάθηκαν στο αίσθημα αλληλεγγύης, στην υποταγή της οικονομίας στις ανθρώπινες ανάγκες, στην ευθύτητα και τη θετικότητα των ανθρώπινων σχέσεων, στην υπερεθνική αρχή της Εκκλησίας, στο αίσθημα ασφάλειας που χαρακτήριζε τον άνθρωπο κατά την περίοδο του Μεσαίωνα. Και οι δύο αυτές εικόνες είναι ορθές- αυτό που θα τις καθιστούσε εσφαλμένες θα ήταν να προσκολληθούμε στη μία και να κλείσουμε τα μάτια μας απέναντι στην άλλη.

Αυτό που χαρακτηρίζει τη μεσαιωνική κοινωνία, σε αντίθεση με τη σύγχρονη, είναι η απουσία ατομικής ελευθερίας. Κατά την παλαιότερη περίοδο, κάθε άτομο ήταν άρρηκτα δεμένο με τον ρόλο του μέσα στην κοινωνική τάξη. Ένας άνθρωπος είχε ελάχιστες ευκαιρίες να μετακινηθεί από μια κοινωνική τάξη σε κάποια άλλη, ήταν μάλιστα ιδιαίτερα δύσκολο ακόμη και να μετακινηθεί γεωγραφικά από μια πόλη ή από μια χώρα σε μια άλλη. Με λιγοστές εξαιρέσεις, κάθε άνθρωπος έπρεπε να μείνει στο μέρος όπου γεννήθηκε. Συχνά δεν ήταν καν ελεύθερος να ντυθεί όπως επιθυμούσε ή να φάει αυτό που του άρεσε. Ο τεχνίτης έπρεπε να πουλήσει σε καθορισμένη τιμή και ο χωρικός σε κάποιο καθορισμένο μέρος στην αγορά της πόλης. Απαγορευόταν στα μέλη των συντεχνιών να κοινοποιήσουν τεχνικά μυστικά της δουλειάς σε ανθρώπους που δεν ήταν κι αυτοί μέλη της ίδιας συντεχνίας και ήταν υποχρεωμένος να επιτρέπει στους συναδέλφους του -στα μέλη της ίδιας συντεχνίας δηλαδή- να παίρνουν κι αυτοί μέρος σε οποιαδήποτε πλεονεκτική αγορά πρώτων υλών. Στην προσωπική, οικονομική και κοινωνική ζωή επικρατούσαν κανόνες και υποχρεώσεις, από τις οποίες στην πράξη δεν εξαιρούνταν καμία σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Παρόλο που ο άνθρωπος δεν ήταν ελεύθερος, με τη σημερινή έννοια, δεν ήταν ούτε μόνος ούτε απομονωμένος. Με το να έχει μια διακριτή, αμετάβλητη και αδιαφιλονίκητη θέση στον κοινωνικό κόσμο από τη στιγμή της γέννησής του, ο άνθρωπος ήταν ριζωμένος μέσα σε έναν δομημένο περίγυρο, και έτσι η ζωή του είχε ένα νόημα που δεν άφηνε χώρο και αιτίες για αμφιβολίες. Ο άνθρωπος ταυτιζόταν με τον κοινωνικό του ρόλο: Ήταν χωρικός, τεχνίτης, ιππότης, και όχι ένα άτομο που τύχαινε να έχει τη μια ή την άλλη απασχόληση. Η κοινωνική τάξη γινόταν αντιληπτή σαν φυσική τάξη και το να αποτελεί κάνεις ένα καθορισμένο κομμάτι της του παρείχε ένα αίσθημα ασφάλειας και ένταξης. Συγκριτικά, υπήρχε μικρός ανταγωνισμός. Γεννιόταν κανείς σε μια συγκεκριμένη οικονομική θέση, η οποία του εγγυόταν παραδοσιακά έναν τρόπο ζωής, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που του έθετε και κάποιες οικονομικές υποχρεώσεις απέναντι σε εκείνους που βρίσκονταν υψηλότερα στην κοινωνική ιεραρχία. Όμως μέσα στα όρια της κοινωνικής του σφαίρας το άτομο είχε στην πραγματικότητα αρκετή ελευθερία να εκφραστεί μέσω της εργασίας του, όπως και στη συναισθηματική του ζωή. Και παρόλο που δεν υπήρχε ατομικότητα υπό τη σημερινή έννοια της άνευ όρων δυνατότητας επιλογής ανάμεσα σε πολλούς διαφορετικούς τρόπους ζωής (μια ελευθερία επιλογής που είναι υπερβολικά αφηρημένη), υπήρχε ένας αρκετά ευρύς συγκεκριμένος ατομικισμός στην πραγματική ζωή.

Υπήρχαν πολλές στερήσεις και πολύς πόνος, υπήρχε επίσης όμως και η Εκκλησία, η οποία τα έκανε όλα αυτά πιο υποφερτά, αιτιολογώντας τα ως αποτέλεσμα της αμαρτίας του Αδάμ και των ατομικών αμαρτημάτων του καθενός. Και ενώ η Εκκλησία σφυρηλατούσε ένα αίσθημα ενοχής, την ίδια στιγμή διαβεβαίωνε το άτομο για την άνευ όρων αγάπη της απέναντι σε όλα της τα τέκνα και πρόσφερε έναν τρόπο για να πιστέψει κανείς ότι ο Θεός θα τον συγχωρούσε. Η σχέση με τον Θεό ήταν περισσότερο σχέση πίστης και αγάπης παρά αμφιβολίας και φόβου. Ακριβώς όπως ένας χωρικός και ένας αστός σπάνια υπερέβαιναν τα στενά όρια του μικρού γεωγραφικού χώρου όπου καθένας τους κατοικούσε, έτσι και το σύμπαν ήταν περιορισμένο και γινόταν εύκολα κατανοητό. Η γη και ο άνθρωπος βρίσκονταν στο κέντρο του, ο ουρανός ή η Κόλαση ήταν ο τόπος της μέλλουσας ζωής, και όλες οι πράξεις, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο του ανθρώπου, είχαν μια εσωτερική σχέση αλληλεπίδρασης.

Παρότι η κοινωνία ήταν έτσι δομημένη και παρείχε ένα αίσθημα σιγουριάς στον άνθρωπο, από την άλλη τον κρατούσε αλυσοδεμένο. Επρόκειτο για δεσμά διαφορετικού είδους από εκείνα που συνιστούσαν τον αυταρχισμό και την καταπίεση τους επόμενους αιώνες. Η μεσαιωνική κοινωνία δεν αποστερούσε το άτομο από την ελευθερία του επειδή το άτομο δεν υπήρχε ακόμα: Ο άνθρωπος εξακολουθούσε να σχετίζεται με τον κόσμο ακολουθώντας τους πρωταρχικούς δεσμούς. Δεν είχε ακόμα συλλάβει τον εαυτό του ως άτομο, παρά μόνο μέσω του κοινωνικού του ρολού — ο οποίος και πάλι ήταν φυσικός. Ούτε είχε αντιληφθεί τους άλλους ανθρώπους ως άτομα. Ο χωρικός ο οποίος ερχόταν περιστασιακά στην πόλη ήταν ένας ξένος, αλλά ακόμη και στο πλαίσιο της ίδιας της πόλης τα μέλη διαφορετικών κοινωνικών ομάδων έβλεπαν τους άλλους ως ξένους. Η επίγνωση του ατομικού εαυτού, η σύλληψη των άλλων ανθρώπων και του κόσμου ως ξεχωριστών οντοτήτων δεν είχε αναπτυχθεί πλήρως ακόμα.

Η δομή της κοινωνίας και της προσωπικότητας του ατόμου υπέστησαν αλλαγές κατά τον όψιμο Μεσαίωνα. Η ενότητα και ο συγκεντρωτισμός της μεσαιωνικής κοινωνίας χαλάρωσαν. Το κεφάλαιο, η ατομική οικονομική πρωτοβουλία και ο ανταγωνισμός άρχισαν να αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία, ενώ εμφανίστηκε μια καινούρια τάξη κεφαλαιούχων. Τότε σημειώθηκε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις ανάπτυξη του ατομισμού, γεγονός που επηρέασε κάθε σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας, την αισθητική, τη μόδα, την τέχνη, τη φιλοσοφία και τη θεολογία. Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να υπογραμμίσω ότι το νόημα αυτής της διαδικασίας στο σύνολό της ήταν διαφορετικό από τη μια για τις ολιγομελείς ομάδες των πλουσίων και των κεφαλαιούχων και από την άλλη για τις μάζες που κατοικούσαν στην ύπαιθρο, κυρίως μάλιστα για τη μεσαία τάξη στις πόλεις – για την οποία αυτές οι μεταβολές ναι μεν συνεπάγονταν νέες ευκαιρίες και δυνατότητες πλουτισμού και ατομικής πρωτοβουλίας, την ίδια στιγμή όμως σηματοδοτούσαν το τέλος του παραδοσιακού τρόπου ζωής τους. Είναι σημαντικό να έχουμε στον νου μας αυτή τη διαφορά, καθώς αποτελούσε τον καθοριστικό παράγοντα των ψυχολογικών και ιδεολογικών αναδράσεων αυτών των ξεχωριστών ομάδων.

Η καινούρια οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη ακολούθησε ταχύτερους ρυθμούς στην Ιταλία και σε εκείνη τη χώρα η επίδραση αυτής της ανάπτυξης στην τέχνη, στη φιλοσοφία και στον τρόπο ζωής εν γένει ήταν βαθύτερη από ό,τι στη δυτική και κεντρική Ευρώπη. Στην Ιταλία για πρώτη φορά αναδύθηκε το άτομο μέσα από τη φεουδαρχική κοινωνία, για να συντρίψει εκείνα ακριβώς τα δεσμά τα οποία το περιόριζαν την ίδια στιγμή που του παρείχαν σιγουριά. Ο Ιταλός αναγεννησιακός άνθρωπος έγινε, κατά τη ρήση του Μπούρκχαρντ, «το πρωτότοκο από τα παιδιά της νεωτερικής Ευρώπης», το πρώτο άτομο.

Υπήρξαν πολλοί οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες που ευθύνονταν για την κατάρρευση της μεσαιωνικής κοινωνίας στην Ιταλία νωρίτερα από ό,τι στην κεντρική και τη δυτική Ευρώπη. Κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες ήταν η γεωγραφική θέση της Ιταλίας και τα εμπορικά πλεονεκτήματα τα οποία προέκυπταν από αυτή σε μια περίοδο κατά την οποία η Μεσόγειος ήταν η μεγάλη οδός του εμπορίου για την Ευρώπη, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στον Πατριάρχη και τον αυτοκράτορα, που είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη πολλών ανεξάρτητων πολιτικών μονάδων, και η εγγύτητα προς την Ανατολή, που είχε ως επακόλουθο να διαδοθούν στην Ιταλία νωρίτερα από ό,τι σε άλλες χώρες αρκετές δεξιότητες σημαντικές για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, όπως για παράδειγμα η μεταξουργία.

Το αποτέλεσμα αυτών και κάποιων άλλων ακόμη συνθηκών ήταν η ανάδυση στην Ιταλία μιας ισχυρής τάξης κεφαλαιούχων, τα μέλη της οποίας διαπνέονταν από ένα πνεύμα πρωτοβουλίας, ισχύος και φιλοδοξίας. Η διαστρωμάτωση της φεουδαρχικής τάξης άρχισε να γίνεται όλο και λιγότερο σημαντική. Από τον δωδέκατο αιώνα και έπειτα ευγενείς και αστοί ζούσαν μαζί μέσα από τα τείχη των πόλεων. Στις κοινωνικές συναναστροφές άρχισαν να αγνοούνται οι διακρίσεις ανάμεσα στις τάξεις. Η γέννηση και η καταγωγή άρχισαν να έχουν μικρότερη σημασία από τον πλούτο.

To αποτέλεσμα αυτής της σταδιακής καταστροφής της μεσαιωνικής κοινωνικής δομής ήταν η ανάδυση του ατόμου υπό τη σύγχρονη έννοια. Για να παραπέμψω και πάλι στον Μπούρκχαρντ: «Πρώτα στην Ιταλία αυτό το πέπλο (από πίστη, ψευδαίσθηση και παιδαριώδη προκατάληψη) διαλύθηκε- στάθηκε έτσι δυνατή μια αντικειμενική μελέτη και σύλληψη του κράτους και όλων των εγκόσμιων πραγμάτων. Η υποκειμενική πλευρά αναπτύχθηκε παράλληλα με αντίστοιχη έμφαση, και ο άνθρωπος έγινε ένα πνευματικό άτομο που αναγνώριζε τον εαυτό του ως τέτοιο. Με τον ίδιο τρόπο που ο Έλληνας είχε κάποτε διακρίνει τον εαυτό του από τους βάρβαρους ή που ο Άραβας είχε βιώσει τον εαυτό του ως άτομο ήδη από την εποχή όπου οι άλλοι ασιατικοί λαοί αναγνώριζαν τον εαυτό τους μόνο ως μέλη μιας φυλής». Η περιγραφή που κάνει ο Μπούρκχαρντ σχετικά με το πνεύμα αυτού του νέου ατόμου ρίχνει φως σε όσα είπαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο σχετικά με την ανάδυση του ατόμου και την αποκοπή του από τους πρωταρχικούς δεσμούς. Ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον εαυτό του και τους άλλους ως άτομα, ως ξεχωριστές οντότητες· ανακαλύπτει τη φύση ως κάτι ξεχωριστό από τον ίδιο υπό δύο έννοιες: ως αντικείμενο θεωρητικής και πρακτικής κυριαρχίας, αλλά και ως κάτι όμορφο, μέσα στην ομορφιά αυτή σαν αντικείμενο τέρψης. Ανακαλύπτει τον κόσμο, τον ανακαλύπτει στην πράξη, καθώς ανακαλύπτει καινούριες ηπείρους, αλλά τον ανακαλύπτει και πνευματικά, αναπτύσσοντας ένα κοσμοπολίτικο πνεύμα, το ίδιο πνεύμα μέσα στο οποίο ο Ντάντε όπως και ο Σωκράτης, μπόρεσε να πει: «Πατρίδα μου είναι ο κόσμος».

Η Αναγέννηση ήταν η κουλτούρα μιας πλούσιας και ισχυρής ανώτερης τάξης, η οποία βρισκόταν στην κορυφή του κύματος που είχε ξεσηκώσει η θύελλα των καινούριων οικονομικών δυνάμεων. Όμως οι μάζες οι οποίες δεν μοιράζονταν τα πλούτη και την εξουσία αυτής της ανώτερης ηγεμονικής τάξης είχαν πια χάσει και τη σιγουριά που τους παρείχε η προηγούμενη κατάσταση τους και είχαν πια μετατραπεί σε μια άμορφη μάζα που άλλοτε την κολάκευαν και άλλοτε τη απειλούσαν -ωστόσο σε κάθε περίπτωση τη χειραγωγούσαν και την εκμεταλλεύονταν- αυτοί που είχαν την εξουσία. Ένας καινούριος δεσποτισμός βάδιζε πλάι πλάι με την εξατομίκευση. Ελευθερία και τυραννία, ατομικότητα και αταξία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα ζεύγη. Και η Αναγέννηση δεν ήταν η κουλτούρα των μικρών επαγγελματιών και των μικροαστών, αλλά των εύπορων ευγενών και των μεγαλοαστών. Η οικονομική τους δραστηριότητα και τα κεφάλαιά τους τους παρείχαν ένα αίσθημα ελευθερίας και ατομικότητας. Την ίδια στιγμή όμως, είχαν απολέσει κάτι: τη σιγουριά και την αίσθηση πως ανήκουν κάπου. Αυτό τους το πρόσφερε η μεσαιωνική κοινωνική οργάνωση. Ναι, ήταν πιο ελεύθεροι, ήταν όμως και πιο μόνοι. Χρησιμοποιούσαν την ισχύ τους και τα πλούτη τους για να αντλούν και το έσχατο ίχνος απόλαυσης από τη ζωή. Γι’ αυτόν τον λόγο ήταν αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν χωρίς οίκτο κάθε μέσο, από τα σωματικά βασανιστήρια ως τους ψυχολογικούς χειρισμούς, προκειμένου να κυριαρχούν στις μάζες χωρίς να αφήνουν περιθώριο για την άνοδο των ανταγωνιστών τους. Οι ανθρώπινες σχέσεις στο σύνολό τους δηλητηριάστηκαν από αυτόν τον μανιασμένο αγώνα ζωής και θανάτου για τη διατήρηση της ισχύος και του πλούτου. Η αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων -ή έστω μεταξύ των μελών μιας τάξης— αντικαταστάθηκε από μια στάση κυνικής απόσπασης- τα άλλα άτομα θεωρήθηκαν έκτοτε ως αντικείμενα προς χρήση και χειρισμό, ή καταστρέφονταν χωρίς οίκτο, αν αυτό εξυπηρετούσε τους σκοπούς κάποιου. Το άτομο απορροφήθηκε από έναν άμετρο εγωκεντρισμό και από έναν ασίγαστο πόθο για ισχύ και απόκτηση πλούτου. Συνέπεια όλων αυτών ήταν να δηλητηριαστεί επίσης η ως τότε ισορροπημένη σχέση του ατόμου με τον ίδιο του τον εαυτό, όπως και η αίσθηση ασφάλειας και εμπιστοσύνης που είχε. Ο εαυτός του ατόμου έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από το άτομο, όπως ακριβώς και τα άλλα άτομα. Όμως έχουμε λόγους να αμφιβάλλουμε κατά πόσο οι πανίσχυροι ηγεμόνες της κεφαλαιοκρατίας της Αναγέννησης ήταν τόσο ευτυχισμένοι και σίγουροι όσο περιγράφονται συνήθως. Όλα δείχνουν ότι η καινούρια αυτή ελευθερία τούς παρείχε δύο πράγματα: Από τη μια ένα ολοένα και αυξανόμενο αίσθημα ισχύος και από την άλλη πιο έντονη απομόνωση, αμφιβολίες και σκεπτικισμό και, ως συνέπεια των παραπάνω, αρκετό άγχος. Πρόκειται για την ίδια ακριβώς αντίφαση που βρίσκουμε στα φιλοσοφικά κείμενα των ουμανιστών. Ενώ εξυψώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, την εξατομίκευση και τη δύναμη, την ίδια στιγμή μιλούν στη φιλοσοφία τους για την ανασφάλεια και την απόγνωση.

Η ανασφάλεια αυτή, που υποβόσκει πίσω από την τοποθέτηση ενός ξεκομμένου και απομονωμένου ατόμου σε έναν εχθρικό κόσμο, τείνει να εξηγήσει και τη δημιουργία ενός χαρακτηριολογικού γνωρίσματος το οποίο ήταν, όπως επισήμανε ο Μπούρκχαρντ, χαρακτηριστικό γνώρισμα του ατόμου της Αναγέννησης και δεν το συναντάμε, με την ίδια τουλάχιστον συχνότητα, στα υποκείμενα της μεσαιωνικής κοινωνικής δομής: Μιλάμε για την παθιασμένη λαχτάρα του ατόμου να αποκτήσει φήμη. Αν το νόημα της ζωής είχε γίνει πια αμφίβολο, αν οι σχέσεις του ανθρώπου με τον εαυτό του και με τους άλλους δεν του παρείχαν πια σιγουριά, τότε η φήμη ήταν το μέσο για να κατασιγάσει κανείς τις αμφιβολίες του. Η λειτουργία της θα μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη των πυραμίδων της Αιγύπτου ή με αυτή της χριστιανικής πίστης στην αθανασία: Εξυψώνει την ατομική ζωή από τα όρια και τον εφήμερο χαρακτήρα της ως επίφαση της αφθαρσίας. Αν το όνομα κάποιου γίνει γνωστό στους συγχρόνους του και αν συγχρόνως μπορεί αυτός να ελπίζει πως η φήμη θα διαρκέσει για αιώνες, τότε η ζωή του αποκτά νόημα και σημασία απλώς και μόνο με την επίδραση αυτού του γεγονότος στην κρίση των άλλων. Είναι βέβαια φανερό πως αυτή η λύση του προβλήματος της ατομικής ανασφάλειας ήταν προσιτή μόνο σε εκείνες τις κοινωνικές ομάδες των οποίων τα μέλη είχαν στη διάθεσή τους τα μέσα που θα τους επέτρεπαν να αποκτήσουν φήμη. Ήταν όμως μια λύση ανέφικτη για τις ανίσχυρες μάζες της ίδιας πολιτισμικής περιόδου, όπως επίσης ήταν ανέφικτη και για τα μεσαία αστικά στρώματα, που αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη της Μεταρρύθμισης.

Erich Fromm, Ο Φόβος μπροστά στην Ελευθερία

Ο Ορφέας, η Ευρυδίκη και ο ζηλιάρης βοσκός

Ο Ορφέας ήταν γιος του Απόλλωνα και της μούσας Καλλιόπης και είχε τεράστιο μουσικό ταλέντο. Λέγεται ότι το παίξιμο της λύρας του και το τραγούδι του ήταν τόσο όμορφα που μπορούσαν να μαγέψουν ακόμα και άψυχα αντικείμενα. Η μουσική του τράβηξε κοντά του τη νύμφη των δασών Ευρυδίκη, που τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, και σύντομα παντρεύτηκαν. Ωστόσο, καθώς αποχωρούσαν από το γαμήλιο γλέντι, ένας ζηλιάρης βοσκός, ο Αρισταίος, χίμηξε εναντίον τους μέσα από έναν θάμνο και προσπάθησε να κλέψει την Ευρυδίκη. Οι εραστές το έβαλαν στα πόδια, αλλά η Ευρυδίκη σκόνταψε σε μια φιδοφωλιά και δαγκώθηκε από μια οχιά. Η Ευρυδίκη πέθανε και ο θλιμμένος Ορφέας ταξίδεψε στον κάτω κόσμο για να τη φέρει πίσω.

Η μουσική του έπεισε τον Πλούτωνα και ο θεός υποσχέθηκε στον Ορφέα ότι η γυναίκα του θα τον ακολουθούσε στον πάνω κόσμο, αρκεί να μην την κοιτούσε όσο βρισκόταν στο σκοτάδι. Ο Ορφέας αντιστάθηκε στην ανάγκη να κοιτάξει πίσω του και διέσχισε τον κάτω κόσμο μέχρι που τελικά βγήκε στο φως και τότε γύρισε για να δει. Η Ευρυδίκη όμως βρισκόταν ακόμα στο σκοτάδι και έτσι επέστρεψε πίσω στον κόσμο των νεκρών. Ο συντετριμμένος μουσικός δεν μπορούσε πλέον να συνθέτει μουσική και άρχισε να αποφεύγει τη γυναικεία συντροφιά. Μια ομάδα περιφρονημένων γυναικών τον έπιασε, τον σκότωσε και, αφού τον διαμέλισε, πέταξε τα κομμάτια του σε ένα ποτάμι. Επιτέλους, το πνεύμα του Ορφέα ήταν ελεύθερο να ενωθεί ξανά με την αγαπημένη του στον κάτω κόσμο.

Νίτσε: Για τους καθηγητές της ανιδιοτέλειας

Αποκαλούμε καλές τις αρετές κάποιου ανθρώπου, όχι για τα αποτελέσματα που μπορούν να έχουν γι’ αυτόν, αλλά για τα αποτελέσματα που μπορούν να έχουν για τον πολύ κόσμο και την κοινωνία. Ποτέ δεν υπήρξε κανείς πολύ «ανιδιοτελής» στον έπαινο της αρετής, και ποτέ δεν ήταν πολύ «αλτρουιστής»!

Διαφορετικά, θα είχαμε παρατηρήσει πως οι αρετές (όπως η ευλάβεια, η υπακοή, η δικαιοσύνη, η επιμέλεια, η αγνότητα) είναι γενικά επιζήμιες για όποιον τις κατέχει, γιατί είναι ένστικτα που κυριαρχούν μέσα του πάρα πολύ βίαια, πάρα πολύ άπληστα και δεν θέλουν με κανέναν τρόπο να αντισταθμιστούν λογικά από τ’ άλλα.

Όταν μέσα μας έχουμε μια αρετή, μια αληθινή αρετή, μια ακέραια αρετή (και όχι καμιά μικρή τάση να την αποκτήσουμε), είμαστε θύματα αυτής της αρετής! Και γι’ αυτό ακριβώς την επαινεί ο γείτονας! Εγκωμιάζουν τον ζηλωτή άνθρωπο, παρ’ όλο που ο ζήλος του τού καταστρέφει την δράση του, παρ’ όλο που καταστρέφει σιγά σιγά τον αυθορμητισμό και τη δροσιά του πνεύματός του. Εγκωμιάζουν, επαινούν και λυπούνται τον νέο που κυριολεκτικά «σκοτώθηκε στη δουλειά», γιατί σκέφτονται: «Το να χάσει το κοινωνικό σύνολο την πιο καλή μονάδα, είναι μικρή θυσία! Είναι πολύ δυσάρεστο που είναι απαραίτητη αυτή η θυσία! Αλλά θα ήταν περισσότερο δυσάρεστο αν σκεφτόταν διαφορετικά το άτομο, αν φρόντιζε πιο πολύ να συντηρηθεί και να αναπτυχθεί, πάρα να δουλεύει στην υπηρεσία όλων!».

Με άλλα λόγια, δεν λυπούνται τον νέο αυτό για τον εαυτό του, αλλά γιατί με τον θάνατό του η κοινωνία έχασε ένα υποταγμένο όργανο, που δεν φροντίζει για τον εαυτό του, με λίγα λόγια, όπως λένε, η κοινωνία έχασε «έναν καλό άνθρωπο», Ίσως ακόμα ν’ αναρωτιούνται μήπως δεν θα ήταν προτιμότερο, για το καλό της κοινωνίας, να δούλευε αυτό το παιδί με περισσότερη σύνεση και να ζούσε περισσότερο καιρό. Και συμφωνούν μάλιστα ως προς το κέρδος που θα υπήρχε αν έκανε αυτό, αλλά κρίνουν πως είναι κατώτερο απ’ το άλλο, για το γεγονός πως έγινε θυσία και πως η γνώμη του κοινωνικού κτήνους, του όντος που είναι ανάγκη να θυσιαστεί, αποκαλύφθηκε, γι’ άλλη μια φορά ολοφάνερα, πως ήταν υψηλότερο και πιο νόμιμο κέρδος.

Όταν επαινούμε την αρετή, επαινούμε κάτι το επιζήμιο για την ιδιωτική ζωή, εξυμνούμε τις τάσεις που στερούν τον άνθρωπο απ’ την πιο ευγενική αγάπη για τον ίδιο του τον εαυτό, για την υψηλότερη αυτοπροστασία του.

Είναι γεγονός πως για να διαπαιδαγωγήσουν, για να χαράξουν ενάρετες συνήθειες, βγάζουν απ’ την αρετή μια ολάκερη σειρά από αποτελέσματα που την κάνουν έτσι δίδυμη αδερφή του ιδιαίτερου συμφέροντος… Και, πραγματικά, υπάρχει αυτή η συγγένεια.

Αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Παρασταίνουν τον τυφλό ζήλο, την μανιώδη επιμέλεια, που είναι η τυπική αρετή του οργάνου, σαν τον δρόμο του πλούτου και των τιμών, σαν το αποτελεσματικότερο δηλητήριο για την ανία και τα πάθη… Αλλά αποσιωπούν τον ανώτερο κίνδυνό του.

Γενικά, η διαπαιδαγώγηση ενεργεί με τον εξής τρόπο: Προσπαθεί να προσδιορίσει στο άτομο, με δόλωμα πάρα πολλά πλεονεκτήματα. Με τον τρόπο λοιπόν αυτό, να σκέφτεται και να ενεργεί, θα του γίνει ο τρόπος αυτός, κάποτε συνήθεια, ένστικτο, πάθος· θα κυριαρχήσει σ’ όλο του το είναι, ενάντια στα υπέρτατα συμφέροντά του, αλλά «προς το συμφέρον όλων».

Είναι αλήθεια, πως πολλές φορές, άπειρες μπορώ να πω, παρατήρησα πως αυτό το ριζικό φάρμακο για το πάθος και για την ανία, εξασθενίζει τις αισθήσεις και κάνει το πνεύμα να αντιστέκεται σε κάθε καινούριο πράγμα.

Η δική μας εποχή, η πιο εργατική εποχή, δεν ξέρει τι να κάνει τον μόχθο της και τα χρήματά της, εκτός αν είναι να κάνει περισσότερα τα χρήματα και λιγότερο μόχθο. Γιατί χρειάζεται πολύ περισσότερο πνεύμα για να ξοδεύεις παρά για ν’ αποκτάς! «Ας τα χαρούν τα εγγόνια μας».

Όταν η αγωγή πετυχαίνει, τότε κάθε ατομική αρετή γίνεται δημόσια μονάδα και ιδιωτική ζημιά -ως προς τον υπέρτατο σκοπό της. Δεν καταλήγει σε τίποτε άλλο παρά σε μια φθορά του πνεύματος και των αισθήσεων, αν όχι και σε μια πρόωρη παρακμή. Από την άποψη αυτή εξετάστε, μια μια, όλες τις αρετές ενός υπάκουου ανθρώπου, αγνού, ευλαβικού και δίκαιου.

Οι έπαινοι που λέγονται για τον αλτρουιστή, για τον ενάρετο άνθρωπο, για τον άνθρωπο εκείνον που παραμελεί τον εαυτό του -δηλαδή για εκείνον που δεν αφιερώνει όλη τη δύναμη, ψυχική και σωματική, στο να αναπτυχθεί, να προοδέψει, να μεγαλώσει τη δύναμή του, αλλά που ζει ταπεινά, χωρίς να νοιάζεται για τον ίδιο του τον εαυτό-, αυτοί οι άνθρωποι σίγουρα δεν ξεκινούν από πνεύμα ανιδιοτέλειας!

Ο «πλησίον» επαινεί την ανιδιοτέλεια γιατί ΚΕΡΔΙΖΕΙ απ’ αυτή. Αν αυτός ο «πλησίον» σκεφτόταν με τον ίδιο «ανιδιοτελή» τρόπο, δεν θα ήθελε την θυσία αυτή της δύναμης, αυτή τη ζημιά που ΕΠΩΦΕΛΕΙΤΑΙ απ’ αυτή. Θα εναντιώνονταν στη γέννηση των κλίσεών του! Και κυρίως θα εκδήλωνε τη δική του ανιδιοτέλεια υποστηρίζοντας πως δεν είναι καλή.

Αυτό φανερώνει η βασική αντίφαση της ηθικής αυτής που τόσο πολύ προβάλλουν στην εποχή μας. Τα ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ βρίσκονται σε ΑΝΤΙΦΑΣΗ με την ΑΡΧΗ ΤΗΣ. Το επιχείρημα που προσπαθεί να χρησιμοποιήσει για να αποδείξει πως είναι νόμιμη, το αποκρούει το κριτήριό της, για το καλό. Για να μη σκοντάφτει στην ίδια της την ηθική θά ‘πρεπε, η αρχή του «πρέπει να απαρνηθείς και να θυσιάσεις τον εαυτό σου», να οριζόταν μόνο από ένα ον που θα απαρνιόταν, εφαρμόζοντάς την, τα προσωπικά του πλεονεκτήματα και που ίσως θα προξενούσε την ίδια του την πτώση με τη θυσία που θα απαιτούσε από τ’ άτομα· αλλά μόλις ο πλησίον ή η κοινωνία σας συστήνουν τον αλτρουισμό εξ αιτίας της χρησιμότητάς του, εκείνοι εφαρμόζουν ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή: «Πρέπει να επιδιώκεις το προσωπικό σου συμφέρον, ακόμα και σε βάρος όλων των άλλων», κι έτσι διακηρύσσουν με μιας και το τι «ΠΡΕΠΕΙ» και το τι «δεν πρέπει».

Φρίντριχ Νίτσε, Η θεωρία του σκοπού της ζωής

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 7.27.1–7.28.4

Συνέπειες από την οχύρωση της Δεκέλειας

Μετά την άλωση του Πλημμυρίου (βλ. σχετικά ΘΟΥΚ 7.21.5–7.24.3), οι Συρακούσιοι ενθαρρυμένοι έστειλαν πρέσβεις στην Ελλάδα, για να ζητήσουν ενισχύσεις, ενώ το στράτευμα του Δημοσθένη, αφού ολοκλήρωσε επιτυχημένα κάποιες στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Λακωνία, ξεκίνησε για την Κέρκυρα, τελευταίο σταθμό πριν από τη Σικελία.


[7.27.1] Ἀφίκοντο δὲ καὶ Θρᾳκῶν τῶν μαχαιροφόρων τοῦ Διακοῦ
γένους ἐς τὰς Ἀθήνας πελτασταὶ ἐν τῷ αὐτῷ θέρει τούτῳ
τριακόσιοι καὶ χίλιοι, οὓς ἔδει τῷ Δημοσθένει ἐς τὴν Σικελίαν
ξυμπλεῖν. [7.27.2] οἱ δ’ Ἀθηναῖοι, ὡς ὕστεροι ἧκον, διενοοῦντο
αὐτοὺς πάλιν ὅθεν ἦλθον ἐς Θρᾴκην ἀποπέμπειν. τὸ γὰρ
ἔχειν πρὸς τὸν ἐκ τῆς Δεκελείας πόλεμον αὐτοὺς πολυτελὲς
ἐφαίνετο· δραχμὴν γὰρ τῆς ἡμέρας ἕκαστος ἐλάμβανεν.
[7.27.3] ἐπειδὴ γὰρ ἡ Δεκέλεια τὸ μὲν πρῶτον ὑπὸ πάσης τῆς
στρατιᾶς ἐν τῷ θέρει τούτῳ τειχισθεῖσα, ὕστερον δὲ φρουραῖς
ἀπὸ τῶν πόλεων κατὰ διαδοχὴν χρόνου ἐπιούσαις τῇ χώρᾳ
ἐπῳκεῖτο, πολλὰ ἔβλαπτε τοὺς Ἀθηναίους, καὶ ἐν τοῖς πρῶτον
χρημάτων τ’ ὀλέθρῳ καὶ ἀνθρώπων φθορᾷ ἐκάκωσε τὰ πρά-
γματα. [7.27.4] πρότερον μὲν γὰρ βραχεῖαι γιγνόμεναι αἱ ἐσβολαὶ
τὸν ἄλλον χρόνον τῆς γῆς ἀπολαύειν οὐκ ἐκώλυον· τότε δὲ
ξυνεχῶς ἐπικαθημένων, καὶ ὁτὲ μὲν καὶ πλεόνων ἐπιόντων,
ὁτὲ δ’ ἐξ ἀνάγκης τῆς ἴσης φρουρᾶς καταθεούσης τε τὴν
χώραν καὶ λῃστείας ποιουμένης, βασιλέως τε παρόντος τοῦ
τῶν Λακεδαιμονίων Ἄγιδος, ὃς οὐκ ἐκ παρέργου τὸν πόλεμον
ἐποιεῖτο, μεγάλα οἱ Ἀθηναῖοι ἐβλάπτοντο. [7.27.5] τῆς τε γὰρ
χώρας ἁπάσης ἐστέρηντο, καὶ ἀνδραπόδων πλέον ἢ δύο
μυριάδες ηὐτομολήκεσαν, καὶ τούτων τὸ πολὺ μέρος χειρο-
τέχναι, πρόβατά τε πάντα ἀπωλώλει καὶ ὑποζύγια· ἵπποι τε,
ὁσημέραι ἐξελαυνόντων τῶν ἱππέων πρός τε τὴν Δεκέλειαν
καταδρομὰς ποιουμένων καὶ κατὰ τὴν χώραν φυλασσόντων,
οἱ μὲν ἀπεχωλοῦντο ἐν γῇ ἀποκρότῳ τε καὶ ξυνεχῶς ταλαι-
πωροῦντες, οἱ δ’ ἐτιτρώσκοντο. [7.28.1] ἥ τε τῶν ἐπιτηδείων παρα-
κομιδὴ ἐκ τῆς Εὐβοίας, πρότερον ἐκ τοῦ Ὠρωποῦ κατὰ γῆν
διὰ τῆς Δεκελείας θάσσων οὖσα, περὶ Σούνιον κατὰ θάλασσαν
πολυτελὴς ἐγίγνετο· τῶν τε πάντων ὁμοίως ἐπακτῶν ἐδεῖτο
ἡ πόλις, καὶ ἀντὶ τοῦ πόλις εἶναι φρούριον κατέστη. [7.28.2] πρὸς
γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν μὲν ἡμέραν κατὰ διαδοχὴν οἱ Ἀθηναῖοι
φυλάσσοντες, τὴν δὲ νύκτα καὶ ξύμπαντες πλὴν τῶν ἱππέων,
οἱ μὲν ἐφ’ ὅπλοις †ποιούμενοι†, οἱ δ’ ἐπὶ τοῦ τείχους, καὶ
θέρους καὶ χειμῶνος ἐταλαιπωροῦντο. [7.28.3] μάλιστα δ’ αὐτοὺς
ἐπίεζεν ὅτι δύο πολέμους ἅμα εἶχον, καὶ ἐς φιλονικίαν
καθέστασαν τοιαύτην ἣν πρὶν γενέσθαι ἠπίστησεν ἄν τις
ἀκούσας. τὸ γὰρ αὐτοὺς πολιορκουμένους ἐπιτειχισμῷ ὑπὸ
Πελοποννησίων μηδ’ ὣς ἀποστῆναι ἐκ Σικελίας, ἀλλ’ ἐκεῖ
Συρακούσας τῷ αὐτῷ τρόπῳ ἀντιπολιορκεῖν, πόλιν οὐδὲν
ἐλάσσω αὐτήν γε καθ’ αὑτὴν τῆς τῶν Ἀθηναίων, καὶ τὸν
παράλογον τοσοῦτον ποιῆσαι τοῖς Ἕλλησι τῆς δυνάμεως καὶ
τόλμης, ὅσον κατ’ ἀρχὰς τοῦ πολέμου οἱ μὲν ἐνιαυτόν, οἱ δὲ
δύο, οἱ δὲ τριῶν γε ἐτῶν οὐδεὶς πλείω χρόνον ἐνόμιζον
περιοίσειν αὐτούς, εἰ οἱ Πελοποννήσιοι ἐσβάλοιεν ἐς τὴν
χώραν, ὥστε ἔτει ἑπτακαιδεκάτῳ μετὰ τὴν πρώτην ἐσβολὴν
ἦλθον ἐς Σικελίαν ἤδη τῷ πολέμῳ κατὰ πάντα τετρυχω-
μένοι, καὶ πόλεμον οὐδὲν ἐλάσσω προσανείλοντο τοῦ πρότερον
ὑπάρχοντος ἐκ Πελοποννήσου. [7.28.4] δι’ ἃ καὶ τότε ὑπό τε τῆς
Δεκελείας πολλὰ βλαπτούσης καὶ τῶν ἄλλων ἀναλωμάτων
μεγάλων προσπιπτόντων ἀδύνατοι ἐγένοντο τοῖς χρήμασιν.
καὶ τὴν εἰκοστὴν ὑπὸ τοῦτον τὸν χρόνον τῶν κατὰ θάλασσαν
ἀντὶ τοῦ φόρου τοῖς ὑπηκόοις ἐποίησαν, πλείω νομίζοντες
ἂν σφίσι χρήματα οὕτω προσιέναι. αἱ μὲν γὰρ δαπάναι
οὐχ ὁμοίως καὶ πρίν, ἀλλὰ πολλῷ μείζους καθέστασαν, ὅσῳ
καὶ μείζων ὁ πόλεμος ἦν· αἱ δὲ πρόσοδοι ἀπώλλυντο.

***
[7.27.1] Το ίδιο αυτό καλοκαίρι έφτασαν στην Αθήνα και χίλιοι τρακόσιοι Θράκες, από το γένος των Δίων, οπλισμένοι με μικρές ασπίδες και μαχαίρια, που επρόκειτο να μπαρκάρουνε για τη Σικελία με το Δημοσθένη. [7.27.2] Οι Αθηναίοι όμως, μια και είχανε φτάσει πολύ αργά, σκόπευαν να τους στείλουν πίσω από κει που ήρθαν, στη Θράκη. Γιατί θεώρησαν πως θα τους κόστιζε πάρα πολύ να τους κρατήσουνε για τον πόλεμο που τους γινόταν από τη Δεκέλεια, αφού έπαιρναν μισθό μια δραχμή την ημέρα ο καθένας. [7.27.3] Γιατί από την πρώτη στιγμή που είχε οχυρωθεί η Δεκέλεια απ' όλο το στρατό των Πελοποννησίων το καλοκαίρι εκείνο, και ύστερα έμεναν μέσα διαδοχικά φρουρές από κάθε συμμαχική πολιτεία, έτσι που αποτελούσε αδιάκοπη απειλή για την ύπαιθρο όλο το χρόνο, ζημίωνε πάρα πολύ τους Αθηναίους, και το κυριότερο, χάνονταν τα υπάρχοντά τους και σκοτώνονταν άνθρωποι όλη την ώρα, ώστε η κατάσταση είχε πολύ χειροτερέψει. [7.27.4] Ενώ δηλαδή οι προηγούμενες εισβολές κρατούσαν λίγον καιρό και δεν εμπόδιζαν τους ανθρώπους να νέμονται τα χτήματά τους το υπόλοιπο μέρος του χρόνου, τώρα, που έμεναν εχτρικές φρουρές εκεί ― μέσα αδιάκοπα, κι άλλοτε έρχονταν περισσότεροι, κι άλλοτε η ταχτική φρουρά ξεχυνότανε στην ύπαιθρο, πιεσμένη από την ανάγκη και καταλήστευαν τα πάντα, κι ο βασιλιάς των Λακεδαιμονίων ο Άγις, που δεν έπαιρνε τον πόλεμο ξώφαρσα, βρισκόταν πάντα επί τόπου, βασανίζονταν οι Αθηναίοι πάρα πολύ. [7.27.5] Γιατί είχαν στερηθεί ολόκληρη την ύπαιθρο και περισσότερο από είκοσι χιλιάδες δούλοι είχαν αυτομολήσει στον εχτρό, οι περισσότεροί τους ειδικευμένοι εργάτες, κι όλα τα πρόβατα καθώς και τα μεγάλα ζώα που έσερναν τ' αμάξια, είχαν αφανιστεί· τ' άλογα πάλι, επειδή οι καβαλλάρηδες έβγαιναν κάθε μέρα, είτε κάνοντας επιδρομές στη Δεκέλεια, είτε για να διαφεντέψουν τα κοντινά χτήματα, άλλα είχαν κουτσαθεί σε κακοτράχαλα μέρη κι από την αδιάκοπη κούραση, κι άλλα κάθε τόσο πληγώνονταν.

[7.28.1] Επίσης η μεταφορά των τροφίμων από την Εύβοια, που γινόταν προτήτερα πιο γρήγορα από τη στεριά, από τον Ωρωπό, περνώντας από τη Δεκέλεια, τώρα κόστιζε πολύ περισσότερο, με τα καράβια γύρω στο Σούνιο. Και η πολιτεία ήταν αναγκασμένη να τα φέρνει όλα απ' έξω, όλα όσα της χρειάζονταν, και κατάντησε να μην είναι μια πολιτεία, παρά φρούριο. [7.28.2] Γιατί ήταν οι Αθηναίοι σ' επιφυλακή κοντά στα τείχη την ημέρα, η κάθε ομάδα με τη σειρά εξόν από τους καβαλλάρηδες, άλλοι στα οπλοστάσια κι άλλοι στις επάλξεις, και τη νύχτα σχεδόν όλοι χειμώνα–καλοκαίρι και τυραννιούνταν υπερβολικά. [7.28.3] Εκείνο που τους βασάνιζε περισσότερο απ' όλα ήταν πως βρίσκονταν μπλεγμένοι σε δυο πολέμους συγχρόνως· και τους είχε πιάσει τέτοιο πείσμα να νικήσουν, που θα ήταν αδύνατο να το φανταστεί κανείς αν το άκουγε προτήτερα, πως δηλαδή, ενώ ήταν οι ίδιοι σαν πολιορκημένοι από το οχύρωμα των ΙΙελοποννησίων στη χώρα τους, ούτε και μ' αυτό δεν αποφάσιζαν ν' αποτραβηχτούν από τη Σικελία, αλλά έκαναν εκεί κατά τον ίδιο τρόπο αντίθετη πολιορκία στις Συρακούσες, πολιτεία που και μόνη της δεν ήταν πολύ μικρότερη από την Αθήνα· κ' έκαναν τους Έλληνες να τα χάνουν με την ανυπολόγιστη δύναμη και τόλμη τους, ενώ στην αρχή του πολέμου άλλοι νόμιζαν πως θα κρατούσαν ένα χρόνο, άλλοι δύο, και κανείς δεν πίστευε πως θα βαστούσαν περισσότερο από τρία χρόνια, αν έκαναν οι Πελοποννήσιοι εισβολή στην Αττική· και τώρα, δέκα εφτά χρόνια μετά την πρώτη εισβολή, είχαν πάει στη Σικελία, τσακισμένοι κι όλας από τον πόλεμο από κάθε άποψη, κι αναλάβει νέον πόλεμο καθόλου μικρότερο από τούτον, που είχαν κι όλας φορτωθεί από την Πελοπόννησο. [7.28.4] Για όλους αυτούς τους λόγους, και μετά τις μεγάλες ζημιές που πάθαιναν από τη Δεκέλεια, κ' επειδή όλα τ' άλλα έξοδα που έπεφταν απάνω τους ήταν τεράστια, έφτασαν τα οικονομικά τους σε κρίσιμη κατάσταση. Και κατά την περίοδο αυτή επέβαλαν στους υποταχτικούς τους συμμάχους, αντί για τον τακτό φόρο, να πληρώνουν πέντε τοις εκατό για όλες τις θαλασσινές μεταφορές, νομίζοντας πως θα εισπράξουν έτσι περισσότερα χρήματα· γιατί τα έξοδα δεν ήταν τα ίδια όπως και προτήτερα, αλλά είχανε γίνει ασύγκριτα μεγαλύτερα, ανάλογα με την ένταση του πολέμου, τα έσοδα όμως όσο πάει και λιγόστευαν.