ΛΥΚΟΣ
140τὸν Ἡράκλειον πατέρα καὶ ξυνάορον,
εἰ χρή μ᾽, ἐρωτῶ· χρὴ δ᾽, ἐπεί γε δεσπότης
ὑμῶν καθέστηχ᾽, ἱστορεῖν ἃ βούλομαι.
τίν᾽ ἐς χρόνον ζητεῖτε μηκῦναι βίον;
τίν᾽ ἐλπίδ᾽ ἀλκήν τ᾽ εἰσορᾶτε μὴ θανεῖν;
145ἦ τὸν παρ᾽ Ἅιδηι πατέρα τῶνδε κείμενον
πιστεύεθ᾽ ἥξειν; ὡς ὑπὲρ τὴν ἀξίαν
τὸ πένθος αἴρεσθ᾽, εἰ θανεῖν ὑμᾶς χρεών,
σὺ μὲν καθ᾽ Ἑλλάδ᾽ ἐκβαλὼν κόμπους κενοὺς
ὡς σύγγαμός σοι Ζεὺς τέκνου τε κοινεών,
150σὺ δ᾽ ὡς ἀρίστου φωτὸς ἐκλήθης δάμαρ.
τί δὴ τὸ σεμνὸν σῶι κατείργασται πόσει,
ὕδραν ἕλειον εἰ διώλεσε κτανὼν
ἢ τὸν Νέμειον θῆρ᾽, ὃν ἐν βρόχοις ἑλὼν
βραχίονός φησ᾽ ἀγχόναισιν ἐξελεῖν;
155τοῖσδ᾽ ἐξαγωνίζεσθε; τῶνδ᾽ ἄρ᾽ οὕνεκα
τοὺς Ἡρακλείους παῖδας οὐ θνήισκειν χρεών;
ὁ δ᾽ ἔσχε δόξαν οὐδὲν ὢν εὐψυχίας
θηρῶν ἐν αἰχμῆι, τἄλλα δ᾽ οὐδὲν ἄλκιμος,
ὃς οὔποτ᾽ ἀσπίδ᾽ ἔσχε πρὸς λαιᾶι χερὶ
160οὐδ᾽ ἦλθε λόγχης ἐγγὺς ἀλλὰ τόξ᾽ ἔχων,
κάκιστον ὅπλον, τῆι φυγῆι πρόχειρος ἦν.
ἀνδρὸς δ᾽ ἔλεγχος οὐχὶ τόξ᾽ εὐψυχίας
ἀλλ᾽ ὃς μένων βλέπει τε κἀντιδέρκεται
δορὸς ταχεῖαν ἄλοκα τάξιν ἐμβεβώς.
165ἔχει δὲ τοὐμὸν οὐκ ἀναίδειαν, γέρον,
ἀλλ᾽ εὐλάβειαν· οἶδα γὰρ κατακτανὼν
Κρέοντα πατέρα τῆσδε καὶ θρόνους ἔχων.
οὔκουν τραφέντων τῶνδε τιμωροὺς ἐμοὶ
χρήιζω λιπέσθαι, τῶν δεδραμένων δίκην.
***
ΧΟΡ. Αλλά κοιτάω τον βασιλιάν αυτής της χώρας,
τον Λύκο, απ᾽ ώρα να περνά όξω απ᾽ το παλάτι.
ΛΥΚΟΣ
140 Γώ τη γυναίκα του Ηρακλή και τον πατέρα
ρωτώ, αν μου το επιτρέπουνε, μα, αφού έχω γίνει
αφέντης σας, μπορώ να λέγ᾽ ό, τι μου αρέσει.
Ως πόσο να μακραίνετε τη ζωή ζητάτε;
Ποιά γλιτωμού δύναμη βλέπετε ή ελπίδα;
ή δα ο πατέρας αυτωνών μεσ᾽ απ᾽ τον Άδη
νά ᾽ρθει πιστεύετε; Τη λύπη σας, ω! πόσο
τη μεγαλώνετε όσο δεν αξίζει, αν πρέπει,
για ν᾽ αποθάνετε, συ λέγοντας μεγάλα
και κούφια λόγια στην Ελλάδα, πως την ίδια
γυναίκα με τον Δία μαζί είχατε, και συ ότι
150 τάχα γυναίκα ειπώθηκες αντρός γενναίου.
Και τί σπουδαίο έχει καταφέρει ο άντρας σου πράγμα,
την ύδρα αν σκότωσε, που μες στον βάλτο ζούσε,
ή το λιοντάρι της Νεμέας, που με τα βρόχια
πιάνοντας το ᾽πνιξε μες στη θηλιά των μπράτσων;
Με τέτοια πολεμάτε; γι᾽ αυτά λοιπόν πρέπει
να μην πεθάνουν του Ηρακλή τα παιδιά τώρα;
Που πήρε δόξ᾽ αυτός (χωρίς να᾽ χει άξιο θάρρος)
στον πόλεμο με τα θεριά, αδύναμος στ᾽ άλλα,
γιατί ποτέ στο αριστερό ασπίδα δεν πήρε
160 ούτε σε λόγχη σίμωσε, μα έχοντας τόξα,
που᾽ ν᾽ το δειλότερ᾽ όπλο, τη φυγή εύκολ᾽ είχε.
Δεν είναι της παλληκαριάς σημείο τα τόξα,
αλλ᾽ όταν κανείς στέκοντας στήθος με στήθος
το γρήγορο του δόρατος κοιτάει αυλάκι.
Δεν δείχνει, ω γέρο, αδιαντροπιά ο τρόπος μου, μόνο
πρόνοια, τι πως σκότωσα της Μεγάρας ξέρω
τον πατέρα, τον Κρέοντα, και πήρα τον θρόνο.
Δεν έχω ανάγκη εκδικητές εγώ ν᾽ αφήσω
των έργων μου, όταν τα παιδιά αυτά μεγαλώσουν.
140τὸν Ἡράκλειον πατέρα καὶ ξυνάορον,
εἰ χρή μ᾽, ἐρωτῶ· χρὴ δ᾽, ἐπεί γε δεσπότης
ὑμῶν καθέστηχ᾽, ἱστορεῖν ἃ βούλομαι.
τίν᾽ ἐς χρόνον ζητεῖτε μηκῦναι βίον;
τίν᾽ ἐλπίδ᾽ ἀλκήν τ᾽ εἰσορᾶτε μὴ θανεῖν;
145ἦ τὸν παρ᾽ Ἅιδηι πατέρα τῶνδε κείμενον
πιστεύεθ᾽ ἥξειν; ὡς ὑπὲρ τὴν ἀξίαν
τὸ πένθος αἴρεσθ᾽, εἰ θανεῖν ὑμᾶς χρεών,
σὺ μὲν καθ᾽ Ἑλλάδ᾽ ἐκβαλὼν κόμπους κενοὺς
ὡς σύγγαμός σοι Ζεὺς τέκνου τε κοινεών,
150σὺ δ᾽ ὡς ἀρίστου φωτὸς ἐκλήθης δάμαρ.
τί δὴ τὸ σεμνὸν σῶι κατείργασται πόσει,
ὕδραν ἕλειον εἰ διώλεσε κτανὼν
ἢ τὸν Νέμειον θῆρ᾽, ὃν ἐν βρόχοις ἑλὼν
βραχίονός φησ᾽ ἀγχόναισιν ἐξελεῖν;
155τοῖσδ᾽ ἐξαγωνίζεσθε; τῶνδ᾽ ἄρ᾽ οὕνεκα
τοὺς Ἡρακλείους παῖδας οὐ θνήισκειν χρεών;
ὁ δ᾽ ἔσχε δόξαν οὐδὲν ὢν εὐψυχίας
θηρῶν ἐν αἰχμῆι, τἄλλα δ᾽ οὐδὲν ἄλκιμος,
ὃς οὔποτ᾽ ἀσπίδ᾽ ἔσχε πρὸς λαιᾶι χερὶ
160οὐδ᾽ ἦλθε λόγχης ἐγγὺς ἀλλὰ τόξ᾽ ἔχων,
κάκιστον ὅπλον, τῆι φυγῆι πρόχειρος ἦν.
ἀνδρὸς δ᾽ ἔλεγχος οὐχὶ τόξ᾽ εὐψυχίας
ἀλλ᾽ ὃς μένων βλέπει τε κἀντιδέρκεται
δορὸς ταχεῖαν ἄλοκα τάξιν ἐμβεβώς.
165ἔχει δὲ τοὐμὸν οὐκ ἀναίδειαν, γέρον,
ἀλλ᾽ εὐλάβειαν· οἶδα γὰρ κατακτανὼν
Κρέοντα πατέρα τῆσδε καὶ θρόνους ἔχων.
οὔκουν τραφέντων τῶνδε τιμωροὺς ἐμοὶ
χρήιζω λιπέσθαι, τῶν δεδραμένων δίκην.
***
ΧΟΡ. Αλλά κοιτάω τον βασιλιάν αυτής της χώρας,
τον Λύκο, απ᾽ ώρα να περνά όξω απ᾽ το παλάτι.
ΛΥΚΟΣ
140 Γώ τη γυναίκα του Ηρακλή και τον πατέρα
ρωτώ, αν μου το επιτρέπουνε, μα, αφού έχω γίνει
αφέντης σας, μπορώ να λέγ᾽ ό, τι μου αρέσει.
Ως πόσο να μακραίνετε τη ζωή ζητάτε;
Ποιά γλιτωμού δύναμη βλέπετε ή ελπίδα;
ή δα ο πατέρας αυτωνών μεσ᾽ απ᾽ τον Άδη
νά ᾽ρθει πιστεύετε; Τη λύπη σας, ω! πόσο
τη μεγαλώνετε όσο δεν αξίζει, αν πρέπει,
για ν᾽ αποθάνετε, συ λέγοντας μεγάλα
και κούφια λόγια στην Ελλάδα, πως την ίδια
γυναίκα με τον Δία μαζί είχατε, και συ ότι
150 τάχα γυναίκα ειπώθηκες αντρός γενναίου.
Και τί σπουδαίο έχει καταφέρει ο άντρας σου πράγμα,
την ύδρα αν σκότωσε, που μες στον βάλτο ζούσε,
ή το λιοντάρι της Νεμέας, που με τα βρόχια
πιάνοντας το ᾽πνιξε μες στη θηλιά των μπράτσων;
Με τέτοια πολεμάτε; γι᾽ αυτά λοιπόν πρέπει
να μην πεθάνουν του Ηρακλή τα παιδιά τώρα;
Που πήρε δόξ᾽ αυτός (χωρίς να᾽ χει άξιο θάρρος)
στον πόλεμο με τα θεριά, αδύναμος στ᾽ άλλα,
γιατί ποτέ στο αριστερό ασπίδα δεν πήρε
160 ούτε σε λόγχη σίμωσε, μα έχοντας τόξα,
που᾽ ν᾽ το δειλότερ᾽ όπλο, τη φυγή εύκολ᾽ είχε.
Δεν είναι της παλληκαριάς σημείο τα τόξα,
αλλ᾽ όταν κανείς στέκοντας στήθος με στήθος
το γρήγορο του δόρατος κοιτάει αυλάκι.
Δεν δείχνει, ω γέρο, αδιαντροπιά ο τρόπος μου, μόνο
πρόνοια, τι πως σκότωσα της Μεγάρας ξέρω
τον πατέρα, τον Κρέοντα, και πήρα τον θρόνο.
Δεν έχω ανάγκη εκδικητές εγώ ν᾽ αφήσω
των έργων μου, όταν τα παιδιά αυτά μεγαλώσουν.