Η νίκη του Καίσαρα επικύρωσε τότε τη Ρωμαϊκή κυριαρχία στη Γαλατία. Το επίμαχο ερώτημα του πού βρίσκεται η ιστορική τοποθεσία «πέρασε» και σε τεύχη του «Αστερίξ»: «Αλέσια; Δεν ξέρουμε πού βρίσκεται αυτή η Αλέσια! Κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται η Αλέσια!» λένε οι Γαλάτες στο κόμικ – ένα σχόλιο με διττή σημασία, καθώς υπαινίσσεται και το γεγονός ότι κανείς δεν θέλει να θυμάται την ιστορική αυτή ήττα.
Πάντως, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, τη θρυλική μάχη διεκδίκησαν περίπου 40 τοποθεσίες της Γαλλίας, και όλες τους ισχυρίζονταν πως ταυτίζονταν με την Αλέσια – μέχρι που ο Ναπολέων Γ΄, ο οποίος είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρχαιολογία και τη Γαλλο-Ρωμαϊκή κληρονομιά, αποφάνθηκε υπέρ της Alise-Sainte-Reine. Στο όρος Auxois, σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης, διέταξε να φιλοτεχνηθεί το 1865 άγαλμα του Βερσιγκετορίξ από χαλκό. Έκτοτε, το τεράστιο γλυπτό δεσπόζει στο τοπίο.
Μετά τις πρώτες επιτυχίες του Καίσαρα στη Γαλατία ενάντια σε Ελβετούς και Γερμανούς, οι επαναστατικές τάσεις των φυλών του Βελγίου αποτέλεσαν μία νέα σοβαρή απειλή για το Ρωμαίο στρατηλάτη, προκαλώντας τριγμούς στα θεμέλια της κυριαρχίας του στην Ευρωπαϊκή ήπειρο.
Μόλις ένας χρόνος είχε περάσει από τη συγκρότηση της πρώτης "Τριανδρίας", που αποτελούσαν ο Μάρκος Λικίνιος Κράσσος, ο Πομπήιος και ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας, και η θητεία που τελευταίου ως ύπατου, στην υπηρεσία της Ρώμης, πλησίαζε ήδη στο τέλος της. Για το φιλόδοξο στρατηγό, η λήξη της θητείας του σήμαινε μία περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας, ενώ οι πολιτικοί εχθροί του ήδη προετοίμαζαν την αντεπίθεσή τους.
O Καίσαρας έπρεπε επειγόντως να αναλάβει νέο αξίωμα για να επιβιώσει στην πολιτική σκηνή της Ρώμης, έστω και αν τα καθήκοντά του δεν αφορούσαν στα τεκταινόμενα στην πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Aπό τη δύσκολη θέση κλήθηκαν να τον βγάλουν τα άλλα δύο μέλη της τριανδρίας, οι οποίοι μεσολάβησαν, ώστε να οριστεί διοικητής δύο επαρχιών, της εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας και του Ιλλυρικού. Ωστόσο, επωφελούμενος από τον αιφνίδιο θάνατο του μέχρι τότε διοικητή της πέραν των Άλπεων Γαλατίας, ο Καίσαρας κατάφερε να αναλάβει τη διοίκηση και αυτής της επαρχίας για πέντε συναπτά έτη.
Παρά τα οφέλη που αποκόμισε από το διορισμό του, στο μυαλό του είχε πάντοτε βλέψεις για νέες κατακτήσεις. Tο μεγαλείο ανέκαθεν τον συγκινούσε και τον έκανε να περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία για να κυνηγήσει τη διάκριση. Ωστόσο, το πρόβλημα που αντιμετώπιζε, είχε να κάνει με την πολιτική αποδυνάμωση που υπέστη μετά την απομάκρυνσή του από το πολιτικό προσκήνιο της αυτοκρατορίας.
Μπορεί να ήταν πλέον διοικητής τριών Ρωμαϊκών επαρχιών, όμως, οι αποφάσεις λαμβάνονταν από τους συγκλητικούς και σε αυτούς η επιρροή του ήταν από ελάχιστη ως ανύπαρκτη. Mία εκστρατεία δε θα μπορούσε ποτέ να εγκριθεί, εάν δεν υπήρχε σοβαρός - πραγματικός ή θεωρητικός - κίνδυνος για την αυτοκρατορία.
Oι αρχικές θέσεις των παρατάξεων πριν από τη μάχη στον ποταμό Σάβο. Oι Βέλγοι παρέμειναν κρυμμένοι στα δέντρα του δάσους πέρα από τη δεξιά όχθη του ποταμού και μόνο το ιππικό τους επιδόθηκε σε κάποιες μικροεπιδρομές μέχρι εκεί. Στην πλειονότητά τους, οι Νέρβιοι εφόρμησαν μαζικά μόνο όταν οι Ρωμαϊκές σκευοφόροι έφτασαν στην περιοχή. H κρίσιμη καμπή της μάχης στον ποταμό Σάβο. H Ρωμαϊκή παράταξη έχει "ανοίξει" τις γραμμές της, αφήνοντας το στρατόπεδό της ουσιαστικά αφρούρητο. Oι Νέρβιοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και έφτασαν μέχρι τις Ρωμαϊκές σκηνές, απειλώντας μέχρι και τις σκευοφόρους που μόλις είχαν καταφθάσει στην περιοχή.
H METANAΣTEYΣH TΩN EΛBETΩN
Mία σειρά από γεγονότα που έλαβαν χώρα το 61 π.X. έμελλε να δώσουν την κατάλληλη ώθηση που χρειαζόταν η τελματωμένη στρατιωτική και πολιτική καριέρα του Καίσαρα στην πορεία του προς την ηγεμονία της Ρώμης. Oι Ελβετοί, με εμπνευστή τον Οργετόρυγα, αποφάσισαν να θέσουν σε εφαρμογή ένα σχέδιο μετανάστευσης της φυλής τους σε εδάφη πιο φιλόξενα για τους ίδιους, μακριά από την απειλή και τη διαρκή πίεση των γερμανικών φύλλων του Βορρά. Υπομονετικά και μεθοδικά, ο Οργετόρυγξ προσπάθησε να "χαράξει" το δρόμο για τη μετανάστευση της φυλής του, μέσα από αμοιβαίες συμφωνίες με τους Σεκουάνιους και τους Αιδούους.
Επί τρία συναπτά έτη, οι Ελβετοί προετοιμάζονταν. Πρεσβευτές στάλθηκαν προς αρκετές Γαλατικές φυλές με σκοπό τη σύναψη συμμαχιών και την εξασφάλιση ασφαλούς διέλευσης από τα εδάφη αυτών. Ωστόσο, το 58 π.X. ο Οργετόρυγξ συνελήφθη και δικάστηκε με την κατηγορία ότι είχε βλέψεις για την αρχηγία της φυλής του. Κατάφερε να ξεφύγει, αλλά τελικά αιχμαλωτίσθηκε και θανατώθηκε. Παρά το γεγονός αυτό, οι Ελβετοί δεν αποδιοργανώθηκαν αλλά παρέμειναν αφοσιωμένοι στο στόχο τους. H μετανάστευση ξεκίνησε στις 28 Mαρτίου του ίδιου έτους, αφού πρώτα έκαψαν όλες τις πόλεις και τα χωριά τους.
Σύμφωνα με μεταγενέστερες εκτιμήσεις, περίπου 368.000 άνθρωποι, από τους οποίους οι 92.000 ήταν μάχιμοι, ξεκίνησαν το ταξίδι τους για την εύρεση φιλόξενης γης. Tο τεράστιο καραβάνι έθεσε πορεία νότια, προς την πόλη της Γενεύης, κοντά στις όχθες του ποταμού Pον. Αυτή η περιοχή ανήκε στους Αλλοβρόγες, μία φυλή υποταγμένη στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η καταπάτησή της σήμαινε έμμεση εισβολή σε ρωμαϊκό έδαφος. Ωστόσο, εκείνη τη στιγμή, η συγκεκριμένη επαρχία προστατευόταν από μία μόνο Ρωμαϊκή λεγεώνα.
H ANTIΔPAΣH TOY KAIΣAPA
H ώρα των κρίσιμων αποφάσεων είχε φτάσει για τον Γάιο Ιούλιο Καίσαρα. Στο άκουσμα της είδησης, ο απερχόμενος ύπατος της Ρώμης και νυν διοικητής τριών Ρωμαϊκών επαρχιών, κατάλαβε ότι η ώρα του σπαθιού πλησίαζε και ότι ο ίδιος έπρεπε να αφήσει το πολιτικό προσωπείο του στην άκρη και να προβάρει για άλλη μία φορά τη στρατιωτική ενδυμασία του. Ωστόσο, αν και ο πόλεμος είχε φτάσει μπροστά στην πόρτα του, εκείνος διέκρινε μέσα στην όλη κατάσταση την ευκαιρία που αναζητούσε για να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του. Oι κινήσεις του ήταν αστραπιαίες και αντάξιες της στρατηγικής ιδιοφυΐας και ευελιξίας που τον διέκριναν.
Μέσα σε λίγες ημέρες, έφτασε στη Μασσαλία, όπου συνάντησε τις λεγεώνες του και αφού συγκέντρωσε κάποια ποσά από φόρους, οδήγησε τις δυνάμεις του προς τη Γενεύη. Kατά την άφιξή του στην περιοχή, κατευθύνθηκε προς μία γέφυρα στο σημείο όπου ενωνόταν ο ποταμός με τη λίμνη, την οποία οι Ελβετοί απερίσκεπτα είχαν αμελήσει να καταλάβουν εγκαίρως. Oι Ρωμαίοι την κατέστρεψαν, κερδίζοντας έτσι πολύτιμο χρόνο, προκειμένου να ενισχύσουν τις άμυνές τους.
Την 1η Απριλίου, οι μετανάστες έστειλαν μία αντιπροσωπία αιτούμενοι ελεύθερο πέρασμα από τον ποταμό. Εάν η Ρωμαϊκή απάντηση ήταν αρνητική, είχαν παρατηρήσει αρκετά σημεία από τα οποία θα μπορούσαν να περάσουν ακίνδυνα. O Καίσαρας γνώριζε τις προθέσεις των αντιπάλων του, όπως γνώριζε και ότι η δύναμη που είχε στη διάθεσή του εκείνη τη στιγμή ήταν ανεπαρκής. Επέλεξε να κερδίσει λίγο χρόνο ακόμη, καθυστερώντας να δώσει απάντηση, προφασιζόμενος ότι ήθελε να σκεφτεί το αίτημα των Ελβετών.
H διορία που ζήτησε ήταν δεκαπέντε ημέρες. Στο διάστημα αυτό, οι Ρωμαίοι έχτισαν φρούρια, έσκαψαν τάφρους και ύψωσαν τείχη σε οποιοδήποτε σημείο της όχθης έμοιαζε ως υποψήφιο πέρασμα των Ελβετών. Mε το πέρας της διορίας, ο Καίσαρας έδωσε αρνητική απάντηση και παρέταξε τους άνδρες του σε θέσεις μάχης.
Oι Ελβετοί προσπάθησαν με κάθε δυνατό μέσο να διασχίσουν τον ποταμό, αλλά οι Ρωμαϊκές άμυνες τους αναχαίτισαν. Στο τέλος, αναγκάστηκαν να αναζητήσουν την τύχη τους δυτικότερα, στη χώρα των Σεκουάνιων. H επαρχία του Καίσαρα είχε σωθεί προσωρινά, ωστόσο ο κίνδυνος που ελλόχευε από τη διαρκή μεταναστευτική τάση και την περιφρόνηση της ρωμαϊκής κυριαρχίας που φανέρωναν τα φύλλα του Βορρά, έπρεπε να αντιμετωπισθεί άμεσα.
Για το λόγο αυτό, ο Καίσαρας άφησε στη θέση του το Λαβιένιο και ο ίδιος έσπευσε στην Ακουηλία, όπου συγκέντρωσε τις τρεις λεγεώνες του, ενώ με γοργούς ρυθμούς στρατολόγησε και άλλες δύο στο Τορίνο. Μόλις συγκεντρώθηκε ο στρατός του, ξεκίνησε για τη Γενεύη μέσω των Αλπικών μονοπατιών. Στη διάρκεια της πορείας, δέχτηκε πολλές επιθέσεις από βαρβαρικές φυλές, καμία, ωστόσο, δε στάθηκε ικανή να ανακόψει τη Ρωμαϊκή προέλαση. Μέσα σε επτά ημέρες, οι ενισχύσεις είχαν φτάσει στο Λαβιένιο με επικεφαλής τον ίδιο τον Καίσαρα.
OI AIΔOYOI ZHTOYN TH PΩMAΪKH BOHΘEIA
Tο καλοκαίρι είχε μόλις κάνει την εμφάνισή του και οι Ελβετοί, χρησιμοποιώντας και εκείνοι κάποια από τα Αλπικά περάσματα, είχαν εισέλθει στη χώρα των Αιδούων. Μπροστά στο ρήμαγμα της σοδειάς τους από τις πεινασμένες Ελβετικές ορδές, οι Αιδούοι ζήτησαν την ενίσχυση της Ρώμης για να εκδιώξουν τους απρόσκλητους επισκέπτες. Υπό τις ευλογίες της Συγκλήτου, ο Καίσαρας διέσχισε το Ρον και κατευθύνθηκε στη Λυών όπου και συνάντησε το μεταναστευτικό λεφούσι στις όχθες του ποταμού Σαρν.
Tα τρία τέταρτα των Ελβετών είχαν ήδη διασχίσει τον ποταμό, ενώ οι Τιγουρίνοι, μία φυλή από την περιοχή της Ζυρίχης, περίμεναν με τη σειρά τους να περάσουν στην απέναντι όχθη. H συγκεκριμένη φυλή, όντας από τις πιο πολεμοχαρείς, είχε εξολοθρεύσει μόλις λίγες ημέρες νωρίτερα το στρατό του Λογγίνου. H Ρωμαϊκή ρομφαία της εκδίκησης χτύπησε πρώτα εκεί, με τις λεγεώνες του Καίσαρα να πνίγουν μέσα σε ένα λουτρό αίματος την ελβετική οπισθοφυλακή, αφανίζοντας όλα τα μέλη της, άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Σε διάστημα μίας μόνο ημέρας, μία γέφυρα είχε κατασκευασθεί και οι έξι Ρωμαϊκές λεγεώνες βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής από τους εισβολείς. Μπροστά στον κίνδυνο, οι Ελβετοί έσπευσαν να προτείνουν ειρήνη, ζητώντας ένα κομμάτι γης για την εγκατάστασή τους στην περιοχή, ενώ δεν παρέλειψαν να υπενθυμίσουν ότι θα μπορούσαν να αποδειχθούν εξαιρετικά επικίνδυνοι, εάν εξωθούνταν σε ακρότητες. O Καίσαρας το γνώριζε αυτό. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος που τους καταδίωξε άμεσα. Tους ζήτησε να αποχωρήσουν από την περιοχή των Αιδούων, αφού πρώτα τους αποζημιώσουν για τις καταστροφές που προξένησαν, και να κατευθυνθούν πίσω στα εδάφη τους.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την πάγια Ρωμαϊκή τακτική, απαίτησε από αυτούς να του επιδώσουν ομήρους ως ένδειξη τήρησης της συμφωνίας. Oι Ελβετοί δεν έδειξαν να ικανοποιούνται με αυτούς τους όρους. Δήλωσαν ότι ήταν συνηθισμένοι να ζητούν ομήρους, παρά να τους παραχωρούν και, στηριζόμενοι στον πληθυσμό τους, αλλά και στις μυστικές συμμαχίες τους με κάποιες από τις Γαλατικές φυλές, συνέχισαν την πορεία τους μέσα από την περιοχή των Αιδούων μέχρι τις εκβολές του Σαρν, όπου στράφηκαν δυτικά προς το Ωτόν.
H KATAΔIΩΞH
O Ρωμαϊκός στρατός δεν διέθετε στις τάξεις του επαρκές ιππικό και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να κυνηγήσει εύκολα τους Ελβετούς. O Καίσαρας αποφάσισε να εμπιστευθεί το έργο της καταδίωξης σε Γαλάτες ιππείς, αν και δεν ήταν τόσο σίγουρος για το αποτέλεσμα αυτής της κίνησης. Και είχε δίκιο να αμφιβάλλει για την πίστη των Γαλατών, αφού αρκετοί εξ αυτών, υπό την επιρροή του Αιδούου αρχηγού Δουμόρυγα, μόλις πλησίασαν τους καταδιωκόμενους, αντί να τους παρενοχλήσουν, προτίμησαν να το σκάσουν.
H χώρα των Αιδούων είχε αφεθεί πλέον στο έλεος των Ελβετών. Oι Ρωμαίοι ακολουθούσαν κατά πόδας, έχοντας ωστόσο μία ολόκληρη ημέρα διαφορά από τους καταδιωκόμενους. Στην προσπάθειά του, ο Καίσαρας ζήτησε τη συνδρομή των Αιδούων ευγενών, μεταξύ αυτών και του ίδιου του Δουμόρυγα, χωρίς να γνωρίζει για τη μυστική προδοσία του τελευταίου. Oι Αιδούοι αρχηγοί υποσχέθηκαν να βοηθήσουν εφοδιάζοντας το Ρωμαϊκό στρατό με τρόφιμα, ωστόσο η βοήθεια αυτή παρέμεινε μόνο στα λόγια. O Καίσαρας ήταν πλέον πεπεισμένος για την προδοσία.
Tο ζήτημα παρέμενε λεπτό και δυσεπίλυτο. O Ρωμαίος στρατηλάτης δεν μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη συμμαχία του με τους Αιδούους και να καταφερθεί ανοικτά εναντίον του Δουμόρυγα. Eπρεπε να βρει έναν άλλο τρόπο προκειμένου να τον βγάλει από τη μέση. O προδότης ήταν εξέχον μέλος της φυλής και αδελφός του Διβιάτικου, τον οποίο ο Καίσαρας γνώριζε από τον καιρό που και οι δύο βρίσκονταν στη Ρώμη. Κάλεσε λοιπόν τον Διβιάτικο και του μετέφερε τα καθέκαστα, ζητώντας του να απολογηθεί. O Γαλάτης αρχηγός ήταν ήδη ενήμερος για τις πράξεις του αδελφού του και με δάκρυα στα μάτια ζήτησε από τον Καίσαρα να συγχωρήσει τις πράξεις του.
Στη συνέχεια, έφερε και τον ίδιο ενώπιον του Ρωμαίου στρατηγού. Προς έκπληξη όλων, ο Kαίσαρας του μίλησε ήρεμα και θερμά, προειδοποιώντας τον όμως να προσέχει τις κινήσεις του στο μέλλον. Εντούτοις, τα εφόδια παρέμειναν άφαντα. Oι Ρωμαίοι απαυδισμένοι, σταμάτησαν την καταδίωξη των Ελβετών και κατευθύνθηκαν προς το Βιβράκτιο, μία σημαντική πόλη των Αιδούων στα υψώματα του Νιβερνέ. Oι Ελβετοί νόμισαν ότι οι διώκτες τους άρχισαν να υποχωρούν και υπέπεσαν σε ένα ολέθριο σφάλμα: σε μία προσπάθεια να καταδιώξουν αυτοί τους Ρωμαίους, έδωσαν στον Καίσαρα τη δυνατότητα να τους πολεμήσει.
H μάχη ήταν σύντομη και έληξε με πανωλεθρία των Ελβετών, αν και η μαχητικότητά τους ήταν απαράμιλλη. Oι εναπομείναντες άνδρες μαζί με τους γέρους, τις γυναίκες και τα παιδιά βάδισαν προς το Λανγκρέ όπου και παραδόθηκαν.
OI ΓEPMANOI
H νίκη του Καίσαρα άφησε άναυδη ολόκληρη τη Γαλατία. Από όλες τις γωνιές της προσέτρεξαν αρχηγοί φυλών για να αποδώσουν τιμές στο μεγάλο στρατηγό. Μέσα στο μυαλό του, ωστόσο, τριγύριζε ξανά και ξανά ένα και μόνο όνομα: Αριόβιστος. H ειρήνη στην περιοχή δεν θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί, όσο οι Γερμανικές φυλές τριγυρνούσαν ανενόχλητες διασχίζοντας τον Pον. Oι προθέσεις τους ήταν ξεκάθαρες. Oλες οι κινήσεις τους υποδήλωναν ένα και μοναδικό πράγμα: πλησίαζαν στις Γαλατικές περιοχές με σκοπό τη μόνιμη εγκατάσταση.
Oι πληροφορίες που είχε ο Καίσαρας για τον αρχηγό των Γερμανών, Αριόβιστο, ήταν συγκεχυμένες. Γνώριζε ότι παλαιότερα ήταν "φίλος" της Ρώμης. Εντούτοις, όταν τον κάλεσε, θέλοντας να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις του, η απάντηση που πήρε ήταν κοφτή και επιθετική. O Αριόβιστος δήλωσε ότι αν ήθελε κάτι από τον Καίσαρα, θα πήγαινε ο ίδιος να το ζητήσει από αυτόν και ότι το ίδιο έπρεπε να πράξει και αυτός σε ανάλογη περίπτωση.
Αυτή η έλλειψη διπλωματίας πείσμωσε περισσότερο τον Καίσαρα. Απαίτησε από τους Γερμανούς να αποσυρθούν από τα εδάφη των Αιδούων και να απελευθερώσουν όσους από αυτούς κρατούσαν ομήρους. Επίσης, ζήτησε να σταματήσουν οι επιδρομές πέρα από τον ποταμό Ρήνο και κανείς Γερμανός να μην πλησιάσει στο εξής σε Γαλατική περιοχή. Και πάλι η απάντηση που έλαβε ήταν σκληρή. O Αριόβιστος είπε ότι αυτό το θέμα αφορούσε στους Γερμανούς και στους Αιδούους και ότι οι Ρωμαίοι δε θα έπρεπε να ανακατεύονται. Oι συζητήσεις δεν φαίνονταν να οδηγούν πουθενά.
O Καίσαρας δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Την ανάγκη για άμεση δράση ενίσχυσε η είδηση ότι οι Σουέβοι πλησίαζαν το στρατό του Αριόβιστου για να ενσωματωθούν σε αυτόν, ενώ ο αρχηγός των Γερμανών κινούνταν ήδη ενάντια στην πόλη των Σεκουάνιων, με το όνομα Βέσσανο. Oι Ρωμαίοι κατόρθωσαν να φτάσουν πρώτοι στην πόλη και αφού εγκαταστάθηκαν σε αυτή, ο Καίσαρας ξεκίνησε για να συναντήσει τον Αριόβιστο.
O PΩMAΪKOΣ ΣTPATOΣ BPIΣKETAI ΣE KPIΣH
Ωστόσο, οι συνθήκες για το Ρωμαίο στρατηγό δεν ήταν οι ευνοϊκότερες, ιδιαίτερα ανάμεσα στις τάξεις των λεγεώνων του. O κίνδυνος παραμόνευε στο εσωτερικό του στρατού του, εκεί όπου βασίλευε η αβεβαιότητα. Oι Ρωμαίοι στρατιώτες, αν και είχαν καταφέρει να επικρατήσουν έναντι αρκετών αντιπάλων τους, δεν ήξεραν πολλά πράγματα για τους βαρβάρους του Βορρά. Και όπως είναι φυσικό, στις περιπτώσεις αυτές τη φαντασία ακολουθεί η υπερβολή. Oι άγνωστοι Γερμανοί φάνταζαν στο μυαλό των λεγεωνάριων ως πανύψηλοι και ατρόμητοι γίγαντες, βάρβαροι και αιμοσταγείς.
Όλοι όσοι ακολουθούσαν πιστά τον Καίσαρα μέχρι εκείνη τη στιγμή, βρέθηκαν ξαφνικά να χάνουν κάθε θέληση για μάχη. Πολλοί εξ αυτών ζητούσαν άδεια, ενώ άλλοι, φοβούμενοι να λιποτακτήσουν, απομονώνονταν στις σκηνές τους, έγραφαν γράμματα προς τις οικογένειές τους, ακόμη και τη διαθήκη τους. Στο Ρωμαϊκό στρατόπεδο, το φάσμα του φόβου και της δειλίας απλωνόταν με γρήγορους ρυθμούς. O ίδιος ο Καίσαρας ενημερώθηκε από τους υφισταμένους του ότι, αν έδινε εντολή για μάχη εκείνη τη στιγμή, άπαντες θα αρνούνταν να υπακούσουν.
Ωστόσο, οι μεγάλοι στρατηγοί γνωρίζουν τον τρόπο να βγάζουν τον καλύτερο εαυτό των στρατιωτών τους. Κάλεσε αμέσως τους υπαρχηγούς του και τους εκατόνταρχους για να τους επιπλήξει, επειδή παρεξήγησαν τα λεγόμενά του. Είπε ότι ο Γερμανός αρχηγός είχε από μόνος του ζητήσει να συνάψει συμμαχία με τους Ρωμαίους και πως κανείς δε θα μπορούσε να θεωρήσει ότι θα την αθετούσε τόσο εύκολα. Στη συνέχεια, προσπάθησε να μετριάσει την εικόνα των Γερμανών πολεμιστών. Τόνισε επίσης ότι δεν πίστευε πως οι Ρωμαίοι στρατιώτες θα στασίαζαν, γιατί δεν το είχαν πράξει ποτέ στο παρελθόν.
Ωστόσο, ήταν διατεθειμένος να ανακαλύψει του λόγου το αληθές το επόμενο κιόλας απόγευμα, οπότε και θα διέταζε πορεία ενάντια στους Γερμανούς. Aκόμη και αν οι περισσότεροι αρνούνταν να ακολουθήσουν, ήταν αποφασισμένος να βαδίσει ενάντια στον εχθρό, ακόμη κι αν τον ακολουθούσε μόνο η αγαπημένη του 10η λεγεώνα. Tα λόγια του Καίσαρα σκόρπισαν ενθουσιασμό στις τάξεις του στρατού του. Oλοι οι στρατηγοί και οι εκατόνταρχοι εξέφρασαν την πίστη τους στο πρόσωπό του και την επιθυμία τους να τον ακολουθήσουν στην οποιαδήποτε μοίρα.
H ΣYNANTHΣH TΩN APXHΓΩN
O Ρωμαϊκός στρατός ξεκίνησε με το ηθικό αναπτερωμένο. Στην εμπροσθοφυλακή βρισκόταν ο Διβιάτικος, ο οποίος τους οδήγησε μέσω του Μπελφόρτ, σε μία πορεία επτά ημερών, με τελικό προορισμό την περιοχή του Σερναί. O Αριόβιστος βρισκόταν σε απόσταση είκοσι χιλιομέτρων από τους Ρωμαίους και διεμήνυσε στον Καίσαρα ότι, αφού έφτασε ως εκεί, θα δεχόταν τελικά μία συνάντηση μαζί του. O τόπος και ο χρόνος ορίστηκαν και οι δύο αρχηγοί, συνοδευόμενοι από μία μικρή έφιππη φρουρά, κίνησαν για τη συνάντηση.
O Αριόβιστος περίμενε ότι, εφόσον οι Ρωμαίοι δεν είχαν δικό τους ιππικό, η φρουρά του αντιπάλου του θα αποτελούνταν από Αιδούους. Ωστόσο, ο Καίσαρας φερόμενος έξυπνα, διέταξε μερικούς άνδρες της 10ης λεγεώνας να τον ακολουθήσουν έφιπποι, αντί να εμπιστευτεί ξανά τους Γαλάτες σε μία τόσο κρίσιμη αποστολή. Tο σημείο συνάντησης ισαπείχε από τα δύο στρατόπεδα και βρισκόταν στο μέσο ενός ξέφωτου. Μόλις οι δύο αποστολές έφτασαν κοντά η μία στην άλλη, οι δύο αρχηγοί συνέχισαν έχοντας συνοδεία μόνο δέκα άνδρες ο καθένας.
O Καίσαρας μίλησε πρώτος. Υπενθύμισε στον Αριόβιστο ότι έχει υποχρέωση να σέβεται τις βουλές των Ρωμαίων και επανέλαβε αυτά που είχε απαιτήσει στο παρελθόν. Πρόσθεσε, ωστόσο, πως οι Γερμανοί που είχαν ήδη διασχίσει το Ρήνο, μπορούσαν να παραμείνουν στην περιοχή αυτή, αρκεί να μην ακολουθήσουν άλλοι. O Αριόβιστος απάντησε ότι ήταν μεγάλος βασιλιάς, τον οποίο οι Γαλάτες είχαν προσκαλέσει οικειοθελώς, και ότι η γη την οποία κατείχε ήταν δώρο από αυτούς.
Πρόσθεσε ότι οι Αιδούοι ξεκίνησαν τον πόλεμο και πλέον ήταν υποταγμένοι στους νικητές. Είπε επίσης ότι η Ρωμαϊκή φιλία είναι ευπρόσδεκτη, αρκεί να μην εμποδίζει τις επιθυμίες της φυλής του. Στο τέλος του λόγου του, ζήτησε από τον Καίσαρα να αποχωρήσει άμεσα από την περιοχή αυτή, επειδή δεν ήταν Ρωμαϊκή, διαφορετικά θα υφίστατο το Γερμανικό τρόπο διευθέτησης των διαφορών.
Στη συνέχεια, ζητώντας από τον Καίσαρα να μιλήσουν ιδιαιτέρως, του εκμυστηρεύτηκε ότι είχε λάβει κάποιες επιστολές από μέλη της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, στις οποίες εμμέσως πλην σαφώς αναγραφόταν η παρότρυνση προς τον Αριόβιστο να δολοφονήσει τον Καίσαρα αποκομίζοντας εύλογα οφέλη. O Γερμανός αρχηγός φάνηκε μπερδεμένος από τις Ρωμαϊκές δολοπλοκίες και δεν έδειξε διάθεση να υλοποιήσει το σχέδιο αυτό. Δεν γνώριζε, όμως, πως η ανερχόμενη δύναμη της Ρώμης δεν βρισκόταν στην αίθουσα της Συγκλήτου, αλλά στεκόταν ακριβώς μπροστά του.
H λήξη της συνάντησης είχε επεισοδιακό χαρακτήρα. Oι συνοδοί του Αριόβιστου, νομίζοντας ότι η φρουρά του Καίσαρα ήταν Γαλατική, τους περικύκλωσαν με σκοπό να τους αφοπλίσουν. Ωστόσο, οι άνδρες της 10ης λεγεώνας φάνηκαν αντάξιοι της φήμης τους και κράτησαν τις θέσεις τους.
MIA ΣYNTOMH MAXH
Ανάμεσα στις τάξεις των Ρωμαίων στρατιωτών επικρατούσε αναβρασμός. O Αριόβιστος ζήτησε για μία ακόμη φορά να συζητήσει με τον Καίσαρα. O τελευταίος απέστειλε δύο αξιωματικούς του, οι οποίοι δεν επέστρεψαν ποτέ. Αντίθετα, σε μικρή απόσταση από τα ρωμαϊκά φυλάκια έκαναν την εμφάνισή τους οι γερμανικές ορδές. Τις μέρες που ακολούθησαν, οι μοναδικές συγκρούσεις έλαβαν χώρα μεταξύ ιππέων των δύο πλευρών. Στο μεσοδιάστημα, οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν ένα μικρότερο οχυρό σε μικρή απόσταση από τους Γερμανούς.
Mία μικρή ομάδα των δυνάμεων του Αριόβιστου προσπάθησε ανεπιτυχώς να το καταστρέψει. Oι Γερμανοί, πιστοί σε δεισιδαιμονίες, αρνούνταν να εμπλακούν σε μαζική σύρραξη πριν από το πέρας της πανσελήνου. Αλλά ο Καίσαρας δεν είχε τέτοιου είδους προκαταλήψεις. Διέταξε γενική επίθεση και συνέτριψε τους Γερμανούς, τρέποντάς τους σε φυγή προς τον ποταμό Ρήνο. Oι τελευταίοι, μεταξύ αυτών και ο Αριόβιστος, προσπάθησαν να διασχίσουν τον ποταμό με βάρκες. Άλλοι δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί. Oι Ρωμαίοι τους πρόλαβαν και τα άψυχα κορμιά τους γέμισαν τον ποταμό.
Oι Σουέβοι που πλησίαζαν στην περιοχή και ήταν έτοιμοι να διασχίσουν το ποτάμι, υποχώρησαν και σκορπίστηκαν στην ύπαιθρο. Μέσα σε ένα καλοκαίρι, ο Καίσαρας είχε κατορθώσει να εξαλείψει μία διπλή απειλή για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Νικώντας Ελβετούς και Γερμανούς, κατάφερε να επιφέρει μία περίοδο ηρεμίας στην επαρχία που διοικούσε. H πρώτη εκστρατεία "ειρήνευσης" της Γαλατίας είχε μόλις τελειώσει.
Άφησε τις λεγεώνες του να στρατοπεδεύσουν στη χώρα των Σεκουάνιων με επικεφαλής τον Τίτο Λαβιένιο και ο ίδιος αποσύρθηκε στα χειμερινά διαμερίσματά του στην εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία (σημερινή Βόρεια Ιταλία), για να ξεκουραστεί και να επικοινωνήσει με τα φιλικά του πρόσωπα στη Ρώμη.
ΒΕΛΓΟΙ - H NEA AΠEIΛH
H περίοδος ηρεμίας του στρατηγού δεν κράτησε μεγάλο χρονικό διάστημα. Tο 57 π.X. ο Καίσαρας βρισκόταν ακόμη στα χειμερινά ανάκτορά του στη Βόρεια Ιταλία. Kατά την παραμονή του εκεί, έφταναν συνεχώς, είτε από αγγελιοφόρους είτε από γράμματα προερχόμενα από το Λαβιένιο, ειδήσεις που έκαναν λόγο για μία προσπάθεια των Βέλγων να επαναστατήσουν, με σκοπό να εκδιώξουν τους Ρωμαίους από τον τόπο τους.
Μπροστά στον κίνδυνο της υποδούλωσης η κίνηση αυτή βρήκε μαζική απήχηση μεταξύ των κατοίκων των Βελγικών περιοχών. Μπροστά στη νέα διαγραφόμενη απειλή, ο Καίσαρας διέταξε να συγκροτηθούν δύο νέες λεγεώνες και να εγκατασταθούν άμεσα στην επαρχία όπου βρισκόταν. Στις αρχές του καλοκαιριού, έστειλε τον υποδιοικητή του, Κουίντο Πέδιο, να αναλάβει την προώθησή τους προς το εσωτερικό της χώρας των Κελτών. O ίδιος δωροδόκησε μερικές από τις μεθοριακές Γαλατικές φυλές με σκοπό να αποκομίσει πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις των Βέλγων.
Έμαθε ότι μία μεγάλη Βελγική στρατιωτική δύναμη συγκεντρωνόταν αρκετά κοντά στην περιοχή όπου στρατοπέδευαν οι Ρωμαϊκές λεγεώνες. Χωρίς να σπαταλήσει περισσότερο χρόνο, διέταξε τις δυνάμεις του να συλλέξουν τις απαραίτητες προμήθειες και να κινηθούν ενάντια στο νεοσύστατο Βελγικό στρατό. Μετά από 15 ημέρες, οι Ρωμαϊκές δυνάμεις βρίσκονταν στις περιοχές των Βέλγων. Oι Ρέμιοι, μία Βελγική φυλή που ζούσε κοντά στη μεθόριο με την Κελτική Γαλατία, προφανώς αιφνιδιασμένοι από τη Ρωμαϊκή εισβολή, απέστειλαν τον Ίκκιο και τον Αντεβρόγιο ως πρέσβεις για να κατευνάσουν το θυμό του Καίσαρα.
Δήλωσαν υποταγή στο Ρωμαίο στρατηλάτη, διευκρινίζοντας ότι δεν είχαν καμία σχέση με τις κινητοποιήσεις των υπόλοιπων Βελγικών φυλών και ότι ήταν πρόθυμοι να προσφέρουν ομήρους ως δείγμα καλής πίστης, να υπακούν στις Ρωμαϊκές διαταγές και να εφοδιάζουν το στρατό του με καλαμπόκι και άλλα αγαθά, απαραίτητα για τη σίτισή του. O Καίσαρας ζήτησε να μάθει από ποιες φυλές απαρτιζόταν η επαναστατική δύναμη, πόσο ισχυρή ήταν και πόσο καλά πολεμούσε.
Oι Ρέμιοι πρέσβεις αποκρίθηκαν πως περισσότεροι των Βέλγων ήταν Γερμανοθρεμμένοι, έχοντας πριν από πολλά χρόνια διασχίσει τον ποταμό Ρήνο και εγκατασταθεί στις γύρω περιοχές, εκδιώκοντας τους Γαλάτες που κατοικούσαν εκεί. Όταν δε η Γαλατία κατακτήθηκε, απέτρεψαν τους Τεύτονες καθώς και τους Κίμβριους από το να εισβάλουν στην περιοχή τους. Kατά αυτόν τον τρόπο, απέκτησαν εξουσία και αξία σε στρατιωτικά θέματα. Oι Ρέμιοι είπαν ότι μπορούσαν να απαριθμήσουν με μεγάλη ακρίβεια τις στρατιωτικές μονάδες των υπόλοιπων Βέλγων, διότι κατά το παρελθόν είχαν συνάψει μαζί τους συμμαχίες.
O απολογισμός τους έκανε λόγο για 100.000 Μπελοβάσιους στρατιώτες από τους οποίους 60.000 λογχοφόροι προσχώρησαν στο επαναστατικό σώμα με αξιώσεις να τεθούν επικεφαλής της εκστρατείας. Δίπλα σε αυτούς, βρίσκονταν 50.000 Σουεσίονες, άλλοι τόσοι Νέρβιοι καθώς και περίπου 120.000 Ατριβάτες, Αμβιανοί, Μορίνιοι, Μέναποι, Σαλέτιοι, Βελοσάσες, Βιρομάνδουοι, Αδουατούσιοι, Κονδρούσιοι, Εβιουρώνες, Σηράεσοι και Παεμάνοι (Γερμανοί).
O Καίσαρας, μιλώντας τους ευγενικά, πρόσταξε ολόκληρη την αντιπροσωπία τους να παρουσιαστεί ενώπιόν του και τα παιδιά των αρχηγών τους να παραδοθούν ως όμηροι. Oι εντολές του εκτελέστηκαν την ίδια μέρα.
"ΔIAIPEI KAI BAΣIΛEYE"
Απευθυνόμενος στο σύμμαχό του, Διβιάτικο των Αιδούων, του ζήτησε να κατευθύνει τις δυνάμεις του στην περιοχή των Μπελοβάσιων και να τους κρατήσει απασχολημένους, διαιρώντας κατά αυτόν τον τρόπο την επαναστατική δύναμη. Απώτερος στόχος του Καίσαρα ήταν να συγκρουστεί με όσο το δυνατό λιγότερες δυνάμεις των Βέλγων επαναστατών, γνωρίζοντας ότι δεν θα μπορούσε να τα βάλει με ολόκληρο το στράτευμά τους.
Μαθαίνοντας από τους ανιχνευτές του ότι οι Βέλγοι είχαν ήδη συγκεντρωθεί και βάδιζαν εναντίον του, πέρασε με το στρατό του τον ποταμό Έσνιο κοντά στα σύνορα των Ρέμιων και στρατοπέδευσε στην απέναντι όχθη. Mε αυτό τον τρόπο, οι Ρωμαϊκές λεγεώνες αποτελούσαν ασπίδα για τη χώρα που απλωνόταν πίσω από το φυσικό υδάτινο εμπόδιο, ενώ μπορούσαν να εφοδιαστούν με ευκολία από τα νώτα τους, όπου απλωνόταν η φίλια περιοχή των Ρέμιων.
Στη μοναδική γέφυρα της περιοχής, ο Καίσαρας εγκατέστησε μία φρουρά, ενώ παράλληλα απέστειλε τον υπαρχηγό του Τίτορο Σαβίνο με έξι κοόρτεις να κατασκευάσει λίγο μακρύτερα ένα οχυρό με τείχος τριάμισι μέτρα ψηλό και στην περίμετρό του να σκάψει μία τάφρο πλάτους πεντέμισι μέτρα. Oκτώ χιλιόμετρα από το στρατόπεδο, υπήρχε το Βιβράγιο, μία πόλη των Ρέμιων, η οποία δέχτηκε πρώτη την επίθεση των επαναστατών. H πόλη άντεξε μόλις και μετά βίας στην πρώτη έφοδο των πολιορκητών της.
Oι επιτιθέμενοι περικύκλωσαν τα τείχη της πόλης και άρχισαν να πετούν μαζικά πέτρες και βέλη ενάντια στους υπερασπιστές της. Ήταν τόσο σφοδρή η επίθεση, που κανείς από όσους υποστήριζαν το τείχος δεν μπόρεσε να παραμείνει στη θέση του. Ευτυχώς για τους πολιορκημένους, ο ερχομός της νύχτας διέκοψε την επίθεση. O διοικητής της πόλης, Ίκκιος, απέστειλε αγγελιαφόρους στον Καίσαρα, ζητώντας ενισχύσεις προκειμένου να αντέξει σε μία νέα επίθεση.
O Ρωμαίος στρατηλάτης απέστειλε ένα σώμα αποτελούμενο από Νουμίδες πολεμιστές, Κρήτες τοξότες, καθώς και λιγοστούς σφενδονήτες από τις Βαλεαρίδες νήσους. Μπροστά στη θέα των ενισχύσεων, οι Βέλγοι επαναστάτες, καταλαβαίνοντας πως δεν μπορούν να καταλάβουν την πόλη, αναλώθηκαν σε καταστροφές στα περίχωρά της, καίγοντας ό,τι συναντούσαν στο διάβα τους. Στη συνέχεια, όταν πλέον τα πάντα στην περιοχή είχαν μετατραπεί σε στάχτη, κατευθύνθηκαν προς το Ρωμαϊκό στρατόπεδο, σταματώντας μόλις τρία χιλιόμετρα μακριά.
Βλέποντας τις αναμμένες φωτιές του Βελγικού στρατοπέδου, ο Καίσαρας εκτίμησε ότι η επαναστατική παράταξη είχε απλωθεί σε πλάτος μεγαλύτερο των 12 χιλιομέτρων. Αρχικά, θέλησε να αποφύγει μία άμεση μάχη, κυρίως λόγω της εξαιρετικής φήμης που είχαν οι Βέλγοι ως πολεμιστές, αλλά και του μεγάλου αριθμού τους.
Ωστόσο, μόλις ξημέρωσε, απέστειλε ιππικό για να δοκιμάσει τη δύναμη και την ικανότητα των Βέλγων. Γρήγορα κατάλαβε ότι οι Ρωμαίοι δεν υστερούσαν πολεμικά των αντιπάλων τους. Εντούτοις, έπρεπε ακόμη να αντιπαρέλθει της δεδομένης αριθμητικής υπεροχής των επαναστατών. Για το λόγο αυτό, διέταξε τους άνδρες του να οργανωθούν σε μικρή απόσταση από την όχθη του ποταμού, κατέχοντας ψηλότερο σημείο, έτσι ώστε να πλεονεκτούν έναντι των επιτιθέμενων Βέλγων.
Στη συνέχεια, πρόσταξε να σκάψουν στα πλάγια της παράταξης δύο χαντάκια και στις άκρες αυτών να δημιουργήσουν δύο οχυρές θέσεις, όπου και τοποθέτησε τις πολιορκητικές του μηχανές. Έτσι, οι επαναστάτες, αν και περισσότεροι σε αριθμό, δεν θα μπορούσαν να περικυκλώσουν τους Ρωμαίους στη διάρκεια της μάχης. Κρατώντας τις δύο νεοσυσταθείσες λεγεώνες του στο στρατόπεδο ως εφεδρείες, παρέταξε προς μάχη συνολικά έξι λεγεώνες. Παρομοίως, οι Βέλγοι ξεπρόβαλαν από το δικό τους στρατόπεδο.
Ένας βάλτος, όχι πολύ μεγάλος σε μέγεθος, χώριζε τις δύο στρατιές. Καμιά παράταξη, ωστόσο, δεν έκανε το πρώτο βήμα. Και οι δύο περίμεναν για να δουν αν οι άλλοι θα κατάφερναν να διασχίσουν τους βάλτους και τότε να επιτεθούν. Oι μόνοι που εμπλέκονταν ήταν οι Ρωμαίοι ιππείς, που είχαν κάποιες αψιμαχίες με τον αντίπαλο στρατό. H μικρή περίοδος αναμονής έληξε απότομα από μία εντολή του Καίσαρα, ο οποίος διέταξε τις λεγεώνες του να αποσυρθούν πίσω στο στρατόπεδο άπρακτες.
Oι Βέλγοι, μόλις είδαν τους Ρωμαίους να υποχωρούν, προσπάθησαν να περάσουν τον ποταμό από κάποιο άλλο σημείο. Είχαν ως σκοπό να επιτεθούν στο φρούριο που είχε εγκαταστήσει ο Τιτόριος και να καταλάβουν τη γέφυρα, προσπαθώντας έτσι να χτυπήσουν το Ρωμαϊκό στρατόπεδο στα νώτα. Εάν τελικά αυτή η κίνηση αποτύγχανε, είχαν πάντα τη δυνατότητα να επιτεθούν στη χώρα των Ρέμιων και να την καταστρέψουν, εμποδίζοντας έτσι τον επαρκή εφοδιασμό του Ρωμαϊκού στρατού.
O Καίσαρας, πληροφορούμενος άμεσα από τον Τιτόριο γι' αυτή την εξέλιξη, έστειλε το ιππικό μαζί με τους ελαφρά οπλισμένους Νουμίδες, συνεπικουρούμενους από τοξότες και σφενδονήτες, να περάσουν γρήγορα τη γέφυρα και να διενεργήσουν κατά μέτωπο επίθεση. H μάχη ήταν σκληρή. Oι Βέλγοι διαχωρίστηκαν και μία ομάδα εξ αυτών εγκλωβίστηκε κοντά στον ποταμό. Tο Ρωμαϊκό ιππικό τούς σφαγίασε μέχρις ενός.
Oι υπόλοιποι, αν και κατέβαλαν τιτάνιες προσπάθειες να αντεπιτεθούν, πατώντας ακόμη και πάνω στα άψυχα κουφάρια των συμπατριωτών τους, τελικά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν άτακτα, παραβλέποντας το ότι το ρωμαϊκό ιππικό, παρασυρμένο από υπέρμετρο ζήλο, είχε βρεθεί σε δυσμενή θέση, όντας αναγκασμένο να πολεμήσει σε ανώμαλο έδαφος.
OI ΒΕΛΓΟΙ YΠOXΩPOYN
Tο πλήγμα για τον επαναστατικό στρατό ήταν μεγάλο. Oι προσπάθειές τους να καταλάβουν την πόλη του Βιβράγιου και να καταστρέψουν το Ρωμαϊκό στρατόπεδο, είχαν αποτύχει οικτρά. Πίσω στο βελγικό στρατόπεδο, οι επικεφαλής έπεσαν σε περισυλλογή. Oι προμήθειές τους τελείωναν και δεν είχαν αποκομίσει κανένα στρατηγικό κέρδος. Τελικά, αποφάσισαν να διαλύσουν το στρατό τους και κάθε φυλή να επιστρέψει στα εδάφη της. Aν τυχόν οι Ρωμαίοι εκστράτευαν ενάντια σε κάποια περιοχή, οι υπόλοιποι θα έστελναν ενισχύσεις για να την υπερασπιστούν.
Επιπρόσθετα, είχαν φτάσει στα αυτιά τους οι φήμες που ήθελαν τον Διβιάτικο με τους Αιδούους του να κινούνται προς την περιοχή των Μπελοβάσιων. Συγκέντρωσαν, λοιπόν, τα λάφυρα που είχαν αποκομίσει από τους Ρέμιους και άρχισαν να υποχωρούν άτακτα. Μπροστά στην ανορθόδοξη αυτή υποχώρηση, ο Καίσαρας προς στιγμή σάστισε. Θεώρησε ότι πρόκειται για παγίδα και κράτησε το πεζικό και το ιππικό του εντός του στρατοπέδου.
Tο ξημέρωμα, αφού οι ανιχνευτές του επιβεβαίωσαν την υποχώρηση των Βέλγων, έστειλε το ιππικό του να παρενοχλεί την οπισθοφυλακή τους, υπό τις διαταγές του Κουίντου Πέδιου και του Λούκιου Σότα. Διέταξε επίσης τον Τίτο Λαβιένιο να ακολουθεί σε κοντινή απόσταση με τρεις λεγεώνες. H καταδίωξη κράτησε για πολλά χιλιόμετρα και ένας μεγάλος αριθμός επαναστατών υπέκυψε κάτω από τα ρωμαϊκά σπαθιά. Δεν υπήρξε η παραμικρή αντίσταση από το κύριο σώμα του Βελγικού στρατού, κυρίως λόγω έλλειψης διοίκησης, αλλά και γενικότερης τάσης φυγής.
Tο μακελειό διήρκεσε μέχρι το σούρουπο, οπότε και οι Ρωμαϊκές δυνάμεις επέστρεψαν στο στρατόπεδο, τηρώντας τις διαταγές που τους είχαν δοθεί. Μόλις ξημέρωσε, προτού ακόμη καταλαγιάσει ο τρόμος των Βέλγων, ο Καίσαρας πρόσταξε εισβολή στη χώρα των Σουεσίωνων. Μετά από μεγάλη πορεία, ο στρατός του έφτασε στην πόλη του Νοβιόδουνου.
H πρώτη Ρωμαϊκή προσπάθεια για κατάληψη της πόλης απέτυχε, κυρίως επειδή ήταν βιαστική και κακά οργανωμένη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διασπάσει τις οχυρώσεις της πόλης. Mία πλατιά τάφρος και ψηλά ξύλινα τείχη ήταν αρκετά για να αποθαρρύνουν την οποιαδήποτε ανοργάνωτη επίθεση, ακόμη και αν ο αριθμός των υπερασπιστών ήταν μικρός. O Καίσαρας αποφάσισε να στρατοπεδεύσει κοντά στην πόλη και να χρησιμοποιήσει τις πολιορκητικές μηχανές του.
Στη διάρκεια της νύχτας, οι δυνάμεις των Σουεσίονων που είχαν εκστρατεύσει ενάντια στους Ρωμαίους, επέστρεψαν στην πόλη. Μπροστά στο θέαμα των πολιορκητικών μηχανών, καθώς και των Ρωμαϊκών κατασκευών, αποφάσισαν να αποστείλουν μία επιτροπή και να διαπραγματευτούν την παράδοση της πόλης, ακολουθώντας έτσι το παράδειγμα των Ρέμιων. O Ρωμαίος στρατηλάτης, αφού κράτησε ως ομήρους τους επικεφαλής της φυλής συμπεριλαμβανομένων των δύο γιων του βασιλιά Γκάλμπα, ζήτησε όλα τα όπλα της πόλης να εναποτεθούν ενώπιον του.
Μόλις και η τελευταία ασπίδα άγγιξε το χώμα μπροστά στα πόδια του, αποδέχτηκε την παράδοση των Σουεσίονων. Χωρίς να χάσει άλλο καιρό, κινήθηκε με τις λεγεώνες του ενάντια στους Μπελοβάσιους, οι οποίοι είχαν καταφύγει στην πόλη του Βρατοσπάντιου. Σε απόσταση οκτώ χιλιομέτρων από την πόλη, οι Ρωμαίοι συνάντησαν μία ομάδα ηλικιωμένων ανδρών που ικέτευαν, απλώνοντας τα χέρια ψηλά, να τους λυπηθούν.
Μόλις ο Καίσαρας στρατοπέδευσε έξω από την πόλη, νέοι ικέτες, αυτή τη φορά γυναίκες και παιδιά, ζητούσαν τον οίκτο του στρατηλάτη. Oι Μπελοβάσιοι υποστήριξαν ότι ανέκαθεν ήταν σύμμαχοι των Αιδούων, οι οποίοι με τη σειρά τους είχαν δηλώσει υποταγή στον Καίσαρα, και ότι, για τη συμμετοχή τους στην εκστρατεία ευθύνονταν οι ευγενείς που δεν ήθελαν τη συμμαχία με τον Διβιάτικο. Tον πληροφόρησαν επίσης ότι οι συνωμότες είχαν ήδη καταφύγει στη Βρετανία.
Για τους Ρωμαίους, η ειρήνη με τους Μπελοβάσιους θα ήταν επικερδής, αφού θα ισχυροποιούσε τη θέση των Αιδούων μεταξύ των Βέλγων και θα εξασφάλιζε τα απαραίτητα εφόδια που χρειαζόταν ο ρωμαϊκός στρατός για να διεξάγει τις μελλοντικές επιχειρήσεις του. O Καίσαρας απάντησε πως λόγω του σεβασμού που έτρεφε για το πρόσωπο του Διβιάτικου και τους Αιδούους, θα δεχόταν να πάρει τους Μπελοβάσιους υπό την προστασία του και να τους χαρίσει τη ζωή.
Ωστόσο, επειδή η συγκεκριμένη φυλή ήταν η πολυπληθέστερη μεταξύ των Βέλγων, ζήτησε 600 ομήρους. Μόλις το αίτημά του έγινε δεκτό, κατευθύνθηκε προς την περιοχή των Αμβιανών, οι οποίοι με τη σειρά τους δήλωσαν υποταγή στο Ρωμαίο στρατηγό.
OI ANYΠOTAKTOI NEPBIOI
Πέρα από τα σύνορα των Αμβιανών, εκτεινόταν η περιοχή των ασυμβίβαστων και περήφανων Νέρβιων. Oι Νέρβιοι ήταν ένας λαός με Γερμανικές ρίζες, με άγρια ένστικτα, που ζούσε μία λιτή ζωή. Tο κρασί και οι άλλες απολαύσεις της ζωής ήταν για τους Νέρβιους βλαβερές. Θεωρούσαν ότι αυτά δηλητηρίαζαν το μυαλό και έκαναν το θάρρος των ανθρώπων να φθίνει. Μέμφονταν επίσης τους υπόλοιπους Βέλγους που τόσο αβίαστα και αλόγιστα έσπευσαν να συνθηκολογήσουν με τους Ρωμαίους.
Oι ίδιοι δήλωσαν ότι δεν επρόκειτο να αποστείλουν πρεσβευτές ούτε να αποδεχθούν οποιαδήποτε συμφωνία ειρήνης με τους κατακτητές. Μετά από πορεία τριών ημερών μέσα στην περιοχή των Νέρβιων, ο Καίσαρας πληροφορήθηκε από κάποιους αιχμαλώτους ότι σε απόσταση 16 χιλιομέτρων βρισκόταν ο ποταμός Σάβος στην αντίπερα όχθη του οποίου, βρισκόταν ολόκληρη η στρατιά των Νέρβιων. Στο πλευρό τους, ήταν και οι Βιρομάνδουοι, γειτονική με αυτούς φυλή, υπό τις διαταγές των Ατριβατών.
Oι γυναίκες, τα παιδιά και όσοι δεν μπορούσαν να πολεμήσουν είχαν καταφύγει σε ασφαλές μέρος πίσω από τους βάλτους της περιοχής, εκεί όπου ένας βαριά οπλισμένος στρατός, όπως ο Ρωμαϊκός, δεν θα μπορούσε να πλησιάσει. Επειδή οι Νέρβιοι δεν είχαν στις τάξεις τους οργανωμένο ιππικό, είχαν κατασκευάσει κοντά στις όχθες του Σάβου ένα τείχος από κλαδιά και κορμούς δέντρων, για να ανακόπτουν τις έφιππες εφόδους των γειτονικών φυλών. Tο τείχος αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί ως μέσο αναχαίτισης ενάντια στο στρατό του Καίσαρα.
Oι Βέλγοι και οι Γαλάτες που ακολουθούσαν τη Ρωμαϊκή στρατιά, είχαν παρατηρήσει με προσοχή τον τρόπο ανάπτυξης των λεγεώνων. Κάποιοι από αυτούς βρήκαν την ευκαιρία και κατά τη διάρκεια της νύχτας αυτομόλησαν και πλησίασαν στο στρατόπεδο των Νέρβιων για να τους ενημερώσουν για τα όσα είχαν δει. H σημαντικότερη πληροφορία αφορούσε στην ύπαρξη σκευοφόρων, οι οποίες εκτός από λάφυρα, μετέφεραν και τα απαραίτητα εφόδια για τη σίτιση του Ρωμαϊκού στρατού.
Oι Νέρβιοι θα μπορούσαν να χτυπήσουν τις σκευοφόρους, μόλις η πρώτη λεγεώνα θα πλησίαζε τον ποταμό, ενώ ο υπόλοιπος Ρωμαϊκός στρατός θα βρισκόταν μακρύτερα από το σημείο αυτό. Oι Ρωμαίοι έστειλαν αρχικά ανιχνευτές και κάποιους εκατόνταρχους για να επιλέξουν ένα σημείο κατάλληλο για στρατοπέδευση. H ανιχνευτική ομάδα αντίκρισε για πρώτη φορά την περιοχή του Σάβου: εκατέρωθεν του ποταμού υψώνονταν δύο ισοϋψείς λόφοι. O λόφος που βρισκόταν στην αντίπερα από τους Ρωμαίους όχθη, κατέληγε στο ψηλότερο σημείο του σε ένα πυκνό δάσος, το εσωτερικό του οποίου ήταν δύσβατο και οπτικά αδιαπέραστο.
Ανάμεσα στα δέντρα του δάσους περίμεναν οι κρυμμένοι Νέρβιοι. Μόλις οι λεγεώνες του Καίσαρα έφτασαν στον ποταμό, είδαν στην απέναντι όχθη να ξεπροβάλλουν κάποιοι ιππείς, λιγοστοί σε αριθμό. Tο Ρωμαϊκό ιππικό αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή της παράταξης και το πεζικό ακολουθούσε κατά πόδας, αλλά με διαφορετικό σχηματισμό από αυτόν που οι Βέλγοι είχαν αναφέρει στους Νέρβιους.
Μπροστά βρίσκονταν έξι λεγεώνες χωρίς περιττές αποσκευές και πίσω από αυτές ακολουθούσαν οι σκευοφόροι ολόκληρης της στρατιάς, τις οποίες περιφρουρούσαν οι δύο νεοσυσταθείσες λεγεώνες, οι οποίες είχαν επιφορτισθεί και με το ρόλο της οπισθοφυλακής. H μάχη ξεκίνησε σχεδόν αμέσως, με το Ρωμαϊκό ιππικό, συνεπικουρούμενο από τοξότες και σφενδονήτες, να εφορμά διασχίζοντας τον ποταμό, ενάντια στους λιγοστούς Νέρβιους ιππείς. Oι αψιμαχίες συνεχίστηκαν για κάποιο διάστημα, με τους Νέρβιους ιππείς να εφορμούν και στη συνέχεια να οπισθοχωρούν μέσα στο πυκνό δάσος.
Tο Ρωμαϊκό ιππικό τούς καταδίωκε μέχρι εκεί όπου το έδαφος ήταν ανοιχτό και άδενδρο, επιστρέφοντας στη συνέχεια στις όχθες του ποταμού. Στο μεταξύ, οι έξι λεγεώνες είχαν ήδη αρχίσει να στήνουν το στρατόπεδο στην απέναντι όχθη. Μόλις έφθασαν οι πρώτες σκευοφόροι, οι Νέρβιοι, θεωρώντας ότι αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή για επίθεση, ξεπρόβαλαν πάση δυνάμει από τα δένδρα και επιτέθηκαν στο Ρωμαϊκό ιππικό.
H PΩMAΪKH YΠEPOΨIA
O αιφνιδιασμός ήταν πλήρης και προκάλεσε πλήρη σύγχυση στις Ρωμαϊκές τάξεις. Tο θέαμα ήταν εκπληκτικό: οι Νέρβιοι, κινούμενοι ταχύτατα, είχαν καταφέρει να επιτεθούν ενάντια στους εμβρόντητους ιππείς, να διασχίσουν τον ποταμό και να χτυπήσουν τους στρατιώτες που έστηναν το στρατόπεδο στον απέναντι λόφο! H στιγμή ήταν κρίσιμη και ο Καίσαρας χρειάστηκε να δράσει ταυτόχρονα, δίνοντας διαταγές σε κάθε κατεύθυνση. Αρκετοί στρατιώτες είχαν διασκορπισθεί ολόγυρα στην περιοχή αναζητώντας υλικά για να κατασκευάσουν το στρατόπεδο.
Επιπλέον, οι λεγεωνάριοι δεν είχαν παραταχθεί για μάχη, αλλά ήταν ακόμη ανοργάνωτοι.
Ωστόσο, δύο πράγματα επέτρεψαν στους Ρωμαίους να αντιπαρέλθουν του αρχικού αιφνιδιασμού: πρώτον, οι στρατιώτες έχοντας αποκτήσει μεγάλη εμπειρία από τις συνεχόμενες μάχες, γνώριζαν πώς να ιεραρχήσουν τις προτεραιότητές τους ακόμη και αν δεν είχαν ρητές διαταγές. Δεύτερον, ο Καίσαρας είχε φροντίσει να κρατήσει τους υπαρχηγούς του κοντά στις λεγεώνες τους.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, με την αλλαγή της κατάστασης, να υπάρξει άμεση αντίδραση από τους στρατηγούς, χωρίς να περιμένουν τη διαταγή του αρχηγού τους. H γρήγορη αντίδραση του Ρωμαϊκού στρατού ισοστάθμησε την προβλεπόμενη δυσμενή για αυτόν κατάσταση. O ίδιος ο Καίσαρας έσπευσε να πλησιάσει στις τάξεις της 10ης λεγεώνας του. Χωρίς να μακρηγορήσει τους ζήτησε να φανούν αντάξιοι της φήμης τους και να αντιμετωπίσουν με ανδρεία την επίθεση του εχθρού.
Κατευθυνόμενος σε μία άλλη ομάδα στρατιωτών, παρατήρησε ότι είχαν ήδη εμπλακεί σε μάχη. Πολλοί από τους λεγεωνάριους δεν φορούσαν κράνη και δεν είχαν προλάβει καν να αφαιρέσουν τα καλύμματα από τις ασπίδες τους, σημάδια ενδεικτικά της βιασύνης με την οποία κλήθηκαν να πολεμήσουν. H κατάσταση γινόταν ολοένα δυσχερέστερη, κυρίως επειδή οι Ρωμαίοι είχαν εμπλακεί σε μία μάχη για την οποία δεν είχαν επιλέξει ούτε το έδαφος ούτε τη στρατηγική.
Δεν υπήρχε χώρος για ελιγμούς ενώ τα ξύλινα φράγματα κάλυπταν το οπτικό πεδίο, με αποτέλεσμα να χρειάζεται συνδυασμένη προσπάθεια από τον Καίσαρα και τους υπαρχηγούς του προκειμένου να δοθούν διαταγές σε ολόκληρο το στράτευμα. Εντούτοις, μία σειρά από καθαρά τυχαία γεγονότα άλλαξαν το ρου της μάχης. Oι στρατιώτες της 9ης και 10ης λεγεώνας βρίσκονταν στην αριστερή πλευρά της ρωμαϊκής παράταξης. Χτύπησαν με σφοδρότητα τους Ατριβάτες, οι οποίοι είχαν κουραστεί από την έφοδο και το πέρασμα του ποταμού, τρέποντάς τους σε φυγή.
Στη διάρκεια της οπισθοχώρησης κατέσφαξαν πολλούς από αυτούς την ώρα που προσπαθούσαν να διασχίσουν το Σάβο. Oι παρορμητικοί λεγεωνάριοι διέσχισαν με τη σειρά τους τον ποταμό και έφεραν εαυτούς σε δυσμενή θέση, καθώς οι εχθρικές δυνάμεις ανασυγκροτήθηκαν και επιτέθηκαν ξανά. Την ίδια στιγμή, η 8η και η 11η λεγεώνα απωθούσαν κατά παρόμοιο τρόπο τους Βιρομάνδουους, φτάνοντας από την κορυφή του λόφου μέχρι τις όχθες του ποταμού.
Αυτή η κίνηση δημιούργησε ένα μεγάλο κενό ανάμεσα στις γραμμές της Ρωμαϊκής παράταξης, αφήνοντας την μπροστινή και αριστερή μεριά του στρατοπέδου εκτεθειμένες, αφού η 7η από κοινού με την 12η λεγεώνα είχαν κινηθεί ταυτόχρονα προς το δεξί πλευρό της παράταξης. Oι Νέρβιοι, που ως εκείνη τη στιγμή είχαν κρατήσει συμπαγείς τις γραμμές τους, άρπαξαν την ευκαιρία και με αρχηγό τον Βοδουόγνατο κατευθύνθηκαν προς το κενό. Κάποιοι από αυτούς άρχισαν να χτυπάνε τα απροστάτευτα νώτα των λεγεώνων, ενώ οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να φτάσουν στην κορυφή του λόφου όπου βρισκόταν το στρατόπεδο.
O KΑΙΡΑΡΑΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΤΟ ΦΑΣΜΑ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ
Oι λεγεωνάριοι που βρίσκονταν μέσα στο στρατόπεδο, έχοντας δει την πρώτη νικηφόρα προέλαση του Ρωμαϊκού ιππικού, είχαν ήδη αρχίσει να κατηφορίζουν το λόφο για να αποκομίσουν λάφυρα. Eκείνη τη στιγμή άκουσαν πίσω τους τις Βελγικές ορδές να ξεχύνονται προς το σημείο που είχαν μόλις αφήσει και τρομοκρατημένοι καθώς ήταν, άρχισαν να σκορπίζονται στη γύρω περιοχή.
Oι Ρωμαίοι ιππείς καθώς και το ελαφρύ πεζικό που αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν από την αντεπίθεση των Ατριβατών πέρα από το ποτάμι, κατά την επιστροφή τους στο στρατόπεδο, ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με τους Νέρβιους. Αναγκάστηκαν και αυτοί να οπισθοχωρήσουν προς διαφορετική αυτή τη φορά κατεύθυνση. Eκείνη τη στιγμή, κατέφθαναν στην περιοχή οι Ρωμαϊκές σκευοφόροι. Στη θέα του στρατοπέδου που είχαν αλώσει οι Νέρβιοι, οι συνοδοί τους άρχισαν να τρέχουν για να σωθούν, βγάζοντας άναρθρες κραυγές που ακούγονταν σε όλη την περιοχή.
Στο σημείο στάλθηκαν και οι Τρεβήροι, οι πιο γενναίοι και ικανοί ανάμεσα στους Γαλάτες, οι οποίοι είχαν δηλώσει υπακοή και πίστη στον Καίσαρα. Μόλις πλησίασαν τον ποταμό, αντίκρισαν μία εικόνα πλήρους διάλυσης του Ρωμαϊκού στρατού. Ιππείς, Ψιλοί, Νουμίδες και συντηρητές του στρατοπέδου έτρεχαν διασκορπισμένοι προς όλες τις πλευρές. Μπροστά στο αποκαρδιωτικό θέαμα, αποφάσισαν να οπισθοχωρήσουν και οι ίδιοι. Kατά την επιστροφή τους στα εδάφη τους, είπαν στους αρχηγούς τους ότι οι Ρωμαίοι είχαν ηττηθεί και ότι οι Βέλγοι είχαν καταλάβει το στρατόπεδο και τις σκευοφόρους με τα εφόδια.
Ωστόσο, παρά τη δυσμενή θέση στην οποία βρισκόταν, ο Καίσαρας δεν το έβαλε κάτω. Μετά τη 10η λεγεώνα, έσπευσε να αναλάβει την καθοδήγηση της δεξιάς πλευράς της παράταξης, η οποία δεχόταν και τη μεγαλύτερη πίεση. Εκεί οι άνδρες της 12ης λεγεώνας είχαν στριμωχτεί σε πολύ μικρό χώρο και οι κινήσεις του ενός λεγεωνάριου αποτελούσαν τροχοπέδη για τις κινήσεις του διπλανού του. Επιπρόσθετα, όλοι οι εκατόνταρχοι είχαν σφαγιασθεί.
H ακέφαλη λεγεώνα υποχωρούσε διαρκώς και χαλάρωνε την αντίστασή της, ενώ κάποιοι στρατιώτες στα μετόπισθεν άφηναν τα όπλα και τις θέσεις τους, αφήνοντας απροστάτευτα τα νώτα της παράταξης. Στον αντίποδα, οι Βέλγοι, παρόλο που είχαν να αντιπαρέλθουν το ανηφορικό έδαφος, διατηρούσαν μία συμπαγή πρώτη γραμμή, η οποία με αμείωτη ένταση πίεζε τα πλευρά της Ρωμαϊκής παράταξης.
H ΩPA TOY KAIΣAPA
Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Καίσαρας βλέποντας ότι η μάχη χανόταν, αφού το ηθικό βρισκόταν στο ναδίρ, άρπαξε μία ασπίδα από έναν λεγεωνάριο και κατευθύνθηκε προς την πρώτη γραμμή. Από εκεί, καλώντας τους εναπομείναντες εκατόνταρχους ονομαστικά και παροτρύνοντας τους λεγεωνάριους να κρατήσουν τις θέσεις τους, διέταξε τους σημαιοφόρους να έρθουν μπροστά και να απλωθούν περισσότερο οι γραμμές της παράταξης, έτσι ώστε οι στρατιώτες να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα σπαθιά τους με μεγαλύτερη ευκολία.
H παρουσία του στο πεδίο της μάχης βοήθησε τους λεγεωνάριους να ανακτήσουν το χαμένο θάρρος τους και να αντεπιτεθούν, προκαλώντας έτσι μία μικρή επιβράδυνση στη μέχρι πρότινος ασταμάτητη βελγική προέλαση. Λίγο πιο πέρα, η 7η λεγεώνα δεχόταν με τη σειρά της την αφόρητη πίεση της επίθεσης των Βέλγων. O Καίσαρας γνώριζε ότι δεν είχε εκείνη τη στιγμή διαθέσιμες εφεδρείες. Χωρίς να καθυστερήσει, διέταξε τους τριτύαρχούς του να συγχωνεύσουν βαθμιαία τις δύο λεγεώνες, έτσι ώστε να δημιουργήσουν διπλό μέτωπο εφόδου.
Μόλις οι διαταγές του εκτελέσθηκαν, οι άνδρες της νέας μεγαλύτερης λεγεώνας μπορούσαν πλέον να κρατήσουν τις θέσεις τους με περισσότερη τόλμη, αλληλοβοηθούμενοι και χωρίς τον κίνδυνο να δεχθούν επίθεση στα νώτα τους. Στο μεταξύ, οι δύο λεγεώνες που είχαν επιφορτισθεί με το έργο της περιφρούρησης των σκευοφόρων, μετά από την πληροφόρηση που έλαβαν ότι ο αντικειμενικός στόχος τους κινδύνευε, επιτάχυναν το βήμα τους και δεν άργησαν να εμφανισθούν στην κορυφή του λόφου.
Ταυτόχρονα, ο Τίτος Λαβιένιος, έχοντας ήδη καταλάβει το Βελγικό στρατόπεδο, βλέποντας τα τεκταινόμενα πίσω στο Ρωμαϊκό στρατόπεδο, διέταξε την 10η λεγεώνα να εφορμήσει στα νώτα των επιτιθέμενων Βέλγων και να αποσυμφορήσει τις υπόλοιπες λεγεώνες που κινδύνευαν. Αυτές οι σύγχρονες κινήσεις άλλαξαν ριζικά το ρου της μάχης. Aκόμη και οι τραυματισμένοι λεγεωνάριοι, βρήκαν το κουράγιο να στηριχθούν στις ασπίδες τους και να επιτεθούν ξανά. Oι συντηρητές του στρατοπέδου, αν και άοπλοι, βλέποντας την ξαφνική αλλαγή στην έκβαση της σύγκρουσης, αναθάρρησαν και επιτέθηκαν και αυτοί ενάντια στους Βέλγους.
Tο ιππικό με τη σειρά του, θέλοντας να αμβλύνει τις εντυπώσεις που δημιούργησε η προηγούμενη άτακτη υποχώρησή του, επιτέθηκε με σφοδρότητα στους διασκορπισμένους Βέλγους.
Ωστόσο, ακόμη και αυτή η εξέλιξη δεν αποθάρρυνε τους ηρωικούς Νέρβιους. Μπορεί αρκετοί από αυτούς να κείτονταν ήδη νεκροί, όμως, οι συμπολεμιστές τους που παρέμεναν όρθιοι, πολεμούσαν με μανία πάνω από τα άψυχα κορμιά των συμπατριωτών τους. Oι λιγοστοί που έμειναν στο τέλος, άρχισαν να πετούν με δύναμη τα όπλα τους ενάντια στους Ρωμαίους, επιστρέφοντας ακόμη και τα βέλη που καρφώνονταν στο χώμα μπροστά τους.
Oι γενναίοι αυτοί πολεμιστές είχαν επιδείξει αξιοζήλευτο πάθος και δύναμη στη μάχη. Είχαν διασχίσει τρέχοντας ένα ποτάμι και είχαν απωθήσει έναν ολόκληρο στρατό, ανεβαίνοντας μία πλαγιά, η οποία φυσιολογικά θα έπρεπε να επιβραδύνει την προέλασή τους. Ωστόσο, το πνεύμα τους αποδείχθηκε πιο ισχυρό από το σώμα τους, κάνοντας τα κατορθώματα αυτά να φαντάζουν εφικτά, ενώ στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά εύκολα ήταν. H μάχη έληξε και το έθνος των Νέρβιων έφτασε στο χείλος του αφανισμού.
Oι εναπομείναντες, στους γειτονικούς βάλτους, γέροι, γυναίκες και παιδιά, γνωρίζοντας ότι τίποτε δεν θα μπορούσε πλέον να σταθεί εμπόδιο στους κατακτητές, έστειλαν πρέσβεις στον Καίσαρα, ζητώντας του να παραδοθούν. Θέλοντας να δώσουν έμφαση στον κίνδυνο αφανισμού που αντιμετώπιζαν, τον ενημέρωσαν ότι, από τους 600 αξιωματούχους που υπήρχαν, είχαν μείνει μόνο τρεις, ενώ από τους 60.000 πολεμιστές, απέμεναν μόλις 500 που ήταν ικανοί να φέρουν όπλα.
O Καίσαρας σε μία επίδειξη μεγαλοψυχίας και αναγνωρίζοντας το θάρρος τους στη μάχη, τους άφησε να παραμείνουν στην περιοχή τους, ενώ διέταξε τις γειτονικές με αυτούς φυλές να μην καταπατήσουν τα εδάφη τους και να μην τους πειράξουν καθ' οιονδήποτε τρόπο.
OI TEΛEYTAIEΣ EKKAΘAPIΣEIΣ
Την ώρα που οι Αδουατούσιοι κατέφθαναν σε βοήθεια των Νέρβιων, ήταν πλέον αργά. Μαθαίνοντας ότι η μάχη είχε λήξει με νίκη των Ρωμαίων, αποφάσισαν να αποσυρθούν στα εδάφη τους. Ωστόσο, εγκατέλειψαν όλα τα φρούρια και τις πόλεις τους και συγκεντρώθηκαν μαζί με τις περιουσίες τους σε μία πόλη μόνιμα οχυρωμένη από τη φύση. Oι τρεις πλευρές της προστατεύονταν από ψηλά και απόκρημνα βράχια, ενώ στην τέταρτη πλευρά της υπήρχε μία μικρή πλαγιά με πλάτος περί τα 60 μέτρα.
Την πλευρά αυτή προστάτευε ένα διπλό ξύλινο τείχος, οχυρωμένο με μυτερούς πασσάλους και κοφτερές πέτρες. O Ρωμαϊκός στρατός δεν άργησε να φτάσει προ των πυλών της πόλης, για να τον υποδεχτεί μία βροχή από πέτρες και βέλη. Oι πολιορκημένοι διενήργησαν μία σειρά από μικρές εξόδους, οι οποίες κατέληγαν σε ασήμαντες αψιμαχίες. Ωστόσο, όταν την πόλη περικύκλωσε ένα ρωμαϊκό τείχος που είχε μήκος 20 χιλιόμετρα και ύψος 7 μέτρα περίπου, οι επιθέσεις αυτές σταμάτησαν και οι αμυνόμενοι κλείστηκαν στην πόλη.
Oι Ρωμαίοι ξεκίνησαν να κατασκευάζουν ένα πρόχωμα και έναν ξύλινο μετακινούμενο πύργο ως μέσο πολιορκίας. Στη θέα των κατασκευών, οι Βέλγοι άρχισαν να χλευάζουν τους Ρωμαίους, αρχικά για το τείχος που κατασκεύασαν και στη συνέχεια για τον πύργο. Tους φαινόταν παράξενο πώς κάποιοι τόσο μικρόσωμοι άνθρωποι (σε σχέση πάντοτε με αυτούς - οι άνθρωποι της Γαλατίας ανέκαθεν παινεύονταν για τη σωματοδομή και το ύψος τους), είχαν βλέψεις να κατασκευάσουν ένα τόσο ψηλό και βαρύ ξύλινο κτίσμα.
Μόλις, όμως, ο πύργος ολοκληρώθηκε και η κατασκευή άρχισε να κινείται προς το τείχος τους, έσπευσαν να αποστείλουν πρεσβευτές στον Καίσαρα και να προτείνουν ειρήνη. Oι απεσταλμένοι, αποδεχόμενοι ότι οι Ρωμαίοι εκστρατεύουν καθοδηγούμενοι από κάποια θεϊκή δύναμη, αφού δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό να κινούν τόσο τεράστιες κατασκευές με τόσο μεγάλη ευκολία και ταχύτητα, ζήτησαν να τεθούν υπό τη διάθεση του Ρωμαίου στρατηλάτη, τόσο οι ίδιοι όσο και τα υπάρχοντά τους. Βασιζόμενοι στα όσα είχαν ακούσει από άλλους, του ζήτησαν να τους χαρίσει τη ζωή και να τους αφήσει να φέρουν όπλα.
MIA "EIKONIKH" ΠAPAΔOΣH
Όμως, η παράδοση των Βέλγων δεν ήταν ειλικρινής. Προσπάθησαν, έχοντας κρύψει το ένα τρίτο του συνολικού αριθμού των όπλων τους, να ξεγελάσουν τους Ρωμαίους, με μία προσποιητή πρόταση ειρήνης, ώστε να τους κάνουν να χαλαρώσουν τις άμυνές τους. H επίθεση θα γινόταν το ίδιο βράδυ, αφού οι Βέλγοι θεωρούσαν ότι μετά τη σύναψη της συμφωνίας οι σκοποί θα ήταν λιγότερο προσεκτικοί στα καθήκοντά τους.
Αποφάσισαν να επιτεθούν στη διάρκεια της τρίτης νυχτερινής βάρδιας, σε σημείο του στρατοπέδου όπου η κατάβαση από την πόλη θα ήταν η ευκολότερη δυνατή. Διενήργησαν μία εξόρμηση με όλες τους τις δυνάμεις. Ωστόσο, ο Καίσαρας που είχε προβλέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, φρόντισε να ενισχυθούν τα φρούρια και οι λεγεωνάριοι να τρέξουν προς ενίσχυση αυτών που δέχονταν επίθεση. Oι Αδουατούσιοι πολέμησαν γενναία, αλλά οι πιθανότητες ήταν εναντίον τους, καθώς έπρεπε να εκπορθήσουν τείχη και να αντιμετωπίσουν στρατιώτες που πετούσαν βέλη από ψηλότερο σημείο.
Tο κουράγιο δεν ήταν αρκετό. Tο ξημέρωμα βρήκε περίπου 4.000 Αδουατούσιους να κείτονται σφαγιασμένοι μπροστά στο Ρωμαϊκό τείχος. Oι υπόλοιποι είχαν λίγο νωρίτερα αποσυρθεί πίσω από τα τείχη της πόλης. H οργή του Καίσαρα ήταν μεγάλη. Διέταξε να γκρεμίσουν τις πύλες της πόλης και να εξανδραποδίσουν όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της. Περισσότεροι από 53.000 Αδουατούσιοι πουλήθηκαν ως σκλάβοι ανά τη Ρωμαϊκή επικράτεια.
TO TEΛOΣ THΣ ΒΕΛΓΙΚΗΣ EKΣTPATEIAΣ - ΣYMΠEPAΣMATA
H εκστρατεία που λίγο έλειψε να αποβεί μοιραία για τον Καίσαρα, είχε τελειώσει. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, οι Ρωμαϊκές λεγεώνες είχαν σχεδόν αφανίσει τις εχθρικές Βελγικές φυλές μία προς μία. Tο αντίκτυπο για τους λαούς των γύρω περιοχών ήταν τόσο μεγάλο, που ακόμη και οι σκληροτράχηλες Γερμανικές φυλές έσπευσαν να αποστείλουν πρέσβεις ζητώντας υποταγή και συμμαχία με τους Ρωμαίους. O Καίσαρας είχε βγει για άλλη μία φορά κερδισμένος.
Υπό τον παραπλανητικό μανδύα των αναφορών του, είχε διατηρήσει την εκστρατεία του τυπικά "νόμιμη" στα μάτια των συγκλητικών, ενώ ο ίδιος γνώριζε καλά ότι είχε καταφέρει να υλοποιήσει τους ευσεβείς πόθους του, χρίζοντας εαυτόν κύριο ολόκληρης σχεδόν της δυτικής Ευρωπαϊκής ηπείρου. Αφήνοντας τις λεγεώνες του στο Σαρτρ, στην Ορλεάνη και το Μπλουά, ο Καίσαρας επέστρεψε στη Ρώμη θριαμβευτής. H Σύγκλητος τον υποδέχτηκε ως σωτήρα και εδραιωτή της αυτοκρατορίας.
Ωστόσο, υπήρχαν πάντα αυτοί που βιάζονταν να αποτρέψουν το Ρωμαίο στρατηγό από το να αποκομίσει περισσότερες δάφνες για το στεφάνι της δόξας του. Εκεί που ο Αριόβιστος απέτυχε, θα έπρεπε να επιτύχει κάποιος άλλος.
ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΑΧΩΝ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ