Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλῆς Μαινόμενος (497-522)

ΑΜ. σὺ μὲν τὰ νέρθεν εὐτρεπῆ ποιοῦ, γύναι·
ἐγὼ δὲ σ᾽, ὦ Ζεῦ, χεῖρ᾽ ἐς οὐρανὸν δικὼν
αὐδῶ, τέκνοισιν εἴ τι τοισίδ᾽ ὠφελεῖν
500 μέλλεις, ἀμύνειν, ὡς τάχ᾽ οὐδὲν ἀρκέσεις.
καίτοι κέκλησαι πολλάκις· μάτην πονῶ·
θανεῖν γάρ, ὡς ἔοικ᾽, ἀναγκαίως ἔχει.
ἀλλ᾽, ὦ γέροντες, σμικρὰ μὲν τὰ τοῦ βίου,
τοῦτον δ᾽ ὅπως ἥδιστα διαπεράσατε
505 ἐξ ἡμέρας ἐς νύκτα μὴ λυπούμενοι.
ὡς ἐλπίδας μὲν ὁ χρόνος οὐκ ἐπίσταται
σώιζειν, τὸ δ᾽ αὑτοῦ σπουδάσας διέπτατο.
ὁρᾶτ᾽ ἔμ᾽ ὅσπερ ἦ περίβλεπτος βροτοῖς
ὀνομαστὰ πράσσων, καί μ᾽ ἀφείλεθ᾽ ἡ τύχη
510 ὥσπερ πτερὸν πρὸς αἰθέρ᾽ ἡμέραι μιᾶι.
ὁ δ᾽ ὄλβος ὁ μέγας ἥ τε δόξ᾽ οὐκ οἶδ᾽ ὅτωι
βέβαιός ἐστι. χαίρετ᾽· ἄνδρα γὰρ φίλον
πανύστατον νῦν, ἥλικες, δεδόρκατε.
ΜΕ. ἔα·
ὦ πρέσβυ, λεύσσω τἀμὰ φίλτατ᾽, ἢ τί φῶ;
515 ΑΜ. οὐκ οἶδα, θύγατερ· ἀφασία δὲ κἄμ᾽ ἔχει.
ΜΕ. ὅδ᾽ ἐστὶν ὃν γῆς νέρθεν εἰσηκούομεν,
ΑΜ. εἰ μή γ᾽ ὄνειρον ἐν φάει τι λεύσσομεν.
ΜΕ. τί φημί; ποῖ᾽ ὄνειρα κηραίνουσ᾽ ὁρῶ;
οὐκ ἔσθ᾽ ὅδ᾽ ἄλλος ἀντὶ σοῦ παιδός, γέρον.
520 δεῦρ᾽, ὦ τέκν᾽, ἐκκρίμνασθε πατρώιων πέπλων,
ἴτ᾽ ἐγκονεῖτε, μὴ μεθῆτ᾽, ἐπεὶ Διὸς
σωτῆρος ὑμῖν οὐδέν ἐσθ᾽ ὅδ᾽ ὕστερος.

***
ΑΜΦ. Εσύ το ξόδι ετοίμαζε πρεπά, ω γυναίκα·
κι εγώ σε σένα, ω Δία, υψώνοντας τα χέρια
σου λέω, αν μέλλεις τα παιδιά αυτά να ωφελήσεις,
500 βόηθα τα τώρα γιατί αργά σε λίγο θα ᾽ναι.
Κι όμως, πολλές φορές σ᾽ εκάλεσα· κοπιάζω
μάταια· το να πεθάνομε θενά ᾽ναι ανάγκη!
Ω γέροντες, είναι λιγόχρον᾽ η ζωή μας·
κοιτάτε πώς καλύτερα να την περάστε,
αλύπητ᾽ από το πρωί ως το βράδυ πάντα·
γιατί ο καιρός καμιάν ελπίδα μας δεν ξέρει
να σώζει και, τελειώνοντας γρήγορα, φεύγει.
Δέτε με πώς περίβλεφτος ήμουνα σε όλους
ονομαστά έργα κάμνοντας, και ξάφνω η τύχη
510 σαν φτερό με άρπαξε ψηλά σε μιαν ημέρα.
Ο πλούτος ο πολύς κι η δόξα εγώ δεν ξέρω
σε ποιόνε μένουν σταθερά! Χαίρετε· φίλον
άνδρα στερνή φορά κοιτάτε, ω σύντροφοί μου!
ΜΕΓ. Ωιμέ!
Ω γέροντά μου, τον καλό μου βλέπω; ή τί είναι;
ΑΜΦ. Δεν ξέρ᾽ ω κόρη· σαστιμάρα μ᾽ έχει πιάσει!
ΜΕΓ. Αυτός είναι που ακούγαμε πως μες στη γη ήταν;
ΑΜΦ. Εξόν αν βλέπουμε όνειρο στο φως της μέρας!
ΜΕΓ. Τί λέγ᾽ ωιμέ; τί ονείρατα είναι αυτά που βλέπω;
άλλος δεν είναι, γέροντά μου, από τον γιο σου!
520 Παιδιά, απ᾽ το πατρικό σας ρούχο κρεμαστείτε,
εμπρός βιαστείτε, μην αφήνεστε, απ᾽ τον Δία
διόλου κατώτερος σωτήρας δεν μας ήρθε.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη της αρχαϊκής εποχής

3.4.7. Υστεροαρχαϊκά επιτύμβια και αναθηματικά ανάγλυφα

Είδαμε ότι ήδη από τα δαιδαλικά και τα πρώιμα αρχαϊκά χρόνια, σημαντικά οικοδομήματα σε ιερά, ναοί και θησαυροί, ήταν διακοσμημένα με ανάγλυφα. Τα ανάγλυφα αυτά τα ονομάζουμε αρχιτεκτονικά. Υπήρχαν όμως και ανεξάρτητα ανάγλυφα, που δεν αποτελούσαν τμήμα μιας κατασκευής, αλλά στέκονταν μόνα τους στον χώρο, τοποθετημένα επάνω σε μια βάση. Τα ανάγλυφα αυτά τα ονομάζουμε ελεύθερα και είχαν δύο λειτουργίες: είτε τοποθετούνταν επάνω σε τάφους, οπότε ήταν επιτύμβια, είτε στήνονταν σε ιερά ως αφιερώματα, οπότε τα ονομάζουμε αναθηματικά. Τα επιτύμβια ανάγλυφα εικονίζουν τον νεκρό, συνήθως μόνο του, κάποτε όμως και μαζί με έναν υπηρέτη ή συγγενικό πρόσωπο. Τα αναθηματικά ανάγλυφα μπορεί να εικονίζουν τη θεότητα στην οποία είναι αφιερωμένα ή τον αναθέτη ή, σπανιότερα, και τους δύο.
 
Στην Αττική η συνήθεια να στήνεται ένα λίθινο μνημείο επάνω στον τάφο ενός σημαντικού προσώπου ανάγεται ήδη στο τέλος του 7ου αιώνα. Είδαμε ότι το μνημείο αυτό μπορούσε να είναι ένας κούρος ή μία κόρη. Το πιο διαδεδομένο είδος επιτύμβιου μνημείου, όμως, όχι μόνο στην Αττική αλλά σε ολόκληρη την Ελλάδα, ήταν μια όρθια, στενή, επίπεδη πλάκα με επίστεψη, που την ονομάζουμε στήλη. Στην μπροστινή πλευρά της πλάκας εικονιζόταν συνήθως ο νεκρός, ζωγραφιστός ή σε ανάγλυφο. Στην Αττική ορισμένες πρώιμες στήλες είχαν σχηματοποιημένα φυτικά κοσμήματα αντί για την εικόνα του νεκρού. Οι παλαιότερες αττικές επιτύμβιες στήλες επιστέφονταν από ένα επίκρανο, που φάρδαινε προς τα επάνω και στήριζε μια σφίγγα, δαιμονικό ον που προστάτευε τον τάφο. Στα όψιμα αρχαϊκά χρόνια όμως επικράτησε ένας διαφορετικός τύπος στήλης, που ήρθε από τα νησιά του Αιγαίου και τις ακτές της Μικράς Ασίας, με λεπτότερο κορμό και επίστεψη με μορφή ανθεμίου, δηλαδή σχηματοποιημένου άνθους.
 
Λίγες μόνο επιτύμβιες στήλες έχουν σωθεί ολόκληρες, δηλαδή μαζί με τη βάση και την επίστεψή τους. Ένα τέτοιο παράδειγμα του πρώιμου τύπου, με επίστεψη που αποτελείται από επίκρανο και σφίγγα, είναι μια στήλη από την Αττική, που το μεγαλύτερο μέρος της βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, μερικά κομμάτια από τον κορμό στο Βερολίνο και ένα μικρό θραύσμα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Μια αποκατάσταση με τη βοήθεια εκμαγείων δείχνει πόσο επιβλητικό και εντυπωσιακό μπορούσε να είναι ένα τέτοιο μνημείο, που εξαιτίας του μεγάλου ύψους του (4,23 m) φαινόταν από μακριά. Η στήλη ήταν στημένη στον τάφο δύο αδελφών που πέθαναν σε νεαρή ηλικία, ενός αγοριού και ενός κοριτσιού. Το αγόρι, που όπως όλα τα παιδιά των αριστοκρατικών οικογενειών γυμναζόταν τακτικά στην παλαίστρα, χαρακτηρίζεται ως παλαιστρίτης από τον αρύβαλλο που κρέμεται από τον καρπό του υψωμένου χεριού του. Το μικρό αυτό αγγείο περιείχε το αρωματισμένο λάδι με το οποίο άλειφαν το σώμα τους οι αθλητές μετά την άσκηση και το πλύσιμο. Το κορίτσι δείχνει να είναι μικρότερο στην ηλικία και κρατάει μπροστά στο πρόσωπο, όπως και το αγόρι, ένα άνθος. Στη βάση της στήλης σώζεται τμήμα μιας έμμετρης επιγραφής με την αρχή του ονόματος του νέου, ο οποίος λεγόταν ίσως Μεγακλής, ένα όνομα που το συναντούμε κυρίως στην οικογένεια των Αλκμεωνιδών. Το μνημείο χρονολογείται γύρω στο 530 π.Χ.
 
Περίπου 20 χρόνια νεότερη από τη στήλη των δύο αδελφών (γύρω στο 510 π.Χ.) είναι μια φαρδιά στήλη με ανθεμωτή επίστεψη από την περιοχή του μεγαλύτερου νεκροταφείου της αρχαίας Αθήνας, του Κεραμεικού. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η παράσταση της στήλης, που εικονίζει έναν γυμνό αγένειο άνδρα με κράνος στο κεφάλι και τα σκέλη λυγισμένα σε ορθή γωνία, σε ένα μοτίβο όμοιο με εκείνο των Γοργόνων και της Νίκης από τη Δήλο, που εξετάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Αντίθετα όμως με τις μορφές εκείνες, ο νέος της στήλης μας δεν απλώνει τους βραχίονες μακριά από το σώμα με ανοιχτές τις παλάμες, όπως κάνουν οι δρομείς ταχύτητας, αλλά τους λυγίζει έντονα στους αγκώνες και φέρνει τα χέρια κλειστά μπροστά στο στήθος· επίσης, δεν βλέπει μπροστά του, όπως θα περίμενε κανείς από έναν δρομέα, αλλά στρέφει το κεφάλι προς τα πίσω και κοιτάζει χαμηλά, στην κατεύθυνση του δεξιού του ποδιού. Η ιδιόμορφη αυτή κίνηση μπορεί να ερμηνευθεί ως χορευτική. Το γεγονός ότι ο νέος άνδρας φοράει κράνος δείχνει ότι χορεύει τον ένοπλο χορό πυρρίχιο, είναι δηλαδή πυρριχιστής.
 
Περίπου σύγχρονη με τη στήλη του Πυρριχιστή (γύρω στο 510 π.Χ.) είναι η στήλη του Αριστίωνα από τη Βελανιδέζα της Αττικής, σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο νεκρός εικονίζεται, ως πολεμιστής με κοντό χιτώνα, δερμάτινο θώρακα, κνημίδες, κράνος στο κεφάλι και δόρυ, ενώ το όνομά του είναι χαραγμένο στη βάση της στήλης. Στον κανόνα, δηλαδή στη στενή λωρίδα μαρμάρου επάνω στην οποία πατάει η μορφή, διαβάζεται η υπογραφή του γλύπτη: ἔργον Ἀριστοκλέους. Ενδιαφέρον έχει η παρατήρηση του Bernhard Schmaltz ότι το ανάγλυφο έχει ξαναδουλευτεί. Στη δεύτερη φάση προστέθηκαν η άκρη του γενιού και ένα κομμάτι ανάμεσα στους μηρούς, στο ύψος του αιδοίου, ενώ από το πίσω μέρος του κράνους, που συμπληρωνόταν με χάλκινο λοφίο, απολαξεύθηκε μια λεπτή λωρίδα μαρμάρου. Δεν είναι εύκολο να εξηγήσουμε γιατί έγιναν οι επεμβάσεις αυτές. Ίσως η στήλη εικόνιζε αρχικά έναν αγένειο νέο και ξαναχρησιμοποιήθηκε λίγα χρόνια μετά την κατασκευή της ως επιτύμβιο μνημείο ενός οπλίτη. Στην περίπτωση αυτή η βάση με το όνομα πρέπει να ανήκει στη δεύτερη χρήση.
 
Από την αρχαϊκή εποχή έχουμε λίγα μόνο αναθηματικά ανάγλυφα. Ένα από αυτά, που βρέθηκε στην Ακρόπολη της Αθήνας, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί μας παραδίδει την εικόνα ενός ευκατάστατου επαγγελματία. Σε μια αποσπασματικά σωζόμενη μαρμάρινη στήλη, αρκετά μεγάλων διαστάσεων (σωζόμενο ύψος 1,22 m, πλάτος 0,76 m), εικονίζεται σε κατατομή ένας γενειοφόρος άνδρας με κοντά μαλλιά, καθισμένος σε σκαμνί (δίφρο) με τορνευτά πόδια, γυμνός από τη μέση και πάνω, με το ιμάτιο τυλιγμένο γύρω από τη μέση και τα σκέλη του. Ο δεξιός βραχίονας δεν σώζεται, αλλά στο αριστερό χέρι, που βρίσκεται στο ύψος του μηρού, ο άνδρας κρατάει δύο κύλικες, τη μία όρθια από το πόδι ανάμεσα στον αντίχειρα και τα πρώτα δάχτυλα και την άλλη κρεμασμένη από τη μια λαβή στο μικρό του δάχτυλο. Είναι προφανές ότι ο εικονιζόμενος δεν πίνει, αλλά κρατάει τις κύλικες για να τις προσφέρει στη θεά Αθηνά, που ως Εργάνη προστάτευε τους τεχνίτες· μπορούμε, επομένως, να συμπεράνουμε ότι ήταν κεραμέας. Στη μία από τις ταινίες που πλαισίωναν το ανάγλυφο σώζεται τμήμα μιας επιγραφής με το τέλος του ονόματος του αναθέτη: […]ιος ἀνέθεκεν. Το ανάγλυφο χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ. και εικονίζει ίσως τον Παμφαίο, έναν Αθηναίο κεραμέα που υπέγραψε αρκετές κύλικες στα χρόνια αυτά. Το γεγονός ότι εδώ ο αναθέτης δεν αφιερώνει στη θεά ένα όμορφο άγαλμα κόρης, όπως είχε κάνει 20 περίπου χρόνια πριν ο Νέαρχος με την κόρη του Αντήνορα, αλλά μια εικόνα του εαυτού του με τα προϊόντα του εργαστηρίου του στο χέρι, δείχνει μιαν αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο οι επαγγελματίες προβάλλουν τον εαυτό τους και τη δουλειά τους.

Και πάλι από την αρχή

Το πρόβλημα είναι ότι ποτέ δεν μεγάλωσα!

Όλα όσα φαίνονται φυσιολογικά, λογικά, ώριμα για τους άλλους, εμένα μού προκαλούν ερωτηματικά. Γιατί αυτό; Γιατί εκείνο; Γιατί έτσι κι όχι αλλιώς; Γιατί δεν μπορώ; Γιατί δεν γίνεται; Γιατί όχι; Γιατί ναι; Γιατί; Γιατί; Γιατί; Και πάλι από την αρχή!
 
Σκέφτομαι συχνά ότι αύριο μπορεί να πεθάνω. Θέλω να έχω ζήσει! Θέλω να μη μετανοιώνω και δεν το κάνω. Θέλω να αισθάνομαι τα πάντα, να γεύομαι, να ψάχνω, να δοκιμάζω. Θέλω να είμαι διάφανος, τρελός!
Οι άνθρωποι φοβούνται να σκέφτονται. Φοβούνται την τρέλα. Γίνονται προβλέψιμοι, συμβιβάζονται. Εγώ βγάζω αλλεργίες στον συμβιβασμό, στις συνήθειες. Αδυνατώ να βαρεθώ, να ρουτινιάζω. Δε θέλω τις ασφάλειες.
 
Ποτέ δεν κατάλαβα τι πρέπει και τι δεν πρέπει, πώς "είναι" τα πράγματα σύμφωνα με το "κοινώς αποδεκτό" και γιατί θα έπρεπε να παραμείνουν έτσι. Μάλλον ποτέ δεν κατάλαβα την κοινή έννοια του ρομαντισμού...έχω δική μου γι' αυτόν! Πάντα οι έννοιες έπαιζαν μέσα στο κεφάλι μου, ένα τρελό χορό ερμηνειών, έρευνας, αμφισβήτησης, εκδήλωσης σε πράξεις και πάλι από την αρχή.
 
Φαίνεται πως δεν είμαι φτιαγμένος για να μεγαλώσω!
 
Το πακετάκι "μορφώσου - παντρέψου - βρες μια δουλειά - κάνε παιδιά - χτίσε σπίτι - πλήρωνε τη ζωή σου για να δραπετεύεις από αυτήν - πάρε σύνταξη για να απαλλαγείς - πέθανε για να σε θυμούνται" δεν μου ταίριαζε. Προτίμησα χίλιες φορές να πεθαίνω χίλιες φορές ζώντας, για να ανεβαίνω σε ύψη ανάστασης που άλλοι δεν φαντάζονται καν και να μη φοβάμαι να ισορροπώ σε τεντωμένο σκοινί. 
 
Ακόμα ερωτεύομαι, παθιάζομαι με ό,τι κάνω, ενθουσιάζομαι με μικρά, συγκινούμαι με ουσιαστικά, λυπάμαι, χαίρομαι, θυμώνω, είμαι ευγνώμων, ονειρεύομαι, αλλάζω, και δεν κρύβω τίποτα απ' όλα αυτά. Πάντα μού άρεσαν οι αυθεντικοί άνθρωποι, άσχετα αν συμφωνούσα μαζί τους. Απεχθάνομαι τους στημένους, τους δήθεν, τους τυπικά ευγενικούς, τους ξύλινους, τους ψεύτικους, τους φτιαγμένους. Τους αφήνω στην ησυχία τους. Δεν ανήκουμε στους ίδιους κόσμους.
 
Δεν έμαθα να μετράω, να αφαιρώ, να υπολογίζω, να κρατάω ισολογισμούς. Ήθελα να μάθω να ισορροπώ όρθια, να πειθαρχώ όταν βρίσκω λόγο εσωτερικό, να λέω "όχι" όταν εννοώ όχι και "ναι" όταν εννοώ ναι. Ήθελα κάτι να σταματάει όταν τελειώνει και να αρχίζει όταν γεννιέται. Δεν ήθελα τίποτα να σέρνεται, να αναβάλλεται. 
 
Ποτέ δεν κατάφερα να μάθω γιατί οι άνθρωποι χτίζουν κάστρα στην άμμο νομίζοντας πως θα τα βρουν την επομένη ή γιατί προσπαθούν ακόμα να παγιδεύσουν τα κύματα στη στεριά. Γιατί κοιτάνε συνέχεια πίσω τους ενώ μπορούν απλά να γυρίσουν όλο το σώμα και να γίνει το πίσω, μπροστά. Γιατί επιμένουν να περπατάνε σκυφτοί χάνοντας τις ανατολές και τα αστέρια, γιατί μετράνε αντί να ονειρεύονται.
 
Γιατί 1 + 1 κάνει μόνο 2 ενώ μπορεί αν τα βάλεις δίπλα δίπλα να είναι κάτι άλλο, ένα άλλο ΕΝΑ που ενώθηκε σε ακέραιο, ενιαίο; Σου λέω....δεν καταφέρνω να μεγαλώσω! 
 
Πάντα ένοιωθα πως ένα ερώτημα δεν έχει μόνο μια απάντηση. Δεν κατάφερα να ξέρω τίποτα. Όμως, η πρόκληση ήταν πάντα να εκδηλώνομαι στη ζωή μου σύμφωνα με αυτά που ήξερα τη δεδομένη στιγμή και να το σέβομαι απόλυτα αυτό. Και πάλι από την αρχή...
 
Δεν ήθελα να δουλεύω τη ζωή μου αλλά να της δίνω τα πάντα. 
Δεν ήθελα να παίζω τη ζωή μου, αλλά να είναι κάθε στιγμή αληθινή. 
 
Ίσως τα κατάφερα επειδή δεν κατάφερα να μεγαλώσω. Δεν ξέρω πώς είναι να μη σκαρφαλώνω βουνά, να μη ζωγραφίζω με το μυαλό μου, να μη γράφω τις σκέψεις μου, να μην κάνω πράξη τα όνειρά μου, να μη συνδέομαι με ό,τι συναντώ με πάθος και αφοσίωση στην αλήθεια μου.

Ερωτικός είσαι ως προς τον τρόπο που ζεις την καθημερινότητα



Ερωτικός γίνεσαι; Ερωτικός είσαι;
 
«Ερωτικός δεν γίνεσαι επειδή είδες κάποιον ή κάποια και σε γοήτευσε. Ερωτικός δεν γίνεσαι επειδή αισθάνθηκες ακαταμάχητο πόθο να κάνεις σεξ μαζί του. Ερωτικός δεν γίνεσαι γιατί πονάς στη σκέψη του. Ερωτικός δεν γίνεσαι επειδή τον σκέφτεσαι και δεν έχεις την δύναμη να ασχοληθείς με κάτι άλλο. Ερωτικός δεν είσαι όταν γράφεις στιχάκια για τον πόνο σου.
 
Ερωτικός είσαι πριν να γνωρίσεις το πρόσωπο που θα ερωτευθείς. Ερωτικός είσαι ως προς τον τρόπο που ζεις την καθημερινότητα, στην επαγγελματική και στην προσωπική ζωή. Ερωτικός στις αποφάσεις σου. Στους στόχους σου. Στον πόνο σου. Στον τρόπο που αντιμετωπίζεις τις αποτυχίες σου. Ερωτικός είσαι στις υπερβάσεις σου. Στην άντληση χαράς από αυτά που πάλεψες, από αυτά που δεν υποχώρησες, από αυτά που δεν συμβιβάστηκες.»

Ερωτικότητα, τρόπος να υπάρχεις.

«Η ερωτικότητα ως στοιχείο της προσωπικότητας είναι το ζητούμενο κάθε ανθρώπου, ανεξάρτητα ηλικίας και οικογενειακής κατάστασης. Η ερωτικότητα μπορεί να έχει ισχύ στη σεξουαλικότητα, αλλά δεν περικλείεται στα στενά όριά της. Δεν εκκινεί με τη σεξουαλική συγκίνηση, ούτε εξαφανίζεται μαζί της. Είναι τρόπος να υπάρχεις. Είναι απόφαση ζωής. Δεν καθορίζεται από εξωτερικά ερεθίσματα και δεν ζητά ανταλλάγματα.

Η ερωτικότητα είναι στοιχείο κάθε δημιουργού, που το βλέμμα του αναδεικνύει το αντικείμενό του. Είναι η επεξεργασμένη απλότητα που έχει αποβάλλει κάθε περιττό. Είναι η αυθεντικότητα που δεν ασχολείται με πιστοποιητικά γνησιότητας, γιατί δεν έχει ανάγκη να αποδείξει τίποτα.

Είναι η αθωότητα που δεν είναι επιτηδευμένη άγνοια, αλλά συνειδητή επιλογή. Είναι η γοητεία που δεν αναζητά οπαδούς, αλλά που εκφέρεται με τρόπο που κάθε τι που αγγίζει, γίνεται μοναδικό.»

Πού συναντιέται η ερωτική στάση απέναντι στη ζωή;

«Στηρίζεται στο ξεπέρασμα των δυσκολιών της. Κτίζεται στις απαιτητικές διεργασίες της μοναξιάς, εμπνέεται από το κάλεσμα της αθέατης ομορφιάς και δομείται στις αποφάσεις που έχουν στόχους μακρινούς. Καλλιεργείται στις επιλογές φίλων και συντροφιών που προάγουν τη δημιουργία σ’ όλες της τις εκφάνσεις. Αυτοπροστατεύεται από τις βαριεστημένες παρέες της ισοπεδωτικής καλοπέρασης.

Αναζητά διαχρονικές αξίες που δεν αγοράζονται, αλλά που ανοίγουν τα πολύτιμα χρηματοκιβώτια της σοφίας. Αξιοποιεί την λογική για να δίνει χώρο στην ψυχή... Η ερωτική στάση προς τη ζωή τελικά αναζητά να ενωθεί με το άπειρο και, για την πορεία αυτή, ο άνθρωπος επιλέγει σύντροφο ζωής που θα τον συνοδεύει, θα τον υποστηρίζει, θα τον εμπνέει.»

Ερωτικός ή ερωτεύσιμος ο άνθρωπος;

«Ο ερωτικός άνθρωπος είναι αυτός που δεν του έχει χαριστεί η ζωή. Δεν μπορεί να είναι ερωτικό, παρά μόνο ερωτεύσιμο, το κοριτσάκι που η μαμά του δεν το έχει αφήσει ποτέ από το χέρι της και δεν αυτονομήθηκε ποτέ. Δεν μπορεί να είναι ερωτικός, παρά μόνο ερωτεύσιμος για κάποιους, εκείνος ο νεαρός που έχει ασχοληθεί μόνο με την εξωτερική εικόνα του και δεν έχει επεξεργαστεί τη ζωή του.

Οι ερωτικοί άνθρωποι είναι εκείνοι που έχουν δυσκολευτεί στην προσωπική ζωή τους, αλλά που δεν παραιτούνται. Έχουν πονέσει, αλλά δεν κράτησαν τον πόνο ούτε ως φυλακτό, ούτε ως μέτρο στη ζωή τους. Οι ερωτικοί άνθρωποι συνειδητοποιούν τις ελλείψεις και τις ανεπάρκειές τους, αλλά δίχως να τους καταθλίβουν. Ορκίστηκαν να τις υπερβούν.

Οι ερωτικοί άνθρωποι δεν περίμεναν να συναντήσουν τον αγαπημένο τους για να παθιαστούν. Παθιάζονται με τους στόχους της ζωής τους, με τις επιθυμίες τους, με την ανακάλυψη των ανθρώπων και της ανθρωπιάς. Γι΄ αυτό και η ερωτικότητά τους έχει δοκιμαστεί στον χρόνο.»

Παραιτούνται οι άνθρωποι;

«Ένας τέτοιος ερωτικός άνθρωπος δεν θα χάσει τον έρωτά του με τις πρώτες δυσκολίες στη σχέση. Ο ερωτικός εαυτός δεν είναι ο δοσμένος από τη μοίρα τις συνθήκες και το Dna. Eίναι ο εαυτός της υπέρβασης που διαψεύδει το πεπρωμένο. Η παραίτηση από το να είμαστε ερωτικοί οδηγεί στην παραίτηση από την ίδια τη ζωή».

Κι ο σεξουαλικός άνθρωπος;

«Στον αντίποδα του ερωτικού ανθρώπου βρίσκεται ο σεξουαλικός άνθρωπος, ο καταναλωτής του έρωτα, αυτός δηλαδή που δεν ενδιαφέρεται για το πρόσωπο του άλλου. Λειτουργεί συλλεκτικά κι εκπαιδεύει τον εαυτό του να είναι συνέχεια απών. Με το που ζορίζεται σε μια ευκαιριακή σχέση, αποδρά από τον εαυτό του κι απ’ τη σχέση του.

Για τους σεξουαλικά πεινασμένους αυτό μοιάζει ελκυστικό, αλλά οδηγεί τελικώς σε ένα άδειασμα – όχι ηθικό, αλλά οντολογικό. Όμως το απρόσωπο σεξ αφορά μεγάλο αριθμό ανθρώπων, διότι είναι περισσότερο διαθέσιμο από ποτέ και σήμερα πλέον μπορούμε να μιλάμε για σεξουαλικό εθισμό. Το σεξ είναι το πιο φθηνό εθιστικό. Το πιο φθηνό χαλαρωτικό. Μπορεί όμως να καταστρέψει, όπως οι ουσίες ή ο τζόγος.

Το παλιό μαρξιστικό τσιτάτο σήμερα γίνεται έτσι: το σεξ είναι το όπιο του λαού. Παρατηρούμε το φαινόμενο αυτό στις πολύ χαμηλές κοινωνικές τάξεις αλλά και στις πιο υψηλές. Για διαφορετικούς λόγους, συχνά, άνθρωποι από τόσο διαφορετικές οικονομικά τάξεις συμπεριφέρονται παρόμοια: δεν ενδιαφέρονται για σχέσεις που απαιτούν διάθεση του εαυτού τους».

Η διαφορά μεταξύ ερωτικού πάθους και ερωτικής εμμονής;

«Ο ερωτευμένος πλημμυρίζει από το συναίσθημά του για τον άλλο και τείνει να το βιώνει με θετικά συναισθήματα που εκκινούν από τον αγαπημένο και μεταφέρονται τόσο στον ίδιο, όσο και στους όποιους άλλους με τους οποίους σχετίζεται στην καθημερινότητά του.

Ο άνθρωπος που έχει παγιδευτεί στην ερωτική εμμονή, ενώ αναφέρεται στο πρόσωπο που έχει ερωτευτεί, στην πράξη κατακλύζεται από αρνητικά συναισθήματα άγχους, έντασης, πόνου και δυσφορίας που τα αιτιολογεί ως αποδεικτικά στοιχεία του έρωτά του. Το μόνο θέμα που κατακλύζει τη ζωή του, είναι ο εμποδισμένος έρωτας του.

Εγκαταλείπει όλα τα άλλα τρέχοντα θέματα της ζωής του και σαφέστατα υπολειτουργεί σε σημαντικούς άξονες της καθημερινότητάς του. Όλα ευρίσκονται σε αναστολή και έχει πείσει τον εαυτό του ότι, αν υπήρχε ανταπόκριση, τότε όλα θα άλλαζαν.

Οι φίλοι και οι δικοί του προσπαθούν να τον πείσουν για το ανέφικτο του έρωτά του, αλλά σύντομα κουράζονται από την επιμονή του να θέλει να αναφέρεται μόνο σ’ αυτό το θέμα και, όταν η συζήτηση απομακρύνεται, τότε προσπαθεί να την επαναφέρει ή διαφορετικά αποσύρεται στον εαυτό του.

Οι ερωτικές εμμονές είναι συνήθως εντοπισμένες και δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα, είτε ότι δεν έχει την νοητική επάρκεια για να καταλάβει το τι συμβαίνει.

Ο πόνος του «Ν’ αγαπάς και να μην αγαπιέσαι, τι καημός! Τι καημός!» διαποτίζει την ύπαρξη και καταγράφεται ως αποδεικτικό στοιχείο του ερωτικού συναισθήματος. Ο πόνος γίνεται το σύμπτωμα του έρωτα, ως αγιάτρευτης αρρώστιας, που μόνο η ανταπόκριση θα τη θεραπεύσει.»

Έρωτας δίχως αγάπη, και αγάπη δίχως έρωτα.

«Οι δύο αυτές διαστάσεις της ερωτικής αγάπης ή του αγαπητικού έρωτα δεν μπορούν να χωριστούν χωρίς να καταστραφεί το όλο οικοδόμημα. Μόνο όταν συνυπάρχουν, μπορεί να αναφερόμαστε σε ερωτική σχέση που η αγάπη για τον άλλο είναι πραγματική. Ο έρωτας γίνεται κινητήρια δύναμη και η αγάπη λόγος υπέρβασης.

Η καταναλωτική στάση ως προς τον έρωτα διώχνει την αγάπη από τον έρωτα, ανάγοντας τον έρωτα μόνο σε σεξ, ενώ η πουριτανική κατανόηση του έρωτα θέτει μιαν άρνηση προς την σωματική σχέση και διώχνει τον έρωτα από την αγάπη.

Η αγάπη δίχως έρωτα υπήρξε το μοντέλο για κάποιους σεβαστούς ανθρώπους στο παρελθόν, αλλά ακόμη και στο παρόν. Οι πράξεις αγάπης στις περιπτώσεις αυτές περιέχουν φροντίδα, σεβασμό και νοιάξιμο. αλλά μέχρι εκεί. Η τρυφερότητα μπορεί να υπάρχει, αλλά τα ερωτόλογα και το πάθος είναι υπό εξαφάνιση.

Οι επιλογές ζωής έχουν προαποφασιστεί και ακολουθούνται πιστά. Η τιμιότητα, ένα εσωτερικό πιστοποιητικό εγγύησης ποιότητας ISO, είναι το κύριο χαρακτηριστικό των ανθρώπων αυτών. Γνωρίζουν να υπηρετούν το καθήκον, αλλά η ζωοποιός έκπληξη απουσιάζει από τη ζωή τους. Απουσιάζει ο έρωτας.

Μια αγάπη που ακολουθεί ένα προκαθορισμένο μοντέλο αντί να δημιουργεί το δικό της ανεπανάληπτο μοντέλο, καθώς οι επιθυμίες έχουν καταπιεστεί στην προσπάθεια να μην ξεφύγουν από τα πρέποντα.

Η αγάπη σ’ αυτές τις περιπτώσεις απομονώνει τη σεξουαλικότητα, επειδή τη φοβάται. Είναι τότε που οι άνθρωποι, και κυρίως οι γυναίκες, διαχωρίζονται σε εκείνες που είναι ευγενικές, αθώες υπάρξεις και είναι άξιες σεβασμού και σε εκείνες που είναι μόνο για το σεξ.

Ο έρωτας δίχως αγάπη είναι μια σεξουαλική ενόρμηση, μια καταναλωτική στάση που ανάγει τον άλλο σε αντικείμενο της ανάγκης του και ουσιαστικά τον χρησιμοποιεί, ενώ τον αγνοεί. Είναι ο απρόσωπος έρωτας, ακόμη και αν η σχέση είναι δεσμευμένη και μακρόχρονη. Ουσιαστικά είναι η άρνηση του έρωτα και ας έχει τα χαρακτηριστικά του.

Θυμίζει τις επώδυνες περιπτώσεις συνδρόμου Alzheimer. που εξωτερικά είναι ο δικός σου άνθρωπος, αλλά εσωτερικά εκείνος είναι άδειος και εσύ γι’ αυτόν δεν υπάρχεις. Η παθιασμένη τρυφερή αγάπη και ο τρυφερός παθιασμένος έρωτας είναι οι συνιστώσες του ολοκληρωμένου έρωτα που παίρνει στα φτερά του τους φθαρτούς ανθρώπους σε μιαν υπέρβαση της ατομικότητας και της φθαρτότητας.»

Πώς θα απαλλαγεί η σεξουαλικότητα από τα τραύματα της ενοχοποίησης και της αποπροσωποποίησης;

«Είναι η σχέση αγάπης που θα επουλώσει τις πληγές που έχουμε στο σώμα μας και στην ψυχή μας. Είναι η ερωτική ματιά του άλλου, που μας έχει επιλέξει, που μας θέλει και που μας αγαπά. Όπως δεν είναι οι ανώριμες σχέσεις που καλύπτουν προσωρινά τις ανασφάλειες, αλλά που οδηγούν στην αφόρητη μοναξιά και στην επιβεβαίωση της αποτυχίας.

Ο έρωτας. η σεξουαλικότητα και η επιθυμία για ομορφιά αποτελούν αντίδοτα στην απομόνωση, στην αποξένωση και τον θάνατο. Αιτία χαράς, αλλά και ματαίωσης, αιτία απογοήτευσης, αλλά και πληρότητας.»

Ενσυναισθησία: η Απόλυτη Έκτη Αίσθηση

Μπορούν να νιώσουν πανικό κάποιου με την παρουσία κάποιου αγνώστου δίπλα τους, ο οποίος είναι αναστατωμένος ή να πάθουν κρίση πανικού με την κλειστοφοβία άλλου. Νιώθουν τον “πόνο” της Γης και των στοιχείων της μέσα από τις δονήσεις τους. Αυτή είναι η Ενσυναισθησία , μια εξαιρετικά σπάνια ψυχική ικανότητα στις μέρες μας, που οι περισσότεροι τη θεωρούν ως την Απόλυτη Έκτη Αίσθηση. Είναι τόσο σπάνια, που λέγεται πως γεννιούνται 100 άτομα με την ικανότητα αυτή σε όλο τον κόσμο, ανά αιώνα. Διαφέρει αρκετά από την κοινή εμπάθεια η οποία δεν θεωρείται ψυχική ικανότητα, αλλά ανθρώπινο χαρακτηριστικό.

Πέρα από αυτό, αποτελεί ίσως και μια από τις ελάχιστες ψυχικές ικανότητες που έχουν χαθεί στη μετάφραση κυριολεκτικά με το πέρασμα των αιώνων. Στο εξωτερικό η Ενσυναισθησία είναι γνωστή με την αγγλική λέξη “Empathy”, η οποία στα ελληνικά σημαίνει “Εμπάθεια”. Όμως, στη σύγχρονη εποχή η λέξη αυτή έχει αποκτήσει αρνητική έννοια και συνδέεται με το μίσος, την αρνητικότητα και την έχθρα. Η αγγλική λέξη έχει διαφορετική έννοια, και για την ακρίβεια ορίζεται ως “η συμμετοχή στο πάθος του άλλου”. Η Ενσυναισθησία είναι γνωστή και ως “Καθαρή Εμπάθεια”.

Ο άνθρωπος που φέρει την ικανότητα της Ενσυναισθησίας αποκαλείται κοινώς ως “Εμβιωτικός” ή “Ενσυναισθηματικός”. Με την ικανότητα αυτή, ο κάτοχος της μπορεί να αισθανθεί τα πραγματικά συναισθήματα και τους φυσικούς πόνους των άλλων γύρω του, το ίδιο έντονα ως δικά του ή όσο το βιώνουν οι άλλοι. Όλος αυτός ο καταιγισμός των συναισθημάτων μπορεί να υπερδιεγείρει ή και να τρελάνει τον κάτοχο και να προκαλέσουν τη εκδήλωση ανησυχίας και νευρικότητας καθώς και κλειστής συμπεριφοράς.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, οι Εμβιωτικοί δεν έχουν συνείδηση της ιδιαίτερης φύσης τους, και τους είναι αδύνατον να κατανοήσουν για ποιο λόγο βιώνουν καταστάσεις όπου ακραία συναισθήματα τους καταλαμβάνουν χωρίς λόγο ή νιώθουν δυσάρεστα ιατρικά συμπτώματα ενώ είναι μια χαρά στην υγεία τους. Μέχρι να “ξυπνήσει” η πραγματική τους φύση, είναι συχνά ανήσυχοι και απόμακροι. Χρειάζεται να μάθουν τεχνικές να προστατεύονται ψυχικά και να ελέγχουν καλύτερα την φύση τους και να μην έχουν ψυχική υπερφόρτωση. Άλλωστε, με την εμπειρία έρχεται και η μαεστρία.

Είναι τόσο ευαίσθητοι στις ενέργειες του περιβάλλοντος τους και ακόμα πιο έντονα όταν προέρχονται από ανθρώπους. Το αίσθημα της ενεργοποίησης της ικανότητας είναι σαν να διαπερνάει το κορμί ένα ηλεκτρικό φορτίο, το οποίο πλημμυρίζει από συναισθήματα. Θα μπορούσε να είναι συναίσθημα μελαγχολίας ή φόβου και μπορεί να εμφανιστούν από το πουθενά και να καταλάβουν τον Εμβιωτικό. Στις αρχές ο Εμβιωτικός προσπαθεί να κάνει τα κάνει δικά του, προσπαθώντας να καταλάβει γιατί νιώθει αυτά τα παράξενα και αβάσιμα συναισθήματα. Μέχρι να αποκτήσει την κατάλληλη εμπειρία, δεν μπορεί να ξεχωρίσει ποια συναισθήματα είναι δικά του και ποια όχι. Δεν είναι καθόλου παράξενο το γεγονός ότι αρκετοί Εμβιωτικοί κατέληξαν εξαιρετικά καταθλιπτικοί και όχι μόνο.

Μπορούν να νιώσουν τα πάντα και κάποιες φορές στο μέγιστο. Λόγω της φύσης τους δεν βασίζονται στα λεκτικά συναισθήματα. Μέσω της διαίσθησης τους, η οποία είναι ιδιαίτερα ισχυρή, μπορούν να φιλτράρουν τα πάντα και να με αυτή να βιώσουν τον κόσμο γύρω. Εκ φύσεως είναι δοτικά άτομα, πνευματικά εναρμονισμένα και καλοί ακροατές. Σύμφωνα με τους ψυχικούς και ακόλουθους του μεταφυσικού, οι Εμβιωτικοί είναι η καρδιά του κόσμου και παγκόσμιας κλίμακας προστάτες.

Κανείς δεν γνωρίζει ποιοι είναι οι πραγματικοί μηχανισμοί της Ενσυναισθησίας, για όσους έχουν την απορία. Και όπως σε κάθε τι, θεωρίες έχουν δημιουργηθεί για την προσπάθεια κατανόησης της. Το ιδιαίτερο με έναν Εμβιωτικό είναι ότι δεν κατέχει μόνο την Ενσυναισθησία στη διάθεση του, αλλά μια ομάδα από ψυχικές ικανότητες που λειτουργούν ως μια. Όπως για παράδειγμα, ασυνείδητα να εκδηλώσει με την επαφή άλλου ατόμου Ψυχομετρία (ψυχική ικανότητα κατά την οποία ο χρήστης μπορεί να μάθει την ιστορία του αντικειμένου ή του ανθρώπου που αγγίζει) ή Διόραση (Καθαρή Όραση – ψυχική ικανότητα που επιτρέπει στον χρήστη να δει εικόνες ή οράματα, κρυφά από τις 5 βασικές αισθήσεις), οι οποίες πληροφορίες στη συνέχεια φιλτράρονται και γίνονται συναισθήματα. Ισχυροί Εμβιωτικοί μπορεί να εκδηλώσουν άλλες πολύ ισχυρές ψυχικές ικανότητες όπως η Διοχέτευση ( ψυχική ικανότητα με την οποία ο χρήστης μπορεί να έρθει σε επαφή με πνεύμα ή οντότητες και να γίνει ο δέκτης των πληροφοριών τους), Καθαρή Αναγνώριση (ψυχική ικανότητα με την οποία ο χρήστης μπορεί να έχει ανεξήγητη γνώση για πράγματα χωρίς να έχει προηγούμενη γνώση σχετική), Αιώρηση και Ψυχική Επέμβαση (η ψυχική ικανότητα με την οποία ο χρήστης δημιουργεί θεραπευτική ενέργεια).

Ο Εμβιωτικός μπορεί να γίνει ένα συναισθηματικό σφουγγάρι στα πρώτα στάδια. Το σώμα του μπορεί να λάμψει από ενέργεια θετική όταν βρίσκεται ανάμεσα σε αγάπη και ηρεμία, αλλά η αρνητικότητα μπορεί να του είναι εξαντλητικό και επιθετικό, κάνοντας τους ανίσχυρους. Φυσικός εχθρός του είναι τα Ψυχικά Βαμπίρ, τα οποία με την οργή τους και τα αρνητικά τους συναισθήματα, μπορούν να ξεσκίσουν ψυχικά έναν Εμβιωτικό. Στις σχέσεις του ο Εμβιωτικός συνήθως μένει μόνος του, διότι δεν μπορεί είτε να χειριστεί τα συναισθήματα του ερωτικού συντρόφου ή γιατί δεν μπορεί ο σύντροφος να χειριστεί την ιδιαίτερη προσοχή και ανάγκες τις οποίες έχει. Ο Εμβιωτικός μπορεί απορροφήσει τις συγκρούσεις από έντονα συναισθήματα όπως καυγάδες και αυτό να του δημιουργήσει κρίσεις πανικού ή και ακόμα αγοραφοβία.

Έρχονται στιγμές που ο Εμβιωτικός απομακρύνεται από τον κόσμο για να μπορέσει να βρει την ηρεμία και να διαχειριστεί όλη αυτή τη ροή των συναισθημάτων. Πολλοί επιλέγουν να μένουν σε απόμερα σημεία. Αυτό βέβαια δεν τον κάνει να γίνει άτρωτος απέναντι στα συναισθήματα των άλλων, αλλά μπορεί κάπως να κάνει πιο εύκολη τη διαχείριση σε περιοχές που έχει έντονο συνωστισμό, όπως οι μεγαλουπόλεις.
 
Όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, ένας Εμβιωτικός δεν βασίζεται στη χρήση των 5 βασικών αισθήσεων, για να λάβει τις πληροφορίες που χρειάζεται. Βιώνει τα συναισθήματα και τα συμπτώματα, είτε αρνητικά είτε θετικά, πέρα από τo φυσιολογικό φάσμα της αντίληψης. Για όσους ασχολούνται με το υπερφυσικό/μεταφυσικό, η Ενσυναισθησία είναι η “μαγική δύναμη/χάρισμα” του να μπορεί ο Εμβιωτικός να μπαίνει στη θέση του άλλου και να νιώθει τις ενεργειακές του δονήσεις είτε είναι άνθρωπος, μέρος, ζώο ή ακόμα και αντικείμενο.

Η Ενσυναισθησία μπορεί να επεκταθεί σε μια μορφή, παραφυσική θα μπορούσε να την αποκαλέσει κάποιος, όπου ο Εμβιωτικός δεν χρειάζεται να βασιστεί σε φυσιολογικά αισθητήρια στοιχεία, όπως δηλαδή, η κίνηση του σώματος ή η αλλαγή στον τόνο της φωνής ή με το να δει κάποιον να κλαίει ή να είναι στεναχωρημένος. Δεν χρειάζεται να είναι, σε αυτή τη περίπτωση, φυσικά παρόν στο ίδιο μέρος με τον άλλον ή να ακούσει και να δει τον άλλον, ώστε να μπορέσει να “πιάσει” τα συναισθήματα. Σε σπάνιες περιπτώσεις, ορισμένοι Εμβιωτικοί έχουν αναπτύξει την ικανότητα να προβάλλουν δικά τους συναισθήματα στους γύρω τους.

Για όσους αναρωτιούνται αν μπορούν να γίνουν Εμβιωτικοί, αυτή είναι μια πιθανή απάντηση. Όπως συμβαίνει και με κάθε ψυχική ικανότητα, κανείς δεν είναι σίγουρος για το πως και γιατί υπάρχουν ή γιατί κάποιοι έχουν τέτοιες ικανότητες αφυπνισμένες ενώ άλλοι όχι. Σύμφωνα με την μεταφυσική, οι ψυχικές δυνάμεις αυτές ή όπως αλλιώς τις αποκαλούν “χαρίσματα”, βρίσκονται στα γονίδια και περνάνε από γενιά σε γενιά. Για την ακρίβεια, 50% είναι η πιθανότητα να περάσει από τους γονείς, ενώ 80% είναι η πιθανότητα να περάσει από τους παππούδες ή τους προ-παππούδες. Για την μεταφυσική είναι ένα σημάδι ανάπτυξης τη ψυχής μέσα από τις πολλές μετενσαρκώσεις (όποιοι βέβαια δέχονται αυτό το θέμα). Πέρα από αυτό, είναι γνωστό ότι αυτές οι μυστήριες δυνάμεις αφυπνίζονται μετά από μια Μεταθανάτια Εμπειρία, ανοίγοντας κάποια πόρτα ή σύνδεση μεταξύ των Πεδίων Ύπαρξης. Το μόνο σίγουρο είναι, ότι οι δυνάμεις αυτές υπάρχουν, βρίσκονται μέσα στον καθένα, και εκδηλώνονται όταν πρέπει και ανάλογα με την προδιάθεση ή κλίση του καθενός…

Το όπλο της βλακείας

Ποια είναι η σχέση της βλακείας με την ηθική; Είναι δυνατό να υπάρξει σχέση ανάμεσα σ’ ένα ανθρωπολογικό – βιολογικό γεγονός, που είναι η βλακεία και σ’ ένα κοινωνικό – φιλοσοφικό γεγονός που είναι η ηθική; Κι ακόμα, πώς και γιατί εμπλέκεται η βλακεία στα κοινωνικά γεγονότα, συνεπώς και στην πολιτική;

Απ’ ό,τι ξέρουμε, κανείς κοινωνιολόγος ή φιλόσοφος δεν τόλμησε να σμίξει δυο κατηγορήματα φαινομενικά εντελώς άσχετα μεταξύ τους, τη βλακεία και την ηθική, για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως: Η ανηθικότης είναι αποκλειστικό προϊόν των βλακών, όπως αποφαίνεται ο παραγνωρισμένος “ανορθόδοξος” κοινωνιολόγος Ευάγγελος Λεμπέσης, που πέθανε πριν από λίγα χρόνια βαθιά πικραμένος για τον καταποντισμό της ιδιοφυίας-του στο χάος της ελληνικής πνευματικής μετριότητας, στο σύντομο δοκίμιό του που έχει τον τίτλο: “Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω”.

Θα προσπαθήσουμε παρακάτω να παρακολουθήσουμε τη συλλογιστική του Λεμπέση, που καταλήγει στο παραπάνω παράδοξο συμπέρασμα.

Πριν από το καθετί, ο Λεμπέσης ήταν ένας σπαρακτικά έντιμος άνθρωπος, τόσο έντιμος που η Δεξιά, στην οποία ανήκε “φυσιολογικά” δεν τον αναγνώρισε ποτέ για δικό της: Αυτό το κείμενό μας ας θεωρηθεί σαν ένας ελάχιστος φόρος τιμής σ’ έναν άξιο ιδεολογικό μας φίλο, μέσα από την εντιμότητα, το θάρρος και κείνη τη σπάνια διαύγεια του μυαλού-του που του επιτρέπει να μπαίνει κατευθείαν στην καρδιά των προβλημάτων χωρίς φιλολογικές περιστροφές και κοσμικές “ευγένειες”, που ευκολύνουν την ακαδημαϊκή καριέρα.

Κατά τον Λεμπέση, λοιπόν, οι βλάκες κατατάσσονται σε δυο ομάδες:

Τους κυρίως ειπείν βλάκες, που είναι και οι συμπαθέστεροι και οι λιγότερο επικίνδυνοι και τους αποβλακωμένους. Χωρίς την πρώτη κατηγορία “φυσικών” βλακών δε θα υπήρχε εκμετάλλευση και χωρίς εκμετάλλευση δε θα υπήρχε πολιτισμός, όπως ισχυρίζεται ο Λεμπέσης. Είναι οι λόγω βλακείας γεννημένοι σκλάβοι, που “χαίρονται” τη σκλαβιά τους και που δε θα ήξεραν τί να κάνουν την ελευθερία τους αν τους τη χάριζαν.

Ο Λεμπέσης δε θ’ ασχοληθεί μ’ αυτούς τους γεννημένους βλάκες και θα περιορίσει την έρευνά του αποκλειστικά στη δεύτερη κατηγορία: Τους αποβλακωμένους, δηλαδή όσους έγιναν βλάκες για λόγους κοινωνικούς, για να βολευτούν μέσα στην ισοπεδωτική μετριότητα και ασήμαντοτητα. Τούτοι οι βλάκες κατέχουν αναγκαστικά σπουδαίες θέσεις μέσα στην κοινωνία. Πώς καταφέρνουν και αναρριχώνται, όντας παντελώς ή σχεδόν παντελώς ανίκανοι; Βάσει της μαθηματικής αρχής της ισοδυναμίας: Δέκα βλάκες εναντίον ενός ευφυούς, δέκα ανίκανοι εναντίον ενός ικανού, δέκα αδύνατοι εναντίον ενός ισχυρού κ.ο.κ. Οι βλάκες έχουν την τάση να συνασπίζονται. Πρόκειται για τις γνωστές “κλίκες”. Έχουμε εδώ ένα συνασπισμό μηχανικής τάξης, βασισμένο στην αρχή της “ελάχιστης προσπάθειας”, ώστε να αντιμετωπιστεί μια ισχυρότερη αλλά ολιγαριθμότερη δύναμη και επί του προκειμένου οι έξυπνοι.

Οι βλάκες συνασπίζονται γιατί ξέρουν πως κινδυνεύουν συνεχώς να περιέλθουν στην κατάσταση του παντός είδους προλεταριάτου, πράγμα που αποτελεί αναμφισβήτητο τεκμήριο για το βαθμό της πνευματικής-τους αναπηρίας. Τούτη η τάση για συσπείρωση των βλακών είναι η αιτία που τα παντός είδους σωματεία και κυρίως τα “πνευματικά” με τον καιρό περιέρχονται σε κατάσταση απόλυτης βλακοκρατίας.

Ένα πνευματικό σωματείο υπό καθεστώς βλακοκρατίας είναι φυσικό να μη νοιάζεται για την ελευθερία της σκέψης: Η ελευθερία της σκέψης είναι χρήσιμη μόνο σ’ εκείνους που διαθέτουν σκέψη. Για τον Λεμπέση, οι Μασονικές Στοές, οι Ροταριανοί Όμιλοι, ακόμα και η Κοινωνία των Εθνών είναι οργανώσεις που βλακοκρατούνται απολύτως.

Από πού αντλεί τη δύναμή της η βλακική αγέλη; Από τη φύσει κατώτερη θέση της στην κοινωνική πυραμίδα, λέει ο Λεμπέσης. Άπαξ και συνασπιστούν οι βλάκες στη βάση της πυραμίδας μπορούν ευχερώς να ταράξουν ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα και να επιβάλουν όποιον βλάκα θέλουν στην κορυφή. Και δεδομένου ότι “ενός βλακός προκειμένου μύριοι έπονται”, ο κάθε βλάξ που θα προωθηθεί στην κορυφή θα σύρει πίσω του μόνο πρόσωπα κατώτερό του, δηλαδή ακόμα πιο βλάκες απ’ αυτόν. Μια βίαιη ανατροπή της βλακοκρατικής πυραμίδας με μια επανάσταση θα επαναφέρει τα πράγματα στη φυσική τους τάξη, αλλά μόνο προσωρινά, διότι το προτσές της βλακοποίησης θα επαναληφτεί και σε λίγο οι βλάκες θα κυριαρχήσουν και πάλι.

Κατά τον Λεμπέση ο κόσμος είναι αδύνατον να γλιτώσει από τους βλάκες. Όμως υπάρχουν και βλάκες που προωθούνται στην κορυφή χωρίς τη βοήθεια της “κλίκας”, μόνοι τους, με την “αξία” τους, δηλαδή με την έλλειψη πραγματικής αξίας. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο βλαξ θα γκρεμιστεί από τη θέση-του με την πρώτη δυσκολία που θα συναντήσει, εκτός και αν ενταχτεί σε μια βλακοκρατική κλίκα που θα τον στηρίξει με τη δύναμή-της. Απαραίτητο “προσόν” του βλακός που επιδιώκει την κατάληψη ενός πόστου είναι η παντελής έλλειψη προσωπικότητας, που εκδηλώνεται με τη χρόνια απουσία γνώμης επί παντός ζητήματος.

Υπάρχουν δυο τύποι σοβαροφανών βλακών: Ο “ψωνίζων” και ο “κοζέρ”.

Ο “ψωνίζων” ακούει (ψωνίζει) “προσεχτικά” τη γνώμη των άλλων και συνοδεύει τα λόγια-τους μ’ ένα εξυπνώδες ηλίθιο μειδίαμα, χωρίς ποτέ να εκφράζει κατηγορηματική άποψη για τίποτα και για κανένα: Δεν είναι, δα “ηλίθιος” για να εκτίθεται φανερώνοντας τη σκέψη του όση υπάρχει! Ο ψωνίζων “έχει έκδηλον στίγμα την βλακώδη πονηριά εις το μέρος εκείνο του ανθρωπίνου σώματος ένθα – παρά τοις ανθρώποις – κείται συνήθως το πρόσωπον”.

Και είναι πεισματικά προσκολλημένος στην άποψη ότι είναι “ηλίθιοι” όλοι οι έχοντες άποψη.

Ο “κοζέρ”, (ο κενολόγος φλύαρος), είναι μια πραγματική κοινωνική μάστιγα. Ο “κοζέρ” μιλάει όσο περισσότερο μπορεί, αλλά λέει πάντα σοφίες του τύπου: “κατά την νύκτα, αναμφι-βόλως επικρατεί σκότος” ή “αφού έβρεξε θα έχουμε οπωσδήποτε υγρασία”. Ο κενολόγος “κοζέρ” έχει πάντα μια προστατευτική στάση απέναντι στους πνευματικώς ανωτέρους-του, πράγμα που του χαρίζει εύκολα τον χαρακτηρισμό του “συμπαθούς”, που οι πραγματικά έξυπνοι άνθρωποι δε θα τον ήθελαν ποτέ για τον εαυτό-τους, θεωρώντας τον συνώνυμο του “κόπανος”.

Μερικοί απελπισμένοι από τον παραγκωνισμό τους έξυπνοι άνθρωποι προσπαθούν να υποκριθούν τον ηλίθιο προκειμέ-νου να προωθηθούν στην κοινωνική πυραμίδα. Πάντα κατά τον Λεμπέση, αυτοί οι έξυπνοι που παριστάνουν τους βλάκες δε θα πετύχουν απολύτως τίποτα, εκτός κι αν είναι πάρα πολύ καλοί ηθοποιοί. Διότι “η ύπαρξις πνευματικής και ψυχικής ζωής έχει ως γνωστόν αναποτρέπτους αντανακλάσεις επί της εξωτερικής φυσιογνωμίας”. Έτσι, και η απλή παρουσία – με τη φυσιογνωμική εμφάνισή-του και μόνο— του ευφυούς είναι για το βλάκα στο έπακρο προκλητική. Το μίσος, ο φθόνος και ο φόβος που προκαλεί ο έξυπνος με την εμφάνισή-του κινητοποιεί ολόκληρο τον αμυντικό μηχανισμό του βλάκα, που τον αποβάλλει από τις τάξεις-του, διατηρώντας την “παράταξή-” του πάντα “καθαρή” από την εξυπνάδα.

Ο βλαξ είναι ζώον μόνιμα πανικόβλητο. Έχοντας σαν μόνο οδηγό το ένστικτο και καθόλου τη νόηση αδυνατεί να αμυνθεί με λογικά μέσα. Έτσι καταφεύγει σταθερά στο χαφιεδισμό, το ξεσκόνισμα, το “ποιείν τον καραγκιόζην”, τη συρραφή κολακευτικών στίχων, την εκφώνηση πατριωτικών λόγων, ακόμα και τη μεταφορά από την αγορά των λαχανικών της κυρίας του κυρίου-του.

“Δύο κεφαλαί δια να συνεννοηθούν πρέπει να είναι ή εξίσου κεναί ή εξίσου πλήρεις”. Έτσι, ενώ η συνεννόηση μεταξύ ηλιθίων είναι δυνατή, η συνεννόηση μεταξύ ηλιθίων και ευφυών είναι απολύτως αδύνατη. Αυτό σημαίνει ότι οι έξυπνοι δεν έχουν καμιά δυνατότητα να καθοδηγήσουν και να διδάξουν τους ανοήτους. Ο βλαξ αδυνατεί να καταφύγει σε έντιμα μέσα για να πετύχει το σκοπό-του. Διότι τα έντιμα μέσα είναι δύσκολα και προϋποθέτουν νου για να καταλήξουν σε αποτέλεσμα.

Ο βλαξ λοιπόν είναι αναγκαστικά ένας απατεών, που βασίζεται μόνο στο ένστικτό του, όπως ακριβώς και τα ζώα που, φυσικά, δεν έχουν “ηθικόν βίον”. Η βλακεία δεν έχει ταξική καταγωγή, λέει ο Λεμπέσης. Όμως οι “αριστοκρατικοί και πλούσιοι βλάκες” είναι μυριάκις πιο επικίνδυνοι ηθικά από τους φτωχούς και προλετάριους βλάκες. Ένα “καλό παιδί καλής οικογένειας”, δηλαδή ένας “ευπρεπής βλαξ” παραμένει ασύδοτος από μικρός. Έχει ταξική ασυλία, που δεν την έχει ο σταθερά ελεγχόμενος από νήπιο φτωχός βλαξ. Ο λαϊκός βλαξ είναι συμπαθέστερος και λιγότερο γελοίος διότι είναι σεμνότερος και στερημένος της αυτοπεποιθήσεως και επάρσεως του βλακός των άνω τάξεων.

Πάντως απ’ όποια τάξη κι αν προέρχεται, ο βλαξ που θα υποχρεωθεί να δώσει μάχη —που ωστόσο την αποφεύγει όσο μπορεί— θα τη δώσει με τα πνευματικά ευκολότερα και συνεπώς ανηθικότερα όπλα: το ψεύδος, τη διαστροφή, τη ραδιουργία, τη συκοφαντία. Εξ’ ού έπεται το ακλόνητο δόγμα: η ανηθικότης είναι αποκλειστικόν προϊόν των βλακών!!!

Ο μόνος φόβος που θα’θελα να νιώθεις μπροστά σε μια αλλαγή, είναι μήπως δεν μπορείς ν’αλλάξεις

Κατά τον Χέγκελ, ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας διαθέτει μια δυναμική διαλεκτική. Η πραγματικότητα είναι ουσιαστικά αντιφατική, και η ανθρώπινη συνείδηση εν μέρει μόνο μπορεί να τη συλλάβει, και αυτό σε διαδοχικές φάσεις, που εγώ ονομάζω “αφυπνίσεις”. Η πραγματικότητα δεν υπάρχει όλη μέσα σ’ έναν δεδομένο χρόνο, ούτε μπορεί κανείς να τη γνωρίσει ολόκληρη σε μια στιγμή μόνο, αλλά εξελίσσεται μέσα στο χρόνο. Κατά βάση, η γνώση και η πραγματικότητα είναι ένα και το αυτό, είναι κίνηση προς ένα τελικό σημείο, το απόλυτο, το οποίο δεν είναι απλώς το τέλος, αλλά το όλον, το ον που ολοκληρώνεται μέσω της εξέλιξής του.

Ο Χέγκελ περιγράφει τη διαλεκτική κίνηση ως μια σειρά διεργασιών οι οποίες διεξάγονται κατά ορισμένες φάσεις- ή, στιγμές διαλεκτικής- που ονομάζονται: θέση, αντίθεση και σύνθεση. Η θέση είναι κατάφαση, επιβεβαίωση κάποιου πράγματος. Η άρνηση- ή αντίθεση-, σημαίνει αντίθεση μαζί και σύγκρουση. Η διαλεκτική ώθηση οδηγεί στο όραμα του συνόλου, σε μια τρίτη στιγμή παρέμβασης ή πρόθεση λύσης της αντίφασης. Όλα αυτά καταλήγουν σε μια νέα θέση, η οποία περιλαμβάνει και συγχρόνως υπερβαίνει το αρχικό σημείο της αφετηρίας, και από κει μπορεί και πάλι ν’ αρχίσει η διαλεκτική διαδικασία.

Η διαδικασία πρέπει να τελειώνει με την πλήρη κατανόηση της πραγματικότητας και του εαυτού μας ως ολοκληρωτικής, απόλυτης γνώσης, χωρίς σύγκρουση. Στο κορυφαίο σημείο, της σύνθεσης (της ευτυχίας;), έχουν ξεπεραστεί οι αντιφάσεις, και οι στιγμές που μας επέτρεψαν να φτάσουμε ως εδώ, σ’ αυτή τη νέα φάση, τώρα πια μας αποκαλύπτονται ως αναγκαίες.

Κοιτάζουμε πίσω και συνειδητοποιούμε πως οι στιγμές εκείνες που θα θέλαμε να μην είχαμε ζήσει ποτέ, μας έκαναν να φτάσουμε στην απόλυτη ικανοποίηση που αισθανόμαστε τώρα.

Θέση: Συνάντηση με τον εαυτό μου και τους άλλους. Αγάπη.
Αντίθεση: Θάνατος, χωρισμός, απώλεια.
Σύνθεση: Ευτυχία, υπέρτατη φάση, ολοκλήρωση του ατόμου.

Οι δυσκολίες, λοιπόν, μας αποκαλύπτονται
ως θετικές φάσεις στη ζωή μας,
αφού αυτές είναι που μας επιτρέπουν
να φτάσουμε στην ευτυχία.

Νομίζουμε συχνά ότι η σύγκρουση και η ματαίωση σηματοδοτούν την απώλεια της ευτυχίας. Το δίχως άλλο, αυτό συμβαίνει μόνο αν ταυτίζει κανείς την ευτυχία με μια παιδαριώδη στάση απέναντι στη ζωή, μια στάση που διέπεται από την επιθυμία της απέραντης ικανοποίησης, λειτουργώντας με την αρχή της ευχαρίστησης.

Οι απώλειες οδηγούν πάντα το άτομο σε συνθήκες κρίσης, όχι όμως αναγκαστικά και στην απώλεια της ευτυχίας.

Η λέξη κρίση- το λέω πάντα- είναι ένας όρος που συνδέεται αδικαιολόγητα με κάτι αρνητικό. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι “κρίση” σημαίνει, κατά βάση, “αλλαγή”, και η κοινωνία μας φοβάται την αλλαγή- προτιμά να μένει στη σιγουριά της σταθερότητας.

Το διαφορετικό το φοβόμαστε και το απορρίπτουμε.

Ασφαλώς, προχωρώ σημαίνει: “αφήνω πίσω αυτό που δεν υπάρχει πια, κι έρχομαι αντιμέτωπος με κάτι άλλο.”

Ο μόνος φόβος που θα’ θελα να νιώθεις μπροστά
σε μια αλλαγή, είναι μήπως δεν μπορείς ν’ αλλάξεις.
Να νομίζεις πως είσαι δεμένος στο παρελθόν
και να συνεχίζεις όπως παλιά, απαράλλαχτος.

Η Δύση νομίζει πως η ζωή είναι μικρή. Λένε πως από την ώρα που γεννιόμαστε, κάθε λεπτό, ερχόμαστε και λίγο πιο κοντά στον θάνατο, κι αυτό φέρνει ένταση, άγχος, αγωνία.

Όλα τα καλά, κάθε πολυτέλεια, όλα τα πλούτη χάνουν το νόημά τους, αφού δεν μπορούμε να τα πάρουμε μαζί μας.

Στη Δύση, προχωράει κανείς μόνο προς τον θάνατο.

Η Ανατολή, αντίθετα, είναι πιο χαλαρή. Πρώτον, γιατί δεν δίνει τόση σημασία στον θάνατο. Τον θεωρεί, απλώς, μια αλλαγή μορφής. Δεύτερον, μιας και δεν υπάρχει τέλος (παρά μόνο αλλαγή), μπορεί κανείς να ζει χαλαρός, έχοντας συναίσθηση του εσωτερικού του πλούτου που θα τον συνοδεύει όπου κι αν πάει- ακόμη και πέρα απ’ τη ζωή. Ο θάνατος δεν μπορεί να του τον αφαιρέσει.

Μια παροιμία των Σούφι λέει:

Το μόνο που πραγματικά έχεις, είναι αυτό
που δεν μπορείς να χάσεις σ’ ένα ναυάγιο.

ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΣΚΕΨΕΙΣ, ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΠΡΑΞΕΙΣ

Θα χαθούμε σαν δάκρυα μέσα στον ωκεανό...

Είμαστε άνθρωποι. Αλήθεια τι είναι τελικά αυτό το πλάσμα που ονομάζεται άνθρωπος. Κοιτάχτε λίγο γύρω, φέρτε στο μυαλό σας όλη τη φύση, ότι γνωρίζετε και ότι έχετε ακούσει πως υπάρχει. Μέσα σε ένα ατέλειωτο παράδεισο, γεμάτο από κάθε είδος πανίδας και χλωρίδας, υπάρχει ο άνθρωπος. Ο κυρίαρχος τελικά του πλανήτη. Οι θεωρίες για την εξέλιξη μας πολλές. Όμως έτσι απλά ας αναρωτηθούμε. Γιατί είμαστε αυτό που είμαστε; Είναι μια φυσική εξέλιξη ανάμεσα σε εκατομμύρια είδη, που ζουν κινούνται με τα ίδια δεδομένα, τη τροφή τους, την αναπαραγωγή τους, τις αγέλες τους με τις απλές καθημερινές συνήθειες, τον ήσυχο θάνατό τους, είναι φυσική εξέλιξη πως ένα από αυτά τα είδη, σε μια δυσανάλογη πορεία εξέλιξης, σηκώθηκε όρθιο, άρθρωσε λόγο, έβαλε μπρος πολύπλοκους μηχανισμούς σκέψης, και δημιούργησε μια αυτοκρατορία σε όλο το πλανήτη, κατακτώντας κάθε άκρη και δημιουργώντας αυτό που βλέπουμε, αυτό που είμαστε;

Η ίδια αυτή η φύση άφησε αυτό το παράξενο πλάσμα να είναι χιλιάδες χρόνια, όπως όλα τα άλλα, να τριγυρνά στα σπήλαια του, να αρπάζει το φαΐ του, να βγάζει άναρθρες κραυγές, και μέσα σε ένα ελάχιστο διάστημα σε αναλογία χρόνου βρέθηκε να φτιάχνει αυτοκρατορίες, απίστευτης πολυπλοκότητας και ακρίβειας τεράστια παλάτια, δρόμους, υδραγωγεία, ναούς, να γράφει σε διάφορες γλώσσες, να δημιουργεί τέχνες, πολιτισμό; Υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί έτσι απλά. Δεν στέκει. Αν προσθέσουμε το σημαντικότερο. Πως αυτό το πλάσμα που του λείπουν τα δυνατά νύχια που έχουν άλλα ζώα, το προστατευτικό τρίχωμα, οι δυνατοί κυνόδοντες, η ικανότητα να πετάει ή να βυθίζεται κάτω από τους ωκεανούς, μπορεί να φτιάξει φτερά να πετάξει, μπορεί να βρει τρόπο να κολυμπάει κάτω από το νερό, μπορεί να φτιάξει όπλα που σκοτώνουν με το πάτημα ενός κουμπιού... αυτό το πλάσμα γεννιέται και σβήνει με μια μοναδική ουσιαστική αγωνία, την γνώση της περιορισμένης και μικρής ζωής του.

Γιατί; Αυτή η μικρή λεξούλα είναι η ουσία. Γιατί; Ποιο λόγο είχε άραγε η φύση να δημιουργήσει κάτι που στην ουσία θα ήταν η καταστροφή της. Ποια έννοια η εξελικτική πορεία του ανθρώπου με την φύση;  Θα μου πείτε να μελετήσω. Πως έχουν χυθεί τόνοι από μελάνι, για να δώσουν απαντήσεις, έχουν δημιουργήσει θεωρίες λαμπρά μυαλά, έχουν δώσει δογματικές απαντήσεις οι θρησκείες και αποδείξεις οι επιστήμες. Δεν με ενδιαφέρει, Τα σβήνω όλα, βάζω τη γνώση μου στο σημείο μηδέν και χρησιμοποιώ αυτό που έχω. Σκέψη. Αφουγκράζομαι τη δική μου φωνή, ένας άνθρωπος μόνος, που θέλει να πιάσει το νήμα από την αρχή.

Αυτό που νοιώθουμε είναι το συναίσθημα πως γεννιόμαστε και περνάμε όλη μας τη ζωή σε κάποιο σύστημα οικονομικό, πολιτικό, θρησκευτικό, πολιτιστικό, για το οποίο δεν έχουμε βάλει κάποιο δικό μας λιθάρι, είναι ήδη ολοκληρωμένο από την ώρα που θα ανοίξουμε τα μάτια μας. Υπάρχουμε και από τη γέννα μας μέχρι το θάνατό μας υπακούμε σε κανόνες, νόμους, ήθη, έθιμα, αξίες, μιας ήδη υπάρχουσας δομής. Λαμβάνουμε έτοιμη γνώση και αυτό που κάνουμε είναι μια εξυπηρέτηση στην ήδη υπάρχουσα τάξη, και το ονομάζουμε ζωή. Αυτή η υπάρχουσα τάξη όμως, δεν μας κάνει να είμαστε ευτυχισμένοι, δεν μας χαρίζει γέλιο, δεν είναι ένας ανέμελος παράδεισος όπου βόσκουμε απολαμβάνοντας τον ήλιο και τη φύση. Γύρω μας ένα συνεχόμενο παιχνίδι ζωής και θανάτου, όπου η ψυχή μας ποτίζεται με θλίψη, φόβους... Ακόμα κι αυτοί που θέλουν να θεωρούν τον εαυτό τους επαναστάτη, ανεξάρτητο, ελεύθερο άνθρωπο είναι σκλάβοι.

Πρέπει επί τέλους να κατανοήσουμε αν σε αυτό το άνισο παιχνίδι, μπορούμε να βάλουμε τους δικούς μας κανόνες. Η μάλλον καλύτερα, να ψάξουμε μέσα μας να δούμε αν μπορούμε έστω και στο ελάχιστο να ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΟΥΜΕ κάτι δικό μας, αλλιώτικο, κάτι που να έχει ένα άνεμο ελεύθερης βούλησης. Αυτό που ονομάζουν οι άνθρωποι δημιουργία δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ικανότητα κάποιου να ελίσσεται καλύτερα στο ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΝ ΣΥΣΤΗΜΑ. Αυτό που ονομάζουν κανονικότητα είναι η προσαρμογή στην ανωμαλία.

Ας χρησιμοποιήσουμε το μοναδικό αληθινό όπλο που έχουμε την σκέψη. Είναι η άκρη του νήματος για να βγούμε από το λαβύρινθο, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα νέο, τίποτα καλύτερο, δεν μπορούμε να ομορφύνουμε τη ζωή μας προσπαθώντας με όρους που υποδεικνύει η ασχήμια. Έφτασε η εποχή που ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος σαν μονάδα, θα πρέπει να αναμετρηθεί στη τελική μάχη. Και να ανακαλύψει αν τελικά υπάρχει γιατί είναι μια τροφή των κατασκευαστών του, ή αν μπορεί να γίνει κάτι περισσότερο. Δεν μπορεί κανείς αυτό να το απαιτήσει από όλα εκείνα τα πλήθη που σέρνονται στη κυριολεξία, έχοντας απωλέσει την ικανότητα σκέψης. Όμως οι λίγοι που ακόμα μπορούν, πρέπει να κάνουν ένα άλμα μεγαλύτερο από τη σκιά τους. Χωρίς εκπτώσεις, χωρίς φόβο, ένα άλμα που θα ορίζεται από πράξεις συγκεκριμένες και όχι ανέφικτα όνειρα.

Ότι υπάρχει γύρω μας είναι σάπιο, πεθαμένο. Πρέπει από την αρχή να δημιουργηθεί μια κοινωνία ανθρώπων ζωντανών. Όχι σφαχτών. Η παγίδα είναι πως και εκείνοι που το οραματίζονται αισθάνονται αδύναμοι και αμφιβάλουν. Οι υπόλοιποι δεν ονειρεύονται καν. Ας ψάξουμε μέσα λοιπόν να απαντήσουμε στο πρώτο βασικό ερώτημα. Γιατί υπάρχω; Γι' αυτό που μου λένε να κάνω, αυτό το ανούσιο και χωρίς λογική κατασκεύασμα που εξυπηρετώ; Υπάρχω για να αγωνιώ συνέχεια σε μια ζωή που όλα επιβάλλονται, μια ζωή προκατασκευασμένη που ο βασικός νόμος είναι κάποιους να εξυπηρετούμε; Κι αν πάλι η φύση μας καλεί να είμαστε όπως όλα τα άλλα ζωάκια, να βρίσκουμε τη τροφή μας, να αναπαραγόμαστε, να κοιμόμαστε στη φωλιά μας, να πεθαίνουμε ήσυχα και απλά, τότε όλο αυτό το τερατούργημα που φτιάξαμε σε τι χρησιμεύει και ποιον εξυπηρετεί; Σε αυτό το μεγάλο ερώτημα, όταν κάποιος καταφέρει να θυμηθεί το γιατί, μπορεί να ελπίζει να αγγίξει το κλειδί της ελευθερίας.

Αυτό το δυστυχισμένο πλάσμα, που όλη του τη ζωή πληρώνει χωρίς να ξέρει το γιατί, που του σηκώνουν το δάχτυλο μπροστά στη μούρη σε κάθε στιγμή και του επιβάλλουν κανόνες, που εκπαιδεύει τα παιδιά που γεννάει να εξυπηρετήσουν άλλους κι όχι τον εαυτό τους, που ασφυκτιά και δεν μπορεί να ανασάνει γιατί κάποιοι του παίρνουν την ανάσα, αυτό το δυστυχισμένο πλάσμα ονομάζει ιστορίες για ανόητους εκείνες που του φωνάζουν πως είναι ένα απλό σφαχτό σε μια φάρμα ζώων. Αγγίζει μέσα του ιδέες ανωτερότητας, το συναίσθημα πως είναι η κορωνίδα της δημιουργίας, αυτό το πλάσμα που κατάντησε να είναι απλά ο πάτος του ουρανού.

Κάποιος φίλος γράφοντας είπε ψάχνω ένα κομμάτι γης να το κάνω γη ελευθερίας, δημιουργίας, έμπνευσης, ένα κομμάτι γη που οι άνθρωποι να έχουν την ευκαιρία να γράψουν από την αρχή τη ιστορία τους με άλλους όρους. Το αναζητά στην Ελλάδα ή οπουδήποτε στη γη. Αυτό το κομμάτι για να υπάρξει και να βγάλει σπόρους πρέπει πρώτα, εκείνοι που θα το οραματιστούν να έχουν τολμήσει να κοιτάξουν έξω από τα νερά του βάλτου και να είναι έτοιμοι ΝΑ ΘΥΣΙΑΣΟΥΝ ότι νομίζουν τώρα πολύτιμο. Μόνο τότε υπάρχει ελπίδα.

Ακόμα και στις πιο επαναστατικές προτάσεις, αν κουβαλήσουμε μαζί τους σκελετούς της ανούσιας παρούσας ύπαρξης μας, τίποτα δεν θα γίνει. Σύντομα θα κληθούμε να πάρουμε αποφάσεις που θα καθορίσουν το μέλλον, και θα το καθορίσουν με ένα τρόπο μη αναστρέψιμο. Ας αποφασίσουμε λοιπόν τι είμαστε. Και ας πράξουμε ανάλογα.

Αριστοτέλης: Φιλοσοφία και Διαλεκτική

Αριστοτέλης: 384–322 π.Χ.

Τι είναι η φιλοσοφική μέθοδος;

§1

Όταν αρχίζει να σκέφτεται κανείς γενικά και όχι μόνο φιλοσοφικά, εκκινεί από μια αφετηρία συλλογισμών, επιχειρημάτων, γνωμών, εμπειριών, γνώσεων –κυρίως πληροφοριακών– ή απόψεων και επιχειρεί να αρθρώσει το δικό του επιχείρημα. Τούτο σημαίνει πως και η πιο απλοϊκή σκέψη, για να είναι αληθής στα όριά της, δηλαδή να ανταποκρίνεται σε αυτό που θέλει να πει, χρειάζεται να μετα-στοχάζεται, να ξανα-σκέπτεται αυτό που ήδη έχει θεωρηθεί ή μελετηθεί κατ’ αρχήν ως αντικείμενο σκέψης. Όταν, για παράδειγμα, ο Πλάτων στους απορητικούς διαλόγους του της πρώιμης περιόδου επιδίδεται σε διεξοδική έρευνα δια-λόγου χωρίς τελικό αποτέλεσμα ή στους διαλόγους της μέσης και ύστερης περιόδου δείχνει μια πρώτη συζήτηση για το θέμα να ακολουθείται από δεύτερη και τρίτη συζήτηση στον ίδιο διάλογο ή στον επόμενο, δεν φιλοσοφεί με άλλο τρόπο παρά μόνο μετα-στοχαστικά. Τα πρώτα μόρια σκέψης ενυπάρχουν ήδη ως γνώση ή προκατανόηση και συγκροτούν μια πρώτη οδό, δυνάμει της και επί της οποίας διανοίγεται μπροστά μας μια μετα-οδός, ήτοι μια μέθοδος: μεθοδική και μεθοδολογική προσπέλαση του αντικειμένου σκέψης. Κατά τον Αριστοτέλη, αυτή η μετα-οδός δεν είναι τίποτε άλλο από την οδό της αναζήτησης και της έρευνας· δηλαδή από τη συνειδητή, σχεδιασμένη, μελετημένη, αρθρωμένη εν τάξει δραστηριότητα, προσανατολισμένη σε έναν σκοπό ή στόχο. Ετούτη λοιπόν η σκόπιμη δραστηριότητα, που μπορεί να είναι είτε θεωρητικής είτε και πρακτικής υφής, περιέχει μια προκαταρκτική γνώση των αιτιών και των θεμελίων του προς διερεύνηση αντικειμένου. Ανάλογα με την τροπή της έρευνας, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί την έννοια της φιλοσοφικής μεθόδου με ποικίλους τρόπους.

§2

Κατά περίπτωση λοιπόν κάνει λόγο για τη μέθοδο καθόλου, για τρόπο της μεθόδου, για μια καθορισμένη μέθοδο, π.χ. επαγωγική ή διαιρετική κ.λπ., για μια διαδικασία έκθεσης των περιεχομένων της μιας ή της άλλης επί μέρους επιστήμης, π.χ. βιολογίας, ζωολογίας κ.λπ., ή μιας ολόκληρης περιοχής γνώσης ή επιστήμης, όπως της φιλοσοφίας της φύσης. Ως εκ τούτου, υπό μια καθολική οπτική, με τη λέξη μέθοδο ο φιλόσοφος εννοεί την έρευνα της μιας ή της άλλης επιστημονικής περιοχής. Πρόκειται θεμελιωδώς για τη φιλοσοφική έρευνα, η οποία έχει κατ’ αρχήν ως βάση τα φαινόμενα. Αλλά τα ιδιάζοντα στη φιλοσοφία φαινόμενα δεν σχετίζονται απλά και μόνο με επί μέρους εμπειρικές παρατηρήσεις, αλλά με τα ἒνδοξα, δηλαδή τα σύνολα της κοινής γνώμης/των κοινών απόψεων, ως κοινές υποθέσεις ή παραδοχές, που λειτουργούν διαμεσολαβητικά μεταξύ του κοινού και του φιλοσοφικού νου. Άρα η διαδικασία εκδίπλωσης του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι εκκινεί από την έκθεση των φαινομένων, από τον φιλοσοφικό προβληματισμό επ’ αυτών, με περαιτέρω στόχο την απόδειξη του (καθ)ορισμένου υποστασιακού χαρακτήρα των ἐνδόξων. Αυτό που ενδιαφέρει την Αριστοτελική μέθοδο έρευνας δεν είναι να απορρίψει τη βαθμίδα ή το επίπεδο γνώσης, που αντιστοιχεί στις κοινές απόψεις, στις κοινές παραδοχές, αλλά να διέλθει μέσα απ’ αυτή και να ανέλθει στη διαλεκτική διερεύνηση, στην ανακάλυψη των πρώτων αρχών και αιτιών.  

§3

Η διαλεκτική εν τέλει είναι η ενδεικνυόμενη μέθοδος διείσδυσης στις πρώτες αρχές των επιστημών, δεδομένου ότι κάθε φαινόμενο είναι διαλεκτικό φαινόμενο. Τούτο σημαίνει πως ένα φαινόμενο, όταν ερμηνεύεται διαλεκτικά, κατανοείται καλύτερα και αναδεικνύει τις ορθές υποθέσεις και προϋποθέσεις για αληθινότερη ερμηνεία και των εμπειρικών θεμάτων. Το παρακάτω κείμενο παρουσιάζει ορισμένα βασικά στοιχεία διαλεκτικής μεθόδου:

«Ἐπειδὴ τὸ εἰδέναι καὶ τὸ ἐπίστασθαι συμβαίνει περὶ πάσας τὰς μεθόδους, ὧν εἰσὶν ἀρχαὶ ἢ αἴτια ἢ στοιχεῖα, ἐκ τοῦ ταῦτα γνωρίζειν (τότε γὰρ οἰόμεθα γιγνώσκειν ἕκαστον, ὅταν τὰ αἴτια γνωρίσωμεν τὰ πρῶτα καὶ τὰς ἀρχὰς τὰς πρώτας καὶ μέχρι τῶν στοιχείων), δῆλον ὅτι καὶ τῆς περὶ φύσεως ἐπιστήμης πειρατέον διορίσασθαι πρῶτον τὰ περὶ τὰς ἀρχάς. πέφυκε δὲ ἐκ τῶν γνωριμωτέρων ἡμῖν ἡ ὁδὸς καὶ σαφεστέρων ἐπὶ τὰ σαφέστερα τῇ φύσει καὶ γνωριμώτερα· οὐ γὰρ ταὐτὰ ἡμῖν τε γνώριμα καὶ ἁπλῶς. διόπερ ἀνάγκη τὸν τρόπον τοῦτον προάγειν ἐκ τῶν ἀσαφεστέρων μὲν τῇ φύσει ἡμῖν δὲ σαφεστέρων ἐπὶ τὰ σαφέστερα τῇ φύσει καὶ γνωριμώτερα. ἔστι δ' ἡμῖν τὸ πρῶτον δῆλα καὶ σαφῆ τὰ συγκεχυμένα μᾶλλον· ὕστερον δ' ἐκ τούτων γίγνεται γνώριμα τὰ στοιχεῖα καὶ αἱ ἀρχαὶ διαιροῦσι ταῦτα. διὸ ἐκ τῶν καθόλου ἐπὶ τὰ καθ' ἕκαστα δεῖ προϊέναι· τὸ γὰρ ὅλον κατὰ τὴν αἴσθησιν γνωριμώτερον, τὸ δὲ καθόλου ὅλον τί ἐστι· πολλὰ γὰρ περιλαμβάνει ὡς μέρη τὸ καθόλου» (Φυσικά, 184a).

Μετάφραση

«Επειδή η γνώση και η κατανόηση σε όλες τις περιοχές έρευνας, στις οποίες υπάρχουν αρχές ή αιτίες ή στοιχεία, προκύπτει από το γεγονός ότι γνωρίζουμε αυτά (γιατί πιστεύουμε πως τότε γνωρίζουμε κάθε αντικείμενο, όταν έχουμε γνωρίσει τις πρώτες αιτίες του και τις πρώτες αρχές του και την [υποστασιακή του ύπαρξη] μέχρι τα στοιχεία του), είναι φανερό ότι και στην επιστήμη της φύσης πρέπει να επιχειρεί κανείς να προσδιορίζει πρώτα τα σχετικά με τις αρχές. Έτσι ανακύπτει η οδός από τα πιο γνώριμα σε μας και τα πιο σαφή στα κατά τη φύση πιο σαφή και πιο γνώριμα· γιατί δεν μας είναι γνώριμα εντελώς τα ίδια και με έναν μόνο τρόπο. Να γιατί χρειάζεται η διαδικασία να εκτυλίσσεται κατ’ αυτό τον τρόπο: από τα κατά τη φύση πιο ασαφή, αλλά σε μας πιο σαφή, προς εκείνα που στη φύση είναι πιο σαφή και πιο γνώριμα. Μα σε μας είναι πρωτίστως φανερά και σαφή τα περισσότερο συγκεχυμένα· από τούτα γίνονται γνώριμα [=εγνωσμένα] τα στοιχεία και οι αρχές αργότερα μόνο, όταν τα διαιρούμε. Γι’ αυτό πρέπει η οδός να μας διανοίγει από τα καθόλου στα καθέκαστα [δηλ. από το καθολικό στο Ενικό]· γιατί αισθητηριακά πιο γνώριμο είναι το όλο, ενώ το καθόλου [=το καθολικό] είναι ένα είδος όλου, επειδή περιέχει ως μέρη του πολλά καθέκαστα [=ενικά στοιχεία].

Ένα σχόλιο

1. Στο πιο πάνω κείμενο ο Αριστοτέλης εκθέτει θεμελιώδη χαρακτηριστικά της μεθόδου: ανά-λυση [=λύση στα επί μέρους] ενός κατά την έννοιά του σύνθετου αντικειμένου και η αναγωγή του πίσω στα πιο απλά συστατικά του στοιχεία.

2. Κατά τη διαδικασία τούτη, η νοητή γραμμή, η οδός, προχωρεί από το πιο γνωστό για μας στο αυτό καθεαυτό [=στο κατά φύση] γνωστό.

3. Πιο γνωστό για μας είναι εκείνο που μας καταμαρτυρεί η κατ’ αίσθηση αντίληψη ή γνώση μας ως ένα χωρίς διαφορές Όλο, δηλαδή ως ένα άμεσα δεδομένο Καθολικό, π.χ. μια σφαίρα, ένα σχήμα κ.λπ.

4. Όταν αυτό το αντικείμενο το ανα-λύουμε στις κατηγορήσεις του, όπως υλικό, βάρος, λειτουργία κ.λπ., και τις προσδιορίζουμε αντιστοίχως ως τα καθέκαστα, ως τα επί μέρους, ως τα ενικά του στοιχεία, ήδη αρχίζουμε να προχωρούμε πέρα από τη γενική κατ’ αίσθηση πρόσληψή του και να το προσεγγίζουμε ως καθεαυτό, δηλαδή κατά τη φύση του, μέχρι τελικά να το συλλάβουμε ως νοητή αρχή, δηλαδή ως έννοια ή στην έννοιά του.

5. Ακολουθώντας την επαγωγική οδό, η σχέση καθολικού και επί μέρους ή καθέκαστου μεταστρέφεται, καθώς η υπόθεση της απόδειξης προχωρεί από το συγκεκριμένο Ενικό στο αφηρημένο καθολικό.

6. Έτσι, στο παράδειγμα του προαναφερθέντος αντικειμένου, το ενικό, καθέκαστο σχήμα, σφαίρα κ.λπ., που έχει προσληφθεί αισθητηριακά, συγκροτεί την αφετηρία για τη διατύπωση της καθολικής σύλληψης, ήτοι της καθολικής πρότασης, σχετιζόμενης με όλα τα αντικείμενα, που έχουν κοινά κατηγορήματα με το ως άνω καθέκαστο αντικείμενο.

ΠΛΑΤΩΝ: Κρίτων (54b-54e)

Ἀλλ᾽, ὦ Σώκρατες, πειθόμενος ἡμῖν τοῖς σοῖς τροφεῦσι μήτε παῖδας περὶ πλείονος ποιοῦ μήτε τὸ ζῆν μήτε ἄλλο μηδὲν πρὸ τοῦ δικαίου, ἵνα εἰς Ἅιδου ἐλθὼν ἔχῃς πάντα ταῦτα ἀπολογήσασθαι τοῖς ἐκεῖ ἄρχουσιν· οὔτε γὰρ ἐνθάδε σοι φαίνεται ταῦτα πράττοντι ἄμεινον εἶναι οὐδὲ δικαιότερον οὐδὲ ὁσιώτερον, οὐδὲ ἄλλῳ τῶν σῶν οὐδενί, οὔτε ἐκεῖσε ἀφικομένῳ ἄμεινον ἔσται. ἀλλὰ νῦν μὲν ἠδικημένος ἄπει, [54c] ἐὰν ἀπίῃς, οὐχ ὑφ᾽ ἡμῶν τῶν νόμων ἀλλὰ ὑπ᾽ ἀνθρώπων· ἐὰν δὲ ἐξέλθῃς οὕτως αἰσχρῶς ἀνταδικήσας τε καὶ ἀντικακουργήσας, τὰς σαυτοῦ ὁμολογίας τε καὶ συνθήκας τὰς πρὸς ἡμᾶς παραβὰς καὶ κακὰ ἐργασάμενος τούτους οὓς ἥκιστα ἔδει, σαυτόν τε καὶ φίλους καὶ πατρίδα καὶ ἡμᾶς, ἡμεῖς τέ σοι χαλεπανοῦμεν ζῶντι, καὶ ἐκεῖ οἱ ἡμέτεροι ἀδελφοὶ οἱ ἐν Ἅιδου νόμοι οὐκ εὐμενῶς σε ὑποδέξονται, εἰδότες ὅτι καὶ ἡμᾶς ἐπεχείρησας ἀπολέσαι τὸ σὸν μέρος. ἀλλὰ μή σε [54d] πείσῃ Κρίτων ποιεῖν ἃ λέγει μᾶλλον ἢ ἡμεῖς.»
Ταῦτα, ὦ φίλε ἑταῖρε Κρίτων, εὖ ἴσθι ὅτι ἐγὼ δοκῶ ἀκούειν, ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες τῶν αὐλῶν δοκοῦσιν ἀκούειν, καὶ ἐν ἐμοὶ αὕτη ἡ ἠχὴ τούτων τῶν λόγων βομβεῖ καὶ ποιεῖ μὴ δύνασθαι τῶν ἄλλων ἀκούειν· ἀλλὰ ἴσθι, ὅσα γε τὰ νῦν ἐμοὶ δοκοῦντα, ἐὰν λέγῃς παρὰ ταῦτα, μάτην ἐρεῖς. ὅμως μέντοι εἴ τι οἴει πλέον ποιήσειν, λέγε.
ΚΡΙΤΩΝ. Ἀλλ᾽, ὦ Σώκρατες, οὐκ ἔχω λέγειν.
[54e] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἔα τοίνυν, ὦ Κρίτων, καὶ πράττωμεν ταύτῃ, ἐπειδὴ ταύτῃ ὁ θεὸς ὑφηγεῖται.

***
Τώρα βέβαια θα φύγεις από τον κόσμο τούτο, [54c] αν φύγεις, αδικημένος, όχι από μας τους Νόμους αλλά από τους ανθρώπους. Αν όμως δραπετεύσεις από δω, ανταποδίδοντας τόσο αδιάντροπα το άδικο με το άδικο και το κακό με το κακό, θα καταπατήσεις τις υποσχέσεις σου και τις συμφωνίες που έκανες μαζί μας και θα βλάψεις εκείνους που καθόλου δεν έπρεπε να βλάψεις: και τον εαυτό σου και τους φίλους σου και την πατρίδα σου και μας τους Νόμους. Τότε και μεις θα είμαστε θυμωμένοι μαζί σου όσο θα ζεις, κι όταν θα πας στον άλλο κόσμο τ᾽ αδέλφια μας, οι Νόμοι του Άδη, δεν θα σε καλοδεχτούν, επειδή θα ξέρουν πως θέλησες να καταστρέψεις και μας εδώ, όσο σου περνούσε από το χέρι. Πρόσεξε λοιπόν καλά, Σωκράτη, μη σε [54d] πείσει ο Κρίτων να κάνεις ό,τι σου λέει αυτός και όχι ό,τι σου λέμε μεις.

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Αυτά τα λόγια, αγαπητέ μου φίλε Κρίτων, νιώσε το καλά, εγώ νομίζω πως τα ακούω, όπως ακριβώς πιστεύουν πως ακούνε τους αυλούς όσοι κατηχούνται στα μυστήρια των Κορυβάντων· και μέσα μου αυτός ο ήχος τους βουίζει ασταμάτητα και με κάνει να μην μπορώ να ακούω τίποτ᾽ άλλο. Να το ξέρεις λοιπόν, κι αυτή βέβαια είναι η γνώμη που έχω τώρα, αν θελήσεις να μου ειπείς λόγια αντίθετα απ᾽ αυτά, μάταια θα τα ειπείς. Μα και πάλι, αν νομίζεις ότι κάτι μπορείς να πετύχεις, λέγε.
ΚΡ. Αλλά, Σωκράτη, δεν έχω τίποτα να ειπώ.
[54e] ΣΩ. Τότε, ας τα αφήσουμε όλα, Κρίτων, κι ας κάνουμε έτσι που λέω, αφού ο θεός αυτό τον δρόμο μάς δείχνει να ακολουθήσουμε.