ΑΜ. σὺ μὲν τὰ νέρθεν εὐτρεπῆ ποιοῦ, γύναι·
ἐγὼ δὲ σ᾽, ὦ Ζεῦ, χεῖρ᾽ ἐς οὐρανὸν δικὼν
αὐδῶ, τέκνοισιν εἴ τι τοισίδ᾽ ὠφελεῖν
500 μέλλεις, ἀμύνειν, ὡς τάχ᾽ οὐδὲν ἀρκέσεις.
καίτοι κέκλησαι πολλάκις· μάτην πονῶ·
θανεῖν γάρ, ὡς ἔοικ᾽, ἀναγκαίως ἔχει.
ἀλλ᾽, ὦ γέροντες, σμικρὰ μὲν τὰ τοῦ βίου,
τοῦτον δ᾽ ὅπως ἥδιστα διαπεράσατε
505 ἐξ ἡμέρας ἐς νύκτα μὴ λυπούμενοι.
ὡς ἐλπίδας μὲν ὁ χρόνος οὐκ ἐπίσταται
σώιζειν, τὸ δ᾽ αὑτοῦ σπουδάσας διέπτατο.
ὁρᾶτ᾽ ἔμ᾽ ὅσπερ ἦ περίβλεπτος βροτοῖς
ὀνομαστὰ πράσσων, καί μ᾽ ἀφείλεθ᾽ ἡ τύχη
510 ὥσπερ πτερὸν πρὸς αἰθέρ᾽ ἡμέραι μιᾶι.
ὁ δ᾽ ὄλβος ὁ μέγας ἥ τε δόξ᾽ οὐκ οἶδ᾽ ὅτωι
βέβαιός ἐστι. χαίρετ᾽· ἄνδρα γὰρ φίλον
πανύστατον νῦν, ἥλικες, δεδόρκατε.
ΜΕ. ἔα·
ὦ πρέσβυ, λεύσσω τἀμὰ φίλτατ᾽, ἢ τί φῶ;
515 ΑΜ. οὐκ οἶδα, θύγατερ· ἀφασία δὲ κἄμ᾽ ἔχει.
ΜΕ. ὅδ᾽ ἐστὶν ὃν γῆς νέρθεν εἰσηκούομεν,
ΑΜ. εἰ μή γ᾽ ὄνειρον ἐν φάει τι λεύσσομεν.
ΜΕ. τί φημί; ποῖ᾽ ὄνειρα κηραίνουσ᾽ ὁρῶ;
οὐκ ἔσθ᾽ ὅδ᾽ ἄλλος ἀντὶ σοῦ παιδός, γέρον.
520 δεῦρ᾽, ὦ τέκν᾽, ἐκκρίμνασθε πατρώιων πέπλων,
ἴτ᾽ ἐγκονεῖτε, μὴ μεθῆτ᾽, ἐπεὶ Διὸς
σωτῆρος ὑμῖν οὐδέν ἐσθ᾽ ὅδ᾽ ὕστερος.
***
ΑΜΦ. Εσύ το ξόδι ετοίμαζε πρεπά, ω γυναίκα·
κι εγώ σε σένα, ω Δία, υψώνοντας τα χέρια
σου λέω, αν μέλλεις τα παιδιά αυτά να ωφελήσεις,
500 βόηθα τα τώρα γιατί αργά σε λίγο θα ᾽ναι.
Κι όμως, πολλές φορές σ᾽ εκάλεσα· κοπιάζω
μάταια· το να πεθάνομε θενά ᾽ναι ανάγκη!
Ω γέροντες, είναι λιγόχρον᾽ η ζωή μας·
κοιτάτε πώς καλύτερα να την περάστε,
αλύπητ᾽ από το πρωί ως το βράδυ πάντα·
γιατί ο καιρός καμιάν ελπίδα μας δεν ξέρει
να σώζει και, τελειώνοντας γρήγορα, φεύγει.
Δέτε με πώς περίβλεφτος ήμουνα σε όλους
ονομαστά έργα κάμνοντας, και ξάφνω η τύχη
510 σαν φτερό με άρπαξε ψηλά σε μιαν ημέρα.
Ο πλούτος ο πολύς κι η δόξα εγώ δεν ξέρω
σε ποιόνε μένουν σταθερά! Χαίρετε· φίλον
άνδρα στερνή φορά κοιτάτε, ω σύντροφοί μου!
ΜΕΓ. Ωιμέ!
Ω γέροντά μου, τον καλό μου βλέπω; ή τί είναι;
ΑΜΦ. Δεν ξέρ᾽ ω κόρη· σαστιμάρα μ᾽ έχει πιάσει!
ΜΕΓ. Αυτός είναι που ακούγαμε πως μες στη γη ήταν;
ΑΜΦ. Εξόν αν βλέπουμε όνειρο στο φως της μέρας!
ΜΕΓ. Τί λέγ᾽ ωιμέ; τί ονείρατα είναι αυτά που βλέπω;
άλλος δεν είναι, γέροντά μου, από τον γιο σου!
520 Παιδιά, απ᾽ το πατρικό σας ρούχο κρεμαστείτε,
εμπρός βιαστείτε, μην αφήνεστε, απ᾽ τον Δία
διόλου κατώτερος σωτήρας δεν μας ήρθε.
ἐγὼ δὲ σ᾽, ὦ Ζεῦ, χεῖρ᾽ ἐς οὐρανὸν δικὼν
αὐδῶ, τέκνοισιν εἴ τι τοισίδ᾽ ὠφελεῖν
500 μέλλεις, ἀμύνειν, ὡς τάχ᾽ οὐδὲν ἀρκέσεις.
καίτοι κέκλησαι πολλάκις· μάτην πονῶ·
θανεῖν γάρ, ὡς ἔοικ᾽, ἀναγκαίως ἔχει.
ἀλλ᾽, ὦ γέροντες, σμικρὰ μὲν τὰ τοῦ βίου,
τοῦτον δ᾽ ὅπως ἥδιστα διαπεράσατε
505 ἐξ ἡμέρας ἐς νύκτα μὴ λυπούμενοι.
ὡς ἐλπίδας μὲν ὁ χρόνος οὐκ ἐπίσταται
σώιζειν, τὸ δ᾽ αὑτοῦ σπουδάσας διέπτατο.
ὁρᾶτ᾽ ἔμ᾽ ὅσπερ ἦ περίβλεπτος βροτοῖς
ὀνομαστὰ πράσσων, καί μ᾽ ἀφείλεθ᾽ ἡ τύχη
510 ὥσπερ πτερὸν πρὸς αἰθέρ᾽ ἡμέραι μιᾶι.
ὁ δ᾽ ὄλβος ὁ μέγας ἥ τε δόξ᾽ οὐκ οἶδ᾽ ὅτωι
βέβαιός ἐστι. χαίρετ᾽· ἄνδρα γὰρ φίλον
πανύστατον νῦν, ἥλικες, δεδόρκατε.
ΜΕ. ἔα·
ὦ πρέσβυ, λεύσσω τἀμὰ φίλτατ᾽, ἢ τί φῶ;
515 ΑΜ. οὐκ οἶδα, θύγατερ· ἀφασία δὲ κἄμ᾽ ἔχει.
ΜΕ. ὅδ᾽ ἐστὶν ὃν γῆς νέρθεν εἰσηκούομεν,
ΑΜ. εἰ μή γ᾽ ὄνειρον ἐν φάει τι λεύσσομεν.
ΜΕ. τί φημί; ποῖ᾽ ὄνειρα κηραίνουσ᾽ ὁρῶ;
οὐκ ἔσθ᾽ ὅδ᾽ ἄλλος ἀντὶ σοῦ παιδός, γέρον.
520 δεῦρ᾽, ὦ τέκν᾽, ἐκκρίμνασθε πατρώιων πέπλων,
ἴτ᾽ ἐγκονεῖτε, μὴ μεθῆτ᾽, ἐπεὶ Διὸς
σωτῆρος ὑμῖν οὐδέν ἐσθ᾽ ὅδ᾽ ὕστερος.
***
ΑΜΦ. Εσύ το ξόδι ετοίμαζε πρεπά, ω γυναίκα·
κι εγώ σε σένα, ω Δία, υψώνοντας τα χέρια
σου λέω, αν μέλλεις τα παιδιά αυτά να ωφελήσεις,
500 βόηθα τα τώρα γιατί αργά σε λίγο θα ᾽ναι.
Κι όμως, πολλές φορές σ᾽ εκάλεσα· κοπιάζω
μάταια· το να πεθάνομε θενά ᾽ναι ανάγκη!
Ω γέροντες, είναι λιγόχρον᾽ η ζωή μας·
κοιτάτε πώς καλύτερα να την περάστε,
αλύπητ᾽ από το πρωί ως το βράδυ πάντα·
γιατί ο καιρός καμιάν ελπίδα μας δεν ξέρει
να σώζει και, τελειώνοντας γρήγορα, φεύγει.
Δέτε με πώς περίβλεφτος ήμουνα σε όλους
ονομαστά έργα κάμνοντας, και ξάφνω η τύχη
510 σαν φτερό με άρπαξε ψηλά σε μιαν ημέρα.
Ο πλούτος ο πολύς κι η δόξα εγώ δεν ξέρω
σε ποιόνε μένουν σταθερά! Χαίρετε· φίλον
άνδρα στερνή φορά κοιτάτε, ω σύντροφοί μου!
ΜΕΓ. Ωιμέ!
Ω γέροντά μου, τον καλό μου βλέπω; ή τί είναι;
ΑΜΦ. Δεν ξέρ᾽ ω κόρη· σαστιμάρα μ᾽ έχει πιάσει!
ΜΕΓ. Αυτός είναι που ακούγαμε πως μες στη γη ήταν;
ΑΜΦ. Εξόν αν βλέπουμε όνειρο στο φως της μέρας!
ΜΕΓ. Τί λέγ᾽ ωιμέ; τί ονείρατα είναι αυτά που βλέπω;
άλλος δεν είναι, γέροντά μου, από τον γιο σου!
520 Παιδιά, απ᾽ το πατρικό σας ρούχο κρεμαστείτε,
εμπρός βιαστείτε, μην αφήνεστε, απ᾽ τον Δία
διόλου κατώτερος σωτήρας δεν μας ήρθε.