950 διπλοῦς δ᾽ ὀπαδοῖς ἦν γέλως φόβος θ᾽ ὁμοῦ,
καί τις τόδ᾽ εἶπεν, ἄλλος εἰς ἄλλον δρακών·
Παίζει πρὸς ἡμᾶς δεσπότης ἢ μαίνεται;
ὁ δ᾽ εἷρπ᾽ ἄνω τε καὶ κάτω κατὰ στέγας,
μέσον δ᾽ ἐς ἀνδρῶν᾽ ἐσπεσὼν Νίσου πόλιν
955 ἥκειν ἔφασκε, δωμάτων τ᾽ ἔσω βεβὼς
κλιθεὶς ἐς οὖδας ὡς ἔχει σκευάζεται
θοίνην. διελθὼν δ᾽ ὡς βραχὺν χρόνον μονῆς
Ἰσθμοῦ ναπαίας ἔλεγε προσβαίνειν πλάκας.
κἀνταῦθα γυμνὸν σῶμα θεὶς πορπαμάτων
960 πρὸς οὐδέν᾽ ἡμιλλᾶτο κἀκηρύσσετο
αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ καλλίνικος οὐδενός,
ἀκοὴν ὑπειπών. δεινὰ δ᾽ Εὐρυσθεῖ βρέμων
ἦν ἐν Μυκήναις τῶι λόγωι. πατὴρ δέ νιν
θιγὼν κραταιᾶς χειρὸς ἐννέπει τάδε·
965 Ὦ παῖ, τί πάσχεις; τίς ὁ τρόπος ξενώσεως
τῆσδ᾽; οὔ τί που φόνος σ᾽ ἐβάκχευσεν νεκρῶν
οὓς ἄρτι καίνεις; ὁ δέ νιν Εὐρυσθέως δοκῶν
πατέρα προταρβοῦνθ᾽ ἱκέσιον ψαύειν χερὸς
ὠθεῖ, φαρέτραν δ᾽ εὐτρεπῆ σκευάζεται
970 καὶ τόξ᾽ ἑαυτοῦ παισί, τοὺς Εὐρυσθέως
δοκῶν φονεύειν. οἱ δὲ ταρβοῦντες φόβωι
ὤρουον ἄλλος ἄλλοσ᾽, ἐς πέπλους ὁ μὲν
μητρὸς ταλαίνης, ὁ δ᾽ ὑπὸ κίονος σκιάν,
ἄλλος δὲ βωμὸν ὄρνις ὣς ἔπτηξ᾽ ὕπο.
975 βοᾶι δὲ μήτηρ· Ὦ τεκών, τί δρᾶις; τέκνα
κτείνεις; βοᾶι δὲ πρέσβυς οἰκετῶν τ᾽ ὄχλος.
ὁ δ᾽ ἐξελίσσων παῖδα κίονος κύκλωι
τόρνευμα δεινὸν ποδός, ἐναντίον σταθεὶς
βάλλει πρὸς ἧπαρ· ὕπτιος δὲ λαΐνους
980 ὀρθοστάτας ἔδευσεν ἐκπνέων βίον.
***
950 Κι οι άλλοι αίσθημα είχανε διπλό, γέλιου και φόβου.
Κι έλεγαν έτσι, πιάνοντας ο ένας τον άλλον·
«μας περιπαίζει ο αφέντης μας ή μην τρελάθη;»
Κι εκείνος πηγαινοέρχονταν μέσα στο σπίτι
και πέφτοντας στον ανδρωνίτην, αφού μπήκε
μέσα, στην πόλην έλεγε του Νίσου που ήρθε.
Και πέφτοντας στο πάτωμα, όπως ήταν, γλέντι
ετοίμαζε. Κι αφού έτσι στάθηκε λιγάκι,
στου Ισθμού πως έφτασ᾽, έλεγε, τους χλωρούς κάμπους.
Και τότε ξεκουμπώνοντας γυμνό το σώμα
960 μονάχος, δίχως να παλεύει με κανένα,
καλλίνικον εκήρυττε τον εαυτό του,
δίχως να ειπεί όνομα κανένα. Και βλαστημώντας
τον Ευρυσθέα, έδειχνε πως ήρθε στις Μυκήνες
με τα λεγόμενά του. Και τότε απ᾽ το χέρι
το δυνατό ο πατέρας πιάνοντάς τον του ᾽πε·
«παιδί μου, τί έχεις; τί παράξενα είναι τούτα;
Μη των νεκρών σ᾽ εβάκχεψεν ο φόνος, όπου
προ ολίγου σκότωσες;». Όμως θαρρώντας κείνος
ότι τον πιάνει από το χέρι τρομαγμένος
παρακαλώντας ο πατέρας του Ευρυσθέα,
σπρώχνει τον και καλά ετοιμάζει τη φαρέτρα
970 και τα τόξα στα παιδιά του ενάντια, θαρρώντας
ότι σκοτώνει του Ευρυσθέα. Κι αυτά σκιασμένα
έφευγαν όπου τύχαινε, και το ᾽να μέσα
στην ποδιά ζάρωσε της δύστυχής του μάνας,
τ᾽ άλλο στον ίσκιο της κολόνας και το τρίτο
σαν το πουλί στον βωμό κάτου. Ξεφωνίζει
τότε η μητέρα· «ωιμέ, τί κάμνεις, ω γονιέ τους;
σκοτώνεις τα παιδιά σου;». Κι όμοια ξεφωνίζει
ο γέροντας κι όλη των σκλάβων η πληθούρα.
Κι εκείνος κλώθοντας τριγύρω στην κολόνα
το παιδί του σε κυνήγι ολέθριο, μπροστά του
στέκοντας το χτυπά στο σκώτι· και τους στύλους
980 έβρεξε, ανάσκελα το μαύρο ξεψυχώντας
καί τις τόδ᾽ εἶπεν, ἄλλος εἰς ἄλλον δρακών·
Παίζει πρὸς ἡμᾶς δεσπότης ἢ μαίνεται;
ὁ δ᾽ εἷρπ᾽ ἄνω τε καὶ κάτω κατὰ στέγας,
μέσον δ᾽ ἐς ἀνδρῶν᾽ ἐσπεσὼν Νίσου πόλιν
955 ἥκειν ἔφασκε, δωμάτων τ᾽ ἔσω βεβὼς
κλιθεὶς ἐς οὖδας ὡς ἔχει σκευάζεται
θοίνην. διελθὼν δ᾽ ὡς βραχὺν χρόνον μονῆς
Ἰσθμοῦ ναπαίας ἔλεγε προσβαίνειν πλάκας.
κἀνταῦθα γυμνὸν σῶμα θεὶς πορπαμάτων
960 πρὸς οὐδέν᾽ ἡμιλλᾶτο κἀκηρύσσετο
αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ καλλίνικος οὐδενός,
ἀκοὴν ὑπειπών. δεινὰ δ᾽ Εὐρυσθεῖ βρέμων
ἦν ἐν Μυκήναις τῶι λόγωι. πατὴρ δέ νιν
θιγὼν κραταιᾶς χειρὸς ἐννέπει τάδε·
965 Ὦ παῖ, τί πάσχεις; τίς ὁ τρόπος ξενώσεως
τῆσδ᾽; οὔ τί που φόνος σ᾽ ἐβάκχευσεν νεκρῶν
οὓς ἄρτι καίνεις; ὁ δέ νιν Εὐρυσθέως δοκῶν
πατέρα προταρβοῦνθ᾽ ἱκέσιον ψαύειν χερὸς
ὠθεῖ, φαρέτραν δ᾽ εὐτρεπῆ σκευάζεται
970 καὶ τόξ᾽ ἑαυτοῦ παισί, τοὺς Εὐρυσθέως
δοκῶν φονεύειν. οἱ δὲ ταρβοῦντες φόβωι
ὤρουον ἄλλος ἄλλοσ᾽, ἐς πέπλους ὁ μὲν
μητρὸς ταλαίνης, ὁ δ᾽ ὑπὸ κίονος σκιάν,
ἄλλος δὲ βωμὸν ὄρνις ὣς ἔπτηξ᾽ ὕπο.
975 βοᾶι δὲ μήτηρ· Ὦ τεκών, τί δρᾶις; τέκνα
κτείνεις; βοᾶι δὲ πρέσβυς οἰκετῶν τ᾽ ὄχλος.
ὁ δ᾽ ἐξελίσσων παῖδα κίονος κύκλωι
τόρνευμα δεινὸν ποδός, ἐναντίον σταθεὶς
βάλλει πρὸς ἧπαρ· ὕπτιος δὲ λαΐνους
980 ὀρθοστάτας ἔδευσεν ἐκπνέων βίον.
***
950 Κι οι άλλοι αίσθημα είχανε διπλό, γέλιου και φόβου.
Κι έλεγαν έτσι, πιάνοντας ο ένας τον άλλον·
«μας περιπαίζει ο αφέντης μας ή μην τρελάθη;»
Κι εκείνος πηγαινοέρχονταν μέσα στο σπίτι
και πέφτοντας στον ανδρωνίτην, αφού μπήκε
μέσα, στην πόλην έλεγε του Νίσου που ήρθε.
Και πέφτοντας στο πάτωμα, όπως ήταν, γλέντι
ετοίμαζε. Κι αφού έτσι στάθηκε λιγάκι,
στου Ισθμού πως έφτασ᾽, έλεγε, τους χλωρούς κάμπους.
Και τότε ξεκουμπώνοντας γυμνό το σώμα
960 μονάχος, δίχως να παλεύει με κανένα,
καλλίνικον εκήρυττε τον εαυτό του,
δίχως να ειπεί όνομα κανένα. Και βλαστημώντας
τον Ευρυσθέα, έδειχνε πως ήρθε στις Μυκήνες
με τα λεγόμενά του. Και τότε απ᾽ το χέρι
το δυνατό ο πατέρας πιάνοντάς τον του ᾽πε·
«παιδί μου, τί έχεις; τί παράξενα είναι τούτα;
Μη των νεκρών σ᾽ εβάκχεψεν ο φόνος, όπου
προ ολίγου σκότωσες;». Όμως θαρρώντας κείνος
ότι τον πιάνει από το χέρι τρομαγμένος
παρακαλώντας ο πατέρας του Ευρυσθέα,
σπρώχνει τον και καλά ετοιμάζει τη φαρέτρα
970 και τα τόξα στα παιδιά του ενάντια, θαρρώντας
ότι σκοτώνει του Ευρυσθέα. Κι αυτά σκιασμένα
έφευγαν όπου τύχαινε, και το ᾽να μέσα
στην ποδιά ζάρωσε της δύστυχής του μάνας,
τ᾽ άλλο στον ίσκιο της κολόνας και το τρίτο
σαν το πουλί στον βωμό κάτου. Ξεφωνίζει
τότε η μητέρα· «ωιμέ, τί κάμνεις, ω γονιέ τους;
σκοτώνεις τα παιδιά σου;». Κι όμοια ξεφωνίζει
ο γέροντας κι όλη των σκλάβων η πληθούρα.
Κι εκείνος κλώθοντας τριγύρω στην κολόνα
το παιδί του σε κυνήγι ολέθριο, μπροστά του
στέκοντας το χτυπά στο σκώτι· και τους στύλους
980 έβρεξε, ανάσκελα το μαύρο ξεψυχώντας