ΧΟ. καὶ μὴν ὅδ᾽ ἄναξ ἤδη φοράδην
Δελφίδος ἐκ γῆς δῶμα πελάζει.
τλήμων ὁ παθών, τλήμων δέ, γέρον,
καὶ σύ· δέχῃ γὰρ τὸν Ἀχίλλειον
1170 σκύμνον ἐς οἴκους οὐχ ὡς σὺ θέλεις·
αὐτὸς δὲ κακοῖς πήμασι κύρσας
εἰς ἓν μοίρας συνέκυρσας.
ΠΗ. ὤμοι ἐγώ, κακὸν οἷον ὁρῶ τόδε [στρ. α]
καὶ δέχομαι χερὶ δώμασί θ᾽ ἁμοῖς.
1175 ἰώ μοί μοι, αἰαῖ, ὦ πόλι
Θεσσαλία, διολώλαμεν, οἰχόμεθ᾽·
οὐκέτι μοι γένος, οὐκέτι μοι τέκνα
λείπεται οἴκοις.
ὦ σχέτλιος παθέων ἐγώ· ἐς τίνα
1180 δὴ φίλον αὐγὰς βαλὼν τέρψομαι;
ὦ φίλιον στόμα καὶ γένυ καὶ χέρες,
εἴθε σ᾽ ὑπ᾽ Ἰλίῳ ἤναρε δαίμων
Σιμοεντίδα παρ᾽ ἀκτάν.
ΧΟ. οὗτός τ᾽ ἂν ὡς ἐκ τῶνδ᾽ ἐτιμᾶτ᾽ ἄν, γέρον,
1185 θανών, τὸ σὸν δ᾽ ἦν ὧδ᾽ ἂν εὐτυχέστερον.
ΠΗ. ὦ γάμος, ὦ γάμος, ὃς τάδε δώματα [ἀντ. α]
καὶ πόλιν ὤλεσας ‹ὤλεσας› ἁμάν·
αἰαῖ αἰαῖ ἒ ἔ· ὦ παῖ,
μήποτε σῶν λεχέων τὸ δυσώνυμον
1190 ὤφελ᾽ ἐμὸν γένος ἐς τέκνα καὶ δόμον
ἀμφιβαλέσθαι
Ἑρμιόνας Ἀίδαν ἐπὶ σοί, τέκνον,
ἀλλὰ κεραυνῷ πρόσθεν ὀλέσθαι·
μηδ᾽ ἐπὶ τοξοσύνᾳ φονίῳ πατρὸς
1195 αἷμα τὸ διογενές ποτε Φοῖβον
βροτὸς ἐς θεὸν ἀνάψαι.
ΧΟ. ὀττοτοτοτοῖ, θανόντα δεσπόταν γόοις [στρ. β]
νόμῳ τῷ νερτέρων κατάρξω.
1200 ΠΗ. ὀττοτοτοτοῖ, διάδοχα δ᾽ ὁ τάλας ἐγὼ
γέρων καὶ δυστυχὴς δακρύω.
ΧΟ. θεοῦ γὰρ αἶσα, θεὸς ἔκρανε συμφοράν.
1205 ΠΗ. ὦ φίλος, δόμον ἔλιπες ἔρημον,
[ὤμοι μοι, ταλαίπωρον ἐμὲ]
γέροντ᾽ ἄπαιδα νοσφίσας.
ΧΟ. θανεῖν θανεῖν σε, πρέσβυ, χρῆν πάρος τέκνων.
ΠΗ. οὐ σπαράξομαι κόμαν,
1210 οὐκ ἐμῷ ᾽πιθήσομαι
κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν; ὦ πόλις,
διπλῶν τέκνων μ᾽ ἐστέρησε Φοῖβος.
ΧΟ. ὦ κακὰ παθὼν ἰδών τε δυστυχὴς γέρον, [αντ. β]
1215 τίν᾽ αἰῶν᾽ ἐς τὸ λοιπὸν ἕξεις;
ΠΗ. ἄτεκνος ἔρημος, οὐκ ἔχων πέρας κακῶν
διαντλήσω πόνους ἐς Ἅιδαν.
ΧΟ. μάτην δέ σ᾽ ἐν γάμοισιν ὤλβισαν θεοί.
ΠΗ. ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα κεῖται
1220 κόμπων μεταρσίων πρόσω.
ΧΟ. μόνος μόνοισιν ἐν δόμοις ἀναστρέφῃ.
ΠΗ. οὔτε μοι πόλις πόλις,
σκῆπτρά τ᾽ ἐρρέτω τάδε [ἐπὶ γαῖαν,]
σύ τ᾽, ὦ κατ᾽ ἄντρα νύχια Νηρέως κόρα,
1225 πανώλεθρόν μ᾽ ὄψεαι πίτνοντα [πρὸς γᾶν].
ΧΟ. ἰὼ ἰώ·
τί κεκίνηται; τίνος αἰσθάνομαι
θείου; κοῦραι, λεύσσετ᾽ ἀθρήσατε·
δαίμων ὅδε τις λευκὴν αἰθέρα
πορθμευόμενος τῶν ἱπποβότων
1230 Φθίας πεδίων ἐπιβαίνει.
***
ΧΟΡΟΣ
Μα νά που φέρνουν σηκωτό τον βασιλιά μας
από τη Δελφική τη χώρα στο παλάτι του.
Δυστυχισμένο το θύμα, δύστυχος κι εσύ,
γέροντά μου, που δέχτηκες στο σπίτι σου
1170 όχι όπως ήθελες το τέκνο του Αχιλλέα.
Η μοίρα σάς εχτύπησε κι αυτόνε
και σένα μαζί.
ΠΗΛΕΑΣ
Αλίμονό μου. Τί κακό θωρούν τα μάτια μου
και δέχομαι στα χέρια και στο σπίτι μου.
Αλίμονο, πολίτες Θεσσαλοί,
είμαι χαμένος, πεθαίνω.
Έσβησε πια η γενιά μου, αφού δεν έχω
στο σπίτι μου παιδιά.
Ω, άμοιρος εγώ, με τα πάθη μου.
Σε ποιόν δικό μου ρίχνοντας τα μάτια
1180 θα νιώσω τη χαρά;
Ω αγαπημένο στόμα
και πρόσωπο και χέρια.
Καλύτερα θα ᾽τανε
να σε σκότωνε η μοίρα
κάτω απ᾽ το Ίλιο
στην ακροποταμιά του Σιμόη.
ΧΟΡΟΣ
Τότε, κι ο θάνατός του θα ᾽τανε πιο δοξασμένος
μα κι η δική σου τύχη, γέροντα, καλύτερη.
ΠΗΛΕΑΣ
Ω, αυτός ο γάμος, που τούτο το σπίτι
και τη χώρα μου ρήμαξε.
Αλίμονο, αλίμονο, γιε μου.
Κάλλιο η γενιά μου να μην έπαιρνε ποτέ,
1190 για ν᾽ αποχτήσει σπιτικό και τέκνα,
την ξορκισμένη Ερμιόνη,
αυτήν που γίνηκε για σένα Χάροντας.
Αστροπελέκι να τη σκότωνε πρωτύτερα.
Μήτε κι εσύ, θνητός,
να ᾽ριχνες κατηγόρια στον Απόλλωνα,
από αφορμή τη φονική σαϊτιά,
που σκότωσε
τον θεογέννητο πατέρα σου.
ΧΟΡΟΣ
Αλίμονο, τον πεθαμένο βασιλιά μου θα μοιρολογήσω,
όπως η τάξη ορίζει των νεκρών.
ΠΗΛΕΑΣ
1200 Αλίμονο, με τη σειρά μου θα τον κλαίω κι εγώ,
δύστυχος γέροντας που τέτοια μού έλαχε μοίρα.
ΧΟΡΟΣ
Από θεού ήταν η μοίρα σου και η συμφορά σου.
ΠΗΛΕΑΣ
Έρημο αφήνεις το σπίτι σου, ακριβέ μου,
κι ορφανεμένα από παιδιά τα γερατειά μου.
ΧΟΡΟΣ
Κάλλιο να πέθαινες, ω γέροντα, πριν απ᾽ τα τέκνα σου.
ΠΗΛΕΑΣ
1210 Να ξεριζώσω τα μαλλιά μου, να χτυπήσω
με τα δυο χέρια το κεφάλι μου ως τον θάνατο;
Καλοί μου πατριώτες,
μου εστέρησε ο Απόλλων και τα δυο παιδιά.
ΧΟΡΟΣ
Δύστυχε γέρο, που είδες κι έπαθες τόσα κακά,
ποιά είν᾽ η ζωή που σου μέλλεται από δω και πέρα;
ΠΗΛΕΑΣ
Άτεκνος, έρημος, με τις πίκρες ατέλειωτες,
θα πίνω τα φαρμάκια μου ώσπου να πάω στον Άδη.
ΧΟΡΟΣ
Του κάκου σ᾽ ευλογήσανε οι θεοί στους γάμους σου.
ΠΗΛΕΑΣ
Όλα πετάξανε, όλα πήγαν χαμένα
1220 όσα με κάνανε περήφανο.
ΧΟΡΟΣ
Έρημος, σ᾽ έρημα παλάτια τριγυρίζεις.
ΠΗΛΕΑΣ
Πατρίδα δεν υπάρχει πια για μένα
και το σκήπτρο ας μου λείπει.
(Πετάει το σκήπτρο.)
Σ᾽ εσένανε μιλάω, κόρη του Νηρέα,
που κατοικείς σε σπήλαια σκοτεινά,
κοίτα με που κυλιέμαι, ο δύστυχος, στο χώμα.
ΧΟΡΟΣ
Ω, ω! Κάτι σα να σαλεύει.
Κάποιος θεός θα φανεί;
Κοιτάξτε, κοπέλες μου. Ναι,
κάποιος θεός διαβαίνει τον λευκόν αιθέρα
κατεβαίνοντας
1230 στης Φθίας τ᾽ αλογοτρόφα λιβάδια.
Δελφίδος ἐκ γῆς δῶμα πελάζει.
τλήμων ὁ παθών, τλήμων δέ, γέρον,
καὶ σύ· δέχῃ γὰρ τὸν Ἀχίλλειον
1170 σκύμνον ἐς οἴκους οὐχ ὡς σὺ θέλεις·
αὐτὸς δὲ κακοῖς πήμασι κύρσας
εἰς ἓν μοίρας συνέκυρσας.
ΠΗ. ὤμοι ἐγώ, κακὸν οἷον ὁρῶ τόδε [στρ. α]
καὶ δέχομαι χερὶ δώμασί θ᾽ ἁμοῖς.
1175 ἰώ μοί μοι, αἰαῖ, ὦ πόλι
Θεσσαλία, διολώλαμεν, οἰχόμεθ᾽·
οὐκέτι μοι γένος, οὐκέτι μοι τέκνα
λείπεται οἴκοις.
ὦ σχέτλιος παθέων ἐγώ· ἐς τίνα
1180 δὴ φίλον αὐγὰς βαλὼν τέρψομαι;
ὦ φίλιον στόμα καὶ γένυ καὶ χέρες,
εἴθε σ᾽ ὑπ᾽ Ἰλίῳ ἤναρε δαίμων
Σιμοεντίδα παρ᾽ ἀκτάν.
ΧΟ. οὗτός τ᾽ ἂν ὡς ἐκ τῶνδ᾽ ἐτιμᾶτ᾽ ἄν, γέρον,
1185 θανών, τὸ σὸν δ᾽ ἦν ὧδ᾽ ἂν εὐτυχέστερον.
ΠΗ. ὦ γάμος, ὦ γάμος, ὃς τάδε δώματα [ἀντ. α]
καὶ πόλιν ὤλεσας ‹ὤλεσας› ἁμάν·
αἰαῖ αἰαῖ ἒ ἔ· ὦ παῖ,
μήποτε σῶν λεχέων τὸ δυσώνυμον
1190 ὤφελ᾽ ἐμὸν γένος ἐς τέκνα καὶ δόμον
ἀμφιβαλέσθαι
Ἑρμιόνας Ἀίδαν ἐπὶ σοί, τέκνον,
ἀλλὰ κεραυνῷ πρόσθεν ὀλέσθαι·
μηδ᾽ ἐπὶ τοξοσύνᾳ φονίῳ πατρὸς
1195 αἷμα τὸ διογενές ποτε Φοῖβον
βροτὸς ἐς θεὸν ἀνάψαι.
ΧΟ. ὀττοτοτοτοῖ, θανόντα δεσπόταν γόοις [στρ. β]
νόμῳ τῷ νερτέρων κατάρξω.
1200 ΠΗ. ὀττοτοτοτοῖ, διάδοχα δ᾽ ὁ τάλας ἐγὼ
γέρων καὶ δυστυχὴς δακρύω.
ΧΟ. θεοῦ γὰρ αἶσα, θεὸς ἔκρανε συμφοράν.
1205 ΠΗ. ὦ φίλος, δόμον ἔλιπες ἔρημον,
[ὤμοι μοι, ταλαίπωρον ἐμὲ]
γέροντ᾽ ἄπαιδα νοσφίσας.
ΧΟ. θανεῖν θανεῖν σε, πρέσβυ, χρῆν πάρος τέκνων.
ΠΗ. οὐ σπαράξομαι κόμαν,
1210 οὐκ ἐμῷ ᾽πιθήσομαι
κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν; ὦ πόλις,
διπλῶν τέκνων μ᾽ ἐστέρησε Φοῖβος.
ΧΟ. ὦ κακὰ παθὼν ἰδών τε δυστυχὴς γέρον, [αντ. β]
1215 τίν᾽ αἰῶν᾽ ἐς τὸ λοιπὸν ἕξεις;
ΠΗ. ἄτεκνος ἔρημος, οὐκ ἔχων πέρας κακῶν
διαντλήσω πόνους ἐς Ἅιδαν.
ΧΟ. μάτην δέ σ᾽ ἐν γάμοισιν ὤλβισαν θεοί.
ΠΗ. ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα κεῖται
1220 κόμπων μεταρσίων πρόσω.
ΧΟ. μόνος μόνοισιν ἐν δόμοις ἀναστρέφῃ.
ΠΗ. οὔτε μοι πόλις πόλις,
σκῆπτρά τ᾽ ἐρρέτω τάδε [ἐπὶ γαῖαν,]
σύ τ᾽, ὦ κατ᾽ ἄντρα νύχια Νηρέως κόρα,
1225 πανώλεθρόν μ᾽ ὄψεαι πίτνοντα [πρὸς γᾶν].
ΧΟ. ἰὼ ἰώ·
τί κεκίνηται; τίνος αἰσθάνομαι
θείου; κοῦραι, λεύσσετ᾽ ἀθρήσατε·
δαίμων ὅδε τις λευκὴν αἰθέρα
πορθμευόμενος τῶν ἱπποβότων
1230 Φθίας πεδίων ἐπιβαίνει.
***
ΧΟΡΟΣ
Μα νά που φέρνουν σηκωτό τον βασιλιά μας
από τη Δελφική τη χώρα στο παλάτι του.
Δυστυχισμένο το θύμα, δύστυχος κι εσύ,
γέροντά μου, που δέχτηκες στο σπίτι σου
1170 όχι όπως ήθελες το τέκνο του Αχιλλέα.
Η μοίρα σάς εχτύπησε κι αυτόνε
και σένα μαζί.
ΠΗΛΕΑΣ
Αλίμονό μου. Τί κακό θωρούν τα μάτια μου
και δέχομαι στα χέρια και στο σπίτι μου.
Αλίμονο, πολίτες Θεσσαλοί,
είμαι χαμένος, πεθαίνω.
Έσβησε πια η γενιά μου, αφού δεν έχω
στο σπίτι μου παιδιά.
Ω, άμοιρος εγώ, με τα πάθη μου.
Σε ποιόν δικό μου ρίχνοντας τα μάτια
1180 θα νιώσω τη χαρά;
Ω αγαπημένο στόμα
και πρόσωπο και χέρια.
Καλύτερα θα ᾽τανε
να σε σκότωνε η μοίρα
κάτω απ᾽ το Ίλιο
στην ακροποταμιά του Σιμόη.
ΧΟΡΟΣ
Τότε, κι ο θάνατός του θα ᾽τανε πιο δοξασμένος
μα κι η δική σου τύχη, γέροντα, καλύτερη.
ΠΗΛΕΑΣ
Ω, αυτός ο γάμος, που τούτο το σπίτι
και τη χώρα μου ρήμαξε.
Αλίμονο, αλίμονο, γιε μου.
Κάλλιο η γενιά μου να μην έπαιρνε ποτέ,
1190 για ν᾽ αποχτήσει σπιτικό και τέκνα,
την ξορκισμένη Ερμιόνη,
αυτήν που γίνηκε για σένα Χάροντας.
Αστροπελέκι να τη σκότωνε πρωτύτερα.
Μήτε κι εσύ, θνητός,
να ᾽ριχνες κατηγόρια στον Απόλλωνα,
από αφορμή τη φονική σαϊτιά,
που σκότωσε
τον θεογέννητο πατέρα σου.
ΧΟΡΟΣ
Αλίμονο, τον πεθαμένο βασιλιά μου θα μοιρολογήσω,
όπως η τάξη ορίζει των νεκρών.
ΠΗΛΕΑΣ
1200 Αλίμονο, με τη σειρά μου θα τον κλαίω κι εγώ,
δύστυχος γέροντας που τέτοια μού έλαχε μοίρα.
ΧΟΡΟΣ
Από θεού ήταν η μοίρα σου και η συμφορά σου.
ΠΗΛΕΑΣ
Έρημο αφήνεις το σπίτι σου, ακριβέ μου,
κι ορφανεμένα από παιδιά τα γερατειά μου.
ΧΟΡΟΣ
Κάλλιο να πέθαινες, ω γέροντα, πριν απ᾽ τα τέκνα σου.
ΠΗΛΕΑΣ
1210 Να ξεριζώσω τα μαλλιά μου, να χτυπήσω
με τα δυο χέρια το κεφάλι μου ως τον θάνατο;
Καλοί μου πατριώτες,
μου εστέρησε ο Απόλλων και τα δυο παιδιά.
ΧΟΡΟΣ
Δύστυχε γέρο, που είδες κι έπαθες τόσα κακά,
ποιά είν᾽ η ζωή που σου μέλλεται από δω και πέρα;
ΠΗΛΕΑΣ
Άτεκνος, έρημος, με τις πίκρες ατέλειωτες,
θα πίνω τα φαρμάκια μου ώσπου να πάω στον Άδη.
ΧΟΡΟΣ
Του κάκου σ᾽ ευλογήσανε οι θεοί στους γάμους σου.
ΠΗΛΕΑΣ
Όλα πετάξανε, όλα πήγαν χαμένα
1220 όσα με κάνανε περήφανο.
ΧΟΡΟΣ
Έρημος, σ᾽ έρημα παλάτια τριγυρίζεις.
ΠΗΛΕΑΣ
Πατρίδα δεν υπάρχει πια για μένα
και το σκήπτρο ας μου λείπει.
(Πετάει το σκήπτρο.)
Σ᾽ εσένανε μιλάω, κόρη του Νηρέα,
που κατοικείς σε σπήλαια σκοτεινά,
κοίτα με που κυλιέμαι, ο δύστυχος, στο χώμα.
ΧΟΡΟΣ
Ω, ω! Κάτι σα να σαλεύει.
Κάποιος θεός θα φανεί;
Κοιτάξτε, κοπέλες μου. Ναι,
κάποιος θεός διαβαίνει τον λευκόν αιθέρα
κατεβαίνοντας
1230 στης Φθίας τ᾽ αλογοτρόφα λιβάδια.