Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια 11. Έννοιες και αρχές

11.1. Πλαίσιο και συμφραζόμενα


Το συναρπαστικό ενδιαφέρον και οι συνεχείς προβληματισμοί που προκαλεί η ανάγνωση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας οφείλονται, εκτός των άλλων, στο ότι ο κόσμος στον οποίο αναφέρονται είναι εξαιρετικά ευμετάβλητος, συχνά αντιφατικός, οικείος και συνάμα ανοίκειος. Κυριαρχείται, για παράδειγμα, από υπερφυσικές δυνάμεις, κυρίως από τους ανθρωπόμορφους ολύμπιους θεούς, οι οποίοι, όταν δεν καβγαδίζουν μεταξύ τους και δεν εξαπατούν ο ένας τον άλλον, άλλοτε βλάπτουν όσους δεν συμπαθούν, άλλοτε δεν είναι σε θέση, παρά την παντοδυναμία τους, να σώσουν τους προστατευόμενούς τους θνητούς και άλλοτε επιβάλλουν ένα, προσωρινό έστω, καθεστώς τάξης και δικαιοσύνης. Από την άλλη, οι θνητοί δεν είναι κοινοί άνθρωποι αλλά ήρωες. Συγκρίνονται με τους θεούς, αλληλοσφάζονται «για μιαν Ελένη», αρνούνται να πολεμήσουν όταν τους παίρνουν τα λάφυρά τους (παράδειγμα ο Αχιλλέας), ενώ χρησιμοποιούν τον δόλο και την πανουργία για να επιβιώσουν (παράδειγμα ο Οδυσσέας). Σε άλλες περιπτώσεις όμως ξέρουν τι θα πει ανδρεία, φιλία, τιμή και σεβασμός στον άλλον, και, παρά τη συχνά υπερβολική τους συμπεριφορά, έχουν επίγνωση της θνητότητάς τους.

Ο ρευστός κόσμος που αναπαριστάνεται στα δύο ομηρικά έπη επηρεάζεται και εξαρτάται από δύο κυρίως συντελεστές. Πρώτα από τις συμβάσεις του λογοτεχνικού γένους στο οποίο η Ιλιάδα και η Οδύσσεια ανήκουν. Ύστερα από τις σχέσεις των δύο ομηρικών επών με την ιστορική πραγματικότητα στην οποία έμμεσα τουλάχιστον αναφέρονται. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια ανήκουν στο γένος της αρχαϊκής επικής ποίησης. Ο σχηματισμός τους προϋποθέτει τη μακρόχρονη εξέλιξη της προφορικής παράδοσης, η οποία συνέβαλε καθοριστικά στη σύνθεση των δύο επών, με την καθοριστική μεσολάβηση και της γραφής που τοποθετείται γύρω στο δεύτερο μισό του 8ου αι. π.Χ. Αναπόφευκτα, ο παραδοσιακός χαρακτήρας των ομηρικών επών επέτρεψε τη συντήρηση αναχρονισμών: αντιλήψεων, δηλαδή, και δοξασιών που δεν συμφωνούν με το πνεύμα της εποχής του ποιητή. Ωστόσο, τα κάθε λογής παραδοσιακά στοιχεία (μορφικά ή θεματικά) δεν μεταφέρθηκαν μηχανιστικά μέσα στο έργο του ποιητή, αλλά μεταπλάστηκαν με τέτοιον τρόπο, ώστε να συμβάλλουν στη δημιουργία μιας νέας ποιητικής σύνθεσης, η οποία απέκτησε προοδευτικά πανελλήνια εμβέλεια και διαχρονικό χαρακτήρα.

Και τα δύο ομηρικά έπη ως λογοτεχνικά έργα απεικονίζουν έναν ποιητικό, πεποιημένο κόσμο. Ο Όμηρος δεν αποσκοπούσε να περιγράψει ως ιστορικός την ίδια τη ζωή, αλλά να εκφράσει ως ποιητής την άποψή του για τη ζωή, ανταποκρινόμενος καταρχήν στις προσδοκίες του ακροατηρίου της εποχής του. Γι᾽ αυτό η Ιλιάδα και η Οδύσσεια δεν είναι δυνατόν να ταυτιστούν με μία, πραγματική και μοναδική, περίοδο της αρχαιοελληνικής ιστορίας ούτε με κάποιο συγκεκριμένο τύπο κοινωνικής οργάνωσης, ο οποίος να διέπεται από ενότητα αντιλήψεων και αξιών (πολιτικών, ιδεολογικών, θρησκευτικών). Κι όμως, όπως κάθε λογοτεχνικό έργο, έτσι και η Ιλιάδα και η Οδύσσεια δεν μηδενίζουν ολότελα τη σχέση τους με την ιστορική πραγματικότητα, αλλά αναφέρονται σ᾽ αυτήν έμμεσα. Ο ποιητής χειρίζεται το υλικό του επιλέγοντας, διογκώνοντας ή και παραμορφώνοντας στοιχεία που προέρχονται: σε μικρότερο ποσοστό από το απόμακρο, ένδοξο παρελθόν της μυκηναϊκής εποχής (πριν δηλαδή από τα τέλη του 12ου αι. π.Χ.) και σε πολύ μεγαλύτερο από την περίοδο των λεγόμενων «σκοτεινών χρόνων» (1100-800 π.Χ.). Από την εποχή αυτή και εξής, με χρονικό σημείο κορύφωσης τον 8ο αι. π.Χ., συμβαίνουν ραγδαίες, κοινωνικές και πολιτισμικές, αλλαγές: αύξηση του πληθυσμού και έλλειψη της καλλιεργήσιμης γης (που προκαλούν αλλαγές στις κοινωνικές δομές και πολεμικές συγκρούσεις)· συγχώνευση μετακινούμενων πληθυσμών· εξάπλωση του ελληνισμού στη Μεσόγειο· ακμή της τέχνης και διαμεσολάβηση μιας καινούργιας γραφής· εξάπλωση της φήμης των πανελλήνιων ιερών· ολυμπιακοί αγώνες. Οι αλλαγές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα το παλιό και το νέο να επικαλύπτονται στη μνήμη και στις εμπειρίες των ανθρώπων. Έτσι, ο ποιητής είχε τη δυνατότητα να αγνοεί τις πιο πρόσφατες εξελίξεις και να προσδίδει στον κόσμο που αναπαριστούσε στα έπη του αρχαϊστικές αποχρώσεις. Μπορούσε ακόμη να συνδυάζει τα παραδοσιακά στοιχεία με πιο πρόσφατα, της εποχής του, και να γίνεται, παρά ταύτα, κατανοητός από το ακροατήριό του.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός Ι. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

1. Πόλεις και αποικίες

1.1. Την πόλη περιβάλλουν πυργωμένα τείχη


Ο Όμηρος περιγράφει την πόλη των Φαιάκων στο όριο του πραγματικού και του φανταστικού· πλησιέστερα στο φανταστικό. Την αποκαλεί Σχερία, παρόλο που προτιμά να κάνει λόγο για τους κατοίκους της ή για τον δήμο των Φαιάκων. Εξηγεί ότι οι Φαίακες κατοικούσαν κάποτε κοντά στους Κύκλωπες, αλλά επειδή, ισχυρότεροι εκείνοι, τους έβλαπταν συχνά, ξεσπιτώθηκαν και αναζήτησαν νέο τόπο, παράμερα από τους άλλους, στο έσχατο όριο του πολυκύμαντου πελάγους.

Η Σχερία περιλάμβανε το άστυ και την ύπαιθρο χώρα. Διάσπαρτοι, δέσποζαν ναοί των θεών. Το άστυ βρισκόταν σε ύψωμα, κυκλωμένο από μακρύ και ψηλό τείχος. Εκεί κατοικούσαν οι άρχοντες, αλλά και οι περισσότεροι απλοί κάτοικοι. Κάπου στο κέντρο του, πλάι στον ναό του Ποσειδώνα, ήταν η πλακόστρωτη αγορά. Από τις δυο πλευρές του σχηματίζονταν λιμάνια, όπου άραζαν τα καράβια, ανάλογα με τον καιρό. Ένας δρόμος οδηγούσε έξω από το τείχος. Πρώτο διακρινόταν το άλσος της Αθηνάς, με την κρήνη του και ολόγυρα λιβάδι. Παραδίπλα το τέμενος του βασιλιά Αλκίνοου: ένα καταπράσινο περιβόλι. Η ύπαιθρος χώρα ήταν μοιρασμένη σε ιδιοκτησίες, με χωράφια και καλλιεργημένα κτήματα. Τα βοσκοτόπια παρέμεναν μάλλον κοινόχρηστα. Ένας ποταμός πότιζε τη γη και χυνόταν στη θάλασσα.

Την εξουσία στην πόλη κατείχε ο Αλκίνοος με αξίωμα κληρονομικό. Το αρχοντικό του ήταν λαμπρό, γειτόνευε ωστόσο με τις οικίες άλλων επιφανών ανδρών. Όλοι μαζί οι Φαίακες αποτελούσαν τον δήμο. Ξεχώριζαν οι αριστοκράτες ή ευγενείς - ο ποιητής τούς αποκαλεί βασιλῆας, δηλαδή «βασιλιάδες». Συμμετείχαν στη βουλή και συσκέπτονταν με τον Αλκίνοο για τα σοβαρά θέματα. Οι υπόλοιποι κάτοικοι ασχολούνταν με τα καθημερινά τους έργα. Όσοι δεν καλλιεργούσαν τη γη ήταν ναυτικοί. Αν χρειαζόταν θα έπαιρναν τα όπλα. Στο νοικοκυριό του Αλκίνοου (ασφαλώς και σε άλλα αρχοντικά) υπήρχαν αρκετοί δούλοι (ο ποιητής τούς αποκαλεί δμῶας) και δούλες (δμωαί αλλά και ἀμφίπολοι). Ακόμη και στην απομονωμένη Σχερία κατέφθαναν κάποτε περαστικοί ξένοι. Ορισμένοι, όπως ο Οδυσσέας, επειδή είχαν χάσει τον δρόμο τους· άλλοι για να εμπορευτούν. Στις κοινωνίες της εποχής πλέον ευπρόσδεκτοι ήταν αυτοί που γνώριζαν χρήσιμες τέχνες: ο μάντης, ο γιατρός, ο μαραγκός αλλά και ο αοιδός.

Οι φανταστικές διηγήσεις κρύβουν συχνά απλές και μεγάλες αλήθειες. Τέτοια είναι η περίπτωση της ανύπαρκτης Σχερίας. Σε ολόκληρη σχεδόν την αρχαιότητα οι Έλληνες κατοικούσαν σε πόλεις που της έμοιαζαν. Πόλεις για τους αρχαίους Έλληνες ήταν πρώτα απ᾽ όλα και πάνω απ᾽ όλα οι πολίτες. Οι πάντες γνώριζαν ποια ήταν και πού βρισκόταν η Αθήνα ή η Σπάρτη, αλλά προτιμούσαν να μιλούν για τους Αθηναίους και τους Λακεδαιμόνιους ή τους Σπαρτιάτες. Αυτό ήταν κάτι περισσότερο από απλό σχήμα λόγου.

Παρά την αγάπη που είχαν για τη γη τους και παρά τον σεβασμό που έτρεφαν για τους τάφους των προγόνων και τα ιερά τους, οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν προτεραιότητα στην ασφάλεια και την ευδαιμονία των πολιτών. Αν η ανάγκη το έφερνε, ήταν αποφασισμένοι να αναζητήσουν ασφαλέστερη περιοχή. Δύο φορές στη διάρκεια των Περσικών Πολέμων οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν την πόλη τους και βρήκαν αλλού προσωρινό καταφύγιο. Ήταν μάλιστα έτοιμοι να επιλέξουν και έναν μόνιμο νέο τόπο κατοικίας. Όπως το διατύπωσε ο στρατηγός τους Θεμιστοκλής πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, μπορούσαν να πάρουν τις οικογένειές τους και να εγκατασταθούν στην Ιταλία. Με μετεγκατάσταση αντέδρασαν, σε παρόμοιες περιπτώσεις, πολλοί άλλοι Έλληνες.

Οι ελληνικές πόλεις είχαν συνήθως ένα άστυ, όπου ήταν συγκεντρωμένες οι περισσότερες κατοικίες, και μια ύπαιθρο χώρα, από την οποία τρέφονταν. Ορισμένες είχαν αντί για άστυ μόνο μια ακρόπολη ή ένα σύνολο χωριών. Οι γνωστότερες, και πάντως οι σημαντικότερες, αν δεν ήταν κτισμένες πάνω στη θάλασσα, είχαν εύκολη πρόσβαση σε αυτήν. Παρά τους κινδύνους της, η θάλασσα ήταν η καλύτερη οχύρωση και εξασφάλιζε την ταχύτερη δυνατή επικοινωνία. Σε καιρό πολέμου αποτελούσε την ασφαλέστερη οδό ανεφοδιασμού και διαφυγής. Στον πλατωνικό Φαίδωνα ο Σωκράτης φαντάζεται τον κόσμο των Ελλήνων να κατοικεί γύρω από τη θάλασσα, όπως τα μυρμήγκια ή οι βάτραχοι γύρω από έναν βάλτο. Η θάλασσα ένωνε τους Έλληνες περισσότερο από ό,τι οι οροσειρές και τα ψηλά βουνά.

Ως προς το μέγεθός τους οι ελληνικές πόλεις είχαν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Πολλές κατοικούνταν από λίγες χιλιάδες ανθρώπους. Η Αθήνα και η Σπάρτη είχαν πάνω από 200.000. Αρκετές γύρω στις 20.000. Ο αριθμός αυτός ήταν συνήθως επαρκής για τις ανάγκες τους και κατάλληλος για την εύρυθμη λειτουργία τους. Πολλές πόλεις πάντως είχαν πολύ λιγότερους κατοίκους, χωρισμένους πάντα σε κατηγορίες. Οι πολῖται, που κατείχαν τη γη, είχαν πολιτικά δικαιώματα· οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι είχαν δικαίωμα στην εργασία και μπορούσαν να αγοράσουν σπίτια, αλλά δεν συμμετείχαν στη λήψη πολιτικών αποφάσεων ούτε κατείχαν καλλιεργήσιμα κτήματα. Σε πολλές πόλεις, όπως στην Αθήνα, αποκαλούνταν μέτοικοι. Όταν το καλούσε η ανάγκη, πολίτες και μέτοικοι στρατεύονταν και πολεμούσαν τους κοινούς εχθρούς της πόλης. Μοιρασμένοι στα νοικοκυριά βρίσκονταν πάντα και αρκετοί δούλοι. Από τον 6ο αιώνα ο αριθμός τους αυξήθηκε πολύ. Οι περαστικοί ξένοι ήταν γενικά ευπρόσδεκτοι στις πόλεις, με εξαίρεση τη Σπάρτη.

Όλες οι πόλεις χρειάζονταν οχύρωση (και πάλι εκτός από τη Σπάρτη) και, όταν βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, λιμάνια, δηλαδή φυσικούς όρμους για να αράζουν τα πλοία. Οι ναοί που ήταν κτισμένοι μέσα στο άστυ ξεχώριζαν συνήθως για τη λαμπρότητά τους. Για την οικοδόμησή τους καταβάλλονταν μεγάλα έξοδα και προσλαμβάνονταν οι ικανότεροι τεχνίτες. Η λατρεία των θεών ήταν υπόθεση όλης της πόλης. Οι εορτές έδιναν στη ζωή νόημα και ρυθμό. Τα ναΰδρια έξω από το άστυ μπορούσαν κάποτε να έχουν επίσης μεγάλη αξία. Συχνά όριζαν την επικράτεια και την κυριαρχία της πόλης. Φροντίζοντας και προστατεύοντας τους αγροτικούς ναούς, μια πόλη φρόντιζε και προστάτευε τη γη της. Η αγορά ήταν τόπος εργασίας, εμπορίου, συναθροίσεων και συζητήσεων.

Σε ορισμένες περιοχές του ελληνικού κόσμου οι κάτοικοι ήταν οργανωμένοι σε ευρύτερες ενότητες, που αποκαλούνταν ἔθνη. Συνεκτικό τους στοιχείο ήταν η συνείδηση μιας κοινής καταγωγής και η διαφύλαξη μιας κοινής λατρείας. Στα έθνη αυτά οι πόλεις (όσες υπήρχαν) και οι διακριτοί οικισμοί δεν διέθεταν πολιτική αυτονομία, αλλά συνεργάζονταν μεταξύ τους στενά, κυρίως στον στρατιωτικό τομέα. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Αρκαδίας, της Αχαΐας, της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας. Έως τον 4ο αιώνα, τα έθνη δεν έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις υποθέσεις των Ελλήνων, αλλά αμέσως μετά ορισμένα από αυτά διευρύνθηκαν, δυνάμωσαν και επισκίασαν τις παλαιές πόλεις.

Η φανταστική Σχερία υπενθυμίζει ότι η πλήρης περιγραφή μιας πόλης περιλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερα ακόμη συστατικά στοιχεία: νερό, γη, μουλάρια ή βόδια και γάμους. Κανένας Έλληνας δεν ήταν τόσο αστόχαστος να θεμελιώσει πόλη σε περιοχή που δεν διέθετε ποταμό και άφθονα νερά - μολονότι από τις βροχοπτώσεις ήταν δυνατόν να συγκεντρωθεί ένα απαραίτητο συμπλήρωμα. Πολλές μικρές πόλεις εκμεταλλεύονταν τα βουνά, τους λόφους και τα υψώματα. Εκτός από προστασία, οι ορεινοί όγκοι παρείχαν ξυλεία και προσφέρονταν για τη διαμόρφωση μικρών ιδιοκτησιών: περιβόλια και καλλιεργήσιμες πεζούλες - αἱμασιάς τις αποκαλούσαν συχνά οι αρχαίοι Έλληνες. Επιπλέον, και ίσως σημαντικότερο, στους πρόποδες των βουνών μπορούσαν να ζήσουν εύκολα τα κατοικίδια ζώα και να βρεθεί κατάλληλο κυνήγι.

Οι κάμποι ήταν συνήθως ευφορότεροι, αλλά απαιτούσαν καλύτερη οργάνωση και μεγαλύτερη προστασία. Επιπλέον, ευνοούσαν τη διαμόρφωση μεγάλων ιδιοκτησιών και άφηναν άκληρους τους φτωχότερους πολίτες. Για την καλλιέργεια της γης, και μάλιστα για το όργωμα, ήταν απαραίτητα τα μουλάρια και τα βόδια. Όταν δεν απασχολούνταν στις αγροτικές εργασίες, μπορούσαν να σύρουν τις άμαξες. Πολυτιμότερα ήταν τα βόδια, που προσφέρονταν και για τροφή. Η θυσία τους στους θεούς ήταν πάντα η επιφανέστερη. Πριν από την εισαγωγή του νομίσματος, οι Έλληνες μετρούσαν με αυτά τις μεγάλες αξίες. Για την ξακουστή οικονόμο Ευρύκλεια (ταμίην και τροφόν την ονομάζει ο ποιητής) ο πατέρας του Οδυσσέα είχε πληρώσει είκοσι βόδια. Διαφορετικά, τις περιουσίες των αρχόντων τις μετρούσαν σε κοπάδια ζώων ή σε ετήσια παραγωγή δημητριακών.

Πόλεις δεν μπορούσαν να υπάρχουν χωρίς γάμους. Η αναπαραγωγή των κατοίκων, και μάλιστα των πολιτών, ήταν διαρκές μέλημα και έγνοια κάθε οργανωμένης κοινότητας. Τα συχνά γαμήλια γλέντια επιβεβαίωναν ότι μια πόλη είχε μέλλον.

Ιδανικό κάθε πόλης ήταν η αυτάρκεια και η πολιτική αυτονομία. Μια πόλη, αν ήταν δυνατόν, θα έπρεπε να παράγει όλα όσα είχε ανάγκη για την επιβίωση της και για την ευτυχία των κατοίκων της. Η πλήρης αυτάρκεια ήταν φυσικά μια ουτοπία που καμία ελληνική πόλη δεν μπόρεσε να επιτύχει. Κάθε τόπος είχε τους περιορισμούς του, ενώ οι επιθυμίες των ανθρώπων ούτε γνώριζαν ούτε γνωρίζουν όρια. Κάτι παρόμοιο ίσχυε και για την πολιτική αυτονομία. Κάθε πόλη είχε τη φιλοδοξία να καθορίζει μόνη της την πολιτική της, να επιλέγει τους φίλους της και τους εχθρούς της. Αλλά οι περισσότερες βρίσκονταν συνήθως κάτω από τον έλεγχο άλλων ελληνικών πόλεων, φανερά ή συγκαλυμμένα. Πολλούς αιώνες αργότερα όλες οι ελληνικές πόλεις βρέθηκαν ενωμένες κάτω από ξένη κυριαρχία. Οι περισσότερες διατήρησαν ωστόσο τους βασικούς θεσμούς διοίκησης για τις εσωτερικές τους υποθέσεις καθώς και ένα αίσθημα διακριτής ταυτότητας και αυτόνομης ιστορικής διαδρομής.

Οι ελληνικές πόλεις είχαν διάφορα πολιτεύματα. Από τον 7ο αιώνα και ύστερα, ελάχιστες εξακολουθούσαν να διοικούνται από κληρονομικό άρχοντα. Ο θεσμός της βασιλείας ανήκε στο παρελθόν και επιβίωνε σε απόμακρες περιοχές, στη Σπάρτη και στον μύθο. Τα γνωστότερα πολιτεύματα ήταν η αριστοκρατία, όπου κυβερνούσαν οι ευγενείς (ἄριστοι), η τυραννία, όπου κυβερνούσε ένας άρχοντας (τύραννος) χωρίς κληρονομικά δικαιώματα στην εξουσία, η ολιγαρχία, όπου κυβερνούσαν λίγοι, εύποροι πολίτες, και η δημοκρατία, όπου κυβερνούσαν όλοι οι πολίτες (δῆμος).

Πολλούς αιώνες μετά την εποχή της μυθικής Σχερίας, ο περιηγητής Παυσανίας βρήκε την ευκαιρία να καταγράψει τι δεν θα έπρεπε να λείπει από μια ελληνική πόλη: τα δημόσια κτίρια (ἀρχεῖα), ένας τόπος άθλησης και παιδείας (γυμνάσιον), το θέατρο, η αγορά, το νερό που διοχετεύεται σε κρήνη και σπίτια καλύτερα από απλές καλύβες με στρογγυλές στέγες. Ακόμη και αν δεν τα διέθετε αυτά, μια πόλη έπρεπε να έχει τουλάχιστον σύνορα (ὅρους), που περιέκλειαν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τα βοσκοτόπια. Από τη σκοπιά του Παυσανία, η Σχερία ίσως να μην ήταν μια κανονική πόλη, καθώς από την περιγραφή της απουσιάζουν σημαντικά δημόσια κτίρια. Αλλά οι απαιτήσεις άλλαζαν μέσα στον χρόνο και μαζί τους άλλαζε κάπως η εικόνα μιας ολοκληρωμένης πόλης.

Περιγράφοντας τη Σχερία, ο ποιητής φρόντισε να τονίσει ότι τα πάντα ήταν ωραία και καλοφτιαγμένα: το λιμάνι, ο ναός, η αγορά, το σπίτι του βασιλιά. Επρόκειτο ασφαλώς για τόπο φανταστικό, όπου όλα ήταν τέλεια. Αν λάβουμε υπόψη ότι η Σχερία ήταν επίσης αυτάρκης και αυτόνομη, τότε ασφαλώς πλησίαζε το ελληνικό ιδανικό περισσότερο από κάθε άλλη πόλη - και ας μην είχε γυμνάσιο ή θέατρο.

Ο Θεός σαν Ζωντανή Πραγματικότητα

Ο Θεός Είναι Μία Ιδεατή Ζωντανή Πραγματικότητα (για όσους μπορούν να Τον Αντιληφθούν)... Αυτό σημαίνει όχι απλά ότι Είναι Μία Αντικειμενική (Υπαρκτή) Πραγματικότητα αλλά Μία Ζωντανή Ύπαρξη με την Οποία μπορούμε να Επικοινωνήσουμε... Όμως ο Θεός δεν είναι πρόσωπο (με την έννοια που συλλαμβάνουμε εμείς)... Είναι Πρόσωπο πέρα από κάθε όριο, «Συνειδητότητα Ανοιχτή», δηλαδή Απεριόριστη, που δεν δεσμεύεται από τίποτα, ποτέ, πουθενά... Η «έννοια του προσώπου» που μπορεί να σχηματίσει ο άνθρωπος προκύπτει από την σχέση της Συνείδησης (μίας συνείδησης) με μία περιοριστική και περιορισμένη λειτουργία, ή ένα περιορισμένο φορέα όπως είναι το σώμα. Το «ανθρώπινο πρόσωπο» είναι περιοριστική και περιορισμένη λειτουργία και αντίληψη, είναι προσωπικότητα, το εγώ, (ή αλλιώς ένα προσωπείο)...

Αλλά κι φύση του ανθρώπου (κατ' εικόνα του Θεού) είναι πνευματική. Η Συνείδηση, (το πνεύμα, ο φυσικός νους), είναι στην φύση της ελεύθερη και μπορεί να ανυψωθεί (εν πνεύματι) ως τον Θεό, να Αντιληφθεί την Θεία Παρουσία, να Βιώσει την Θεία Πραγματικότητα, να Κοινωνήσει με τον Ζωντανό Θεό... Η δέσμευση της Συνείδησης μέσα σε κατώτερες λειτουργίες και καταστάσεις (στο εγώ, στην σκέψη, στις αισθήσεις, στον κόσμο), συνιστά την ουσία της «βιβλικής πτώσης»... Ο Θεός Αποκαλύπτεται λοιπόν στον άνθρωπο (λόγω της Συγγενούς φύσης του) με τρόπο βιωματικό, σαν Εμπειρία, σαν Καθαρή Εμπειρία... κι όχι μέσα της θεωρητικής σύλληψης, της σκέψης, των αισθήσεων, κλπ...

Τι Δίδαξαν λοιπόν οι μύστες, οι μαθητές, οι ιερείς, οι προφήτες κλπ; Ότι ο Θεός (σαν Ζωντανή Πραγματικότητα) Αποκαλύπτεται με βιωματικό τρόπο, σαν Φυσική Παρουσία (στον Δικό του Χώρο), σαν Ζωντανό Πρόσωπο (όχι σαν προσωπικότητα), Εν Πνεύματι, σε όσους επιθυμούν πραγματικά να Τον Δουν... Ο Θεός δεν αποκαλύπτεται σαν έννοια στα πλαίσια μίας θεωρίας, μίας διδασκαλίας, με νοητικές εξηγήσεις, με λόγια... Σκεφθείτε, αγαπητοί φίλοι, στον Δρόμο τους, τι εμπειρία είχαν; Κατά τα λεγόμενά τους τους Αποκαλύφθηκε Μία Ζωντανή Παρουσία, Ένα Πρόσωπο (Θείο Πρόσωπο) μέσα σε φως... Δεν τον έπιασε κανένας με το ζόρι να του «εξηγήσει» περί Θεού, με ερμηνείες, με λόγια... Κι όλοι, τους αιώνες που ακολούθησαν, μιλούν για την Ζωντανή Παρουσία του Θεού, για Μία Ζωντανή Παρουσία, για Εμπειρία Θεού, για Βίωμα... Κι ο «λόγος» τους, που προσπαθεί να περιγράψει το Βίωμα, είναι στην πραγματικότητα μετα-λόγος, υπερ-νοητικός, μετα-ιστορικός, δεν έχει καμία σχέση με την διανόηση (μολονότι χρησιμοποιεί καταχρηστικά την εν λόγω λειτουργία και τις έννοιες), ούτε με την απλή φυσική πραγματικότητα...

Τι είπαν λοιπόν; Μιλούν για Εμπειρία Θεού, για Αντίληψη Μίας Ευρύτερης Πραγματικότητας, πέρα από τον ορατό κόσμο, που συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις, Μίας Απέραντης Πραγματικότητας, όπου ο Θεός Αποτελεί Παρουσία και μέσα στην Οποία μεταμορφώνονται όλα, και ο φυσικός κόσμος... Η Ανύψωση του ανθρώπινου πνεύματος σε Αυτή την Πραγματικότητα μεταμορφώνει τον άνθρωπο (σε μία Ένωση με τον Θεό), κι εξαγιάζει το σώμα (κάνοντάς το ναό του Ζωντανού Θεού), και τον φυσικό κόσμο... Δεν μας «αποκόπτει» από τον φυσικό κόσμο... Σε κανονικές συνθήκες ο άνθρωπος Αντιλαμβάνεται και την Πνευματική Θεία Πραγματικότητα και τον κόσμο εντός Αυτής της Πραγματικότητας... Βιώνει όμως κι Αντιλαμβάνεται τον κόσμο από μία πλατύτερη σκοπιά, με άλλη ματιά, με άλλους τρόπους (διαφορετικούς από τους τρόπους του συνηθισμένου ανθρώπου)...

Αυτό λοιπόν που θέλουν να μεταδώσουν οι πατέρες είναι η Δυνατότητα του Βιώματος, της Εμπειρίας του Θεού. Η θεολογία τους είναι καθαρά εμπειρική. Κι αυτό είναι προς τιμήν τους κι έπαινος, που ποτέ δεν θεωρητικολόγησαν και δεν μπλέχτηκαν σε διανοητικές ερμηνείες και σχολιασμούς, και λόγια, λόγια, λόγια... Κι όσοι το επιχείρησαν, κατά συγκατάβαση, για να εξηγήσουν σε όσους δεν είχαν εμπειρία, έπεσαν θύματα του εγχειρήματός τους, γιατί τους παρεξήγησαν, τους παραποίησαν, τους εκμεταλλεύτηκαν και τελικά τους συκοφάντησαν...

Αλλά στους κόλπους του Χριστιανισμού υπάρχουν κι άλλοι που αντιλαμβάνονται τον Θεό διαφορετικά... Σαν έννοια, στα πλαίσια μίας «θεωρίας του Θεού», μίας «διδασκαλίας», μίας «δογματικής», μίας θεολογίας των εννοιών... Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι λειτουργούν... όχι στον Χώρο της Αληθινής Ζωής, του υποκειμενικού ψευτο-Βιώματος... αλλά στον χώρο της σκέψης, της διανοητικής σύλληψης, επεξεργασίας κι αντίληψης εννοιών... Ο Θεός τους δεν είναι ο Ζωντανός Θεός των πατέρων, αλλά ένα είδωλο (όπως αντικαθρεφτίζεται ο Θεός μέσα στην σκέψη τους)... Δεν αντιλαμβάνονται ότι για να «Συναντήσουν» τον Ζωντανό Θεό πρέπει να εγκαταλείψουν τον χώρο της σκέψης τους, να βγουν από την σπηλιά του μυαλού τους, έξω στο Φως της Πραγματικής Ζωής... Είναι αυτοί οι άλλοι, οι ψευτοχριστιανοί, οι ψευτοεκπρόσωποι του Θεού, οι ψευτοθεολόγοι, άνθρωποι της διανόησης, των κοσμικών θέσεων, που έφτιαξαν ένα ψευτοχριστιανισμό, μία ψευτοεκκλησία, μία ψευτοθεολογία... κι αυτοπροσδιορίζονται σαν οι μόνοι γνήσιοι εκφραστές του Θεού, του χριστιανισμού, του Χριστού... Από που έλαβαν την εξουσία; Από το «είδωλό» τους;

Τι σχέση έχει λοιπόν ο Θεός σαν Ζωντανή Πραγματικότητα, με όλα αυτά που συμβαίνουν στην ανθρώπινη ιστορία; Τι σχέση έχουν οι μύστες που μιλάνε για τον Ζωντανό Θεό, τι σχέση έχουν όσοι που βίωσαν μία Θεία Παρουσία, τι σχέση έχουν οι πατέρες που μιλούν για Εμπειρία Θεού, για Ζωντανή Παρουσία του Θεού, για Μία Θεία Πραγματικότητα Εντός της Οποίας όλα μεταμορφώνονται, με τους ψευτοχριστιανούς; με τους θεολόγους των εννοιών; με διδασκαλίες, με ερμηνείες, με μετα-πατερικές θεολογίες, με θεολογίες της συνάφειας, με θεολογίες σύγχρονες που στοιχίζονται με τις παρούσες ιστορικές συνθήκες;

Ο Θεός Είναι Υπερβατικός, Μετα-ιστορικός. Κι όσοι Βιώνουν την Παρουσία του Ζωντανού Θεού κι έχουν Εμπειρία Θεού, απλά, με την ύπαρξή τους, την συμπεριφορά τους, τον λόγο τους, θέλουν να ανυψώσουν και τους άλλους ανθρώπους ως Αυτή την Θεία Πραγματικότητα... Καταχρηστικά χρησιμοποιούν τον λόγο, με επιφύλαξη... η θεολογία τους δεν είναι θεολογία του λόγου, είναι θεολογία της ζωής, θεολογία του μηνύματος, του λόγου που είναι λόγος ζωής αιώνιας κι όχι απλές απογυμνωμένες από το βίωμα έννοιες, όχι απλά λόγια, του μυαλού, του αέρα, των σκουπιδιών...

Είναι στην σκοτεινή πλευρά του κόσμου, στην σκιά των θρησκειών, που άνθρωποι που δεν έχουν Εμπειρία Θεού, λατρεύουν, θεολογούν και μάχονται για τα «είδωλά» τους...

Ο «μυστικός ναός».

Δώσε σε ό,τι θέλεις να κατανοήσεις ή να δημιουργήσεις το δώρο της προσοχής σου. Συγκέντρωσε όλη σου τη σκέψη και την ενέργεια σου πάνω σε αυτό που αισθάνεσαι ή κάνεις κάθε φορά.

Τη στιγμή που θα συγκεντρώσεις την προσοχή σου σε οτιδήποτε, ακόμη και ένα πράσινο φύλλο, τότε αυτό γίνεται μία πύλη για την κατανόηση ενός τρομακτικού μα και ταυτόχρονα απίστευτα υπέροχου κόσμου, ο οποίος αποκαλύπτεται μέσα από την φύση, και τα φαινόμενα.

Το μυαλό του ανθρώπου είναι ο μέγας λυτρωτής αλλά και μέγας διαστρεβλωτής. Ο νους αρέσκεται στις εικόνες, χάνεται στις σκέψεις, όχι μόνο κατά την διάρκεια της εγρήγορσης αλλά και του ύπνου. Προσπαθεί μέσα από το γνωστό να ερμηνεύσει το άγνωστο, από το πεπερασμένο το άπειρο.

Στην προσπάθεια αυτή δημιούργησε πολλούς Θεούς, εκδιώχθηκε από τον παράδεισο που είναι η απεξάρτηση του από την φύση, και το τίμημα της γνώσης της χρονικά περιορισμένης ύπαρξης η οποία συνδέεται με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Ο άνθρωπος γνωρίζει πως είναι κάτι περισσότερο από μία χρονικά περιορισμένη ύπαρξη, η οποία απλά επιβιώνει υπακούοντας στα ένστικτα της επιβίωσης του.

Οι άνθρωποι αρέσκονται στις εικόνες, στα σύμβολα στους μύθους. Οι πρόγονοι μας λοιπόν οι αρχαίοι Έλληνες δημιούργησαν μία σειρά από μυθικά ημιανθρώπινα πλάσματα όπως λ.χ ο Μινώταυρος, η Μέδουσα, οι Κένταυροι, η Χίμαιρα κ.λπ.

Υπάρξεις οι οποίες συμβόλιζαν με ψυχολογικούς όρους, τις φοβίες που γεννούσε το ασυνείδητο, το οποίο αντιπροσώπευε την σύγκρουση ανάμεσα στις απειλητικές μορφές ενός άγνωστου και σκοτεινού κόσμου, έναντι του γνωστού και τακτοποιημένου κόσμου της λογικής συνείδησης.

Αυτή την αρχετυπική σύγκρουση την αποτύπωσαν στην μετόπες του ναού της σοφίας, του Παρθενώνα.

Ο άνθρωπος κατέστη ικανός ως ένας άλλος θεός να δώσει ζωή σχήμα και ζωή στην πέτρα και στο ξύλο, όμως το μυστικό της σοφίας βρίσκεται στο «άβατον» του ναού, μακριά από τα βλέμματα.

Διότι το μυστικό της ύπαρξης βρίσκεται μέσα μας, στον ναό που κρύβεται εντός μας. Σε αυτόν τον ναό πρέπει να εισέλθουμε, διαδικασία που απαιτεί, χρόνο, ταπεινότητα, κάθαρση, γνώση.

Η είσοδος σε αυτό τον ναό σηματοδοτεί μια μεταμόρφωση, μια κατάσταση συναίσθησης, κατά την οποία δεν είναι δυνατόν πλέον να είμαστε αυτοί που είμαστε πριν.

Οι περισσότεροι όμως δεν έχουν χρόνο, για αυτό ακολουθούν αυτούς που έχουν χτίσει ναούς που βρίσκονται μακριά σε άλλους κόσμους μακρινούς. Ο πραγματικός ναός όμως δεν βρίσκεται κάπου αλλού, παρά μέσα μας, το κλειδί όμως για την είσοδο βρίσκεται παντού γύρω μας.

Οι μεγάλοι τους παρελθόντος μας δίδαξαν πως όταν κάποιος καταφέρει να αφιερωθεί με ταπεινότητα, υπομονή και επιμονή στην πνευματική και υπαρξιακή αναζήτηση, δεν θα συγχρονιστεί απλά με το μονοπάτι που ακολουθεί, αλλά θα μεταβληθεί πνευματικά, συνειδησιακά και υπαρξιακά ο ίδιος κατά την διάρκεια της διαδρομής.

Τότε η ψυχή του θα γίνει όμορφη όπως η διαδρομή που θα διανύσει που είναι τα έργα της φύσης. Διότι όπως είπε ο Πλωτίνος:

«Για να αντικρίσει η ψυχή το ωραίο, πρέπει πρώτα να γίνει ωραία η ίδια!»

Και για να είναι όμορφη η ζωή, θα πρέπει να έχουμε όμορφες σκέψεις, καθώς η ευτυχία της ζωής μας εξαρτάται από την ποιότητα των σκέψεων μας, τα οποία μας οδηγούν σε ορθές πράξεις.

Οι σκέψεις όμως επηρεάζονται από το φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον. Αυτό το γνώριζαν οι πρόγονοι μας για αυτό αποθέωσαν τις τέχνες. Οι τέχνες για αυτούς ήταν το δώρο των Μουσών στον άνθρωπο.

Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν τελετές για τις μούσες. Η τραγωδία, ο χορός και κάθε ρυθμική κίνηση υπηρετούσε την αρμονία του Κόσμου.

Πολλά έχουν λεχθεί για την ομορφιά, αλλά η σπουδαιότητα της αρμονίας λίγο κατανοείται. Η ομορφιά είναι μια εξυψωτική έννοια και κάθε προσφορά στην ομορφιά είναι μια προσφορά στην ισορροπία του Κόσμου.

Οι Μούσες δεν ήταν παρά τα γήινα σύμβολα των Θεϊκών δυνάμεων, που παρέχουν τάξη και αρμονία στο σύμπαν. Κατά τον ίδιο τρόπο που τα αγάλματα των Μουσών ήταν στραμμένα προς την εστία στης σχολής του Πυθαγόρα (συμβολίζοντας το κέντρο του Παντός), έτσι και οι μαθητές έπρεπε να είναι στραμμένοι προς το κεντρικό πυρ, το Θείο πνεύμα, ώστε να συντονίζονται με τις ενέργειες του..!

O καλλιεργημένος άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα να μαθαίνει περισσότερα, να βλέπει όμορφες εικόνες, να δημιουργεί τέχνη, να μιμείται την φύση.

Και αυτό διότι και πάλι οι πρόγονοι μας γνώριζαν πως ακόμα και εάν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για το μήκος της ζωής μας, σίγουρα μπορούμε να κάνουμε αρκετά για το βάθος της και την υστεροφημία μας.

Η υστεροφημία είναι ο μόνος ασφαλής και σίγουρος δρόμος για την αθανασία μέσα από σκέψεις δράσεις και έργα που ακυρώνουν τον χρόνο στο ανθρώπινο επίπεδο...!

ΑΝΑΞΙΜΕΝΗΣ Ο ΜΙΛΗΣΙΟΣ [-585 - 525 π.Χ.]

Εισαγωγή

Η θεώρηση του κόσμου από τον Αναξιμένη, συμπολίτη και μαθητή του Αναξίμανδρου, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως οπισθοδρόμηση αλλά συγχρόνως και ως πρόοδος, σε σύγκριση με τη σκέψη του δασκάλου του. Οπισθοδρόμηση, γιατί το συντηρητικό πνεύμα του Αναξιμένους δεν θα μπορέσει να παρακολουθήσει το μεγαλοφυές και τολμηρό άλμα που επιχειρεί ο νους του Αναξιμάνδρου προς μια νοητική απαρχή του κόσμου, το άπειρο, μια έννοια υπεραισθητή και ασύλληπτη· ο Αναξιμένης θα θεωρήσει και αυτός μια άπειρη αρχή, αλλά θα επιστρέψει στο πνεύμα του Θαλή, δίδοντας της υλική υπόσταση, τον αέρα. Πρόοδο, γιατί είναι ο πρώτος που θα προβάλει μια φυσική ερμηνεία στη μεταβολή των πραγμάτων, ανάγοντάς την στον βαθμό αραίωσης ή συμπύκνωσης της πρωταρχικής ουσίας, του αέρα. Η εμπειρική σκέψη του βρίσκεται στους αντίποδες του αφαιρετικού νου του Αναξιμάνδρου. Ο Αναξιμένης θα ακολουθήσει έτσι έναν δρόμο πιο συστηματικό και επαγωγικό, που θα τον οδηγήσει σε δύο θεμελιώδη συμπεράσματα. Αυτά μπορεί να στερούνται της ενορατικής δύναμης του δασκάλου του, αλλά αποδείχθηκαν γονιμότατα στην περαιτέρω εξέλιξη του επιστημονικού στοχασμού. Πρώτον, εξασφαλίζει τη συνεχή και αδιάσπαστη εξέλιξη μιας άπειρης υλικής αρχής προς την πολλαπλότητα του κόσμου, ενώ η ίδια στην υπόστασή της (αέρας) παραμένει αναλλοίωτη και, δεύτερον, ανάβει πρώτος όλες τις ποιοτικές μεταβολές σε ποσοτικές διαφοροποιήσεις.

Πρώτη αρχή: «ὁ ἀήρ»

Ο Αναξίμανδρος ξεχωρίζει συνειδητά και αντιπαραθέτει απέναντι στην απροσδιόριστη, αδιαφοροποίητη, αισθητά μη αντιληπτή, άπειρη, μία αρχή την πολλαπλότητα του καθορισμένου, ποιοτικά διαφοροποιημένου, αισθητού κόσμου. Η θεώρηση αυτή παρουσιάζει μια εγγενή δυσκολία: της μετάβασης από τον υπεραισθητό στον υλικό κόσμο. Ο Αναξίμανδρος θα προσπαθήσει να εξηγήσει τη μετάβαση αυτή με δύο, άσχετα μεταξύ τους, στάδια: εκείνο της «έκκρισης» ή «απόκρισης» των αντίθετων ζευγών από το άπειρο και εκείνο της αέναης διαμάχης των αντιθέτων, από την οποία προκύπτει η γένεση και φθορά των υλικών πραγμάτων και όντων. Ο Αναξιμένης δεν θα αποδεχθεί την κοσμογονική αυτή θεωρία, που την χαρακτηρίζει μια ασυνέχεια. Εστιάζοντας την προσοχή του ακριβώς στο ασθενές αυτό σημείο της διεργασίας της γένεσης και αλλαγής θα διατυπώσει κατά τρόπο ίσως λιγότερο ευφάνταστο, αλλά γι’ αυτό πιο εμπειρικό και εξ ίσου ιδιοφυή, μια κοσμογονική θεωρία που για πρώτη φορά διαπνέεται από αδιάσπαστη συνοχή και αλληλουχία. Το επίτευγμα αυτό βασίζεται σε δύο βασικές προϋποθέσεις, που παρακάμπτουν τις δυσκολίες τις οποίες συνάντησαν οι συμπολίτες του Θαλής και Αναξίμανδρος στο σημείο αυτό.

Η πρώτη θέση, όπως είδαμε, ορίζει ότι η πρωταρχή διατηρεί την ιδιότητα του απείρου, αλλά δεν είναι το «άπειρον». Έχει υπόσταση υλική:

«Ἀναξιμένης... Μιλήσιος, ἑταῖρος γεγονώς Ἀναξιμάνδρου, μίαν μέν καί αὐτός τήν ὑποκείμενην φύσιν καί ἄπειρον φησιν, ὥσπερ ἐκεῖνος, οὐκ ἀόριστόν δέ ὥσπερ ἐκεῖνος, ἄλλα ὤρισμενην, ἀέρα λέγων αὐτήν13Α5», ο Αναξι­μένης από τη Μίλητο, μαθητής του Αναξιμάνδρου, λέει και αυτός ότι είναι μία η θεμελιώδης ουσία και άπειρη, όπως (ακριβώς έλεγε και) εκείνος, αλ­λά δεν την θεώρησε απροσδιόριστη όπως εκείνος, αλλά καθορισμένη, ταυτίζοντάς την με τον αέρα. Ο αέρας, ως πρωταρχική ουσία, «καθώς απορρέουμε από αυτόν, πρέπει να είναι άπειρος και άφθονος, ώστε ποτέ να μην στερεύει13Β3». Από αυτόν προέρχονται τα πάντα, «τά γινόμενα καί τά γε­γονότα καί τά έσόμενα13Α1<ν>», αυτά που έγιναν, και γίνονται, και θα γί­νουν[1]. Η σκέψη του Αναξιμένους κινείται, επομένως, εξ αρχής μέσα σε ένα καθαρά υλικό περιβάλλον και έτσι μπορεί να διατυπώσει - σε αντίθεση με την απερινόητη, άπειρη αρχή του Αναξιμάνδρου - μια συνεκτική, φυσική ερμηνεία για την όλη εξέλιξη του κόσμου.

Αυτή αποτελεί ακριβώς τη δεύτερη θέση του: ότι, δηλαδή, η γένεση και αλλαγή οφείλεται σε μια ενιαία, μηχανική διεργασία συμπύκνωσης ή αραίωσης της πρωταρχικής ουσίας, του αέρα: «διαφέρειν δέ μανότητι καί πυκνότητι κατά τάς οὐσίας· καί ἀραιούμενον μέν πῦρ γίνεσθαι, πυκνούμενον δέ ἄνεμον, εἴτα νέφος, ἔτι δέ μᾶλλον ὕδωρ, εἴτα γῆν, εἴτα λίθους, τά δέ ἄλλα ἐκ τούτων· κίνησιν δέ καί οὗτος ἀίδιον ποιεῖ, δί’ ἥν καί τήν μεταβολήν γίνεσθαι13Α5», ο χαρακτήρας (της πρώτης αρχής) μεταβάλλεται με την πύκνωση καί την αραίωση. Όταν ο αέρας αραιώνει γίνεται φωτιά, ενώ όταν πυκνώνει γίνεται άνεμος, κατόπιν σύννεφο, όταν πυκνώνει ακόμη πε­ρισσότερο γίνεται νερό, έπειτα γη, έπειτα πέτρες και τα υπόλοιπα υλικά που προέρχονται από αυτά. Και ο Αναξιμένης επίσης θεωρεί την κίνηση αέναη και λέει ότι αυτή προκαλεί τη μεταβολή.

Η πρώτη αρχή, ο «ἀήρ», ενυπάρχει κατά τον Αναξιμένη ήδη σε όλα τα πράγματα και όντα του διαφοροποιημένου κόσμου. Με τον τρόπο αυτό ο Μιλήσιος «φυσικός» παρακάμπτει τη βασική δυσκολία που παρουσιαζόταν με το «ϋδωρ» του Θαλή, από το οποίο, κατά τρόπο ελάχιστα πειστικό, προέκυπταν όλα τα άλλα στοιχεία, ακόμη και η φωτιά. Όλα τα στοιχεία, αποτελούνται από τον ίδιο τον αέρα και διαφέρουν μεταξύ τους μόνο ως προς τον βαθμό συμπύκνωσης ή αραίωσης. Κατά τον τρόπο αυτό, ο Αναξιμένης ανάγει, πρώτος αυτός, τον ποιοτικό μετασχηματισμό σε ένα φυσι­κό, υλικό, ποσοτικό μέγεθος, στην πυκνότητα (του αέρα). Η θεμελίωση των ποιοτικών διαφορών επάνω σε μια ποσοτική βάση αποτελεί το πρώτο βήμα και την πρώτη νύξη αυτού που δέχεται σήμερα η επιστήμη: ότι η ύπαρξη των διαφορετικών ουσιών και υλικών οφείλεται αποκλειστικά στην ποσότητα και στη διάταξη των ατόμων που αποτελούν τα μόριά τους, η ύπαρξη των διαφόρων στοιχείων οφείλεται στην ποσότητα των πρωτονίων και νετρονίων που αποτελούν τον πυρήνα τους και η διαφορά πάλι μεταξύ των πρωτονίων και νετρονίων στον αριθμό των στοιχειωδών υποατομικών σωματιδίων που τα αποτελούν. «Στην πραγματικότητα»,, σημειώνει ο φυσικός Ε. Schrodinger, «εάν αντί αέρα έλεγε “διιστάμενο αέριο υδρογόνου” (κάτι που πραγματικά κανείς δεν μπορούσε να περιμένει από αυτόν), δεν θα απείχε πολύ από την τωρινή μας άποψη»[2].

Τα ίδια τα ζεύγη αντιθέτων θα τα θεωρήσει απόρροια της αραίωσης-συμπύκνωσης: Το ξηρό και το ζεστό προκαλούνται από την αραίωση, ενώ το υγρό και ψυχρό από τη συμπύκνωση: «...δεν πρέπει να θεωρούμε ότι το ψυχρό και το θερμό έχουν ουσιαστική υπόσταση, αλλά ότι είναι κοινές καταστάσεις της ύλης, που συνακολουθούν διάφορες μεταβολές· γιατί, όπως λέει, η ύλη που συστέλλεται και συμπυκνώνεται είναι ψυχρή, ενώ αυτή που είναι αραιή και “χαλαρή” (αυτήν τη λέξη χρησιμοποίησε) είναι θερμή13Β1». Στον Αναξιμένη έχουμε την πρώτη σαφή ένδειξη ότι το ψυχρό και το θερμό δεν έχουν υλική υπόσταση -όπως πιστευόταν μέχρι τότε - αλλά αποτελούν ιδιότητες της ύλης, που μεταβάλλονται ανάλογα με την πυκνότητα. Η σημερινή φυσική θα έλεγε: ανάλογα με την κινητική κατάσταση των ατόμων. Τόσο η μεταβαλλόμενη πυκνότητα στον Αναξιμένη όσο και η κινητική κα­τάσταση των ατόμων της σύγχρονης φυσικής έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι είναι ποσοτικά μεγέθη και γίνονται αντιληπτά με τη θερμοκρασία.

Ο Αναξιμένης θα βασίσει πολλές από τις θεωρίες του στην παρατήρηση. Στο πιο πάνω συμπέρασμα κατέληξε από την παρατήρηση ότι, όταν ξεφυσούμε αέρα στο χέρι μας με ολάνοιχτο στόμα, αυτός είναι θερμός, διότι - κατά τον Αναξιμένη - αραιώνει και εκτονώνεται, ενώ, όταν φυσούμε με μισόκλειστα χείλη, είναι ψυχρός, διότι συμπιέζεται και πυκνώνει13Β1. (Μια απλή δοκιμή μπορεί να πείσει τον καθέναν). Παρ’ όλο ότι, όπως σήμερα ξέρουμε, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή η συμπίεση οδηγεί στη θέρμανση και η εκτόνωση στην ψύξη των αερίων, το γεγονός ότι ο Αναξιμένης συνδυάζει για πρώτη φορά την έννοια της θερμοκρασίας με τη φυσική διεργασία συμπίεσης-εκτόνωσης είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Γενικά, η ιδέα αυτή του Αναξιμένους, ότι οι φυσικές ιδιότητες των σωμάτων είναι δυνατόν να αναχθούν σε ποσοτικές διαφορές θα είναι εξαιρετικά γόνιμη στην εξέλιξη των θετικών επιστημών.

Η επιλογή του «αέρα» ως πρώτης αρχής είναι δυνατόν να οφείλεται σε πολλούς λόγους: Ο αέρας ενυπάρχει παντού, γεμίζει και εμπεριέχει τα πάντα. Κατανεύεται σε όλο τον χώρο και χαρακτηρίζεται από μια λεπτή κινητικότητα που τον κάνει «εὐαλλοίωτον προς μεταβολήν»[3]. Η κινητικότητα αυτή εκπληρώνει μια βασική προϋπόθεση που θεωρείται αυτονόητη για τους πρώτους «φυσιολόγους» της Ιωνίας, καθώς ο διαχωρισμός μεταξύ αδρανούς ύλης και κινούσας δύναμης δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτός. Η πρώτη αρχή, ο αέρας, θα πρέπει να είναι αυτοκινούμενος - όπως άλλωστε φαίνεται ότι είναι - προκειμένου να επιτυγχάνονται οι διάφορες αλλαγές: «Κίνησιν δε και οὗτος ἀίδιον ποιεῖ, δι’ ἥν καί τήν μεταβολήν γίνεσθαι13Α5», θεωρεί επίσης την κίνηση αέναη και και ότι μέσω αυτής προκαλείται η μεταβολή!

Ψυχή

«Πνεῦμα»[4] [από το «πνέω»] είναι ακριβώς το “φύσημα”, ο “άνεμος”. Αλλά είναι συγχρό-
νως και η “πνοή ζωής”, “αναπνοή”, η ίδια η “ζωή”, η “ψυχή” [από το «ψύχω» = πνέω, φυ
σώ], Ο Αναξιμένης θα χρησιμοποιήσει ως συνώνυμα1352 τις λέξεις «πνεϋμα» και «άήρ», αποδίδοντας έτσι στον αέρα μια πολύ ευρύτερη έννοια, εκείνη της κοσμικής ζωογόνον πνοής, μια αντίληψη που πιθανόν να προέρχεται από παλαιές ορφικές και ανατολικές δοξασίες.

Ο Αναξιμένης επιχειρεί εδώ, όπως συνηθίζει, έναν τολμηρό παραλληλισμό: «οἷον ἡ ψυχή... ἡ ἡμετέρα ἀήρ οὖσα συγκρατεῖ ἡμᾶς, καί ὅλον τόν κόσμον πνεῦμα καί ἀήρ περιέχει13Β2», όπως η ψυχή μας... όντας πνεύμα μάς συγκροτεί, έτσι και το πνεύμα και ο αέρας περιέχουν (ίσως και με την έννοια: προφυλάσσουν, προστατεύουν) ολόκληρο τον κόσμο. Το παράθεμα αυτό θεωρείται ότι είναι η μόνη φράση που σώζεται σήμερα από το γραμμένο σε πεζό λόγο σύγγραμμα του Αναξιμένους. Μολονότι υπάρχουν διχογνωμίες \ ως προς την ακριβή διατύπωση και ερμηνεία της ρήσης αυτής, οι περισσότεροι σχολιαστές συμφωνούν σε ένα: ότι ο Αναξιμένης είναι ο πρώτος δυτικός στοχαστής που προβαίνει σε έναν παραλληλισμό μεταξύ μικροκόσμου και μακροκόσμου, εξάγοντας με την αναλογία αυτή συμπεράσματα από τον “γνωστό” άνθρωπο για το “άγνωστο” σύμπαν. Μπορεί όμως να θεωρηθεί και ως ταύτιση της ψυχής, ως πνοή ζωής, με την αρχή της φύσης. :

«Ο Αναξιμένης κατακτά έτσι μια αποφασιστική για τον αρχαϊκό στο­χασμό σκοπιά», παρατηρεί ο Κ. Μιχαηλίδης. «Ὁ ἄνθρωπος καί ὁ κόσμος ἀνήκουν στήν ἴδια συγκροτούσα τάξη. Ψυχή δέν εἶναι τό προσωπικό Έγώ, ἀλλά ἡ κοσμική τάξη, πού φέρει ὁ ἄνθρωπος ἐντός του»[5]. Και στην Π. Διαθήκη εμφανίζεται το “Πνεύμα” τόσο κατά τη θεμελίωση του κό­σμον, «καί πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος»[6] όσο και κατά τη δημιουργία του ανθρώπου, «καί ἐνεφύσησεν (ὁ Θεός) πνοήν ζωῆς καί ἐγέ­νετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν»[7]. Η κοσμογονία του Αναξιμένους διαφέρει όμως ριζικά: Ο «φυσικός» Αναξιμένης δεν γνωρίζει Δημιουργό του κόσμου ούτε ότι το “πνεύμα” κάποιου Δημιουργού καθοδηγεί τον άνθρωπο, όπως συμβαίνει σε όλη την πορεία του θείου έργου της απολυτρώσεως του λαού του Ισραήλ. Από την άποψη αυτή, στη σκέψη των πρώτων Ελλή­νων στοχαστών, ο άνθρωπος παραμένει τραγικά μόνος.

Ο αέρας, όντας αεικίνητος, άπειρος, αόρατος, αιώνιος και ζωοποιός, δεν Το θείο μπορεί παρά να είναι και θείος: «Ἀναξιμάνης τόν ἀέρα (εννοεί θεόν είναι)13Αλ0», είπε ότι ο αέρας είναι θείος. Με την έννοια του θείου μπορεί να εννοεί τις «δυνάμεις που διαποτίζουν τα στοιχεία ή τα σώματα13Α10» ή να εννοεί c>tl από τον άπειρο αέρα προέρχονται οι διάφοροι Ολύμπιοι θε­οί και τα θεία, «...άέρα άπειρον εφη την άρχήν είναι, έξ ον... θεούς καί θεία γίνεσθαιηΑ7^», διατηρώντας αλλά υποβιβάζοντας έτσι τους συμβατικούς θεούς σε απλά δημιουργήματα της πρώτης αρχής.

Κοσμογονία – Κοσμολογία

Η κοσμογονία και η κοσμολογία του Αναξιμένους δεν διαπνέονται από τις πρωτοποριακέαντιλήψεις του δασκάλου του. Εγκαταλείπει την τολμηρή ιδέα της αιωρούμενης στο κενό κυλινδρικής Γης του Αναξιμάνδρου, για να δεχθεί μια επίπεδη Γη που στηρίζεται, «ἐποχεῖσθαι τῷ ἀέριΏΑ20», Επο­χείται πάνω στον αέρα. Ο Αναξιμένης, χρησιμοποιώντας το ζεύγος αντιθέτων αραίωση-συμπύκνωση, θα αναπτύξει μια θεωρία για την κοσμική εξέλιξη και τη φυσική διεργασία που θα την εφαρμόσει σε όλους τους επι- μέρους επιστημονικούς τομείς της κοσμογονίας, κοσμολογίας, μετεωρολογίας: «γεννᾶσθαί τε πάντα κατά τινα πύκνωσιν τούτον καί πάλιν ἀραίωσινηΑ6», και τα πάντα παράγονται από ένα είδος συμπύκνωσης και πάλι αραίωσης (του αέρα). Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν θα επεκταθεί στα έμβια όντα και στον άνθρωπο, όπως έκανε ο Αναξίμανδρος. Έτσι, η Γη δημιουργείται από τη σταδιακή συμπύκνωση του αέρα: «οι άνεμοι είναι αέρας που πυκνώνει και το σύννεφο αποτελείται από αέρα συμπυκνωμένο. Όταν πυκνώνει ακόμη περισσότερο, παράγει το νερό και σε ακόμα μεγαλύτερη συμπύκνωση σχηματίζει χώμα, ενώ στη μεγίστη δυνατή συμπύκνωση αποτελεί τις πέτρες 13Α7(3)... Και ο ήλιος, η σελήνη και τα υπόλοιπα ουράνια σώματα προέρχονται από τη γη. Ή τουλάχιστον δηλώνει ότι ο ήλιος είναι γαιώδης, που όμως χάρη στη γρήγορη κίνησή του πυρακτώνεται αποκτώντας αρκετά μεγάλη θερμότητα13Α6».

Δύο πράγματα προκαλούν εντύπωση στην τελευταία ερμηνεία, που δείχνουν παράλληλα πόσο ανεπτυγμένη είναι η παρατήρηση στον Αναξιμέ­νους: Πρώτον, η αντίληψη ότι η γρήγορη κίνηση, λόγω τριβής, οδηγεί σε αύξηση της θερμότητας και τελικά στην «καύσιν». Δεύτερον, η επίγνωση της μεγάλης απόστασης που χωρίζει τη Γη από τον Ήλιο, αφού αποδίδεται στον Ήλιο “γρήγορη κίνηση”, ενώ φαινομενικά η κίνησή του είναι αρ­γή. Τα ουράνια σώματα δεν περιστρέφονται γύρω και, επομένως, κάτω από τη Γη, όπως σωστά θεωρεί ο Αναξίμανδρος. Ο Αναξιμένης θα επανέλθει και εδώ στη συντηρητική θεωρία του Θαλή, που έχει μάλλον βαβυλωνιακή προέλευση, για τροχιές που βρίσκονται αποκλειστικά στο επάνω, ορατό, ουράνιο ημισφαίριο. Ως προς ένα σημείο βελτιώνει μόνο την κοσμολογία του Αναξιμάνδρου, τοποθετώντας τα ουράνια σώματα στη σωστή σειρά απόστασης απο τη Γη: πρώτα η Σελήνη, μετά ο Ήλιος και ακόμη πιο μακριά οι αστέρες. Εικάζεται επίσης ότι ο Αναξιμένης «εὖρε πρῶτος... ὅτι ἡ σελήνη ἐκ τοῦ ἡλίου ἔχει τό φῶς13Μ6». Τέλος, φαίνεται ότι δεν «σπάζεται τη θεωρία του Αναξιμάνδρου περί «ἀπείρων κόσμων», θεωρώντας ότι ο κόσμος είναι ένας «όχι πάντα ο ίδιος, αλλά μεταβαλλόμενος κατά κάποιες χρονικές περιόδους13ΑΠ». Η ιδέα αυτή θα αναπτυχθεί, μερικές δεκαετίες αργότερα, από τον Ηράκλειτο.

Μετεωρολογία

Ο Αναξιμένης φαίνεται πολύ οξυδερκής σε ό,τι αφορά την εξήγηση - Μετεωρολογικών φαινομένων, ακολουθώντας σε πολλά τη διδασκαλία του Αναξιμάνδρου. «Τα σύννεφα σχηματίζονται όταν ο αέρας πυκνώνει περισσότερο· όταν ο αέρας συμπιέζεται ακόμα περισσότερο, ξεστύβεται από μέσα του η βροχή, ενώ το χαλάζι σχηματίζεται, όταν πήζει το νερό που πέφτει, και το χιόνι όταν στο υγρό στοιχείο προστεθεί μια ποσότητα αέ­ρα13^7». Ο άνεμος είναι «πυκνούμενος» αέρας. «Αστράφτει, όταν τα σύννεφα διαχωρίζονται βίαια από τον αέρα· γιατί, καθώς διίστανται, η λάμψη γίνεται λαμπρή και φλογερή. Το ουράνιο τόξο δημιουργείται, όταν οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν επάνω σε συμπυκνωμένο αέρα. Ο δε σεισμός, όταν μεταβάλλεται η γη σε μεγάλο βαθμό από τη θέρμανση και ψύξη 3Α7(8). Αξιοσημείωτη είναι η εξήγηση που θα δώσει για το ουράνιο τόξο, την «ἴριδα». Μάταια θα αναζητήσουμε τη θεότητα των ομηρικών χρόνων. Η ερμηνεία που δίνεται αναφέρεται σε ένα αποκλειστικά ατμοσφαιρικό φαινόμενο: «το ουράνιο τόξο δημιουργείται όταν πέσουν οι ακτίνες του ήλιου πάνω σε παχύ και πυκνό αέρα, από όπου εμφανίζεται πρώτα ο ίδιος ο ήλιος ερυθρός, καθώς θερμαίνονται οι ακτίνες του, και μετά μελανός, καθώς υπερισχύει η υγρασία13Α18».

Ανασκόπηση

Ο Αναξιμένης δεν θα είναι ο πρώτος που θα χρησιμοποιήσει αναλογίες, προκειμένου, όπως οι προγενέστεροι Μιλήσιοι «φυσιολόγοι», να καταστήσει πιο κατανοητές και παραστατικές, λόγω των περιορισμένων λεκτικών μέσων που υπάρχουν ακόμη στην εποχή του, ορισμένες παρατηρήσεις του: «Ο ήλιος είναι επίπεδος σαν ένα φύλλο13Α15», «η γη είναι (επίπεδη) σαν τραπέζι13Α20», κ.ά. Θα είναι όμως ο πρώτος που θα χρησιμοποιήσει αναλογίες, προκειμένου να επεκτείνει τη θεωρία του και να συναγάγει συμπεράσματα με ομοιότητες και συσχετισμούς από γνωστές καταστάσεις για άγνωστα ακόμη κοσμικά φαινόμενα: «Όπως όταν εμβαπτίζεται μια πυρακτωμένη μάζα σιδήρου στο νερό αυτή σβήνει με μεγάλο θόρυβο, κατά τον ίδιο τρόπο προκαλεί θόρυβο ο κεραυνός, όταν ο αέρας προσπαθεί να διασχίσει τα σύννεφα»[8] ή «όπως η ψυχή μας, όντας πνεύμα, μας συγκρατεί, έτσι και το πνεύμα και ο αέρας περιέχουν ολόκληρο τον κόσμο13Β2» κ.ά.

Η χρησιμοποίηση αναλογιών από τον Αναξιμένη είναι αξιοπρόσεκτη για δύο κυρίως λόγους. Αφ’ ενός εκφράζει έτσι έμμεσα την πεποίθησή του ότι τόσο στη Γη όσο και - κατ’ αναλογίαν - στο σύμπαν ισχύουν οι ίδιοι οικουμενικοί φυσικοί νόμοι. Η πεποίθηση αυτή δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Θα αποδειχθεί μαθηματικά μόνο, δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα, από τον I. Newton. Αφ’ ετέρου εισάγει τη μέθοδο της εξαγωγής, από γνωστά φαινόμενα, συμπερασμάτων κατ’ αναλογίαν, δηλαδή κάτι που είναι αμφίβολο αλλά το συσχετίζει με κάτι παρόμοιο, το οποίο όμως δεν αμφισβητεί- ται, ώστε να αποδείξει το αβέβαιο διά του βεβαίου. Η μέθοδος αυτή θα χρησιμοποιηθεί έκτοτε στις θετικές επιστήμες για την ανάπτυξη ορισμένων θεωριών. Έτσι, στο πρόσφατο παρελθόν, οι χημικές ιδιότητες ορισμένων χημικών στοιχείων καθορίστηκαν κατ’ αναλογίαν προς άλλα συγγενή, χωρίς τα ίδια να έχουν ανακαλυφθεί και απομονωθεί ακόμη. Κατ’ αναλο­γίαν προς την ύπαρξη φωτονίων ως φορέων της ηλεκτρομαγνητικής δυνάμεως σύμφωνα με την Κβαντική Ηλεκτροδυναμική (QED), μια ομάδα φυσικών (S. Glashow, A. Weinberg, A. Salam) κατά τη δεκαετία του 1960 συνεπέραναν την ύπαρξη τριών σωματιδίων ως φορέων δυνάμεων ασθενών αλληλεπιδράσεων: των φορτισμένων μποζονίων W+, W- και του ουδέτερου Ζ°. Τα μποζόνια αυτά ανακαλύφθηκαν πειραματικά πολύ αργότερα. Η κβάντωση του πεδίου βαρύτητας δεν έχει επιτευχθεί ακόμη μέχρι σήμερα. Οι W. Heisenberg και W. Pauli την έχουν προβλέψει εν τούτοις από τη δεκαετία του ’30 «κατά πλήρη αναλογία»[9] προς την χρησιμοποιηθείσα διεργασία για την κβαντική θεωρία του πεδίου, χωρίς νέες δυσκολίες.

Η συστηματική, εμπειρική σκέψη του Αναξιμένους θα επηρεάσει τους μετέπειτα στοχαστές αλλά και την εξέλιξη της φιλοσοφίας γενικότερα. Φυσικοί νόμοι και ιδιότητες αποκτούν οικουμενικό χαρακτήρα και ισχύουν, οι ίδιοι, από τα βάθη της Γης μέχρι τα πέρατα του κόσμου, θέση που οδηγεί στην εδραίωση μιας ενιαίας και μοναδικής φυσικής επιστήμης. Καθιερώνει μια αδιάσπαστη συνέχεια στη φυσική εξέλιξη του κόσμου και ανάγει τις ποιοτικές αλλαγές σε ποσοτικές μεταβολές. Όπως επισημαίνει ο Ο. Gigon, ο Αναξίμανδρος, αντιδιαστέλλοντας την απαρχή (το “άπειρο”) από όλα τα δημιουργήματα του κόσμου, θα γίνει πρόδρομος του Παρμενίδη. Ο Αναξιμένης, αντίθετα, «παρουσιάζει πρώτος τη συγκεκριμένη θεώρηση της αέναης αλλαγής των ορατών πραγμάτων»[10], εισάγοντας πρώτος στην κοσμολογία του την ιδέα της περιοδικότητας και προετοιμάζοντας έτσι τον δρόμο για τον Ηράκλειτο. Ο Αναξαγόρας και ο Διογένης ο Απολλωνιάτης, που υπήρξαν μαθητές του, επηρεάσθηκαν σημαντικά από τη διδασκαλία του. Η θεωρία του περί συμπυκνώσεως-αραιώσεως θα αποτελέσει το προοίμιο της ατομικής θεωρίας του Λευκίππου και του Δημοκρίτου.

Οι συνώνυμες λέξεις «ἀήρ» και «πνεῦμα» θα αποτελέσουν συγχρόνως και όρους της αρχαίας ελληνικής ιατρικής. «Οὗτος (ὁ ἀήρ) μέγιστος ἐν τοῖς πᾶσι τῶν πάντων δυνάστης ἐστίν», σημειώνει ο συγγραφέας του Περί φυσῶν 3 του Corpus Hippocraticum. Ο αέρας είναι απαραίτητος για τη ζωή, αλλά και φορέας ασθενειών. Ο αέρας εξουσιάζει και τα πράγματα και τους ζώντες οργανισμούς[11]. Ο ρόλος του αναξιμένειου «πνεύματος» θα αναπτυχθεί και θα διευρυνθεί στη συνέχεια από τον Διογένη τον Απολλωνιάτη, για να καταλάβει στη στωική φιλοσοφία εξέχουσα θέση, εκείνην του συνεκτικού φυσικού πεδίου και του φορέα όλων των ιδιοτήτων των υλικών σωμάτων.

Η αναγωγή της ποιοτικής διαφοροποίησης σε ποσοτική μεταβολή, που θα επιχειρήσει πρώτος ο Αναξιμένης, σηματοδοτεί έκτοτε την πορεία της επιστήμης. «Στη σύγχρονη επιστήμη», σημειώνει ο S. Sambursky, «η διερ­γασία της μαθηματικοποίησης προχώρησε πολύ μακριά προς αυτήν την κατεύθυνση και απογύμνωσε τον φυσικό κόσμο και όλα τα φαινόμενά του από τις ποιότητες, αντικαθιστώντας τις με ποσότητες, δηλαδή με τον αριθμό και το μέτρο. Ο δρόμος από τη θεωρητική διδασκαλία τού Αναξιμένη μέχρι τους εξαιρετικά αφηρημένους υπολογισμούς του σημερινού φυσικού και μαθηματικού είναι πολύ, πολύ μακρύς, η αρχή εν τούτοις είναι η ίδια»[12]. Ο δρόμος όμως αυτός που χάραξε ο Αναξιμένης θα σημάνει συγχρόνως και την απαρχή μιας παραίτησης, αυτής που τόσο χαρακτηριστικά θα επισημάνει ο W. Heisenberg: «μια για όλη τη μετέπειτα περίοδο βαρύνουσας σημασίας παραίτηση..., την παραίτηση από την “άμεση” κατανόηση των ποιοτήτων»[13].

Επίλογος: Μιλήσιοι “φυσικοί"

Με τον Αναξιμένη κλείνει ο κύκλος της φιλοσοφικής παράδοσης της Μιλήτου. Το 494 π.Χ. η πόλη θα παραδοθεί στις φλόγες από τα στρατεύματα των Περσών, φρικτή τιμωρία για την επανάσταση που είχαν επιχειρήσει κατά του δυνάστη οι, Μιλήσιοι. Αυτό θα σημάνει και το τέλος του πνευματικού αυτού κέντρου, στο οποίο αρθρώθηκε ο πρώτος φιλοσοφικός και επιστημονικός λόγος. Θα ήταν παράλειψη να μη μνημονεύσουμε εδώ τον Εκαταίο τον Μιλήσιο (545-475 π.Χ.), τον ονομαστότερο των «λογογράφων» του 6ου αι.π.Χ. Στο έργο του Γης περίοδος περιγράφει τους γνωστούς τότε λαούς και τις χώρες τους και θεωρείται στη Δύση πατέρας της ιστορίας. Το ίδιο πνεύμα αναζήτησης της αλήθειας που πρωτοσυναντήσαμε στον Ησίοδο και που διακατέχει τους Μιλησίους «φυσικούς» συναντούμε και σε αυτόν. Στην εισαγωγή των Ιστοριών του αναφέρει: «γράφω αυτό που κατά τη γνώμη μου αποτελεί την αλήθεια· γιατί οι παραδόσεις των Ελλήνων μού φαίνονται στο έπακρο πολλές και φαιδρές»[14].

Οι τρεις Μιλήσιοι «φυσικοί», παρ’ όλο που ο Αναξιμένης υπήρξε μαθητής του Αναξιμάνδρου και ο Αναξίμανδρος μαθητής του Θαλή, θα αναπτύξουν, ο καθένας χωριστά, τρία διαφορετικά κοσμογονικά συστήματα, χωρίς να εκφράσουν κάποια απόρριψη προς την κοσμοθεωρία του προηγουμένου και χωρίς να αναφυεί κάποια αντιδικία μεταξύ τους. Δεν υπάρχει μια απόλυτη θεωρία με δογματική συνέχεια από δάσκαλο προς μαθητή, αλλά κάθε θεωρία αποτελεί μια πρό(σ)κληση για κριτική εξέταση από τους μεταγενεστέρους. Αυτό σημαίνει ότι υπήρξε εξ αρχής ένα πνεύμα, αν όχι ενθάρρυνσης, πάντως ανοχής ως προς την κριτική θεώρηση του κόσμου. «Αποτελεί ιστορικό γεγονός ότι η Ιωνική Σχολή υπήρξε η πρώτη στην οποία οι μαθητές έκριναν τους δασκάλους τους τη μία μετά την άλλη γενεά. Αναμφισβήτητα η ελληνική παράδοση της φιλοσοφικής κριτικής έχει ως κύρια πηγή την Ιωνία», παρατηρεί ο Κ. Popper. «Η κριτική ορθολογική παράδοση ανακαλύφθηκε μόνο μία φορά. Χάθηκε μετά από δύο ή τρεις αιώνες, ίσως λόγω της ανόδου του αριστοτελικού δόγματος της “επιστήμης”... και ανακαλύφθηκε ξανά και αναβίωσε συνειδητά κατά την Αναγέννηση, ειδικότερα με τον G. Galilei»[15].

Έχοντας φθάσει στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και κοιτάζοντας πίσω, θα διαπιστώσουμε με έκπληξη και θαυμασμό ότι μέσα σε εβδομήντα πέντε πε­ρίπου χρόνια (600-525 π.Χ.) - ένα κλάσμα δευτερολέπτου στην ιστορία της ανθρωπότητας - οι τρεις Μιλήσιοι στοχαστές, χωρίς απτές αποδείξεις, με μια απαράμιλλη δύναμη κριτικής αφαίρεσης και ενόρασης, θα έχουν επιτελέσει μια πραγματική επανάσταση του πνεύματος, η οποία θα είναι καθοριστική και σημαίνουσα για την όλη εξέλιξη της δυτικής σκέψης. Ο πέπλος του μύθου σηκώνεται ξαφνικά, επιτρέποντας για πρώτη φορά την ορθολογική κριτική θεώρηση του κόσμου. Οι ανεξέλεγκτες παρεμβάσεις των ανθρωπόμορφων θεών καταργούνται και δίνουν τη θέση τους σε καθαρώς φυσικά φαινόμενα και αίτια. Η μιλήσια σκέψη εδραιώνει και κληροδοτεί στις επόμενες γενεές έναν νέο, πρωτόγνωρο τρόπο θεώρησης του κόσμου, που θα μπορούσε πολύ γενικά να συνοψιστεί στις ακόλουθες θέσεις:

• Αναγωγή της φαινομενικής πολλαπλότητας και αταξίας τον κόσμου σε μια σταθερή αρχή.

• Αποδοχή μιας νομοτελειακής, αποκλειστικά φυσικής αιτιότητας, που έχει οικουμενικό χαρακτήρα.

• Πεποίθηση ότι τα φυσικά φαινόμενα και οι φυσικοί νόμοι υπόκεινται στην κριτική, ορθολογική διερεύνηση τον ανθρώπινον νον.

• Αναγωγή της ποιότητας στην ποσότητα.

• Ποσοτική σύλληψη τον κόσμου με τις έννοιες του αριθμού και του μέτρου.

• Χρησιμοποίηση γεωμετρικών και μηχανικών προτύπων στη διατύπωση θεωριών.

• Χρήση της συμμετρίας και της αναλογίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

• Ανυπαρξία δημιουργού του κόσμου.

• Η πρώτη αρχή είναι αιώνια και εμπεριέχει τη δύναμη της εξέλιξης.

• Η φύση είναι υλική, ένζωη, έμψυχη, ένθεη, αυτοκίνητη.

Οι τελευταίες προτάσεις σηματοδοτούν και τα όρια της μιλήσιας σκέψης. Η αιτία της κίνησης δεν εξηγείται. Η αυτοκίνηση ως ιδιότητα δεν ικανοποιεί. Η έλλειψη ενός δημιουργού ενοχλεί. Ο άνθρωπος ορίζεται ως ένα φυσικό αντικείμενο, όπως όλα τα άλλα, μέσα στη φύση. Η έννοια της αλλαγής εξακολουθεί να προβληματίζει. Το σύμφυτο ύλης και πνεύματος, ύλης και ζωής δημιουργεί απορίες. Η σχέση αισθήσεων και πραγματικότητας θέτει ερωτήματα. Η αξία ενός φιλοσοφικού συστήματος δεν έγκειται μόνο στις λύσεις που προτείνει, αλλά και στα ερωτήματα που θέτει. Τόσο η έλλογη ερμηνεία του κόσμου, που επιχειρούν πρώτοι οι Μιλήσιοι, όσο και τα αναπόφευκτα ερωτήματα που θα αφή σου ν αναπάντητα θα αποτελέσουν το γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο θα αναπτυχθεί στη συνέχεια ο προσωκρατικός στοχασμός, για να εκφρασθεί με τη μυστικιστική-μαθηματική σκέψη των Πυθαγορείων, τη θρησκευτική του Ξενοφάνους, την οντολογική του Παρμενίδη, τη δυναμική του Ηρακλείτου, την συνδυαστική του Εμπεδοκλέους, την τελεολογική του Αναξαγόρα, την ατομική θεωρία του Δημοκρίτου.

Με την κατάληψη της Μικράς Ασίας από τους Πέρσες, στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., οι ιωνικές πόλεις θα κληθούν να πληρώσουν βαρύ τίμημα για τη βοήθεια που προσέφεραν στους αντιπάλους των Περσών Λυδούς. Πολλοί Ίωνες θα αναγκασθούν τότε να μετοικίσουν. Είναι η εποχή που θα κτισθεί από τους Φωκαείς η Ελέα, στα δυτικά παράλια της Κάτω Ιταλίας, όπου θα ακμάσει, εκατό χρόνια αργότερα, η φιλοσοφική σχολή του Παρμενίδη. Είναι η εποχή που θα αποδημήσει ο Πυθαγόρας από τη Σάμο στον Κρότωνα. Το κέντρο της φιλοσοφικής ζωής μεταφέρεται έτσι από τα μικρασιατικά παράλια της Ιωνίας στην Κάτω Ιταλία- και με την μετακίνηση αυτή μετατοπίζεται συγχρόνως και η εστία των ενδιαφερόντων των Ελλήνων στοχαστών. Εδώ θα παρακολουθήσουμε το επόμενο στάδιο της πρώιμης ελληνικής φιλοσοφίας. Ένα στάδιο που, όπως θα παρατηρήσει ο Β. Russell, «είναι περισσότερο θρησκευτικό... κατά κάποιον τρόπο περισσότερο ενδιαφέρον, θαυμαστό σε επιτεύγματα, αλλά λιγότερο επιστημονικό ως προς το πνεύμα από εκείνο των Μιλησίων»[16].

Στην Ιωνία οι Μιλήσιοι, με απεριόριστη πίστη στη λογική τους κρίση, προσπάθησαν να δώσουν την πρώτη ορθολογική, συστηματική εξήγηση των φαινομένων της φύσης. Η σκέψη τους σηματοδοτεί έτσι τον δρόμο των θετικών επιστημών. Αντίθετα, στη Νότια Ιταλία θα θεμελιωθεί η φιλοσοφία με την έννοια που την γνωρίζουμε σήμερα. Ο Πυθαγόρας θα επιχειρήσει πρώτος μια σύνθεση του έλλογου και του άλογου, διερευνώντας το βαθύτερο νόημα της ζωής, ενώ ο Παρμενίδης θα θέσει πρώτος το οντολογικό ερώτημα τού τί σημαίνει “υπάρχω”. «Ο έκτος αιώνας (π.Χ.)», θα παρατηρήσει με το γνωστό, γλαφυρό του ύφος ο A. Koestler, «θυμίζει μια ορχήστρα που συντονίζεται γεμάτη προσδοκίες. Κάθε μουσικός είναι τελείως συγκεντρωμένος στο μουσικό του όργανο και κουφός στον θόρυβο των άλλων. Ξαφνικά επικρατεί μια φορτισμένη, γεμάτη ένταση σιγή. Ο αρχιμουσικός εισέρχεται στη σκηνή, χτυπά τρεις φορές ελαφρά με το ραβδάκι του και μια θεσπέσια μελωδία αναδύεται από το χάος. Αρχιμουσικός είναι ο Πυθαγόρας ο Σάμιος»[17].
-------------------------
[1] Είναι χαρακτηριστικό της εξέλιξης του προσωκρατικού στοχασμού ότι η σκέψη του Αναξιμένη εστιάζεται κυρίως στο «γίγνεσθαι». Από την άποψη αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως πρόδρομος της ηρακλείτειας δυναμικής θεώρησης, «γινόμενα πάντα κατ’ ἔριν και χρεών22Β80», σε αντιδιαστολή με την οντολογική θεώρηση του Παρμενί­δη για ένα αιώνιο, ακίνητο και αμετάβλητο «είναι», το οποίο «οὐδέ ποτ’ ἦν οὐδ' ἔσται, ἐπεί νῦν ἔστιν ὁμοϋ πᾶν, ἕν, συνεχές28Β8’5».

[2] Schrodinger, Ε., Die Natur der Griechen, 107.

[3] Σιμπλίκιος, Υπόμνημα εις τό Άριστοτέλους, “Περί Οὐρανοῦ ”, 615.20.

[4] Δορμπαράκης, Π., Έπίτομον Λεξικόν τής ’Αρχαίας ’Ελληνικής Γλώσσης.

[5] Michaelides, Κ., Mensch und Kosmos in ihrer Zusammengehdrigkeit bei den fruhen griechischen Denkern, 3.

[6] Π. Διαθήκη, Γένεσις, A, 2.

[7] Π. Διαθήκη, Γένεσις, B, 7.

[8] Seneca, Naturales Questiones, II, 17.

[9] Heisenberg, W., Wandlungen in den Grundlagen der Naturwissenschaft, XXV.

[10] Gigon, Ο., Der Ursprung der griechischen Philosophie, 104.

[11] Παπανικολάου, A., Ἀήρ: Ἀναξιμένης καί Corpus Hippocraticum, 167-174.

[12] Sambursky, S., Dasphysikalische Weltbild der Antike, 25.

[13] Heisenberg, W., Wandlungen in den Grundlagen der Naturwissenschaft, 12.

[14] Παρατίθεται στο: Durant, W., Kulturgeschichte der Menschheit, 4.Band, 239.

[15] Popper, Κ., The World of Parmenides, 23.

[16] Russell, Β., Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, τόμ. Α’, 74.
 
[17] Koestler, A., Die Nachtwandler, 23.

ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΤΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ; Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΤΑΙΑΣ.

Ποια ήταν η ακριβής περιοχή της επικράτειας του Αχιλλέως;

Ποια η ακριβής θέση της έδρας της επικράτειάς του;

Προσπάθεια προσέγγισης και επίλυσης του θέματος

Αναγκαία προλογική διασάφηση-παραδοχή

Στο περιθώριο της ανά χείρας σύντομης, πλην, περιεκτικής εργασίας, της οποίας σκοπός και επιδίωξη είναι η παύση και διάλυση της αοριστίας και της συγχύσεως εν σχέσει με την περιοχή και την έδρα της επικράτειας του υπάτου των ομηρικών ηρώων και ο εντοπισμός τους κατόπιν συνοπτικής αλλά εμπεριστατωμένης μελέτης ολίγων αποσπασμάτων των ομηρικών, κυρίως, επών, στο περιθώριο, επαναλαμβάνω, της εργασίας αυτής προκύπτει, μεταξύ των άλλων, και τούτο το βασικό στοιχείο: Όντως η Τρωική εκστρατεία την αυγή, την ανατολή του 12ου π.Χ. αιώνος είχε στόχο τη διάνοιξη εμπορικού δρόμου προς την Προποντίδα και τον Εύξεινο πόντο, την οποία παλαιότερα οι Αργοναύτες δεν είχαν κατορθώσει, και φυσικά προς τη δυτική Μικρά Ασία, περιοχή την οποία ήλεγχαν, περιφρουρούσαν και υπερασπίζονταν οι Τρώες.

Ο Αχιλλεύς σε κανένα από τα προσκομιζόμενα και αναλυόμενα αποσπάσματα δεν αναφέρεται στην κλοπή της Ελένης, την απόσπασή της από την Τροία και τη μεταφορά της στη Σπάρτη. Απεναντίας, ομολογεί ότι δε διεκδικεί τίποτε από τον πλούτο των Τρώων, διότι η Φθία είναι αυτάρκης. Συνεπώς τα κίνητρα αναλήψεως της εκστρατείας και διεξαγωγής πολεμικών επιχειρήσεων ήταν αμιγώς οικονομικά: 

Απόσπασμα 1: «Εγώ δεν ήλθα εδώ, για να πολεμήσω τους μαχητές (πολεμιστές) Τρώες, γιατί δε με αδικούν σε τίποτε, αφού ποτέ ως τώρα δεν άρπαξαν τα βόδια μου ούτε τα άλογά μου ούτε κατέστρεψαν ποτέ τον καρπό στη γόνιμη και πολυάνθρωπη Φθία…».

Απόσπασμα 5: «… Έχω εκεί πολλά πλούτη που, για τη δυστυχία μου, άφησα και ήλθα εδώ…». «Ηλίου φαεινότερον» ότι ο λόγος της εκστρατείας ήταν οικονομικός, ότι αυτός ήταν η αιτία του Τρωικού πολέμου.

Η άποψη αυτή, την οποία ενισχύει καταλυτικά ο λόγος του αρχηγού των Μυρμιδόνων ή Αχαιών ή Ελλήνων, έχει ήδη επικρατήσει. Άπαντες, Έλληνες και ξένοι ομηριστές, μελετητές του Ομήρου, αποδέχονται ότι τα κίνητρα εκείνων των εχθροπραξιών ήταν οικονομικά και ότι με την πάροδο των αιώνων, από το 1184 έως το 780 περίπου π.Χ., όταν έγραφε ο Όμηρος, -ήδη είχαν μεσολαβήσει τέσσερις αιώνες- «το ηρωικό εκείνο παρελθόν είχε «τυλιχθεί στην ομίχλη» των μύθων, το πραγματικό «μπολιάστηκε» σιγά – σιγά με το φανταστικό». Το σημαντικό είναι ότι οι Έλληνες – καλύτερα: τα τότε Ελληνικά φύλα- έχοντας συνείδηση της κοινής καταγωγής τους και των συνεκτικών δεσμών τους συσπειρώθηκαν ομόθυμα για ένα κοινό σκοπό.

Α. Ποια ήταν η ακριβής περιοχή της επικράτειας του Αχιλλέως, της Φθίας;

1. Η σχετική έρευνα. Το ζήτημα προσδιορισμού της ακριβούς περιοχής της επικράτειας και της έδρας του Αχιλλέως, αρχηγού των Μυρμιδόνων ή Ελλήνων ή Αχαιών, όπως λέγονται στην Ιλιάδα (απόσπασμα 4), είναι παλαιό.

Οι βασικοί λόγοι, κατά τη γνώμη μου, μή επιλύσεως του θέματος αυτού διά της υποδείξεως κοινώς αποδεκτής προτάσεως είναι οι εξής: α)Υποτιμήθηκε και αγνοήθηκε η πρώτη και μοναδική πηγή, ο «θείος» Όμηρος. β) Αξιοποιήθηκε η μεταγενέστερη του Ομήρου, η μεταομηρική Γραμματεία αναμεμειγμένη με μυθολογικά στοιχεία που οδήγησε σε εσφαλμένους εντοπισμούς, γ) Παρερμηνεύθηκαν τα ολίγα μεταομηρικά στοιχεία για λόγους καθαρά τοπικιστικούς. Η παρερμηνεία αυτή είχε βαθύτατες αλλοιωτικές, παραμορφωτικές συνέπειες στο όλο θέμα. δ) Θεωρήθηκε, εσφαλμένα, ότι τα ομηρικά στοιχεία πρός προσδιορισμό της επικράτειας και της έδρας ήταν ανεπαρκή, ε) Αγνοήθηκαν τα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης επί της Όθρυος και οι τοποθετήσεις κορυφαίων αρχαιολόγων, σκαπανέων, ανασκαφέων.

Ως εκ τούτου έχουν διατυπωθεί πολλές συγκλίνουσες απόψεις σύμφωνα με τις οποίες, τόσο στα σχολικά βιβλία όσο και στις εξωσχολικές εκδόσεις, βιβλία ή χάρτες, ορίζεται γενικώς και αορίστως, δηλαδή χωρίς συγκεκριμένους σύγχρονους τοπικούς προσδιορισμούς, περιοχή της Θεσσαλίας

Λόγου χάριν η Φθία, η πατρίδα του Αχιλλέως, την οποία ο ίδιος συχνά μνημονεύει, στο σχολικό βιβλίο της Β΄ Λυκείου «Η Ιλιάδα του Ομήρου», εκλογές, 1979, σελ. 41 σχολιάζεται ως εξής: «Έτσι λέγεται η χώρα και η πόλη των Μυρμιδόνων στη Θεσσαλία, όπου βασίλευε ο πατέρας του Αχιλλέα, Πηλέας» και σε άλλο σχολικό βιβλίο της Β΄ Γυμνασίου «Ομηρικά έπη: Ιλιάδα», 2008, σελ. 26 «Η Φθία μαζί με την Ελλάδα είναι μία περιοχή στη Θεσσαλία...» Αλλά και σε άλλες εκδόσεις παρατηρούμε ανάλογα, πράγμα που σημαίνει ότι ο ένας αντιγράφει αβασάνιστα και ανεξέλεγκτα τον άλλο.

Περισσότερο εύστοχα η Ελένη Κακριδή, γνωστή στους εκπαιδευτικούς κύκλους μελετήτρια του Ομήρου, στο απευθυνόμενο στους διδάσκοντες σχολικό βιβλίο «Η διδασκαλία των ομηρικών επών», 1988, σελ. 86 ορίζει, τοποθετεί τη Φθία Β, ΒΔ, ΒΑ της Λαμίας, πάντως εντός των ορίων της σύγχρονης Φθιώτιδος, ενώ ο καθηγητής Παύλος Καρολίδης, «Ιστορικός Άτλας», 1930, στα σύγχρονα όρια μεταξύ Φθιώτιδος και Θεσσαλίας, όπου το Νέο Μοναστήρι.

Τέλος η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, στον Α΄ τόμο, γράφει: «...του Πηλέως, του οποίου το κράτος είχε ως πυρήνα την Αχαΐα Φθιώτιδα, εκτεινόταν όμως και προς την ανατολική πεδιάδα της Θεσσαλίας και προς την κοιλάδα του Σπερχειού...». (Συμμερίζομαι την άποψη αυτή εν μέρει, επειδή ασαφώς οριοθετείται η Αχαΐα Φθιώτις).

Η διαφορά έγκειται στο σημείο, ότι εκεί τοποθετείται άνευ αποδείξεως, ενώ στην ανά χείρας εργασία αποδεικνύεται επί τη βάσει συγκεκριμένων ομηρικών δεδομένων. Εξ άλλου αυτός είναι ο νεωτερισμός της παρούσης εργασίας, η προσπάθεια εντοπισμού της επικράτειας και της έδρας της επί τη βάσει των υφιστάμενων ομηρικών στοιχείων.

Εν πάση περιπτώσει η Φθία πρέπει να αναζητηθεί στη Φθία, στη Φθιώτιδα. Ούτε στη Θεσσαλία ούτε αλλού. Αυτές οι αυθαίρετες αναζητήσεις ανακαλούν στη μνήμη μου την επιμονή ορισμένων, Ευβοέων κυρίως, ερευνητών, να αναζητούν την αρχαία Κύμη… εκτός της σύγχρονης Κύμης.

Ακολούθως οφείλομε να προσδιορίσομε την έδρα του ηγεμονικού γένους των Μυρμιδόνων/Αχαιών/Ελλήνων με τη μεγαλύτερη δυνατή προσέγγιση και επιτυχία.

2. Η παρούσα προσπάθεια. Στην ανά χείρας συνοπτική εργασία επέλεξα μικρό αριθμό χαρακτηριστικών αποσπασμάτων της Ιλιάδος, οκτώ συνολικά, ικανών όμως να διαφωτίσουν επαρκώς το θέμα εντοπισμού τόσο του χώρου επικράτειας όσο και της έδρας της επικράτειας αυτής του Αχιλλέως, ώστε να παύσει να αναζητείται η Φθία, η Φθιώτιδα... στή Θεσσαλία (!) ή να διεκδικείται ή έδρα της με κριτήρια τοπικιστικά. Και είναι φυσικό κάθε πόλη ή κωμόπολη να θέλει να διεκδικεί την καταγωγή του υπάτου, του κορυφαίου ήρωος της πρώτης επιτυχούς εθνικής επιχειρήσεως διανοίξεως εμπορικού και αποικιακού δρόμου προς τη Μικρά Ασία, τον Ελλήσποντο, την Προποντίδα, τον Εύξεινο Πόντο.

Στη συνοπτική αυτή εργασία εφαρμόστηκαν αυστηρά επιστημονικές μέθοδοι προσδιορισμού της Επικράτειας και της Έδρας της: α) πλήρης, επιμελής και προσεκτική αξιοποίηση του φιλολογικού υλικού, εν προκειμένω των Ομηρικών αποσπασμάτων των σχετικών με τα ζητούμενα, β) αξιοποίηση της αρχαιολογικής σκαπάνης και της απόψεως των ειδικών, γ) αυτοψία, δ) χρήση λογικών μεθόδων, δηλαδή 1.«εικότων» (λογικών, πιθανών), 2. σημείων/ενδείξεων λόγω απουσίας αποδείξεων, 3. τεκμηρίων (συμπερασμάτων, πορισμάτων έρευνας), δηλαδή μεθόδων που πρώτος εφάρμοσε ο κορυφαίος ιστορικός, ο πατέρας της ιστορικής επιστήμης, Θουκυδίδης.

Πάντοτε τη λύση οριστική ή πιθανή την εγγυάται η επιμελής, σχολαστική και προσεκτική ανάλυση του αρχαίου κειμένου, της πηγής ή των πηγών και η αξιοποίηση των αρχαιολογικών ευρημάτων, του μόχθου εμπνευσμένων αρχαιολόγων. Ποτέ η μηχανική αναμάσηση συγκεκριμένης απόψεως ή το πέλαγος της βιβλιογραφίας.

Απόσπασμα 1

Ραψωδία Α, στίχοι 148 και 152-157

Τόν δ’ ἂρ ὑπόδρα ἰδών προσέφη πόδας ὠκύς Ἀχιλλεύς: «...οὐ γάρ ἐγώ Τρώων ἓνεκ’ ἢλυθον αἰχμητάων δεῦρο μαχησόμενος ἐπεί οὒτι μοι αἲτιοί εἰσιν. Οὐ γάρ πώποτ’ ἐμάς βοῦς ἢλασαν, οὐδέ μέν ἳππους, οὑδέ ποτ’ ἐν Φθίῃ ἐριβώλακι, βωτιανείρη, καρπόν ἐδηλήσαντ’ ἐπεί ή μάλα πολλά μεταξύ οὒρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα.

Λεξιλογικά σχόλια

Υπόδρα=με λοξό βλέμμα. [Επίρρημα (υπό+δρακ-, δέρκομαι, οξυδερκής, οξυδέρκεια)]

Ωκύς= ταχύς

Μαχησόμενος ένεκα Τρώων= με σκοπό να πολεμήσω τους Τρώες

αιχμητής= πολεμιστής [αιχμή]

ου τι = καθόλου

εισίν αίτιοι εμοί= με αδικούν

ελαύνω= αρπάζω

εριβώλαξ= γη που έχει μεγάλους βώλους από χώμα, γόνιμη [ερι-(επιτατικό μόριο, π.χ, ερίτιμος)+βώλαξ=βόλος, σβούλος]

βωτιάνειρα= γη που τρέφει ανδρες, ήρωες [βόσκω, βώτωρ+ανήρ, ανδρός ,θεμα: βο-, βω-]

δηλέομαι= βλάπτω [δηλητήριο, λατιν. Deleo, αγγλ. Delete]

επεί ή= γιατί αλήθεια

ούρεα σκιόεντα=όρη, βουνά σκιερά,άγρια

θάλασσα ηχήεσσα=που ηχεί ακατάπαυστα, πολυτάραχη

Μεταφορά στη Νέα Ελληνική

(Τότε), αφού με λοξό άγριο βλέμμα κοίταξε τον (Αγαμέμνονα) ο ταχύς στα πόδια Αχιλλεύς, είπε: ... Εγώ δεν ήλθα εδώ με σκοπό να πολεμήσω τους πολεμιστές Τρώες γιατί δε με αδικούν σε τίποτε, αφού ποτέ ως τώρα δεν άρπαξαν τα βόδια μου ούτε τα άλογά μου ούτε κατέστρεψαν ποτέ τον καρπό στη Φθία τη γόνιμη την τρέφουσα ανθρώπους, γιατί μεταξύ μας υπάρχουν (μεσολαβούν, παρεμβάλλονται) πάρα πολλά σκιερά και άγρια βουνά και πολυτάραχη θαλασσα.

Απόσπασμα 2

Α, στίχοι 169-170

Νῦν δ’ εἶμι Φθίην δ’, ἐπεί ή πολύ φέρτερόν ἐστιν οἲκαδ’ ἲμεν σύν νηυσί κορωνίσιν.

Λεξιλογικά σχόλια

Επεί ή= γιατί αλήθεια

Φέρτερον= καλύτερο

Ίμεν= ιέναι (απαρέμφ. του είμι)= να πάω

Νηυσί= ναυσί (δοτ.πληθ.)

Κορωνίς= πλοίο με τοξωτά άκρα

Μεταφορά στη Νέα Ελληνική

Τώρα αναχωρώ (θα πάω) για τη Φθία, γιατί είναι προτιμότερο να πάω στην πατρίδα μου με τα καμπύλα πλοία μου

Απόσπασμα 3

Α, στίχοι 300-301

Τῶν δ’ ἂλλων, ἂ μοί ἐστι θοῆ παρά νηΐ μελαίνῃ, τῶν οὐκ ἂν τι φέροις ἀνελών ἀέκοντος ἐμεῖο.

Λεξιλογικά σχόλια

Μέλας, -αινα, αν= μαύρος (μελάνι, μελάνιασε)

Θοός= ταχύς, ευκίνητος (βοηθέω, -ώ < βοή+θοός) 
 
Νηί (δοτ. ενικ), ναύς=πλοίο

Ανελών (μετοχή αορ. β΄του αναιρώ= αφαιρώ)

Αέκοντος= άκοντος (γεν. Ενικ.). Άκων, -ουσα, -ον= χωρίς τη θέληση. (ακούσια# εκούσια)

Εμείο (γεν. ενικ.)= εμού

Μεταφορά στη Νέα Ελληνική

Απ’ όσα όμως έχω στο γοργό μαύρο καράβι, δε θα μου πάρεις τι-ποτε χωρίς τη θέλησή μου.

Απόσπασμα 4

B, στίχοι 683-686

Οἳ τ’ εἶχον Φθίην ἠδ’ Ἑλλάδα καλλιγύναικα. Μυρμιδόνες δέ καλεῦντο καί Ἓλληνες καί Ἀχαιοί τῶν αὖ πεντήκοντα νεῶν ἦν ἀρχός Ἀχιλλεύς. Ἀλλ’ οἳγ’ οὐ πολέμοιο δυσηχέος ἐμνώοντο.

Λεξιλογικά σχόλια

Οί= αυτοί, όσοι

ηδέ= και (αγγλ and)

καλεύντο= εκαλούντο, ονομάζονταν

άρχος= άρχων, αρχηγός

τών= αυτών

αύ= πάλι

νεών= πλοίων (π.χ. νεώριο)

εμνώοντο> μνάομαι, μνώμαι (=έχω κατά νούν), -, μνη-, π.χ. μνήμη

δυσηχής= κακόηχος, απαίσιος (δυς, ήχος)

Μεταφορά στη Νέα Ελληνική

(Συμμετείχαν στην Τρωική εκστρατεία) και όσοι κατείχαν τη Φθία και την Ελλάδα με τις ωραίες γυναίκες. Αυτοί ονομάζονταν Μυρμιδόνες και Έλληνες και Αχαιοί. Αρχηγός τους ήταν ο Αχιλλεύς με 50 πολεμικά πλοία. Αλλά αυτοί δεν είχαν κατά νου (δεν επιθυμούσαν) τον απαίσιο πόλεμο.

Απόσπασμα 5

Ι, στίχοι 356....364

Νῦν δ’ ἐπεί οὐκ ἐθέλω πολεμιζέμεν Ἒκτορι δίῳ, αὒριον ἱρά Διί ῥέξας καί πᾶσι θεοῖσιν, νηήσας εὖ νῆας, ἐπήν ἃλαδε προερύσσω, ὂψεαι, ἢν ἐθέλησθα, καί αἲ κέν τοι τά μεμήλη, ἦρι μάλ’ Ἑλλήσποντον ἐπ’ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς, ἐν δ’ ἂνδρας ἐρεσσέμεναι μεμαῶτας εἰ δέ κεν εὐπλοίην δώῃ κλυτός Ἐννοσίγαιος, ἢματι κε τριτάτω Φθίην ἐρίβωλον ἱκοίμην. Ἒστι δέ μοι μάλα πολλά, τά κάλλιπον ἐνθάδε ἒῤῥων.

Λεξιλογικά σχόλια

Πολεμιζέμεν=πολεμείν (απαρ)

Ιρά =ιερά

Νηέω=σωρεύω, φορτώνω

Άλαδε=εις άλα=στη θάλασσα

Αι κεν τοι τα μεμήλη= αν αυτό σε ενδιαφέρει

Ήρι (επίρρ)= πρωί

Ερέσσω= κωπηλατώ

Μεμαώτας= που επιθυμούν, πρόθυμους

Ήματι τριτάτω= μετά τρεις ημέρες

Ερίβωλος= εριβώλαξ= γόνιμη

Μεταφορα στη Νέα Ελληνική

Αλλά τώρα, επειδή δε θέλω να πολεμώ, αφού προσφέρω αύριο θυσία στο Δία και σε όλους τους θεούς και φορτώσω καλά τα πλοία και τα οδηγήσω (τα ρίξω) στη θάλασσα, θα δεις, άν θέλεις και σε νοιάζει, τα πλοία μου να πλέουν στόν Ελλήσποντο με τα πολλά ψάρια και τους ναύτες μου να κωπηλατούν. Και, εάν ο κοσμοσείστης μας εξασφαλίσει εύπλοια (καλό ταξίδι), την τρίτη ημέρα θα φθάσω στη γόνιμη Φθία. Έχω εκεί πολλά πλούτη, που για τη δυστυχία μου άφησα και ήλθα εδώ.

Απόσπασμα 6

Ι, στίχοι 393-396

Ἢν γάρ δή με σόωσι θεοί και οίκαδ’ ἳκω-μαι, έπειτα, Πηλεύς θήν μοι ἒπειτα γυναῖκα γαμέσσεται αὐτός. Πολλαί Ἀχαιΐδες εἰσίν ἀν’ Ἑλλάδα τε Φθίην τε, κοῦραι ἀριστήων, οἳτε πτολίεθρα ῥύονται.

Λεξιλογικά σχόλια

σόωσι ( γ΄πληθ.). Σώω= σωζω, διασώζω, διαφυλάσσω, διατηρώ (σω- σώος, σωτήρας, σωτηρία

ικνούμαι= αφικνούμαι= φθάνω (άφιξη)

θην (μόριο)= δη, βεβαίως, δα

γαμέσσεται (μέλλ.). Γαμώ= νυμφεύομαι (γάμος, γαμβρός)

κούρη= κόρη

αριστήων= αρίστων

πτολίεθρον= πόλη (πτόλις, πόλις)

ρύομαι= σώζω, διασώζω, διαφυλάσσω

Μεταφορά στη Νέα Ελληνική

Αν με συντρέξουν (βοηθήσουν) οι θεοί και φθάσω στην πατρίδα, έπει-τα ο ίδιος ο Πηλεύς θα μου βρει βέβαια γυναίκα. Πολλές κοπέλες βρίσκονται στη Φθία στην Ελλάδα, κόρες ανθρώπων δυνατών που κυβερνούν τις πόλεις.

Απόσπασμα 7

Ι, στίχοι 478- 480 και 484-485

(Ο γέρος Φοίνιξ, άλλοτε διδάσκαλος του μικρού Αχιλλέως στη ρητορική και πολεμική τέχνη απευθύνεται στον ήρωα):

Φεύγον έπειτα απάνευθε δι’ ευρυχόροιο Ελλάδος, εξικόμην δέ εριβώλακα Φθίην, μητέρα μήλων, ες Πηλήα άνακτα... καί μέ έθηκε αφνειόν, ώπασε δε μοι πολύν λαόν. Ναίον δε εσχατιήν Φθίης, ανάσσων Δολόπεσσιν.

Λεξιλογικά σχόλια

Φεύγον= έφευγον

Απάνευθε= μάκράν, χωριστά (από, άνω, -θεν)

Ευρύχορος= ευρύχωρος, εκτεταμένος//που έχει ευρείς τοπους προς χορό

Μήλον= πρόβατο

Άναξ= βασιλιάς

Αφνειός= πλούσιος

Ώπασε. Οπάζω= παρέχω, προσθέτω

Ναίον= έναιον= κατοικούσα. Ναίω= οικώ, διαμένω (ναός)

Εσχατιή= εσχατιά, το έσχατον μέρος, το όριο, το άκρο (έσχατος)

Ανάσσω= βασιλεύω (άναξ, ανάκτορο, παντάνασσα)

Μεταφορά στη Νέα Ελληνική

Έπειτα έφευγα διά μέσου της ευρύχωρης Ελλάδος και έφθασα στη γόνιμη Φθία την εκτρέφουσα μεγάλο αριθμό ποιμνίων στο βασιλιά Πηλέα ... και μ’ έκανε πλούσιο, μου έδωσε πολύ κόσμο. Σε άκρη της Φθίας έμενα, άρχοντας των Δολόπων.

Απόσπασμα 8

Π, στίχοι 167- 176

Πεντήκοντ’ ήσαν νήες θοαί, ήσιν Αχιλλεύς ες Τροίην ηγείτο Διί φίλος. Εν δ’ άρ’ εκάστη πεντήκοντ’ ήσαν ανδρες επί κληίσιν εταίροι. Πέντε δ΄άρ’ ηγεμόνας ποιήσατο τοίς επεποίθει, σημαίνειν. Αυτός δέ μέγα κρατέων ήνασσεν. Της μέν ιής στιχός ήρχε Μενέσθιος αιολοθώρηξ, υιός Σπερχειοίο, Διιπετέος ποταμοίο. Ον τέκε Πηλήος θυγάτηρ, καλή Πολύδώρη, Σπερχειώ ακάμαντι, γυνή θεώ ευνηθείσα...

Λεξιλογικά σχόλια

Νήες= πλοία (π.χ. νεοελλ. νηολόγιο)

Θοός= ταχύς (π.χ. νεοελλ. Βοηθέω,-ώ=τρέχω σε βοή, φωνή

Ήσιν (δοτ. πληθ.)= αίς= με τις οποίες

Διί: δοτ. ενικ. του Ζεύς (π.χ. νεοελλ. Στύλοι ολυμπίου Διός)

Κληίσιν (δοτ. πληθ), κλείς= κλειδί, σύρτης, κουπί

Επεποίθει (υπερσ. του πείθομαι, νεοελλ, πεποίθηση)

Ήνασσεν. Του ανάσσω= βασιλεύω (νεοελλ. ανάκτορο)

Στιχός: γεν. ενικ,. του στιξ= στίχος, σειρά, τάξη

Ιής= μιάς

Αιολοθώρηξ= που έχει θώρακα αίολο, ακτινοβόλο, λαμπρό

Διιπετής (διός, πίπτω)= ουρανόπεμπτος, επίθ. των ποταμών ως παραγομένων από τη βροχή

Τέκε= έτεκε=γέννησε

Πηλήος= Πηλέως

Καλή= ωραία

Ακάμας, -ντος (νεοελλ. ακάματος)=ακούραστος, αεικίνητος

Ευνηθείσα, του ευνάω (νεοελλ. ευνούχος)=«πλαγιάζω»

Απόδοση στη Νέα Ελληνική

Πενήντα ήταν το ταχύπλοα πλοία, με τα οποία ο Αχιλλεύς, ο αγαπητός του Δία, ήλθε στην Τροία. Μέσα στο καθένα έστεκαν (υπήρχαν, υπηρετούσαν) πενήντα άνδρες (κωπηλάτες) σύντροφοι στα κουπιά. Όρισε πέντε αρχηγούς, τους οποίους εμπιστευόταν πλήρως, να δίνουν τις εντολές. Κι αυτός (ο Αχιλλεύς) είχε το γενικό πρόσταγμα. Στον ένα λόχο ήταν αρχηγός ο Μενέσθιος με τον αστραφτερό θώρακα, παιδί του Σπερχειού, του θεϊκού ποταμού. Αυτόν τον γέννησε η ωραία Πολυδώρη, η κόρη του Πηλέως, γυναίκα που συνευρέθηκε με θεό, τον ακούραστο Σπερχειό...

Από την επιμελή μελέτη των αποσπασμάτων προκύπτουν τα εξής:

α) τό μέτρο της ναυτικής ισχύος των Μυρμιδόνων

β) ότι ήταν προηγμένη η ναυπηγική τέχνη,

γ) ότι όντως η Φθία ήταν εκτενής και «βωτιάνειρα», αφού είχαν εκστρατεύσει 50Χ50= 2500 ναύτες

δ) ότι ήλεγχε όλη την Όθρυ προς υλοτομία και κατασκευή πλοίων,

ε) ότι όφειλε να έχει ισχυρό προκεχωρημένο φυλάκιο, παρατηρητήριο προς έλεγχο του μεγάλου, πολυάριθμου στόλου,

ς) ότι όφειλε να διαθέτει μεγάλο φυσικό λιμάνι προς ελλιμενισμό του στολου.

ζ) ότι η αναφορά στο Σπερχειό προδίδει ανεπιφύλακτα ότι η επικράτεια του μεγίστου, του κορυφαίου των ηρώων της Τρωικής εκστρατείας, Αχιλλέως, εκτεινόταν μέχρι τα ΝΔ της Λαμίας. Ο Σπερχειός συνδέεται απ’ ευθείας με το ηγεμονικό γένος του Πηλέως, πατέρα του Αχιλλέως.

3. Ετυμολογία βασικών όρων. Προβαίνω σε σύντομη διερεύνηση της ετυμολογίας των όρων Φθία, Φθιώτις (-ιδα), Αχιλλεύς, Όθρυς.

Φθία, λέξη αγνώστου ετυμολογίας, προφανώς προελληνική. Αδύνατη η συσχέτιση με το ρήμα φθίνω, δεδομένου ότι δεν υφίσταται νοημα-τική συνάφεια. Το παραγόμενο εθνικό ουσιαστικό: ο Φθιώτης, -του. Θηλυκό: η Φθιώτις, της Φθιώτιδος. Τα εθνικά ουσιαστικά είναι κυρίως επίθετα με παράλειψη του ουσιαστικού χώρα, γλώσσα, γυναίκα, ανδρας, κ.λ.π. Εδώ: η Φθιώτις χώρα. Συνεπώς Φθία και Φθιώτις, λογιότερα, ή Φθιώτιδα, λαϊκότερα, συμπίπτουν.

Αχιλλεύς, ομοίως αγνώστου ετυμολογίας. Ασφαλώς έχουν προταθεί ορισμένες ελάχιστες απόψεις, των οποίων κρίνω περιττή την αναφορά.

Όθρυς, λέξη προελληνική, αγνώστου ετύμου και σημασίας, όπως η Ευβοϊκή Δίρφυς, που καταλήγει όμοια, ή τα ονόματα των περισσότερων ελληνικών ορέων: Υμηττός, Πάρνης, Παρνασσός, Πίνδος, Πάρνων, κ.λ.

Ότι είναι προελληνικής καταγωγής, διόλου παράδοξο. Εκατοντά-δες λέξεις της Ελληνικής παρελήφθησαν από τους προέλληνες κατοίκους της Βαλκανικής χερσοννήσου, Κάρες, Λέλεγες, Πελασγούς και περιελήφθησαν στο Ελληνικό λεξιλόγιο, π.χ. Αθήναι, Θήβαι, Αμάρυνθος, Κόρινθος, Κάρυστος, Γαργηττός, Οδυσσεύς, Ιλισός, κ.λ.

Επί του προκειμένου ο σοφός πανεπιστημιακός μου καθηγητής Γ. Κουρμούλης στο βιβλίο του υπό τίτλο «Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης», σελ. 31 παρατηρεί: «...μαρτυρούν περί της υπάρξεως προελληνικής ενιαίας γλώσσης εν Ελλάδι και μικρά Ασία περισωθείσαι τοπωνυμίαι και κύρια ονόματα, μη ερμηνευόμενα εκ της Ινδοευρωπαϊκής* (στην οποία ανήκει και η Ελληνική) γλωσσικής παραδόσεως.

Όσο για το άλλο θέμα, της απεγνωσμένης προσπάθειας μερικών να συσχετίσουν βιαίως λέξεις αγνώστου ετύμου με άλλες ελληνικές, έτερος καθηγητής μου, ο Κωνσταντίνος Μερεντίτης στο βιβλίο του «Η απλουστάτη πρότασις των κλασσικών γλωσσών», σελ. 124, σημειώνει: «Τοιαύταί τινες (= κάτι τέτοιες) ετυμολογικαί διασαφήσεις των λέξεων ανακαλούν απροαιρέτως (= αυθόρμητα) εις την μνήμην μας την λαϊκήν ετυμολογικήν εξήγησιν του «χαλβά», σύμφωνα με την οποία η λέξις αύτη προήλθε εκ συμφύρσεως της φράσεως «χαλαρώς βαίνω»!

4. Η Σύγχρονη Φθία, Φιώτιδα. Βεβαίως σήμερα για λόγους Διοι-κητικών αναγκών η Φθιώτιδα, ο νομός Φθιώτιδας, καταλαμβάνει πολύ μεγάλη έκταση, άγνωστη στους αρχαίους χρόνους. Εκτείνεται από το Κάστρο της Βοιωτίας, αμέσως μετά την αποξηρανθείσα ήδη από τους μυκηναϊκούς χρόνους Κωπαΐδα, μέχρι τον Άγιο Γεώργιο Τυμφρηστού, ενώ ΒΑ λίγα χιλιόμετρα μετά την Πελασγία. Σην αρχαιότητα στη Δ Φθιώτιδα κατοικούσαν οι Αινιάνες. Εκατέρωθεν της Λαμίας η περιοχή ονομαζόταν Μαλλίς, εξής Μαλιεύς ή Μηλιεύς κόλπος, ο σήμερα Μαλιακός, και η πόλη Μαλία και αργότερα Λαμία με αμοιβαία μετάθεση ερρίνου (μ) και υγρού (λ). Στην περιοχή των Θερμοπυλών κατοικούσαν οι Λοκροί οι Επικνημίδιοι, ενώ της Αταλάντης οι Οπούντιοι. Σήμερα η επαρχία Λοκρίδος με πρωτεύουσα την Αταλάντη.

5. Η (πιθανή) επικράτεια του βασιλικού γένους του Πηλέως, του Αχιλλέως, των προγενεστέρων και μεταγενεστέρων τους.

Στον Όμηρο, τον οποίο η σύγχρονη ιστορική και φιλολογική επιστήμη αναγνωρίζει ως ιστορικό (*), ο Αχιλλεύς, κατά τη γνωστή διαμάχη με τον Αγαμέμνονα, βεβαιώνει ότι αποσύρεται από τις πολεμικές επιχειρήσεις και απειλεί ότι σε τρεις ημέρες μπορεί να φθάσει στην ερίβωλο Φθία (απόσπ. 1 και 5): «Την τρίτη ημέρα θα φθάσω στη γόνιμη Φθία». Είχε στη διάθεσή του 50 πολεμικά πλοία, τριήρεις, μεγάλο αριθμό, τη στιγμή που επτά Ευβοϊκές πόλεις συμμετείχαν με 40. Το γεγονός ότι διέθετε ισχυρή ναυτική δύναμη, ευθύς αμέσως αποκλείει ως τόπο εξορμήσεως την κεντρική Θεσσαλία, αφού, κατά κοινή φιλολογική παραδοχή, από την παραλιακή (Θεσσαλία) απέπλεαν ο Πρωτεσίλαος (περιοχή Αγχιάλου), ο Εύμηλος (περιοχή Βόλου), ο Φιλοκτήτης (περιοχή Πηλίου) και ο Ευρύπυλος (περιοχή Φαρσάλων-Λαρίσης).

Εν ολίγοις, εάν ή επικράτεια του Αχιλλέως ήταν εκεί, μεταξύ κεντρικής και νοτίου Θεσσαλίας, τότε:

ούτε θα αναφερόταν σε «μάλα πολλά ούρεα σκιόεντα», καθ’ ότι ανύπαρκτα στη Θεσσαλική πεδιάδα

ούτε θα είχε πρόσβαση σε επίνειο πρός την πλευρά του Παγασητικού κόλπου λόγω κυριαρχίας των αναφερθέντων προηγουμένως άλλων, στο μεταξύ διάστημα, αυτόνομων Ελληνικών βασιλείων.

Ότι θα επέστρεφε διά θαλάσσης είναι αναντίρρητο, αφού το δηλώνει ρητά (απόσπ. 2): «Είναι προτιμότερο να επιστρέψω στην πατρίδα μου με τα καμπύλα μου πλοία».

Υποθέτω, επαναλαμβάνω, υποθέτω ότι, εφ’ όσον αποκλείσθηκε ο απόπλους από τον Παγασητικό, επίνειο της επικράτειάς του υπήρξε η αρχαία παραλιακή πόλη, (τα) Φάλαρα, σημερινή Στυλίδα ή, εν πάση περιπτώσει, μικρή πόλη κειμένη μεταξύ της Λαμίας και της Στυλίδος.

Αριστερά των Φαλάρων (Στυλίδος), όπου η Αγία Μαρίνα και το Αυλάκι, δεν προσφέρεται προς ναύσταθμο, επειδή κατέρχεται ορμητικός από την Όθρυ ο μεγάλου μήκους ποταμός, το Δριστελόρεμα, που πηγάζει από το Δρίστελο εις ύψος 1300 μ, κινεί το βακούφικο υδρόμυλο εγγύς της ερειπωμένης μονής του Αγίου Δημητρίου και τον υδρόμυλο του Ελασσόνα στο Αυλάκι και καταλήγει στις Χαμόλευκες αριστερά της Αγίας Μαρίνας. Επαναλαμβάνω ότι σε εκβολές χειμάρρων ή ποταμών δε λειτουργούν αγκυροβόλια προς ασφάλεια του στόλου.

Επίσης η ρητή δήλωση του Αχιλλέως: (απόσπ. 1), «(Οι Τρώες) ου πώποτε ήλασαν εμάς βούς ουδέ ίππους ουδέ εδηλήσαντο ποτέ καρπόν εν Φθίη εριβώλακι βωτιανείρα, επεί ή (=υπάρχουν, μεσολαβούν) μεταξύ μάλα πολλά ούρεα σκιόεντα και ηχήεσσα θάλασσα» μαρτυρεί ότι μεταξύ της Φθίας και των Τρώων «μεσολαβούν πάρα πολλά σκιερά και άγρια βουνά και πολυτάραχη θάλασσα». Ασφαλώς το Αιγαίο πέλαγος. Αυτό το σημείο είναι λίαν καθοριστικό για τον προσδιορισμό της επικράτειάς του.

Μολονότι, όπως κατωτέρω θα φανεί, ανήκε στην επικράτεια η μεταξύ Λαμίας και Σπερχειού περιοχή, εν τούτοις

η έδρα δεν είναι δυνατό εκεί να αναζητηθεί, επειδή δε μεσολαβούν «σκιόεντα ούρεα». Εκεί τα όρη είναι ανύπαρκτα.

Εξ άλλου στις εκβολές ποταμών, μικρών ή μεγάλων, όπως εδώ του Σπερχειού, δεν ελλιμενίζονται πλοία. Δε νοούνται λιμενικές εγκαταστάσεις, λιμενικά έργα σε εκβολές ποταμών.

Συνεπώς οφείλομε να κινηθούμε προς Βορράν της γραμμής Λαμίας-Στυλίδος και βασίμως να υποθέσομε ότι η «ερίβωλος Φθία, η μητέρα μήλων (=ή έχουσα πλήθος ποιμνίων), ή έχουσα βους και ίππους, ή βωτιάνειρα (=η ικανή να εξασφαλίζει τροφή και πολυάνθρωπος) και προ πάντων η προφυλασσόμενη από εχθρικές επιδρομές λόγω «τών μάλα πολλών σκιοέντων ουρέων» (των πάρα πολλών σκιερών και άγριων βουνών) είναι η εκτενής και πλουσία και γόνιμη ημιπεδινή περιοχή βορείως της οροσειράς της Όθρυος. Αυτήν την οροσειρά έχει κατά νουν ο Αχιλλεύς, όταν κάνει λόγο για τα σκιερά και άγρια βουνά που πρέπει να διασχίσει, όποιος φιλοδοξήσει να κινηθεί εχθρικά κατά της επικράτειάς του.

Βεβαίως σε βιβλίο του ΟΕΔΒ, «Η Ιλιάδα του Ομήρου», εκλογές, Β΄ Λυκείου, 1979, σελ. 112, ο όρος «ούρεα σκιόεντα» σχολιάζεται ως εξής: «Ψηλά και δύσβατα τα Θρακικά και Μακεδονικά βουνά χωρί-ζουν τη χώρα των Τρώων από τη χώρα του Αχιλλέα». Αυτά όμως τά βουνά δεν αποτελούσαν εμπόδιο για τους Τρώες εν προκειμένω, διότι οι κινήσεις, φιλικές ή επιθετικές, διεξάγονταν διά θαλάσσης (ηχήεσσα θαλασσα). Το σχόλιο αφελές και εσφαλμένο. Επιπλέον: Το βασικότερο εμπόδιο ήταν οι πολεμικοί Θράκες, οι Κίκονες (όπου η Δ. Θράκη) και οι Παίονες (όπου η Θεσσαλονίκη), από τις χώρες των οποίων ήταν υποχρεωμένοι οι Τρώες να διέλθουν από Βορρά.

Συνεπώς διατείνομαι ότι η περιφέρεια των Μυρμιδόνων ή Αχαιών ή Ελλήνων είναι η περί την Όθρυν περιοχή και, φυσικά, η ίδια η Όθρυς. Συγκεκριμένα το τετράγωνο που ορίζεται προς Ν από Λαμία έως Πελασγία, πρός Α από Πελασγία έως προ του Αλμυρού, προς Β από το μέσο μεταξύ Αλμυρού και Σούρπης έως Πουρνάρι, Αγραπιδιά και Βαρδαλί, προς Δ από τα χωριά αυτά έως το πολύ στη Λαμία.

Όντως αυτή ήταν η επικράτεια του Πηλέως και των προπατόρων του και, φυσικά, κατά διαδοχή, του γιού του, Αχιλλέως και των επιγόνων του, εάν αποτελεί μύθο ο θάνατός του στην Τροία. [Εξ άλλου ο ιστορικός ποητής Όμηρος δεν αναφέρεται στο θάνατο του Αχιλλέα].

Στα κείμενα που ακολουθούν η περιοχή χαρακτηρίζεται «ερίβωλος, εριβώλαξ», δηλαδή γόνιμη, αποδοτική, όπως βλέπομε στα αποσπάσματα 1 και 5. Είναι το έδαφος, κατά την άροση του οποίου σχηματίζονται πολλά και ογκώδη τμήματα χώματος, «σβώλοι, σβούλια».

Η γονιμότητα της Φθίας, πόλεως και ταυτοχρόνως εκτενούς περι-φερείας, τονίζεται και σε άλλο σημείο του έπους, λ.χ. στο Π της Ιλιάδος, στίχος 596. «Γλαύκος δε πρώτος, αγός ασπιστάων Λυκίων, ετράπετο, έκτεινε δε Βαθυκλήα μεγάθυμον, φίλον υιόν Χάλκωνος, ός ναίων Ελλάδι οικία, μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν όλβω και πλούτω» (= Αλλά ο Γλαύκος (Τρώας μαχητής), ο αρχηγός των ασπιδοφόρων Λυκίων, εστράφη πρώτος και σκότωσε το μεγαλόψυχο Βαθυκλή, τον αγαπητό γιό του Χάλκωνος που ζούσε στην Ελλάδα (πόλη της επικράτειας του Αχιλλέως) και διέπρεπε (ήταν πρώτος) μεταξύ των Μυρμιδόνων στον πλούτο και την περιουσία).

Η υποστηριζόμενη πρόταση ενισχύεται και από το χαρακτηρισμό «μητέρα μήλων», περιοχή εκτρέφουσα πλήθος ποιμνίων, προβάτων. (Μήλον=πρόβατο. Μηλωτή= προβιά, ένδυμα ή σκέπασμα από δέρμα προβάτου). Τα πρόβατα δέ βόσκουν σε «ούρεα σκιόεντα», σκιερά και άγρια βουνά, αλλά σε πεδινά ή ημιορεινά, λοφώδη και χλοερά εδάφη, όπως η Φθία που εκτείνεται μετά τους πρόποδες της βορινής αλλά ηλιόλουστης Όθρυος.

Είναι τέλος πάντων η περιοχή που εκτείνεται Α του 22ου χιλιομέτρου της παλαιάς εθνικής οδού Λαμίας Δομοκού, όπου τα χωριά Κάτω Παλαμάς, Μακρολίβαδο, Μελιταία, Φυλιαδών, Νεοχώρι, Ανάβρα (τόπος, όπου αναβλύζει πολύ νερό. Αναβρύω> αναβρύζω. Αναβλύω> αναβλύζω. Βρύση, βρύα, Ανάβρυτα, Καλάβρυτα, Ανάβρα. Εκεί είναι οι πηγές του Ενιπέως, παραπόταμου του Πηνειού.), Πολυδένδρι, Μαντασιά, Καρυές, Νέα Μάκριση, Σκοπιά. Εν πάση περιπτώσει η σχεδόν πεδινή έκταση που εκτείνεται ΒΑ της αποξηρανθείσης λίμνης Ξυνιάδος και άπτεται της Θεσσαλικής πεδιάδος με όριο ίσως τα σημερινά χωριά, Βαρδαλί, Πετρωτό, Δενδροχώρι, Νεράιδα. Αριστερά της περιοχής αυτής βρισκόταν η λίμνη Ξυνιάς, αποξηρανθείσα οριστικά τα μέσα του προηγούμενου αιώνος, λίμνη της οποίας το ανατολικό όριο την εποχή εκείνη έφθανε μέχρι τη γραμμή από το 22ο χιλιόμετρο, κόμβο προς Παλαμά, Μελιταία, κ.λ. έως τα Μεταλλεία.

Ασφαλώς και η Ξυνιάς λίμνη περιλαμβανόταν στο βασίλειό του, όπου σήμερα τα παραλίμνια χωριά, Ομβριακή, Παναγιά, Μακρυρράχη, Περιβόλι, Κορομηλιά, Άγ. Στέφανος, Ξυνιάδα, Άγ. Γεώργιος. Ιδού οι ενδείξεις-αποδείξεις: Στο απόσπασμα 7 ο γηραιός Φοίνιξ, διδάσκαλος άλλοτε του Αχιλλέως απευθυνόμενος στον ήρωα αναφέρει ότι ο πατέρας του, ο Πηλεύς του παραχώρησε «την εσχατιήν Φθίην» την εσχάτην Φθίαν, στην άκρη της Φθιώτιδος, για να άρχει ως βασιλεύς των Δολόπων. Ποια είναι η περιοχή αυτή; Την απάντηση θα δώσει ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στα «Αργοναυτικά» του (αρχαίος Έλληνας συγγραφέας, διευθυντής της βιβλιοθήκης Αλεξανδρείας, του 3ου αιώνος π.Χ.): «Ήλυθε δέ αύ Μόψος Τιταρήσιος, όν περί πάντων Λητοϊδης εδίδαξε θεοπροπίας οιωνών ηδέ καί Ευρυδάμας Κτιμένου παίς άγχι δε λίμνης Ξυνιάδος Κτιμένην δολοπίδα ναιατάασκεν» (=Ήλθε και ο Τιταρήσιος ο Μόψος, στον οποίο ο Απόλλωνας δίδαξε όλες τις προφητείες των οιωνών και ο Ευρυδάμας του Κτιμένου που κατοικούσε κοντά στη λίμνη Ξυνιάδα, στην δολοπική Κτιμένη, στην Κτιμένη, έδρα των Δολόπων). H Δολοπία ανήκε στην εξουσία του Πηλέως, την οποία παραχώρησε στο Φοίνικα. Φαίνεται δε ότι ήταν πολυάνθρωπη, αφού είχε «πολύν λαόν». Άρα το έσχατο όριο της Φθίας υπήρξε η Μακρυρράχη Δομοκού.

Να ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι ο Απολλώνιος, ως διευθυντής της βιβλιοβριθούς βιβλιοθήκης υπήρξε πακτωλός πολλών αρχαίων γνώσεων, κινητή βιβλιοθήκη, κατά την επιτυχή έκφραση συναδέλφου μου.

Ασφαλώς στην επικράτειά του ανήκε ο μέγας, ο πελώριος ορεινός όγκος της Όθρυος, που επέτρεπε την υλοτομία για την κατασκευή του ισχυρού στόλου των 50 τριήρων, με τις οποίες έπλευσε μέχρι την Τροία, και άλλων πολλών, που ελλιμενίζονταν στο επίνειό του για αμυντικούς ή εμπορικούς και διαμετακομιστικούς λόγους κατά τη μακρά απουσία του.

Η Όθρυς εξ άλλου, η πλούσια σε νερά και χλόη, έτρεφε τα πολλά ποίμνια (μητέρα μήλων), τα βοοειδή και τους ίππους, για τους οποίους καυχάται ο Αχιλλεύς (εμάς βους ουδέ ίππους) (απόσπ.1).

Άφθονα ρέουν τα νερά στην προικισμένη από τη φύση Όθρυ. Έχω υπόψη μου ορισμένα:

Στο 16ο χιλιόμετρο της οδού Λαμίας– Δομοκού η πηγή Αχιλλέως επί της Όθρυος, παμπάλαιο τοπωνύμιο που αποδίδει τη γνώση των ανθρώπων ότι ανήκε στην επικράτειά του.

Τρία χιλιόμετρα Α της σε ευθεία γραμμή, σε ύψος 1000μ αστείρευτη πηγή, όπισθεν της Μονής Γεννήσεως της Θεοτόκου, Αντινίτσης.

Προ του ανακτόρου των Μυρμιδόνων, κατά τη γνώμη μου, της λεγόμενης ακροπόλεως της Μελιταίας, τα πηγαία νερά αφθονούν.

ΝΑ της Ανάβρας (<αναβρύω), σε απόσταση λίγων μέτρων, πηγάζει ποταμός, ο Ενιπεύς.

Στην απόληξη της Όθρυος πρός Μαγνησία το χωριό Βρύναινα (<βρύω, αναβρύω, αναβλύζω) και σε μικρή απόσταση η Άνω και Κάτω Μονή Ξενιάς (Κοιμήσεως της Θεοτόκου και Αγίου Νικολάου αντιστοίχως), όπου τα άφθονα πηγαία νερά ρέουν ακατάπαυστα).

Φρονώ ότι δι’ ολίγων έχει προσδιορισθεί επαρκώς ό χώρος της βασιλείας του.

Β. Ποιά ήταν ή έδρα της επικράτειάς του;

Είμαι πεπεισμένος ότι έδρα της εκτενούς, για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, επικρατείας υπήρξε, όπου σήμερα ο ισχυρός, φύσει οχυρός, επιβλητικός και μεγαλειώδης περίβολος νοτίως της Μελιταίας, φερομένης στις αρχαίες πηγές με τα ονόματα Μελίτεια ή Μελίτη, σε απόσταση 3 περίπου χιλιομέτρων, εγγύς της Μονής της Αγίας Τριάδος, εις ύψος 700 μ.

Ότι αυτή είναι η έδρα του βασιλικού εκείνου γένους των Μυρμιδόνων, Αχαιών, Ελλήνων συνηγορούν τα εξής:

1. Βρίσκεται στο τέλος της προς βορειοδυτικά κορυφογραμμής της Όθρυος στο πλησιέστερο σημείο με το πιθανό επίνειό της, τα Φάλαρα, νύν Στυλίδα. Εάν ο μελετητής αυτής της εργασίας δυσπιστεί θεωρώντας ότι η απόσταση είναι μεγάλη μεταξύ έδρας και επινείου, τον καλώ να παρατηρήσει ότι μεταξύ Σπάρτης και του αρχαίου επινείου της, του Γυθείου, η απόσταση είναι σχεδόν διπλάσια.

2. Η θέση παρέχει πλήρη εποπτεία και έλεγχο της «εριβώλου Φθίας, της μητρός μήλων», η οποία κυριολεκτικά εκτείνεται, απλώνεται στα «πόδια» της πανίσχυρης ακροπόλεως.

3. Τα πηγαία νερά είναι πολλά σε απόσταση αναπνοής από τα ανασκαφέντα και ελθόντα εις φως ανάκτορα, αναγκαία για την ύδρευση του βασιλικού γένους και του ανακτορικού προσωπικού, τον ποτισμό των ποιμνίων, των υποζυγίων, των βοοειδών, των μάχιμων και των μεταφορικών ίππων.

4. Μεταξύ της έδρας και του επινείου δεσπόζει το ισχυρό οχυρό, τείχους ύψους 2μ πολυγωνικής και ισοδομικής τειχοποιίας, του αρχαίου Ναρθακίου, νυν Λιμογάρδι, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί προκεχωρημένο φυλάκιο της έδρας προς οπτικό έλεγχο της ναυτικής βάσεως των Φαλάρων. Είναι τόσο ευρύ και επιβλητικό το κάστρο του, ώστε μελετητής έσπευσε, βαθύτατα εντυπωσιασμένος, να δεχθεί ότι αυτή είναι η έδρα του βασιλικού γένους των Μυρμιδόνων. Διαφεύγει όμως στο μελετητή αυτό - τον ενθουσιασμό και την κατάπληξη του οποίου συμμερίζομαι - ότι ο Όμηρος λέγει ρητά και κατηγορηματικά ότι «μάλα πολλά ούρεα σκιόεντα» μεσολαβούν [παρεμβάλλονται] μέχρι «την ερίβωλον Φθίαν, τη μητέρα μήλων»[= τη γόνιμη και αποδοτική Φθία, την εκτρέφουσα πλήθος ποιμνίων]. Ωστόσο η έκτασή του, 46 στρέμματα έναντι 26 των Μυκηνών, αποδεικνύει το μέτρο, το βαθμό, το μέγεθος της ισχύος του βασιλικού γένους του Αχιλλέως. Εξ άλλου η δύναμή του προήρχετο από τη γεωργία (ερίβωλος Φθία) και την κτηνοτροφία (μητέρα μήλων), όχι από θαλάσσιες δραστηριότητες. Πολλά άκρως ενδιαφέροντα για το κάστρο του Ναρθακίου (Λιμογαρδίου) - προκεχωρημένου φυλακίου και παρατηρητηρίου του βασιλικού γένους των Μυρμιδόνων, κατά τη γνώμη μου – μπορεί ο ενδιαφερόμενος να αναγνώσει στην ιστοσελίδα: «Κάστρο Λιμογαρδίου, το αρχαίο Ναρθάκιον, η Φθία και τα ορυχεία χαλκού του Αχιλλέως». Παρακάμπτω τα εκεί παρατιθέμενα πολύτιμα και σημαντικά στοιχεία, επειδή άλλος είναι ο σκοπός της παρούσης εργασίας.

Τήν εκτίμηση, την άποψή μου, ότι η οχύρωση του Ναρθακίου λειτούργησε ως παρατηρητήριο του ναυστάθμου των Μυρμιδόνων/Αχαιών/ Ελλήνων, ενισχύει, πλην των άλλων, και το γεγονός της παρουσίας ιχνών άλλης οχυρώσεως μεταξύ της, κατά την ταπεινή μου γνώμη, έδρας του Αχιλλέως και του Ναρθακίου (νυν Λιμογάρδι). Πρόκειται για την οχύρωση του Ξηροβουνίου εις ύψος 1000 μ. περίπου, στο κέντρο της νοητής ευθείας που συνδέει το Νεοχώρι με τη Δίβρη, νότια της οποίας (οχυρώσεως) διέρχεται η παλαιά, η αρχαία στενωπός (ατραπός, δρομίσκος) που συνδέει τα ανάκτορα του ηγεμονικού γένους των Μυρμιδόνων με το προκεχωρημένο φυλάκιο του Ναρθακίου και το ναύσταθμο των Φαλάρων. Μάλιστα βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο μεταξύ της έδρας και του παρατηρητηρίου. Και γεννάται το ερώτημα: Ποιο σκοπό εξυπηρετούσε το απόμεμακρυσμένο εκείνο οχυρό; Καμία πόλη, κωμόπολη, οικισμός δε γειτνιάζει.

Έχει δε παρατηρηθεί και πιστοποιηθεί ότι οι οχυρώσεις, οι αμυντικές κατασκευές, οι τηλεπικοινωνιακοί πύργοι (φρυκτωρίες) κτίζονταν στο υψηλότερο σημείο των οικισμών ή, εν πάση περιπτώσει, πλησίον, ώστε να είναι δυνατή η άμεση και ταχεία καταφυγή ή ειδοποίηση του κοινού σε περίπτωση εχθρικών επιδρομών. Αυτό συμβαίνει με όλες της οχυρώσεις και τους τηλεπικοινωνιακούς πύργους, πλην του Άθω (επί του Αγίου όρους), ο οποίος όφειλε λόγω θέσεως και ύψους να δέχεται και να εκπέμπει μηνύματα από και προς όλα τα σημεία του ορίζοντος του Ελληνικού χώρου.

Συνεπώς πρόκειται για ενδιάμεσο σταθμό μεταξύ έδρας και φυλακίου. Όλα αυτά προδίδουν το βαθμό, το μέτρο της ισχύος της επικράτειας των Μυρμιδόνων ή Αχαιών ή Ελλήνων, ώστε όχι μόνο «πάγωσε» ο Τρωικός πόλεμος με την αποχή του Αχιλλέως αλλά και, προ παντός, έδωσαν το όνομά τους σε ολόκληρο το έθνος, όπως ρητά τονίζει ο Θουκυδίδης. Η Ελλάς της Φθιώτιδος έγινε η Ελλάς όλων μας εντός και εκτός χώρας, οικούντων και αποδήμων.

5. Σε απόσταση αναπνοής από τα ανάκτορα, στους πρόποδες της Όθρυος υπάρχουν χωριά που φέρουν πανάρχαια ονόματα, ομηρικής υφής, όπως Φυλιαδών, Μελιταία και, ανατολικότερα, Ανάβρα. Παράδειγμα: Ομήρου Οδύσσεια, ε, 476 «δοιούς δ’ άρ υπήλυθε θάμνους, εξ ομόθεν πεφυώτας. Ο μεν φυλίης ο δε ελαίης». (= και κρύφτηκε κάτω από δύο θάμνους που είχαν φυτρώσει στο ίδιο σημείο, αγριλιάς και ελιάς). Φυλλάς: ποιητικός τύπος της δάφνης. Συγγενείς τύποι: φυλλίς, φυλλίτις, φυλία= αγριλιά. Στη Νεοελληνική: φυλλάδα= πικροδάφνη. Φυλιαδών= τόπος, όπου αφθονούν φυλιάδες= αγριλιές ή πικροδάφνες. Ο όρος Χυλιαδού είναι παραφθορά, μετεξέλιξη του Φυλιαδών: Φυλιαδού> Χυλιαδού. Π.χ. φούχτα> χούφτα.

[δοιός-ή-όν= διττός, δύο // φυλίη= αγριλιά]

Φάλαρα (Π, 106): Ομφαλοί ή ασπιδίσκια κοσμούντα το εμπρόσθιο μέρος της περικεφαλαίας, παραγναθίδες (= μεταλλικά ελάσματα καλύπτοντα τις γνάθους, σαγόνια).

Ναρθάκιον < Ναρθήκιον. Υψηλό καλαμώδες φυτό με κοίλο στέλεχος, κοινώς «μαγκούτα», πλήρες εστεριώνης, την οποία και σήμερα χρησιμοποιούν ως ίσκα. Τα στελέχη χρησίμευαν και ως ράβδοι για το σωφρονισμό των παιδιών.

6. Έως εδώ επεχείρησα ασφαλείς, κατά τη γνώμη μου, βηματισμούς και λεπτούς συλλογισμούς στηριζόμενος στα στοιχεία του ιστορικού ποιητή Ομήρου. Καιρός να διερευνηθεί εάν η σκαπάνη των ειδικών, των αρχαιολόγων επιβεβαιώνει ή αίρει (ακυρώνει) την εκφρασθείσα, διατυπωθείσα άποψη.

Οι διενεργηθείσες τον Οκτώβριο του 1971 ανασκαφές από την αρχαιολόγο Αλεξ. Ιωαννίδου - Κουρέτσου έφεραν στο φως μεγάλα τμήματα πολυγωνικού τείχους περιβόλου, πλείστα όσα νομίσματα και Ασκληπιείο. Οι ανασκαφέντες κατώτεροι δόμοι του πανίσχυρου τείχους προδίδουν ότι εκεί υπήρξε η εστία λαμπρού βασιλικού γένους. Εντυπωσιακοί οι δόμοι, επιβλητικοί, μεγαλειώδεις, εφάμιλλοι σε όγκο και μέγεθος με αυτούς του Ναρθακίου. Το ανάκτορο αυτό φαίνεται ότι γνώρισε πολλούς αιώνες ακμής. Πλείστες οι αρχαιότητες, τα εντοιχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη στη γειτονικό χωριό, που αποδεικνύουν ότι υπήρξε το ακμαιότερο και πολυπληθέστερο οικιστικό κέντρο των Μυρμιδόνων. Σε εκτενέστατο ανηρτημένο δημοσίευμα (www.kaliterilamia.gr), προϊόν ειδικού επιστήμονος αχαιολόγου, μεταξύ πλείστων άλλων στοιχείων και λεπτομερειών περιέχονται και τα εξής, τα οποία αυτολεξεί μεταφέρω προς επίρρωση (ενίσχυση) της απόψεώς μου.

1. «Η Ανασκαφική έρευνα του 1971 στο χώρο της αρχαίας ακροπόλεως επιβεβαίωσε την ανθρώπινη δραστηριότητα τουλάχιστον από την αρχαϊκή εποχή» (δηλαδή προ του 800 π.Χ.)

2. Οι αρχαιολόγοι, δεινοί μελετητές της περιοχής, Ν. Γιαννόπουλος (1866-1945) και Γ. Μπακαλάκης (δεκαετία 1950) εντόπισαν πλησίον του χώρου – τον οποίο, βασίμως ήδη και κατόπιν επιφοράς (προσκομίσεως) επαρκούς αποδεικτικού υλικού, θεωρώ έδρα της Φθίας – οικισμό της πρώιμης και μέσης εποχής του χαλκού, 2000-1600π.Χ.

Προσθέτω: Στίς 02/12/2018, Κυριακή, η Αικατερίνη Περιστέρη, αρχαιολόγος, υπεύθυνη των ανασκαφών του τύμβου «Καστά» Αμφίπολης, εξέφρασε την άποψη κατά την επίσκεψη στον περί ου ο λόγος χώρο ότι «πρόκειται για μια πολύ σημαντική θέση που χρειάζεται περαιτέρω έρευνα». Προσοχή! Η επώνυμη αρχαιολόγος ομιλεί για θέση, σημείο, τοποθεσία, όχι για αρχαιολογικό χώρο. Θέση σημαίνει σημείο στρατηγικο, ιδιαίτερης βαρύτητος και ενδιαφέροντος.

3. Ανασκάφηκε ενώτιο (σκουλαρίκι) από τον ίδιο χώρο χρονολογούμενο κατά τη Νεολιθική εποχή, 6500-3000 π.Χ περίπου. Ομοίως από τον ευρύτερο χώρο δρεπάνια, αιχμές βελών, διατρητικά και κοπτικά εργαλεία και άλλα.

4. Στις 05/10/1971 βρέθηκε λίθινο ακόνι με οπή αναρτήσεως. Πήλινα και λίθινα ειδώλια της Νεολιθικής εποχής, τουλάχιστον του 3000 π.Χ. στην ευρύτερη περιοχή. Ομοίως χάλκινο περίαπτο σε σχήμα ροδιού από τον ανακτορικό χώρο του 700 π.Χ. (Περίαπτο: κοινώς φυλαχτό. Αντικείμενο που θεωρείται ότι έχει μαγικές και αποτρεπτικές του κακού ιδιότητες).

5. Συνεπώς, είναι δυνατό και αποδεκτό να είναι ανωνύμου ή τυχόντος το κραταιό αυτό ανάκτορο κατασκευής της ύστερης μυκηναϊκής εποχής, 1200-1100 π.Χ;

6. Είναι ήσσονος (κατώτερης, υποδεέστερης) αρχαιολογικής σημασίας η επιβλητική αυτή θέση, από το κέντρο και την περιφέρεια της οποί-ας έχουν έλθει εις φως εκατοντάδες αρχαιολογικά ευρήματα της νεολιθικής εποχής και εντεύθεν;

Σχετικώς προσθέτω εδάφιο που περιέχεται στην ολιγοσέλιδη, πλην σημαντική, εισήγηση του Νικολάου Β. Καραγεώργου, την οποία ευγενώς και προθύμως, μεταξύ των άλλων, μου απέστειλε τον Ιούνιο του 2005 η αρχαιολόγος Μαρία Παπακωνσταντίνου υπηρετούσα στην εδρεύουσα στη Λαμία ΙΔ΄ Εφορεία Προϊστορικών και κλασσικών Αρχαιοτήτων: «Η επιλογή του τόπου των σημαντικών πόλεων τη Μυκηναϊκή εποχή, κατά το Στράβωνα (Ζ, 235, 8, 11) γινόταν με στρατηγικά κριτήρια, σε οχυ-ρωματικές θέσεις, σε υψώματα, κοντά σε παραγωγικές περιοχές, μέ πρόσβαση σε λιμάνια με οπτικόν ορίζοντα και ομορφιά του τοπίου. Και ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά (Τόμος 4, εκδ. Γεωργιάδη, Ζ, σελ. 10,11) λέει ότι οι αρχαίοι Έλληνες τοποθετούσαν τις πόλεις σε θέσεις, ώστε να χρησιμοποιούν τη θάλασσα ως εμπορικό δρόμο διακινήσεως προϊόν-των, όμως να βρίσκονται σε θέση εξασφαλισμένης άμυνας. Η εδαφική περιοχή δε της πόλεως να είναι κατάλληλη για την υγεία των κατοίκων έχοντας ανατολικό προσανατολισμό».

Τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων; Η υποστηριζόμενη στην παρούσα εργασία θέση, ως έδρα του Αχιλλέως, καλύπτει και πληροί πλήρως όλες τις προϋποθέσεις που επισημαίνουν οι Αριστοτέλης και Στράβων.

Όσον αφορά την τελευταία προϋπόθεση, σημειώνω ότι η Επιτροπή η συγκροτηθείσα το 1911 περίπου από τον Ελευθέριο Βενιζέλο προς αναζήτηση θέσεως για την ανέγερση Ορεινού Αναρρωτηρίου (σανατορίου), προέκρινε την Όθρυ και συγκεκριμένα ύψωμα παραπλεύρως της Μονής Αντινίτσης εις ύψος 1000 μ. Για την ιστορία σημειώνω ότι το αναρρωτήριο αυτό πυρπόλησαν με τους «εν αυτώ» ασθενείς και κατέστρεψαν ολοσχερώς το 1944 τα βάρβαρα τέρατα της κεντρικής Ευρώπης, οι γερμανοί.

Προφανώς από τα ολίγα αλλά καίρια στοιχεία, με προσοχή, ορθότητα και άνευ προκαταλήψεως επεξειργασμένα, που παρέχει η Ιλιάδα και επιμαρτυρεί η αρχαιολογική σκαπάνη, γίνεται αντιληπτό ότι αυτή ήταν η έδρα του εκάστοτε αρχηγού των Μυρμιδόνων ή Ελλήνων ή Αχαιών.

Προσθέτω: Η ισχύς του βασιλείου αυτού ήταν τόση, ώστε μετέδωσε την ονομασία του στους απανταχού ομοεθνείς. Σχετικά ο μέγιστος των ιστορικών, Θουκυδίδης, όπως και προηγουμένως ανεφέρθη, γράφει ότι από την τοπικά τότε περιορισμένη Ελλάδα του Αχιλλέως προήλθε το εθνικό μας όνομα.

Θουκυδίδης, Ιστοριών, Α, 3

…δοκεῖ δέ μοι, οὐδέ τοὒνομα τοῦτο ξύμπασά πω εἶχεν, ἀλλά τά μέν πρό Ἓλληνος τοῦ Δευκαλίωνος καί πάνυ οὐδέ εἶναι ἡ ἑπίκλησις αὓτη, κατά ἒθνη δέ ἂλλα τε καί τό Πελασγικόν ἐπί πλεῖστον ἀφ’ ἑαυτῶν τήν ἐπωνυμίαν παρέχεσθαι, Ἓλληνος δέ καί τῶν παίδων αὐτοῦ ἐν τῇ Φθιώτιδι, ἰσχυσάντων, καί ἐπαγομένων αὐτούς ἐπ’ ὠφελίᾳ εἰς τάς ἂλλας πόλεις, καθ’ ἑκάστους μέν ἢδη τῇ ὁμιλίᾳ μᾶλλον καλεῖσθαι Ἓλληνας, οὐ μέντοι πολλοῦ γε χρόνου ἐδύνατο καί ἃπασιν ἐκνικῆσαι. Τεκμηριοῖ δέ μάλιστα Ὃμηρος. Πολλῷ γάρ ὓστερον ἒτι καί τῶν Τρωικῶν γενόμενος οὐδαμοῦ τούς ξύμπαντας ὠνόμασεν, οὐδ’ ἂλλους ἢ τούς μετ’ Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος, ΟΙΠΕΡ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΗΣΑΝ, Δαναούς δέ ἐν τοῖς ἓπεσι καί Ἀργείους και Ἀχαιούς ἀνακαλεῖ. Οὐ μήν οὐδέ βαρβάρους εἲρηκε διά τό μηδέ Ἓλληνάς πω, ὡς ἐμοί δοκεῖ, ἀντίπαλον ἐς ἓν ὂνομα ἀποκεκρίσθαι.

…φρονώ δέ ότι (ή σημερινή Ελ-λάδα, 410 π.Χ.) δεν είχε ακόμη ούτε το όνομα αυτό (δηλαδή Ελλάδα) ολόκληρη η χώρα, αλλά πριν από τον Έλληνα, το γιο του Δευκαλίωνα, δεν υπήρχε καθόλου η ονομασία αυτή, αλλά κάθε λαός, τόσο οι άλλοι όσο και οι Πελασγοί σε πολύ μεγάλο μέρος της Ελλάδος από το δικό τους όνομα έδιναν την ονομασία. Αλλά, όταν ο Έλληνας και τα παιδιά του έγιναν ισχυροί στη Φθιώτιδα και τους προσκαλούσαν στις άλλες πόλεις για βοήθεια, ένας ένας λαός όλο και περισσότερο άρχισαν να ονομάζονται Έλληνες λόγω της επικοινωνίας (της συναναστροφής), όμως τό όνομα αυτό για πολύ τουλάχιστον διάστημα δεν είχε τη δύναμη να επικρατήσει σε όλους. Αποδεικνύει δε τούτο προ πάντων ο Όμηρος, διότι, αν και υπήρξε πολύ μεταγενέστερος και από τα Τρωικά ακόμη, πουθενά δε μεταχειρίσθηκε το όνομα Έλληνες για όλους, όσοι εκστράτευσαν ούτε για άλλους, παρά μόνο για τους στρατιώτες του Αχιλλέως που ήλθαν από τη Φθιώτιδα, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΒΕΒΑΙΩΣ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ. Αποκαλεί δε στα ποιήματά του τους εκστρατεύσαντες Δαναούς, Αργείους, Αχαιούς. Επίσης δεν έχει κάνει χρήση του όρου «βάρβαροι», διότι, κατά τη γνώμη μου, το όνομα Έλληνες δεν είχε ακόμη χωρισθεί ως μία αντίθετη ονομασία.

Τελικό συναγόμενο συμπέρασμα

Εν πάση περιπτώσει, τόσο η εμπεριστατωμένη μελέτη των ομηρικών αποσπασμάτων όσο και η άποψη κραταιών σκαπανέων, ανασκαφέων, αρχαιολόγων του τόπου προβληματίζουν και τον πλέον δύσπιστο αναγνώστη και πείθουν τον απροκατάληπτο, αντικειμενικό αμερόληπτο μελετητή ότι η υποδεικνυόμενη στην παρούσα εργασία θέση αποτελεί εστία κεφαλαιώδους σημασίας και έδρα, κατ’ εμέ, του ισχυροτάτου ηγεμονικού γένους των Μυρμιδόνων ή Αχαιών ή Ελλήνων, εφάμιλλης ισχύος με εκείνου των Ατρειδών στις Μυκήνες.
--------------------------------------------
*Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί την Ινδοευρωπαϊκή θεωρία απλώς αναφέρει απόψεις.

(*) Ο Όμηρος ως ιστορικός

Κοινή πλέον είναι η πίστη ότι ο Όμηρος «ποιεί ιστορών και ιστορεί ποιών» (γράφει ποιήματα εξιστορώντας και εξιστορεί γράφοντας ποιήματα). Ημεδαποί και αλλοδαποί φιλόλογοι, αρχαιολόγοι, άλλοι λάτρεις του έργου του αναγνωρίζουν την ιστορική βάση και διάσταση της Ιλιάδος και της Οδύσσειας. Ιδού ορισμένες σύντομες αναφορές:

1. Το μέγα ιστορικό έργο του Θουκυδίδη (460-399 π.Χ.). «κτήμα ες αεί» αλλά και του Ηροδότου (480-420 π.Χ.) «Ιστορίης απόδεξις» (=ιστο-ρική έρευνα) «εντάσσονται στην πορεία εξέλιξης που είχε αρχίσει νωρίτε-ρα. Τα πρώτα σπέρματα ιστορικότητος βρίσκονται στον Όμηρο αναμεμειγμένα με τον ποιητικό μύθο. Πέραν του γεγονότος ότι ο ίδιος ο πυρήνας του τρωικού πολέμου είναι ιστορικός, πολλά στοιχεία του έπους, δομής ή περιεχομένου (γενεαλογίες ηρώων, ένταξη των γεγονότων στη χρονική και αιτιώδη διαδοχή τους, κ.λ.) επιτρέπουν να διαγνώσει κανείς την ιστορική συνείδηση του ποιητή της Ιλιάδος και της Οδύσσειας» (Εμμ. Τσαγκαράκης – Εμμ. Φραγκίσκος, Θουκυδίδη Ιστορία, Β Λυκείου, ΟΕΔΒ, ΣΕΛ 8).

2. Ιστορία Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, τομ. 1, σελ. 282 «Γιά τους Έλληνες των ιστορικών χρόνων η τρωική εκστρατεία ήταν ένα αναμφισβήτητο και ένδοξο γεγονός μεγάλης εθνικής σημασίας» και 284 «Οι αναμνήσεις του Έπους και της Παραδόσεως, τα δεδομένα των ανασκαφών και οι ιστορικές πηγές της εποχής διδάσκουν ότι περί το 1200 π.Χ. οι Αχαιοί επεχείρησαν μεγάλη και μακροχρόνια εκστρατεία με σκοπό να εγκατασταθούν στο τμήμα της μικρασιατικής ακτής...Ένα από τα επεισόδια της εκστρατείας και ίσως το σπουδαιότερο, η πολιορκία και η εκπόρθηση της Τροίας...»

3. Ιωάννης Παπασταύρου, Ευβοεύς, καθηγητής Πανεπιστημίου, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, 1972, σελ.38 «..Τα ερείπια της Τροίας είναι τρανά μαρτύρια της καταστροφής της έπειτα από σκληρές και συνεχείς επι-δρομές των Αχαιών υπό την αρχιστρατηγίαν του Αγαμέμνονος, ιστορικής φυσιογνωμίας, εναντίον των Τρώων...».

4. Γεώργιος Παπαντωνίου, καθηγητής Πανεπιστημίου, Εισαγωγή εις την Αρχαίαν Ιστορίαν, σελ. 93 «Επικρατεί δε η άποψις ότι οι Αχαιοί, πλεύ-σαντες εις τα παράλια της Τρωάδος υπό βασιλέα, τον οποίον όλοι ανεγνώριζον ως αρχιστράτηγον, επολέμησαν εναντίον των Τρώων και των συμμάχων αυτών».

5. Αθηνά Καλογεροπούλου, Ιστορία των Αρχαίων χρόνων, 1976, σελ. 116, «Ο Όμηρος πηγή για το μυκηναϊκό πολιτισμό. Αν έχομε μια ζωντανή ιδέα της εποχής, το οφείλομε στα ομηρικά ποιήματα, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, που δίνουν γενική εικόνα γεγονότων και σπουδαίων προσώπων, στηριγμένη στις αναμνήσεις που οι μεταγενέστεροι Έλληνες είχαν για τη μυκηναϊκή περίοδο».

6. Συγγραφική ομάδα, Η πολιτισμική προσφορά του Ελληνισμού, 1997, σελ. 36, «Οι Έλληνες των ιστορικών χρόνων, έχοντας συνείδηση του ένδοξου παρελθόντος τους, θεωρούσαν την τρωική εκστρατεία γεγονός μεγάλης εθνικής σημασίας «Πρό γάρ τών τρωικών ουδέν φαίνεται πρότε-ρον κοινή εργασαμένη η Ελλάς» ... Πίσω όμως από το μυθικό αυτό περίβλημα, τα πραγματικά κίνητρα ήταν άλλα, προφανώς εμπορικά, οικονομικά: ο στόχος τους να κυριαρχήσουν στη δυτική Μικρά Ασία και να ελέγχουν τα στενά του Ελλησπόντου, όπου μέχρι τότε δέσποζε η Τροία».

7. Ο μέγιστος ιστορικός του 5ου π.Χ αιώνος, ο αποκληθείς πατέρας της ιστορίας και της ιστοριογραφίας, Θουκυδίδης, γράφει: «Προ των τρωικών ουδέν φαίνεται πρότερον κοινή εργασαμένη η Ελλάς» (= πρίν από τον τρωικό πόλεμο φαίνεται ότι η Ελλάδα δεν επετέλεσε (δεν έκανε) τίποτε από κοινού (με κοινή προσπάθεια, όλοι μαζί)). Αυτό σημαίνει ότι η επιχειρήσεις στην τρωάδα είναι μέγα ιστορικό γεγονός. Στην ίδια παράγραφο τονίζει «Τεκμηριοί μάλιστα ο Όμηρος» (= το αποδεικνύει προ πάντων ο Όμηρος). Ο Θουκυδίδης γνωρίζει καλά τον Όμηρο, αφού αποτελούσε βασικό στοιχείο της εκπαίδευσης των Αθηναίων. Το σημαντικό εδώ είναι ότι αποδέχεται την αξία του ως ιστορικής πηγής και γι' αυτό δε διστάζει να παραπέμπει στα έπη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.