Σήμερα η ιδέα είναι ότι κάτι είναι αλήθεια δεν έχει και τόση σημασία. Πολλοί υποστηρίζουν τις προσωπικές τους πεποιθήσεις, με θρησκευτικό τρόπο, δηλώνοντας απλά: «είναι αλήθεια για μένα και αυτό είναι που έχει σημασία». Άλλοι συνεχίζουν να υποστηρίζουν έναν συστηματικά ψεύτη πολιτικό υποψήφιο, βρίσκοντας τρόπο να αντλούν έναν πυρήνα/ψήγμα αλήθειας μέσα από τα ψέματά του.
Τα ΜΜΕ μας (μετα)πωλούν συνεχώς τη δική τους «εκδοχή» της αλήθειας, βάσει της ιδεολογικής τοποθέτησης του μέσου/εντύπου ή του τηλεοπτικού καναλιού. Πρόκειται για τον λεγόμενο κόσμο της «μετα-αλήθειας» (post-truth world).
Πέρα από την κατάχρηση του προθέματος «μετα» που γίνεται στις μέρες μας, στην περίπτωση της λεγόμενης «μετα-αλήθειας» έχουμε και ένα σοβαρό εννοιολογικό σφάλμα. Αυτό γιατί στο παρελθόν δεν υπήρξε κάποια συγκεκριμένη εποχή αναφοράς (απόλυτης αλήθειας) την οποία σήμερα υποτίθεται ότι η ανθρωπότητα ξεπέρασε, οδηγούμενη σε μια άλλη εποχή, δηλαδή στην εποχή μετά την αλήθεια.
Εάν εστιάσουμε με προσοχή στο ζήτημα θα αντιληφθούμε ότι, αυτή καθαυτή, η έννοια της αλήθειας (όπως την προσέγγισαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι) δεν έχει αλλάξει, αυτό που έχει αλλάξει είναι η προθυμία μας και η δεκτικότητά μας να θυσιάσουμε τη διανοητική μας ακεραιότητα και εντιμότητα, προκειμένου να δεχτούμε πληροφορίες που στηρίζουν τις πεποιθήσεις, τις προσωπικές αξίες και τις ιδεολογίες μας. Στην πραγματικότητα η φιλαλήθεια ήταν ένας από τους υψηλότερους στόχους της κλασικής σκέψης, όπως βλέπουμε μέσα από το έργο του Αριστοτέλη και της Υπατίας, σε αντίθεση με το δόγμα της «μετα-αλήθειας» που αναπαράγει η οπτική του «όλα είναι σχετικά».
Στον 21ο αιώνα η σχέση μας με την αλήθεια είναι άκρως ανησυχητική και προβληματική καθώς οι περισσότεροι από εμάς διαβάζουν «ειδήσεις» από τα κοινωνικά μέσα και από πηγές ενημέρωσης (συστημικές και μη) που επιλέγουμε με βασικό κριτήριο αυτό που μας κάνει να νιώθουμε καλά και μας (αυτό)επιβεβαιώνει. Όμως αυτή μας η επιλογή, στην πραγματικότητα, δημιουργεί έναν θάλαμο αντήχησης (echo chamber). Δηλαδή έναν χώρο όπου αυτές οι πεποιθήσεις (σαν ηχώ) υποστηρίζονται από τη συντριπτική πλειοψηφία όσων γράφουν, σχολιάζουν και τελικά μοιράζονται τις ίδιες απόψεις. Έτσι ο καθένας που συμμετέχει σε αυτό το χώρο γίνεται όλο και πιο σίγουρος ότι αυτό που αναπαράγεται εσωτερικά είναι και η «αλήθεια».
Θεωρούμε ότι σε ένα τέτοιο περιβάλλον γενικευμένης σχετικοποίησης, με στόχο να ενισχύσουμε την κριτική μας σκέψη και να αναζητήσουμε («επαναφέρουμε») περισσότερη αλήθεια στη ζωή μας, είναι χρήσιμη η εξοικείωσή μας με τις λεγόμενες λογικές πλάνες (ή σφάλματα λογικής).
Θεωρία και γενικοί ορισμοί
Προκειμένου να αποφύγουμε εννοιολογικές συγχύσεις μπορούμε εξαρχής να κάνουμε μια γενική (μη εξαντλητική/περιοριστική) διάκριση ανάμεσα στη Λογική και τη Ρητορική καθώς και μια σύντομη αναφορά σε ορισμένους γενικούς όρους. Σε γενικές γραμμές η Λογική είναι το αντικείμενο των έγκυρων επιχειρημάτων.Μια έγκυρη επιχειρηματολογία παράγει πραγματικές συνέπειες εφόσον οι προϋποθέσεις είναι αληθινές (για παράδειγμα ένας φυσιολογικός βάτραχος έχει τέσσερα πόδια, με την προϋπόθεση ότι δεν έχει χάσει κάποιο/α).
Η Ρητορική είναι το αντικείμενο των πειστικών επιχειρημάτων, το πεδίο του λόγου που αφορά: α) τι είναι σωστό, β) τι είναι χρήσιμο, γ) τι είναι ωραίο. Η ρητορική μπορεί να περιλαμβάνει έγκυρα επιχειρήματα, αλλά το κύριο μέλημά της είναι να πείσει, επομένως κάποιες φορές χρησιμοποιεί μη έγκυρα επιχειρήματα και λογικές πλάνες προκειμένου να πετύχει τους στόχους της.
Για τον Πλάτωνα η Ρητορική δεν είναι επιστήμη, αλλά μια απάτη που βασίζεται σε ψέματα και στη γνώμη του καθενός. Ο Αριστοτέλης τη θεωρούσε ικανότητα να εξεταστεί ένα ενδεχόμενο ως πιθανό και στην «Ρητορική» γράφει: «ορίζουμε ως αρετή της γλώσσας τη σαφήνεια». Με τους σπουδαίους σοφιστές (Πρωταγόρας, Πρόδικος, Γοργίας) στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. η Ρητορική αναπτύσσεται στη δημοκρατική Αθήνα, ενώ από τους Στωικούς θεωρείται ότι έχει παιδευτική και ηθική αξία, διότι σκοπός της δεν είναι απλά να πείσει, αλλά να κάνει τους Αθηναίους ενάρετους πολίτες.
Πειστικό λόγο (persuasive discourse) έχουμε όταν καθένα από τα δύο μέρη είναι διατεθειμένο να πειστεί από το άλλο. Στόχος του πειστικού λόγου είναι να αναζητηθεί και να βρεθεί ένας κοινά αποδεκτός ισχυρισμός. Αντιθέτως προπαγανδιστικό λόγο έχουμε όταν τουλάχιστον ένα από τα δύο μέρη δεν επιθυμεί (σε καμία περίπτωση) να πειστεί από το άλλο, αλλά ο στόχος του είναι να επιβάλει τη δική του άποψη/επιχείρημα στο άλλο μέρος -ακόμη και στη περίπτωση που τα επιχειρήματά του άλλου μέρους είναι καταφανώς έγκυρα.
Ο ρητορικός λόγος που χρησιμοποιεί την πειθώ είναι ο μόνος δημοκρατικός τρόπος σύγκρουσης γιατί προάγει τη λεγόμενη ευρετική λειτουργία του λόγου, δηλαδή επιδιώκει να φτάσει σε ένα συμπέρασμα που είναι (ή θεωρείται) αληθινό ή γίνεται δεκτό και από τα δύο μέρη. Αντιθέτως ο προπαγανδιστικός λόγος είναι μη διαλεκτικός και αντιδημοκρατικός.
Ο συλλογισμός (deduction) είναι ένα λογικό επιχείρημα που θεμελιώνει την αιτιώδη σχέση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προτάσεων και μιας συνέπειας. Κατά την αρχαιότητα αναπτύχθηκαν δυο βασικά είδη συλλογιστικής, του Αριστοτέλη και των Στωικών. Σε αντίθεση με τον πρώτο η συλλογιστική των Στωικών στηρίζεται στην αλληλεξάρτηση των προτάσεων και όχι των όρων προκειμένου να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αριστοτέλης όταν κάνει τη διάκριση των επιστημών δεν ξεχωρίζει τη Λογική (που ονόμαζε Αναλυτική) ως ανεξάρτητο αντικείμενο. Στην Αριστοτελική θεωρία οι λέξεις δεν είναι παρά συμβατικά σύμβολα για την έκφραση ιδεών: κάθε λέξη χωριστά δεν είναι ούτε αληθινή ούτε ψεύτικη. Μόνο όταν οι λέξεις (όροι) συναρτώνται σε κρίσεις τίθεται το ζήτημα της αλήθειας ή μη αλήθειας. Δεν είναι επομένως οι συνδυασμοί των λέξεων, Αληθές ή Ψευδές, αλλά οι έννοιες στις οποίες αναφέρονται οι λέξεις. Στο έργο του «Όργανον» ο Αριστοτέλης περιλαμβάνει τους Σοφιστικούς ελέγχους όπου αναλύει τους τρόπους με τους οποίους κατασκευάζονται λογικές πλάνες, επιχειρήματα που στόχο έχουν να αναιρέσουν ένα άλλο επιχείρημα (έλεγχος). Αυτή είναι μια πρακτική που συναντάμε καθημερινά, σε επιχειρήματα πολιτικών, δημοσίων προσώπων, σε σχολιασμούς κάτω από άρθρα και σε συζητήσεις με φίλους. Είναι σημαντικό να μπορούμε να διακρίνουμε πότε ένα επιχείρημα είναι λανθασμένο και για ποιους λόγους.
Από την εποχή του Αριστοτέλη και έπειτα μεγάλοι στοχαστές[1] έχουν συμβάλει σε αυτό το πεδίο μελέτης της σκέψης.
Εκ πρώτης όψεως, οι λογικές πλάνες είναι ένα «εύκολο» θέμα. Τα περισσότερα από τα εισαγωγικά εγχειρίδια Λογικής στα οποία ανατρέξαμε [2],[3],[4] αφιερώνουν ένα συγκεκριμένο χώρο σε αυτές. Σήμερα υπάρχουν πολλές ιστοσελίδες στο διαδίκτυο που τις παρουσιάζουν με τρόπο διασκεδαστικό και απλό. Οι λογικές πλάνες έχουν κωδικοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό και σχεδόν πάντα συχνά συνοδεύονται από την αντίστοιχη λατινική ονομασία.
Το εγχείρημα να δοθεί ένας σαφής ορισμός από λογική-επιστημολογική άποψη, ώστε να προκύψει μια ενιαία ταξινόμηση (ως προϊόν ευρείας συναίνεσης) και ενδεχομένως να δημιουργηθεί ένας κατάλογος απλών οδηγιών αποφυγής και/ή αντίκρουσής τους, ενώ αρχικά δεν φαίνεται να παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα, στην πραγματικότητα είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση.
Μάλιστα οι δυσκολίες που σχετίζονται με την προσπάθεια ορισμού, ταξινόμησης και εξήγησης των λογικών σφαλμάτων -με μοναδικό μέσο την κλασσική λογική- αυξήθηκαν ιδιαίτερα μετά την δημοσίευση, το 1975, του άρθρου του Gerald Massey, με τίτλο «Is There Any Good Arguments that Bad Arguments are Bad?». Σε αυτό ο Massey αναπτύσσει τη λεγόμενη «Διατριβή περί Ασυμμετρίας», όπου με λίγα λόγια υποστηρίζει το εξής: αντίθετα με ό,τι πιστεύεται συχνά, το να αποδείξουμε ότι ένα επιχείρημα είναι μη έγκυρο δεν περιλαμβάνει τις ίδιες διαδικασίες που απαιτούνται για να αποδειχτεί ότι ένα επιχείρημα είναι έγκυρο.
Πράγματι, μπορούμε να πούμε ότι ένα επιχείρημα είναι έγκυρο όταν μπορούμε να δείξουμε ότι αποτελεί παράδειγμα ενός έγκυρου συστήματος επεξήγησης/συμπερασμάτων. Αν αντίθετα δείξουμε ότι αποτελεί παράδειγμα ενός μη έγκυρου συστήματος επεξήγησης/συμπερασμάτων δεν έχουμε δείξει ακόμα ότι δεν είναι έγκυρο, δεδομένου ότι δεν έχουμε καμία εγγύηση ότι δεν υπάρχει, κάπου αλλού, ένα άλλο έγκυρο σύστημα συμπερασμάτων που να μπορέσει να επεξηγήσει το επιχείρημα. Ασφαλώς η σχετικιστική αυτή προσέγγιση, όπως ήταν αναμενόμενο, δημιούργησε προβλήματα επιστημολογικής φύσης τα όποια όμως δεν θα μας απασχολήσουν για δυο λόγους.
Πρώτον γιατί η έκταση της ανάλυσής μας είναι περιορισμένη και δεύτερον γιατί, κατά τη γνώμη μας, αφορούν περισσότερο μια επουσιώδη διαμάχη μεταξύ ακαδημαϊκών. Στο κείμενο αυτό, που προτείνουμε να διαβαστεί συμπληρωματικά μαζί με παλαιότερη ανάρτησή μας με τίτλο: «Τα άκυρα επιχειρήματα και η οικονομία της σκέψης», θα αναλύσουμε τον αναγωγισμό και την άγνοια ελέγχου.
Αναγωγισμός (reductionism)
Αναγωγισμός είναι η προσέγγιση ενός θέματος μέσω της κατανόησης των μερών που το απαρτίζουν. Βοήθησε ιδιαίτερα την ανάπτυξη των επιστημών, αλλά όπως και άλλες μέθοδοι έχει συγκεκριμένα όρια απόδοσης, τα οποία όταν τα ξεπερνάμε, διαπράττουμε αναγωγικό σφάλμα. Όταν λ.χ. προσπαθούμε να εξαγάγουμε κάποιο συμπέρασμα ερμηνεύοντάς το βάσει ενός παράγοντα (που τον θεωρούμε ως πιο σημαντικό), χωρίς να υπολογίζουμε ότι η πολυπλοκότητα του φαινομένου απαιτεί άλλη προσέγγιση, τότε πέφτουμε σε αναγωγισμό.
Πρόκειται για την περίπτωση όπου ένα άτομο προσπαθεί να ανάγει κάθε πρόβλημα και φαινόμενο σε μια ιδεολογία, θρησκεία, κοσμοθεωρία. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, ένα συμπέρασμα που είναι παράγωγο αναγωγισμού δεν θα πρέπει να το εκλαμβάνουμε ως a priori λανθασμένο. Ωστόσο οφείλουμε να αποφεύγουμε τον αναγωγισμό διότι οι πιθανότητες να παραφράσουμε μια πραγματικότητα είναι αυξημένες, ενώ τις περισσότερες φορές συλλογισμοί που ανάγουν οτιδήποτε σε μια έτοιμη δοσμένη κοσμοθεωρία δεν προάγουν την κρίση (judgment, όπως θα έλεγε η Χάνα Άρεντ), δηλαδή την όσο πιο διαυγή κατανόηση του γίγνεσθαι (αναμφισβήτητα μια διαδικασία επίπονη), αλλά καταστέλλουν αυτήν την ικανότητά μας. Αυτό γιατί η κοσμοθεωρία μετατρέπεται σε οδηγός που εύκολα και ανώδυνα μας δίνει λύσεις και απαντήσεις σε ερωτήματα.
Όταν ο αναγωγισμός γίνεται μόνιμη μεθοδολογία, οδηγεί σε πολλά λογικά σφάλματα. Είναι μια πλάνη που χαρακτηρίζει το group thinking φαινόμενο, βάσει του οποίου μια ομάδα ανθρώπων, με στόχο να συνδεθεί, προσπαθεί να βρει μια κοινή ιδεολογική ή θρησκευτική γραμμή, με την οποία επιδιώκει να ερμηνεύσει όλο τον κόσμο. Τα πολιτικά κόμματα βασίζουν την ύπαρξή τους σε αυτή τη στρεβλή λογική. Οι θεωρίες συνωμοσίας που πολλές φορές αναπαράγονται στο διαδίκτυο δεν είναι παρά προϊόν αναγωγισμού και ανώδυνου συλλογισμού, που προσπαθούν να εξυπηρετήσουν είτε συγκεκριμένη πολιτική προπαγάνδα είτε υποδηλώνουν διανοητική οκνηρία. Έτσι γεγονότα και καταστάσεις φτάνουν να μπουν στο κρεβάτι του Προκρούστη με στόχο να ταιριάξουν στην ιδεολογία, η οποία πρέπει να επιβεβαιωθεί, ώστε η ομάδα να συνεχίσει να υπάρχει.
Παράδειγμα:
Ας υποθέσουμε ότι ο Α επιχειρηματολογεί εναντίον του Β σε μια δικαστική διαμάχη αναφορικά με την κακοποίηση ενός ζώου. Ο Α, όντας αντίδικος, προσπαθεί να ισχυριστεί ότι ο Β θανάτωσε το κατοικίδιό του. Ο Α στηρίζει αυτό το συμπέρασμα στο γεγονός ότι ο Β κατάγεται από μια περιοχή που, με βάση τα πιστεύω του, οι κάτοικοί της έχουν κακούς δεσμούς με τα ζώα. Έτσι ο A θεωρεί ένοχο τον B δίχως περαιτέρω αποδείξεις. Μπορεί, ωστόσο, αυτός ο αναγωγισμός να εμφανίζει ψήγματα αλήθειας, ενδέχεται λοιπόν:
να υφίσταται η πιθανότητα ο Β να έχει δεχθεί αυτή την ανατροφή που τον οδήγησε στη δολοφονία του σκύλου. Μια τέτοια ανατροφή μπορεί να αντανακλά μια συγκεκριμένη κουλτούρα που οι άνθρωποι της περιοχής εντός της οποίας μεγάλωσε ο Β αναπαράγουν. Είναι πιθανό αυτός ο ισχυρισμός να ευσταθεί, όχι γιατί τα πιστεύω του Α οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα κατ’ ανάγκη. Μπορεί, με άλλα λόγια, το αξίωμα του Α είναι ορθό, παρότι ενδέχεται το ίδιο το άτομο να έχει κακές διαθέσεις ή να οδηγήθηκε σε ένα σωστό συμπέρασμα από λάθος θέσεις. Μπορεί ωστόσο να ισχύουν και τα εξής:
ο σκύλος του Β δεν έπεσε θύμα δολοφονίας, αλλά πέθανε είτε από γήρας, είτε σκοτώθηκε σε ατύχημα.
ο σκύλος έπεσε θύμα δολοφονίας, αλλά όχι από τον ίδιο τον Β,
ο Β δεν έχει σκύλο, μήτε είχε ποτέ και κατ’ αυτόν τον τρόπο οι κατηγορίες είναι τελείως αβάσιμες.
Αξίζει να σημειώσουμε εδώ την πιθανή στάση του Α σε όλα τα ενδεχόμενα: σε ότι αφορά την περίπτωση 2, ο Α ενδεχομένως να κατηγορήσει τον Β ότι δεν λέει την αλήθεια για την ηλικία του σκύλου. Μπορεί, δηλαδή, να κατηγορήσει τον Β ότι ο σκύλος του δεν πέθανε γέρος αλλά νέος και, πολύ περισσότερο, ότι το ατύχημα ήταν σχεδιασμένο ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε κατηγορία. Παρομοίως, στην περίπτωση 3 ο Α μπορεί να ισχυριστεί ότι ο Β έδωσε εντολή σε κάποιο άλλο πρόσωπο να δολοφονήσει το σκύλο του ώστε να αποφύγει τις κατηγορίες. Τέλος, για την 4η περίπτωση ο Α ενδέχεται να προσπαθήσει να αναιρέσει το γεγονός ότι ο Β δεν ήταν κάτοχος σκύλου, φέρνοντας στο δικαστήριο έναν σκοτωμένο σκύλο που όμως δεν έπεσε θύμα δολοφονίας του Α, ή κάποιου συνεργού του τελευταίου. Όλα αυτά μπορεί ο Α να τα λέει επειδή θεωρεί de facto πως ο Β είναι υπαίτιος για το έγκλημα αυτό, λόγω της καταγωγής του και, πάνω απ’ όλα, επειδή τα πιστεύω και η κοσμοθεωρία του Α οδηγούν σε ένα τέτοιο αβάσιμο συμπέρασμα, πως οι άνθρωποι από όπου κατάγεται ο Β δολοφονούν ζώα. Στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να έχει δίκιο ο Α, μπορεί κάποια από τα σοφίσματα που έχει εφεύρει να είναι αποδείξιμα. Όμως ενδέχεται να είναι και προϊόντα λανθασμένου συλλογισμού, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει τους δικαστές στο να επιβάλουν μια απολύτως άδικη ποινή.
Άγνοια Ελέγχου – Ignoratio Elenchi (Red Herring [5])
Άγνοια ελέγχου (ή «μη σχετικό συμπέρασμα») αποκαλείται η λογική πλάνη κατά την οποία παρουσιάζεται ένα επιχείρημα που, αυτό καθαυτό, ίσως να είναι αληθές, αλλά αποδεικνύει ή υποστηρίζει διαφορετική πρόταση από αυτήν που υποτίθεται (ή διατείνεται) ότι υποστηρίζει. Εδώ ο αρχαιοελληνικός όρος «έλεγχος» χρησιμοποιείται με την έννοια της αντίκρουσης (ως ανασκευή επιχειρήματος).
Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι η άγνοια ελέγχου αποτελεί σφάλμα από εκείνον που θέτει την ερώτηση στην προσπάθειά του να ανταπαντήσει στο επιχείρημα του ερωτώμενου. Έτσι μπορεί να έχουμε ένα επιχείρημα το οποίο ενδεχομένως να είναι έγκυρο ή ισχυρό, αλλά ούτως ή άλλως δεν έχει σχέση (ή είναι ιδιαίτερα αμελητέο και επουσιώδες) με το προτεινόμενο πλαίσιο της συζήτησης.
Η άγνοια ελέγχου χρησιμοποιείται για παράδειγμα όταν, προκειμένου να επηρεαστεί το σώμα ενόρκων, εις βάρος ενός κατηγορούμενου, ένα δημόσιος κατήγορος εμμένει και χρονοτριβεί υποστηρίζοντας ότι έγκλημα είναι ένα φρικτό πράγμα, και ότι το είδος του εγκλήματος, για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, είναι ακόμη πιο φρικτό. Μπορεί επίσης αυτό που υποστηρίζεται να είναι περισσότερο πειστικό ή πιο εύκολο να στηριχθεί σε σχέση αυτό που θα έπρεπε να υποστηριχθεί.
Συχνά το σφάλμα που στα αγγλικά ονομάζεται red herring αναγνωρίζεται μέσα από την άγνοια ελέγχου καθώς και εδώ έχουμε μια εκτροπή του θέματος προς ένα άλλο συμπέρασμα. Όμως η άγνοια ελέγχου (ignoratio elenchi) έχει να κάνει περισσότερο με μια εσφαλμένη ή αφελή ένσταση/αντίκρουση και συνήθως αποδεικνύει κάτι, ακόμα κι αν είναι λάθος το συμπέρασμα, ενώ η περίπτωση red herring (ως υποσύνολο της άγνοιας ελέγχου) είναι, κατά κύριο λόγο, μια εκ προθέσεως εξαπάτηση η οποία χρησιμοποιείται ευρέως για να οδηγήσει στην εκτροπή της συζήτησης σε μια άλλη, διαφορετική.
Παράδειγμα Α:
Ένας τζογαδόρος ερωτάται εάν ο τζόγος είναι μια αξιέπαινη απασχόληση:
Πιστέψτε με, όταν σας λέω ότι οι παίκτες όχι μόνο δουλεύουν σκληρά, όπως οποιοσδήποτε άλλος, αλλά και ακόμα περισσότερο. Χρειάζονται ώρες καθημερινής μελέτης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που δαπανάται στο ίδιο το παιχνίδι.
Αντίκρουση και σχόλιο: το ότι μια απασχόληση μπορεί να προϋποθέτει σκληρή δουλειά δεν σημαίνει ότι είναι και αξιέπαινη. Το ερώτημα ήταν εάν ο τζόγος είναι μια αξιέπαινη απασχόληση και όχι εάν είναι μια κοπιαστική απασχόληση. Ασφαλώς o τζόγος δεν είναι καθόλου άξιος επαίνου διότι πάρα πολύ συχνά χάνεται το μέτρο και έτσι ο ισχυρός εθισμός μπορεί να καταστρέψει οικονομικά, ψυχικά και διανοητικά τον άνθρωπο συμπαρασύροντας συχνά -με την προσωπική παρακμή- και τρίτους (γονείς, φίλους, σύζυγο, παιδιά). Σήμερα μάλιστα θα λέγαμε ότι εκτός από τον αιώνα της φούσκας διανύουμε -σε παγκόσμιο επίπεδο- και την άνθηση του τζόγου σε όλα τα επίπεδα, από τον απλό άνθρωπο της γειτονίας που ρισκάρει τα λιγοστά του χρήματα, μέχρι τον αδηφάγο μεγαλοεπενδυτή που παίζει τεράστια ποσά. Ο πολλαπλασιασμός των διαφημίσεων τζόγου σε όλα σχεδόν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και των πρακτορείων στοιχημάτων σε κάθε γειτονιά, είναι ενδεικτικά της αύξησης αυτού του αξιοκατάκριτου φαινομένου στα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα της κοινωνίας.
Παράδειγμα Β:
Σε ομιλία φεμινιστικής ομάδας:
Πρέπει να υποστηριχθούν δράσεις κατά των διακρίσεων των γυναικών. Οι άνδρες κατέχουν εξέχουσα θέση στην ηγεσία της χώρας, ειδικά όσον αφορά την πολιτική και την οικονομία. Αυτή είναι μια απαράδεκτη διάκριση.
Αντίκρουση και σχόλιο: η παραπάνω δήλωση ήθελε να δείξει ότι χρειάζονται πολιτικές που θα βελτίωναν την κατάσταση των γυναικών, όμως στην πραγματικότητα απλά δηλώθηκε ότι για τις γυναίκες ο στόχος των ίσων ευκαιριών (δίχως διακρίσεις) δεν έχει ακόμη επιτευχθεί. Μπροστά σε αυτό του είδους την πλάνη, πρέπει να δειχθεί ότι το συμπέρασμα του συλλογισμού (η απαράδεκτη διάκριση) δεν έχει σχέση με το θέμα των διακρίσεων που αφορά όλες τις γυναίκες. Πέρα όμως από αυτό καθαυτό το λογικό σφάλμα η παραπάνω δήλωση μας λέει πως οι άνδρες κατέχουν εξέχουσα θέση, όμως αυτό δεν σημαίνει, κατ’ ανάγκη, ότι οι γυναίκες «καταπιέζονται» επειδή δεν έχουν κατακτήσει όλα τα ανδρικά κάστρα. Γιατί, για παράδειγμα, μια γυναίκα που δεν επιλέγει να γίνει ηγέτης, διευθύντρια ή πολιτικός, αλλά προτιμά το σπίτι και την ανατροφή των παιδιών, πρέπει αυτομάτως να μπαίνει στο σύνολο με τις διακρίσεις; Αντιθέτως διάκριση προκύπτει όταν αυτή η γυναίκα συχνά χαρακτηρίζεται, από άλλες γυναίκες, ως καταπιεσμένη ή ακόμη και λιγότερο σημαντική/κατώτερη σε σύγκριση με μια γυναίκα μάνατζερ ή πολιτικό. Η δήλωση επομένως, εκτός από πλάνη, υποδηλώνει και ιδεολογικό αναγωγισμό, διότι ταυτίζει την ισότητα με ένα καθεστώς στο οποίο κάθε άνθρωπος δύναται να έχει θέση στα ανώτερα και ηγετικά κλιμάκια ενός συστήματος που συχνά είναι δυσλειτουργικό, άδικο και ανήθικο. Ορισμένοι φεμινιστικοί κύκλοι ενδέχεται να μην υπολογίζουν καν αυτό το ενδεχόμενο, δηλαδή μια μέση γυναίκα να έχει συνειδητά επιλέξει μια οδό η οποία δεν συμβαδίζει με την οικονομική ανέλιξη, και ως εκ τούτου, το ενδιαφέρον τους και η δραστηριοποίησή τους επικεντρώνεται σε εκείνες τις μειοψηφίες των γυναικών που έχουν βλέψεις για κάποια υψηλή θέση, σε μια εταιρεία ή στο κοινοβούλιο!
Παράδειγμα Γ:
Σε ομιλία στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών:
Αγαπητοί συνάδελφοι, θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι η ειρήνη είναι μια αδιαπραγμάτευτη αξία για την πολιτισμένη συνύπαρξη των λαών. Πρέπει να μεριμνήσουμε ώστε παντού στον κόσμο να σταματήσει κάθε πράξη βίας. Πρέπει οι αντιθέσεις και οι διαφωνίες να επιλύονται με ειρηνικά μέσα και όχι με εχθρικότητα. Για αυτούς τους λόγους, σας ζητώ να ψηφίσετε κατά των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Συρία.
Αντίκρουση και σχόλιο: σε αυτή την περίπτωση ένα έγκυρο συμπέρασμα -που ενδεχομένως θα οδηγούσε σε σειρά επιχειρημάτων και διάλογο- θα έπρεπε να έχει διατυπωθεί ως εξής: «πρέπει να μεριμνήσουμε ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα επιτρέψουν την ειρήνη στην Συρία». Η απόφαση να καταψηφιστεί μια ενδεχόμενη στρατιωτική επιχείρηση στην Συρία μπορεί να ακούγεται καλή, θετική και φιλειρηνική, όμως μπορεί να αποδειχτεί ιδιαίτερα επικίνδυνη. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψει κανείς με ακρίβεια την έκβαση τέτοιων σοβαρών, σύνθετων και μεγάλων ζητημάτων, που έχουν τίμημα ανθρώπινες ζωές, εξαθλίωση και πόνο. Μάλιστα παραφράζοντας τον Γκάλμπρείθ θα μπορούσαμε να πούμε: «η μόνη λειτουργία της γεωστρατηγικής πρόβλεψης είναι ότι κάνει την αστρολογία να φαίνεται αξιόπιστη». Όμως η επιλογή της μη στρατιωτικής επέμβασης δεν σημαίνει ότι θα λυθεί και το πρόβλημα, ότι θα σταματήσει ο πόλεμος. Αντιθέτως μπορεί να οδηγήσει σε μια γενίκευση και κλιμάκωση του πολέμου με ακόμη περισσότερα θύματα. Ασφαλώς η «ανάγκη» στρατιωτικής εμπλοκής χρησιμοποιείται ως πρόσχημα προκειμένου να δικαιολογηθούν ηγεμονικοί, επεκτατικοί και άλλοι σκοποί, γεγονός που αποδείχτηκε στην περίπτωση του Ιράκ και διαφαίνεται στον πόλεμο στη Συρία. Ωστόσο θεωρούμε ότι εάν το ζητούμενο είναι όντως η ειρήνη, τότε η λογική, η διπλωματία και η φρόνηση θα μπορούσαν, έχοντας επίγνωση της τυχαιότητας (fortuna), να κάνουν τις προβλέψεις λιγότερο «αστρολογικές» και να οδηγήσουν στη σωστή απόφαση για την επίτευξη της ειρήνης. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η ιστορία έχει δείξει την υποκρισία που μπορεί να κρύβουν τόσο το: «η ειρήνη είναι μια αδιαπραγμάτευτη αξία», όσο και το: «κατά τις επιχειρήσεις μας θα χρησιμοποιήσουμε κάθε δυνατό μέσο για να προστατέψουμε τους αμάχους», ειδικά όταν ακούγονται από μέλος του Συμβούλιου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών το οποίο είναι μια ακόμη υπερδομή που λειτουργεί με μυστικότητα. Μια δομή χωρίς δημόσιο φως, όπου ο πολίτης δεν έχει ούτε πρόσβαση, ούτε μπορεί να γνωρίζει τί ακριβώς γίνεται στο εσωτερικό της.
Παράδειγμα Δ:
Ένας πολιτικός προσπαθεί να υπερασπιστεί την αρνητική του ψήφο στο παρελθόν σχετικά με πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος:
Μπορεί να έχετε κάποιες ανησυχίες για τις αρνητικές ψήφους μου για το περιβάλλον, όμως μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι είμαι ένας ανοιχτόμυαλος άνθρωπος. Αυτό που θα πρέπει να συζητήσουμε είναι το ιστορικό των ψήφων μου υπέρ των ίσων ευκαιριών εκπαίδευσης για τα παιδιά μας.
Αντίκρουση και σχόλιο: σε αυτή την τυπική περίπτωση εξαπάτησης (red herring) ο πολιτικός προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή από το ερώτημα που είναι δύσκολο/άβολο να απαντηθεί οδηγώντας την κουβέντα σε κάτι άλλο, εντελώς άσχετο με το θέμα. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται πολύ συχνά από τους επαγγελματίες πολιτικούς και η αντίκρουσή της, ενώ είναι σχετικά απλή, χρειάζεται επαγρύπνηση ώστε, στη ροή του λόγου, να μην αποσπαστεί η προσοχή μας από το αρχικό θέμα. Εάν παρακολουθήσουμε με προσοχή τηλεοπτικές συνεντεύξεις πολιτικών μπορούμε, σχετικά εύκολα, να εντοπίσουμε αυτή την πλάνη καθώς και την σχετική στάση του/της δημοσιογράφου. Συχνά η απόσπαση της προσοχής συνοδεύεται και από την χρήση μιας δεύτερης λογικής πλάνης που μπορεί να είναι μια επίκληση στο συναίσθημα. Έτσι στο προηγούμενο παράδειγμα αφού ο πολιτικός αποφύγει την «περιβαλλοντική» δυσχέρεια (δηλαδή το κεντρικό θέμα) μπορεί να κερδίσει και κάτι. Για παράδειγμα να δικαιολογήσει την επερχόμενη αύξηση της φορολογίας και παράλληλα να επικαλεστεί (ξανά) την αφοσίωσή του στα παιδιά, προσθέτοντας στην απάντησή του: «…άλλωστε χρειαζόμαστε περισσότερα έσοδα για να υποστηρίξουμε τα ήδη υπάρχοντα προγράμματα. Μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά μας είναι το μέλλον μας, ας στηρίξουμε λοιπόν τα παιδιά».
Προφανώς το να αναζητηθεί και να ειπωθεί η αλήθεια είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, ενώ ο ισχυρισμός ότι κάποιος μπορεί να τη γνωρίζει απόλυτα συνιστά ύβρι. Όμως η αγάπη για την αλήθεια (φιλαλήθεια), για την οποία με θάρρος και ένταση μιλούσε η Υπατία, είναι μια από τις μεγαλύτερες αρετές και η καλλιέργειά της σημαντική, ειδικά σήμερα που διανύουμε μια εποχή άκρατου σχετικισμού και συστηματοποίησης του ψέματος.
-------------------
[1] Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Francis Bacon (aphorisms), Antoine Arnauld and Pierre Nicole (Logic, or the Art of Thinking), John Locke (An Essay Concerning Human Understanding), Isaac Watts (The Right Use of Reason), Jeremy Bentham (Handbook), Richard Whately (Elements of Logic), John Stuart Mill (System of Logic, Ratiocinative and Inductive), Irving Copi (Introduction to Logic).
[2] Evandro Agazzi (επιμ.), Modern Logic: A Survey, Reidel, Dordrecht – Boston – London, 1980.
[3] Copi Irving M. Introduction to Logic, The Macmillan Company, New York, 1953.
[4] Harry J Gensler, Introduction to Logic, Routledge, 2016.
[5] Η φράση «Red Herring (κόκκινη ρέγγα)» αναφέρεται σε ένα είδος παστής ρέγγας που παρασκευάζεται με κόκκινη καυτερή πιπεριά. Σύμφωνα με την παράδοση, η μυρωδιά της ήταν τόσο δυνατή και απολαυστική για τα σκυλιά που χρησίμευε για την εκπαίδευσή τους, ώστε να ελεγχθεί πόσο καλά ένα κυνηγόσκυλο μπορεί να παρακολουθήσει μια μυρωδιά χωρίς να αποσπαστεί η προσοχή του. Τα σκυλιά δεν χρησιμοποιούνται συνήθως για κυνήγι ψαριών, έτσι μια κόκκινη ρέγγα οδηγεί στην απόσπαση της προσοχής τους από αυτό που υποτίθεται ότι θα κυνηγούσαν.