Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (325.1-329.1)

325. ΜΥΘΟΣ Ο ΤΩΝ ΜΕΛΙΣΣΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΙΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΙΝΩΝ ΠΟΝΗΡΟΙΣ ΜΗ ΤΙΘΕΣΘΑΙ ΚΕΡΔΕΣΙΝ [325.1] ἐν κοίλῃ δρυῒ μέλι κατειργάζοντο μέλισσαι. ποιμὴν δέ τις αὐταῖς ἐργαζομέναις περιτυχὼν ἀφελέσθαι προῃρεῖτο τοῦ μέλιτος. αἱ δὲ ἄλλοθεν ἄλλαι περιιπτάμεναι αὐτὸν ὤθουν τοῖς κέντροις. καὶ τελευταῖον ὁ ποιμήν «ἄπειμι», ἔφη, «μηδὲν δεόμενος μέλιτος, εἰ δεῖ μελίσσαις περιτυχεῖν».
τὰ κακὰ κέρδη τοῖς διώκουσι κίνδυνος.

326. ΜΥΘΟΣ Ο ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΝΤΟΣ ΠΑΡΑΙΝΩΝ ΑΡΧΕΣΘΑΙ ΧΑΡΙΤΟΣ
[326.1] δράκων καὶ ἀετὸς συμπλακέντες ἀλλήλοις ἐμάχοντο. καὶ ὁ μὲν δράκων εἶχε τὸν ἀετὸν συλλαβών. γεωργὸς δὲ ἰδὼν λύσας τὴν πλοκὴν τοῦ δράκοντος αὐτόνομον ἀφῆκε τὸν ἀετόν. χαλεπήνας δὲ ἐπὶ τούτοις ὁ δράκων ἰὸν ἐπαφῆκε τῷ τοῦ σώσαντος πόματι. πιεῖν δὲ τοῦ γεωργοῦ πρὸς ἄγνοιαν μέλλοντος ὁ ἀετὸς καταπτὰς τῶν τοῦ γεωργοῦ χειρῶν ἐξαιρεῖται τὴν κύλικα.
τοὺς εὖ ποιοῦντας μένουσι χάριτες.

327. ΜΥΘΟΣ ‹Ο› ΤΗΣ ΑΜΠΕΛΟΥ
[327.1] ἄμπελος ἐκόμα βότρυσι, παραπλήσιον δὲ ἦν τοῖς καρποῖς καὶ τὸ βλάστημα. τράγος δέ τις ὕβρει χρώμενος πλείονι τῆς ἀμπέλου παρέτρωγε καὶ διελυμαίνετο προσιὼν τοῖς βλαστήμασιν. ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπεν· «μένει σε τῆς ὕβρεως δίκη· σὺ μὲν γὰρ ἔσῃ οὐ μακρὰν ὕστερον ἱερεῖον τοῖς θύμασιν, ἐγὼ δὲ παρ᾽ ἐμαυτῆς ἐπισπείσω τὸν οἶνον».
ἃ δρᾷ τις καὶ πείσεται.

328. ΜΥΘΟΣ Ο ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΩΠΕΚΟΣ
[328.1] γεωργῷ πονηρῷ φθόνον ἐνεποίει τὸ τοῦ γείτονος αὐξανόμενον λήιον καὶ διαφθείρειν τοὺς ἐκείνου πόνους ἐζήτει. καὶ θηράσας ἀλώπεκα προσάψας δαλὸν πρὸς τὸ τοῦ γείτονος ἀφίησι λήιον. ἡ δὲ καθ᾽ ἣν ἀφεῖτο μὴ παριοῦσα βουλομένου τοῦ δαίμονος τὸ τοῦ πέμψαντος ἐνέπρησε λήιον.
πονηροὶ γείτονες πρῶτοι τῆς ἑτέρων μετέχουσι βλάβης.

329. ΜΥΘΟΣ Ο ΤΟΥ ΚΟΡΑΚΟΣ ΠΑΡΑΙΝΩΝ ΤΗΙ ΦΥΣΕΙ [ΜΗ] ΠΕΙΘΑΡΧΕΙΝ
[329.1] ἑωρακὼς τὸν κύκνον ὁ κόραξ ἐζήλου τοῦ χρώματος. οἰηθεὶς δὲ εἶναι τοιοῦτον, οἷς ἀπελούετο, τοὺς βωμοὺς ἐκλιπών, ὅθεν ἐτρέφετο, λίμναις καὶ ποταμοῖς ἐνδιέτριβε. καὶ τὸ μὲν ‹χρῶμα τὸ› σῶμα φαιδρύνων οὐκ ἤμειβεν, τροφῆς δὲ ἀπορῶν διεφθείρετο.
φύσιν οὐκ οἶδε μεταβάλλειν ἡ δίαιτα.

***
325. Μύθος για τις μέλισσες και τον βοσκό.
Διδάσκει να μην εποφθαλμιούμε τα άνομα κέρδη.
[325.1] Ήταν μια φορά κάτι μέλισσες που παρασκεύαζαν το μέλι τους μέσα στην κουφάλα κάποιας βελανιδιάς. Εκεί που δούλευαν πυρετωδώς, ωστόσο, τις έβαλε στο μάτι ένας βοσκός και γύρεψε να βάλει χέρι στο μέλι. Αμέσως τότε άρχισαν αυτές να τον γυροφέρνουν πετώντας και να τον τσιμπάνε με τα κεντριά τους από όλες τις μεριές, για να τον αποδιώξουν. Ώσπου στο τέλος πια απαύδησε και ο τσοπάνης: «Μωρέ, ώρα να του δίνω. Να μου λείπει το μέλι, αν έχω να τα βάλω με τέτοιες μέλισσες».
Δίδαγμα: Τα παράνομα κέρδη συνεπάγονται κίνδυνο για όποιον τα επιδιώκει.

326. Μύθος για τον αετό και το φίδι.
Διδάσκει να κάνουμε εμείς πρώτοι την αρχή στις καλές πράξεις.
[326.1] Μια φορά το φίδι και ο αετός ήρθαν σε συμπλοκή και πάλευαν μεταξύ τους. Σε κάποια φάση, που λέτε, το φίδι είχε κουλουριαστεί για τα καλά γύρω από τον αετό και τον κρατούσε αιχμαλωτισμένο. Πάνω στην ώρα, όμως, τους παρατήρησε ένας ξωμάχος: αυτός έτρεξε αμέσως και ανάγκασε το φίδι να χαλαρώσει το αγκάλιασμά του, αφήνοντας ελεύθερο το πουλί. Εξοργίστηκε, βέβαια, το φίδι με τούτο, και γι᾽ αυτό πήγε και ξέρασε το δηλητήριό του μέσα στο νερό που είχε ο ξωμάχος για να πιει. Προσέξτε όμως: πάνω που ήταν έτοιμος ο καημένος ο άνθρωπος να κατεβάσει ανήξερος το νερό, τί έγινε; Πέταξε καταπάνω του ο αετός και ευθύς του άρπαξε το ποτήρι από τα χέρια.
Δίδαγμα: Όποιον κάνει καλό στους άλλους, τον περιμένει αντίχαρη στο μέλλον.

327. Μύθος για το αμπέλι.
[327.1] Ήταν μια φορά ένα αμπελόκλημα κατάφορτο από σταφύλια. Και δεν ήταν μονάχα οι καρποί του: οι βλαστοί του φαίνονταν επίσης χάρμα οφθαλμών. Λοιπόν, που λέτε, ο τράγος, με την αδιαντροπιά που τον διακρίνει, πλησίασε εκεί κοντά και βάλθηκε να μασουλάει το φυτό, ρημάζοντας τα πιο πολλά βλαστάρια του. Το κλήμα όμως του τα έψαλε για τα καλά: «Περίμενε λίγο, βρε, και θα δεις τί τιμωρία θα σε βρει για την παλιανθρωπιά σου. Πού θα πάει, αργά ή γρήγορα θα σε πάρουν να σε θυσιάσουνε για καμιά θρησκευτική τελετή. Ξέρεις τί θα κάνω εγώ τότε; Εγώ θα προμηθεύσω το κρασί για τις σπονδές από πάνω σου, για να μάθεις!».
Δίδαγμα: Ό,τι κάνεις στους άλλους, το ίδιο θα πάθεις και εσύ.

328. Μύθος για τον αγρότη και την αλεπού.
[328.1] Ήταν κάποτε ένας αγρότης πολύ χαιρέκακος. Αυτός, που λέτε, έβλεπε τα σπαρτά του γείτονά του να θεριεύουν και έσκαγε από τη ζήλια του. Γι᾽ αυτό γύρευε τρόπο να του αχρηστέψει όλον τον κόπο του. Μια και δυο, λοιπόν, τσάκωσε μιαν αλεπού, της έδεσε αναμμένο δαδί πίσω στην ουρά της και την αμόλησε κατευθείαν πάνω στο σπαρμένο χωράφι του διπλανού. Έλα όμως που η αλεπού δεν εννοούσε να περάσει από εκεί όπου την έστελνε τούτος. Και ξέρετε πώς τα έφερε τελικά η μοίρα; Το ζώο πήγε αντίθετα και έβαλε φωτιά στα σπαρτά του ίδιου του ζηλιάρη που το ξαμόλησε.
Δίδαγμα: Ο κακός γείτονας είναι ο πρώτος που θα υποφέρει από τη ζημιά που προξενεί στον διπλανό του.

329. Μύθος για το κοράκι.
Διδάσκει να υπακούμε στη φύση μας.
[329.1] Μια φορά ο κόρακας αντίκρισε μπροστά του τον κύκνο και ζήλεψε το κάτασπρό του χρώμα. Θάρρεψε μάλιστα ότι το πουλί αυτό είναι έτσι λευκό και πεντακάθαρο χάρη στα νερά μέσα στα οποία κάνει μπάνιο συνέχεια. Το πήρε λοιπόν απόφαση και ο κόρακας: παράτησε τους βωμούς, όπου μάζευε την τροφή του, και βάλθηκε να συχνάζει στις λίμνες και στα ποτάμια. Φυσικά, δεν κατόρθωσε να αλλάξει χρώμα, όσο και αν ξέπλενε και ξαναξέπλενε το σαρκίο του. Το μόνο που κατάφερε ήταν να απομείνει δίχως φαΐ και να ψοφήσει της πείνας.
Δίδαγμα: Κανένας τρόπος ζωής δεν είναι σε θέση να αλλάξει τη βαθύτερη φύση μας.

Αυλητρίδες, Ορχηστρίδες

Στους Σφήκες του Αριστοφάνη, ο νεαρός Βδελυκλέων παλεύει να αποσπάσει το ενδιαφέρον του γέροντα πατέρα του απ’ το σασπένς των ηλιαστικών δικαστηρίων. Ο γέρος είναι αυστηρών ηθών, δημοκρατικός απ’ την κοψιά των Μαραθωνομάχων, φύτρα των Διακρίων. Κι έχει μονομανία να μηνύει κάθε μέρα αριστοκράτες. Σκέφτεται να τον δελεάσει ο γιος με άλλες ηδονές. Θα τον παρασύρει σε συμπόσιο. Πρέπει όμως να διδάξει τον ανεπιτήδειο τρόπους. Τον καλοντύνει και τον βάζει να προβάρει πώς να φερθεί στο ξένο σπίτι. Αρχίζει να τον δασκαλεύει (στ. 212-22):
 
ΒΔ: Άπλωσ’ τα γόνατα, χαλάρωσε
με ευλυγισία το σώμα, χώσου στα στρώματα νωχελικά.
Κατόπιν, πες κανα δυο επαίνους για τα χάλκινα κανάτια,
περιεργάσου το ταβάνι, θαύμασε την αρμονία της αυλής.
Νερό για τα χέρια! Ας φέρουν μέσα τα τραπέζια!
Δειπνούμε τώρα! Σφουγγιζόμαστε! Προσφέραμε ήδη της σπονδές.
ΦΙΛ: Θεοί! Σε όνειρο γλυκό δειπνούμε έτσι….
ΒΔ: Άρχισε το κορίτσι να φυσά αυλό. Συμπότες μας
είναι ο Θέωρος, ο Αισχίνης, ο Φανός κι ο Κλέων
και κάποιος ξένος του Ακέστορα, στην πιο τιμητική τη θέση.
Έχοντας τέτοιους γύρω σου, να ιδώ πως θε να πιάσεις το σκόλιο το συμποτικό.”
 
Τα καταφέρνει ο Φιλοκλέων. Προσαρμόζεται στο γλέντι. Βουλιάζει στην καλοπέραση. Τόσο που, στην τελευταία σκηνή του έργου, αισθάνεται μεμυημένος, διαφορετικός από εκείνον που ήτανε “πρὸ τῶν μυστηρίων” (στ. 1363). Κλέβει την αυλητρίδα του οικοδεσπότη (στ. 1345 και 1368-69) την ώρα που ήταν έτοιμη ν’ αρχίσει να χαϊδολογιέται (λεσβιᾶν, στ. 1346) με όλους. Και τώρα, τους έχει όλους να τον κυνηγούν και να απειλούνε με μηνύσεις. Ωστόσο, αυτός δεν νοιάζεται. Παίρνει σπίτι του το κορίτσι, καλοπιάνοντάς το με γλυκόλογα αρκεί να συνεχίσει να τρίβει το “σαπρόν… σχοινίον” του (στ. 1342-43). Την λέει “χρυσοσκάθαρό” του (χρυσομηλολόνθιον, στ. 1341) και “χοιρίον” ‒γνωστή αθυροστομία του Αριστοφάνη όταν αναφέρεται στο γυναικείο αιδοίο. Και υπόσχεται, όταν πεθάνει ο τσιγγούνης γιος του, να εξαγοράσει την ελευθερία της (λυσάμενος, στ. 1353) για να την έχει σύντροφο.
 
Δεν χρειαζόταν να είναι εταίρα μια γυναίκα για να τραβήξει την αντρική προσοχή στα συμπόσια. Το ίδιο συνέβαινε ακόμη και με μια αυλητρίδα ή χορεύτρια, μια μικρή δούλα δηλαδή ‒γιατί μόνο η κοινωνική θέση διαφοροποιούσε τα κορίτσια αυτά από το λαμπρότερο status των ειδικών της ηδονής, το οποίο εξάλλου, στην εξέλιξή τους, μπορούσαν να πετύχουν αν η τύχη τα ευνοούσε.
 
Για μια τέτοια παιδίσκη ξεσπούσε τσαμπουκάς μεγάλος στα συμπόσια. Ειδικά από τη στιγμή που η οινοποσία προχωρούσε κι άρχιζε να θολώνει τη νηφάλια κρίση. Τέτοια φερσίματα ήταν αναμενόμενα αν μεταξύ των προσκεκλημένων βρίσκονταν αγροίκοι. Γι’ αυτούς, η απόσταση από την αρχική αμηχανία και συστολή μέχρι τον άγριο καβγά ήταν μια κούπα παραπάνω. Το ίδιο μπορούσε να συμβεί και σε ανθρώπους που δεν θα το περίμενε κανείς. Οι Δειπνοσοφισταί (ΧΙΙΙ 607c-e) του Αθήναιου θυμούνται το εξής περιστατικό:
 
“Όσοι επιθυμούν να ενεργούν με μεγάλη σωφροσύνη, κρατάνε αυτή τη στάση στα συμπόσια μέχρις ενός σημείου. Κι έπειτα, όταν μεσολαβήσει το κρασάκι, δείχνουν κάθε λογής ασχημοσύνη. Αυτό έγινε και παλιότερα με τους θεωρούς από την Αρκαδία που είχαν επισκεφθεί τον Αντίγονο. Αρχικά, γευμάτιζαν με μεγάλη σοβαρότητα κι ευπρέπεια, όπως πίστευαν, χωρίς να σηκώνουν το βλέμμα ούτε προς εμάς, ούτε καν μεταξύ τους. Καθώς όμως προχωρούσε η οινοποσία και μπήκαν κι άλλα θεάματα στο πρόγραμμα, κι άρχισαν να χορεύουνε οι Θεσσαλές ορχηστρίδες καλυμμένες μόνο με περιζώματα και κατά τα άλλα γυμνές όπως το συνηθίζουν, οι άντρες δεν μπορούσαν πλέον να κρατηθούν, αλλά πετιούνταν απ’ τα ανάκλιντρα και φώναζαν σαν να έβλεπαν το πιο θαυμαστό θέαμα, κι αποκαλούσαν μακάριο τον βασιλιά που μπορούσε να έχει τέτοιες απολαύσεις, κι έκαναν και πολλές άλλες παρόμοιες απρέπειες. Και κάποιος φιλόσοφος που έπινε μαζί μας, όταν είχε μπει μέσα η νεαρή αυλητρίδα κι ήθελε να καθίσει δίπλα του, δεν της το επέτρεψε και την αποπήρε, παρ’ όλο που υπήρχε πολύς χώρος. Αλλά όταν, αργότερα, άρχισε η διαδικασία της πώλησης του κοριτσιού όπως συνήθως συμβαίνει στα συμπόσια, εκείνος άρχισε να την διεκδικεί με ζήλο νεανικό και αμφισβήτησε την πώλησή της, ότι έγινε κάπως γρήγορα, όταν ένας άλλος πλειοδότησε. Ισχυριζόταν πως η διαδικασία δεν είχε προλάβει να ολοκληρωθεί. Στο τέλος, ο φιλόσοφος έφτασε να παίξει μέχρι και μπουνιές. Εκείνος ο αταλάντευτος που, στην αρχή, δεν είχε καν αφήσει την αυλητρίδα να καθίσει πλάι του.”
 
Τα κορίτσια σερβίρονταν στα αριστοκρατικά συμπόσια σαν να ήταν μεζεδάκια, για να ’ναι ο κώμος επιτυχής. Το ίδιο μπορούσε να συμβεί και σε πιο λαϊκά περιβάλλοντα, όπως στα πανδοχεία που προορίζονταν για ταξιδιώτες. Στους Βατράχους του Αριστοφάνη, ο Διόνυσος κατεβαίνει στον Άδη συνοδευόμενος από τον υπηρέτη του, αλλά, επειδή φοβάται να μπει μέσα, εξαναγκάζει τον δούλο του σε αλλαγή ρόλων. Ο Ξανθίας ευνοείται απ’ τον αιφνιδιασμό γιατί ο πανδοχέας τον προσκαλεί έχοντας στρώσει τραπέζι με ψωμιά και φάβα, σούπες και βραστά, βόδι ολάκερο στα κάρβουνα, πιτάκια και κουλούρια, καβουρντισμένα στραγάλια, τραγιά και πουλερικά, και μαζί άφθονο γλυκύτατο κρασί (στ. 508-11). Και καθώς εκείνος ακόμη διστάζει να μπει, στο μενού προστίθενται μια ωραιότατη αυλητρίδα και δυο τρεις ορχηστρίδες. “Πώς; Ορχηστρίδες;” ‒ρωτάει ο Ξανθίας έκπληκτος. “Μπουμπούκια και φεσκο-αποτριχωμένες” ‒τον διαβεβαιώνει ο πανδοχεύς (ἡβυλλιῶσαι κἄρτι παρατετιλμέναι, στ. 516). 
 
Ήταν μεγάλη η ικανότητα των κοριτσιών αυτών να προσφέρουν θελκτικά θεάματα και ακροάματα. Την έδειξε το απόσπασμα από τους Δειπνοσοφιστές που πριν λίγο παραθέσαμε. Μπορούμε να την υποθέσουμε και από τους πινδαρικούς στίχους (απ. 122/Snell), τους οποίους έχουμε με άλλη αφορμή συζητήσει ‒είχαν συντεθεί προς τιμήν του Κορίνθιου Ολυμπιονίκη που είχε αναθέσει “μεριά εκατό”, πενήντα δηλαδή χορεύτριες, ως ιερόδουλες στην Αφροδίτη της Κορίνθου για να ορχούνται εναλλάξ στο συμποτικό μουσικό του σκόλιον.
 
Στο Συμπόσιο του Ξενοφώντα, βρίσκουμε κι άλλες πληροφορίες σχετικά με τα ηδονικά θεάματα και ακροάματα που γαρνίριζαν την εστίαση των κραιπαλοκώμων. Το γλέντι διοργανώνεται στην Αθήνα, στο σπίτι του Καλλία, προς τιμήν του Αυτόλυκου που είχε νικήσει στο παγκράτιο. Συμμετέχει κι ο Σωκράτης. Όταν το γεύμα ολοκληρώθηκε και τα τραπέζια απομακρύνθηκαν, μπήκε στην αίθουσα ένας πλανώδιος Συρακούσιος. Είχε μαζί του μια καλή αυλητρίδα, μια ορχηστρίδα για ακροβατικά κι ένα ωραίο αγόρι κιθαριστή και χορευτή, και παρουσίαζε τις τέχνες τους έναντι αμοιβής (ἔχων τε αὐλητρίδα ἀγαθὴν καὶ ὀρχηστρίδα τῶν τὰ θαύματα δυναμένων ποιεῖν, καὶ παῖδα πάνυ γε ὡραῖον καὶ πάνυ καλῶς κιθαρίζοντα καὶ ὀρχούμενον. ταῦτα δὲ καὶ ἐπιδεικνὺς ὡς ἐν θαύματι ἀργύριον ἐλάμβανεν, ΙΙ 2-3).
 
Το θέαμα ξεκίνησε με την αυλητρίδα να παίζει. Η άλλη κοπέλα, τότε, άρχισε να χορεύει εκσφενδονίζοντας ψηλά και ξαναπιάνοντας στεφάνια, τα οποία τής προμήθευε ο νεαρός, δώδεκα στο σύνολο ‒τα χειριζόταν υπολογίζοντας να εναρμονίζεται η κίνησή τους με τον ρυθμό της μουσικής (ἐκ τούτου δὴ ηὔλει μὲν αὐτῇ ἡ ἑτέρα, παρεστηκὼς δέ τις τῇ ὀρχηστρίδι ἀνεδίδου τοὺς τροχοὺς μέχρι δώδεκα, ἡ δὲ λαμβάνουσα ἅμα τε ὠρχεῖτο καὶ ἀνερρίπτει δονουμένους συντεκμαιρομένη ὅσον ἔδει ῥιπτεῖν ὕψος ὡς ἐν ῥυθμῷ δέχεσθαι αὐτούς, ΙΙ 7).
 
Έπειτα έστησαν γύρω από τη χορεύτρια όρθια σπαθιά σε κύκλο κι εκείνη άρχισε να κάνει φιδωτές τούμπες τριγύρω τους, τόσο τολμηρές που οι παρόντες φοβηθήκανε μην πάθει κάτι (μετὰ δὲ τοῦτο κύκλος εἰσηνέχθη περίμεστος ξιφῶν ὀρθῶν. εἰς οὖν ταῦτα ἡ ὀρχηστρὶς ἐκυβίστα τε καὶ ἐξεκυβίστα ὑπὲρ αὐτῶν. ὥστε οἱ μὲν θεώμενοι ἐφοβοῦντο μή τι πάθῃ, ΙΙ 11).
 
Η εξέλιξη των θεαμάτων στο Συμπόσιο συνεπαίρνει τους συμπότες. Συζητούν τώρα για τις δυνατότητες του σώματος και τις επιθυμίες της σάρκας, τα αρώματα και τις ηδονές, μέχρι που κάποιοι προσπαθούν μέχρι και να αντιγράψουνε τα ακροβατικά που παρακολουθούν, καταλήγοντας φυσικά σε άκομψες καρικατούρες τους. Καθώς η νύχτα παίρνει μια τέτοια τροπή, ο Σωκράτης προσπαθεί να μετατοπίσει την κουβέντα γύρω απ’ τον έρωτα του πνεύματος.
 
Όμως το θέμα της μίμησης, για το οποίο τα θεάματα έχουν εξωθήσει τη συντροφιά να μιλάει, το οδηγεί σε οργασμική κορύφωση ο Συρακούσιος ὀρχηστοδιδάσκαλος στο τέλος της γιορτής. Η αυλητρίδα τώρα παίζει βακχικούς σκοπούς κι η ορχηστρίδα με τον νέο παρουσιάζουν παντομίμα της ιερογαμίας Αριάδνης και Διονύσου (ΙΧ 2-7). Οι κινήσεις είναι αρχικά μετρημένες, τέτοιες που υποδεικνύουν ντροπαλοσύνη. Όταν όμως ο Διόνυσος κάθεται στα γόνατα της Αριάδνης κι αρχίζει να την χαϊδεύει και να την φιλάει ασυγκράτητα κι ορκίζεται έρωτα αληθινό κι εκείνη ανταπαντάει, οι περιπτύξεις γίνονται πραγματικές. Σαν να υπερβαίνουν τις στάσεις της σεμνότητας που είχαν ‒αν είχαν πράγματι‒ υποδειχθεί απ’ τον σκηνοθέτη (ἐῴκεσαν γὰρ οὐ δεδιδαγμένοις τὰ σχήματα). Σαν να αναλογούν σε δυο εραστές που για καιρό επιθυμούσαν φλογερά ο ένας τον άλλον (ἀλλ᾽ ἐφειμένοις πράττειν ἃ πάλαι ἐπεθύμουν). Οι εραστές πάνε προς το κρεβάτι. Οι συνδαιτυμόνες έχουν ήδη σηκωθεί όρθιοι, σε πλήρη έκσταση, και φεύγουν από το σπίτι του Καλλία αναζητώντας γυναίκα. Πριν φύγει, το κοινό είχε ζητήσει encore (ἐβόων αὖθις).

Οι απαρχές της κωμωδίας: από τη φάρσα στην πολιτική θέση

Η Δωρική Φάρσα
Οι ρίζες της κωμωδίας είναι οι παλιότερες του δράματος. Από την Ποιητική (1449a) του Αριστοτέλη μαθαίνουμε ότι ανιχνεύονται στα λεγόμενα φαλλικά, πανάρχαια λαϊκά, αγροτικά δρώμενα παντομίμας που σχετίζονταν με τελετουργίες γονιμοποίησης των κοινοτήτων και της γης και που, κατά συνέπεια, από τον 8ο π.Χ. αιώνα και μετά, βρέθηκαν να υπάγονται στη διονυσιακή λατρεία. Επίκεντρό τους ήταν οι κῶμοι, παρέες δηλαδή που περιδιάβαιναν την ύπαιθρο κρατώντας ομοιώματα φαλλών και που ξεφάντωναν με οινοποσία, οργιώδη διασκέδαση, αισχρολογίες και χοντροκομμένα αστεία.
 
Ο δωρικός κόσμος, με το ενδιαφέρον που έδειχνε για την ανάπτυξη της κοινοτικής ποίησης, ήταν μάλλον ο πρώτος που ανέπτυξε τέτοιου είδους μιμικούς Χορούς. Διάφορες αρχαίες πηγές (Σήμος ο Δήλιος στο Περὶ Παιάνων και Σωσίβιος ο Λάκων που μνημονεύεται στο έργο Δειπνοσοφισταί του Αθήναιου 14. 621f) αναφέρουν, για παράδειγμα, μπουλούκια ερασιτεχνών όπως ήταν οι δ(ε)ικηλισταί της Σπάρτης, οι φαλλοφόροι της Σικυώνας, οι ἑθελονταί της Θήβας, οι φλύακες (δηλαδή οι φλύαροι μωρολόγοι) της Σικελίας κι εκείνοι που, σε άλλες πόλεις, ονομάζονταν αὐτοκάβδαλοι ή σοφισταί:
 
«παρὰ δὲ Λακεδαιμονίοις κωμικῆς παιδιᾶς ἦν τις τρόπος παλαιός, ὥς φησι Σωσίβιος, οὐκ ἄγαν σπουδαῖος, ἅτε δὴ κἀν τούτοις τὸ λιτὸν τῆς Σπάρτης μεταδιωκούσης. ἐμιμεῖτο γάρ τις ἐν εὐτελεῖ τῇ λέξει κλέπτοντάς τινας ὀπώραν ἢ ξενικὸν ἰατρὸν τοιαυτὶ λέγοντα, ὡς Ἄλεξις ἐν Μανδραγοριζομένῃ διὰ τούτων παρίστησιν· ἐὰν ἐπιχώριος ἰατρὸς εἴπῃ ’τρυβλίον τούτῳ δότε πτισάνης ἕωθεν‘, καταφρονοῦμεν εὐθέως· ἂν δὲ πτισάναν καὶ τρυβλίον, θαυμάζομεν. καὶ πάλιν ἐὰν μὲν τευτλίον, παρείδομεν· ἐὰν δὲ σεῦτλον, ἀσμένως ἠκούσαμεν, ὡς οὐ τὸ σεῦτλον ταὐτὸν ὂν τῷ τευτλίῳ. ἐκαλοῦντο δ΄ οἱ μετιόντες τὴν τοιαύτην παιδιὰν παρὰ τοῖς Λάκωσι δικηλισταί, ὡς ἄν τις σκευοποιοὺς εἴπῃ καὶ μιμητάς. τοῦ δὲ εἴδους τῶν δικηλιστῶν πολλαὶ κατὰ τόπους εἰσὶ προσηγορίαι. Σικυώνιοι μὲν γὰρ φαλλοφόρους αὐτοὺς καλοῦσιν, ἄλλοι δ΄ αὐτοκαβδάλους, οἳ δὲ φλύακας, ὡς Ἰταλοί, σοφιστὰς δὲ οἱ πολλοί·»
 
Αυτό ήταν το είδος που έχει μείνει γνωστό ως δωρική φάρσα. Συχνά παρωδούσε γνωστούς μυθικούς ήρωες σαν τον κοιλαρά Ηρακλή. Πυρήνας της όμως ήταν το απλούστερο είδος σάτιρας, η χαρακτηρολογική, όπου η επίθεση στο ήθος του αντιπάλου γινόταν μέσω της διακωμώδησής του ως ανθρώπινου τύπου, σύμφωνα με τις κυρίαρχες στην εκάστοτε κοινωνία στερεοτυπικές αντιλήψεις. Κι έτσι, στο στόχαστρο της φάρσας της δωρικής έμπαινε –συχνά υπό την οπτική έντονων κοινωνικών προκαταλήψεων– ο κλεφτράκος φρούτων ή ο ξενομερίτης γιατρός που δημιουργούσε κωμικές εντυπώσεις στους ασθενείς του λόγω της φθαρμένης του προφοράς. Στα τέλη περίπου του 6ου π.Χ. αιώνα, ο Επίχαρμος από την Κω, περνώντας από τα Μέγαρα για να μεταναστεύσει στη Σικελία, διακωμώδησε τη Μεγαρίδα γυναίκα ή το άξεστο χωριατόπαιδο (Ἀγρωστίνος) κι ο Σώφρων από τις Συρακούσες έδινε στις κωμωδίες του τίτλους εξίσου εύγλωττους: Ἀκέστριαι (Ράφτρες), Πενθερά, Ἀγροιώτας (ο Αγροίκος Αγρότης). Παρ’ ό,τι στοιχειώδες και αρχαιότατο, το κωμικό αυτό είδος διατήρησε την αίγλη του και αργότερα. Δεν το απέφυγε πλήρως η Παλαιά Κωμωδία της Αττικής, όπως δείχνουν τα έργα του Κράτη Φιλάργυρος, Μέτοικοι και Πεδῆται (Αλυσοδεμένοι) ή οι Μεταλλῆς του Φερεκράτη που είχαν ως θέμα τους δούλους στα μεταλλεία του Λαυρίου. Μάλιστα, από τον 4ο π.Χ. αιώνα και μετά, το είδος επανήλθε στο κεντρικό ρεύμα της μόδας κατά τις περιόδους ανάπτυξης της Μέσης και της Νέας Κωμωδίας, με έργα σαν την Μανδραγοριζομένην του Αλέξιδος ή τον Δύσκολον του Μενάνδρου. Και δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι στον ίδιο, πρωτογενή δρόμο σατιρικής αντίληψης– με μετριασμένη βέβαια την αθυροστομία στα σεξουαλικά υπονοούμενα, αλλά με καθιερωμένους πλέον κωμικούς τύπους, όπως του μάγειρα και του βοηθού του, του υπηρέτη, του λάγνου, του φιλάργυρου, του γκρινιάρη, του απατεώνα, του μαστροπού και της εταίρας– πάτησαν κωμωδίες κατά πολύ μεταγενέστερες, από την Ατελλανή φάρσα έως το ρωμαϊκό θέατρο κι από εκεί στη μεσαιωνική Comedia dell’ Arte, μέχρι βεβαίως τη νεωτερική ευρωπαϊκή κωμωδία του Μολιέρου με τον Κατά Φαντασίαν Ασθενή του.
 
H πολιτική Παλαιά Κωμωδία της Αττικής και ο Αριστοφάνης
«Κι έτσι τώρα, σαν εκείνην την Ηλέκτρα τούτη η κωμωδία μού ’ρθε
και ζητάει μπας και βρει θεατές να ’ναι σοφοί.
Τι, όμοια με την Ηλέκτρα, με την πρώτη τη ματιά,
σίγουρα θ’ αναγνωρίσει του αδελφού της τα μαλλιά.
Μα, προσέξτε πόσο είναι απ’ τη φύση μετρημένη!
Πρώτα πρώτα, ήρθε εδώ πέρα
χωρίς να ’χει από μπροστά της κανά πέτσινο εργαλείο, φουσκωμένο και χοντρό,
πολύ κόκκινο στην άκρη να γελούν τα παιδαρέλια.
Κι ούτε στήνει άσχημους κάζους εις τους έρμους φαλακρούς.
Ούτε κόρδακα ξεδιάντροπα χορεύει.
Κι ούτε ο γέρος που μιλάει δίνει μια με τη μαγκούρα να πονάει ο διπλανός του
γιατί θέλει να καλύψει σκώμματα κακοφτιαγμένα.
Κι ούτε ανέβη στη σκηνή σείοντας ψηλά τις δάδες
κι ούτε “όι, όι” βογγά.
Παρά φτάνει με τη φόρα που ’ναι ολάκερη δική της στης ατάκας τη χαρά.
Μα κι εγώ, βεβαίως, που λέτε, που ’μαι τέτοιος ποιητής,
ούτε τα μαλλιά μακραίνω δήθεν να φανώ δανδής
κι ούτε πάω να σας γελάσω
παίζοντας ξανά τα ίδια, δυο και τρεις φορές σερί.
Αλλά πάντοτε σοφίζομαι καινούργια
και ιδέες που η μια να μη μοιάζει με την άλλη
και πρωτότυπες να είναι.
Και τον Κλέωνα, λοιπόν, όταν είχε την ισχύ του τη μεγάλη,
στη γαστέρα τον χτυπούσα.
Μα όταν χάμω εσωριάσθη, δεν μου το ’λεγε η καρδιά
να χοροπηδήσω πάνω στην κοιλάρα του ξανά.
 
Όποιος, το λοιπόν, με τέτοια ξεκαρδίζεται στα γέλια,
με δικά μου καλαμπούρια δεν μπορεί να διασκεδάσει.
Μα αν μ’ εμένα ευχαριστιέται και με τα σκαρφίσματά μου,
στη συνέχεια θα φανεί πως πολύ σωστά φρονεί.»
 
Στην κωμωδία του Αριστοφάνη Νεφέλαι, αυτοί είναι οι καίριοι στίχοι (534-550 και 560-562) της λεγόμενης Παράβασης, του δομικού δηλαδή τμήματος της παράστασης στο οποίο ο Κορυφαίος του Χορού παρέβαινεν, έκανε ένα βήμα απεύθυνσης προς τους θεατές για να επικοινωνήσει απευθείας μαζί τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Αριστοφάνης ρητά δηλώνει τη διαφοροποίησή του από τις παραδεδομένες φόρμουλες που έβρισκαν σίγουρη ανταπόκριση στα γούστα και στην κρίση του κοινού. Δύσκολα, βέβαια, μπορούμε να δεχτούμε ότι και τα δικά του έργα δεν διανθίζονταν με τους χονδροειδείς αυτοσχεδιασμούς της δωρικής κληρονομιάς στη φάρσα και τα πικάντικα εφευρήματα των αγροκώμων. Σταθερά χρησιμοποιούσε κάμποσα απ’ τα κόλπα, τα οποία συνήθιζαν οι παλιότεροι δεικηλιστές, οι φλύακες και οι αὐτοκάβδαλοι. Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία έμπαιναν πλέον σε νέο πλαίσιο. Δεν ήταν άλλο απ’ την έγνοια για τα πολιτικά πράγματα.
 
Παράδειγμα δίνουν οι Ἀχαρνῆς, το πρωιμότερο σωζόμενο έργο του Αριστοφάνη. Εδώ, ο καθιερωμένος στη φάρσα τύπος της παρεφθαρμένης προφοράς του ξενομερίτη, ρητορεύεται με σκοπιμότητα στα χείλη του Πέρση πρεσβευτή, γιατί συγκαλύπτει πρόθεση εξαπάτησης της αθηναϊκής αγοράς (στ. 100-104). Το μοτίβο της αλλότριας όψης, έτσι όπως διογκώνεται στην περίπτωση των “ἀπεψωλημένων” Οδομάντων της Θράκης, που διατηρούν τα πέη τους αποτριχωμένα, γίνεται αφορμή για ερωτήματα σχετικά με την πρόσληψη μπρατσαράδων μισθοφόρων που δεν κάνουν άλλο παρά να λεηλατούν σκόρδα στο πέρασμά τους (στ. 134-174). Η φαλλοφορία αναπαρίσταται σε πλήρη τελετή, μ’ ένα τεράστιο ομοίωμα όρθια στημένο, προκειμένου να ανθίσουν μέσα σε μια γιορτή ειρήνης κραιπαλοκώμες ερωτικές φαντασιώσεις (245-279). Το ξυλοφόρτωμα με μαγκούρα κι η παντομίμα λιθοβολισμού, όπως ξεσπάνε απ’ τον Χορό των Αχαρνέων γερόντων πάνω στον Δικαιόπολι, εκφράζουν το άκαμπτα φιλοπόλεμο μένος των κατοίκων της αττικής υπαίθρου που έχουν δει τις σοδειές τους να γίνονται κάρβουνο από τις εισβολές των εχθρών (στ. 280-391). Η διακωμώδηση του Ευριπίδη, με τις διαρκείς αναφορές στα λάχανα και τους υπαινιγμούς στην ταπεινή καταγωγή της μάνας του, αξιοποιεί στοιχεία συνηθισμένα στις χαρακτηρολογικού τύπου επιθέσεις στο ήθος του αντιπάλου, για να σχολιάσει τον εκμαυλισμό της τραγωδίας (394-489).
 
Στο δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα, η Παλαιά Κωμωδία της Αττικής γελοιοποιούσε όλους όσους κατακτούσαν αξιώματα ή αποκτούσαν κύρος και επιρροή. Καθιέρωσε την πρακτική της επώνυμης διακωμώδησης (ὀνομαστὶ κωμῳδεῖν) και, σε τελευταία ανάλυση, τη διακωμώδηση επωνύμων. Αυτοί θα πρέπει να αιφνιδιάζονταν με τρόπο που ο δικός μας πολιτισμός αδυνατεί καν και καν να φανταστεί, όταν άκουγαν να βγαίνουνε δημόσια στη φόρα τ’ άπλυτά τους, με τ’ όνομά τους να γίνεται περίγελως στο θέατρο παρουσίᾳ τους, καθώς χιλιάδες βλέμματα επιτίμησης θα στρέφονταν με ειρωνεία ή απειλές προς τη μεριά τους.
 
Ο Αριστοφάνης –κατεξοχήν εκπρόσωπος αυτής της παράδοσης κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου– τα έσουρνε ποικιλοτρόπως στα έργα και στις μέρες των επιφανών. Στους Ἀχαρνῆς έστησε καρικατούρα για τον στρατηγό Λάμαχο (570-625), ενώ, κάποιους στίχους πιο πριν, δεν είχε διστάσει να λοιδορήσει ακόμη και τον πρόσφατα νεκρό, από τον λοιμό, Περικλή ότι είχε ξεκινήσει το εμπορικό εμπάργκο στα Μέγαρα για δύο πόρνες που είχαν λείψει της Ασπασίας (525-537). Οι Ὄρνιθες περιγέλασαν τους τεχνοκράτες, αλλά και τους ολύμπιους θεούς, ότι αρέσκονταν στις αρπαχτές πλούσιες υλικές απολαβές. Οι Νεφέλαι τα ’βάζουν με τον Σωκράτη και την κομψευόμενη επιστημονική σκέψη. Οι Βάτραχοι εμφανίζουν έναν δειλό Διόνυσο, θεό του θεάτρου, να πέρδεται ανεξέλεγκτα και να χέζεται όταν καταβαίνει στον Άδη για να φέρει πίσω στην Αθήνα τον καλύτερο απ’ τους νεκρούς ποιητές της τραγωδίας. Μόνιμα στο στόχαστρό του Αριστοφάνη έμπαιναν ρήτορες σαν τον Κλέωνα (ως επί το πλείστον διακωμωδούμενο στους Ιππῆς) αλλά και τον Υπέρβολο ή τον Κλεοφώντα, που οδηγούσαν σε επιπόλαιες αποφάσεις την εκκλησία του δήμου. Αλλά κι ο ίδιος ο λαός δεν γλύτωνε τα αιχμηρά του σχόλια για την κακή του κρίση. Οι Σφῆκες στήνουν παρωδία για τους ένορκους λαϊκούς δικαστές που, παρ’ όλη τη δριμύτητά τους για την καταδίκη αριστοκρατών και πλουσίων, υπέκυπταν συχνά στο δέλεαρ της κολακείας ή της δωροδοκίας. Οι Νεφέλαι στρέφουν τις βολές τους προς το κοινό της κωμωδίας, που από την ψήφο του κρινόταν το βραβείο για κάθε παράσταση. Στιγμή κορύφωσης στο έργο αυτό αποτελεί ο αγώνας μεταξύ του Δίκαιου Λόγου και του Άδικου, προσωποποιημένων, με τον δεύτερο να καταφέρνει τελικά να πείσει ότι η φαυλότητα αποτελεί συνηθισμένη –κι άρα κατά συνθήκην αποδεκτή– επιλογή αφού αποτελεί τον εύκολο δρόμο εξασφάλισης διακρίσεων μέσα στην πόλη (1089-1104):
 
ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Για πες, λοιπόν, από ποιους βγαίνουν οι δικηγορούντες;
ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ: Από τους ευρυπρώκτους.
ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Πολύ καλά! Κι οι τραγωδοί;
ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ: Από τους ευρυπρώκτους.
ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Λαμπρά τα λες! Κι οι ρήτορες;
ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ: Από τους ευρυπρώκτους.
ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Βλέπεις, λοιπόν, τη γνώμη σου ότι είναι για τα μπάζα!
Ρίξε ένα βλέμμα, τώρα, να μου πεις. Στους θεατές ανάμεσα ποιοι είναι πλειοφηψία;
ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ: Ε, ναι, λοιπόν, κοιτάω…
ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Για πες τι βλέπεις.
ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ: Μα τους θεούς! Και βέβαια πιο πολλούς βλέπω τους ευρυπρώκτους.
Να! Αυτόν εδώ τον ξέρω κι εκείνον εκεί πέρα κι αυτόν εδώ τον μακρυμάλλη!
ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Τι έχεις να πεις, λοιπόν;
ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ: Την πάτησα, βρε κίναιδοι!
Μα τον θεό, βγαίνω απ’ τα ρούχα μου και στο εξής προσχωρώ στο σινάφι σας!
 
Έτσι ήτανε η Παλαιά Κωμωδία της δημοκρατικής πόλης. Σε άμεση επαφή με το κοινό, με τις παραβάσεις και τις παρεκκλίσεις της από στομφώδεις βεβαιότητες, έκανε θρύψαλα κάθε είδους όρια. Το είδος έχει συχνά δεχτεί την κριτική –και όχι άδικα– ότι ήτανε ποπουλαρίστικο. Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, με δεδομένη τη διονυσιακή κι αγροτική του προέλευση; Μέσω του επικαιρικού χαρακτήρα της κωμωδίας, οι πολίτες μπορούσαν να σκέφτονται, αλλά και να ξορκίζουν τα δεινά τους. Γελούσαν. Και το κυριότερο, γελώντας με την ίδια σάτιρα, με τους ίδιους εκλεπτυσμένους υπαινιγμούς ή με τα ίδια γκροτέσκα καρυκεύματα, δυνάμωναν τους κοινά αναγνωρίσιμους κώδικές τους, την αίσθηση του χιούμορ που ήταν αποκλειστική στα ήθη του δήμου.
 
Γι’ αυτό κι εμείς, που σήμερα διαβάζουμε την κωμωδία ή την αποθαυμάζουμε στις σύγχρονες παραστάσεις, πέφτουμε πάνω σε δυσκολίες. Δεν είναι μόνο πως ενδεχομένως μας λείπουν οι γνώσεις πάνω σε λεπτομέρειες της επικαιρότητας της εποχής, οι οποίες θα μας επέτρεπαν να γελάσουμε μ’ ένα αστείο. Είναι που στη ουσία της Παλαιάς Κωμωδίας, εκείνης της κωμωδίας της άμεσης δημοκρατίας, νιώθουμε –και είμαστε από κάθε άποψη– παρείσακτοι.

Ο Πανθεϊσμός του Τζορντάνο Μπρούνο

Ο Τζορντάνο Μπρούνο γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1548 στην Nola ως Filippo Bruno, και το πλήρες Λατινικό του όνομα ήταν Iordanus Brunus Nolanus. Ο Μπρούνο από πολύ μικρή ηλικία ανακάλυψε το πάθος του για την Επιστήμη, και ως Φιλόσοφος, Κοσμολόγος, Μαθηματικός και ποιητής, μετατράπηκε σε ένα ανατρεπτικό άνθρωπο της εποχής του.

Η κοσμολογική του αντίληψη ξεπέρασε, όχι μόνο το δόγμα της Εκκλησίας, αλλά και το ριζοσπαστικό μοντέλο του Κοπέρνικου, καθώς αρνείται τον ηλιοκεντρισμό, υποστηρίζοντας πως ζούμε σε ένα άπειρο σύμπαν με τον Ήλιο μας, να είναι απλώς ένα μόνο από τα άπειρα κινούμενα ουράνια σώματα.

Ο Τζορντάνο Μπρούνο αντλούσε τις γνώσεις του από την Αρχαιότητα, κυρίως μέσα από τα έργα των Νεοπλατωνικών, του Πυθαγόρα αλλά και της Ερμητικής παράδοσης, όπως εκείνη αναδύθηκε από τον Ιταλό ανθρωπιστή Marsilio Ficino και τον Φιλόσοφο Giovanni Pico della Mirandola.

Η Φιλοσοφία του Τζορντάνο Μπρούνο ήταν κατ’ουσίαν μία μορφή Πανθεϊσμού η οποία ακολουθούσε και μαγικές πρακτικές, βασισμένη στον νόμο της αναλογίας (της αλληλοσύνδεσης του σύμπαντος), και της συμπάθειας (βλέπε Στωικό Ποσειδώνιο τον Ρόδιο). Κάπως έτσι, ο Μπρούνο αρχίζει να αμφισβητεί το θεολογικό δόγμα, και αναπτύσσει ένα πανθεϊστικό υλοζωιστικό σύστημα το οποίο, ναι μεν αποδέχεται τη ύπαρξη του θεού, αλλά αντιβαίνει απόλυτα στις χριστιανικές τριαδικές πεποιθήσεις. Λόγω των Πανθεϊστικών του αντιλήψεων αλλά και μαγικών του πεποιθήσεων, αρχές του 1600, ο Πάπας αποφασίζει να τον καταδικάσει σε θάνατο στην πυρά και το δικαστήριο ανακοινώνει την ποινή στον Μπρούνο, που βρίσκεται πεσμένος στα γόνατα. Ο πρώτος μάρτυρας της επιστήμης θα σηκωθεί και θα απαντήσει:

«Πιθανόν εσείς, κριτές μου, να ανακοινώνετε την καταδίκη εναντίον μου με μεγαλύτερο φόβο απ’ ό,τι τη δέχομαι εγώ».

Ακολουθούν αποσπάσματα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις:

“Ο άνθρωπος είναι η μικρογραφία της φύσης, ο μικρόκοσμος που αναπαριστά το μακρόκοσμο του σύμπαντος. Έτσι, ο άνθρωπος είναι σε θέση να γνωρίσει τη φύση με άμεσο, ενορατικό, εσωτερικό τρόπο και όχι μέσα από την εξωτερική θεώρηση των πραγμάτων. Η μελέτη του φυσικού κόσμου αποτελεί την αληθινή μορφή φιλοσοφίας που είναι ικανή να μας αποκαλύψει τα μυστικά του σύμπαντος και να μας εξασφαλίσει έγκυρη γνώση.

Όλα τα πράγματα είναι γεμάτα από πνεύματα, ψυχές, θεϊκή δύναμη, θεό ή θεότητα. Ο νους και η ψυχή είναι παντού, μολονότι δεν ευθύνονται για ό, τι παρατηρούμε γύρω μας.

Κάθε ψυχή και κάθε πνεύμα έχει κάποιο βαθμό συγγένειας με το παγκόσμιο πνεύμα, το οποίο υπάρχει όχι μόνο όπου ζει και αντιλαμβάνεται η ψυχή του ατόμου, αλλά επίσης είναι εξαπλωμένο παντού, αποτελούμενο από την ίδια ακριβώς ουσία και σύσταση…H θεότητα ενυπάρχει στον καθένα μας και στον πλανήτη μας, όπως ακριβώς ενυπάρχει στα ουράνια σώματα. Για το λόγο αυτό, ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί τους νόμους που διέπουν τη φύση και να απελευθερωθεί από το φόβο των άγριων θεοτήτων, που κυβερνούν το σύμπαν. Η ύπαρξη της παγκόσμιας ψυχής που ευθύνεται για τις μορφές των πραγμάτων, καθιστά περιττή την ύπαρξη του θεού για τη δημιουργία του κόσμου…; Όποιος γνωρίζει την αδιάσπαστη συνέχεια της ψυχής και την αναγκαία σύνδεσή της με ένα σώμα, κατέχει μία σημαντική αρχή, για να κατανοεί τα φυσικά πράγματα.

Η ουσία του νου ή της ψυχής διαφέρει από το σώμα κατά τον ακόλουθο τρόπο. Το σώμα εμπεριέχεται ως σύνολο σε όλο το σύμπαν, αλλά η πνευματική ουσία βρίσκεται στην ολότητά της σε κάθε μέρος. Υπάρχει δηλαδή παντού ως σύνολο και μεταφέρει παντού μια εικόνα του συνόλου. Έτσι, όλη η μορφή και το φως του αντανακλάται σε όλα τα σωματίδια της ύλης, όπως ακριβώς όλο το σώμα αντανακλάται σε όλη την ύλη. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που παραθέτει ο T. Μπρούνο. Όταν ο καθρέφτης που αντανακλά το είδωλο ενός αντικειμένου σπάσει σε μικρότερα κομμάτια, τότε το κάθε κομμάτι από αυτά θα αντανακλά ολόκληρη την εικόνα του αντικειμένου. Κατά αναλογία, όταν διαφορετικά μέρη ή σώματα νερού ενός ωκεανού χωριστούν από την Αμφιτρίτη, φέρουν το ίδιο όνομα και τις ίδιες ιδιότητες. Όταν αργότερα εισρέουν από κοινού στον ωκεανό, εξακολουθούν να διατηρούν το όνομα και τις ιδιότητές τους. Παρόμοια, τα πνεύματα και τα μέρη του αέρα που συρρέουν σε έναν ωκεανό, συνθέτουν μία ψυχή. Γι’ αυτό και οι φιλόσοφοι διατείνονται ότι στην αρχική κατάσταση των πραγμάτων υπήρχε μία ύλη, ένα πνεύμα, ένα φως, μία ψυχή και ένας νους.

Oι θεοί δρουν στα ουράνια και αστρικά σώματα, τα οποία είναι θεϊκά σώματα. Αυτά με τη σειρά τους ενεργούν στα πνεύματα που κατοικούν και ελέγχουν τα αστέρια, ένα από τα οποία είναι και η γη. Τέλος, τα πνεύματα επιδρούν στα στοιχεία, τα στοιχεία στις ενώσεις, οι ενώσεις στις αισθήσεις, οι αισθήσεις στην ψυχή και η ψυχή σε όλο τον οργανισμό. Αυτή είναι η λεγόμενη κατιούσα πορεία. Απεναντίας, όταν από τον οργανισμό προχωρούμε μέσω της ψυχής στις αισθήσεις, μέσω των αισθήσεων στις ενώσεις, μέσω των ενώσεων στα στοιχεία, μέσω των στοιχείων στα πνεύματα, μέσω των πνευμάτων στα αστέρια και από εκεί στους ασώματους θεούς, που διέπονται από μια αιθέρια ουσία ή ένα αιθέριο σώμα, και από αυτούς στην ψυχή του κόσμου ή του πνεύματος του σύμπαντος, τότε καταλήγουμε στη θεώρηση του ενός, του απλούστατου, του άριστου, του σπουδαιότερου, του απόλυτου και του αυτάρκους όντος. Η πορεία αυτή ονομάζεται ανιούσα. Συμπερασματικά, διακρίνουμε κάθοδο από τον θεό μέσω του κόσμου στους οργανισμούς και άνοδο από τους οργανισμούς μέσω του κόσμου στον θεό. Αυτός αποτελεί το υψηλότερο σημείο της κλίμακας, την αγνή και καθαρή ενέργεια και δύναμη, ενώ στο κατώτατο σημείο της κλίμακας βρίσκεται η ύλη, το σκότος, η παθητική δύναμη. Ανάμεσα σε αυτά τα δυο σημεία, υπάρχουν άλλα ενδιάμεσα, το ανώτερο από τα οποία συμμετέχει περισσότερο στο φως, τη δράση, ενώ το κατώτερο συμμετέχει κυρίως στο σκότος.»

Την λένε αξιοπρέπεια, και δεν είναι δεδομένο ότι την έχουν όλοι

Το ήθος και η αξιοπρέπεια είναι ένα σημαντικό δίδυμο αξιών που στολίζουν την ζωή μας και δικαιολογούν την περηφάνια που νιώθουμε για τον εαυτό μας.

Ομως καποιοι ανθρωποι μπερδευουν αυτες τις δυο εννοιες. Θεωρουν πως εχοντας μεγαλο εγωισμο και μια μυτη πιο ψηλη και απο τον Ψηλορειτη, κερδιζουν τον σεβασμο και την εκτιμηση του κοσμου. Λαθος, μεγα λαθος!

Το ηθος ειναι μια εννοια τελειως αντικειμενικη για την αξιολογηση του χαρακτηρα και της συμπεριφορας ενος ανθρωπου. Κοινωνικα, εχει συνδεθει με την εννοια του καλου και του κακου. Αυτος που εχει ηθος ειναι “καταξιωμενος” κoινωνικα απο αυτον που δεν εχει. Καθε ανθρωπος που μεγαλωνει, ζει και πορευεται σε μια κοινωνια, ειτε μεγαλη, ειτε μικρη μαθαινει να προσαρμοζεται σε ενα συστημααξιων και αρετων.

Ετσι, το ηθος ενος ανθρωπου αξιολογειται βαση της κλιμακας αξιων που θετει μια κοινωνια. Δεν κρινεται υποκειμενικα απο καθε ανθρωπο ξεχωριστα. ορισμενοι, δεν γνωριζουν την πραγματικη προεκταση του ηθους και χρησιμοποιουν τον ορο κατα το δοκουν.

Η αξιοπρεπεια. Μεγαλος ορος, εξισου βαρυς και σημαντικος με το ηθος. Δεν την εχουν ολοι ομως δυστυχως. Καποιοι θεωρουν πως ειναι αξιοπρεπεις επιτιθοντας συνεχως, ως αμυνα του εγωισμου τους, υψωνοντας τεραστια τειχη γυρω απο τον εαυτο τους προκειμενου να προστατευθουν. Και τετικα, οχι μονο αυτοκαταστρεφονται, φτανουν στο σημειο να ξεφτυλιζονται στο βωμο της “περηφανειας”.

Αξιοπρεπεια λοιπον, σημαινει πως γινομαι αξιος βασηκων αξιακων κανονων και κωδικων συμπεριφορας της κοινωνιας που συμμετεχω. Ειναι σεβασμος της προσωπικοτητας μας και της προσωπικοτητας των ανθρωπων με τους οποιους συναναστρεφομαστε. Η επιδιωξη του σεβασμου απο τους ανθρωπους γυρω σου προυποθετει να τους σεβαστεις και εσυ. Καθενας μας οριζει της ατομικη του αξιοπρεπεια με βαση αυτα που διδαχθηκε και βιωνει μεσα στην κοινωνια και τον περιγυρο του υιοθετωντας τη συμπεριφορα που του επιβαλλει. Γι αυτο και σχετιζεται αμεσα με την προσωπικη υπευθυνοτητα απεναντι στον εαυτο μας κυριως.

Αρα πως περιμενεις και απαιτεις πραγματα απο τους αλλους , οταν εσυ δεν εφαρμοζεις τιποτα απο αυτα; Δουλεψε με τον εαυτο σου, αγαπησε τον, φροντισε τον και οταν τον σεβαστεις θα δεις ποσο διαφορετικα θα γινουν τα πραγματακαι απο σενα αλλα και ποσο διαφορετικη θα ειναι η αντιμετωπιση απο τον κοινωνικο σου περιγυρο.

Just do your best and fix yourself!

Κακώς Σκέπτεσθαι Κακώς Δραν

Ρεαλισμός, Κυνισμός, Μηδενισμός και οι ωφελιμιστικές πλάνες.

Τι σχέση μπορεί να έχει με τον πληθωρισμό και την κακοποίηση των εννοιών του Πραγματισμού, του Κυνισμού και του Μηδενισμού; Πώς η βεβιασμένη τάση για δημιουργία θεσφάτων και «κανόνων» φέρνει τέτοιες έννοιες λάθος στις σκέψεις μας και τελικά -το πιο ουσιαστικό- να είναι οι δράσεις μας αναποτελεσματικές; Το κακώς σκέπτεσθαι σημαίνει κακώς δραν.

Η κατάρρευση της Αναγέννησης, έρχεται με τον Διαφωτισμό και μαζί με αυτόν, καταρρέουν όλες οι ελπίδες για να Ανθρωπογονήσει όλη η Γηραιά Ήπειρος. Επειδή το παρόν δεν θα ασχοληθεί άμεσα με τον Διαφωτισμό, η κατάρρευση των ελπίδων για Ανθρωπογονία, δεν μηδενίζει προσωπικότητες του Διαφωτισμού που προσέφεραν ακόμη και ως δημιουργοί ύλης για περαιτέρω κριτική και δημιουργία, αλλά αφορά το «λογισμικό» -θα λέγαμε στη γλώσσα της τεχνολογίας- στο οποίο επικάθισε ο Διαφωτισμός, η αλαζονεία η οποία μέχρι και τις μέρες μας διατηρείται σε ακαδημαϊκούς και ουχί μόνον, κύκλους αλλά και η τυπολατρεία και η παραπομπομανία και τελικά, η αντίφαση του ίδιου του Διαφωτισμού του οποίου πυρήνας ήταν το δόγμα «μας ενδιαφέρει το ΤΙ είπε κάποιος και όχι ΠΟΙΟΣ το είπε», καταφεύγοντας μέσω παραπομπών στην προσωπολατρεία και στην καταδίκη κάθε επιστημονικής αρχής.

«Μακιαβελισμός» παρεξηγήσεις και κακές μεταφράσεις.
Ο Νικολό Μακιαβέλι, αν υπακούσουμε τη θεωρία των συνειρμών, φέρνει στο νου κάτι «σκοτεινό», κάτι «ανήθικο» και βέβαια κάτι «κυνικό». Στη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, ο Μακιαβέλι θεωρείται ένας από τους πατέρες του πολιτικού ρεαλισμού, μετά τον Θουκυδίδη. Στο σύνολο του έργου του, έχει μια ελληνικότητα η οποία είναι αξιοζήλευτη και μπορεί να συγκριθεί με έργα όπως είναι το «Στρατηγικόν» το οποίο αφορά τη βυζαντινή στρατηγική σκέψη. Ο ελληνο-ρωμαϊκός πολιτισμός, αναγεννάται κατά την περίοδο της Αναγέννησης και ο Μακιαβέλι είναι ένα γνήσιο τέκνο αυτής της σχολής σκέψης.

Ο Μακιαβέλι, είναι ο θεμελιωτής του σύγχρονου μάνατζμεντ και της διοικητικής επιστήμης. Η ατυχία του, ήταν οτι έπεσε σε χέρια θεωρητικών ανθρώπων, όπως και ο Θουκυδίδης ο οποίος είτε υποτιμάται εντελώς, είτε υπερεκτιμάται. Ο Διαφωτισμός και ο διακόπτης του ΟΝ/OFF που έχει αφήσει για κάθετί, βρίσκεται παντού. Παρόλα αυτά, οπως είπαμε, ο Μακιαβέλι αναφέρεται ως «κυνικός». Στο έργο του ο Μακιαβέλι, μάλλον εκφράζει τον πόνο του που οι άνθρωποι «ρέπουν προς το κακό» (όπως χαρακτηριστικά υποστήριζε ο Θουκυδίδης) παρά το προτείνει και πόσο μάλλον το επαινεί.

Ο Κυνισμός, αφορά ένα φιλοσοφικό κίνημα και μια πρόταση ζωής η οποία αναπτύχθηκε στην Αρχαία Ελλάδα και στον πυρήνα αυτής της πρότασης ζωής, βρίσκεται η αδιαφορία. Όχι η πολιτική αναρρίχηση, ούτε η πολιτική επιβίωση. Ο Διογένης, ο άνθρωπος ο οποίος λάτρευε ο Μέγας Αλέξανδρος μολονότι ο πρώτος τον χαρακτήριζε «άθλιο», (παρόλο που του έτρεφε σεβασμό) θεωρώντας πως ασχολείται με το ποταπό (για τον Κυνισμό) άθλημα του πολιτικού και στρατηγικού σχεδιασμού. Αυτό άλλωστε ζήλεψε στον Διογένη ο Μέγας Αλέξανδρος, την αδιαφορία και την ελευθερία του.

Ο Κυνισμός, από όσα έχουν διασωθεί από διαλόγους του Διογένη αλλά και από την μελέτη του πνεύματος αυτής της πρότασης ζωής, προτάσσει την πλήρη αδιαφορία οποιουδήποτε τεχνητού (μαζικού και οργανωμένου) κοινωνικού μορφώματος και η σύνδεση του ανθρώπου με τη φύση. Η έμφαση στις άκαμπτες ηθικές αρχές, η καταπάτηση κάθε μορφής εξάρτησης (σε υπερβολικό βαθμό αρκετές φορές) θυμίζει έντονα χαρακτηριστικά μοναχισμού.

Ειρωνευόμενος ο Διογένης κάποτε τον Πλάτωνα, παρουσίασε σε δημόσιο χώρο ένα οικόσιτο πτηνό και αφού το μάδησε, κρατώντας τα φτερά του όσο το δυνατόν λιγότερο εκτεθειμένα στη θέα του κόσμου είπε «Αυτός είναι ο άνθρωπος που μας λέει ο Πλάτωνας», καθώς ο Πλάτων είχε ορίσει τον άνθρωπο ως «δίποδον και άπτερον ον». Η περιφρόνηση προς το ορίζειν (βασική μέθοδος της πλατωνικής και της σωκρατικής διδασκαλίας) αποτελεί επίσης ένα βασικό χαρακτηριστικό του Κυνισμού, ο οποίος εκ του ονόματός του, προσκαλεί τον άνθρωπο σε έναν βίο που αρμόζει στους Κύνες.

Επομένως, ο Κυνισμός, με τον Πραγματισμό, δεν έχει ουδεμία σχέση.
Ο τελευταίος, αφορά το λελογισμένο ρίσκο, την επιλογή μέσα από προεπιλογές κατά το μη χείρον βέλτιστον, την απόκτηση σχετικών κερδών και τη συνεχή και άκοπη χρήση της μεθόδου υπολογισμού κόστους-οφέλους. Ο Πραγματισμός, επηρεάστηκε από τον βρετανικό Ωφελιμισμό και στη συνέχεια ανακατεύτηκε με την κακή ερμηνεία του Κυνισμού έτσι ώστε Κυνικός, να σημαίνει ο πλήρως ωφελιμιστής και ως κοινωνικό χαρακτηρισμό, να ταυτίζεται με την αντικοινωνική συμπεριφορά. Σίγουρα, όταν ο Διογένης προσέβαλε διακριτικά τον Μέγα Αλέξανδρο όταν ο τελευταίος του έστειλε ως φάρσα ένα πιάτο με κόκκαλα για δώρο , λέγοντάς του πως το δώρο είναι εξαίσιο για Κυνικό αλλά ευτελές για έναν βασιλιά, δεν εννοούσε κάποιον ωφελιμισμό υπέρ του.

Ενός κακού, μύρια έπονται και μηδενίζονται.
Σχετικά πρόσφατα, συγγραφείς και «φιλόσοφοι» της Ελλάδος της πνευματικής πενίας, ορισμένοι μάλιστα διάσημοι για την ερωτομανία τους αλλά και για τις υστερικές τους εξάρσεις σε παράθυρα και εκπομπές, παρέχοντας σε αγέλες δωρεάν μαθήματα φιλοσοφικού στοχασμού και ορθής σκέψης, ανακατεύουν τον Κυνισμό, όχι μόνο με τον Πραγματισμό αλλά και τις δύο σχολές σκέψεις, με μια Τρίτη, τον Μηδενισμό.

Ξεκαθαρίζοντας την πρώτη διαφορά του Πραγματισμού με τον Κυνισμό και τον Μηδενισμό, οφείλουμε να ενσκύψουμε στο εξής: Ο Θουκυδίδης, πατέρας του πολιτικού πραγματισμού (ο Πραγματισμός είναι κοσμοθεωρία και εγγίζει και άλλα επιστητά και τέχνες) αναφέρει πως ο άνθρωπος αποφασίζει και δρα βάσει α) συμφέροντος β) επιθυμίας για δόξα και γ) δια φόβου.

Η ανθρώπινη φύση συναντάται πολύ περισσότερα έντονα στον Θουκυδίδη από όσο σήμερα περιγράφεται καθώς έχουν συνθηματολογικά επικρατήσει τα αποσπάσματα του Διαλόγου Μηλίων και Αθηναίων και το διάσημο θέσφατο περί ισχύος (ο ισχυρός παίρνει αυτό που μπορεί και ο ανίσχυρος αυτό που του επιβάλλει η αδυναμία του, / χωρίς όμως να εξετάζει ποιά είναι η ισχύς κάθε φορά. Η Αθήνα ήταν πιο ισχυρή από την Σπάρτη όμως η Σπάρτη κέρδισε τον πόλεμο).

Επίσης, ο Θουκυδίδης, χρησιμοποιώντας και τον Διάλογο Μηλίων – Αθηναίων, δίνει και άλλη μια ερμηνεία. Αυτήν της αλαζονείας. Οι Αθηναίοι, φέρονται αλαζονικά αλλά και ωφελιμιστικά και με τιμωρητική διάθεση. Ο Θουκυδίδης συμβουλεύει να μην εξαντλείται η όποια πολιτική «σκληρότητα» στον χαμένο. Επιπλέον, ο αρχαίος κόσμος διέπεται από την τεράστια επιρροή της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας αλλά και των Ομηρικών Επών. Τα τεράστια αυτά έργα, έθεσαν τις βάσεις για τον κολοσσιαίο πήχη του Ανθρώπου, όπου η υπέρβαση συνεχώς τιμάται και που η φήμη μετά τη βιολογική ζωή, θεωρείται ανώτερη από κάθε θυσία στην οποία υπόκειται ο Άνθρωπος. Η κουλτούρα του Έλληνα, δεν ήταν στον υπολογισμό του κόστους οφέλους. Ξεκινούσε από αυτόν τον υπολογισμό και κατέληγε στο επέκεινα. Στον Επιτάφιο, ο Πραγματισμός, απουσιάζει καθώς η λογική δεν είναι με το μέρος του εκφωνούντα τον λόγο εκείνη την περίοδο.

Το ίδιο συμβαίνει με τον Μακιαβέλι. Ο Μακιαβέλι αναφέρει πως η ηθική είναι πολυτέλεια. Δε μηδενίζει την ηθική και το ρόλο της. Ο Μακιαβέλι, δεν είναι επ’ ουδενί «μηδενιστής» ή «κυνικός». Όταν ο Ζίγκμουντ Φρόϋντ θεώρησε πως οι περισσότεροι άνθρωποι που πέρασαν από το ντιβάνι του ήταν «σκουπίδια» (επί λέξει) δεν καταδίκασε κάτι παραπάνω, απλά εξέφρασε την δική του εμπειρία. Ο Νικολό Μακιαβέλι, με πόνο στο έργο του παραδέχεται πως η ηθική δεν συναντάται συχνά και ιδίως στις μάζες και όταν διακυβεύματα είναι συμφέροντα.

Παρέχει λοιπόν έναν οδηγό επιβίωσης στο σύνολο του έργου του. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Από τότε που η αγάπη και ο φόβος, δύσκολα μπορούν να συνυπάρξουν, αν πρέπει οπωσδήποτε να διαλέξουμε ένα από τα δύο, είναι μακράν πιο ασφαλές να σε φοβούνται παρά να σε αγαπούν». Όλο το πνεύμα, το νόημα και η ερμηνεία της παραπάνω θέσης, έχουν να κάνουν με πρόταση μέσω διαπίστωσης.

Από την άλλη πλευρά, ο Μηδενισμός είναι γέννημα – θρέμμα του Διαφωτισμού. Από τον Μηδενισμό, προκύπτει και η θεωρία για τον μονισμό της ανθρώπινης οντότητας αλλά ματαιότητα οιασδήποτε πράξης λαμβάνει χώρα στον ανθρώπινο νου. Ο Μηδενισμός, εύκολα ρέπει προς τον πεσιμισμό και γι’ αυτό ένας από τους μεγαλύτερους θιασώτες του, θεωρείται ο Αρθούρος Σοπενάουερ. Το έργο που διεύρυνε τη σύγχυση μεταξύ Κυνισμού, Ρεαλισμού και Μηδενισμού, είναι αναμφίβολα το «Η Τέχνη να έχεις πάντα δίκιο».

Στην πραγματικότητα, ο Μηδενισμός αδιαφορεί για την ηθική ως σκέλος, παρόλα αυτά, θα συλλάβει κανείς πολλές φορές τον Σοπενάουερ να διατυπώνει ηθικές θέσεις και απόψεις για τη ζωή. Το εν λόγω βιβλίο, είναι εγχειρίδιο προπαγάνδας (στρατηγικής επικοινωνίας, ο όρος προπαγάνδα δεν είναι καλός ή κακός) και όχι αντίστοιχο του έργου του « Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση». Στο τελευταίο, περιγράφει τις θέσεις του για το οτι ο άνθρωπος διέπεται από επιθυμίες και όχι από τη χρήση της λογικής (επομένως, όχι από λελογισμένο κόστος δράσης αλλά από καθαρή συναισθηματική νοημοσύνη, το «θυμικό»).

Στο έργο «Η Τέχνη να έχεις πάντα δίκιο» ο Σοπενάουερ δίνει κατευθηντήριες γραμμές ως συνεχιστές των σοφιστών και όχι ως μηδενιστής. Βέβαια, η αδιαφορία του προς το ηθικό σκέλος, τον οδηγεί στο να αποκτήσει θέσεις που χρησιμοποίησε η πολιτική ελίτ της Γερμανίας μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα. Ο Σοπενάουερ, θέτει πλήρη ιεραρχία στις φυλές του κόσμου, δίνοντας την πρωτοκαθεδρία στις «λευκές φυλές». Ένας πραγματιστής, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως μέσο το έργο του Σοπενάουερ. Παρόλα αυτά, ο πραγματιστής, δίνει αξία στα πράγματα, δεν τα μηδενίζει. Για τον Πραγματιστή, η ύπαρξη βρίσκεται στην ύλη, για τον Κυνικό βρίσκεται στη φύση και για τον Μηδενιστή, δεν υπάρχει ανάγκη για κάποια αξία.

Βέβαια, δεν μπορείς σε οτιδήποτε νοερό να είσαι και φακός και αυτό που εκείνος φέγγει και γι’ αυτό ο Μηδενισμός πέφτει σε αντιφάσεις. Μεγάλο μέρος του Μηδενιστικού προτάγματος, στο έργο του Σοπενάουερ, βρίσκεται στο «Στα Θεμέλια της Ηθικής», το οποίο μάχεται την ηθική και επομένως, τη θεωρεί υπαρκτή καθώς μάχεσαι κάτι εφόσον αυτό υπάρχει. Μάλιστα, προβαίνει και σε αξιολογικές παρατηρήσεις – προτιμήσεις του όπως «Καλύτερα να με κυβερνά ένα λιοντάρι παρά αρουραίοι ακόλουθοι» κ.α.

Ένας Κυνικός, θα αδιαφορούσε πλήρως για το ηθικό ή πολιτικο-κοινωνικό περιβάλλον του Σοπενάουερ ή οποιουδήποτε άλλου, θεωρώντας πως η συγκατάβαση του ανθρώπου με τη «φυσική κατάσταση» πρέπει να είναι αναγκαία (ο Χομπς θεωρούσε πως η φυσική κατάσταση είναι τρομερό βίωμα για τον άνθρωπο και πως μόνο η δημιουργία κράτους – οργανωμένης κοινωνίας μπορεί να τον λυτρώσει από αυτό το τραύμα, παρεμφερής διαπίστωση με αυτήν του Πρωταγόρα).

Πιθανή αιτία παρερμηνείας: Ο Ωφελισμισμός.
Μεταξύ των τριών σχολών σκέψης που συχνά συγχέονται τόσο στην ελληνική πολιτική και κοινωνική περιβολή, όσο και στην ευρωπαϊκή και συνολικά, στη δυτική, υπάρχει κάποια άλλη η οποία ίσως να έχει μερίδιο ευθύνης σε αυτήν τη σύγχυση. Πρόκειται για τον Ωφελιμισμό. Ο Ωφελιμισμός (γνήσιος εκφραστής του Ο Τζέρεμυ Μπένθαμ) ενυπάρχει στον πυρήνα της προτεσταντικής κοσμοθεωρίας.

Το κυνήγι του οφέλους, -ατομικού οφέλους- δημιουργεί μια βελτιοδοξία σύμφωνα με τον Ωφελισμισμό. Όλοι φροντίζουν τον εαυτόν τους και έτσι όλοι είναι κερδισμένοι. Κατάληξη αυτού του δόγματος, είναι η πολύβουη και εξόχως αστόχαστη δήλωση εντυπωσιασμού της Θάτσερ «Δεν υπάρχει κοινωνία». Μπορεί στη Βρετανία να δημιουργήθηκε κοινωνία για να μπορέσει να παραχθεί μαζικότερα το βαμβάκι, όμως η κοινωνία ως αυθόρμητη και ορμέμφυτη τάση προς κοινωνείν, υπάρχει από τα πρώτα χρόνια του homo sapiens και σύμφωνα με πολλούς, πολύ πιο πριν. Άλλωστε η ίδια η φύση και μέσα από τη ζωολογία αποδεικνύουν το αναληθές αυτό θέσφατο που είναι και για αρκετούς, σημαία ιδεολογική.

Λογική και Πραγματισμός, είναι για τον Ωφελιμισμό, το κέρδος (όπως και για την προτεσταντική ηθική). Ο Πραγματισμός όμως, παραδέχεται πως δεν μπορούν να ικανοποιήσουν όλοι τις επιθυμίες / ανάγκες τους, θέτοντας την ισχύ ως ειδικό συντελεστή του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι (επιθυμία και ανάγκη δεν καθορίζονται από Πραγματισμό και Μηδενισμό, παρά μόνο από τον Κυνισμό, μάλιστα, περιφρόνηση επιθυμιών). Ο Ωφελιμισμός, παρουσιάζεται ως αισιόδοξος.

Η Λογική, μας εξηγεί τις αξιολογικές κρίσεις και την αλληλουχία των προκείμενων που θα καταλήξουν σε έναν ορθό, αληθή, ψευδή ή λανθασμένο συλλογισμό. Η Λογική, δε μιλά για κέρδος. Παρόλα αυτά, ο Ωφελισμισμός ομοιάζει αρκετά με τον Μηδενισμό, όχι τόσο στον θεωρητικό του πυρήνα αλλά στην πρακτική. Ο Αρθούρος Σοπενάουερ, έλεγε πως το κράτος, πρέπει να αφήνει πλήρως ελεύθερο τον άνθρωπο να βαδίζει προς την προσωπική του λύτρωση. Αν αυτή επηρέαζε το κοινωνικό σύνολο, απειλώντας άλλες «λυτρώσεις», ήταν κάτι για το οποίο παγερά αδιαφόρησε ο Σοπενάουερ.

Πολλά, άπειρα μπορούν να ειπωθούν για τα παραπάνω ρεύματα σκέψης και κυρίως για τις δράσεις που απορρέουν από αυτά. Ο Ωφελιμισμός, μονλονότι ανάγεται στα «καντιανά-αισιόδοξα» υποδείγματα, δεν φέρει και τόση «αισιοδοξία». Κλειδί για τις παραπλανητικές θέσεις και ερμηνείες του Ωφελισμισμόυ (κινητήριος μοχλός του οικονομικού συστήματος από τον 19ο αιώνα και μετά ) είναι η θέση του κινήτρου αλλά και η σχετικότητα του οφέλους και του κόστους. Μεγάλο μέρος της παγκόσμιας σύγχυσης σε κάθε πτυχή της κοινωνικής και πολιτικής περιβολής, βρίσκεται στην κακό διαχωρισμό ή/και στον κακό συσχετισμό μεταξύ των τριών αυτών θέσεων, αγνοώντας την κριτική που πρέπει να γίνει στον Ωφελιμισμό για τον οποίον οφείλουμε να αναφερθούμε ξεχωριστά σε κάτι επόμενο.

Διαίσθηση εναντίον επιστήμης – Πώς επιλύονται αυτές οι συγκρούσεις;

Η ζωή θέτει διάφορα ερωτήματα τα οποία η επιστήμη μπορεί να διαφωτίσει –πώς να προστατευτούμε από ασθένειες, πώς να μετακινηθούμε με ασφάλεια, πώς να καλλιεργήσουμε τη γη, πώς να χαράξουμε την οικονομική πολιτική, πώς να διδάξουμε τα παιδιά μας, πώς να αντιμετωπίσουμε το στρες.

Ενώ οι περισσότεροι από εμάς δεν αμφισβητούμε την επιστημονική γνώση σε ένα γενικό επίπεδο, υπάρχουν συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες οι απόψεις που συχνά εκφέρονται συγκρούονται με την επιστήμη (βλέπε π.χ. αντιεμβολιαστικό κίνημα ή χρήση ομοιοπαθητικών φαρμάκων). Πώς επιλύονται άραγε αυτές οι συγκρούσεις;
 
Ας ξεκινήσω από την επιχειρηματολογία των απόψεων αυτών. Θα κατατάξω τα επιχειρήματα σε τρεις ευρείες κατηγορίες: την περιπτωσιολογική («Ξέρω για μια περίπτωση που…»), την διαισθητική («Δεν μου φαίνεται σωστό») και την απαξιωτική («Καλά, τους είδαμε τους επιστήμονες…»). Ας τις πάρουμε μία-μία.
 
Η περιπτωσιολογική προσέγγιση ξεκινά από τη διαπίστωση ενός γεγονότος και προσπαθεί να γενικεύσει στο σύνολο των αντίστοιχων γεγονότων. Το ότι κάποιος, για παράδειγμα, έζησε μέχρι τα 93 του, όντας καπνιστής, χρησιμοποιείται ως επιχείρημα ότι το κάπνισμα δεν βλάπτει γενικά. Η επαγωγή, δηλαδή η γενίκευση από το μερικό στο όλον, γίνεται τελείως αυθαίρετα στη βάση μίας ή περισσότερων προσωπικών εμπειριών που αφορούν άλλους ή τον ίδιο μας τον εαυτό.
 
Εδώ να είμαστε ειλικρινείς και να παραδεχτούμε ότι ούτε η επιστήμη έχει συνήθως τη δυνατότητα να προσεγγίσει όλον τον πληθυσμό. Από την άλλη, σχεδόν καμία έρευνα δεν βγάζει συμπεράσματα μελετώντας αποκλειστικά ένα άτομο. Χρησιμοποιεί εκατοντάδες ή χιλιάδες άτομα και έχει τον τρόπο να ελέγχει για πλήθος άλλων μεταβλητών που μπορούν να προκαλέσουν βλάβες στην υγεία.
 
Στο παράδειγμα του καπνίσματος, εξετάζει μεταβλητές όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση, η έλλειψη άθλησης ή η κακή διατροφή και απομονώνει τις συνέπειες της συγκεκριμένης συνήθειας. Τα τελικά συμπεράσματα σχεδόν πάντα συμπεριλαμβάνουν το μέγεθος της πιθανότητας να έχει γίνει λάθος (που είναι αντικείμενο της λεγόμενης «επαγωγικής» στατιστικής). Ειδικά για το κάπνισμα, εξαιτίας της μεγάλης ποσότητας των μελετών που συνηγορούν στις βλάβες που προκαλεί, η πιθανότητα λάθους είναι ουσιαστικά μηδαμινή. Σε σύγκριση με την επιστήμη λοιπόν, η εγκυρότητα της περιπτωσιολογικής μεθόδου είναι χαμηλή.
 
Από την άλλη, η διαισθητική προσέγγιση δεν αποτελεί σοβαρή εναλλακτική λύση. Η τάση να στηριζόμαστε στη διαίσθησή μας και να απορρίπτουμε κάτι επειδή δεν μας φαίνεται λογικό ή δεν μας συμφέρει είναι σχεδόν εγγενής. Το πρόβλημα είναι ότι δεν αποτυπώνει απαραίτητα σωστά την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, οι οπαδοί του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στην Αμερική απορρίπτουν την κλιματική αλλαγή εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν ταιριάζει με την αντίληψή τους για τον κόσμο αλλά και γιατί δεν συνάδει με την ιδεολογική τους τοποθέτηση.
 
Η αλήθεια δεν είναι πάντα διαισθητικά προσβάσιμη ούτε απαραίτητα βολική. Υπάρχουν μάλιστα ολόκληροι κλάδοι της ψυχολογίας που μελετούν τα συστηματικά λάθη που κάνουμε στην κατανόηση της πραγματικότητας και πιστοποιούν ότι σε πολλές περιπτώσεις είναι πιθανότερο να κάνουμε λάθος παρά να είμαστε σωστοί.
 
Αν δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τις εμπειρίες μας και τη διαίσθησή μας ποιον πρέπει να εμπιστευτούμε; Τους επιστήμονες; Εδώ στέκεται εμπόδιο η απαξιωτική προσέγγιση που υιοθετείται συνήθως από τον κόσμο που έχει απογοητευτεί στο παρελθόν από τους επιστήμονες. Ας μην ταυτίζουμε όμως τους επιστήμονες με την επιστήμη. Οι επιστήμονες, ως άνθρωποι, κάνουν πολλά λάθη όταν δεν βασίζονται σε επιστημονικά ευρήματα. Είναι ευάλωτοι στις ίδιες μεροληψίες που είναι και οι υπόλοιποι άνθρωποι.
 
Ο επιστημονικός λόγος, όμως, δεν είναι απλά ο λόγος που αρθρώνεται από επιστήμονες αλλά κυρίως ο λόγος που εδράζεται σε ερευνητικά ευρήματα. Χρειάζεται εκπαίδευση δεκαετιών για να εκφέρεται σωστά. Παράλληλα, χρειάζεται εκπαίδευση για να γίνεται κατανοητός. Το πρώτο βήμα είναι να πάψουμε να εμπιστευόμαστε την άποψή μας πάνω σε ένα επιστημονικό ζήτημα και να αναζητούμε τις σχετικές έρευνες (που δημοσιεύονται σε διεθνή έγκριτα επιστημονικά περιοδικά). Όπου δεν μπορούμε να το κάνουμε πρωτογενώς, αναζητούμε τον επιστήμονα με τα καλύτερα διαπιστευτήρια ώστε να μας τις εξηγήσει. Σίγουρα πάντως δεν αναζητούμε τη λύση σε blogs, θέσεις διασήμων ή συνωμοσιολογικά έντυπα.
 
Είναι τελικά πάντα σωστή η επιστήμη; Η απάντηση είναι όχι. Αυτό όμως δεν πρέπει να προβάλλεται ως δικαιολογία για να επιστρέψουμε στη διαίσθηση και την προσωπική μας εμπειρία. Άλλωστε, όσο πιο μελετημένο είναι ένα θέμα, τόσο πιο κοντά είναι η επιστήμη στην αλήθεια. Ταυτόχρονα, όσο εξελίσσεται η επιστήμη, τόσο σπανιότερα διαψεύδεται. Ακόμη κι αν σπάνια σφάλλει, η αλήθεια της επιστήμης είναι πολύ πιο αξιόπιστη από την αλήθεια της διαίσθησης και της άποψής μας.

Συναισθηματική νοημοσύνη: βασικά στοιχεία και παράγοντες που την καθορίζουν

Έχουμε δύο μυαλά, ένα που σκέφτεται και ένα που αισθάνεται και αυτοί οι δύο διαφορετικοί τρόποι γνώσης αλληλεπιδρούν στη δόμηση της διανοητικής μας ζωής. Ο ένας, ο λογικός νους, είναι ο τρόπος κατανόησης του οποίου έχουμε επίγνωση: ενσυνείδητος, στοχαστικός, ικανός να συλλογίζεται. Δίπλα σ’αυτόν υπάρχει κι ένα δεύτερο σύστημα γνώσης, παρορμητικό και μερικές φορές παράλογο: o συγκινησιακός νους.

Υπάρχει μια σταθερή αναλογία όσον αφορά τον έλεγχο του συναισθήματος και της λογικής στο μυαλό. Όσο πιο έντονο είναι το συναίσθημα, τόσο πιο πολύ κυριαρχεί ο συγκινησιακός νους και τόσο πιο αδρανής καθίσταται ο λογικός. Αυτά τα δύο μυαλά, το συγκινησιακό και το λογικό, λειτουργούν ως επί το πλείστον σε συνεργασία, ταιριάζοντας τους τόσο διαφορετικούς τρόπους γνώσης που κατέχουν, για να καθοδηγούν τα βήματά μας στον κόσμο.
Ο Ρόλος της αμυγδαλής στη συναισθηματική νοημοσύνη

Η αμυγδαλή λειτουργεί ως «αποθήκη» συναισθηματικής – συγκινησιακής μνήμης και κατά συνέπεια είναι εξαιρετικά σημαντική. Η ζωή χωρίς αμυγδαλή είναι μια ζωή απογυμνωμένη από προσωπικά νοήματα. Με την αμυγδαλή συνδέονται πολλά περισσότερα εκτός από το συναίσθημα. Κάθε πάθος εξαρτάται από αυτήν. Χωρίς αμυγδαλή δεν έχουμε δάκρυα, ούτε θλίψη να κατευνάσουμε. Συνεπώς, οι λειτουργίες της αμυγδαλής και η αλληλεπίδρασή της με το νεοφλοιό βρίσκονται στην καρδιά της συναισθηματικής νοημοσύνης.

Ενσυναίσθηση και συναισθηματική νοημοσύνη

Η ενσυναίσθηση, η ικανότητα να συντονιζόμαστε συναισθηματικά με τον συνομιλητή μας και να βλέπουμε με τη δική του ματιά, είναι βασικό στοιχείο της συναισθηματικής νοημοσύνης. Τα βασικότερα στοιχεία της συναισθηματικής νοημοσύνης είναι η επίγνωση των συναισθημάτων των άλλων, η αναγνώριση της έκφρασης των συναισθημάτων ως μια ευκαιρία για οικειότητα και επικοινωνία, η ακρόαση με ενσυναίσθηση και επικύρωση των συναισθημάτων των συνομιλητών, η λεκτικοποίηση των συναισθημάτων μας και η παροχή βοήθειας ώστε να εφευρίσκεται ένας κατάλληλος τρόπος για την επίλυση ενός προβλήματος ή της αντιμετώπισης μιας δυσάρεστης κατάστασης.

Ο ρόλος των φύλων στην κατανοήση των συναισθημάτων

Οι περισσότερες έρευνες (ηλικιακή ομάδα: 10-20) δείχνουν ότι υπάρχουν συστηματικές διάφορες μεταξύ των δύο φύλων στην κατανόηση των συναισθημάτων με τα κορίτσια να είναι καλύτερα από τα αγόρια. Οι επιδόσεις των κοριτσιών ήταν σημαντικά υψηλότερες από αυτές των αγοριών και στις αυτοαναπαραστάσεις για τις κοινωνικές διαστάσεις των συναισθημάτων και στις αυτοαναπαραστάσεις για τη θετική αντιμετώπιση των συναισθημάτων. Αντίθετα στον παράγοντα αυτοαναπαραστάσεις για τη συναισθηματική απάθεια, οι επιδόσεις των αγοριών ήταν σημαντικά υψηλότερες από αυτές των κοριτσιών. Παρόλα αυτά οι διαφορές των δύο φύλων τείνουν να εξαφανίζονται με την ηλικία.

IQ vs EQ

Οι έρευνες δείχνουν ότι μόνο το 4% της επιτυχίας οφείλεται στο IQ. Η προσωπική και επαγγελματική επιτυχία προϋποθέτουν και την αναπτυγμένη συναισθηματική νοημοσύνη (EQ). Ο έλεγχος των συναισθημάτων μας, η αναγνώρισή τους, η ικανότητα στοχοθεσίας, η αναγνώριση των συναισθημάτων των άλλων και η ικανότητα διαχείρισής τους βοηθούν σε σημαντικό βαθμό την ολοκλήρωση των προσωπικών και επαγγελματικών στόχων.

Η συσχέτιση της συναισθηματικής νοημοσύνης με την ηλικία

Οι έρευνες που εξετάζουν τη συσχέτιση της ηλικίας με τη συναισθηματική νοημοσύνη καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μία μικρή αλλά σημαντική σχέση της συναισθηματικής νοημοσύνης με την ηλικία. Η τάση αυτή παρατηρήθηκε κυρίως στα άτομα ηλικίας 31-60 ετών. Η ελαφρώς υψηλότερη ΣΝ των ηλικιωμένων ατόμων δείχνει ότι πρόκειται για μία διαδικασία αναπτυσσόμενη με την πάροδο του χρόνου και ότι τα άτομα μπορούν να τη βελτιώσουν δια μέσου εμπειριών ζωής, δηλαδή είναι ικανή προς μάθηση.
 

Αναγωγισμός, άγνοια ελέγχου και αναζήτηση της αλήθειας

Σήμερα η ιδέα είναι ότι κάτι είναι αλήθεια δεν έχει και τόση σημασία. Πολλοί υποστηρίζουν τις προσωπικές τους πεποιθήσεις, με θρησκευτικό τρόπο, δηλώνοντας απλά: «είναι αλήθεια για μένα και αυτό είναι που έχει σημασία». Άλλοι συνεχίζουν να υποστηρίζουν έναν συστηματικά ψεύτη πολιτικό υποψήφιο, βρίσκοντας τρόπο να αντλούν έναν πυρήνα/ψήγμα αλήθειας μέσα από τα ψέματά του.

Τα ΜΜΕ μας (μετα)πωλούν συνεχώς τη δική τους «εκδοχή» της αλήθειας, βάσει της ιδεολογικής τοποθέτησης του μέσου/εντύπου ή του τηλεοπτικού καναλιού. Πρόκειται για τον λεγόμενο κόσμο της «μετα-αλήθειας» (post-truth world).

Πέρα από την κατάχρηση του προθέματος «μετα» που γίνεται στις μέρες μας, στην περίπτωση της λεγόμενης «μετα-αλήθειας» έχουμε και ένα σοβαρό εννοιολογικό σφάλμα. Αυτό γιατί στο παρελθόν δεν υπήρξε κάποια συγκεκριμένη εποχή αναφοράς (απόλυτης αλήθειας) την οποία σήμερα υποτίθεται ότι η ανθρωπότητα ξεπέρασε, οδηγούμενη σε μια άλλη εποχή, δηλαδή στην εποχή μετά την αλήθεια.

Εάν εστιάσουμε με προσοχή στο ζήτημα θα αντιληφθούμε ότι, αυτή καθαυτή, η έννοια της αλήθειας (όπως την προσέγγισαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι) δεν έχει αλλάξει, αυτό που έχει αλλάξει είναι η προθυμία μας και η δεκτικότητά μας να θυσιάσουμε τη διανοητική μας ακεραιότητα και εντιμότητα, προκειμένου να δεχτούμε πληροφορίες που στηρίζουν τις πεποιθήσεις, τις προσωπικές αξίες και τις ιδεολογίες μας. Στην πραγματικότητα η φιλαλήθεια ήταν ένας από τους υψηλότερους στόχους της κλασικής σκέψης, όπως βλέπουμε μέσα από το έργο του Αριστοτέλη και της Υπατίας, σε αντίθεση με το δόγμα της «μετα-αλήθειας» που αναπαράγει η οπτική του «όλα είναι σχετικά».

Στον 21ο αιώνα η σχέση μας με την αλήθεια είναι άκρως ανησυχητική και προβληματική καθώς οι περισσότεροι από εμάς διαβάζουν «ειδήσεις» από τα κοινωνικά μέσα και από πηγές ενημέρωσης (συστημικές και μη) που επιλέγουμε με βασικό κριτήριο αυτό που μας κάνει να νιώθουμε καλά και μας (αυτό)επιβεβαιώνει. Όμως αυτή μας η επιλογή, στην πραγματικότητα, δημιουργεί έναν θάλαμο αντήχησης (echo chamber). Δηλαδή έναν χώρο όπου αυτές οι πεποιθήσεις (σαν ηχώ) υποστηρίζονται από τη συντριπτική πλειοψηφία όσων γράφουν, σχολιάζουν και τελικά μοιράζονται τις ίδιες απόψεις. Έτσι ο καθένας που συμμετέχει σε αυτό το χώρο γίνεται όλο και πιο σίγουρος ότι αυτό που αναπαράγεται εσωτερικά είναι και η «αλήθεια».

Θεωρούμε ότι σε ένα τέτοιο περιβάλλον γενικευμένης σχετικοποίησης, με στόχο να ενισχύσουμε την κριτική μας σκέψη και να αναζητήσουμε («επαναφέρουμε») περισσότερη αλήθεια στη ζωή μας, είναι χρήσιμη η εξοικείωσή μας με τις λεγόμενες λογικές πλάνες (ή σφάλματα λογικής).

Θεωρία και γενικοί ορισμοί

Προκειμένου να αποφύγουμε εννοιολογικές συγχύσεις μπορούμε εξαρχής να κάνουμε μια γενική (μη εξαντλητική/περιοριστική) διάκριση ανάμεσα στη Λογική και τη Ρητορική καθώς και μια σύντομη αναφορά σε ορισμένους γενικούς όρους. Σε γενικές γραμμές η Λογική είναι το αντικείμενο των έγκυρων επιχειρημάτων.Μια έγκυρη επιχειρηματολογία παράγει πραγματικές συνέπειες εφόσον οι προϋποθέσεις είναι αληθινές (για παράδειγμα ένας φυσιολογικός βάτραχος έχει τέσσερα πόδια, με την προϋπόθεση ότι δεν έχει χάσει κάποιο/α).

Η Ρητορική είναι το αντικείμενο των πειστικών επιχειρημάτων, το πεδίο του λόγου που αφορά: α) τι είναι σωστό, β) τι είναι χρήσιμο, γ) τι είναι ωραίο. Η ρητορική μπορεί να περιλαμβάνει έγκυρα επιχειρήματα, αλλά το κύριο μέλημά της είναι να πείσει, επομένως κάποιες φορές χρησιμοποιεί μη έγκυρα επιχειρήματα και λογικές πλάνες προκειμένου να πετύχει τους στόχους της.

Για τον Πλάτωνα η Ρητορική δεν είναι επιστήμη, αλλά μια απάτη που βασίζεται σε ψέματα και στη γνώμη του καθενός. Ο Αριστοτέλης τη θεωρούσε ικανότητα να εξεταστεί ένα ενδεχόμενο ως πιθανό και στην «Ρητορική» γράφει: «ορίζουμε ως αρετή της γλώσσας τη σαφήνεια». Με τους σπουδαίους σοφιστές (Πρωταγόρας, Πρόδικος, Γοργίας) στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. η Ρητορική αναπτύσσεται στη δημοκρατική Αθήνα, ενώ από τους Στωικούς θεωρείται ότι έχει παιδευτική και ηθική αξία, διότι σκοπός της δεν είναι απλά να πείσει, αλλά να κάνει τους Αθηναίους ενάρετους πολίτες.

Πειστικό λόγο (persuasive discourse) έχουμε όταν καθένα από τα δύο μέρη είναι διατεθειμένο να πειστεί από το άλλο. Στόχος του πειστικού λόγου είναι να αναζητηθεί και να βρεθεί ένας κοινά αποδεκτός ισχυρισμός. Αντιθέτως προπαγανδιστικό λόγο έχουμε όταν τουλάχιστον ένα από τα δύο μέρη δεν επιθυμεί (σε καμία περίπτωση) να πειστεί από το άλλο, αλλά ο στόχος του είναι να επιβάλει τη δική του άποψη/επιχείρημα στο άλλο μέρος -ακόμη και στη περίπτωση που τα επιχειρήματά του άλλου μέρους είναι καταφανώς έγκυρα.

Ο ρητορικός λόγος που χρησιμοποιεί την πειθώ είναι ο μόνος δημοκρατικός τρόπος σύγκρουσης γιατί προάγει τη λεγόμενη ευρετική λειτουργία του λόγου, δηλαδή επιδιώκει να φτάσει σε ένα συμπέρασμα που είναι (ή θεωρείται) αληθινό ή γίνεται δεκτό και από τα δύο μέρη. Αντιθέτως ο προπαγανδιστικός λόγος είναι μη διαλεκτικός και αντιδημοκρατικός.

Ο συλλογισμός (deduction) είναι ένα λογικό επιχείρημα που θεμελιώνει την αιτιώδη σχέση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προτάσεων και μιας συνέπειας. Κατά την αρχαιότητα αναπτύχθηκαν δυο βασικά είδη συλλογιστικής, του Αριστοτέλη και των Στωικών. Σε αντίθεση με τον πρώτο η συλλογιστική των Στωικών στηρίζεται στην αλληλεξάρτηση των προτάσεων και όχι των όρων προκειμένου να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αριστοτέλης όταν κάνει τη διάκριση των επιστημών δεν ξεχωρίζει τη Λογική (που ονόμαζε Αναλυτική) ως ανεξάρτητο αντικείμενο. Στην Αριστοτελική θεωρία οι λέξεις δεν είναι παρά συμβατικά σύμβολα για την έκφραση ιδεών: κάθε λέξη χωριστά δεν είναι ούτε αληθινή ούτε ψεύτικη. Μόνο όταν οι λέξεις (όροι) συναρτώνται σε κρίσεις τίθεται το ζήτημα της αλήθειας ή μη αλήθειας. Δεν είναι επομένως οι συνδυασμοί των λέξεων, Αληθές ή Ψευδές, αλλά οι έννοιες στις οποίες αναφέρονται οι λέξεις. Στο έργο του «Όργανον» ο Αριστοτέλης περιλαμβάνει τους Σοφιστικούς ελέγχους όπου αναλύει τους τρόπους με τους οποίους κατασκευάζονται λογικές πλάνες, επιχειρήματα που στόχο έχουν να αναιρέσουν ένα άλλο επιχείρημα (έλεγχος). Αυτή είναι μια πρακτική που συναντάμε καθημερινά, σε επιχειρήματα πολιτικών, δημοσίων προσώπων, σε σχολιασμούς κάτω από άρθρα και σε συζητήσεις με φίλους. Είναι σημαντικό να μπορούμε να διακρίνουμε πότε ένα επιχείρημα είναι λανθασμένο και για ποιους λόγους. Από την εποχή του Αριστοτέλη και έπειτα μεγάλοι στοχαστές[1] έχουν συμβάλει σε αυτό το πεδίο μελέτης της σκέψης.

Εκ πρώτης όψεως, οι λογικές πλάνες είναι ένα «εύκολο» θέμα. Τα περισσότερα από τα εισαγωγικά εγχειρίδια Λογικής στα οποία ανατρέξαμε [2],[3],[4] αφιερώνουν ένα συγκεκριμένο χώρο σε αυτές. Σήμερα υπάρχουν πολλές ιστοσελίδες στο διαδίκτυο που τις παρουσιάζουν με τρόπο διασκεδαστικό και απλό. Οι λογικές πλάνες έχουν κωδικοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό και σχεδόν πάντα συχνά συνοδεύονται από την αντίστοιχη λατινική ονομασία.

Το εγχείρημα να δοθεί ένας σαφής ορισμός από λογική-επιστημολογική άποψη, ώστε να προκύψει μια ενιαία ταξινόμηση (ως προϊόν ευρείας συναίνεσης) και ενδεχομένως να δημιουργηθεί ένας κατάλογος απλών οδηγιών αποφυγής και/ή αντίκρουσής τους, ενώ αρχικά δεν φαίνεται να παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα, στην πραγματικότητα είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση.

Μάλιστα οι δυσκολίες που σχετίζονται με την προσπάθεια ορισμού, ταξινόμησης και εξήγησης των λογικών σφαλμάτων -με μοναδικό μέσο την κλασσική λογική- αυξήθηκαν ιδιαίτερα μετά την δημοσίευση, το 1975, του άρθρου του Gerald Massey, με τίτλο «Is There Any Good Arguments that Bad Arguments are Bad?». Σε αυτό ο Massey αναπτύσσει τη λεγόμενη «Διατριβή περί Ασυμμετρίας», όπου με λίγα λόγια υποστηρίζει το εξής: αντίθετα με ό,τι πιστεύεται συχνά, το να αποδείξουμε ότι ένα επιχείρημα είναι μη έγκυρο δεν περιλαμβάνει τις ίδιες διαδικασίες που απαιτούνται για να αποδειχτεί ότι ένα επιχείρημα είναι έγκυρο.

Πράγματι, μπορούμε να πούμε ότι ένα επιχείρημα είναι έγκυρο όταν μπορούμε να δείξουμε ότι αποτελεί παράδειγμα ενός έγκυρου συστήματος επεξήγησης/συμπερασμάτων. Αν αντίθετα δείξουμε ότι αποτελεί παράδειγμα ενός μη έγκυρου συστήματος επεξήγησης/συμπερασμάτων δεν έχουμε δείξει ακόμα ότι δεν είναι έγκυρο, δεδομένου ότι δεν έχουμε καμία εγγύηση ότι δεν υπάρχει, κάπου αλλού, ένα άλλο έγκυρο σύστημα συμπερασμάτων που να μπορέσει να επεξηγήσει το επιχείρημα. Ασφαλώς η σχετικιστική αυτή προσέγγιση, όπως ήταν αναμενόμενο, δημιούργησε προβλήματα επιστημολογικής φύσης τα όποια όμως δεν θα μας απασχολήσουν για δυο λόγους.

Πρώτον γιατί η έκταση της ανάλυσής μας είναι περιορισμένη και δεύτερον γιατί, κατά τη γνώμη μας, αφορούν περισσότερο μια επουσιώδη διαμάχη μεταξύ ακαδημαϊκών. Στο κείμενο αυτό, που προτείνουμε να διαβαστεί συμπληρωματικά μαζί με παλαιότερη ανάρτησή μας με τίτλο: «Τα άκυρα επιχειρήματα και η οικονομία της σκέψης», θα αναλύσουμε τον αναγωγισμό και την άγνοια ελέγχου.

Αναγωγισμός (reductionism)

Αναγωγισμός είναι η προσέγγιση ενός θέματος μέσω της κατανόησης των μερών που το απαρτίζουν. Βοήθησε ιδιαίτερα την ανάπτυξη των επιστημών, αλλά όπως και άλλες μέθοδοι έχει συγκεκριμένα όρια απόδοσης, τα οποία όταν τα ξεπερνάμε, διαπράττουμε αναγωγικό σφάλμα. Όταν λ.χ. προσπαθούμε να εξαγάγουμε κάποιο συμπέρασμα ερμηνεύοντάς το βάσει ενός παράγοντα (που τον θεωρούμε ως πιο σημαντικό), χωρίς να υπολογίζουμε ότι η πολυπλοκότητα του φαινομένου απαιτεί άλλη προσέγγιση, τότε πέφτουμε σε αναγωγισμό.

Πρόκειται για την περίπτωση όπου ένα άτομο προσπαθεί να ανάγει κάθε πρόβλημα και φαινόμενο σε μια ιδεολογία, θρησκεία, κοσμοθεωρία. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, ένα συμπέρασμα που είναι παράγωγο αναγωγισμού δεν θα πρέπει να το εκλαμβάνουμε ως a priori λανθασμένο. Ωστόσο οφείλουμε να αποφεύγουμε τον αναγωγισμό διότι οι πιθανότητες να παραφράσουμε μια πραγματικότητα είναι αυξημένες, ενώ τις περισσότερες φορές συλλογισμοί που ανάγουν οτιδήποτε σε μια έτοιμη δοσμένη κοσμοθεωρία δεν προάγουν την κρίση (judgment, όπως θα έλεγε η Χάνα Άρεντ), δηλαδή την όσο πιο διαυγή κατανόηση του γίγνεσθαι (αναμφισβήτητα μια διαδικασία επίπονη), αλλά καταστέλλουν αυτήν την ικανότητά μας. Αυτό γιατί η κοσμοθεωρία μετατρέπεται σε οδηγός που εύκολα και ανώδυνα μας δίνει λύσεις και απαντήσεις σε ερωτήματα.

Όταν ο αναγωγισμός γίνεται μόνιμη μεθοδολογία, οδηγεί σε πολλά λογικά σφάλματα. Είναι μια πλάνη που χαρακτηρίζει το group thinking φαινόμενο, βάσει του οποίου μια ομάδα ανθρώπων, με στόχο να συνδεθεί, προσπαθεί να βρει μια κοινή ιδεολογική ή θρησκευτική γραμμή, με την οποία επιδιώκει να ερμηνεύσει όλο τον κόσμο. Τα πολιτικά κόμματα βασίζουν την ύπαρξή τους σε αυτή τη στρεβλή λογική. Οι θεωρίες συνωμοσίας που πολλές φορές αναπαράγονται στο διαδίκτυο δεν είναι παρά προϊόν αναγωγισμού και ανώδυνου συλλογισμού, που προσπαθούν να εξυπηρετήσουν είτε συγκεκριμένη πολιτική προπαγάνδα είτε υποδηλώνουν διανοητική οκνηρία. Έτσι γεγονότα και καταστάσεις φτάνουν να μπουν στο κρεβάτι του Προκρούστη με στόχο να ταιριάξουν στην ιδεολογία, η οποία πρέπει να επιβεβαιωθεί, ώστε η ομάδα να συνεχίσει να υπάρχει.

Παράδειγμα:

Ας υποθέσουμε ότι ο Α επιχειρηματολογεί εναντίον του Β σε μια δικαστική διαμάχη αναφορικά με την κακοποίηση ενός ζώου. Ο Α, όντας αντίδικος, προσπαθεί να ισχυριστεί ότι ο Β θανάτωσε το κατοικίδιό του. Ο Α στηρίζει αυτό το συμπέρασμα στο γεγονός ότι ο Β κατάγεται από μια περιοχή που, με βάση τα πιστεύω του, οι κάτοικοί της έχουν κακούς δεσμούς με τα ζώα. Έτσι ο A θεωρεί ένοχο τον B δίχως περαιτέρω αποδείξεις. Μπορεί, ωστόσο, αυτός ο αναγωγισμός να εμφανίζει ψήγματα αλήθειας, ενδέχεται λοιπόν:

να υφίσταται η πιθανότητα ο Β να έχει δεχθεί αυτή την ανατροφή που τον οδήγησε στη δολοφονία του σκύλου. Μια τέτοια ανατροφή μπορεί να αντανακλά μια συγκεκριμένη κουλτούρα που οι άνθρωποι της περιοχής εντός της οποίας μεγάλωσε ο Β αναπαράγουν. Είναι πιθανό αυτός ο ισχυρισμός να ευσταθεί, όχι γιατί τα πιστεύω του Α οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα κατ’ ανάγκη. Μπορεί, με άλλα λόγια, το αξίωμα του Α είναι ορθό, παρότι ενδέχεται το ίδιο το άτομο να έχει κακές διαθέσεις ή να οδηγήθηκε σε ένα σωστό συμπέρασμα από λάθος θέσεις. Μπορεί ωστόσο να ισχύουν και τα εξής:

ο σκύλος του Β δεν έπεσε θύμα δολοφονίας, αλλά πέθανε είτε από γήρας, είτε σκοτώθηκε σε ατύχημα.
ο σκύλος έπεσε θύμα δολοφονίας, αλλά όχι από τον ίδιο τον Β,
ο Β δεν έχει σκύλο, μήτε είχε ποτέ και κατ’ αυτόν τον τρόπο οι κατηγορίες είναι τελείως αβάσιμες.

Αξίζει να σημειώσουμε εδώ την πιθανή στάση του Α σε όλα τα ενδεχόμενα: σε ότι αφορά την περίπτωση 2, ο Α ενδεχομένως να κατηγορήσει τον Β ότι δεν λέει την αλήθεια για την ηλικία του σκύλου. Μπορεί, δηλαδή, να κατηγορήσει τον Β ότι ο σκύλος του δεν πέθανε γέρος αλλά νέος και, πολύ περισσότερο, ότι το ατύχημα ήταν σχεδιασμένο ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε κατηγορία. Παρομοίως, στην περίπτωση 3 ο Α μπορεί να ισχυριστεί ότι ο Β έδωσε εντολή σε κάποιο άλλο πρόσωπο να δολοφονήσει το σκύλο του ώστε να αποφύγει τις κατηγορίες. Τέλος, για την 4η περίπτωση ο Α ενδέχεται να προσπαθήσει να αναιρέσει το γεγονός ότι ο Β δεν ήταν κάτοχος σκύλου, φέρνοντας στο δικαστήριο έναν σκοτωμένο σκύλο που όμως δεν έπεσε θύμα δολοφονίας του Α, ή κάποιου συνεργού του τελευταίου. Όλα αυτά μπορεί ο Α να τα λέει επειδή θεωρεί de facto πως ο Β είναι υπαίτιος για το έγκλημα αυτό, λόγω της καταγωγής του και, πάνω απ’ όλα, επειδή τα πιστεύω και η κοσμοθεωρία του Α οδηγούν σε ένα τέτοιο αβάσιμο συμπέρασμα, πως οι άνθρωποι από όπου κατάγεται ο Β δολοφονούν ζώα. Στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να έχει δίκιο ο Α, μπορεί κάποια από τα σοφίσματα που έχει εφεύρει να είναι αποδείξιμα. Όμως ενδέχεται να είναι και προϊόντα λανθασμένου συλλογισμού, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει τους δικαστές στο να επιβάλουν μια απολύτως άδικη ποινή.

Άγνοια Ελέγχου – Ignoratio Elenchi (Red Herring [5])

Άγνοια ελέγχου (ή «μη σχετικό συμπέρασμα») αποκαλείται η λογική πλάνη κατά την οποία παρουσιάζεται ένα επιχείρημα που, αυτό καθαυτό, ίσως να είναι αληθές, αλλά αποδεικνύει ή υποστηρίζει διαφορετική πρόταση από αυτήν που υποτίθεται (ή διατείνεται) ότι υποστηρίζει. Εδώ ο αρχαιοελληνικός όρος «έλεγχος» χρησιμοποιείται με την έννοια της αντίκρουσης (ως ανασκευή επιχειρήματος).

Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι η άγνοια ελέγχου αποτελεί σφάλμα από εκείνον που θέτει την ερώτηση στην προσπάθειά του να ανταπαντήσει στο επιχείρημα του ερωτώμενου. Έτσι μπορεί να έχουμε ένα επιχείρημα το οποίο ενδεχομένως να είναι έγκυρο ή ισχυρό, αλλά ούτως ή άλλως δεν έχει σχέση (ή είναι ιδιαίτερα αμελητέο και επουσιώδες) με το προτεινόμενο πλαίσιο της συζήτησης.

Η άγνοια ελέγχου χρησιμοποιείται για παράδειγμα όταν, προκειμένου να επηρεαστεί το σώμα ενόρκων, εις βάρος ενός κατηγορούμενου, ένα δημόσιος κατήγορος εμμένει και χρονοτριβεί υποστηρίζοντας ότι έγκλημα είναι ένα φρικτό πράγμα, και ότι το είδος του εγκλήματος, για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, είναι ακόμη πιο φρικτό. Μπορεί επίσης αυτό που υποστηρίζεται να είναι περισσότερο πειστικό ή πιο εύκολο να στηριχθεί σε σχέση αυτό που θα έπρεπε να υποστηριχθεί.

Συχνά το σφάλμα που στα αγγλικά ονομάζεται red herring αναγνωρίζεται μέσα από την άγνοια ελέγχου καθώς και εδώ έχουμε μια εκτροπή του θέματος προς ένα άλλο συμπέρασμα. Όμως η άγνοια ελέγχου (ignoratio elenchi) έχει να κάνει περισσότερο με μια εσφαλμένη ή αφελή ένσταση/αντίκρουση και συνήθως αποδεικνύει κάτι, ακόμα κι αν είναι λάθος το συμπέρασμα, ενώ η περίπτωση red herring (ως υποσύνολο της άγνοιας ελέγχου) είναι, κατά κύριο λόγο, μια εκ προθέσεως εξαπάτηση η οποία χρησιμοποιείται ευρέως για να οδηγήσει στην εκτροπή της συζήτησης σε μια άλλη, διαφορετική.

Παράδειγμα Α:

Ένας τζογαδόρος ερωτάται εάν ο τζόγος είναι μια αξιέπαινη απασχόληση:

Πιστέψτε με, όταν σας λέω ότι οι παίκτες όχι μόνο δουλεύουν σκληρά, όπως οποιοσδήποτε άλλος, αλλά και ακόμα περισσότερο. Χρειάζονται ώρες καθημερινής μελέτης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που δαπανάται στο ίδιο το παιχνίδι.

Αντίκρουση και σχόλιο: το ότι μια απασχόληση μπορεί να προϋποθέτει σκληρή δουλειά δεν σημαίνει ότι είναι και αξιέπαινη. Το ερώτημα ήταν εάν ο τζόγος είναι μια αξιέπαινη απασχόληση και όχι εάν είναι μια κοπιαστική απασχόληση. Ασφαλώς o τζόγος δεν είναι καθόλου άξιος επαίνου διότι πάρα πολύ συχνά χάνεται το μέτρο και έτσι ο ισχυρός εθισμός μπορεί να καταστρέψει οικονομικά, ψυχικά και διανοητικά τον άνθρωπο συμπαρασύροντας συχνά -με την προσωπική παρακμή- και τρίτους (γονείς, φίλους, σύζυγο, παιδιά). Σήμερα μάλιστα θα λέγαμε ότι εκτός από τον αιώνα της φούσκας διανύουμε -σε παγκόσμιο επίπεδο- και την άνθηση του τζόγου σε όλα τα επίπεδα, από τον απλό άνθρωπο της γειτονίας που ρισκάρει τα λιγοστά του χρήματα, μέχρι τον αδηφάγο μεγαλοεπενδυτή που παίζει τεράστια ποσά. Ο πολλαπλασιασμός των διαφημίσεων τζόγου σε όλα σχεδόν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και των πρακτορείων στοιχημάτων σε κάθε γειτονιά, είναι ενδεικτικά της αύξησης αυτού του αξιοκατάκριτου φαινομένου στα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα της κοινωνίας.

Παράδειγμα Β:

Σε ομιλία φεμινιστικής ομάδας:

Πρέπει να υποστηριχθούν δράσεις κατά των διακρίσεων των γυναικών. Οι άνδρες κατέχουν εξέχουσα θέση στην ηγεσία της χώρας, ειδικά όσον αφορά την πολιτική και την οικονομία. Αυτή είναι μια απαράδεκτη διάκριση.

Αντίκρουση και σχόλιο: η παραπάνω δήλωση ήθελε να δείξει ότι χρειάζονται πολιτικές που θα βελτίωναν την κατάσταση των γυναικών, όμως στην πραγματικότητα απλά δηλώθηκε ότι για τις γυναίκες ο στόχος των ίσων ευκαιριών (δίχως διακρίσεις) δεν έχει ακόμη επιτευχθεί. Μπροστά σε αυτό του είδους την πλάνη, πρέπει να δειχθεί ότι το συμπέρασμα του συλλογισμού (η απαράδεκτη διάκριση) δεν έχει σχέση με το θέμα των διακρίσεων που αφορά όλες τις γυναίκες. Πέρα όμως από αυτό καθαυτό το λογικό σφάλμα η παραπάνω δήλωση μας λέει πως οι άνδρες κατέχουν εξέχουσα θέση, όμως αυτό δεν σημαίνει, κατ’ ανάγκη, ότι οι γυναίκες «καταπιέζονται» επειδή δεν έχουν κατακτήσει όλα τα ανδρικά κάστρα. Γιατί, για παράδειγμα, μια γυναίκα που δεν επιλέγει να γίνει ηγέτης, διευθύντρια ή πολιτικός, αλλά προτιμά το σπίτι και την ανατροφή των παιδιών, πρέπει αυτομάτως να μπαίνει στο σύνολο με τις διακρίσεις; Αντιθέτως διάκριση προκύπτει όταν αυτή η γυναίκα συχνά χαρακτηρίζεται, από άλλες γυναίκες, ως καταπιεσμένη ή ακόμη και λιγότερο σημαντική/κατώτερη σε σύγκριση με μια γυναίκα μάνατζερ ή πολιτικό. Η δήλωση επομένως, εκτός από πλάνη, υποδηλώνει και ιδεολογικό αναγωγισμό, διότι ταυτίζει την ισότητα με ένα καθεστώς στο οποίο κάθε άνθρωπος δύναται να έχει θέση στα ανώτερα και ηγετικά κλιμάκια ενός συστήματος που συχνά είναι δυσλειτουργικό, άδικο και ανήθικο. Ορισμένοι φεμινιστικοί κύκλοι ενδέχεται να μην υπολογίζουν καν αυτό το ενδεχόμενο, δηλαδή μια μέση γυναίκα να έχει συνειδητά επιλέξει μια οδό η οποία δεν συμβαδίζει με την οικονομική ανέλιξη, και ως εκ τούτου, το ενδιαφέρον τους και η δραστηριοποίησή τους επικεντρώνεται σε εκείνες τις μειοψηφίες των γυναικών που έχουν βλέψεις για κάποια υψηλή θέση, σε μια εταιρεία ή στο κοινοβούλιο!

Παράδειγμα Γ:

Σε ομιλία στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών:

Αγαπητοί συνάδελφοι, θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι η ειρήνη είναι μια αδιαπραγμάτευτη αξία για την πολιτισμένη συνύπαρξη των λαών. Πρέπει να μεριμνήσουμε ώστε παντού στον κόσμο να σταματήσει κάθε πράξη βίας. Πρέπει οι αντιθέσεις και οι διαφωνίες να επιλύονται με ειρηνικά μέσα και όχι με εχθρικότητα. Για αυτούς τους λόγους, σας ζητώ να ψηφίσετε κατά των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Συρία.

Αντίκρουση και σχόλιο: σε αυτή την περίπτωση ένα έγκυρο συμπέρασμα -που ενδεχομένως θα οδηγούσε σε σειρά επιχειρημάτων και διάλογο- θα έπρεπε να έχει διατυπωθεί ως εξής: «πρέπει να μεριμνήσουμε ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα επιτρέψουν την ειρήνη στην Συρία». Η απόφαση να καταψηφιστεί μια ενδεχόμενη στρατιωτική επιχείρηση στην Συρία μπορεί να ακούγεται καλή, θετική και φιλειρηνική, όμως μπορεί να αποδειχτεί ιδιαίτερα επικίνδυνη. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψει κανείς με ακρίβεια την έκβαση τέτοιων σοβαρών, σύνθετων και μεγάλων ζητημάτων, που έχουν τίμημα ανθρώπινες ζωές, εξαθλίωση και πόνο. Μάλιστα παραφράζοντας τον Γκάλμπρείθ θα μπορούσαμε να πούμε: «η μόνη λειτουργία της γεωστρατηγικής πρόβλεψης είναι ότι κάνει την αστρολογία να φαίνεται αξιόπιστη». Όμως η επιλογή της μη στρατιωτικής επέμβασης δεν σημαίνει ότι θα λυθεί και το πρόβλημα, ότι θα σταματήσει ο πόλεμος. Αντιθέτως μπορεί να οδηγήσει σε μια γενίκευση και κλιμάκωση του πολέμου με ακόμη περισσότερα θύματα. Ασφαλώς η «ανάγκη» στρατιωτικής εμπλοκής χρησιμοποιείται ως πρόσχημα προκειμένου να δικαιολογηθούν ηγεμονικοί, επεκτατικοί και άλλοι σκοποί, γεγονός που αποδείχτηκε στην περίπτωση του Ιράκ και διαφαίνεται στον πόλεμο στη Συρία. Ωστόσο θεωρούμε ότι εάν το ζητούμενο είναι όντως η ειρήνη, τότε η λογική, η διπλωματία και η φρόνηση θα μπορούσαν, έχοντας επίγνωση της τυχαιότητας (fortuna), να κάνουν τις προβλέψεις λιγότερο «αστρολογικές» και να οδηγήσουν στη σωστή απόφαση για την επίτευξη της ειρήνης. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η ιστορία έχει δείξει την υποκρισία που μπορεί να κρύβουν τόσο το: «η ειρήνη είναι μια αδιαπραγμάτευτη αξία», όσο και το: «κατά τις επιχειρήσεις μας θα χρησιμοποιήσουμε κάθε δυνατό μέσο για να προστατέψουμε τους αμάχους», ειδικά όταν ακούγονται από μέλος του Συμβούλιου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών το οποίο είναι μια ακόμη υπερδομή που λειτουργεί με μυστικότητα. Μια δομή χωρίς δημόσιο φως, όπου ο πολίτης δεν έχει ούτε πρόσβαση, ούτε μπορεί να γνωρίζει τί ακριβώς γίνεται στο εσωτερικό της.

Παράδειγμα Δ:

Ένας πολιτικός προσπαθεί να υπερασπιστεί την αρνητική του ψήφο στο παρελθόν σχετικά με πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος:

Μπορεί να έχετε κάποιες ανησυχίες για τις αρνητικές ψήφους μου για το περιβάλλον, όμως μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι είμαι ένας ανοιχτόμυαλος άνθρωπος. Αυτό που θα πρέπει να συζητήσουμε είναι το ιστορικό των ψήφων μου υπέρ των ίσων ευκαιριών εκπαίδευσης για τα παιδιά μας.

Αντίκρουση και σχόλιο: σε αυτή την τυπική περίπτωση εξαπάτησης (red herring) ο πολιτικός προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή από το ερώτημα που είναι δύσκολο/άβολο να απαντηθεί οδηγώντας την κουβέντα σε κάτι άλλο, εντελώς άσχετο με το θέμα. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται πολύ συχνά από τους επαγγελματίες πολιτικούς και η αντίκρουσή της, ενώ είναι σχετικά απλή, χρειάζεται επαγρύπνηση ώστε, στη ροή του λόγου, να μην αποσπαστεί η προσοχή μας από το αρχικό θέμα. Εάν παρακολουθήσουμε με προσοχή τηλεοπτικές συνεντεύξεις πολιτικών μπορούμε, σχετικά εύκολα, να εντοπίσουμε αυτή την πλάνη καθώς και την σχετική στάση του/της δημοσιογράφου. Συχνά η απόσπαση της προσοχής συνοδεύεται και από την χρήση μιας δεύτερης λογικής πλάνης που μπορεί να είναι μια επίκληση στο συναίσθημα. Έτσι στο προηγούμενο παράδειγμα αφού ο πολιτικός αποφύγει την «περιβαλλοντική» δυσχέρεια (δηλαδή το κεντρικό θέμα) μπορεί να κερδίσει και κάτι. Για παράδειγμα να δικαιολογήσει την επερχόμενη αύξηση της φορολογίας και παράλληλα να επικαλεστεί (ξανά) την αφοσίωσή του στα παιδιά, προσθέτοντας στην απάντησή του: «…άλλωστε χρειαζόμαστε περισσότερα έσοδα για να υποστηρίξουμε τα ήδη υπάρχοντα προγράμματα. Μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά μας είναι το μέλλον μας, ας στηρίξουμε λοιπόν τα παιδιά».

Προφανώς το να αναζητηθεί και να ειπωθεί η αλήθεια είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, ενώ ο ισχυρισμός ότι κάποιος μπορεί να τη γνωρίζει απόλυτα συνιστά ύβρι. Όμως η αγάπη για την αλήθεια (φιλαλήθεια), για την οποία με θάρρος και ένταση μιλούσε η Υπατία, είναι μια από τις μεγαλύτερες αρετές και η καλλιέργειά της σημαντική, ειδικά σήμερα που διανύουμε μια εποχή άκρατου σχετικισμού και συστηματοποίησης του ψέματος.
-------------------
[1] Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Francis Bacon (aphorisms), Antoine Arnauld and Pierre Nicole (Logic, or the Art of Thinking), John Locke (An Essay Concerning Human Understanding), Isaac Watts (The Right Use of Reason), Jeremy Bentham (Handbook), Richard Whately (Elements of Logic), John Stuart Mill (System of Logic, Ratiocinative and Inductive), Irving Copi (Introduction to Logic).

[2] Evandro Agazzi (επιμ.), Modern Logic: A Survey, Reidel, Dordrecht – Boston – London, 1980.

[3] Copi Irving M. Introduction to Logic, The Macmillan Company, New York, 1953.

[4] Harry J Gensler, Introduction to Logic, Routledge, 2016.

[5] Η φράση «Red Herring (κόκκινη ρέγγα)» αναφέρεται σε ένα είδος παστής ρέγγας που παρασκευάζεται με κόκκινη καυτερή πιπεριά. Σύμφωνα με την παράδοση, η μυρωδιά της ήταν τόσο δυνατή και απολαυστική για τα σκυλιά που χρησίμευε για την εκπαίδευσή τους, ώστε να ελεγχθεί πόσο καλά ένα κυνηγόσκυλο μπορεί να παρακολουθήσει μια μυρωδιά χωρίς να αποσπαστεί η προσοχή του. Τα σκυλιά δεν χρησιμοποιούνται συνήθως για κυνήγι ψαριών, έτσι μια κόκκινη ρέγγα οδηγεί στην απόσπαση της προσοχής τους από αυτό που υποτίθεται ότι θα κυνηγούσαν.