οὐ τὸ μέν, ἄλλο δὲ μή, πατρὸς ἔμφυτον
ἄλαστον αἷμα δυσμόροιν στενάζειν,
ᾧτινι τὸν πολὺν
ἄλλοτε μὲν πόνον ἔμπεδον εἴχομεν,
1675 ἐν πυμάτῳ δ᾽ ἀλόγιστα παροίσομεν
ἰδόντε καὶ παθούσα.
ΧΟ. τί δ᾽ ἔστιν; ΑΝ. ἔστιν μὲν εἰκάσαι, φίλοι.
ΧΟ. βέβηκεν; ΑΝ. ὡς μάλιστ᾽ ἂν ἐν πόθῳ λάβοις.
τί γάρ; ὅτῳ μήτ᾽ Ἄρης
1680 μήτε πόντος ἀντέκυρσεν,
ἄσκοποι δὲ πλάκες ἔμαρψαν
ἐν ἀφανεῖ τινι μόρῳ φερόμενον·
τάλαινα, νῷν δ᾽ ὀλεθρία
νὺξ ἐπ᾽ ὄμμασιν βέβακε·
1685 πῶς γὰρ ἤ τιν᾽ ἀπίαν
γᾶν ἢ πόντιον
κλύδων᾽ ἀλώμεναι βίου
δύσοιστον ἕξομεν τροφάν;
ΙΣ. οὐ κάτοιδα. κατά με φόνιος
1690 Ἀίδας ἕλοι πατρὶ
ξυνθανεῖν γεραιῷ
τάλαιναν, ὡς ἔμοιγ᾽ ὁ μέλ-
λων βίος οὐ βιωτός.
ΧΟ. ὦ διδύμα τέκνων ἀρί-
στα, †τὸ φέρον ἐκ θεοῦ καλῶς φέρειν χρή,
1695 μηδ᾽ ἄγαν οὕτω† φλέγεσθον· οὔ
τοι κατάμεμπτ᾽ ἔβητον.
ΑΝ. πόθος ‹τοι› καὶ κακῶν ἄρ᾽ ἦν τις. [αντ. α]
καὶ γὰρ ὃ μηδαμὰ δὴ φίλον ἦν φίλον,
ὁπότε γε καὶ τὸν ἐν χεροῖν κατεῖχον.
1700 ὦ πάτερ, ὦ φίλος,
ὦ τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον εἱμένος·
οὐδέ γ᾽ ἀπὼν ἀφίλητος ἐμοί ποτε
καὶ τᾷδε μὴ κυρήσῃς.
ΧΟ. ἔπραξεν … ΑΝ. ἔπραξεν οἷον ἤθελεν.
1705 ΧΟ. τὸ ποῖον; ΑΝ. ἇς ἔχρῃζε γᾶς ἐπὶ ξένας
ἔθανε· κοίταν δ᾽ ἔχει
νέρθεν εὐσκίαστον αἰέν,
οὐδὲ πένθος ἔλιπ᾽ ἄκλαυτον.
ἀνὰ γὰρ ὄμμα σε τόδ᾽, ὦ πάτερ, ἐμὸν
1710 στένει δακρῦον, οὐδ᾽ ἔχω
πῶς με χρὴ τὸ σὸν τάλαιναν
ἀφανίσαι τόσον ἄχος.
ὤμοι, γᾶς ἐπὶ
ξένας θανεῖν ἔχρῃζες, ἀλλ᾽
ἐρῆμος ἔθανες ὧδέ μοι.
1715 ΙΣ. ὦ τάλαινα, τίς ἄρα με πότμος
ἐπιμένει σέ τ᾽, ὦ φίλα,
πατρὸς ὧδ᾽ ἐρήμας;
‹. . .›
‹. . .›
1720ΧΟ. ἀλλ᾽ ἐπεὶ ὀλβίως γ᾽ ἔλυ-
σεν τὸ τέλος, ὦ φίλαι, βίου,
λήγετε τοῦδ᾽ ἄχους· κακῶν
γὰρ δυσάλωτος οὐδείς.
***
1670 ΑΝ. Αιαί και φευ. Έχουμε λόγο, έχουμε τώρα όσο ποτέ
οι δυο μας, να θρηνούμε, οι δύσμοιρες,
για του πατέρα που μας έσπειρε το μολυσμένο αίμα,
για κείνον που άλλοτε αδιάκοπα τόσο πολύ μοχθούσαμε.
Μα τώρα τελευταίο το πάθος του αυτό πρέπει ν᾽ ανιστορήσουμε,
1675 που νους ανθρώπου δεν μπορεί να το χωρέσει,
κι όμως εμείς το είδαμε, το ζήσαμε.
ΧΟ. Τι έγινε ακριβώς;
ΑΝ. Φίλοι, αυτό μπορεί κανείς και να το φανταστεί.
ΧΟ. Πάει, λοιπόν, για πάντα χάθηκε;
ΑΝ. Με τρόπο μάλιστα που εσύ θα ευχόσουν περισσότερο.
Και πώς αλλιώς; αφού μήτε του Άρη ο πόλεμος τον σκότωσε
1680 μήτε της θάλασσας το κύμα τον κατάπιε·
αλλά τον έκρυψαν πλάκες αόρατες,
κι άφαντος θάνατος τον πήρε, ενώ τα μάτια τα δικά μας
τα κάλυψε ολέθρια νύχτα.
1685 Και τώρα πώς, περιπλανώμενες
στα πέρατα της γης, στα πελαγίσια κύματα,
θα βρούμε τρόπο πια να ζήσουμε,
με τόσο κόπο βγάζοντας το ψωμί μας;
ΙΣ. Δεν ξέρω, αλήθεια. Καλύτερα να μ᾽ έπαιρνε
1690 κι εμένα ο Άδης φονικός, τον θάνατο να βρω
κοντά στον γέροντα πατέρα μου. Έτσι που έγινε
αξιοθρήνητη η ζωή μου, αβίωτη μου φαίνεται, αν τη ζήσω.
ΧΟ. Ζευγάρι άρτιο, κόρες και αδελφές,
πρέπει τον κλήρο σας, αν είναι από θεού,
να τον βαστάξετε με θάρρος,
και μην αφήνετε να σας φλογίζει
1695 ο παροξυσμός της λύπης,
γιατί τον δρόμο σας τον πήρατε
όπως έπρεπε, χωρίς ψεγάδι.
ΑΝ. Υπάρχει λέω και της δυστυχίας πόθος.
Γι᾽ αυτό και τότε εκείνο, χρέος πέρα για πέρα αχάριστο,
ήταν για μένα ευχάριστο, κάθε φορά που τον κρατούσα
με τα χέρια μου.
1700 Πατέρα μου, πατέρα, κι ας σ᾽ έχει μια για πάντα
περιζώσει στον κάτω κόσμο το σκοτάδι,
κι ας είσαι πια της απουσίας δοσμένος,
όμως ποτέ δεν θα σου λείψει η αγάπη μας,
δική μου και δική της.
ΧΟ. Βρήκε το τέλος που —
ΑΝ. Έπραξε αυτό που ήθελε.
ΧΟ. Το ποιό;
1705 ΑΝ. Πέθανε εκεί που γύρευε, σε ξένη γη,
και βρήκε καλοΐσκιωτο, αιώνιο κοιμητήρι
στον κόσμο των νεκρών. Το πένθος
που άφησε σ᾽ εμάς αθρήνητο δεν έμεινε.
1710 Πατέρα, δες, δακρυρροούν τα μάτια μου,
στενάζω, δεν μπορώ να καταπιώ
την τόση λύπη μου η δύστυχη.
Εσύ σε ξένο χώμα πόθησες να ταφείς,
όμως γιατί έρημος πέθανες, χωρίς εμένα;
1715 ΙΣ. Δυστυχισμένη μου αδελφή,
ποιά μοίρα τώρα απόμεινε σ᾽ εσένα
και σ᾽ εμένα, που μείναμε ορφανές,
χωρίς πατέρα.
1720 ΧΟ. Αφού εκείνος, φίλες μου, έλυσε ευτυχής
το τέλος της ζωής του, πρέπει κι εσείς
τέλος να βάλετε στον σπαραγμό σας.
Γιατί μπροστά στις συμφορές
κανείς δεν είναι απόρθητος.
1670 ΑΝ. Αιαί και φευ. Έχουμε λόγο, έχουμε τώρα όσο ποτέ
οι δυο μας, να θρηνούμε, οι δύσμοιρες,
για του πατέρα που μας έσπειρε το μολυσμένο αίμα,
για κείνον που άλλοτε αδιάκοπα τόσο πολύ μοχθούσαμε.
Μα τώρα τελευταίο το πάθος του αυτό πρέπει ν᾽ ανιστορήσουμε,
1675 που νους ανθρώπου δεν μπορεί να το χωρέσει,
κι όμως εμείς το είδαμε, το ζήσαμε.
ΧΟ. Τι έγινε ακριβώς;
ΑΝ. Φίλοι, αυτό μπορεί κανείς και να το φανταστεί.
ΧΟ. Πάει, λοιπόν, για πάντα χάθηκε;
ΑΝ. Με τρόπο μάλιστα που εσύ θα ευχόσουν περισσότερο.
Και πώς αλλιώς; αφού μήτε του Άρη ο πόλεμος τον σκότωσε
1680 μήτε της θάλασσας το κύμα τον κατάπιε·
αλλά τον έκρυψαν πλάκες αόρατες,
κι άφαντος θάνατος τον πήρε, ενώ τα μάτια τα δικά μας
τα κάλυψε ολέθρια νύχτα.
1685 Και τώρα πώς, περιπλανώμενες
στα πέρατα της γης, στα πελαγίσια κύματα,
θα βρούμε τρόπο πια να ζήσουμε,
με τόσο κόπο βγάζοντας το ψωμί μας;
ΙΣ. Δεν ξέρω, αλήθεια. Καλύτερα να μ᾽ έπαιρνε
1690 κι εμένα ο Άδης φονικός, τον θάνατο να βρω
κοντά στον γέροντα πατέρα μου. Έτσι που έγινε
αξιοθρήνητη η ζωή μου, αβίωτη μου φαίνεται, αν τη ζήσω.
ΧΟ. Ζευγάρι άρτιο, κόρες και αδελφές,
πρέπει τον κλήρο σας, αν είναι από θεού,
να τον βαστάξετε με θάρρος,
και μην αφήνετε να σας φλογίζει
1695 ο παροξυσμός της λύπης,
γιατί τον δρόμο σας τον πήρατε
όπως έπρεπε, χωρίς ψεγάδι.
ΑΝ. Υπάρχει λέω και της δυστυχίας πόθος.
Γι᾽ αυτό και τότε εκείνο, χρέος πέρα για πέρα αχάριστο,
ήταν για μένα ευχάριστο, κάθε φορά που τον κρατούσα
με τα χέρια μου.
1700 Πατέρα μου, πατέρα, κι ας σ᾽ έχει μια για πάντα
περιζώσει στον κάτω κόσμο το σκοτάδι,
κι ας είσαι πια της απουσίας δοσμένος,
όμως ποτέ δεν θα σου λείψει η αγάπη μας,
δική μου και δική της.
ΧΟ. Βρήκε το τέλος που —
ΑΝ. Έπραξε αυτό που ήθελε.
ΧΟ. Το ποιό;
1705 ΑΝ. Πέθανε εκεί που γύρευε, σε ξένη γη,
και βρήκε καλοΐσκιωτο, αιώνιο κοιμητήρι
στον κόσμο των νεκρών. Το πένθος
που άφησε σ᾽ εμάς αθρήνητο δεν έμεινε.
1710 Πατέρα, δες, δακρυρροούν τα μάτια μου,
στενάζω, δεν μπορώ να καταπιώ
την τόση λύπη μου η δύστυχη.
Εσύ σε ξένο χώμα πόθησες να ταφείς,
όμως γιατί έρημος πέθανες, χωρίς εμένα;
1715 ΙΣ. Δυστυχισμένη μου αδελφή,
ποιά μοίρα τώρα απόμεινε σ᾽ εσένα
και σ᾽ εμένα, που μείναμε ορφανές,
χωρίς πατέρα.
1720 ΧΟ. Αφού εκείνος, φίλες μου, έλυσε ευτυχής
το τέλος της ζωής του, πρέπει κι εσείς
τέλος να βάλετε στον σπαραγμό σας.
Γιατί μπροστά στις συμφορές
κανείς δεν είναι απόρθητος.