Μίνως και Θησέας
Το ποίημα από το οποίο προέρχεται το απόσπασμα παραδίδεται ως διθύραμβος, στην πραγματικότητα όμως φαίνεται ότι είναι παιάνας (βλ. στ. 129 και σχόλ. 4) που τραγουδήθηκε, ίσως λίγο μετά το 500 π.Χ., από χορό Κείων (από την Κέα, την πατρίδα του Βακχυλίδη) στα Δήλια, τη μεγάλη γιορτή των Ιώνων προς τιμήν του Απόλλωνα, στην οποία συμμετείχαν και οι Αθηναίοι.
Όπως συμβαίνει συνήθως στη χορική ποίηση, το ποίημα έχει τριαδική δομή (στροφή-αντιστροφή-επωδός). Απαρτίζεται από δύο τριάδες. Οι στίχοιπου ανθολογούνται είναι οι τελευταίοι του ποιήματος (η αντιστροφή και η επωδός της δεύτερης τριάδας).
Το θέμα είναι αθηναϊκού ενδιαφέροντος. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Θησέας. Ο Βακχυλίδης εστιάζει σε ένα περιθωριακό επεισόδιο, που διαδραματίζεται πάνω στο καράβι που μεταφέρει στην Κρήτη τον Θησέα μαζί με τους 14 Αθηναίους, που προορίζονταν για τον Μινώταυρο. Σύμφωνα με την εκδοχή του Βακχυλίδη, ο Μίνως, στη διάρκεια του ταξιδιού, πλησιάζει με ερωτική διάθεση μία από τις νεαρές Αθηναίες, την Ερίβοια, και προκαλεί την αντίδραση του Θησέα, ο οποίος δηλώνει ότι αν ο Μίνως είναι γιος του Διός, είναι και αυτός γιος του Ποσειδώνα και θα τον εμποδίσει βίαια. Οργισμένος ο Μίνως ζητάει από τον Δία να επιβεβαιώσει τη θεϊκή του καταγωγή, ρίχνοντας κεραυνό, και προκαλεί τον Θησέα, αν είναι όντως γιος του Ποσειδώνα, να βουτήξει και να του φέρει το δαχτυλίδι του, που το έριξε στη θάλασσα. Ακολουθεί η επιβεβαίωση με τον κεραυνό από τον Δία και ο Θησέας πηδάει στη θάλασσα, ενώ ο Μίνως μένει έκπληκτος. Το τι ακολούθησε περιγράφεται στο απόσπασμα.
Ελκυστική είναι η άποψη ότι ο νεαρός Βακχυλίδης θέλησε με ένα τέτοιο θέμα να εισέλθει στην αθηναϊκή "αγορά", πράγμα που φαίνεται να το πέτυχε.
Διθύραμβοι 17, 90-132
ἵετο δ᾽ ὠκύπομπον δόρυ· σόει
νιν βορεὰς ἐξόπιν πνέουσ᾽ ἀήτα·
τρέσσαν δ᾽ Ἀθαναίων
ἠϊθέων ‹–› γένος, ἐπεί
ἥρως θόρεν πόντονδε, κα-
95 τὰ λειρίων τ᾽ ὀμμάτων δά-
κρυ χέον, βαρεῖαν ἐπιδέγμενοι ἀνάγκαν.
φέρον δὲ δελφῖνες {ἐν} ἁλι-
ναιέται μέγαν θοῶς
Θησέα πατρὸς ἱππί-
100 ου δόμον· ἔμολέν τε θεῶν
μέγαρον. τόθι κλυτὰς ἰδὼν
ἔδεισε‹ν› Νηρῆος ὀλ-
βίου κόρας· ἀπὸ γὰρ ἀγλα-
ῶν λάμπε γυίων σέλας
105 ὧτε πυρός, ἀμφὶ χαίταις
δὲ χρυσεόπλοκοι
δίνηντο ταινίαι· χορῷ δ᾽ ἔτερ-
πον κέαρ ὑγροῖσιν ποσσίν.
εἶδέν τε πατρὸς ἄλοχον φίλαν
110 σεμνὰν βοῶπιν ἐρατοῖ-
σιν Ἀμφιτρίταν δόμοις·
ἅ νιν ἀμφέβαλεν ἀϊόνα πορφυρέαν,
κόμαισί τ᾽ ἐπέθηκεν οὔλαις
ἀμεμφέα πλόκον,
115 τόν ποτέ οἱ ἐν γάμῳ
δῶκε δόλιος Ἀφροδίτα ῥόδοις ἐρεμνόν.
ἄπιστον ὅ τι δαίμονες
θέλωσιν οὐδὲν φρενοάραις βροτοῖς·
νᾶα πάρα λεπτόπρυμνον φάνη· φεῦ,
120 οἵαισιν ἐν φροντίσι Κνώσιον
ἔσχασεν στραταγέταν, ἐπεί
μόλ᾽ ἀδίαντος ἐξ ἁλός
θαῦμα πάντεσσι, λάμ-
πε δ᾽ ἀμφὶ γυίοις θεῶν δῶρ᾽ ἀγλαό-
125 θρονοί τε κοῦραι σὺν εὐ-
θυμίᾳ νεοκτίτῳ
ὠλόλυξαν, ἔ-
κλαγεν δὲ πόντος· ἠίθεοι δ᾽ ἐγγύθεν
νέοι παιάνιξαν ἐρατᾷ ὀπί.
130 Δάλιε, χοροῖσι Κηΐων
φρένα ἰανθείς
ὄπαζε θεόπομπον ἐσθλῶν τύχαν.
***
Το γρήγορο σκαρί επροχωρούσε·90
το έσπρωχνε η πνοή του βοριά που φυσούσε από την πρύμη·
ρίγησαν τα νεαρά βλαστάρια της Αθήνας,
όταν ο ήρωας τινάχθηκε στο πέλαγος,
και από τα τρυφερά τους μάτια έχυναν δάκρυα,95
προσμένοντας το βαρύ ζυγό της ανάγκης.
Δελφίνια του πελάγους έφεραν γρήγορα τον μεγάλο Θησέα
στα δώματα του πατέρα του που αγαπάει τους ίππους.1
Έφθασε στα μέλαθρα των θεών.100
Εκεί είδε τις ξακουστές κόρες του ευλογημένου Νηρέα2 και σάστισε.
Από τα θεσπέσια σώματά τους έφεγγε μια λάμψη
όπως η λάμψη της φωτιάς,105
και γύρω στη χαίτη τους τυλίγονταν χρυσοποίκιλτα διαδήματα.
Εύφραιναν την καρδιά τους χορεύοντας με υγρά βήματα.
Είδε μέσα στα ποθητά δώματα
και την αγαπημένη συντρόφισσα του πατέρα του,
τη σεβαστή Αμφιτρίτη με τα πελώρια μάτια·110
εκείνη άπλωσε γύρω από το σώμα του πορφυρό χιτώνα
κι έστεψε την πυκνή του κόμη με στεφάνι αψεγάδιαστο,
που σκοτείνιαζε από τα ρόδα, όταν κάποτε της το χάρισε στο γάμο της115
η δολοπλόκος Αφροδίτη.
Από όσα τελούν οι θεοί
τίποτα δεν είναι απίστευτο για τους εχέφρονες θνητούς·
αναδύθηκε πλάι στο λεπτόπρυμνο καράβι·
αχ, σε ποιες σκέψεις άραγε120
ανέκοψε τον στρατηλάτη από την Κνωσό,
όταν, ένα θαύμα για όλους, ανέβηκε από τη θάλασσα κατάστεγνος
και τα δώρα των θεών έλαμπαν πάνω του
και οι παρθένες με τα λαμπρά φορέματα αλάλαζαν3125
μέσα στην νωπή ευφροσύνη
και αντήχησε το πέλαγος·
δίπλα του οι ανύμφευτοι νέοι έψαλαν τον παιάνα4
με φωνή εράσμια.
Δήλιε, αν εύφραναν την καρδιά σου οι χοροί των Κείων,5130
χάριζέ τους τη θεόσταλτη τύχη να αξιώνονται τα λαμπρά.
-------------
Όπως συμβαίνει συνήθως στη χορική ποίηση, το ποίημα έχει τριαδική δομή (στροφή-αντιστροφή-επωδός). Απαρτίζεται από δύο τριάδες. Οι στίχοιπου ανθολογούνται είναι οι τελευταίοι του ποιήματος (η αντιστροφή και η επωδός της δεύτερης τριάδας).
Το θέμα είναι αθηναϊκού ενδιαφέροντος. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Θησέας. Ο Βακχυλίδης εστιάζει σε ένα περιθωριακό επεισόδιο, που διαδραματίζεται πάνω στο καράβι που μεταφέρει στην Κρήτη τον Θησέα μαζί με τους 14 Αθηναίους, που προορίζονταν για τον Μινώταυρο. Σύμφωνα με την εκδοχή του Βακχυλίδη, ο Μίνως, στη διάρκεια του ταξιδιού, πλησιάζει με ερωτική διάθεση μία από τις νεαρές Αθηναίες, την Ερίβοια, και προκαλεί την αντίδραση του Θησέα, ο οποίος δηλώνει ότι αν ο Μίνως είναι γιος του Διός, είναι και αυτός γιος του Ποσειδώνα και θα τον εμποδίσει βίαια. Οργισμένος ο Μίνως ζητάει από τον Δία να επιβεβαιώσει τη θεϊκή του καταγωγή, ρίχνοντας κεραυνό, και προκαλεί τον Θησέα, αν είναι όντως γιος του Ποσειδώνα, να βουτήξει και να του φέρει το δαχτυλίδι του, που το έριξε στη θάλασσα. Ακολουθεί η επιβεβαίωση με τον κεραυνό από τον Δία και ο Θησέας πηδάει στη θάλασσα, ενώ ο Μίνως μένει έκπληκτος. Το τι ακολούθησε περιγράφεται στο απόσπασμα.
Ελκυστική είναι η άποψη ότι ο νεαρός Βακχυλίδης θέλησε με ένα τέτοιο θέμα να εισέλθει στην αθηναϊκή "αγορά", πράγμα που φαίνεται να το πέτυχε.
Διθύραμβοι 17, 90-132
ἵετο δ᾽ ὠκύπομπον δόρυ· σόει
νιν βορεὰς ἐξόπιν πνέουσ᾽ ἀήτα·
τρέσσαν δ᾽ Ἀθαναίων
ἠϊθέων ‹–› γένος, ἐπεί
ἥρως θόρεν πόντονδε, κα-
95 τὰ λειρίων τ᾽ ὀμμάτων δά-
κρυ χέον, βαρεῖαν ἐπιδέγμενοι ἀνάγκαν.
φέρον δὲ δελφῖνες {ἐν} ἁλι-
ναιέται μέγαν θοῶς
Θησέα πατρὸς ἱππί-
100 ου δόμον· ἔμολέν τε θεῶν
μέγαρον. τόθι κλυτὰς ἰδὼν
ἔδεισε‹ν› Νηρῆος ὀλ-
βίου κόρας· ἀπὸ γὰρ ἀγλα-
ῶν λάμπε γυίων σέλας
105 ὧτε πυρός, ἀμφὶ χαίταις
δὲ χρυσεόπλοκοι
δίνηντο ταινίαι· χορῷ δ᾽ ἔτερ-
πον κέαρ ὑγροῖσιν ποσσίν.
εἶδέν τε πατρὸς ἄλοχον φίλαν
110 σεμνὰν βοῶπιν ἐρατοῖ-
σιν Ἀμφιτρίταν δόμοις·
ἅ νιν ἀμφέβαλεν ἀϊόνα πορφυρέαν,
κόμαισί τ᾽ ἐπέθηκεν οὔλαις
ἀμεμφέα πλόκον,
115 τόν ποτέ οἱ ἐν γάμῳ
δῶκε δόλιος Ἀφροδίτα ῥόδοις ἐρεμνόν.
ἄπιστον ὅ τι δαίμονες
θέλωσιν οὐδὲν φρενοάραις βροτοῖς·
νᾶα πάρα λεπτόπρυμνον φάνη· φεῦ,
120 οἵαισιν ἐν φροντίσι Κνώσιον
ἔσχασεν στραταγέταν, ἐπεί
μόλ᾽ ἀδίαντος ἐξ ἁλός
θαῦμα πάντεσσι, λάμ-
πε δ᾽ ἀμφὶ γυίοις θεῶν δῶρ᾽ ἀγλαό-
125 θρονοί τε κοῦραι σὺν εὐ-
θυμίᾳ νεοκτίτῳ
ὠλόλυξαν, ἔ-
κλαγεν δὲ πόντος· ἠίθεοι δ᾽ ἐγγύθεν
νέοι παιάνιξαν ἐρατᾷ ὀπί.
130 Δάλιε, χοροῖσι Κηΐων
φρένα ἰανθείς
ὄπαζε θεόπομπον ἐσθλῶν τύχαν.
***
Το γρήγορο σκαρί επροχωρούσε·90
το έσπρωχνε η πνοή του βοριά που φυσούσε από την πρύμη·
ρίγησαν τα νεαρά βλαστάρια της Αθήνας,
όταν ο ήρωας τινάχθηκε στο πέλαγος,
και από τα τρυφερά τους μάτια έχυναν δάκρυα,95
προσμένοντας το βαρύ ζυγό της ανάγκης.
Δελφίνια του πελάγους έφεραν γρήγορα τον μεγάλο Θησέα
στα δώματα του πατέρα του που αγαπάει τους ίππους.1
Έφθασε στα μέλαθρα των θεών.100
Εκεί είδε τις ξακουστές κόρες του ευλογημένου Νηρέα2 και σάστισε.
Από τα θεσπέσια σώματά τους έφεγγε μια λάμψη
όπως η λάμψη της φωτιάς,105
και γύρω στη χαίτη τους τυλίγονταν χρυσοποίκιλτα διαδήματα.
Εύφραιναν την καρδιά τους χορεύοντας με υγρά βήματα.
Είδε μέσα στα ποθητά δώματα
και την αγαπημένη συντρόφισσα του πατέρα του,
τη σεβαστή Αμφιτρίτη με τα πελώρια μάτια·110
εκείνη άπλωσε γύρω από το σώμα του πορφυρό χιτώνα
κι έστεψε την πυκνή του κόμη με στεφάνι αψεγάδιαστο,
που σκοτείνιαζε από τα ρόδα, όταν κάποτε της το χάρισε στο γάμο της115
η δολοπλόκος Αφροδίτη.
Από όσα τελούν οι θεοί
τίποτα δεν είναι απίστευτο για τους εχέφρονες θνητούς·
αναδύθηκε πλάι στο λεπτόπρυμνο καράβι·
αχ, σε ποιες σκέψεις άραγε120
ανέκοψε τον στρατηλάτη από την Κνωσό,
όταν, ένα θαύμα για όλους, ανέβηκε από τη θάλασσα κατάστεγνος
και τα δώρα των θεών έλαμπαν πάνω του
και οι παρθένες με τα λαμπρά φορέματα αλάλαζαν3125
μέσα στην νωπή ευφροσύνη
και αντήχησε το πέλαγος·
δίπλα του οι ανύμφευτοι νέοι έψαλαν τον παιάνα4
με φωνή εράσμια.
Δήλιε, αν εύφραναν την καρδιά σου οι χοροί των Κείων,5130
χάριζέ τους τη θεόσταλτη τύχη να αξιώνονται τα λαμπρά.
-------------
1 Ο Ποσειδώνας συνδέεται στενά όχι μόνο με τη θάλασσα αλλά και με το άλογο.
2 Θαλάσσιος δαίμονας προικισμένος με το χάρισμα της μαντικής. Είναι γιος του Πόντου και της Γης. Κόρες του Νηρέα και της Δωρίδας είναι οι πενήντα Νηρηίδες, οι θαλάσσιες νύμφες που συνοδεύουν τον Ποσειδώνα και τη γυναίκα του την Αμφιτρίτη, που συγκαταλέγεται και η ίδια στις Νηρηίδες. Οι Νηρηίδες τέρπουν τους ναυτικούς με τους χορούς και τα παιχνίδια τους και τους βοηθούν την ώρα του κινδύνου.
3 Στο πρωτότυπο ὠλόλυξαν (εκραύγασαν ὀλολύ). Η ὀλολυγή είναι πρωτίστως γυναικεία κραυγή χαράς, που κατά κανόνα εντάσσεται σε κάποιο τελετουργικό πλαίσιο (κυρίως δέηση ή ευχαριστία) και συχνά, όπως και εδώ, συνδέεται με τον παιάνα, που τον τραγουδούν οι άντρες.
4 Ο Παιάνας αρχικά είναι ανεξάρτητη θεότητα με θεραπευτικές ικανότητες. Αργότερα αφομοιώνεται από τον Απόλλωνα, τον Ασκληπιό κ.ά.· παιάνας ονομάζεται και η επίκληση ή το άσμα προς τιμήν αυτών των θεών. Από μια εποχή κι έπειτα ο παιάνας και ο διθύραμβος είναι τα δύο κυριότερα είδη της χορικής ποίησης. Ο παιάνας συνδέεται με τον Απόλλωνα και εκτελείται με συνοδεία της έγχορδης λύρας, ο διθύραμβος με τον Διόνυσο και εκτελείται με συνοδεία του πνευστού αυλού.
5 Η μυθική αφήγηση εκβάλλει στο παρόν της γιορτής. Από τους παιανίζοντες Αθηναίους του μύθου μεταβαίνουμε στους παιανίζοντες Κείους στην Δήλο.
Ο ύμνος της Ειρήνης
Οι στίχοι προέρχονται από αποσπασματικώς σωζόμενο παιάνα, που πιθανότατα προοριζόταν για γιορτή προς τιμήν του Απόλλωνα στο ιερό του Απόλλωνος Πυθαιέως στην περιοχή της Ασίνης, μιας πόλης που την ισοπέδωσαν τον όγδοο αιώνα οι Αργείοι, χωρίς όμως να καταστρέψουν και το ιερό. (Για τον όρο παιάνας βλ. το προηγούμενο Κείμενο,σχόλ. 4).
Ο ύμνος για την ειρήνη ίσως λειτουργούσε αντιστικτικά προς το πρώτο μέρος του ποιήματος, όπου γινόταν λόγος για τους βίαιους Δρύοπες, τους μυθικούς προγόνους των Ασινέων, που αρχικά ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή του Παρνασσού. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ηρακλής νίκησε τους Δρύοπες και τους προσέφερε ως ἀνάθημα στον Απόλλωνα στους Δελφούς, που του υπέδειξε να τους εγκαταστήσει στην Ασίνη.
Εδώ για πρώτη φορά στην αρχαία ελληνική γραμματεία συναντάμε έναν ύμνο για την ειρήνη. Τα επόμενα ανάλογα δείγματα προέρχονται από τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη, που γράφουν στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Πριν από τον Βακχυλίδη, η ειρήνη παρουσιάζεται κυρίως ως ομόνοια στο εσωτερικό της πόλης ή της κοινότητας, χωρίς να αποκλείεται ο πόλεμος με άλλες πόλεις. Το καινούργιο στον Βακχυλίδη είναι ότι η ειρήνη παρουσιάζεται ως καθολική κατάσταση που εξασφαλίζει την ευφροσύνη και την ευδαιμονία.
Παιὰν 4, 61-80
τίκτει δέ τε θανατοῖσιν εἰ-
ρήνα μεγαλάνορα πλοῦτον
καὶ μελιγλώσσων ἀοιδᾶν ἄνθεα
δαιδαλέων τ᾽ ἐπὶ βωμῶν
65 θεοῖσιν αἴθεσθαι βοῶν ξανθᾷ φλογί
μηρί᾽ εὐμάλλων τε μήλων
γυμνασίων τε νέοις
αὐλῶν τε καὶ κώμων μέλειν.
ἐν δὲ σιδαροδέτοις πόρπαξιν αἰθᾶν
70 ἀραχνᾶν ἱστοὶ πέλονται,
ἔγχεα τε λογχωτὰ ξίφεα
τ᾽ ἀμφάκεα δάμναται εὐρώς.
(–υ– – –υ– – –υ–
–υυ–υυ– –)
75 χαλκεᾶν δ᾽ οὐκ ἔστι σαλπίγγων κτύπος,
οὐδὲ συλᾶται μελίφρων
ὕπνος ἀπὸ βλεφάρων
ἀῶιος ὃς θάλπει κέαρ.
συμποσίων δ᾽ ἐρατῶν βρίθοντ᾽ ἀγυιαί,
80 παιδικοί θ᾽ ὕμνοι φλέγονται.
***
Για τους θνητούς γεννά η μεγάλη Ειρήνη πλούτη
και τραγουδιών γλυκόφωνων ανθούς·
πάνω στους πλουμιστούς βωμούς, στην ξανθή φλόγα
καίονται για τους θεούς, σαν είναι ειρήνη,
μηριά βοδιών, πυκνόμαλλων προβάτων,65
και τότε ο νους των νέων είναι στους κώμους,
στο παίξιμο του αυλού και στις παλαίστρες.
Τα σιδεροδεμένα
χερούλια των ασπίδων αραχνιάζουν,70
σκουριά σκεπάζει
τα δίκοπα σπαθιά, τις λόγχες των δοράτων.
δεν κλέβουν απ᾽ τα μάτια το γλυκό
τον ύπνο της αυγής, που τις καρδιές ζεσταίνει.
Ευφρόσυνα συμπόσια είναι γεμάτοι οι δρόμοι,
και παιδικοί ξεχύνονται, σαν φλόγες, ύμνοι.80
Ο ύμνος για την ειρήνη ίσως λειτουργούσε αντιστικτικά προς το πρώτο μέρος του ποιήματος, όπου γινόταν λόγος για τους βίαιους Δρύοπες, τους μυθικούς προγόνους των Ασινέων, που αρχικά ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή του Παρνασσού. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ηρακλής νίκησε τους Δρύοπες και τους προσέφερε ως ἀνάθημα στον Απόλλωνα στους Δελφούς, που του υπέδειξε να τους εγκαταστήσει στην Ασίνη.
Εδώ για πρώτη φορά στην αρχαία ελληνική γραμματεία συναντάμε έναν ύμνο για την ειρήνη. Τα επόμενα ανάλογα δείγματα προέρχονται από τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη, που γράφουν στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Πριν από τον Βακχυλίδη, η ειρήνη παρουσιάζεται κυρίως ως ομόνοια στο εσωτερικό της πόλης ή της κοινότητας, χωρίς να αποκλείεται ο πόλεμος με άλλες πόλεις. Το καινούργιο στον Βακχυλίδη είναι ότι η ειρήνη παρουσιάζεται ως καθολική κατάσταση που εξασφαλίζει την ευφροσύνη και την ευδαιμονία.
Παιὰν 4, 61-80
τίκτει δέ τε θανατοῖσιν εἰ-
ρήνα μεγαλάνορα πλοῦτον
καὶ μελιγλώσσων ἀοιδᾶν ἄνθεα
δαιδαλέων τ᾽ ἐπὶ βωμῶν
65 θεοῖσιν αἴθεσθαι βοῶν ξανθᾷ φλογί
μηρί᾽ εὐμάλλων τε μήλων
γυμνασίων τε νέοις
αὐλῶν τε καὶ κώμων μέλειν.
ἐν δὲ σιδαροδέτοις πόρπαξιν αἰθᾶν
70 ἀραχνᾶν ἱστοὶ πέλονται,
ἔγχεα τε λογχωτὰ ξίφεα
τ᾽ ἀμφάκεα δάμναται εὐρώς.
(–υ– – –υ– – –υ–
–υυ–υυ– –)
75 χαλκεᾶν δ᾽ οὐκ ἔστι σαλπίγγων κτύπος,
οὐδὲ συλᾶται μελίφρων
ὕπνος ἀπὸ βλεφάρων
ἀῶιος ὃς θάλπει κέαρ.
συμποσίων δ᾽ ἐρατῶν βρίθοντ᾽ ἀγυιαί,
80 παιδικοί θ᾽ ὕμνοι φλέγονται.
***
Για τους θνητούς γεννά η μεγάλη Ειρήνη πλούτη
και τραγουδιών γλυκόφωνων ανθούς·
πάνω στους πλουμιστούς βωμούς, στην ξανθή φλόγα
καίονται για τους θεούς, σαν είναι ειρήνη,
μηριά βοδιών, πυκνόμαλλων προβάτων,65
και τότε ο νους των νέων είναι στους κώμους,
στο παίξιμο του αυλού και στις παλαίστρες.
Τα σιδεροδεμένα
χερούλια των ασπίδων αραχνιάζουν,70
σκουριά σκεπάζει
τα δίκοπα σπαθιά, τις λόγχες των δοράτων.
...
...
Οι σάλπιγγες οι χάλκινες πια δεν βαράνε,75δεν κλέβουν απ᾽ τα μάτια το γλυκό
τον ύπνο της αυγής, που τις καρδιές ζεσταίνει.
Ευφρόσυνα συμπόσια είναι γεμάτοι οι δρόμοι,
και παιδικοί ξεχύνονται, σαν φλόγες, ύμνοι.80