Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (20.122-20.184)

Αἱ δ᾽ ἄλλαι δμῳαὶ κατὰ δώματα κάλ᾽ Ὀδυσῆος
ἀγρόμεναι ἀνέκαιον ἐπ᾽ ἐσχάρῃ ἀκάματον πῦρ.
Τηλέμαχος δ᾽ εὐνῆθεν ἀνίστατο, ἰσόθεος φώς,
125 εἵματα ἑσσάμενος· περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ᾽ ὤμῳ·
ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,
εἵλετο δ᾽ ἄλκιμον ἔγχος ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ·
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ οὐδὸν ἰών, πρὸς δ᾽ Εὐρύκλειαν ἔειπε·
«μαῖα φίλη, πῶς ξεῖνον ἐτιμήσασθ᾽ ἐνὶ οἴκῳ
130 εὐνῇ καὶ σίτῳ, ἦ αὔτως κεῖται ἀκηδής;
τοιαύτη γὰρ ἐμὴ μήτηρ, πινυτή περ ἐοῦσα·
ἐμπλήγδην ἕτερόν γε τίει μερόπων ἀνθρώπων
χείρονα, τὸν δέ τ᾽ ἀρείον᾽ ἀτιμήσασ᾽ ἀποπέμπει.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Εὐρύκλεια·
135 «οὐκ ἄν μιν νῦν, τέκνον, ἀναίτιον αἰτιόῳο.
οἶνον μὲν γὰρ πῖνε καθήμενος, ὄφρ᾽ ἔθελ᾽ αὐτός,
σίτου δ᾽ οὐκέτ᾽ ἔφη πεινήμεναι· εἴρετο γάρ μιν.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ κοίτοιο καὶ ὕπνου μιμνήσκοιτο,
ἡ μὲν δέμνι᾽ ἄνωγεν ὑποστορέσαι δμῳῇσιν,
140 αὐτὰρ ὅ γ᾽, ὥς τις πάμπαν ὀϊζυρὸς καὶ ἄποτμος,
οὐκ ἔθελ᾽ ἐν λέκτροισι καὶ ἐν ῥήγεσσι καθεύδειν,
ἀλλ᾽ ἐν ἀδεψήτῳ βοέῃ καὶ κώεσιν οἰῶν
ἔδραθ᾽ ἐνὶ προδόμῳ· χλαῖναν δ᾽ ἐπιέσσαμεν ἡμεῖς.»
Ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει
145 ἔγχος ἔχων· ἅμα τῷ γε δύω κύνες ἀργοὶ ἕποντο.
βῆ δ᾽ ἴμεν εἰς ἀγορὴν μετ᾽ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς.
ἡ δ᾽ αὖτε δμῳῇσιν ἐκέκλετο δῖα γυναικῶν,
Εὐρύκλει᾽, Ὦπος θυγάτηρ Πεισηνορίδαο·
«ἀγρεῖθ᾽, αἱ μὲν δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι,
150 ῥάσσατέ τ᾽ ἔν τε θρόνοις εὐποιήτοισι τάπητας
βάλλετε πορφυρέους· αἱ δὲ σπόγγοισι τραπέζας
πάσας ἀμφιμάσασθε, καθήρατε δὲ κρητῆρας
καὶ δέπα ἀμφικύπελλα τετυγμένα· ταὶ δὲ μεθ᾽ ὕδωρ
ἔρχεσθε κρήνηνδε, καὶ οἴσετε θᾶσσον ἰοῦσαι.
155 οὐ γὰρ δὴν μνηστῆρες ἀπέσσονται μεγάροιο,
ἀλλὰ μάλ᾽ ἦρι νέονται, ἐπεὶ καὶ πᾶσιν ἑορτή.»
Ὣς ἔφαθ᾽, αἱ δ᾽ ἄρα τῆς μάλα μὲν κλύον ἠδ᾽ ἐπίθοντο.
αἱ μὲν ἐείκοσι βῆσαν ἐπὶ κρήνην μελάνυδρον,
αἱ δ᾽ αὐτοῦ κατὰ δώματ᾽ ἐπισταμένως πονέοντο.
160 Ἐς δ᾽ ἦλθον δρηστῆρες ἀγήνορες· οἱ μὲν ἔπειτα
εὖ καὶ ἐπισταμένως κέασαν ξύλα, ταὶ δὲ γυναῖκες
ἦλθον ἀπὸ κρήνης· ἐπὶ δέ σφισιν ἦλθε συβώτης
τρεῖς σιάλους κατάγων, οἳ ἔσαν μετὰ πᾶσιν ἄριστοι.
καὶ τοὺς μέν ῥ᾽ εἴασε καθ᾽ ἕρκεα καλὰ νέμεσθαι,
165αὐτὸς δ᾽ αὖτ᾽ Ὀδυσῆα προσηύδα μειλιχίοισι·
«ξεῖν᾽, ἦ ἄρ τί σε μᾶλλον Ἀχαιοὶ εἰσορόωσιν,
ἦέ σ᾽ ἀτιμάζουσι κατὰ μέγαρ᾽, ὡς τὸ πάρος περ;»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«αἲ γὰρ δή, Εὔμαιε, θεοὶ τισαίατο λώβην,
170 ἣν οἵδ᾽ ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται
οἴκῳ ἐν ἀλλοτρίῳ, οὐδ᾽ αἰδοῦς μοῖραν ἔχουσιν.»
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
ἀγχίμολον δέ σφ᾽ ἦλθε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν,
αἶγας ἄγων αἳ πᾶσι μετέπρεπον αἰπολίοισι,
175 δεῖπνον μνηστήρεσσι· δύω δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο νομῆες.
καὶ τὰς μὲν κατέδησαν ὑπ᾽ αἰθούσῃ ἐριδούπῳ,
αὐτὸς δ᾽ αὖτ᾽ Ὀδυσῆα προσηύδα κερτομίοισι·
«ξεῖν᾽, ἔτι καὶ νῦν ἐνθάδ᾽ ἀνιήσεις κατὰ δῶμα
ἀνέρας αἰτίζων, ἀτὰρ οὐκ ἔξεισθα θύραζε;
180 πάντως οὐκέτι νῶϊ διακρινέεσθαι ὀΐω
πρὶν χειρῶν γεύσασθαι, ἐπεὶ σύ περ οὐ κατὰ κόσμον
αἰτίζεις· εἰσὶν δὲ καὶ ἄλλαι δαῖτες Ἀχαιῶν.»
Ὣς φάτο, τὸν δ᾽ οὔ τι προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς,
ἀλλ᾽ ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων.

***
Στο μεταξύ κι οι άλλες δούλες στου Οδυσσέα μαζεύτηκαν τα ωραία δώματα
κι ακάματη άναβαν φωτιά στη σχάρα της εστίας.
Την ίδια ώρα, ισόθεος ο νεαρός Τηλέμαχος,
από το στρώμα του πετάχτηκε· φόρεσε ρούχα, στον ώμο πέρασε
το κοφτερό σπαθί, στ᾽ άσπρα του πόδια ωραία σαντάλια,
κι έπιασε με το χέρι του άλκιμο δόρυ, καλοξυσμένο
ως τη χάλκινή του αιχμή.
Μετά, στημένος στο κατώφλι, φώναξε στην Ευρύκλεια:
«Καλή κυρά μου, στο σπίτι αυτό τον ξένο τον φροντίσατε
130 στον ύπνο και στο φαγητό του; ή τον αφήσατε έτσι αφρόντιστο;
Τα κάνει αυτά η μάνα μου, παρά τη φρόνησή της·
στην τύχη κάποτε, τον ένα ξένο τον τιμά,
κι ας είναι κι ο χειρότερος, ενώ συχνά καταφρονώντας
τον καλύτερο τον διώχνει.»
Ανταποκρίθηκε στα λόγια του η μυαλωμένη Ευρύκλεια:
«Μη θες, παιδί μου, να ρίξεις τώρα φταίξιμο σε μιαν αθώα.
Έπινε ο ξένος το κρασί του καθισμένος, όσο τραβούσε η όρεξή του,
και νηστικός δεν έμεινε, όταν πεινούσε — εκείνη τον ρωτούσε.
Αλλά, σαν ήλθε η ώρα να θυμηθεί τον ύπνο και να πέσει,
έδωσε η Πηνελόπη εντολή στις δούλες να του στρώσουν κλίνη.
140 Όμως αυτός, νιώθοντας άμοιρος και τρισδυστυχισμένος,
δεν θέλησε κρεβάτι με σωστά σκεπάσματα·
στον πρόδομο έξω κούρνιασε πάνω σε βοϊδοτόμαρο και με προβιές
σκεπάστηκε — εμείς του ρίξαμε μετά μια κάπα πάνω του.»
Τόσα του είπε, κι ο Τηλέμαχος, κρατώντας το κοντάρι, άφησε
πίσω του τ᾽ αρχοντικό, με δυο στο πλάι του γοργά σκυλιά
που τον ακολουθούσαν. Έτσι προχώρησε να πάει στην αγορά,
όπου μαζεύονται οι Αχαιοί του τόπου στολισμένοι.
Τις άλλες τότε δούλες καλεί η Ευρύκλεια, γυναίκα αξιοθαύμαστη,
του Ώπου θυγατέρα και του Πεισίνορα εγγονή.
«Εμπρός λοιπόν, κουνήστε πια τα χέρια σας: εσείς,
150 την κάμαρη σαρώστε και ραντίστε, βάλτε απάνω στα περίτεχνα καθίσματα
κιλίμια πορφυρά· εσείς, με τα σφουγγάρια παστρέψετε τις τάβλες όλες,
πλύνετε τους κρατήρες, τις όμορφες δίδυμες κούπες·
εσείς, τραβάτε για την κρήνη να φέρετε νερό, και γρήγορα γυρίστε πίσω.
Δεν θα βραδύνουν λέω να κοπιάσουν οι μνηστήρες
στο παλάτι, τους βλέπω να ᾽ρχονται πρωί πρωί, σήμερα είναι
πάνδημη γιορτή.»
Έτσι τους μίλησε, και πρόθυμα την άκουσαν αυτές κι υπάκουσαν:
είκοσι τράβηξαν στην κρήνη τη μελάνυδρη· οι υπόλοιπες
μείναν εκεί και με την τέχνη τους συγύριζαν το σπίτι.
160 Στην ώρα φτάνουν ζωηρά παιδόπουλα, έσχιζαν ξύλα
με τη μεγάλη μαστοριά τους — στο μεταξύ γύρισαν πίσω κι οι γυναίκες
απ᾽ τη βρύση. Ήλθε κατόπι ο Εύμαιος με τρεις καλοθρεμμένους χοίρους,
τους πιο καλούς στο χοιροστάσι· τους άφησε να βόσκουν
στον ωραίο αυλόγυρο, κι ο ίδιος σίμωσε τον Οδυσσέα,
μιλώντας του με καλοσύνη:
«Για πες μου, ξένε, κάπως καλύτερα οι Αχαιοί τώρα σου φέρονται;
ή συνεχίζουν μέσα στο παλάτι να σε καταφρονούν, όπως και πριν;»
Ανταποκρίθηκε με το πολύστροφο μυαλό του ο Οδυσσέας:
«Άμποτε, Εύμαιε, να εκδικηθούνε οι θεοί την ατιμία!
170 Που αυτοί οι ξετσίπωτοι μέσα σε ξένο σπίτι μηχανεύονται
τ᾽ άνομα έργα τους, δίχως καμιά ντροπή και τσίπα.»
Έτσι μιλώντας μεταξύ τους συναλλάσσονταν, όταν σε λίγο
ο Μελάνθιος φτάνει, γιδοβοσκός αυτός, ερίφια φέρνοντας
από τη μάντρα, τα καλύτερα, να φαν και να χορτάσουν
οι μνηστήρες — μαζί του κι άλλοι δυο βοσκοί.
Κι αφού τις γίδες έδεσε στο υπόστεγο που αντιλαλούσε,
στον Οδυσσέα γύρισε, μιλώντας με βρισιές:
«Ε ξένε, ακόμη εδώ ψωμοζητώντας θα τη βγάζεις, φόρτωμα
στο παλάτι; αλήθεια, πότε θα ξεκουμπιστείς;
180 Πάντως εμείς οι δυο δεν θα χωρίσουμε, προτού
ανταλλάξουμε γροθιές, γιατί του λόγου σου μας ζητιανεύεις άτσαλα —
κι αλλού υπάρχει φαγητό, να λιγουρεύεσαι.»
Έτσι του μίλησε, αλλά δεν αντιμίλησε ο Οδυσσέας πολύστροφος·
κούνησε μόνο το κεφάλι του, το στόμα του κλειστό κρατώντας,
μέσα του μελετώντας το κακό.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 13. Εις την οδόν Φιλελλήνων

13.3. Το παιχνίδι με τις ταυτότητες


Πόσο αντικειμενικά και αξιόπιστα είναι τα πορίσματα μιας τέτοιας «δημοσκόπησης»; Συχνά το βρίσκουμε πιο εύκολο να πούμε τι δεν είναι παρά τι είναι κάποιος ή κάτι. Και το ίδιο συμβαίνει όταν προσπαθούμε να προσδιορίσουμε την ατομική ή συλλογική μας ταυτότητα. Από την άποψη αυτή, και με βάση τα πορίσματα της δημοσκόπησης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Ρωμαίοι περιγράφουν περισσότερο τον εαυτό τους παρά τους Έλληνες με τη μέθοδο του «είμαι ό,τι δεν είσαι, δεν είμαι ό,τι είσαι». Έχουν, φυσικά, τους λόγους τους γι᾽ αυτό.

Μιλήσαμε για έναν ρωμαϊκό κώδικα κοινωνικής ιδεολογίας και συμπεριφοράς, έναν «κατάλογο προγονικών αρετών» που αποτελούσε, σύμφωνα με τους Ρωμαίους, την αφετηρία και το στήριγμα της προκοπής τους: σοβαρότητα χαρακτήρα, λιτότητα, ευσέβεια προς τους θεούς, την οικογένεια και την πατρίδα, ηθική αξιοπιστία κ.ά. Είναι ενδιαφέρον ότι τα μειονεκτήματα που συνήθως αποδίδουν οι Ρωμαίοι στους Έλληνες αποτελούν το «αρνητικό» αυτών των αρετών, δηλώνουν, με άλλα λόγια, την απουσία τους. Αυτό γίνεται συστηματικά και σχεδόν ιδεοληπτικά από την πλευρά των Ρωμαίων ακριβώς επειδή ο ρωμαϊκός κατάλογος προγονικών αρετών είναι πολύ βαθιά και σχεδόν ιδεοληπτικά ενσωματωμένος στον τρόπο με τον οποίο οι Ρωμαίοι αναφέρονται στον εαυτό τους. Έτσι, οι «σύγχρονοι Έλληνες», με όλα τα πιθανά κουσούρια τους, αποτελούν σε μεγάλο βαθμό απλό πρόσχημα για μια «επιχείρηση εθνική ταυτότητα». Δηλαδή άλλη φωτιά, άλλος καπνός. Το αποτέλεσμα στις περιπτώσεις αυτές (που δεν αφορά μόνο τους Ρωμαίους) είναι αυτό που λέμε «εθνικά στερεότυπα»· και τέτοια εθνικά στερεότυπα ξέρουμε όλοι από τα ανέκδοτα του τύπου «μια φορά ένας Γερμανός, ένας Αμερικάνος και ένας Έλληνας…» Τα ανέκδοτα αυτά λειτουργούν και έχουν «πλάκα» όταν αποδώσουμε σε κάθε εθνικότητα ένα τυπικό χαρακτηριστικό που προσδιορίζει, υποτίθεται, τη συμπεριφορά της: ο Γερμανός είναι άκαμπτος και συστηματικός, ο Αμερικανός είναι πλούσιος αλλά αφελής, ο Έλληνας είναι έξυπνος και καταφερτζής. Αν δεχτούμε ότι τα στερεότυπα δεν εμφανίζονται χωρίς λόγο, θα πρέπει επίσης να παραδεχτούμε ότι άλλο τόσο υπερβάλλουν και σχηματοποιούν για κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Ο λόγος αυτός είναι συχνά η συλλογική, εθνική αυτοκολακεία. Το αρνητικό στερεότυπο για τον άλλο είναι ταυτόχρονα ένας έπαινος για τον εαυτό μας.

Να πούμε και κάτι άλλο. Οι Ρωμαίοι, από πολλές απόψεις, βρίσκονταν «στριμωγμένοι». Με την αυξημένη αίσθηση στρατιωτικής και πολιτικής υπεροχής απέναντι στους διαιρεμένους και υποταγμένους Έλληνες, το έβρισκαν λίγο άβολο να πρέπει να παραδεχτούν ότι η Ελλάδα είχε προηγηθεί πολιτισμικά και είχε «προλάβει» να καθορίσει τους κανόνες του πολιτισμικού παιχνιδιού. Δεν μπορούσαν να αρνηθούν την πραγματικότητα, μπορούσαν όμως να «εκδικηθούν» με το να αρνούνται εντελώς στους Έλληνες αυτά που κατά παράδοση απέδιδαν στον εαυτό τους: την ηθική ακεραιότητα και το πρακτικό πνεύμα - για να μην πούμε ότι σε στιγμές εθνικιστικής έξαρσης και ρατσιστικής χοντροκεφαλιάς διατείνονταν ότι οτιδήποτε είχαν κάνει οι Έλληνες αυτοί μπορούσαν να το κάνουν καλύτερα.

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι οι Ρωμαίοι έχουν να διαφεντέψουν και να συντηρήσουν μια παγκόσμια εξουσία και πρέπει να δικαιολογήσουν την πολιτικοστρατιωτική τους παρουσία εκτός Ιταλίας. Όταν, λοιπόν, κατηγορούν τους σύγχρονούς τους Έλληνες για πολιτική παρακμή και ανικανότητα να βάλουν σε τάξη το σπίτι τους, μπορεί να λένε τη μισή αλήθεια· η άλλη μισή είναι ότι έτσι θεμελιώνουν το δικαίωμά τους να τους εξουσιάζουν αυτοί, και μάλιστα να παρουσιάζουν αυτή την εξουσία τους ως δώρο μιας «Θείας Πρόνοιας» η οποία φρόντισε να κάνει τη Ρώμη κοσμοκράτειρα για το καλό της ανθρωπότητας. Αυτό εξάλλου υπαινίσσεται και ο «φιλέλλην» Αύλος Ματέρνος, ο οποίος μάλιστα κατηγορεί τους Έλληνες για αγνωμοσύνη στις περιπτώσεις που η Ρώμη άσκησε απέναντι τους «συναισθηματική πολιτική».

Επίγνωση και εγκέφαλος

Επίγνωση και εγκέφαλος / Η Εσωτερική Θεώρηση

Η Συνείδηση είναι η Πύλη της Πραγματικότητας. Πώς δομείται και πώς ολοκληρώνεται η αντίληψη της πραγματικότητας; Η Συνείδηση αντιλαμβάνεται, σκέφτεται, αισθάνεται, έχει εμπειρία (επαφή) των εξωτερικών πραγμάτων. Όταν χρησιμοποιεί αυτές τις δυνατότητες, δυνάμεις, λειτουργίες, για να σχηματίσει μια εικόνα της εξωτερικής πραγματικότητας αυτόματα καθίσταται ένα υποκείμενο που ζει σε ένα αντικειμενικό κόσμο. Αντιλαμβάνεται μέσα από ένα κέντρο, τον κόσμο γύρω της, απέναντί της. Σε αυτή την αντίληψη, που μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ακριβής καταγραφή της εξωτερικής πραγματικότητας δεν λαμβάνεται υπόψιν το υποκείμενο, που τοποθετείται έξω (σαν απόλυτη αρχή) από την αντίληψη της πραγματικότητας. Είναι μια αντίληψη μόνο της εξωτερικής πραγματικότητας.
 
Τι είναι όμως η Συνείδηση, το υποκειμενικό στοιχείο; Δεν μπορεί να ερμηνευθεί μέσω της εξωτερικής γνώσης. Η γνώση αναφέρεται πάντα στον εξωτερικό κόσμο.
 
Πώς μπορούμε να αντιληφθούμε το υποκείμενο; την αληθινή ουσία; Η Συνείδηση μπορεί να ερευνηθεί μόνο μέσω της Συνείδησης, της αντίληψης, όταν δεν στρέφεται προς τα έξω αλλά προς τα έσω, προς τον εαυτό. Όταν η αντίληψη στρέφεται έσω καθίσταται αυτόματα εσωτερική αντίληψη, ενόραση, Άμεση Όραση της Φύσης της Συνείδησης. Όταν ξεκινά μια τέτοια διαδικασία δεν αποκτάμε αμέσως πλήρη γνώση της φύσης του εαυτού. Συνειδητοποιούμε σιγά-σιγά αυτό που είμαστε, δυνατότητες και χαρακτηριστικά. Αυτό που κατανοείται γρήγορα είναι ότι η Συνείδηση δεν είναι απλά η Αρχή της Ύπαρξης. Συνειδητοποιούμε ότι η Συνείδηση είναι η Μοναδική Αρχή της Ύπαρξης. Όλα είναι Συνείδηση. Μέσα στη Συνείδηση συμβαίνουν όλα. Και όλα τα φαινόμενα δεν είναι παρά δραστηριότητες, εκδηλώσεις, συμβάντα, εντός της Συνείδησης. Όλα συμβαίνουν μέσα στη Συνείδηση, ακόμα και οι κόσμοι της μορφής και ο υλικός κόσμος και η ενσωμάτωση στον υλικό κόσμο, σε ένα σώμα, και η ενσωματωμένη ζωή και οι εξωτερικές εμπειρίες, όλα.
 
Βλέπουμε ότι εδώ η αντίληψη για την ύπαρξη για τους κόσμους, για τη ζωή, έχει αντιστραφεί (σε σχέση με την προηγούμενη εξωτερική δυαδική αντίληψη του υποκειμένου που είναι μέσα σε έναν αντικειμενικό κόσμο). Η Εσωτερική Αντίληψη ξεκινά από την Ανοιχτή Χωρίς Ιδιότητες Συνείδηση, που είναι χωρίς περιεχόμενο, αλλά υποδέχεται οποιοδήποτε περιεχόμενο δομείται μέσα στο πεδίο της. Αυτή η Εσωτερική Αντίληψη είναι πιο ολοκληρωμένη, αφού συμπεριλαμβάνει και τους εξωτερικούς κόσμους, (αυτούς που το δυαδικό υποκείμενο αντιλαμβάνεται σαν αντικειμενικούς, εξωτερικούς).
 
Τελικά, τόσο η Εσωτερική Αντίληψη της Πραγματικότητας όσο και η εξωτερική δυαδική σύλληψη της ύπαρξης και της ζωής είναι φυσικές λειτουργίες της Συνείδησης. Εξαρτάται από Πού βλέπουμε. Πως βλέπουμε. Η Συνείδηση έχει όλες τις δυνατότητες και να βλέπει και να εστιάζει την προσοχή της και να λειτουργεί μέσα από ένα περιορισμένο κέντρο αντίληψης.
 
Στην πραγματικότητα, η Ορθή Αντίληψη της Ύπαρξης είναι η Εσωτερική Προσέγγιση, γιατί βασίζεται στην Συνείδηση και περιλαμβάνει όλα τα φαινόμενα, αντικειμενικές καταστάσεις και υποκειμενικές εμπειρίες. Εδώ το υποκείμενο, η ατομικότητα είναι περιορισμοί της Ανοιχτής Συνείδησης σε πιο περιορισμένα πεδία, που εμφανίζονται σαν διαφορετικοί κόσμοι. Στην πραγματικότητα όλα υπάρχουν μέσα στη Συνείδηση, αλλά γίνεται αντιληπτό μόνο αυτό στο οποίο εστιάζεται η Προσοχή.
 
Αντίθετα στην αντίληψη της ύπαρξης μέσα από ένα κέντρο αντίληψης, το υποκείμενο ή την πιο περιορισμένη ακόμα ατομικότητα, η αντίληψη της πραγματικότητας είναι ανολοκλήρωτη, μισή αντίληψη. Αφήνει τελείως έξω το υποκείμενο, την ατομικότητα, που βιώνει την ύπαρξη και εξετάζει μόνο το περιεχόμενο της αντίληψης, τον εξωτερικό κόσμο.
 
Το μεγαλύτερο φιλοσοφικό πρόβλημα εδώ και χιλιετηρίδες είναι ακριβώς αυτό: Η Συνείδηση και η μορφή, (το υλικό σώμα), η Φύση της Συνείδησης, η Σχέση της Συνείδησης με το σώμα. Είναι πιο λογικό να αποδεχτούμε, να παραδεχτούμε, ότι η Συνείδηση Προηγείται και ότι η μορφή δεν είναι παρά μια εκδήλωση στην οποία ενοικεί η Συνείδηση και την οποία εγκαταλείπει όταν η ζωή κάνει τον κύκλο της.
 
Ο δυαδικός νους που ερευνά τον εξωτερικό κόσμο δεν μπορεί ακόμη να βρει απάντηση για την Φύση της Συνείδησης. Το να υποθέσουμε αυθαίρετα ότι η Συνείδηση είναι προϊόν της ύλης, του εγκεφάλου, είναι απλά μια κακή υπόθεση.

Επίγνωση και εγκέφαλος / Η Εσωτερική Θεωρία

Υπάρχει ΜΙΑ ΠΑΝΤΑΧΟΥ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΥΣΙΑ, Χωρίς Ιδιότητες. Κι Εντός Αυτής της Ουσίας Υφίστανται (σαν Δραστηριότητες) όλες οι Εμπειρίες της ύπαρξης.

Αυτό που Αναδύεται πρώτα είναι η Αντίληψη της Δραστηριότητας, της Διαφοροποίησης. Όσο η Αντίληψη Αντανακλά την Ακινησία της Ουσίας, Αντιλαμβάνεται την Ουσία. Είναι Αυτοσυνειδησία.

Όταν η Αντίληψη συλλαμβάνει την Διαφοροποίηση αναδύονται τα φαινόμενα της ύπαρξης. Ενώ, όλα αυτά, είναι μονάχα δραστηριότητες, φαινόμενα, καθώς η Αντίληψη απορροφιέται στα φαινόμενα, σταματά να τα βλέπει σαν απλές δραστηριότητες της Ουσίας, παροδικά φαινόμενα, και τα βιώνει σαν απόλυτες ξεχωριστές πραγματικότητες.

Όταν η Αντίληψη Αντιλαμβάνεται Άμεσα την Πραγματικότητα, χωρίς επεξεργασία, Αντιλαμβάνεται την Ενότητα της Ύπαρξης, Βιώνει την Φωτεινή Όψη της Ύπαρξης, «Κατοικεί» στις Ουράνιες Περιοχές.

Όταν η Αντίληψη δεν περιορίζεται σε αυτό που συμβαίνει, αλλά επεξεργάζεται, διορθώνει, συμπληρώνει, φτιάχνει μια εικόνα της Πραγματικότητας στο νοητικό πεδίο. Δομεί ένα νοητικό πυρήνα ύπαρξης στο νοητικό πεδίο και χτίζει γύρω του ένα εγώ, που συντίθεται από προσωρινά χαρακτηριστικά, μια προσωπικότητα. «Κατοικεί» στους τρεις κατώτερους κόσμους, σαν νους, ψυχή, ή ενσωματωμένη οντότητα, ανάλογα την καθαρότητα της ύπαρξής του.

Αν τα όντα που ενσωματώνονται στη γη θυμούνταν την πορεία τους στην ύπαρξη, στις διαδοχικές ζωές, και την επάνοδό τους ξανά και ξανά στον υλικό κόσμο, όπου τα δένει η επιθυμία, θα πάθαιναν σύγχυση, ή θα τρελαίνονταν. Ευτυχώς δεν μένει τίποτα από τις προσωρινές προσωπικότητες. Η Φύση λειτουργεί πάντα με σοφό τρόπο.

Κι έτσι έρχονται τα όντα στη γη, αγνοώντας την Ουσία μέσα στην Οποία Υπάρχουν, αγνοώντας τι είναι πραγματικά, αγνοώντας την ύπαρξη των ανώτερων κόσμων που διασχίζουν για να φτάσουν στη γη, και στους οποίους αποσύρονται περιοδικά για να ξαναέρθουν πάλι στην γη.

Ο Κόσμος της Σκιάς, του Νου, της Ψυχής, της Ύλης, είναι στις χαμηλότερες βαθμίδες της ύπαρξης. Κι από όλους αυτούς τους κόσμους, ο κόσμος της ύλης είναι ο πιο σκοτεινός

Η Εικόνα μας

Η Εικόνα δεν παριστάνει απλά τον Βούδα. Στην πραγματικότητα δεν παριστάνει καθόλου τον Βούδα. Παριστάνει την Συνείδηση (Λευκό) που εισέρχεται στο όριο της δημιουργίας (Κύκλος) και περιορίζεται σε υποκείμενο σε Τρία Στάδια (Ιώδες, Μπλε, Γαλανό) και καθίσταται ατομικότητα (Πράσινο), νοητικότητα (Κίτρινο), που ενσωματώνεται σε ένα ανθρώπινο σώμα.
 
Όλα υπάρχουν ταυτόχρονα. Μόνο η Προσοχή μετατοπίζεται και διαφοροποιεί την εμπειρία.
 
Ο Βούδας είναι ο Άνθρωπος, το Πρότυπο του Ανθρώπου. Βρίσκει μέσα του, στην Εσωτερική Αντίληψη (Ενόραση), τον Δρόμο της Απελευθέρωσης από την φυλακή του σώματος και του κόσμου, προς τις Απεριόριστες Περιοχές της Συνείδησης.
 
Οι Ανώτερες Περιοχές είναι:
 
Η Περιοχή της Νοητικότητας που Κατανοεί και Απελευθερώνεται στην Μη Δυαδική-Συνείδηση, (Πράσινο).
Η Περιοχή όπου η Συνείδηση γίνεται Παγκόσμια και Αγκαλιάζει (και διακρίνει) τα πάντα, (Γαλανό).
Η Περιοχή όπου η Συνείδηση Κατανοεί ότι είναι ο Μοναδικός Χώρος Ύπαρξης, (Μπλε).
Η Περιοχή όπου η Συνείδηση είναι Καθρέφτης της Ουσίας, (Ιώδες).
Η Περιοχή του Κύκλου που είναι το Όριο της Δημιουργίας.
Πέραν του Ορίου η Συνείδηση Ακτινοβολεί μέσα στη δική της Ύπαρξη, Αντίληψη και Ζωή, (Λευκό).

Επίγνωση και εγκέφαλος / Η Θρησκειολογική Ανάλυση

Αγαπητοί φίλοι... Η επίγνωση, ο «θεατής», (η πραγματική οντότητα, αν θέλετε), δεν ταυτίζεται ούτε με το εγώ, ούτε με την διανοητική διαδικασία, ούτε με την αντίληψη του εξωτερικού κόσμου... Έχει γνώση όλων αυτών αλλά είναι κάτι περισσότερο...

Η επίγνωση, που συνδέεται με τον εγκέφαλο, δεν μπορεί να εντοπιστεί «πουθενά». Όμως η διαδικασία εγώ, η διανοητική διαδικασία κι η αντίληψη, εντοπίζονται σε συγκεκριμένα μέρη και λειτουργίες του εγκεφάλου...

Συγκεκριμένα:

Η απελευθέρωση της επίγνωσης, από τους μηχανισμούς εγώ, σκέψη, αντίληψη, παρατηρείται και στην εγκεφαλική δραστηριότητα... Αναλυτικότερα ο τρόπος που λειτουργεί η απελευθερωμένη επίγνωση είναι τελείως διαφορετικός από αυτή του συνηθισμένου ανθρώπου. Ενώ στην απελευθερωμένη επίγνωση δεν εντοπίζεται ιδιαίτερο μέρος και λειτουργία, όταν λειτουργεί το εγώ, η σκέψη, η αντίληψη, αυτά εντοπίζονται σε συγκεκριμένα μέρη και λειτουργίες του εγκεφάλου...

Αυτό, το ότι η επίγνωση είναι κάτι ευρύτερο του εγκεφάλου, το υποψιαζόμαστε κι από το γεγονός ότι υπάρχει επίγνωση κι ας μην υπάρχουν πληροφορίες από τον εξωτερικό κόσμο, ούτε διανοητική διεργασία, ούτε αντίληψη του εγώ... Φαίνεται ότι η επίγνωση δεν έχει καν ανάγκη τον εγκέφαλο. Σίγουρα όμως μία διακοπή της έστω και «αόρατης» σχέσης με τον εγκέφαλο, θα επέφερε θάνατο... Όλα αυτά όμως μας επιτρέπουν να πιστεύουμε ότι η επίγνωση επιβιώνει του χωρισμού από το σώμα...

Η απελευθερωμένη επίγνωση, όχι μόνο φαίνεται να είναι κάτι περισσότερο από τον εγκέφαλο που την κρατάει εδώ, στον οργανισμό... αλλά, καθώς συμμετέχει σε κάτι Ευρύτερο, φαίνεται ότι δεν είναι απλά μία ατομική οντότητα αλλά ότι συνδέεται με το Παγκόσμιο...

Αν όλα αυτά είναι έτσι, τότε η επίγνωση είναι και εδώ (αφού συνδέεται με τον εγκέφαλο...) και ταυτόχρονα είναι πέρα από εδώ... Για ποια τοπολογία μιλάμε; Η απελευθερωμένη επίγνωση δεν έχει τοπολογία γιατί είναι εδώ και ταυτόχρονα απλώνεται στο Ευρύτερο, στο Παγκόσμιο, στο Αντικειμενικό...

Είναι ολέθριο, πριν η επιστήμη αποφανθεί τελικά... κι ίσως να περάσουν εκατοντάδες χρόνια, για να γίνει αυτό... να περιορίζουμε την επίγνωση στον εγκέφαλο... όλα θα ήταν φαντασίωση τότε... Αυτό το πλάσμα, που περιγράφουμε, θα ήταν ένας μοναχικός τρελός μέσα στο σύμπαν...

Η Εστία η Θεά της Οικίας

ΕΣΤΙΑ Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΣΒΕΣΤΟΥ ΠΥΡΟΣ

Η Εστία είναι μια από τις πιο αξιόλογες, σεβαστές και σεμνές μορφές του ελληνικού Δωδεκάθεου.

Καλοσυνάτη και ευγενική Θεά, που εκφράζει το Ιερό Κέντρο του παντός, πράα και δίκαιη αποτελεί την προσωποποίηση του σπιτιού, το σύμβολο της οικίας της οποίας είναι προστάτιδα και κατ’ επέκταση της πιστής και γερά δεμένης οικογένειας.

Η Εστία είναι η θεά της φωτιάς, είναι η ζωντανή φλόγα που καίει ασταμάτητα στο κέντρο του σπιτιού, του ναού, της πόλης.

Η Εστία καθαγίαζε ναούς και κατοικίες και μόνον με την παρουσία της. Η εστία στους ναούς, που ήταν η απεικόνιση της θεάς Εστίας, άναβε πάντα από το φως του Ηλίου, άρα έχει σχέση με τις τροπές του Ηλίου και μάλιστα με την χειμερινή τροπή όπου θεωρείται ότι γεννιέται ο Ήλιος.

Σ’ αυτήν οι Έλληνες απέδιδαν την επινόηση της τέχνης για το χτίσιμο του πρώτου σπιτιού, καθώς επίσης και στην ενότητα που η ίδια αντιπροσώπευε, γι΄ αυτό της είχαν αφιερώσει το κυριότερο μέρος της οικίας: εκεί δηλαδή που έκαιγε η φωτιά και συγκεντρώνονταν όλα τα μέλη της οικογένειας τριγύρω της.

Σαν προστάτιδα της οικιακής ζωής και της οικογένειας, λάμβανε την πρώτη προσφορά σε κάθε θυσία στο σπιτικό, και στις ευωχίες οι πρώτες σπονδές γίνονταν προς τιμήν της, γι΄ αυτό και η έκφραση «αφ’ Εστίας», αλλά δεν είχε δημόσια λατρεία.

Εξαιτίας της γαλήνης, της πραότητας και της ηρεμίας που τη διέκρινε δε συμμετείχε ποτέ σε πολέμους ή διαμάχες.

Οι επικλήσεις της «Πατρώα», «Ένοικος», «Σύνοικος», «Εφέστιος», «Πρυτανίτις», μας εγγυώνται την σταθερότητα αλλά και την μονιμότητα και την συνέχιση του βίου.

Η Θεά Εστία λατρευόταν όμως και στο επίπεδο της Πολιτείας, ως άσβεστη «κοινή των πολιτών» ΕΣΤΙΑ, στο ανά κάθε Πόλη «Πρυτανείο», υπό την φροντίδα ειδικών ιερειών, των παρθένων «Εστιάδων».

Η «Θεογονία» του Ησίοδου την παρουσιάζει αδελφή του Διός , της Ήρας, της Δήμητρας, του Ποσειδώνα, και του Πλούτωνα, θυγατέρα και «πρώτο τέκνο» του Κρόνου και της Ρέας.

«Ιστιη, ην πρώτην τέκετο Κρόνος αγκυλομήτης. Κι όμως νεώτερη ήταν με την βουλή του ασπιδοφόρου Δία» Αύτις δ’οπλοτάτην, βουλήι Διός αιγίοχοιο» «Εστία, αυτήν που γέννησε πρώτη ο Κρόνος.

Ομηρικός Ύμνος στην Αφροδίτη Προστάτιδα της οικογενειακής ζωής, αρμονίας και ευτυχίας, προσωποποίηση της εντιμότητας και της σταθερότητας στο συζυγικό και οικογενειακό βίο.

Ως πρωτότοκη κόρη του η Εστία είχε από την αρχή τεθεί επικεφαλής όλων των μεγάλων θεοτήτων και έτσι την τιμούσαν οι ποιητές

Κατά τον Όμηρο η Εστία, «ιστίη» όπως αναφέρεται στην Οδύσσεια, είναι αντικείμενο θρησκευτικού σεβασμού, την οποία επικαλούνται ως μάρτυρα των όρκων μαζί με τον Δία, που είναι απαραβίαστοι, και στους Ομηρικούς ύμνους όπως και στην Θεογονία εμφανίζεται περιβεβλημένη με ανθρωπομορφικό χαρακτήρα.

Το όνομά της ετυμολογείται από το «εστάναι» (κατά τον Κορνούτο), ή από το «εύω» (ανάπτω), και ανέρχεται από πρωτο-ελληνική «εφέστια» θεότητα που βρίσκεται στην μέση του μυκηναϊκού μεγάρου.

Η Εστία είναι το κέντρο της ανθρώπινής διαμονής στο Πάνθεον του Ολύμπου την ίδια εποχή που στον Ελληνικό Κόσμο κορυφώνεται η θεσμική σύνδεση Οίκου / Πόλεως.

Από τη στιγμή που ο Δίας ανέλαβε τη βασιλεία του ουρανού, τον βοήθησε ουσιαστικά στην εξολόθρευση των Γιγάντων και στην οριστική εγκαθίδρυση της εξουσίας του.

Ο Δίας εκτιμώντας την προσφορά της την ανακήρυξε θεά του Ολύμπου και της χάρισε το μοναδικό προνόμιο να μπορεί να έχει και να αποκτά οτιδήποτε θέλει και επιθυμεί με ή χωρίς τη μεσολάβησή του.

Επιπλέον της παραχώρησε το δικαίωμα να τιμάται σ’ όλους τους ναούς των θεών ανεξαιρέτως κι ακόμη ο κάθε της βωμός να αποτελεί “κοινή εστία” για όλους τους Έλληνες, οι οποίοι της προσέφεραν τη πρώτη και την τελευταία θυσία σε κάθε γιορταστική σύναξη και στο όνομά της έδιναν τους πιο σημαντικούς όρκους.

Στο κέντρο του σπιτιού βρισκόταν η εστία, ο βωμός όπου έκαιγε φωτιά προς τιμή της θεάς.

Την 5η ή την 10η μέρα από τη γέννηση ενός παιδιού και ταυτόχρονα με την ονοματοδοσία, ελάμβανε χώρα η τελετουργία των “Αμφιδρομίων” με περιφορά του βρέφους γύρω από την εστία.

Σήμαινε την αναγνώριση του νεογέννητου από τον πατέρα και είχε σκοπό να εντάξει το παιδί στο χώρο του Οίκου και να το συνδέσει με τη θεά, προστάτιδα της οικογένειας.

Δίπλα στην εστία επίσης, έβαζαν να κάτσει ο ικέτης, αυτός που, όπως το υιοθετημένο παιδί, είναι εξόριστος από την πόλη του και αναζητά να ενταχθεί σε μία νέα ομάδα.

Ο ξένος οδηγείται στην εστία γιατί δεν μπορεί να υπάρξει επαφή ή σχέση με κάποιον αν δεν έχει εισαχθεί πρώτα στον οικιακό χώρο.

Είτε γεννημένος μέσα στον Οίκο λοιπόν, είτε ξένος-ικέτης, αναδεικνύεται η αναγκαιότητα για μία διαδικασία ένταξης στην οικογένεια με το άνοιγμα του οικιακού κύκλου και σύνδεσης με την οικογενειακή κοινότητα.

Γι΄ αυτό ήταν απαραίτητη η συμβολική αναγνώριση σαν μία ψυχική διαδικασία αποδοχής μέσα σ’ έναν οίκο.

Η Ελληνίδα, σεβάσμια «παρθένα» Θεά, η συμμετοχή της «ηφαιστείας» φλόγας στην δημιουργία όχι ανθρώπων, αλλά Οίκων ανθρώ­πων, εκφράζει την ευγένεια, την αρμονική συμβίωση, την ανθρώπινη αφιέρωση σε σκοπούς, την Οικογένεια, την Φροντίδα, την Ασυλία, την ελπίδα για συνέχιση των γενών.

Είναι η δύναμη του τόπου και της Ομοήθειας, ο Ιερός Κύκλος των συν(γ)-κατοικούντων και συν-τρεφομένων, γι’ αυτό άλλωστε και οι αφιερωμένοι στη λατρεία της Ναοί ήσαν κατά κανόνα κυκλικοί.
Ο Κορνούτος γράφει:

«ΤΟ Δ’ ΑΕΙΖΩΟΝ ΠΥΡ ΑΠΟΔΕΔΟΤΑΙ ΤΗι ΕΣΤΙΑι ΔΙΑ ΤΟ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΔΟΚΕΙΝ ΕΙΝΑΙ [ΟΝ], ΤΑΧΑ Δ’ ΕΠΕΙ ΤΑ ΠΥΡΑ ΕΝ ΚΟΣΜΩι ΠΑΝΤΑ ΕΝΤΕΥΘΕΝ ΤΡΕΦΕΤΑΙ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΑΥΤΗΝ ΥΦΕΣΤΗΚΕΝ Η ΕΠΕΙ ΖΕΙΔΩΡΟΣ ΕΣΤΙ ΚΑΙΖΩΩΝ ΜΗΤΗΡ, ΟΙΣ ΑΙΤΙΟΝ ΤΟΥ ΖΗΝ ΤΟ ΠΥΡΩΔΕΣ ΕΣΤΙ.

ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΔΕ ΠΛΑΤΤΕΤΑΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΜΕΣΟΥΣ ΙΔΡΥΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΟΙΚΟΥΣ»

(«το δε αείζωον πυρ έχει αποδοθεί στην Εστία επειδή και αυτό φαίνεται να είναι ον, ίσως επειδή όλα τα πυρά στον κόσμο από δω τρέφονται και χάρη σ’ αυτήν πήραν την υπόστασή τους, ή επειδή είναι ζωοδότρα και μητέρα των ζώων, στα οποία αίτιο ζωής είναι το πυρώδες.
Και απεικονίζεται στρογγυλή και ο βωμός της στήνεται στο μέσον κάθε σπιτιού»).

«ΤΑΥΤΗΝ ΜΕΝ ΓΑΡ ΔΙΑ ΤΟ ΕΣΤΑΝΑΙ ΔΙΑ ΠΑΝΤΟΣ ΕΣΤΙΑΝ ΠΡΟΣΗΓΟΡΕΥΣΑΝ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ [Η ΔΙΑ ΤΟ ΤΑΥΤΗΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΕΣΩΤΑΤΩι ΤΕΘΕΙΣΘΑΙ Η ΔΙΑ ΤΟ ΕΠ’ ΑΥΤΗΣ ΩΣΑΝΕΙ ΕΠΙ ΘΕΜΕΛΙΟΥ ΤΟΝ ΟΛΟΝ ΕΣΤΑΝΑΙ ΚΟΣΜΟΝ]»

(«Οι αρχαίοι είπαν αυτήν Εστία διότι έχει σταθεί οριστικά [ή διότι έχει τεθεί αυτή από τη φύση στο εσώτατο σημείο, ή διότι όλος ο κόσμος έχει τοποθετηθεί επάνω σε αυτήν ωσάν επάνω σε θεμέλιο]»).

Και συνεχίζει:

«ΠΑΡΕΙΣΑΓΕΤΑΙ ΤΕ ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΔΙΑ ΤΟ ΤΗΝ ΑΚΙΝΗΣΙΑΝ ΜΗΔΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΓΕΝΝΗΤΙΚΗΝ -ΚΑΙ ΤΟΥΤΟΥ ΧΑΡΙΝ ΚΑΙ ΥΠΟ ΠΑΡΘΕΝΩΝ ΝΕΩΚΟΡΕΙΤΑΙ»

(«και παρουσιάζεται παρθένα διότι η ακινησία τίποτε δεν γεννά -και χάριν τούτου υπηρετείται από παρθένους»).

Το Εφέστιο Ιερό Πυρ, για τους Έλληνες αποτελεί ένα ηθικό ον.

Λάμπει, ζεσταίνει και μαγειρεύει την ιερή τροφή, όμως ταυτόχρονα «σκέπτεται» και έχει ολοκληρωμένη συνείδηση.

Γνωρίζει τα καθήκοντα των ανθρώπων και επιβλέπει την εκπλήρωσή τους.

Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε και «ανθρώπινο», γιατί κατέχει τη διπλή ανθρώπινη φύση, αφού σε υλικό επίπεδο, αναφλέγεται, κινείται, ζει, παρέχει αφθονία, ετοιμάζει τα γεύματα, τρέφει το σώμα και σε ψυχικό επίπεδο εκδηλώνει συναισθήματα και αγάπη, δίνει στον άνθρωπο αγνότητα, επιβάλλει το κάλλος και το αγαθό, τρέφει την ψυχή.

Υπό αυτή την οπτική, σε κάθε οργανωμένη εγκατοίκηση (Οίκος, Πόλις) υπήρχε πάντοτε μια αρμόδια «Ιερά Εστία», ως φυσικό άγαλμα της Θεάς.

Εκεί έπρεπε να βρίσκονται πάντα μερικά αναμμένα κάρβουνα και λίγες στάχτες και ο ιδιοκτήτης κάθε Οίκου και οι «Εστιάδες» ιέρειες στην πολιτειακή λατρεία της Θεάς, είχαν ιερή υποχρέωσηνα διατηρούν αυτό το πυρ άσβεστο ημέρα και νύχτα και συμφορές αναμένονταν στο σπίτι ή την Πόλη όπου έσβηνε το Ιερό Πυρ.

Στον «Ορφικό» ύμνο της Θεάς, αυτή χαιρετίζεται ως ακολούθως.
«Εστία ευδυνάτοιο Κρόνου θύγατερ βασίλεια,
η μέσον οίκον έχεις πυρός αενάοιο, μεγίστου,
τούσδε συ εν τελεταίς οσίους μύστας αναδείξαις,
θεισ’ αιειθαλέας, πολυόλβους, εύφρονας, αγνούς
οίκε Θεών μακάρων, θνητών στήριγμα κραταιόν,
αιδίη, πολύμορφε, ποθεινοτάτη, χλοόμορφε
μειδιόωσα, μάκαιρα, ταδ’ ιερά δέξο προθύμως,
όλβον επιπνείουσα και ηπιόχειρον υγείαν»

Ντροπαλή και σεμνή, συνεσταλμένη και κλειστή στις επαφές της με τους άλλους θεούς αμετάκλητη στις αποφάσεις και τις αρχές της εμφανιζόταν από την αρχή αρνητική τόσο στην ιδέα του γάμου, και του έρωτα παρόλο που πολλοί αντάξιοί της θεοί την είχαν προσεγγίσει όπως ο Ποσειδώνας και ο Απόλλωνας που ένθερμα είχαν εκδηλώσει το θαυμασμό και το ενδιαφέρον τους γι’ αυτήν.

Εκείνη δεσμευμένη με τον όρκο της αιώνιας παρθένας και ταγμένη στην υπηρεσία του σπιτιού και της οικογένειας, είχε συνειδητά αποβάλει κάθε ερωτική σκέψη και διάθεση που θα μπορούσε να προδώσει τον όρκο της. Αγγίζοντας το κεφάλι του ασπιδοφόρου Διός, όρκο μεγάλο έδωσε που ήταν και τελεσίδικος, παντοτινά να είναι παρθένα.

Τότε ο Ζευς αντί για γάμο της έδωσε την μέγιστη τιμή, να κάθεται στο μέσον του σπιτιού απολαμβάνοντας την μεγαλύτερη μερίδα.

Και, σε όλους τους Ναούς των Θεών είναι τιμιούχος και για όλους τους θνητούς η πρέσβειρα είναι των Θεαινών.

Οι αναφορές σ’ αυτήν περιορίζονται σ’ ένα μύθο που βρίσκουμε στον Ομηρικό Ύμνο για την Αφροδίτη, ο οποίος αναφέρει πως ο Ποσειδών και ο Απόλλων την ζήτησαν σε γάμο, όμως αυτή δεν ήθελε και αρνήθηκε σθεναρά.

Ο Απόλλων, ο Ήλιος που όλη μέρα την θαυμάζει ερωτικά, δεν είναι ποτέ δυνατόν να την φτάσει διότι βυθίζεται στον Ωκεανό.

Έτσι και ο Ποσειδών που αγαπά την Εστία, η οποία διαβρέχεται από τα κύματά του, μόλις που αγγίζει το θείο σώμα της.

Είναι δε απαγορευμένο να εισδύσει στον κόλπο της Γής, μέχρι την πηγή του πυρός όπου διαμένει η Θεά.

Οι Στωϊκοί εξέφρασαν παραπλήσια με αυτή ιδέα, λέγοντας ότι η Εστία είναι παρθένος διότι η ακινησία δεν είναι ποτέ δυνατόν να γεννήσει.

Η Εστία είναι μια θεά με σταθερές ιδέες, “πιστεύω” και ιδανικά.

Καμιά ερωτική πολιορκία δεν μπορούσε να την κάνει να υποκύψει και καμιά κατάσταση δεν μπορούσε να την εξαπατήσει, να την ξεγελάσει ή και να την απομακρύνει από τον κυριότερό της στόχο: την εξ΄ολοκλήρου αφιέρωσή της στην προστασία της οικογενειακής ευημερίας και θαλπωρής, στη διαφύλαξη και προάσπιση της σταθερότητας και της ιερότητας του γάμου, της οικογένειας, του σπιτιού.

Δίκαιη και φιλάνθρωπη και για το λόγο αυτόν αφιερωμένη σ’ αυτό που πρέσβευε, η θεά δεν κλείσθηκε και οι αρμοδιότητες της δεν οριοθετήθηκαν μ μόνο μέσα στα στενά πλαίσια του σπιτιού.

Η εύνοια και οι διαστάσεις της και οι δικαιοδοσίες πολύ γρήγορα επεκτάθηκαν, με αποτέλεσμα σταδιακά ως θεά να αντιπροσωπεύει όχι μόνο το κέντρο του σπιτιού, αλλά και της γης, και ολόκληρου του σύμπαντος.

Το Ιερό χρώμα της Θεάς Εστίας είναι το λευκό και σύμβολά της η οικιακή πυρά «εστία», φυσικό άγαλμα, ο πέπλος, και ο φλεγόμενος κύκλος, που συμβολίζει τη συνείδηση του Εαυτού, την πληρότητα, την αιωνιότητα και την ενοποίηση του πολλαπλού.

Η Εστία, αντίθετα με τις άλλες θεότητες του Ολύμπου, χαρακτηρίζεται από μια στατικότητα, καθώς παραμένει αμετακίνητη στον Όλυμπο.

Ωστόσο, παρά την εξωτερική της αυτή ακινησία , ο εσωτερικός της κόσμος είναι ζωντανός και δυναμικός, γι΄ αυτό και η Εστία είναι το αρχέτυπο της αυτοσυγκέντρωσης.

Η θηλυκή διάσταση της Εστίας αποτελεί τις βασικές αξίες που καλλιεργούνται και είναι η σιωπή, η σεμνότης, η περισυλλογή, αξίες που οδηγούν στον δρόμο προς τις κρυμμένες ψυχικές διαστάσεις.

Οι πρώτοι Έλληνες έδωσαν το όνομα στην Θεά Εστία όχι τόσο από τον ακίνητο λίθο που βρισκόταν στο μέσον της οικίας τους και χρησίμευε για να υποβαστάει την φωτιά αλλά από την ίδια την φωτιά.

Το οικιακό πυρ είχε ουράνια καταγωγή, άλλωστε ανερχόταν από τους κοινούς βωμούς στον ουρανό ως κομιστής των ευχών και των προσφορών των ανθρώπων, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο συν-κοινωνούν με τους Θεούς.

Στην θυσία, η γέννηση και η λαμπρή ενέργεια αυτής ήταν αναπόσπαστες συνθήκες της λατρείας των άλλων ουρανίων δυνάμεων, οι οποίες μόνο με την πρόσκληση αυτής γίνονται.

Η Εστία, πρώτη από τους Θεούς αποκάλυψε την παρουσία της φωτιάς στην Γή. Ίσως, γι’ αυτό τίθεται στην αρχή της γενεαλογίας.

Η ιερή σημασία της λέξης Εστία φαίνεται απονεμημένη ως προς το Ιερό Πυρ που ανάβει για τις θυσίες.

Στις θρησκευτικές δοξασίες των Ελλήνων έμειναν αυτές οι αναμνήσεις της αρχαίας ταυτότητας της Εστίας προς την ακτινοβόλο εστία του Βωμού.

Σε όλα τα Ιερά αντιπροσωπεύει το Ιερό Πυρ, που καίει προς τιμήν της θεότητος που κατοικεί σ’ αυτό.

Η Εστία λοιπόν είναι η ιερή φωτιά που δημιουργεί το φως, τη θερμότητα και εξαγνίζει τον τόπο όπου καίει αυτή η φωτιά, ο συμβολισμός της οποίας συνδέεται με τη γνώση και τη συνειδητοποίηση.

Η φωτιά είναι το κατεξοχήν μεταπλαστικό στοιχείο, κάτι πολύ σημαντικό, διότι ένα από τα πρωτεύοντα καθήκοντα του ανθρώπου είναι η μεταμόρφωσή του.

Η φωτιά συμβολίζει τη δύναμη και αντιπροσωπεύει δύο αντίθετες πλευρές της ζωής: δίνει ζωή με τη ζεστασιά της, αναζωογονεί, ζωντανεύει, εξαγνίζει, ατσαλώνει εάν κρατήσουμε τις αποστάσεις αλλά αν πλησιάσουμε υπερβολικά θα καούμε και μπορεί να πεθάνουμε.

Ο βωμός της στους Δελφούς ήταν η «Κοινή Εστία» των Ελλήνων, από εκεί άναβε η φωτιά των Ναών, η οποία δεν έσβηνε ποτέ.

Στο Ιερό του Δελφικού Απόλλωνος υπήρχε βωμός της Εστίας, αντικείμενο ιδίου σεβασμού, μέσα από τον οποίο έβλεπαν την «ΚΟΙΝΗ ΕΣΤΙΑ» της Ελλάδος και του κόσμου.

Εκεί έκαιγε το «ἀθάνατον Κεντρικο ΠΥΡ», η αιωνία εστία, η αρχή πάσης γήινης ζωής, από ξύλα δάφνης και ελάτης από την οποίαν άναπτε το πυρ των ναών κάθε ελληνικής πόλης.

Ο Γάλλος συγγραφέας Martin αναφέρει πως «Η Εστία των Δελφών λαμβάνεται κατέχουσα επί της κυκλικής και ομαλής επιφάνειας της Γής και υπό τον θόλο του ουρανού, θέση όμοια της οικιακής εστίας, η οποία καλείται εξαιτίας τούτου «Μεσομφάλου», ως κατεχούσης το μέσον του ορόφου στις παλαιές οικίες της Ελλάδος.

Μέσα στον ναό των Δελφών, δίπλα από την Ιερή Εστία, βρισκόταν ο λίθος ομφαλός, ο οποίος αναμφίβολα υποτίθεται πως έδειχνε το ακριβές σημείο του γήινου δίσκου».

Αυτή η θρησκευτική ιδέα της Εστίας, εξερχόμενη από την κατοικία της οικογενείας, με τον τρόπο που επεκτάθηκε σ’ όλο τον κόσμο, απέκτησε κοσμογραφικό χαρακτήρα μεταβάλλοντας την αρχική φύση αυτής της θεότητας.

Η φιλόξενη τράπεζα που αναφέρει ο Πλούταρχος ήταν η κυκλική τρίποδη τράπεζα καλούμενη Εστία της οποίας ο δίσκος ήταν η ακριβής απομίμηση του γήινου δίσκου, «μίμημα Γής».

Ό κοινός βωμός εκάστης πόλεως στο κέντρο της , το πρυτανείο, που έσβηνε μόνο όταν η πόλη βρισκόταν σε κίνδυνο, ήταν άσυλο ιερό των Ικετώνκαι τόπος υποδοχής δια τους ξένους.

Οι Αρκάδες είχαν και ιδίαν κοινή εστία στην Τεγέα.

Από το άσβεστο πυρ της εστίας ταύτης ελάμβαναν και το πυρ, το οποίο χρησίμευε δια τις κατά τις εκστρατείες θυσίες και το πυρ το όποιο προορίζονταν να μεταφερθεί υπό τους άποικους στην νέα τους πατρίδα δια να ανάψουν την εστία αυτής.

Ο συνδυασμός της Εστίας και του Ερμού στα μνημεία της τέχνης και της Ελληνικής ποιήσεως μαρτυρεί πως υπάρχει σχέση μεταξύ τους.

Ο Ερμής ήταν ο αληθινός εφευρέτης των θυσιών, ανάβοντας την πρώτη Φωτιά πάνω στη Γή, προς τιμήν των Θεών.

Στις σπάνιες απεικονίσεις της η Εστία εμφανίζεται συνήθως μαζί με τον Ερμή με τον τρόπο που την σμίλεψε ο Φειδίας στο βάθρο του μεγάλου αγάλματος του Διός στην Ολυμπία μαζί με τους δώδεκα Θεούς, όπως μας περιγράφει ο Παυσανίαςστα Ηλιακά του, και σίγουρα δεν αποτελεί μία καλλιτεχνική έμπνευση αλλά απεικονίζει βαθύτατες ,φιλοσοφικές έννοιες.

Ο Ομηρικός Ύμνος στην Εστία περιλαμβάνει μια εξάστιχη επίκληση στον Ερμή όπου ο ποιητής αναφέρεται δύο φορές στα αισθήματα φιλίας που νιώθει ο ένας για τον άλλον, και την στενή σύνδεσή τους, ενώ ο Παυσανίας μας ενημερώνει στα Αττικά υπήρχε βωμός, στο «Αμφιαράειον» του Ωρωπού, ο οποίος ήταν χωρισμένος σε τμήματα.

Στο τρίτο τμήμα μοιράζονταν τις προσφορές η Εστία και ο Ερμής Ερμή, καθώς και μια εορτή στις Φάρες της Αχαΐας:

«Εστίη η πάντων εν δώμασιν υψηλοίσιν
Αθανάτων τε Θεών χαμαί ερχομένων τ’ ανθρώπων
Έδρην αίδιον έχαλχες πρεσβηίδα τιμήν
Καλόν έχουσα γέρας και τιμήν. Ου γαρ ατερ σου
Ειλαπίναι θνητοίσιν ιν’ ου πρώτη πυμάτη τε
Εστίη αρχόμενος σπένδει μελιηδέα οίνον
Και συ μοι Αργειφόντα Διός και Μαιάδος θιέ
Άγγελε των μακάρων χρυσόρραπι δώτορ εάων,
Ναίετε δώματα καλά, φίλα φρεσίν αλλήλοισιν
Ίλαος ως επάρηγε συν αιδοίη τε φίλη τε
Εστίη. Αμφότεροι γαρ επιχθονίων ανθρώπων
Ειδότες έργματα καλά νόω θ’ έσπεσθε και ήβη.
Χαίρε Κρόνου θύγατερ, συ τε και χρυσόρραπις Ερμής.
Αυτάρ εγών υμέων τε και άλλης μνήσομ’ αοιδής»
Εστία, που στα ψηλά δώματα όλων των αθανάτων
———————————————————————
Θεών και των ανθρώπων που βαδίζουνε χάμου στη γη,
Αθάνατη έδρα σούλαχε αξίωμα πρεσβυτικό,
Ωραίο βραβείο νάχεις και τιμή.γιατί δίχως εσένα οι θνητοί
Δεν κάνουνε συμπόσια, όπου κανείς με πρώτη και τελευταία
την Εστία, να μην αρχίζει την σπονδή με οίνο μελίγευστο.
Και σύ εμένα γιέ του Δία και της Μαιάδος Αργειφόντη
Αγγελιοφόρε των μακαρίων, χρυσόραβδε δοτήρα αγαθών
Όντας ελεήμων βοήθησε μαζί με τη σεμνή και αγαπημένηΕστία,
γιατί και οι δύο εσείς στων γήινων ανθρώπων
Μένετε τα ωραία δώματα με φιλική ανάμεσα σας διάθεση,
Και τα έργα τους γνωρίζοντας τους ανταμοίβετε με νου και ήβη.
Χαίρε του Κρόνου θυγατέρα εσύ και ο χρυσόραβδος Ερμής.
Αλλά εγώ εσάς και μ’άλλη μου ωδή θα υμνήσω.

Επί πολύ χρόνο δεν είχε εικόνα, οι δε άνθρωποι αρκούνταν να προσφέρουν θυσία σε αυτή επί του βωμού της, ένθα άσβεστο διατηρούνταν το ιερό της πυρ (Παυσ. II. 35.2).

Πρώτον είδωλο της υπήρξε η απεικόνιση της ως αειζώου και ζωογόνου φλογός.

Αλλά και αργότερα τα αγάλματα της, έργα νεωτέρων καλλιτεχνών ήταν ολιγάριθμα.

Από αυτά είναι, ένα στο πρυτανείο των Αθηνών, όπου ήταν οι νόμοι του Σόλωνος και το άγαλμα της Ειρήνης, στην αρχαία Ολυμπία, έργον του Αργείου Γλαύκωνος, ένα στην Πάρο αξιόλογου τέχνης, το όποιον ο αυτοκράτωρ Τιβέριος άρπαξε και το αφιέρωσε στον ναό της Ομονοίας, στην Ρώμη, όπου υπάρχει και ένα άλλο άγαλμα, έργο του Σκόπα.

Η Εστία απεικονίζονταν συνήθως κρατούσα κλείδα και σκήπτρο ή πυρσό στη μία και δόρυ στην άλλη χείρα.

Γύρω από την καθήμενη Εστίας ήταν δύο λυχνοστάτες υποβαστάζοντας τις καίουσες λυχνίας, σύμβολο της πύρινης φύσεως της θεάς.

Πάντα τα αγάλματα αυτής, είχαν την μορφή σοβαρά και αξιοπρεπή και εξέφραζαν κατάσταση πλήρους ακινησίας, ανταποκρινόμενη προς την περί αυτής ιδεολογία των Ελλήνων.

Στην Ολυμπία απεικονί­ζονταν η Εστία, μεταξύ Ερμή και Έρωτος, και εις το βάθρο του αγάλματος του Διός.

Από τα διασωθέντα αγαλμάτά της τα καλύτερα είναι η Εστία του μεγάρου Ιουστινιάνι στην Χίο. Η απλότητα του ενδύματος, το οποίο καλύπτει ολόκληρο το σώμα, η ακαμψίατου υφάσματος του χιτώνα, το πέπλο που πέφτει στους ώμους της, η απεριποίητη κόμη και η αυστηρή φυσιογνωμία του αγάλματος παράγουν μίαν εντύπωση θρησκευτικής σεμνότητας.

Σε αυτή την ήρεμη απεικόνιση προσδίδει φαινομενική μόνο κίνηση ο αριστερός βραχίονας , που δείχνει τον ουρανό, απ΄ όπου ήλθε το ιερό πυρ της Εστίας.

Από τις ελάχιστες δε διασωθείσες αγγειογραφίες, στις οποίες απεικο­νίζεται , είναι η επί του αγγείου του Σωσίου, στο οποίο η Εστία κρατά φιάλη πλησίον της Αμφιτρίτης και βρίσκεται στο Μουσείο του Βερολίνου.

ΤΟΠΟΙ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

Όπως δια την Γαία πάς εσπαρμένος αγρός ήταν και βωμός λα­τρείας αυτής, ούτω και πας τόπος στον οποίον άναπταν πυρ ήταν βωμός της Εστίας.

Ιδίως όμως ιεροί δι’ αυτήν τόποι ήσαν τα πρυτανεία των πόλεων πλησίον των οποίων υπήρχαν οι βωμοί της, στους όποίους οι πρυτάνεις τελούσαν κατά πρώτον θυσία και έπειτα στους βωμούς των άλλων θεών, και εστίες των οικιών, το άσυλο παντός ξένου.

Ως αρχαιότατος τόπος λατρείας της μνημονεύεται από τον Πίνδαρου η Τένεδος.

Ο βωμός της Εστίας με το ιερό πυρ στους Δελφούς, ήταν η κοινή εστία της Ελλάδος, επειδή οι Δελφοί θεωρούνται ο ομφαλός της γης, από εκεί άναβε η φωτιά όλων των Ναών.

Μη φοβάσαι, να φοβάσαι

Εάν θα μου έλεγαν να πω μόνο μια φράση για την αντιμετώπιση του φόβου, αυτή θα ήταν: μη φοβάσαι να φοβάσαι!

Ίσως σε πολλούς από εσάς σας φαίνεται περίεργο ,που επιλέξαμε αυτή τη φράση ενάντια στο φόβο. Θα περιμένατε πιθανώς κάποια φράση του τύπου: «Αντιμετώπισε το φόβο σου» ή «κάνε αυτό που φοβάσαι».

Επιτρέψτε μου εδώ να πω ότι στην πορεία της ζωής μου ,έχω συναντήσει κάποιους ανθρώπους που έκαναν αυτό που φοβόταν και τα κατάφεραν.

Ένα μεγάλο μπράβο τους αξίζει!!!

Συνάντησα όμως πολύ περισσότερους ανθρώπους, που οι ίδιες φράσεις τους έκαναν να βιώνουν κρίσεις άγχους ή να νιώθουν ανίκανοι . Άλλοι πάλι να θυμώνουν και να κλείνονται στον εαυτό τους ή να παραιτούνται.

Παίρνοντας την ευθύνη που αναλογεί σε κάποιον που αρθρογραφεί και έχοντας βιώσει επί χρόνια τα συμπτώματα και τα αποτελέσματα της ενέργειας του φόβου, θέλω να προτείνω ένα δρόμο αντιμετώπισης του φόβου ,που θα αφορά τους πολλούς και όχι τους λίγους.

Ένα δρόμο με μεγαλύτερη ασφάλεια και συνειδητό ρίσκο εξέλιξης.

Ένα δρόμο που όποιος αποφασίσει να τον διαβεί ,θα ξέρει ότι χρειάζεται να τον περάσει με τα δικά του πόδια και τις δικές του δυνάμεις, παίρνοντας τις βοήθειες που ταιριάζουν στον ίδιο και έχοντας το μεγαλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στην δεδομένη στιγμή.

Όλοι οι άνθρωποι έχουμε νιώσει φόβο κάποια στιγμή της ζωής μας.

Όλοι οι άνθρωποι έχουμε κάτι που φοβόμαστε λιγότερο ή περισσότερο.

Γιατί όμως αυτό που προτείνουμε είναι, μη φοβάσαι να φοβάσαι;

Η πρώτη πράξη ενάντια στο φόβο είναι κατά τη γνώμη μας η αποδοχή!

Να τολμήσω δηλαδή να πω ότι φοβάμαι!

Φοβάμαι την κατσαρίδα..

Φοβάμαι μη με απολύσουν..

Φοβάμαι μη με απατήσει ο σύντροφός μου…

Φοβάμαι μήπως αποτύχω …

Είναι σπουδαίο να αναγνωρίσει κάποιος ότι φοβάται – ότι φοβάται ο καθένας – γιατί έχει ήδη αναγνωρίσει τι του συμβαίνει!

Όπως γνωρίζουμε όλοι «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός» και η αρχή γίνεται μόλις ο καθένας αναγνωρίσει ότι φοβάται. Είναι εντυπωσιακό πόσο αλλάζει το όλο σκηνικό ,μόλις κάνει ο καθένας αποδοχή ότι φοβάται.

«Η διάγνωση είναι τουλάχιστον 50% της θεραπείας».

Όλα γίνονται πιο καθαρά ,αρχίζει και βλέπει την εικόνα αλλιώς , πιο ρεαλιστικά πιο κοντά στην αλήθεια και αυτό είναι κάτι που φοβάται ο φόβος!

Έχει ήδη αρχίσει να βγάζει το πέπλο του φόβου!

Η αποδοχή ότι μας συμβαίνει είναι ένα από βασικά κλειδιά , για όλα τα πράγματα στη ζωή μας.

Η αποδοχή είναι η αρχή και όχι το τέλος.

Αποδέχομαι δε σημαίνει μόνο, ότι αυτό θα μου συμβαίνει για πάντα και δεν μπορώ να κάνω κάτι για αυτό.

Αποδοχή είναι ταυτόχρονα και μια ενεργητική κατάσταση και όχι μόνο παθητική ,όπως πολύ άνθρωποι νομίζουν.

Αποδέχομαι ενεργητικά σημαίνει ότι τόλμησα να αναγνωρίσω ότι μου συμβαίνει!

Αποδέχομαι ενεργητικά σημαίνει ότι αφού το αναγνώρισα θα ψάξω να βρω τι μπορώ να κάνω για αυτό!

Αποδέχομαι σημαίνει ότι νίκησα ήδη ένα μέρος του φόβου μου ,που δεν με άφηνε ούτε να τον δω .

Εάν δεν αναγνωρίσω ότι φοβάμαι δεν θα μπορέσω να τον αντιμετωπίσω ποτέ.

Πάντα θα βρίσκει τρόπο να με «κλέβει» και αυτό είναι κάτι που ξέρει να το κάνει καλά.

Θα χρησιμοποιεί τον εγωισμό και την ντροπή σε συνδυασμό με άλλους φόβους για να μην αναγνωρίσω και αποδεχθώ αυτό που φοβάμαι .

Φυσικά με αυτό τον τρόπο δεν θα κάνω κάτι για να τον αντιμετωπίσω και θα συνεχίσει να υπάρχει εντός μου .

Ε λοιπόν ναι, τολμώ να αναγνωρίσω ότι έχω και εγώ φόβο.

Φοβάμαι ,αλλά είμαι εδώ μπροστά του!!!

Αυτό από μόνο του έχει μέσα του πολύ θάρρος!!!

Αυτό έχει συνείδηση!!!

Γνωρίζω τι μου συμβαίνει , είμαι εδώ και μπορώ να κοιτάξω το φόβο στα μάτια.

Όταν κοιτάξεις το φόβο στα μάτια – τον αναγνωρίσεις- εξαφανίζεται τουλάχιστον το 50% του φόβου.

Η νίκη σου έχει αρχίσει!!!

Μη φοβάσαι να φοβάσαι λοιπόν …

Αριστοτέλης: Ο μορφωμένος διαφέρει από τον αμόρφωτο, όσο ο ζωντανός από τον νεκρό

Ναι, τελείωσες το πτυχίο σου, έκανες και το μεταπτυχιακό σου. Είσαι πλέον μορφωμένος; Όχι απαραίτητα.

Θέλω να σου θυμίσω πως οι περισσότεροι «σοφοί» που πέρασαν από αυτό τον πλανήτη, δεν έγιναν σοφοί από τις γνώσεις που έλαβαν σε σχολεία και πανεπιστήμια, ούτε και απέδειξαν την αξία τους μέσω ενός χαρτιού αλλά μέσα από τα βιώματά τους, δίνοντας το καλό παράδειγμα στους υπολοίπους.

Μόρφωση δεν είναι μόνο η γνώση, δηλαδή όσα μαθαίνουμε στα σχολεία ή μέσα στην κοινωνία.

Μόρφωση είναι και ο τρόπος που χρησιμοποιούμε την γνώση που έχουμε λάβει, δηλαδή ο τρόπος που συμπεριφερόμαστε στους συνανθρώπους μας και τα υπόλοιπα ζωντανά πλάσματα του τόπου, ο τρόπος που βάζουμε το κοινό καλό πάνω από τις προσωπικές μας φιλοδοξίες και ευχαριστήσεις.

Μόρφωση πάει να πει να παίρνουμε από την φύση όσα μπορεί να μας δώσει, να το μοιραζόμαστε με τους συνανθρώπους μας (και τα υπόλοιπα πλάσματα του πλανήτη) και να αφήνουμε και κάτι για τις επόμενες γενιές. Μόρφωση είναι να κρατάμε και να αναπτύσσουμε τις ανθρώπινες μας αξίες, όπως η δικαιοσύνη, το καθήκον, η τιμιότητα, η αλήθεια, η εργατικότητα και η αγάπη προς τον άνθρωπο, την κοινωνία και το περιβάλλον, εξελίσσοντας την ανθρώπινη κοινωνία προς το μέλλον που της αξίζει.

Όπως είπε και ο Θερβάντες: «Υπάρχουν άνθρωποι τους οποίους η γνώση [των λατινικών] δεν τους εμποδίζει να είναι ζώα».

Μια ματιά στην ύπαιθρο πολλές φορές φτάνει για να σε πείσει: σκουπίδια σε κάθε γωνιά, αποψίλωση των δασών μας, κατακερματισμός των φυσικών οικοσυστημάτων μας, άναρχη ανάπτυξη, γκολφ και ξενοδοχεία στις παραλίες ωοτοκίας των χελωνών, υπεραλίευση των θαλασσών μας και πολλά άλλα που ούτε καν μπορώ να απαριθμήσω.

Πόσω μάλλον άμα σκεφτεί κανείς το πώς συμπεριφερόμαστε στους συνανθρώπους μας. Αν αμφιβάλλεις ρίξε μια βόλτα στην πόλη, προσπάθησε να διασταυρώσεις τον δρόμο, δες τι γίνεται στα parking των αναπήρων ή απλά βάλε ειδήσεις και δες πόσοι κλέβουν τα χρήματα του λαού ή καταχρώνται την εξουσία που τους δόθηκε από αυτόν για να τους οδηγήσει σε «ένα καλύτερο αύριο».

Επομένως, εκτός από την γνώση που θα λάβεις εσύ και τα παιδιά σου στο σχολείο και το πανεπιστήμιο, φρόντισε να διδαχτείς (αλλά και να διδάξεις) παιδεία, σωστή συμπεριφορά και μόρφωση. Και πολλά από αυτά τα μαθήματα σ’ τα δίνει η ίδια η φύση, αν απλώς έρθεις πιο κοντά της.

Θα μου πεις, μα διαβάζω! Εφημερίδες, περιοδικά, blogs, αθλητικά: δεν μπορεί κανείς να γίνει πολύ μορφωμένος όταν διαβάζει μόνο αυτό που του αρέσει.

«Μάταια είναι η εκμάθηση χωρίς σκέψη, επικίνδυνη είναι η σκέψη χωρίς εκμάθηση» σύμφωνα με τον Κομφούκιο.

Ο άνθρωπος δεν έχει ατομικό «Εγώ»

Αναζητώντας τον κόσμο του Θαυμαστού

Ο άνθρωπος δεν έχει μόνιμο και αμετάβλητο Εγώ. Κάθε σκέψη, κάθε διάθεση, κάθε επιθυμία, κάθε αίσθηση, λέει «εγώ». Και κάθε φορά, φαίνεται να θεωρούμε σαν δεδομένο ότι αυτό το «εγώ» ανήκει στο Σύνολο, σ’ ολόκληρο τον άνθρωπο και ότι μια σκέψη, μια επιθυμία, μια αντιπάθεια, την εκφράζει αυτό το Σύνολο. Στην πραγματικότητα, αυτή η υπόθεση είναι τελείως αβάσιμη. Η κάθε σκέψη και η κάθε επιθυμία του ανθρώπου, εμφανίζεται και ζει τελείως ξεχωριστά και ανεξάρτητα από το Σύνολο. Και το Σύνολο ποτέ δεν εκφράζεται, για τον απλούστατο λόγο ότι, υπό την ιδιότητά του αυτή, έχει μόνο υλική υπόσταση, σαν ένα πράγμα, και υπάρχει αφηρημένα, σαν μία ιδέα. Ο άνθρωπος δεν έχει ατομικό Εγώ. Στη θέση του, υπάρχουν εκατοντάδες και χιλιάδες ξεχωριστά, μικρά εγώ, που τις περισσότερες φορές, δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, που ποτέ δεν έρχονται σε επαφή ή που αντίθετα, είναι εχθρικά μεταξύ τους, αποκλείουν το ένα το άλλο και είναι ασυμβίβαστα. 

Κάθε λεπτό, κάθε στιγμή, ο άνθρωπος λέει ή σκέφτεται «εγώ». Και κάθε φορά, το εγώ του είναι διαφορετικό. Μόλις τώρα ήταν μία σκέψη, λίγο μετά είναι μια επιθυμία, ύστερα μια αίσθηση, σε λίγο μια άλλη σκέψη, κι αυτό συνεχίζεται χωρίς τελειωμό.

Η αλληλοδιαδοχή των εγώ, η αδιάκοπη και ολοφάνερη προσπάθειά τους για να επικρατήσουν, ρυθμίζεται από τυχαίες εξωτερικές επιδράσεις. Δεν υπάρχει τίποτα μέσα στον άνθρωπο ικανό να ελέγξει αυτή την αλλαγή των «εγώ», κυρίως γιατί ο άνθρωπος δεν την προσέχει, δεν την γνωρίζει. Ζει πάντοτε στο τελευταίο του εγώ.

Και κάθε ξεχωριστό, μικρό «εγώ» είναι σε θέση να ιδιοποιείται το όνομα του Συνόλου, να ενεργεί στο όνομα του Συνόλου, να συμφωνεί ή να διαφωνεί, να δίνει υποσχέσεις, να παίρνει αποφάσεις, που ένα άλλο εγώ ή το Σύνολο θα είναι υποχρεωμένο να εκτελέσει. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι άνθρωποι παίρνουν τόσο συχνά αποφάσεις και τις εκτελούν τόσο σπάνια.

Αποτελεί τραγωδία του ανθρώπινου όντος, το ότι οποιοδήποτε ασήμαντο εγώ έχει το δικαίωμα να υπογράφει επιταγές και γραμμάτια, και ο άνθρωπος, δηλαδή το Σύνολο, είναι υποχρεωμένο να τα εξοφλεί. Έτσι, περνάμε ολόκληρη ζωή, εξοφλώντας τα γραμμάτια των μικρών, τυχαίων εγώ.

Η ασπίδα του Αχιλλέα

Όταν ο Αχιλλέας, παραμερίζοντας το θυμό του, αποφασίζει να βγει ξανά στη μάχη και να σκοτώσει τον Έχτορα, για να εκδικηθεί ιό θάνατο του Πάτροκλου, βρίσκεται δίχως όπλα. Γιατί την αρματωσιά του την είχε φορέσει ο φίλος του, και τώρα έχει πέσει κούρσος στα χέρια του με­γάλου αντίμαχου. Τα καινούργια άρματα που χρειάζονται στον Αχιλλέα θ’ αναγκαστεί η μητέρα του η Θέτιδα να ανεβεί στον Όλυμπο και να παρακαλέσει τον Ήφαιστο να του τα μαστορέψει.

Ο θεός, που δεν ξεχνάει πόση καλοσύνη του είχε δείξει η Θέτιδα σε χρόνια πιο παλιά, είναι πρόθυμος να πάρει πάνω του τον κόπο να φτιάξει την καινούργια πανοπλία. Αφήνει λοιπόν τη γυναίκα του να της κρατάει στο μεταξύ συντροφιά, κι αυτός κλείνεται στο εργαστήρι του, ανάβει τα καμίνια του και στρώνεται στη δουλειά.

Άρματα μαστορεμένα από τέτοιο θεό και προορισμένα να σκεπάσουν το κορμί ενός τέτοιου ήρωα δεν μπορεί παρά να ξεπερνούν στην ομορφιά και στην αντοχή κάθε άλλη αρματωσιά φτιαγμένη από χέρια θνητά: Ο θώρακας λάμπει σα φλόγα, το κράνος είναι πανώριο, πλουμιστό, με φούντα μαλαματένια, οι κνημίδες καμωμένες από φτενό καλάι. Μα πάνω απ’ όλα τ’ άλλα είναι η ασπίδα, που ο Ήφαιστος θα δουλέψει για ώρα πολλή. Για να γίνει στέρεη, θα την κάνει με πέντε απανωτές στρώσεις, δυο από καλάι, δυο από μπρούντζο και μια, τη μεσαία, από μάλαμα. Κι έπειτα θα την πλουμίσει όσο δεν πλουμίστηκε καμιά ασπίδα στον κόσμο.

Η ασπίδα είναι στρογγυλή κι η εξωτερική της επιφάνεια θα σκεπαστεί ολόκληρη με εικόνες από χρυσάφι, ασήμι, καλάι και άλλα πολύτιμα ολικά, καταταγμένες σε πέντε ομόκεντρους κύκλους. Στο μεσαίο ο Ήφαιστος «βάζει τη γης, βάζει τη θάλασσα, βάζει τα ουράνια απάνω, βάζει τον ήλιο τον ακούραστο, τ’ ολόγιομο φεγγάρι, κι’ όλα τ’ αστέρια, ως στεφανώνουνε τον ουρανό…»

Ο δεύτερος από μέσα κύκλος παρασταίνει δύο πολιτείες, τη μία σε ώρες ειρηνικές, την άλλη σε άγριες ώρες πολέμου. Η πρώτη παράσταση είναι χωρισμένη σε δυο εικόνες: από τη μια έχουμε δυο άντρες πού δικάζονται στην αγορά, από την άλλη έναν γάμο.

«Κι ακόμα παίρνει βάζει απάνω του δυο πολιτείες ανθρώπων,
πανέμορφες· στη μια ξεφάντωσες ιστόρησε και γάμους·
τις νύφες παίρναν απ’ τα σπίτια τους με φώτα, με λαμπάδες,
και τις περνούσαν με νυφιάτικα τραγούδια από τις ρούγες


Ιλιάδα Σ490-494

Στους δυο ακόλουθους κύκλους βλέπουμε ζευγολάτες πού οργώνουν, εργάτες πού θερίζουν, κοπέλες και παλικάρια πού τρυγούν, έπειτα βόδια και πρόβατα που βόσκουν, τέλος έναν χορό.

Όλες αυτές οι τόσο κινημένες σκηνές της γης θα κλειστούν με τον τελευταίο, τον εξώτατο κύκλο, πού παρασταίνει, τον Ωκεανό. Γιατί για τους αρχαίους Έλληνες ο Ωκεανός ήταν ένα φαρδύ ποτάμι πού έζωνε τη γη ολόκληρη.

Η περιγραφή αυτή της ασπίδας του Αχιλλέα γέννησε πλήθος προβλήματα στους φιλόλογους και στους αρχαιολόγους. Άλλοι πίστεψαν πως ο Όμηρος περιγράφει εδώ μια πραγματική ασπίδα, παρεξηγώντας μάλιστα κάπου κάπου τ’ απεικονίσματά της. Άλλοι παρατήρησαν πως η τεχνική της διακόσμησης και ορισμένα θέματα προδίνουν μυκηναϊκή καταγωγή και γι’ αυτό υποστήριξαν πως η ασπίδα ολόκληρη πρέπει να είναι μυκηναϊκή, ορθογώνια λοιπόν, όχι κυκλική. Βρέθηκαν άλλοι πού πίστεψαν πως έτσι που ή περιγραφή της Ασπίδας με τις ειρηνικές της σκηνές κόβει απότομα την έντονη πολεμική δράση της Ιλιάδας, δεν μπορεί να είναι γνήσιο έργο του Όμηρου, αποτελούσε λοιπόν αρχικά ένα αυθυπόστατο μικρό έπος, που προστέθηκε αργότερα στο σώμα της Ιλιάδας.

Φυσικά, εδώ δεν μπορούμε να συζητήσουμε τις γνώμες αυτές· θα δώσουμε μόνο τι πιστεύουμε σήμερα για την Ασπίδα κι έπειτα Θα προχωρήσουμε στην ανάλυση της.

Ο Όμηρος δεν περιγραφεί εδώ μια πραγματική ασπίδα. Ζώντας τον 8ο π.Χ, αιώνα ξέρει βέβαια τις σύγχρονες του κυκλικές ασπίδες, που η διακόσμηση τους γίνεται σε επάλληλους κι αυτή κύκλους· από την άλλη μεριά η τεχνική της Ασπίδας και μερικά από τα θέματα της δείχνουν πόσο δυνατή είναι ακόμα η θύμηση της μυκηναϊκής τέχνης μέσα στην παράδοση υστέρα από τέσσερις αιώνες. Η γενική όμως σύλληψη και η οργάνωση του υλικού είναι, έργο του Όμηρου: τα δάνεια στοιχεία ανακατώθηκαν με επινοήματα του ίδιου του ποιητή και -το σπουδαιότερο- από στοιχεία των εικαστικών τεχνών μετασχηματίστηκαν σε στοιχεία της τέχνης του λόγου. Γιατί οι εικαστικές τέχνες -ζωγραφική, πλαστική κλπ.- εργάζονται μέσα στο χώρο, όχι στο χρόνο, κι έτσι από ένα θέμα πού αναπτύσ­σεται μέσα στο χρόνο δεν μπορούν να δώσουν παρά μια στιγμή του μόνο, ας είναι και την κορυφαία.

Αντίθετα ο Όμηρος σαν ποιητής που είναι δίνει το θέμα του στη χρονική συνέχεια του. Στην πολεμική σκηνή να πούμε της πολιτείας που βρίσκεται πολιορκημένη έχουμε πρώτα το τελεσίγραφο του εχθρικού στρατού να τους παραδώσουν τα μισά πλούτη που κρύβει μέσα η πόλη, αλλιώς θα την κούρσευαν ολάκερη πατώντας τη. Οι πολιορκημένοι αρνιούνται κι ετοιμάζονται για καρτέρι. Αφή­νουν τα γυναικόπαιδα και τους γέροντες μέσα στην πολιτεία κι οι άντρες ξεκινούν, φτάνουν στον ποταμό κι εκεί κρύβονται περιμένοντας τα βόδια και τ’ αρνιά των πολιορκητών. Κι όταν τα κοπάδια κατεβαίνουν στο ποτάμι για να ποτιστούν, εκείνοι χύνονται, τ’ αρπάζουν και σκοτώνουν τους βοσκούς. Ο άλλος στρατός, ακούγοντας τη φασαρία, τρέχει, τους προφταίνει, κι έτσι αρχίζει ή μάχη. Όλη αυτή τη μακριά ιστορία πώς θα μπορούσε ποτέ ένα έργο της εικαστικής τέχνης να την κλείσει σε μιαν εικόνα μέσα;

«Κι έβαζε ακόμα απάνω νιόσκαφτο, παχύ, πλατύ χωράφι,
με αφράτο χώμα, τριπλογύριστο· πολλοί ζευγάδες μέσα
φέρναν τρογύρα τα ζευγάρια τους κι όργωναν δώθε κείθε·
και κάθε που γύριζαν κι έφταναν στου χωραφιού την άκρα,
τους ζύγωνε ένας και τους έδινε κρασί γλυκό μια κούπα
…»

Ιλιάδα Σ542-545.

Ο κεντρικός κύκλος παράσταινε τη γη και τη θάλασσα, τον ήλιο και το φεγγάρι και τ’ αστέρια την εξωτερική πάλι ζώνη τη γέμιζε το πλατύ ρέμα του Ωκεανού. Ανάμεσα στα κοσμικά στοιχεία αυτά βρίσκεται κλεισμένη η ζωή του ανθρώπου, όπως παρουσιάζεται στις τρεις μεσαίες ζώνες. Μήπως και στην πραγματικότητα ή ανθρώπινη ζωή δε βρίσκεται, περιορισμένη και καθορισμένη από τα φυσικά στοιχεία; Ο άνθρωπος παλεύει δουλεύοντας πάνω στη γη και –σπανιότερα- πάνω στη θάλασσα. Γύρω του -κατά την αντίληψη των αρχαίων- κυλάει τα νερά του ο Ωκεανός, πάνω του απλώνεται ο ουρανός. Ο ήλιος βγαίνοντας και βα­σιλεύοντας του καθορίζει τις ώρες της δουλείας και τις ώρες της ανάπαψης. Του φεγγαριού οι φάσεις τον οδηγούν να προσδιορίσει τους μήνες και τα χρόνια πού γυρίζουν, τ’ αστέρια να ταξιδεύει μέσα στη νύχτα και ακόμα να βρίσκει πότε ν’ αρ­χίσει την κάθε δουλειά του χωραφιού.

Από τις σκηνές που παρασταίνονται στους μεσαίους κύκλους οι πρώτες αναφέρονται στην κοινωνική ζωή του ανθρώπου: απονομή δικαιοσύνης και γάμος. Σε αυστηρή αντιστοιχία το τελευταίο θέμα από τις σκηνές αυτές είναι πάλι παρμένο από την κοινωνική ζωή: χορός. Εκεί, μέσα στη συνοδεία του γάμου, τραγουδούσαν οι νιοι χορεύοντας στους ήχους του αυλού και της κιθάρας εδώ χορεύουν νιοι και νιές μαζί, και το χορό τους τον ρυθμίζει ο θείος αοιδός με το τραγούδι του και την κιθάρα.

Οι καθαυτό μεσαίες σκηνές παρουσιάζουν τις βασικές μορφές της γεωργικής ζωής του ανθρώπου: όργωμα, θερισμός, τρύγος, κτηνοτροφία. Νιώθεις όλο το μόχθο του ανθρώπου που δουλεύει τη γη, μαζί του όμως ζεις και τη χαρούμενη ικανοποίηση που δίνει ή δουλειά και καθαυτή και για την καλή σοδειά που θα φέρει.

Ο αρχαίος Έλληνας νιώθει πως δεν μπορεί να εξαντλήσει την πληρότητα της ζωής παρά μόνο με την κατάφαση όλων των αντιθέσεων που κλείνει. Έτσι κι εδώ βλέπουμε τον Όμηρο ν’ αναπλάθει τον κόσμο ολόκληρο χύνοντας το φως των στίχων του στη ζωή των ανθρώπων της πολιτείας και στη ζωή των ξωμάχων, στη ζωή των άντρων –δικαστήριο- και στη ζωή των γυναικών -γάμος-, στα έργα του πολέμου και στα έργα της ειρήνης, στη σοβαρή δουλειά με το μόχθο της και στη γιορτή με τις χαρές της, στις οιμωγές των λαβωμένων και στα τραγούδια των χαροκόπων.

Μέσα στην αποκλειστικά πολεμική ατμόσφαιρα της Ιλιάδας, μέσα στα ηρωικά κατορθώματα και στο θάνατο τόσων παλικαριών, η περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα μας ανοίγει μια σειρά από εικόνες, όπου ο πόλεμος είναι μια μόνο φάση της ζωής και όχι η πιο σημαντική. Οι ειρηνικές σκηνές υπερισχύουν εδώ. Και οι μεγάλοι ήρωες με τα τιμημένα ονόματα παραμερίζονται για μια στιγμή· ο ποιητής μας μιλεί τώρα για τις χαρές και τους καημούς του «απλού ανώνυμου λάου. Αυτό δε θα πει πως άλλος πρέπει να είναι ο ποιητής της Ασπίδας και άλλος ο ποιητής της υπόλοιπης Ιλιάδας. Ένας μεγάλος δημιουργός, όπως στάθηκε ο Όμηρος, είναι πάντα πολύφωνος· γι’ αυτό μπορεί και κλείνει μέσα στην ψυχή του όλο τον κόσμο, όλες τις ομορφιές του, όλες τις χαρές του κι όλους τους πόνους του. Ωστόσο σαν να ήθελε να υποδηλώσει πως όσο και να ψάλλει πολέμους, μια φορά η καρδιά του δεν ανήκει σ’ αυτούς, πως η αγριότητα τους είναι ξένη με την ψυχή του, παρουσίασε τον ίδιο τον εαυτό του να ψάλλει -μοναδική φορά μέσα στην Ιλιάδα- όχι στο στρατόπεδο των Ελλήνων, ούτε μέσα στην πολιορκημένη Τροία, παρά μέσα στην Ασπίδα, ανάμεσα στους νέους και στις κοπέλες πού χορεύουν -ο θείος αυτός αλήθεια τραγουδιστής…

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ: Διότι τότε ο κάθε πολίτης, εντασσόμενος στο σύνολο του λαού, υπερτιμά αλόγιστα τις δυνάμεις του

Οι άνθρωποι αψηφούν τον κίνδυνο της τιμωρίας βασιζόμενοι στην ελπίδα. Ποτέ κανείς δεν διακινδύνευσε χωρίς την ενδόμυχη πίστη πως θα γλιτώσει την τιμωρία.

Πολλοί παράγοντες εξωθούν τους ανθρώπους σε πράξεις άνομες· σ’ άλλους η ανέχεια προσδίδει την τόλμη της απελπισίας, άλλους η εξουσία τους κάνει αλαζονικούς και πλεονέκτες, άλλοι κυριαρχούνται από πάθη αγιάτρευτα απόρροια των συνθηκών της ζωής τους. 

Η επιθυμία κι η ελπίδα είναι πανταχού παρούσες· η πρώτη σχεδιάζει και η δεύτερη προσβλέπει στην εύνοια της τύχης· και οι δύο μαζί προξενούν μεγάλο κακό στους ανθρώπους, χειρότερο απ’ ότι φαίνεται επειδή είναι αθέατα δεινά. Αλλά κι η τύχη εξωθεί εξίσου σε ανομήματα, καθώς υπάρχουν φορές που εκδηλώνεται απροσδόκητα και ωθεί τους ανθρώπους να διακινδυνεύσουν με μέσα λιγότερα από τα απαιτούμενα. Τούτο παρατηρείται κυρίως στα κράτη, προκειμένου για τα ύψιστα θέματα της ελευθερίας ή της κυριαρχίας -διότι τότε ο κάθε πολίτης, εντασσόμενος στο σύνολο του λαού, υπερτιμά αλόγιστα τις δυνάμεις του. 

Γενικά, είναι πολύ μωρός όποιος φαντάζεται ότι με το φάσμα του νόμου ή με οποιοδήποτε άλλο φόβητρο μπορεί να αποτραπεί μια πράξη, που αναβλύζει ασυγκράτητη απ’ την ίδια τη φύση του ανθρώπου. (Γ, 45)

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ

ARTHUR SCHOPENHAUER: Για το ευ ζην του ανθρώπου το αποφασιστικό είναι το τι διαδραματίζεται μέσα του

Ο κόσμος στον οποίον ζει ο καθένας εξαρτάται, κατ’ αρχάς, από την αντίληψη που έχει περί αυτού, καθορίζεται, άρα, βάσει των διαφορών στα μυαλά των ανθρώπων: ανάλογα μ’ αυτές τις διαφορές αποβαίνει ο κόσμος φτωχός, άνοστος και ρηχός ή πλούσιος, ενδιαφέρων και πλήρης νοημάτων. Ενώ π.χ. κάποιος ζηλεύει έναν άλλον για τα ενδιαφέροντα πράγματα που του συνέβησαν στην ζωή του, θα έπρεπε να τον ζηλεύει μάλλον για το αντιληπτικό του χάρισμα, το οποίο και προσέδωσε σ’ εκείνα τα συμβάντα την σημασιολογική διάσταση που έχουν στην περιγραφή του· διότι το ίδιο συμβάν που στον ευφυή παρουσιάζεται τόσο ενδιαφέρον, στην αντίληψη ενός ρηχού και καθημερινού ανθρώπου, δεν θα ήταν παρά ένα πληκτικό επεισόδιο της καθημερινότητας. Ομοίως, ο μελαγχολικός τύπος βλέπει μία σκηνή τραγωδίας εκεί όπου ο αιματικός δεν διακρίνει παρά μία ενδιαφέρουσα σύγκρουση, ο δε φλεγματικός κάτι το ασήμαντο.

Όλα αυτά οφείλονται στο ότι κάθε πραγματικότητα, κάθε δηλ. πλήρες παρόν, αποτελείται από δύο ημίσεα, το υποκείμενο και το αντικείμενο, συνδεδεμένα τόσο στε να μεταξύ τους όσο το οξυγόνο και το υδρογόνο στο νερό. Συνεπώς, με απολύτως ταυτόσημο αντικειμενικό, όμως διαφορετικό υποκειμενικό ήμισυ, η παρούσα πραγματικότητα είναι -ακριβώς όπως και στην αντίστροφη περίπτωση- εντελώς διαφορετική: το κάλλιστο και βέλτιστο αντικειμενικό ήμισυ, σε συνδυασμό μ’ ένα άτονο και φαύλο υποκειμενικό, δεν σχηματίζει παρά μία άσχημη πραγματικότητα κι ένα άσχημα παρόν.

Κάθε μεγαλοπρέπεια και κάθε απόλαυση, αντανακλώμενη στην αμβλεία και νωθρή συνείδηση ενός ηλίθιου, φαντάζουν πάμφτωχες μπροστά στην συνείδηση του Cervantes όταν συνέγραφε τον Δον Κιχώτη μέσα σ’ ένα άβολο δεσμωτήριο.

Το αντικειμενικό ήμισυ του παρόντος και της πραγματικότητας βρίσκεται στις βουλές της τύχης και είναι, επομένως, μεταβλητό. Το υποκειμενικό ήμισυ είμαστε εμείς οι ίδιοι, και για τον λόγο αυτό τούτο είναι ουσιαστικά αμετάβλητο. Κατά συνέπεια, ο βίος κάθε ανθρώπου έχει διά παντός, παρά τις έξωθεν αλλαγές, τον ίδιο χαρακτήρα και μπορεί να παρομοιασθεί με μία σειρά παραλλαγών πάνω σ’ ένα μουσικό θέμα. Από τούτα, γίνεται σαφές πόσο πολύ εξαρτάται η ευτυχία μας από το τι είμαστε, από την ατομικότητά μας, ενώ, αντίθετα, αυτό που συνήθως υπολογίζει κανείς είναι μόνον η μοίρα μας, το τι έχουμε ή το τι θεωρούμαστε κοινωνικά. Όμως, η μοίρα μπορεί να βελτιωθεί· επιπλέον, όταν υπάρχει εσωτερικός πλούτος, τότε, ασφαλώς, δεν απαιτεί κανείς πολλά απ’ αυτήν. Αντίθετα, ένας ηλίθιος είναι πάντοτε ένας ηλίθιος, ένα ξύλο απελέκητο παραμένει ξύλο απελέκητο μέχρι το τέλος της ζωής του, και ας βρίσκεται στον παράδεισο ανάμεσα στα ουρί.

Και ανεφώνησε ο Σωκράτης, βλέποντας τα εκτιθέμενα προς πώληση είδη πολυτελείας: «μα πόσα πολλά πράγματα υπάρχουν που δεν χρειάζομαι!».

ARTHUR SCHOPENHAUER, ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Τα όνειρα: Ένα ταξίδι στην εσωτερική μας πραγματικότητα

Γιατί χάνουμε το ένα τρίτο της ζωής μας;

Ο ύπνος είναι γεμάτος θαύματα. Σαρλ Μπωντλαίρ

Κάποτε οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι τα όνειρά τους αποτελούν μέρος της πραγματικότητας. Στις παραδοσιακές κοινωνίες, οι εικόνες της νύχτας είχαν τουλάχιστον την ίδια βαρύτητα με τα συμβάντα της μέρας.

Είναι εντυπωσιακή η παρουσίαση του θέματος από τον εθνολόγο Γκούνναρ Λάντμαν (Gunnar Landtman), ο οποίος έζησε στις αρχές του 20ού αιώνα με τους Κιβάι, μια φυλή απομονωμένη σ’ ένα μεγάλο ποτάμιο νησί στην Παπούα-Νέα Γουινέα. Μια φορά, κάποιος Κιβάι ονειρεύτηκε ότι ένας φίλος τού χάρισε ακριβά δώρα. Μόλις ξύπνησε, άρχισε να ψάχνει το σπίτι για να βρει τους θησαυρούς. Όταν η γυναίκα του απόρησε για ποιον λόγο σερνόταν κι έψαχνε καταγής, της απάντησε θυμωμένος: «Μη μιλάς. Είδα καλά πράγματα.»

Ακόμη και σήμερα, πολλές φυλές στην Παπούα-Νέα Γουινέα δεν λένε ότι «είδαν ένα όνειρο» αλλά ότι «έζησαν ένα όνειρο». Και οι δικοί μας πρόγονοι σκέφτονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Πριν από 200 χρόνια, τα όνειρα αποτελούσαν θέμα συζήτησης στην ευρωπαϊκή καθημερινότητα και, βέβαια, επηρέαζαν αποφασιστικά τις ενέργειες των ανθρώπων.

Είναι γνωστό το περιστατικό όταν, μια νύχτα του 1732, ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ της Μεγάλης Βρετανίας διέταξε να ζέψουν τ’ άλογα στην άμαξά του επειδή στον ύπνο του είχε εμφανιστεί η πεθαμένη γυναίκα του. Δεν ησύχασε παρά μόνον αφού ο αμαξάς τον οδήγησε μέχρι τον τάφο της στο Αββαείο του Γουέστμινστερ.

Σήμερα, τέτοια περιστατικά μάς φαίνονται παράλογα. Όσα βιώνουμε τη νύχτα τα θυμόμαστε σαν απόκοσμες, σουρεαλιστικές εικόνες – εάν και εφόσον θυμόμαστε κάτι. Αν στη μέση της νύχτας εμφανιστεί ένα μικρό παιδί στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του, ταραγμένο απ’ τον εφιάλτη που έζησε, εκείνοι το συμβουλεύουν να ξεχάσει ό,τι συνέβη: «Δεν είναι τίποτα, όνειρο ήταν.»

Για τους προγόνους μας, τα όνειρα σήμαιναν γνώση· για εμάς, είναι αποκυήματα της φαντασίας. Ακόμη κι ο χαρακτηρισμός «ονειροπόλος» έχει κάτι υποτιμητικό. Σήμερα έχουμε πια αποξενωθεί από τα όνειρά μας κι ο γρήγορος ρυθμός της ζωής δεν μας διευκολύνει να τα προσεγγίσουμε πάλι. Όποιος νιώθει πως έφτασε στα όρια της εξάντλησης από τον ρυθμό της καθημερινότητας είναι ευνόητο ότι θα διαγράψει από τη μνήμη του τα βιώματα της νύχτας. Μάλιστα, πολλοί συνάνθρωποί μας είναι πεπεισμένοι ότι δεν βλέπουν καθόλου όνειρα.

«Στη δυτική κοινωνία, οι γέφυρες ανάμεσα στο ημερήσιο μισό και στο νυχτερινό μισό του ανθρώπου έχουν γκρεμιστεί»,

γράφει ο γάλλος ανθρωπολόγος Ροζέ Μπαστίντ (Roger Bastide). Από την εποχή του Διαφωτισμού, η προσοχή μας εστιάστηκε κυρίως στη λογική: «Απαξιώσαμε το νυχτερινό μισό της ζωής μας.» Ωστόσο, κάποιες φορές διαισθανόμαστε τι μας διαφεύγει. Νιώθουμε πιο ξεκάθαρα τούτη την απώλεια την ώρα που ξυπνάμε. Την ώρα που εισβάλλουν στο κεφάλι μας οι πρώτοι θόρυβοι της μέρας κι αρχίζουν να ξεδιπλώνονται οι πρώτες μας σκέψεις, εμείς βρισκόμαστε παράλληλα και σε έναν άλλον κόσμο – σαν να διπλασιάστηκε αιφνιδίως η ζωή μας.

Από τη συνείδησή μας περνούν εικόνες που μοιάζουν με νέφη ομίχλης. Συχνά είναι τόσο θολές ώστε εξαϋλώνονται αμέσως μόλις προσπαθήσει κανείς να τις συγκρατήσει. Μερικές φορές όμως οι εικόνες των ονείρων είναι τόσο επιβλητικές που δεν μπορούμε ν’ απαλλαγούμε απ’ αυτές – καθορίζουν τη διάθεσή μας όλη τη μέρα. Καμιά φορά, συγκεκριμένα όνειρα τα θυμόμαστε ακόμη κι ύστερα από χρόνια. Τέτοιες στιγμές ακριβώς νιώθουμε ότι οι εμπειρίες της μέρας δεν είναι παρά ένα μέρος μόνο της πραγματικότητας – αλλά νιώθουμε επίσης πόσο πλούσιο κι ενδιαφέρον μπορεί να είναι το άλλο κομμάτι της ζωής μας, εκείνο που συνήθως παραβλέπουμε.

Μήπως όμως σήμερα απλώς ονειρευόμαστε λιγότερο απ’ ό,τι οι προηγούμενες γενιές; Ασφαλώς όχι. Το ότι οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα, βιώνουν κάτι στον ύπνο τους είναι μια εγγενής λειτουργία του εγκεφάλου. Επιπλέον, σε αντίθεση με το σώμα, ο εγκέφαλος δεν ηρεμεί ποτέ. Για πολλά χρόνια είχε παγιωθεί η αντίληψη ότι ο ενήλικος δεν ονειρεύεται πάνω από δύο ώρες περίπου κάθε νύχτα – και μάλιστα αποκλειστικά και μόνο στη διάρκεια του αποκαλούμενου ύπνου REM.

Ωστόσο, νεότερες έρευνες αποκάλυψαν πως αυτό δεν αληθεύει. Σε όλες τις φάσεις του ύπνου, πε- ριοδικά ή ακόμη και συνεχώς, οι άνθρωποι βλέπουν εικόνες, νιώθουν συναισθήματα, βυθίζονται σε σκέψεις, δημιουργούν αναμνήσεις, εξασκούνται σε κινήσεις. Πώς μπορέσαμε ν’ αδιαφορήσουμε γι’ αυτές τις τόσο πολύπλευρες εμπειρίες;

Για να στριμώξουμε στις ώρες που είμαστε ξύπνιοι όσο πιο πολλά βιώματα μπορούμε, φτάνουμε στα όρια της εξουθένωσης. Πολλοί συνάνθρωποί μας προσπαθούν απεγνωσμένα να καθυστερήσουν τα γεράματα. Τι θα δίναμε αν κάποιος μπορούσε να μας προσφέρει έξι ώρες πρόσθετης ζωής κάθε ημέρα; Θα ήταν το αντίστοιχο 20 χρόνων ζωής. Αυτός είναι ο συνολικός χρόνος που βλέπει όνειρα στη ζωή του ο μέσος Γερμανός. Όμως σχεδόν όλα όσα συμβαίνουν σε τούτο το χρονικό διάστημα ξεχνιούνται, έχουν γίνει καπνός το επόμενο πρωί.

Δεν μπορούμε –ούτε και θα το θέλαμε– να επιστρέψουμε στον κόσμο των ονείρων των προγόνων μας. Μία από τις πιο παραγνωρισμένες αλλαγές στην ιστορία του ανθρώπου είναι ότι οι πρόγονοί μας άρχισαν να κοιμούνται γαλήνια μόλις πριν από οκτώ γενιές περίπου. Σήμερα, όποιος δεν αντιμετωπίζει προβλήματα ύπνου θεωρεί απολύτως αυτονόητο να πέφτει για ύπνο το βράδυ στο κρεβάτι του και να ξυπνά το επόμενο πρωί δίχως καμιά διακοπή, εκτός ίσως από μια νυχτερινή επίσκεψη στην τουαλέτα.

Αυτό ήταν αδιανόητο για τους προγόνους μας. Τις νύχτες άλλοτε κοιμόνταν και άλλοτε έμεναν ξύπνιοι, εναλλάξ, και ήταν συνηθισμένο να μιλάνε για τον «πρώτο» και για τον «δεύτερο» ύπνο της νύχτας που πέρασε. Όποιος έπεφτε με το σούρουπο στο κρεβάτι του, ξεθεωμένος απ’ τη σκληρή δουλειά, δεν ήταν δυνατόν να κοιμηθεί χωρίς διακοπή 10 ή περισσότερες ώρες μέχρι το ξημέρωμα. Ακόμα και οι πιο εύποροι, που είχαν μεν φως απ’ τα κεριά, αλλά όχι και πολλούς τρόπους να περνούν ευχά- ριστα την ώρα τους, νύσταζαν νωρίς.

Επιπλέον, οι κάμαρες όπου οι άνθρωποι συνήθως αποσύρονταν για ν’ αναπαυθούν δεν ήταν ό,τι το καλύτερο για να κοιμηθεί κανείς, αφού ρεύματα αέρα έμπαιναν από παντού, με αποτέλεσμα το ξημέρωμα να σηκώνονται όλοι ξεπαγιασμένοι απ’ το κρύο. Μέχρι τότε, βέβαια, τους είχαν ξυπνήσει επανειλημμένα οι άλλοι παρακοιμώμενοι (συνήθως ολόκληρη η οικογένεια κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι), οι οποίοι στριφογύριζαν, έβηχαν ή ροχάλιζαν.

Το χωριστό στρώμα και τα χωριστά σκεπάσματα ήταν μια πολυτέλεια που απολάμβαναν ελάχιστοι, οι οποίοι και πάλι δεν είχαν εγγυημένη ηρεμία διότι εκεί μέσα καραδοκούσαν ψύλλοι και κοριοί. Έτσι, κάθε λίγο και λιγάκι οι άνθρωποι πετάγονταν αλαφιασμένοι από τα όνειρά τους. Όταν ξυπνούσαν, η ανάμνηση όσων είχαν ζήσει ήταν ακόμα νωπή, οι σκηνές των ονείρων ορθώνονταν με κάθε λεπτομέρεια μπροστά τους.

«Ο ύπνος μου είναι όλο διακοπές και γεμάτος όνειρα»,

λέει κάποιος στην κωμωδία Γαλάτεια, που παίχτηκε στην αγγλική Αυλή την ίδια εποχή με τα δράματα του Σαίξπηρ. Ανατρέχοντας σε προσωπικά ημερολόγια που γράφτηκαν στις αρχές των νεότερων χρόνων, ο ιστορικός Ρότζερ Ήκερτς (Roger Ekirch) έδειξε πόσο συχνά οι άνθρωποι ένιωθαν «αναστατωμένοι», «σαστισμένοι», καμιά φορά ακόμα και «ταλαιπωρημένοι» απ’ τα νυχτερινά βιώματά τους.

Σε μερικές περιοχές του κόσμου, ο «ύπνος σε δόσεις» είναι συνηθισμένος ακόμη και σήμερα. Στους Άβιλα Ρούνα, λόγου χάρη, μια φυλή κοντά στις πηγές του Αμαζονίου, στον Ισημερινό, ο ύπνος είναι μέρος της κοινωνικής τους ζωής. Κανείς δεν διανοείται να απομονωθεί τη νύχτα σ’ ένα δωμάτιο: όλοι οι κάτοικοι του χωριού κοιμούνται μαζί, δίπλα δίπλα, στο ύπαιθρο, με μοναδική προστασία ένα αχυρένιο σκέπαστρο. Όποιος ξυπνήσει απ’ τους θορύβους των ζώων του τροπικού δάσους, απ’ τον ανήσυχο ύπνο των διπλανών του, ακόμη και απ’ το φως του φεγγαριού, κάθεται δίπλα στη φωτιά που καίει όλη νύχτα, αργοπίνει ένα ζεστό ρόφημα κι αφηγείται τα όνειρά του.

«Η καθημερινότητα είναι πλεγμένη αδιαχώριστα με τη δεύτερη ζωή, του ύπνου και των ονείρων»,

γράφει ο ανθρωπολόγος Εδουάρδο Κον (Eduardo Kohn), που μελέτησε επιτόπου τους Ρούνα. «Τα όνειρα αποτελούν μέρος του εμπειρικού τους κόσμου.»

Στις διακοπές του ύπνου δεν οφείλεται μόνο το ότι διατηρούνται πιο πολλά όνειρα στη μνήμη, αλλά και ότι οι ονειρικές σκηνές μοιάζουν ιδιαίτερα ρεαλιστικές σε όποιον ξυπνά. Όμως το ίδιο συμβαίνει και στους κατοίκους των σημερινών μεγαλουπόλεων, όπως έδειξε πειραματικά ο αμερικανός ψυχίατρος Τόμας Γουίρ (Thomas Wehr).

Ο ερευνητής αυτός προσομοίωσε στο εργαστήριο τις μακρές νύχτες του χειμώνα, που όσοι συμμετείχαν στο πείραμα έπρεπε να τις περνούν δίχως τηλεόραση και ηλεκτρικό ρεύμα. Στο μεταξύ, ο Γουίρ κατέγραφε την εγκεφαλική λειτουργία και τα επίπεδα κάποιων ορμονών. Διαπίστωσε λοιπόν ότι οι συμμετέχοντες, όταν ξυπνούσαν μετά τον πρώτο ύπνο τους, δεν συνειδητοποιούσαν πως ήταν ξύπνιοι. Η αντιληπτική τους ικανότητα έμοιαζε περισσότερο με μια κατάσταση που θυμίζει έκσταση, μια κατάσταση στην οποία τα όρια μεταξύ εξωτερικού και εσωτερικού κόσμου είναι ασαφή. Πρόκειται για φαινόμενο γνωστό σε όσους κάνουν διαλογισμό.

Κάπως έτσι πρέπει να βίωναν και οι πρόγονοί μας τις διακοπές στον ύπνο τους. Αν θυμόνταν ένα όνειρο μες στην καρδιά της νύχτας, οι εικόνες του θα έμοιαζαν τόσο αληθινές όσο και τα αντικείμενα στην κρεβατοκάμαρά τους.

Όνειρα απ’ το μακρινό παρελθόν του ανθρώπου καθορίζουν τη ζωή μας ακόμα και σήμερα. Ο λόγος είναι ότι κάποια στιγμή, στο μισοσκόταδο μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης, πέρασαν στην ανθρώπινη συνείδηση μερικές εικόνες που άφησαν τα ίχνη τους στη φιλοσοφία και στις θρησκείες. Τα όνειρα των προγόνων μας, λοιπόν, διαμόρφωσαν τις αντιλήψεις μας για το τι είναι ο άνθρωπος. Σήμερα θεωρούμε ότι βιώνουμε μία πραγματικότητα, όμως οι πρόγονοί μας βίωναν δύο. Οι εμπειρίες της νύχτας, αν και διαφορετικές, στέκονταν ισότιμα δίπλα σε ό,τι έπεφτε στην αντίληψή τους κατά τη διάρκεια της μέρας. Έτσι, οι παλιότερες γενιές ζούσαν μια ζωή πιο πλούσια απ’ τη δική μας, αλλά και γεμάτη αντιφάσεις.

Γιατί ποια εξήγηση μπορούσε να δοθεί στο ότι στον ύπνο τους εμφανίζονταν οι νεκροί, ότι πράγματα μεταμορφώνονταν σε ανθρώπους και το αντίστροφο, και ότι την ώρα που κοι- μόνταν είχαν την ικανότητα να μετακινούνται άκοπα στον χώρο και τον χρόνο, αδιαφορώντας ακόμη και για τη βαρύτητα; Όποιος θεωρεί τα όνειρα πραγματικότητα πρέπει και να θεωρεί δεδομένο ότι τη νύχτα έχει την ικανότητα να πετά και να συναντάει τους νεκρούς. Το αυτονόητο συμπέρασμα είναι πως το Εγώ δεν μπορεί να περιορίζεται μέσα στο σώμα που κοιμάται ούτε να υπακούει στους νόμους της φυσικής.

Έτσι λοιπόν, τα βιώματα των ονείρων μάς οδήγησαν στην πέραν πάσης αμφιβολίας σημαντικότερη ιδέα όλων των εποχών: ότι έχουμε ψυχή. Μια ψυχή ενωμένη με το σώμα, όταν είμαστε ξύπνιοι, αλλά που στη διάρκεια του ύπνου –και μετά θάνατον– ακολουθεί τα δικά της μονοπάτια.

Τέτοια επιχειρήματα ανέπτυξε η προσωκρατική ελληνική φιλοσοφία, έτσι σκέφτονται οι πρωτόγονοι πολιτισμοί ακόμη και σήμερα. Για τους Κιβάι στην Παπούα-Νέα Γουινέα, τα όνειρα είναι βιώματα των ψυχών, οι οποίες πετούν τη νύχτα σαν περιστέρια και διασχίζουν τον κόσμο (προφανώς, στην επιστροφή τους δέχονται μερικές φορές και κάποια δώρα).

Οι Άβιλα Ρούνα, που περνούν τις νύχτες όλοι μαζί κοντά στις πηγές του Αμαζονίου, πιστεύουν ότι στον ύπνο οι ψυχές τους επικοινωνούν με νεκρούς συγγενείς, αλλά και με τα νεκρά θηρία της ζούγκλας. Στους Τάγκαλογκ των Φιλιππίνων, μάλιστα, απαγορεύεται να ξυπνούν όποιον κοιμάται, γιατί η ψυχή του δεν βρίσκεται εκεί.

Τέτοιες αντιλήψεις μπορεί να μας φαίνονται αφελείς. Όμως τόσο οι μύθοι των αρχέγονων προγονικών φυλών όσο και οι πρώτοι φιλόσοφοι τοποθετούσαν τα όνειρα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, που στις μέρες μας συχνά το παραβλέπουμε και το οποίο η επιστήμη ανακάλυψε μόλις τα τελευταία χρόνια. Τα όνειρα είναι κάτι παραπάνω από ένα παράξενο αλλά ταυτοχρόνως ασήμαντο δημιούργημα του νου: οδηγούν ευθέως στα μεγάλα ερωτήματα που αφορούν την ανθρώπινη ύπαρξη.

Πού βρίσκεται η ουσία της ύπαρξής μας, στο πνεύμα ή στο σώμα; Ποια είναι η αλληλεξάρτηση αυτών των δύο;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δίχως την εμπειρία των ονείρων, οι πρώτοι πολιτισμοί δεν θα είχαν επικεντρωθεί σε τέτοιου είδους αινιγματικά ερωτήματα. Με τον ίδιο περίπου τρόπο, το φαινόμενο των ονείρων εμπνέει και τις σύγχρονες νευροεπιστήμες, οι οποίες αναζητούν απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά χρησιμοποι- ώντας τα εργαλεία τού σήμερα.

Η πιο παλιά εξήγηση για τις εικόνες της νύχτας είναι ότι τις στέλνουν στους ανθρώπους κάποιες ανώτερες δυνάμεις. Μία από τις αρχαιότερες αφηγήσεις στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται στον Ιακώβ, ο οποίος βιώνει εκπληκτικές εμπειρίες στα όνειρά του επειδή μέσα του «κατοικεί το πνεύμα του Θεού». Ο Ιακώβ βλέπει στον ύπνο του μια σκάλα που φτάνει μέχρι τον ουρανό· στην κορυφή της βρίσκεται ο Θεός, που του υπόσχεται πολλούς απογόνους. Σε άλλο του όνειρο, ο Ιακώβ παλεύει μ’ ένα παράξενο πλάσμα, που τελικά αποκαλύπτεται πως είναι ο Θεός.Επειδή λοιπόν ο Θεός φανερώνει την παρουσία του με σημάδια, ο Ιακώβ μπορεί να ερμηνεύει και τα όνειρα των άλλων. Όταν ο φαραώ αφηγείται το όνειρο με τις επτά παχιές και τις επτά ισχνές αγελάδες που είδε να βγαίνουν από τον Νείλο, ο Ιωσήφ, ο αγαπημένος γιος τού Ιακώβ, προβλέπει επτά καλές και επτά κακές σοδειές.

Πολύ σύντομα όμως οι άνθρωποι προσέγγισαν τα μυστικά των ονείρων τους και με άλλον τρόπο. Άρχισαν ν’ αποζητούν στα συμβάντα της νύχτας πληροφορίες για τον εαυτό τους. Προφανώς πίστευαν ότι στην κατάσταση της εγρήγορσης εμφανιζόταν ένα μόνο κομμάτι της ανθρώπινης προσωπικότητας και ότι, για να κατανοήσουν καλύτερα την ανθρώπινη φύση, έπρεπε να αφεθούν στα όνειρά τους.

Σύμφωνα με μια παλιά βουδιστική παράδοση, οι εμπειρίες του ύπνου είναι ένα ταξίδι εξερεύνησης, όπου αποκαλύπτεται η αληθινή φύση του Εγώ, η οποία μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στη θεία φώτιση. Όμως και οι σοφοί του δυτικού πολιτισμού αναγνώριζαν ότι τα όνειρα δεν είναι κατ’ ανάγκην κρυπτογραφημένα μηνύματα από το υπερπέραν.

Ο Πλάτων, λόγου χάρη, ο μέγας δάσκαλος της αρχαίας φιλοσοφίας, πίστευε ότι δημιουργούνται όταν «η ζωώδης πλευρά της ψυχής προσπαθεί να ικανοποιήσει τις ορμές της». Τελικά, οι στοχαστές στην αυγή των νεότερων χρόνων άρχισαν να αναζητούν στα όνειρά τους στοιχεία για την ίδια τους την προσωπικότητα.

«Ο σοφός γνωρίζει τον εαυτό του εξίσου καλά κάτω απ’ το μαύρο πέπλο της νύχτας όσο και στο λαμπρό φως της ημέρας»,

έγραφε ο άγγλος δοκιμιογράφος Όουεν Φέλ- ταμ (Owen Feltham) το 1628. Η νύχτα όμως είναι καλύτερος δάσκαλος, γιατί στον ύπνο μαθαίνουμε «τις γυμνές και φυσικές σκέψεις της ψυχής μας». Ο Φέλταμ βρισκόταν στον σωστό δρόμο. Σήμερα γνωρίζουμε αφ’ ενός ότι πράγματι οι άνθρωποι ξαναζούν τη νύχτα την ιστορία της ζωής τους από διαφορετική οπτική γωνία και ότι μπορεί να τους έρχονται ιδέες που τους διαφεύγουν όταν είναι ξύπνιοι. Αφ’ ετέρου, τα όνειρα μας δείχνουν πώς δημιουργούνται μέσα στον εγκέφαλό μας οι εικόνες, οι αναμνήσεις και οι σκέψεις. Στο όνειρο μπορούμε να παρακολουθήσουμε πώς λειτουργεί το ανθρώπινο πνεύμα.

Ενώ οι πρόγονοί μας δεν μπορούσαν να κάνουν παρά μόνον υποθέσεις για τα νυχτερινά βιώματά τους, σήμερα είμαστε σε θέση να τα εξερευνήσουμε επιστημονικά. Έτσι μας ανοίγεται ένας εντελώς καινούργιος δρόμος προσέγγισης των ονείρων – και ταυτοχρόνως μας δίνεται η ευκαιρία να τα εντάξουμε και πάλι στη ζωή μας.

O Ναός της Αθηνάς Μακίστου

Ο ναός έγινε γνωστός στην αρχαιολογική έρευνα το 1879, όταν επισκέφθηκαν τον χώρο οι αρχαιολόγοι Καστόρχης και ο Καββαδίας,οπότε και διανοίχθηκαν κάποιες δοκιμαστικές τομές κατά μήκος της Α και της Δ πλευράς του μνημείου. Τότε σώζονταν στη θέση τους σπόνδυλοι από την περίσταση και οι τοίχοι του σηκού έως κάποιο ύψος, ενώ ο ναός χρησίμευε σαν λατομείο οικοδομικού υλικού. Ο ναός συνέχισε να χρησιμοποιείται εντατικά για την εξόρυξη οικοδομικού υλικού από Λαγκαδινούς μαστόρους για τα σπίτια και ιδίως για την εκκλησία στο Μάζι αλλά και στην Κρέστενα έως τις αρχές του 20ου αι., ώστε παρέμειναν τελικά στη θέση τους μόνο τα θεμέλια. Η λιθολόγηση του ναού πιστοποιείται επιπλέον και για μία παλαιότερη εποχή, καθώς μέλη του ναού εντοπίστηκαν εντοιχισμένα σε μία ερειπωμένη παλαιοχριστιανική τρίκλιτη βασιλική της περιοχής.

Εκτός από την αφαίρεση μεγάλης ποσότητας του υλικού καταστροφική υπήρξε η λατόμηση στην ίδια την περιοχή του ναού, κατά την οποία διαταράχθηκε η αρχαία στρωματογραφία. Αδύνατη είναι η ταύτιση των άμορφων λίθων στη θέση, ενώ τα διαρπαχθέντα μέλη βρίσκονται εντοιχισμένα και σοβατισμένα σε νεότερα κτίσματα. Κατά πάσα πιθανότητα από τους νεότερους λατόμους κτίστηκε μία ορθογώνια κατασκευή σε επαφή με τη Δ πλευρά του ναού δεδομένου ότι εδράζεται εν μέρει στις κατώτερες στρώσεις των θεμελίων και αποτελείται από ακανόνιστους λίθους και μέλη από κογχυλιάτη σε β’ χρήση. Περαιτέρω καταστροφές υπέστη ο ναός κατά τις μεγάλες πυρκαγιές του 1975 και του 2007.

Ο ναός της Αθηνάς, ειναι περίπτερος, διπλός εν παραστάσει με 6x13 κίονες είναι κτισμένος σύμφωνα με τον δωρικό ρυθμό από τοπικό πωρόλιθο (κογχυλιάτη). Έχει προσανατολισμό ανατολής δύσεως και αποτελείται από πρόδομο, σηκό και οπισθόδομο. Οι διαστάσεις του στηλοβάτη είναι 32,94 x 14,18 μ.

Τα μορφολογικά δεδομένα του μνημείου σε συνδυασμό με τα ιστορικά και επιγραφικά στοιχεία χρονολογούν τον ναό στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. (500 - 490 π.χ.), ενώ ο γλυπτός του διάκοσμος τοποθετήθηκε περίπου 100 χρόνια αργότερα. Ο ναός έφερε πλούσιο εναέτιο γλυπτό διάκοσμο από μάρμαρο. Από το ίδιο υλικό ήταν φτιαγμένα τα ακρωτήρια, οι λεοντοκεφαλές ψευδοϋδρορροές και η κορινθιακού τύπου κεράμωση του. Το μεν ανατολικό αέτωμα φιλοξενούσε παράσταση Γιγαντομαχίας ενώ το δυτικό Αμαζονομαχίας, θέματα συνήθη σε ναούς της Αθηνάς. Οι μετόπες του ναού δεν έφεραν διακόσμηση.
 
Σύμφωνα με μελέτες, τα γλυπτά του ναού της Αθηνάς Μακίστου πρέπει να φιλοτεχνήθηκαν γύρω στο 390 π.Χ , και σήμερα όσα έχουν διασωθεί κοσμούν το Αρχαιολογικό Μουσείο Πύργου.





Γλυπτά αέτώματα του Ναού της Αθηνάς Μακίστου στη Σκιλλουντία

Στην ευρήτερη περιοχή του ναού της Αθηνάς υπάρχει πλήθος ευρημάτων όπως όστρακα, κτήρια κ.ά., που έχουν σχέση με την πόλη της Μακίστου και που δείχνουν, ώς ένα βαθμό, την έκτασή της.

Ισχυρό μεγάλου μήκους θεμέλιο, δημοσίου μάλλον κτηρίου, στον λόφο "Χαμολιά" βορειοανατολικά του ναού της Αθηνάς.

Ισχυρός τείχος, που βρίσκεται στο νότιο μέρος του ναού στα δεξιά του δρόμου που συνδέει το ναό με το χωριό νεα Σκιλλουντια.

Το νεκροταφείο του 4ου αι. π.Χ με είκοσι τάφους και τέσσερις ταφικούς περιβόλους. Βρίσκεται μεταξύ του χωριού Σκιλλουντία και του ναού της Αθηνάς. Ως κτερίσματα των τάφων είχαν τοποθετηθεί αγγεία, λύχνοι, στλεγγίδες και ένα πήλινο ειδώλιο Νίκης. Το νεκροταφείο βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τον λόφο όπου τοποθετείται ο δωρικός ναός της Αθηνάς και πιθανόν ανήκε στην αρχαία πόλη Μάκιστος λείψανα κτιρίων της οποίας εντοπίζονται στην γύρω περιοχή.

Η διάταξη των περιβόλων ενδέχεται να έχει σχέσει με την πορεία αρχαίας οδού, ίχνη της οποίας δεν υπάρχουν και τα οποία ίσως εξαφανίστηκαν κατά την χάραξη της σύγχρονης επαρχιακής οδού. Δύο τμήματα του νεκροταφείου της αρχαίας Μακίστου έχουν βρεθεί σε μικρή μεταξύ τους απόσταση.

Η ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΙΣΤΟΣ

Σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο η Μάκιστος είναι πόλη της Τριφυλίας, στην οποία είχαν κατοικήσει Καύκωνες, ονομαζόμενη από τον Μάκιστο, αδελφό του Φρίξου. Δεν γνωρίζουμε αν πράγματι το όνομα της πόλης ήταν θηλυκού γένους, καθώς στον Στράβωνα συναντάται δύο φορές ως ουδέτερου γένους και μία ως αρσενικού, ενώ σε άλλες γραπτές πηγές μόνο στις πλάγιες πτώσεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει και το Μήκιστον ως πόλη της Τριφυλίας παραπέμποντας στον Εκαταίο και προσθέτοντας ότι υπάρχει ομώνυμη πόλη και στην Ήλιδα· η πληροφορία αυτή συνηγορεί υπέρ του ουδέτερου γένους για το τοπωνύμιο κατά τον -5ο αι.. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο πρόκειται για μία από τις έξι πόλεις που είχαν κτίσει οι Μινύες στην περιοχή της κατοπινής Τριφυλίας, έχοντας εκδιώξει τους Παρωρεάτες και τους Καύκωνες, οι περισσότερες εκ των οποίων είχαν καταληφθεί επί των ημερών του από τους Ηλείους. Από τον Παυσανία μαθαίνουμε ότι κατά τον πόλεμο των Πισαίων εναντίον των Ηλείων στον πρώιμο -6ο αι. αποστάτησαν από τους Ηλείους οι Μακίστιοι και οι Σκιλλούντιοι της Τριφυλίας, με αποτέλεσμα να καταστραφούν όλοι από τους Ηλείους.



Στον Ξενοφώντα η πόλη συναντάται παρεμπιπτόντως για να δηλωθεί η θέση του Ηπείου «μεταξὺ πόλιν Ἡραίας καὶ Μακίστου». Ωστόσο, μαθαίνουμε από τον ίδιο συγγραφέα ότι, όταν ο Άγις εισέβαλε στην Ήλιδα γύρω στα -400, οι Μακίστιοι επαναστάτησαν εναντίον των Ηλείων και πήγαν με το μέρος των Σπαρτιατών, όπως πρώτα οι Λεπρεάτες και μετά οι κάτοικοι του Επιτάλιου. Ως εκ τούτου προκύπτει ότι ήταν μία από τις πόλεις των περίοικων της Ήλιδας, που στη συνέχεια συμμετείχε στον σχηματισμό του κοινού των Τριφυλίων. Προφανώς το αργότερο το -369 προσχώρησε μαζί με τις υπόλοιπες πόλεις της Τριφυλίας στο κοινό των Αρκάδων. Δεν είναι τυχαίο ότι συναντάμε τον Μηκιστέα (πιθανότατα ταυτίζεται με τον Μάκιστο), όπως και τον Καύκωνα, στον κατάλογο των γιων του Λυκάονα που μας παραδίδεται από τον Ψευδο-Απολλόδωρο.



Η Μάκιστος δεν μνημονεύεται από τον Πολύβιο μαζί με τις άλλες πόλεις της Τριφυλίας στο πλαίσιο της εκστρατείας του Φίλιππου Ε’ το -219/8, ώστε πιστεύεται ότι είχε παρακμάσει ή και εγκαταλειφθεί. Σε μία επιγραφή που βρέθηκε πρόσφατα στη Μεσσήνη και χρονολογείται στον -3ο αι. γίνεται λόγος για τους πεσόντες στη Μάκιστο, όπου το όνομα της πόλης μπορεί να χρησιμοποιείται απλώς ως τοπωνύμιο και η ίδια δεν αποκλείεται να είχε εξαφανιστεί στην πορεία του -3ου ή ακόμη και του -4ου αι.. Ο Στράβωνας λέει ρητά ότι η πόλη δεν κατοικείται πλέον, γεγονός που μπορεί να ανάγεται στα χρόνια των ελληνιστικών πηγών του. Παρόλ’ αυτά σημειώνει ότι το τέμενος του Άδη κοντά στο βουνό Μίνθη τιμάται από τους Πυλίους αλλά και από τους Μακίστιους, ενώ κάνει λόγο και για ένα ιερό του Ηρακλή Μακιστίου. Επιπλέον χρησιμοποιεί σχετικά συχνά την ονομασία Μακιστία δηλώνοντας την περιοχή Ν του Αλφειού.

Ωστόσο η πιο ενδιαφέρουσα πληροφορία του Στράβωνα, που είχε χρησιμοποιηθεί εκτός των άλλων και ως ένδειξη για τον εντοπισμό της Μακίστου, είναι ότι οι Μακίστιοι διοικούσαν το ιερό του Ποσειδώνα Σαμίου στο Σαμικόν, το πιο σεβάσμιο ιερό για το οποίο φρόντιζαν όλοι οι Τριφύλιοι, που έτσι προβάλλεται ως το «ομοσπονδιακό» ιερό τους. Στην παλαιότερη έρευνα πιστευόταν ότι η Μάκιστος βρισκόταν κοντά στην ακτή και στο βουνό Καϊάφα, στην περιοχή του Σαμικού, κοντά στο ιερό του Ποσειδώνα του οποίου είχε την ευθύνη. Πρώτος ο Curtius ανέπτυξε τη θεωρία ότι Σάμος, Σαμικόν και Μάκιστον είναι διαφορετικά ονόματα για την ίδια πόλη σε διαφορετικές περιόδους, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος και ο Ξενοφώντας αναφέρουν μόνο το Μάκιστον, ενώ ο Πολύβιος και ο Παυσανίας μόνο το Σαμικόν. Ακόμη κι αν δεν έγινε αποδεκτή από όλους η ταύτιση του Σαμικού με τη Μάκιστο, ωστόσο η πόλη θεωρούνταν ότι βρισκόταν κοντά στο Σαμικό. Όμως οι πληροφορίες που έχουμε για τη Μάκιστο και τη Μακιστία δεν αντιτίθενται στην πραγματικότητα με τον εντοπισμό της πόλης στο Μάζι. Μαρτυρούν τη σπουδαιότητα της πόλης και την υπεροχή της μεταξύ των πόλεων της Β Τριφυλίας, ώστε θα περιμέναμε από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα να αντικατοπτρίζεται αυτή η εικόνα των γραπτών πηγών.

Σε ποιον θα εμπιστευτείς την ψυχή σου;

«Και με τι τρέφεται η ψυχή, Σωκράτη;
Με μαθήματα βέβαια, είπα εγώ.»

Πλάτων, Πρωταγόρας 313c7-8

Ο Πρωταγόρας είναι ένας αριστοτεχνικά γραμμένος πλατωνικός διάλογος. Ο τίτλος παραπέμπει στον σοφιστή -αλλά όχι φιλόσοφο- Πρωταγόρα, τον οποίο σπεύδει να συναντήσει ο Σωκράτης, όταν ο πρώτος επισκέπτεται την Αθήνα. Το θέμα του διαλόγου είναι (όπως και στον Μένωνα) το «διδακτόν της αρετής», καθώς πρόκειται για το αντικείμενο της διδασκαλίας των σοφιστών. Ο Πρωταγόρας είναι σαφώς υπέρμαχος της άποψης ότι η αρετή διδάσκεται. Αντιθέτως, ο Σωκράτης δείχνει να έχει τις επιφυλάξεις του, που ξεκινούν από εμπειρικές διαπιστώσεις. Ο ευφυής διάλογος που οδηγεί σε έντονη αντιπαράθεση καταλήγει με τους δύο συνομιλητές να εγκαταλείπουν τις αρχικές τους θέσεις και να ενστερνίζονται ο ένας τις απόψεις του άλλου.

Ο Πλάτωνας ακόμη μια φορά μεγαλουργεί. Διδάσκεται ή όχι η αρετή; Η απάντηση εκ μέρους της σοφιστικής είναι θετική και οι φιλόσοφοι δεν θα μπορούσαν παρά να συμφωνήσουν. Εξάλλου, η αδυναμία να διδαχτεί η αρετή συνυποδηλώνει τόσο την ανεπάρκεια της φιλοσοφίας όσο και της ηθικής. Ποιος θα την διδάξει όμως;

Όχι πολύ πριν από τον Σωκράτη, που «κατέβασε τη φιλοσοφία από τον ουρανό και την εγκατέστησε στις πόλεις και στα σπίτια των ανθρώπων», οι Σοφιστές (μία ομάδα ετερόκλητων στοχαστών) παραδίδουν μαθήματα σε νέους έναντι αμοιβής. Ο Πρωταγόρας (ο πρώτος που πληρώνεται για τη διδασκαλία του) έχει κερδίσει τον σεβασμό όλων. Ο Σωκράτης το γνωρίζει, αλλά μόλις πληροφορείται ότι ο φίλος του, Ιπποκράτης, είναι διατεθειμένος να γίνει μαθητής τού Πρωταγόρα, επιτίθεται: «Άραγε γνωρίζεις σε ποιον κίνδυνο έρχεσαι να υποβάλλεις την ψυχή σου;», τον ρωτά, για να του εξηγήσει στη συνέχεια:

«―Άρα, Ιπποκράτη, ο σοφιστής τυγχάνει να είναι έμπορος ή μικροπωλητής των εμπορευμάτων με τα οποία τρέφεται η ψυχή; Γιατί εμένα μου φαίνεται ότι κάτι τέτοιο είναι. ― Και με τι τρέφεται η ψυχή, Σωκράτη; ―Με μαθήματα βέβαια, είπα εγώ. Και δεν πρέπει να μας εξαπατήσει ο σοφιστής φίλε μου, επαινώντας αυτά που πουλάει, όπως κάνουν οι πωλητές της τροφής του σώματος, ο έμπορος και ο μικροπωλητής. Γιατί ούτε οι ίδιοι γνωρίζουν για τα εμπορεύματα που εμπορεύονται αν είναι χρήσιμα ή βλαβερά για το σώμα, αλλά επαινούν όλα όσα πουλούν, ούτε εκείνοι που τ’ αγοράζουν από αυτούς γνωρίζουν, εκτός αν τύχει κάποιος να είναι γυμναστής ή γιατρός.» Πλάτων, Πρωταγόρας 313c4- d5

Ο Σωκράτης έχει ήδη αποδεχτεί τη θέση του Πρωταγόρα προτού τον συναντήσει. Η λογομαχία που διατρέχει το κείμενο ωστόσο δίνει την ευκαιρία στον πλατωνικό Σωκράτη να ενισχύσει τη θεωρία για το «διδακτόν της αρετής» που κατ’ αρχάς απορρίπτει. Η αλλαγή της αρχικής θέσης του Πρωταγόρα από τον συγγραφέα του διαλόγου, Πλάτωνα, δεν έχει στόχο τον ίδιο· στρέφεται εναντίον ολόκληρης της σοφιστικής κίνησης -την οποία ο ίδιος διέκρινε από τη σωκρατική φιλοσοφία. Το ζήτημα βεβαίως δεν είναι αν διδάσκεται η αρετή. Αυτό είναι εμφανές. Ο Πλάτωνας με τη φωνή του Σωκράτη συμβουλεύει τον Ιπποκράτη να προσέχει:

«Αν εσύ λοιπόν τυγχάνει να γνωρίζεις τι είναι χρήσιμο και βλαβερό, μπορείς να αγοράζεις μαθήματα και από τον Πρωταγόρα και από οποιονδήποτε άλλον. Αλλιώς πρόσεξε αγαπητέ μου μήπως διακυβεύεις τα πιο αγαπημένα σου πράγματα και κινδυνεύεις. Αλλά πρέπει αναγκαστικά, αφού έχεις καταθέσει την τιμή και πάρεις το μάθημα στην ψυχή σου και το μάθεις, να φύγεις ή ζημιωμένος ή ωφελημένος.»

Πλάτων, Πρωταγόρας 313e3-314b4

Ο Πρωταγόρας θα αποδειχτεί άξιος να διδάσκει την αρετή έπειτα από την εξονυχιστική εξέταση όπου τον υποβάλλει ο νεαρός Σωκράτης. Η σοφιστική δεν απορρίπτεται συλλήβδην σ’ αυτό το έργο. Υπάρχουν καλοί και κακοί σοφιστές, καλοί και κακοί δάσκαλοι. Ο Πλάτωνας δίνει την επιλογή στον «μαθητή»: Σε ποιον θα εμπιστευτείς την καλλιέργεια της ψυχής σου;