Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (277.1-281.1)

277. ΚΥΚΝΟΣ [277.1] ἀνὴρ εὐπορῶν χῆνά τε ἅμα καὶ κύκνον ἔτρεφεν, οὐκ ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς μέντοι· τὸν μὲν γὰρ ᾠδῆς, τὸν δὲ τραπέζης ἕνεκεν. ἐπεὶ δὲ ἔδει τὸν χῆνα παθεῖν ἐφ᾽ οἷς ἐτρέφετο, νὺξ μὲν ἦν καὶ διαγινώσκειν ὁ καιρὸς οὐκ ἀφῆκεν ἑκάτερον. ὁ δὲ κύκνος ἀντὶ τοῦ χηνὸς ἀπαχθεὶς ᾄδει μέλος θανάτου προοίμιον· καὶ τῇ μὲν ᾠδῇ μηνύει τὴν φύσιν, τὴν δὲ τελευτὴν διαφεύγει τῷ μέλει.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι πολλάκις ἡ μουσικὴ τελευτῆς ἀναβολὴν ἀπεργάζεται.

278. ΓΥΝΗ ΚΑΙ ΑΝΗΡ ΜΕΘΥΣΟΣ
[278.1] γυνή τις ἄνδρα μέθυσον εἶχε· τοῦ δὲ πάθους αὐτὸν ἀπαλλάξαι θέλουσα τοιόνδε τι σοφίζεται. κεκαρωμένον γὰρ αὐτὸν ὑπὸ τῆς μέθης παρατηρήσασα καὶ νεκροῦ δίκην ἀναισθητοῦντα ἐπ᾽ ὤμων ἄρασα ἐπὶ τὸ πολυάνδριον ἀπενεγκοῦσα κατέθετο καὶ ἀπῆλθεν. ἡνίκα δ᾽ αὐτὸν ἤδη ἀνανήφειν ἐστοχάσατο, προσελθοῦσα τὴν θύραν ἔκοπτε τοῦ πολυανδρίου. ἐκείνου δὲ φήσαντος· «τίς ὁ τὴν θύραν κόψας;» ἡ γυνὴ ἀπεκρίνατο· «ὁ τοῖς νεκροῖς τὰ σιτία κομίζων ἐγὼ πάρειμι». κἀκεῖνος· «μή μοι φαγεῖν ἀλλὰ πιεῖν, ὦ βέλτιστε, μᾶλλον προσένεγκε. λυπεῖς γάρ με βρώσεως ἀλλὰ μὴ πόσεως μνημονεύων». ἡ δὲ τὸ στῆθος πατάξασα «οἴμοι τῇ δυστήνῳ», φησίν, «οὐδὲν γὰρ οὐδὲ σοφισαμένη ὤνησα. σὺ γάρ, ἄνερ, οὐ μόνον οὐκ ἐπαιδεύθης, ἀλλὰ καὶ χείρων σαυτοῦ γέγονας εἰς ἕξιν σοι καταστάντος τοῦ πάθους».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι οὐ δεῖ ταῖς κακαῖς πράξεσιν ἐγχρονίζειν· ἔστι γάρ, ὅτε καὶ μὴ θέλοντι τῷ ἀνθρώπῳ τὸ ἔθος ἐπιτίθεται.

279. ΠΑΙΣ, ΠΑΤΗΡ ΚΑΙ ΛΕΩΝ ΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΣ
[279.1] υἱόν τις γέρων δειλὸς μονογενῆ ἔχων γενναῖον κυνηγεῖν ἐφιέμενον εἶδε τοῦτον καθ᾽ ὕπνους ὑπὸ λέοντος ἀναλωθέντα. φοβηθεὶς δέ, μήπως ὁ ὄνειρος ἀληθεύσῃ, οἴκημα κάλλιστον καὶ μετέωρον κατεσκεύασε κἀκεῖσε τὸν υἱὸν εἰσαγαγὼν ἐφύλαττεν. ἐζωγράφησε δὲ ἐν τῷ οἰκήματι πρὸς τέρψιν τοῦ υἱοῦ παντοῖα ζῷα, ἐν οἷς ἦν καὶ λέων. ὁ δὲ ταῦτα μᾶλλον ὁρῶν πλείονα λύπην εἶχε. καὶ δήποτε πλησίον τοῦ λέοντος στὰς εἶπεν· «ὦ κάκιστον θηρίον, διὰ σὲ καὶ τὸν ψευδῆ ὄνειρον τοῦ ἐμοῦ πατρὸς τῇδε τῇ οἰκίᾳ κατεκλείσθην ὡς ἐν φρουρᾷ· τί σοι ποιήσω;» καὶ εἰπὼν ἐπέβαλε τῷ τοίχῳ τὴν χεῖρα ἐκτυφλῶσαι τὸν λέοντα. σκόλοψ δὲ τῷ δακτύλῳ αὐτοῦ ἐμπαρεὶς ὄγκωμα καὶ φλεγμονὴν μέχρι βουβῶνος εἰργάσατο, πυρετὸς δὲ ἐπιγενόμενος αὐτῷ θᾶττον τοῦ βίου μετέστησεν. ὁ δὲ λέων καὶ οὕτως ἀνῄρηκε τὸν παῖδα μηδὲν τῷ τοῦ πατρὸς ὠφεληθέντα σοφίσματι.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι οὐδεὶς δύναται τὸ μέλλον ἐκφυγεῖν.

280. ΠΟΤΑΜΟΣ ΚΑΙ ΒΥΡΣΑ
[280.1] ποταμὸς δι᾽ αὐτοῦ βύρσαν φερομένην. ἰδὼν ἠρώτησε, τίς καλεῖται. ἡ δὲ εἶπε· «ξηρά». ἐπικαχλάσας δὲ τῷ ῥεύματι εἶπεν· «ἄλλο τι ζήτει καλεῖσθαι· ἁπαλὴν γὰρ ἐγὼ ἤδη ταχὺ ποιήσω σε».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι εὐκόλως τὰ πράγματα εἰς τὴν αὐτὴν ἀποκαθίστανται φύσιν.

281. ΤΟΞΟΤΗΣ ΚΑΙ ΛΕΩΝ
[281.1] ἀνῆλθέ τις εἰς ὄρος τοξικῆς ἔμπειρος κυνηγῆσαι. πάντα δὲ τὰ ζῷα τοῦτον θεασάμενα ἔφυγε, λέων δὲ μόνος προεκαλεῖτο αὐτὸν εἰς μάχην. ὁ δὲ βέλος πέμψας καὶ τὸν λέοντα βαλὼν ἔφη· «δέξαι καὶ ἰδὲ τὸν ἐμὸν ἄγγελον οἷός ἐστιν καὶ τότε κἀγὼ ἐπέρχομαί σοι». ὁ δὲ λέων φοβηθεὶς ὥρμησε φεύγειν. ἀλώπεκος δὲ τούτῳ θαρρεῖν καὶ μὴ φεύγειν λεγούσης ὁ λέων ἔφη· «ὦ οὗτος, οὐδαμῶς με πλανήσεις. ὅπου γὰρ τοιοῦτον πικρὸν ἄγγελον ἔχει, ἐὰν αὐτὸς ἐπέλθῃ, οὐκ ἂν ὑποίσω».
ὁ μῦθος δηλοῖ μηδαμῶς πλησιάζειν τοὺς πόρρωθεν χαλεπὰ πράττοντας.

***
277. Ο κύκνος.
[277.1] Ήταν κάποτε ένας ευκατάστατος χωρικός που εξέτρεφε συνάμα έναν κύκνο και μια χήνα. Δεν τους τάιζε όμως για τον ίδιο σκοπό και τους δύο: τον πρώτο τον ήθελε για το τραγούδι του, ενώ τη δεύτερη την προόριζε για το τραπέζι. Κάποια μέρα, που λέτε, ήλθε ο καιρός να υποστεί η χήνα τη μοίρα για την οποία την έθρεφαν. Έλα όμως που έτυχε να είναι νύχτα και οι συνθήκες δεν επέτρεπαν στον άνθρωπο να ξεχωρίσει καλά ανάμεσα στα δύο πουλιά. Κατά συνέπεια, πήρε για φάγωμα τον κύκνο αντί για τη χήνα. Τότε λοιπόν ο κύκνος άρχισε να τραγουδάει την περίφημη μελωδία, σαν προμήνυμα του θανάτου του. Πλην όμως με αυτό ακριβώς το τραγούδι φανέρωσε την αληθινή ταυτότητά του, και χάρη στη μουσική του γλίτωσε τον σκοτωμό.
Το δίδαγμα του μύθου: Πολύ συχνά οι καλλιτεχνικές ικανότητες συντελούν στην αναβολή του μοιραίου.

278. Η γυναίκα και ο μεθύστακας σύζυγος.
[278.1] Ήταν κάποτε μια γυναίκα που είχε για άντρα της έναν μεθύστακα. Το είχε καημό, φυσικά, να θεραπεύσει τον σύζυγό της από τούτο το πάθος. Ιδού λοιπόν τί σκαρφίστηκε. Κάποια μέρα τον παραφύλαξε μέχρι που εκείνος βυθίστηκε σε βαθύ λήθαργο από το μεθύσι και σωριάστηκε αναίσθητος σαν πεθαμένος. Τότε, που λέτε, η γυναίκα τον σήκωσε στους ώμους της και τον κουβάλησε έως το δημόσιο νεκροταφείο. Εκεί τον παράτησε κάτω και έφυγε. Αργότερα, όταν λογάριασε πως ο μπεκρούλιακας θα άρχιζε πια να συνέρχεται, πήγε ξανά στο μέρος και έπιασε να χτυπάει τη θύρα του κοιμητηρίου. Με τα πολλά, ο άντρας ψέλλισε από μέσα: «Ποιός βαράει την πόρτα, ρε;». Αποκρίθηκε τότε η γυναίκα: «Εγώ είμαι, φιλαράκο, που φέρνω το σιτηρέσιο για τους πεθαμένους· για σας ήρθα». Ο μέθυσος όμως φώναξε: «Όχι φαΐ, βρε πατριώτη, πιοτό φέρε μου καλύτερα. Θες να με σεκλετίσεις και μου τσαμπουνάς μονάχα για φαγητά, δίχως λέξη για πιοτό;». Ακούγοντάς το αυτό, η συμβία του βάλθηκε να κοπανάει το στήθος της: «Αλίμονο, δυστυχία μου», ξεφώνιζε, «κρίμα στις πονηριές μου, που και με δαύτες πάλι τίποτε δεν κατάφερα. Εσύ, βρε αχαΐρευτε, όχι μόνο δεν έμαθες το μάθημά σου, παρά μου έγινες και χειρότερος από πριν. Πάει τώρα, μόνιμη κατάσταση έγινε το κουσούρι σου!».
Το δίδαγμα του μύθου: Τις κακές ασχολίες δεν πρέπει να τις αφήνουμε να γίνουν χρόνιες. Αλλιώς, ως γνωστόν, η συνήθεια πολλές φορές αγκιστρώνεται πάνω στον άνθρωπο, θέλει δεν θέλει αυτός.

279. Το αγόρι, ο πατέρας του και το ζωγραφισμένο λιοντάρι.
[279.1] Ήταν μια φορά κάποιος φοβητσιάρης γέρος που είχε έναν γιο μονάκριβο. Τούτος ο νεαρός ήταν αντιθέτως πολύ θαρραλέος, και του άρεσε να πηγαίνει κυνήγι. Μια νύχτα, όμως, ο γερο-πατέρας του είδε στον ύπνο του ότι τον γιο του τον εξολόθρευσε λιοντάρι. Τρόμαξε λοιπόν μην τυχόν αληθέψει το όνειρο, και γι᾽ αυτό πρόσταξε να χτίσουν ένα ειδικό δωμάτιο, πανέμορφο και υπερυψωμένο ψηλά πάνω από το έδαφος. Εκεί μέσα, που λέτε, έκλεισε τον γιο του και έβαλε ανθρώπους να τον φυλάνε. Ακόμη, πρόσταξε και ζωγράφισαν γύρω-γύρω στους τοίχους του δωματίου κάθε λογής ζώα, για να τα βλέπει ο νεαρός και να ευφραίνεται. Ανάμεσα σε αυτά υπήρχε και ένα λιοντάρι. Το αγόρι, εντούτοις, όσο περισσότερο κοίταζε τούτες τις εικόνες, τόσο μεγάλωνε η στενοχώρια του. Έτσι, κάποια φορά σταμάτησε μπροστά στη ζωγραφιά του λιονταριού και της έκανε τα παράπονά του: «Βρε καταραμένο τέρας, εξαιτίας σου τα παθαίνω αυτά. Επειδή σε είδε ο πατέρας μου σε εκείνο το ψευτο-όνειρο, πρέπει τώρα εγώ να μένω κλειδωμένος εδώ μέσα, σαν κατάδικος στη φυλακή. Μωρέ θα δεις τί θα σου κάνω!». Και ενώ τα ξεστόμιζε αυτά, βάλθηκε να βαράει με το χέρι του τον τοίχο για να βγάλει τα μάτια του λιονταριού. Έλα όμως που έτσι μπήχτηκε ένα ξυλόκαρφο μέσα στο δάχτυλό του. Κατόπιν δε η πληγή αυτή κακοφόρμισε και προκάλεσε φλεγμονή, τόσο που πρήστηκε ο αδένας. Και το αποκορύφωμα: στο τέλος το έπιασε το παιδί ισχυρός πυρετός και στο άψε-σβήσε το έστειλε στον άλλο κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο το λιοντάρι ξεπάστρεψε εντέλει τον νεαρούλη, και τα τεχνάσματα του πατέρα δεν ωφέλησαν σε τίποτε.
Το δίδαγμα του μύθου: Κανείς δεν μπορεί να αποφύγει αυτό που του μέλλεται.

280. Ο ποταμός και το τομάρι.
[280.1] Μια φορά ο ποταμός αντιλήφθηκε ότι παρέσερνε με το ρεύμα του ένα βοϊδοτόμαρο. Το ρώτησε λοιπόν: «Ψιτ, εσύ, πώς σε λένε;». «Ντούρο», αποκρίθηκε το τομάρι. Τότε ο ποταμός, που ήδη το τσαλαβουτούσε μέσα στα νερά του και το κατάβρεχε, το προειδοποίησε: «Βρε συ, δεν βρίσκεις καλύτερα κανένα άλλο όνομα για πάρτη σου; Βλέπεις, εγώ σκοπεύω να σε κάνω μαλακό πολύ σύντομα».
Το δίδαγμα του μύθου: Τα πράγματα ξαναγυρίζουν εύκολα στην οικεία τους φυσική κατάσταση.

281. Ο τοξότης και το λιοντάρι.
[281.1] Ήταν μια φορά ένα άντρας εξασκημένος στην τοξοβολία, που ανέβηκε στο βουνό για κυνήγι. Φυσικά, με το που τον είδαν τα θηρία, το έβαλαν στα πόδια όλα τους. Μονάχα το λιοντάρι στάθηκε και τον προκαλούσε σε μονομαχία. Τότε ο άνθρωπος του έριξε ένα βέλος και το πέτυχε διάνα, φωνάζοντάς του κιόλας από πάνω: «Νά, τούτος είναι ο προπομπός μου, πες του το καλωσόρισες και κάνε τη γνωριμία του. Μετά από αυτόν σου ᾽ρχομαι και εγώ καταπόδι». Τα χρειάστηκε, που λέτε, από τον φόβο το λιοντάρι και πήρε δρόμο, όπου φύγει φύγει. Πάνω εκεί πήγε να του πει κάτι η αλεπού, για να το εμψυχώσει και να το συγκρατήσει από το φευγιό. Όμως το λιοντάρι τής μούγκρισε: «Σκάσε, μωρή καταραμένη, δεν πιάνουν σε μένα οι πονηριές σου. Είδα τον προπομπό του πώς είναι — η πίκρα προσωποποιημένη. Φαντάσου δηλαδή να μου έρθει και ο ίδιος· αποκλείεται να αντέξω».
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιον προξενεί από μακριά στενοχώριες μην τον πλησιάζεις καθόλου.

Όλα κομμάτια σου είναι, δεν είναι τυχαία δικά σου

Δε θέλει και πολλή σκέψη. Συναίσθημα θέλει. Ο κόσμος που μας περιτριγυρίζει στο σπίτι, στη δουλειά, στη βόλτα, θέλει το γέλιο της ψυχής μας κι αγάπη. Το γέλιο δε βρίσκεται πάντα στα χείλη, θέλει δουλειά για να βγει προς τα έξω. Είναι καλό να ζεις τις στιγμές μέχρι το τέλος, χωρίς ανάσα. Κάθε στιγμή έχει στάμπες από συναισθήματα. Όταν γελάς, να γελάς με πάθος. Όταν κλαις, να κλαις με λυγμούς. Το γέλιο μετά το κλάμα, θα ναι το βάλσαμο της ψυχής σου και ο λυτρωτής.

Μη φοβάσαι τον εαυτό σου και ας σε προδίδει συνέχεια. Είναι φορές που τα παρατάς στη μέση μιας ανηφόρας, γιατί δεν έχεις δύναμη να συνεχίσεις. Άλλοι τα κατάφεραν κι εσύ έμεινες με το καλάθι στο χέρι. Και τότε τι; Τέλειωσαν όλα και σκύβεις κεφάλι; Θα λυγίζεις για πάντα; Όχι μάτια μου. Γιατί και αυτή η ανηφόρα είναι οι στιγμές σου. Στιγμές δικές σου που κάποτε θα γίνουν παρελθόν σου. Ας στραβώσεις, ας πέσεις, ας κλάψεις. Μια συμβουλή: μην παραιτηθείς.

Κάθε παραίτηση πάνω στις μάχες σου δείχνει δειλία. Είσαι δειλός; Κάθε δάκρυ πάνω στη θλίψη σου είναι δύναμη. Είσαι δυνατός όταν καταφέρνεις να δείχνεις το μέσα στους έξω σου. Θέλει μαγκιά, μη νομίζεις, κι αυτή ανηφόρα είναι που πολλοί ακόμη παλεύουν για να την περάσουν.

Τα όριά σου να τα βάζεις καθοδόν, ποτέ στην καρέκλα σου. Όταν περπατάς, θα βλέπεις τις αντοχές σου, το σώμα σου, τους σφυγμούς σου. Η καρέκλα είναι για κείνους που φοβούνται τον κόσμο και τον κοιτάζουν από μακριά, μέσα από γυάλινες τζαμαρίες και αναπαυτικά τραπεζάκια. Δεν ανήκεις εκεί. Δεν είσαι κομμάτι μιας πολυώροφης πολυκατοικίας.

Η ζωή σου βρίσκεται έξω στους κακοτράχαλους δρόμους και στα στενά ερημικά σοκάκια. Εκεί παρατηρείς, ζεις και απολαμβάνεις τον κόσμο. Δε χρειάζεσαι υποδείξεις. Θα πέσεις, θα σηκωθείς. Θα χαμογελάσεις, θα κλάψεις. Θα θρηνήσεις έναν παλιό εαυτό σου, θα υποδεχτείς μιαν άλλη πλευρά σου. Όλα κομμάτια σου είναι, δεν είναι τυχαία δικά σου.

Ιδιώτης θα πει ηλίθιος

Είναι αλήθεια ότι η σύγχρονη μαζική κουλτούρα υπαγορεύει το μοντέλο του πολίτη που επαναπαύεται καθισμένος στον καναπέ. Του πολίτη που απολαμβάνει την ασφάλεια του ιδιωτικού του χώρου, ενοχοποιώντας απλά το οικονομικό σύστημα για τους άκρατους φόρους και την αφαίμαξη του εισοδήματος του.
 
Ο όρος ιδιώτης σήμερα χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη διαφοροποίηση από οτιδήποτε δημόσιο. Ο ιδιώτης, όμως, στην Αρχαία Ελλάδα εμπεριείχε την έννοια της απαξίωσης, της ύβρεως, της υποτίμησης. Ήταν αυτός που ιδιώτευε, που δεν αναμιγνυόταν  στα δημόσια πράγματα, που δεν είχε πολιτική υπόσταση δηλαδή.
 
Ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο επισημαίνει την υποχρεωτική συμμετοχή του πολίτη στα κοινά. «Μόνοι γάρ τον τε μηδέν των δε (πολιτικών) μετέχοντα, ούκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν». Η πρόκριση δηλαδή της ατομικής «ησυχίας» αντί των κοινών ανησυχιών ήταν ανεπίτρεπτη και επέσυρε το χαρακτηρισμό του άχρηστου. Ο Σόλων μάλιστα είχε εκδώσει νόμο που έλεγε: «Άτιμον είναι τον εν στάσει μηδετέρας μερίδας γενόμενον». Δηλαδή έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα όποιος έμενε ουδέτερος σε περίπτωση που θα ξεσπούσε εμφύλια διαμάχη στην πόλη.
 
Στην Αρχαία Ελλάδα Iδιώτης καλούνταν ο πολίτης που έμενε αδιάφορος για τα δημόσια πράγματα, μεριμνώντας μόνο για την εξασφάλιση των δικών του συμφερόντων. Τον όρο «ιδιώτης» τον συναντάμε σε διάφορες γλώσσες. Στα Αγγλικά η λέξη Idiot σημαίνει ηλίθιος, βλάκας, ανόητος. Στην Κλινική Ψυχολογία, μάλιστα, ο όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει αυτόν που πάσχει από ιδιωτεία, δηλαδή βαριάς μορφής νοητική υστέρηση.
 
Στην αρχαία Αθήνα λοιπόν ήταν σημαντική η μετατροπή των ιδιωτών - των ατόμων δηλαδή που ασχολούνταν μόνο με τις προσωπικές τους υποθέσεις-  σε πολίτες. Σε άτομα που ασχολούνται και συμμετέχουν στα κοινά. Η ιδιότητα του ιδιώτη άλλωστε είναι μια ιδιότητα την οποία διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους, ενώ η ιδιότητα του πολίτη είναι επίκτητο χαρακτηριστικό που διαμορφώνεται μέσω της παιδείας που παρέχει η πολιτεία. Συνεπώς το άτομο που παρέμενε ιδιώτης” ήταν άτομο απαίδευτο και αμόρφωτο, αφού δεν εμπλέκεται επαρκώς στην ενασχόληση με τα κοινά.
 
Ο ιδιώτης προασπίζει από τα ανθρώπινα δικαιώματα του,  και κυρίως εκείνο της ιδιοκτησίας.  Τρέμει στην ιδέα της καταστροφής της περιουσίας του ενώ δηλώνει αμέτοχος στην ποιότητα ζωής και την υποβάθμιση της ποιότητας της.
 
Συμμετέχει στον κοινό βίο μόνο διά της ψήφου του. Για τον ιδιώτη, ιδιαίτερη  σημασία έχει η διατήρηση και αύξηση των περιουσιακών του στοιχείων. Ένα  πολιτικό σύστημα που στηρίζεται σε ένα άθροισμα ιδιωτών, δεν μπορεί παρά να είναι η διαίρεση των υψηλών αξιών και φρονημάτων που διέπουν μία πραγματικά ευημερούσα κοινωνία.

Δεν υπάρχουν όρια ανάμεσα στον ηρωισμό και την προδοσία

Στη Σαλαμίνα πολέμησαν, βέβαια, και οι Σπαρτιάτες. Αλλά, λίγο με το ζόρι. Ο Σπαρτιάτης αρχηγός του ελληνικού στόλου Ευρυβιάδης επιχειρεί να την κοπανήσει καναδυό φορές, όμως ο Θεμιστοκλής βρίσκει τρόπο να τον επαναφέρει και στην τάξη και στη μάχη.
   
Η παρουσία και μόνο Σπαρτιατών σ’ ένα οποιοδήποτε πεδίο μάχης ήταν επαρκής λόγος για μια επαρκή αναπτέρωση του ηθικού και των μη Σπαρτιατών στρατιωτών.
 
Γνωρίζοντας, λοιπόν, ο Θεμιστοκλής την πλήρη ανεπάρκεια της «ελληνικής εθνικής συνειδήσεως» από μέρους των Σπαρτιατών, όπως θα λέγαμε σήμερα που οι Σπαρτιάτες θέλουν να εμφανίζονται κι αυτοί σαν ακραιφνείς Έλληνες όπως όλοι οι άλλοι Έλληνες, αμέσως μετά την τρομερή ναυμαχία της Σαλαμίνας το χειμώνα του 480 π.Χ. πηγαίνει στη Σπάρτη όπου, ναι μεν γίνεται δεκτός με τιμές ήρωα, όμως αποτυγχάνει να πείσει τους περιστασιακούς των Αθηναίων συμμάχους, που ενεργοποιούνται μόνο όταν νιώσουν πως απειλούνται κι οι ίδιοι, πως είναι ανάγκη να συνεχιστεί η συμμαχία. Διότι ο κατά ξηράν αρχηγός του περσικού στρατού, ο Μαρδόνιος, έχει στρατοπεδεύσει στη Θεσσαλία.
 
Καρδαμωμένοι λοιπόν οι Πέρσες απ’ τα πλούσια ελέη της θεσσαλικής γης, που οι άρχοντες του τόπου τα έθεσαν γενναιόδωρα στη διάθεσή τους, ετοιμάζονται για μια τελευταία προσπάθεια υποταγής και των περιοχών εκείνων της Ελλάδας που δεν είχαν προς το παρόν υποταγεί ή που δεν είχαν μηδίσει, πράγμα που από πραχτική άποψη είναι το ίδιο. Μ’ αυτή την κίνηση που ετοιμάζει ο Μαρδόνιος στην κατά τα άλλα ελληνικότατη Θεσσαλία, θα δινόταν ο χρόνος στο ρημαγμένο απ’ τη Σαλαμίνα περσικό στόλο να ανασυνταχτεί και να ξαναεπιτεθεί.
 
Ο Θεμιστοκλής δεν κατάφερε να πείσει τους Σπαρτιάτες για τον επικρεμάμενο και επί της δικής τους κεφαλής κίνδυνο, προφανώς γιατί δεν πίστευαν οι δύσπιστοι Λακεδαιμόνιοι πως ο Μαρδόνιος με τους 50.000 περίπου στρατιώτες, που είχαν αποσπαστεί απ’ το κυρίως εκστρατευτικό σώμα, θα τολμούσε να περάσει τον Ισθμό της Κορίνθου, που για τους Σπαρτιάτες ήταν το προς Βορράν όριο ασφαλείας, αλλά και το σύνορο ανάμεσα στη σπαρτιατική και την αθηναϊκή ζώνη επιρροής, όπως θα λέγαμε σήμερα.
 
Όταν ο Θεμιστοκλής επέστρεψε άπρακτος στην Αθήνα, οι συμπατριώτες του θύμωσαν τόσο για τούτη τη διαπραγματευτική του αποτυχία (τους είχε συνηθίσει, βλέπεις, σε επιτυχίες), που του αφαίρεσαν αμέσως τον τίτλο του στρατηγού, λίγους μόλις μήνες μετά το θρίαμβό του στη Σαλαμίνα. Ίσως να ήταν βέβαιοι οι Αθηναίοι πως αυτή τη φορά, δεν τους σώζει τίποτα, ούτε καν η μεγαλοφυία του Θεμιστοκλή, που έμοιαζε να έχει εξαντλήσει τις ικανότητές του σε κείνη την τιτάνια προσπάθεια στη Σαλαμίνα, που από πολιτικής απόψεως ήταν ακόμα πιο δύσκολη.
 
Σήμερα θα παραμείνουμε στην χωρίς τον Θεμιστοκλή μάχη των Πλαταιών, όπου ο επικεφαλής των Αθηναίων στρατιωτών Αριστείδης, ο επιλεγόμενος Δίκαιος, τον οποίο ο Θεμιστοκλής στην αρχή της πολιτικής του καριέρας είχε εξορίσει, αλλά που τον είχε χρησιμοποιήσει ωστόσο με επιτυχία στη Σαλαμίνα, τα ’κάνε ρόιδο, κατά το δη λεγόμενον.
 
Πρέπει να πούμε, πάντως, πριν μπούμε στον αγώνα, πως τούτη η περίεργη μάχη, που ακόμα προβληματίζει τους ιστορικούς της στρατιωτικής τέχνης (η οποία, ως γνωστόν, δεν ανήκει στις... καλές τέχνες), δεν θα γινόταν αν δεν αποτύγχαναν ως διπλωμάτες και οι Πέρσες. Που πιθανώς θα κάθονταν για λίγο ακόμα ήσυχα στο όμορφο περιβάλλον της ελληνικής Θεσσαλίας κι ύστερα θα έφευγαν για την πατρίδα τους να δουν επιτέλους τις γυναίκες και τα παιδιά τους.
 
Που λέτε, την άνοιξη του 479 π.Χ. καταφτάνει στην Αθήνα με την ιδιότητα του μεσολαβητή και του ειρηνοποιού, ποιος νομίζετε! Ο βασιλεύς της Μακεδονίας Αλέξανδρος ο Α' αυτοπροσώπως! (Προσοχή, μη γίνει καμιά τραγική σύγχυση με τον Μεγαλέξαντρο, του οποίου ο πατέρας χρειάζεται ακόμα ενενήντα τρία συναπτά έτη για να δει το φως της μέρας και της Ιστορίας).
 
Όταν ήρθε στην Αθήνα ο στενός φίλος των Περσών, ο Μακεδών βασιλεύς, ο Θεμιστοκλής δεν ήταν πλέον στα πράγματα και οι αριστοκράτες διάδοχοί του, ο Αριστείδης, και ο Ξάνθιππος, δεν θεώρησαν επαρκείς τις ευνοϊκότατες προσφορές των Περσών, που έκαναν μια ύστατη προσπάθεια να τα βολέψουν όπως όπως διά της διπλωματίας, όπως και παλιότερα. Ξαπόστειλαν λοιπόν το Μακεδόνα βασιλιά στην αριστοκρατούμενη και μονίμως μηδίζουσα Θεσσαλία και περίμεναν ή το μοιραίο ή τους Σπαρτιάτες.
 
Μ’ αυτά και μ’ άλλα οι Πέρσες θυμώνουν πολύ, τελικά. Και ξανακατηφορίζουν απ’ τα γνωστά μονοπάτια. Τις Θερμοπύλες τις φυλάν πλέον ανεπαρκώς μόνο οι τάφοι των ηρώων. Και τούτο διότι οι Σπαρτιάτες που θα πολεμήσουν στις Πλαταιές υπό τον Παυσανία βρίσκονται προς το παρόν στη Σπάρτη, θα ξεκινήσουν από κει εσπευσμένα, μόνο όταν διαπιστώσουν πως οι Πέρσες δεν αστειεύονται, τουλάχιστον στον κατά ξηρά πόλεμο. Και θα το διαπιστώσουν μόνο όταν οι Πέρσες έχουν ήδη μπει στην Αθήνα και έχουν ήδη ρημάξει ό,τι δεν πρόλαβαν να ρημάξουν την πρώτη φορά που την κατέλαβαν, λίγο πριν απ’ τη Σαλαμίνα.
 
Η Αθήνα, η ταλαίπωρη Αθήνα, αυτή τη φορά θα σωθεί στ’ αλήθεια χάρις στον προαιώνιο εχθρό της, τη Σπάρτη. Η οποία ωστόσο, τη σώζει όχι από αλτρουισμό, αλλά για να σωθεί η ίδια.
 
Βέβαια, η Σπάρτη δεν θα σώσει την Αθήνα, ως πόλη, γιατί, όπως ήδη είπαμε, την πόλη θα την ισοπεδώσουν οι Πέρσες. Σώζει όμως εκείνους που βασανίστηκαν περισσότερο απ’ όλους στους Μηδικούς Πολέμους, τους δύστυχους Αθηναίους που άλλη μια φορά βρήκαν καταφύγιο στην Αίγινα, την Τροιζήνα και την Κόρινθο. Αυτή η προσφυγιά έπρεπε να τελειώνει επιτέλους, προκειμένου η Αθήνα να αρχίσει να ετοιμάζει ολομόναχη σχεδόν αλλά με γερές ρίζες σ’ ολόκληρο το μεσογειακό πολιτισμό, το θαύμα του «Χρυσού Αιώνα».
 
Ο Παυσανίας που οδηγεί τους Σπαρτιάτες προς Βορράν δεν έχει κανένα αξίωμα, πλην του κηδεμόνα του νεαρού βασιλιά Πλειστάρχου, γιου του Λεωνίδα, που ξαπόμεινε ο δύστυχος στις Θερμοπύλες «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος» κι όχι γιατί είχε καμιά διάθεση ν’ αυτοκτονήσει στα σίγουρα. (Η πειθαρχία δημιουργεί όντως ήρωες κι αυτό το ξέρουν όλοι οι στρατοί, που δεν εμπιστεύονται τον ηρωισμό στην... ιδιωτική πρωτοβουλία).
 
Δεν ξέρουμε πολλές λεπτομέρειες για τη μάχη των Πλαταιών, μια πόλη που βρισκόταν στα δυτικά του δρόμου Αθηνών-Θηβών. Ξέρουμε πάντως πως ο Μαρδόνιος, που εκτός από σπουδαίος διπλωμάτης ήταν και καλός στρατηγός, όταν είδε να πλησιάζουν στην Αθήνα οι Σπαρτιάτες, την εγκατέλειψε στη δυστυχία της και στήθηκε στις Πλαταιές να περιμένει τον εχθρό.
 
Αυτή τη φορά, ήθελε να διαλέξει εκείνος το πεδίο της μάχης, διότι η υπεροπλία του δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Είχε 50.000 και οι 'Ελληνες 30.000 μάχιμους. Κι όταν λέμε Έλληνες, στη συγκεκριμένη περίπτωση εννοούμε Σπαρτιάτες (κυρίως), Αθηναίους, Πλαταιείς, Μεγαρείς, Αιγινήτες και Κορίνθιους. Αλλά, αν ο Παυσανίας ήταν μόνος με τα παληκάρια του, θα έκανε καλύτερα τη δουλειά του.
 
Αμαθοι οι υπόλοιποι στην τακτική του σπαρτιατικού στρατού, σε μάχη επιθετική και όχι αμυντική, όπως στις Θερμοπύλες, τα έκαναν μούσκεμα. Μάλιστα οι Αθηναίοι, υπό τον πολύ Αριστείδη, που έπαιξε βέβαια το ρόλο του στον καταποντισμό του Θεμιστοκλή, αντί να κινηθούν προς Νότον, όπως τους διέταξε ο Παυσανίας κινήθηκαν προς Βορράν.
 
Έκτοτε, αγνοείται η τύχη του αθηναϊκού στρατιωτικού αγήματος. Όχι, όμως, και του Αριστείδη. Αυτός, που σημειωτέον είχε πολεμήσει και στο Μαραθώνα, θα επανεμφανιστεί στην Αθήνα το 478 π.Χ., ένα χρόνο μετά τη μάχη των Πλαταιών, ως επώνυμος άρχων. Τώρα που εξαφάνισε τον Θεμιστοκλή τούτος ο αδιόρθωτος αριστοκράτης, μπορούσε ν’ αλωνίζει ελεύθερα.
 
Θέλουμε να πούμε, δηλαδή, ότι δεν είναι και τόσο σίγουρο πως το παρωνύμιον «Δίκαιος» του το έδωσε η Ιστορία και όχι οι πολιτικοί του φίλοι. Τρέχα γύρευε! Πού να ψάχνεις τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια!
 
Μετά το αίσιο πέρας της μάχης των Πλαταιών χάρη στην έξοχη στρατιωτική ταχτική των Σπαρτιατών, οι εξ Ελλήνων σύμμαχοι αποφασίζουν να κυνηγήσουν τους Πέρσες μέχρι τη φωλιά τους. Κι έτσι, ένα χρόνο μετά τις Πλαταιές, ο ελληνικός στόλος, με επικεφαλής το Σπαρτιάτη βασιλιά Λεωτυχίδα, αποπλέει για τον Ελλήσποντο και στην Μυκάλη συντρίβει τα εναπομείναντα από τη Σαλαμίνα πλοία των Περσών.
 
Ύστερα απ’ αυτή την επιτυχία, οι Ίωνες ξεθαρρεύουν και εξεγείρονται και πάλι κατά των Περσών. Επειδή, όμως, ήξεραν τι τους περίμενε όταν θα ’φευγαν οι σύμμαχοι, ζήτησαν απ’ τους Σπαρτιάτες να τους ανακηρύξουν και επισήμως συμμάχους... όλων των συμμάχων που κυνηγούσαν τους Πέρσες. Αλλά οι Σπαρτιάτες δεν θέλησαν να αναλάβουν τόσο δύσκολες και επικίνδυνες υποχρεώσεις και αντιπρότειναν, όλοι οι Ίωνες να πάρουν τα μπαγκάζια τους και να ’ρθουν να εγκατασταθούν στις ελληνικές πόλεις που εμήδισαν, όπως π.Χ. η Θήβα.
 
Φυσικά, το ολοφάνερα βλακώδες σχέδιο δεν πραγματοποιήθηκε και η μεταφορά των πληθυσμών θα γίνει τελικά με καθυστέρηση, ακριβώς 2.400 ετών, το 1922. (Όποια βλακεία δεν πρόλαβαν να την κάνουν οι αρχαίοι 'Ελληνες, την έκαναν οι νέοι. Και κουβάλησαν τους προγόνους μου σε τούτο εδώ τον κακορίζικο τόπο, όπου ακόμα δεν πιάσαμε ρίζες ούτε εμείς οι της δεύτερης γενιάς πρόσφυγες, που κάποιοι ανίατα κρετίνοι συνεχίζουν να μας θεωρούν «τουρκόσποροι, και παρείσακτους. Λοιπόν, ας ερχόμασταν τότε που έλεγαν οι Σπαρτιάτες και θα ’βλεπες τι χαμπάρια, μάστορα δημαγωγέ, που μηδίζεις ανά τους αιώνες με την πρώτη ευκαιρία).
 
Το 477 π.Χ., δύο χρόνια μετά την μάχη των Πλαταιών και τη σχεδόν συνεχόμενη εκστρατεία στη Μυκάλη της Μικράς Ασίας, πάλι ο Λεωτυχίδας εκστρατεύει, αυτή τη φορά εναντίον των Θεσσαλών, προκειμένου να τους τιμωρήσει παραδειγματικά για την όντως αισχρή συμπεριφορά τους κατά τους Μηδικούς Πολέμους. Όμως φτάνοντας εκεί, αντί έστω να τους τραβήξει τ’ αυτί, «τ’ αρπάζει» που λέμε σήμερα, κοτζάμ βασιλιάς αυτός. Και γυρίζει άπραγος. Είδες οι Θεσσαλοί; Ατσίδες! Ήταν πολύ πλούσιοι, βλέπεις! Μπορούσαν ν’ αγοράσουν μέχρι και βασιλιάδες!
 
Το 476 π.Χ., ένα χρόνο μετά την εκστρατεία του τυχερού Λεωτυχίδα στην εκ φύσεως τυχερή, λόγω γονίμου εδάφους, Θεσσαλία, ο γνωστός μας Παυσανίας (που δεν πρέπει να συγχέεται με τον περιηγητή και γεωγράφο του 2ου μ.Χ. αιώνα) πηδάει στα πλοία και παίρνει δρόμο για την Κύπρο, την οποία και ελευθερώνει απ’ τους Πέρσες.
 
Απ’ την Κύπρο τον τρομερό Παυσανία τον βρίσκουμε ξαφνικά στο Βυζάντιο, που πάρα πάρα πολύ αργότερα θα δώσει το όνομα του στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ίσα ίσα για να μας καρφωθεί η παρανοϊκή ιδέα της «Μεγάλης Ιδέας» που γέννησε την ιδέα της «μεγάλης Ελλάδας», που όσο περισσότερο μικραίνει, τόσο μεγαλύτερο φαντάζεται τον εαυτό της.
 
(Ω κρετίνοι, τώρα που μας κουβαλήσατε εδώ θέλετε να μας ξαναπάτε εκεί; Και γιατί δεν μας αφήνατε στον τόπο μας; Σε δουλειά να βρίσκεστε και «δουλειές» να κάνετε; Και ποιος σας είπε ότι μας αρέσει να είμαστε το μπαλάκι στο παιχνίδι σας;)
 
Αλλά κοιτάξτε να δείτε την πλάκα που έπαθε τούτος ο σπουδαίος Έλληνας όταν έφτασε στο Βυζάντιο, που τότε ήταν το ορμητήριο του περσικού στόλου: Ήταν τέτοιος ο πλούτος και η χλιδή που αντίκρισαν εκεί τα μάτια του, που ζαλίστηκε εντελώς ο καημένος!
 
Πέταξε, λοιπόν, την ελληνική χλαμύδα, φόρεσε τη φρεσκοραμμένη περσική στρατιωτική στολή και έγινε Πέρσης με τα όλα του!
 
Ραχάτ-λουκούμ δεν υπήρχε, βέβαια, εκεί εκείνη την εποχή, για τον απλό λόγο πως δεν υπήρχαν Τούρκοι. Όμως τα χανουμάκια δεν είναι τούρκικη εφεύρεση. Μ’ αυτά και μ’ άλλα λοιπόν ο Παυσανίας εξόκειλε πλήρως. Τον καταλαβαίνω τον άνθρωπο! Ανατολίτης είμαι κι εγώ κατά το ήμισυ. (Και «βάρβαρος» Μακεδόνας κατά το άλλο ήμισυ, το μητρικό).
 
Όμως, ο Παυσανίας κάποτε βαρέθηκε και είπε να γυρίσει στη μητέρα πατρίδα. Καιρός, λοιπόν, ήταν να ζοριστεί λιγάκι στην Σπάρτη. Για ένα διάστημα πάντως τη βόλεψε καλά κοροϊδεύοντας τον έναν και τον άλλο, ως γνήσιος Έλλην. Αλλά στο τέλος και καθώς κατέφταναν τα τεκμήρια της προδοσίας, οι συμπατριώτες του τον έκλεισαν σ’ ένα ναό και τον άφησαν εκεί να πεθάνει απ’ την πείνα. Και όταν ακριβώς ήταν να ξεψυχήσει, του άνοιξαν την πόρτα και πέθανε στο κατώφλι του ναού. Έτσι, και η θανατική ποινή εξετελέσθη και ο ναός δεν βεβηλώθηκε μ’ ένα θάνατο εντός αυτού.
 
Εκπληχτικοί αυτοί οι Σπαρτιάτες! Που μπορεί να μην είχαν και τόσο αναπτυγμένο το «εθνικό φρόνημα», είχαν όμως πολύ αναπτυγμένο το αίσθημα της αξιοπρέπειας κι αυτό νομίζω πως είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό, παρότι πολλοί Νεοέλληνες θα διαφωνήσουν επ’ αυτού.
 
Ας αποχαιρετήσουμε λοιπόν για πάντα το μεγάλο ήρωα των Πλαταιών, που καθώς είχαμε εμείς την ατυχία να μη σκοτωθεί στη μάχη, δημιούργησε μύρια όσα προβλήματα στους Έλληνες ιστορικούς, που δεν αποφάσισαν ακόμα αν πρέπει να τον κατατάξουν στους «σωτήρες του έθνους» ή στους «προδότες του έθνους».
 
Λοιπόν, οι Έλληνες τελικά νίκησαν κατά κράτος τους κραταιούς Πέρσες χάρη στην εκπληκτική έννοια της «προσωπικότητας», που αναφύεται για πρώτη φορά στην Ιστορία αυτή την περίοδο. Προσοχή, όμως: Όταν λέμε «προσωπικότητα» δεν εννοούμε «ατομικότητα», που είναι έννοια νομική και που σήμερα χρησιμοποιείται δολίως αντί της «προσωπικότητας».

Όταν μεγαλώνουμε σε συναισθηματικά στείρο περιβάλλον

Το πιο κεντρικό και πυρηνικό σημείο της ύπαρξής μας είναι το συναίσθημα και η πιο βασική ανάγκη μας είναι η συναισθηματική επικοινωνία, που χτίζει την εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και στην ύπαρξή μας.
 
Η δημιουργία μας είναι μέσα από συναισθήματα, η ζωή μας στο ενδομήτριο περιβάλλον πλαισιώνεται από συναισθήματα, η γέννηση μας οδηγείται από συναισθήματα και η εξέλιξη της ύπαρξης μας έχει ανάγκη από συναισθήματα.
 
Η ανάγκη της εμπιστοσύνης στην ύπαρξή μας γεννιέται την στιγμή που γεννιόμαστε και μας ακολουθεί στα πρώτα και πιο βασικά χρόνια της ζωής μας. Είναι αποτέλεσμα της δυναμικής σχέσης που έχουμε με τους βασικούς ανθρώπους στο περιβάλλον μας, τους γονείς μας.
 
Μέσα στο περιβάλλον που μεγαλώνουμε, μέσα από τη σχέση με τους γονείς μας μαθαίνουμε να γινόμαστε ο εαυτός μας και μαθαίνουμε ότι η διαδικασία της συναίσθησης και της αναγνώρισης του εαυτού μας είναι βιωματική.
 
Ένα συναισθηματικά γόνιμο περιβάλλον, είναι το περιβάλλον που πλαισιώνεται από έκφραση και επικοινωνία συναισθημάτων, που καθώς μεγαλώνουμε μας βάζει στην βιωματική εμπειρία των εννοιών προστασία, ασφάλεια, επικοινωνία, αποδοχή και αγάπη.
 
Δύο γονείς που εκφράζουν τα συναισθήματα τους απέναντι στο παιδί τους μέσα από τη μη-λεκτική και τη λεκτική επικοινωνία, είναι δύο γονείς που κατανοούν και συναισθάνονται την ανάγκη του παιδιού να αποκτήσει την πολυπόθητη εμπιστοσύνη στην ύπαρξή του. Οι γονείς δημιουργούν τον πρώτο καθρέφτη της ψυχής του παιδιού, γίνονται οι πρώτοι άνθρωποι που θα ορίσουν την ψυχική και συναισθηματική εξέλιξη του παιδιού και καθορίζουν αν θα μεταμορφωθούμε σε συναισθηματικά «ανθεκτικούς» ανθρώπους ή αν θα μεταμορφωθούμε σε ανθρώπους που αλλοιώνονται για να επιβιώσουν συναισθηματικά στο περιβάλλον τους.
 
Οι συναισθηματικά ανθεκτικοί άνθρωποι είναι οι άνθρωποι που μπορούν να βιώνουν και να διαχειρίζονται όλες τις μορφές ματαιώσεων, κυριολεκτικές και μεταφορικές και να μπορούν να ζουν μαζί με αυτές και όχι μέσα από αυτές. Είναι άνθρωποι που έχουν βιώσει την αρχή και εξέλιξη της ύπαρξης τους με την εκπλήρωση των ψυχικών και συναισθηματικών αναγκών τους. Οι συναισθηματικές ανάγκες, είναι οι ανάγκες που δημιουργούνται από το ένστικτο επιβίωσης μέσα στη σχέση μας με τους γονείς μας, μέσα από τη συνειδητοποίηση, ότι σαν παιδιά είμαστε από τη φύση μας συνεργατικά για να βιώσουμε τα συναισθήματα που έχουμε ανάγκη να νιώσουμε, ξανά μέσα από τη σχέση με τους γονείς. Συναισθήματα που δημιουργούνται από την αίσθηση ασφάλειας που γεννάει την εμπιστοσύνη, η αίσθηση ότι αγαπιέσαι που δημιουργεί κίνητρο για να ζεις, η αίσθηση ότι ανήκεις σε ένα πολύ ισχυρό οικογενειακό σχεσιακό πλέγμα που έχει χρωματιστεί με κατανόηση, επικοινωνία και αποδοχή.

Τα πρώτα σου βιώματα που χτίζουν την βάση σου, η πρώτη ασυνείδητη αίσθηση αγάπης που περνάει σε κάθε ίνα της ψυχής σου και διαχέεται στο σώμα, βάζει την αρχή για μια ύπαρξη που αντέχει και συνεχίζει.

Όταν το περιβάλλον είναι συναισθηματικά πλούσιο με τους γονείς να δημιουργούν ένα πλαίσιο που μέσα του μπορεί το παιδί να νιώσει αποδοχή, να νιώσει ότι «ακούγεται» και ότι λέει, σκέφτεται, νιώθει, έχει αξία, τότε έχουμε ένα παιδί που νιώθει ότι αυτό που Είναι,είναι αρκετό. Έτσι λειτουργεί αθροιστικά η εμπιστοσύνη στο εαυτό του. Το «είμαι αρκετός και έχω αξία για τους γονείς μου» μεταμορφώνεται στο «είμαι έτοιμος να βγω στον κόσμο και να συνδεθώ με ανθρώπους, να μπω στην μαγεία των ανθρωπίνων σχέσεων και πανέτοιμος να βιώσω απογοητεύσεις. Είμαι έτοιμος να ξανασηκωθώ αν πέσω. Αλλά πιο πολύ έχω κίνητρο για να ξανασηκώνομαι γιατί σε κάθε απογοήτευση αναδύεται εκείνο το μαγικό συναίσθημα , εκείνο το πρώτο βίωμα που λέει ότι αν και πέφτω πάντα υπάρχει η θέληση να ζήσω. Η θέληση που έμαθα να χτίζω μέσα από εσάς».

Ένα συναισθηματικά στείρο περιβάλλον αφαιρεί την έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να δημιουργήσει και να ανθίσει.

Αντίθετα, αν μεγαλώσουμε σε ένα συναισθηματικά στείρο περιβάλλον ή σε περιβάλλον απόρριψης, επιβολής και υποτίμησης και μεταμορφώνουμε κάθε μέρα τη συνεργατικότητα μας και ψυχοδυναμική μας σε αλλοίωση, που ορίζει να παρεμβαίνουμε με βία σε αυτό που γινόμαστε για να προστατευθούμε από την ψυχική βία των γονιών μας, τότε μεγαλώνουμε, εξελισσόμαστε και δημιουργούμε «μάσκες» που από ένα σημείο και μετά όχι απλά δεν μας προστατεύουν αλλά μας αφαιρούν το πιο φυσιολογικό: την ανάγκη, επιθυμία και όρεξη να ζούμε.
 
Πονάμε ζώντας με τις μάσκες μας γιατί, μπορεί να θεωρούμε ότι λειτουργούν αμυντικά, αλλά ταυτόχρονα μας καθηλώνουν σε ψυχικές ανάγκες που δεν εκπληρώνονται και πυροδοτούν ακόμα μεγαλύτερη εσωτερική μοναξιά που ορισμένες φορές γίνεται απομόνωση, γίνεται μια μόνιμη πανοπλία και δεν σε αφήνει να επικοινωνήσεις, να εκτεθείς, να αγαπήσεις. Γιατί φοβάσαι. Και παραμένεις μόνος, παραμένεις καθηλωμένος, παραμένεις σε αποχή από τη ζωή και τα συναισθήματα. Ο φόβος δημιουργεί φοβίες, η θλίψη μπορεί να γίνει κατάθλιψη και ο θυμός αυτοκαταστροφή.
 
Ένα συναισθηματικά στείρο περιβάλλον αφαιρεί την έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να δημιουργήσει και να ανθίσει.

Να δίνεις αξία στο ταξίδι της ζωής σου

Καθώς ο χρόνος κυλάει… αλλάζουμε.
Προς το καλύτερο ή το χειρότερο...

Ξεχνάμε. Ακόμη και όσα δεν πρέπει να ξεχαστούν.
Κάποια πράγματα δε θα τα ξαναζήσουμε…
Στιγμές, σκηνές που τις περισσότερες φορές προσπερνάμε αδιάφοροι, είτε βιαστικοί.
Κρίμα δεν είναι; Έτσι νομίζω…

Είναι τόσο απλά αυτά, που τελικά μας χαρίζουν μια αλλιώτικη ζεστασιά μέσα μας, αυτές ακριβώς οι μικρές χαρές που τις προσπερνάμε αδιάφοροι, δυστυχώς.

Μια εικόνα ανατολής της νέας μέρας το πρωί φτάνει για να αγγίξει θεραπευτικά την ψυχή μας και να σφραγίσει ανεξίτηλα τις συγκινήσεις της ζωής μας.

Σε τούτες τις μίζερες και μελαγχολικές εποχές όπου τα χαμόγελα και η αισιοδοξία φαίνεται πως σκορπίστηκαν, οι μικρές χαρές και οι αφελείς αφορμές για απόλαυση είναι αυτές οι οποίες κάνουν τη διαφορά.

Με ελπίδες ή όχι, αναγκαστικά θα διαβούμε από δύσκολες γεμάτες φωτιά καταστάσεις που θα κάψουν τα ψεύτικα και θα σφυρηλατήσουν τα γνήσια.

Δεν ξέρω πόσοι θα μείνουμε όρθιοι, πιστεύω πάντως πως κάποτε μόνο η «ουσία» θα μείνει… κι αυτή της καρδιάς είναι δοτική αν μη τι άλλο…

Η ομορφιά είναι παντού, για όσους μπορούν να την δουν αρκεί να έχουν και λίγη μέσα τους…

Στο φως του ήλιου, στις ζωγραφιές σε μια ασήμαντη πέτρα, σ΄ ένα κοχύλι που ξέβρασε η θάλασσα, ή σ’ ένα φυλλαράκι σφενταμιού (όσοι έχουν μάτια βέβαια να τα δουν).

Γι' αυτά δεν υπάρχουν αγοραστές και γι’ αυτό δεν μπορεί να τα ξεπουλήσει κανείς!

Η ζωή είναι ωραία ακόμη κι αν οι «καλές» στιγμές είναι λιγότερες από τις δύσκολες!

Όσο δύσκολη κι αν θεωρείς τη ζωή σου, μη σταματάς ποτέ να προσπαθείς να τη καλυτερέψεις…

Ο ορίζοντας ποτέ δεν τελειώνει όταν τα μάτια κοιτούν μακριά , ο νους ονειρεύεται και η ψυχή ταξιδεύει…

Δεν ξέρω για εσάς, όμως εγώ το βράδυ κλείνω τα μάτια κι ανακαλώ τις όμορφες εικόνες της ημέρας… κι έτσι (νομίζω) δίνω περισσότερη «αξία» στο ταξίδι μου…

AlterEgo: Η «ψυχική» επικοινωνία ανθρώπου και μηχανών

AlterEgo: A Personalized Wearable Silent Speech InterfaceΟνομάζεται AlterEgo και επιτρέπει στον χρήστη να συνομιλεί σιωπηρά με μια υπολογιστική συσκευή μόνο με την εσωτερική του φωνή.

ΤΟ ALTEREGO είναι ένα φορητό σύστημα που επιτρέπει σε έναν χρήστη να χρησιμοποιεί την εσωτερική του φωνή για να συνομιλήσει με μια υπολογιστική συσκευή χωρίς ακουστή φωνή ή ορατές κινήσεις, επικοινωνώντας με μηχανές τεχνητής νοημοσύνης ή με άλλους ανθρώπους, χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τους άλλους.

Στόχος του AlterEgo είναι να συνδέσει τους ανθρώπους με τις έξυπνες συσκευές, έτσι ώστε ο υπολογιστής, το διαδίκτυο και οι μηχανές που διαθέτουν τεχνητή νοημοσύνη να συμπλέκονται στην ανθρώπινη προσωπικότητα ως «δεύτερος εαυτός» αυξάνοντας, όπως ισχυρίζεται ο κατασκευαστής του, την ανθρώπινη γνώση και τις ανθρώπινες ικανότητες.

Η μηχανή κατασκευάστηκε από τον Αρνάβ Καπούρ (Arnav Kapur), ερευνητή του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), ο οποίος είχε την ιδέα της δημιουργίας μιας συσκευής που μπορεί να «ακούσει» την εσωτερική φωνή στο μυαλό ενός ανθρώπου και να την καταγράψει σε υπολογιστή.

Η συσκευή λειτουργεί και αμφίδρομα, μεταβιβάζοντας πληροφορίες από τις άψυχες μηχανές στον ανθρώπινο εγκέφαλο.

AlterEgo: Διεπαφή με συσκευές μέσω σιωπηλής ομιλίας

Το AlterEgo είναι μια πλαστική συσκευή που φοριέται στο κεφάλι και χρησιμοποιεί τέσσερα ηλεκτρόδια εφαρμοσμένα στο δέρμα, για να «διαβάσει» το νου και την εσωτερική φωνή που όλοι οι άνθρωποι έχουν, ακόμη κι όταν εξωτερικά φαίνονται σιωπηλοί. Τα ηλεκτρόδια μπορούν να «πιάσουν» τα αμυδρά νευρομυικά σήματα που δημιουργούνται στο πρόσωπο και στο σαγόνι, όταν ένας άνθρωπος μιλάει στον εαυτό του.

Καθώς οι λέξεις κυκλοφορούν μέσα στο νου του, το σύστημα τεχνητής νοημοσύνης της συσκευής μπορεί να συσχετίσει τα ελαφρώς διαφορετικά νευρομυικά σήματα με τις διαφορετικές λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτά. Οι λέξεις στέλνονται μετά σε έναν υπολογιστή και μετατρέπονται σε φράσεις.

Μάλιστα η μυοηλεκτρική προσθετική συσκευή βρίσκεται σε διάλογο με τον άνθρωπο, αφού μπορεί να απαντήσει σε ερωτήσεις που κάνει κάποιος από μέσα του. Σιωπηλά σκέφτεται μια ερώτηση και η AlterEgo την απαντά – ή μάλλον φιλοδοξεί να την απαντήσει, καθώς το σύστημα θέλει ακόμη βελτίωση.

Με τον τρόπο αυτό, ένας άνθρωπος στο μέλλον θα μπορούσε να «γκουγκλάρει» απλώς με τις σκέψεις του, θέτοντας ερωτήματα και αναμένοντας απαντήσεις πάντα μέσα στο μυαλό του. Ακούγεται μαγικό, αλλά αυτή είναι η υπόσχεση της συσκευής AlterEgo, σύμφωνα με το New Scientist και τον Guardian.

Η συσκευή είναι ένα ακόμη βήμα προς ένα κόσμο όπου οι άνθρωποι θα αλληλεπιδρούν με τις μηχανές μόνο με τη σκέψη τους. Οι δημιουργοί της AlterEgo οραματίζονται ένα μέλλον στο οποίο δεν θα χρειάζεται κανείς να πληκτρολογήσει κάτι στη μηχανή αναζήτησης της Google, ούτε καν να θέσει το ερώτημα με τη φωνητική εντολή «Ok Google», αλλά θα το κάνει πια καθαρά νοητικά.

Όπως είπε ο Αρνάβ Καπούρ του εργαστηρίου Media Lab του ΜΙΤ, «η ιδέα μας ήταν: να μπορούμε να έχουμε μια υπολογιστική πλατφόρμα που να είναι πιο εσωτερική, που να αναμιγνύει τον άνθρωπο και την μηχανή με κάποιο τρόπο και η οποία να μοιάζει με εσωτερική επέκταση της δικής μας νόησης».

Η κρυμμένη δύναμη της οπτικής επαφής

Πολλές από τις σχέσεις μας αρχίζουν από την στιγμή που συναντιούνται οι ματιές μας και συνειδητοποιούμε πως και το άλλο άτομο μας κοιτά. Σταματήστε για λίγο και σκεφτείτε την ένταση της κατάστασης, την σχεδόν μαγική κατάσταση των δύο εγκεφάλων που ταυτόχρονα επεξεργάζονται ο ένας τον άλλον, που ο καθένας γνωρίζει ότι είναι, αυτή τη στιγμή, το κέντρο του ψυχικού κόσμου του άλλου.

Οι ψυχολόγοι έχουν κάνει κάποιες εκπληκτικές ανακαλύψεις για το πως αυτό το αμοιβαίο βλέμμα, ή πως η έλλειψη του, μας επηρεάζει ψυχικά και σωματικά και πως μπορούμε να το συνδέσουμε με εμάς.

Έχει διεξαχθεί ανάλογη αξιόλογη έρευνα σχετικά με το πώς οι μη λεκτικές ενδείξεις, ειδικά αυτές των ματιών, επηρεάζουν την συμπεριφορά μας.

Τα παρακάτω είναι 5 ενδιαφέροντα αποτελέσματα:

Η οπτική επαφή προκαλεί διέγερση
Το έντονο κοίταγμα στα μάτια κάποιου προκαλεί μια αντίδραση διέγερσης. Το πώς αυτή η διέγερση διακόπτεται εξαρτάται και από τις δύο πλευρές που συμπεριλαμβάνονται και από τις συνθήκες. Το να σας κοιτά ένας ξένος που σας φαίνεται μεγάλος και κακόβουλος μπορεί να θεωρηθεί απειλή και να προκαλέσει φόβο. Αυτό είναι συνηθισμένο στα κοινωνικά ζώα. Μια ματιά από έναν άνθρωπο σε ένα σκύλο ή έναν πίθηκο μπορεί να ερμηνευτεί ως απειλή από τον μεγάλο (και περίεργο) άνθρωπο. Ωστόσο, το βλέμμα ενός πιθανού ερωτικού συντρόφου προκαλεί διέγερση που μπορεί να ερμηνευτεί θετικά- ως σεξουαλική πρόσκληση.

Τα μάτια θα σας πουν αν ένα χαμόγελο είναι αληθινό ή ψεύτικο
Ο ψυχολόγος Paul Ekman διέκρινε τα χαμόγελα που αντιπροσωπεύουν την πραγματική ευτυχία και τα ψεύτικα χαμόγελα που χρησιμοποιούνται για να πείσουν την ευτυχία ή κάποιο άλλο συναίσθημα. Το κλειδί για να καταλάβετε αν ένα χαμόγελο είναι ψεύτικο ή αληθινό είναι τα μάτια. Όταν το χαμόγελο είναι αληθινό, τα μάτια στενεύουν και δημιουργούν γραμμές, ρυτίδες στις εξωτερικές γωνίες.

Η διαστολή της κόρης είναι σημάδι ενδιαφέροντος (και σας κάνει ελκυστικούς)
Όταν μας ενδιαφέρει κάτι ή κάποιος οι κόρες διαστέλλονται. Σε μια μελέτη, τα μάτια μιας γυναίκας τροποποιήθηκαν για να κάνουν τις κόρες να φαίνονται διεσταλμένες. Οι φωτογραφίες της γυναίκας με διεσταλμένα μάτια βαθμολογήθηκαν ως πιο ελκυστικές από εκείνες με κανονικές κόρες.

Το αμοιβαίο βλέμμα είναι σημάδι αγάπης
Έρευνα για την αγάπη και για την έλξη έδειξε πως το αμοιβαίο βλέμμα-το να κοιτάς στα μάτια του άλλου- είναι ένας καλός προγνωστικός παράγοντας για δύο άτομα που είναι «ερωτευμένα».

Η οπτική επαφή είναι η πιο έγκυρη ένδειξη για την απάτη, αλλά όχι με τον τρόπο που νομίζετε
Όλοι υποθέτουν πως ένας ψεύτης δεν θα σας κοιτάξει στα μάτια, αλλά η έρευνα σχετικά με τις μη λεκτικές ενδείξεις που σχετίζονται με την απάτη υποδεικνύει πως ένας ψεύτης κάνει περισσότερη οπτική επαφή από κάποιον που λέει την αλήθεια. Η εξήγηση είναι πως ο «ένοχος» για να σας πείσει για την ακεραιότητα του, χωρίς να χρειάζεται, χρησιμοποιεί υπερβολικά το βλέμμα για να φανεί ειλικρινής.

Toyota: «Μαθαίνει» σε ρομπότ να κάνουν τα δικά τους πειράματα

Οι έξυπνες μηχανές τείνουν να μας ξεπερνούν σε όλα πια, γιατί όχι και στην επιστήμη; Αυτό αναρωτιούνται μια σειρά από ερευνητές που έχουν βαλθεί να τις διδάξουν πώς ακριβώς λειτουργεί ο κόσμος.

Οι επιστήμονες της Toyota χρησιμοποιούν ήδη τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης για να επιταχύνουν την ανακάλυψη του ιδανικού χημικού μείγματος για ακόμα καλύτερες μπαταρίες σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα!

Μηχανικοί βραχίονες με τη δική τους νοημοσύνη δοκιμάζουν σε χημικούς αντιδραστήρες ουσίες εκτελώντας ουσιαστικά τα δικά τους πειράματα και αφήνοντας τον άνθρωπο σε δεύτερη μοίρα παρατηρητή.

Στους επόμενους μήνες αναμένεται μάλιστα ο αλγόριθμος να αναλάβει εντελώς τα ηνία, σχεδιάζοντας ακόμα και τα επόμενα πειράματα ολότελα μόνος, όπως μας λέει η Toyota! Διά στόματος ερευνητών, ο «ρομποτικός προπτυχιακός φοιτητής» θα αποφασίζει για την τροποποίηση των ουσιών και των αντιδράσεων χωρίς την ανάγκη της ανθρώπινης παρέμβασης.

«Είναι αυτοματοποιημένη όχι μόνο η μηχανική εργασία της εκτέλεσης του πειράματος, αλλά επίσης και το προγραμματιστικό της σκέλος», λέει χαρακτηριστικά ο επικεφαλής του Toyota Research Institute, Brian Storey, στο «Bloomberg».

Στο έργο συνεργάζεται και το Carnegie Mellon University του Πίτσμπουργκ, ο επιστήμονας του οποίου Dr Barnabás Póczos σχολίασε:
«Μπορώ εύκολα να φανταστώ περιπτώσεις στις οποίες η τεχνητή νοημοσύνη θα προτείνει πειράματα σύνθεσης χημικών μορίων που δεν θα θεωρούσες ποτέ δυνατά, αλλά η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορεί να συλλάβει».
Η Toyota έχει ήδη επενδύσει μερικές δεκάδες εκατομμύρια στο ερευνητικό της τμήμα (Toyota Research Institute) και περιμένει τώρα να δρέψει καρπούς. Αλγόριθμοι που εκτελούν τα δικά τους πειράματα υπάρχουν πάντως κι άλλου στον κόσμο και μάλιστα εδώ και καιρό, καθώς με τη βοήθεια ενός τέτοιου ανακαλύφθηκε το 2012 το «Σωματίδιο του Θεού» στον Μεγάλο Επιταχυντή Αδρονίων του CERN της Ελβετίας…

ESA: Παραδόθηκε στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διαστήματος το σύστημα διαδικτυακών εργαλείων PLAAVI

Η Planetek Hellas παρέδωσε με επιτυχία στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διαστήματος, ΕΟΔ (European Space Agency – ESA), το διαδικτυακό σύστημα PLAAVI (Planck Legacy Archive Value-Added Interface). Το PLAAVI αποτελείται από ένα σύνολο διαδικτυακών εργαλείων προστιθέμενης αξίας που επιτρέπουν στους επιστήμονες να πραγματοποιούν απομακρυσμένη επεξεργασία στα δεδομένα του δορυφόρου Planck, τα οποία βρίσκονται στο ηλεκτρονικό αρχείο της ESA που φιλοξενείται στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Διαστημικής Αστρονομίας (ESAC), στη Μαδρίτη.

Τα δεδομένα του δορυφόρου Planck αποτελούν τεράστια δεξαμενή γνώσης για την επιστημονική κοινότητα ανά τον κόσμο, ικανή να δώσει απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα «Πώς ξεκίνησαν όλα;». Κύριος στόχος του Planck, ήταν να μετρήσει τις διακυμάνσεις της Κοσμικής Ακτινοβολίας Υποβάθρου, το αρχαιότερο φως στην ιστορία του Σύμπαντος. Το PLAAVI της Planetek Hellas, φέρνει σήμερα αυτή τη γνώση ένα βήμα πιο κοντά.

Ο Jan Tauber, Επικεφαλής Επιστήμονας της αποστολής Planck για την ESA, δήλωσε: «το PLAAVI θα βοηθήσει τους επιστήμονες που δεν είναι πολύ εξοικειωμένοι με τα δεδομένα Planck να τα χρησιμοποιήσουν στην αστροφυσική τους ανάλυση. Είμαι πολύ χαρούμενος που μπορούμε να προσφέρουμε αυτή τη δυνατότητα και αναμένω διευρυμένη αξιοποίηση του Αρχείου μας».

Για την επιτυχημένη αυτή παράδοση, η Planetek Hellas συνεργάστηκε με επιστήμονες του Planck από το Ινστιτούτο Θεωρητικής Αστροφυσικής του Πανεπιστημίου του Όσλο της Νορβηγίας, οι οποίοι συμμετείχαν στην ομάδα μέσω της Expert Analytics (XAL), εταιρείας τεχνοβλαστού του ερευνητικού κέντρου SIMULA.

Αυτή η παράδοση είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα της δυνατότητάς μας να κατανοούμε καλά τις ανάγκες της επιστημονικής κοινότητας του διαστήματος και να παρέχουμε αξιόπιστες υπηρεσίες ανάπτυξης λογισμικού σε υποστήριξη των δραστηριοτήτων της ESA στο πλαίσιο Υποχρεωτικών Προγραμμάτων.

Το PLAAVI ενσωματώθηκε άψογα στην κύρια διαδικτυακή πλατφόρμα του Αρχείου Planck (Planck Legacy Archive / PLA), εξασφαλίζοντας τη μέγιστη αξιοποίησή του από την επιστημονική κοινότητα των απανταχού αστρονόμων, απαιτώντας μηδαμινή προσπάθεια εξοικείωσης με την τεχνολογία.

Το PLAAVI είναι προσβάσιμο μέσω της κύριας ιστοσελίδας του Αρχείου Planck (PLA), ενώ περισσότερες πληροφορίες είναι διαθέσιμες στην διαδικτυακή βιβλιοθήκη τεχνικών εγγράφων.

Η κενοδοξία, η μικροψυχία και η προβληματική της αριστοτελικής μεγαλοψυχίας

Με δεδομένο ότι η μεγαλοψυχία για τον Αριστοτέλη είναι η επίγνωση των υψηλών δυνατοτήτων που οδηγεί σε σπουδαίες πράξεις γίνεται σαφές ότι η κενοδοξία και η μικροψυχία έχουν να κάνουν με την εσφαλμένη εκτίμηση του εαυτού, που διαταράσσει τις ισορροπίες. Η μεσότητα, ως ύψιστη αυτογνωσία, είναι η διασφάλιση της αρμονίας ανάμεσα στην προσωπικότητα και τις πράξεις που εκτελούνται.
 
Γι’ αυτό είναι υποκειμενική. Γιατί οι διαφορετικοί άνθρωποι προορίζονται και για διαφορετικές δράσεις. Ο σώφρων είναι εκείνος που γνωρίζοντας καλά τον εαυτό του αποφεύγει την ανάληψη καθηκόντων που αδυνατεί να εκπληρώσει. Αποφεύγει, δηλαδή, την υπερβολή και την έλλειψη στις πράξεις, όταν αυτές δεν αρμόζουν στα χαρακτηριστικά της δικής του ατομικότητας.
 
Κι εδώ δε γίνεται αναφορά στο κατά πόσο η προσωπικότητα διαμορφώνεται ή είναι δοσμένη από τη φύση. Εξάλλου, αυτό έχει ήδη απαντηθεί. Ο Αριστοτέλης δεν απορρίπτει τη φύση ως δύναμη που προμηθεύει χαρίσματα στους ανθρώπους, αλλά δεν τα εναποθέτει κι όλα σ’ αυτήν, αφού η αρετή δεν έχει να κάνει ούτε με τη φύση ούτε με την τύχη, αλλά με τις έξεις, δηλαδή τις συνήθειες που αποκτιούνται με επαναλαμβανόμενες πράξεις. Κι αυτή είναι η σημασία της διαπαιδαγώγησης. Ο άνθρωπος, όσο κι αν γεννιέται με χαρίσματα, αν δεν καλλιεργηθεί σωστά, είναι αδύνατο να φτάσει στην αρετή, δηλαδή την επίγνωση του δικού του υποκειμενικού μέσου. Όποιος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό, είναι αδύνατο να γίνει ενάρετος.
 
Ο κενόδοξος αγνοώντας την υποκειμενική του μεσότητα τείνει στην υπερβολή, καθώς υπερεκτιμά τις δυνατότητές του: «Ο άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του άξιο μεγάλων πραγμάτων ενώ δεν είναι, είναι κενόδοξος». (1123b 3, 9-10). Από την άλλη, ο μικρόψυχος τείνει στην έλλειψη υποτιμώντας τον εαυτό του: «Ο άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του άξιο μικρότερων από αυτά που στην πραγματικότητα του αξίζουν, είναι μικρόψυχος – είτε αυτά που του αξίζουν είναι μεγάλα είτε είναι μέτρια, ή και μικρά, με τον ίδιο όμως να θεωρεί τον εαυτό του άξιο ακόμη μικρότερων πραγμάτων». (1123b 3, 11-13).
 
Το σίγουρο είναι ότι η μικροψυχία αφορά περισσότερο εκείνους που έχουν υψηλές δυνατότητες: «Το “μικρόψυχος”, πάντως, θα ταίριαζε κατά κύριο λόγο για τον άνθρωπο που είναι άξιος μεγάλων πραγμάτων· γιατί τι θα έκανε, αν δεν ήταν άξιος τόσο μεγάλων πραγμάτων;» (1123b 3, 14-15).
 
Σε τελική ανάλυση, ο μικρόψυχος είναι ο άνθρωπος που αδικεί τον εαυτό του: «Γιατί ο μικρόψυχος άνθρωπος, ενώ είναι άξιος καλών πραγμάτων, στερεί τον εαυτό του από αυτά των οποίων είναι άξιος· από την άποψη αυτή μοιάζει να κάνει ένα είδος κακό στον εαυτό του, με το να μη θεωρεί τον εαυτό του άξιο των καλών πραγμάτων». (1125a 3, 22-24).
 
Η έλλειψη αυτογνωσίας δεν μπορεί παρά να δράσει αρνητικά: «Μοιάζει, επίσης,» (ο μικρόψυχος εννοείται) «να μη γνωρίζει τον εαυτό του· αλλιώς θα επιδίωκε αυτά των οποίων είναι άξιος, εφόσον αυτά είναι καλά πράγματα». (1125a 3, 25-26).
 
Ο μικρόψυχος είναι αδύνατο να είναι ενάρετος, αφού δε στερεί μόνο από τον εαυτό του τις απολαύσεις από την ενασχόληση των σπουδαίων πραγμάτων, αλλά και ολόκληρη την πόλη, που θα μπορούσε να ευεργετηθεί από τη δράση του. Θα έλεγε κανείς ότι ο μικρόψυχος είναι ο παροπλισμένος, ο παραγκωνισμένος, αυτός που περισσότερο παρακολουθεί παρά συμμετέχει. Κι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με την υπαιτιότητα της πόλης που δεν προωθεί τον άξιο, αλλά με την ατολμία του εαυτού που φέρει και την ευθύνη.
 
Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Ωστόσο οι άνθρωποι αυτοί δε θεωρούνται ανόητοι, αλλά μάλλον άτολμοι. Αυτή όμως η κακή γνώση φαίνεται ότι στην πραγματικότητα χειροτερεύει ακόμη περισσότερο την κατάστασή τους· γιατί, ενώ ο κάθε άνθρωπος επιθυμεί για τον εαυτό του αυτά των οποίων είναι άξιος, αυτοί κρατούν τον εαυτό τους μακριά από τις ωραίες πράξεις και τις ωραίες ασχολίες, με την ιδέα ότι είναι ανάξιοί τους· το ίδιο και από τα εξωτερικά αγαθά». (1125a 3, 26-31).
 
Η στέρηση πραγμάτων λόγω εσφαλμένης εκτίμησης του εαυτού δεν έχει καμία σχέση με τη μετριοφροσύνη. Γιατί ο μετριόφρων εκπληρώνει τις αξίες του μέτρου αποφεύγοντας την υπερεκτίμηση των χαρισμάτων του. Κι αυτό δε συνιστά την έλλειψη, αλλά την ισορροπία, αφού μετριοφροσύνη δε σημαίνει την άγνοια του εαυτού, αλλά την επίγνωση που θα επιφέρει και τη μετριοπάθεια στους επαίνους. Ο άνθρωπος που παρασύρεται από τις τιμές υιοθετώντας από θέση αρχής τη στάση της ανωτερότητας βρίσκεται πολύ κοντά στην υπερεκτίμηση του εαυτού. Η μετριοφροσύνη είναι η προσπάθεια της μεσότητας να αποφευχθεί η υπερβολή αποδίδοντας στις πράξεις την αληθινή τους διάσταση.
 
Θα έλεγε κανείς ότι είναι το αντίδοτο των υπερβολικών τιμών επαναφέροντας την αρμονία. Γιατί, όσο κι αν ο κόσμος έχει την τάση να υπερβάλει στους επαίνους, ο σώφρων οφείλει να μην επηρεάζεται γνωρίζοντας καλά τα όριά του. Εξάλλου, το να περιαυτολογεί κανείς τονίζοντας διαρκώς την αξία του (ακόμη κι αν είναι αληθινή) είναι δείγμα αλαζονείας. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο μεγαλόψυχος δε μιλά ποτέ για τον εαυτό του.
 
Όσο για την κενοδοξία, ο Αριστοτέλης είναι επίσης κατατοπιστικός: «Οι κενόδοξοι είναι ανόητοι και δεν γνωρίζουν τον εαυτό τους, και όλα αυτά με τρόπο φανερό κι ευδιάκριτο. Γιατί, χωρίς να είναι άξιοί τους, οι κενόδοξοι επιχειρούν πράγματα που ο κόσμος θεωρεί ότι χαρίζουν τιμή – και ύστερα έρχεται η αποκάλυψη». (1125a 3, 32-34).
 
Το κατά πόσο έρχεται η αποκάλυψη δεν αφορά μόνο τη ροή των γεγονότων που θα ξεσκεπάσουν τον κενόδοξο, αλλά και την ωριμότητα της κοινωνίας, ώστε να είναι σε θέση να τον διακρίνει. Φράσεις όπως «ό,τι δηλώνεις είσαι», «το σωστό ύφος ανοίγει πόρτες» κλπ καταδεικνύουν ότι τελικά δεν είναι και τόσο βέβαιη η αποκάλυψη της κενοδοξίας. Η αναρρίχηση τέτοιων ανθρώπων σε υψηλές θέσεις και αξιώματα και η αδυναμία να τους αποδοθεί μέχρι το τέλος αυτό που πράγματι τους αξίζει συνιστά κοινωνική παθογένεια που έγκειται στην κρίση των αξιών.
 
Ο κενόδοξος από τη φύση της ιδιότητάς του επιθυμεί την αναγνώριση προβάλλοντας διαρκώς τον εαυτό του. Συνήθως είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να το πετύχει. Και βέβαια, είναι ιδιαίτερα ευάλωτος στην κολακεία. Κατά τον Αριστοτέλη είναι ανόητος. Η ανάδειξη της κενοδοξίας σε κοινωνικό πρότυπο είναι η οριστική επικράτηση της ανοησίας, που γίνεται συλλογικό ιδεώδες.
 
Υπό αυτές τις συνθήκες ο μεγαλόψυχος δεν έχει καμία τύχη να αναγνωριστεί. Ο κενόδοξος καταλαμβάνει όλα τα πόστα και περιστοιχίζεται από κόλακες εδραιώνοντας το αναντίρρητο της ανωτερότητάς του. Κι αλίμονο στο μεγαλόψυχο που θα βρεθεί στο δρόμο του. Ο κενόδοξος θα κάνει τα πάντα για να τον εκμηδενίσει. Κι έχοντας διαμορφώσει σωστά όλη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα δε θα δυσκολευτεί και πολύ. Εξάλλου, ο κενόδοξος προκειμένου να επικρατήσει είναι διατεθειμένος να κάνει πράγματα που ο μεγαλόψυχος είναι αδύνατο να παρακολουθήσει. Η αξιοπρέπειά του δρα απαγορευτικά. Σε μια τέτοια κοινωνία ο κενόδοξος είναι ανίκητος.
 
Ο Αριστοτέλης συμπληρώνει για τους κενόδοξους: «Στολίζονται με ρούχα, με εντυπωσιακά στολίδια και με άλλα τέτοια· θέλοντας να δείξουν στον κόσμο τα αγαθά που τους χάρισε η τύχη μιλούν γι’ αυτά, πιστεύοντας ότι μέσω αυτών θα εξασφαλίσουν τιμές». (1124a 3, 34-37).
 
Η επίδειξη είναι η τροφή της κενοδοξίας. Οτιδήποτε ενδείκνυται ως κοινωνικά αποδεκτό τίθεται προς χρήση. Τα ρούχα, τα αξιώματα, οι τίτλοι τιμής, και το χρήμα είναι τα προσφιλέστερα πεδία. Στην ουσία ο κενόδοξος στερείται προσωπικότητας. Είναι πρόθυμος να υιοθετήσει κάθε συμπεριφορά, αρκεί να συμβάλει στο κοινωνικό του κύρος. Πρωτίστως μιμείται. Κι αυτή είναι η απόδειξη ότι δε γνωρίζει τίποτε για τον εαυτό του. Η αυτογνωσία, ως επίγνωση της αριστοτελικής μεσότητας, παίρνει διαστάσεις βαθύτατα υπαρξιακές, αφού χωρίς αυτή η ύπαρξη είναι αδύνατο να καθορίσει τον εαυτό της.
 
Παρά τα αρνητικά της κενοδοξίας όμως, ο Αριστοτέλης θεωρεί τη μικροψυχία ακόμα χειρότερη: «Η μικροψυχία, πάντως, αντιτίθεται στη μεγαλοψυχία σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι η κενοδοξία: η μικροψυχία είναι κάτι συχνότερο και πιο κακό». (1124a 3, 37-40).
 
Η σύγκριση μικροψυχίας και κενοδοξίας που γίνεται από τον Αριστοτέλη έχει να κάνει με το ατομικό κι όχι το συλλογικό επίπεδο. Ο μικρόψυχος λόγω της ελλιπούς αυτοπεποίθησης που τον χαρακτηρίζει στερεί από τον εαυτό του πολλά υποβαθμίζοντας τη ζωή του, σε αντίθεση με τον κενόδοξο που προβάλλεται διαρκώς χωρίς να το αξίζει.
 
Ο μικρόψυχος είναι βέβαιο ότι ζημιώνει τη ζωή του, σε αντίθεση με τον κενόδοξο που, αν και κινδυνεύει με γελοιοποίηση, τουλάχιστον μπορεί να εισπράττει χαρά από τη ματαιοδοξία του. Κι αν βρεθεί σε κατάλληλο περιβάλλον, μπορεί να κυριαρχήσει κιόλας. Από αυτή την άποψη, δηλαδή της ατομικότητας, είναι προτιμότερο να είναι κανείς κενόδοξος παρά μικρόψυχος. Από την άποψη του συνόλου όμως, η κενοδοξία είναι σαφώς επιβλαβέστερη. Οι μικρόψυχοι μπορεί να στερούν από την κοινωνία τις υπηρεσίες που είναι σε θέση να προσφέρουν, αλλά οι κενόδοξοι μπορεί να γίνουν πραγματικά επικίνδυνοι. Η τάση για επιβολή και η επίδειξη τους καθιστούν ικανούς να μεταχειριστούν κάθε μέσο προκειμένου να αναδειχθούν.
 
Ο αγώνας που θα δώσουν είναι η διαστρέβλωση των αξιών μετατρέποντας οτιδήποτε ασχοληθούν σε πεδίο ανοησίας. Αν καταφέρουν να κυριαρχήσουν, και οι κοινωνίες δεν έχουν απεριόριστες αντιστάσεις, θα εκτοπίσουν οποιονδήποτε είναι καλύτερος από αυτούς. Η αναξιοκρατία, η ευτέλεια, η ιδεολογική γύμνια, η μίμηση και η κούφια φιλοδοξία είναι τα κοινωνικά πρότυπα που εκπροσωπούν. Ουσιαστικά αυτός είναι ο στόχος τους για την πόλη, αφού έτσι θα κυριαρχήσουν με ασφάλεια. Η πόλη πρέπει ένα είναι ιδιαίτερα προσεκτική απέναντι στους κενόδοξους. Να τους ξεγυμνώνει αμέσως. Η συνείδηση της αρετής, ώστε να μην είναι εύκολο να αλλοιωθούν οι αρχές της, πρέπει να αφορά το σύνολο των ανθρώπων. Αν δε συμβαίνει αυτό, ο ανάξιος κενόδοξος ενδέχεται να επωφεληθεί. Και τότε τα πράγματα γίνονται δύσκολα…
 
Από θέση αρχής, η προσπάθεια κατάδειξης της υπεροχής δεν μπορεί να συμπλέει με τη μεσότητα. Γι’ αυτό και αφορά πρωτίστως τον κενόδοξο. Ο μεγαλόψυχος δεν έχει καμία ανάγκη να επιδείξει την υπεροχή του, αφού η απόλυτη επίγνωσή της το καθιστά μάταιο. Εξάλλου, ο μεγαλόψυχος, αν και αναζητά την τιμή, στην ουσία δεν τη χρειάζεται, καθώς η ευτυχία του έγκειται στην αυτοπεποίθηση που δίκαια έχει. Αυτός που πατάει στα πόδια του γερά νιώθει γαλήνη, καθώς βρίσκεται σε ισορροπία με τον εαυτό του. Κι αυτή η γαλήνη τίθεται υπεράνω οποιασδήποτε αναγνώρισης, γιατί δε χρειάζεται καμία επιβεβαίωση.
 
Από αυτή την άποψη, είναι μάλλον αντιφατική η στάση του Αριστοτέλη σε σχέση με τον μεγαλόψυχο που θέλει μόνο να ευεργετεί χωρίς ποτέ να ευεργετείται: «Ο μεγαλόψυχος είναι άνθρωπος που θέλει να κάνει ευεργεσίες, ντρέπεται όμως όταν τις δέχεται· γιατί το πρώτο δείχνει άνθρωπο που υπερέχει, ενώ το δεύτερο άνθρωπο που υπερέχεται». (1124b 3, 11-12).
 
Ο τρόπος που καταδεικνύεται η ευεργεσία, ως προέκταση της υπεροχής, θα έλεγε κανείς ότι δεν ταιριάζει στο μεγαλόψυχο, αφού τη χρησιμοποιεί προκειμένου να επιδείξει την ανωτερότητά του. Η μεσότητα δεν αφορά μόνο το να δίνει κανείς, αλλά και το να ξέρει να δέχεται. Η αίσθηση της ντροπής, όταν κάποιος ευεργετείται καταδεικνύει την περηφάνια που συμπλέει με τον εγωισμό, σαν να πρόκειται για κάτι ατιμωτικό.
 
Η ευεργεσία παρουσιάζεται σαν πεδίο κατάδειξης ανωτερότητας, θα έλεγε κανείς σαν λανθάνουσα μορφή εξουσίας: «Τις ευεργεσίες που δέχτηκε» (ο μεγαλόψυχος εννοείται) «θέλει να τις ανταποδίδει με μεγαλύτερες ευεργεσίες· γιατί έτσι αυτός που έκανε την αρχή θα του είναι πάλι οφειλέτης και θα είναι άνθρωπος που ευεργετήθηκε». (1124b 3, 12-14).
 
Η επιθυμία κάποιου να του χρωστάν όλοι είναι η διαστρέβλωση των σχέσεων που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι ισότιμες. Κι αυτό διαστρεβλώνει και την ίδια την έννοια της ευεργεσίας, που αποκτά διαστάσεις ανταγωνιστικές, αφού τίθεται σαν κριτήριο ανωτερότητας.
 
Η συμπλήρωση του Αριστοτέλη κάνει ακόμη εντονότερη την προβληματική: «Φαίνεται επίσης ότι οι μεγαλόψυχοι θυμούνται τα καλά που έχουν κάνει, όχι όμως και τα καλά που έχουν δεχτεί (γιατί αυτός που ευεργετήθηκε είναι κατώτερος εν σχέσει με αυτόν ο οποίος ευεργέτησε, και ο μεγαλόψυχος θέλει να είναι ανώτερος)· να ακούει να μιλούν για τα πρώτα, του είναι ευχάριστο, ενώ να ακούει να μιλούν για τα δεύτερα, του είναι δυσάρεστο». (1124b 3, 14-17).
 
Η παρουσίαση των μεγαλόψυχων να μη θέλουν καν να ακούν για τις ευεργεσίες που δέχτηκαν, σαν να επρόκειτο για αγνώμονες, κάθε άλλο παρά ενισχύει την εικόνα τους. Θα έλεγε κανείς ότι αυτή είναι συμπεριφορά που αρμόζει περισσότερο στους κενόδοξους. Όσο για τα παραδείγματα που φέρνει, επίσης, δεν μπορούν να λειτουργήσουν με πειστικότητα: «Αυτός φαίνεται πως είναι και ο λόγος που η Θέτιδα δε διηγείται στο Δία τις ευεργεσίες που του έκανε, ούτε οι Λάκωνες τις ευεργεσίες που έκαναν στους Αθηναίους, παρά μόνο τις ευεργεσίες που δέχτηκαν». (1124b 3, 18-20).
 
Το να αναφέρει κανείς στον πατέρα των θεών και των ανθρώπων τις ευεργεσίες που του πρόσφερε είναι προφανής ύβρις, αφού η κατάσταση δε σταθμίζεται με τα ανθρώπινα αλλά με τα θεϊκά δεδομένα. Όσο κι αν λέμε ότι η θρησκευτική αντίληψη της αρχαιότητας είναι ανθρωποκεντρική, όσο κι αν προσφέρει παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγή, όσο κι αν παρουσιάζονται οι θεοί με μειονεκτήματα, είναι άτοπο να αποδίδονται τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων με τα μέτρα των θεών, κυρίως όταν έχει ήδη ξεκαθαριστεί ότι η φιλοσοφία έχει να κάνει μόνο με τα ανθρώπινα.
 
Εξάλλου, οι σχέσεις Δία και Θέτιδας είναι ξεκάθαρες σχέσεις εξουσίας, που από θέση αρχής αποκλείουν οποιαδήποτε ισοτιμία. Κι ακριβώς το ίδιο συμβαίνει στο παράδειγμα με τους Λάκωνες και τους Αθηναίους, αφού, όταν στέλνονται απεσταλμένοι για να ζητήσουν βοήθεια, δεν αποσκοπούν σε ισότιμη συζήτηση, αλλά η έκθεση των απόψεών τους γίνεται με τρόπο χειριστικό, ώστε να πετύχουν αυτό που θέλουν.
 
Και τα δύο παραδείγματα έχουν να κάνουν με συσχετισμούς που εμπεριέχουν την εξουσία. Το πρώτο με την ιεραρχία των θεών και το δεύτερο με τη χάραξη της διπλωματίας, που καθορίζεται από τη διαμόρφωση των στρατιωτικών συσχετισμών. Κι αυτός είναι ο λόγος που δεν αφορούν τις καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων οι οποίοι μπορούν να ευεργετήσουν ή να ευεργετηθούν με ισοτιμία κι ανιδιοτέλεια.
 
Εκτός κι αν δεχτούμε ότι όλες οι ανθρώπινες σχέσεις κινούνται πάντα στη βάση της κυριαρχίας, οπότε η ευεργεσία μετατρέπεται σε ιεραρχικό δείκτη. Αυτό όμως, θα της αποστερούσε κάθε ίχνος αγνότητας, δηλαδή θα την ακύρωνε εννοιολογικά. Και υπό αυτούς τους όρους είναι αδύνατο να μιλάμε για αρετή.
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια