4.7. Η γλώσσα της φιλοσοφίας
Αρκεί όμως η αρχή της ταυτότητας για να κάνει κανείς φιλοσοφία; Πόσο μακριά μπορεί να πάει κανείς μόνο με αυτή την αρχή; Ας παρακολουθήσουμε τον βασικό συλλογισμό του Παρμενίδη.
Ένας πια μόνο λόγος για οδό απομένει: ότι είναι. Και υπάρχουν σημάδια σ᾽ αυτή την οδό πάμπολλα, ότι το ον είναι αγέννητο και άφθαρτο, όλο και μοναδικό, ακλόνητο και πλήρες. Ούτε ποτέ ήταν ούτε θα είναι, γιατί είναι τώρα όλο μαζί, ένα, συνεχές. Γιατί ποια γέννησή του θα αναζητούσες; Από τα πού και προς πού να αυξήθηκε; Ούτε θα σ᾽ αφήσω από το μη ον να πεις ή να σκεφτείς· γιατί δεν είναι δυνατό να πεις ή να σκεφτείς ότι δεν είναι. Ποια ανάγκη θα το έκανε αργότερα ή νωρίτερα να αυξηθεί, ενώ θα είχε αρχίσει από το τίποτε; Επομένως, πρέπει είτε να είναι εντελώς είτε να μην είναι καθόλου.
Παρμενίδης, απόσπ. 8.1-11
Ο Παρμενίδης έχει ήδη δείξει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι για κάτι που δεν υπάρχει, για το μη ον, δεν μπορεί κανείς να πει τίποτε. Και δεύτερον, ότι για κάτι υπαρκτό, για το ον, μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα μόνο ότι είναι.
Από την πιστοποίηση του όντος ο Παρμενίδης εξάγει τις βασικές του ιδιότητες: το ον είναι αγέννητο και ανώλεθρο, μοναδικό, ακίνητο, πλήρες, συνεχές. Στο χωρίο που παραθέσαμε αποδεικνύεται γιατί το ον δεν μπορεί να έχει γεννηθεί. Με παρόμοιο συλλογισμό ο Παρμενίδης θα αποδείξει ότι το ον δεν έχει θάνατο (είναι ανώλεθρο), δεν έχει κίνηση και μεταβολή (είναι αμετάβλητο), δεν έχει μέρη (είναι πλήρες και συνεχές), δεν αποτελεί μέρος μιας δυάδας (είναι μοναδικό). Πώς γίνονται αυτές οι αποδείξεις;
Όταν λέμε για κάποιο πράγμα ότι έχει γεννηθεί, εννοούμε ότι αυτό το πράγμα προηγουμένως δεν υπήρχε. Γέννηση είναι η μετάβαση από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Αυτές οι δύο καταστάσεις είναι όμως μεταξύ τους ασυμβίβαστες. Κατά τον Παρμενίδη, κάτι υπάρχει ή δεν υπάρχει. Δεν μπορεί ταυτοχρόνως να υπάρχει και να μην υπάρχει. Για την ανυπαρξία έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ να πω τίποτε. Μπορώ να μιλήσω μόνο για την ύπαρξη. Άρα, αν κάτι υπάρχει, δεν μπορεί να έχει γεννηθεί. Το ον είναι αγέννητο.
Η βασική σκέψη του Παρμενίδη είναι ότι, αν δεχτούμε την οποιαδήποτε μεταβολή (είτε αυτή είναι γέννηση είτε φθορά είτε κίνηση είτε διαίρεση), πέφτουμε κατ᾽ ανάγκην σε αντίφαση. Αναγκαζόμαστε να ισχυριστούμε ότι την ίδια χρονική στιγμή κάτι υπάρχει και δεν υπάρχει, κάτι είναι Α και όχι Α. Σκεφτείτε μια μεταβολή στο χρώμα ενός αντικειμένου. Όταν λέμε ότι κάτι από άσπρο έγινε μαύρο, δεχόμαστε ότι σε μια δεδομένη χρονική στιγμή το ίδιο πράγμα ήταν και άσπρο και μαύρο. Αυτό όμως είναι αντιφατικό. Ή σκεφτείτε την κίνηση ενός αντικειμένου σε μια ευθεία γραμμή. Για να πούμε ότι το αντικείμενο αυτό κινείται, πρέπει να ισχυριστούμε ότι βρίσκεται ταυτοχρόνως στο σημείο Α της γραμμής και στο αμέσως επόμενο σημείο Β. Αυτό όμως είναι αδύνατο. Τα παράδοξα που προκύπτουν από την εφαρμογή της αρχής της ταυτότητας στην κίνηση θα τα αναπτύξει με ιδιαίτερη επιδεξιότητα ο Ζήνων, ο μαθητής του Παρμενίδη, και θα αποτελέσουν περίφημους φιλοσοφικούς γρίφους σε όλη την αρχαιότητα.
Ο κόσμος του Παρμενίδη είναι ένα σύνολο αιώνιων, ακίνητων και αδιαίρετων οντοτήτων. Καθώς μάλιστα ο Παρμενίδης μιλά για το «ον» αδιακρίτως, και το ίδιο το σύμπαν θα πρέπει να θεωρηθεί μια κλειστή, αιώνια και αμετάβλητη ολότητα. Αμετάβλητες οντότητες μέσα σε ένα αμετάβλητο σύμπαν. Πόσο διατεθειμένοι είμαστε να αποδεχτούμε έναν τόσο παράδοξο κόσμο; Έναν κόσμο ξένο προς τον δικό μας, έναν κόσμο από όπου «η γέννηση έχει σβηστεί, ενώ για τη φθορά κανείς ποτέ δεν άκουσε»; Θαυμάζει κανείς τη συλλογιστική δεινότητα του Παρμενίδη, αντιλαμβάνεται (ή υποψιάζεται) ότι κάτι πολύ σημαντικό έχει πει, διστάζει ωστόσο να τον ακολουθήσει στα συμπεράσματά του.
Αυτή ήταν και η στάση των μεταγενέστερων φιλοσόφων. Από τον Εμπεδοκλή και τον Δημόκριτο ως τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, όλοι θα προσπαθήσουν να απαντήσουν στην πρόκληση του Παρμενίδη. Η φιλοσοφία μετά τον Παρμενίδη διαθέτει επιτέλους τη δική της γλώσσα: χρησιμοποιεί έννοιες και συλλογισμούς, απεχθάνεται τις λογικές αντιφάσεις, τείνει προς τον αποδεικτικό λόγο. Δεν θέλει όμως και να αποστρέψει το βλέμμα της από την έκδηλη πραγματικότητα της μεταβολής.
Ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε σίγουρα δεν είναι ο αμετάβλητος κόσμος του Παρμενίδη. Η σκέψη μας όμως έχει παρμενίδεια χαρακτηριστικά. Όταν μιλώ για την έννοια της ισότητας ή για το γεωμετρικό τρίγωνο δεν μπορώ παρά να ακολουθήσω τον Παρμενίδη: το γεωμετρικό τρίγωνο δεν έχει γεννηθεί ποτέ, δεν μεταβάλλεται και δεν θα πεθάνει. Το φυσικό όμως περιβάλλον, οι ψυχικές μου διεργασίες και τα ηθικά μου προβλήματα ούτε αγέννητα είναι ούτε αμετάβλητα.
Ένας συμβιβασμός ήταν τελικά αναγκαίος.
Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025
Σπερθίας και Βούλης: ούτε στον νόμο μας είναι γραμμένο να προσκυνούμε άνθρωπο
-«Αν δεν προσκυνήσετε τον μεγάλο βασιλιά θα σας θανατώσουμε».
Όταν, στην πρώτη εκστρατεία των Περσών, ο Δαρείος έστειλε κήρυκες στην Σπάρτη, όπως έκανε και σε όλες τις πόλεις της Ελλάδος, για να ζητήσουν «γην και ύδωρ», οι Λακεδαιμόνιοι τους πέταξαν σε ένα πηγάδι και τους καλούσαν να πάρουν από κει «γην και ύδωρ» και να τα παν στον βασιλιά τους..
Στους Λακεδαιμονίους, λοιπόν, ξέσπασε ο θυμός του Ταλθυβίου, του κήρυκα του Αγαμέμνονος. Γιατί στην Σπάρτη υπάρχει ναός του Ταλθυβίου, ζουν και οι απόγονοί του, οι ονομαζόμενοι Ταλθυβιάδες, που τους έχουν δοθεί ως τιμητικό προνόμιο όλες οι αποστολές κηρύκων που στέλνει η Σπάρτη. Εξ αιτίας όμως αυτού του γεγονότος, οι Σπαρτιάτες έκαναν θυσίες αλλά άδικα περίμεναν αίσια προμηνύματα. Κι αυτό κράτησε πολύ καιρό στην πόλη τους.
Και καθώς οι Λακεδαιμόνιοι αγανακτούσαν και το θεωρούσαν μεγάλη συμφορά, συγκαλούσαν πολλές φορές συνέλευση των πολιτών τους κι ο κήρυκας φώναζε:
"Ποιος Σπαρτιάτης δέχεται με την θέλησή του να δώσει την ζωή του για την Σπάρτη;"
Τότε λοιπόν παρουσιάσθηκαν ο Σπερθίας, ο γιος του Ανηρίστου, κι ο Βούλις, ο γιος του Νικολάου, Σπαρτιάτες που κι από την φύση τους ήσαν προικισμένοι με χαρίσματα κι από την πλουσιότερη τάξη της πόλης, ανέλαβαν εθελοντικά να τιμωρηθούν από τον Ξέρξη για την θανάτωση των κηρύκων του Δαρείου στην Σπάρτη.
Έτσι οι Σπαρτιάτες τους έστειλαν στους Πέρσες για να θανατωθούν.
Αξιοθαύμαστη στάθηκε και αυτή η τολμηρή πράξη των ανδρών αυτών, αλλά κοντά σ’ αυτήν και τα λόγια τους. Δηλαδή, στην πορεία τους προς τα Σούσα φθάνουν στην αυλή του Υδάρνη.
Κι ο Υδάρνης, Πέρσης στην καταγωγή, ήταν διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων στα παραθαλάσσια της Μικράς Ασίας· αυτός τους φιλοξένησε κάνοντάς τους το τραπέζι· και πάνω στο τραπέζι, τους ρώτησε:
"Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, γιατί δεν δέχεστε να γίνετε φίλοι του βασιλιά; Να, βλέπετε πώς ξέρει ο βασιλιάς να τιμά τους άνδρες που έχουν αρετή, ρίχνοντας μία ματιά σε μένα και την θέση που κατέχω. Έτσι λοιπόν κι εσείς, αν γίνετε άνθρωποι του βασιλιά (γιατί έχει σχηματίσει την γνώμη πως είσθε άνδρες με αρετή), ο καθένας σας θα μπορούσε να εξουσιάζει μία περιοχή της Ελλάδος που θα του παραχωρούσε ο βασιλιάς."
Η απόκρισή τους ήταν η εξής:
"Υδάρνη, η συμβουλή που μας απευθύνεις στηρίζεται σε μονόπλευρη εμπειρία· γιατί μας συμβουλεύεις για δύο πράγματα, που το ένα τους το δοκίμασες, το άλλο όμως όχι· δηλαδή γνωρίζεις πολύ καλά πώς ζουν οι δούλοι, όμως δεν δοκίμασες έως σήμερα την ελευθερία, τι άραγε να ’ναι, γλυκό η όχι. Γιατί αν κάποτε την δοκίμαζες, θα μας συμβούλευες να αγωνιζόμαστε γι’ αυτήν όχι μονάχα με δόρατα, αλλά και με πελέκεις (με τσεκούρια)."
Αυτή την απάντηση έδωσαν στον Υδάρνη. Η συνέχεια είναι εξ ίσου εντυπωσιακή.
«Κι από κει ανέβηκαν στα Σούσα· κι όταν παρουσιάσθηκαν στον βασιλιά πρώτα πρώτα, ενώ οι σωματοφυλακές του τους πρόσταζαν, ασκώντας βία, να πέσουν και να προσκυνήσουν τον βασιλιά, δεν δέχθηκαν με κανέναν τρόπο να το κάνουν, όσο κι αν εκείνοι τους έσπρωχναν το κεφάλι προς τα κάτω· γιατί, επέμεναν πως ούτε στον νόμο τους είναι γραμμένο να προσκυνούν άνθρωπο ούτε γι’ αυτό ήλθαν (ούτε γαρ σφι εν νόμω είναι άνθρωπον προσκυνέειν ούτε κατά ταύτα ήκειν), [Ηροδότου Ιστορία, βιβλίο 7ο, 136, 5-6]
Κι αφού με αγώνα απέφυγαν την προσκύνηση, κατόπιν λένε τα εξής και με το ακόλουθο περίπου περιεχόμενο:
«Βασιλιά των Μήδων, εμάς μας έστειλαν οι Λακεδαιμόνιοι ως αντιστάθμισμα για τους κήρυκές σας που θανατώθηκαν στην Σπάρτη, για να πληρώσουμε εμείς για τον θάνατό τους.»
Μετά από σύντομη συνομιλία, ο Ξέρξης δείχνοντας μεγαλοψυχία τους χάρισε τη ζωή.
-«Θανατώστε μας, άλλωστε για αυτό ήρθαμε, αλλά δεν προσκυνάμε!».
Όταν, στην πρώτη εκστρατεία των Περσών, ο Δαρείος έστειλε κήρυκες στην Σπάρτη, όπως έκανε και σε όλες τις πόλεις της Ελλάδος, για να ζητήσουν «γην και ύδωρ», οι Λακεδαιμόνιοι τους πέταξαν σε ένα πηγάδι και τους καλούσαν να πάρουν από κει «γην και ύδωρ» και να τα παν στον βασιλιά τους..
Στους Λακεδαιμονίους, λοιπόν, ξέσπασε ο θυμός του Ταλθυβίου, του κήρυκα του Αγαμέμνονος. Γιατί στην Σπάρτη υπάρχει ναός του Ταλθυβίου, ζουν και οι απόγονοί του, οι ονομαζόμενοι Ταλθυβιάδες, που τους έχουν δοθεί ως τιμητικό προνόμιο όλες οι αποστολές κηρύκων που στέλνει η Σπάρτη. Εξ αιτίας όμως αυτού του γεγονότος, οι Σπαρτιάτες έκαναν θυσίες αλλά άδικα περίμεναν αίσια προμηνύματα. Κι αυτό κράτησε πολύ καιρό στην πόλη τους.
Και καθώς οι Λακεδαιμόνιοι αγανακτούσαν και το θεωρούσαν μεγάλη συμφορά, συγκαλούσαν πολλές φορές συνέλευση των πολιτών τους κι ο κήρυκας φώναζε:
"Ποιος Σπαρτιάτης δέχεται με την θέλησή του να δώσει την ζωή του για την Σπάρτη;"
Τότε λοιπόν παρουσιάσθηκαν ο Σπερθίας, ο γιος του Ανηρίστου, κι ο Βούλις, ο γιος του Νικολάου, Σπαρτιάτες που κι από την φύση τους ήσαν προικισμένοι με χαρίσματα κι από την πλουσιότερη τάξη της πόλης, ανέλαβαν εθελοντικά να τιμωρηθούν από τον Ξέρξη για την θανάτωση των κηρύκων του Δαρείου στην Σπάρτη.
Έτσι οι Σπαρτιάτες τους έστειλαν στους Πέρσες για να θανατωθούν.
Αξιοθαύμαστη στάθηκε και αυτή η τολμηρή πράξη των ανδρών αυτών, αλλά κοντά σ’ αυτήν και τα λόγια τους. Δηλαδή, στην πορεία τους προς τα Σούσα φθάνουν στην αυλή του Υδάρνη.
Κι ο Υδάρνης, Πέρσης στην καταγωγή, ήταν διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων στα παραθαλάσσια της Μικράς Ασίας· αυτός τους φιλοξένησε κάνοντάς τους το τραπέζι· και πάνω στο τραπέζι, τους ρώτησε:"Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, γιατί δεν δέχεστε να γίνετε φίλοι του βασιλιά; Να, βλέπετε πώς ξέρει ο βασιλιάς να τιμά τους άνδρες που έχουν αρετή, ρίχνοντας μία ματιά σε μένα και την θέση που κατέχω. Έτσι λοιπόν κι εσείς, αν γίνετε άνθρωποι του βασιλιά (γιατί έχει σχηματίσει την γνώμη πως είσθε άνδρες με αρετή), ο καθένας σας θα μπορούσε να εξουσιάζει μία περιοχή της Ελλάδος που θα του παραχωρούσε ο βασιλιάς."
Η απόκρισή τους ήταν η εξής:
"Υδάρνη, η συμβουλή που μας απευθύνεις στηρίζεται σε μονόπλευρη εμπειρία· γιατί μας συμβουλεύεις για δύο πράγματα, που το ένα τους το δοκίμασες, το άλλο όμως όχι· δηλαδή γνωρίζεις πολύ καλά πώς ζουν οι δούλοι, όμως δεν δοκίμασες έως σήμερα την ελευθερία, τι άραγε να ’ναι, γλυκό η όχι. Γιατί αν κάποτε την δοκίμαζες, θα μας συμβούλευες να αγωνιζόμαστε γι’ αυτήν όχι μονάχα με δόρατα, αλλά και με πελέκεις (με τσεκούρια)."
Αυτή την απάντηση έδωσαν στον Υδάρνη. Η συνέχεια είναι εξ ίσου εντυπωσιακή.
«Κι από κει ανέβηκαν στα Σούσα· κι όταν παρουσιάσθηκαν στον βασιλιά πρώτα πρώτα, ενώ οι σωματοφυλακές του τους πρόσταζαν, ασκώντας βία, να πέσουν και να προσκυνήσουν τον βασιλιά, δεν δέχθηκαν με κανέναν τρόπο να το κάνουν, όσο κι αν εκείνοι τους έσπρωχναν το κεφάλι προς τα κάτω· γιατί, επέμεναν πως ούτε στον νόμο τους είναι γραμμένο να προσκυνούν άνθρωπο ούτε γι’ αυτό ήλθαν (ούτε γαρ σφι εν νόμω είναι άνθρωπον προσκυνέειν ούτε κατά ταύτα ήκειν), [Ηροδότου Ιστορία, βιβλίο 7ο, 136, 5-6]
Κι αφού με αγώνα απέφυγαν την προσκύνηση, κατόπιν λένε τα εξής και με το ακόλουθο περίπου περιεχόμενο:
«Βασιλιά των Μήδων, εμάς μας έστειλαν οι Λακεδαιμόνιοι ως αντιστάθμισμα για τους κήρυκές σας που θανατώθηκαν στην Σπάρτη, για να πληρώσουμε εμείς για τον θάνατό τους.»
Μετά από σύντομη συνομιλία, ο Ξέρξης δείχνοντας μεγαλοψυχία τους χάρισε τη ζωή.
ΟΥΚ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΕΙΝ!
ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ, Ο ΗΛΙΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Τι σημαίνει η λέξις Αγών και έχει γενικώτερα καθιερωθή με την άθληση στην Αρχαία Ελλάδα, αντί να χρησιμοποιηθή ο όρος παιχνίδι, όπως έγινε επί των ημερών μας εδώ και έναν αιώνα τώρα με την καθιέρωσι του ονόματος "Olympic Games";
Αγών σημαίνει κάθε σπουδαία ή επικίνδυνη προσπάθεια. Η εσωτερική δυναμική της λέξεως όμως σημαίνει άγω άνω...
Οι Αρχαίοι Αθλητικοί Αγώνες και όχι τα αθλητικά παιχνίδια (Olympic Games) άγουν άνω τoν αθλητή, διότι αναφέρονται όχι στά σώματα, αλλά στην ψυχή του. Γιά να οδηγηθεί άνω η ψυχή απαιτούνται προϋποθέσεις σταθερού φωτισμού και συνεχούς υπερβάσεως των προσπαθειών της. Ο αθλητής δέν αμιλλάται τους άλλους. Η άμιλλα έχει στόχο τον χθεσινό του εαυτό.
Οι κορυφές του Ολύμπου χάνονται στoν άπειρο αιθέρα των ουρανών.
Οι πρόποδες είναι εκείνοι που στηρίζουν τo Ιερό Βουνό.
Νέμεα, Ίσθμια και Πύθια σχηματίζουν με τα Ολύμπια τo Τετρακτυϊκό Οικοδόμημα.
Οι άλλοι Αγώνες, πανίεροι και ευλαβικοί, είναι οι πρόποδες επί των οποίων στηρίζεται η Ουσία της Αθανασίας. Ο αθλητής των Ολυμπιακών Αγώνων δεν εμφανίζεται ξαφνικά στο προσκήνιο των Αγώνων χωρίς να έχη ήδη αποδείξη την σταθερή του προσήλωση στα ιδεώδη της Ελληνικής Φυλής και στις ηθικές μας αξίες. Προηγούνται οι Άλλοι Αγώνες, οι οποίοι διαπλάθουν τον αθλητή, ο οποίος κάποτε θα καταλήξη εις τους Ολυμπιακούς.
Πανελλήνιες νεκρικές γιορτές παιδιών ήσαν τα Νέμεα και τα Ίσθμια. Αθέατος πρωταγωνιστής το Ιερο Παιδί είναι η νέα ψυχή, που στα αρχικά στάδια της αφυπνίσεώς της συναντά ανυπέρβλητα εμπόδια στην πορεία της προς την τελείωσί της.
Στους τρίτους Αγώνες, τα Πύθια ο ίδιος ο θεός Απόλλων διεξάγει ολοκληρωτικό και νικηφόρο αγώνα κατά της Δράκαινας των Δελφών.
Η ψυχή εξαγνισμένη και ισχυρή, προετοιμασμένη, θα συμμετάσχη στους Ολυμπιακούς.
Όταν η ψυχή φωτισθή σταθερά από το υπέρτατο σύμβολο του ορατού κόσμου, τον ήλιο, ετοιμάζεται να βγή από την ακινησία της και ν' αρχίση τήν, προς τα άνω, πορεία της.
Η αφή της φλόγας της Ολυμπιακής δάδας είναι το σύμβολο της ενάρξεως των Ολυμπιακών Αγώνων. Εάν δεν ανάψη η φλόγα, η έναρξις αναβάλλεται η ακόμη και ματαιούται. Γιατί δίδεται τόσο μεγάλη σημασία σ' αυτή την συμβολική πράξι, πού τελείται στό Ιερόν Πέδον της Ολυμπίας προ της ενάρξεως των Αγώνων;
Τo άναμμα της φλόγας είναι η σύνδεσις του ορατού κόσμου με τον αόρατον.
Είναι ο φωτισμός των ψυχών των αθλητών, οι οποίοι προσλαμβάνουν το άσβεστον πύρ των αοράτων πεδίων με τον συμβολισμόν του ανάμματος της δάδας. Οι αθληταί τότε μετουσιώνονται απο σκοτεινές και πλανώμενες σκιές χωρίς γνώσιν του προορισμού των, σε όντα φωτισμένα με επίγνωσιν της αιωνιότητος της υπάρξεώς των.
Ο συμβολισμός όμως αυτός δεν θα ήταν αρκετός γιά να πραγματοποιήση την σύνδεσιν θνητών αθλητών / αθανάτων θεών. Σύμφωνα με το Ολυμπιακό Ιδεώδες οι αθληταί είναι το απαύγασμα των θνητών, οι οποίοι έχουν προετοιμαστεί, όχι μόνο σωματικώς, αλλά και κυρίως ψυχικώς για το Μεγάλο Άλμα, που θα τις εκτινάξη απο την θνητότητα στην αθανασία.
Σε Τι συνίσταται η προετοιμασία; στην αναγνώριση της Ηλιακής προελεύσεως της ψυχής, όπως με τόση βεβαιότητα και σαφήνεια αναπτύσσει την ηλιακή μας προέλευση ο Πλάτων εις τό τέλος του διαλόγου του "Τίμαιος".
Εξ άλλου εάν δεν υπήρχε η εκ προοιμίου γνώσις του Ιερατείου του Ηλιοκεντρισμού, η προετοιμασία δεν θα είχε αποτέλεσμα. Διότι η φλόγα της Ολυμπίας είναι η ορατή έκφρασις της πύρινης μάζας του σταθερού Ηλίου, όπως επισημαίνει η Ηλιοκεντρική φυσική πραγματικότης.
Όσο η ψυχή έχει την πεποίθηση ότι είναι περιωρισμένη στον στενό κύκλο του ενος βίου επάνω στην γη, έχει την ματαιότητα της ζωής χαραγμένη στην συνείδησή της και το χέρι του θανάτου καρφωμένο στα σπλάχνα της.
Η ψυχή χρειάζεται ένα διαχρονικο πρότυπο για να καταλάβη την σύνδεση της με την ιερή φλόγα και να αφομοιώση την έννοια της αθανασίας.
Πρέπει με τα φυσικά του μάτια ο αθλητής να δή την φλόγα.
Αυτό μόνο με ένα ορατο, ζωντανό πρότυπο μπορεί να του το προσφέρη.
Η αντικειμενική, ορατή πραγματικότης βρίσκεται στον Ηλιοκεντρισμό.
Ήταν ο Ηλιοκεντρισμός γνωστός στην αρχαιότητα; Μάλιστα, διότι η Θόλος της Επιδαύρου έχει αποτυπωμένο στο δάπεδο το Ηλιοκεντρικό Σύστημα. Συνεπώς το Ιερατείο ήτο γνώστης της Ηλιοκεντρικής Ιδέας από αναρίθμητους αιώνες προ της ανεγέρσεως της Θόλου. Και το σημαντικώτερο ο Ηλιοκεντρισμός έρχεται από τον Ιερό χώρο της ιάσεως των ψυχών και των σωμάτων. Είναι συνεπώς αναγκαία η σταθερή σύνδεσις της Ολυμπιακής φλόγας με την σταθερότητα της φλόγας του Ηλίου.
Η Επίδαυρος, με το σύμβολο του Ηλίου στο δάπεδο της Θόλου και τους ανά τετραετία Αγώνες των Ασκληπείων, συνδέει την δάδα της Ολυμπίας με την έννοια της αθανασίας της ψυχής. Εάν δεν υπάρξη σταθερό φώς στην ψυχή ο αθλητής δεν θα συλλάβη την σημασία του ανάμματος της φλόγας της Ολυμπίας.
Ο σταθερός ψυχικός φωτισμός απαιτεί ένα ορατό πρότυπο για να λειτουργήση όμοια με αυτό. Μοναδικό πρότυπο είναι η αναγνώριση της Ηλιοκεντρικής Ιδέας.
Η Επίδαυρος είναι ο πρώτος σταθμός από τον οποίον θα κάνη την εκκίνηση της η ψυχή. Πρώτα θα την θεραπεύση σωματικώς, ψυχικώς και νοητικώς ο Ασκληπιός, υιός του Απόλλωνος, και μετά θα γίνη η έναρξις των Άλλων Αγώνων με κατάληξη τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Ο Ιερός Κότινος των Ολυμπιακών αγώνων είναι ένας κύκλος / στέφανος από κλαδί ελαίας της Ιεράς Άλτιος, η οποία ευρίσκεται πίσω απο τόν Ναό του Ολυμπίου Διός. Το ιερό δένδρο προήλθε από την Ακρόπολη των Αθηνών. Ο στέφανος συμβολίζει τον Ζωδιακό Κύκλο και το κλαδί της ελαίας, δένδρο αειθαλές, την αιωνιότητα της αθανασίας.
Ο αθλητής που έχει "νού υγιή εν σώματι υγιεί" ανάβει την φλόγα της αθανασίας στην ψυχή του, όταν αθλούμενος άριστος μεταξύ αρίστων επιδιώκει να φθάση στο ακίνητο κέντρο του Αιωνίου Φωτός. Ο Κότινος των Ολυμπιακών Αγώνων συμβολίζει το στεφάνι του Ζωδιακού Κύκλου. Η στεφανωμένη κεφαλή του αθλητού με τον Ιερό Κότινο είναι η εικόνα του Ζωδιακού Κύκλου, που έχει στο κέντρο της τον ήλιο / Νού.
Η στεφανωμένη κεφαλή του αθλητού
είναι ο Κεντρικός ήλιος της Ψυχής,
η Ηλιοκεντρική Ιδέα στην απόλυτο έκφρασί της.
Αγών σημαίνει κάθε σπουδαία ή επικίνδυνη προσπάθεια. Η εσωτερική δυναμική της λέξεως όμως σημαίνει άγω άνω...
Οι Αρχαίοι Αθλητικοί Αγώνες και όχι τα αθλητικά παιχνίδια (Olympic Games) άγουν άνω τoν αθλητή, διότι αναφέρονται όχι στά σώματα, αλλά στην ψυχή του. Γιά να οδηγηθεί άνω η ψυχή απαιτούνται προϋποθέσεις σταθερού φωτισμού και συνεχούς υπερβάσεως των προσπαθειών της. Ο αθλητής δέν αμιλλάται τους άλλους. Η άμιλλα έχει στόχο τον χθεσινό του εαυτό.
Οι κορυφές του Ολύμπου χάνονται στoν άπειρο αιθέρα των ουρανών.
Οι πρόποδες είναι εκείνοι που στηρίζουν τo Ιερό Βουνό.
Νέμεα, Ίσθμια και Πύθια σχηματίζουν με τα Ολύμπια τo Τετρακτυϊκό Οικοδόμημα.
Οι άλλοι Αγώνες, πανίεροι και ευλαβικοί, είναι οι πρόποδες επί των οποίων στηρίζεται η Ουσία της Αθανασίας. Ο αθλητής των Ολυμπιακών Αγώνων δεν εμφανίζεται ξαφνικά στο προσκήνιο των Αγώνων χωρίς να έχη ήδη αποδείξη την σταθερή του προσήλωση στα ιδεώδη της Ελληνικής Φυλής και στις ηθικές μας αξίες. Προηγούνται οι Άλλοι Αγώνες, οι οποίοι διαπλάθουν τον αθλητή, ο οποίος κάποτε θα καταλήξη εις τους Ολυμπιακούς.
Πανελλήνιες νεκρικές γιορτές παιδιών ήσαν τα Νέμεα και τα Ίσθμια. Αθέατος πρωταγωνιστής το Ιερο Παιδί είναι η νέα ψυχή, που στα αρχικά στάδια της αφυπνίσεώς της συναντά ανυπέρβλητα εμπόδια στην πορεία της προς την τελείωσί της.
Στους τρίτους Αγώνες, τα Πύθια ο ίδιος ο θεός Απόλλων διεξάγει ολοκληρωτικό και νικηφόρο αγώνα κατά της Δράκαινας των Δελφών.
Η ψυχή εξαγνισμένη και ισχυρή, προετοιμασμένη, θα συμμετάσχη στους Ολυμπιακούς.
Όταν η ψυχή φωτισθή σταθερά από το υπέρτατο σύμβολο του ορατού κόσμου, τον ήλιο, ετοιμάζεται να βγή από την ακινησία της και ν' αρχίση τήν, προς τα άνω, πορεία της. Η αφή της φλόγας της Ολυμπιακής δάδας είναι το σύμβολο της ενάρξεως των Ολυμπιακών Αγώνων. Εάν δεν ανάψη η φλόγα, η έναρξις αναβάλλεται η ακόμη και ματαιούται. Γιατί δίδεται τόσο μεγάλη σημασία σ' αυτή την συμβολική πράξι, πού τελείται στό Ιερόν Πέδον της Ολυμπίας προ της ενάρξεως των Αγώνων;
Τo άναμμα της φλόγας είναι η σύνδεσις του ορατού κόσμου με τον αόρατον.
Είναι ο φωτισμός των ψυχών των αθλητών, οι οποίοι προσλαμβάνουν το άσβεστον πύρ των αοράτων πεδίων με τον συμβολισμόν του ανάμματος της δάδας. Οι αθληταί τότε μετουσιώνονται απο σκοτεινές και πλανώμενες σκιές χωρίς γνώσιν του προορισμού των, σε όντα φωτισμένα με επίγνωσιν της αιωνιότητος της υπάρξεώς των.
Ο συμβολισμός όμως αυτός δεν θα ήταν αρκετός γιά να πραγματοποιήση την σύνδεσιν θνητών αθλητών / αθανάτων θεών. Σύμφωνα με το Ολυμπιακό Ιδεώδες οι αθληταί είναι το απαύγασμα των θνητών, οι οποίοι έχουν προετοιμαστεί, όχι μόνο σωματικώς, αλλά και κυρίως ψυχικώς για το Μεγάλο Άλμα, που θα τις εκτινάξη απο την θνητότητα στην αθανασία.
Σε Τι συνίσταται η προετοιμασία; στην αναγνώριση της Ηλιακής προελεύσεως της ψυχής, όπως με τόση βεβαιότητα και σαφήνεια αναπτύσσει την ηλιακή μας προέλευση ο Πλάτων εις τό τέλος του διαλόγου του "Τίμαιος".
Εξ άλλου εάν δεν υπήρχε η εκ προοιμίου γνώσις του Ιερατείου του Ηλιοκεντρισμού, η προετοιμασία δεν θα είχε αποτέλεσμα. Διότι η φλόγα της Ολυμπίας είναι η ορατή έκφρασις της πύρινης μάζας του σταθερού Ηλίου, όπως επισημαίνει η Ηλιοκεντρική φυσική πραγματικότης.
Όσο η ψυχή έχει την πεποίθηση ότι είναι περιωρισμένη στον στενό κύκλο του ενος βίου επάνω στην γη, έχει την ματαιότητα της ζωής χαραγμένη στην συνείδησή της και το χέρι του θανάτου καρφωμένο στα σπλάχνα της.
Η ψυχή χρειάζεται ένα διαχρονικο πρότυπο για να καταλάβη την σύνδεση της με την ιερή φλόγα και να αφομοιώση την έννοια της αθανασίας.
Πρέπει με τα φυσικά του μάτια ο αθλητής να δή την φλόγα.
Αυτό μόνο με ένα ορατο, ζωντανό πρότυπο μπορεί να του το προσφέρη.
Η αντικειμενική, ορατή πραγματικότης βρίσκεται στον Ηλιοκεντρισμό.
Ήταν ο Ηλιοκεντρισμός γνωστός στην αρχαιότητα; Μάλιστα, διότι η Θόλος της Επιδαύρου έχει αποτυπωμένο στο δάπεδο το Ηλιοκεντρικό Σύστημα. Συνεπώς το Ιερατείο ήτο γνώστης της Ηλιοκεντρικής Ιδέας από αναρίθμητους αιώνες προ της ανεγέρσεως της Θόλου. Και το σημαντικώτερο ο Ηλιοκεντρισμός έρχεται από τον Ιερό χώρο της ιάσεως των ψυχών και των σωμάτων. Είναι συνεπώς αναγκαία η σταθερή σύνδεσις της Ολυμπιακής φλόγας με την σταθερότητα της φλόγας του Ηλίου.
Η Επίδαυρος, με το σύμβολο του Ηλίου στο δάπεδο της Θόλου και τους ανά τετραετία Αγώνες των Ασκληπείων, συνδέει την δάδα της Ολυμπίας με την έννοια της αθανασίας της ψυχής. Εάν δεν υπάρξη σταθερό φώς στην ψυχή ο αθλητής δεν θα συλλάβη την σημασία του ανάμματος της φλόγας της Ολυμπίας.
Ο σταθερός ψυχικός φωτισμός απαιτεί ένα ορατό πρότυπο για να λειτουργήση όμοια με αυτό. Μοναδικό πρότυπο είναι η αναγνώριση της Ηλιοκεντρικής Ιδέας.
Η Επίδαυρος είναι ο πρώτος σταθμός από τον οποίον θα κάνη την εκκίνηση της η ψυχή. Πρώτα θα την θεραπεύση σωματικώς, ψυχικώς και νοητικώς ο Ασκληπιός, υιός του Απόλλωνος, και μετά θα γίνη η έναρξις των Άλλων Αγώνων με κατάληξη τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Ο Ιερός Κότινος των Ολυμπιακών αγώνων είναι ένας κύκλος / στέφανος από κλαδί ελαίας της Ιεράς Άλτιος, η οποία ευρίσκεται πίσω απο τόν Ναό του Ολυμπίου Διός. Το ιερό δένδρο προήλθε από την Ακρόπολη των Αθηνών. Ο στέφανος συμβολίζει τον Ζωδιακό Κύκλο και το κλαδί της ελαίας, δένδρο αειθαλές, την αιωνιότητα της αθανασίας.
Ο αθλητής που έχει "νού υγιή εν σώματι υγιεί" ανάβει την φλόγα της αθανασίας στην ψυχή του, όταν αθλούμενος άριστος μεταξύ αρίστων επιδιώκει να φθάση στο ακίνητο κέντρο του Αιωνίου Φωτός. Ο Κότινος των Ολυμπιακών Αγώνων συμβολίζει το στεφάνι του Ζωδιακού Κύκλου. Η στεφανωμένη κεφαλή του αθλητού με τον Ιερό Κότινο είναι η εικόνα του Ζωδιακού Κύκλου, που έχει στο κέντρο της τον ήλιο / Νού.
Η στεφανωμένη κεφαλή του αθλητού
είναι ο Κεντρικός ήλιος της Ψυχής,
η Ηλιοκεντρική Ιδέα στην απόλυτο έκφρασί της.
Η Μόνη Πραγματική Επίτευξη: Μια Μυστικιστική Εξερεύνηση του Είναι Πέρα από τον Χρόνο
Στην απεραντοσύνη της ανθρώπινης λαχτάρας, όπου οι επιθυμίες τρεμοπαίζουν σαν αστέρια σε έναν ανήσυχο ουρανό, υπάρχει μια μοναδική αλήθεια που υπερβαίνει κάθε προσπάθεια, κάθε γίγνεσθαι, κάθε κίνηση. Είναι η αλήθεια του «Είναι»—μια κατάσταση τόσο καθαρή, τόσο απόλυτη, που υπάρχει πέρα από την εμβέλεια του χρόνου, ανέγγιχτη από τον αδιάκοπο χορό του ερχομού και της φυγής. Αυτό, διακηρύσσουν οι μυστικιστές, είναι η Μόνη Πραγματική Επίτευξη: να αναπαυθείς στο αιώνιο τώρα, όπου η ψυχή γνωρίζει τον εαυτό της ως άπειρο, αδέσμευτο και ολόκληρο.
Η Ψευδαίσθηση του Χρόνου
Για τον συνηθισμένο νου, ο χρόνος είναι ένα ποτάμι—ένα αδυσώπητο ρεύμα που μας παρασύρει από τη γέννηση στον θάνατο, από στιγμή σε στιγμή, μέσα από χαρές και λύπες, κέρδη και απώλειες. Μετράμε τη ζωή μας με τη ροή του, σημειώνοντας τα χρόνια, τις μέρες, τα φευγαλέα δευτερόλεπτα, σαν να καθορίζουν ποιοι είμαστε. Ωστόσο, ο μυστικιστής διακρίνει πέρα από αυτό το πέπλο. Ο χρόνος, ψιθυρίζουν, δεν είναι παρά μια σκιά που ρίχνεται από το φως της αιωνιότητας—ένα είδωλο που τρεμοπαίζει στην έρημο της άγνοιάς μας.
Τι σημαίνει να "έρθεις" ή να "φύγεις" αν όλα όσα υπάρχουν είναι το «τώρα»; Το παρελθόν είναι μια ανάμνηση, μια ιστορία που λέμε στον εαυτό μας, και το μέλλον ένα όνειρο που δεν έχει ακόμη σχηματιστεί. Κανένα από τα δύο δεν έχει υπόσταση πέρα από την προσκόλληση του νου. Το να βγεις έξω από τον χρόνο δεν είναι να τον αποφύγεις, αλλά να δεις τι πραγματικά είναι: μια φευγαλέα ψευδαίσθηση που διαλύεται στην παρουσία της καθαρής επίγνωσης. Η Μόνη Πραγματική Επίτευξη δεν βρίσκεται στο να φτάσεις σε μια μακρινή ακτή, αλλά στο να ξυπνήσεις στον ακύμαντο ωκεανό που πάντα υπήρχε.
Το Αιώνιο Τώρα
Φαντάσου μια στιγμή—οποιαδήποτε στιγμή—γυμνή από το πριν και το μετά της. Μια ανάσα κρατημένη στην ακινησία, ένας χτύπος της καρδιάς σε αναστολή, ένα βλέμμα που διαπερνά τα στρώματα της σκέψης μέχρι τη σιωπή από κάτω. Αυτό είναι το αιώνιο τώρα, το άχρονο έδαφος του Είναι. Δεν είναι ένα μέρος που φτάνεις, γιατί είναι ήδη εδώ. Δεν είναι μια κατάσταση που κατακτάς, γιατί είναι αυτό που είσαι όταν κάθε προσπάθεια εξαφανίζεται.
Οι μυστικιστές κάθε παράδοσης έχουν δείξει αυτή την αλήθεια. Στην Ανατολή, οι σοφοί της Αντβάιτα Βεδάντα το αποκαλούν «Σατ-Τσιτ-Ανάντα»—ύπαρξη, συνείδηση, ευδαιμονία—μια αδιάσπαστη πραγματικότητα που υποβαστάζει όλες τις εμφανίσεις. Στη Δύση, οι χριστιανοί μυστικιστές μιλούν για το "Εγώ Ειμί," την θεία παρουσία που κατοικεί μέσα μας, αιώνια και αμετάβλητη. Οι Σούφι στροβιλίζονται στην έκσταση του «φανά», την εξαφάνιση του εαυτού στον Αγαπημένο, όπου ο χρόνος διαλύεται στην απεριόριστη αγκαλιά του Ενός. Μέσα από πολιτισμούς και αιώνες, το μήνυμα αντηχεί: το να «Είσαι» είναι να γνωρίσεις το Πραγματικό.
Το Εμπόδιο του Γίγνεσθαι
Κι όμως, πόσο φευγαλέα φαίνεται αυτή η επίτευξη! Ο νους, προσαρμοσμένος στον χρόνο, προσκολλάται στην έννοια του γίγνεσθαι. "Θα είμαι ευτυχισμένος όταν," δηλώνει. "Θα είμαι ολόκληρος αν." Κυνηγάει σκιές—πλούτο, αγάπη, σοφία, φώτιση—σαν να μπορεί το Πραγματικό να βρεθεί σε κάποιο μακρινό αύριο. Ακόμα και ο πνευματικός αναζητητής πέφτει σε αυτή την παγίδα, φανταζόμενος ότι χρόνια διαλογισμού, προσευχής ή μετάνοιας θα τον οδηγήσουν στις πύλες της αιωνιότητας.
Αλλά ο μυστικιστής γελά απαλά με αυτή την ανοησία. "Είσαι ήδη αυτό που ψάχνεις," λένε. "Το μαργαριτάρι δεν βρίσκεται στο στρείδι, αλλά στην παλάμη του χεριού σου—αν μόνο το άνοιγες." Το γίγνεσθαι είναι η ψευδαίσθηση· το Είναι είναι η αλήθεια. Το να βγεις έξω από τον χρόνο είναι να σταματήσεις το ατελείωτο ταξίδι και να αναγνωρίσεις ότι ποτέ δεν υπήρχε πουθενά να πας.
Η Διάλυση του Εαυτού
Στην καρδιά αυτής της επίτευξης βρίσκεται ένα παράδοξο: για να «Είσαι» πλήρως, πρέπει να αφήσεις τον "εγώ" που ισχυρίζεται ότι είναι. Ο εαυτός—το σύνολο των αναμνήσεων, των φόβων και των επιθυμιών—είναι ο φακός μέσω του οποίου ο χρόνος παραμορφώνει το αιώνιο. Είναι η φωνή που λέει, "Ήμουν," "Θα είμαι," δένοντάς μας στον τροχό του παρελθόντος και του μέλλοντος. Το να αναπαυθείς στο Είναι είναι να διαλύσεις αυτόν τον εαυτό, όχι με βία αλλά με παράδοση, σαν μια σταγόνα που ενώνεται με τον ωκεανό.
Σε αυτή τη διάλυση, δεν υπάρχει απώλεια, μόνο απελευθέρωση. Ο μυστικιστής δεν θρηνεί για την εξαφάνιση του εγώ, αλλά χαίρεται για την απεραντοσύνη που απομένει. Χωρίς ερχομό, χωρίς φυγή, υπάρχει μόνο η απέραντη έκταση της παρουσίας—αγέννητη, αθάνατη, λαμπερή με το φως της δικής της φύσης. Αυτή είναι η Μόνη Πραγματική Επίτευξη: όχι μια κατοχή, όχι ένα βραβείο, αλλά η αναγνώριση αυτού που πάντα υπήρχε.
Η Μυστικιστική Οδός προς το Είναι
Πώς, λοιπόν, ξυπνά κανείς σε αυτή την άχρονη αλήθεια; Ο δρόμος δεν είναι δρόμος, γιατί δεν οδηγεί μπροστά αλλά μέσα. Ωστόσο, οι παραδόσεις προσφέρουν οδοδείκτες, φωτεινά νήματα για να οδηγήσουν την ψυχή σπίτι. Ο διαλογισμός ηρεμεί τον νου, απομακρύνοντας τα στρώματα της σκέψης μέχρι να λάμψει η σιωπή του Είναι. Η στοχαστικότητα διαπερνά την ψευδαίσθηση, ρωτώντας, "Ποιος είμαι πέρα από όνομα και μορφή;" Η αφοσίωση λιώνει την καρδιά, διαλύοντας τον εαυτό στην αγάπη για το θείο. Και η χάρη—αόρατη, ακατάκτητη—ψιθυρίζει την τελευταία λέξη, σηκώνοντας το πέπλο όταν ο αναζητητής το περιμένει λιγότερο.
Ο μυστικιστής δεν απαιτεί προσπάθεια αλλά προσοχή. "Μείνε ακίνητος," λέει ο Ψαλμωδός, "και γνώρισε." Παρακολούθησε την ανάσα, διδάσκει ο Σούφι, γιατί στον ρυθμό της βρίσκεται ο παλμός της αιωνιότητας. Αναπαύσου στην επίγνωση, συμβουλεύει ο δάσκαλος του Ζεν, γιατί είναι ο καθρέφτης που αντανακλά το Πραγματικό. Κάθε διδασκαλία, μια διαφορετική νότα στο ίδιο τραγούδι: το τραγούδι του Είναι, που τραγουδιέται έξω από τον χρόνο.
Η Έκσταση της Επίτευξης
Το να κατοικείς στο Είναι είναι να γευτείς μια χαρά που δεν μπορούν να συλλάβουν τα λόγια—μια ειρήνη που υπερβαίνει την κατανόηση, μια αγάπη που δεν γνωρίζει αντίθετο. Είναι η έκσταση του αιώνιου, όπου κάθε στιγμή πάλλεται με την πληρότητα της ύπαρξης. Ο μυστικιστής δεν αποφεύγει τον κόσμο, αλλά τον βλέπει εκ νέου: κάθε φύλλο, κάθε αστέρι, κάθε πρόσωπο είναι μια αντανάκλαση του Ενός, που τρεμοπαίζει στο άχρονο τώρα.
Αυτό δεν είναι απόσυρση από τη ζωή, αλλά εμβάθυνση σε αυτήν. Το καθημερινό γίνεται ιερό, το φευγαλέο αιώνιο, γιατί όλα κρατιούνται μέσα στην απεραντοσύνη του Είναι. Δεν υπάρχει ερχομός, ούτε φυγή—μόνο ο χορός του απείρου, που ξετυλίγεται σε τέλεια ακινησία.
Η Μόνη Πραγματική Επίτευξη
Στο τέλος, η Μόνη Πραγματική Επίτευξη δεν είναι κάτι που κερδίζεται, αλλά κάτι που θυμάσαι. Είναι η επιστροφή της ψυχής στη δική της φύση, το ξύπνημα του ονειρευτή στην ονειρόμορφη αλήθεια. Πέρα από τον χρόνο, πέρα από την προσπάθεια, πέρα από τον εαυτό, υπάρχει μόνο το «Είναι»—καθαρό, λαμπερό και ελεύθερο.
Σταμάτα, λοιπόν, αγαπημένε, και άκου. Κάτω από τον θόρυβο του κόσμου, κάτω από το τικ-τακ του ρολογιού, υπάρχει μια σιωπή που σε καλεί. Δεν είναι μακριά, δεν είναι ξεχωριστή, δεν είναι άλλη. Είναι εσύ—η ουσία σου, η αλήθεια σου, η αιωνιότητά σου. Βγες έξω από τον χρόνο, έστω για μια στιγμή, και γνώρισε: αυτή είναι η Μόνη Πραγματική Επίτευξη, και είναι ήδη δική σου.
Η Ψευδαίσθηση του Χρόνου
Για τον συνηθισμένο νου, ο χρόνος είναι ένα ποτάμι—ένα αδυσώπητο ρεύμα που μας παρασύρει από τη γέννηση στον θάνατο, από στιγμή σε στιγμή, μέσα από χαρές και λύπες, κέρδη και απώλειες. Μετράμε τη ζωή μας με τη ροή του, σημειώνοντας τα χρόνια, τις μέρες, τα φευγαλέα δευτερόλεπτα, σαν να καθορίζουν ποιοι είμαστε. Ωστόσο, ο μυστικιστής διακρίνει πέρα από αυτό το πέπλο. Ο χρόνος, ψιθυρίζουν, δεν είναι παρά μια σκιά που ρίχνεται από το φως της αιωνιότητας—ένα είδωλο που τρεμοπαίζει στην έρημο της άγνοιάς μας.
Τι σημαίνει να "έρθεις" ή να "φύγεις" αν όλα όσα υπάρχουν είναι το «τώρα»; Το παρελθόν είναι μια ανάμνηση, μια ιστορία που λέμε στον εαυτό μας, και το μέλλον ένα όνειρο που δεν έχει ακόμη σχηματιστεί. Κανένα από τα δύο δεν έχει υπόσταση πέρα από την προσκόλληση του νου. Το να βγεις έξω από τον χρόνο δεν είναι να τον αποφύγεις, αλλά να δεις τι πραγματικά είναι: μια φευγαλέα ψευδαίσθηση που διαλύεται στην παρουσία της καθαρής επίγνωσης. Η Μόνη Πραγματική Επίτευξη δεν βρίσκεται στο να φτάσεις σε μια μακρινή ακτή, αλλά στο να ξυπνήσεις στον ακύμαντο ωκεανό που πάντα υπήρχε.
Το Αιώνιο Τώρα
Φαντάσου μια στιγμή—οποιαδήποτε στιγμή—γυμνή από το πριν και το μετά της. Μια ανάσα κρατημένη στην ακινησία, ένας χτύπος της καρδιάς σε αναστολή, ένα βλέμμα που διαπερνά τα στρώματα της σκέψης μέχρι τη σιωπή από κάτω. Αυτό είναι το αιώνιο τώρα, το άχρονο έδαφος του Είναι. Δεν είναι ένα μέρος που φτάνεις, γιατί είναι ήδη εδώ. Δεν είναι μια κατάσταση που κατακτάς, γιατί είναι αυτό που είσαι όταν κάθε προσπάθεια εξαφανίζεται.
Οι μυστικιστές κάθε παράδοσης έχουν δείξει αυτή την αλήθεια. Στην Ανατολή, οι σοφοί της Αντβάιτα Βεδάντα το αποκαλούν «Σατ-Τσιτ-Ανάντα»—ύπαρξη, συνείδηση, ευδαιμονία—μια αδιάσπαστη πραγματικότητα που υποβαστάζει όλες τις εμφανίσεις. Στη Δύση, οι χριστιανοί μυστικιστές μιλούν για το "Εγώ Ειμί," την θεία παρουσία που κατοικεί μέσα μας, αιώνια και αμετάβλητη. Οι Σούφι στροβιλίζονται στην έκσταση του «φανά», την εξαφάνιση του εαυτού στον Αγαπημένο, όπου ο χρόνος διαλύεται στην απεριόριστη αγκαλιά του Ενός. Μέσα από πολιτισμούς και αιώνες, το μήνυμα αντηχεί: το να «Είσαι» είναι να γνωρίσεις το Πραγματικό.
Το Εμπόδιο του Γίγνεσθαι
Κι όμως, πόσο φευγαλέα φαίνεται αυτή η επίτευξη! Ο νους, προσαρμοσμένος στον χρόνο, προσκολλάται στην έννοια του γίγνεσθαι. "Θα είμαι ευτυχισμένος όταν," δηλώνει. "Θα είμαι ολόκληρος αν." Κυνηγάει σκιές—πλούτο, αγάπη, σοφία, φώτιση—σαν να μπορεί το Πραγματικό να βρεθεί σε κάποιο μακρινό αύριο. Ακόμα και ο πνευματικός αναζητητής πέφτει σε αυτή την παγίδα, φανταζόμενος ότι χρόνια διαλογισμού, προσευχής ή μετάνοιας θα τον οδηγήσουν στις πύλες της αιωνιότητας.
Αλλά ο μυστικιστής γελά απαλά με αυτή την ανοησία. "Είσαι ήδη αυτό που ψάχνεις," λένε. "Το μαργαριτάρι δεν βρίσκεται στο στρείδι, αλλά στην παλάμη του χεριού σου—αν μόνο το άνοιγες." Το γίγνεσθαι είναι η ψευδαίσθηση· το Είναι είναι η αλήθεια. Το να βγεις έξω από τον χρόνο είναι να σταματήσεις το ατελείωτο ταξίδι και να αναγνωρίσεις ότι ποτέ δεν υπήρχε πουθενά να πας.
Η Διάλυση του Εαυτού
Στην καρδιά αυτής της επίτευξης βρίσκεται ένα παράδοξο: για να «Είσαι» πλήρως, πρέπει να αφήσεις τον "εγώ" που ισχυρίζεται ότι είναι. Ο εαυτός—το σύνολο των αναμνήσεων, των φόβων και των επιθυμιών—είναι ο φακός μέσω του οποίου ο χρόνος παραμορφώνει το αιώνιο. Είναι η φωνή που λέει, "Ήμουν," "Θα είμαι," δένοντάς μας στον τροχό του παρελθόντος και του μέλλοντος. Το να αναπαυθείς στο Είναι είναι να διαλύσεις αυτόν τον εαυτό, όχι με βία αλλά με παράδοση, σαν μια σταγόνα που ενώνεται με τον ωκεανό.
Σε αυτή τη διάλυση, δεν υπάρχει απώλεια, μόνο απελευθέρωση. Ο μυστικιστής δεν θρηνεί για την εξαφάνιση του εγώ, αλλά χαίρεται για την απεραντοσύνη που απομένει. Χωρίς ερχομό, χωρίς φυγή, υπάρχει μόνο η απέραντη έκταση της παρουσίας—αγέννητη, αθάνατη, λαμπερή με το φως της δικής της φύσης. Αυτή είναι η Μόνη Πραγματική Επίτευξη: όχι μια κατοχή, όχι ένα βραβείο, αλλά η αναγνώριση αυτού που πάντα υπήρχε.
Η Μυστικιστική Οδός προς το Είναι
Πώς, λοιπόν, ξυπνά κανείς σε αυτή την άχρονη αλήθεια; Ο δρόμος δεν είναι δρόμος, γιατί δεν οδηγεί μπροστά αλλά μέσα. Ωστόσο, οι παραδόσεις προσφέρουν οδοδείκτες, φωτεινά νήματα για να οδηγήσουν την ψυχή σπίτι. Ο διαλογισμός ηρεμεί τον νου, απομακρύνοντας τα στρώματα της σκέψης μέχρι να λάμψει η σιωπή του Είναι. Η στοχαστικότητα διαπερνά την ψευδαίσθηση, ρωτώντας, "Ποιος είμαι πέρα από όνομα και μορφή;" Η αφοσίωση λιώνει την καρδιά, διαλύοντας τον εαυτό στην αγάπη για το θείο. Και η χάρη—αόρατη, ακατάκτητη—ψιθυρίζει την τελευταία λέξη, σηκώνοντας το πέπλο όταν ο αναζητητής το περιμένει λιγότερο.
Ο μυστικιστής δεν απαιτεί προσπάθεια αλλά προσοχή. "Μείνε ακίνητος," λέει ο Ψαλμωδός, "και γνώρισε." Παρακολούθησε την ανάσα, διδάσκει ο Σούφι, γιατί στον ρυθμό της βρίσκεται ο παλμός της αιωνιότητας. Αναπαύσου στην επίγνωση, συμβουλεύει ο δάσκαλος του Ζεν, γιατί είναι ο καθρέφτης που αντανακλά το Πραγματικό. Κάθε διδασκαλία, μια διαφορετική νότα στο ίδιο τραγούδι: το τραγούδι του Είναι, που τραγουδιέται έξω από τον χρόνο.
Η Έκσταση της Επίτευξης
Το να κατοικείς στο Είναι είναι να γευτείς μια χαρά που δεν μπορούν να συλλάβουν τα λόγια—μια ειρήνη που υπερβαίνει την κατανόηση, μια αγάπη που δεν γνωρίζει αντίθετο. Είναι η έκσταση του αιώνιου, όπου κάθε στιγμή πάλλεται με την πληρότητα της ύπαρξης. Ο μυστικιστής δεν αποφεύγει τον κόσμο, αλλά τον βλέπει εκ νέου: κάθε φύλλο, κάθε αστέρι, κάθε πρόσωπο είναι μια αντανάκλαση του Ενός, που τρεμοπαίζει στο άχρονο τώρα.
Αυτό δεν είναι απόσυρση από τη ζωή, αλλά εμβάθυνση σε αυτήν. Το καθημερινό γίνεται ιερό, το φευγαλέο αιώνιο, γιατί όλα κρατιούνται μέσα στην απεραντοσύνη του Είναι. Δεν υπάρχει ερχομός, ούτε φυγή—μόνο ο χορός του απείρου, που ξετυλίγεται σε τέλεια ακινησία.
Η Μόνη Πραγματική Επίτευξη
Στο τέλος, η Μόνη Πραγματική Επίτευξη δεν είναι κάτι που κερδίζεται, αλλά κάτι που θυμάσαι. Είναι η επιστροφή της ψυχής στη δική της φύση, το ξύπνημα του ονειρευτή στην ονειρόμορφη αλήθεια. Πέρα από τον χρόνο, πέρα από την προσπάθεια, πέρα από τον εαυτό, υπάρχει μόνο το «Είναι»—καθαρό, λαμπερό και ελεύθερο.
Σταμάτα, λοιπόν, αγαπημένε, και άκου. Κάτω από τον θόρυβο του κόσμου, κάτω από το τικ-τακ του ρολογιού, υπάρχει μια σιωπή που σε καλεί. Δεν είναι μακριά, δεν είναι ξεχωριστή, δεν είναι άλλη. Είναι εσύ—η ουσία σου, η αλήθεια σου, η αιωνιότητά σου. Βγες έξω από τον χρόνο, έστω για μια στιγμή, και γνώρισε: αυτή είναι η Μόνη Πραγματική Επίτευξη, και είναι ήδη δική σου.
Η Μόνη Σωστή Πράξη: Ένα Μυστικιστικό Ταξίδι στην Καρδιά της Ύπαρξης
Στην απέραντη έκταση της ύπαρξης, όπου τα αστέρια ψιθυρίζουν μυστικά στο κενό και ο άνεμος μεταφέρει τα όνειρα ξεχασμένων ψυχών, κρύβεται μια αλήθεια τόσο απλή, μα τόσο βαθιά, που διαφεύγει από την αντίληψη του αναζητητικού νου. Το να ΖΕΙΣ, να ΒΛΕΠΕΙΣ, να ΡΕΕΙΣ με τη Στιγμή, μέσα στο σύμπαν των φαινομένων, χωρίς να στέκεσαι πουθενά, χωρίς να κρατιέσαι από τίποτα—αυτό, ψιθυρίζουν οι σοφοί, είναι η Μόνη Σωστή Πράξη. Δεν είναι δόγμα χαραγμένο σε πέτρα, ούτε εντολή καταγεγραμμένη στα χρονικά του χρόνου, αλλά ένα ζωντανό ρεύμα, ένας χορός του απείρου που μας καλεί να διαλυθούμε στον ρυθμό του.
Η Ψευδαίσθηση του Σταθερού Εδάφους
Ξεκινάμε το ταξίδι μας δεμένοι με την ψευδαίσθηση της σταθερότητας. Ο νους, ένας ανήσυχος αρχιτέκτονας, χτίζει πύργους βεβαιότητας—ταυτότητες, πεποιθήσεις, επιθυμίες—κάθε τούβλο τοποθετημένο με το κονίαμα του φόβου και της λαχτάρας. Στεκόμαστε πάνω σε αυτά τα οικοδομήματα, διακηρύσσοντας «Αυτό είμαι εγώ, αυτό είναι δικό μου», σαν να μπορούσε ποτέ η κινούμενη άμμος του κόσμου να διεκδικηθεί. Ωστόσο, οι μυστικιστές του παρελθόντος, εκείνοι που κοίταξαν πέρα από το πέπλο, διέκριναν αυτή τη μεγάλη απάτη. Κατάλαβαν ότι το να στέκεσαι οπουδήποτε σημαίνει να αντιστέκεσαι στο ρεύμα του αιώνιου, να προσκολλάσαι σε μια οφθαλμαπάτη που εξαφανίζεται τη στιγμή που την αγγίζεις.
Σκέψου το ποτάμι: δεν σταματά για να διεκδικήσει τις όχθες ως δικές του, ούτε θρηνεί για τις πέτρες που αφήνει πίσω. Ρέει, αδιάκοπα, παραδινόμενο στη δύναμη του αόρατου, γίνεται ένα με την απεραντοσύνη της θάλασσας. Έτσι κι εμείς πρέπει να απελευθερώσουμε το κράτημά μας από τις φευγαλέες μορφές του κόσμου—τα υπάρχοντά μας, τους τίτλους μας, τις ιστορίες μας—και να μπουμε στο ρεύμα της Στιγμής. Γιατί, κρατώντας, χτίζουμε τείχη ενάντια στο άπειρο· αφήνοντας, γινόμαστε το ίδιο το άπειρο.
Το Όραμα του Αόρατου
Το να ΒΛΕΠΕΙΣ δεν είναι απλώς να κοιτάς με τα μάτια, αλλά να διαπερνάς το πέπλο των εμφανίσεων με το βλέμμα της ψυχής. Το σύμπαν των φαινομένων χορεύει μπροστά μας—ένα καλειδοσκόπιο φωτός και σκιάς, γέννησης και φθοράς, χαράς και λύπης—μα κάτω από αυτό το παιχνίδι κρύβεται μια ησυχία που αψηφά όνομα και μορφή. Ο μυστικιστής δεν επιδιώκει να καταγράψει τα αστέρια ή να ξετυλίξει τα νήματα του χρόνου· επιζητά μόνο να αντικρίσει την ενότητα που αναπνέει μέσα σε όλα τα πράγματα.
Φαντάσου να στέκεσαι στην κορυφή ενός βουνού την αυγή, με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου να φωτίζουν τον ορίζοντα. Ο κόσμος κάτω σου ξετυλίγεται σε μια συμφωνία χρωμάτων και κίνησης, μα εκείνη τη ιερή στιγμή, δεν είσαι ξεχωριστός από αυτόν—είσαι το βουνό, το φως, η ανάσα του ανέμου. Αυτό είναι το όραμα της Μόνης Σωστής Πράξης: να βλέπεις όχι ως θεατής, αλλά ως συμμέτοχος στην αιώνια αποκάλυψη. Τα μάτια του σώματος μπορεί να αδυνατούν, αλλά το μάτι της καρδιάς βλέπει αυτό που παραμένει πέρα από το εφήμερο—μια παρουσία που δεν είναι ούτε εδώ ούτε εκεί, αλλά παντού, πάντα.
Η Ροή της Στιγμής
Το να ΡΕΕΙΣ με τη Στιγμή είναι να παραδίδεις την ψευδαίσθηση του ελέγχου, να απελευθερώνεις τα ηνία του εαυτού και να ακολουθείς τα ρεύματα του τώρα. Ο νους διαμαρτύρεται, απαιτώντας σχέδια και προβλέψεις, έναν χάρτη για να πλοηγηθεί στο άγνωστο. Ωστόσο, ο μυστικιστής γνωρίζει ότι δεν υπάρχει χάρτης για το άπειρο, ούτε πυξίδα για το απεριόριστο. Η Στιγμή δεν είναι προορισμός που πρέπει να φτάσεις, αλλά μια κατάσταση που πρέπει να κατοικήσεις—μια ζωντανή φλόγα που καταναλώνει ό,τι είναι παρελθόν και μέλλον, αφήνοντας μόνο το λαμπερό τώρα.
Φαντάσου ένα φύλλο πιασμένο στην αγκαλιά ενός ρυακιού. Δεν αντιστέκεται στις στροφές και τις καμπύλες, ούτε λαχταρά το κλαδί από το οποίο έπεσε. Χορεύει με το νερό, στριφογυρίζει σε δίνες, ξεκουράζεται σε ήρεμες λιμνούλες, παρασυρόμενο πάντα μπροστά από μια δύναμη που ούτε αμφισβητεί ούτε διοικεί. Έτσι κι εμείς πρέπει να γίνουμε σαν το φύλλο—ανάλαφροι, εμπιστευόμενοι, ζωντανοί στην κίνηση του κόσμου. Σε αυτή τη ροή, δεν υπάρχει προσπάθεια, ούτε αγώνας, μόνο η αβίαστη χάρη του να είσαι.
Το Σύμπαν των Φαινομένων
Το σύμπαν των φαινομένων είναι ένα μεγαλοπρεπές υφαντό, υφασμένο με νήματα θαυμασμού και μυστηρίου. Οι γαλαξίες στροβιλίζονται σε σιωπηλή λαμπρότητα, τα λουλούδια ανθίζουν και μαραίνονται σε μια μόνο ανάσα, οι ανθρώπινες καρδιές πάλλονται με τον πόνο της λαχτάρας και τον ενθουσιασμό της ανακάλυψης. Ωστόσο, αυτό το υφαντό δεν είναι η αλήθεια—είναι η σκιά της αλήθειας, μια φευγαλέα αντανάκλαση της αόρατης πηγής. Το να κατοικείς μόνο στα φαινόμενα είναι σαν να κυνηγάς ηχώ σε ένα φαράγγι, μπερδεύοντας τον ήχο με τη φωνή.
Ο μυστικιστής δεν απορρίπτει τον κόσμο της μορφής, αλλά ούτε και προσκολλάται σε αυτόν. Περπατά μέσα στην αγορά και το δάσος το ίδιο, γεύεται τη γλυκύτητα της ζωής, γνωρίζοντας ωστόσο ότι είναι μόνο ένας κυματισμός στην επιφάνεια του βαθύ. Η Μόνη Σωστή Πράξη είναι να κινείσαι μέσα σε αυτό το σύμπαν χωρίς προσκόλληση, να αγαπάς χωρίς να κατέχεις, να παρατηρείς χωρίς να κρίνεις. Με αυτόν τον τρόπο, τα φαινόμενα γίνονται καθρέφτης, αντανακλώντας το απεριόριστο μέσα μας, μέχρι που η γραμμή ανάμεσα στον εαυτό και τον άλλο, το μέσα και το έξω, διαλύεται στην ενότητα του όλου.
Η Απελευθέρωση της Μη Προσκόλλησης
Χωρίς να στέκεσαι πουθενά, χωρίς να κρατιέσαι από τίποτα—αυτό είναι η καρδιά του μυστικιστικού μονοπατιού. Δεν είναι κλήση για ασκητισμό ή άρνηση, αλλά για μια ριζοσπαστική ελευθερία που υπερβαίνει τις δυαδικότητες του κέρδους και της απώλειας. Το να μην στέκεσαι πουθενά είναι να είσαι παντού· το να μην κρατάς τίποτα είναι να αγκαλιάζεις τα πάντα. Το εγώ τρέμει μπροστά σε μια τέτοια προοπτική, φοβούμενο την εξαφάνιση, μα αυτό που πεθαίνει δεν είναι ο εαυτός, αλλά η ψευδαίσθηση της χωριστικότητας. Αυτό που μένει είναι η ίδια η ζωή—καθαρή, απελευθερωμένη, άπειρη.
Στις παραδόσεις της Ανατολής, ο σοφός Λάο Τσε μίλησε για το Τάο, τον δρόμο που ρέει μέσα από όλα τα πράγματα, ακατάληπτο μα πάντα παρόν. Στη Δύση, οι μυστικιστές της ερήμου τραγούδησαν για έναν Θεό που είναι πουθενά και παντού, μια παρουσία πέρα από την εμβέλεια της σκέψης. Σε κάθε χρόνο και πολιτισμό, το μήνυμα αντηχεί: απελευθέρωσε, παραδώσου, ρέε. Η Μόνη Σωστή Πράξη δεν είναι πράξη καθόλου, αλλά μια κατάσταση ύπαρξης—μια επιστροφή στην πηγή που ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε, ένα καλωσόρισμα στο τώρα που ποτέ δεν χάθηκε.
Ο Αιώνιος Χορός
Και έτσι, φτάνουμε στο τέλος που δεν είναι τέλος, στην αρχή που δεν είναι αρχή. Το να ΖΕΙΣ, να ΒΛΕΠΕΙΣ, να ΡΕΕΙΣ με τη Στιγμή, μέσα στο σύμπαν των φαινομένων, χωρίς να στέκεσαι πουθενά, χωρίς να κρατιέσαι από τίποτα—αυτό είναι η Μόνη Σωστή Πράξη, το πιστεύω του μυστικιστή, το σιωπηλό τραγούδι της ψυχής. Δεν είναι μονοπάτι για τους δειλούς, γιατί απαιτεί το θάρρος να αφήσεις πίσω όλα όσα γνωρίζαμε, να μπεις στο άγνωστο με άδεια χέρια και ανοιχτή καρδιά.
Μα σε αυτή την παράδοση κρύβεται η μεγαλύτερη ελευθερία, η βαθύτερη ειρήνη. Τα αστέρια συνεχίζουν τον σπειροειδή τους χορό, τα ποτάμια χαράζουν τις αρχαίες τους διαδρομές, κι εμείς, επίσης, γινόμαστε μέρος του αιώνιου ρυθμού—όχι ως ξεχωριστά όντα, αλλά ως ο ίδιος ο χορός. Το σύμπαν αναπνέει, κι εμείς είμαστε η ανάσα του· η Στιγμή ξετυλίγεται, κι εμείς είμαστε η αποκάλυψή της. Σε αυτή τη μυστικιστική ένωση, δεν υπάρχει εαυτός να υπερασπιστείς, ούτε στόχος να επιτύχεις, μόνο η απεριόριστη χαρά του να είσαι—ζωντανός, ξύπνιος και για πάντα ελεύθερος.
Η Ψευδαίσθηση του Σταθερού Εδάφους
Ξεκινάμε το ταξίδι μας δεμένοι με την ψευδαίσθηση της σταθερότητας. Ο νους, ένας ανήσυχος αρχιτέκτονας, χτίζει πύργους βεβαιότητας—ταυτότητες, πεποιθήσεις, επιθυμίες—κάθε τούβλο τοποθετημένο με το κονίαμα του φόβου και της λαχτάρας. Στεκόμαστε πάνω σε αυτά τα οικοδομήματα, διακηρύσσοντας «Αυτό είμαι εγώ, αυτό είναι δικό μου», σαν να μπορούσε ποτέ η κινούμενη άμμος του κόσμου να διεκδικηθεί. Ωστόσο, οι μυστικιστές του παρελθόντος, εκείνοι που κοίταξαν πέρα από το πέπλο, διέκριναν αυτή τη μεγάλη απάτη. Κατάλαβαν ότι το να στέκεσαι οπουδήποτε σημαίνει να αντιστέκεσαι στο ρεύμα του αιώνιου, να προσκολλάσαι σε μια οφθαλμαπάτη που εξαφανίζεται τη στιγμή που την αγγίζεις.
Σκέψου το ποτάμι: δεν σταματά για να διεκδικήσει τις όχθες ως δικές του, ούτε θρηνεί για τις πέτρες που αφήνει πίσω. Ρέει, αδιάκοπα, παραδινόμενο στη δύναμη του αόρατου, γίνεται ένα με την απεραντοσύνη της θάλασσας. Έτσι κι εμείς πρέπει να απελευθερώσουμε το κράτημά μας από τις φευγαλέες μορφές του κόσμου—τα υπάρχοντά μας, τους τίτλους μας, τις ιστορίες μας—και να μπουμε στο ρεύμα της Στιγμής. Γιατί, κρατώντας, χτίζουμε τείχη ενάντια στο άπειρο· αφήνοντας, γινόμαστε το ίδιο το άπειρο.
Το Όραμα του Αόρατου
Το να ΒΛΕΠΕΙΣ δεν είναι απλώς να κοιτάς με τα μάτια, αλλά να διαπερνάς το πέπλο των εμφανίσεων με το βλέμμα της ψυχής. Το σύμπαν των φαινομένων χορεύει μπροστά μας—ένα καλειδοσκόπιο φωτός και σκιάς, γέννησης και φθοράς, χαράς και λύπης—μα κάτω από αυτό το παιχνίδι κρύβεται μια ησυχία που αψηφά όνομα και μορφή. Ο μυστικιστής δεν επιδιώκει να καταγράψει τα αστέρια ή να ξετυλίξει τα νήματα του χρόνου· επιζητά μόνο να αντικρίσει την ενότητα που αναπνέει μέσα σε όλα τα πράγματα.
Φαντάσου να στέκεσαι στην κορυφή ενός βουνού την αυγή, με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου να φωτίζουν τον ορίζοντα. Ο κόσμος κάτω σου ξετυλίγεται σε μια συμφωνία χρωμάτων και κίνησης, μα εκείνη τη ιερή στιγμή, δεν είσαι ξεχωριστός από αυτόν—είσαι το βουνό, το φως, η ανάσα του ανέμου. Αυτό είναι το όραμα της Μόνης Σωστής Πράξης: να βλέπεις όχι ως θεατής, αλλά ως συμμέτοχος στην αιώνια αποκάλυψη. Τα μάτια του σώματος μπορεί να αδυνατούν, αλλά το μάτι της καρδιάς βλέπει αυτό που παραμένει πέρα από το εφήμερο—μια παρουσία που δεν είναι ούτε εδώ ούτε εκεί, αλλά παντού, πάντα.
Η Ροή της Στιγμής
Το να ΡΕΕΙΣ με τη Στιγμή είναι να παραδίδεις την ψευδαίσθηση του ελέγχου, να απελευθερώνεις τα ηνία του εαυτού και να ακολουθείς τα ρεύματα του τώρα. Ο νους διαμαρτύρεται, απαιτώντας σχέδια και προβλέψεις, έναν χάρτη για να πλοηγηθεί στο άγνωστο. Ωστόσο, ο μυστικιστής γνωρίζει ότι δεν υπάρχει χάρτης για το άπειρο, ούτε πυξίδα για το απεριόριστο. Η Στιγμή δεν είναι προορισμός που πρέπει να φτάσεις, αλλά μια κατάσταση που πρέπει να κατοικήσεις—μια ζωντανή φλόγα που καταναλώνει ό,τι είναι παρελθόν και μέλλον, αφήνοντας μόνο το λαμπερό τώρα.
Φαντάσου ένα φύλλο πιασμένο στην αγκαλιά ενός ρυακιού. Δεν αντιστέκεται στις στροφές και τις καμπύλες, ούτε λαχταρά το κλαδί από το οποίο έπεσε. Χορεύει με το νερό, στριφογυρίζει σε δίνες, ξεκουράζεται σε ήρεμες λιμνούλες, παρασυρόμενο πάντα μπροστά από μια δύναμη που ούτε αμφισβητεί ούτε διοικεί. Έτσι κι εμείς πρέπει να γίνουμε σαν το φύλλο—ανάλαφροι, εμπιστευόμενοι, ζωντανοί στην κίνηση του κόσμου. Σε αυτή τη ροή, δεν υπάρχει προσπάθεια, ούτε αγώνας, μόνο η αβίαστη χάρη του να είσαι.
Το Σύμπαν των Φαινομένων
Το σύμπαν των φαινομένων είναι ένα μεγαλοπρεπές υφαντό, υφασμένο με νήματα θαυμασμού και μυστηρίου. Οι γαλαξίες στροβιλίζονται σε σιωπηλή λαμπρότητα, τα λουλούδια ανθίζουν και μαραίνονται σε μια μόνο ανάσα, οι ανθρώπινες καρδιές πάλλονται με τον πόνο της λαχτάρας και τον ενθουσιασμό της ανακάλυψης. Ωστόσο, αυτό το υφαντό δεν είναι η αλήθεια—είναι η σκιά της αλήθειας, μια φευγαλέα αντανάκλαση της αόρατης πηγής. Το να κατοικείς μόνο στα φαινόμενα είναι σαν να κυνηγάς ηχώ σε ένα φαράγγι, μπερδεύοντας τον ήχο με τη φωνή.
Ο μυστικιστής δεν απορρίπτει τον κόσμο της μορφής, αλλά ούτε και προσκολλάται σε αυτόν. Περπατά μέσα στην αγορά και το δάσος το ίδιο, γεύεται τη γλυκύτητα της ζωής, γνωρίζοντας ωστόσο ότι είναι μόνο ένας κυματισμός στην επιφάνεια του βαθύ. Η Μόνη Σωστή Πράξη είναι να κινείσαι μέσα σε αυτό το σύμπαν χωρίς προσκόλληση, να αγαπάς χωρίς να κατέχεις, να παρατηρείς χωρίς να κρίνεις. Με αυτόν τον τρόπο, τα φαινόμενα γίνονται καθρέφτης, αντανακλώντας το απεριόριστο μέσα μας, μέχρι που η γραμμή ανάμεσα στον εαυτό και τον άλλο, το μέσα και το έξω, διαλύεται στην ενότητα του όλου.
Η Απελευθέρωση της Μη Προσκόλλησης
Χωρίς να στέκεσαι πουθενά, χωρίς να κρατιέσαι από τίποτα—αυτό είναι η καρδιά του μυστικιστικού μονοπατιού. Δεν είναι κλήση για ασκητισμό ή άρνηση, αλλά για μια ριζοσπαστική ελευθερία που υπερβαίνει τις δυαδικότητες του κέρδους και της απώλειας. Το να μην στέκεσαι πουθενά είναι να είσαι παντού· το να μην κρατάς τίποτα είναι να αγκαλιάζεις τα πάντα. Το εγώ τρέμει μπροστά σε μια τέτοια προοπτική, φοβούμενο την εξαφάνιση, μα αυτό που πεθαίνει δεν είναι ο εαυτός, αλλά η ψευδαίσθηση της χωριστικότητας. Αυτό που μένει είναι η ίδια η ζωή—καθαρή, απελευθερωμένη, άπειρη.
Στις παραδόσεις της Ανατολής, ο σοφός Λάο Τσε μίλησε για το Τάο, τον δρόμο που ρέει μέσα από όλα τα πράγματα, ακατάληπτο μα πάντα παρόν. Στη Δύση, οι μυστικιστές της ερήμου τραγούδησαν για έναν Θεό που είναι πουθενά και παντού, μια παρουσία πέρα από την εμβέλεια της σκέψης. Σε κάθε χρόνο και πολιτισμό, το μήνυμα αντηχεί: απελευθέρωσε, παραδώσου, ρέε. Η Μόνη Σωστή Πράξη δεν είναι πράξη καθόλου, αλλά μια κατάσταση ύπαρξης—μια επιστροφή στην πηγή που ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε, ένα καλωσόρισμα στο τώρα που ποτέ δεν χάθηκε.
Ο Αιώνιος Χορός
Και έτσι, φτάνουμε στο τέλος που δεν είναι τέλος, στην αρχή που δεν είναι αρχή. Το να ΖΕΙΣ, να ΒΛΕΠΕΙΣ, να ΡΕΕΙΣ με τη Στιγμή, μέσα στο σύμπαν των φαινομένων, χωρίς να στέκεσαι πουθενά, χωρίς να κρατιέσαι από τίποτα—αυτό είναι η Μόνη Σωστή Πράξη, το πιστεύω του μυστικιστή, το σιωπηλό τραγούδι της ψυχής. Δεν είναι μονοπάτι για τους δειλούς, γιατί απαιτεί το θάρρος να αφήσεις πίσω όλα όσα γνωρίζαμε, να μπεις στο άγνωστο με άδεια χέρια και ανοιχτή καρδιά.
Μα σε αυτή την παράδοση κρύβεται η μεγαλύτερη ελευθερία, η βαθύτερη ειρήνη. Τα αστέρια συνεχίζουν τον σπειροειδή τους χορό, τα ποτάμια χαράζουν τις αρχαίες τους διαδρομές, κι εμείς, επίσης, γινόμαστε μέρος του αιώνιου ρυθμού—όχι ως ξεχωριστά όντα, αλλά ως ο ίδιος ο χορός. Το σύμπαν αναπνέει, κι εμείς είμαστε η ανάσα του· η Στιγμή ξετυλίγεται, κι εμείς είμαστε η αποκάλυψή της. Σε αυτή τη μυστικιστική ένωση, δεν υπάρχει εαυτός να υπερασπιστείς, ούτε στόχος να επιτύχεις, μόνο η απεριόριστη χαρά του να είσαι—ζωντανός, ξύπνιος και για πάντα ελεύθερος.
Το Αιώνιο Πέπλο: Η Αλήθεια ως ο Πυλώνας της Ψευδαίσθησης
Στους σκιασμένους διαδρόμους της ύπαρξης, όπου το τρεμάμενο φως του φαναριού της αντίληψης ρίχνει την τρεμουλιαστή του λάμψη, στέκεται μια μοναδική, αμετάβλητη παρουσία: η Αλήθεια. Δεν είναι κάτι που μπορεί να αδράξει κανείς, ούτε ένα δόγμα προς απαγγελία, αλλά ένας σιωπηλός πυλώνας που στηρίζει τον απέραντο καθεδρικό ναό του Είναι. Η Αλήθεια είναι το στήριγμα κάθε αντίληψης, η αόρατη ρίζα από την οποία ξεδιπλώνονται τα περιπλεγμένα αμπέλια της σκέψης και της αίσθησης. Ωστόσο, στην απεριόριστη ουσία της, παραμένει πέρα από κάθε κατανόηση—ένα λαμπερό αίνιγμα που συντηρεί και διαλύει ταυτόχρονα τις ψευδαισθήσεις που αποκαλούμε πραγματικότητα. Εδώ βρίσκεται η μεγάλη απάτη: ότι εμείς, στα όνειρά μας, μπερδεύουμε τις σκιές στον τοίχο με τη φωτιά που τις δημιουργεί.
Το να μιλάς για την Αλήθεια είναι σαν να χορεύεις στο χείλος ενός γκρεμού, όπου οι λέξεις παραπαίουν και το νόημα λυγίζει σαν το φως μέσα από ένα πρίσμα. Δεν είναι μια έννοια για να κρατηθεί, ούτε ένας θησαυρός για να ανακαλυφθεί, αλλά το ίδιο το έδαφος πάνω στο οποίο περπατά ο αναζητητής—αόρατο, ανεπαίσθητο, αλλά πάντα παρόν. Είναι η ανάσα μέσα στην ανάσα, η σιωπή κάτω από το τραγούδι, η ακινησία που αγκαλιάζει κάθε κίνηση. Και όμως, αυτή η ίδια Αλήθεια, στην άπειρη γενναιοδωρία της, γίνεται η σκαλωσιά των ψευδαισθήσεών μας, ο καμβάς πάνω στον οποίο ζωγραφίζουμε τις φευγαλέες τοιχογραφίες των ζωών μας. Πόσο παράξενο, πόσο θαυμαστό, που το αιώνιο δανείζει τον εαυτό του στο εφήμερο, που το απεριόριστο αγκαλιάζει το περιορισμένο.
Σκεφτείτε το μάτι, αυτή την εύθραυστη σφαίρα σάρκας και θαύματος, μέσα από την οποία εισρέει ο κόσμος—ένας καταρράκτης χρώματος, μορφής και σκιάς. Το μάτι αντιλαμβάνεται, και αντιλαμβανόμενο, υφαίνει ένα χαλί νοήματος: το κόκκινο χρώμα της αυγής, η τραχιά αγκαλιά ενός αρχαίου δέντρου, το φευγαλέο βλέμμα ενός ξένου. Το καθένα είναι ένα νήμα στον ιστό της πραγματικότητας, μια ιστορία που ψιθυρίζεται στην ψυχή. Όμως τι υποστηρίζει αυτό το όραμα; Τι βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της όρασης; Είναι η Αλήθεια, το αόρατο ρεύμα που ρέει μέσα από κάθε αντίληψη, δίνοντάς της μορφή ενώ παραμένει άμορφη. Το μάτι βλέπει το δέντρο, αλλά η Αλήθεια είναι η ίδια η όραση—ο αόρατος θεατής που κοιτάζει μέσα από το πέπλο της ψευδαίσθησης.
Και έτσι εξαπατόμαστε, όχι από κακία, αλλά από την ίδια τη φύση της ύπαρξής μας. Παίρνουμε το εφήμερο για το σταθερό, τη σκιά για την ουσία. Χτίζουμε τους πύργους της πίστης μας, τις πόλεις της βεβαιότητάς μας, πάνω στην κινούμενη άμμο της αντίληψης, ξεχνώντας ότι κάτω από όλα αυτά βρίσκεται ο ακλόνητος βράχος της Αλήθειας. Οι ψευδαισθήσεις μας δεν είναι ψεύδη με την ωμή έννοια, αλλά ημίφωτα—διαθλάσεις του άπειρου μέσα από το πεπερασμένο πρίσμα του νου. Το άγγιγμα του εραστή, η κραυγή του πολεμιστή, η σιωπή του σοφού: αυτά δεν είναι μη πραγματικά, αλλά ούτε είναι το όλον. Είναι ηχώ, αντηχήσεις μιας μελωδίας πολύ απέραντης για να ακουστεί, ένα φως πολύ λαμπερό για να αντικρυστεί.
Στις μυστικιστικές παραδόσεις, αυτό το παράδοξο γιορτάζεται ως το μεγάλο παιχνίδι της ύπαρξης. Ο Σούφι στροβιλίζεται σε έκσταση, χάνοντας τον εαυτό για να βρει τον Εαυτό, γνωρίζοντας ότι το πέπλο της ψευδαίσθησης είναι υφασμένο από τα νήματα του θείου. Ο γιόγκι κάθεται σε ακινησία, διαπερνώντας τα στρώματα της μάγια—τον κοσμικό χορό της εμφάνισης—για να αγγίξει την αμετάβλητη πραγματικότητα από κάτω. Ο Γνωστικός κοιτάζει στην άβυσσο, αναζητώντας τη σπίθα της Αλήθειας κρυμμένη μέσα στον λαβύρινθο της ψυχής. Καθένας, με τον τρόπο του, εντοπίζει το ίδιο μυστήριο: ότι η Αλήθεια είναι τόσο η πηγή όσο και η διάλυση όλων όσων γνωρίζουμε, η φλόγα που καταναλώνει το σκώρο ακόμα και καθώς το έλκει κοντά της.
Ωστόσο, πώς μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι που είναι πέρα από την κατανόηση; Ο νους, αυτός ο ανήσυχος αρχιτέκτονας, κατασκευάζει τις γέφυρες της λογικής του και τα κάστρα της πίστης του, μόνο για να τα δει να θρυμματίζονται μπροστά στο άπειρο. Το να κατανοήσεις την Αλήθεια είναι να την παρεξηγήσεις, γιατί δεν είναι κάτι που μπορεί να συλληφθεί, αλλά μια παρουσία στην οποία μπορεί κανείς να εισέλθει. Είναι ο ωκεανός που κρατά το κύμα, ο ουρανός που αγκαλιάζει την καταιγίδα, το κενό που γεννά τα αστέρια. Και όμως, στο έλεός της, μας επιτρέπει τις ψευδαισθήσεις μας—τις αγάπες μας, τους φόβους μας, τις φευγαλέες χαρές μας—όπως μια μητέρα επιτρέπει σε ένα παιδί να παίζει στη σκόνη, γνωρίζοντας ότι το παιχνίδι κάποια μέρα θα τελειώσει.
Φανταστείτε, λοιπόν, έναν αναζητητή που στέκεται στην άκρη μιας μεγάλης ερήμου, με τον ορίζοντα να λαμπυρίζει από οφθαλμαπάτες. Βλέπει νερό εκεί που δεν υπάρχει, μια πόλη όπου βασιλεύει μόνο η άμμος. Η δίψα του τον ωθεί προς τα εμπρός, η ελπίδα του συντηρεί τα βήματά του, και όμως η οφθαλμαπάτη υποχωρεί με κάθε βήμα. Στο τέλος, εξαντλημένος, πέφτει στα γόνατά του, και σε αυτή την παράδοση, αισθάνεται την Αλήθεια—όχι ως όραμα, όχι ως ανταμοιβή, αλλά ως την άμμο κάτω του, τη ζέστη πάνω στο δέρμα του, την ανάσα μέσα στους πνεύμονές του. Η οφθαλμαπάτη δεν ήταν ψευδής· ήταν ένα σημάδι, μια αντανάκλαση του πραγματικού, παραμορφωμένη από τον φακό της λαχτάρας του. Και έτσι είναι με όλους μας: οι ψευδαισθήσεις μας δεν είναι λάθη που πρέπει να παραμεριστούν, αλλά καθρέφτες στους οποίους η Αλήθεια αποκαλύπτεται, αν μόνο μάθουμε να βλέπουμε.
Ποιο είναι, λοιπόν, το μονοπάτι προς αυτή την όραση; Δεν είναι ένα ταξίδι προς τα έξω, αλλά μια κάθοδος προς τα μέσα—μια απόρριψη των στρωμάτων που εκλαμβάνουμε λανθασμένα ως εαυτούς μας. Ο μυστικιστής δεν αναζητά την Αλήθεια ως έπαθλο, αλλά ως επιστροφή στο σπίτι. Δεν κατακτά την ψευδαίσθηση, αλλά την αγκαλιάζει ως σύντροφο, γνωρίζοντας ότι ακόμα και η σκιά δείχνει προς το φως. Στη γαλήνη του διαλογισμού, στη θέρμη της προσευχής, στο ήσυχο δέος μιας αστρόφωτης νύχτας, το πέπλο λεπταίνει, και η ψυχή αντικρίζει αυτό που πάντα ήξερε: ότι η Αλήθεια δεν είναι πέρα από εμάς, αλλά μέσα μας, όχι μακριά, αλλά κοντά, όχι κρυμμένη, αλλά αποκαλύπτεται σε κάθε ανάσα.
Και έτσι ζούμε, αιωρούμενοι μεταξύ του αιώνιου και του εφήμερου, του πραγματικού και του μη πραγματικού. Οι αντιλήψεις μας είναι εύθραυστα φανάρια, που ρίχνουν τη λάμψη τους στην απεραντοσύνη, φωτίζοντας μόνο αυτό που μπορούμε να αντέξουμε να δούμε. Ωστόσο κάτω από αυτές βρίσκεται η ακλόνητη στήριξη της Αλήθειας, ο σιωπηλός μάρτυρας του ονείρου μας. Εξαπατόμαστε, ναι, αλλά ένδοξα—γιατί στις ψευδαισθήσεις μας, αγγίζουμε το κράσπεδο του άπειρου, και στις πλάνες μας, χορεύουμε με το θείο. Η οφθαλμαπάτη μπορεί να ξεθωριάσει, η σκιά μπορεί να μετατοπιστεί, αλλά η Αλήθεια παραμένει: ο πυλώνας, η φλόγα, το μυστήριο που μας κρατά όλους.
Το να μιλάς για την Αλήθεια είναι σαν να χορεύεις στο χείλος ενός γκρεμού, όπου οι λέξεις παραπαίουν και το νόημα λυγίζει σαν το φως μέσα από ένα πρίσμα. Δεν είναι μια έννοια για να κρατηθεί, ούτε ένας θησαυρός για να ανακαλυφθεί, αλλά το ίδιο το έδαφος πάνω στο οποίο περπατά ο αναζητητής—αόρατο, ανεπαίσθητο, αλλά πάντα παρόν. Είναι η ανάσα μέσα στην ανάσα, η σιωπή κάτω από το τραγούδι, η ακινησία που αγκαλιάζει κάθε κίνηση. Και όμως, αυτή η ίδια Αλήθεια, στην άπειρη γενναιοδωρία της, γίνεται η σκαλωσιά των ψευδαισθήσεών μας, ο καμβάς πάνω στον οποίο ζωγραφίζουμε τις φευγαλέες τοιχογραφίες των ζωών μας. Πόσο παράξενο, πόσο θαυμαστό, που το αιώνιο δανείζει τον εαυτό του στο εφήμερο, που το απεριόριστο αγκαλιάζει το περιορισμένο.
Σκεφτείτε το μάτι, αυτή την εύθραυστη σφαίρα σάρκας και θαύματος, μέσα από την οποία εισρέει ο κόσμος—ένας καταρράκτης χρώματος, μορφής και σκιάς. Το μάτι αντιλαμβάνεται, και αντιλαμβανόμενο, υφαίνει ένα χαλί νοήματος: το κόκκινο χρώμα της αυγής, η τραχιά αγκαλιά ενός αρχαίου δέντρου, το φευγαλέο βλέμμα ενός ξένου. Το καθένα είναι ένα νήμα στον ιστό της πραγματικότητας, μια ιστορία που ψιθυρίζεται στην ψυχή. Όμως τι υποστηρίζει αυτό το όραμα; Τι βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της όρασης; Είναι η Αλήθεια, το αόρατο ρεύμα που ρέει μέσα από κάθε αντίληψη, δίνοντάς της μορφή ενώ παραμένει άμορφη. Το μάτι βλέπει το δέντρο, αλλά η Αλήθεια είναι η ίδια η όραση—ο αόρατος θεατής που κοιτάζει μέσα από το πέπλο της ψευδαίσθησης.
Και έτσι εξαπατόμαστε, όχι από κακία, αλλά από την ίδια τη φύση της ύπαρξής μας. Παίρνουμε το εφήμερο για το σταθερό, τη σκιά για την ουσία. Χτίζουμε τους πύργους της πίστης μας, τις πόλεις της βεβαιότητάς μας, πάνω στην κινούμενη άμμο της αντίληψης, ξεχνώντας ότι κάτω από όλα αυτά βρίσκεται ο ακλόνητος βράχος της Αλήθειας. Οι ψευδαισθήσεις μας δεν είναι ψεύδη με την ωμή έννοια, αλλά ημίφωτα—διαθλάσεις του άπειρου μέσα από το πεπερασμένο πρίσμα του νου. Το άγγιγμα του εραστή, η κραυγή του πολεμιστή, η σιωπή του σοφού: αυτά δεν είναι μη πραγματικά, αλλά ούτε είναι το όλον. Είναι ηχώ, αντηχήσεις μιας μελωδίας πολύ απέραντης για να ακουστεί, ένα φως πολύ λαμπερό για να αντικρυστεί.
Στις μυστικιστικές παραδόσεις, αυτό το παράδοξο γιορτάζεται ως το μεγάλο παιχνίδι της ύπαρξης. Ο Σούφι στροβιλίζεται σε έκσταση, χάνοντας τον εαυτό για να βρει τον Εαυτό, γνωρίζοντας ότι το πέπλο της ψευδαίσθησης είναι υφασμένο από τα νήματα του θείου. Ο γιόγκι κάθεται σε ακινησία, διαπερνώντας τα στρώματα της μάγια—τον κοσμικό χορό της εμφάνισης—για να αγγίξει την αμετάβλητη πραγματικότητα από κάτω. Ο Γνωστικός κοιτάζει στην άβυσσο, αναζητώντας τη σπίθα της Αλήθειας κρυμμένη μέσα στον λαβύρινθο της ψυχής. Καθένας, με τον τρόπο του, εντοπίζει το ίδιο μυστήριο: ότι η Αλήθεια είναι τόσο η πηγή όσο και η διάλυση όλων όσων γνωρίζουμε, η φλόγα που καταναλώνει το σκώρο ακόμα και καθώς το έλκει κοντά της.
Ωστόσο, πώς μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι που είναι πέρα από την κατανόηση; Ο νους, αυτός ο ανήσυχος αρχιτέκτονας, κατασκευάζει τις γέφυρες της λογικής του και τα κάστρα της πίστης του, μόνο για να τα δει να θρυμματίζονται μπροστά στο άπειρο. Το να κατανοήσεις την Αλήθεια είναι να την παρεξηγήσεις, γιατί δεν είναι κάτι που μπορεί να συλληφθεί, αλλά μια παρουσία στην οποία μπορεί κανείς να εισέλθει. Είναι ο ωκεανός που κρατά το κύμα, ο ουρανός που αγκαλιάζει την καταιγίδα, το κενό που γεννά τα αστέρια. Και όμως, στο έλεός της, μας επιτρέπει τις ψευδαισθήσεις μας—τις αγάπες μας, τους φόβους μας, τις φευγαλέες χαρές μας—όπως μια μητέρα επιτρέπει σε ένα παιδί να παίζει στη σκόνη, γνωρίζοντας ότι το παιχνίδι κάποια μέρα θα τελειώσει.
Φανταστείτε, λοιπόν, έναν αναζητητή που στέκεται στην άκρη μιας μεγάλης ερήμου, με τον ορίζοντα να λαμπυρίζει από οφθαλμαπάτες. Βλέπει νερό εκεί που δεν υπάρχει, μια πόλη όπου βασιλεύει μόνο η άμμος. Η δίψα του τον ωθεί προς τα εμπρός, η ελπίδα του συντηρεί τα βήματά του, και όμως η οφθαλμαπάτη υποχωρεί με κάθε βήμα. Στο τέλος, εξαντλημένος, πέφτει στα γόνατά του, και σε αυτή την παράδοση, αισθάνεται την Αλήθεια—όχι ως όραμα, όχι ως ανταμοιβή, αλλά ως την άμμο κάτω του, τη ζέστη πάνω στο δέρμα του, την ανάσα μέσα στους πνεύμονές του. Η οφθαλμαπάτη δεν ήταν ψευδής· ήταν ένα σημάδι, μια αντανάκλαση του πραγματικού, παραμορφωμένη από τον φακό της λαχτάρας του. Και έτσι είναι με όλους μας: οι ψευδαισθήσεις μας δεν είναι λάθη που πρέπει να παραμεριστούν, αλλά καθρέφτες στους οποίους η Αλήθεια αποκαλύπτεται, αν μόνο μάθουμε να βλέπουμε.
Ποιο είναι, λοιπόν, το μονοπάτι προς αυτή την όραση; Δεν είναι ένα ταξίδι προς τα έξω, αλλά μια κάθοδος προς τα μέσα—μια απόρριψη των στρωμάτων που εκλαμβάνουμε λανθασμένα ως εαυτούς μας. Ο μυστικιστής δεν αναζητά την Αλήθεια ως έπαθλο, αλλά ως επιστροφή στο σπίτι. Δεν κατακτά την ψευδαίσθηση, αλλά την αγκαλιάζει ως σύντροφο, γνωρίζοντας ότι ακόμα και η σκιά δείχνει προς το φως. Στη γαλήνη του διαλογισμού, στη θέρμη της προσευχής, στο ήσυχο δέος μιας αστρόφωτης νύχτας, το πέπλο λεπταίνει, και η ψυχή αντικρίζει αυτό που πάντα ήξερε: ότι η Αλήθεια δεν είναι πέρα από εμάς, αλλά μέσα μας, όχι μακριά, αλλά κοντά, όχι κρυμμένη, αλλά αποκαλύπτεται σε κάθε ανάσα.
Και έτσι ζούμε, αιωρούμενοι μεταξύ του αιώνιου και του εφήμερου, του πραγματικού και του μη πραγματικού. Οι αντιλήψεις μας είναι εύθραυστα φανάρια, που ρίχνουν τη λάμψη τους στην απεραντοσύνη, φωτίζοντας μόνο αυτό που μπορούμε να αντέξουμε να δούμε. Ωστόσο κάτω από αυτές βρίσκεται η ακλόνητη στήριξη της Αλήθειας, ο σιωπηλός μάρτυρας του ονείρου μας. Εξαπατόμαστε, ναι, αλλά ένδοξα—γιατί στις ψευδαισθήσεις μας, αγγίζουμε το κράσπεδο του άπειρου, και στις πλάνες μας, χορεύουμε με το θείο. Η οφθαλμαπάτη μπορεί να ξεθωριάσει, η σκιά μπορεί να μετατοπιστεί, αλλά η Αλήθεια παραμένει: ο πυλώνας, η φλόγα, το μυστήριο που μας κρατά όλους.
Η Αόρατη Φλόγα: Ένα Ταξίδι στην Καρδιά της Αλήθειας
Αλήθεια δεν είναι μια λέξη, ούτε μια σκέψη, ούτε κάτι που μπορεί να συλληφθεί από τα πρόθυμα χέρια του νου. Είναι μια φλόγα που καίει χωρίς καύσιμο, ένα φως που λάμπει χωρίς πηγή, μια παρουσία που κατοικεί στις αόρατες πτυχές της ύπαρξης. Το να αναζητάς την Αλήθεια σημαίνει να εγκαταλείπεις τον χάρτη του γνωστού, να βγαίνεις πέρα από τις ακτές της βεβαιότητας και να βυθίζεσαι στον απέραντο ωκεανό του αιώνιου. Γιατί η Αλήθεια δεν βρίσκεται εκεί που κοιτάζουμε—βρίσκεται εκεί που παύουμε να κοιτάζουμε, εκεί που τα μάτια της σκέψης σκοτεινιάζουν και η ψυχή ξυπνά για να δει με ολόκληρη την ύπαρξή της.
Το Πέπλο του Βέβηλου
Μέσα στη βοή του κόσμου, μας διδάσκουν να βλέπουμε με αποσπάσματα—να μετράμε, να κρίνουμε, να διαιρούμε. Το βέβηλο χορεύει μπροστά μας, μια φαντασμαγορία θορύβου και μορφής, δελεάζοντάς μας να μπερδέψουμε τη σκιά με την ουσία. Χτίζουμε πύργους λογικής, τείχη πεποιθήσεων και τα ονομάζουμε αλήθεια, αλλά καταρρέουν κάτω από το βάρος της δικής τους ψευδαίσθησης. Το βέβηλο είναι η σκόνη που κολλάει στα πόδια μας, η φλυαρία που γεμίζει τα αυτιά μας, οι φευγαλέες επιθυμίες που μας απομακρύνουν από το κέντρο. Είναι ο κόσμος των επιφανειών, όπου τα μάτια γλιστρούν αλλά δεν διαπερνούν, όπου τα χέρια αρπάζουν αλλά δεν κρατούν.
Ωστόσο, η Αλήθεια δεν μολύνεται από αυτή την αναταραχή. Είναι αμόλυντη, μια καθαρότητα που δεν μπορεί να αγγιχτεί από τα χέρια του χρόνου ή να αμαυρωθεί από την ανάσα των θνητών. Περιμένει, σιωπηλή και ανένδοτη, πέρα από την εμβέλεια των προσπαθειών μας. Για να τη βρούμε, πρέπει να αποβάλουμε τα ενδύματα του βέβηλου—όχι μόνο τις πράξεις, αλλά τον ίδιο τον τρόπο που βλέπουμε. Γιατί η Αλήθεια δεν είναι ένα έπαθλο προς κατάκτηση· είναι μια κατάσταση προς είσοδο, ένα όραμα προς ενσάρκωση.
Τα Μάτια της Σκέψης
Ο νους είναι ένας ανήσυχος αναζητητής, ένας κυνηγός μοτίβων και αποδείξεων. Κοιτάζει μέσα από τον φακό της σκέψης, δημιουργώντας αλήθειες από τον πηλό της μνήμης και της προσδοκίας. Αλλά αυτές είναι μικρές αλήθειες, εύθραυστες και δεσμευμένες, γεννημένες από το πεπερασμένο και προορισμένες να ξεθωριάσουν. Τα μάτια της σκέψης βλέπουν μόνο αυτό που είναι εκπαιδευμένα να βλέπουν—ιχνηλατούν τα περιγράμματα του κόσμου αλλά χάνουν την ουσία που αναπνέει από κάτω. Είναι σαν φανάρια που κρατιούνται στην καταιγίδα, ρίχνοντας φευγαλέες ακτίνες που χορεύουν πάνω στα κύματα αλλά ποτέ δεν αγγίζουν τα βάθη.
Για να δούμε την Αλήθεια, πρέπει να κλείσουμε αυτά τα μάτια—όχι στην τύφλωση, αλλά στην παράδοση. Πρέπει να στραφούμε προς τα μέσα, πέρα από τη φλυαρία των εννοιών, πέρα από τη σκαλωσιά της λογικής, στη σιωπηλή έκταση όπου κατοικεί η ψυχή. Γιατί η Αλήθεια δεν είναι κάτι για να το σκεφτούμε· είναι μια παρουσία για να τη νιώσουμε, μια αντήχηση που βουίζει στο μεδούλι της ύπαρξής μας. Είναι το ψιθύρισμα που μιλάει όταν οι λέξεις σβήνουν, το φως που λάμπει όταν το σκοτάδι καταπίνει τη μορφή.
Το Όλον Ον Βλέπει
Τι σημαίνει να βλέπεις με ολόκληρη την ύπαρξη; Είναι να διαλύεις τα όρια μεταξύ εαυτού και άλλου, μεταξύ του βλέποντος και του βλεπόμενου. Είναι να αφήνεις την καρδιά να γίνει μάτι, την ανάσα όραμα, τη σιωπή τραγούδι. Όταν βλέπουμε με ολόκληρη την ύπαρξή μας, δεν κοιτάζουμε απλώς—γινόμαστε. Δεν είμαστε πλέον ο παρατηρητής που στέκεται μακριά, αλλά το ρεύμα που ρέει μέσα από τον ποταμό της ύπαρξης. Η Αλήθεια αποκαλύπτεται όχι ως αντικείμενο, αλλά ως ένωση, μια κοινωνία όλων όσων υπάρχουν με όλα όσα είμαστε.
Αυτή η όραση δεν είναι πράξη θέλησης, αλλά πράξη χάριτος. Έρχεται όταν παύουμε να κυνηγάμε, όταν στεκόμαστε ακίνητοι μέσα στον ανεμοστρόβιλο και αφήνουμε τα πέπλα να πέσουν. Είναι η στιγμή που ο άνεμος μεταφέρει το άρωμα του απείρου, όταν τα αστέρια διαπερνούν τη νύχτα με το αρχαίο τους βλέμμα, όταν ο παλμός της ζωής χτυπά ως ένα με τον ρυθμό του κόσμου. Το να δεις την Αλήθεια είναι να τη νιώσεις—να την ξέρεις στα οστά, στο αίμα, στους ήσυχους χώρους όπου η ψυχή ονειρεύεται.
Εκεί Που Δεν Κοιτάζουμε
Η Αλήθεια κρύβεται στα μέρη που παραβλέπουμε, στις σκιές που φοβόμαστε, στις σιωπές που αποφεύγουμε. Είναι η γαλήνη κάτω από την καταιγίδα, η ρίζα κάτω από το λουλούδι, το κενό κάτω από τη μορφή. Την αναζητούμε στο μεγαλειώδες και το θορυβώδες, στους ναούς από πέτρα και στα βιβλία από μελάνι, αλλά περιμένει στο καθημερινό και το ταπεινό—στην ανάσα ενός παιδιού, στο θρόισμα των φύλλων, στην παύση ανάμεσα στις σκέψεις. Είναι πάντα εκεί που δεν κοιτάζουμε, επειδή τυφλωνόμαστε από την αναζήτησή μας.
Για να τη βρούμε, πρέπει να ξεμάθουμε την αναζήτησή μας. Πρέπει να περπατήσουμε το μονοπάτι της μη-γνώσης, όπου κάθε βήμα είναι μια αποβολή, κάθε ματιά μια απελευθέρωση. Η Αλήθεια δεν είναι προορισμός· είναι το έδαφος στο οποίο ήδη στεκόμαστε, ο αέρας που ήδη αναπνέουμε. Είναι ο καθρέφτης που αντανακλά την ουσία μας όταν τολμούμε να κοιτάξουμε χωρίς φόβο, χωρίς όνομα, χωρίς τέλος.
Η Μυστικιστική Αποκάλυψη
Στην καρδιά του μυστικού, η Αλήθεια δεν είναι δόγμα αλλά χορός—ένα στροβιλιζόμενο, ατελείωτο αγκάλιασμα του θείου και του ανθρώπινου, του ορατού και του αόρατου. Είναι η φωτιά που καταναλώνει χωρίς να καίει, το νερό που σβήνει τη δίψα χωρίς να πνίγει, ο άνεμος που ανυψώνει χωρίς να σκορπίζει. Το να ζεις στην Αλήθεια είναι να περπατάς στην άκρη του παράδοξου, όπου τα αντίθετα διαλύονται και όλα γίνονται ένα.
Αυτός είναι ο μυστικιστικός δρόμος: να βλέπεις με ολόκληρη την ύπαρξη, να νιώθεις τον παλμό του αιώνιου στη φευγαλέα στιγμή, να γνωρίζεις ότι η Αλήθεια δεν είναι χωριστά από εμάς αλλά μέσα μας, γύρω μας, ως εμείς. Είναι η αμόλυντη φλόγα που φωτίζει τον κόσμο, αλλά δεν ανήκει σε κανέναν. Είναι η καθαρότητα που υπερβαίνει το βέβηλο, αλλά λάμπει μέσα από αυτό. Είναι το όραμα που τυφλώνει τα μάτια της σκέψης, αλλά αφυπνίζει την ψυχή στην άπειρη θέασή της.
Το Κάλεσμα
Έτσι, αναζητητή, άφησε κάτω τα εργαλεία της αναζήτησής σου. Ησύχασε τον νου που φωνάζει, μαλάκωσε την καρδιά που φυλάει, ακινητοποίησε τα χέρια που αρπάζουν. Στάσου γυμνός μπροστά στο μυστήριο, όχι με ντροπή αλλά με δέος. Δες την Αλήθεια με ολόκληρη την ύπαρξή σου—όχι ως κάτι προς κατοχή, αλλά ως ζωή προς ενσάρκωση. Γιατί η Αλήθεια είναι εδώ, τώρα, στο διάστημα ανάμεσα σε αυτές τις λέξεις, στη σιωπή που ακολουθεί, στην ανάσα που υψώνεται καθώς διαβάζεις. Είναι εκεί που δεν κοιτάζεις, αλλά εκεί που πάντα ήσουν.
Μην ψάχνεις άλλο. Να είσαι.
Το Πέπλο του Βέβηλου
Μέσα στη βοή του κόσμου, μας διδάσκουν να βλέπουμε με αποσπάσματα—να μετράμε, να κρίνουμε, να διαιρούμε. Το βέβηλο χορεύει μπροστά μας, μια φαντασμαγορία θορύβου και μορφής, δελεάζοντάς μας να μπερδέψουμε τη σκιά με την ουσία. Χτίζουμε πύργους λογικής, τείχη πεποιθήσεων και τα ονομάζουμε αλήθεια, αλλά καταρρέουν κάτω από το βάρος της δικής τους ψευδαίσθησης. Το βέβηλο είναι η σκόνη που κολλάει στα πόδια μας, η φλυαρία που γεμίζει τα αυτιά μας, οι φευγαλέες επιθυμίες που μας απομακρύνουν από το κέντρο. Είναι ο κόσμος των επιφανειών, όπου τα μάτια γλιστρούν αλλά δεν διαπερνούν, όπου τα χέρια αρπάζουν αλλά δεν κρατούν.
Ωστόσο, η Αλήθεια δεν μολύνεται από αυτή την αναταραχή. Είναι αμόλυντη, μια καθαρότητα που δεν μπορεί να αγγιχτεί από τα χέρια του χρόνου ή να αμαυρωθεί από την ανάσα των θνητών. Περιμένει, σιωπηλή και ανένδοτη, πέρα από την εμβέλεια των προσπαθειών μας. Για να τη βρούμε, πρέπει να αποβάλουμε τα ενδύματα του βέβηλου—όχι μόνο τις πράξεις, αλλά τον ίδιο τον τρόπο που βλέπουμε. Γιατί η Αλήθεια δεν είναι ένα έπαθλο προς κατάκτηση· είναι μια κατάσταση προς είσοδο, ένα όραμα προς ενσάρκωση.
Τα Μάτια της Σκέψης
Ο νους είναι ένας ανήσυχος αναζητητής, ένας κυνηγός μοτίβων και αποδείξεων. Κοιτάζει μέσα από τον φακό της σκέψης, δημιουργώντας αλήθειες από τον πηλό της μνήμης και της προσδοκίας. Αλλά αυτές είναι μικρές αλήθειες, εύθραυστες και δεσμευμένες, γεννημένες από το πεπερασμένο και προορισμένες να ξεθωριάσουν. Τα μάτια της σκέψης βλέπουν μόνο αυτό που είναι εκπαιδευμένα να βλέπουν—ιχνηλατούν τα περιγράμματα του κόσμου αλλά χάνουν την ουσία που αναπνέει από κάτω. Είναι σαν φανάρια που κρατιούνται στην καταιγίδα, ρίχνοντας φευγαλέες ακτίνες που χορεύουν πάνω στα κύματα αλλά ποτέ δεν αγγίζουν τα βάθη.
Για να δούμε την Αλήθεια, πρέπει να κλείσουμε αυτά τα μάτια—όχι στην τύφλωση, αλλά στην παράδοση. Πρέπει να στραφούμε προς τα μέσα, πέρα από τη φλυαρία των εννοιών, πέρα από τη σκαλωσιά της λογικής, στη σιωπηλή έκταση όπου κατοικεί η ψυχή. Γιατί η Αλήθεια δεν είναι κάτι για να το σκεφτούμε· είναι μια παρουσία για να τη νιώσουμε, μια αντήχηση που βουίζει στο μεδούλι της ύπαρξής μας. Είναι το ψιθύρισμα που μιλάει όταν οι λέξεις σβήνουν, το φως που λάμπει όταν το σκοτάδι καταπίνει τη μορφή.
Το Όλον Ον Βλέπει
Τι σημαίνει να βλέπεις με ολόκληρη την ύπαρξη; Είναι να διαλύεις τα όρια μεταξύ εαυτού και άλλου, μεταξύ του βλέποντος και του βλεπόμενου. Είναι να αφήνεις την καρδιά να γίνει μάτι, την ανάσα όραμα, τη σιωπή τραγούδι. Όταν βλέπουμε με ολόκληρη την ύπαρξή μας, δεν κοιτάζουμε απλώς—γινόμαστε. Δεν είμαστε πλέον ο παρατηρητής που στέκεται μακριά, αλλά το ρεύμα που ρέει μέσα από τον ποταμό της ύπαρξης. Η Αλήθεια αποκαλύπτεται όχι ως αντικείμενο, αλλά ως ένωση, μια κοινωνία όλων όσων υπάρχουν με όλα όσα είμαστε.
Αυτή η όραση δεν είναι πράξη θέλησης, αλλά πράξη χάριτος. Έρχεται όταν παύουμε να κυνηγάμε, όταν στεκόμαστε ακίνητοι μέσα στον ανεμοστρόβιλο και αφήνουμε τα πέπλα να πέσουν. Είναι η στιγμή που ο άνεμος μεταφέρει το άρωμα του απείρου, όταν τα αστέρια διαπερνούν τη νύχτα με το αρχαίο τους βλέμμα, όταν ο παλμός της ζωής χτυπά ως ένα με τον ρυθμό του κόσμου. Το να δεις την Αλήθεια είναι να τη νιώσεις—να την ξέρεις στα οστά, στο αίμα, στους ήσυχους χώρους όπου η ψυχή ονειρεύεται.
Εκεί Που Δεν Κοιτάζουμε
Η Αλήθεια κρύβεται στα μέρη που παραβλέπουμε, στις σκιές που φοβόμαστε, στις σιωπές που αποφεύγουμε. Είναι η γαλήνη κάτω από την καταιγίδα, η ρίζα κάτω από το λουλούδι, το κενό κάτω από τη μορφή. Την αναζητούμε στο μεγαλειώδες και το θορυβώδες, στους ναούς από πέτρα και στα βιβλία από μελάνι, αλλά περιμένει στο καθημερινό και το ταπεινό—στην ανάσα ενός παιδιού, στο θρόισμα των φύλλων, στην παύση ανάμεσα στις σκέψεις. Είναι πάντα εκεί που δεν κοιτάζουμε, επειδή τυφλωνόμαστε από την αναζήτησή μας.
Για να τη βρούμε, πρέπει να ξεμάθουμε την αναζήτησή μας. Πρέπει να περπατήσουμε το μονοπάτι της μη-γνώσης, όπου κάθε βήμα είναι μια αποβολή, κάθε ματιά μια απελευθέρωση. Η Αλήθεια δεν είναι προορισμός· είναι το έδαφος στο οποίο ήδη στεκόμαστε, ο αέρας που ήδη αναπνέουμε. Είναι ο καθρέφτης που αντανακλά την ουσία μας όταν τολμούμε να κοιτάξουμε χωρίς φόβο, χωρίς όνομα, χωρίς τέλος.
Η Μυστικιστική Αποκάλυψη
Στην καρδιά του μυστικού, η Αλήθεια δεν είναι δόγμα αλλά χορός—ένα στροβιλιζόμενο, ατελείωτο αγκάλιασμα του θείου και του ανθρώπινου, του ορατού και του αόρατου. Είναι η φωτιά που καταναλώνει χωρίς να καίει, το νερό που σβήνει τη δίψα χωρίς να πνίγει, ο άνεμος που ανυψώνει χωρίς να σκορπίζει. Το να ζεις στην Αλήθεια είναι να περπατάς στην άκρη του παράδοξου, όπου τα αντίθετα διαλύονται και όλα γίνονται ένα.
Αυτός είναι ο μυστικιστικός δρόμος: να βλέπεις με ολόκληρη την ύπαρξη, να νιώθεις τον παλμό του αιώνιου στη φευγαλέα στιγμή, να γνωρίζεις ότι η Αλήθεια δεν είναι χωριστά από εμάς αλλά μέσα μας, γύρω μας, ως εμείς. Είναι η αμόλυντη φλόγα που φωτίζει τον κόσμο, αλλά δεν ανήκει σε κανέναν. Είναι η καθαρότητα που υπερβαίνει το βέβηλο, αλλά λάμπει μέσα από αυτό. Είναι το όραμα που τυφλώνει τα μάτια της σκέψης, αλλά αφυπνίζει την ψυχή στην άπειρη θέασή της.
Το Κάλεσμα
Έτσι, αναζητητή, άφησε κάτω τα εργαλεία της αναζήτησής σου. Ησύχασε τον νου που φωνάζει, μαλάκωσε την καρδιά που φυλάει, ακινητοποίησε τα χέρια που αρπάζουν. Στάσου γυμνός μπροστά στο μυστήριο, όχι με ντροπή αλλά με δέος. Δες την Αλήθεια με ολόκληρη την ύπαρξή σου—όχι ως κάτι προς κατοχή, αλλά ως ζωή προς ενσάρκωση. Γιατί η Αλήθεια είναι εδώ, τώρα, στο διάστημα ανάμεσα σε αυτές τις λέξεις, στη σιωπή που ακολουθεί, στην ανάσα που υψώνεται καθώς διαβάζεις. Είναι εκεί που δεν κοιτάζεις, αλλά εκεί που πάντα ήσουν.
Μην ψάχνεις άλλο. Να είσαι.
Τα παντα "ρει"
Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων: Για να καταλάβεις τον Αριστοτέλη δεν χρειάζεσαι καμιά αλλαγή στο είναι σου, χρειάζεσαι απλώς πληροφόρηση. Το σχολείο μπορεί να σου προσφέρει πληροφορίες για τη λογική, για τη φιλοσοφία. Μπορείς να συλλέξεις γνώσεις και μ' αυτές να κατανοήσεις τον Αριστοτέλη.
Για να τον καταλάβεις δεν χρειάζεται ν' αλλάξεις. Χρειάζεται να προσθέσεις απλώς μερικές γνώσεις παραπάνω. Η ύπαρξη σου μένει ίδια. Εσύ μένεις εσύ. Δεν χρειάζεσαι διαφορετικό επίπεδο συνειδητότητας. Δεν είναι αναγκαίο! Ο Αριστοτέλης είναι κρυστάλλινος. Για να τον καταλάβεις αρκεί μια προσπάθεια. Καθένας που διαθέτει κοινό νου μπορεί να τον καταλάβει. Αλλά η κατανόηση του Ηράκλειτου είναι δύσκολη, γιατί οι γνώσεις που μαζεύεις δε βοηθούν και πολύ. Ο καλλιεργημένος νους δε βοηθά σ' αυτή την περίπτωση. Θα χρειαστείς διαφορετική ποιότητα ύπαρξης κι αυτό είναι δύσκολο. Θα χρειαστεί να αλλάξεις. Γι' αυτό τον ονομάζουν σκοτεινό. Αλλά δεν είναι!...
Ο Ηράκλειτος είναι μία ύπαρξη τόσο φωτεινή, που όταν τον κοιτάς, τα μάτια σου χάνουν την ικανότητα να βλέπουν, το φως είναι πάρα πολύ για σένα. Δεν είσαι συνηθισμένος σε τόσο φως. Γι' αυτό, πριν ατενίσεις τον Ηράκλειτο, πρέπει να κάνεις μερικές προετοιμασίες.
Όταν μιλά ο Ηράκλειτος φαίνεται αινιγματικός, γιατί εκφράζεται αντιφατικά. Αυτοί που γνωρίζουν πάντα εκφράζονται αντιφατικά. Υπάρχει λόγος που συμβαίνει αυτό. Δεν είναι αινιγματικοί, είναι πολύ απλοί. Μα, τι να κάνουν; Αν η ζωή η ίδια είναι μια αντίφαση, τι άλλο μπορούν να κάνουν; Για να αποφύγεις τις αντιφάσεις, μπορείς να φτιάξεις τακτοποιημένες και ξεκάθαρες θεωρίες, αλλά θα είναι λαθεμένες Δεν θα 'ναι αληθινές μες στην πραγματικότητα της ζωής. Ο Αριστοτέλης είναι σαφής, είναι καθαρός μοιάζει με περιποιημένο κήπο. Ο Ηράκλειτος είναι άγριο δάσος.
Με τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει δυσκολία. Εκείνος αποφεύγει την αντίφαση. Έχει φτιάξει ένα τακτοποιημένο, ένα καθαρό δόγμα, ένα δόγμα ελκυστικό. Θα φοβηθείς όταν έρθεις αντιμέτωπος με τον Ηράκλειτο, γιατί εκείνος ανοίγει την πόρτα της ζωής. Και η ζωή είναι αντιφατική. Ο Βούδας είναι αντιφατικός, ο Λάο Τσου είναι αντιφατικός. Όλοι όσοι έχουν ¨γνωρίσει¨ είναι σίγουρα αντιφατικοί. Και τι άλλο να κάνουν; Η ίδια η ζωή είναι αντιφατική κι αυτοί ακολουθούν τη ζωή. Η ζωή δεν είναι λογική. Είναι Λόγος, αλλά δεν είναι λογική. Είναι κόσμος, δεν είναι χάος. Δεν είναι λογική.
Πρέπει να καταλάβεις τη λέξη Λόγος, γιατί ο Ηράκλειτος τη χρησιμοποιεί συχνά. Κι επίσης πρέπει να κατανοήσεις τη διαφορά ανάμεσα στο λόγο και τη λογική. Η λογική είναι μια θεωρία για την αλήθεια. Ο λόγος είναι η ίδια η αλήθεια. Ο λόγος είναι υπαρξιακός. Η λογική δεν είναι. Η λογική είναι κατηγόρημα της νόησης, της θεωρίας. Προσπάθησε να το καταλάβεις. Αν δεις τη ζωή, θα πεις πως υπάρχει και ο θάνατος. Πώς μπορείς να αποφύγεις το θάνατο; Αν κοιτάξεις τη ζωή, ο θάνατος υπονοείται. Κάθε στιγμή της ζωής είναι επίσης και θανάτου. Αν χωρίσεις τη ζωή από το θάνατο, τότε δεν μπορείς να καταλάβεις ούτε τη ζωή, ούτε το θάνατο. Παραμένουν για 'σένα άλυτο αίνιγμα.
Ζωή και θάνατος είναι σαν δύο φτερούγες ή σαν δύο πόδια. Δεν μπορείς να κινηθείς μόνο με το δεξί ή μόνο με το αριστερό πόδι. Στη ζωή δεν μπορείς να είσαι μόνο δεξιός ή μόνο αριστερός. Είσαι αναγκαστικά και τα δύο. Δογματικά, μπορείς να είσαι δεξιός ή αριστερός, αλλά τα δόγματα είναι έξω από την αλήθεια της ζωής γιατί, αναγκαστικά, τα δόγματα είναι τακτοποιημένα και ξεκάθαρα, ενώ η ζωή δεν είναι. Η ζωή είναι απεριόριστη.
Ο Ουΐτμαν, ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές στον κόσμο, λέει: "Αντιφάσκω με τον εαυτό μου, γιατί είμαι απεριόριστος".
Με τη λογική γίνεσαι στενόμυαλος. Δεν μπορείς να είσαι απέραντος. Αν φοβάσαι την αντίφαση, ποτέ δε θα πλατύνει ο νους σου. Θα είσαι υποχρεωμένος να διαλέγεις, να συμπιέζεσαι, να αποφεύγεις την αντίφαση, να την κρύβεις. Αλλά, μήπως αν την κρύψεις, θα χαθεί; Μήπως, αν πάρεις το βλέμμα σου από το θάνατο, θα τον αποφύγεις;
Όλα έχουν τη θέση τους μέσα στην αρμονία. Να γιατί ονομάζουν τον Ηράκλειτο Αινιγματικό. Ο Λάο Τσου θα τον είχε κατανοήσει βαθιά, όμως ο Αριστοτέλης δεν μπόρεσε. Και, ατυχώς, ο Αριστοτέλης υπήρξε η πηγή της ελληνικής σκέψης. Κι ακόμα ατυχέστερα, η ελληνική σκέψη υπήρξε η βάση της δυτικής σκέψης.
Ποιό είναι το νόημα του Ηράκλειτου, το βαθύτερο νοημά του; Προσπάθησε να καταλάβεις, για να μπορέσεις να με παρακολουθήσεις. Δεν πιστεύει στο είναι, πιστεύει στο γίγνεσθαι. Ο Θεός γι' αυτόν είναι γίγνεσθαι. Αν παρατηρήσεις προσεκτικά θα δεις ότι στον κόσμο δεν υπάρχουν πράγματα. Τα πάντα είναι μια συνεχής εξελικτική διαδικασία. Η χρήση της λέξης "είναι", όταν μιλάς για την ύπαρξη, είναι λάθος. Γιατί τα πάντα είναι γίγνεσθαι. Τίποτα, δε βρίσκεται στην κατάσταση του "είναι". Τίποτα!
Η ζωή είναι κίνηση. Σαν το ποτάμι είναι η ζωή, που συνεχώς κινείται. Λέει ο Ηράκλειτος: "Δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι δυό φορές", γιατί τη στιγμή που πας να μπεις για δεύτερη φορά, το ποτάμι έχει ήδη κυλήσει. Είναι ροή. Μπορείς να συναντήσεις τον ίδιο άνθρωπο δυο φορές; Αδύνατον. Ήσασταν εδώ χθες το πρωί, είσαστε και τώρα. Μα εγώ είμαι σήμερα ο ίδιος με εκείνον που ήμουν χθες; Εσείς είστε οι ίδιοι; Και τα δυο ποτάμια έχουν κυλήσει. Ίσως αύριο πάλι να είστε εδώ, μα δε θα με βρείτε. Εδώ που στέκομαι θα βρίσκεται κάποιος άλλος.
Η ζωή είναι αλλαγή. "Μόνο η αλλαγή είναι αιώνια", λέει ο Ηράκλειτος. Το μόνο που δεν αλλάζει ποτέ είναι η αλλαγή. Όλα τα άλλα αλλάζουν. Ο Ηράκλειτος πιστεύει στη συνεχή εξέλιξη. Τα πάντα είναι εξέλιξη. Είναι ο τρόπος που υπάρχουν. Το να υπάρχεις σημαίνει πως βρίσκεσαι σε συνεχή εξέλιξη. Το είναι σημαίνει γίγνεσθαι. Το να παραμένεις εκεί που βρίσκεσαι, σημαίνει πως κινείσαι.
Τίποτα δεν είναι στατικό. Ως και τα βουνά, ως και τα Ιμαλάϊα δεν είναι στατικά. Κινούνται. Γεννιούνται και πεθαίνουν. Τα Ιμαλάϊα είναι μια από τις νεότερες οροσειρές στον κόσμο και εξακολουθούν να αναπτύσσονται. Δεν έχουν φτάσει ακόμα στην τελική τους κορύφωση, είναι πολύ νέα. Κάθε χρόνο ψηλώνουν ένα πόδι. Υπάρχουν και παλιά βουνά που έχουν ολοκληρώσει την ανάπτυξή τους. Τώρα καταρρέουν, γερνούν, οι ράχες τους καμπουριάζουν.
Βλέπεις τους τοίχους γύρω σου; Κάθε μόριό τους είναι μία κίνηση. Δεν μπορείς να τη δεις, γιατί είναι πολύ λεπτή και γρήγορη. Σήμερα οι Φυσικοί συμφωνούν με τον Ηράκλειτο, όχι με τον Αριστοτέλη. Οποτεδήποτε η επιστήμη κάνει άλλο ένα βήμα πιο κοντά στην πραγματικότητα, είναι υποχρεωμένη να συμφωνήσει με τον Λάο Τσου και τον Ηράκλειτο. Σήμερα η επιστήμη λέει ότι τα πάντα είναι σε κίνηση. Ο Έντινγκτον έχει πει ότι η μόνη λανθασμένη λέξη είναι η λέξη παύση. Τίποτα δε βρίσκεται σε παύση. Πρόκειται για λάθος λέξη, που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το είναι υπάρχει μόνο στη γλώσσα. Στη ζωή, στη ύπαρξη δεν υπάρχει είναι.
Τα πάντα είναι γίγνεσθαι. Ο ίδιος ο Ηράκλειτος, όταν λέει για το ποτάμι - και το σύμβολο του ποταμιού είναι βαθύτατο στον Ηράκλειτο - όταν λέει πως δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι, εννοεί επίσης πως, ακόμα κι αν μπεις, είσαι και δεν είσαι ο ίδιος. Επιφανειακά μόνο μοιάζεις ο ίδιος. Δεν άλλαξε μόνο το ποτάμι, άλλαξες κι εσύ...
Για να τον καταλάβεις δεν χρειάζεται ν' αλλάξεις. Χρειάζεται να προσθέσεις απλώς μερικές γνώσεις παραπάνω. Η ύπαρξη σου μένει ίδια. Εσύ μένεις εσύ. Δεν χρειάζεσαι διαφορετικό επίπεδο συνειδητότητας. Δεν είναι αναγκαίο! Ο Αριστοτέλης είναι κρυστάλλινος. Για να τον καταλάβεις αρκεί μια προσπάθεια. Καθένας που διαθέτει κοινό νου μπορεί να τον καταλάβει. Αλλά η κατανόηση του Ηράκλειτου είναι δύσκολη, γιατί οι γνώσεις που μαζεύεις δε βοηθούν και πολύ. Ο καλλιεργημένος νους δε βοηθά σ' αυτή την περίπτωση. Θα χρειαστείς διαφορετική ποιότητα ύπαρξης κι αυτό είναι δύσκολο. Θα χρειαστεί να αλλάξεις. Γι' αυτό τον ονομάζουν σκοτεινό. Αλλά δεν είναι!...
Ο Ηράκλειτος είναι μία ύπαρξη τόσο φωτεινή, που όταν τον κοιτάς, τα μάτια σου χάνουν την ικανότητα να βλέπουν, το φως είναι πάρα πολύ για σένα. Δεν είσαι συνηθισμένος σε τόσο φως. Γι' αυτό, πριν ατενίσεις τον Ηράκλειτο, πρέπει να κάνεις μερικές προετοιμασίες.
Όταν μιλά ο Ηράκλειτος φαίνεται αινιγματικός, γιατί εκφράζεται αντιφατικά. Αυτοί που γνωρίζουν πάντα εκφράζονται αντιφατικά. Υπάρχει λόγος που συμβαίνει αυτό. Δεν είναι αινιγματικοί, είναι πολύ απλοί. Μα, τι να κάνουν; Αν η ζωή η ίδια είναι μια αντίφαση, τι άλλο μπορούν να κάνουν; Για να αποφύγεις τις αντιφάσεις, μπορείς να φτιάξεις τακτοποιημένες και ξεκάθαρες θεωρίες, αλλά θα είναι λαθεμένες Δεν θα 'ναι αληθινές μες στην πραγματικότητα της ζωής. Ο Αριστοτέλης είναι σαφής, είναι καθαρός μοιάζει με περιποιημένο κήπο. Ο Ηράκλειτος είναι άγριο δάσος.
Με τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει δυσκολία. Εκείνος αποφεύγει την αντίφαση. Έχει φτιάξει ένα τακτοποιημένο, ένα καθαρό δόγμα, ένα δόγμα ελκυστικό. Θα φοβηθείς όταν έρθεις αντιμέτωπος με τον Ηράκλειτο, γιατί εκείνος ανοίγει την πόρτα της ζωής. Και η ζωή είναι αντιφατική. Ο Βούδας είναι αντιφατικός, ο Λάο Τσου είναι αντιφατικός. Όλοι όσοι έχουν ¨γνωρίσει¨ είναι σίγουρα αντιφατικοί. Και τι άλλο να κάνουν; Η ίδια η ζωή είναι αντιφατική κι αυτοί ακολουθούν τη ζωή. Η ζωή δεν είναι λογική. Είναι Λόγος, αλλά δεν είναι λογική. Είναι κόσμος, δεν είναι χάος. Δεν είναι λογική.
Πρέπει να καταλάβεις τη λέξη Λόγος, γιατί ο Ηράκλειτος τη χρησιμοποιεί συχνά. Κι επίσης πρέπει να κατανοήσεις τη διαφορά ανάμεσα στο λόγο και τη λογική. Η λογική είναι μια θεωρία για την αλήθεια. Ο λόγος είναι η ίδια η αλήθεια. Ο λόγος είναι υπαρξιακός. Η λογική δεν είναι. Η λογική είναι κατηγόρημα της νόησης, της θεωρίας. Προσπάθησε να το καταλάβεις. Αν δεις τη ζωή, θα πεις πως υπάρχει και ο θάνατος. Πώς μπορείς να αποφύγεις το θάνατο; Αν κοιτάξεις τη ζωή, ο θάνατος υπονοείται. Κάθε στιγμή της ζωής είναι επίσης και θανάτου. Αν χωρίσεις τη ζωή από το θάνατο, τότε δεν μπορείς να καταλάβεις ούτε τη ζωή, ούτε το θάνατο. Παραμένουν για 'σένα άλυτο αίνιγμα.
Η ζωή και ο θάνατος δεν είναι δύο διαφορετικά φαινόμενα, μα είναι πλευρές του ίδιου νομίσματος. Αν διεισδύεις σε βάθος, θα δεις πως η ζωή είναι θάνατος και ο θάνατος είναι ζωή. Τη στιγμή που γεννιέσαι έχεις αρχίσει κιόλας να πεθαίνεις. Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε κι όταν πεθάνεις, αρχίζεις ξανά να ζεις. Αν η ζωή συνεπάγεται το θάνατο, τότε κι ο θάνατος συνεπάγεται τη ζωή. ανήκουν το ένα στο άλλο. Είναι συμπληρωματικά.
Ζωή και θάνατος είναι σαν δύο φτερούγες ή σαν δύο πόδια. Δεν μπορείς να κινηθείς μόνο με το δεξί ή μόνο με το αριστερό πόδι. Στη ζωή δεν μπορείς να είσαι μόνο δεξιός ή μόνο αριστερός. Είσαι αναγκαστικά και τα δύο. Δογματικά, μπορείς να είσαι δεξιός ή αριστερός, αλλά τα δόγματα είναι έξω από την αλήθεια της ζωής γιατί, αναγκαστικά, τα δόγματα είναι τακτοποιημένα και ξεκάθαρα, ενώ η ζωή δεν είναι. Η ζωή είναι απεριόριστη.
Ο Ουΐτμαν, ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές στον κόσμο, λέει: "Αντιφάσκω με τον εαυτό μου, γιατί είμαι απεριόριστος".
Με τη λογική γίνεσαι στενόμυαλος. Δεν μπορείς να είσαι απέραντος. Αν φοβάσαι την αντίφαση, ποτέ δε θα πλατύνει ο νους σου. Θα είσαι υποχρεωμένος να διαλέγεις, να συμπιέζεσαι, να αποφεύγεις την αντίφαση, να την κρύβεις. Αλλά, μήπως αν την κρύψεις, θα χαθεί; Μήπως, αν πάρεις το βλέμμα σου από το θάνατο, θα τον αποφύγεις;
Όλα έχουν τη θέση τους μέσα στην αρμονία. Να γιατί ονομάζουν τον Ηράκλειτο Αινιγματικό. Ο Λάο Τσου θα τον είχε κατανοήσει βαθιά, όμως ο Αριστοτέλης δεν μπόρεσε. Και, ατυχώς, ο Αριστοτέλης υπήρξε η πηγή της ελληνικής σκέψης. Κι ακόμα ατυχέστερα, η ελληνική σκέψη υπήρξε η βάση της δυτικής σκέψης.
Ποιό είναι το νόημα του Ηράκλειτου, το βαθύτερο νοημά του; Προσπάθησε να καταλάβεις, για να μπορέσεις να με παρακολουθήσεις. Δεν πιστεύει στο είναι, πιστεύει στο γίγνεσθαι. Ο Θεός γι' αυτόν είναι γίγνεσθαι. Αν παρατηρήσεις προσεκτικά θα δεις ότι στον κόσμο δεν υπάρχουν πράγματα. Τα πάντα είναι μια συνεχής εξελικτική διαδικασία. Η χρήση της λέξης "είναι", όταν μιλάς για την ύπαρξη, είναι λάθος. Γιατί τα πάντα είναι γίγνεσθαι. Τίποτα, δε βρίσκεται στην κατάσταση του "είναι". Τίποτα!
Η ζωή είναι κίνηση. Σαν το ποτάμι είναι η ζωή, που συνεχώς κινείται. Λέει ο Ηράκλειτος: "Δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι δυό φορές", γιατί τη στιγμή που πας να μπεις για δεύτερη φορά, το ποτάμι έχει ήδη κυλήσει. Είναι ροή. Μπορείς να συναντήσεις τον ίδιο άνθρωπο δυο φορές; Αδύνατον. Ήσασταν εδώ χθες το πρωί, είσαστε και τώρα. Μα εγώ είμαι σήμερα ο ίδιος με εκείνον που ήμουν χθες; Εσείς είστε οι ίδιοι; Και τα δυο ποτάμια έχουν κυλήσει. Ίσως αύριο πάλι να είστε εδώ, μα δε θα με βρείτε. Εδώ που στέκομαι θα βρίσκεται κάποιος άλλος.
Η ζωή είναι αλλαγή. "Μόνο η αλλαγή είναι αιώνια", λέει ο Ηράκλειτος. Το μόνο που δεν αλλάζει ποτέ είναι η αλλαγή. Όλα τα άλλα αλλάζουν. Ο Ηράκλειτος πιστεύει στη συνεχή εξέλιξη. Τα πάντα είναι εξέλιξη. Είναι ο τρόπος που υπάρχουν. Το να υπάρχεις σημαίνει πως βρίσκεσαι σε συνεχή εξέλιξη. Το είναι σημαίνει γίγνεσθαι. Το να παραμένεις εκεί που βρίσκεσαι, σημαίνει πως κινείσαι.
Τίποτα δεν είναι στατικό. Ως και τα βουνά, ως και τα Ιμαλάϊα δεν είναι στατικά. Κινούνται. Γεννιούνται και πεθαίνουν. Τα Ιμαλάϊα είναι μια από τις νεότερες οροσειρές στον κόσμο και εξακολουθούν να αναπτύσσονται. Δεν έχουν φτάσει ακόμα στην τελική τους κορύφωση, είναι πολύ νέα. Κάθε χρόνο ψηλώνουν ένα πόδι. Υπάρχουν και παλιά βουνά που έχουν ολοκληρώσει την ανάπτυξή τους. Τώρα καταρρέουν, γερνούν, οι ράχες τους καμπουριάζουν.
Βλέπεις τους τοίχους γύρω σου; Κάθε μόριό τους είναι μία κίνηση. Δεν μπορείς να τη δεις, γιατί είναι πολύ λεπτή και γρήγορη. Σήμερα οι Φυσικοί συμφωνούν με τον Ηράκλειτο, όχι με τον Αριστοτέλη. Οποτεδήποτε η επιστήμη κάνει άλλο ένα βήμα πιο κοντά στην πραγματικότητα, είναι υποχρεωμένη να συμφωνήσει με τον Λάο Τσου και τον Ηράκλειτο. Σήμερα η επιστήμη λέει ότι τα πάντα είναι σε κίνηση. Ο Έντινγκτον έχει πει ότι η μόνη λανθασμένη λέξη είναι η λέξη παύση. Τίποτα δε βρίσκεται σε παύση. Πρόκειται για λάθος λέξη, που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το είναι υπάρχει μόνο στη γλώσσα. Στη ζωή, στη ύπαρξη δεν υπάρχει είναι.
Τα πάντα είναι γίγνεσθαι. Ο ίδιος ο Ηράκλειτος, όταν λέει για το ποτάμι - και το σύμβολο του ποταμιού είναι βαθύτατο στον Ηράκλειτο - όταν λέει πως δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι, εννοεί επίσης πως, ακόμα κι αν μπεις, είσαι και δεν είσαι ο ίδιος. Επιφανειακά μόνο μοιάζεις ο ίδιος. Δεν άλλαξε μόνο το ποτάμι, άλλαξες κι εσύ...
Ο Αμαζόνιος Ανάμεσά μας
«Όμως, Φρεντ, ποιο είναι τελικά πιο ισχυρό; Η φύση ή η ανατροφή;» ρώτησε η Έβελιν.
«Αμφότερα. Και τα δύο αποδεικνύονται θεμελιώδη για τη συμπεριφορά. Η φύση λειτουργεί μέσω της ανατροφής. Η νοημοσύνη είναι απότοκη δύο παραγόντων: του γενετικού υλικού, που κληρονομείται από τους γονείς, και των περιβαλλοντικών επιρροών επί αυτής της κληρονομιάς. Βλέπετε, η συνεισφορά τους δεν είναι δυνατόν να διαχωριστεί». Ο καθηγητής έμπλεξε τα δάχτυλά του και προσποιήθηκε ότι έκανε να τα ξεμπλέξει αλλά δεν υπάκουαν. «Παρ’ όλα αυτά, αν υποθέσουμε ότι δύο άτομα μεγαλώνουν σε παρόμοιο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον και με παρόμοια εκπαίδευση, μπορούμε να πούμε ότι ο δείκτης νοημοσύνης τους θα καθοριστεί πρωτίστως από το γενετικό υλικό και τις διαφορές των κινήτρων». Ο καθηγητής βιάστηκε να προσθέσει: «Αλλά κι αυτά τα ίδια τα κίνητρα φέρουν επίσης κληρονομική και μαζί περιβαλλοντική σύσταση».
Ο Μάικλ έβλεπε πως η Έβελιν είχε εντελώς απορροφηθεί και πως αυτά που έλεγε ο καθηγητής δεν θα την αποθάρρυναν από τον σκοπό της. Το έμβρυο που εκείνη είχε δημιουργήσει ήταν πια έτοιμο και, σε λιγότερο από μία εβδομάδα, ο γυναικολογικός της κύκλος θα της επέτρεπε να προχωρήσει στη μεταφορά. «Υπάρχουν άλλοι παράγοντες, εκτός από το περιβάλλον και τα γονίδια, που να επηρεάζουν τη συμπεριφορά;» ρώτησε ο Μάικλ.
«Κανείς μέχρι τώρα δεν έχει βρει κάτι άλλο». Ο Μάικλ τον είδε να ξύνει με τα νύχια τη ράχη του τρωκτικού, που είχε βγει στο μεταξύ από την τσέπη και είχε κουρνιάσει στο μπράτσο του. «Εκείνο, όμως, που δεν εκτιμάται όσο θα έπρεπε είναι πως το περιβάλλον ευθύνεται για την έκφραση κάποιων γονιδίων. Το ποια γονίδια θα ενεργοποιηθούν στους εγκεφαλικούς νευρώνες εξαρτάται εν μέρει από το περιβάλλον. Καλύτερα, όμως, να σταματήσω εδώ, πριν αρχίσετε να μεταλλάσσεστε μπροστά στα μάτια μου», κατέληξε ο καθηγητής χαμογελώντας.
Η Έβελιν του ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Έχω ακούσει», ξεκίνησε, «ότι οι νευροεπιστήμονες δεν αφήνουν και πολύ χώρο για την ελεύθερη βούληση. Αλλά δεν υπάρχει πραγματικά καμιά ελευθερία, καμιά ακεραιότητα του ατόμου; Ούτε μία ρωγμή στην παρέλαση γονίδια-περιβάλλον για να ενταχθεί και η ελεύθερη βούληση;»
«Ούτε ελευθερία ούτε ακεραιότητα», απάντησε ο καθηγητής. «Ακριβώς γιατί τα άτομα δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να ελέγξουν την ίδια τη γενετική κατασκευή τους, ούτε και τις περιβαλλοντικές επιρροές στις οποίες υποβάλλονται». Φαινόταν να απολαμβάνει τη θεωρία του, καθώς οι λέξεις έβγαιναν μέσα απ’ τους καπνούς της πίπας. «Αυτό σημαίνει πως η εμπειρία λαξεύει τον χαρακτήρα από το γενετικό υλικό που κληρονομούμε, όπως ο Πραξιτέλης λάξευσε τον Ερμή από ένα κομμάτι μάρμαρο.
«Αν τα άτομα διαπράττουν εγκλήματα», συνέχισε, «είναι το περιβάλλον τους που πρέπει να τιμωρηθεί, δηλαδή να μεταβληθεί, να αλλάξει. Αν φέρονται με τρόπο ευεργετικό προς τους άλλους, είναι το περιβάλλον που πρέπει να επιβραβευτεί· να διατηρηθεί ή και να εμπλουτιστεί στη βάση της υπάρχουσας δομής του».
Στο μεταξύ, ο αρουραίος είχε πηδήσει απ’ το μπράτσο του καθηγητή και σκαρφάλωνε άφοβα στον βραχίονα της πολυθρόνας, με τα πέλματα ν’ αναδιπλώνονται, τη ράχη του να καμπουριάζει, τη μακριά ουρά να αντισταθμίζει το βάρος του κεφαλιού και τα μουστάκια του να σαλεύουν μπρος πίσω, λες και ακολουθούσαν έναν ρυθμό που μόνο αυτός μπορούσε ν’ ακούσει.
«Αμφότερα. Και τα δύο αποδεικνύονται θεμελιώδη για τη συμπεριφορά. Η φύση λειτουργεί μέσω της ανατροφής. Η νοημοσύνη είναι απότοκη δύο παραγόντων: του γενετικού υλικού, που κληρονομείται από τους γονείς, και των περιβαλλοντικών επιρροών επί αυτής της κληρονομιάς. Βλέπετε, η συνεισφορά τους δεν είναι δυνατόν να διαχωριστεί». Ο καθηγητής έμπλεξε τα δάχτυλά του και προσποιήθηκε ότι έκανε να τα ξεμπλέξει αλλά δεν υπάκουαν. «Παρ’ όλα αυτά, αν υποθέσουμε ότι δύο άτομα μεγαλώνουν σε παρόμοιο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον και με παρόμοια εκπαίδευση, μπορούμε να πούμε ότι ο δείκτης νοημοσύνης τους θα καθοριστεί πρωτίστως από το γενετικό υλικό και τις διαφορές των κινήτρων». Ο καθηγητής βιάστηκε να προσθέσει: «Αλλά κι αυτά τα ίδια τα κίνητρα φέρουν επίσης κληρονομική και μαζί περιβαλλοντική σύσταση».
Ο Μάικλ έβλεπε πως η Έβελιν είχε εντελώς απορροφηθεί και πως αυτά που έλεγε ο καθηγητής δεν θα την αποθάρρυναν από τον σκοπό της. Το έμβρυο που εκείνη είχε δημιουργήσει ήταν πια έτοιμο και, σε λιγότερο από μία εβδομάδα, ο γυναικολογικός της κύκλος θα της επέτρεπε να προχωρήσει στη μεταφορά. «Υπάρχουν άλλοι παράγοντες, εκτός από το περιβάλλον και τα γονίδια, που να επηρεάζουν τη συμπεριφορά;» ρώτησε ο Μάικλ.
«Κανείς μέχρι τώρα δεν έχει βρει κάτι άλλο». Ο Μάικλ τον είδε να ξύνει με τα νύχια τη ράχη του τρωκτικού, που είχε βγει στο μεταξύ από την τσέπη και είχε κουρνιάσει στο μπράτσο του. «Εκείνο, όμως, που δεν εκτιμάται όσο θα έπρεπε είναι πως το περιβάλλον ευθύνεται για την έκφραση κάποιων γονιδίων. Το ποια γονίδια θα ενεργοποιηθούν στους εγκεφαλικούς νευρώνες εξαρτάται εν μέρει από το περιβάλλον. Καλύτερα, όμως, να σταματήσω εδώ, πριν αρχίσετε να μεταλλάσσεστε μπροστά στα μάτια μου», κατέληξε ο καθηγητής χαμογελώντας.
Η Έβελιν του ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Έχω ακούσει», ξεκίνησε, «ότι οι νευροεπιστήμονες δεν αφήνουν και πολύ χώρο για την ελεύθερη βούληση. Αλλά δεν υπάρχει πραγματικά καμιά ελευθερία, καμιά ακεραιότητα του ατόμου; Ούτε μία ρωγμή στην παρέλαση γονίδια-περιβάλλον για να ενταχθεί και η ελεύθερη βούληση;»
«Ούτε ελευθερία ούτε ακεραιότητα», απάντησε ο καθηγητής. «Ακριβώς γιατί τα άτομα δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να ελέγξουν την ίδια τη γενετική κατασκευή τους, ούτε και τις περιβαλλοντικές επιρροές στις οποίες υποβάλλονται». Φαινόταν να απολαμβάνει τη θεωρία του, καθώς οι λέξεις έβγαιναν μέσα απ’ τους καπνούς της πίπας. «Αυτό σημαίνει πως η εμπειρία λαξεύει τον χαρακτήρα από το γενετικό υλικό που κληρονομούμε, όπως ο Πραξιτέλης λάξευσε τον Ερμή από ένα κομμάτι μάρμαρο.
«Αν τα άτομα διαπράττουν εγκλήματα», συνέχισε, «είναι το περιβάλλον τους που πρέπει να τιμωρηθεί, δηλαδή να μεταβληθεί, να αλλάξει. Αν φέρονται με τρόπο ευεργετικό προς τους άλλους, είναι το περιβάλλον που πρέπει να επιβραβευτεί· να διατηρηθεί ή και να εμπλουτιστεί στη βάση της υπάρχουσας δομής του».
Στο μεταξύ, ο αρουραίος είχε πηδήσει απ’ το μπράτσο του καθηγητή και σκαρφάλωνε άφοβα στον βραχίονα της πολυθρόνας, με τα πέλματα ν’ αναδιπλώνονται, τη ράχη του να καμπουριάζει, τη μακριά ουρά να αντισταθμίζει το βάρος του κεφαλιού και τα μουστάκια του να σαλεύουν μπρος πίσω, λες και ακολουθούσαν έναν ρυθμό που μόνο αυτός μπορούσε ν’ ακούσει.
Το Παράδοξο του Έρωτα που μας (Από)Γοητεύει
Αναλογιζόμενος πώς η αγάπη βελτιώνει τις αλήθειες μας, έγραψα:
«Μια έντιμη ανθρώπινη σχέση - δηλαδή, εκείνη στην οποία δύο άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τη λέξη «αγάπη»- είναι μια διαδικασία, λεπτή, βίαια, συχνά τρομακτική για τα πρόσωπα που εμπλέκονται, είναι μια διαδικασία της διύλισης των αληθειών που μπορούν να πουν ο ένας τον άλλον».
Αλλά μεταξύ των δυαδικοτήτων που δανείζουν στην αγάπη τόσο την ηλεκτρική της ενέργεια όσο και την αγανάκτηση της, την αλληλεπίδραση της συγκίνησης και του τρόμου, την επιθυμία και την απογοήτευση, τη νοσταλγία και τη προληπτική ήττα, βρίσκεται επίσης το γεγονός ότι η πορεία μας σε αυτή την αμοιβαία διύλιση της αλήθειας πρέπει να περάσει μέσα από μια αναγκαία μυθοπλασία:
Εμείς ερωτευόμαστε όχι μόνο ένα πρόσωπο εντελώς ξένο προς εμάς, αλλά μια φαντασίωση για το πώς αυτό το άτομο μπορεί να γεμίσει αυτό που λείπει από την εσωτερική ζωή μας.
Ο ψυχαναλυτής Adam Phillips αντιμετωπίζει αυτό το κεντρικό παράδοξο με ασυνήθιστη σαφήνεια και κομψότητα στο βιβλίο του “Missing Out: In Praise of the Unlived Life”.
Ο Phillips γράφει:
«Όλες οι ερωτικές ιστορίες είναι ιστορίες απογοήτευσης ... το συναίσθημα του έρωτα είναι να σου υπενθυμίζεται μια απογοήτευση που δεν ήξερες ότι είχες.
Θέλατε κάποιον… αισθανθήκατε ότι σας στερείται κάτι…. και τότε φαίνεται να είναι εκεί.
Και αυτό που έχει ανανεωθεί σε αυτή την εμπειρία είναι η ένταση της απογοήτευσης, καθώς και η ένταση της ικανοποίησης.
Είναι σαν, παραδόξως, να περιμένατε κάποιον αλλά δεν ξέρατε ποιος ήταν… μέχρι που έφτασε».
«Είτε γνώριζατε ότι υπήρχε κάτι που έλειπε από τη ζωή σας είτε όχι, θα το μάθετε όταν συναντήσετε το άτομο που θέλετε.
Αυτό που η ψυχανάλυση θα προσθέσει σε αυτή την ιστορία αγάπης είναι αν το άτομο που έχετε ερωτευτεί είναι πραγματικά ο άνδρας ή η γυναίκα των ονείρων σας˙ ότι τους είχατε ονειρευτεί πριν τους συναντήσετε.
Τίποτα δεν έρχεται από το τίποτα, αλλά μόνο από τις προηγούμενες εμπειρίες σας, εκείνες που είναι πραγματικές και εκείνες που ευχηθήκατε.
Αναγνωρίζετε ότι ερωτεύεστε αυτούς τους ανθρώπους με τέτοια βεβαιότητα, γιατί ήδη, κατά κάποιο τρόπο, τους γνωρίζετε και επειδή κυριολεκτικά τους περιμένατε, αισθάνεστε σαν να τους ξέρατε από πάντα, και όμως, ταυτόχρονα, είναι αρκετά ξένοι προς εσάς.
Είναι γνωστά ξένα σώματα».
Αυτή η δυαδικότητα του οικείου και του ξένου αντικατοπτρίζεται στην οσμωτική σχέση μεταξύ της παρουσίας και της απουσίας, την οποία κάθε ξετρελαμένος εραστής γνωρίζει καλά: αυτή η παράλληλη ένταση της λαχτάρας για την παρουσία του εραστή μας και η οδυνηρή απουσία της.
Ο Phillips γράφει:
«Όσο και να έχετε θελήσει, ελπίσει και ονειρευτεί να συναντήσετε το πρόσωπο των ονείρων σας, μόνο όταν το συναντήσετε θα αρχίσει να σας λείπει.
Φαίνεται ότι η παρουσία ενός αντικειμένου είναι υποχρεωμένη να κάνει αισθητή την απουσία της (ή για να καταστεί η απουσία αισθητή).
Ένα είδος νοσταλγίας μπορεί να έχει προηγηθεί της άφιξής του, αλλά θα πρέπει να συναντηθείτε μαζί τους για να αισθανθείτε την πλήρη ισχύ της απογοήτευσής σας κατά την απουσία τους».
Ο έρωτας, αυτή η ανακάλυψη του κρυμμένου πάθους σας, είναι προσπάθειες να εντοπίσετε, να απεικονίσετε και να αποτυπώσετε αυτό με το οποίο ασυνείδητα αισθάνεστε απογοητευμένοι.
«Μια έντιμη ανθρώπινη σχέση - δηλαδή, εκείνη στην οποία δύο άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τη λέξη «αγάπη»- είναι μια διαδικασία, λεπτή, βίαια, συχνά τρομακτική για τα πρόσωπα που εμπλέκονται, είναι μια διαδικασία της διύλισης των αληθειών που μπορούν να πουν ο ένας τον άλλον».
Αλλά μεταξύ των δυαδικοτήτων που δανείζουν στην αγάπη τόσο την ηλεκτρική της ενέργεια όσο και την αγανάκτηση της, την αλληλεπίδραση της συγκίνησης και του τρόμου, την επιθυμία και την απογοήτευση, τη νοσταλγία και τη προληπτική ήττα, βρίσκεται επίσης το γεγονός ότι η πορεία μας σε αυτή την αμοιβαία διύλιση της αλήθειας πρέπει να περάσει μέσα από μια αναγκαία μυθοπλασία:
Εμείς ερωτευόμαστε όχι μόνο ένα πρόσωπο εντελώς ξένο προς εμάς, αλλά μια φαντασίωση για το πώς αυτό το άτομο μπορεί να γεμίσει αυτό που λείπει από την εσωτερική ζωή μας.
Ο ψυχαναλυτής Adam Phillips αντιμετωπίζει αυτό το κεντρικό παράδοξο με ασυνήθιστη σαφήνεια και κομψότητα στο βιβλίο του “Missing Out: In Praise of the Unlived Life”.
Ο Phillips γράφει:
«Όλες οι ερωτικές ιστορίες είναι ιστορίες απογοήτευσης ... το συναίσθημα του έρωτα είναι να σου υπενθυμίζεται μια απογοήτευση που δεν ήξερες ότι είχες.
Θέλατε κάποιον… αισθανθήκατε ότι σας στερείται κάτι…. και τότε φαίνεται να είναι εκεί.
Και αυτό που έχει ανανεωθεί σε αυτή την εμπειρία είναι η ένταση της απογοήτευσης, καθώς και η ένταση της ικανοποίησης.
Είναι σαν, παραδόξως, να περιμένατε κάποιον αλλά δεν ξέρατε ποιος ήταν… μέχρι που έφτασε».
«Είτε γνώριζατε ότι υπήρχε κάτι που έλειπε από τη ζωή σας είτε όχι, θα το μάθετε όταν συναντήσετε το άτομο που θέλετε.
Αυτό που η ψυχανάλυση θα προσθέσει σε αυτή την ιστορία αγάπης είναι αν το άτομο που έχετε ερωτευτεί είναι πραγματικά ο άνδρας ή η γυναίκα των ονείρων σας˙ ότι τους είχατε ονειρευτεί πριν τους συναντήσετε.
Τίποτα δεν έρχεται από το τίποτα, αλλά μόνο από τις προηγούμενες εμπειρίες σας, εκείνες που είναι πραγματικές και εκείνες που ευχηθήκατε.
Αναγνωρίζετε ότι ερωτεύεστε αυτούς τους ανθρώπους με τέτοια βεβαιότητα, γιατί ήδη, κατά κάποιο τρόπο, τους γνωρίζετε και επειδή κυριολεκτικά τους περιμένατε, αισθάνεστε σαν να τους ξέρατε από πάντα, και όμως, ταυτόχρονα, είναι αρκετά ξένοι προς εσάς.
Είναι γνωστά ξένα σώματα».
Αυτή η δυαδικότητα του οικείου και του ξένου αντικατοπτρίζεται στην οσμωτική σχέση μεταξύ της παρουσίας και της απουσίας, την οποία κάθε ξετρελαμένος εραστής γνωρίζει καλά: αυτή η παράλληλη ένταση της λαχτάρας για την παρουσία του εραστή μας και η οδυνηρή απουσία της.
Ο Phillips γράφει:
«Όσο και να έχετε θελήσει, ελπίσει και ονειρευτεί να συναντήσετε το πρόσωπο των ονείρων σας, μόνο όταν το συναντήσετε θα αρχίσει να σας λείπει.
Φαίνεται ότι η παρουσία ενός αντικειμένου είναι υποχρεωμένη να κάνει αισθητή την απουσία της (ή για να καταστεί η απουσία αισθητή).
Ένα είδος νοσταλγίας μπορεί να έχει προηγηθεί της άφιξής του, αλλά θα πρέπει να συναντηθείτε μαζί τους για να αισθανθείτε την πλήρη ισχύ της απογοήτευσής σας κατά την απουσία τους».
Ο έρωτας, αυτή η ανακάλυψη του κρυμμένου πάθους σας, είναι προσπάθειες να εντοπίσετε, να απεικονίσετε και να αποτυπώσετε αυτό με το οποίο ασυνείδητα αισθάνεστε απογοητευμένοι.
Μια πολύ ασυνήθιστη ιδιότητα: Ν’ ακούν πραγματικά ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν μονάχα
«Πήγαινε λοιπόν στη Μόμο!» Γιατί τάχα; Ήταν τόσο έξυπνη η Μόμο που μπορούσε να δώσει μια καλή συμβουλή στον καθένα ή έβρισκε πάντοτε τις κατάλληλες λέξεις όταν κάποιος είχε ανάγκη από παρηγοριά; Ή έβγαζε πάντοτε σοφές και δίκαιες αποφάσεις; Όχι, η Μόμο δεν ήξερε να κάνει τίποτ’ απ’ αυτά, ήταν ίδια όπως κάθε άλλο παιδί.
Μήπως μπορούσε τότε η Μόμο να κάνει κάτι που έφτιαχνε τα κέφια των ανθρώπων; Μήπως, λόγου χάρη, τραγουδούσε εξαιρετικά ωραία, έπαιζε κάποιο μουσικό όργανο; Ή μήπως μπορούσε, μια κι όσο να ’ναι καθόταν σ’ ένα είδος τσίρκου, να χορεύει ή να κάνει τίποτε ακροβατικά; Όχι, δεν ήταν ούτε κι αυτός ο λόγος!
Μήπως μπορούσε να κάνει μαγικά; Ήξερε κανένα μυστικό ξόρκι που έδιωχνε όλες τις στεναχώριες και τις φροντίδες; Ή μήπως ήξερε να διαβάζει το χέρι και να προφητεύει το μέλλον με κάποιον άλλον τρόπο; Τίποτε απ’ αυτά.
Εκείνο που η μικρή Μόμο ήξερε να κάνει, όπως κανένας άλλος, ήταν ν’ ακούει.
Σπουδαία τα λάχανα, ίσως πουν μερικοί από τους αναγνώστες. Ν’ ακούει μπορεί ο καθένας. Εδώ όμως κάνουν ένα μεγάλο λάθος. Ν’ ακούν πραγματικά ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν μονάχα. Κι ο τρόπος που ήξερε ν’ ακούει η Μόμο είχε κάτι το μοναδικό.
Η Μόμο μπορούσε κι άκουγε έτσι που σε κουτούς ανθρώπους έρχονταν στα ξαφνικά πολύ έξυπνες σκέψεις. Κι όχι γιατί έλεγε τίποτα ή ρωτούσε κάτι που οδηγούσε τους άλλους σε τέτοιες σκέψεις, όχι. Το μόνο που έκανε ήταν να κάθεται εκεί και ν’ ακούει με όλη την προσοχή της κι όλη της τη συμπάθεια. Κι εκείνη την ώρα κοίταζε τον άλλο με τα μεγάλα μαύρα μάτια της κι εκείνος ένιωθε ξαφνικά ν’ αναδύονται από μέσα του σκέψεις που ούτε καν υποψιαζόταν πως υπήρχαν.
Μπορούσε κι άκουγε έτσι που άνθρωποι που τα είχαν χαμένα ή δεν παίρνανε μιαν απόφαση ξέρανε ξαφνικά πολύ καλά τι ήταν αυτό που θέλανε. Ή έτσι που ένας δειλός ένιωθε ξαφνικά τον εαυτό του ελεύθερο και γενναίο. Ή κι έτσι που ένας δυστυχισμένος και καταπιεσμένος αποκτούσε πάλι ελπίδες και γινόταν χαρούμενος. Κι αν κάποιος πίστευε πως η ζωή του ήταν αποτυχημένη και δίχως νόημα και πως αυτός ο ίδιος δεν ήταν παρά ένα ασήμαντο ανθρωπάκι ανάμεσα σε εκατομμύρια ανθρώπους και πως μπορούσε ν’ αντικατασταθεί το ίδιο γρήγορα όσο μια σπασμένη γλάστρα και πήγαινε κι έλεγε όλα αυτά στη μικρούλα τη Μόμο, τότε, την ώρα ακόμα που της τα διηγότανε, ξαφνικά στο μυαλό του ξεκαθάριζε μ’ έναν τρόπο μυστηριώδη πως είχε άδικο, πως αυτός, έτσι ακριβώς όπως ήταν φτιαγμένος, ήταν μοναδικός ανάμεσα σ’ όλους τους ανθρώπους και πως γι’ αυτό είχε με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο σημασία για τον κόσμο.
Έτσι λοιπόν μπορούσε κι άκουγε η Μόμο.
Michael Ende, Η Μόμο
Μήπως μπορούσε τότε η Μόμο να κάνει κάτι που έφτιαχνε τα κέφια των ανθρώπων; Μήπως, λόγου χάρη, τραγουδούσε εξαιρετικά ωραία, έπαιζε κάποιο μουσικό όργανο; Ή μήπως μπορούσε, μια κι όσο να ’ναι καθόταν σ’ ένα είδος τσίρκου, να χορεύει ή να κάνει τίποτε ακροβατικά; Όχι, δεν ήταν ούτε κι αυτός ο λόγος!
Μήπως μπορούσε να κάνει μαγικά; Ήξερε κανένα μυστικό ξόρκι που έδιωχνε όλες τις στεναχώριες και τις φροντίδες; Ή μήπως ήξερε να διαβάζει το χέρι και να προφητεύει το μέλλον με κάποιον άλλον τρόπο; Τίποτε απ’ αυτά.
Εκείνο που η μικρή Μόμο ήξερε να κάνει, όπως κανένας άλλος, ήταν ν’ ακούει.
Σπουδαία τα λάχανα, ίσως πουν μερικοί από τους αναγνώστες. Ν’ ακούει μπορεί ο καθένας. Εδώ όμως κάνουν ένα μεγάλο λάθος. Ν’ ακούν πραγματικά ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν μονάχα. Κι ο τρόπος που ήξερε ν’ ακούει η Μόμο είχε κάτι το μοναδικό.
Η Μόμο μπορούσε κι άκουγε έτσι που σε κουτούς ανθρώπους έρχονταν στα ξαφνικά πολύ έξυπνες σκέψεις. Κι όχι γιατί έλεγε τίποτα ή ρωτούσε κάτι που οδηγούσε τους άλλους σε τέτοιες σκέψεις, όχι. Το μόνο που έκανε ήταν να κάθεται εκεί και ν’ ακούει με όλη την προσοχή της κι όλη της τη συμπάθεια. Κι εκείνη την ώρα κοίταζε τον άλλο με τα μεγάλα μαύρα μάτια της κι εκείνος ένιωθε ξαφνικά ν’ αναδύονται από μέσα του σκέψεις που ούτε καν υποψιαζόταν πως υπήρχαν.
Μπορούσε κι άκουγε έτσι που άνθρωποι που τα είχαν χαμένα ή δεν παίρνανε μιαν απόφαση ξέρανε ξαφνικά πολύ καλά τι ήταν αυτό που θέλανε. Ή έτσι που ένας δειλός ένιωθε ξαφνικά τον εαυτό του ελεύθερο και γενναίο. Ή κι έτσι που ένας δυστυχισμένος και καταπιεσμένος αποκτούσε πάλι ελπίδες και γινόταν χαρούμενος. Κι αν κάποιος πίστευε πως η ζωή του ήταν αποτυχημένη και δίχως νόημα και πως αυτός ο ίδιος δεν ήταν παρά ένα ασήμαντο ανθρωπάκι ανάμεσα σε εκατομμύρια ανθρώπους και πως μπορούσε ν’ αντικατασταθεί το ίδιο γρήγορα όσο μια σπασμένη γλάστρα και πήγαινε κι έλεγε όλα αυτά στη μικρούλα τη Μόμο, τότε, την ώρα ακόμα που της τα διηγότανε, ξαφνικά στο μυαλό του ξεκαθάριζε μ’ έναν τρόπο μυστηριώδη πως είχε άδικο, πως αυτός, έτσι ακριβώς όπως ήταν φτιαγμένος, ήταν μοναδικός ανάμεσα σ’ όλους τους ανθρώπους και πως γι’ αυτό είχε με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο σημασία για τον κόσμο.
Έτσι λοιπόν μπορούσε κι άκουγε η Μόμο.
Michael Ende, Η Μόμο
Η αρχέγονη Μέδουσα
Όπως έχω στο παρελθόν εξηγήσει η Μέδουσα συμβολίζει τις φοβίες τα πάθη και το σκοτεινό τμήμα του ασυνείδητου.
Εκτός της Αθηνάς η οποία έφερε ως τρόπαιο στο θώρακά της και πάνω στην ασπίδα της το κεφάλι της αρχέγονης και τρομακτικής Μέδουσας, το ίδιο κεφάλι έφεραν ζωγραφισμένο στις ασπίδες τους επίσης, οι περισσότεροι οπλίτες των Ελληνικών πόλεων. Τι υποδεικνύει αυτό;
Οι αρχαίοι Έλληνες αναγνώριζαν στον αντίπαλο, και την δική τους σκοτεινή φύση. Ο ένας έβλεπε στον άλλο εφόσον έφεραν το ίδιο σύμβολο, την δύναμη του κακού.
Ο πόλεμος υποβιβάζει τον άνθρωπο εφόσον ξυπνά τα πιο ζωώδη ένστικτα του.
Οι «καλοί» έβλεπαν στους αντιπάλους τους «κακούς» και αντίστροφα. Ετεροκαθοριζόμενοι αντιλαμβανόντουσαν την σκοτεινή τους φύση…
Το Μυστήριο της Αυτοθυσίας των Ελλήνων Προγόνων
Όταν οι Έλληνες εθανατώνοντο κατά εκατομμύρια επί βυζαντίου και έγραφαν δια του Ιερού Αίματός των μία λαμπρή σελίδα στην Ελληνική Ιστορία, οι ναζωραίοι ιεροεξεταστές δεν μπορούσαν να εξηγήσουν από πού αντλούσαν τέτοιο ψυχικό σθένος οι Έλληνες και υπέμεναν τόσο φρικτά βασανιστήρια από τους ναζωραίους δημίους.
Σε αυτό το μυστήριο η απάντηση είναι απλή. Οι Έλληνες έπρατταν αυτό που τους δίδαξαν οι… Ιεροφάντες, «Ποτέ δεν θα προσκυνήσετε ξένους θεούς. Οι Πατρώοι Θεοί είναι οι μοναδικοί αληθινοί Θεοί. Δεν θα μιμείστε τα βαρβαρικά ήθη και έθιμα. Θα υπακούτε πάντα και μόνο στους Ιερούς Νόμους των Πατρώων Θεών». Ξανά και ξανά, αυτές οι φράσεις ακουγόντουσαν επί αιώνες από τους Ιεροφάντες του Ελληνισμού.
Αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημα, από που αντλούσαν δύναμη οι Έλληνες για να υπομείνουν τα φρικτά βασανιστήρια της αιρέσεως των ναζωραίων. Αντλούσαν δύναμη από τους Πατρώους Θεούς. Με το παράδειγμα του μαρτυρίου των, οι Έλληνες Εθνομάρτυρες έδειχναν στις νέες γενεές Ελλήνων τον δρόμο προς την Ελευθερία. Αλλά το γιατί οι Ιεροφάντες επαναλάμβαναν αυτές τις Ιερές Εντολές δεν είναι πολύ γνωστό.
Οι Ιεροφάντες ήξεραν ότι αν οι Έλληνες υπηρετούν ξένους θεούς, ή αν ανέχωνται ξένους θεούς, τότε θα ανέχωνται και ξένους νόμους, θα ανέχωνται και την ξένη κατοχή, θα ανέχωνται και τα ξένα βαρβαρικά έθιμα που εισβάλλουν στις ψυχές των.
Για αυτό έλεγαν στον Έλληνα, «ποτέ δεν θα προσκυνάς ξένους θεούς, διότι τότε μία ημέρα θα προσκυνήσεις και ξένους κατακτητές». Οι Θεοί πρόσταζαν την συντριβή των ειδώλων του ραββίνου Τζεσουά και το γκρέμισμα των χριστιανικών εκμαυλιστηρίων. Οι Έλληνες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να εκθεμελιώνουν τους ναούς, τα μνημεία, και τα έθιμα των ξένων ψευδοθεών.
Η Ελληνική Ψυχή εκπαιδεύεται στην Ελευθερία μόνον όταν υπηρετεί τους Αθανάτους Πατρώους Θεούς, ενώ εκπαιδεύεται στην δουλεία όταν προσκυνά τους ξένους ψευδοθεούς.
Ας διδάξουμε με ζήλο στα παιδιά μας το ρητό των Ιεροφαντών: «Δεν υπάρχουν άλλοι Θεοί από τους Πατρώους». Ας διδάξουμε στα παιδιά μας ότι «Αν δεν υπηρετείς ξένους θεούς, δεν θα υποδουλωθείς ποτέ σε ξένους κυβερνήτες. Αλλά αν υπηρετείς ξένους θεούς, θα υποδουλώνεσαι συνεχώς σε ξένους κυβερνήτες».
Όταν οι Έλληνες μάθουν από μικρά παιδιά ότι ανήκουν σε ένα μοναδικό και διαφορετικό έθνος, που έχει δικούς του νόμους και έθιμα, και ότι οι Θεοί του είναι Αθάνατοι, Μοναδικοί και Αληθινοί, όταν μάθουν να σέβωνται την μοναδικότητα και την διαφορετικότητα της Ελληνικής Φυλής, τότε θα τους σέβωνται και οι εχθροί των. Αν οι Έλληνες δεν μάθουν να σέβωνται τον εαυτό τους, την Ελληνική Θρησκεία, τους Πατρώους Θεούς, τα Ελληνικά Ήθη και Έθιμα, τους Ελληνικούς Νόμους, τότε ούτε οι εχθροί τους θα τους σεβαστούν. Αντιθέτως θα τους κατασπαράξουν. Και τότε οι Θεοί δεν θα απλώσουν το χέρι για να τους βοηθήσουν, αλλά θα τους τιμωρήσουν με φωτιά και σίδερο.
Η ασέβεια προς τους Πατρώους Θεούς ισοδυναμεί με υποταγή στους ξένους κατακτητές. Και η αγάπη προς τους Πατρώους Θεούς ισοδυναμεί με επανάσταση εναντίον των ξένων κατακτητών.
Οι Ιεροφάντες του Ελληνισμού ποτέ δεν έκρυψαν τα μυστικά τους απ’ όσους ήθελαν να τα μάθουν. Η Σοφία των Ιεροφαντών ήταν πάντα στην διάθεση όσων απλώνουν το χέρι για να τραφούν από το Ελληνικό Δένδρο της Γνώσεως. Τιμή και Μνήμη στους Εθνομάρτυρες και τους Ιεροφάντες του Ελληνισμού.
Σε αυτό το μυστήριο η απάντηση είναι απλή. Οι Έλληνες έπρατταν αυτό που τους δίδαξαν οι… Ιεροφάντες, «Ποτέ δεν θα προσκυνήσετε ξένους θεούς. Οι Πατρώοι Θεοί είναι οι μοναδικοί αληθινοί Θεοί. Δεν θα μιμείστε τα βαρβαρικά ήθη και έθιμα. Θα υπακούτε πάντα και μόνο στους Ιερούς Νόμους των Πατρώων Θεών». Ξανά και ξανά, αυτές οι φράσεις ακουγόντουσαν επί αιώνες από τους Ιεροφάντες του Ελληνισμού.
Αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημα, από που αντλούσαν δύναμη οι Έλληνες για να υπομείνουν τα φρικτά βασανιστήρια της αιρέσεως των ναζωραίων. Αντλούσαν δύναμη από τους Πατρώους Θεούς. Με το παράδειγμα του μαρτυρίου των, οι Έλληνες Εθνομάρτυρες έδειχναν στις νέες γενεές Ελλήνων τον δρόμο προς την Ελευθερία. Αλλά το γιατί οι Ιεροφάντες επαναλάμβαναν αυτές τις Ιερές Εντολές δεν είναι πολύ γνωστό.
Οι Ιεροφάντες ήξεραν ότι αν οι Έλληνες υπηρετούν ξένους θεούς, ή αν ανέχωνται ξένους θεούς, τότε θα ανέχωνται και ξένους νόμους, θα ανέχωνται και την ξένη κατοχή, θα ανέχωνται και τα ξένα βαρβαρικά έθιμα που εισβάλλουν στις ψυχές των.
Για αυτό έλεγαν στον Έλληνα, «ποτέ δεν θα προσκυνάς ξένους θεούς, διότι τότε μία ημέρα θα προσκυνήσεις και ξένους κατακτητές». Οι Θεοί πρόσταζαν την συντριβή των ειδώλων του ραββίνου Τζεσουά και το γκρέμισμα των χριστιανικών εκμαυλιστηρίων. Οι Έλληνες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να εκθεμελιώνουν τους ναούς, τα μνημεία, και τα έθιμα των ξένων ψευδοθεών.
Η Ελληνική Ψυχή εκπαιδεύεται στην Ελευθερία μόνον όταν υπηρετεί τους Αθανάτους Πατρώους Θεούς, ενώ εκπαιδεύεται στην δουλεία όταν προσκυνά τους ξένους ψευδοθεούς.
Ας διδάξουμε με ζήλο στα παιδιά μας το ρητό των Ιεροφαντών: «Δεν υπάρχουν άλλοι Θεοί από τους Πατρώους». Ας διδάξουμε στα παιδιά μας ότι «Αν δεν υπηρετείς ξένους θεούς, δεν θα υποδουλωθείς ποτέ σε ξένους κυβερνήτες. Αλλά αν υπηρετείς ξένους θεούς, θα υποδουλώνεσαι συνεχώς σε ξένους κυβερνήτες».
Όταν οι Έλληνες μάθουν από μικρά παιδιά ότι ανήκουν σε ένα μοναδικό και διαφορετικό έθνος, που έχει δικούς του νόμους και έθιμα, και ότι οι Θεοί του είναι Αθάνατοι, Μοναδικοί και Αληθινοί, όταν μάθουν να σέβωνται την μοναδικότητα και την διαφορετικότητα της Ελληνικής Φυλής, τότε θα τους σέβωνται και οι εχθροί των. Αν οι Έλληνες δεν μάθουν να σέβωνται τον εαυτό τους, την Ελληνική Θρησκεία, τους Πατρώους Θεούς, τα Ελληνικά Ήθη και Έθιμα, τους Ελληνικούς Νόμους, τότε ούτε οι εχθροί τους θα τους σεβαστούν. Αντιθέτως θα τους κατασπαράξουν. Και τότε οι Θεοί δεν θα απλώσουν το χέρι για να τους βοηθήσουν, αλλά θα τους τιμωρήσουν με φωτιά και σίδερο.
Η ασέβεια προς τους Πατρώους Θεούς ισοδυναμεί με υποταγή στους ξένους κατακτητές. Και η αγάπη προς τους Πατρώους Θεούς ισοδυναμεί με επανάσταση εναντίον των ξένων κατακτητών.
Οι Ιεροφάντες του Ελληνισμού ποτέ δεν έκρυψαν τα μυστικά τους απ’ όσους ήθελαν να τα μάθουν. Η Σοφία των Ιεροφαντών ήταν πάντα στην διάθεση όσων απλώνουν το χέρι για να τραφούν από το Ελληνικό Δένδρο της Γνώσεως. Τιμή και Μνήμη στους Εθνομάρτυρες και τους Ιεροφάντες του Ελληνισμού.
ΘΕΟΣ ΑΡΗΣ
Πρωτεύων Θεός της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας, εκφραστής της τυφλής εκβολής ωμής ενέργειας, «υιός» κατά μία εκδοχή του Θεού Διός και της Θεάς Ήρας (με «αδελφή» του την Θεά Έριδα), κατά μία δεύτερη εκδοχή του Θεού Διός και της πρωτόγονης θεότητας Ενυούς (εκ του «ενυώς», δηλαδή τρόμος, εξ ού και η επίκληση «Ενυάλιος») και κατά μία τρίτη εκδοχή, που αφορά την ύστερη αρχαιότητα, μόνον της Θεάς Ήρας δίχως την μεσολάβηση «αρσενικού» στοιχείου (γι' αυτό και ονομάσθηκε «απάτωρ», όπως η Θεά Αθηνά ονομάσθηκε «αμήτωρ»), απλώς μυρίζοντας ένα θαυμαστό άνθος της πεδιάδας της Ωλένου (Οβίδιος).
Μία παράδοση, που αποτελεί συνέχεια της τελευταίας εκδοχής, τον θέλει να έχει ανατραφεί στη Θράκη με τροφό του την θνητή Θηρώ (εξ ού και η επίκληση «Θηρειτάς» ή «Θηρίτας», με την οποία λατρευόταν στις Θεράπνες της Λακωνίας) και γυμναστή και δάσκαλό του τον Πρίαπο, που στην προκείμενη περίπτωση φέρεται είτε ως Τιτάνας είτε ως ένας από τους «Ιδαίους Δακτύλους». Ως αμοιβή του Πριάπου για την άριστη εκπαίδευση του «υιού» της στην όρχηση, την ταχύτητα και την πολεμική τέχνη, η Θεά Ήρα όρισε να καταλήγει σε αυτόν το ένα δέκατο όλων των λαφύρων που έκτοτε θα αποκτούσε ο Άρης στους πολέμους και τις μάχες των θνητών.
ΕΤΥΜΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ
Γνωρίζουμε από τον Κορνούτο ότι το όνομα του Θεού Άρεως ετυμολογείται είτε από το «αίρειν» ή «αναιρείν», είτε από την λέξη «αρά» (βλάβη, πλήγμα). Ο Άρης θεωρείται Θεός της σύγκρουσης, ιδίως της πολεμικής, χαρακτηριστικά είναι δε τα προσωνύμιά του «ανδροφόνος», «βροτόλοιγος», «δορυμήστωρ», «δακρυγόνος», «οπλοχαρής», «πολύδακρυς», «σιδήρεος», «στράτιος», «τειχεσιπλήτης», «φιλαίματος» και «χαλκάρματος».
ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ο Άρης εκπροσωπεί το αχαλίνωτο πάθος, την επιθετικότητα, την τολμηρότητα, την αγριότητα, το άκοσμο και το θορυβώδες (εξ ού και οι επικλήσεις του «άγριος», «θρασύς», «θρασυμήτης» και «ωμός») και εν γένει κάθε τυφλή εκβολή ωμής ενέργειας, καθώς και το αλλοπρόσαλλο πνεύμα («Ιλιάς», Ε, 830 και 889). Η φύση του ημερεύει μόνον μπροστά στα δημιουργικά έργα της Θεάς Δηούς - Δήμητρος ή στην ερωτική ισχύ της Θεάς Αφροδίτης που τον βιάζει, τον δαμάζει και γεννά από την ένωσή του την Θεά Αρμονία, την οποία ο Εμπεδοκλής ορίζει πολύ σωστά ως εναλλασσόμενη δράση Φιλότητας και Φιλονικίας («...άλλοτε η Φιλότης ενώνει τα πράγματα και τα κάνει ένα, και άλλοτε η έχθρα της Φιλονικίας τα χωρίζει...»). Σε μία άλλη ύστερη (Κικέρων, «De natura Deorum», 3.59) εκδοχή της ενώσεώς του με την Θεά Αφροδίτη, ο Θεός Άρης γέννησε τον Έρωτα και τον Αντέρωτα.
Κάθε φορά που ο Θεός σχετίζεται με την Θεά Δηώ - Δήμητρα, μετατρέπεται σε γονιμικό και κρηναίο, αρδευτικό Θεό, όπως μαρτυρούν κάποιες λατρείες του στην Αττική, την Τεγέα (υπό την επίκληση «αφνειός», ήτοι Θεός της αφθονίας, βλ. Παυσανίας, VIII 44, 7 - 8) και την Βοιωτία. Σχετική είναι η αθηναϊκή αφήγηση της ενώσεώς του με την θνητή Άγραυλο (μεταφορά για την καλλιεργήσιμη γη), από όπου γεννήθηκε η Αλκίππη ή Αγανίππη (μεταφορά για την αιώνια πηγή της ζωής).
Στο κατεξοχήν πεδίο δικαιοδοσίας του, δηλαδή στην άμεση σύγκρουση, ο Θεός Άρης νικάει τους πάντες πλην της Θεάς Αθηνάς, δηλαδή της Σύνεσης και της Σοφίας, άρα κατ' επέκταση και της πολεμικής στρατηγικής. Ο Θεός Άρης απεικονίζεται πάνοπλος επάνω σε άρμα που το σέρνουν τέσσαρες άγριοι και φοβεροί ίπποι, πλαισιωμένος από τους δύο δικούς του «υιούς», τον Δείμο (δηλαδή τον Τρόμο) και τον Φόβο (αδέλφια και οι δύο της Αρμονίας από την ένωσή του με την Θεά Αφροδίτη), καθώς και από τον Θυμό, τον «υιό» του Αλαλαγμό, την «αδελφή» του Έριδα, την Βοή, αλλά και την «μητέρα» του Ενυώ.
ΙΕΡΑ - ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
Ιερό μέταλλο του Θεού είναι ο σίδηρος και, κατ' επέκταση, πρέποντα αφιερώματα προς αυτόν όλα τα σιδηρά όπλα. Ιερό άνθος του είναι η παπαρούνα, ιερό χρώμα του το κόκκινο. Γνωρίζουμε από τον Κορνούτο ότι ιερά ζώα του είναι ο γύπας, ο πετεινός (τόσο για το μαχητικό της φύσης του, όσο και κατά την παράδοση του έρωτα Άρεως - Αφροδίτης, όπου αναφέρεται ως υπηρέτης του πρώτου ο Αλεκτρύων, που αποκοιμήθηκε και δεν μπόρεσε να σώσει τον κύριό του, μεταμορφωθείς για τιμωρία σε πετεινό που έκτοτε φωνάζει μόλις εμφανίζεται ο καταδότης των παρονόμων ερώτων Ήλιος) και ο σκύλος. Εμβλήματά του οι αναμμένες δάδες και τα όποια όπλα χειρός.
ΕΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Επίκληση του Θεού Άρεως γίνεται μόνο όταν όλες οι ειρηνικές λύσεις εξαντλούνται και απομένει μόνον η άμεση σύγκρουση. Οι ιερείς του Θεού (οι «πυρφόροι») προχωρούν μπροστά από τον συνταγμένο στρατό πριν την επίθεση, κι εξακοντίζουν τις δάδες του Άρεως κατά των εχθρών. Στην ειρήνη, οι επικλήσεις είναι μόνο εξευμενιστικές, προς έναν Θεό τον οποίο φοβούμενοι ακόμα και οι κατ' εξοχήν πολεμιστές Σπαρτιάτες, τον απεικονίζουν αλυσοδεμένο. Ο ένας από τους δύο λεγόμενους «ορφικούς» ύμνους του Θεού Άρεως τον επικαλείται εξευμενιστικά ως εξής:
«Άρρηκτ', ομβριμόθυμε, μεγασθενές, άλκιμε δαίμον
οπλοχαρής, αδάμαστε, βροτοκτόνε, τειχισιπλήτα
Άρες άναξ, οπλόδουπε, φόνοις πεπαλαγμένος αιεί
αίματι ανδροφόνωι χαίρων, πολεμόκλονε, φρικτέ,
ος ποθέεις ξίφεσίν τε και έγχεσι δήριν άμουσον
στήσον έριν λυσσώσαν, άνες πόνον αλγεσίθυμον,
εις δε πόθον νεύσον Κύπριδος κώμους τε Λυαίου
αλλάξας αλκήν όπλων εις έργα τα Δηούς
ειρήνην ποθέων κουροτρόφον, ολβιοδώτιν».
ενώ και ο δεύτερος («Εις Άρεα») καταλήγει ανάλογα: «θάρρος χάρισέ μου μακάριε, να κρατιέμαι στους σωτήριους θεσμούς της ειρήνης, αποφεύγοντας τις μάχες με τους εχθρούς μου και τους βίαιους θανάτους».
Ο ΑΡΗΣ ΤΩΝ ΕΤΡΟΥΣΚΩΝ
Ο αντίστοιχος Θεός των Ετρούσκων είναι ο Μάρις ή Μάσο (Maris ή Αpa Maris, δηλαδή. «αρσενικός», Maso), προστάτης και κυβερνήτης Θεός της γεωργίας, της γονιμότητας, της αύξησης, της άνοιξης, της οιωνοσκοπίας, αλλά και του πολέμου, περαιτέρω αντιστοιχών προς τον Ρωμαίο Μαρς. Ο Μάρις συχνά απεικονιζόταν μαζί με την Θεά Τουράν, που αντιστοιχεί στην Θεά Αφροδίτη των Ελλήνων. Ενίοτε τον πλαισίωνε η Μέαν (Mean), η πανάρχαια Θεά που χάριζε την νίκη σε όλα τα είδη συγκρούσεων, είτε αμυντικών είτε επιθετικών και που αργότερα οι Ρωμαίοι την ταύτισαν με τις Θεές Βικτόρια (Victoria) και Βακούνα (Vacuna).
Ο ΑΡΗΣ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ
Ο αντίστοιχος προς τον Θεό Άρη Θεός των Ρωμαίων είναι ο Μαρς (Mars, Mavors, Mamers), ένας πρωτεύων Θεός, δεύτερος στην ιεραρχία του εθνικού ρωμαϊκού Πανθέου μετά από τον ύπατο Θεό Ιούπιτερ, με αρχιερέα του τον λεγόμενο «Flamen Martialis». Το όνομά του ετυμολογείται κατά τον Οβίδιο από το «mas», «maris», που σημαίνει ανδροπρεπής, αρσενικός, το δε «Mavors», σύμφωνα με τον Κικέρωνα (De natura Deorum 2,26) από το «magna vertere», δηλαδή το «πολυκαταστρέφειν».
Περισσότερο κοντά στον Μάρις των Ετρούσκων, ο Μαρς είναι Θεός του πολέμου, προστάτης της γεωργίας και των αγροτών, ένοπλος υπερασπιστής της καλλιεργημένης γης, προσωποποίηση της αρχής του ζωοποιού Ηλίου, προστάτης των πολιτικών θεσμών και του αμάχου λαού, καθώς και έφορος της οιωνοσκοπίας (της έμμεσης μαντικής, που είναι απαραίτητη σε όσους οδηγούν στρατούς). Ο Μαρς γεννήθηκε με παρθενογένεση από την Θεά Ιούνο (σε επαφή της με ένα άνθος που της προμήθευσε η Θεά Φλόρα) και «υιοί» του θεωρούντο οι Ρωμύλος και Ρέμος, τους οποίους η ρωμαϊκή μυθολόγηση ήθελε να έχει γεννήσει ο Θεός με την εστιάδα ιέρεια Ρέα Σύλβια. Ως ο Θεός - Πατέρας, Mars «Pater», των ιδρυτών της Αιώνιας Πόλεως, λατρευόταν κατά την διάρκεια ολόκληρου του έτους με πάμπολλες και επιβλητικές εορτές, ενώ οι ιταλικές φυλές των Marsians, Marrucians και Mamertines επίσης τον θεωρούσαν δικό τους γενάρχη.
Στην Ρώμη, ο Θεός αρχικά λατρεύτηκε με το απλό άγαλμα - σύμβολο του δόρατος, όπως μαρτυρά μία σχετική τελετή, κατά την οποία ο αξιωματικός - ιερέας, κοιτάζοντας το Ιερό Δόρυ που φυλασσόταν στο «Μέγαρο της Regia» αναφωνούσε το «Mars, vigila !». Ο Dumezil αναφέρει ότι στο «Sacrarium Martis» του «Μεγάρου της Regia» φυλάσσονταν όλα τα ιερά αντικείμενα που σχετίζονταν με τον Πόλεμο και τα χρησιμοποιούσαν ως σύμβολα της παρουσίας του Θεού σε κάποιες ιεροπραξίες.
Ο Θεός Μαρς αποτελούσε τμήμα της αρχαϊκής ρωμαϊκής Ιερής Τριάδας Juppiter - Mars - Quirinus, όμως αργότερα αντικαταστάθηκε από τη Θεά Juno «Regina», όπως άλλωστε και ο Quirinus από τη Θεά Minerva. Κατά την αυτοκρατορική εποχή ο Μαρς ανέπτυξε την πολεμική του κυρίως πλευρά και σημαντική του επίκληση υπήρξε η Mars «Ultor», δηλαδή Μαρς «Εκδικητής». Όντας ο οπλισμένος υπερασπιστής μιας πόλης στην οποία απαγορευόταν η είσοδος και παραμονή οπλισμένων στρατιωτικών τμημάτων, ο Ναός του Μαρς βρισκόταν έξω από το Pomerio, στο λεγόμενο «Campo di Marte» (ελληνιστί «Πεδίον του Άρεως»), όπου διεξάγονταν όλες οι πολεμικές ασκήσεις, στις οποίες πρωταγωνιστούσαν οι νεαροί των στρατιωτικών ακαδημιών.
Από τον Πρεσβύτερο Κάτωνα («De Re Rustica», 141) γνωρίζουμε ότι ως ένοπλος υπερασπιστής, ο Θεός γινόταν ο αποδέκτης επικλήσεων ομόβαθμα από την πλευρά των πολεμιστών πριν από τη μάχη και από την πλευρά των αγροτών πριν από τον «εξαγνισμό» («lustrazione») των καλλιεργούμενων χωραφιών με πλούσιες προσφορές καρπών και ζωοθυσιών: «Ώ, εσύ πατέρα Mars, ευλόγησε το σανό, το σιτάρι, τα αμπέλια και όλες τις καλλιέργειες, και κάνε τες ν' αναπτυχθούν και να γίνουν ώριμες» («..Utique tu, Mars Pater, fruges, frumenta, vineta, virgultaque grandire beneque evenire sinas»).
Με την αρχή του ρωμαϊκού μήνα Μαρτίου (Martius), ο οποίος ήταν αφιερωμένος στον συγκεκριμένο Θεό, ξεκινούσε επίσης και το δωδεκάμηνο «Ιερατικό Έτος» των Ρωμαίων, το οποίο περιελάμβανε πολλές εορτές προς τιμήν του, όπως λ.χ. τα «Matronalia» (τα γενέθλια του Θεού, την 1η του μηνός Μαρτίου), τα «Equirria» (με ιπποδρομίες προς τιμήν του, στις 14 Μαρτίου), το «Agonium» (την 17η Μαρτίου), την πενθήμερη εορτή της εαρινής ισημερίας «Quinquatria» (στις οποίες συνεόρταζε με την Μινέρβα και τελούντο οι «ιερές ορχήσεις» των λεγόμενων «Σαλλίων» ιερέων), το «Tubilustrium» (δηλαδή τον καθαρμό των συμβόλων του Θεού, την 23η Μαρτίου, 23η Μαϊου και 19η Οκτωβρίου), την «Θυσία του Οκτωβριανού Ίππου» στις Ίδες του Οκτωβρίου, κ.ά.
Ιερέας του Θεού Mars ήταν ο λεγόμενος «Flamen Martialis», ένας από τους πέντε βασικούς ανώτατους ιερείς του Αρχιερατικού Συμβουλίου της Ρώμης («Collegio Pontificale Romano»). Μαζί με εκείνον του Θεού Giove (δηλαδή τον «Flamen Dialis») και του Θεού Quirinus (δηλαδή τον «Flamen Quirinalis») αποτελούσαν την καρδιά της ρωμαϊκής ιεραρχίας, το σώμα των «Flamini Maggiori». Παρά την μετέπειτα εκτόπιση των Mars και Quirinus από τις Juno και Minerva και τον σχηματισμό του πενταμελούς Ιερατικού Συμβουλίου, η αρχική Τριάδα δεν έπαψε ποτέ να αντικατοπτρίζει τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της αρχαϊκής ρωμαϊκής κοινωνικής διαστρωμάτωσης: ο «Flamen Dialis» για τους ιερείς, ο «Flamen Martialis» για τους πολεμιστές και ο «Flamen Quirinalis» για τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους.
Ανάμεσα στα πολλά προσωνύμια του Θεού, γνωστότερο είναι το «Pater» («Πατήρ»), αφού θεωρείται πατέρας ολόκληρου του ρωμαϊκού λαού. Αποκαλείται επίσης «Ultor», επειδή εκδικείται τις πολεμικές επιθέσεις ενάντια στην πόλη, «Vigilans», επειδή επαγρυπνά για την προστασία της, «Stator», επειδή μέσα στην αγριότητα της μάχης εμφυσά πολεμική ισχύ και ψυχική δύναμη στους λεγεωνάριους που συγκρούονται με τον εχθρό, «Quirinus», επειδή προστατεύει τους ανθρώπους και τους αγρούς από τις μολύνσεις και τις ασθένειες, «Victor», καθώς αυτός εξασφαλίζει τις νίκες και «Gradivus», επειδή στηρίζει τις προελάσεις.
Στον Θεό Mars ήσαν αφιερωμένοι οι νεαροί του Θιάσου «Ver Sacrum» («Ιερά Άνοιξη»), οι οποίοι σε δύσκολους καιρούς άφηναν τα πάτρια εδάφη για να θεμελιώσουν μία νέα αποικία, ακολουθώντας απλώς τους οιωνούς μιας σειράς από ιερά για τον Θεό ζωντανά πλάσματα (λ.χ. λύκους, πράσινους δρυοκολάπτες, κ.ά.). Ιερά φυτά του είναι η αψιθιά (σύμβολο βασάνων και κακοδαιμονίας), η συκή, η δρυς και η δάφνη, ιερό και μαντευτικό πτηνό του ο πράσινος δρυοκολάπτης («Picus Viridis») και ιερά του ζώα ο λύκος, ο σκύλος, το κριάρι και ο ίππος.
ΚΕΛΤΟ-ΡΩΜΑΪΚΕΣ ΘΕΟΚΡΑΣΙΕΣ
Ως συνέπεια της ρωμαϊκής επέκτασης στις χώρες των Κελτών / Γαλατών δημιουργήθηκαν αρκετές νέες λατρείες, αποτελέσματα θεοκρασίας του Μαρς (τον οποίο οι Κέλτες ταύτισαν με τους Θεούς τους Λευκέτιους, Leucetius, που ήταν ένας κεραύνιος Θεός, Ντουνάτις, Dunatis, του οποίου το όνομα σημαίνει «Προστάτης των Οχυρών» και Κατούριξ, Caturix, του οποίου το όνομα σημαίνει «Βασιλεύς των Μαχών») με διάφορες τοπικές θεότητες. Γνωστότερες από αυτές τις θεοκρασίες είναι οι εξής:
Μάρς Λένους (Mars Lenus), θεραπευτής Θεός, του οποίου η λατρεία εντοπίζεται στο Trier, όπου συλλατρευόταν με την Θεά Ανκάμνα.
Μαρς Μούλλο (Mars Mullo), θεραπευτής Θεός, σημαντικό τέμενος του οποίου υπήρχε στο Allonnes, όπου και βρέθηκαν άφθονα αναθήματα (υπερτριακόσια νομίσματα, γλυπτά αφιερώματα, κ.ά.) που αποδεικνύουν ειδίκευση του Θεού στη θεραπεία ασθενειών της όρασης.
Μάρς Σμέρτριους (Mars Smertrius), επίσης θεραπευτής Θεός, η λατρεία του οποίου εντοπίζεται σε ένα κρηναίο Ιερό στο Moehn, βορείως του Trier, όπου συλλατρευόταν με την Θεά Ανκάμνα.
Μία παράδοση, που αποτελεί συνέχεια της τελευταίας εκδοχής, τον θέλει να έχει ανατραφεί στη Θράκη με τροφό του την θνητή Θηρώ (εξ ού και η επίκληση «Θηρειτάς» ή «Θηρίτας», με την οποία λατρευόταν στις Θεράπνες της Λακωνίας) και γυμναστή και δάσκαλό του τον Πρίαπο, που στην προκείμενη περίπτωση φέρεται είτε ως Τιτάνας είτε ως ένας από τους «Ιδαίους Δακτύλους». Ως αμοιβή του Πριάπου για την άριστη εκπαίδευση του «υιού» της στην όρχηση, την ταχύτητα και την πολεμική τέχνη, η Θεά Ήρα όρισε να καταλήγει σε αυτόν το ένα δέκατο όλων των λαφύρων που έκτοτε θα αποκτούσε ο Άρης στους πολέμους και τις μάχες των θνητών.
ΕΤΥΜΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ
Γνωρίζουμε από τον Κορνούτο ότι το όνομα του Θεού Άρεως ετυμολογείται είτε από το «αίρειν» ή «αναιρείν», είτε από την λέξη «αρά» (βλάβη, πλήγμα). Ο Άρης θεωρείται Θεός της σύγκρουσης, ιδίως της πολεμικής, χαρακτηριστικά είναι δε τα προσωνύμιά του «ανδροφόνος», «βροτόλοιγος», «δορυμήστωρ», «δακρυγόνος», «οπλοχαρής», «πολύδακρυς», «σιδήρεος», «στράτιος», «τειχεσιπλήτης», «φιλαίματος» και «χαλκάρματος».
ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ο Άρης εκπροσωπεί το αχαλίνωτο πάθος, την επιθετικότητα, την τολμηρότητα, την αγριότητα, το άκοσμο και το θορυβώδες (εξ ού και οι επικλήσεις του «άγριος», «θρασύς», «θρασυμήτης» και «ωμός») και εν γένει κάθε τυφλή εκβολή ωμής ενέργειας, καθώς και το αλλοπρόσαλλο πνεύμα («Ιλιάς», Ε, 830 και 889). Η φύση του ημερεύει μόνον μπροστά στα δημιουργικά έργα της Θεάς Δηούς - Δήμητρος ή στην ερωτική ισχύ της Θεάς Αφροδίτης που τον βιάζει, τον δαμάζει και γεννά από την ένωσή του την Θεά Αρμονία, την οποία ο Εμπεδοκλής ορίζει πολύ σωστά ως εναλλασσόμενη δράση Φιλότητας και Φιλονικίας («...άλλοτε η Φιλότης ενώνει τα πράγματα και τα κάνει ένα, και άλλοτε η έχθρα της Φιλονικίας τα χωρίζει...»). Σε μία άλλη ύστερη (Κικέρων, «De natura Deorum», 3.59) εκδοχή της ενώσεώς του με την Θεά Αφροδίτη, ο Θεός Άρης γέννησε τον Έρωτα και τον Αντέρωτα.
Κάθε φορά που ο Θεός σχετίζεται με την Θεά Δηώ - Δήμητρα, μετατρέπεται σε γονιμικό και κρηναίο, αρδευτικό Θεό, όπως μαρτυρούν κάποιες λατρείες του στην Αττική, την Τεγέα (υπό την επίκληση «αφνειός», ήτοι Θεός της αφθονίας, βλ. Παυσανίας, VIII 44, 7 - 8) και την Βοιωτία. Σχετική είναι η αθηναϊκή αφήγηση της ενώσεώς του με την θνητή Άγραυλο (μεταφορά για την καλλιεργήσιμη γη), από όπου γεννήθηκε η Αλκίππη ή Αγανίππη (μεταφορά για την αιώνια πηγή της ζωής).
Στο κατεξοχήν πεδίο δικαιοδοσίας του, δηλαδή στην άμεση σύγκρουση, ο Θεός Άρης νικάει τους πάντες πλην της Θεάς Αθηνάς, δηλαδή της Σύνεσης και της Σοφίας, άρα κατ' επέκταση και της πολεμικής στρατηγικής. Ο Θεός Άρης απεικονίζεται πάνοπλος επάνω σε άρμα που το σέρνουν τέσσαρες άγριοι και φοβεροί ίπποι, πλαισιωμένος από τους δύο δικούς του «υιούς», τον Δείμο (δηλαδή τον Τρόμο) και τον Φόβο (αδέλφια και οι δύο της Αρμονίας από την ένωσή του με την Θεά Αφροδίτη), καθώς και από τον Θυμό, τον «υιό» του Αλαλαγμό, την «αδελφή» του Έριδα, την Βοή, αλλά και την «μητέρα» του Ενυώ.
ΙΕΡΑ - ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
Ιερό μέταλλο του Θεού είναι ο σίδηρος και, κατ' επέκταση, πρέποντα αφιερώματα προς αυτόν όλα τα σιδηρά όπλα. Ιερό άνθος του είναι η παπαρούνα, ιερό χρώμα του το κόκκινο. Γνωρίζουμε από τον Κορνούτο ότι ιερά ζώα του είναι ο γύπας, ο πετεινός (τόσο για το μαχητικό της φύσης του, όσο και κατά την παράδοση του έρωτα Άρεως - Αφροδίτης, όπου αναφέρεται ως υπηρέτης του πρώτου ο Αλεκτρύων, που αποκοιμήθηκε και δεν μπόρεσε να σώσει τον κύριό του, μεταμορφωθείς για τιμωρία σε πετεινό που έκτοτε φωνάζει μόλις εμφανίζεται ο καταδότης των παρονόμων ερώτων Ήλιος) και ο σκύλος. Εμβλήματά του οι αναμμένες δάδες και τα όποια όπλα χειρός.
ΕΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Επίκληση του Θεού Άρεως γίνεται μόνο όταν όλες οι ειρηνικές λύσεις εξαντλούνται και απομένει μόνον η άμεση σύγκρουση. Οι ιερείς του Θεού (οι «πυρφόροι») προχωρούν μπροστά από τον συνταγμένο στρατό πριν την επίθεση, κι εξακοντίζουν τις δάδες του Άρεως κατά των εχθρών. Στην ειρήνη, οι επικλήσεις είναι μόνο εξευμενιστικές, προς έναν Θεό τον οποίο φοβούμενοι ακόμα και οι κατ' εξοχήν πολεμιστές Σπαρτιάτες, τον απεικονίζουν αλυσοδεμένο. Ο ένας από τους δύο λεγόμενους «ορφικούς» ύμνους του Θεού Άρεως τον επικαλείται εξευμενιστικά ως εξής:
«Άρρηκτ', ομβριμόθυμε, μεγασθενές, άλκιμε δαίμον
οπλοχαρής, αδάμαστε, βροτοκτόνε, τειχισιπλήτα
Άρες άναξ, οπλόδουπε, φόνοις πεπαλαγμένος αιεί
αίματι ανδροφόνωι χαίρων, πολεμόκλονε, φρικτέ,
ος ποθέεις ξίφεσίν τε και έγχεσι δήριν άμουσον
στήσον έριν λυσσώσαν, άνες πόνον αλγεσίθυμον,
εις δε πόθον νεύσον Κύπριδος κώμους τε Λυαίου
αλλάξας αλκήν όπλων εις έργα τα Δηούς
ειρήνην ποθέων κουροτρόφον, ολβιοδώτιν».
ενώ και ο δεύτερος («Εις Άρεα») καταλήγει ανάλογα: «θάρρος χάρισέ μου μακάριε, να κρατιέμαι στους σωτήριους θεσμούς της ειρήνης, αποφεύγοντας τις μάχες με τους εχθρούς μου και τους βίαιους θανάτους».
Ο ΑΡΗΣ ΤΩΝ ΕΤΡΟΥΣΚΩΝ
Ο αντίστοιχος Θεός των Ετρούσκων είναι ο Μάρις ή Μάσο (Maris ή Αpa Maris, δηλαδή. «αρσενικός», Maso), προστάτης και κυβερνήτης Θεός της γεωργίας, της γονιμότητας, της αύξησης, της άνοιξης, της οιωνοσκοπίας, αλλά και του πολέμου, περαιτέρω αντιστοιχών προς τον Ρωμαίο Μαρς. Ο Μάρις συχνά απεικονιζόταν μαζί με την Θεά Τουράν, που αντιστοιχεί στην Θεά Αφροδίτη των Ελλήνων. Ενίοτε τον πλαισίωνε η Μέαν (Mean), η πανάρχαια Θεά που χάριζε την νίκη σε όλα τα είδη συγκρούσεων, είτε αμυντικών είτε επιθετικών και που αργότερα οι Ρωμαίοι την ταύτισαν με τις Θεές Βικτόρια (Victoria) και Βακούνα (Vacuna).
Ο ΑΡΗΣ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ
Ο αντίστοιχος προς τον Θεό Άρη Θεός των Ρωμαίων είναι ο Μαρς (Mars, Mavors, Mamers), ένας πρωτεύων Θεός, δεύτερος στην ιεραρχία του εθνικού ρωμαϊκού Πανθέου μετά από τον ύπατο Θεό Ιούπιτερ, με αρχιερέα του τον λεγόμενο «Flamen Martialis». Το όνομά του ετυμολογείται κατά τον Οβίδιο από το «mas», «maris», που σημαίνει ανδροπρεπής, αρσενικός, το δε «Mavors», σύμφωνα με τον Κικέρωνα (De natura Deorum 2,26) από το «magna vertere», δηλαδή το «πολυκαταστρέφειν».
Περισσότερο κοντά στον Μάρις των Ετρούσκων, ο Μαρς είναι Θεός του πολέμου, προστάτης της γεωργίας και των αγροτών, ένοπλος υπερασπιστής της καλλιεργημένης γης, προσωποποίηση της αρχής του ζωοποιού Ηλίου, προστάτης των πολιτικών θεσμών και του αμάχου λαού, καθώς και έφορος της οιωνοσκοπίας (της έμμεσης μαντικής, που είναι απαραίτητη σε όσους οδηγούν στρατούς). Ο Μαρς γεννήθηκε με παρθενογένεση από την Θεά Ιούνο (σε επαφή της με ένα άνθος που της προμήθευσε η Θεά Φλόρα) και «υιοί» του θεωρούντο οι Ρωμύλος και Ρέμος, τους οποίους η ρωμαϊκή μυθολόγηση ήθελε να έχει γεννήσει ο Θεός με την εστιάδα ιέρεια Ρέα Σύλβια. Ως ο Θεός - Πατέρας, Mars «Pater», των ιδρυτών της Αιώνιας Πόλεως, λατρευόταν κατά την διάρκεια ολόκληρου του έτους με πάμπολλες και επιβλητικές εορτές, ενώ οι ιταλικές φυλές των Marsians, Marrucians και Mamertines επίσης τον θεωρούσαν δικό τους γενάρχη.
Στην Ρώμη, ο Θεός αρχικά λατρεύτηκε με το απλό άγαλμα - σύμβολο του δόρατος, όπως μαρτυρά μία σχετική τελετή, κατά την οποία ο αξιωματικός - ιερέας, κοιτάζοντας το Ιερό Δόρυ που φυλασσόταν στο «Μέγαρο της Regia» αναφωνούσε το «Mars, vigila !». Ο Dumezil αναφέρει ότι στο «Sacrarium Martis» του «Μεγάρου της Regia» φυλάσσονταν όλα τα ιερά αντικείμενα που σχετίζονταν με τον Πόλεμο και τα χρησιμοποιούσαν ως σύμβολα της παρουσίας του Θεού σε κάποιες ιεροπραξίες.
Ο Θεός Μαρς αποτελούσε τμήμα της αρχαϊκής ρωμαϊκής Ιερής Τριάδας Juppiter - Mars - Quirinus, όμως αργότερα αντικαταστάθηκε από τη Θεά Juno «Regina», όπως άλλωστε και ο Quirinus από τη Θεά Minerva. Κατά την αυτοκρατορική εποχή ο Μαρς ανέπτυξε την πολεμική του κυρίως πλευρά και σημαντική του επίκληση υπήρξε η Mars «Ultor», δηλαδή Μαρς «Εκδικητής». Όντας ο οπλισμένος υπερασπιστής μιας πόλης στην οποία απαγορευόταν η είσοδος και παραμονή οπλισμένων στρατιωτικών τμημάτων, ο Ναός του Μαρς βρισκόταν έξω από το Pomerio, στο λεγόμενο «Campo di Marte» (ελληνιστί «Πεδίον του Άρεως»), όπου διεξάγονταν όλες οι πολεμικές ασκήσεις, στις οποίες πρωταγωνιστούσαν οι νεαροί των στρατιωτικών ακαδημιών.
Από τον Πρεσβύτερο Κάτωνα («De Re Rustica», 141) γνωρίζουμε ότι ως ένοπλος υπερασπιστής, ο Θεός γινόταν ο αποδέκτης επικλήσεων ομόβαθμα από την πλευρά των πολεμιστών πριν από τη μάχη και από την πλευρά των αγροτών πριν από τον «εξαγνισμό» («lustrazione») των καλλιεργούμενων χωραφιών με πλούσιες προσφορές καρπών και ζωοθυσιών: «Ώ, εσύ πατέρα Mars, ευλόγησε το σανό, το σιτάρι, τα αμπέλια και όλες τις καλλιέργειες, και κάνε τες ν' αναπτυχθούν και να γίνουν ώριμες» («..Utique tu, Mars Pater, fruges, frumenta, vineta, virgultaque grandire beneque evenire sinas»).
Με την αρχή του ρωμαϊκού μήνα Μαρτίου (Martius), ο οποίος ήταν αφιερωμένος στον συγκεκριμένο Θεό, ξεκινούσε επίσης και το δωδεκάμηνο «Ιερατικό Έτος» των Ρωμαίων, το οποίο περιελάμβανε πολλές εορτές προς τιμήν του, όπως λ.χ. τα «Matronalia» (τα γενέθλια του Θεού, την 1η του μηνός Μαρτίου), τα «Equirria» (με ιπποδρομίες προς τιμήν του, στις 14 Μαρτίου), το «Agonium» (την 17η Μαρτίου), την πενθήμερη εορτή της εαρινής ισημερίας «Quinquatria» (στις οποίες συνεόρταζε με την Μινέρβα και τελούντο οι «ιερές ορχήσεις» των λεγόμενων «Σαλλίων» ιερέων), το «Tubilustrium» (δηλαδή τον καθαρμό των συμβόλων του Θεού, την 23η Μαρτίου, 23η Μαϊου και 19η Οκτωβρίου), την «Θυσία του Οκτωβριανού Ίππου» στις Ίδες του Οκτωβρίου, κ.ά.
Ιερέας του Θεού Mars ήταν ο λεγόμενος «Flamen Martialis», ένας από τους πέντε βασικούς ανώτατους ιερείς του Αρχιερατικού Συμβουλίου της Ρώμης («Collegio Pontificale Romano»). Μαζί με εκείνον του Θεού Giove (δηλαδή τον «Flamen Dialis») και του Θεού Quirinus (δηλαδή τον «Flamen Quirinalis») αποτελούσαν την καρδιά της ρωμαϊκής ιεραρχίας, το σώμα των «Flamini Maggiori». Παρά την μετέπειτα εκτόπιση των Mars και Quirinus από τις Juno και Minerva και τον σχηματισμό του πενταμελούς Ιερατικού Συμβουλίου, η αρχική Τριάδα δεν έπαψε ποτέ να αντικατοπτρίζει τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της αρχαϊκής ρωμαϊκής κοινωνικής διαστρωμάτωσης: ο «Flamen Dialis» για τους ιερείς, ο «Flamen Martialis» για τους πολεμιστές και ο «Flamen Quirinalis» για τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους.
Ανάμεσα στα πολλά προσωνύμια του Θεού, γνωστότερο είναι το «Pater» («Πατήρ»), αφού θεωρείται πατέρας ολόκληρου του ρωμαϊκού λαού. Αποκαλείται επίσης «Ultor», επειδή εκδικείται τις πολεμικές επιθέσεις ενάντια στην πόλη, «Vigilans», επειδή επαγρυπνά για την προστασία της, «Stator», επειδή μέσα στην αγριότητα της μάχης εμφυσά πολεμική ισχύ και ψυχική δύναμη στους λεγεωνάριους που συγκρούονται με τον εχθρό, «Quirinus», επειδή προστατεύει τους ανθρώπους και τους αγρούς από τις μολύνσεις και τις ασθένειες, «Victor», καθώς αυτός εξασφαλίζει τις νίκες και «Gradivus», επειδή στηρίζει τις προελάσεις.
Στον Θεό Mars ήσαν αφιερωμένοι οι νεαροί του Θιάσου «Ver Sacrum» («Ιερά Άνοιξη»), οι οποίοι σε δύσκολους καιρούς άφηναν τα πάτρια εδάφη για να θεμελιώσουν μία νέα αποικία, ακολουθώντας απλώς τους οιωνούς μιας σειράς από ιερά για τον Θεό ζωντανά πλάσματα (λ.χ. λύκους, πράσινους δρυοκολάπτες, κ.ά.). Ιερά φυτά του είναι η αψιθιά (σύμβολο βασάνων και κακοδαιμονίας), η συκή, η δρυς και η δάφνη, ιερό και μαντευτικό πτηνό του ο πράσινος δρυοκολάπτης («Picus Viridis») και ιερά του ζώα ο λύκος, ο σκύλος, το κριάρι και ο ίππος.
ΚΕΛΤΟ-ΡΩΜΑΪΚΕΣ ΘΕΟΚΡΑΣΙΕΣ
Ως συνέπεια της ρωμαϊκής επέκτασης στις χώρες των Κελτών / Γαλατών δημιουργήθηκαν αρκετές νέες λατρείες, αποτελέσματα θεοκρασίας του Μαρς (τον οποίο οι Κέλτες ταύτισαν με τους Θεούς τους Λευκέτιους, Leucetius, που ήταν ένας κεραύνιος Θεός, Ντουνάτις, Dunatis, του οποίου το όνομα σημαίνει «Προστάτης των Οχυρών» και Κατούριξ, Caturix, του οποίου το όνομα σημαίνει «Βασιλεύς των Μαχών») με διάφορες τοπικές θεότητες. Γνωστότερες από αυτές τις θεοκρασίες είναι οι εξής:
Μάρς Λένους (Mars Lenus), θεραπευτής Θεός, του οποίου η λατρεία εντοπίζεται στο Trier, όπου συλλατρευόταν με την Θεά Ανκάμνα.
Μαρς Μούλλο (Mars Mullo), θεραπευτής Θεός, σημαντικό τέμενος του οποίου υπήρχε στο Allonnes, όπου και βρέθηκαν άφθονα αναθήματα (υπερτριακόσια νομίσματα, γλυπτά αφιερώματα, κ.ά.) που αποδεικνύουν ειδίκευση του Θεού στη θεραπεία ασθενειών της όρασης.
Μάρς Σμέρτριους (Mars Smertrius), επίσης θεραπευτής Θεός, η λατρεία του οποίου εντοπίζεται σε ένα κρηναίο Ιερό στο Moehn, βορείως του Trier, όπου συλλατρευόταν με την Θεά Ανκάμνα.
ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΛΕΜΕ ΕΤΣΙ; ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ ΛΑΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ
Στον καθημερινό μας λόγο χρησιμοποιούμε διαχρονικές φράσεις λαϊκής σοφίας, την προέλευση των οποίων οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε. Οι φράσεις αυτές κρύβουν μία μικρή ιστορία, με άγνωστους σε εμάς πρωταγωνιστές, η οποία αφενός έχει κάτι να μας διδάξει, και αφετέρου απεικονίζει γλαφυρά τον τρόπο ζωής και δράσης των ανθρώπων μίας άλλης εποχής.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων η λαϊκή αυτή σοφία, έχει τις ρίζες της στην Αρχαία Ελλάδα, αποδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την συνέχεια του Ελληνισμού, εφόσον τις ίδιες φράσεις χρησιμοποιούμε και σήμερα.
Οι άνθρωποι μπορεί να αλλάζουν ανάλογα με τις εποχές, ταυτόχρονα όμως, εύκολα διαπιστώνει κανείς, πως στην πραγματικότητα μοιραζόμαστε διαχρονικά τα ίδια πάθη, φόβους, ανησυχίες και ελπίδες.
ΧΤΥΠΑ ΞΥΛΟ
ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ, ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, προέρχεται από τον μύθο του Αισώπου, «Ανήρ κομπαστής», και χρησιμοποιείται για όσους καυχιούνται για κάτι και το υποστηρίζουν, αλλά αδυνατούν να αποδείξουν τα λεγόμενά τους. Σύμφωνα με τον μύθο, ένας αθλητής που βρισκόταν στην Αθήνα καυχιόνταν συνέχεια ότι σε αγώνες στην Ρόδο είχε πραγματοποιήσει ένα τεράστιο άλμα. Καθώς δεν τον πίστευε κανείς, αυτός έλεγε στους Αθηναίους να πάνε στη Ρόδο και να ρωτήσουν τους θεατές των αγώνων. Τότε ένας Αθηναίος πήγε στο σκάμμα, και με το χέρι έγραψε πάνω στην άμμο τη λέξη «Ρόδος». Κατόπιν γύρισε προς τον καυχησιάρη αθλητή και του είπε: «Αυτού γαρ και Ρόδος και πήδημα», το οποίο έχει μείνει ως «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα». Το προφανές νόημα είναι ότι ο καθένας έχει οποτεδήποτε την δυνατότητα να αποδείξει τις δυνατότητές του και δεν χρειάζεται η επίκληση μυθικών προγόνων, κατορθωμάτων κτλ.
ΤΑ ΚΡΕΜΑΣΕ ΣΤΟΝ ΚΟΚΟΡΑ
Οι αρχαίοι αγαπούσαν και αυτοί τα τυχερά παιχνίδια, όπως τα κότσια (ζάρια), αλλά και τα στοιχήματα στις κοκορομαχίες (αλεκτρυονομαχίαι). Όπως συμβαίνει και σήμερα κυρίως στην Ασία, έβαζαν δύο κοκόρια να μαλώσουν και άρχιζαν τα στοιχήματα, για τον νικητή. Έτσι, πάνω στα κοκόρια στοιχηματίζοντας, κρεμούσαν πολλές φορές ακόμα και ολόκληρες περιουσίες. Στον κόκορα κρεμούσαν τα χρήματά τους και όπως συμβαίνει συνήθως με τους παίχτες, τα έχαναν. Από τα αρχαία λοιπόν χρόνια, και από τις κοκορομαχίες, μας έμεινε και η φράση «τα κρέμασε στον κόκορα», που λέμε μέχρι και σήμερα με την ίδια σημασία.
ΔΕ ΜΥΡΙΣΑ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΜΟΥ
Στην αρχαία Ελλάδα πριν αθλητές μπουν στο στίβο, πολλοί από τους θεατές έβαζαν μεγάλα στοιχήματα, για τον νικητή, όπως γίνεται σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα. Πολλοί ακόμη πήγαιναν στα διάφορα μαντεία, για να μάθουν το νικητή. Οι «μάντισσες», «βουτούσαν» τότε τα νύχια τους σ ένα υγρό, από δαφνέλαιο, ύστερα τα έβαζαν κοντά στη μύτη τους κι έπεφταν σ ένα είδος καταληψίας. Τότε ακριβώς έλεγαν και το όνομα του νικητή. Από το περίεργο αυτό γεγονός έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «δε μύρισα τα νύχια μου», που τη λέμε συνήθως, όταν μας ρωτούν για κάποιο γνωστό συμβάν, το οποίο εμείς δεν έχουμε μάθει.
ΜΗ ΜΟΥ ΤΟΥΣ ΚΥΚΛΟΥΣ ΤΑΡΑΤΤΕ.
Όταν οι Ρωμαίοι κυρίευσαν τις Συρακούσες το 212 π.Χ., μετά από τριετή αντίσταση των Ελλήνων, κάποιοι Ρωμαίοι στρατιώτες μπήκαν στο σπίτι του Αρχιμήδη, και τον βρήκαν να σχεδιάζει κύκλους στο έδαφος. Ο Αρχιμήδης τους παρακάλεσε να τον αφήσουν να τελειώσει τη λύση κάποιου σπουδαίου προβλήματος που τον απασχολούσε, εξού και οι κύκλοι στο έδαφος. Για αυτό και τους είπε το γνωστό «μη μου τους κύκλους τάραττε». Ο Ρωμαίος στρατιώτης όμως δυστυχώς και τους κύκλους του χάλασε, και τον Αρχιμήδη σκότωσε…!!! Η φράση όμως έμεινε…
ΚΟΡΑΚΙΑΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΨΑ.
Φράση που προέρχεται από έναν αρχαιοελληνικό μύθο. Σύμφωνα με αυτόν, σε κάποια μικρή ορεινή πόλη της αρχαίας Ελλάδας, οι κάτοικοι αποφάσισαν κάποτε να κάνουν μια θυσία στο θεό Απόλλωνα. Το νερό όμως που θεωρούσαν ιερό και το χρησιμοποιούσαν στις θυσίες, βρίσκονταν ανάμεσα σε δύσβατα φαράγγια. Έπρεπε λοιπόν για αυτή τη σημαντική θυσία να στείλουν κάποιον σε αυτή τη δύσκολη και ανηφορική διαδρομή, για να φέρει το «ιερό» νερό. Ξαφνικά, ακούστηκε μια φωνή από ένα δέντρο εκεί κοντά. Ήταν η φωνή ενός κόρακα ο οποίος προσφερόταν να αναλάβει το συγκεκριμένο εγχείρημα. Παρά την έκπληξη που ένιωσαν οι κάτοικοι ακούγοντας τη φωνή του κόρακα, αποφάσισαν να του αναθέσουν την αποστολή, μιας και με τα φτερά του θα έφτανε γρήγορα και εύκολα στην πηγή που έτρεχε το «ιερό» αυτό νερό. Έδωσαν λοιπόν, οι άνθρωποι στον κόρακα μια μικρή υδρία, αυτός την άρπαξε με τα νύχια του και πέταξε στον ουρανό με κατεύθυνση την πηγή. Ο κόρακας έφτασε γρήγορα στην πηγή. Πλάι της αντίκρισε μια συκιά γεμάτη σύκα, και λιχούδης καθώς ήταν άρχισε να δοκιμάζει μερικά σύκα. Τα σύκα όμως ήταν άγουρα, και ο κόρακας αποφάσισε να περιμένει μέχρι να ωριμάσουν, ξεχνώντας όμως την αποστολή που είχε αναλάβει για λογαριασμό των ανθρώπων. Περίμενε τελικά δύο ολόκληρες μέρες ώσπου τα σύκα ωρίμασαν. Έφαγε πολλά μέχρι που κάποια στιγμή θυμήθηκε τον πραγματικό λόγο για τον οποίο είχε έρθει στην πηγή. Άρχισε να σκέφτεται λοιπόν, πώς θα δικαιολογούσε την αργοπορία του στους κατοίκους της πόλης. Τελικά γέμισε με νερό τη μικρή υδρία, άρπαξε με το ράμφος του ένα μεγάλο φίδι το οποίο διέκρινε να κινείται κοντά στους θάμνους και πέταξε για την πόλη.
Όταν ο κόρακας έφτασε στην πόλη, οι κάτοικοι θέλησαν να μάθουν το λόγο για τον οποίο άργησε να επιστρέψει με το νερό από την πηγή. Ο κόρακας αφού άφησε κάτω την υδρία και το φίδι, και ισχυρίστηκε ότι το συγκεκριμένο φίδι ρουφούσε το νερό από την πηγή, με αποτέλεσμα αυτή να αρχίσει να ξεραίνεται. Έπειτα τους είπε πως όταν το φίδι αποκοιμήθηκε, αυτός γέμισε την υδρία με το νερό και γράπωσε και το φίδι για να το παρουσιάσει στους κατοίκους. Οι άνθρωποι τον πίστεψαν και σκότωσαν το φίδι χτυπώντας το με πέτρες και ξύλα.
Όμως, το φίδι αυτό ήταν του θεού Απόλλωνα, και ο θεός του φωτός οργισμένος αποφάσισε να τιμωρήσει τον κόρακα για το ψέμα του. Έτσι από εκείνη την ημέρα, κάθε φορά που ο κόρακας προσπαθούσε να πιει νερό από κάποια πηγή, αυτή στέρευε. Κράτησε πολύ καιρό το μαρτύριο αυτό της δίψας του κόρακα, μέχρι που ο Απόλλωνας τον λυπήθηκε και τον έκανε αστέρι στον ουρανό. Από τότε, όταν κάποιος διψούσε πολύ, έλεγε τη φράση «Κοράκιασα από τη δίψα». Και αυτή η φράση έχει παραμείνει ως τις μέρες μας.
Ο ΚΛΕΨΑΣ ΤΟΥ ΚΛΕΨΑΝΤΟΣ
Αρχαία ελληνική έκφραση, (Αλωπεκίζειν προς ετέρα αλώπεκα). Παροιμία που λεγόταν για τους απατεώνες και μάλιστα σε περιπτώσεις που κάποιος εξ αυτών, επιχειρούσε να εξαπατήσει άλλον απατεώνα.
ΦΟΒΟΥ ΤΟΥΣ ΔΑΝΑΟΥΣ ΚΑΙ ΔΩΡΑ ΦΕΡΟΝΤΑΣ
Φράση που χρησιμοποιείται για να υποδείξει δολιότητα. Κατά την διάρκεια του Τρωικού πολέμου, O Λαοκόων ένας από τους Τρώες ιερείς του Θυμβραίου Απόλλωνα, προειδοποίησε τους συμπατριώτες του Τρώες, (μάταια) να μη δεχθούν το δώρο που πρόσφεραν οι Έλληνες -οι Δαναοί- στους Τρώες, όταν υποτίθεται ότι αποφάσισαν να τερματίσουν την πολιορκία τους. To προκείμενο δώρο ήταν, εννοείται, ο Δούρειος ίππος. Δώρο που αποδείχθηκε θανάσιμο και καταστροφικό για τους Τρώες, και την αγαπημένη τους πόλη, την Τροία.
ΚΑΒΑΛΗΣΕ ΤΟ ΚΑΛΑΜΙ
Είναι μια έκφραση που ίσως προέρχεται από την Αρχαία Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες το έλεγαν για να πειράξουν τον Αγησίλαο. Ο Αγησίλαος αγαπούσε πολύ τα παιδιά του και όταν ήταν μικρά έπαιζε μαζί τους, καβαλώντας σαν σε άλογο, ένα καλάμι. Κάποια μέρα όμως τον είδε ένας φίλος του σε αυτή την στάση και ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην πει τίποτα σε κανέναν. Αλλά εκείνος δεν κράτησε τον λόγο του και το είπε σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά – σιγά σε όλους και να φθάσει στις μέρες μας, με αλλαγμένη την ερμηνεία του (το λέμε όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλά του αέρα).
ΣΕ ΤΡΩΕΙ Η ΜΥΤΗ ΣΟΥ, ΞΥΛΟ ΘΑ ΦΑΣ
Στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν πως ο «κνησμός», η φαγούρα, δηλαδή, του σώματος, ήταν προειδοποίηση των Θεών. Πίστευαν πως όταν ένας άνθρωπος αισθανόταν φαγούρα στα πόδια του, θα έφευγε σε ταξίδι. Όταν πάλι τον έτρωγε η αριστερή του παλάμη, θα έπαιρνε δώρα. Η πρόληψη αυτή έμεινε ως τα χρόνια μας. «Με τρώει το χέρι μου χρήματα θα πάρω», συνηθίζουμε να λέμε όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οι αρχαίοι όμως, θεωρούσαν γρουσουζιά, όταν αισθανόταν φαγούρα στην πλάτη, στο λαιμό, στα αφτιά και στη μύτη. Κάποτε για παράδειγμα, ο βασιλιάς της Σπάρτης Άγις, ενώ έκανε πολεμικό συμβούλιο με τους αρχηγούς του, είδε ξαφνικά κάποιον από αυτούς να ξύνει αφηρημένος το αφτί του. Αμέσως σηκώθηκε πάνω και διέλυσε το συμβούλιο.- Θα έχουμε αποτυχία οπωσδήποτε. Οι θεοί προειδοποίησαν τον Αρίσταρχο. Ας αναβάλουμε για αργότερα την εκστρατεία. Οι Σπαρτιάτες πίστευαν ακόμη ότι τα παιδιά που αισθάνονταν φαγούρα στη μύτη τους, θα γινόντουσαν κακοί πολεμιστές. Έτσι, όταν έβλεπαν κανένα παιδί να ξύνει τη μύτη του, το τιμωρούσαν, για να μην την ξαναξύσει άλλη φορά. Από την πρόληψη αυτή βγήκε η φράση: «η μύτη σου σε τρώει, ξύλο θα φας».
ΠΡΑΣΣΕΙΝ ΑΛΟΓΑ
Όταν κάποιος σε μία συζήτηση μας λέει πράγματα με τα οποία διαφωνούμε ή μας ακούγονται παράλογα, συνηθίζουμε να λέμε: «Τί είναι αυτά που μου λες; Αυτά είναι αηδίες και πράσσειν άλογα».Το «πράσσειν άλογα» λοιπόν, δεν είναι πράσινα άλογα όπως πιστεύει πολύς κόσμος, αλλά αρχαία Ελληνική έκφραση. Προέρχεται εκ του ενεργητικού απαρέμφατου του ρήματος «πράττω» ή/και «πράσσω» (τα δύο τ, αντικαθίστανται στα αρχαία και από δύο σ), που είναι το «πράττειν» ή/και «πράσσειν» και του «άλογο» που είναι ουσιαστικά το ουσιαστικό «λόγος» που σημαίνει λογική (σε μία από τις έννοιες του) με το α στερητικό μπροστά. 'Α-λογο το παράλογο, δηλαδή, Πράσσειν άλογα, το να κάνει κανείς παράλογα πράγματα.
ΕΝΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΔΕ ΦΕΡΝΕΙ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
Σ’ έναν από τους μύθους του Αισώπου διαβάζουμε, πως ένας άσωτος και σπάταλος νέος, αφού έφαγε όλη του την περιουσία, δεν του είχε απομείνει παρά ο καινούριος του χονδρός εξωτερικός μανδύας. Κάποια μέρα, λοιπόν, που τυχαία είδε ένα χελιδόνι να πετάει έξω από το παράθυρό του, φαντάστηκε πως ο χειμώνας είχε περάσει και πως ήρθε πια η άνοιξη. Πούλησε τότε και το μανδύα σαν αχρείαστο. Αλλά το χειμωνιάτικο κρύο είχε άλλη γνώμη και ξαναγύρισε την άλλη μέρα πιο τσουχτερό. Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τη φράση αυτή με τα λόγια: «μία χελιδών έαρ ου ποιεί». Κατά τον Αριστοτέλη: «Το γάρ έαρ ούτε μία χελιδών ποιεί ούτε μία ημέρα». Επίσης, συγγενική είναι η φράση: «Μ’ ένα χελιδόνι, καλοκαίρι δεν κάνει, ούτε μια μέλισσα μέλι» και «μ’ ένα λουλούδι καλοκαίρι δε γίνεται».
ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΙΑ ΔΑΚΡΥΑ
Ο κροκόδειλος όταν θέλει να ξεγελάσει το θύμα του, κρύβεται και βγάζει κάτι παράξενους ήχους, που μοιάζουν καταπληκτικά με κλάμα μωρού παιδιού. Έτσι, αυτοί που τον ακούν, νομίζουν ότι πρόκειται για κάποιο παιδάκι και τρέχουν να το βοηθήσουν… Ο κροκόδειλος τότε επιτίθεται ξαφνικά και σκοτώνει το θύμα του. Στην αρχαία Ελλάδα ο κροκόδειλος ήταν άγνωστος, οι Έλληνες όμως έμαθαν για αυτόν από τους Φοίνικες εμπόρους, που τους γέμιζε με τρόμο και θαυμασμό για την δύναμη και την πανουργία του κροκόδειλου. Έτσι λοιπόν, παρόλο που στην Ελλάδα δεν υπήρχαν κροκόδειλοι, τα «κροκοδείλια δάκρυα», που λέμε σήμερα γι’ αυτούς που ψευτόκλαινε, είναι φράση καθαρά αρχαία Ελληνική.
ΑΡΕΣ ΜΑΡΕΣ ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΕΣ
Η Έκφραση προέρχεται από αρχαίες Ελληνικές κατάρες. Στον ενικό η λέξη είναι Κατάρα Κατ-άρα Με την πάροδο των χρόνων για λόγους καθαρά εύηχους και μόνο προσετέθη και το «Μ». Δηλαδή: Κατ-άρα-μάρα. Και έτσι στη νεότερη Ελληνική έγινε -αρα-μάρα, άρες μάρες, έβαλαν και την «κούφια» ομοιοκατάληκτη λέξη κουκουνάρες (κούφια δεν είναι τα κουκουνάρια;) και δημιουργήθηκε αυτή η καινούρια φράση! την λέμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως ακούσαμε κάτι χωρίς νόημα και χωρίς ουσία!
ΑΝΑΓΚΑΙΟ ΚΑΚΟ
Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε για πρώτη φορά σ’ ένα στίχο του Μένανδρου (342-291 π.Χ.), που μιλάει για το γάμο. Ο ποιητής γράφει ότι ο γάμος «εάν τις την Αλήθειαν σκοπή, κακόν μεν εστίν, άλλ’ αναγκαίον κακόν». Δηλαδή: Εάν θέλουμε να το εξετάσουμε στο φως της αλήθειας, ο γάμος είναι μεν ένα κακό, αλλά «αναγκαίον κακόν». Σ’ ένα άλλο απόσπασμα του Μένανδρου διαβάζουμε -ίσως για παρηγοριά για τα παραπάνω- την εξής περικοπή: «Πάντων ιατρός των αναγκαίων κακών χρόνος εστίν». Επίσης: «αθάνατον εστί κακόν αναγκαίον γυνή». Δηλαδή, η γυναίκα είναι το αιώνιο αναγκαίο κακό.
Στην αρχαιότητα , όταν ένας γάιδαρος φώναζε πριν αρχίσει μια μάχη, νόμιζαν ότι οι θεοί τους προειδοποιούσαν για τη νίκη. Κάποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν και τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι. Τότε αποφάσισε ν’ αναβάλει για μερικές μέρες την επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι. Πάνω, όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά τη φωνή ενός γαϊδάρου από το στρατόπεδο του. – Κατά φωνή κι ο γάιδαρος! έκανε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας. Και διέταξε ν’ αρχίσει η επίθεση, με την οποία νίκησε τους Μακεδόνες. Από τότε ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιο φίλο μας, που δεν τον περιμέναμε.
Όταν ο Σωκράτης, σε περασμένη πια ηλικία αποφάσισε να μάθει κιθάρα, τον πείραξαν οι φίλοι του, λέγοντας του: «Γέρων ών κίθαριν μανθάνεις;…». Κι ο Σωκράτης τότε απάντησε: «Κάλλιον οψιμαθής ή αμαθής (παραμένειν)».
ΤΟΥ ΠΗΡΕ ΤΟΝ ΑΕΡΑ.
Η έκφραση αυτή έχει παραμείνει από την αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα από τις ναυμαχίες που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες. Οποίος μπορούσε να εκμεταλλευτεί καλύτερα τον αέρα μπορούσε να κινηθεί πιο γρήγορα άρα και να νικήσει. Έτσι οποίος έπαιρνε τον αέρα ήταν και ο νικητής.
ΑΕΡΑ!
Στην αρχαία Ελλάδα, όταν άρχιζε κάποια μάχη, οι πολεμιστές έπεφταν πάνω στον αντίπαλό τους, φωνάζοντας «αλαλά», λέξη που δεν είχε κανένα νόημα, αλλά ήταν απλώς πολεμική κραυγή. Απ’ αυτό, ωστόσο, βγήκε η λέξη «αλαλάζω» και η αρχαία φράση «ήλόλαζον την νίκην». Ο αλαλαγμός χρησιμοποιήθηκε και στους νεότερους πολέμους, τόσο για εμψύχωση των πολεμιστών, ιδίως στις εφόδους, όσο και σαν επωδός της νίκης, αφού αντικαταστάθηκε η λέξη «Αλαλά» με τη λέξη «Aέρα». Αλλά ποιο ήταν πάλι το γεγονός εκείνο που έκανε τη λέξη «Αέρα» να επικρατήσει σαν πολεμική κραυγή; Κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων (1912-13), οι οβίδες του εχθρού, που χτυπούσαν εναντίον των οχυρωματικών θέσεων του στρατού μας, δεν έφερναν σχεδόν κανένα αποτέλεσμα, εκτός από το δυνατό αέρα, που δημιουργούσαν ολόγυρα οι εκρήξεις. Σε κάθε τέτοια, λοιπόν, αποτυχημένη βολή, οι Έλληνες στρατιώτες -προπαντός όμως οι θρυλικοί Τσολιάδες- φώναζαν όλοι μαζί «Αέρα!», θέλοντας με τον τρόπο αυτό να εκδηλώσουν τη χαρά τους για την εχθρική αποτυχία (ειπώθηκε για πρώτη φορά από εύζωνα του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων). Η λέξη, όμως, «Αέρα» έγινε ένα πραγματικό σύμβολο κατά τον πόλεμο της 28ης Οκτωβρίου 1940.
ΤΑ ΤΣΟΥΞΑΜΕ
Στην αρχαιότητα, υπήρχαν πολλές γυναίκες, που έπιναν πολύ κρασί, ανακατεύοντας το ποτό τους με μια ειδική σκόνη, που έκανε το κρασί να γίνεται πιο πικάντικο. Απ’ αυτό βγήκε και η φράση «τα τσούξαμε».
ΕΣ ΑΥΡΙΟΝ ΤΑ ΣΠΟΥΔΑΙΑ
Αυτή η παροιμιακή φράση είναι του Πλουτάρχου, από το βίο του Πλουτάρχου που αναφέρεται στον Πελοπίδα. Ανήκει στον Θηβαίο στρατηγό Αρχία (4ος αι. π.Χ.), φίλο των Σπαρτιατών, όταν σε ένα συμπόσιο κάποιος του πήγε ένα γράμμα, που περιείχε την πληροφορία ότι κινδύνευε από τους δημοκρατικούς και τον Πελοπίδα που είχε επιστρέψει στη Θήβα από την Αθήνα κρυφά. Βρισκόμαστε στο 379 π.Χ. Ο Αρχίας, πάνω στο γλέντι και μέσα στη χαρά του, πάνω στη μέθη της δύναμής του και της εξουσίας, αμέλησε να το ανοίξει. Αντί να ανοίξει την επιστολή και να τη διαβάσει, την έβαλε στην άκρη λέγοντας «εις αύριον τα σπουδαία», δηλαδή αύριο θα διαβάσω τα σημαντικά πράγματα που περιέχει αυτή η επιστολή. Αυτό ήταν και το λάθος του. Σε λίγο δολοφονήθηκε και αυτός και οι φίλοι του.
ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΣ ΘΕΟΣ
Με την φράση «από μηχανής θεός» χαρακτηρίζουμε ένα πρόσωπο ή ένα γεγονός, που με την απροσδόκητη εμφάνισή του, δίνει μια λύση ή μια νέα εξέλιξη σε περίπτωση αμηχανίας ή διλήμματος. Η καταγωγή της έκφρασης αυτής, ανάγεται στην αρχαία Ελληνική δραματική ποίηση και ειδικότερα στην τραγωδία. Συγκεκριμένα, σε αρκετές περιπτώσεις ο τραγικός ποιητής οδηγούσε σταδιακά την εξέλιξη του μύθου σ’ ένα σημείο αδιεξόδου, με αποτέλεσμα η εξεύρεση μιας λύσης να είναι πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Τότε, προκειμένου το θεατρικό έργο να φτάσει σε ένα τέλος, συνέβαινε το εξής: εισαγόταν στο μύθο ένα θεϊκό πρόσωπο, που με την παρέμβασή του έδινε μια λύση στο αδιέξοδο και το έργο μπορούσε πλέον να ολοκληρωθεί ομαλά. Η έκφραση «ο από μηχανής θεός» καθιερώθηκε, επειδή αυτό το θεϊκό πρόσωπο εμφανιζόταν στη σκηνή του θεάτρου με τη βοήθεια της «μηχανής», δηλαδή ενός ξύλινου γερανού, ώστε να φαίνεται ότι έρχεται από ψηλά, ή καμιά φορά από καταπακτή, εάν επρόκειτο για θεό του Άδη. Ουσιαστικά, δηλαδή, πρόκειται για μια περίπτωση επιφάνειας (θεϊκής δηλαδή εμφάνισης στους θνητούς), που συνέβαινε στο τέλος μιας τραγωδίας, διευκολύνοντας τον τραγικό ποιητή να δώσει μια φυσική λύση στο μύθο του έργου του.
ΤΑ ΣΠΑΣΑΜΕ
Οι αρχαίοι Κρήτες την παραμονή του γάμου τους, συγκέντρωναν σε ένα μεγάλο δωμάτιο διάφορα πήλινα βάζα κι ενώ τραγουδούσαν και χόρευαν, τα έσπαζαν ένα ένα. Η συνήθεια αυτή με τον καιρό, γενικεύτηκε σε όλη την Ελλάδα. Από αυτή την συνήθεια βγήκε η φράση «τα σπάσαμε» που τη λέμε μετά από κάθε διασκέδαση.
ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΚΑΥΓΑ
Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη. Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο. Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατσουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, κάτι που δεν ήταν εύκολο, καθώς τα νύχια των σκλάβων, ήταν μεγάλα και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν. Γι’ αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».
ΓΙΑ ΨΥΛΛΟΥ ΠΗΔΗΜΑ
Από τον πρώτο αιώνα η επικοινωνία των Ρωμαίων με τον ασιατικό κόσμο, είχε σαν αποτέλεσμα την εισαγωγή πληθώρας γελοίων και εξευτελιστικών δεισιδαιμονιών, που κατέκλυσαν όλες τις επαρχίες της Ιταλίας. Εκείνοι που φοβόντουσαν το μάτιασμα, κατάφευγαν στις μάγισσες, για να τους ξορκίσουν μ’ ένα πολύ περίεργο τρόπο: Οι μάγισσες αυτές είχαν μερικούς γυμνασμένους ψύλλους, που πηδούσαν γύρω από ένα πιάτο με νερό. Αν ο ψύλλος έπεφτε μέσα και πνιγόταν, τότε αυτός που τον μάτιασε ήταν εχθρός. Αν συνέβαινε το αντίθετο -αν δεν πνιγόταν δηλαδή-τότε το μάτιασμα ήταν από φίλο, πράγμα που θα περνούσε γρήγορα. Κάποτε μια μάγισσα υπέδειξε σ’ έναν πελάτη της ένα τέτοιο εχθρό με τ’ όνομα του. Εκείνος πήγε, τον βρήκε και τον σκότωσε. Έτσι άρχισε μια φοβερή «βεντέτα» ανάμεσα σε δύο οικογένειες, που κράτησε πολλά χρόνια. Ωστόσο, από το δραματικό αυτό επεισόδιο, που το προξένησε μια ανόητη πρόληψη, βγήκε και έμεινε παροιμιακή η φράση: «Για ψύλλου πήδημα».
ΤΟΥ ΕΔΩΣΕ ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΣΤΟ ΧΕΡΙ
Με τη φράση αυτή εννοούμε ότι κάποιον τον διώχνουμε, τον απολύουμε από τη δουλειά του για διάφορους λόγους. Αυτή η έκφραση ξεκίνησε από ένα παλιό έθιμο, που είχε την πρώτη εφαρμογή του στη Βαβυλωνία. Όταν ο βασιλιάς ήθελε να αντικαταστήσει έναν άρχοντα, είτε γιατί ήταν ανεπαρκής, είτε γιατί με κάποια σφάλματά του είχε πέσει στη δυσμένειά του, του έστελνε ένα ζευγάρι από παλιά παπούτσια με γραμμένο από κάτω το όνομα αυτού που το λάβαινε. Το έθιμο αυτό το πήραν από τους Βαβυλώνιους και οι Βυζαντινοί και το διατήρησαν ως τα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας. Σχέση έχει και η άλλη φράση που λέμε: «σε γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια». Δηλαδή δεν σε υπολογίζω, δε σου δίνω αξία, σημασία, σε αγνοώ.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων η λαϊκή αυτή σοφία, έχει τις ρίζες της στην Αρχαία Ελλάδα, αποδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την συνέχεια του Ελληνισμού, εφόσον τις ίδιες φράσεις χρησιμοποιούμε και σήμερα.
Οι άνθρωποι μπορεί να αλλάζουν ανάλογα με τις εποχές, ταυτόχρονα όμως, εύκολα διαπιστώνει κανείς, πως στην πραγματικότητα μοιραζόμαστε διαχρονικά τα ίδια πάθη, φόβους, ανησυχίες και ελπίδες.
ΧΤΥΠΑ ΞΥΛΟ
«Απτεσθαι ξύλου», έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες. Λόγω της πεποίθησης τους πως στα δένδρα κατοικούσαν νύμφες (Δρυάδες/Αμαδρυάδες) χτύπαγαν το ξύλο του κορμού των δένδρων για να επικαλεστούν την προστασία τους, καθώς οι νύμφες μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τις ευχές των ανθρώπων. Αυτή η συνήθεια συνηθίζεται ακόμα και σήμερα, όταν ακούμε κάτι το οποίο δεν θέλουμε να μας συμβεί…
ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ, ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, προέρχεται από τον μύθο του Αισώπου, «Ανήρ κομπαστής», και χρησιμοποιείται για όσους καυχιούνται για κάτι και το υποστηρίζουν, αλλά αδυνατούν να αποδείξουν τα λεγόμενά τους. Σύμφωνα με τον μύθο, ένας αθλητής που βρισκόταν στην Αθήνα καυχιόνταν συνέχεια ότι σε αγώνες στην Ρόδο είχε πραγματοποιήσει ένα τεράστιο άλμα. Καθώς δεν τον πίστευε κανείς, αυτός έλεγε στους Αθηναίους να πάνε στη Ρόδο και να ρωτήσουν τους θεατές των αγώνων. Τότε ένας Αθηναίος πήγε στο σκάμμα, και με το χέρι έγραψε πάνω στην άμμο τη λέξη «Ρόδος». Κατόπιν γύρισε προς τον καυχησιάρη αθλητή και του είπε: «Αυτού γαρ και Ρόδος και πήδημα», το οποίο έχει μείνει ως «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα». Το προφανές νόημα είναι ότι ο καθένας έχει οποτεδήποτε την δυνατότητα να αποδείξει τις δυνατότητές του και δεν χρειάζεται η επίκληση μυθικών προγόνων, κατορθωμάτων κτλ.
ΤΑ ΚΡΕΜΑΣΕ ΣΤΟΝ ΚΟΚΟΡΑ
Οι αρχαίοι αγαπούσαν και αυτοί τα τυχερά παιχνίδια, όπως τα κότσια (ζάρια), αλλά και τα στοιχήματα στις κοκορομαχίες (αλεκτρυονομαχίαι). Όπως συμβαίνει και σήμερα κυρίως στην Ασία, έβαζαν δύο κοκόρια να μαλώσουν και άρχιζαν τα στοιχήματα, για τον νικητή. Έτσι, πάνω στα κοκόρια στοιχηματίζοντας, κρεμούσαν πολλές φορές ακόμα και ολόκληρες περιουσίες. Στον κόκορα κρεμούσαν τα χρήματά τους και όπως συμβαίνει συνήθως με τους παίχτες, τα έχαναν. Από τα αρχαία λοιπόν χρόνια, και από τις κοκορομαχίες, μας έμεινε και η φράση «τα κρέμασε στον κόκορα», που λέμε μέχρι και σήμερα με την ίδια σημασία.
ΔΕ ΜΥΡΙΣΑ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΜΟΥ
Στην αρχαία Ελλάδα πριν αθλητές μπουν στο στίβο, πολλοί από τους θεατές έβαζαν μεγάλα στοιχήματα, για τον νικητή, όπως γίνεται σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα. Πολλοί ακόμη πήγαιναν στα διάφορα μαντεία, για να μάθουν το νικητή. Οι «μάντισσες», «βουτούσαν» τότε τα νύχια τους σ ένα υγρό, από δαφνέλαιο, ύστερα τα έβαζαν κοντά στη μύτη τους κι έπεφταν σ ένα είδος καταληψίας. Τότε ακριβώς έλεγαν και το όνομα του νικητή. Από το περίεργο αυτό γεγονός έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «δε μύρισα τα νύχια μου», που τη λέμε συνήθως, όταν μας ρωτούν για κάποιο γνωστό συμβάν, το οποίο εμείς δεν έχουμε μάθει.
ΜΗ ΜΟΥ ΤΟΥΣ ΚΥΚΛΟΥΣ ΤΑΡΑΤΤΕ.
Όταν οι Ρωμαίοι κυρίευσαν τις Συρακούσες το 212 π.Χ., μετά από τριετή αντίσταση των Ελλήνων, κάποιοι Ρωμαίοι στρατιώτες μπήκαν στο σπίτι του Αρχιμήδη, και τον βρήκαν να σχεδιάζει κύκλους στο έδαφος. Ο Αρχιμήδης τους παρακάλεσε να τον αφήσουν να τελειώσει τη λύση κάποιου σπουδαίου προβλήματος που τον απασχολούσε, εξού και οι κύκλοι στο έδαφος. Για αυτό και τους είπε το γνωστό «μη μου τους κύκλους τάραττε». Ο Ρωμαίος στρατιώτης όμως δυστυχώς και τους κύκλους του χάλασε, και τον Αρχιμήδη σκότωσε…!!! Η φράση όμως έμεινε…
ΚΟΡΑΚΙΑΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΨΑ.
Φράση που προέρχεται από έναν αρχαιοελληνικό μύθο. Σύμφωνα με αυτόν, σε κάποια μικρή ορεινή πόλη της αρχαίας Ελλάδας, οι κάτοικοι αποφάσισαν κάποτε να κάνουν μια θυσία στο θεό Απόλλωνα. Το νερό όμως που θεωρούσαν ιερό και το χρησιμοποιούσαν στις θυσίες, βρίσκονταν ανάμεσα σε δύσβατα φαράγγια. Έπρεπε λοιπόν για αυτή τη σημαντική θυσία να στείλουν κάποιον σε αυτή τη δύσκολη και ανηφορική διαδρομή, για να φέρει το «ιερό» νερό. Ξαφνικά, ακούστηκε μια φωνή από ένα δέντρο εκεί κοντά. Ήταν η φωνή ενός κόρακα ο οποίος προσφερόταν να αναλάβει το συγκεκριμένο εγχείρημα. Παρά την έκπληξη που ένιωσαν οι κάτοικοι ακούγοντας τη φωνή του κόρακα, αποφάσισαν να του αναθέσουν την αποστολή, μιας και με τα φτερά του θα έφτανε γρήγορα και εύκολα στην πηγή που έτρεχε το «ιερό» αυτό νερό. Έδωσαν λοιπόν, οι άνθρωποι στον κόρακα μια μικρή υδρία, αυτός την άρπαξε με τα νύχια του και πέταξε στον ουρανό με κατεύθυνση την πηγή. Ο κόρακας έφτασε γρήγορα στην πηγή. Πλάι της αντίκρισε μια συκιά γεμάτη σύκα, και λιχούδης καθώς ήταν άρχισε να δοκιμάζει μερικά σύκα. Τα σύκα όμως ήταν άγουρα, και ο κόρακας αποφάσισε να περιμένει μέχρι να ωριμάσουν, ξεχνώντας όμως την αποστολή που είχε αναλάβει για λογαριασμό των ανθρώπων. Περίμενε τελικά δύο ολόκληρες μέρες ώσπου τα σύκα ωρίμασαν. Έφαγε πολλά μέχρι που κάποια στιγμή θυμήθηκε τον πραγματικό λόγο για τον οποίο είχε έρθει στην πηγή. Άρχισε να σκέφτεται λοιπόν, πώς θα δικαιολογούσε την αργοπορία του στους κατοίκους της πόλης. Τελικά γέμισε με νερό τη μικρή υδρία, άρπαξε με το ράμφος του ένα μεγάλο φίδι το οποίο διέκρινε να κινείται κοντά στους θάμνους και πέταξε για την πόλη.
Όταν ο κόρακας έφτασε στην πόλη, οι κάτοικοι θέλησαν να μάθουν το λόγο για τον οποίο άργησε να επιστρέψει με το νερό από την πηγή. Ο κόρακας αφού άφησε κάτω την υδρία και το φίδι, και ισχυρίστηκε ότι το συγκεκριμένο φίδι ρουφούσε το νερό από την πηγή, με αποτέλεσμα αυτή να αρχίσει να ξεραίνεται. Έπειτα τους είπε πως όταν το φίδι αποκοιμήθηκε, αυτός γέμισε την υδρία με το νερό και γράπωσε και το φίδι για να το παρουσιάσει στους κατοίκους. Οι άνθρωποι τον πίστεψαν και σκότωσαν το φίδι χτυπώντας το με πέτρες και ξύλα.
Όμως, το φίδι αυτό ήταν του θεού Απόλλωνα, και ο θεός του φωτός οργισμένος αποφάσισε να τιμωρήσει τον κόρακα για το ψέμα του. Έτσι από εκείνη την ημέρα, κάθε φορά που ο κόρακας προσπαθούσε να πιει νερό από κάποια πηγή, αυτή στέρευε. Κράτησε πολύ καιρό το μαρτύριο αυτό της δίψας του κόρακα, μέχρι που ο Απόλλωνας τον λυπήθηκε και τον έκανε αστέρι στον ουρανό. Από τότε, όταν κάποιος διψούσε πολύ, έλεγε τη φράση «Κοράκιασα από τη δίψα». Και αυτή η φράση έχει παραμείνει ως τις μέρες μας.
Ο ΚΛΕΨΑΣ ΤΟΥ ΚΛΕΨΑΝΤΟΣ
Αρχαία ελληνική έκφραση, (Αλωπεκίζειν προς ετέρα αλώπεκα). Παροιμία που λεγόταν για τους απατεώνες και μάλιστα σε περιπτώσεις που κάποιος εξ αυτών, επιχειρούσε να εξαπατήσει άλλον απατεώνα.
ΦΟΒΟΥ ΤΟΥΣ ΔΑΝΑΟΥΣ ΚΑΙ ΔΩΡΑ ΦΕΡΟΝΤΑΣ
Φράση που χρησιμοποιείται για να υποδείξει δολιότητα. Κατά την διάρκεια του Τρωικού πολέμου, O Λαοκόων ένας από τους Τρώες ιερείς του Θυμβραίου Απόλλωνα, προειδοποίησε τους συμπατριώτες του Τρώες, (μάταια) να μη δεχθούν το δώρο που πρόσφεραν οι Έλληνες -οι Δαναοί- στους Τρώες, όταν υποτίθεται ότι αποφάσισαν να τερματίσουν την πολιορκία τους. To προκείμενο δώρο ήταν, εννοείται, ο Δούρειος ίππος. Δώρο που αποδείχθηκε θανάσιμο και καταστροφικό για τους Τρώες, και την αγαπημένη τους πόλη, την Τροία.
ΚΑΒΑΛΗΣΕ ΤΟ ΚΑΛΑΜΙ
Είναι μια έκφραση που ίσως προέρχεται από την Αρχαία Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες το έλεγαν για να πειράξουν τον Αγησίλαο. Ο Αγησίλαος αγαπούσε πολύ τα παιδιά του και όταν ήταν μικρά έπαιζε μαζί τους, καβαλώντας σαν σε άλογο, ένα καλάμι. Κάποια μέρα όμως τον είδε ένας φίλος του σε αυτή την στάση και ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην πει τίποτα σε κανέναν. Αλλά εκείνος δεν κράτησε τον λόγο του και το είπε σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά – σιγά σε όλους και να φθάσει στις μέρες μας, με αλλαγμένη την ερμηνεία του (το λέμε όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλά του αέρα).
ΣΕ ΤΡΩΕΙ Η ΜΥΤΗ ΣΟΥ, ΞΥΛΟ ΘΑ ΦΑΣ
Στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν πως ο «κνησμός», η φαγούρα, δηλαδή, του σώματος, ήταν προειδοποίηση των Θεών. Πίστευαν πως όταν ένας άνθρωπος αισθανόταν φαγούρα στα πόδια του, θα έφευγε σε ταξίδι. Όταν πάλι τον έτρωγε η αριστερή του παλάμη, θα έπαιρνε δώρα. Η πρόληψη αυτή έμεινε ως τα χρόνια μας. «Με τρώει το χέρι μου χρήματα θα πάρω», συνηθίζουμε να λέμε όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οι αρχαίοι όμως, θεωρούσαν γρουσουζιά, όταν αισθανόταν φαγούρα στην πλάτη, στο λαιμό, στα αφτιά και στη μύτη. Κάποτε για παράδειγμα, ο βασιλιάς της Σπάρτης Άγις, ενώ έκανε πολεμικό συμβούλιο με τους αρχηγούς του, είδε ξαφνικά κάποιον από αυτούς να ξύνει αφηρημένος το αφτί του. Αμέσως σηκώθηκε πάνω και διέλυσε το συμβούλιο.- Θα έχουμε αποτυχία οπωσδήποτε. Οι θεοί προειδοποίησαν τον Αρίσταρχο. Ας αναβάλουμε για αργότερα την εκστρατεία. Οι Σπαρτιάτες πίστευαν ακόμη ότι τα παιδιά που αισθάνονταν φαγούρα στη μύτη τους, θα γινόντουσαν κακοί πολεμιστές. Έτσι, όταν έβλεπαν κανένα παιδί να ξύνει τη μύτη του, το τιμωρούσαν, για να μην την ξαναξύσει άλλη φορά. Από την πρόληψη αυτή βγήκε η φράση: «η μύτη σου σε τρώει, ξύλο θα φας».
ΠΡΑΣΣΕΙΝ ΑΛΟΓΑ
Όταν κάποιος σε μία συζήτηση μας λέει πράγματα με τα οποία διαφωνούμε ή μας ακούγονται παράλογα, συνηθίζουμε να λέμε: «Τί είναι αυτά που μου λες; Αυτά είναι αηδίες και πράσσειν άλογα».Το «πράσσειν άλογα» λοιπόν, δεν είναι πράσινα άλογα όπως πιστεύει πολύς κόσμος, αλλά αρχαία Ελληνική έκφραση. Προέρχεται εκ του ενεργητικού απαρέμφατου του ρήματος «πράττω» ή/και «πράσσω» (τα δύο τ, αντικαθίστανται στα αρχαία και από δύο σ), που είναι το «πράττειν» ή/και «πράσσειν» και του «άλογο» που είναι ουσιαστικά το ουσιαστικό «λόγος» που σημαίνει λογική (σε μία από τις έννοιες του) με το α στερητικό μπροστά. 'Α-λογο το παράλογο, δηλαδή, Πράσσειν άλογα, το να κάνει κανείς παράλογα πράγματα.
ΕΝΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΔΕ ΦΕΡΝΕΙ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
Σ’ έναν από τους μύθους του Αισώπου διαβάζουμε, πως ένας άσωτος και σπάταλος νέος, αφού έφαγε όλη του την περιουσία, δεν του είχε απομείνει παρά ο καινούριος του χονδρός εξωτερικός μανδύας. Κάποια μέρα, λοιπόν, που τυχαία είδε ένα χελιδόνι να πετάει έξω από το παράθυρό του, φαντάστηκε πως ο χειμώνας είχε περάσει και πως ήρθε πια η άνοιξη. Πούλησε τότε και το μανδύα σαν αχρείαστο. Αλλά το χειμωνιάτικο κρύο είχε άλλη γνώμη και ξαναγύρισε την άλλη μέρα πιο τσουχτερό. Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τη φράση αυτή με τα λόγια: «μία χελιδών έαρ ου ποιεί». Κατά τον Αριστοτέλη: «Το γάρ έαρ ούτε μία χελιδών ποιεί ούτε μία ημέρα». Επίσης, συγγενική είναι η φράση: «Μ’ ένα χελιδόνι, καλοκαίρι δεν κάνει, ούτε μια μέλισσα μέλι» και «μ’ ένα λουλούδι καλοκαίρι δε γίνεται».
ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΙΑ ΔΑΚΡΥΑ
Ο κροκόδειλος όταν θέλει να ξεγελάσει το θύμα του, κρύβεται και βγάζει κάτι παράξενους ήχους, που μοιάζουν καταπληκτικά με κλάμα μωρού παιδιού. Έτσι, αυτοί που τον ακούν, νομίζουν ότι πρόκειται για κάποιο παιδάκι και τρέχουν να το βοηθήσουν… Ο κροκόδειλος τότε επιτίθεται ξαφνικά και σκοτώνει το θύμα του. Στην αρχαία Ελλάδα ο κροκόδειλος ήταν άγνωστος, οι Έλληνες όμως έμαθαν για αυτόν από τους Φοίνικες εμπόρους, που τους γέμιζε με τρόμο και θαυμασμό για την δύναμη και την πανουργία του κροκόδειλου. Έτσι λοιπόν, παρόλο που στην Ελλάδα δεν υπήρχαν κροκόδειλοι, τα «κροκοδείλια δάκρυα», που λέμε σήμερα γι’ αυτούς που ψευτόκλαινε, είναι φράση καθαρά αρχαία Ελληνική.
ΑΡΕΣ ΜΑΡΕΣ ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΕΣ
Η Έκφραση προέρχεται από αρχαίες Ελληνικές κατάρες. Στον ενικό η λέξη είναι Κατάρα Κατ-άρα Με την πάροδο των χρόνων για λόγους καθαρά εύηχους και μόνο προσετέθη και το «Μ». Δηλαδή: Κατ-άρα-μάρα. Και έτσι στη νεότερη Ελληνική έγινε -αρα-μάρα, άρες μάρες, έβαλαν και την «κούφια» ομοιοκατάληκτη λέξη κουκουνάρες (κούφια δεν είναι τα κουκουνάρια;) και δημιουργήθηκε αυτή η καινούρια φράση! την λέμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως ακούσαμε κάτι χωρίς νόημα και χωρίς ουσία!
ΑΝΑΓΚΑΙΟ ΚΑΚΟ
Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε για πρώτη φορά σ’ ένα στίχο του Μένανδρου (342-291 π.Χ.), που μιλάει για το γάμο. Ο ποιητής γράφει ότι ο γάμος «εάν τις την Αλήθειαν σκοπή, κακόν μεν εστίν, άλλ’ αναγκαίον κακόν». Δηλαδή: Εάν θέλουμε να το εξετάσουμε στο φως της αλήθειας, ο γάμος είναι μεν ένα κακό, αλλά «αναγκαίον κακόν». Σ’ ένα άλλο απόσπασμα του Μένανδρου διαβάζουμε -ίσως για παρηγοριά για τα παραπάνω- την εξής περικοπή: «Πάντων ιατρός των αναγκαίων κακών χρόνος εστίν». Επίσης: «αθάνατον εστί κακόν αναγκαίον γυνή». Δηλαδή, η γυναίκα είναι το αιώνιο αναγκαίο κακό.
ΚΑΤΑ ΦΩΝΗ ΚΙ Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ
Στην αρχαιότητα , όταν ένας γάιδαρος φώναζε πριν αρχίσει μια μάχη, νόμιζαν ότι οι θεοί τους προειδοποιούσαν για τη νίκη. Κάποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν και τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι. Τότε αποφάσισε ν’ αναβάλει για μερικές μέρες την επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι. Πάνω, όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά τη φωνή ενός γαϊδάρου από το στρατόπεδο του. – Κατά φωνή κι ο γάιδαρος! έκανε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας. Και διέταξε ν’ αρχίσει η επίθεση, με την οποία νίκησε τους Μακεδόνες. Από τότε ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιο φίλο μας, που δεν τον περιμέναμε.
ΔΕΝ ΙΔΡΩΝΕΙ Τ’ ΑΥΤΙ ΤΟΥ
Την φράση αυτή την χρωστάμε στον πατέρα της Ιατρικής τον Ασκληπιό. Όταν κάποια νεαρή τον ρώτησε, με ποιον τρόπο θα μπορούσε να κάνει τον νεαρό που της άρεσε να την αγαπήσει, αυτός απάντησε: «Να τον κλείσεις σ’ ένα πολύ ζεστό δωμάτιο, την συμβούλευσε, και αν ιδρώσουν τ' αφτιά του, θα σ αγαπήσει. Αν δεν ιδρώσουν, μην παιδεύεσαι άδικα». Από την περίεργη αυτή συμβουλή του Ασκληπιού, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «δεν ιδρώνει τ’ αυτί του», που τη λέμε συνήθως, για τους αναίσθητους και αδιάφορους.
ΔΙΝΩ ΤΟΠΟ ΣΤΗΝ ΟΡΓΗ.
«Δώσε τόπο της οργής», φράση που την βρίσκουμε στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (718): «είκε θυμώ και μετάστασιν δίδου». Αυτά τα λόγια λέει ο Αίμωνας στον πατέρα του τον Κρέοντα, που επιμένει να τιμωρήσει την Αντιγόνη, γιατί δεν υπάκουσε στη διαταγή του και έθαψε τον αδελφό της Πολυνείκη. «Είκε» σημαίνει υποχώρησε, «θυμώ και» αντί «και θυμώ μετάοτασιν δίδου», δηλαδή, και άλλαξε γνώμη, δηλαδή, δώσε τόπο στην οργή. Στις «Ευμενίδες» του Αισχύλου (847) λέει η θεά Αθηνά στο Χορό (των Ευμενίδων): «οργάς ξυνοίσω σοι γεραιτέρα γαρ ει». Η λέξη οργή έχει και τη σημασία: διάθεσης, των αισθημάτων, όπως κι εδώ «θα δώσω τόπο στην οργή», θα υποχωρήσω και θα ανεχθώ τις διαθέσεις σου (ξυνοίσω που σημαίνει συνοίσω, μέλλων του συμφέρω, εδώ ανέχομαι, συγχωρώ, υπομένω), γιατί είσαι γεροντότερη (Ευριπ. Ελ. 80, Απόσπ. 31) «οργή είκειν» κ.ά.
ΚΑΛΛΙΟ ΑΡΓΑ ΠΑΡΑ ΠΟΤΕ
Την φράση αυτή την χρωστάμε στον πατέρα της Ιατρικής τον Ασκληπιό. Όταν κάποια νεαρή τον ρώτησε, με ποιον τρόπο θα μπορούσε να κάνει τον νεαρό που της άρεσε να την αγαπήσει, αυτός απάντησε: «Να τον κλείσεις σ’ ένα πολύ ζεστό δωμάτιο, την συμβούλευσε, και αν ιδρώσουν τ' αφτιά του, θα σ αγαπήσει. Αν δεν ιδρώσουν, μην παιδεύεσαι άδικα». Από την περίεργη αυτή συμβουλή του Ασκληπιού, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «δεν ιδρώνει τ’ αυτί του», που τη λέμε συνήθως, για τους αναίσθητους και αδιάφορους.
ΔΙΝΩ ΤΟΠΟ ΣΤΗΝ ΟΡΓΗ.
«Δώσε τόπο της οργής», φράση που την βρίσκουμε στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (718): «είκε θυμώ και μετάστασιν δίδου». Αυτά τα λόγια λέει ο Αίμωνας στον πατέρα του τον Κρέοντα, που επιμένει να τιμωρήσει την Αντιγόνη, γιατί δεν υπάκουσε στη διαταγή του και έθαψε τον αδελφό της Πολυνείκη. «Είκε» σημαίνει υποχώρησε, «θυμώ και» αντί «και θυμώ μετάοτασιν δίδου», δηλαδή, και άλλαξε γνώμη, δηλαδή, δώσε τόπο στην οργή. Στις «Ευμενίδες» του Αισχύλου (847) λέει η θεά Αθηνά στο Χορό (των Ευμενίδων): «οργάς ξυνοίσω σοι γεραιτέρα γαρ ει». Η λέξη οργή έχει και τη σημασία: διάθεσης, των αισθημάτων, όπως κι εδώ «θα δώσω τόπο στην οργή», θα υποχωρήσω και θα ανεχθώ τις διαθέσεις σου (ξυνοίσω που σημαίνει συνοίσω, μέλλων του συμφέρω, εδώ ανέχομαι, συγχωρώ, υπομένω), γιατί είσαι γεροντότερη (Ευριπ. Ελ. 80, Απόσπ. 31) «οργή είκειν» κ.ά.
ΚΑΛΛΙΟ ΑΡΓΑ ΠΑΡΑ ΠΟΤΕ
Όταν ο Σωκράτης, σε περασμένη πια ηλικία αποφάσισε να μάθει κιθάρα, τον πείραξαν οι φίλοι του, λέγοντας του: «Γέρων ών κίθαριν μανθάνεις;…». Κι ο Σωκράτης τότε απάντησε: «Κάλλιον οψιμαθής ή αμαθής (παραμένειν)».
ΤΟΥ ΠΗΡΕ ΤΟΝ ΑΕΡΑ.
Η έκφραση αυτή έχει παραμείνει από την αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα από τις ναυμαχίες που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες. Οποίος μπορούσε να εκμεταλλευτεί καλύτερα τον αέρα μπορούσε να κινηθεί πιο γρήγορα άρα και να νικήσει. Έτσι οποίος έπαιρνε τον αέρα ήταν και ο νικητής.
ΑΕΡΑ!
Στην αρχαία Ελλάδα, όταν άρχιζε κάποια μάχη, οι πολεμιστές έπεφταν πάνω στον αντίπαλό τους, φωνάζοντας «αλαλά», λέξη που δεν είχε κανένα νόημα, αλλά ήταν απλώς πολεμική κραυγή. Απ’ αυτό, ωστόσο, βγήκε η λέξη «αλαλάζω» και η αρχαία φράση «ήλόλαζον την νίκην». Ο αλαλαγμός χρησιμοποιήθηκε και στους νεότερους πολέμους, τόσο για εμψύχωση των πολεμιστών, ιδίως στις εφόδους, όσο και σαν επωδός της νίκης, αφού αντικαταστάθηκε η λέξη «Αλαλά» με τη λέξη «Aέρα». Αλλά ποιο ήταν πάλι το γεγονός εκείνο που έκανε τη λέξη «Αέρα» να επικρατήσει σαν πολεμική κραυγή; Κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων (1912-13), οι οβίδες του εχθρού, που χτυπούσαν εναντίον των οχυρωματικών θέσεων του στρατού μας, δεν έφερναν σχεδόν κανένα αποτέλεσμα, εκτός από το δυνατό αέρα, που δημιουργούσαν ολόγυρα οι εκρήξεις. Σε κάθε τέτοια, λοιπόν, αποτυχημένη βολή, οι Έλληνες στρατιώτες -προπαντός όμως οι θρυλικοί Τσολιάδες- φώναζαν όλοι μαζί «Αέρα!», θέλοντας με τον τρόπο αυτό να εκδηλώσουν τη χαρά τους για την εχθρική αποτυχία (ειπώθηκε για πρώτη φορά από εύζωνα του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων). Η λέξη, όμως, «Αέρα» έγινε ένα πραγματικό σύμβολο κατά τον πόλεμο της 28ης Οκτωβρίου 1940.
ΤΑ ΤΣΟΥΞΑΜΕ
Στην αρχαιότητα, υπήρχαν πολλές γυναίκες, που έπιναν πολύ κρασί, ανακατεύοντας το ποτό τους με μια ειδική σκόνη, που έκανε το κρασί να γίνεται πιο πικάντικο. Απ’ αυτό βγήκε και η φράση «τα τσούξαμε».
ΕΣ ΑΥΡΙΟΝ ΤΑ ΣΠΟΥΔΑΙΑ
Αυτή η παροιμιακή φράση είναι του Πλουτάρχου, από το βίο του Πλουτάρχου που αναφέρεται στον Πελοπίδα. Ανήκει στον Θηβαίο στρατηγό Αρχία (4ος αι. π.Χ.), φίλο των Σπαρτιατών, όταν σε ένα συμπόσιο κάποιος του πήγε ένα γράμμα, που περιείχε την πληροφορία ότι κινδύνευε από τους δημοκρατικούς και τον Πελοπίδα που είχε επιστρέψει στη Θήβα από την Αθήνα κρυφά. Βρισκόμαστε στο 379 π.Χ. Ο Αρχίας, πάνω στο γλέντι και μέσα στη χαρά του, πάνω στη μέθη της δύναμής του και της εξουσίας, αμέλησε να το ανοίξει. Αντί να ανοίξει την επιστολή και να τη διαβάσει, την έβαλε στην άκρη λέγοντας «εις αύριον τα σπουδαία», δηλαδή αύριο θα διαβάσω τα σημαντικά πράγματα που περιέχει αυτή η επιστολή. Αυτό ήταν και το λάθος του. Σε λίγο δολοφονήθηκε και αυτός και οι φίλοι του.
ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΣ ΘΕΟΣ
Με την φράση «από μηχανής θεός» χαρακτηρίζουμε ένα πρόσωπο ή ένα γεγονός, που με την απροσδόκητη εμφάνισή του, δίνει μια λύση ή μια νέα εξέλιξη σε περίπτωση αμηχανίας ή διλήμματος. Η καταγωγή της έκφρασης αυτής, ανάγεται στην αρχαία Ελληνική δραματική ποίηση και ειδικότερα στην τραγωδία. Συγκεκριμένα, σε αρκετές περιπτώσεις ο τραγικός ποιητής οδηγούσε σταδιακά την εξέλιξη του μύθου σ’ ένα σημείο αδιεξόδου, με αποτέλεσμα η εξεύρεση μιας λύσης να είναι πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Τότε, προκειμένου το θεατρικό έργο να φτάσει σε ένα τέλος, συνέβαινε το εξής: εισαγόταν στο μύθο ένα θεϊκό πρόσωπο, που με την παρέμβασή του έδινε μια λύση στο αδιέξοδο και το έργο μπορούσε πλέον να ολοκληρωθεί ομαλά. Η έκφραση «ο από μηχανής θεός» καθιερώθηκε, επειδή αυτό το θεϊκό πρόσωπο εμφανιζόταν στη σκηνή του θεάτρου με τη βοήθεια της «μηχανής», δηλαδή ενός ξύλινου γερανού, ώστε να φαίνεται ότι έρχεται από ψηλά, ή καμιά φορά από καταπακτή, εάν επρόκειτο για θεό του Άδη. Ουσιαστικά, δηλαδή, πρόκειται για μια περίπτωση επιφάνειας (θεϊκής δηλαδή εμφάνισης στους θνητούς), που συνέβαινε στο τέλος μιας τραγωδίας, διευκολύνοντας τον τραγικό ποιητή να δώσει μια φυσική λύση στο μύθο του έργου του.
ΤΑ ΣΠΑΣΑΜΕ
Οι αρχαίοι Κρήτες την παραμονή του γάμου τους, συγκέντρωναν σε ένα μεγάλο δωμάτιο διάφορα πήλινα βάζα κι ενώ τραγουδούσαν και χόρευαν, τα έσπαζαν ένα ένα. Η συνήθεια αυτή με τον καιρό, γενικεύτηκε σε όλη την Ελλάδα. Από αυτή την συνήθεια βγήκε η φράση «τα σπάσαμε» που τη λέμε μετά από κάθε διασκέδαση.
ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΚΑΥΓΑ
Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη. Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο. Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατσουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, κάτι που δεν ήταν εύκολο, καθώς τα νύχια των σκλάβων, ήταν μεγάλα και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν. Γι’ αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».
ΓΙΑ ΨΥΛΛΟΥ ΠΗΔΗΜΑ
Από τον πρώτο αιώνα η επικοινωνία των Ρωμαίων με τον ασιατικό κόσμο, είχε σαν αποτέλεσμα την εισαγωγή πληθώρας γελοίων και εξευτελιστικών δεισιδαιμονιών, που κατέκλυσαν όλες τις επαρχίες της Ιταλίας. Εκείνοι που φοβόντουσαν το μάτιασμα, κατάφευγαν στις μάγισσες, για να τους ξορκίσουν μ’ ένα πολύ περίεργο τρόπο: Οι μάγισσες αυτές είχαν μερικούς γυμνασμένους ψύλλους, που πηδούσαν γύρω από ένα πιάτο με νερό. Αν ο ψύλλος έπεφτε μέσα και πνιγόταν, τότε αυτός που τον μάτιασε ήταν εχθρός. Αν συνέβαινε το αντίθετο -αν δεν πνιγόταν δηλαδή-τότε το μάτιασμα ήταν από φίλο, πράγμα που θα περνούσε γρήγορα. Κάποτε μια μάγισσα υπέδειξε σ’ έναν πελάτη της ένα τέτοιο εχθρό με τ’ όνομα του. Εκείνος πήγε, τον βρήκε και τον σκότωσε. Έτσι άρχισε μια φοβερή «βεντέτα» ανάμεσα σε δύο οικογένειες, που κράτησε πολλά χρόνια. Ωστόσο, από το δραματικό αυτό επεισόδιο, που το προξένησε μια ανόητη πρόληψη, βγήκε και έμεινε παροιμιακή η φράση: «Για ψύλλου πήδημα».
ΤΟΥ ΕΔΩΣΕ ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΣΤΟ ΧΕΡΙ
Με τη φράση αυτή εννοούμε ότι κάποιον τον διώχνουμε, τον απολύουμε από τη δουλειά του για διάφορους λόγους. Αυτή η έκφραση ξεκίνησε από ένα παλιό έθιμο, που είχε την πρώτη εφαρμογή του στη Βαβυλωνία. Όταν ο βασιλιάς ήθελε να αντικαταστήσει έναν άρχοντα, είτε γιατί ήταν ανεπαρκής, είτε γιατί με κάποια σφάλματά του είχε πέσει στη δυσμένειά του, του έστελνε ένα ζευγάρι από παλιά παπούτσια με γραμμένο από κάτω το όνομα αυτού που το λάβαινε. Το έθιμο αυτό το πήραν από τους Βαβυλώνιους και οι Βυζαντινοί και το διατήρησαν ως τα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας. Σχέση έχει και η άλλη φράση που λέμε: «σε γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια». Δηλαδή δεν σε υπολογίζω, δε σου δίνω αξία, σημασία, σε αγνοώ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια
(
Atom
)













