Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Ευχές για το Νέο έτος

Όσοι είναι οι σπόροι ενός ροδιού τόσες και άλλες τόσες είναι οι ευχές μου για την καινούργια Χρονιά!

Σπάζοντας ένα ρόδι νοερά σε κάθε Ελληνικό σπίτι εύχομαι ο κρότος που θα ακουστεί να διώξει κάθε κακό και κάθε σπόρος να σκορπιστεί σε κάθε γωνιά σπέρνοντας αγάπη και τα νάματα του Ελληνισμού.

Κάθε σπόρος να φέρει στον καθένα ότι η ψυχή του βαθιά λαχταρά.

Χρόνια Πολλά Ελλάδα μου Ευτυχισμένος ο καινούργιος Χρόνος!!!

Ας κυλίσει ευνοϊκά για όλη την ανθρωπότητα και ας φέρει υγεία, ευτυχία και πολλή δύναμη σε κάθε ψυχή!


Με αγάπη,

ΕΡΕΒΟΚΤΟΝΟΣ

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια (358-409)

358 ΧΟ. φεῦ φεῦ, μελέα τῶν σῶν ἀχέων,
357 δύστηνε γύναι,
ποῖ ποτε τρέψῃ; τίνα πρὸς ξενίαν
360 ἢ δόμον ἢ χθόνα σωτῆρα κακῶν
[ἐξευρήσεις];
ὡς εἰς ἄπορόν σε κλύδωνα θεός,
Μήδεια, κακῶν ἐπόρευσεν.
ΜΗ. κακῶς πέπρακται πανταχῇ· τίς ἀντερεῖ;
365 ἀλλ᾽ οὔτι ταύτῃ ταῦτα, μὴ δοκεῖτέ πω.
ἔτ᾽ εἴσ᾽ ἀγῶνες τοῖς νεωστὶ νυμφίοις
καὶ τοῖσι κηδεύσασιν οὐ σμικροὶ πόνοι.
δοκεῖς γὰρ ἄν με τόνδε θωπεῦσαί ποτε
εἰ μή τι κερδαίνουσαν ἢ τεχνωμένην;
370 οὐδ᾽ ἂν προσεῖπον οὐδ᾽ ἂν ἡψάμην χεροῖν.
ὁ δ᾽ ἐς τοσοῦτον μωρίας ἀφίκετο
ὥστ᾽, ἐξὸν αὐτῷ τἄμ᾽ ἑλεῖν βουλεύματα
γῆς ἐκβαλόντι, τήνδ᾽ ἐφῆκεν ἡμέραν
μεῖναί μ᾽, ἐν ᾗ τρεῖς τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν νεκροὺς
375 θήσω, πατέρα τε καὶ κόρην πόσιν τ᾽ ἐμόν.
πολλὰς δ᾽ ἔχουσα θανασίμους αὐτοῖς ὁδούς,
οὐκ οἶδ᾽ ὁποίᾳ πρῶτον ἐγχειρῶ, φίλαι·
πότερον ὑφάψω δῶμα νυμφικὸν πυρί,
ἢ θηκτὸν ὤσω φάσγανον δι᾽ ἥπατος,
380 σιγῇ δόμους ἐσβᾶσ᾽ ἵν᾽ ἔστρωται λέχος;
ἀλλ᾽ ἕν τί μοι πρόσαντες· εἰ ληφθήσομαι
δόμους ὑπερβαίνουσα καὶ τεχνωμένη,
θανοῦσα θήσω τοῖς ἐμοῖς ἐχθροῖς γέλων.
κράτιστα τὴν εὐθεῖαν, ᾗ πεφύκαμεν
385 σοφοὶ μάλιστα, φαρμάκοις αὐτοὺς ἑλεῖν.
εἶἑν·
καὶ δὴ τεθνᾶσι· τίς με δέξεται πόλις;
τίς γῆν ἄσυλον καὶ δόμους ἐχεγγύους
ξένος παρασχὼν ῥύσεται τοὐμὸν δέμας;
οὐκ ἔστι. μείνασ᾽ οὖν ἔτι σμικρὸν χρόνον,
390 ἢν μέν τις ἡμῖν πύργος ἀσφαλὴς φανῇ,
δόλῳ μέτειμι τόνδε καὶ σιγῇ φόνον·
ἢ δ᾽ ἐξελαύνῃ ξυμφορά μ᾽ ἀμήχανος,
αὐτὴ ξίφος λαβοῦσα, κεἰ μέλλω θανεῖν,
κτενῶ σφε, τόλμης δ᾽ εἶμι πρὸς τὸ καρτερόν.
395 οὐ γὰρ μὰ τὴν δέσποιναν ἣν ἐγὼ σέβω
μάλιστα πάντων καὶ ξυνεργὸν εἱλόμην,
Ἑκάτην, μυχοῖς ναίουσαν ἑστίας ἐμῆς,
χαίρων τις αὐτῶν τοὐμὸν ἀλγυνεῖ κέαρ.
πικροὺς δ᾽ ἐγώ σφιν καὶ λυγροὺς θήσω γάμους,
400 πικρὸν δὲ κῆδος καὶ φυγὰς ἐμὰς χθονός.
ἀλλ᾽ εἶα φείδου μηδὲν ὧν ἐπίστασαι,
Μήδεια, βουλεύουσα καὶ τεχνωμένη·
ἕρπ᾽ ἐς τὸ δεινόν· νῦν ἀγὼν εὐψυχίας.
ὁρᾷς ἃ πάσχεις; οὐ γέλωτα δεῖ σ᾽ ὀφλεῖν
405 τοῖς Σισυφείοις τοῖσδ᾽ Ἰάσονος γάμοις,
γεγῶσαν ἐσθλοῦ πατρὸς Ἡλίου τ᾽ ἄπο.
ἐπίστασαι δέ· πρὸς δὲ καὶ πεφύκαμεν
γυναῖκες, ἐς μὲν ἔσθλ᾽ ἀμηχανώταται,
κακῶν δὲ πάντων τέκτονες σοφώταται.

***
ΧΟ. Αλίμονο! Αλίμονο!
Τόσα τα πάθη σου, δύσμοιρη!
Πού θα πας, δυστυχισμένη γυναίκα, πού;
360 Ποιός φίλος, ποιό σπίτι, ποιά χώρα
[θα βρεθεί και]
θα σε σώσει από τον όλεθρο;
Σε τι αδιάβατο πέλαγος κακών
σε οδήγησαν, Μήδεια, οι θεοί!
ΜΗ. Κάκιστα επήγαν τα πάντα. Ποιός το αρνείται;
365 Όμως δεν θα τελειώσουν έτσι — μη σας περάσει από τον νου.
Έχουν ακόμη αγώνες οι νεόνυμφοι
και εκείνοι που τους πάντρεψαν μαρτύρια μεγάλα.
Τί φαντάστηκες; Πως θα τον εκολάκευα ποτέ,
αν δεν είχα να κερδίσω ή δεν εσχεδίαζα κάτι;
370 Ούτε που θα του μιλούσα ούτε που θα τον άγγιζαν τα χέρια μου.
Και αυτός εφάνη τόσο ανόητος, ώστε, ενώ είχε τρόπο
να ματαιώσει τα σχέδιά μου εξορίζοντάς με,
με άφησε να μείνω τούτη τη μέρα — τούτη τη μέρα
τρεις από τους εχθρούς μου θα πέσουν νεκροί,
375 ο πατέρας, η κόρη, ο άντρας μου.
Έχω γι᾽ αυτούς δρόμους πολλούς που οδηγούν στον θάνατο
και δεν ξέρω, αγαπημένες μου, ποιόν να πάρω πρώτο.
Να παραδώσω στις φλόγες το νυφικό δώμα
ή να μπω αθόρυβα στην κάμαρη με το στρωμένο κρεβάτι
380 και να καρφώσω στα στήθη τους ακονισμένο μαχαίρι;
Ένα πράγμα ωστόσο με αποθαρρύνει:
Αν με συλλάβουν να διαβαίνω το κατώφλι
και να βάζω εμπρός το σχέδιό μου, θα πεθάνω
και οι εχθροί μου θα καγχάζουν.
Το καλύτερο, να ακολουθήσω την ευθεία,
385 την τέχνη που εγώ γνωρίζω άριστα,
να τους ξεκάνω με φαρμάκι. Ας είναι.
Πες πως είναι ήδη νεκροί. Ποιά πόλη θα με δεχθεί;
Ποιός φίλος θα μου προσφέρει τόπο απαραβίαστο
και σπίτι φερέγγυο και θα σώσει το σώμα μου; Κανείς.
Γι᾽ αυτό θα μείνω λίγο ακόμα
390 και αν φανεί για μένα λιμάνι ασφαλές,
με δόλο και αμίλητη θα πράξω τούτον τον φόνο.
Αν πάλι κάποια συμφορά ακαταμάχητη ορθωθεί εμπρός μου,
θα αδράξω το ξίφος και θα τους σκοτώσω,
ακόμα και αν είναι να πεθάνω. Θα φτάσω
στο ακρότατο σημείο της τόλμης.
395 Ορκίζομαι στη θεά που εγώ ευλαβούμαι 
πάνω απ᾽ όλους τους θεούς
και που την έχω συνεργό μου, στην Εκάτη,
τη θρονιασμένη στο βάθος της εστίας μου: Κανένας τους
δεν θα πληγώσει την καρδιά μου ατιμώρητος.
Πικρούς και θλιβερούς θα κάμω εγώ τους γάμους τους,
400 πικρά τα συμπεθεριάσματα και τον δικό μου ξεριζωμό.
Εμπρός τώρα. Μην αφήσεις καμιά από τις τέχνες που κατέχεις,
Μήδεια, όταν θα καταστρώνεις το σχέδιό σου
και θα τους παγιδεύεις.
Προχώρα στην πράξη την τρομερή. Εδώ κρίνεται η γενναιότητα.
Βλέπεις πώς υποφέρεις. Δεν πρέπει εσύ,
405 αρχοντικού πατέρα γέννημα και απ᾽ τη γενιά του Ήλιου,
να αφήσεις να γελούν μαζί σου
γι᾽ αυτόν τον γάμο του Ιάσονα με το σπέρμα του Σίσυφου.
Το πώς το γνωρίζεις. Και μην ξεχνάς
πως είμαστε γεννημένες γυναίκες, αμήχανες για το καλό,
για το κακό ωστόσο τεχνίτρες πολυμήχανες.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Η Eλληνική γλώσσα και το αλφάβητο

5.1 Το τέλος της γραμμικής Β'


Είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο ότι το σύστημα με το οποίο καταγράφηκε για πρώτη φορά η Eλληνική γλώσσα ήταν δανεισμένο από έναν παλιότερο πολιτισμό που δεν ήταν Eλληνόφωνος, τον μινωικό, και ότι αυτό το σύστημα είχε χαρακτήρα συλλαβικό, τα σημεία δηλαδή που χρησιμοποιούσε αντιπροσώπευαν συλλαβές. Είδαμε επίσης ότι αυτό το σύστημα γραφής (η γραμμική Β') υιοθετήθηκε από τους μυκηναίους άρχοντες για να εξυπηρετήσει τις λογιστικές ανάγκες των διοικητικών μηχανισμών τους, που έδρευαν στα παλάτια τους, στις Μυκήνες, τη Θήβα, την Πύλο. Στην εποχή μεταξύ 13ου και 12ου αιώνα π.Χ. τα μυκηναϊκά παλάτια καταστρέφονται για λόγους άγνωστους σε μας. Έτσι, φτάνει στο τέλος του ο κόσμος των Μυκηναίων και μαζί του χάνεται και η γραφή, η γραμμική Β'. Από τη στιγμή που καταστρέφεται ο σύνθετος διοικητικός μηχανισμός των παλατιών, που είχε ανάγκη ενός συστήματος καταγραφής της πληροφορίας, παύει να υπάρχει και ο κύριος λόγος ύπαρξης αυτού του συστήματος γραφής. Το τέλος, επομένως, του μυκηναϊκού πολιτισμού «παίρνει» μαζί του και τη γνώση και τη χρήση της γραμμικής Β'.

Άλλωστε, όπως είπαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, αυτό το σύστημα «δούλευε» με ειδικούς της γραφής και με ειδικούς αναγνώστες: κατέγραφε έναν περιορισμένο, ειδικό τύπο πληροφορίας (λογιστικά κείμενα), που αφορούσε μια περιορισμένη, ειδική κατηγορία, τους άρχοντες. Και αυτό εξηγεί σε σημαντικό βαθμό τον ελλειπτικό τρόπο της καταγραφής της πληροφορίας στο σύστημα αυτό. Θυμηθείτε αυτό που λέγαμε για τα σημερινά λογιστικά κείμενα: και αυτά προϋποθέτουν ειδικούς που τα γράφουν (λογιστές) και ειδικούς αναγνώστες (επιχειρηματίες, εφοριακούς κλπ.). Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο τρόπος καταγραφής της πληροφορίας και σε αυτού του είδους τα σημερινά λογιστικά κείμενα είναι ελλειπτικός. Η εξαφάνιση των ειδικών αναγνωστών (των αρχόντων) που χρειάζονταν, για τις ανάγκες της εξουσίας τους, ειδικούς της γραφής οι οποίοι κατέγραφαν τις σχετικές πληροφορίες, οδηγεί και στην εξαφάνιση των ειδικών γραφέων και της χρήσης του συστήματος γραφής, της γραμμικής Β'.

Άλλο αγάπη, άλλο εξάρτηση

Αγαπάτε τους συντρόφους σας ή είστε απλώς εξαρτημένοι από αυτούς; Η αγάπη είναι αυταπάρνηση, η εξάρτηση είναι εγωισμός.

Όταν αγαπάς, επικεντρώνεσαι στο να κάνεις τον άλλο χαρούμενο. Επινοείς τρόπους να βεβαιωθείς πως ο σύντροφός σου αισθάνεται ότι τον αγαπάς. Δεν κρατάς λογαριασμό, δεν διαφωνείς για το ποιος προσφέρει περισσότερα και δεν μαλώνεις για το ποιος υποτίθεται πως έπρεπε να πλύνει τα πιάτα. Δεν τον εκβιάζεις συναισθηματικά, δεν προσπαθείς να τον χειραγωγήσεις κι ούτε υποκινείς τη σχέση.

Όταν είσαι εξαρτημένος από κάποιον, επικεντρώνεσαι μόνο στους τρόπους με τους οποίους εκείνος κάνει εσένα χαρούμενο. Εξαρτάσαι από τον σύντροφό σου και ορισμένες φορές προσπαθείς να τον ελέγξεις προκειμένου να αποφύγεις την εγκατάλειψη. Αντί να αντιμετωπίσεις τα δικά σου θέματα, χρησιμοποιείς τον σύντροφό σου για να βελτιώσεις την αυτοεκτίμησή σου και να γεμίσεις τα κενά μέσα σου. Πιστεύεις πως είναι υπεύθυνος για την ευτυχία σου και εξαγριώνεσαι αν αποτύχει να σε ικανοποιήσει.

Η αγάπη απελευθερώνει, η εξάρτηση ελέγχει.
Η αμοιβαία αγάπη σου επιτρέπει να είσαι ο εαυτός σου.

Ο σύντροφός σου σε ενθαρρύνει να είσαι αυτός που πραγματικά είσαι και δεν φοβάσαι μήπως οι αδυναμίες σου σε εκθέσουν απέναντί του. Ως αποτέλεσμα αναπτύσσεται μεταξύ σας και η αμοιβαία εμπιστοσύνη η οποία λειτουργεί ως ο δυνατότερος καταλύτης για οτιδήποτε το εγωιστικό σε ό,τι αφορά τα προσωπικά σας θέλω.

Η αληθινή αγάπη δεν ασκεί ποτέ έλεγχο. Στην πραγματικότητα, εκείνη είναι που υπερβαίνει τον έλεγχο. Η ικανότητα του συντρόφου σου να σε αποδεχτεί για αυτό που είσαι και να σε παροτρύνει να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου, σου επιτρέπει να απελευθερωθείς από την ανάγκη να ελέγξεις τη ζωή του.

Η εξάρτηση, από την άλλη μεριά, το μόνο που κάνει είναι να τροφοδοτεί την άσκηση ελέγχου. Σε ωθεί να αποθαρρύνεις τον σύντροφό σου από το να περνά χρόνο με τους φίλους του, να παίζεις παιχνίδια στρατηγικής, ή να επικεντρώνεσαι πάνω του με αρρωστημένο τρόπο. Μπορεί να σε οδηγήσει ακόμα και στο να προσπαθήσεις να τον χειραγωγήσεις για να μείνει μαζί σου άσχετα από τα αισθήματά του.

Η αγάπη είναι αμοιβαία εξέλιξη, η εξάρτηση είναι τροχοπέδη.

Αν αγαπιέστε, εσύ και ο σύντροφός σου θα εξελιχθείτε μαζί. Όταν και οι δύο προσπαθείτε να δημιουργήσετε την καλύτερη εκδοχή του εαυτού σας, θα τα καταφέρετε πολύ καλύτερα μαζί από ότι μόνοι σας. Εν συντομία, ο σύντροφός σου δίνει ώθηση στην προσωπική σου εξέλιξη κι εσύ στη δική του.

Σε ό,τι αφορά την εξάρτηση, η ανάγκη για έλεγχο και η ανικανότητα των συντρόφων να λύσουν τα προβλήματά τους, περιορίζει την εξέλιξη και των δύο. Τα ανεπίλυτα ζητήματα προκαλούν την εξάρτηση του ενός από τον άλλο και κατά συνέπεια, το να αγαπιούνται με υγιή τρόπο γίνεται εξαιρετικά δύσκολο.

Η αγάπη είναι για πάντα, η εξάρτηση είναι εφήμερη.

Η αγάπη επιβιώνει στο πέρασμα του χρόνου. Εσύ και ο σύντροφός σου μπορεί τελικά να χωρίσετε, κι αυτό να είναι κάτι προσωρινό ή μόνιμο. Αν ωστόσο τον αγάπησες πραγματικά, αυτό το άτομο θα έχει πάντα μια θέση στην καρδιά σου και θα του εύχεσαι ολόψυχα τα καλύτερα στη ζωή του.

Αν, από την άλλη, ήσασταν απλώς εξαρτημένοι ο ένας από τον άλλο, τότε πιθανότατα μετά από ένα χωρισμό θα κρατούσατε κακία και θα αισθανόσασταν προδομένοι. Αυτό το συναίσθημα απορρέει από την εντύπωση που είχατε πως ήσασταν υποχρεωμένοι να κάνετε ο ένας τον άλλο ευτυχισμένο και αυτό, δεν συνέβη.

Η αγάπη μειώνει το εγώ, η εξάρτηση το εκτοξεύει στα ύψη.

Όταν αγαπάς, γίνεσαι λιγότερο εγωκεντρικός. Η σχέση μειώνει το εγώ, ενισχύει την αγάπη και προκαλεί θετικές αλλαγές και στους δύο. Επιπλέον, ενθαρρύνει τους συντρόφους να μοιράζονται τις αδυναμίες τους και να επικοινωνούν ειλικρινά, από την καρδιά τους.

Αντίθετα, οι σχέσεις που βασίζονται στην εξάρτηση, κυριαρχούνται από το εγώ. Για αυτόν τον λόγο πολλοί άνθρωποι μπλέκονται σε σχέσεις που δεν τους ικανοποιούν, κάθε μία από αυτές με τα ίδια προβλήματα και πάντα γύρω από το εγώ τους. Τα άτομα αυτά δυσκολεύονται να εντοπίσουν τα λάθη τους και να αντιμετωπίσουν τα ζητήματά τους, κάτι που δημιουργεί την εξάρτηση στη σχέση η οποία ως αποτέλεσμα πυροδοτεί την αίσθηση πως χωρίς τον σύντροφό τους δεν μπορούν να είναι ευτυχισμένοι. Βασίζονται στο άλλο τους μισό να λύσει τα προβλήματά τους, ή έστω, να τους κάνει να τα ξεχάσουν.

Ισοκράτης: Ο μορφωμένος άνθρωπος

Έχετε συναντήσει ποτέ κάποιον άνθρωπο, που, ενώ είναι κορυφή στο επάγγελμά του, σε μία συνηθισμένη συζήτηση ξεστομίζει ανοησίες;

Που δεν μπορεί να κατανοήσει απλά, καθημερινά ζητήματα και η προσωπική του ζωή είναι ακατάστατη και θλιβερή;

Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί ένας μορφωμένος άνθρωπος με υψηλή νοημοσύνη, που διαπρέπει σε δύσκολα επιστημονικά πεδία, στα μικρά, καθημερινά τα κάνει μαντάρα;

Αυτά τα ερωτήματα δεν είναι καινούργια. Ήδη από την αρχαιότητα οι φιλόσοφοι προσπάθησαν να εξηγήσουν αυτό το παράδοξο και μία πολύ ικανοποιητική εξήγηση έδωσε ο Ισοκράτης, ο σπουδαίος δάσκαλος του 4ου αι. π.κ.χ. Μία εξήγηση τόσο απλή, που αναρωτιέται κανείς γιατί δεν της δώσαμε τη σημασία που της αξίζει.

Ο Παναθηναϊκός λόγος

Τον λόγο αυτό τον έγραψε ο Ισοκράτης σε ηλικία 94 ετών, με στόχο να κάνει έναν απολογισμό του έργου του και να απαντήσει στους επικριτές του, που τον κατηγορούσαν για δογματισμό και αδιαλλαξία, καθώς ο Ισοκράτης ήταν απόλυτος στις απόψεις του. Στον πρόλογο αυτού του έργου, παρουσιάζει την άποψή του για τον πραγματικά μορφωμένο άνθρωπο, μία άποψη που, ούτε τότε ούτε σήμερα μπορεί κανείς εύκολα να δεχτεί εύκολα.

Η σκέψη πάνω στην οποία βασίζει τα συμπεράσματά του ο Ισοκράτης είναι η εξής: πολλοί άνθρωποι που έχουν φτάσει σε ώριμη ηλικία και έχουν τελειοποιηθεί στη Γεωμετρία ή κάποια άλλη επιστήμη, ή κάποιο άλλο εξειδικευμένο πεδίο και μάλιστα διδάσκουν και άλλους, στα καθημερινά ζητήματα της ζωής αποδεικνύονται πιο ανόητοι από τους μαθητές τους.

Για να μπορούν, λοιπόν, να θεωρηθούν στ’ αλήθεια μορφωμένοι θα πρέπει πια σε αυτή την ηλικία:

-να έχουν την οξυδέρκεια να ερμηνεύουν σωστά τις περιστάσεις και να επωφελούνται από αυτές.

-να είναι αξιοπρεπείς, δίκαιοι και ανεκτικοί με τους ενοχλητικούς ανθρώπους. Να φέρονται με καλοσύνη και πραότητα στους φίλους τους.

-να συγκρατούν τις παρορμήσεις τους και να διαχειρίζονται γενναία τις συμφορές.

-να μην αφήνουν τις ευτυχείς συγκυρίες να τους διαφθείρουν. Να μην χαίρονται περισσότερο με όσα κέρδισαν κατά τύχη απ’ όσο χαίρονται με όσα κέρδισαν με τον κόπο και την ορθή τους σκέψη.

Αυτόν που συνδυάζει όλα τα παραπάνω θεωρεί ο Ισοκράτης μορφωμένο άνθρωπο. Τον άνθρωπο που σκέφτεται συνετά και μετρημένα, ώστε να αναγνωρίζει το συμφέρον του και το επιδιώκει, χωρίς να περιφρονεί τους άλλους γύρω του.

Πώς γίνεται

Για να αποκτήσουμε την πρακτική σοφία που περιγράφει ο Ισοκράτης, ο μόνος τρόπος είναι η διδασκαλία της ρητορικής. Η ρητορική τέχνη διδάσκει πώς να χρησιμοποιούμε τον λόγο με τέτοιον τρόπο, ώστε να κάνουμε τις θέσεις μας κατανοητές και να πείθουμε τους ακροατές μας για την ορθότητά τους. Ο Ισοκράτης ισχυρίζεται πως, όποιος κατακτήσει αυτό το ταλέντο, αποκτά εκείνες τις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τον μορφωμένο άνθρωπο, εκείνον που μπορεί να επιτύχει στη ζωή του περισσότερα από κάθε άλλον.

Erich Fromm: Αγάπη με βάση το «έχειν» και το «είναι»

Η αγάπη έχει και αυτή δύο έννοιες ανάλογα αν τη χρησιμοποιούμε με βάση το έχειν ή το είναι. Μπορεί κανείς να έχει αγάπη; Αν ήταν στο χέρι μας, θα μετατρέπαμε την αγάπη σε πράγμα, σε κάτι που θα μπορούσαμε να κατέχουμε. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα σαν «αγάπη». Η «αγάπη» είναι κάτι το αφηρημένο, ίσως μια θεά ή ένα ξωτικό, αν και κανείς δεν έχει ποτέ δει αυτή τη θεά.

Στην πραγματικότητα, αυτό που υπάρχει είναι η πράξη της αγάπης. Το ν' αγαπά κανείς, είναι μια παραγωγική δραστηριότητα. Κλείνει μέσα της τη φροντίδα, τη γνώση, την ανταπόκριση, τη βεβαίωση, την απόλαυση που προσφέρουν ένα πρόσωπο, ένα δέντρο, ένας πίνακας ζωγραφικής, μια ιδέα. Σημαίνει, να φέρεις κάτι σε ζωή μεγαλώνοντας τη ζωντάνια του/της/του. Είναι μια λειτουργία που ανανεώνει και δίνει διαστάσεις στον ίδιο μας τον εαυτό.

Όταν η αγάπη βιώνεται με βάση το έχειν, κλείνει μέσα της τον περιορισμό, τη φυλάκιση, τον έλεγχο του αντικειμένου που κάποιος «αγαπάει». Στραγγαλίζει, νεκρώνει, πνίγει, σκοτώνει, στερεί τη ζωή. Αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν αγάπη, είναι μια κακή χρήση της λέξης, που κρύβει την πραγματικότητα: ότι δεν αγαπούν. Πόσοι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους είναι ακόμα συζητήσιμο. Ο Lloyd de Mause αποκάλυψε ότι μέσα στα δύο χιλιάδες χρόνια της ιστορίας της Δύσης, έχουν αναφερθεί τόσο τρομακτικές πράξεις σκληρότητας ενάντια στα παιδιά – φυσικά και ψυχικά μαρτύρια, αδιαφορία, ωμή κτητικότητα και σαδισμός – που θα έπρεπε κανείς να πιστέψει ότι οι φιλόστοργοι γονείς είναι μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας.

Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τους γάμους. Ο γάμος μπορεί να στηρίζεται είτε στην αγάπη είτε – όπως συνέβαινε στους παραδοσιακούς γάμους στο παρελθόν – στην κοινωνική συμβατικότητα και συνήθεια: και στη μιά και στην άλλη περίπτωση το ζευγάρι που πραγματικά αγαπιέται, μοιάζει να είναι η εξαίρεση.

Η κοινωνική συμβατικότητα, η συνήθεια, τα κοινά οικονομικά συμφέροντα, το ενδιαφέρον για τα παιδιά, η αμοιβαία εξάρτηση, το μίσος ή ο φόβος, όλα αυτά βιώνονται συνειδητά σαν «αγάπη». Κι έρχεται μια στιγμή, που ο ένας ή και οι δύο σύζυγοι ανακαλύπτουν ότι δεν αγαπιούνται, ότι ποτέ δεν είχαν αγαπηθεί.

Σήμερα βλέπουμε κάποια πρόοδο σ' αυτόν τον τομέα: οι άνθρωποι έχουν γίνει πιο ρεαλιστές, πιο συνετοί και πολλοί καταλαβαίνουν ότι ούτε μια σεξουαλική έλξη σημαίνει αγάπη, ούτε μια φιλική, όχι πολύ στενή, ομαδική σχέση είναι έκφραση αγάπης. Αυτή η καινούργια θέση έχει σαν αποτέλεσμα μεγαλύτερη εντιμότητα στις σχέσεις – καθώς και πιο συχνή αλλαγή συντρόφων. Δεν οδήγησε όμως αναγκαστικά σε μεγαλύτερη συχνότητα αγάπης, και οι καινούργιοι σύντροφοι μπορεί ν' αγαπιούνται τόσο λίγο όσο και οι παλιοί.

Η αλλαγή από το «πέφτω σε έρωτα» στην αυταπάτη του «έχω» αγάπη, φαίνεται ξεκάθαρα στην ιστορία των ζευγαριών που «έπεσαν σε έρωτα» (Στο βιβλίο, Η Τέχνη της Αγάπης, υπέδειξα ότι η λέξη «πέφτω» στη φράση «πέφτω σε έρωτα» είναι αντίθετη προς την ίδια τη σημασία της. Αφού η αγάπη είναι μια παραγωγική δραστηριότητα, ένα άτομο μπορεί μόνο να «σταθεί» ή να «περπατήσει» στην αγάπη: δε μπορεί να «πέσει» γιατί το πέσιμο δείχνει παθητικότητα).

Στη διάρκεια της γνωριμίας ενός ζευγαριού, κανένας από τους δύο δεν είναι σίγουρος για τον άλλο, αλλά προσπαθούν ο ένας να κερδίσει τον άλλο. Και οι δύο είναι ελκυστικοί, ζωντανοί, γεμάτοι ενδιαφέρον, ακόμα και όμορφοι – η ζωντάνια πάντα κάνει ένα πρόσωπο όμορφο. Κανένας δεν έχει ακόμα τον άλλο. Έτσι, όλη τους η ενέργεια διοχετεύεται στο να είναι, δηλαδή στο να δώσουν και να κινήσουν το ενδιαφέρον του άλλου.

Ο γάμος συχνά αλλάζει ριζικά την κατάσταση. Το συμβόλαιο του γάμου δίνει σε κάθε σύντροφο την αποκλειστική κατοχή του σώματος, των αισθημάτων και της φροντίδας του άλλου. Τώρα δε χρειάζεται πια να κερδηθεί κανείς, γιατί η αγάπη έχει γίνει κάτι που το έχουν και οι δυό, μια ιδιοκτησία. Παύουν να προσπαθούν να γίνουν αξιαγάπητοι και να δώσουν αγάπη: έτσι, γίνονται πληκτικοί και η ομορφιά τους εξαφανίζεται. Απογοητεύονται, νιώθουν μπλεγμένοι.

Δεν είναι πια τα ίδια πρόσωπα; Έκαναν λάθος; Συνήθως, ο καθένας αναζητάει την αιτία της αλλαγής στον άλλο και νιώθει εξαπατημένος. Εκείνο που δε βλέπουν είναι ότι δεν είναι πια οι άνθρωποι που ήταν τον καιρό που ο ένας αγαπούσε τον άλλο. Το λάθος τους να πιστέψουν ότι μπορεί κανείς να έχει αγάπη, τους έκανε να πάψουν ν' αγαπιούνται. Τώρα, αντί γι' αγάπη, συμβιβάζονται με την κατοχή των όσων έχουν: χρήματα, κοινωνική θέση, σπίτι, παιδιά. Έτσι, σε μερικές περιπτώσεις, ο γάμος που βασίστηκε στην αγάπη, αλλάζει και γίνεται μια φιλική κοινοκτημοσύνη, μια εταιρία, όπου τα δύο εγώ φτιάχνουν ένα: αυτό της «οικογένειας».

Όταν ένα ζευγάρι δε μπορεί να κατανικήσει τη επιθυμία για την ανανέωση του αισθήματος της αγάπης που είχαν πριν, τότε ο ένας από τους δύο μπορεί να έχει την αυταπάτη ότι ένας καινούργιος σύντροφος (ή σύντροφοι) θα ικανοποιήσουν αυτή την επιθυμία. Νιώθουν πως το μόνο που θέλουν να έχουν, είναι αγάπη. Αλλά η αγάπη γι' αυτούς τους ανθρώπους δεν είναι μια έκφραση του είναι τους: είναι μια θεά, που θέλουν να τους υποτάξει. Αποτυχαίνουν αναγκαστικά στην αγάπη γιατί «η αγάπη είναι παιδί της ελευθερίας» (όπως λέει ένα παλιό γαλλικό τραγούδι). Αυτός που λατρεύει τη θεά της αγάπης, γίνεται τελικά τόσο παθητικός, που είναι πια πληκτικός και χάνει ότι έχει απομείνει από την παλιά του ελκυστικότητα.

Αυτή η περιγραφή δεν σκοπεύει ν' αποδείξει ότι ο γάμος δεν είναι η καλύτερη λύση για δύο ανθρώπους, που αγαπούν ο ένας τον άλλο. Η δυσκολία δε βρίσκεται στο γάμο, αλλά στην υπαρξιακή δομή των δύο συντρόφων, που αποζητά την κατοχή, και σε τελευταία ανάλυση στη δομή της ίδιας της κοινωνίας τους. Οι υποστηρικτές των σύγχρονων μορφών συμβίωσης, όπως είναι οι ομαδικοί γάμοι, η αλλαγή των συζύγων, το ομαδικό σεξ κλπ., νομίζω ότι προσπαθούν ν' αποφύγουν το πρόβλημα της δυσκολίας του ν' αγαπήσουν: προτιμούν να γιατρεύουν την πληγή τους με κάθε καινούργιο ερέθισμα, θέλοντας να έχουν περισσότερους «εραστές» παρά να προσπαθήσουν ν' αγαπήσουν έστω και έναν.

Erich Fromm, Να έχεις ή να είσαι;

Το κόμπλεξ κατωτερότητας σας «κονταίνει» και σας απομακρύνει από τον στόχο σας

Τα πρώτα αισθήματα κατωτερότητας τα βιώνουμε στην αρχή της παιδικής ηλικίας.

Το κόμπλεξ κατωτερότητας αντανακλά την αίσθηση ότι κάποιος είναι κατώτερος από τους άλλους. Η αίσθηση αυτή πηγάζει από πολλούς παράγοντες, βιολογικούς και κοινωνικούς – που επηρεάζουν τον χαρακτήρα του ατόμου και ειδικότερα την αυτοεκτίμησή του.

Όλοι -άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο- υποφέρουμε από ιδέες κατωτερότητας. Τα πρώτα αισθήματα κατωτερότητας τα βιώνουμε στην αρχή της παιδικής ηλικίας λόγω ανωριμότητας, εξάρτησης και σύγκρισης με τα αδέρφια ή ακόμα και τους ενήλικες.

Στην ενήλικη ζωή το κόμπλεξ κατωτερότητας πηγάζει κυρίως από αισθήματα ανεπάρκειας ή ανικανότητας να πετύχουμε τους στόχους μας, γεγονός που μας κάνει να παλινδρομούμε στα παιδικά μας βιώματα.

Σταματήστε για λίγο και σκεφτείτε…! Οι στόχοι που έχετε βάλει είναι πραγματικά αυτό που εσείς θέλετε να πετύχετε ή αυτό που έχουν ορίσει οι άλλοι για εσάς; Η πραγματικότητα είναι ότι η αίσθηση κατωτερότητας υπάρχει μόνο στο μυαλό σας και αν τη διαχειριστείτε σωστά, μπορείτε να τη διώξετε μακριά.

Επιλέξτε ποιους θα κρατήσετε στη ζωή σας

Απομακρύνετε από τον περίγυρό σας, όσους σας δημιουργούν αυτή την αρνητική αίσθηση προς τον εαυτό σας και προσπαθήστε να καταλάβετε τι είναι αυτό που τους κάνει να σας υποτιμούν. Μήπως έχουν κάποιο όφελος από το να νιώθετε εσείς αδύναμος;

Μη δίνετε σημασία στην κριτική που αφορά σε πράγματα που δεν μπορούν να αλλάξουν.
Όλοι είμαστε ευάλωτοι σε κάποια σημεία, είτε αυτά έχουν να κάνουν με τη φυσική διάπλαση (ίσως και κάποια αναπηρία) ή με τον χαρακτήρα μας. Ενδόμυχα, αναζητάμε το τέλειο- σε σωματικό, κοινωνικό, επαγγελματικό, οικονομικό επίπεδο κλπ. Ειδικά, όταν συναντάμε κάποιο άτομο που θεωρούμε ότι τα ‘χει καταφέρει καλύτερα από εμάς, μπαίνουμε στη διαδικασία της σύγκρισης και αναζητούμε όλο και περισσότερο την τελειότητα. Κατά βάθος όμως, γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε να την κατακτήσουμε, γιατί πολύ απλά η ανθρώπινη φύση δεν είναι κατασκευασμένη κατά αυτό τον τρόπο. Αντί λοιπόν να εστιάζετε στα αδύναμα σημεία σας, δώστε έμφαση στα δυνατά σας σημεία και χτίστε ένα ισχυρό σύστημα αξιών, το οποίο θα σας βοηθήσει να μην υπεραναλύετε όσα δεν μπορούν να αλλάξουν. Είστε τέλειοι όπως ακριβώς είστε!

Ακούστε την κριτική που θα οδηγήσει σε αυτοβελτίωση

Η ενδυνάμωση των αρνητικών σας σημείων είναι ο καλύτερος τρόπος για να απαλλαγείτε από το κόμπλεξ κατωτερότητας. Κατά συνέπεια, θα μειωθούν τα αρνητικά σχόλια που σας χαλάνε τη διάθεση. Γι’ αυτό, προσπαθήστε να αποφασίζετε αντικειμενικά, αν μια κριτική μπορεί να σας οδηγήσει , πράγματι, σε θετικά αποτελέσματα ή όχι.

Προστατέψετε τον εαυτό σας

Μην αφήνετε τους άλλους να σας προκαλούν αμφιβολίες για τον εαυτό σας και ενδοψυχικές συγκρούσεις. Μάθετε να αγνοείτε τα αρνητικά και πικρόχολα σχόλια και υιοθετήστε την άποψη ότι κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να εκφέρει την άποψή του, όπως και εσείς έχετε δικαίωμα να φιλτράρετε και να διώχνετε οποιαδήποτε άποψη έχει ως στόχο να δημιουργήσει αρνητικά συναισθήματα.

Συναναστραφείτε με άτομα που σας κάνουν να νιώθετε όμορφα

Τα άτομα που είναι ενθαρρυντικά και ασχολούνται με το «είναι» και όχι με το «φαίνεσθαι» έχουν πολύτιμη αξία. Μπορείτε να υιοθετήσετε δικές τους συμπεριφορές που ίσως θαυμάζετε και να επωφεληθείτε από τη σοφία τους. Έτσι, σταδιακά θα αυξήσετε την αυτοεκτίμησή σας και θα αναγνωρίσετε την αυταξία σας.

Αγαπήστε τον εαυτό σας

Φυσικά και πρέπει να εκτιμάμε, να φροντίζουμε και να επαινούμε τον εαυτό μας για τη μοναδικότητα του. Προσοχή όμως, μην περνάτε στο άλλο άκρο και φέρεστε ως αλαζόνας. Από την άλλη, η αυτοθυσία μας κάνει να νιώθουμε καλύτεροι άνθρωποι, όμως μη βάζετε τον εαυτό σας σε δεύτερη μοίρα.

Απαλλαγείτε από αισθήματα θυμού και πικρίας

Αυτά τα αρνητικά συναισθήματα σας ρουφάνε όλη τη θετική ενέργεια και μειώνουν την αυτοεκτίμηση σας. Αν ο θυμός σας είναι λογικός, λόγω συνθηκών, χρησιμοποιήστε την ενέργεια του προς όφελός σας. Αποφασίστε ότι εσείς έχετε τον έλεγχο του εαυτού σας και κανείς δεν μπορεί να σας επηρεάσει. Προχωρήστε μπροστά και θυμηθείτε την αξία σας. Διαφορετικά, ανακαλύψτε τη χιουμοριστική πλευρά του θέματος.

Όλα αλλάζουν σ’ ένα χρόνο∙ ακόμα κι οι άνθρωποι που αγαπάς

Δεκέμβρης∙ το καλοκαίρι κι οι αναμνήσεις του που στριμώχτηκαν στο φθινόπωρο, έχουν πια ξεθωριάσει για τα καλά, όπως και το μαυρισμένο σου δέρμα. Πέρασε σχεδόν ακόμα ένας χρόνος απ’ την τελευταία φορά που βγήκες στο μπαλκόνι, συντροφιά με τον εαυτό σου, για να ανασάνεις το πρώτο παγωμένο αεράκι και να χαζέψεις τα φωτισμένα λαμπιόνια.

Αυτή η βραδινή ψύχρα, ανατριχιάζει σκέψεις και κορμί, όσο χαϊδεύει το πρόσωπό σου σκορπώντας το γλυκό άρωμα του αναμμένου τζακιού. Είναι ακριβώς η ίδια αίσθηση με πέρσι. Μόνο που φέτος είναι όλα διαφορετικά.

Ένα χρόνο ακριβώς πριν. Πόσα μπορούν να αλλάξουν, αλήθεια, μέσα σε ένα χρόνο; Τα πάντα, ακόμα κι αυτοί που αγαπάς! Με ποιους καθόσουν στη βεράντα και γελούσες μέσα στη νύχτα, ποιοι σου έδιναν υποσχέσεις τσουγκρίζοντας ποτήρια γεμάτα ποτά κι όνειρα, με ποιους μοιραζόσουν τις στιγμές σου, με ποιους έκανες σχέδια για το μέλλον; Πού είναι τώρα όλοι εκείνοι;

Τι σου είναι ο άνθρωπος, όμως, ε; Μην τους γρατσουνίσεις λίγο τον εγωισμό τους, τα ξεχνάνε όλα. Και τα γέλια, και τις χαρές, και τα τσουγκρίσματα και τις υποσχέσεις. Διαγράφουν μαζί κι όλα όσα τους έδωσες. Κρατούν μόνο το δικό τους εγώ. Και για μία στιγμή δική τους, καταστρέφουν με ευκολία και καμία ενοχή δέκα δικές σου. Όλα τα ξεχνάνε.

Μα εσύ κοίτα μέσα σε όλο αυτό το χάος να παραμείνεις ακέραιος. Να ξέρεις ότι είχες να δώσεις κι έδωσες. Κι ας μην πήρες σχεδόν τίποτα πίσω. Ότι χάρισες ένα κομμάτι του εαυτού σου τόσο εκθαμβωτικό που επισκίαζε τον δικό τους. Ότι δε μοιράζουν όλοι έτσι απλόχερα αληθινά χαμόγελα. Να μάθεις ότι δεν είναι όλοι προορισμένοι για να ζήσουν τις δικές σου στιγμές. Παρ’ όλα αυτά, κακία να μην κρατήσεις σε κανένα. Μεγαλύτερη μαγκιά απ’ το να είσαι σωστός απέναντί τους δεν υπάρχει. Τους ενοχλεί. Πολύ. Κι όταν σε ρωτάνε πώς νιώθεις, θα απαντάς «ανώτερος». Γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα.

Κι έτσι, αθόρυβα και σιωπηλά, θα ξεκινήσεις να απομακρύνεσαι σιγά-σιγά, αφήνοντας πίσω σου ένα κενό πασπαλισμένο με χρυσόσκονη, να γυαλίζει για να τους θυμίζει ότι η απουσία σου θα είναι κάτι παραπάνω από αισθητή. Είναι η στιγμή που εσύ καταλαβαίνεις ότι άξιζες περισσότερο από αυτό που σου έδωσαν. Το πιο πιθανό είναι ότι κάπου-κάπου θα σε ψάχνουν, είτε γιατί όντως τους λείπεις είτε για τα επιφανειακά τους προσχήματα, ίσως επειδή κατάλαβαν ότι κάπου είχαν λάθος. Το θέμα είναι ότι εσένα δε θα σου λείπει κανείς.

Γιατί σε ένα χρόνο ακριβώς από τώρα εσύ θα κάθεσαι στο μπαλκόνι, θα τσουγκρίζεις ποτήρια και θα γελάς μέσα στη νύχτα με όλους εκείνους που οι στιγμές τους ήταν και δικές σου κι οι στιγμές σου ήταν και δικές τους. Με εκείνους που θέλουν ένα κομμάτι του εαυτού σου για να νιώθουν ασφάλεια κι ηρεμία, και το εκτιμούν κιόλας. Με εκείνους που είναι άξιοι να σου δώσουν λίγη απ’ τη χρυσόσκονη τους για να φτιάξεις τα δικά σου όνειρα.

Βλέπεις, τα πάντα μπορούν να αλλάξουν σε ένα χρόνο. Ακόμα κι οι άνθρωποι που αγαπάς!

Οι άνθρωποι ενεργούν πριν να αποφασίσουν

Επειδή θέλουμε να πάμε εκεί όπου μας σπρώχνει ο άνεμος, πιστεύουμε ότι η κίνησή μας εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή μας. Όταν ο άνεμος μας σπρώχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση, κατηγορούμε τον εαυτό μας για έλλειψη βούλησης και αυτοπειθαρχίας. Υπάρχουν όμως και φορές που επικρατεί γαλήνη ή ο άνεμος φυσάει ταυτόχρονα λίγο πολύ από παντού- κι εμείς βρισκόμαστε ανάμεσα σε αντίθετες επιθυμίες.

Σε μια τέτοια κατάσταση μπορούμε εξίσου να αισθανθούμε είτε ότι βασανιζόμαστε από ασυμβίβαστες επιθυμίες είτε ότι στερούμαστε κινήτρου είτε ότι είμαστε αναποφάσιστοι και αδιάφοροι. Αφού τίποτα δεν μας σπρώχνει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, νομίζουμε ότι θα έπρεπε να ήμασταν ελεύθεροι να διαλέξουμε τη μία ή την άλλη. Έχουμε έτσι την εντύπωση πως διαθέτουμε ελευθερία βούλησης, πως μπορούμε να προχωρήσουμε ή να οπισθοχωρήσουμε, να δεχθούμε ή να αρνηθούμε, να πιούμε ή να φάμε, γιατί τελικά το ίδιο μας κάνει. Το να διαλέξουμε τη μία ή την άλλη από αυτές τις δυνατότητες φαίνεται να μην απαιτεί παρά μια μικρή προσπάθεια της θέλησής μας. Κι όμως, η κατάσταση αυτή δεν δείχνει την ελευθερία της βούλησής μας, αλλά την αναποφασιστικότητα των επιθυμιών μας. Και έχουμε κάθε λόγο να στοιχηματίσουμε πως, όταν καταλήγουμε να πάρουμε μια απόφαση, δεν είναι επειδή η θέλησή μας έκανε την επιλογή της, αλλά επειδή ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στις αντίθετες επιθυμίες μας άλλαξε και κάποια από αυτές κατάφερε να επιβληθεί.

Πρόσφατα πειράματα στη νευροβιολογία επιβεβαιώνουν σημείο προς σημείο αυτό που ο Σπινόζα διαισθάνθηκε. Μελετώντας τις κινήσεις των νευρώνων σε άτομα που είχαν κληθεί να πάρουν μια απόφαση, ο Μπέντζαμιν Λάιμπετ απέδειξε ότι συνειδητοποιούμε πως παίρνουμε μια απόφαση μισό με ένα δευτερόλεπτο μετά την ανταλλαγή νευρο-διαβιβαστών, η οποία είναι η αιτία αυτής της απόφασης. Οι πραγματικές αποφάσεις μας λαμβάνονται εν αγνοία μας και ανεξάρτητα από το τι θέλουμε ή δεν θέλουμε. Η συνειδητή απόφαση -η προσπάθεια της βούλησης για την οποία τόσο πολύ καμαρώνουμε- έρχεται πολύ αργά ώστε να έχει την παραμικρή επίδραση στις ενέργειές μας· δεν είναι παρά ένα επιφαινόμενο, ο απόηχος ή ο ίσκιος των πραγματικών δυνάμεων που μας κάνουν να ενεργούμε. Άρα είχε δίκιο ο Σπινόζα όταν έγραφε πριν από τριακόσια και πλέον χρόνια:

«Οι άνθρωποι σφάλλουν ως προς την πεποίθησή τους πως είναι ελεύθεροι, η οποία βασίζεται μόνο στο ότι έχουν συνείδηση των ενεργειών τους και άγνοια των αιτίων από τα οποία αυτές καθορίζονται. Άρα η ιδέα της ελευθερίας τους έγκειται στο ότι δεν γνωρίζουν κανένα αίτιο των ενεργειών τους. Διότι όταν λένε ότι οι ανθρώπινες ενέργειες εξαρτώνται από τη βούληση, δεν έχουν ιδέα για τι μιλάνε. Όλοι αγνοούν πράγματι τι είναι η βούληση και πώς κινητοποιεί το σώμα, ενώ όσοι διατυμπανίζουν άλλα και πλάθουν με το μυαλό τους έδρες και ενδιαιτήματα της ψυχής, προκαλούν συνήθως γέλιο ή αηδία».

Η Επιστήμη της Επιγενετικής εξηγεί πώς το περιβάλλον και η συμπεριφορά επηρεάζουν την έκφραση του DNA

Η γενετική από μόνη της αδυνατεί να εξηγήσει το πώς αναπαράγονται κάποια κληρονομούμενα χαρακτηριστικά των κυττάρων. Ενώ ένας οργανισμός μεγαλώνει και αναπτύσσεται, προσεκτικά συντονισμένες χημικές αντιδράσεις ενεργοποιούν και απενεργοποιούν κομμάτια του γονιδιώματός του, επιφέροντας αλλαγές που πραγματοποιούνται στην κατάλληλη θέση, την κατάλληλη στιγμή. Η επιστήμη της επιγενετικής μελετά ακριβώς αυτές τις αλλαγές και τους παράγοντες που τις ελέγχουν.

Αν παρομοιάζαμε το γονιδίωμα με τα πλήκτρα ενός πιάνου (κάθε πλήκτρο αντιστοιχεί σε ένα γονίδιο), τότε το «επιγονιδίωμα» (ό,τι δηλαδή προκύπτει από την αλληλεπίδραση των γονιδίων με το περιβάλλον) είναι η μουσική που ένας πιανίστας δημιουργεί πατώντας αυτά τα πλήκτρα. Μολονότι πρόκειται για το ίδιο μουσικό όργανο, άλλη μουσική θα έπαιζε σε αυτό ο Σοπέν και άλλη ο Κιθ Τζάρετ. Στη διπλή έλικα του DNA βρίσκονται κωδικοποιημένες όλες οι γενετικές πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την καλή λειτουργία ενός οργανισμού, όμως το μόριο αυτό από μόνο του είναι εξαιρετικά αδρανές και «αυτιστικό»: μόνο αν βρεθεί στο κατάλληλο μικροπεριβάλλον και ενεργοποιηθεί από την παρουσία μιας σειράς διαφορετικών μορίων καταφέρνει να «εκφραστεί».

Προδιαμόρφωση ή επιγένεση;

Σε αυτό το σημείο υπεισέρχονται οι επιγενετικοί μηχανισμοί που τροποποιούν και ρυθμίζουν την έκφραση των γονιδίων. Για παράδειγμα, η μεθυλίωση, η προσθήκη δηλαδή μιας ομάδας μεθυλίου σε κάποια από τις τέσσερις βάσεις του DNA, έχει ως αποτέλεσμα την «αποσιώπηση» του μεθυλιωμένου γονιδίου. Με άλλα λόγια, η μεθυλίωση καθιστά τα γονίδια ανενεργά, ενώ ό,τι αφαιρεί τη μεθυλική ομάδα επανενεργοποιεί το γονίδιο.

Η πιο βασική διαδικασία που μπορεί να ονομαστεί επιγενετική είναι η ανάπτυξη από το ένα κύτταρο, το γονιμοποιημένο ωάριο, που φτάνει στη δημιουργία ενός περίπλοκου οργανισμού, όπως ο άνθρωπος. Ενώ το γονιμοποιημένο ωάριο αρχίζει να διαιρείται, κάποια γονίδια ενεργοποιούνται, άλλα απενεργοποιούνται, ενώ στη συνέχεια αυτές οι αλλαγές πρέπει να απομνημονευθούν, έτσι ώστε το κύτταρο να διατηρήσει την ταυτότητά του. Για να φτιαχτούν συγκεκριμένοι τύποι ιστών και οργάνων, πρέπει να δοθεί μία ταυτότητα στο κύτταρο. Στην περίπτωση της καρδιάς, για παράδειγμα, που είναι το πρώτο όργανο που κάνει την εμφάνισή του, πρέπει να διατηρηθούν ενεργοποιημένα κάποια συγκεκριμένα γονίδια και απενεργοποιημένα κάποια άλλα, ώστε τελικά να δημιουργηθεί το συγκεκριμένο όργανο. Εάν παρέμβεις σε αυτή τη διαδικασία και αναιρέσεις την επιγενετική μνήμη, το κύτταρο επιστρέφει σε μία μη διαφοροποιημένη κατάσταση, το βλαστοκύτταρο. Η αναγκαιότητα της επιγενετικής έγκειται σε αυτή τη διατήρηση των μοτίβων έκφρασης των γονιδίων.

Μάλιστα οι συνήθειες μιας εγκύου μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη του εμβρύου. Σε ακραίες συνθήκες, δηλαδή όταν μία έγκυος υποσιτίζεται ή κάνει χρήση ουσιών, όπως οινόπνευμα, η ανάπτυξη του εμβρύου και κατ’ επέκταση και η φυσιολογία του παιδιού θα επηρεαστεί. Παρόλα αυτά σε συνήθεις συνθήκες, το περιβάλλον επηρεάζει σε μικρό βαθμό τη διαδικασία της εμβρυογένεσης, η οποία είναι μία πολύ καλά εδραιωμένη διαδικασία και μπορεί να ανταποκριθεί στις μικρές διακυμάνσεις του περιβάλλοντος της μήτρας της μητέρας.

Το σύνολο των γενετικών πληροφοριών με το οποίο γεννιόμαστε – DNA – δεν αποτελεί τον μοναδικό καθοριστικό παράγοντα για την υγεία και την ευημερία μας. Ο βιολόγος Bruce Lipton, Ph.D., με ειδίκευση στην μελέτη των βλαστοκυττάρων εξηγεί για την σημαντική διαφορά μεταξύ γενετικού ντετερμινισμού και επιγενετικής:

«Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι πολύ σημαντική, διότι αυτή η θεμελιώδης πεποίθηση που ονομάζεται γενετικός ντετερμινισμός στην ουσία σημαίνει πως οι ζωές μας, οι οποίες ορίζονται ως τα φυσικά, βιολογικά και συναισθηματικά χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς μας, ελέγχονται πλήρως από τον γενετικό μας κώδικα. Αυτού του είδους οι πεποιθήσεις δημιουργούν μια εικόνα των ανθρώπων ως άβουλα θύματα, αφού αν τα γονίδια έχουν την δυνατότητα να ελέγχουν την λειτουργία της ζωής μας, τότε οι ζωές μας καθορίζονται από παράγοντες εξωτερικούς τους οποίους δεν έχουμε την ικανότητα να τους αλλάξουμε! Αυτό οδηγεί στην στάση της θυματοποίησης ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για τις ασθένειες και τα νοσήματα που παρατηρούνται να εμφανίζονται μέσα σε μια οικογένεια και πολλαπλασιάζονται μέσω της κληρονομικότητας. Εργαστηριακά στοιχεία έχουν δείξει πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει

Η θεωρία του Lipton επιβεβαιώνεται από τον καθηγητή και ερευνητή του Πανεπιστημίου της Μπολόνια της Ιταλίας Carlo Ventura, M.D., Ph.D. . Ο Δρ. Ventura απέδειξε μέσω εργαστηριακών δοκιμών πως το DNA των βλαστικών κυττάρων μπορεί να μεταβληθεί με τη χρήση συχνοτήτων μαγνητικού πεδίου.

Είναι σαν μια χρονομηχανή! Με κάποιο τρόπο επαναπρογραμματίζεις τα κύτταρα αυτά σε μια αβέβαιη κατάσταση, στην οποία οποιαδήποτε απόφαση κατά κάποια έννοια είναι δυνατή, ακόμα και η απόφαση να εξελιχθεί εικονικά σε οποιοδήποτε είδος κυττάρου ενός οργανισμού. Αναφέρει επίσης ο Bruce Lipton πως δύο Νομπελίστες επιστήμονες ανακάλυψαν πως ακόμα και μη βλαστικά ενήλικα κύτταρα μπορούν επιγενετικά να επαναπρογραμματιστούν σε μια προηγούμενη κατάσταση κατά την οποία θα είχαν την δυνατότητα τελικά να δημιουργήσουν νευρικά ή καρδιακά κύτταρα, κύτταρα των σκελετικών μυών ή ακόμα και κύτταρα που θα παράγουν ινσουλίνη.

Αλλαγή του DNA μέσω της πρόθεσης

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο HeartMath στο Boulder Creek της California, η επιστήμη της επιγενετικής συμπεριλαμβάνει πολλά περισσότερα από απλώς DNA, το περιβάλλον και την εμπειρία μας. Ύστερα από δύο δεκαετίες έρευνας, ανακαλύφθηκε πως παράγοντες όπως η αγάπη και η εκτίμηση ή αντίθετα το άγχος και ο θυμός επηρεάζουν το γενετικό αποτύπωμα ενός ατόμου. Σε ένα πείραμα, επιλεγμένοι συμμετέχοντες μπόρεσαν να μεταβάλλουν το DNA μέσω θετικών νοητικών δηλώσεων.

Υπάρχουν βέβαια κάποια σήματα (ακραίες συνθήκες) που επηρεάζουν τον τρόπο έκφρασης των γονιδίων, δεν οδηγούν όμως όλα τους σε επιγενετικές αλλαγές. Τέτοια σήματα μπορεί να σχετίζονται με το στρες, και πράγματι να επιφέρουν κάποιες αλλαγές, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αυτές οι αλλαγές είναι μόνιμες, στο ίδιο το άτομο, και, πολύ περισσότερο, στις επόμενες γενιές.

Όμως γνωρίζουμε με σιγουριά ότι υπάρχουν επιγενετικές αλλαγές που συνδέονται με την εμφάνιση καρκίνου. Έρχονται στην επιφάνεια όλο και περισσότερα στοιχεία ότι γονίδια που δεν εκφράζονται με τον τρόπο που θα έπρεπε, συντελούν στην καρκινική διαδικασία. Αυτή η κατανόηση προσφέρει ελπίδα ότι τα επιγενετικά φάρμακα θα μπορούσαν να αντιστρέψουν τέτοιες αλλαγές ή να επιβραδύνουν την εξέλιξη της νόσου. Ήδη, στην περίπτωση μυελοδυσπλαστικών συνδρόμων, που μπορούν να εξελιχθούν σε κάποιους τύπους λευχαιμίας, η θεραπεία με επιγενετικά φάρμακα έχει οδηγήσει σε μεγάλη καθυστέρηση στην εκδήλωση λευχαιμίας.

Οι τρεις κύριοι επιγενετικοί μηχανισμοί είναι η μεθυλίωση του DNA, οι τροποποιήσεις της ιστόνης και η ύπαρξη μικρο-RNAs (miRNAs). Και οι τρεις μηχανισμοί μπορούν να ρυθμίσουν τη μεταγραφή των γονιδίων. Η μεθυλίωση του DNA, ο επιγενετικός μηχανισμός που έχει μελετηθεί καλύτερα στις περισσότερες έρευνες, αφορά στην προσθήκη μεθυλικών ομάδων στις κυτοσίνες με την ενέργεια ενζύμων. Αυτή η προσθήκη έχει σαν αποτέλεσμα τη συμπίεση της χρωματίνης και συνεπώς την καταστολή της έκφρασης του γονιδίου. Η μεθυλίωση του DNA συνεισφέρει επίσης στη διατήρηση της ακεραιότητας του γονιδιώματος, εμποδίζοντας τη μεταγραφή των επαναλαμβανόμενων αλληλουχιών του DNA (repetitive DNA sequences) και των ενδογενών μεταθετών (transposons). Τα miRNAs είναι μονής-αλυσίδας τμήματα RNA που δεν μεταφέρουν κώδικες για πρωτεϊνοσύνθεση και ρυθμίζουν αρνητικά την έκφραση των γονιδίων δεσμεύοντας περιοχές αγγελιοφόρων RNA (mRNAs). Οι επιγενετικοί μηχανισμοί έχουν συσχετιστεί με έκθεση σε περιβαλλοντικούς ρύπους. Η έκθεση σε τοξικά μέταλλα, συμπεριλαμβανομένων του αρσενικού, καδμίου, μολύβδου, νικελίου, χρωμίου, και μεθυλο-υδραργύρου, έχει συνδεθεί με παρεκκλίνουσες αλλαγές στη μεθυλίωση του DNA και τροποποιήσεις της ιστόνης.

Τα ευρήματα που συσχετίζουν τις περιβαλλοντικές εκθέσεις με επιγενετικούς δείκτες αυξάνονται ταχέως, ενώ υπάρχουν μελέτες που έχουν συσχετίσει τους ίδιους ή παρόμοιους επιγενετικούς δείκτες με νοσήματα ή νοσούντες ιστούς που έχουν αιτιολογικώς συνδεθεί με τις ίδιες περιβαλλοντικές εκθέσεις. Ωστόσο, δεν είναι ακόμη γνωστό αν οι επιγενετικές αλλαγές που παρατηρούνται έπειτα από έκθεση σε τοξικές ουσίες βρίσκονται στην αιτιολογική αλυσίδα μεταξύ έκθεσης και νοσήματος. Είναι πιθανό οι αλλαγές στο επιγονιδίωμα να θέτουν τα εκτεθειμένα άτομα επιρρεπή στην ανάπτυξη του νοσήματος.

Επιπρόσθετα, οι επιγενετικές επιδράσεις μπορεί να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό κινδύνων που μεταφέρονται από γενεά σε γενεά όπως επίσης και στην εμβρυϊκή προέλευση των νοσημάτων. Υπάρχουν αναφορές χημικών ουσιών που έχουν προκαλέσει δυσμενείς συνέπειες οι οποίες μεταδίδονται από γενεά σε γενεά και η μετάδοση επιγενετικών αλλαγών έχει προταθεί ως δυνητικά ενδιάμεσο στάδιο. Η έκθεση σε περιβαλλοντικούς χημικούς παράγοντες κατά την προγεννητική και πρώιμη παιδική ηλικία σε κρίσιμα στάδια της ανάπτυξης έχει βρεθεί να προκαλεί επιγενετικές αλλαγές, οι οποίες στη συνέχεια ενδεχομένως να προκαλούν δυσμενείς επιδράσεις στην υγεία στην ενήλικη ζωή.

Η εδώ και 10 χρόνια αναγνώριση της σημασίας των επιγενετικών αλλαγών έχει ασύλληπτες επιπτώσεις για τη ζωή και την υγεία των ανθρώπων. Για παράδειγμα,λ η Αμερικανική Εταιρεία για την Έρευνα του Καρκίνου (AACR) έχει δημοσιεύσει πολλές στατιστικές έρευνες που δείχνουν σαφώς ότι πάνω από το 60% των διαγνωσμένων νεοπλασιών δεν οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες αλλά στον τρόπο ζωής των ασθενών.

Σε μια σειρά από πρωτοποριακές έρευνες οι Michael Meaney και Moshe Szyf απέδειξαν, αρχικά στους αρουραίους και πιο πρόσφατα στους ανθρώπους, τις δραματικές συνέπειες που έχει το στρες και η ψυχολογική πίεση στη μεθυλίωση των γονιδίων που σχετίζονται με το άγχος. Αλλά και άλλες μεταγενέστερες έρευνες επιβεβαίωσαν τις αρνητικές επιγενετικές επιδράσεις του στρες.

Εξίσου καταστροφική αποδείχτηκε η εμπλοκή των επιγενετικών τροποποιήσεων για την εμφάνιση νεοπλασιών καθώς και νευρολογικών παθήσεων. Αυτό επιβεβαιώνετε από τις βιοϊατρικές αναλύσεις ασθενών που πάσχουν από σοβαρά νευρολογικά προβλήματα (αυτιστικοί, σχιζοφρενείς, καταθλιπτικοί). Στους ψυχωτικούς ασθενείς, μάλιστα, διαπιστώθηκε σαφής αύξηση της επιγενετικής μεθυλίωσης των γονιδίων (BDNF) στα κύτταρα του μετωπιαίου φλοιού τους.

Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών φαίνεται να παραβιάζουν και να αμφισβητούν στην πράξη τη βασική απαγορευτική αρχή της σύγχρονης γενετικής, σύμφωνα με την οποία «τα επίκτητα χαρακτηριστικά δεν κληρονομούνται ποτέ». Αν όμως το περιβάλλον δεν είναι σε θέση να προκαλεί απευθείας στοχευμένες γενετικές αλλαγές στο γενετικό υλικό (DNA), μπορεί, εντούτοις, κάλλιστα να προκαλεί βαθύτατες επιγενετικές μεταβολές στην έκφραση των γονιδίων, ορισμένες από τις οποίες είναι κληρονομήσιμες.

Η Περιβαλλοντική Επιγενετική είναι αναμφίβολα ένας αναπτυσσόμενος τομέας, οι εξελίξεις του οποίου μπορεί να προσφέρουν ενδείξεις για το πώς οι περιβαλλοντικές τοξικές ουσίες επιδρούν δυσμενώς στην ανθρώπινη υγεία. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές προκλήσεις στη μελέτη της σχέσης των επιγενετικών μηχανισμών με τοξικές εκθέσεις και σχετικές εκβάσεις νοσημάτων. Κάθε περιβαλλοντική έκθεση μπορεί να προκαλεί επιγενετικές τροποποιήσεις που ποικίλλουν από ιστό σε ιστό και αυτή η ποικιλότητα μπορεί να επεκταθεί και στο κυτταρικό επίπεδο. Συνεπώς, οι επιγενετικές επιδράσεις μπορεί να μην είναι δυνατόν να γενικευθούν σε άλλους ιστούς και οι μελλοντικές μελέτες πρέπει να εξετάσουν τις επιγενετικές επιδράσεις των ίδιων περιβαλλοντικών παραγόντων σε διαφορετικούς ιστούς.

Τέλος, Τα κοινά ανατομικά και νοητικά χαρακτηριστικά όλων των πλασμάτων που ανήκουν στο είδος μας (Homo sapiens) θα πρέπει να βασίζονται στην κοινή γονιδιακή μας κληρονομιά. Και η κοινή γενετική μας κληρονομιά εξηγείται με τη σειρά της από την κοινή βιολογική καταγωγή και εξέλιξη των ανθρώπινων γονιδιωμάτων.

Αν όμως η ισότητα μεταξύ των ανθρώπων εξαρτάται όντως από την κοινή βιολογική μας καταγωγή (και όχι από κάποια ηθικο-πολιτική ή θρησκευτική επιταγή), τότε πώς εξηγούνται η τεράστια ποικιλομορφία στο εσωτερικό του είδους μας και η ουσιαστική μοναδικότητα κάθε ανθρώπινου όντος;

Η απάντηση σε αυτό το βασανιστικό ερώτημα θα εξαρτηθεί όχι μόνο από τη διαύγαση των πολύπλοκων σχέσεων ανάμεσα στα γονίδια και το περιβάλλον τους, αλλά και από τη βαθύτερη κατανόηση των ποικίλων επιγενετικών μηχανισμών που διαμεσολαβούν στις αμφίδρομες αλληλεπιδράσεις των γονιδίων με το περιβάλλον.

Επομένως, το μεγάλο στοίχημα για την ανάπτυξη της επιγενετικής σκέψης στον εικοστό πρώτο αιώνα δεν είναι, όπως συχνά λέγεται, η εγκατάλειψη των στείρων «αναγωγιστικών» μεθόδων για χάρη κάποιων πιο δημιουργικών «ολιστικών» προσεγγίσεων, αλλά, αντιθέτως, η αναζήτηση μιας νέας και χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις αντίληψης για τη συνάρθρωση των γονιδίων με το περιβάλλον τους.

HERMANN HESSE: Αν αυτοί οι άνθρωποι που είναι ικανοποιημένοι με τόσα λίγα, έχουν δίκιο, τότε εγώ έχω άδικο

Όποιος έχει γευτεί εκείνες της μέρες.. με τον φριχτό πονοκέφαλο που ριζώνει πίσω απ’ τις κόρες των ματιών και σε κάνει- σε κάνει να καταριέσαι φρικτά κάθε κίνηση του ματιού και του αυτιού από απλή ευχαρίστηση στον πόνο. Όποιος λοιπόν γεύτηκε αυτές τις μέρες της κόλασης, είναι ευχαριστημένος με μέρες κοινές σαν τη σημερινή και γεμάτος ευγνωμοσύνη κάθεται δίπλα στη ζεστή σόμπα…

Κι αν πράγματι ο κόσμος είχε δίκιο, αν αυτή η μουσική στα καφενεία, αν αυτές οι μαζικές διασκεδάσεις, αν αυτοί οι άνθρωποι που είναι ικανοποιημένοι με τόσα λίγα, έχουν δίκιο, τότε εγώ έχω άδικο, τότε είμαι τρελός, τότε είμαι πράγματι ο λύκος της στέπας, όπως συχνά αποκαλούσα τον εαυτό μου, το ζώο που χάθηκε σ’ ένα κι ακατανόητο κόσμο, και δεν μπορεί να βρει μια πατρίδα, αέρα και τροφή.

Κάπου μακριά, σε πράσινες κοιλάδες κάποιοι υγιείς άνθρωποι καλλιεργούσαν σταφύλια και πάταγαν το κρασί για να μπορούν σε διάφορα μέρη του κόσμου, πολύ μακριά απ’ αυτούς, μερικοί απογοητευμένοι και σιωπηλοί αστοί, οι αμήχανοι λύκοι της στέπας, να βρίσκουν λίγο κουράγιο και λίγο κέφι μέσα στα ποτήρια τους. Ποιος θυμόταν εκείνο το μικρό λυγερόκορμο κυπαρίσσι ψηλά στο βουνό πάνω απ’ το Γκούμπιο, που μια κατολίσθηση το ‘χε τσακίσει στη μέση, κι’ όμως αυτό κρατήθηκε στη ζωή κι έβγαλε έναν καινούργιο βλαστό; Ποιος δικαίωνε την εργατική νοικοκυρά του πρώτου ορόφου και την πεντακάθαρη αροκάρια της; Ποιος διάβαζε τις νύχτες πάνω απ’ το Ρήνο τα συννεφογραψίματα της ομίχλης;

Ο λύκος της στέπας…

Και ποιος έψαχνε στα χαλάσματα της ζωής του κάποιο νόημα, ποιος υπέφερε το φαινομενικά ανόητο, ποιος ζούσε το φαινομενικά τρελό, ποιος ήλπιζε μυστικά μέσα στο τελικό χάος να βρει την αποκάλυψη και την ύπαρξη του Όλων.

Στα σημάδια του λύκου της στέπας διέκρινες τον άνθρωπο της νύχτας. Το πρωί ήταν γι’ αυτόν μια άσχημη ώρα, που την φοβόταν και ποτέ δεν του είχε φέρει τίποτα καλό.

Όχι, δεν ήταν, για τίποτα που πέρασε δεν ήταν κρίμα. Κρίμα είναι μόνο για το σήμερα και το τώρα, για όλες αυτές τις αμέτρητες ώρες και μέρες που έχανα, που υπέφερα μόνο, και οι οποίες ούτε δώρα έφερναν ούτε συγκινήσεις.

Είμαι περίεργος να δω πόσα μπορεί ν’ αντέξει ένας άνθρωπος. όταν φτάσω τα όρια της αντοχής, το μόνο που θα κάνω είναι ν’ ανοίξω την πόρτα και θά ‘χω σωθεί.

Ο αστός είναι έτσι απ’ τη φύση του, ένα πλάσμα με αδύναμο ζωτικό ένστικτο, φοβισμένο, που φοβάται ακόμα και στον εαυτό του να παραδοθεί.

Βλέπουμε ότι έχει ισχυρές παρορμήσεις, τόσο για να γίνει άγιος όσο και άθλιος, αλλά λόγω κάποιας αδυναμίας ή αδράνειας δεν κατάφερε να πάρει φόρα και να βγει στο ελεύθερο σύμπαν και παρέμεινε δεμένος στην τροχιά του μητρικού πλανήτη της αστικής κοινωνίας.

Να ζεις στον κόσμο σαν να μην ήταν ο κόσμος, να τηρείς τους νόμους κι όμως να είσαι υπεράνω τους, να κατέχεις ”σαν να μην κατέχεις”, ν’ απαρνιέσαι σαν να μην ήταν άρνηση.

Όμως τα πράγματα στη ζωή δεν είναι τόσο απλά όπως μέσα στις σκέψεις μας κι ούτε τόσο χοντροκομμένα όπως στη φτωχή μας γλώσσα των ηλιθίων.

Επειδή είμαι κάτι σαν καθρέφτης σου, γιατί υπάρχει μέσα μου κάτι που σε νιώθει και σου δίνει μια απάντηση. Και θα’ πρεπε κανονικά, όλοι οι άνθρωποι να είναι τέτοιοι καθρέφτες και να επικοινωνούν έτσι ο ένας με τον άλλο…

HERMANN HESSE, Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Το ημερολόγιο και η Πρωτοχρονιά των αρχαίων Ελλήνων

Γνωρίζατε ότι το ημερολόγιο των αρχαίων ήταν θρησκευτικό; Ξέρετε ότι εξέλεγαν βασιλιά για να ελέγχει την τήρησή του; Γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά; Ας δούμε τι ακριβώς συνέβαινε στην αρχαία Ελλάδα.

Οι πρόγονοι μας είχαν δημιουργήσει ένα ημερολόγιο με βάση τις λατρευτικές τους εκδηλώσεις. Το πρώτο γραπτό δείγμα που έχουμε μέχρι σήμερα είναι κάποιες από τις πλάκες που υπάρχουν γραμμένες οι εορτές των Αθηναίων στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.

Στην αρχαία Αθήνα λοιπόν ο Νικόμαχος κατέγραψε τις λατρευτικές εορτές ανά μήνα και έτσι υπήρχαν σαν θρησκευτικός κώδικας στημένες πλάκες που καθόριζαν τις ημερομηνίες. Η γραφή πάνω στις πλάκες αυτές ήταν βουστροφηδόν, δηλαδή συνέχιζε από το τέλος προς την αρχή. Ο βασιλιάς που εξέλεγαν οι Αθηναίοι κάθε δύο χρόνια είχε την υποχρέωση να ελέγχει την τήρηση το ημερολογίου και τις γιορτές.

Πρωτοχρονιά και Ημερολόγιο

Πρωτοχρονιά δεν φαίνεται να εορταζόταν όπως την εορτάζουμε εμείς σήμερα, ωστόσο, μια επιγραφική μαρτυρία μας πληροφορεί για μια θρησκευτική τελετή που γινόταν στην αρχή του νέου έτους ή, σωστότερα, την τελευταία ημέρα του απερχομένου, αφορούσε όμως περιορισμένο αριθμό ατόμων.

Επρόκειτο για μια θυσία των απερχόμενων αξιωματούχων στον Δία Σωτήρα και την Αθηνά Σωτήρα και απέβλεπε στην εξασφάλιση της εύνοιας των θεών αυτών για τη νέα χρονιά.

Η πρωτοχρονιά λοιπόν για τους αρχαίους άρχιζε με την εμφάνιση της νέας σελήνης (νουμηνία) μετά τη θερινή ισημερία, δηλαδή γύρω στις 15 Ιουλίου. Ο πρώτος μήνας (μέσα Ιουλίου – μέσα Αυγούστου) του αττικού ημερολογίου ήταν ο Εκατομβαιών που είχε πάρει το όνομά του από τα Εκατόμβαια, μία γιορτή που γινόταν προς τιμή του Απόλλωνα.

Κατά τη διάρκεια του μήνα γιορτάζονταν στην Αθήνα εκτός από τα Εκατόμβαια, τα Κρόνια, τα Συνοίκια και τα Παναθήναια (με κορυφαία τη μέρα των γενεθλιών της Θεάς Αθηνάς, στις 28 του μήνα).

Ο δεύτερος μήνας (μέσα Αυγούστου – μέσα Σεπτεμβρίου) ονομαζόταν Μεταγειτνιών και είχε πάρει το όνομά του από τη γιορτή Μεταγείτνια προς τιμή του Απόλλωνα, του θεού που παράστεκε στην αλλαγή γειτόνων. Το μήνα αυτό γίνονταν και τα Ηράκλεια στο Κυνόσαργες.

Ο τρίτος μήνας του έτους (μέσα Σεπτεμβρίου – μέσα Οκτωβρίου) ονομαζόταν Βοηδρομιών κι είχε πάρει το όνομά του από τη γιορτή Βοηδρόμια που γινόταν κι αυτός προς τιμή του Απόλλωνα. Άλλες γιορτές του μήνα ήταν τα Γενέσια, μια γιορτή της Αρτέμιδος Αγροτέρας, και τα Μυστήρια που είχαν διάρκεια πολλών ημερών.

Ο τέταρτος μήνας (μέσα Οκτωβρίου – μέσα Νοεμβρίου) ονομαζόταν Πυανεψιών, από τη γιορτή Πυανέψια που γινόταν και πάλι προς τιμή του Απόλλωνα. Το μήνα αυτό γιορτάζονταν πολλές γιορτές όπως τα Προηρόσια, τα Οσχοφόρια, τα Θήσεια, τα Στήνια, τα Θεσμοφόρια, τα Χαλκεία και τα Απατούρια

Ο πέμπτος μήνας (μέσα Νοεμβρίου – μέσα Δεκεμβρίου) ονομαζόταν Μαιμακτηριών, από τη γιορτή Μαιμακτήρια που γινόταν προς τιμή του Δία, επειδή τον θεωρούσαν θεό των θυελλών (μαίμαξ = θυελλώδης). Το μήνα αυτό γίνονταν στην Αθήνα και τα Πομπαία.

Ο έκτος μήνας (μέσα Δεκεμβρίου – μέσα Ιανουαρίου), είχε το όνομα Ποσειδεών, από τα Ποσείδεα μια γιορτή προς τιμή του Ποσειδώνα. Το μήνα αυτό γίνονταν ακόμη τα Αλώα και τα Κατ” αγρούς Διονύσια.

Ο έβδομος μήνας (μέσα Ιανουαρίου – μέσα Φεβρουαρίου) ονομαζόταν Γαμηλιών, από τη γιορτή Γαμήλια, τον » ιερό γάμο» του Δία με την Ήρα. Άλλη γιορτή του μήνα ήταν τα Λήναια.

Ο όγδοος μήνας ήταν ο Ανθεστηριών (μέσα Φεβρουαρίου – μέσα Μαρτίου). Ο μήνας είχε πάρει το όνομά του από τα Ανθεστήρια που γίνονταν προς τιμή του Διονύσου. Άλλη γιορτή του μήνα ήταν τα Διάσια.

Ο ένατος μήνας (μέσα Μαρτίου – μέσα Απριλίου) ονομαζόταν Ελαφηβολιών, από τη γιορτή Ελαφηβόλια, προς τιμή της Άρτεμης. Επίσης γιορτάζονταν Ασκληπίεια, τα εν άστει Διονύσια και τα Πάνδια.

Ο δέκατος μήνας (μέσα Απριλίου – μέσα Μαΐου) ονομαζόταν Μουνιχιών από τη γιορτή Μουνίχια προς τιμή της Άρτεμης. Ο μήνας είχε ακόμη την Εορτή του Έρωτα (στις 4 του μήνα), την Πομπή προς το Δελφίνιον και τα Ολυμπιεία.

Ο ενδέκατος μήνας (μέσα Μαΐου – μέσα Ιουνίου) ονομαζόταν Θαργηλιών από τη γιορτή Θαργήλια, προς τιμή της Άρτεμης και του Απόλλωνα. Άλλες γιορτές ήταν τα Βενδίδια, τα Πλυντήρια και τα Καλλυντήρια.

Και ο δωδέκατος μήνας ονομαζόταν Σκιροφοριών από τη γιορτή Σκιροφόρια προς τιμή του Ποσειδώνα. Τον ίδιο μήνα γιορτάζονταν τα Διιπόλιεια και τα Διισωτήρια.

Στο αττικό ημερολόγιο κανένας μήνας δεν έχει πάρει το όνομά του από κάποια γιορτή της Αθηνάς μολονότι η Αθηνά ήταν η θεά της πόλης. Τα ονόματα έχουν την τάση να ευνοούν γιορτές του Απόλλωνα και της Άρτεμης.

Οι μήνες και οι αντιστοιχίες τους με τους σημερινούς αναφέρονται παρακάτω:

Εκατομβαίων (30 ημέρες) 16 Ιουλίου – 15 Αυγούστου
Μεταγειτνιών (29 ημέρες) 16 Αυγούστου – 15 Σεπτεμβρίου
Βοηοδρομιών (30 ημέρες) 16 Σεπτεμβρίου – 15 Οκτωβρίου
Πυανεψιών (29 ημέρες) 16 Οκτωβρίου – 15 Νοεμβρίου
Μαιμακτηριών (30 ημέρες) 16 Νοεμβρίου – 15 Δεκεμβρίου
Ποσειδεών (29 ημέρες) 16 Δεκεμβρίου – 15 Ιανουαρίου
Γαμηλιών (30 ημέρες) 16 Ιανουαρίου – 15 Φεβρουαρίου
Ανθεστηριών (29 ημέρες) 16 Φεβρουαρίου – 15 Μαρτίου
Ελαφηβολιών (30 ημέρες) 16 Μαρτίου – 15 Απριλίου
Μουνιχιών (29 ημέρες) 16 Απριλίου – 15 Μαϊου
Θαργηλιών (30 ημέρες) 16 Μαϊου – 15 Ιουνίου
Σκιροφοριών (29 ημέρες) 16 Ιουνίου – 15 Ιουλίου
Η πρώτη ημέρα κάθε μήνα ονομαζόταν νουμηνία.

Ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς

Μόλις στα ρωμαϊκά χρόνια και κάτω από την επίδραση της ίδιας της Ρώμης άρχισε ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς, ο οποίος επεκτάθηκε σε όλη την επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επομένως και στον ελληνικό χώρο.

Ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας που το 46 π.Χ. καθιέρωσε την 1η Ιανουαρίου ως αρχή του έτους, κάτι που έκτοτε γνώρισε ευρεία διάδοση στη Δύση με λιγοστές και περιορισμένες τοπικά και χρονικά εξαιρέσεις, όπως π.χ. στην εποχή του Καρόλου του Μεγάλου (ο τελευταίος επειδή συνέβη να ανεβεί στον θρόνο τα Χριστούγεννα του 800 μ.Χ. όρισε για την επικράτειά του ως αρχή του χρόνου τις 25 Δεκεμβρίου.)

Στον Ιούλιο Καίσαρα και στις γνώσεις του περίφημου αστρονόμου από την Αλεξάνδρεια Σωσιγένη, τη συνδρομή του οποίου είχε ζητήσει, οφείλουμε και την προσαρμογή του έτους στη διάρκεια της περιστροφής της Γης γύρω από τον Ήλιο. Η σειρά των μηνών που ισχύουν σήμερα, η διάρκεια και οι ονομασίες τους οφείλονται εν πολλοίς στη διορατικότητα του Ρωμαίου στρατηλάτη και πολιτικού.

Hegel: Η ζωή της αλήθειας είναι συγκεκριμένη

Γκέοργκ Χέγκελ: 1770-1831

Το αληθές είναι το Όλο

§1

Είναι κοινός τόπος πως η φιλοσοφία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει παρά σε έναν ανοικτό κόσμο. Όσο πιο ανοικτός αποβαίνει ένας τέτοιος κόσμος, τόσο πιο επιτακτικά τείνει να ανταποκρίνεται προς την αλήθεια ως το Όλο. Πώς κατανοείται τούτη η αλήθεια; Μια ιστορικά δικαιωμένη απάντηση μας δίνει σχετικά ο Χέγκελ:

«Το αληθές είναι το Όλο. Αλλά το Όλο είναι μόνο η ουσία που φτάνει στην τελείωσή της μέσα από την ανάπτυξή της. Για το Απόλυτο πρέπει να πούμε ότι ουσιαστικά είναι αποτέλεσμα, ότι στο τέλος μόνο ό,τι είναι στ’ αλήθεια και πως σ’ αυτό ακριβώς συνίσταται η φύση του, να είναι δηλ. ενεργώς πραγματικό, υποκείμενο ή ένα αυτογίγνεσθαι».[1]

Σε αντίθεση με πολλούς προγενεστέρους του φιλοσόφους, ο Χέγκελ δεν ορίζει την αλήθεια σε τυπική αντίθεση προς το λάθος, προς το ψευδές, αλλά αληθές και ψευδές τα προσδιορίζει σε σχέση με τη διαλεκτική κίνηση ανάμεσα στο όλο και το μέρος.[2] Κατά τη διαλεκτική τούτη, το Όλο είναι η μορφή, που δεν παραμένει μια απλώς μορφική, ήτοι τυπική αντίθεση προς κάθε άλλη επιμέρους μορφή, αλλά συνάπτεται εσωτερικά-εννοιολογικά μαζί τους, υπό το νόημα ότι όλες οι επιμέρους μορφές αποτελούν τον πλούτο των ανεπτυγμένων της μορφών· έναν πλούτο, που είναι το συγκεκριμένο εκάστοτε περιεχόμενο της καθολικής μορφής της αλήθειας ως Όλου.

§2

Στον Πρόλογο της Φαινομενολογίας του πνεύματος ο φιλόσοφος παρουσιάζει μια κυριολεκτικά επαναστατική σύλληψη της φιλοσοφίας ως της πιο καθολικής οδοιπορίας του πνεύματος, ως μιας επιτευχθείσας διεργασίας του, κατά την οποία αποκτά νόημα όχι μόνο η παρούσα κατάσταση του πνεύματος αλλά και κάθε προηγούμενο στάδιο ή στιγμή του. Γράφει συγκεκριμένα ο Χέγκελ:

«Το ξεκίνημα του νέου πνεύματος είναι το προϊόν μιας εκτεταμένης ανατροπής πολλών μορφών πολιτισμού, το έπαθλο μιας πορείας πολλαπλά περίπλοκης όσο και μιας πολύμοχθης προσπάθειας. Αυτό το ξεκίνημα είναι το όλο, που από τη διαδοχή του και την εξάπλωσή του επανήλθε στον εαυτό του, είναι η προσκτηθείσα απλή έννοια του όλου. Η πραγματικότητα δε αυτού του απλού όλου βρίσκεται σε εκείνη τη διαδικασία, δια της οποίας εκείνες οι διαμορφώσεις που έγιναν βαθμίδες, αναπτύσσονται εκ νέου και προσδίδουν στον εαυτό τους μια νέα μορφή αλλά μέσα στο νέο τους στοιχείο, με το νέο νόημα που προσέλαβαν».[3]

Το εν λόγω Όλο διαφοροποιείται από το αφηρημένο, φορμαλιστικό καθολικό, που έχει ξεχάσει τις διάφορες βαθμίδες του, τις έχει διαγράψει και δεν τις έχει εσωτερικεύσει. Δεν είναι το ίδιο με την αφηρημένη καθολικότητα ούτε είναι ένας εμπειρικός σωρός από στοιχεία, στοιβαγμένα εξωτερικά και τυχαία. Απεναντίας είναι συγκεκριμένο Όλο, εννοιολογικά συγκροτούμενο και κατανοούμενο κατά τις επιταγές του Διαλεκτικού Λόγου: τουτέστι, η φιλοσοφία του διαλεκτικού και θεωρησιακού Λόγου (Vernunftsphilosophie) εισχωρεί στην πολλαπλότητα των διαφορών, των χωρισμών, των διακρίσεων, των εκάστοτε επμέρους και τα συλλαμβάνει στη διαλεκτική τους ενότητα, δηλ. ως ένα ενιαίο Όλο εν-νοημάτων, ως εννοιολογική ταυτότητα υποκειμένου και αντικειμένου. Τον ως άνω εμπειρικό σωρό πρεσβεύει η φιλοσοφία των αφηρημένων και παγιωμένων διακρίσεων, ήτοι η φιλοσοφία της χωριστικής διάνοιας (Verstandesphilosophie).

§3

Κατά τη φιλοσοφία της διάνοιας, που χωρίζει χωρίς να ενώνει, χωρίς να συμφιλιώνει το λογικά πρώτο και το χρονικά ύστερο, η διαφορά ανάμεσα στο όλο και το επιμέρους προσδιορίζεται απλώς εξωτερικά, ήτοι μόνο με βάση την εξωτερική τους μορφή και τη συμπαράθεση τούτης της μορφής. Προς την ακριβέστερη κατανόηση μιας τέτοιας διαφοράς και μιας εννοιολογικής σύλληψης του όλου, ο Χέγκελ αναφέρει το ακόλουθο παράδειγμα:

«Κάποιος που θέλει να φάει φρούτα, αρνείται να φάει κεράσια, αχλάδια ή σταφύλια, επειδή ετούτα είναι κεράσια, αχλάδια ή σταφύλια και όχι φρούτα».[4]

Η λέξη φρούτα είναι η αληθινή έννοια, το εννοιολογικό Όλο, γιατί ως εννοιολογική μορφή είναι εντός του εαυτού της συγκεκριμένη: ανα-λύεται και επιμερίζεται σε συγκεκριμένα περιεχόμενα, δηλ. σε καθορισμένα φρούτα. Το αληθές είναι η ολότητα της έννοιας φρούτα, ήτοι: η έννοια «φρούτα» ως όλο και το άνοιγμα της φιλοσοφίας, ως τέτοιου όλου, δηλ. ως της μιας φιλοσοφίας με τις πολλές επιμέρους αναπτύξεις της, προς τον κόσμο είναι τα επιμέρους φρούτα που διακρίνονται μεταξύ τους και ορίζονται. Σε ένα άλλο σημείο αναφέρει πάλι ο Χέγκελ πως, αν πω «όλα τα ζώα», δεν σημαίνει ότι δικαιούμαι να υποστηρίζω πως «μπορούν να ισοδυναμούν με μια ζωολογία».[5] Το να έχουμε αποκτήσει Γνώση του όλου υποδηλώνει ότι έχουμε αποκτήσει Γνώση των διάφορων και διαφορετικών του ροπών, πτυχών, βαθμίδων.

§4

Σε καμιά περίπτωση η ως άνω Γνώση δεν πρέπει να παρερμηνεύεται ως ίδια με την εκάστοτε γνώση των διαφορετικών στοιχείων, που εξετάζονται χωριστά και αποκομμένα μεταξύ τους και συγκροτούν ένα αθροιστικό όλο ή σύνολο της εμπειρικής τους ενικότητας και κανένα αληθές Όλο, δηλ. εννοιολογικό-συγκεκριμένο και εν-Νοηματικό. Η απόλυτη Γνώση (absolutes Wissen) είναι η φιλοσοφική Γνώση ‒που ανα-συλ-λέγεται ως ολοκλήρωση της εποποιίας της συνείδησης, την εκδίπλωση της οποίας συνιστά ή παρουσιάζει η Φαινομενολογία του πνεύματος‒ και δεν έχει διόλου σχέση με οποιαδήποτε πολυμάθεια, με οποιαδήποτε λόγια Γνώση, ήτοι με ένα άθροισμα εξωτερικά συσσωρευμένων γνώσεων πληροφοριακής ή άλλης επιμέρους υφής. Π.χ. μπορεί κανείς να γνωρίζει όλες τις πρωτεύουσες, τα λιμάνια, τις σημαίες κ.λπ. των κρατών του κόσμου, αλλά με αυτές τις γνώσεις δεν σημαίνει ότι γνωρίζει τη γεωγραφία. Η απόλυτη Γνώση, ως φιλοσοφική αλήθεια του Όλου, δεν είναι απόλυτη ή καθολική γνώση με την κοινή έννοια του όρου ως γνώση όλων των πραγμάτων, δηλ. ως ποσοτική γνώση, αλλά η Γνώση που έχει απελευθερωθεί ‒καταπώς μας λέει και η ετυμολογική παραγωγή του Απόλυτου [=του λελυμένου από τα δεσμά/τις δεσμεύσεις/τους περιορισμούς του]‒ από τις περιοριστικές μορφές της καθημερινής, αφιλοσόφητης γνώσης. Η απόλυτη Γνώση ως η αληθινή ολότητα, ως η φιλοσοφική Αλήθεια, δεν μπορεί να ανθήσει στις σκονισμένες αίθουσες μορφωτικών και πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, όπου συνήθως κυριαρχούν οι διορισμένες ασημαντότητες των αφιλοσόφητων προφεσόρων, πλην ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων. Αντιθέτως ενυπάρχει ως αυτογίγνεσθαι και αναπτύσσεται ως η συνείδηση, η επίγνωση, με άλλα λόγια ως μεταστοχασμός της εν Έργω Πραγματικότητας του ανθρώπου.[6]
--------------------------------
[1] Φαινομενολογία του πνεύματος Ι, Εκδ. Δωδώνη 1993, σ. 141.
[2] Ό.π., σσ. 160-161.
[3] Ό.π., σ. 133.
[4] Werke 8, σ. 59.
[5] Φαινομενολογία του πνεύματος, ό.π., σ. 141.
[6] Hegel-Διαλεκτική του Συγκεκριμένου. Εκδ. Διανόηση Αθήνα 2019, σσ. 124 κ.εξ.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία: (604e-606c)

[604e] Οὐκοῦν τὸ μὲν πολλὴν μίμησιν καὶ ποικίλην ἔχει, τὸ ἀγανακτητικόν, τὸ δὲ φρόνιμόν τε καὶ ἡσύχιον ἦθος, παραπλήσιον ὂν ἀεὶ αὐτὸ αὑτῷ, οὔτε ῥᾴδιον μιμήσασθαι οὔτε μιμουμένου εὐπετὲς καταμαθεῖν, ἄλλως τε καὶ πανηγύρει καὶ παντοδαποῖς ἀνθρώποις εἰς θέατρα συλλεγομένοις· ἀλλοτρίου γάρ που πάθους ἡ μίμησις αὐτοῖς γίγνεται.
[605a] Παντάπασι μὲν οὖν.
Ὁ δὴ μιμητικὸς ποιητὴς δῆλον ὅτι οὐ πρὸς τὸ τοιοῦτον τῆς ψυχῆς πέφυκέ τε καὶ ἡ σοφία αὐτοῦ τούτῳ ἀρέσκειν πέπηγεν, εἰ μέλλει εὐδοκιμήσειν ἐν τοῖς πολλοῖς, ἀλλὰ πρὸς τὸ ἀγανακτητικόν τε καὶ ποικίλον ἦθος διὰ τὸ εὐμίμητον εἶναι.
Δῆλον.
Οὐκοῦν δικαίως ἂν αὐτοῦ ἤδη ἐπιλαμβανοίμεθα, καὶ τιθεῖμεν ἀντίστροφον αὐτὸν τῷ ζωγράφῳ· καὶ γὰρ τῷ φαῦλα ποιεῖν πρὸς ἀλήθειαν ἔοικεν αὐτῷ, καὶ τῷ πρὸς ἕτερον τοιοῦτον [605b] ὁμιλεῖν τῆς ψυχῆς ἀλλὰ μὴ πρὸς τὸ βέλτιστον, καὶ ταύτῃ ὡμοίωται. καὶ οὕτως ἤδη ἂν ἐν δίκῃ οὐ παραδεχοίμεθα εἰς μέλλουσαν εὐνομεῖσθαι πόλιν, ὅτι τοῦτο ἐγείρει τῆς ψυχῆς καὶ τρέφει καὶ ἰσχυρὸν ποιῶν ἀπόλλυσι τὸ λογιστικόν, ὥσπερ ἐν πόλει ὅταν τις μοχθηροὺς ἐγκρατεῖς ποιῶν παραδιδῷ τὴν πόλιν, τοὺς δὲ χαριεστέρους φθείρῃ· ταὐτὸν καὶ τὸν μιμητικὸν ποιητὴν φήσομεν κακὴν πολιτείαν ἰδίᾳ ἑκάστου τῇ ψυχῇ ἐμποιεῖν, τῷ ἀνοήτῳ αὐτῆς [605c] χαριζόμενον καὶ οὔτε τὰ μείζω οὔτε τὰ ἐλάττω διαγιγνώσκοντι, ἀλλὰ τὰ αὐτὰ τοτὲ μὲν μεγάλα ἡγουμένῳ, τοτὲ δὲ σμικρά, εἴδωλα εἰδωλοποιοῦντα, τοῦ δὲ ἀληθοῦς πόρρω πάνυ ἀφεστῶτα.
Πάνυ μὲν οὖν.
Οὐ μέντοι πω τό γε μέγιστον κατηγορήκαμεν αὐτῆς. τὸ γὰρ καὶ τοὺς ἐπιεικεῖς ἱκανὴν εἶναι λωβᾶσθαι, ἐκτὸς πάνυ τινῶν ὀλίγων, πάνδεινόν που.
Τί δ᾽ οὐ μέλλει, εἴπερ γε δρᾷ αὐτό;
Ἀκούων σκόπει. οἱ γάρ που βέλτιστοι ἡμῶν ἀκροώμενοι Ὁμήρου ἢ ἄλλου τινὸς τῶν τραγῳδοποιῶν μιμουμένου [605d] τινὰ τῶν ἡρώων ἐν πένθει ὄντα καὶ μακρὰν ῥῆσιν ἀποτείνοντα ἐν τοῖς ὀδυρμοῖς ἢ καὶ ᾄδοντάς τε καὶ κοπτομένους, οἶσθ᾽ ὅτι χαίρομέν τε καὶ ἐνδόντες ἡμᾶς αὐτοὺς ἑπόμεθα συμπάσχοντες καὶ σπουδάζοντες ἐπαινοῦμεν ὡς ἀγαθὸν ποιητήν, ὃς ἂν ἡμᾶς ὅτι μάλιστα οὕτω διαθῇ.
Οἶδα· πῶς δ᾽ οὔ;
Ὅταν δὲ οἰκεῖόν τινι ἡμῶν κῆδος γένηται, ἐννοεῖς αὖ ὅτι ἐπὶ τῷ ἐναντίῳ καλλωπιζόμεθα, ἂν δυνώμεθα ἡσυχίαν ἄγειν [605e] καὶ καρτερεῖν, ὡς τοῦτο μὲν ἀνδρὸς ὄν, ἐκεῖνο δὲ γυναικός, ὃ τότε ἐπῃνοῦμεν.
Ἐννοῶ, ἔφη.
Ἦ καλῶς οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὗτος ὁ ἔπαινος ἔχει, τὸ ὁρῶντα τοιοῦτον ἄνδρα, οἷον ἑαυτόν τις μὴ ἀξιοῖ εἶναι ἀλλ᾽ αἰσχύνοιτο ἄν, μὴ βδελύττεσθαι ἀλλὰ χαίρειν τε καὶ ἐπαινεῖν;
Οὐ μὰ τὸν Δί᾽, ἔφη, οὐκ εὐλόγῳ ἔοικεν.
[606a] Ναί, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἰ ἐκείνῃ γ᾽ αὐτὸ σκοποίης.
Πῇ;
Εἰ ἐνθυμοῖο ὅτι τὸ βίᾳ κατεχόμενον τότε ἐν ταῖς οἰκείαις συμφοραῖς καὶ πεπεινηκὸς τοῦ δακρῦσαί τε καὶ ἀποδύρασθαι ἱκανῶς καὶ ἀποπλησθῆναι, φύσει ὂν τοιοῦτον οἷον τούτων ἐπιθυμεῖν, τότ᾽ ἐστὶν τοῦτο τὸ ὑπὸ τῶν ποιητῶν πιμπλάμενον καὶ χαῖρον· τὸ δὲ φύσει βέλτιστον ἡμῶν, ἅτε οὐχ ἱκανῶς πεπαιδευμένον λόγῳ οὐδὲ ἔθει, ἀνίησιν τὴν φυλακὴν τοῦ [606b] θρηνώδους τούτου, ἅτε ἀλλότρια πάθη θεωροῦν καὶ ἑαυτῷ οὐδὲν αἰσχρὸν ὂν εἰ ἄλλος ἀνὴρ ἀγαθὸς φάσκων εἶναι ἀκαίρως πενθεῖ, τοῦτον ἐπαινεῖν καὶ ἐλεεῖν, ἀλλ᾽ ἐκεῖνο κερδαίνειν ἡγεῖται, τὴν ἡδονήν, καὶ οὐκ ἂν δέξαιτο αὐτῆς στερηθῆναι καταφρονήσας ὅλου τοῦ ποιήματος. λογίζεσθαι γὰρ οἶμαι ὀλίγοις τισὶν μέτεστιν ὅτι ἀπολαύειν ἀνάγκη ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων εἰς τὰ οἰκεῖα· θρέψαντα γὰρ ἐν ἐκείνοις ἰσχυρὸν τὸ ἐλεινὸν οὐ ῥᾴδιον ἐν τοῖς αὑτοῦ πάθεσι κατέχειν.
[606c] Ἀληθέστατα, ἔφη.
Ἆρ᾽ οὖν οὐχ ὁ αὐτὸς λόγος καὶ περὶ τοῦ γελοίου; ὅτι, ἃν αὐτὸς αἰσχύνοιο γελωτοποιῶν, ἐν μιμήσει δὲ κωμῳδικῇ ἢ καὶ ἰδίᾳ ἀκούων σφόδρα χαρῇς καὶ μὴ μισῇς ὡς πονηρά, ταὐτὸν ποιεῖς ὅπερ ἐν τοῖς ἐλέοις; ὃ γὰρ τῷ λόγῳ αὖ κατεῖχες ἐν σαυτῷ βουλόμενον γελωτοποιεῖν, φοβούμενος δόξαν βωμολοχίας, τότ᾽ αὖ ἀνιεῖς, καὶ ἐκεῖ νεανικὸν ποιήσας ἔλαθες πολλάκις ἐν τοῖς οἰκείοις ἐξενεχθεὶς ὥστε κωμῳδοποιὸς γενέσθαι.
Καὶ μάλα, ἔφη.

***
[604e] Το αγανακτητικό λοιπόν ήθος παρέχει πολλές και ποικίλες αφορμές στη μίμηση, ενώ απεναντίας τον φρόνιμο και ήσυχο χαρακτήρα, που μένει πάντα όμοιος με τον εαυτό του, ούτε εύκολο είναι να τον μιμηθεί κανείς ούτε εύκολο είναι με τη μίμηση να τον καταλάβει, μάλιστα εκείνο το πολυποίκιλο πλήθος που μαζεύεται στα πανηγύρια και στα θέατρα· γιατί είναι ολωσδιόλου ξένη προς αυτούς η μίμηση μιας τέτοιας ψυχικής διάθεσης.
[605a] Πραγματικά ολωσδιόλου.
Φανερά άλλωστε ο μιμητικός ποιητής δεν είναι από τη φύση πλασμένος να παρασταίνει αυτό το μέρος της ψυχής και η σοφία του δεν είναι προορισμένη ν᾽ αρέσκεται σ᾽ αυτό, αν θέλει ν᾽ αποκτήσει φήμη στο πλήθος, αλλά ν᾽ απεικονίζει το αγανακτητικό και παρδαλό ήθος που εύκολα προσφέρεται στη μίμηση.
Φανερό.
Θα είχαμε λοιπόν δίκιο να τον καταδικάσομε κι αυτόν και να τον βάλομε σε ανάλογη θέση με τον ζωγράφο· γιατί έχει μαζί του κοινά γνωρίσματα το ότι συνθέτει πράγματα δίχως αξία ως προς την αλήθεια, και το ότι εργάζεται [605b] για ν᾽ αρέσει στο χειρότερο και όχι στο καλύτερο μέρος της ψυχής. Και έτσι θα έχομε εντελώς δίκιο να μην τον παραδεχτούμε μέσα σε μια πόλη που πρόκειται να ευνομείται, γιατί διεγείρει και τρέφει τούτο το κακό μέρος της ψυχής και δυναμώνοντάς το καταστρέφει το λογιστικόν· και όπως όταν σε μια πόλη κάνει κανείς τους κακούς δυνατότερους, παραδίνει σ᾽ αυτούς την κυβέρνηση και εξαφανίζει τους χρηστότερους, το ίδιο θα ειπούμε και για τον μιμητικό ποιητή, ότι ιδρύει μέσα στου καθενός την ψυχή μια κακή πολιτεία, γιατί χαρίζεται [605c] στο ανόητο μέρος της και δεν μπορεί να ξεχωρίσει ούτε τα μεγαλύτερα ούτε τα μικρότερα, αλλά τα ίδια πράγματα νομίζει άλλοτε μεγάλα άλλοτε μικρά και ειδωλοποιεί είδωλα μένοντας πάρα πολύ μακριά από την αλήθεια.
Αυτό είναι βέβαιο.
Μολαταύτα ακόμη δεν είπαμε το μεγαλύτερο κακό που προξενεί η ποίηση. Γιατί είναι πραγματικά φοβερότατο το ότι είναι ικανή να διαφθείρει και τους χρηστούς ανθρώπους, εκτός από πάρα πολύ λίγες εξαιρέσεις.
Πώς να μην είναι φοβερή, αφού πραγματικά κατορθώνει κι αυτό;
Άκουσε και θα κρίνεις. Ξέρεις, υποθέτω, ότι και οι καλύτεροι ακόμη από μας, όταν ακούμε τον Όμηρο ή κανέναν άλλο τραγικό ποιητή ν᾽ απεικονίζει [605d] έναν ήρωα που βρίσκεται σε μεγάλη λύπη και μέσα στους οδυρμούς του απαγγέλλει μακρό λόγο, ή και ανθρώπους που μοιρολογούν και δέρνονται, αισθανόμαστε ευχαρίστηση που ασυναίσθητα την αφήνομε να μας κυριέψει, και, ενώ από το ένα μέρος συμπάσχομε με τον ήρωα, από το άλλο με όλη μας τη σοβαρότητα επαινούμε τον ποιητή που μας δίνει πλούσια αυτή τη συγκίνηση.
Το ξέρω· πώς όχι;
Και όμως, όταν συμβεί σε κανέν᾽ από μας καμιά συμφορά, ξέρεις επίσης ότι φιλοτιμούμαστε να φερνόμαστε με τρόπον αντίθετο, να δείχνομε δηλαδή ησυχία [605e] και υπομονή, αν μπορούμε, γιατί αυτή η διαγωγή αρμόζει σε άντρα, ενώ εκείνο που επαινούσαμε τότε ταιριάζει μόνο σε γυναίκα.
Το ξέρω κι αυτό.
Είναι λοιπόν ορθός αυτός ο έπαινος, να βλέπομε έναν τέτοιον άντρα, που κανείς δεν θα καταδεχότανε αλλά και θα ντρεπότανε να είναι στη θέση του, χωρίς να αισθανόμαστε αποτροπιασμό, αλλ᾽ απεναντίας να χαίρομε και να τον επαινούμε;
Όχι, μά τον Δία, καθόλου δεν φαίνεται εύλογο το πράγμα.
[606a] Χωρίς αμφιβολία, αν μάλιστα το θεωρήσεις απ᾽ αυτήν εδώ την άποψη.
Ποιάν;
Εάν σκεφθείς ότι το μέρος εκείνο της ψυχής μας που διά της βίας το συγκρατούμε στις συμφορές και που είναι πεινασμένο για δάκρυα και οδυρμούς και ποτέ δεν τα χορταίνει αρκετά, επειδή αυτή είναι η φύση του να τα επιθυμεί, αυτό, λέγω, το μέρος το γεμίζουν οι ποιηταί με ικανοποίηση και το ευχαριστούν· το άλλο που είναι από τη φύση το καλύτερο, επειδή δεν είναι αρκετά μορφωμένο από τον λόγο και τον εθισμό, αφήνει ελεύθερο τον χαλινό [606b] εκείνου του θρηνητικού, με τη δικαιολογία ότι είναι απλώς θεατής ξένων δυστυχιών και δεν είναι καθόλου ντροπή γι᾽ αυτό να επαινεί και να ελεεί έναν άλλο, που, μολονότι έχει να καυχιέται για την ανδρεία του και την υπεροχή του, παραδίνεται σε άκαιρους θρήνους· έτσι θεωρεί τουλάχιστον κέρδος την ευχαρίστηση που δοκιμάζει και δεν θα δεχότανε να τη στερηθεί καταδικάζοντας ολόκληρο το ποίημα. Γιατί πάρα πολύ λίγοι είναι σε θέση να σκεφθούν πόσο τα ξένα αισθήματα επιδρούν απάνω στα δικά μας, αφού, όταν δυναμώσει κανείς την ευαισθησία του με τη θέα των δυστυχιών του άλλου, είναι δύσκολο να τη συγκρατεί στις δικές του.
[606c] Αυτό είναι πάρα πολύ αληθές.
Δεν ταιριάζει τάχα ο ίδιος λόγος και στο γελοίο; Όσο κι αν ντρέπεσαι ο ίδιος να κάνεις τον γελωτοποιό, όταν βρίσκεις μεγάλη ευχαρίστηση στη μίμηση του γελοίου, είτε στο θέατρο είτε στις ιδιαίτερες συναναστροφές, και δεν το αποστρέφεσαι ως πρόστυχο πράγμα, θα σου συμβεί το ίδιο ό,τι και με τις τραγικές συγκινήσεις· την τάση δηλαδή που αισθανόσουν μέσα σου να κάνεις τον γελωτοποιό και που τη συγκρατούσες με τον ορθό λόγο, από φόβο μήπως χαρακτηρισθείς βωμολόχος, τότε πια την αφήνεις ελεύθερη και αφού τη θρέψεις αρκετά στα κωμικά θεάματα, χωρίς να το καταλαβαίνεις, παρασύρεσαι στις ιδιαίτερες συναναστροφές σου, ώστε να καταντήσεις σωστός γελωτοποιός.
Και με το παραπάνω.

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια (316-356)

ΚΡ. λέγεις ἀκοῦσαι μαλθάκ᾽, ἀλλ᾽ ἔσω φρενῶν
ὀρρωδία μοι μή τι βουλεύῃς κακόν.
τοσῷδε δ᾽ ἧσσον ἢ πάρος πέποιθά σοι·
γυνὴ γὰρ ὀξύθυμος, ὡς δ᾽ αὔτως ἀνήρ,
320 ῥᾴων φυλάσσειν ἢ σιωπηλὸς σοφή.
ἀλλ᾽ ἔξιθ᾽ ὡς τάχιστα, μὴ λόγους λέγε·
ὡς ταῦτ᾽ ἄραρε κοὐκ ἔχεις τέχνην ὅπως
μενεῖς παρ᾽ ἡμῖν οὖσα δυσμενὴς ἐμοί.
ΜΗ. μή, πρός σε γονάτων τῆς τε νεογάμου κόρης.
325 ΚΡ. λόγους ἀναλοῖς· οὐ γὰρ ἂν πείσαις ποτέ.
ΜΗ. ἀλλ᾽ ἐξελᾷς με κοὐδὲν αἰδέσῃ λιτάς;
ΚΡ. φιλῶ γὰρ οὐ σὲ μᾶλλον ἢ δόμους ἐμούς.
ΜΗ. ὦ πατρίς, ὥς σου κάρτα νῦν μνείαν ἔχω.
ΚΡ. πλὴν γὰρ τέκνων ἔμοιγε φίλτατον πολύ.
330 ΜΗ. φεῦ φεῦ, βροτοῖς ἔρωτες ὡς κακὸν μέγα.
ΚΡ. ὅπως ἄν, οἶμαι, καὶ παραστῶσιν τύχαι.
ΜΗ. Ζεῦ, μὴ λάθοι σε τῶνδ᾽ ὃς αἴτιος κακῶν.
ΚΡ. ἕρπ᾽, ὦ ματαία, καί μ᾽ ἀπάλλαξον πόνων.
ΜΗ. πονοῦμεν ἡμεῖς κοὐ πόνων κεχρήμεθα.
335 ΚΡ. τάχ᾽ ἐξ ὀπαδῶν χειρὸς ὠσθήσῃ βίᾳ.
ΜΗ. μὴ δῆτα τοῦτό γ᾽, ἀλλά σ᾽ ἄντομαι, Κρέον.
ΚΡ. ὄχλον παρέξεις, ὡς ἔοικας, ὦ γύναι.
ΜΗ. φευξούμεθ᾽· οὐ τοῦθ᾽ ἱκέτευσά σου τυχεῖν.
ΚΡ. τί δ᾽ αὖ βιάζῃ κοὐκ ἀπαλλάσσῃ χερός;
340 ΜΗ. μίαν με μεῖναι τήνδ᾽ ἔασον ἡμέραν
καὶ ξυμπερᾶναι φροντίδ᾽ ᾗ φευξούμεθα
παισίν τ᾽ ἀφορμὴν τοῖς ἐμοῖς, ἐπεὶ πατὴρ
οὐδὲν προτιμᾷ μηχανήσασθαι τέκνοις.
οἴκτιρε δ᾽ αὐτούς· καὶ σύ τοι παίδων πατὴρ
345 πέφυκας· εἰκὸς δέ σφιν εὔνοιάν σ᾽ ἔχειν.
τοὐμοῦ γὰρ οὔ μοι φροντίς, εἰ φευξούμεθα,
κείνους δὲ κλαίω συμφορᾷ κεχρημένους.
ΚΡ. ἥκιστα τοὐμὸν λῆμ᾽ ἔφυ τυραννικόν,
αἰδούμενος δὲ πολλὰ δὴ διέφθορα·
350 καὶ νῦν ὁρῶ μὲν ἐξαμαρτάνων, γύναι,
ὅμως δὲ τεύξῃ τοῦδε. προυννέπω δέ σοι,
εἴ σ᾽ ἡ ᾽πιοῦσα λαμπὰς ὄψεται θεοῦ
καὶ παῖδας ἐντὸς τῆσδε τερμόνων χθονός,
θανῇ· λέλεκται μῦθος ἀψευδὴς ὅδε.
355 νῦν δ᾽, εἰ μένειν δεῖ, μίμν᾽ ἐφ᾽ ἡμέραν μίαν·
οὐ γάρ τι δράσεις δεινὸν ὧν φόβος μ᾽ ἔχει.

***
ΚΡ. Λες λόγια που ηχούν ευχάριστα, όμως μέσα μου
με σφίγγει ο φόβος μήπως σχεδιάζεις κάτι κακό
— τώρα σε εμπιστεύομαι πολύ λιγότερο από πριν.
Από γυναίκα οξύθυμη
320 —όπως άλλωστε και από άντρα— φυλάγεσαι πιο εύκολα
παρά από κάποια που είναι σοφή και σιωπά.
Φύγε λοιπόν από τη χώρα το ταχύτερο.
Όχι άλλα λόγια! Η απόφασή μου αμετάκλητη
και δεν έχεις τρόπο να μείνεις εδώ, αφού είσαι εχθρός μου.
ΜΗ. Μη, σε ικετεύω, στα γόνατά σου και στη νεόνυμφή σου κόρη.
325 ΚΡ. Ξοδεύεις τα λόγια σου. Δεν θα με πείσεις ποτέ.
ΜΗ. Και θα με διώξεις; Δεν θα σεβαστείς τις ικεσίες μου;
ΚΡ. Αγαπάω πιο πολύ το σπίτι μου παρά εσένα.
ΜΗ. Αχ πατρίδα μου, πόσο σε σκέφτομαι τούτη την ώρα!
ΚΡ. Μετά τα παιδιά, είναι αυτό που εγώ αγαπάω πάνω απ᾽ όλα.
330 ΜΗ. Ωωω! Μέγα κακό που είναι οι έρωτες για τους ανθρώπους!
ΚΡ. Εξαρτάται, νομίζω, από το πώς έρχονται τα πράγματα.
ΜΗ. Να μη σου ξεφύγει, ω Δία, αυτός που ευθύνεται για τούτο το κακό.
ΚΡ. Φύγε, ανόητη, απάλλαξέ με από τον μόχθο.
ΜΗ. Μοχθώ εγώ, δεν έχω ανάγκη από άλλο μόχθο.
335 ΚΡ. Σε λίγο οι άνδρες μου θα σε διώξουν με τη βία.
ΜΗ. Όχι, όχι! Σε ικετεύω, Κρέοντα.
ΚΡ. Φαίνεται πως δεν θα φύγεις με το καλό, γυναίκα.
ΜΗ. Θα φύγω εξόριστη. Δεν σε ικέτευσα για να μη φύγω.
ΚΡ. Τότε γιατί ασκείς βία και δεν ελευθερώνεις το χέρι μου;
340 ΜΗ. Άφησέ με να μείνω αυτή τη μία ημέρα,
να κάτσω να σκεφτώ πώς θα πορευτούμε στην εξορία
και πώς θα έχουν τα παιδιά μου ό,τι χρειάζονται,
μια και ο πατέρας τους δεν νοιάζεται να έχουν οτιδήποτε.
Λυπήσου τα. Είσαι και εσύ πατέρας.
345 Είναι φυσικό να θες το καλό τους.
Και δεν με νοιάζει που θα εξοριστώ εγώ,
κλαίω για εκείνα, για τη συμφορά που τα έχει βρει.
ΚΡ. Ο τρόπος ο δικός μου δεν είναι διόλου τυραννικός.
Για να δείχνω κατανόηση, πολλές φορές ώς τώρα
έφερα την καταστροφή. Και τώρα
350 το βλέπω βέβαια ότι κακώς κάνω, γυναίκα,
όμως θα γίνει αυτό που ζήτησες. Σου λέω πάντως
ενώπιον όλων ένα πράγμα: Αν το φως του ήλιου
της άλλης μέρας δει εσένα και τα παιδιά σου
μέσα στα όρια τούτης της χώρας, θα πεθάνεις.
Είπα ό,τι είχα να πω και ο λόγος μου αλήθεια.
355 Tώρα λοιπόν, αν πρέπει να μείνεις, μείνε μία ημέρα
— δεν θα κάνεις άλλωστε κάτι από τα τρομερά που φοβάμαι.

(Εξέρχεται ο Κρέων από την πάροδο από την οποία εισήλθε.)

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Πότε γεννήθηκε και πότε πρωτογράφτηκε η Ελληνική γλώσσα

4.12 Για να συγκεφαλαιώσουμε

Είδαμε λοιπόν στο κεφάλαιο αυτό πότε και πώς πρωτογράφτηκε η Ελληνική γλώσσα. Αξίζει να θυμόμαστε ότι η ανάγκη για τη γραφή γεννιέται όταν η κοινωνία έχει γίνει αρκετά σύνθετη ώστε να μην επαρκεί ο προφορικός λόγος για τη λειτουργία της. Αξίζει επίσης να θυμόμαστε ότι η ανάγκη για τη δημιουργία ενός συστήματος γραφής που να καταγράφει τη γλώσσα κατά το δυνατόν πιστά (και όχι ελλειπτικά, όπως η γραμμική Β') γεννιέται όταν η γραφή απλώνεται σε όλο το εύρος της κοινωνικής ζωής και δεν υπηρετεί έναν περιορισμένο χώρο πληροφορίας, τον λογιστικό.

Όταν λοιπόν τα κείμενα που πρέπει να γραφούν απλώνονται σε ένα μεγάλο εύρος πληροφορίας και επομένως αφορούν ένα μεγάλο (και όχι ένα περιορισμένο) κοινό, τότε ακριβώς γεννιέται και η ανάγκη για ένα πιστότερο σύστημα καταγραφής της γλώσσας, που δεν προϋποθέτει ειδικούς της γραφής (γραφείς) και ειδικούς αναγνώστες, αναγνώστες δηλαδή που κατανοούν το γραπτό κείμενο, παρά την ελλειπτικότητά του, γιατί ξέρουν το «θέμα».

Αξίζει, ακόμα, να θυμόμαστε ότι η Ελληνική γλώσσα γεννήθηκε σιγά σιγά μέσα στον χρόνο μέσα από τα «σπλάχνα» της οικογένειας γλωσσών και διαμορφώθηκε μέσα από τη συνάντηση και τη «μείξη» της με άλλες παλιότερες γλώσσες που μιλιούνταν στον ελληνικό χώρο.

Έχει σημασία, τέλος, να θυμόμαστε ένα σημαντικό συμπέρασμα από την ιστορική πορεία της γραφής, όπως την παρακολουθήσαμε στο κεφάλαιο αυτό: η γραφή είναι η γέφυρα που ενώνει διαφορετικούς λαούς και πολιτισμούς. Έτσι, οι Μυκηναίοι δανείζονται από τους Μινωίτες το σύστημα γραφής τους (γραμμική Α') για να γράψουν (γραμμική Β') τη δική τους γλώσσα, την Ελληνική. Αργότερα οι Έλληνες θα δανειστούν από την Ανατολή, από τους Φοίνικες, το σύστημα γραφής (αλφαβητικό πλέον) για να (ξανα)γράψουν τη δική τους γλώσσα, την Ελληνική.

Βίλχελμ Ράιχ: Ο ισχυρός άνθρωπος

Σε φωνάζουν Ανθρωπάκο, Κοινό Άνθρωπο.

Λένε πως χάραξε η εποχή σου, Η «Εποχή του Κοινού Ανθρώπου».

Μα δεν είσαι συ που το λες, ανθρωπάκο. Το λένε εκείνοι, οι αντιπρόεδροι των μεγάλων εθνών, οι εργατοπατέρες, οι μετανιωμένοι γιοι των αστών, οι πολιτικοί και οι φιλόσοφοι. Σου προσφέρουν το μέλλον, μα δε ρωτούν για το παρελθόν σου.

Κι όμως, είσαι κληρονόμος ενός τρομερού παρελθόντος. Τούτη η κληρονομιά καίει στη χούφτα σου σα διαμάντι φλεγόμενο. Εγώ αυτό έχω να σου πω.

Ο γιατρός, ο τσαγκάρης, ο μηχανικός ή ο εκπαιδευτικός, για να προκόψουν στη δουλειά τους και να κερδίσουν το ψωμί τους, πρέπει να γνωρίζουν τις ελλείψεις τους.

Εδώ και κάμποσες δεκαετίες παίρνεις παγκοσμίως τα ηνία στα χέρια σου. Το μέλλον της ανθρωπότητας θα εξαρτηθεί από τις σκέψεις και τις πράξεις σου.

Όμως, οι δάσκαλοι και οι αφέντες σου δε σου μιλάνε για τον τρόπο που σκέφτεσαι πραγματικά. Δε σου λένε ποιος είσαι στα αλήθεια.

Κανένας δεν τολμά να σε φέρει αντιμέτωπο με τη μοναδική πραγματικότητα που έχει τη δύναμη να σε καταστήσει κύριο του πεπρωμένου σου.

Είσαι «ελεύθερος» από μια άποψη μονάχα: ελεύθερος από την αυτοκριτική, που μπορεί να σε βοηθήσει να κουμαντάρεις τη ζωή σου.

Δε σ' άκουσα να παραπονιέσαι ποτέ: «Με εκθειάζετε σαν το μελλοντικό αφέντη του εαυτού μου και του κόσμου μου. Αλλά δε μου λέτε πώς γίνεται κανείς αφέντης του εαυτού του. Δε μου λέτε ποια είναι τα λάθη και τα ελαττώματα μου, πού σφάλλω στον τρόπο που σκέφτομαι και πράττω».

Επιτρέπεις στους ισχυρούς να απαιτούν τη δύναμη εν ονόματι «του ανθρωπάκου».

Όμως, εσύ ο ίδιος παραμένεις βουβός.

Ενισχύεις τους ισχυρούς με περισσότερη δύναμη.

Επιλέγεις για εκπροσώπους ανθρώπους αδύναμους και κακοήθεις.

Τελικά διαπιστώνεις πάντα, πολύ αργά, πως σ' έπιασαν κορόιδο.

Σε καταλαβαίνω!

Κι ετούτο επειδή αντίκρισα αμέτρητες φορές το γυμνό κορμί και την ψυχή σου.

Σε είδα δίχως τη μάσκα σου, την κομματική σου ταυτότητα ή την εθνική σου υπερηφάνεια.

Γυμνό σα νεογέννητο, γυμνό σα στρατάρχη ξεβράκωτο.

Σ' άκουσα να κλαις και να οδύρεσαι.

Μου μίλησες για τα προβλήματά σου, τις αγάπες και τους πόθους σου.

Σε ξέρω και σε καταλαβαίνω.

Και θα σου πω τι είσαι, ανθρωπάκο, επειδή πιστεύω πραγματικά στο τρανό σου μέλλον.

Μα επειδή το μέλλον σου ανήκει, αναμφίβολα σου ανήκει, ρίξε μια ματιά στον εαυτό σου.

Κοίτα τον όπως είναι πραγματικά.

Άκου αυτό που κανένας από τους ηγέτες και τους αντιπροσώπους σου δεν τολμά να σου πει:

Είσαι «άνθρωπος μικρός, κοινός».

Συλλογίσου τη διπλή έννοια που έχουν τούτες οι λέξεις, «μικρός» και «κοινός»...

Μην το βάζεις στα πόδια! Βρες το κουράγιο να αντικρίσεις τον εαυτό σου!

«Με ποιο δικαίωμα μου κάνεις κήρυγμα;» Βλέπω την ερώτηση στο τρομαγμένο βλέμμα σου.

Σ' ακούω να την ξεστομίζεις όλο αυθάδεια.

Φοβάσαι να αντικρίσεις τον εαυτό σου, ανθρωπάκο.

Φοβάσαι την κριτική, όσο και τη δύναμη που σου υποσχέθηκαν.

Αλήθεια, πώς σκέφτεσαι να χρησιμοποιήσεις τη δύναμή σου;

Δεν ξέρεις.

Φοβάσαι και να σκεφτείς ακόμη πως μπορεί κάποια μέρα να 'σαι διαφορετικός: ελεύθερος αντί φοβισμένος, ειλικρινής αντί ραδιούργος, να χαίρεσαι τον έρωτα, όχι σαν τον κλέφτη μες στη νύκτα, αλλά ανοικτά, στο φως του ήλιου.

Απεχθάνεσαι τον εαυτό σου, ανθρωπάκο.

Αναρωτιέσαι, «Ποιος είμαι εγώ που θα 'χω άποψη, θα κουμαντάρω τη ζωή μου και θα αποκαλώ ολάκερη την οικουμένη δική μου;»

Δίκιο έχεις. Ποιος είσαι εσύ που θα διεκδικήσεις τη ζωή σου;

Ε, λοιπόν, θα σου πω ποιος είσαι.

Διαφέρεις από τον ισχυρό σε τούτο μόνο, ο ισχυρός υπήρξε κάποτε ένας πολύ μικρός ανθρωπάκος, αλλά ανέπτυξε μια σημαντική ικανότητα.

Αναγνώρισε την ποταπότητα και την ανεπάρκεια των σκέψεων και των πράξεών του.

Κάτω από την πίεση κάποιου έργου που θεώρησε σημαντικό, έμαθε να διακρίνει ότι η μικρότητα κι η ευτέλειά του απειλούσαν την ευτυχία του.

Με άλλα λόγια ο ισχυρός γνωρίζει πότε και σε τι είναι ανθρωπάκος.

Ο ανθρωπάκος, όμως, δε γνωρίζει ότι είναι ποταπός και φοβάται να το μάθει.

Κρύβει την ποταπότητα και την ανεπάρκειά του πίσω από αυταπάτες δύναμης και μεγαλείου, τη δύναμη και του μεγαλείου κάποιου άλλου.

Είναι περήφανος για τους μεγάλους στρατηγούς του, αλλά όχι για τον εαυτό του.

Θαυμάζει την ιδέα που δεν είχε κι όχι εκείνη που είχε.

Όσο λιγότερο καταλαβαίνει κάτι, τόσο περισσότερο πιστεύει σ' αυτό. Κι όσο καλύτερα αντιλαμβάνεται μια ιδέα, τόσο η πίστη του σ' αυτήν κλονίζεται.

Βίλχελμ Ράιχ, Άκου Ανθρωπάκο

Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Ανεκπλήρωτος 'Eρωτας

«Ο έρωτας είναι η υψηλότερη αφορμή για έναν άνθρωπο να αποκτήσει οντότητα, να γίνει ο κόσμος»

Και να ερωτευόμαστε είναι καλό: διότι ο έρωτας είναι δύσκολος. Ο έρωτας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους: είναι ίσως η δυσκολότερη αποστολή μας, η ύστατη, η τελευταία δοκιμή και δοκιμασία, το έργο για το οποίο όλα τα άλλα έργα είναι μόνο προετοιμασία. Γι’ αυτό οι νέοι που είναι σε όλα αρχάριοι δεν γνωρίζουν ακόμη τον έρωτα και πρέπει να τον μάθουν.

Με όλο τους το είναι, με όλες τις δυνάμεις συγκεντρωμένες γύρω από τη μοναχική, φοβισμένη καρδιά τους που χτυπάει εκστατικά, πρέπει να μάθουν να αγαπούν.

Ο χρόνος της μάθησης όμως είναι πάντα μακρύς και μοναχικός, κι έτσι ο έρωτας είναι για τον ερωτευμένο, για πολύ μεγάλο διάστημα και ως τα βάθη της ζωής του, μοναξιά, απομόνωση όλο και πιο έντονη, όλο και πιο βαθιά. Ο έρωτας, από την αρχή, δεν είναι κάτι που σημαίνει ανοίγω, παραδίνομαι και ενώνομαι με έναν άλλο (τι θα ήταν μια ένωση δύο αβέβαιων, ανέτοιμων και ακόμα απροσανατόλιστων όντων;), αλλά μία υψηλότερη αφορμή για έναν άνθρωπο να ωριμάσει, να αποκτήσει οντότητα, να γίνει ο κόσμος, να γίνει ο ίδιος ένας κόσμος για χάρη ενός άλλου ανθρώπου. Είναι μεγάλη και φιλόδοξη αυτή η απαίτηση που κάνει όποιον αγαπά έναν εκλεκτό και τον καλεί στο άπειρο.

Μόνο με αυτό το πνέυμα, με την αποστολή να επεξεργάζονται τον εαυτό τους («να αφουγκράζονται και να σφυρηλατούν μέρα και νύχτα»), μπορούν οι νέοι να κάνουν χρήση του έρωτα όταν τον συναντούν. Όμως η προσφορά και η παράδοση σε κάθε είδος ένωση δεν είναι γι’ αυτούς (που πρέπει για πολύ ακόμα να κάνουν οικονομία και να αποταμιεύουν): είναι το τέλος της αποστολής, είναι ίσως εκείνο για το οποίο μια ανθρώπινη ζωή δεν είναι ακόμη αρκετή.

Εδώ όμως οι νέεοι (που είναι στη φύση τους να είναι ανυπόμονοι) κάνουν πολύ συχνά ένα σοβαρό σφάλμα: παραδίνονται ο ένας στον άλλον, όταν τους κυριέψει ο έρωτας, και ξοδεύονται γιατί είναι ακόμα μέσα στην ταραχή, στην αταξία, στη σύγχυση… Και ύστερα; Τι μπορεί να κάνει η ζωή μ’ έναν τέτοιο σωρό από μισοκατεστραμμένα πράγματα, που εκείνοι τα θεωρούν ένωση και που πολύ θα ήθελαν να τα αποκαλέσουν ευτυχία τους, αν μπορούσαν; Και το μέλλον τους; Εκεί ο καθένας χάνεται για χάρη του άλλου, χάνει τον άλλο και όλους τους άλλους που θα μπορούσαν ακόμα να έρθουν. Και χάνει το άπειρο και τις δυνατότητες να το ανακαλύψει, ανταλλάσσει την επικοινωνία με πράγματα σιωπηλά, γεμάτα υποσχέσεις, με μιαν άγονη αβεβαιότητα που τίποτα πια δεν μπορεί να του προσφέρει∙ μόνο λίγη αηδία, απογοήτευση, μιζέρια και τη σωτηρία σε μία από τις πολλές συμβατικότητες που αφθονούν σαν καταφύγια σ’ αυτόν τον τόσο δύσκολο δρόμο.

Κανένα μέρος της ανθρώπινης ζωής δεν είναι τόσο πλούσιο σε συμβάσεις όσο αυτός ο δρόμος: βρίσκεις εκεί ζώνες ασφαλείας κάθε τύπου, βάρκες και σωσίβια. Η κοινωνική αντίληψη φρόντισε να δημιουργήσει καταφύγια κάθε είδους, διότι έχοντας την τάση να βλέπει την ερωτική ζωή σαν μία ευχαρίστηση, έπρεπε και να τη διαμορφώσει εύκολα, φθηνά, ακίνδυνα, με κάθε ασφάλεια, ανάλογα με τα δημόσια κέντρα ψυχαγωγίας.

Πολλοί νέοι βέβαια που ερωτεύονται με λάθος τρόπο, δηλαδή παραδίδονται απλώς και εγκαταλείπουν τη μοναξιά τους (ο μέσος όρος πάντα θα το κάνει), αισθάνονται το βάρος του σφάλματος και επιχειρούν, πάλι με τον δικό τους τρόπο, να κάνουν γόνιμη και βιώσιμη την κατάσταση στην οποία έχουν περιπέσει, διότι η φύση τους τους λέει ότι τα προβλήματα του έρωτα δεν μπορούν να λυθούν δημόσια ή σύμφωνα με τη μία ή την άλλη σύμβαση∙ ότι είναι προβλήματα λεπτά, προβλήματα που αφορούν δύο ανθρώπους και που σε κάθε περίπτωση απαιτούν μια ιδιαίτερη, τελείως προσωπική λύση.

Πως θα μπορούσαν όμως εκείνοι που ενώθηκαν βιαστικά και πρόχειρα και δεν ξεχωρίζουν ούτε διαφέρουν ο ένας από τον άλλον και συνεπώς δεν έχουν πια τίποτα προσωπικό, να βρουν μια διέξοδο από τον εαυτό τους, από το βάθος της ήδη θαμμένης μοναξιάς τους;

Με τον καιρό οι άνθρωποι θα καταλάβουν ότι σ’ αυτό οφείλεται η μεγάλη σύγχρονη συμφορά μας, κι όχι στον κοινωνικό ή στον οικονομικό τομέα: σ’ αυτή την εξοστράκιση της ερωτικής πράξης στο περιθώριο. Η ενέργεια ενός διορατικού ανθρώπου εξαντλείται τώρα στην προσπάθεια να την επαναφέρει τουλάχιστον στο κέντρο του δικού του κόσμου (εφόσον δεν βρίσκεται ήδη στο κέντρο ολόκληρου του κόσμου, πράγμα που θα είχε ως άμεση συνέπεια να ξαναρχίσουν οι θεότητες να τροφοδοτούν τους ανθρώπους με το αίμα τους)∙ ο άνθρωπος αντιθέτως που ζει τυφλά, απολαμβάνει κατά κάποιον τρόπο την περιθωριακή και προσιτή φύση της «ηδονής» και, καθώς τη βρίσκει (με ενστικτώδη οξυδέρκεια) ακόμα κι έτσι απογοητευτική, την εκδικείται περιφρονώντας την και συνάμα επιδιώκοντάς την.

Η επιφανειακή άρνηση δεν είναι πρόοδος και δεν έχει κανένα νόημα να κουράζει κανείς τη «βούληση» (που άλλωστε είναι μια πολύ νεαρή και καινούρια δύναμη σε σύγκριση με τα αρχέγονα δικαιώματα του ενστίκτου).

Η άρνηση του έρωτα ή της εκπλήρωσης του έρωτα είναι και τα δύο θαυμάσια και ασύγκριτα, μόνο όταν επιτρέπουμε σε ολόκληρη την ερωτική εμπειρία, με όλες τις ελάχιστα διαφοροποιημένες εκστάσεις της (τόσο εναλλασσόμενες μεταξύ τους που δεν ξεχωρίζεις την πνευματική από τη σαρκική) να κατέχει μια κεντρική θέση∙ αλλά κι εκεί (στην έκσταση λίγων εραστών ή αγίων απ’ όλες τις εποχές και τις θρησκείες) η άρνηση και η εκπλήρωση ταυτίζονται.

Όταν το άπειρο εισδύει ολοκληρωτικά (είτε με θετικό είτε με αρνητικό πρόσημο) στο σημείο, αυτό το το -τόσο ανθρώπινο- σημείο χάνεται, όπως και ο δρόμος τον οποίο έχουμε διανύσει, και αυτό που μένει είναι ο κατ’ αρχήν στόχος, η ύπαρξη!

Ιδού, αγαπητέ φίλε, ό,τι μπορεί κανείς, λίγο πολύ, να σου αποκαλύψει (προσωρινά), αν ερωτηθεί, για το μεγαλύτερο και πιο βαθύ μυστικό μας.

Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Ανεκπλήρωτος Έρωτας

Alice Miller: Το μίσος για τον εαυτό και η ανεκπλήρωτη αγάπη

Η ψυχολόγος Alice Miller (1923-2010) έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη σύνδεση μεταξύ της σωματικής τιμωρίας και της καταστροφικής της επίδρασης στα παιδιά.

Έγραψε 13 βιβλία, που έχουν μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες και αξίζει να διαβαστούν.

Σύμφωνα με την Alice Miller, σε όλο τον κόσμο η βία έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι τα παιδιά έχουν κακοποιηθεί ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, όταν το μυαλό τους δεν ήταν δομημένο και το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό, αλλά δύσκολα αντιληπτό από την κοινωνία.

Αναρωτώμενη για τις αιτίες του μίσους βρήκε την απάντηση μόνο όταν διερεύνησε διεξοδικά τις παιδικές ηλικίες δικτατόρων και κατά συρροήν δολοφόνων οι οποίοι στην παιδική τους ηλικία εκτέθηκαν σε φρικτά βιώματα, τα οποία αρνήθηκαν.

Οι ταπεινώσεις, οι ξυλοδαρμοί, τα χαστούκια, η σεξουαλική παρενόχληση, η παραμέληση, κλπ θεωρούνται όλες μορφές κακομεταχείρισης, γιατί τραυματίζουν την ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια του παιδιού, ακόμη και αν οι συνέπειές τους δεν είναι ορατές αμέσως.

Ωστόσο, ως ενήλικες, τα περισσότερα κακοποιημένα παιδιά ή θα υποφέρουν, ή θα γίνουν δήμιοι.

Αυτή η δυναμική της βίας μπορεί να εξελιχτεί ώστε ενήλικες, μία φορά κακοποιημένα παιδιά, να χτυπάνε τα δικά τους παιδιά και συχνά να αισθάνονται ευγνώμονες προς τους γονείς τους, οι οποίοι τους κακομεταχειρίστηκαν όταν ήταν μικρά και ανυπεράσπιστα.

Η άρνηση της κακοποίησης, κατά την συγγραφέα, οδηγεί σε πράξεις εκδίκησης. Αυτός είναι ο λόγος που οι γονείς συνεχίζουν να παράγουν έντονο πόνο.

Ένα παιδί που έχει υποστεί σωματική τιμωρία και ταπείνωση στο όνομα της ανατροφής αφομοιώνει από πολύ μικρό τη γλώσσα της βίας και της υποκρισίας και την κατανοεί ως το μοναδικό αποτελεσματικό μέσο επικοινωνίας.

Διασαφηνίζει με βάση τα παραδείγματα του Χίτλερ, του Στάλιν, του Νίτσε, του Πικάσο, Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Κάφκα, του Σίλερ, Ρεμπώ, Προυστ ή του Τζόυς πώς μπορεί να επιδράσει η παιδική κακοποίηση στην κοινωνία.

Σε όλες τις περιπτώσεις, η ψυχολόγος σημειώνει ότι βρήκε επιπτώσεις του μίσους απέναντι σε έναν τουλάχιστον γονιό – μίσος, που παρέμενε ασυνείδητο, όχι μόνο επειδή απαγορευόταν αυστηρά να μισείς τον γονιό σου, αλλά και επειδή για ένα παιδί ήταν θέμα επιβίωσης να διατηρήσει την ψευδαίσθηση ότι έχει έναν καλό γονιό.

Μόνο με τη μετάθεση σε ένα υποκατάστατο του γονιού πρόσωπο, γινόταν επιτρεπτό το μίσος αυτό και μπορούσε να εκδηλωθεί.

Ωστόσο ανάμεσα στα παιδιά που έχουν υποστεί σωματική τιμωρία στο παρελθόν υπάρχουν και εκείνα που ήδη στην παιδική τους ηλικία ή στην μετέπειτα ζωή τους δεν συνάντησαν μόνο πρόσωπα που τους βοήθησαν, δίχως να το συνειδητοποιούν, αλλά και «ενήμερους μάρτυρες», ανθρώπους δηλαδή που εν γνώσει τους τα συνέδραμαν να αναγνωρίσουν το άδικο που βίωσαν και να εκφράσουν τη θλίψη τους για αυτό που τους είχε συμβεί.

Αυτά τα παιδιά δεν εξελίχτηκαν φυσικά σε βίαιες εγκληματικές προσωπικότητες. Ήταν σε θέση να νιώσουν συναισθήματα και να δράσουν συνειδητά.

Τι είναι αλήθεια το μίσος; Για τη συγγραφέα είναι μια πιθανή συνέπεια της οργής και της απόγνωσης του παιδιού, το οποίο παραμελήθηκε ήδη κατά το προγλωσσικό στάδιο.

Όσο ο θυμός απέναντι σε έναν γονιό παραμένει ασυνείδητος και απωθημένος δεν μπορεί να σβήσει. Μπορεί μόνο να μετατεθεί σε αποδιοπομπαίους τράγους, στα ίδια τα παιδιά αυτού που τον νιώθει ή σε υποτιθέμενους εχθρούς.

Καμουφλαρισμένος ως ιδεολογία, ο θυμός που έχει μετεξελιχθεί σε μίσος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, γιατί είναι ανίκητος και υπερβαίνει κάθε ηθική επιταγή. Όποιος παρατηρήσει με ενσυναίσθηση το κλάμα ενός απελπισμένου βρέφους θα εκπλαγεί, γράφει, από την ένταση αυτών των συναισθημάτων.

«Ένα ζώο αντιδρά στην επίθεση είτε με φυγή, είτε με πάλη. Αμφότεροι οι τρόποι αυτοί είναι αδύνατοι για ένα νήπιο το οποίο το βασανίζουν οι πιο κοντινοί του συγγενείς. Έτσι, η φυσική αντίδραση αναστέλλεται, για δεκαετίες ολόκληρες μερικές φορές, ώσπου να εκδηλωθεί απέναντι σε κάποιον πιο αδύναμο. Τότε τα καταπιεσμένα συναισθήματα ξεσπούν με τρόπο αδίστακτο κατά των μειονοτήτων. Αυτό ονομάζεται ξενοφοβία, και τα θύματα ποικίλλουν από τόπο σε τόπο. Μόνο οι λόγοι αυτού του μίσους είναι παντού οι ίδιοι.

Σκοτώνουν και βασανίζουν ξένους ανθρώπους, που δεν τους έχουν κάνει τίποτε κακό, κι ύστερα ωραιοποιούν τις φρικαλεότητές τους με υποτιθέμενες θρησκευτικές ή πολιτικές ιδέες. Φυσικά, δεν έχουν ιδέα πως πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους εκδικούνται για την τρομοκρατία που γνώρισαν οι ίδιοι στην πρώιμη παιδική τους ηλικία.»

Πώς είναι δυνατόν άνδρες και γυναίκες που έχαιραν μιας γενικής εκτίμησης να συμπεριφέρθηκαν σαν τέρατα; Κατά την άποψή της, η αιτία βρίσκεται σαφέστατα στον καταστροφικό τρόπο ανατροφής των μικρών παιδιών, ο οποίος ήταν ευρύτατα διαδεδομένος στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα στη Γερμανία και τον οποίο χαρακτηρίζει ως κακοποίηση νηπίων. Και σε άλλες χώρες κακοποιούνταν και εξακολουθούν μέχρι σήμερα ακόμη να κακοποιούνται παιδιά με το πρόσχημα της ανατροφής –όμως ούτε κατά διάνοια με τον συστηματικό τρόπο και την επιμέλεια που ήταν τόσο χαρακτηριστική για τη μαύρη παιδαγωγική στη Γερμανία.

Στις δύο γενιές που προηγήθηκαν της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, οι μέθοδοι αυτές τελειοποιήθηκαν. Ώσπου στο τέλος ο Χίτλερ έλαβε αυτό που χρειαζόταν.

Σύμφωνα με τα δικά του λόγια αυτό εκφράστηκε ως εξής: «Η παιδαγωγική μου είναι σκληρή. Η αδυναμία πρέπει να κοπεί από τη ρίζα. Στα εκπαιδευτήριά μου θα γαλουχηθεί μια νεολαία, που μπροστά της ο κόσμος θα τρομάζει. Μια βίαιη, κυρίαρχη, ατρόμητη, φοβερή νεολαία θέλω. Η νεότητα πρέπει να έχει όλα αυτά τα γνωρίσματα. Πρέπει να υπομένει πόνους. Τίποτε το αδύναμο και τρυφερό δεν πρέπει να βρίσκεται εντός της. Το ελεύθερο, υπέροχο αρπακτικό ζώο πρέπει να αστράφτει και πάλι στο βλέμμα της».

Αυτό το παιδαγωγικό πρόγραμμα εξολόθρευσης του ζωντανού στοιχείου προηγήθηκε των σχεδίων εξολόθρευσης ενός λαού. Ήταν, με άλλα λόγια, η προϋπόθεση της επιτυχίας.

Μελέτες σε εγκαταλελειμμένα και κακοποιημένα σοβαρά παιδιά από τη Ρουμανία αποκάλυψαν εντυπωσιακές βλάβες σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου. Η νευροβιολογική έρευνα καθιστά πιο εύκολο για μας να κατανοήσουμε τον τρόπο των ναζί, όπως ο Άιχμαν, ο Χίμλερ και άλλοι λειτούργησαν. Η αυστηρή εκπαίδευση υπακοής που υποβλήθηκαν σε πρόωρη παιδική ηλικία οδήγησε σε ανεπαρκή ανάπτυξη των ανθρώπινων ικανοτήτων, όπως η συμπόνια και ο οίκτος για τα βάσανα των άλλων.

Η Μίλερ δεν δέχεται την γενετική θεωρία της τρέλας. Ερμήνευσε την ψύχωση του Νίτσε ως αποτέλεσμα του πρωσικού τρόπου ανατροφής των παιδιών. Ο Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, είχε έναν βίαιο πατέρα, αλλά μια στοργική μητέρα. Εκείνη δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να τον προστατεύσει από τον πατέρα του, αλλά, γράφει ότι του έδωσε μια ισχυρή αντίληψη της αγάπης, χωρίς την οποία τα μυθιστορήματά του θα ήταν αδιανόητα.

Αποφεύγοντας την αναζήτηση της αλήθειας, λέει η ψυχολόγος, δεν διασώζουμε την αγάπη -ούτε καν την αγάπη για τους γονείς μας. Η πράξη της συγχώρεσης δεν μας βοηθάει, όσο συγκαλύπτει αυτά που συνέβησαν. Γιατί η αγάπη και η αυταπάτη αλληλοαποκλείονται. Από την αναλήθεια, την άρνηση της οδύνης στο προσωπικό μας παρελθόν, γεννιέται το μίσος που μεταβιβάζεται σε αθώους. Αποτελεί μια προσκόλληση στην αυταπάτη και στο αδιέξοδο. Η πραγματική αγάπη αντέχει την αλήθεια.

Στο έργο της Το Δράμα του προικισμένου παιδιού, η Alice Miller επίσης θεωρεί ότι πολλοί άνθρωποι αναγκάστηκαν, όταν ήταν παιδιά, να μάθουν να κρύβουν πολύ επιδέξια τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους προκειμένου να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες των γονέων τους και να κερδίσουν την «αγάπη» τους.

Ως ενήλικες μπορεί να κυνηγούν την επιτυχία, έχουν όμως ταυτόχρονα μια υποβόσκουσα αίσθηση ότι δεν αξίζουν τίποτα. Χωρίς ποτέ να τους έχει επιτραπεί να εκφράσουν τα πραγματικά τους συναισθήματα, και έχοντας χάσει την επαφή με τον αληθινό τους εαυτό, εκδραματίζουν τα καταπιεσμένα συναισθήματά τους με επεισόδια κατάθλιψης ή καταναγκαστικής συμπεριφοράς, ή ακόμα και με ιδέες μεγαλείου.

Στη συνέχεια, με τη σειρά τους, μεταφέρουν αυτή τη κληρονομιά της καταπίεσης στα δικά τους παιδιά. Πρόκειται για την «δηλητηριώδη» παιδαγωγική (το κάνω για το καλό σου) που καταστρέφει ζωές.

Στα κείμενά της, η Miller κατηγόρησε τους ψυχολογικά βίαιους γονείς για την πλειοψηφία των νευρώσεων και ψυχώσεων. Υποστήριξε ότι όλες οι περιπτώσεις των ψυχικών ασθενειών προκαλούνται από την καταπίεση της οργής ​​και του πόνου, ως αποτέλεσμα των υποσυνείδητων παιδικών τραυμάτων που δεν επιλύθηκαν συναισθηματικά.

Οι άνθρωποι δεν προτιμούν να ξέρουν για τη δική τους θυματοποίηση κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας γιατί προκαλεί αφόρητο πόνο. Η μετατόπιση κατευθύνει ασυνείδητα το ανεπίλυτο τραύμα ενάντια σε άλλους (πόλεμος, τρομοκρατία, εγκληματικότητα) στον εαυτό του (διατροφικές διαταραχές, εθισμό στα ναρκωτικά, κατάθλιψη) και στους απογόνους.

Επιβεβαίωσε αυτό που τόσο πολλοί θεώρησαν ότι δεν είναι αληθινό: ότι τα προβλήματά τους δεν ήταν έμφυτα αλλά είχαν πραγματικές αιτίες, και ως εκ τούτου πραγματικές λύσεις. Ενθαρρύνει έτσι τους γονείς να προσπαθήσουν να θεραπεύσουν τις συγκρούσεις τους και να γίνουν καλύτεροι γονείς. Οι άνθρωποι των οποίων η ακεραιότητα δεν έχει υποστεί ζημιά κατά την παιδική ηλικία, οι οποίοι έχουν προστασία, σεβασμό, και αντιμετωπίζονται με ειλικρίνεια από τους γονείς τους, θα είναι - τόσο στα νιάτα τους και στην ενήλικη ζωή – ευφυείς συναισθηματικά.

Θα πάρουν ευχαρίστηση στη ζωή και δεν θα αισθάνονται καμία ανάγκη να βλάψουν τους άλλους ή τον εαυτό τους. Θα χρησιμοποιήσουν την εξουσία τους για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, όχι για να επιτεθούν στους άλλους.

Τα παραδείγματα της Alice Miller είναι τόσο ζωντανά που αγγίζουν το πληγωμένο παιδί που υπάρχει μέσα σε όλους μας και δείχνουν κυρίως ότι μέσω αυτής της συνειδητοποίησης μπορούμε να σπάσουμε την αλυσίδα της βίας.

Πώς οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας επηρεάζουν τη μετέπειτα ζωή μας: Έξι ιστορίες της Alice Miller