Από τότε που ο άνθρωπος αντικατέστησε την προβιά του ζώου μ’ ένα κομμάτι πρωτόγονου υφαντού, επιλέγει τις υφαντικές ύλες σύμφωνα με τις γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες του περιβάλλοντος, σε συνάρτηση πάντα με την κατάκτηση της τεχνικής του υφαντού. Οι ύλες αυτές χωρίζονται σε φυτικές (βαμβάκι, λινάρι, καννάβι) και σε ζωικές (μαλλί, μετάξι). Μιλώντας για το μετάξι και τη σηροτροφία, δηλαδή την εκτροφή του μεταξοσκώληκα για την παραγωγή του κουκουλιού, είναι αδύνατο να μην αναφερθούμε στην Κίνα, την Σηρών χώραν ή Σηρικήν, όπως την αποκαλούσαν οι Έλληνες ιστορικοί και γεωγράφοι των πρώτων μ.Χ. χρόνων.
Εάν θέλαμε σήμερα να απλοποιήσουμε τον ορισμό, θα λέγαμε ότι ο Δρόμος του Μεταξιού ήταν ένα πολύπλοκο δίκτυο χερσαίων διαδρομών οι οποίες συνδέονταν μεταξύ των, εκτείνονταν σε ολόκληρη την ήπειρο της Ασίας και συνέδεαν τις μεγάλες ξακουστές πόλεις της Κίνας με τις αντίστοιχες της Ινδίας, τις μυθικές πολιτείες της Κεντρικής Ασίας, έως τέλος τα μεγάλα και ξακουστά λιμάνια και πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου, για το χρονικό διάστημα από το 100 π.Χ. περίπου, έως το έτος 1500 μ.Χ. Βεβαίως πρέπει ευθύς εξ αρχής να δηλώσουμε ότι αυτές οι χρονικές στιγμές είναι από πολλές απόψεις μερικώς ανακριβείς ή ίσως να παριστούν και αυθαίρετες για μερικούς ημερομηνίες.
Τα ταξίδια μακρινών αποστάσεων και εμπορικών ανταλλαγών μεταξύ της κεντρικής Ασίας και των πέριξ γεωγραφικών χώρων και κέντρων υπήρχαν για χιλιάδες χρόνια και πριν την κλασσική εποχή του Δρόμου του Μεταξιού, ενώ ακόμη και σήμερα αρκετές από τις παραδοσιακές διαδρομές του Δρόμου αυτού συνεχίζουν να παρουσιάζουν ενδιαφέρουσα εμπορική κίνηση, σε σύγχρονες βέβαια εκδοχές. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο γεωγραφικός ορισμός ότι ο Δρόμος του Μεταξιού ήταν ένα πολύπλοκο δίκτυο χερσαίων διαδρομών της Ασίας, το οποίο συνέδεε την Κίνα με την Ινδία και τη Μέση Ανατολή, είναι επίσης εξίσου παραπλανητικός, ελλιπής και ίσως από μια άποψη ανακριβής.
Κι αυτό γιατί στην πραγματικότητα, ο δρόμος αυτός δεν σταματούσε από γεωγραφικής σκοπιάς στην άκρη των απέραντων υδάτων, ένθεν κακείθεν. Πέρα από την Κίνα, στην Άπω Ανατολή, βρίσκεται η Ιαπωνία, και πέρα από τα προαναφερθέντα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου, η Βόρεια Αφρική και η Ευρώπη. Χάρη στα πλοία και γενικώς τις πλωτές οδούς η Ιαπωνία από τη μια μεριά και οι πολύ δυτικές περιοχές της Βόρειας Αφρικής και της Ευρώπης από την αντίπερα, μοιράζονταν τα αγαθά, τις ιδέες και όλα τα άλλα συμπαρομαρτούντα που μεταφέρονταν σε όλους τους σταθμούς του Δρόμου του Μεταξιού, που θα μπορούσε να ονομασθεί ως ''Ευρύτερος Δρόμος του Μεταξιού''.
Το ίδιο φυσικά θα μπορούσε να υποστηριχθεί και ειπωθεί και για τα εδάφη και τα νησιά της Θάλασσας της Νότιας Κίνας και του Ινδικού Ωκεανού. Με λίγα λόγια, τα αγαθά και οι ιδέες μεταφέρονταν μέσω του Δρόμου του Μεταξιού και έφταναν σε πολιτισμούς που δεν είχαν επίγεια σύνδεση με τα βάθη της απέραντης ηπείρου της Ασίας. Στο αποκορύφωμά του, στον 7ο και 8ο αιώνα μ.Χ. το κύριο τμήμα του χερσαίου Δρόμου του Μεταξιού, εκτεινόταν για πάνω από 4.000 μίλια από τα ανατολικά προς τα δυτικά, από τη Changan (τη σημερινή Xian) την πρωτεύουσα της δυναστείες των Han και Tang στην βόρεια και κεντρική Κίνα, έως την Αντιόχεια, την Τύρο, την Κωνσταντινούπολη και άλλες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου.
Καθ’ όλο το μήκος του διερχόταν μέσα από θρυλικές πόλεις όπως ήταν η Χίβα, η Μπουχάρα και η Σαμαρκάνδη στο σημερινό Ουζμπεκιστάν, από την Καμπούλστο Αφγανιστάν, τη Σούσα στο Ιράν, τη Βαγδάτη στο Ιράκ και την ξακουστή Παλμύρα μέσα στη έρημο της Συρίας. Διέσχιζε ερήμους, στέπες, ποτάμια και οροσειρές, το σύνολο των οποίων παρουσίαζε δραματικούς κινδύνους για όσους αψηφούσαν με ανόητο τρόπο μερικούς βασικούς, στοιχειώδεις, αλλά άγραφους κανόνες ασφαλείας κατά τη διάρκεια της διέλευσης αυτών των περιοχών. Επίδοξοι ληστές και κακοποιοί κυνηγούσαν άγρια τους ταξιδιώτες και εμπόρους, ενώ πολλά παράξενα φαγητά, το νερό, και βεβαίως αναρίθμητοι μικροοργανισμοί, απειλούσαν την υγεία των ταξιδιωτών με ασθένειες κατ’ εξοχήν θανατηφόρες εκείνες πάντοτε τις εποχές.
Εκτός αυτών όμως, σοβαρές ψυχικές ασθένειες ήταν πολύ συχνές, αλλά σπανίως αναφέρονταν και τότε, αλλά και αργότερα. Πολλοί ταξιδευτές του Δρόμου του Μεταξιού, συμπεριλαμβανομένου του πολυταξιδεμένου Marco Polo, κατέγραψαν κάποιους τρομακτικούς νυκτερινούς ήχους που αποπροσανατόλιζαν τους πρωτόπειρους και ασταθείς ψυχικά διαβάτες. Ας δούμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο ''Τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο''. Από τις διηγήσεις και το περιεχόμενο του κειμένου του, συμπεραίνουμε σήμερα ότι πρέπει να βρισκόταν κάπου μέσα στην αφιλόξενη έρημο του Τουρκεστάν ή να αναφερόταν σε αυτή:
''Όταν ένας άνθρωπος ταξιδεύει νύχτα μέσα σ’ αυτή την έρημο και κάτι γίνει και χασομερήσει και χάσει την επαφή του με τους συντρόφους του, είτε πέφτοντας να κοιμηθεί είτε για οποιαδήποτε άλλη αιτία, και ύστερα θέλει να τους ξαναβρεί, τότε ακούει φωνές από το υπερπέραν με τέτοιο τρόπο όμως που νομίζει πως είναι των συντρόφων του. Μερικές φορές μάλιστα τον φωνάζουνε και με τ’ όνομά του. Συχνά αυτές οι φωνές τον κάνουν να χάσει το δρόμο του, κι έτσι έπειτα δεν μπορεί να τον ξαναβρεί. Με αυτόν τον τρόπο, πολλοί ταξιδιώτες χάθηκαν και εξαφανίστηκαν. Μερικές φορές τη νύχτα ακούν ένα θόρυβο σαν αυτόν που γίνεται από καβαλάρηδες σε παρέλαση και που ακούγεται να ‘ρχεται μακριά απ’ το δρόμο''.
Λίγο παρακάτω στα περίφημα πάλι ''Ταξίδια'' του, φροντίζει να πληροφορήσει τους νέους, αδαείς ταξιδευτές αυτών των χωμάτων, τον τρόπο αντιμετώπισης των ψεύτικων οραμάτων βασισμένος στη δική του πείρα και φυσικά σε όσα άκουσε από πολύπειρους επισκέπτες αυτών των γεωγραφικών παραλλήλων: ''Γι αυτό το λόγο οι ομάδες των ταξιδιωτών φροντίζουν να είναι πολύ κοντά η μία στην άλλη. Πριν κοιμηθούνε βάζουν σημάδι, που να δείχνει την κατεύθυνση που πρέπει να πάρουνε για το ταξίδι τους. Και γύρω από το λαιμό όλων των ζώων τους, δένουν μικρά κουδούνια, έτσι ακούγοντας τον ήχο μπορούν να τα προλάβουν να μη βγουν από το μονοπάτι και χαθούν μέσα στην έρημο''.
Οι συχνοί και υπαρκτοί κίνδυνοι του ταξιδιού κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού μειώθηκαν αισθητά, οι συνθήκες βελτιώθηκαν και τα ταξίδια κατέστησαν δυνατά με τη δημιουργία των αποκαλούμενων καραβανσεραγιών και των παρεμφερών αρχιτεκτονικών δομών που επέτρεπαν στους ταξιδιώτες να κατευθύνονται από το ένα ασφαλές καταφύγιο στο άλλο, με ρυθμό περίπου 20 έως 25 μίλια (σαράντα περίπου χιλιόμετρα) την ημέρα, με τη βοήθεια βέβαια πληθώρας δυνατών και υπομονετικών συνάμα ζώων, όπως καμήλες Βακτριανής, βόδια, βουβάλια, άλογα, αραβικές καμήλες, γαϊδούρια, κι ακόμη ελέφαντες.
Από όλα τα προαναφερθέντα όμως, η αργή σε ταχύτητα αλλά δυνατή Βακτριανή καμήλα, αυτή δηλαδή με τους δύο ύβους στη ράχη, ήταν το ζώο που μπορούσε να μεταφέρει φορτία μέχρι τριακόσια κιλά, και φυσικά διεκπεραίωνε αγόγγυστα το μεγαλύτερο μέρος των μεταφορών στις αφιλόξενες ερήμους της κεντρικής Ασίας. Για να εξασφαλισθεί έτι περαιτέρω η ασφάλεια των ταξιδιωτών, ήρθαν στην επιφάνεια τα ιερά προσκυνήματα, όπου οι συγκεκριμένοι πιστοί έβρισκαν πνευματική παρηγοριά και μερικές φορές καταφύγιο έναντι σοβαρών κινδύνων. Το πιο διάσημο από αυτά σήμερα, είναι ένα Βουδιστικό συγκρότημα γνωστό ως τα Σπήλαια Mogao (Σπήλαια για τους Χίλιους Βούδες).
Ήταν ένα σύστημα αποτελούμενο εκ 492 ναών κατά μήκος ενός μιλίου στις βραχώδεις εκτάσεις ενός γκρεμού, που βρίσκεται όχι πολύ μακριά από την πόλη όαση της Dunhuang, στο σημείο σύγκλισης των βασικών διαδρομών προς βορρά και νότο, μια πραγματική όαση, τοποθετημένη στρατηγικά σ’ ένα θρησκευτικό και πολιτιστικό σταυροδρόμι του Δρόμου του Μεταξιού, στην επαρχία Gansu της Κίνας. Σύμφωνα με διαθέσιμα στοιχεία, το πρώτο σπήλαιο χρονολογείται από το 366 μ.Χ. Οι σπηλιές αυτές είναι στην πραγματικότητα ιερά τα οποία με την πάροδο του χρόνου, τόσοι αιώνες πέρασαν βεβαίως από τότε, απέκτησαν κι έτσι περιέχουν συνολικά περίπου 3.000 αγάλματα και τοιχογραφίες, όλα δημιουργημένα με κόπο, πίστη, ευλάβεια και φυσικά μεράκι από τους μοναχούς των εποχών.
Κι αυτό βέβαια αποτελεί μόνο ένα από τα πάμπολλα σπήλαια και Βουδιστικά συγκροτήματα κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού. Κατά μήκος λοιπόν των διαδρομών του Δρόμου του Μεταξιού μετακινούνταν έμποροι και εμπορεύματα, προσκυνητές επισκέπτονταν ιερούς τόπους, ιεραπόστολοι αναζητούσαν υποψήφιους πιστούς για προσηλυτισμό σε συγκεκριμένη θρησκεία την οποία πίστευαν και υπηρετούσαν και στις οποίες συγκαταλέγονταν Χριστιανοί, Ζωροάστρες και Βουδιστές, κατά κύριο λόγο, στρατοί ταξίδευαν για αποστολές κατάκτησης νέων εδαφών, κάποιες φορές για ειρηνευτικές αποστολές, άποικοι εξωθούνταν, άλλες φορές με τη θέλησή τους κι άλλες όχι.
Και εκτοπίζονταν σε απομακρυσμένες και παραμεθόριες περιοχές, πρέσβεις και πολύφερνες νύφες ταξίδευαν σε μακρινές χώρες για να εδραιώσουν διακρατικές συμμαχίες και Αυτοκρατορικοί υπάλληλοι τοποθετούνταν σε προχωρημένα φυλάκια με σκοπό απώτερο τι άλλο, παρά την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των χωρών τους. Εκτός από τα βιομηχανικά προϊόντα, ζώα, φρούτα και λαχανικά μεταφέρονταν σε νέα κι απομακρυσμένα σπίτια και συνοικίες Μεσαιωνικών αστικών κέντρων, όπου σταδιακά γινόντουσαν αναπόσπαστα τμήματα των αγροτικών τοπίων και των πολιτισμών που τα φιλοξενούσαν. Ταξίδεψαν ακόμα καλλιτεχνικά μοτίβα και διάφορα στυλ εικαστικών τεχνών, ζωγραφικής και γλυπτικής καθώς και κάποιες άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης.
Μουσική, χορός και μια μεγάλη ποικιλία μουσικών οργάνων πηγαινοέρχονταν και άλλαζαν χέρια από την Περσία, την Ινδία, την Κεντρική Ασία και αλλού, και επηρέασαν βαθιά ους μουσικούς, και όχι μόνο πολιτισμούς της Κίνας, της Κορέας και της Ιαπωνίας. Μαζί με όλα αυτά, ιδέες κατευθύνονταν από τη μια στην άλλη μεριά με όλους τους τρόπους και κυρίως παλιές και καινούργιες θρησκευτικές αντιλήψεις και κοσμοθεωρίες. Δεν ήταν πάντα όμως οι πάσης φύσεως μετακινήσεις, για καλό σκοπό. Ασθένειες δύσκολες ταξίδευαν ένθεν κακείθεν σε αυτές τις πορείες και επικίνδυνοι μικροοργανισμοί οι οποίοι δεν επιδέχονταν θεραπείας για τα δεδομένα της εποχής τους, μεταφέρονταν μαζί με τις ανθρώπινες και ζωικές υπάρξεις.
Μερικά κομμάτια ύφασμα που βρέθηκαν σε έναν Μεσαιωνικό τάφο ψηλά στα Ιμαλάια, στο Νεπάλ, δεν είναι μόνο σπάνια αλλά έχουν επιπλέον σημαντική ιστορική αξία. Έρχονται να προεκτείνουν τη διαδρομή που κάλυπτε ο περίφημος Δρόμος του Μεταξιού - η οδός που ακολουθούσαν οι Κινέζοι έμποροι για να προωθήσουν το πολύτιμο προϊόν τους σε μεγάλο μέρος του τότε γνωστού κόσμου. Τα υφασμάτινα ευρήματα είναι φτιαγμένα από ίνες μεταξιού σε συνδυασμό με τοπικές πρώτες ύλες και βαφές. Καθώς δεν υπάρχουν ενδείξεις για παραγωγή μεταξιού στην περιοχή, οι επιστήμονες θεωρούν ότι υποδηλώνουν πως το εμπορικό δίκτυο που είχε δημιουργήσει η Κίνα για να προαγάγει την πολυτελή αυτή πρώτη ύλη της οποίας διατηρούσε το μονοπώλιο ήταν μεγαλύτερο από ό,τι πιστεύαμε ως τώρα.
Τα υπολείμματα υφάσματος προέρχονται από το Σαμτζόνγκ, μια αρχαιολογική θέση που περιλαμβάνει ένα σύμπλεγμα τάφων κοντά στο ομώνυμο χωριό του Άνω Μουστάνγκ στο Βόρειο Νεπάλ. Το Άνω Μουστάνγκ βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο στα Ιμαλάια - είναι μια εξαιρετικά απομακρυσμένη και απομονωμένη επαρχία η οποία θεωρείται μία από τις καλύτερα διατηρημένες περιοχές στον πλανήτη. Οι δέκα τάφοι που είναι λαξευμένοι στον βράχο επάνω από το χωριό Σαμτζόνγκ ανακαλύφθηκαν το 2009 ύστερα από κατολίσθηση που προκλήθηκε από σεισμό. Το ξηρό κλίμα και το μεγάλο υψόμετρο της περιοχής ευνοούν τη συντήρηση των αντικειμένων οργανικής προέλευσης και έτσι τα υφάσματα, τα οποία χρονολογούνται γύρω στο 400 - 650 μ.Χ.
Κατάφεραν να σωθούν σε καλή κατάσταση αποτελώντας ένα από τα ελάχιστα δείγματα αυτής της περιόδου που έχουν βρεθεί στο Νεπάλ. Συγκεκριμένα τα υφασμάτινα ευρήματα εντοπίστηκαν στον τάφο 5 του συγκροτήματος του Σαμτζόνγκ. Ένα από αυτά είναι φτιαγμένο από κομμάτια από μάλλινο ύφασμα στο οποίο είναι ραμμένες χάλκινες, γυάλινες και υφασμάτινες χάντρες. Βρέθηκε κοντά στο φέρετρο ενός ενήλικου άνδρα μαζί με μια εντυπωσιακή νεκρική μάσκα από χρυσό και ασήμι. Οι μικρές τρύπες που υπάρχουν γύρω-γύρω στο περίγραμμα της μάσκας υποδηλώνουν ότι κάποτε ήταν ραμμένη σε ύφασμα και οι αρχαιολόγοι θεωρούν ότι αποτελούσε τμήμα ενός σύνθετου διακοσμημένου καλύμματος της κεφαλής.
Οι αναλύσεις που έγιναν από ερευνητές του Ινστιτούτου Αρχαιολογικών Ερευνών Μακ Ντόναλντ του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ στη Βρετανία, το οποίο είναι υπεύθυνο για την ανασκαφή, εντόπισαν σε κάποια δείγματα ίνες από μετάξι. Οι ίνες είναι αποκομμιωμένες -επεξεργασμένες, δηλαδή, ώστε να γίνουν ύφασμα-, ενώ για τη βαφή των υφασμάτων έχουν χρησιμοποιηθεί μεταξύ άλλων και Ινδικές βαφές (Ινδικό ερυθρόδανο και λάκα). Αυτό, σύμφωνα με τους ειδικούς, υποδηλώνει ότι την περίοδο εκείνη οι κάτοικοι της περιοχής εισήγαγαν πρώτες ύλες από την Κίνα και την Ινδία τις οποίες χρησιμοποιούσαν σε συνδυασμό με τις τοπικές.
Δεν υπάρχουν ενδείξεις για την παραγωγή μεταξιού στην περιοχή, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι το Σαμτζόνγκ περιλαμβανόταν στο μεγάλο εμπορικό δίκτυο του Δρόμου του Μεταξιού» ανέφερε σε δελτίο Τύπου η Μαργκαρίτα Γκλέμπα, επικεφαλής της μελέτης που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «Science and Technology of Archaeological Research». «Τα ευρήματα ενισχύουν την ιδέα ότι, αντί να είναι απομονωμένο και απομακρυσμένο το Άνω Μουστάνγκ, υπήρξε κάποτε ένας μικρός αλλά σημαντικός κόμβος σε ένα πολύ μεγαλύτερο δίκτυο λαών και τόπων.
Το Νεπάλ είναι σήμερα γνωστό για τις παραδοσιακές υφαντουργικές τεχνικές του και, όπως επεσήμανε η ερευνήτρια, τα νέα ευρήματα προσφέρουν μια πολύτιμη ματιά στο παρελθόν αυτής της παράδοσης. Τα υφάσματα αυτά μπορούν να διευρύνουν την κατανόησή μας για τις πρώτες ύλες και τις τεχνικές της τοπικής υφαντουργίας, καθώς και για τους μηχανισμούς μέσω των οποίων διάφορες κοινότητες ανέπτυξαν και προσάρμοσαν νέες υφαντουργικές τεχνολογίες για να ανταποκριθούν στις τοπικές πολιτισμικές και οικονομικές ανάγκες.
ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ
Οι ταξιδιώτες και περιηγητές κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού κατά τη διάρκεια της Κλασσικής εποχής αναφέρονταν στα δρομολόγια με πολλούς και διαφορετικούς όρους. Κι ακόμα, πρέπει να τονίσουμε, δεν υπάρχει καμία απόδειξη ή έστω ένδειξη τι ονομαζόταν ''Δρόμος του Μεταξιού'', κι αν αυτός τελικώς συμπεριελάμβανε μέρος ή ολόκληρο το μήκος του όπως παραδοσιακά αναφέρεται από τους ιστορικούς. Ο όρος είναι προφανώς μια σύγχρονη εκδοχή. Κατά τη διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, μεγάλες ομάδες δυτικών, κυρίως Ευρωπαίων, οι οποίες περιελάμβαναν περίεργους, τυχοδιώκτες αλλά και επιστήμονες, άρχισαν να ταξιδεύουν μέσα σε αυτή την τεράστια περιοχή της Κεντρικής Ασίας.
Η οποία ήταν γνωστή ως Τουρκεστάν, ουσιαστικά αφιλόξενα εδάφη για τα δεδομένα των Ευρωπαίων, που κυριαρχούνταν από ποιμένες και νομάδες, οι οποίοι μιλούσαν μια ποικιλία Τουρκικών γλωσσών, με σκοπό να διερευνήσουν και αποκαλύψουν τα σε μεγάλο βαθμό ξεχασμένα ερείπια μυθικών πολιτειών, να εντοπίσουν ξεχασμένους πλούτους, μαζί ή ξεχωριστά από θρησκευτικά προσκυνήματα κατά μήκος των αρχαίων καραβανιών που συνέδεαν την Ανατολή και τη Δύση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το 1877 ένας Γερμανός, ο Baron Ferdinand von Richthofen (1833 - 1905), ο οποίος έφτασε έως την Ιαπωνία και τις Φιλιππίνες, επινόησε τον όρο ''die Seidenstrassen'', δηλαδή ''Δρόμοι του Μεταξιού'', για να δείξει με τον τρόπο αυτό ότι το Κινέζικο μετάξι ήταν το πλέον πολύτιμο προϊόν κατά μήκος αυτών των διαδρομών.
Ο Ferdinand von Richthofen ήταν ένας Γερμανός περιηγητής, γεωγράφος και σπουδαίος επιστήμονας. Γεννημένος στην Καρλσρούη, έλαβε την εκπαίδευσή του στο Μπρέσλαου και το Βερολίνο. Το 1860, εντάχθηκε στην αποστολή Eulenburg, μια πρωσική ομάδα εμπειρογνωμόνων που επισκέφθηκε την Κεϋλάνη, την Ιαπωνία, την Ταϊβάν, την Ιάβα, την Ινδονησία, τις Φιλιππίνες, τη Μπούρμα και το Σιάμ, σχεδόν δηλαδή το μεγαλύτερο τμήμα της Άπω Ανατολής, μεταξύ των ετών 1860 και 1862. Στην πραγματικότητα, στόχος της διπλωματικής εκείνης αποστολής, ήταν η σύναψη διπλωματικών και εμποριών σχέσεων της Πρωσίας και της Γερμανικής Τελωνειακής Ένωσης με την Κίνα, την Ιαπωνία και το Σιάμ.
Δεν προέκυψε κάτι το σημαντικό από αυτά τα ταξίδια, και δυστυχώς το μεγαλύτερο μέρος των αρχείων του Richthofen και των συλλογών, χάθηκαν. Για να είμαστε όμως ακριβοδίκαιοι, την εποχή εκείνη η Κίνα ήταν απρόσιτη λόγω της εξέγερσης Taiping, αλλά ο Richthofen ήταν εντυπωσιασμένος με τη σκοπιμότητα της εξερεύνησης και δεν έχασε την ευκαιρία που του δινόταν μπροστά του απλόχερα. Εξέδωσε τα γεωγραφικά, γεωλογικά, οικονομικά και εθνολογικά ευρήματα και τις παρατηρήσεις του σε τρεις τόμους, μαζί με έναν άτλαντα, τα οποία ωστόσο δεν καλύπτουν όλα τα πεδία όλων των ενδιαφερόντων του συγγραφέα, έργο το οποίο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Βερολίνο το 1877 - 1885.
Σ' αυτό το πρότυπο έργο (China; Ergebnisseeigner Reisenunddaraufgegründeter Studien), ο συγγραφέας δεν ασχολείται μόνο με τη γεωλογία, αλλά και με κάθε απαραίτητο θέμα σε μια γενική γεωγραφική πραγματεία. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στους οικονομικούς πόρους των χωρών που διερχόταν. Έγραψε επίσης μια πολύτιμη σειρά επιστολών με το Εμπορικό Επιμελητήριο της Σαγκάης, και ο πρώτος που επέστησε την προσοχή στη σημασία των ορυχείων της Shantung και του Kiaochow ως λιμάνι. Σημειωτέον παρά το γεγονός ότι διορίστηκε καθηγητής της Γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης το 1875, ανέλαβε τα καθήκοντά του επίσημα το 1879, λόγω της πλήρους απασχόλησής του με το έργο του στην Κίνα.
Αγγλόφωνοι ιστορικοί αργότερα μετέτρεψαν τον πληθυντικό του die Seidenstrassen (Δρόμοι του Μεταξιού), σε ενικό, τουτέστιν σε ''Δρόμο του Μεταξιού'' (Silk Road). Σήμερα τελικά, πολλοί ιστορικοί ανά τον κόσμο προτιμούν τον πιο σωστό όρο "Silk Routes" (Διαδρομές του Μεταξιού), για να υπογραμμίσουν το γεγονός ότι αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα τεράστιο, πολυδαίδαλο σύμπλεγμα χερσαίων δρόμων στην αρχή αλλά και ένα δίκτυο θαλάσσιων οδών, το οποίο όμως εμφανίστηκε κάπως αργότερα και συμπλήρωσε ή αντικατέστησε, σε κάποιες περιπτώσεις βεβαίως, το προηγούμενο καταλλήλως. Πάντως σε γενικές γραμμές και ειδικά στην Αγγλική βιβλιογραφία επεκράτησε ο ρομαντικός από μια άποψη και έννοια όρος, Silk Road.
Όρος ο οποίος σίγουρα προσδίδει και μια υποσημαινόμενη μυστικιστική ταυτότητα και κάποια ποιητική χροιά στην ιστορία του εν λόγω μυθικού και άκρως ελκυστικού Δρόμου. Άλλωστε, όπως πολύ σωστά ελέχθη κάποτε από παλιούς Οριενταλιστές και αναφέρεται από πιο σύγχρονους, όπως ο πολύ γνωστός μας Edward Said, το να ισχυρισθεί κανείς ότι: ''Η Ανατολή είναι ένα πανεπιστήμιο από το οποίο ποτέ ο μελετητής δεν παίρνει το δίπλωμά του'', ήταν ένας εύσχημος, αλλά και χαμηλών τόνων, τρόπος να δηλώσει ότι η Ανατολή απαιτούσε τη φυσική του παρουσία στα χώματά της, δίκην μελετηρού σπουδαστή στα κλασσικά πανεπιστημιακά έδρανα, λίγο πολύ για πάντα και όχι για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΝ ΤΟ ΜΕΤΑΞΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ
Είναι ένα απόλυτα φυσικό προϊόν που παράγεται από ένα ζωικό οργανισμό, χωρίς κανένα απολύτως χημικό. Η τριγωνική δομή της ίνας του την κάνει να λειτουργεί σαν πρίσμα και να αντανακλά ένα πολύ λαμπερό και ''καθαρό'' χρώμα. Τα παράλληλα στρώματα πρωτεΐνης στην ίνα του το κάνουν πολύ απαλό, έτσι ώστε όχι μόνο να μην ερεθίζει το δέρμα αλλά να είναι και πολύ ευχάριστο στην αφή. Δεν είναι τυχαίο ότι οι γιατροί συνιστούν μεταξωτά ρούχα, σεντόνια κλπ, σε όσους έχουν δερματολογικά ή αλλεργικά προβλήματα. Έχει πολύ καλή συμπεριφορά στη θερμότητα, όντας άριστο μονωτικό και έτσι τα μεταξωτά ρούχα είναι ζεστά το χειμώνα και δροσερά το καλοκαίρι.
Παραμένει στεγνό ακόμη και αν έχει απορροφήσει το 30% του βάρους του σε νερό, γι’ αυτό και έχει πολύ καλή συμπεριφορά στον ανθρώπινο ιδρώτα.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ
Η ιστορία του μεταξιού χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι συνυφασμένη με Κινέζικους μύθους. Φαίνεται ότι πολλούς αιώνες πριν αρχίσει η κατεργασία του μεταξιού ο μεταξοσκώληκας ζούσε σε άγρια μορφή πάνω στα μορεόδενδρα. Σύμφωνα με τους Κινέζους συγγραφείς, η τέχνη της εκτροφής του μεταξοσκώληκα και η κατεργασία του μεταξιού ανακαλύφθηκε τυχαία από την Αυτοκράτειρα Σι Λιγκ Τσι γύρω στο 2690 π.Χ. Σύμφωνα με το μύθο ένα κουκούλι έπεσε πάνω στο βραστό νερό του τσαγιού της. Στην προσπάθειά της να το βγάλει έξω, τράβηξε μία εξαιρετικά λεπτή αλλά ανθεκτική κλωστή, την πρώτη μεταξωτή ίνα. Η ιστορία εξακριβώνει τους μύθους ότι η Κίνα είναι το πραγματικό λίκνο του μεταξιού.
Ο Κομφούκιος στο «Χρονιά των τεσσάρων πρώτων δυναστειών» αναφέρει πως η Αυτοκράτειρα Σι Λιγκ Τσι, η οποία ονομάστηκε «Θεά των μορέων και του σηρός», έκανε συστηματική εκτροφή του μεταξοσκώληκα στα ανάκτορά της και υποχρέωνε τις Κινέζες να παρακολουθούν μαθήματα σηροτροφίας, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη που ανήκε η κάθε μία. Πρώτη αυτή παρασκεύασε και έβαψε σε ποικίλα χρώματα το μετάξι και κατασκεύασε μεταξωτά υφάσματα για τις ανάγκες του Αυτοκράτορα και των μεγιστάνων της αυλής, που θεωρούνταν ιερά πρόσωπα, όπως ιερό και απόκρυφο ήταν και το μετάξι, πριν γενικευθεί η χρήση του στην Κίνα.
Επίσης έχουν βρεθεί κομμάτια μεταξωτού υφάσματος σε τάφους που βρίσκονται κοντά στο μέρος που θάφτηκε ο Αυτοκράτορας Χοανγκ-Τι. Οι Κινέζοι απαγόρευαν με αυστηρούς νόμους τη διάδοση της σηροτροφίας εκτός Κίνας, ενώ η εξαγωγή των σπόρων του μεταξοσκώληκα τιμωρούνταν με θάνατο. Επιτρεπόταν μόνο η εξαγωγή κατεργασμένων νημάτων και υφασμάτων. Η Ιαπωνία, οι Ινδίες, και η Περσία ήταν κέντρα εμπορίας του εξαγόμενου μεταξιού. Στη διάρκεια της δυναστείας των Τσου (1050 - 247 π.Χ.), οι Κινέζοι γράφουν και ζωγραφίζουν πάνω στο μετάξι και το μεταχειρίζονται στη σύνταξη των ετησίων καταλόγων.
Το Κινεζικό μετάξι ως εμπόρευμα της ανταλλαγής και της διπλωματίας, καθώς και ως υποκατάστατο κάποιου κοινού νομίσματος, ήταν ένα σημαντικό στοιχείο, ίσως το κυριότερο αγαθό, που μεταφερόταν συνεχώς κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού. Η ζήτησή του ήταν μεγάλη, ενώ το μυστικό της διαδικασίας παραγωγής του φυλασσόταν για μεγάλο διάστημα, καλά κρυμμένο. Ήδη από τον 5ο αιώνα μ.Χ. οι μεταξοσκώληκες εκτρέφονταν για το πολύτιμο νήμα τους στο βασίλειο Khotan της Κεντρικής Ασίας. Το Βασίλειο της Khotan ήταν ένα αρχαίο Βουδιστικό βασίλειο που βρισκόταν σε ένα παρακλάδι του Δρόμου του Μεταξιού που έτρεχε κατά μήκος της νότιας άκρης της ερήμου Τακλαμακάν στη λεκάνη Tarim.
Η περιοχή βρίσκεται στη σημερινή Xinjiang της Κίνας. Το βασίλειο, από ιστορικής πλευράς, υπήρχε για πάνω από χίλια χρόνια, μέχρι που κατακτήθηκε από τους Μουσουλμάνους εισβολείς, το 1006. Σύμφωνα με το μύθο λοιπόν, το επτασφράγιστο μυστικό της παραγωγής μεταξιού μεταφέρθηκε στο Khotan από μια Κινέζα πριγκίπισσα. Αρραβωνιασμένη με τον βασιλιά της Khotan, μετέφερε κρυφά αυγά μεταξοσκώληκα στην κόμμωσή της και σπόρους μουριάς ως προίκα. Αργότερα ίδρυσε ένα Βουδιστικό μοναστήρι, όπου εκτρέφονταν οι πρώτοι μεταξοσκώληκες του Khotan,έτσι ώστε η περιοχή να μετατραπεί σε ένα κέντρο παραγωγής μεταξιού και της ανάλογης ύφανσης.
Κάπου στα μέσα του 6ου αιώνα, το μυστικό του μεταξιού έφθασε βεβαίως και στην Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής ή Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και με τον τρόπο αυτό η ιστορία του συνεχίστηκε από τους μοναχούς της Κεντρικής Ασίας. Κι όταν οι Βυζαντινοί έγιναν επιτέλους γνώστες της παραγωγής και όλων των κρυφών μυστικών του μεταξιού, η μεταξουργία έγινε Αυτοκρατορικό μονοπώλιο και απετέλεσε φυσικά σημαντική συνιστώσα της οικονομίας αυτής της Αυτοκρατορίας. Από την Κωνσταντινούπολη, η τεχνική παραγωγής μεταξιού υψηλής ποιότητας αναπόφευκτα ταξίδεψε αργότερα στη Δυτική Ευρώπη, όπου οι Ιταλοί και οι Γάλλοι, αρχικά τουλάχιστον, έγιναν αυθεντίες και συνεχιστές της συγκεκριμένης τέχνης.
Πριν λοιπόν μάθουν οι Βυζαντινοί τα μυστικά της σηροτροφίας, οι Ρωμαίοι διαπραγματεύονταν αχόρταγα για το μετάξι, ένα ύφασμα που παραγόταν από μυστηριώδεις και μακρινούς ανθρώπους τους οποίους ονομάζονταν Seres. Οι τελευταίοι ήταν κάτοικοι της γης Serica, το όνομα της οποίας προήλθε από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους. Η λέξη σήμαινε ''του μεταξιού'' ή ''οι άνθρωποι που προέρχονται από τη γη του μεταξιού'', και πιστεύεται ότι προέρχεται από την Κινεζική λέξη για το μετάξι, si. Serica επιπροσθέτως, πρέπει να πούμε, είναι και η λατινική λέξη για τον όρο μετάξι. Οι Seresκαι η χώρα τους φυσικά ονομάστηκαν έτσι από το κεντρικό προϊόν της βιομηχανίας τους, το Ser ή τους μεταξοσκώληκες.
Ορισμένοι κλασικιστές πάντως υποστήριξαν ότι ήταν εξαιρετικά απίθανο πως ένα έθνος έπαιρνε το όνομα ενός εντόμου, ενώ ο Νορβηγός Οριενταλιστής του 19ου αιώνα, Christian Lassen (1800 - 1876), τους προσδιόρισε στα ιερά βιβλία των Ινδουιστών, ως ''Caka, Tukhara και Kanka''. Η μνεία όμως του λαού αυτού (Seres) ως κατασκευαστών και διανομέων του μεταξιού, είναι προγενέστερη της χώρας Serica. Αυτό έκανε μερικούς ιστορικούς να πιστεύουν ότι οι Έλληνες και Ρωμαίοι ονόμαζαν τους Κινέζους ως Sinae όταν τους προσέγγιζαν από τον Ειρηνικό Ωκεανό, αλλά Seres όταν ερχόντουσαν από τις Ασιατικές στέπες.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι Seres ήταν μια χαλαρή συνομοσπονδία των ανθρώπων Tocharian, οι οποίοι διαπραγματεύονταν και εμπορεύονταν με τους Ινδούς, τους Κινέζους και αργότερα μέσω των Πάρθων και των Σασσανιδών Περσών, με τους Ρωμαίους. Οι Tocharians ή Tokhariansήταν κάτοικοι των Μεσαιωνικών οάσεων και των πόλεων - κράτη στο βόρειο άκρο της λεκάνης Tarim, στη σημερινή Xinjiang της Κίνας. Η γλώσσα τους, ένας κλάδος της Ινδοευρωπαϊκής οικογένειας, είναι γνωστή από τα χειρόγραφα του 6ου έως τον 8ο μ.Χ. αιώνα, ενώ μετά αντικαταστάθηκαν από τις τουρκικές γλώσσες των φυλών των Ουιγούρων.
Μερικοί μελετητές συνέδεσαν τους Tocharians με τον πολιτισμό Afanasevo της Ανατολικής Σιβηρίας (περίπου 3500 έως 2500 π.Χ.), οι περισσότεροι από τους οποίους μετανάστευσαν από το Gansu στην Βακτριανή στο 2ο π.Χ. αιώνα και αργότερα στη βορειοδυτική Ινδία, όπου και ίδρυσαν την Αυτοκρατορία Kushan. Επανερχόμενοι στους Seres, ήταν καθολικά αποδεκτό, ότι αυτοί ήσαν έξυπνοι ειδικά στο εμπόριο, συνετοί, δίκαιοι και συμπονετικοί άνθρωποι, με ευγενική φύση, εθισμένοι περιέργως στην άνεση και κάποιας μορφής πολυτέλεια, την ειρήνη και την αρμονία. Για τους Ρωμαίους, το παλιό και αμοιβαία κερδοφόρο εμπόριο μαζί τους περιήλθε σε κίνδυνο όταν οι μεσάζοντες, τουτέστιν οι Πάρθοι, σφετερίστηκαν από τους Σασσανίδες.
Σύμφωνα με την παράδοση, οι Ρωμαίοι ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με το μετάξι στην ολέθρια μάχη της Carrhae. Η μάχη των Καρρών πραγματοποιήθηκε το 53 π.Χ. ανάμεσα στους Ρωμαίους του Μάρκου Λικίνιου Κράσσου και τους Πάρθους του Σουρένα, στις Κάρρες της Μεσοποταμίας, τη σημερινή Χαρράν της Τουρκίας. Κάποιες μαρτυρίες για τη μάχη ισχυρίζονται ότι ο στρατός των Πάρθων ξεδίπλωσε μαζικές ποσότητες μεταξένιων υφασμάτων και άλλων παρεμφερών αντικειμένων που έλαμπαν σε τέτοια ένταση ώστε η σύγχυση, ο φόβος και το θάμπωμα που επέφερε στις τάξεις των επτά Ρωμαϊκών λεγεώνων, συνέβαλε καθοριστικά στην ήττα τους.
Οι Ρωμαίοι, όμως, σύντομα έμαθαν να αγαπούν κι όχι να φοβούνται το μετάξι, σε τέτοιο βαθμό ώστε το 14 μ.Χ. ο Αυτοκράτορας Τιβέριος προσπάθησε ανεπιτυχώς να απαγορεύσει στους άνδρες του να φορούν ρούχα που γινόντουσαν από αυτό το ''παρακμιακό'' υλικό το οποίο ήρθε στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μέσω του εμπορίου με τις πόλεις της βόρειας Συρίας και του Ιράκ. Στην αρχή ενώ το δαπανηρό ύφασμα ήταν διαθέσιμο μόνο στους πολύ πλούσιους, αργότερα το μετάξι ήρθε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε τόσο μεγάλη ποσότητα, ώστε το 380 μ. Χ. ένας Ρωμαίος ιστορικός θα μπορούσε να αναφέρει με κάποια δόση υπερβολής ίσως, ότι το μετάξι ήταν άφθονο και ανέξοδο και εξαπλώθηκε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, ακόμη και στους φτωχότερους.
Ήταν σίγουρα αρκετά κοινό κατά τον 4ο αιώνα, αφού το χρησιμοποιούσαν και για σάβανα στους ενταφιασμούς. Όσο σημαντικό όμως κι αν ήταν το μετάξι, δεν ήταν το μόνο στοιχείο και αγαθό που αντάλλασσαν, πωλούσαν και αγόραζαν στο Δρόμο του Μεταξιού. Από την Κίνα έρχονταν ο σίδηρος, η λάκα, οι πορσελάνες και βεβαίως πολλά άλλα βιομηχανικά εμπορεύματα. Σε αντάλλαγμα, η Κίνα ελάμβανε από τη Νότια Ασία, βαφές και μπαχαρικά, καθώς και Βουδιστικά κειμήλια και κείμενα, ενώ από την Κεντρική Ασία, δυνατά άλογα και πολύτιμο νεφρίτη. Κατά την διάρκεια των Ρωμαϊκών χρόνων, η Δύση έστελνε προς ανατολάς χρωματιστά υαλικά, κεχριμπάρι, χάλκινα αγαλματίδια και ιδίως χρυσό και ασήμι.
Πράγματι, η κύρια μορφή πληρωμής από τη Ρωμαϊκή Δύση για το μετάξι και τα άλλα πολυτελή αγαθά της Ανατολής ήταν ο χρυσός, πράγμα που σημαίνει ότι ο Ρωμαϊκός κόσμος υπέφερε από ένα είδος εμπορικής και οικονομικής ανισορροπίας με την Ανατολή. Ο Ρωμαίος φιλόσοφος, φυσιοδίφης και ιστοριογράφος Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23 - 79 μ.Χ.), αναστατωμένος από όλη τη σπατάλη του πλούτου στην Αυτοκρατορία σημείωνε την επικίνδυνη εκροή συναλλάγματος από τη χώρα του προς την Ινδία. Από τον 3ο αιώνα και μετά, η ανισορροπία του εμπορίου συνέβαλε, κι αυτή με της σειρά της, σε μεγάλο βαθμό στη συνολική κοινωνική και οικονομική μιζέρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Μπορούμε να ισχυρισθούμε λοιπόν, ότι η κλασσική εποχή του Δρόμου του Μεταξιού, εκτεινόταν χρονικά από το 100 π. Χ. έως το 1500 μ.Χ. Μέσα σε αυτό το μεγάλο κομμάτι της ιστορίας, ο Δρόμος βίωσε μερικές περιόδους ιδιαίτερης άνθησης και υψίστης σημασίας. Υπήρχαν έτσι εποχές που το εμπόριο ενθαρρυνόταν στην Κίνα, κυρίως των βιομηχανικών προϊόντων. Πράγματι, στη διάρκεια της μακράς κλασσικής ιστορίας του, ο Δρόμος του Μεταξιού μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σύστημα οδών και των απαραίτητων διακλαδώσεων που συνέδεαν τον βιομηχανικό γίγαντα του τότε κόσμου, δηλαδή την Κίνα, με την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή στη συνέχεια.
Η πρώτη χρυσή εποχή, η οποία είδε το πραγματικό άνοιγμα του δρόμου του μεταξιού, εκτεινόταν από το 100 π. Χ. έως το 200 μ.Χ., όταν δύο μεγάλες Αυτοκρατορίες, η Κίνα και η Ρώμη, αγκυροβολημένες στα άκρα του δρόμου του μεταξιού, καθώς και δύο άλλες Αυτοκρατορίες, η Αυτοκρατορία Kushan της βόρειας Ινδίας και του Αφγανιστάν και η Αυτοκρατορία των Πάρθων του Ιράν και του Ιράκ, παρείχαν την πολυπόθητη ασφάλεια για τη διακίνηση εμπορευμάτων και ανθρώπων σε όλη την καρδιά της εσωτερικής Ασίας. Το μετάξι όμως και πολλά άλλα προϊόντα είχαν ταξιδέψει μεγάλες αποστάσεις σε ολόκληρη την Ευρασία και πριν από την κλασσική εποχή του Δρόμου του Μεταξιού.
Η προϊστορική Κίνα εισήγαγε νεφρίτη από την Κεντρική Ασία και πριν από το 2000 π. Χ. Κινέζικο μετάξι που χρονολογείται στα 1500 π. Χ. βρέθηκε επίσης και στο βορειοανατολικό Αφγανιστάν, ενώ κάποια κομμάτια μεταξιού βρέθηκαν σε Αιγυπτιακούς τάφους που χρονολογούνται περίπου στο μακρινό 1000 π. Χ. Η Κίνα όμως ήταν η κινητήρια δύναμη που οδηγούσε το εμπόριο του Δρόμου του Μεταξιού κατά τη διάρκεια τουλάχιστον τριών από τις τέσσερις χρυσές εποχές του, ενώ ο Δρόμος αυτός δεν θα άνοιγε και άκμαζε ποτέ, εάν δεν αποκτούσε η Κίνα τον έλεγχο της Κανσού (Gansu), περιοχής - κλειδί, βορειοδυτικά της πρωτεύουσας της Τσαγκάν (Chang an), η οποία ορίζεται από τα όρη Qilian στο νότο και την έρημο Γκόμπι (Gobi) στα βόρεια.
Η Τσαγκάν, γνωστή σήμερα ως Ξιάν (Xian), ήταν η αρχαία πρωτεύουσα για πάνω από δέκα δυναστείες στην ιστορία της Κίνας. Στην κυριολεξία σημαίνει ''Αιώνια Ειρήνη''. Κατά τη διάρκεια της βραχύβιας δυναστείας Xin, η πόλη μετονομάστηκε σε ''Σταθερή Ειρήνη''. Κατά τη δυναστεία των Μινγκ (Ming) το όνομά της άλλαξε πάλι σε Xian ''Δυτική Ειρήνη'', το οποίο παραμένει έως σήμερα. Η Κανσού με τη σειρά της, είναι επαρχία προς τα βορειοδυτικά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις Kang (φαρδύς) και su (νερό), και με κάποια ελευθερία στη μετάφραση θα την ονομάζαμε, ''Περιοχή των υδάτινων πηγών''.
Γεωγραφικά, κάπως πιο αναλυτικά, βρίσκεται ανάμεσα στα οροπέδια Θιβέτ και Χουανγκτού, και συνορεύει με τη Μογγολία στα βόρεια, την αυτόνομη περιφέρεια Ξιντζιάνγκ και την επαρχία Κινγκάι στα δυτικά, την επαρχία Σετσουάν νότια και την επαρχία Σαανξί ανατολικά. Ο Κίτρινος Ποταμός, διέρχεται μέσα από το νότιο τμήμα της επαρχίας. Ένας σκληροτράχηλος Τουρκικός ποιμενικός λαός, τον οποίο οι Κινέζοι ονόμαζαν Xiongnu, ήλεγχε αυτόν το διάδρομο κατά την έναρξη της εποχής των Χαν (202 π.Χ. - 220 μ.Χ.), αλλά κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αυτοκράτορα Han Wudi (βασίλεψε την περίοδο 141 - 87 π.Χ.) οι Κινέζοι απέσπασαν με επιτυχία τον έλεγχο της περιοχής αυτής, με μια σειρά από μάχες που ξεκίνησαν το 121 π.Χ.
Καθώς οι Han κινούνταν δυτικά, άλλο τόσο τα πήλινα αναχώματα και οι πύργοι που αποτελούσαν τις απαρχές δημιουργίας του Σινικού Τείχους συμβάδιζαν με τη δυτική επέκτασή του, τουλάχιστον μέχρι το τέλος της προαναφερθείσας περιοχής, πέρα από την οποία βρίσκονταν η Άγρια Δύση και οι διάφορες διαδρομές και παρακλάδια του Δρόμου του Μεταξιού. Ο υπομονετικός και υποψιασμένος ταξιδιώτης μπορεί και σήμερα να δει κάποια απομεινάρια αυτών των τειχών, δημιούργημα της δυναστείας των Μινγκ, η οποία κυβέρνησε την Κίνα το διάστημα 1368 - 1644.
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων χρυσών περιόδων του Δρόμου του Μεταξιού, αυτό το αποκαλούμενο τείχος, ήταν πολύ πιο μικρό με πεπλατυσμένους πύργους που χρησίμευαν για τον άνετο απρόσκοπτο οπτικό έλεγχο του πέριξ χώρου και την αποστολή μηνυμάτων καπνού με τη δική τους μυστική σημασία, μερικοί από τους οποίους συνδέονταν με πήλινα αναχώματα για την καθυστέρηση της διέλευσης των κτηνοτρόφων της περιοχής. Σε ένα έγγραφο του 8ου αιώνα καταγράφεται ότι τα αναχώματα αυτά είχαν οκτώ πόδια ύψος, ήταν δέκα πόδια φαρδιά στη βάση τους και τέσσερα πόδια σε ολόκληρη στην κορυφή του, γεγονός που υπαινίσσεται με γρήγορους υπολογισμούς, απότομη σχετικά γωνία ανάβασης για όσους εχθρούς επιχειρούσαν κάτι τέτοιο.
Ενώ τα αναχώματα σίγουρα καθυστερούσαν τους νομάδες, οι φρουρές στους πύργους ελέγχου, θα μπορούσαν, όπως είπαμε, να μεταδώσουν μηνύματα για περαιτέρω ενισχύσεις εάν αυτό κρινόταν απαραίτητο για την ασφάλεια. Με την επιτυχία των στρατιωτικών δυνάμεων του Han Wudi στη στενή εκείνη περιοχή, η Αυτοκρατορία αποκτούσε πρόσβαση για σταθερή προμήθεια των ονομαζόμενων ''Ουράνιων Αλόγων'' (Heavenly Horses ή επίσης γνωστών ως Dragon Horses). Αυτά τα υπέροχα άλογα από τα βοσκοτόπια της κοιλάδας Φεργκάνα (Fergana Valley) του ανατολικού Ουζμπεκιστάν, προσέδιδαν επιθετική δύναμη στο Κινεζικό ιππικό για την καταπολέμηση των νομάδων σε σχεδόν ισότιμη βάση.
Ο Κινέζος Αυτοκράτορας Wudi (βασίλεψε από 141 π.Χ. έως 87 π.Χ.) της δυναστείας Χαν, ήταν αληθινός οπαδός της ιππασίας και είχε ακούσει πολλές φορές γι αυτά τα άλογα που εξέτρεφαν κάποιες φυλές Ινδών και Σκύθων στη σημερινή έκταση της Κεντρικής Ασίας. Οι Ούννοι (Hsiung-nu), Τουρκο-Μογγόλοι νομάδες θεωρούνταν σοβαρή απειλή για την προσφάτως, από το τέλος του τρίτου αιώνα π.Χ., ενωμένη Κίνα. Το Σινικό Τείχος, ειρήσθω εν παρόδω, ολοκληρώθηκε στα 215 π.Χ. προκειμένου να προστατευθεί η Κίνα από τους αιμοδιψείς Hsiungnu, οι οποίοι είχαν τη συνήθεια να πίνουν το αίμα των σκοτωμένων εχθρών τους, από τα κρανία. Εξ ίσου φρικιαστική συνήθεια είχαν οι Ινδοευρωπαίοι νομάδες, όπως οι γνωστοί μας Σκύθες, οι οποίοι έπιναν το αίμα του πρώτου εχθρού που σκότωναν.
Γι αυτό ο Αυτοκράτορας Χαν Wudi (ο Υιός του Ουρανού), σχεδίασε μια μάχη με τους Hsiung-nu, για να τους κατατροπώσει και εκδιώξει μακριά από τα Κινεζικά σύνορα. Ήθελε όμως μαζί του ένα σύμμαχο, τους νομάδες TaYueh-Chih και για το σκοπό αυτό έστειλε εκεί έναν απεσταλμένο. Ο πρεσβευτής του, Chang Chien, καθ’ οδόν όμως συνελήφθη από τους Hsiung-nu, οι οποίοι τον κράτησαν κάπου δέκα χρόνια όμηρο, πριν μπορέσει να εκπληρώσει την αποστολή του. Ωστόσο ούτε οι Yueh-Chih τους οποίους επισκέφτηκε το έτος 128 π.Χ. στη Σογδιανή, στα βόρεια του Όξου (Αμού Νταριά) με πρωτεύουσα την Kienshih (Σαμαρκάνδη), ούτε o βασιλιάς Τα-γιουάν (Ta-yuan) στην κοιλάδα Φεργκάνα, έδειξαν το παραμικρό ενδιαφέρον, αφού δεν είχαν συμφέρον να πολεμήσουν τους Hsiung-nu.
Ο πρεσβευτής επέστρεψε στον Αυτοκράτορά του, αφού φυλακίστηκε όμως ενδιαμέσως πάλι από τους Hsiung-nu, για ένα περίπου χρόνο. Μερικά από τα άλογα που είχε δει στην κοιλάδα Φεργκάνα, τα άλογα Τα-γιουάν, του είχαν κάνει τρομακτική και αξέχαστη εντύπωση, με αποτέλεσμα να διηγηθεί όλες τις εμπειρίες του στον Αυτοκράτορα γι αυτά που ήταν απόγονοι των ''Ουράνιων Αλόγων'' (Heavenly Horses), με τα οποία σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να νικήσει τον αιώνιο εχθρό του, τους Hsiung-nu. Ο πρώτος πόλεμος στην ιστορία για άλογα, έγινε στα 104 π.Χ. Γύρω στο έτος αυτό λοιπόν, ο διορισμένος πρεσβευτής της Κίνας σκοτώθηκε, αφού οι κάτοικοι της κοιλάδας Φεργκάνα, δεν ήθελαν να δώσουν σε άλλους τα ανώτερα αυτά άλογα τα οποία θεωρούσαν αποκλειστικό θησαυρό της χώρας τους.
Ο Κινεζικός στρατός τότε, υπό τον στρατηγό LiKuang-li επιτέθηκε στον Τα-γιουάν (Ta-yuan) στην κοιλάδα Φεργκάνα, με σκοπό να πάρει βιαίως τα άλογα εκείνα, έχασε όμως τη μάχη και επέστρεψε στην πατρίδα του χωρίς αυτά. Οι ιστορικοί ονόμασαν τη μάχη αυτή ως την πρώτη που έγινε για την απόκτηση αλόγων. Το 102 π.Χ., δύο χρόνια αργότερα, εξήντα χιλιάδες άνδρες πάλι υπό τον στρατηγό Li Kuang-li, βάδισαν εναντίον της Φεργκάνα, στο δεύτερο πλέον πόλεμο για άλογα. Ο πόλεμος έληξε αφού η περιοχή της Φεργκάνα πρόσφερε στον Κινεζικό στρατό μερικές δεκάδες εκλεκτών αλόγων και τρείς χιλιάδες μεσαίας μάλλον κατηγορίας.
Όταν ο Κινέζος στρατηγός γύρισε πίσω, είχε στη διάθεσή του μόνον δέκα χιλιάδες άντρες και μόλις τα χίλια από τις τρεις χιλιάδες άλογα που κατόρθωσαν να επιβιώσουν από το μακρύ δρόμο για την Κίνα. Για να εξασφαλίσουν λοιπόν, για να επανέλθουμε στο θέμα μας, αυτό το ζωτικό σύνδεσμο με τη γη στα δυτικά, οι Κινέζοι δεν επέκτειναν μόνο τους πύργους ελέγχου, αλλά δημιούργησαν επίσης τέσσερις οχυρωμένες πόλεις κατά μήκος της στενής αυτής περιοχής οι οποίες όπως είναι ευνόητο, παρείχαν αυξημένη ασφάλεια απέναντι στις επιθέσεις και εισβολές των νομάδων από τις στέπες. Ταυτοχρόνως όμως, μετατράπηκαν αναπόφευκτα και σε δημοφιλέστατα εμπορικά κέντρα.
Σε μία από αυτές τις πόλεις, την Zhangye, οι πρέσβεις είκοσι επτά διαφορετικών εδαφών συγκεντρώθηκαν γύρω στα τέλη του 6ου αιώνα, για ένα συνέδριο που αφορούσε τι άλλο από το εμπόριο, γεγονός που υποδήλωνε την εξέχουσα στρατηγική θέση και καθοριστικό ρόλο της Κίνας πάνω στο Δρόμο του Μεταξιού. Η Zhangye, σήμερα μια πόλη στη βορειοδυτική - κεντρική επαρχία της Κανσού (Gansu), της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, που συνορεύει με την Εσωτερική Μογγολία προς τα βόρεια και την επαρχία Qinghaiστο νότο, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί το κέντρο του Διαδρόμου Hexi ή Gansu. Για ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της Κίνας, η περιοχή αυτή αποτελούσε μια φυσική δίοδο της Αυτοκρατορίας προς το τμήμα της Κεντρικής Ασίας.
Ενώ βεβαίως ήταν επίσης ένα σημαντικό τμήμα του Δρόμου του Μεταξιού. Στα ταξίδια του, ο Μάρκο Πόλο, περιγράφει ότι πέρασε ένα χρόνο σε μια πόλη που ονομαζόταν Campichu, η οποία έχει ταυτιστεί πλέον με την Γκανζού (Zhangye): ''Η Campichu είναι πόλη της Tangut, πολύ μεγάλη και ευγενής. Πράγματι, είναι η θέση της κυβέρνησης του συνόλου της επαρχίας της Tangut. Οι άνθρωποι είναι ειδωλολάτρες, Σαρακηνοί και Χριστιανοί, και οι τελευταίοι έχουν τρεις πολύ όμορφες εκκλησίες στην πόλη, ενώ οι ειδωλολάτρες έχουν πολλούς υπουργούς και μοναστήρια. Μέσα σε αυτά έχουν τεράστιο αριθμό ειδώλων, μικρών και μεγάλων, ορισμένα από αυτά πολύ ψηλά, μερικά από τα οποία είναι από ξύλο, άλλα από πηλό και μερικά άλλα ακόμα κι από πέτρα. Είναι όλα γυαλισμένα και στη συνέχεια καλυμμένα με χρυσό''.
Αν και οι πρεσβευτές ήταν υποχρεωμένοι να ταξιδεύουν μακριά κάποιες φορές, εν τούτοις στην αρχική τουλάχιστον φάση, την πρώτη χρυσή εποχή του Δρόμου του Μεταξιού, σχεδόν κανείς δεν κάλυπτε όλη τη διαδρομή, από την Ανατολική Ασία προς την Μεσόγειο ή το αντίστροφο, για προφανείς λόγους. Αντιθέτως, τα εμπορεύματα, οι ιδέες και όλα που προαναφέρθηκαν, περνούσαν μαζί από χέρι σε χέρι, από μυαλό σε μυαλό, κατά μήκος μιας σειράς συνδεδεμένων μεταξύ τους καραβανιών. Πράγματι, οι Πάρθοι ήταν τόσο αποφασισμένοι να επωφεληθούν από τον διερχόμενο και ολοένα αυξανόμενο πλούτο του Δρόμου του Μεταξιού, ώστε απαγόρευαν γενικώς στους εμπόρους να διέρχονται μέσα από τη γη τους, από το ένα άκρο στο άλλο.
Αντίθετα, τους ανάγκαζαν να σταματούν, να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους σε μεγάλες πόλεις, όπως για παράδειγμα τη Hatra στο Ιράκ, να πληρώσουν τα ενδεδειγμένα εμπορικά διόδια και στη συνέχεια να επιστρέψουν πίσω στον προορισμό τους. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που τα εδάφη των Πάρθων στο Ιράν και το Ιράκ έγιναν σπουδαίες περιοχές για τη μετάδοση όχι μόνο εμπορευμάτων, αλλά και ιδεών. Τα αγάλματα που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια των πρώτων πέντε αιώνων μ.Χ. κατά μήκος του δρόμου του μεταξιού, από την Περσία μέσω της Κεντρικής Ασίας έως την Κίνα, δείχνουν την υιοθέτηση και προσαρμογή κάποιων Ελληνορωμαϊκών τεχνικών γλυπτικής και καλλιτεχνικών γενικώς στυλ.
Δηλαδή το ρεαλισμό στην απεικόνιση των σωμάτων, τη χρήση κάποιου υφάσματος με τις απαραίτητες πτυχές για κάλυψη του κορμιού, την τεχνική contrapposto, δηλαδή τη στροφή του ισχίου και του ποδιού μακριά από τους ώμους και το κεφάλι για να μεταδώσει μια αίσθηση δυναμισμού σε ένα κατά τα άλλα στατικό άγαλμα, και τέλος την έμφαση στην έκφραση και τις λεπτομέρειες του προσώπου. Χάρη στις Ελληνορωμαϊκές επιρροές, ιδιαίτερα όπως έχει αποτυπωθεί από καλλιτέχνες της Αυτοκρατορίας Kushan στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν, η Βουδιστική γλυπτική τέχνη έφτασε σε αξιοζήλευτο πράγματι επίπεδο. Κατά παρόμοιο όμως τρόπο, η ζωγραφική στα Βουδιστικά σπήλαια κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού, βασίστηκε σε πολλές και διαφορετικές παραδόσεις, όπως Ινδική, Περσική και Δυτική.
Το 1907, κατά τη διάρκεια ανασκαφών, ήρθαν στην επιφάνεια θραύσματα τοιχογραφίας στα ερείπια της πόλης Δρόμου του Μεταξιού Miran, η οποία βρίσκεται δυτικά της Dunhuang. Μέχρι που η πόλη της Miran εξαφανίστηκε κάτω από την άμμο της ερήμου τον 11ο αιώνα, ήταν ένα σημαντικότατο σημείο στάσης κατά μήκος εκείνης της νότιας διαδρομής στη λεκάνη Ταρίμ (Tarim Basin). Λίγα πράγματα παραμένουν από την Miran σήμερα, αλλά η ανακάλυψη των τοιχογραφιών της αποτελεί την καλύτερη μαρτυρία του τρόπου με τον οποίο έγινε ανάμιξη των ανατολικών και δυτικών πολιτισμών, κατά μήκος φυσικά πάντοτε του Δρόμου του Μεταξιού. Οι πίνακες που ανευρέθησαν στη Miran, φαίνεται να είναι όλοι έργο ενός καλλιτέχνη και των μαθητών του.
Σ’ ένα τμήμα τοιχογραφίας, φαίνεται το όνομα του καλλιτέχνη, Tita, που για ορισμένους μελετητές είναι Τουρκική παραλλαγή του Λατινικού ονόματος Titus. Πιθανόν αν κοιτάξουμε κάπως καλύτερα και με κάποια δόση φαντασίας τα κομμάτια, ο καλλιτέχνης να ήταν Ρωμαίος. Οι πίνακες παρουσιάζουν τους νέους θιασώτες του Βουδισμού, τα πρόσωπα των οποίων θυμίζουν την τέχνη Αιγυπτιακών και Ρωμαϊκών ζωγράφων ταφικών πορτρέτων. Κάπου εκείνη την εποχή, αναφερόμαστε στον 3ο και 4ο αιώνα μ.Χ., η ενότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας άρχισε να διαλύεται, και ένας από τους παράγοντες που επιδείνωσαν την κρίση, ήρθε από το Δρόμο του Μεταξιού.
Από τα μέσα του 2ου έως και τον 6ο αιώνα, μια σειρά νέων ασθενειών ταξίδεψαν κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού, από την ανατολή προς δυσμάς, οι οποίες κατέστρεψαν την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Κάθε νέα ασθένεια, ιλαρά, ευλογιά και βουβωνική πανώλη, εμφανιζόταν μέσα σε ένα απροστάτευτο και ανύποπτο ανθρώπινο πληθυσμό και οδηγούσε σε αμέτρητους θανάτους και μαζικές εξοντώσεις κοινωνιών και περιοχών. Οι επιπτώσεις των αιφνιδίων θανάτων εκατομμυρίων κατοίκων της Μεσογείου κατά τη διάρκεια αυτών των τεσσάρων και μισού αιώνων, συνέβαλε σημαντικά και αποφασιστικά στον τελικό μετασχηματισμό του Ρωμαϊκού κόσμου.
Ανεξάρτητα των θανάτων αυτών όμως, το εμπόριο σε όλο το μήκος του Δρόμου του Μεταξιού συνεχίστηκε, μερικές φορές όμως κάπως αραιότερα, και μετά βεβαίως από την πτώση της δύναμης των Αυτοκρατοριών της Ρώμης και της Κίνας, που ακολούθησε. Κατά τον 4ο, 5ο και στις αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ., το εμπόριο μεταξύ της Άπω Ανατολής και της Δύσης επιβραδύνθηκε μερικώς, αλλά ποτέ δεν εξαφανίστηκε εντελώς. Τα πλούτη που αποκτούσαν και είχαν στη διάθεσή τους οι έμποροι, τους έκαναν πρόθυμους και τους ωθούσαν να αντέξουν τους κινδύνους αυτού του δύσκολου και δύσβατου δικτύου των δρόμων που συνέδεαν την ανατολική με τη δυτική Ευρασία. Ο Δρόμος του Μεταξιού, ήταν πολυποίκιλα ελκυστικός για να τον αγνοήσουν.
Μαζί με όλα τα εμπορικά αγαθά, κατά μήκος αυτών των διαδρομών ταξίδευαν, όπως ήδη είπαμε, καλλιτεχνικά στυλ και φυσικά, θρησκείες. Έτσι βλέπουμε κάποια αποδεικτικά στοιχεία Βουδιστικών επιδρομών από την Ινδία στην δυτική Κίνα ήδη από τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., παρόλο που αρχικά ο Βουδισμός δεν ήταν και πολύ ευπρόσδεκτος εκεί, επειδή η μεταφυσική και κοσμοθεωρία του, ήταν ξένα στοιχεία προς τις βασικά κοσμικές, με οικογενειακό προσανατολισμό, αξίες της Κίνας. Αυτή η αντίσταση στα μηνύματα του Βουδισμού άρχισε να αλλάζει πλέον με την κατάρρευση της αυτοκρατορίας Χαν το 220 μ.Χ., με την Κίνα να εισέρχεται σε μια περίοδο πολιτικού κατακερματισμού που διήρκεσε κάπου τρεισήμισι αιώνες, μέχρι το έτος 589.
Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου πλήρους πολιτικής διχόνοιας, ένας αριθμός τουρκικών λαών διείσδυσε στις δυτικές και βόρειες περιφέρειες της Κίνας, με αποτέλεσμα τη σύσταση βασιλείων που ακολούθησαν Κινέζικα μοντέλα, εισάγοντας ταυτόχρονα μια ποικιλία Βουδιστικών πεποιθήσεων και πρακτικών. Ενώ όμως οι εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ της Μεσογείου και της Κίνας μειώθηκαν αισθητά μετά την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας των Χαν, δεν παρατηρήθηκε το ίδιο κι ούτε υπήρξε καμία αξιόλογη πτώση στις σχέσεις και επαφές μεταξύ Κίνας και Ινδίας.
Αν μη τι άλλο, εντάθηκαν, καθώς η εισβολή του Βουδισμού στην Κίνα, από μια στάλα μετατράπηκε σε πλημμύρα, αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εν προκειμένω αυτή τη μεταφορά, κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων της πολιτικής αποδιάρθρωσης, γνωστού όντος ότι οι περισσότερες βεβαίως βουδιστικές επιρροές ήρθαν τελικά στην Κίνα, μέσω της Κεντρικής Ασίας.
Η ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΣΗΡΟΤΡΟΦΙΑΣ ΕΚΤΟΣ ΚΙΝΑΣ
Κατά τον 8ο αιώνα π.Χ., παρόλες τις αυστηρές απαγορεύσεις, η σηροτροφία διαδίδεται από την Κίνα στην Ιαπωνία και στη συνέχεια στις Ινδίες και την Περσία. Ο ακόλουθος μύθος αναφέρει την πρώτη κλοπή του μυστικού της Κινέζικης σηροτροφίας: ένας βασιλιάς του Κhotaη (περιοχή του Θιβέτ) απέκτησε με γάμο μια πριγκίπισσα του Αυτοκρατορικού Κινέζικου οίκου και την προειδοποίησε ότι αυτή θα έπρεπε να απαρνηθεί τα ρούχα που φορούσε συνήθως, γιατί στο δικό του βασίλειο δεν έβρισκαν ούτε μεταξοσκώληκες ούτε μουριές για να τους θρέψουν. Η πριγκίπισσα μη θέλοντας να απαρνηθεί τα πολυτελή στολίδια της, σκέφτηκε το εξής.
Έκρυψε σπόρους μουριάς και αυγά μεταξοσκώληκα μέσα στα πολύ πλούσια μαλλιά της και κατόρθωσε να αποφύγει χάρις τον πριγκιπικό της τίτλο τη στενή επίβλεψη που ασκούνταν στα σύνορα της χώρας. Έτσι αφού προστατεύθηκε για είκοσι αιώνες, το μυστικό του μεταξιού δραπέτευσε από τη γενέτειρα χώρα του. Για μια περίοδο, το 141 - 89 π.Χ. οι κυβερνήσεις εισπράττουν τους Φόρους σε μετάξι, ενώ για πολλούς αιώνες τα Αυτοκρατορικά δώρα προς τους επισήμους είναι παραδοσιακά μεταξωτά υφάσματα. Αργότερα, γύρω στο 280 μ.Χ. το μετάξι παίρνει τη θέση του νομίσματος, καθώς στην Κίνα οι μισθοί πληρώνονται σε είδος, σε σιτάρι και μεταξωτά υφάσματα.
ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΗ
Η μεγάλη συνάντηση του Ελληνισμού με την Ανατολή έγινε με τον Μέγα Αλέξανδρο. Χωρίς αυτόν, ο Ελληνικός λόγος και το πνεύμα δεν θα έφθαναν στην καρδία της Ασίας και στα κράσπεδα της Ινδίας, η Ελληνική γλώσσα δεν θα γινόταν όργανο παγκόσμιο της οικουμένης εκείνης και το όλο Ελληνικό στα χέρια του και με την ορμή του δεν θα αγκάλιαζε ''έτσι ερωτικά, κατακτητικά σε βάθος, μια τόσο θελκτική, συναρπαστική από πάντοτε Ασία''. Ο Μέγας Αλέξανδρος εμφύσησε στην Ασιατική ζωή νέα δύναμη. Από την πολεμική νίκη ανέβλυσε το πνεύμα του Ελληνισμού, η Ελληνιστική εκείνη ιδέα που ο Αλέξανδρος θεωρούσε πηγή δύναμης και παράγοντα διάρκειας της επικρατείας του.
Για την Ελληνική ιστορία άρχιζε μια νέα εποχή όταν ο Μέγας Αλέξανδρος αποβιβαζόταν στην Ασία το 334 π.Χ. Πριν από το θάνατό του, 12 χρόνια αργότερα, η Ανατολή και η Δύση δεν είχαν μόνο συναντηθεί αλλά είχαν κάνει τα πρώτα βήματα τους στη σωστή ανταλλαγή ιδεών και εμπορικών προϊόντων. Οι πρώτες επαφές ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή χρονολογούνται από τον 4ο πΧ. αιώνα, όταν στην Ασία σχηματίζονται ορισμένα κράτη, που οι λαοί τους εκμεταλλευόμενοι τους τοπικούς πόρους αναπτύσσουν εμπορικό ανταγωνισμό. Το κίνητρο του κέρδους κάνει τις ανταλλαγές αγαθών και τις μετακινήσεις από περιοχή σε περιοχή να ευδοκιμούν.
Ο Ηρόδοτος μας περιγράφει τους λαούς της Ασίας που εμπλέκονται σ' αυτή τη διαδικασία και τις σχέσεις τους με την Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. Πριν από τον Μέγα Αλέξανδρο ο Περικλής, το 487 π.Χ.. ξεκίνησε για ένα εντυπωσιακό ταξίδι στη Μαύρη Θάλασσα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι κύριος σκοπός του ταξιδιού αυτού, εκτός από την επέκταση του γοήτρου και της δύναμης της Αθήνας στην περιοχή, ήταν η σύναψη στενότερων σχέσεων με την περιοχή αυτή, στην όποια βασιζόταν όλο και περισσότερο η Αθήνα για τον εφοδιασμό της με σιτάρι, ξυλεία, μέταλλα, βαφές, δέρματα, δούλους και άλλα εμπορεύματα. Τα προϊόντα που έφταναν στην Αθήνα δεν προέρχονταν μόνο από τη Μαύρη Θάλασσα αλλά και από άλλες μακρινές περιοχές του εσωτερικού της Ασίας.
Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι από την Ολβία, στη βορινή ακτή της Μαύρης Θάλασσας, ξεκινούσε ένας μεγάλος δρόμος καραβανιών που έφτανε ως τα Ουράλια και από εκεί στα Ανατολικά, διασχίζοντας την Κεντρική Ασία ως τα σύνορα της Κίνας. Από τις περιοχές αυτές εισάγονταν γουναρικά, φάρμακα, χρυσάφι και μετάξι. Τις επαφές Δύσης - Ανατολής διευκόλυναν οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που έφτασε ως την Ινδία. Παρόλο που η παράδοση φέρει τον Μέγα Αλέξανδρο στο Μεγάλο τείχος της Κίνας. ο Αλέξανδρος είχε ολοκληρωτική άγνοια σχετικά με την Ινδική Χερσόνησο και την Κίνα. Η Ινδική εκστρατεία δεν εξηγείται με στρατιωτικά κίνητρα.
Ο νεαρός βασιλιάς, γράφει ο Χέρμαν Μπένγκτσον, ήθελε να φτάσει στο ανατολικό άκρο της Οικουμένης. Στην όχθη του Μεγάλου Ωκεανού, για τον οποίο πίστευαν τότε ότι αποτελούσε το ανατολικό όριο της Ινδικής. Ήταν η έλξη προς το άπειρο το στοιχείο που καθόριζε την πορεία του Αλέξανδρου τη στιγμή εκείνη, και η άποψη ότι η εκστρατεία είχε μοναδικό σκοπό την επιστημονική εξερεύνηση είναι μονόπλευρη. Διαστρεβλωμένες επίσης αφηγήσεις για την περιοχή Seres (Χώρα των Σήρων, Κίνα και Μογγολία), τη γη του μεταξιού, είχαν αρχίσει να φτάνουν στην Ελλάδα από τον 6ο π.Χ. αιώνα. Η ζωή του Αλέξανδρου έδωσε την έμπνευση για την ενοποίηση της Ινδίας με ηγέτες τον Σανδράκοττο και Ασάκη. και της Κίνας με τη δυναστεία των Han (208 π.Χ. - 220 μ.Χ.).
Το πιο εντυπωσιακό γεγονός για την Ελληνιστική εποχή που ακολούθησε είναι η ενότητα του Μεγάλου Κόσμου, για την οποία είχε ανοιχτεί δυνατότητα με την εκστρατεία του Αλέξανδρου Αν και η Αυτοκρατορία του Αλέξανδρου διαλύθηκε η διακίνηση πληθυσμών και αγαθών συνεχίστηκε. Παρ' όλους τους πολέμους των διαφορών κρατών, χάρη στη βελτίωση των γεωγραφικών γνώσεων εντάθηκε η εμπορική δραστηριότητα, διευκολύνθηκαν οι μετακινήσεις Βουδιστών και άλλων ιεραποστόλων και το εμπόριο ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση ήταν τώρα ευκολότερο. Νέες χώρες Αίγυπτος, Ινδία, Βακτριανή. Σογδιανή, Αραβία. Κίνα, Κεντρική και Δυτική Αφρική μπήκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην τροχιά των Ελλήνων.
Ο Αλέξανδρος έδωσε νέα ώθηση στην οικονομία και με την πολιτική κυριαρχία σε νέες χώρες και τη διάδοση του Ελληνισμού και της αστικής ζωής παρουσιάστηκαν νέες ευκαιρίες και νέες αγορές. Η πνευματική ακτινοβολία της Αλεξάνδρειας. τόσο στους Ελληνιστικούς αλλά και στους Ρωμαϊκούς χρόνους, επεκτείνονταν στα βάθη της Ανατολή. Οι περίφημοι θησαυροί του Begram-Kapici στο Αφγανιστάν, που αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη, αποδεικνύουν τη στενή πνευματική και εμπορική επαφή στην οποία η απομακρυσμένη αυτή περιοχή βρισκόταν με την Αλεξάνδρεια. Η επιθυμία του πλουτισμού ήταν μια από τις αιτίες εξερευνήσεων κατά την Ελληνιστική εποχή.
Πολλά έγιναν γνωστά για την Ινδία από τον Μεγασθένη. που ως απεσταλμένος του Σέλευκου στον Σανδράκοττο έζησε στην Πάτνα του Γάγγη. Οι Σελευκίδες έκαναν αποικίες κατά μήκος του Περσικού κόλπου, ενώ οι Πτολεμαίοι ανέπτυξαν το εμπόριο στην Ερυθρά Θάλασσα και στην περιοχή Taima της Αραβίας, με αποτέλεσμα να εξασφαλιστεί η σύνδεση της Αιγύπτου με το αραβικό εμπόριο των καραβανιών. Στην ύστερη Ελληνιστική περίοδο ή στην πρώιμη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Ίππαλος ανακάλυψε για τους Έλληνες τους Μουσώνες, που έδωσαν τη δυνατότητα να γίνεται γρήγορα το κατευθείαν ταξίδι στην Ινδία.
Εάν σε περιοχές όπως το Αφγανιστάν. τόσο απομακρυσμένες και δυσπρόσιτες. έφταναν τα προϊόντα της Αλεξανδρινής τέχνης με τα πρωτόγονα συγκοινωνιακά μέσα της εποχής, αντιλαμβάνεται κάνεις ότι κατά μείζονα λόγο έφταναν αυτά στις παράλιες περιοχές της Ερυθράς Θάλασσας, του Περσικού Κόλπου και του Ινδικού Ωκεανού. Στην περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το θαλάσσιο εμπόριο στη Μεσόγειο, την Ερυθρά Θάλασσα και τον Ινδικό Ωκεανό δεν ασκούσαν οι Ρωμαίοι αλλά οι υποταγμένοι στη Ρώμη ναυτικοί λαοί, Κέλτες, Σύροι και Έλληνες.
Οι Έλληνες κατόρθωσαν να καταστήσουν προσιτό και το θαλάσσιο εμπόριο προς τον Ινδικό, αφού ένα και πλέον αιώνα μετά τον πλου του Νεάρχου ο Εύδοξος ο Κυζικηνός έκανε δυο επιτυχημένα ταξίδια στις Ινδίες και ο Ίππαλος μελέτησε τους μουσώνες του Ινδικού Ωκεανού. Οι Σελευκίδες είχαν στρέψει την προσοχή τους στην Ινδία και τη μακρινή Ανατολή και οι Πτολεμαίοι προς την Ινδία, την Αραβία και την Ανατολική Αφρική. Καράβια ελληνικά έπλεαν στην Ευδαίμονα Αραβία (Υεμένη) και το Δεκκάν και στη χώρα της Κανέλας στην Ανατολική Αφρική. Οι άνθρωποι ταξίδευαν από την Αδριατική και τα Βαλκάνια στην Αιθιοπία και από την Αραβία και την Ινδία στον Ιαξάρτη. Τρεις κύριοι δρόμοι ένωναν την Ανατολή με τη Μεσόγειο κατά την εποχή αυτή:
- Ο πρώτος ήταν ο βόρειος από τη Βακτριανή, την Κασπία και τη Μαύρη Θάλασσα.
- Ο δεύτερος ήταν ο κεντρικός από τις Ινδίες στον Περσικό διάμεσου του Τίγρη στη Σελεύκεια. Από εκεί τα εμπορεύματα δια ξηράς έφταναν στην Αντιόχεια και την Έφεσο.
- Ο τρίτος ήταν ο νότιος, που από τις Ινδίες γύρω στην Αραβική Χερσόνησο και την Ερυθρά Θάλασσα έφτανε στη Βερενίκη το λιμάνι που ανέπτυξαν οι Πτολεμαίοι. Από το δρόμο αυτό οι Πτολεμαίοι έκαναν εισαγωγή λιβάνι, μύρο, μπαχαρικά και μετάξι.
Ο βασιλιάς της Βακτριανής Ευθύδημος το 206 π.Χ. ήταν η αίτια που Ελληνικές επιδράσεις και προϊόντα άρχισαν να ταξιδεύουν μακριά στην Ανατολή με το άνοιγμα του δρόμου για το Κινεζικό Τουρκεστάν. Ο Αυτοκράτορας της ίδιας χώρας Μένανδρος το 159 πΧ., κατέστησε τα Βαρύγαζα μεγάλο λιμάνι για το Θαλάσσιο εμπόριο ανάμεσα στην Ινδία και στη Δύση. Από τις Ινδίες έκαναν εξαγωγή έβενο και άλλα είδη ξυλείας, παγόνια, μπαχαρικά, ελεφαντοκόκαλο, σκύλους, αγελάδες και βόδια, πολύτιμες πέτρες και πιπέρι.
Τα εμπορεύματα έφευγαν από τις Ινδίες με Ινδικά φορτηγά πλοία, μεταφέρονταν όμως στον τελικό τους προορισμό (Αίγυπτο και Βαβυλώνα) από τους Γερραίους και τους ανθρώπους που ζούσαν στη νότια Αραβία και στον πορθμό του Ορμούζ.
ΤΑ ΜΕΤΑΞΩΤΑ ΥΦΑΣΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Από τον 9ο αιώνα π.Χ. οι Έλληνες, άποικοι της Μ. Ασίας γνώριζαν την ύπαρξη του μεταξιού και των μεταξωτών υφασμάτων, αλλά θεωρούσαν ότι είναι φυτική ίνα. Την εποχή των Περσικών Πολέμων , οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν το μετάξι και τα μεταξωτά, τα οποία αποκαλούσαν «οθόνιον ή οθόνια εσθής», «θέρματα σηρικά» (Στράβων). «Σηρικοδιαστάς ή σηρικοποιούς» έλεγαν τουs μεταξουργούς και «σηρικοφόρους» αυτούς που φορούσαν μεταξωτά ρούχα. Από τη λέξη «ο σήρ, του σηρός», όπως αποκαλούσαν το μετάξι παράγεται και η λέξη «σηροτροφία». Με την ανατολική εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου (336 - 323 π.Χ.) το μετάξι και τα μεταξωτά υφάσματα γίνονται περισσότερο γνωστά στη δύση.
Ο Αριστοτέλης, επισημαίνει ότι το μετάξι είναι ζωικό προϊόν και όχι φυτικόν , όπως νόμιζαν τότε. Στην «Ιστορία περί τα ζώα» γράφει σχετικά: «Εκ δε σκώληκος μεγάλου, ος έχει οίον κέρατα και διαφέρει των άλλων, γίνεται πρώτον μεν μεταβαλόντος του σκώληκος κάμπη έπειτα βομβύλιος, εκ δε τούτου νεκύδυλος. Εν εξ δε μησί μεταβάλλει ταύτας τας μορφάς πάσας. Εκ δε τούτου του ζώου και τα βομβύκια αναλύουσι των γυκαικών τινες αναπηνιζόμεναι, κάπειτα υφαίνουσι, πρώτη δε λέγεται υφήναι εν Κω Παμφίλη Πλάτεω θυγάτηρ». Ο Μέγας Αλέξανδρος μάλιστα έστειλε φούσκες στο δάσκαλό του Αριστοτέλη θέλοντας να μάθει το μυστικό της παραγωγής του μεταξιού, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ ΣΤΗΝ ΞΗΡΑ
Η συνάντηση των λαών της Ανατολής με τους λαούς της Δύσης, η ανταλλαγή ιδεών και τεχνολογίας. η αλληλεπίδραση γλωσσών και λογοτεχνιών έγινε για πρώτη φορά εφικτή χάρη στην Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών τον 6ο με 4ο π.Χ. αιώνα. Στην Περσέπολη συνέρρεαν πληθυσμοί από τα πέρατα της χώρας και πόλεις στις περιφερειακές επαρχίες όπως τα Βάκτρα, η Σαμαρκάνδη και η Ταξίλα, που έμελλε να γίνουν αργότερα σημαντικοί σταθμοί των δρόμων του μεταξιού συνδέθηκαν με χερσαίους δρόμους και εξελιχθήκαν σε σημεία συνάντησης της Δύσης με την Ανατολή. Οι δρόμοι του μεταξιού χρονολογούνται από τους πρώτους αιώνες της χριστιανικής εποχής. Μέσα απ' αυτούς διακινούνταν το μετάξι και τα άλλα προϊόντα της Κίνας και της Ινδίας στην Ανατολή προς το δυτικό κόσμο.
Ο Γερμανός γεωγράφος Ferdinand von Richthofen χρησιμοποίησε την έκφραση «Δρόμοι του μεταξιού» τον 19ο αιώνα, γιατί το πολυτιμότερο από τα προϊόντα που μεταφέρονταν ύστερα από επικίνδυνο ταξίδι της ξηράς ή της Θάλασσας από την Κίνα στη Δύση ήταν το μετάξι, που τα μυστικά του κράτησε η Κίνα επί χιλιετίες ολόκληρες. Το Ασιατικό εμπόριο βασιζόταν σε μια ευπαθή ισορροπία έλεγχου που συγκροτήθηκε από τη Ρώμη, την Παρθία και την Κίνα. Μετά το θάνατο του Μένανδρου το 150 πΧ. η Αυτοκρατορία της Βακτριανής κομματιάζεται από τους Πάρθους του Μιθριδάτη.
Όταν οι βασιλείς της Παρθίας έχασαν την κυριαρχία τους στις βόρειες στέπες και αργότερα κάποιες από τις επαρχίες των κεντρικών οροπεδίων του Ιράν κήρυξαν την ανεξαρτησία τους, υπήρξε παρακμή της κεντρικής κυβέρνησης. Το εμπορία επέμενε, αλλά καθώς η ασφάλεια των μεταφορών μειώθηκε, η πληρωμή για το πέρασμα των αγαθών από τα σύνορα της Παρθίας και η τιμή των εισαγωγών στις αγορές της Ρώμης και της Κίνας ανέβηκε στα ύψη. Στην κεντρική Ασία μέρος του κενού της δύναμης καλύφτηκε από τους Kushans, μια μισονομαδική φυλή που καταγόταν από τους Yeu-Shi, μια νομαδική ορδή της βορειοδυτικής Κίνας.
Το 138 πΧ. ο Κινέζος στρατηγός και διπλωμάτης Zhang-Qian διατάχθηκε από τον Αυτοκράτορα Wu-di της δυναστείας των Han να πάει για πρώτη φορά στη Δύση ως πρεσβευτής του Αυτοκράτορα. Μετά την πείρα που απέκτησε από τις περιπέτειες του ταξιδίου ως τη Σογδιανή και άλλες χώρες, ο Zhang-Qian επέστρεψε στην Κίνα το 126 π.Χ. και από αναφορά που έκανε στον Αυτοκράτορα πληροφορούμαστε ότι τη Βακτριανή κατέκτησε μια νομαδική ορδή από τη βορειοδυτική κίνα, οι Yeu-Shi. Ο Zhang-Qian άνοιξε για την Κίνα καινούργιο κόσμο στη Δύση και έκανε έτσι κατορθωτή την κανονική εμπορική επικοινωνία ανάμεσα στην Κίνα και στο Ιράν, ακολουθώντας τον κατοπινά ξακουστό δρόμο του μεταξιού.
Οι εμπορικές αποστολές των Han που επακολούθησαν μετέφεραν μετάξι, κοσμήματα και άλλους θησαυρούς, πέρασαν τη ζώνη του Κίτρινου Ποταμού, πέρασαν πάνω από το Παμίρ, ήρθαν στην Κεντρική Ασία και στη συνέχεια μετέφεραν τα εμπορεύματα στην Ευρώπη. Το 106 π.Χ. το πρώτο καραβάνι έφτασε στην Παρθία από την Κίνα, περνώντας από τα Βάκτρα. Αυτός είναι ο περίφημος δρόμος του μεταξιού. Οι Αυτοκράτορες της δυναστείας Han (208 π.Χ. - 220 μ.Χ.) δημιούργησαν για πρώτη φορά επαφές με την Κεντρική Ασία και διατήρησαν στενές σχέσεις με την Κουσανική Αυτοκρατορία (Κασπία Θάλασσα στα βόρεια, Ινδός και Γάγγης ποταμός νότια), που διατηρούσε στενές σχέσεις με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Κινέζικο μπρούντζινο αγγείο της περιόδου των Μαχόμενων Βασιλειών (475 - 221 πΧ.) ανακαλύφθηκε στον κήπο Ρωμαϊκού σπιτιού στην Ιταλία και πρέπει να έφτασε εκεί τον 1ο ή 2ο μ.Χ. αιώνα. Άλλο Κινέζικο μπρούντζινο αγγείο της ίδιας περιόδου βρέθηκε στο Καντέρμπουρι, στη Βρετανία μεταφέρθηκε εκεί μάλλον από Ρωμαίο αξιωματικό που υπηρέτησε εκεί τον 1ο ή 2ο επίσης μ.Χ. αιώνα.
Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΡΟΜΩΝ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ
Οι δρόμοι του μεταξιού επίσημα χρονολογούνται από την εποχή των Αυτοκρατόρων της δυναστείας Χαν (206 π.Χ. - 220 μ.Χ.), οι οποίοι δημιούργησαν τις πρώτες επαφές με την Κεντρική Ασία. Αργότερα ξεκινάνε τα καραβάνια από τη Δυτική και Κεντρική Ασία προς την Κίνα για να αγοράσουν μεταξωτά υφάσματα. Την ίδια εποχή οι Εβραίοι γυρολόγοι έμποροι της περιοχής πηγαίνουν να εγκατασταθούν στην Κίνα και να εμπορευτούν το μετάξι. Τους ακολουθούν οι Άραβες, οι οποίοι γίνονται διαμεσολαβητές του εμπορίου της Κίνας με τη Δύση.
Μετά τους Αλεξανδρινούς χρόνους, με την εξάπλωση των Ρωμαίων στην Ευρώπη, Αφρική και Ασία και την κυριαρχία τους στην επικοινωνία και το εμπόριο μεταξιού με την Άπω Ανατολή, η χρήση των μεταξωτών επιβάλλεται στους πλούσιους Ρωμαίους, που ζούσαν στην πολυτέλεια και τη χλιδή. Στα Ρωμαϊκά χρόνια συνεχίστηκαν οι εισαγωγές κατεργασμένης και ακατέργαστης σινικής κλωστής και έτοιμων υφασμάτων. Οι πηγές μαρτυρούν ότι κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια το μετάξι είχε τεράστια αξία, ίση με αυτή των πολύτιμων λίθων και του χρυσού. Ο Αυτοκράτορας φορούσε αποκλειστικά την πορφυρή μέταξα, ενώ τα μεταξωτά ενδύματα φορούσαν οι αξιωματούχοι του κράτους και μερικοί ευκατάστατοι ιδιώτες.
Η πολυτέλεια των μεταξωτών αργότερα παρατηρείται και στην Χριστιανική εκκλησία, καθώς επιδιώκει την μεγαλοπρέπεια στις γιορτινές τελετές. Γεγονός που αναγκάζονται να καυτηριάσουν από τον άμβωνα οι Χρυσόστομος και Μέγας Βασίλειος κατά τον 4ο αιώνα. Κατά την Βυζαντινή εποχή, τα καραβάνια με τα πολύτιμα και πανάκριβα μεταξωτά ξεκινώντας από τη μακρινή Κίνα διέσχιζαν χιλιάδες χιλιόμετρα και περνώντας τη Μικρά Ασία έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη, την Βυζαντινή πρωτεύουσα, για να ταξιδέψουν από εκεί στις μητροπόλεις της Δύσης και να ντύσουν με το εκλεκτό τους φορτίο πριγκίπισσες και βασιλιάδες.
ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ - ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Το 330 μ.Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο πρώτος Χριστιανός Αυτοκράτορας της Ρώμης, εγκαινίασε την Κωνσταντινούπολη, τη Νέα Ρώμη, ως πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Χρισμένη στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, η Κωνσταντινούπολη ήταν το πέρασμα από την Ευρώπη στην Ασία. Ιδανικά τοποθετημένη για το εμπόριο και την άμυνα, έγινε μέσα σε δυο αιώνες η πιο περίβλεπτη πόλη στην Ευρώπη και στην επόμενη χιλιετία συναγωνίστηκε τις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου. Η προνομιούχος θέση της πρωτεύουσας και ο αμύθητος πλούτος που δεν βράδυνε να συσσωρευτεί μέσα στα τείχη της προκαλούσαν τα ζηλόφθονα βλέμματα των λαών κατώτερου πολιτισμού που περιέβαλλαν το Βυζάντιο και επέρχονταν εναντίον του από όλες τις διευθύνσεις.
Ο πλούτος που συσσωρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη, αποτελούσε το κυριότερο βάθρο της οικονομικής ζωής του Κράτους. Ο κύριος παράγοντας υπήρξε το εμπόριο, ιδιαίτερα δε το θαλάσσιο. Οι συγκοινωνίες της ξηράς με τα τότε σε χρήση συγκοινωνιακά μέσα, με το ελλιπές οδικό δίκτυο και τους κινδύνους που διαρκώς παραμόνευαν, ήταν βραδείες, πολυδάπανες και ανασφαλείς. Αντίθετα, οι θαλάσσιες συγκοινωνίες, έστω με τα μικρής σχετικά χωρητικότητας και με περιορισμένες ναυτικές αρετές πλοία της εποχής εκείνης, παρουσίαζαν ασύγκριτα μεγαλύτερη από τις χερσαίες οικονομία, ταχύτητα και ασφάλεια, χωρίς να παραβλέπονται οι κίνδυνοι από τα στοιχεία της φάσης, τους αντιπάλους και τους πειρατές.
Όταν όμως ένα κράτος, για τη ζωή του οποίου οι θαλάσσιες συγκοινωνίες αποτελούσαν ζωτικό παράγοντα. πετύχαινε να συγκροτήσει Πολεμικό Ναυτικό αρκετό ισχυρό ώστε να προστατεύει τα εμπορικά πλοία που εξυπηρετούσαν τις συγκοινωνίες αυτές από τους παραπάνω κινδύνους, τότε το κράτος αυτό αποκτούσε όχι μόνο πλούτο αλλά και δύναμη και πολιτική επιρροή στους γείτονές του. Η οργάνωση και διακίνηση του εμπορίου με την Κίνα διεξάγονταν από τους μεγαλέμπορους της Αλεξάνδρειας και των λιμανιών της Συρίας.
Τα καραβάνια με τα πλοία της ερήμου, τις καμήλες, εναλλασσόμενα σε διάφορους σταθμούς κατά μήκος της ατέρμονης πορείας τους, μετέφεραν τα προϊόντα από την Κίνα διάμεσου της Μογγολίας και του σημερινού Αφγανιστάν στη Βακτρία, και διάμεσου της Περσίας, της Παλμύρας, της Πέτρας και της Δαμασκού κατέληγαν στα λιμάνια της Συρίας. Άλλος κλάδος από τη Βακτρία, διασχίζοντας προς νότο έρημες και δυσπρόσιτες λόγω των ορεινών όγκων των Ιμαλαΐων εκτάσεις της κεντρικής Ασίας, έφτανε στην πόλη Ταξίλα των Ινδιών, όπου ο δρόμος μοιράζονταν σε δυο, ένας προς τα λιμάνια της Ανατολικής ακτής των Ινδιών και από αυτό δια θαλάσσης στην Κεϋλάνη, και άλλος σε λιμάνια της δυτικής ακτής των Ινδιών.
Από τα λιμάνια αυτά καθώς και από την Κεϋλάνη τα εμπορεύματα φορτώνονταν σε πλοία και με τον περίπλου της Αραβικής Χερσονήσου, την Ερυθρά Θάλασσα, το Σουέζ και τις διώρυγες στο Πορτ-Σάιδ έφταναν στην Αλεξάνδρεια. που εξακολουθούσε να είναι ακόμη το σπουδαιότερο λιμάνι της Μεσογείου και μια από τις πολυανθρωπότερες πόλεις με πληθυσμό πάνω από μισό εκατομμύριο κατοίκους. Η άνοδος του Ισλάμ στην Αραβία τον 7ο μ.Χ. αιώνα προκάλεσε μεγάλες αλλαγές και έδωσε νέα πνοή στις επιστήμες και τη φιλοσοφία. Με την ανάπτυξη των επιστημών οι Άραβες έγιναν τώρα διαμεσολαβητές του εμπορίου της Κίνας με τη Βενετία, την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Διέδωσαν τη νέα Κινεζική τεχνολογία. Έτσι επιβίωσε το πνεύμα των δρόμων του μεταξιού από την Κίνα ως την Κωνσταντινούπολη και τη Βενετία, ο διάλογος λαών Δύσης και Ανατολής ακολούθησε το ρυθμό της αμοιβαίας επαφής και συνεργασίας και ενθάρρυνε την ειρηνική ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού.
ΤΟ ΜΕΤΑΞΙ ΣΤΟ BΥΖΑNΤΙΟ
Σύμφωνα με την παράδοση η διάδοση της μεταξοκαλλιέργειας από την Ανατολή στη Δύση έγινε από μοναχούς του Βυζαντίου. Ο Προκόπιος αναφέρει ότι δύο Βυζαντινοί μοναχοί με εντολή του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού για τη μετάδοση της Χριστιανικής θρησκείας περιηγήθηκαν στην Περσία και την Κίνα και κατά τη διάρκεια των περιηγήσεών τους μελετούσαν κάθε τι που είχε σχέση με τον μεταξοσκώληκα και την επεξεργασία του. Έτσι στο τέλος της περιοδείας του το 554 μ.Χ. μετέφεραν κρυφά μέσα στις κούφιες μαγκούρες τους αυγά μεταξοσκώληκα.
Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση μ’ αυτόν τον τρόπο περιήλθε η σηροτροφία στο Βυζάντιο, καθιστώντας έτσι πιο ασφαλή την εύρεση πρώτης ύλης, αν και τόσο το ακατέργαστο μετάξι όσο και το έτοιμο ύφασμα εξακολούθησαν να εισάγονται. Τα Βυζαντινά υφάσματα υψηλής ποιότητας ήταν από μετάξι, το οποίο στους πρώιμους χρόνους εισαγόταν σε ακατέργαστη μορφή από την Άπω Ανατολή σε Βυζαντινά εργαστήρια που ελέγχονταν από το κράτος. Η παραγωγή υφασμάτων τεκμηριώνεται σε πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Τύρος και η Σιδώνα. Τα Βυζαντινά μεταξωτά ήταν διακοσμημένα με υφαντά γεωμετρικά σχέδια, ζώα, πουλιά και φυτικά μοτίβα.
Καθώς ήταν πολύτιμα και εύκολα στη μεταφορά, αποτελούσαν ένα ιδανικό διπλωματικό δώρο για αποστολή με τις πρεσβείες στη Δύση, όπου μερικά χρησιμοποιήθηκαν για να τυλιχθούν τα λείψανα Αγίων, κληρικών και βασιλέων. Η εικόνα παραγωγής υφασμάτων στο Βυζάντιο συμπληρώνεται επιπλέον από τα λινά και μάλλινα υφάσματα της κοπτικής Αιγύπτου. Μεγάλοι χρωματιστοί τάπητες κοσμούνταν με θέματα τόσο από την κοσμική όσο και από τη θρησκευτική -ειδωλολατρική ή Χριστιανική- εικονογραφία. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Βασίλιεφ στο βιβλίο του «Η ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», στην Κωνσταντινούπολη συναντάμε μια ανεπτυγμένη υφαντουργία μεταξωτών, ιδιαίτερα μετά την καλλιέργεια του ντόπιου μεταξιού.
Η τέχνη της υφαντικής στο Βυζάντιο θα δώσει τα καλύτερά της δείγματα, όταν την εποχή του Ιουστινιανού θα ξεκινήσει η καλλιέργεια και η παραγωγή του μεταξιού αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και μετά θα επεκταθεί στην ευρύτερη επαρχία της Βιθυνίας, στα ανατολικά παράλια της θάλασσας του Μαρμαρά, στην Κίο, στα Μουδανιά και τη γύρω περιοχή. Στα «Ανέκδοτα ΧΧV» του Προκοπίου διαβάζουμε ότι την εποχή του Ιουστινιανού, το Βυζάντιο κρατάει το μονοπώλιο των μεταξωτών υφασμάτων και παίζει σημαντικό ρόλο σαν εμπορικό κέντρο, εξάγοντας μεταξωτά υφάσματα στη Δύση από την ξηρά και ιδιαίτερα από τη θάλασσα, χάρη στην αναπτυγμένη ναυτιλία του.
Στο Βυζάντιο η παραγωγή μεταξωτών υφασμάτων ήταν οργανωμένη σε συντεχνίες κατά κλάδο. Υπήρχαν η συντεχνία των παραγωγών μεταξιού, η συντεχνία των βαφέων, η συντεχνία των υφαντουργών, η συντεχνία των εμπόρων μεταξιού κ.ά. Κυριότερη προϋπόθεση για την αποδοχή νέου μέλους στη συντεχνία, ήταν η υψηλή επαγγελματική του κατάρτιση, πράγμα που διασφάλιζε την ποιότητα των προϊόντων.
Μεταξωτά Βυζαντινά Κειμήλια
Ανάμεσα στα διάφορα δείγματα Βυζαντινών υφασμάτων που διασώθηκαν και εκτίθενται σε Μουσεία αρκετά φέρουν τη σφραγίδα των Αυτοκρατορικών υφαντουργείων της Κων/πολης. Δείγματα Βυζαντινού μεταξωτού που βρέθηκαν στον τάφο του Καρλομάγνου, εκτίθενται στο Μουσείο Cluηy στο Παρίσι και στο Αacheη και ανήκουν στον 7ο αιώνα. Απεικονίζουν άμαξα συρόμενη από τέσσερα άλογα, μοτίβο γνωστότατο από τους Βυζαντινούς αγώνες στον Ιππόδρομο. Ένα άλλο μεταξωτό ύφασμα του 7ου αιώνα εκτίθεται στο Μουσείο Victoria & Αlbert, στο Λονδίνο και απεικονίζει τον Αυτοκράτορα πάνω σ’ ένα αμάξι χωρίς άλογα. Αίσθηση προκαλεί το Βυζαντινό μεταξωτό ύφασμα που φυλάσσεται στον καθεδρικό ναό της Βαμβέργης στη Γερμανία.
Είναι μια στόφα 2x2 μ. περίπου. Στο κάμπο ένας έφιππος Αυτοκράτορας σε θριαμβική πορεία, πιθανόν ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος, δέχεται από δύο κοπέλες μια περικεφαλαία με λοφίο κι ένα στέμμα. Το ύφασμα θεωρείται βασιλικό δώρο του Κωνσταντίνου Ι' (1059- 1067 μ.Χ.) στο Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο (1056 - 1106 μ.Χ.), χρησιμοποιήθηκε όμως ως σάβανο του επισκόπου Guηther της Βαμβέργης το 1065. Επίσης καταπληκτικό δείγμα υψηλής υφαντικής τέχνης είναι και το μεταξωτό ύφασμα που σώζεται στα αρχεία του ναού St. Εusebius στο St. Germaiη at Αuχerte της Γαλλίαs. Έχει μωβ φόντο και είναι διακοσμημένο με υπέροχα μοτίβα επιβλητικών αετών. Κάθε σχήμα έχει ύψος 45 περίπου εκατοστά.
Το σχέδιο αυτό, ευρύτατα γνωστό, επαναλήφθηκε αργότερα σε αρκετές παραλλαγές στα επαρχιακά εργαστήρια. Η παραγωγή των μεταξωτών υφασμάτων με μοτίβα από παραστάσεις συνεχίζεται με κάποια κάμψη τον 14ο και 15ο αιώνα, ενώ από τον 14ο αιώνα εντείνεται η παραγωγή των κεντητών μεταξωτών. Την εποχή των Βυζαντινών στην Κωνσταντινούπολη, τα πολύτιμα μεταξωτά μπροκάρ με τις χρυσοκλωστές και ασημοκλωστές στεγάζονταν στον «Οίκο των Λαμπτήρων». Αργότερα, στον ίδιο χώρο, επί Οθωμανών, συνέχισε να λειτουργεί η κλειστή αγορά, το Μπεζεστένι, όπου πουλιόνταν τα μεταξωτά υφάσματα της Προύσας και άλλων πόλεων.
Στο Βυζαντινό κρατικό μονοπώλιο ανήκαν είδη πολυτελείας: χρυσά κοσμήματα , μεταξωτά υφάσματα ή ενδύματα, πορφυρά ενδύματα (ενδύματα αριστοκρατικά, βαμμένα με έντονο κόκκινο χρώμα πορφύρας: βαφή που εξάγεται από κοχύλια αλιευόμενα στα βαθιά νερά του Αιγαίου πελάγους). Σιγά σιγά όμως η τεχνική ξέφυγε από τα ανάκτορα και η μεταξουργία αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό σ` όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που ονομάστηκε από τότε Μοριάς, εξαιτίας της καλλιέργειας της μουριάς.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΟ 200 ΕΩΣ ΤΟ 600 ΠΕΡΙΠΟΥ μ.Χ.
Έως τώρα αναφερθήκαμε στην πρώτη, τη χρυσή ηλικία του Δρόμου του Μεταξιού, την εποχή των Χαν, των Πάρθων και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και είδαμε εν συντομία την πρώτη προσπάθεια διείσδυσης του Βουδισμού στην Κίνα η οποία ακολούθησε την κατάρρευση της δυναστείας των Χαν το 220 μ.Χ. Η συνέχεια ήταν σχεδόν γνωστή. Συνέχιση και επίταση της Βουδιστικής επιρροής στην Κίνα και στα επιτυχημένα 1300 χρόνια της κλασσικής εποχής του Δρόμου του Μεταξιού. Η περίοδος από το 200 έως το 600 περίπου μ.Χ., είδε την κυριαρχία των εμπορικών δρόμων της εσωτερικής Ασίας από τους κατοίκους της Σογδιανής, έναν ανατολικό Ιρανικό λαό.
Η Σογδιανή που παλιότερα ονομαζόταν και Υπερωξιανή, ήταν επαρχία της Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών της Περσίας και σε διαφόρους περιόδους της ιστορίας της, περιελάμβανε τις περιοχές γύρω από την Μπουχάρα, τη Σαμαρκάνδη, τη Χουσάν και την Σαχριζάμπ, που σήμερα ανήκουν στη Δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν. Σογδιανή, ήταν το Ελληνικό όνομα για την περιοχή της στέπας ακριβώς ανατολικά του ποταμού Αμού Νταριά (Όξος ποταμός), που θα μπορούσαμε να την ορίσουμε γεωγραφικά, νοτίως της Βακτριανής, ανατολικά της Χωρεσμίας, μεταξύ του Ώξου ποταμού και του ποταμού Ιαξάρτη (Συρ Νταριά) περικλείοντας την εύφορη κοιλάδα της Ζεραβσάν.
Η Σογδιανή πολιτικά ήταν διαιρεμένη σε μικρές πόλεις-κράτη, όπως η Μπουχάρα και η Σαμαρκάνδη, αλλά ήταν από πλευράς πολιτισμικής, ενωμένη. Περισσότερο από κάθε άλλο λαό, οι Σογδιανοί υπηρέτησαν ως χερσαίοι έμποροι οι οποίοι έφερναν σε επαφή τα εδάφη της δυτικής Ευρασίας με εκείνα της Ανατολής και ήταν σημαντικοί φορείς αγαθών, αλλά και ιδεών. Πράγματι, ετυμολογικά ή λέξη Σογδιανός, ήταν συνώνυμη με τον ''έμπορο'' και η Ιρανική γλώσσα της Σογδιανής ήταν η linguafranca (κοινή γλώσσα) των εμπορικών δρόμων της Κεντρικής Ασίας.
Τα γλυπτά των εμπόρων από τη Σογδιανή, με τα κωνικά καπέλα τους (Φρυγιανά καπέλα), τις πλήρεις γενειάδες, συχνά κόκκινου χρώματος, και τις μεγάλες μύτες, ήταν ένα πρότυπο στοιχείο για τους Κινέζους γλύπτες κεραμικών, για πολλούς αιώνες. Οι Σογδιανοί είχαν εμπορικές σχέσεις με τα συνήθως ισχυρά και σταθερά κράτη της Περσίας, της Ανατολικής Μεσογείου και της Ινδίας, αλλά στη Κίνα επικρατούσε ομολογουμένως πολιτικό χάος. Οι έμπειροι έμποροι της Σογδιανής, μετέφεραν το έργο τους στα βάθη της Ασίας, και συχνά προστατεύονταν από νομαδικά Τουρκικά φύλα, τα οποία όμως επωφελήθηκαν επίσης γενναία από τις εμπορικές αυτές δραστηριότητες των Σογδιανών.
Το έργο όμως των τελευταίων, ήταν κάτι περισσότερο από την αγορά και πώληση συνήθων αγαθών. Ο πολιτισμός των Σογδιανών ήταν βαθιά Ζωροαστρικός, αλλά η συχνή περιπλάνησή τους, είχε ως αποτέλεσμα πολλοί να υιοθετήσουν τη Βουδιστική, Μανιχαϊστική, κι ακόμη τη Νεστοριανή Χριστιανική πίστη. Επισκεπτόμενοι και διαμένοντας σε κοινότητες της διασποράς κατά μήκος των μεγάλων διαδρομών του Δρόμου του Μεταξιού, μέχρι και τη βόρεια Κίνα, οι Σογδιανοί αποδείχτηκαν οι κύριοι φορείς αυτών των τεσσάρων ξένων θρησκειών, ιδίως του Βουδισμού, ανοίγοντας ουσιαστικά το δρόμο γι αυτές σε όλα τα βάθη της Ασίας και βεβαίως στην Κίνα.
Δεδομένου ότι ήταν και καλοί γνώστες ποικιλίας γλωσσών, όπως άρμοζε στον εμπορικό τρόπο ζωής τους, οι Σογδιανοί μετέφρασαν επίσης στα Κινεζικά μεγάλο αριθμό Βουδιστικών, Μανιχαϊστικών και Χριστιανικών κειμένων. Παρά το γεγονός ότι οι Σογδιανοί εισήγαγαν μερικές από τις πρώτες Βουδιστικές σούτρες (sutras) ή ιερά βιβλία στην Κίνα, σύντομα οι γηγενείς Κινέζοι Βουδιστές προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν περισσότερα από τη λογοτεχνία και τους θησαυρούς του ''Κεντρικού Μονοπατιού'' (Μέση Οδό, Middle Path,Middle Way), χωρίς να περιμένουν άλλο τους Σογδιανούς να τους προσκομίσουν πρόσθετες σούτρες.
Ως Κεντρικό Μονοπάτι, ειρήσθω εν παρόδω, θεωρούμε τον όρο που χρησιμοποίησε ο Σιντάρτα Γκαουτάμα για να περιγράψει την πορεία προς την απελευθέρωση. Η Σούτρα στην πραγματικότητα είναι ένας αφορισμός ή συλλογή αφορισμών σε ένα εγχειρίδιο ή πιο συχνά ένα κείμενο στον Ινδουισμό ή το Βουδισμό, αλλά στην κυριολεξία η λέξη παραπέμπει σε ένα νήμα, μια κλωστή που κρατάει δεμένα μαζί κάποια πράγματα. Η λέξη ''Sutra'' ήταν πολύ πιθανό να αναφερόταν σε αυτά τα κείμενα, όπως έχουν καταγραφεί σε φύλλα φοίνικα και ράφτηκαν με νήμα, διακρίνοντάς τες από τις παλιότερες ιερές Βέδες, οι οποίες μέχρι πρόσφατα βρισκόντουσαν στη μνήμη και όχι αποτυπωμένες σε χαρτί.
Ο ΘΑΛΑΣΣΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ
Από τον 1ο π.Χ. αιώνα τα εμπορικά αγαθά μετακινούνται κανονικά δια ξηράς ανάμεσα στην Κίνα και τη Μεσόγειο, μια απόσταση μεγαλύτερη από επτά χιλιάδες χιλιόμετρα. Η μεταφορά των εμπορευμάτων με αργοκίνητα καραβάνια από καμήλες γινόταν σε στάδια από τον ένα τόπο αγοράς στον άλλο, όπου τα εμπορευόταν ή τα πουλούσαν σε άλλους ανθρώπους. Ανώμαλο έδαφος και απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες, μεγάλα διόδια και ληστές ήταν μερικά από τα επιβλαβή στοιχεία για το εμπόριο με το καραβάνια.
Για το λόγο αυτό οι έμποροι αναζητούσαν νέους δρόμους και κατόρθωσαν να συνδέσουν το λιμάνι της Αλεξάνδρειας με τον Ινδικό Ωκεανό με λιγότερο επικίνδυνο ταξίδι, εκμεταλλευόμενοι την τεχνική του Ιππάλου, που επέτρεψε στα πλοία να αποφύγουν τα αργά κοντά στην ακτή ταξίδια, που χαρακτήριζαν το θαλάσσιο εμπόριο ως τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Το ενδεχόμενο για μεγαλύτερη ταχύτητα και χωρητικότητα των φορτίων έκανε το θαλάσσιο εμπόριο φοβερά προσοδοφόρο. Ο θαλασσινός δρόμος του μεταξιού άρχισε όταν διαπιστώθηκε τον 1ο π.Χ. αιώνα ότι τα ποντοπόρα πλοία μπορούσαν επωφελούμενα από τους μουσώνες να διασχίζουν τον Ινδικό Ωκεανό πλέοντας από τα Δυτικά προς τ' Ανατολικά την Άνοιξη και αντίστροφα το Χειμώνα, φορτωμένα με τα προϊόντα της Ανατολής.
Ο Ινδικός Ωκεανός μεταβλήθηκε από τότε σε θαλάσσιο διάδρομο, που σύνδεε τον Ρωμαϊκό κόσμο με το Ινδικό λιμάνι και τα παράλια της Κίνας. Οι μελέτες του Ιππάλου για τους μουσώνες του Ινδικού Ωκεανού και το έργο των γεωγράφων, όπως ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα και ο Πτολεμαίος έναν αιώνα αργότερα, δείχνουν την πρόοδο της Γεωγραφίας στον αρχαίο κόσμο, που βοήθησε σημαντικά στην ανάπτυξη του θαλασσινού δρόμου. Ο ανώνυμος συγγραφέας του Περίπλου της Ερυθράς Θαλάσσης τον 1ο μ.Χ. αιώνα περιγράφει επίσης με κάθε λεπτομέρεια τις χώρες του Ινδικού. Έτσι αναπτύχθηκαν καινούργιοι θαλάσσιοι δρόμοι και επεκτάθηκε η ακτίνα της ναυσιπλοΐας.
Οι καινούργιοι αυτοί θαλάσσιοι δρόμοι θα συμπλήρωναν και στην ανάγκη θα αντικαθιστούσαν τους δρόμους του μεταξιού της ξηράς. Ως τα μέσα του 7ου μ.Χ. αιώνα που επεκράτησαν οι Άραβες στη Συρία και την Αίγυπτο, οι Έλληνες και κατά δεύτερο λόγο οι απόγονοι των Φοινίκων Σύροι, ήταν οι κυριότεροι φορείς του εμπορίου από τις Ινδίες. Αυτοί μετέφεραν από τα μακρινά Ινδικά λιμάνια προς τη Μεσόγειο μέσω συστήματος στενών διωρύγων που ένωνε κατά καιρούς την Ερυθρά Θάλασσα με τον ποταμό Νείλο, πλούσια και περιζήτητα εμπορεύματα, όπως πολύτιμους λίθους, αρώματα και πιπέρι.
Μετέφεραν ακόμη τα μεταξωτά υφάσματα (σηρικά) από την Κίνα, τα οποία παραλάμβαναν από το λιμάνι της Υαπροβάνης, όπως ονομαζόταν τότε η Κεϋλάνη, τελευταίος προς ανατολάς σταθμός του Ελληνικού θαλάσσιου εμπορίου στον Ινδικό Ωκεανό. Αλλά και από τα λιμάνια της Ερυθράς Θάλασσας στις Αραβικές και Αφρικάνικες ακτές οι Έλληνες ναυτικοί μετέφεραν μαργαριτάρια, ελεφαντοκόκαλο και άλλα πολύτιμα εμπορεύματα. Η όλη οργάνωση του εμπορίου αυτού διεξαγόταν από τους μεγαλέμπορους της Αλεξάνδρειας που στην πλειονότητα τους ήταν Έλληνες. Σε αντάλλαγμα των εμπορευμάτων που εισάγονταν από την Ανατολή, ο Ελληνορωμαϊκός κόσμος έστελνε στην Ανατολή κρασί, κεραμικά, υφάσματα και κάθε είδους κομψοτεχνήματα.
Η Σημασία της Κινεζικής Ναυτικής Τεχνολογίας για τους Δρόμους του Μεταξιού - Δρόμους Εμπορίου και Επικοινωνίας Λαών και Πολιτισμών
Οι στενοί δεσμοί Δύσης και Ανατολής στην περίοδο της δυναστείας των Han στην Κίνα κατέληξαν στη δημιουργία των δρόμων του μεταξιού. Με τους δρόμους του μεταξιού άνθησαν οι επαφές Δύσης και Ανατολής. Στους δρόμους αυτούς δεν μεταφέρονταν μόνο το μετάξι αλλά και ιδέες, επιστήμες και τεχνολογία, γλώσσες και λογοτεχνία. Ο μύθος του Μεγάλου Αλεξάνδρου διευκόλυνε τη μεταφορά αυτή. Ακόμη, δίψα για γνώση και περιπέτεια, ανάγκη συνύπαρξης και εμπορική δραστηριότητα ήταν τα κίνητρα που τροφοδότησαν τις ανταλλαγές ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνίες και γκρέμισαν τα φράγματα ανάμεσα σε πληθυσμούς διαφορετικών περιοχών.
Τα προβλήματα του δρόμου του μεταξιού στην ξηρά οδήγησαν στη δημιουργία και ανάπτυξη του αντίστοιχου θαλάσσιου δρόμου. Το εμπόριο έχει ανάγκη από ειρηνικές συνθήκες. Όταν ξέσπασαν πόλεμοι στους δρόμους της ξηράς, εδραιώθηκε η παρουσία των ληστών, υπήρξαν πολιτικές διαμάχες και έκλεισαν τα περάσματα έπρεπε να ανοίξουν άλλοι δρόμοι. Το εμπόριο μεταφέρθηκε από τους δρόμους της ξηράς στους δρόμους της θάλασσας. Η γεωγραφική πρόοδος και τα ταξίδια των εξερευνητών συνετέλεσαν κατά πολύ στην ανάπτυξη του θαλάσσιου δρόμου του μεταξιού που θα συμπλήρωνε και στην ανάγκη θα αντικαθιστούσε το δρόμο του μεταξιού της ξηράς.
Τα Βυζάντιο και η Δύση. που ήταν ο μεγάλος καταναλωτής, δεν ήταν και ο κυρίαρχος στο εμπόριο. Η Κίνα, ο μεγάλος παραγωγός, δεν ήταν επίσης ταυτόχρονα και ο έμπορος γιατί το εμπόριο ήταν στα χέρια των Περσών και των Αράβων. Τι εμπόδισε το Βυζάντιο και την Κίνα να οργανώσουν απευθείας εμπορικές συναλλαγές στο θαλάσσιο δρόμο του μεταξιού; Οι προϋποθέσεις υπήρχαν και από τις δυο πλευρές, του Βυζαντίου και της Κίνας. Η Κίνα είχε μεγάλες δυνατότητες στη ναυσιπλοΐα και η Κινεζική ναυτική τεχνολογία είχε αναπτυχθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Στις προσπάθειές της η Κίνα να οργανώσει απευθείας εμπορικές συναλλαγές με τη Δύση εμποδίστηκε από τους ενδιάμεσους λαούς που δεν της το επέτρεψαν.
Πέρσες και Άραβες είχαν κάθε λόγο να μην αφήσουν στα χέρια των Κινέζων τη διεξαγωγή ενός τόσο μεγάλου θαλάσσιου εμπορικού δρόμου και να εμποδίσουν την απευθείας εμπορική συναλλαγή τους με το Βυζάντιο και τη Δύση. Η Περσία από τον 4ο π.Χ. αιώνα και ως την εμφάνιση των Αράβων έπαιξε σημαντικό ρόλο ενδιάμεσου στο δρόμο Ανατολής - Δύσης και χάρη σ' αυτήν έγινε η συνάντηση των λαών Δύσης - Ανατολής, κράτησε όμως για τον εαυτό της τον ενδιάμεσο ρόλο του εμπόρου και τη δυνατότητα ρύθμισης των τιμών, διακόπτοντας την απευθείας επαφή της Κίνας με τη Δύση. Από την άλλη πλευρά, τα πλοία των Βυζαντινών και των Αράβων έφταναν στην Κεϋλάνη, που ήταν μεγάλος ενδιάμεσος εμπορικός σταθμός.
Επίσης ξένα πλοία, χωρίς να κατονομάζονται ακριβώς. έφταναν στα φημισμένα λιμάνια της Κίνας και Κινεζικά πλοία διέσχιζαν τον Ινδικό Ωκεανό και έφταναν στα λιμάνια του Περσικού, των ακτών της Αραβικής Χερσονήσου και των ανατολικών ακτών της Αφρικής. Οι ναυπηγικές δυνατότητες. ή ναυτική τεχνολογία, οι γεωγραφικές και αστρονομικές γνώσεις γενικότερα ήταν σε τέτοιο βαθμό αναπτυγμένες, που επέτρεπαν στην κίνα να κυριαρχήσει στους θαλασσινούς δρόμους του Ινδικού Ωκεανού, του Περσικού κόλπου και της Ερυθράς Θάλασσας προς τη Δύση. Ο μεγάλος όμως όγκος των Κινεζικών πλοίων τα έκανε δυσκίνητα. ώστε να μη μπορούν να κινηθούν με ευκολία στα λιμάνια του Περσικού και της Ερυθράς Θάλασσας και να διεκδικήσουν κυριαρχική θέση στο απευθείας θαλάσσιο εμπόριο με τη Δύση.
Οι δρόμοι του μεταξιού, αρχικά στην ξηρά και στη συνέχεια στο θαλάσσιο πεδίο, είχαν και ένα άλλο σημαντικό αποτέλεσμα, που κυριάρχησε στη συνάντηση ανάμεσα στους λαούς Δύσης και Ανατολής: Τον πολιτιστικό διάλογο και το πνεύμα της συνύπαρξης των λαών. Οι δεσμοί της συνύπαρξης και ο πολιτιστικός διάλογος ανάμεσα στους λαούς Δύσης - Ανατολής εδραιώθηκαν με τους δρόμους του μεταξιού. Οι δεσμοί αυτοί, απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε πρόοδο ήταν ότι έμεινε στο πέρασμα των αιώνων, η μεγάλη κληρονομιά των δρόμων του μεταξιού. Οι δρόμοι του μεταξιού δεν έπαψαν ποτέ να λειτουργούν στην παγκόσμια ιστορία ως δρόμοι επικοινωνίας λαών και πολιτισμών, ως αρτηρίες ανταλλαγής ιδεών, επιστήμης και τεχνολογίας, γλωσσών και λογοτεχνίας.
Η επαφή αυτή δεν ήταν πάντα εύκολο να διατηρηθεί, σημειώνει ο Αχμάντ Χασάν Ντανί, ιδιαίτερα σε περιόδους πολιτικής ή άλλης αναταραχής, όπου όμως έκλεινε κάποιο πέρασμα, κάποιο άλλο ανοιγόταν στη θέση του. Οι ταξιδιώτες που έπαιρναν αυτούς τους δρόμους προς τη Δύση ή την Ανατολή ακολουθούσαν διάφορες διαδρομές. χερσαίες ή θαλάσσιες, γι' αυτό και ή έκφραση «δρόμοι του μεταξιού» δηλώνει μάλλον με τρόπο συμβολικό τη στενή επικοινωνία των λαών.
Η Κινεζική Ναυτική Τεχνολογία και Ναυσιπλοΐα από τον 1ο - 13ο μ.Χ. Αιώνα - Τα Κινέζικα Πλοία στο Δρόμο του Μεταξιού
Όπως προαναφέρθηκε, τα εμπορεύματα της μακρινής Ανατολής και κυρίως το Κινέζικο μετάξι μεταφέρονταν από την Κίνα στην Ευρώπη από τον περίφημο Silk Road της ξηράς, όπως επίσης και από τον εξίσου θαυμαστό Silk Road της θάλασσας. Στις μέχρι σήμερα έρευνες έχει τονισθεί η μεγάλη συνεισφορά στους αρχαίους και μέσους χρόνους των θαλασσινών δραστηριοτήτων των Ρωμαίων, Βυζαντινών και Αράβων. Όμως και η συμμέτοχη των Κινεζικών πλοίων στον ίδιο δρόμο δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί, γιατί είναι εξίσου σημαντική στις ίδιες χρονικές περιόδους. Από την εποχή της δημιουργίας του Silk Road της ξηράς έχουμε σπουδαίες ναυπηγικές και δραστηριότητες ναυσιπλοΐας στην Κίνα.
Ο δρόμος του μεταξιού (silk road) ονομάζεται επίσης και Porcelain ή ceramic road. Την ονομασία αυτή πήρε από τις εξαγωγές της Κίνας που εκτός από μετάξι ήταν πορσελάνη και κεραμικά. Ονομαζόταν επίσης και Spice road,από την μεγάλη διακίνηση των μπαχαρικών προς την Κίνα. Το 1077 μ.Χ. καταγράφηκαν 348.673 jin λιβανιού στον εμπορικό λογαριασμό εισαγωγών της Καντώνας. Με τους Tang η πολιτική δύναμη στην Κίνα σταθεροποιήθηκε, εξασφαλίστηκαν οι εμπορικοί δρόμοι της ξηράς και διατηρήθηκε η ειρήνη, με αποτέλεσμα την απεριόριστη εξέλιξη του εμπορίου και τις σταθερές και χαμηλές συγκριτικά τιμές των περισσοτέρων ειδών τουλάχιστο νωρίς στη δυναστεία Tang.
Παρά την ανάπτυξη του Ισλάμ και τη μείωση σε έκταση του Βυζαντίου την ιδία εποχή, το Βυζάντιο εξακολουθούσε να ελέγχει πολύ από τον πλούτο της Ευρώπης και διατηρούσε πλατιά διαδομένους εμπορικούς κρίκους. Στη διάρκεια της δυναστείας Song τα κινεζικά ιστιοφόρα πλοία έπλεαν όχι μόνο στον Περσικό κόλπο αλλά και σε λιμάνια της Ερυθράς Θάλασσας και των Ανατολικών ακτών της Αφρικής. Σύμφωνα με ιστορικές καταγραφές, Κινέζοι μοναχοί από τον 5ο μ.Χ. αιώνα πήγαιναν στο εξωτερικό με ξένα πλοία και ξένοι έμποροι έρχονταν στην Κίνα με Κινεζικά πλοία. Ο Du-Huan, το 762 μ.Χ.. πήγε με Κινεζική γιόνκα από τον Περσικό κόλπο στην Καντώνα.
Οι Κινέζικες ωκεανοπόρες γιόνκες της εποχής μπορούσαν να μεταφέρουν 500 - 800 άτομα και το νεκρό βάρος τους ήταν περισσότερο από 5 η 6 εκατοντάδες τόνους. Κατά τον 10ο μ.Χ. αιώνα η δυναστεία των Liao (906 - 1125 μ.Χ.) στο βορειοδυτικό τμήμα και του Song (960 - 1279 μ.Χ.) στο κεντρικό και νοτιοανατολικό τμήμα είχαν δοσοληψίες με τους Άραβες και τη Δύση, η πρώτη από την ξηρά και η δεύτερη από τη θάλασσα. Η επικοινωνία από τη θάλασσα εξελίχθηκε πάρα πολύ. Υπήρχαν δυο άπλωσε ο ένας, ο παραδοσιακός δρόμος από την Guangzhou (Καντώνα) στον Περσικό κόλπο. Οι γιόνκες ξεκινούσαν τον Νοέμβριο με τους ξηρούς μουσώνες και ύστερα από 40 μέρες ιστιοπλοΐας έφταναν στο Lan-Li (Banda-Aleh) στη Βόρεια ακτή της Σουμάτρας.
Οι έμποροι εμπορεύονταν εδώ και ξεκινούσαν πάλι τον πλου την 1η του νέου χρόνου. Ένα μήνα αργότερα έφταναν στο Gulim (Quilon) στο νότιοo άκρο της Ινδικής Χερσονήσου. Το μέρος αυτό ήταν λιμάνι στο μέσο της διαδρομής. Όλα τα αγαθά από τις Αραβικές χώρες και την Κίνα συγκεντρώνονταν και ανταλλάσσονταν εδώ. Εάν οι έμποροι ήθελαν να πάνε στον Περσικό Κόλπο, έπρεπε να μεταφερθούν σε μικρότερα σκάφη και να περιμένουν τους βροχερούς μουσώνες για να πλεύσουν βόρεια. Για το ταξίδι αυτό χρειαζόταν ένα μήνα και τότε έπρεπε να περιμένουν τους επόμενους βροχερούς μουσώνες για να επιστρέψουν στη Σουμάτρα και την Κίνα, γιατί το συνολικό ταξίδι μετάβασης και επιστροφής έπαιρνε παραπάνω από 18 μήνες.
Ο άλλος δρόμος ήταν νέος, κατευθείαν διαμέσου του Ινδικού Ωκεανού. Χαράσσοντας την πορεία του δρόμου αυτού, τα πλοία ξεκινούσαν από την Guangzhou η το Quanzhou το Νοέμβριο και ύστερα από 40 μέρες έφταναν στο Alehτης Σουμάτρας. Στη συνέχεια ξεκινούσαν το ταξίδι πλέοντας με τους ξηρούς μουσώνες στην αρχή του χρόνου, 60 μέρες διασχίζοντας τον Ινδικό Ωκεανό και έφταναν στο λιμάνι του Oman, το Dhofar, ή έπλεαν στο Aden ή ακόμη στα λιμάνια κατά μήκος των ανατολικών ακτών της Αφρικής. Τα πλοία έπαιρναν τα εμπορεύματα από το Aden την Ερυθρά Θάλασσα και την Αφρική και έπρεπε να πλεύσουν αμέσως για να επιστρέψουν στην Κίνα κατά την περίοδο των βροχερών μουσώνων.
Όταν επέστρεφαν πίσω το καλοκαίρι, για να μειώσουν τον κίνδυνο των ανεμοθυελλών του Ισημερινού στην περιοχή από 8ο - 15ο βόρειου γεωγραφικού πλάτους, έπλεαν νότια της νήσου Socotra, περνούσαν της Μαλβίδες νήσους και έφταναν στη Σουμάτρα, επιστρέφοντας στην Κίνα Αύγουστο ή Σεπτέμβριο. Αυτό το ταξίδι διαρκούσε λιγότερο από 1 χρόνο. Κατά την περίοδο αυτή μεγάλες ποσότητες πορσελάνης και μεταξωτών μεταφέρθηκαν με Κινέζικες γιόνκες. Η ανεύρεση μεγάλου αριθμού νομισμάτων της δυναστείας Song και κομματιών από πορσελάνη της ίδιας εποχής κατά μήκος των ακτών του Περσικού Κόλπου, του Άδεν και της ανατολικής Αφρικής αποδεικνύουν τη δραστηριότητα των Κινέζικων πλοίων.
Τα πλοία ανοιχτής Θαλάσσης που ναυπηγήθηκαν την ίδια εποχή στο Quanzhou και στην επαρχία Fujian είχαν ξεχωριστή φήμη. Ήταν τύχη ότι για τα πλοία αυτά δεν έχουμε μόνο καταγραφές, αλλά βρέθηκαν θαμμένα τα υπολείμματα τέτοιου πλοίου. Το φθινόπωρο του 1974 Κινέζοι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν και ξέχωσαν ένα τέτοιο πλοίο της περιόδου Song στο λιμάνι του Quanzhou στην επαρχία Fujian. Ο πυθμένας του ήταν κοφτερός και ο σκελετός του πλατύς με μυτερή κεφαλή και τετράγωνη ουρά. Υπήρχαν 13 στεγανά διαμερίσματα στον πυθμένα του, για να εξασφαλίζουν ασφάλεια στην πλεύση. Αναπαριστάνοντας την αρχική μορφή του πλοίου, υπολογίζουμε σε 24,55 μ. το μήκος του, 9,9 μ. το πλάτος, το ύψος της πλώρης 7,98 μ. και της πρύμνης 10,5 μ.
Η χωρητικότητα του πλοίου είναι 110 τόνοι. Φυσικά το πλοίο αυτό δεν είναι και το μεγαλύτερο της εποχής εκείνης. Τα μεγαλύτερα πλοία θα πρέπει να είχαν 100 μ. μήκος. Σ' αυτό υπήρχαν πηδάλια ανυψώσεως και ισορροπίας, για να τα κρατούν σταθερά και να εξασφαλίζουν την πορεία. Επίσης είχαν μεγάλο βύθισμα, μεγάλη χωρητικότητα, καλή πλευστότητα και ήταν κατάλληλα για ταξίδια στον Ωκεανό. Όταν δεν υπήρχε άνεμος, μπορούσαν να χρησιμοποιούν τα κουπιά. Υπήρχαν 8 - 12, ακόμη και 20 κουπιά σ' ένα πλοίο. Υπήρχαν 4 κωπηλάτες για κάθε κουπί, σε μερικά δε μεγαλύτερα πλοία μέχρι 30 κωπηλάτες για κάθε κουπί, αριθμός οπωσδήποτε υπερβολικός. Το ταξίδι τους ήταν κύρια εξαρτημένο από τον άνεμο.
Γενικά τα πλοία είχαν 4 ιστούς, ενώ μερικά 5 ή 6 ή ακόμα και 12 ιστούς. Τα ιστία τους ήταν δυο ειδών, για άνεμους από την πρύμνη και ανέμους από την πλώρη. Ένα πλοίο ήταν ικανό να ιστιοπλοεί όταν ο άνεμος φυσούσε απ' όλες τις διευθύνσεις εκτός από μπροστά, έλεγαν οι Κινέζοι ναυτικοί της δυναστείας Song. Η πυξίδα στην εξελικτική της μορφή χρησιμοποιήθηκε στη διάρκεια της παραπάνω δυναστείας. Έχει καταγράφει από τον Zhu-Υu ότι οι πλοηγοί το 1099 μ.Χ. διεύθυναν τα πλοία αποκλειστικά με την πυξίδα. Παρόμοια καταγραφή υπάρχει από τον Xu-Jing το 1123 μ.Χ. Οι Κινέζοι πρώτοι στον κόσμο χρησιμοποίησαν όργανα και οδηγίες ναυσιπλοΐας.
Από τον 11ο μ.Χ. αιώνα η πυξίδα ήταν σε κοινή χρήση στα Κινέζικα πλοία και οι βελόνες μπορούσαν να μαγνητίζονται τεχνητά. Κατασκευάζονται επίσης ξύλινα ψάρια και χελώνες που δείχνουν το Νότο. Κινέζοι επιστήμονες επιβεβαιώνουν τη μαγνητική απόκλιση και σημειώνουν διαφορετικές μεθόδους τοποθέτησης της μαγνητικής βελόνας, ιστορική καταγραφή της εποχής σημειώνει ότι ο πλοηγός ακολουθεί την πορεία τη νύχτα παρατηρώντας τα άστρα, την ημέρα τον ήλιο, και την πυξίδα όταν ο ουρανός είναι συννεφιασμένος. Είναι πασίγνωστο ότι η χρήση της πυξίδας μεταδόθηκε από την Κίνα στους Άραβες και από αυτούς στην Ευρώπη.
Υστερότερα η Κινεζική γνώση της αστρονομικής ναυσιπλοΐας εξελίχθηκε τόσο πολύ που ο εντοπισμός του πλοίου ήταν δεδομένος με την παρατήρηση των άστρων. Η μέθοδος αυτή ονομάστηκε επιδεξιότητα να σε οδηγούν τα άστρα και ενδεχομένως αναγνωρίστηκε ως η πρωτοπόρος της αστρονομικής ναυσιπλοΐας. Το 1275 μ.Χ. (εποχή δυναστείας Song) επισκέφτηκε δια ξηράς την Κίνα ο Ιταλός ταξιδιώτης Marco Polo. Ο Marco Polo, αφού παρέμεινε στην Κίνα 17 χρόνια, το 1292 μ.Χ. ξεκίνησε από το Quanzhou της Fujian δια θαλάσσης το δρόμο της επιστροφής. Το Quanzhou επαινείται στα «Ταξίδια» του ως το μεγαλύτερο λιμάνι του κόσμου.
Αν στην Αλεξάνδρεια πηγαίνει 1 καράβι για να φορτώσει πιπέρι, στη Zaiton (άλλη ονομασία του Quanzhou) πηγαίνουν 100 γράφει. Την ίδια γνώμη έχει για τη Zaiton και ο Μαροκινός ταξιδιώτης Ibu Batuta, που την επισκέφτηκε το 1342 μ.Χ., λέγοντας ότι είδε εκατοντάδες πλοία και μυριάδες άλλα πλοιάρια στο λιμάνι της. Ο Marco Polo κάνει θαυμάσια περιγραφή των Κινέζικων πλοίων της εποχής, όπως παρακάτω: Το σκαρί τους είναι από ξύλο έλατου. Έχουν ένα κατάστρωμα και πάνω ο' αυτό υπάρχουν το λιγότερο 60 καμπινές. Έχουν ένα κουπί-τιμόνι (μοναδικό πρυμναίο πηδάλιο και 4 κατάρτια. Συχνά προσθέτουν δυο ακόμη κατάρτια (κινητά), που τοποθετούνται ή αφαιρούνται ανάλογα με τις ανάγκες.
Οι πλευρές του σκάφους είναι διπλές, δηλαδή η μια σανίδα είναι στερεωμένη επάνω στην άλλη και το διπλό αυτό σανίδωμα περιβάλλει όλη την πλευρά. Μερικά από τα πλοία έχουν 13 στεγανά διαμερίσματα κατασκευασμένα με χοντρές σανίδες, καλά προσαρμοσμένες η μια στην άλλη. Τα στεγανά είναι χρήσιμα σε περίπτωση που τα πλευρά του καραβιού πάθουν ζημιά σε κάποιο σημείο τους. Χρειάζονται 150 - 300 ναύτες για πλήρωμα πλέουν και με κουπιά που το καθένα τους χρειάζεται 4 κωπηλάτες.
ΤΟ ΜΕΤΑΞΙ ΣΤΗ ΔΥΣΗ
Από το Βυζάντιο περνούν «οι δρόµοι του µεταξιού», που οδηγούν το µετάξι στη Δύση. Η ευρύτερη περιοχή της Κων/πολης γίνεται σταυροδρόµι των οικονοµικών και πολιτιστικών ανταλλαγών ανάµεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών, οι Φράγκοι έπαιρναν αιχμάλωτους σηροτρόφους από το Βυζάντιο και τους μετέφεραν στις πατρίδες τους, όπου και τους χρησιμοποιούσαν για την μετάδοση της τεχνογνωσίας που κατείχαν και για τη βελτίωση της οργάνωσης των σηροτροφικών μονάδων που λειτουργούσαν στη Δύση. Δυο αιώνες μετά την καλλιέργεια της σηροτροφίας από τους Βυζαντινούς, οι Άραβες θα κατακτήσουν την Ισπανία και θα διαδώσουν την εκτροφή του κουκουλιού.
Το 730 μ.Χ. Άραβες πειρατές μετέφεραν μέσω των αιχμαλώτων τους τη σηροτροφία στη Σικελία και τη Νότια Ιταλία. Πολύ αργότερα, μετά την κατάληψη της Κων/πολης από τους Λατίνους (1204), ο δόγης της Βενετίας Δάνδαλος θα εισαγάγει τη σηροτροφία στη Βενετία εκμεταλλευόμενος τους αιχμαλώτους και φυγάδες. Όταν ο Πάπας Κλήμεντος Α' μεταθέτει την έδρα του από τη Ρώμη στην Αβινιόν, στις αρχές του 14ου αιώνα, η σηροτροφία εισάγεται στη Γαλλία, όπου επί Λουδοβίκου ΧΙ (1461 - 1483) ιδρύονται στη Λιόν και την Τουρ τα πρώτα μεταξουργεία. Στο παγκόσμιο εμπόριο το μετάξι και τα μεταξωτά ήταν από τα σημαντικότερα εμπορεύματα, χάρη στην εύκολη μεταφορά τους και στα μεγάλα κέρδη που άφηναν.
Παράλληλα, η φορολογία τους εξασφάλιζε τεράστια έσοδα στις χώρες που βρίσκονταν στο δρόμο του μεταξιού. Για αιώνες ολόκληρους οι χερσαίοι και οι θαλάσσιοι δρόμοι του μεταξιού δεν λειτουργούσαν μοναχά σαν κεντρικές αρτηρίες του παγκόσμιου εμπορίου, αλλά και σαν οδοί επικοινωνίας λαών και πολιτισμών, σαν αρτηρίες ανταλλαγής γνώσης, ιδεών, επιστημών και τεχνολογιών.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ FAXIAN ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ
Πάνω απ’ όλα όμως,ο Δρόμος του Μεταξιού ήταν ένας δρόμος διπλής κατεύθυνσης. Στα 399 μ.Χ., ο Faxian (337 - 422 μ.Χ.), ένας Κινέζος Βουδιστής μοναχός και προσκυνητής, ξεκίνησε με τα πόδια από τη βόρεια Κίνα για την Ινδία, με σκοπό να βρει ιερές τοποθεσίες και σούτρες. Λέγεται ότι περπάτησε όλη τη διαδρομή από την Κίνα, σε όλη την παγωμένη έρημο και τις απόκρημνες ορεινές διαβάσεις. Επισκέφτηκε πολλούς ιερούς Βουδιστικούς τόπους, την Xinjiang, την Κίνα, την Ινδία, το Πακιστάν, το Νεπάλ, το Μπαγκλαντές και τέλος τη Σρι Λάνκα, μεταξύ των ετών 399 και 412, για την απόκτηση Βουδιστικών γραφών.
Ο Φα Ξιαν (Faxian) επισκέφθηκε την Ινδία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Chandragupta II, ενώ δεν παρέλειψε να επισκεφτεί τη Lumbini, τη γενέτειρα του Γκαουτάμα Βούδα, στο Νεπάλ. Ο Faxian ισχυριζόταν ότι οι αρχικοί κάτοικοι της Κεϋλάνης (Σρι Λάνκα), ήταν δαίμονες και δράκοι. Μετά από χρόνια μελέτης και συλλογής των πολυπόθητων Βουδιστικών κειμένων, ο Faxian επέλεξε να πλεύσει πίσω στο σπίτι του από την Κεϋλάνη, μέσω των νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας. Ίσως δεν μπορούσε, λένε μερικοί, να αντιμετωπίσει τη δριμύτητα και τις κακουχίες ενός άλλου οδικού ταξιδιού. Όποιος όμως κι αν ήταν όμως ο λόγος, η επιλογή του παραλίγο να του στοιχίσει την ίδια του τη ζωή.
Στο ταξίδι επιστροφής του Faxian πίσω στην Κίνα, μετά από δύο χρόνια παραμονής στην Κεϋλάνη, μια βίαιη καταιγίδα οδήγησε το πλοίο του σε ένα νησί, που ήταν πιθανώς η Ιάβα. Μετά από παραμονή εκεί πέντε μηνών, ο Faxian πήρε ένα άλλο πλοίο για τη νότια Κίνα, αλλά και πάλι, μετά από μια ριψοκίνδυνο ταξίδι σε θάλασσες τρικυμισμένες και γεμάτες απρόοπτα, έφτασε πίσω στην Κίνα το 414, στο Laoshan, στη σημερινή χερσόνησο Shandong της βόρειας Κίνας, τριάντα χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης Qingdao, αλλά εκατοντάδες χιλιόμετρα βόρεια από το λιμάνι προορισμού του.
Τον 5ο αιώνα σημειωτέον, τα ταξίδια στη θάλασσα δεν ήταν γρήγορα, σίγουρα ή ασφαλή και αυτός βεβαίως ήταν ένας λόγος για την υπεροχή του Δρόμου του Μεταξιού ως μέσου επικοινωνίας και μετακίνησης, ανθρώπων και εμπορευμάτων. Όταν τελικά έφτασε στο σπίτι του, ο Faxian πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του μεταφράζοντας στα Κινεζικά τις γραφές που είχε αποκτήσει. Οι γνώσεις μας σήμερα γι αυτόν, προέρχονται από ένα θαυμάσιο οδοιπορικό που συνέθεσε και κατέγραψε, γεμάτο από περιπέτειες, αλλά, πρέπει εδώ να σημειώσουμε, ότι δεν ήταν ο πρώτος ή ο μοναδικός Κινέζος Βουδιστής που ταξίδεψε για αναζήτηση της φώτισης.
Το βιβλίο του, ''Μια καταγραφή των Βουδιστικών βασιλείων - Μια καταγραφή από τον Κινέζο μοναχό Fa-hien των ταξιδιών του στην Ινδία και την Κεϋλάνη, τα έτη 399 - 414, εις αναζήτηση βουδιστικών βιβλίων πειθαρχίας'', περιέχει τα ταξίδια του, ιστορικά στοιχεία για τις απαρχές του Βουδισμού, και οπωσδήποτε όμορφες λεπτομέρειες για τη γεωγραφία και την ιστορία πολλών χωρών κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού, στα τέλη του 5ου αιώνα μ.Χ. Ας δούμε ένα απόσπασμα από μια Αγγλική έκδοση του βιβλίου του ''A Record of Buddhistic Kingdoms Being an Account by the Chinese Monk Fa-Hien of His Travels in India and Ceylon (A.D. 399 - 414) in Search of the Buddhist Books of Discipline'' (Oxford 1886):
''Ο Fa-Hien ζούσε στο Chang-gan. Εκφράζοντας τη λύπη του για την ακρωτηριασμένη και ατελή κατάσταση της συλλογής των βιβλίων της Πειθαρχίας, ήρθε σε συμφωνία με τους Hwuy-king, Tao-Ching, Hwuy-Ying και Hwuy-Wei, ότι θα έπρεπε να πάνε στην Ινδία και να ψάξουν για τους Κανόνες Πειθαρχίας. Αφού ξεκίνησαν από το Chang-gan, πέρασαν μέσω τουLung (στην ανατολική Gansu) και έφτασαν στο εμπορικό κέντρο του Chang-yih (βόρεια και δυτικά της Lanzhou, κοντά στο Σινικό Τείχος). Εκεί βρήκαν τον τόπο σε πολύ άσχημη κατάσταση, αφού το να ταξιδέψουν σε δρόμους ήταν σχεδόν αδύνατο γι' αυτούς. Ο βασιλιάς της, ωστόσο, τους πρόσεξε πολύ, τους περιποιήθηκε και τους κράτησε (στην πρωτεύουσα του).
Εδώ συναντήθηκαν με τουςChe-yen, Hwuy-keen, Sang-shao, Pao-yun, και Sangking, και είχαν ευχάριστη συνεργασία μαζί τους αφού επρόκειτο να κάνουν την ίδια διαδρομή και μάλιστα πέρασαν το καλοκαίρι εκείνου του χρόνου (400 μ.Χ) μαζί, ξαναρχίζοντας το ταξίδι τους και πηγαίνοντας στην T'un-Hwang, στην περιοχή των συνόρων. Απ’ εκεί και μετά, αφού σταμάτησαν ένα μήνα, ο Fa-hien και οι φίλοι του ξεκίνησαν πρώτοι και αποσπάστηκαν από τον Pao-Yun και τους συνοδοιπόρους του. Ο Le Hao, ο νομάρχης της T'un-Hwang, τους είχε προμηθεύσει με όλα τα απαραίτητα μέσα για να διασχίσουν την έρημο, στην οποία υπάρχουν πολλά κακά δαιμόνια και ζεστοί άνεμοι για τους ταξιδιώτες.
Δεν υπάρχει ούτε ένα πουλί να δεις στον αέρα ψηλά, ούτε ένα ζώο στο έδαφος κάτω. Αν κοιτάξεις λίγο πιο προσεκτικά τριγύρω για να βρεις προς τα που μπορείς να κατευθυνθείς, είναι δύσκολο να κάνεις τη σωστή επιλογή, αφού το μόνο σήμα και ένδειξη είναι τα ξεραμένα κόκαλα των νεκρών αφημένα πάνω στην άμμο. Μετά από ταξίδι δεκαεπτά ημερών, έφτασαν στο βασίλειο του Shen-shen μια χώρα τραχιά και ορεινή, με λεπτό και άγονο χώμα. Τα ρούχα των κοινών ανθρώπων είναι χοντρά, όπως αυτά που φοριούνται στον τόπο μας από τους Χαν και θα πρέπει να υπάρχουν στη χώρα πάνω από τέσσερις χιλιάδες μοναχοί, οι οποίοι ήταν όλοι οι μαθητές του Hinayana (Θεραβάντα).
Οι απλοί άνθρωποι ετούτου αλλά και των άλλων βασιλείων σε αυτή την περιοχή, καθώς και οι sramans (μοναχοί), όλοι εφάρμοζαν τους κανόνες της Ινδίας, μόνο που οι τελευταίοι με μεγαλύτερη ακρίβεια, ενώ οι πρώτοι πιο χαλαρά. Έτσι οι ταξιδιώτες που βρίσκονται σε όλα ετούτα τα βασίλεια, ακολουθούσαν το δρόμο από εδώ προς τα δυτικά, με τη διαφορά μόνο ότι ο καθένας είχε τη δική του ιδιαίτερη και βάρβαρη ομιλία. Οι μοναχοί, όμως, που είχαν παραιτηθεί από την κοσμική ζωή και εγκαταλείψει τις οικογένειές τους, ήταν όλοι μαθητές των ινδικών βιβλίων και της ινδικής γλώσσας.
Εδώ έμεναν για περίπου ένα μήνα, και στη συνέχεια συνέχιζαν το ταξίδι τους βορειοδυτικά, δεκαπέντε ημερών με τα πόδια, που τους έφερνε στη χώρα Woo-e (κοντά στην Kucha ή Karashahr στο βόρειο άκρο της λεκάνης Ταρίμ). Οι μοναχοί εδώ ήταν πολλοί αυστηροί με τους κανόνες, έτσι ώστε οι sramans (μοναχοί) από την περιοχή της Ts-in (δηλαδή της βόρειας Κίνας) ήταν όλοι απροετοίμαστοι για τους κανονισμούς αυτούς. Ο Fa-Hien, με επόπτη τον Foo Kung-sun, μπόρεσε και έμεινε με την παρέα του στο μοναστήρι για περισσότερο από δύο μήνες, και εδώ επανασυνδέθηκαν με τον Pao-Yun και τους συντρόφους του.
Στο τέλος αυτής της περιόδου, οι άνθρωποι της Woo-e ξεπέρασαν τα καθήκοντα της ευπρέπειας και της δικαιοσύνης, και αντιμετώπιζαν τους ξένους με τόσο φιλάργυρο τρόπο, ώστε οι Che-yen, Hwuy-keen, και Hwuy-wei, γύρισαν πίσω στη Kao-chang (κοντά στη Turfan), με την ελπίδα να βρουν εκεί τα απαραίτητα μέσα για να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Ο Fa-Hien και οι υπόλοιποι, όμως, με κάποια γενναιοδωρία από τον Foo Kung-sun, κατάφεραν να πάνε κατ’ ευθείαν προς τα εμπρός με νοτιοδυτική κατεύθυνση, αλλά βρήκαν τη χώρα όσο προχωρούσαν, ακατοίκητη. Οι δυσκολίες που ανέκυψαν κατά τη διέλευση των ρεμάτων και των ποταμών στην διαδρομή τους, καθώς και τα δεινά που υπέστησαν, ήταν άνευ προηγουμένου για την ανθρώπινη εμπειρία, αλλά μετά από διαδρομή ενός μηνός και πέντε ημερών, μπόρεσαν επιτέλους να καταλήξουν στη Yu-teen (Khotan).
Η Yu-teen, είναι ευχάριστο και ευημερούν βασίλειο, με άφθονο και ανθηρό πληθυσμό. Οι κάτοικοί του πρεσβεύουν το Νόμο μας, και ενώνονται όλοι μαζί όταν τραγουδάνε τη θρησκευτική μουσική για τη διασκέδασή τους. Οι μοναχοί ανέρχονται σε κάποιες χιλιάδες, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι οπαδοί του Mahyana. Όλοι προμηθεύονται τα τρόφιμά τους από το ίδιο μέρος. Σε όλη τη χώρα, τα σπίτια των ανθρώπων είναι ξεχωριστά σαν αστέρια και κάθε οικογένεια έχει μια μικρή στούπα μπροστά από την πόρτα του. Η μικρότερη από αυτές μπορεί να είναι είκοσι πήχες υψηλή, μπορεί και περισσότερο. Στα μοναστήρια φτιάχνουν δωμάτια και καταλύματα που διατίθενται σε όσους μοναχούς φθάνουν εκεί, και οι οποίοι εφοδιάζονται με ότι άλλο χρειάζονται.
Ο άρχοντας της χώρας φιλοξένησε τον Fa-hien και τους άλλους άνετα, και τους ικανοποίησε όλες τις επιθυμίες τους, σε ένα μοναστήρι που ονομάζεται Γομάτι (Gomati), της σχολής Μαχαγιάνα (Mahayana). Εδώ βρίσκονται προσκολλούμενοι τρεις χιλιάδες μοναχοί, οι οποίοι καλούνται για να γευματίσουν με τον ήχο ενός κουδουνιού. Όταν μπαίνουν στην τράπεζα, η συμπεριφορά τους χαρακτηρίζεται από ευλαβική σοβαρότητα και παίρνουν τις θέσεις τους με τάξη, σιωπηλοί. Κανένας ήχος δεν ακούγεται από τα κύπελλα της ελεημοσύνης και τα άλλα σκεύη. Όταν οποιοσδήποτε από αυτούς τους αγνούς ανθρώπους χρειάζεται τρόφιμα, δεν τους επιτρέπεται να φωνάξουν στους παρευρισκομένους γι 'αυτό, αλλά κάνουν μόνο σημάδι με τα χέρια τους.
Οι Hwuy-king, Tao-ching, και Hwuy-tah ξεκίνησαν απ’ εκεί για τη χώρα Keeh-cha, αλλά ο Fa-hien και οι άλλοι που επιθυμούσαν να δουν την περιφορά των εικόνων, παρέμειναν πίσω για τρεις μήνες. Υπάρχουν σε αυτή τη Χώρα τέσσερα μεγάλα μοναστήρια, χωρίς να υπολογίζονται τα μικρότερα. Ξεκινώντας από την πρώτη ημέρα του τέταρτου μήνα, σκουπίζουν και ρίχνουν νερό στους δρόμους μέσα στην πόλη, κάνοντας μεγάλη επίδειξη στις παρόδους και τα στενά σοκάκια. Πάνω από την πύλη της πόλης στήνουν μια μεγάλη σκηνή, στολισμένη με κάθε δυνατό τρόπο και μεγαλοπρέπεια, στην οποία ο βασιλιάς και η βασίλισσα, μαζί με τις κυρίες, όμορφα παραταγμένοι όλοι απολαμβάνουν την παραμονή και την ώρα τους.
Οι μοναχοί της μονής Γομάτι (Gomati), είναι οπαδοί Μαχαγιάνα τους οποίους σέβεται απεριόριστα ο βασιλιάς και έχουν το προβάδισμα από όλους τους άλλους στην πομπή. Σε μια απόσταση τριών έως τεσσάρων li (Κινεζική μονάδα μήκους, συνήθως πεντακόσια μέτρα, αλλά όχι πάντα) από την πόλη, είχαν μιαν άμαξα τετράτροχη, πάνω από τριάντα πήχεις ψηλή, που έμοιαζε με μεγάλη αίθουσα μοναστηριού η οποία κινείται κατά μήκος. Οι επτά πολύτιμες ουσίες (δηλαδή χρυσός, ασήμι, λάπις λάζουλι, βραχώδης κρύσταλλος, ρουμπίνια, διαμάντια ή σμαράγδια και αχάτης) εμφανίζονταν μεγαλειωδώς γύρω απ’ αυτή με μεταξωτές σερπαντίνες και στέγαστρα τριγύρω.
Η εικόνα του αρχηγού (προφανώς του Σακιαμούνι, Sakyamuni) βρισκόταν στη μέση της άμαξας, ενώ δύο Bodhisattvas ήταν παρόντες, μαζί με τα απαραίτητα devas (υπερφυσικά όντα στη Βουδιστική μυθολογία), όλα έξοχα σκαλισμένα πάνω σε χρυσό και ασήμι που κρέμονταν στον αέρα. Όταν η άμαξα βρισκόταν εκατό βήματα από την πύλη, ο βασιλιάς έβγαλε το στέμμα του κράτους, άλλαξε το μανδύα του με μια νέα στολή, και με γυμνά πόδια, κουβαλώντας στις λουλούδια στα χέρια και το θυμίαμα, και με δύο σειρές οπαδούς του, βγήκε έξω στην πύλη για να αντικρίσει την εικόνα και αφού υποκλίθηκε στο έδαφος με το κεφάλι και το πρόσωπό του, έκανε το αφιέρωμα, και στη συνέχεια σκόρπισε τα λουλούδια και έκαψε το λιβάνι.
Όταν η εικόνα εισήλθε από την πύλη, η βασίλισσα και οι λαμπρές κυρίες μαζί της, σκορπούσαν όλα τα είδη των λουλουδιών γύρω, τα οποία αφού βρισκόντουσαν για λίγο στον αέρα, έπεφταν ακολούθως στο έδαφος. Με αυτόν τον τρόπο, καθετί γινόταν για να αναδείξει την αξιοπρέπεια της στιγμής. Οι άμαξες των μοναστηριών ήταν διαφορετικές και το καθένα μοναστήρι είχε τη δική του μέρα για την πομπή. Η τελετή ξεκινούσε την πρώτη ημέρα του τέταρτου μήνα και τελείωνε τη δέκατη τέταρτη, μετά την οποία ο βασιλιάς και η βασίλισσα επέστρεφαν στο παλάτι. Επτά ή οκτώ li προς τα δυτικά της πόλης, υπάρχει αυτό που ονομάζεται Νέα Μονή του βασιλιά, η κατασκευή του οποίου διήρκεσε ογδόντα χρόνια και πάνω από τρεις βασιλείες.
Μπορεί να είναι 250 πήχεις ψηλή, πλούσια σε κομψά σκαλίσματα και ένθετες εργασίες, που καλύπτεται εξωτερικά με χρυσό και ασήμι, και τελειωμένη εξ ολοκλήρου με συνδυασμό όλων των πολύτιμων υλικών. Κάπου πίσω βρίσκεται μια αίθουσα για το Βούδα υψίστης μεγαλοπρέπειας και ομορφιάς, της οποίας τα δοκάρια, οι κολώνες, οι πόρτες και τα παράθυρα, είναι όλα επικαλυμμένα με φύλλα χρυσού. Εκτός από αυτό, τα διαμερίσματα για τους μοναχούς είναι επιβλητικά και κομψά διακοσμημένα, που δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψουν και εκφράσουν. Όταν οι πομπές των εικόνων στον τέταρτο μήνα τελείωσαν, ο Sang-Shao μόνος του ακολούθησε έναν Τάταρο και αναχώρησε για την Kophene (περιοχή της Καμπούλ).
Ενώ ο Fa-hien και οι άλλοι τράβηξαν μπροστά προς το βασίλειο της Tsze-hoh (το Μπαλτιστάν του βόρειου Πακιστάν), που τους πήρε είκοσι πέντε ημέρες για να φθάσουν. Ο βασιλιάς της ήταν σθεναρός οπαδός του νόμου μας και είχε γύρω του περισσότερους από χίλιους μοναχούς, κυρίως οπαδούς της Μαχαγιάνα. Εδώ οι ταξιδιώτες παρέμειναν για δεκαπέντε ημέρες και στη συνέχεια κατευθύνθηκαν νότια για τέσσερις ημέρες, έως τα βουνά Ts'ung-ling, και έφθασαν στη χώρα του Yu-hwuy, όπου σταμάτησαν. Μετά πήγαν στους λόφους για είκοσι πέντε ημέρες, κι ύστερα στη Keeh-cha (Skardu, μια πόλη προς τα ανατολικά στη Ladak), όπου επανασυνδέθηκαν με Hwuy-kingκαι δύο συντρόφους του…
Η χώρα που είναι ανάμεσα στους λόφους και το κρύο, δεν παράγει τα άλλα δημητριακά και μόνο το σιτάρι ωριμάζει. Υπάρχει επίσης ένα δόντι του Βούδα, και περισσότεροι από χίλιοι μοναχοί και μαθητές τους, όλοι οπαδοί του Hinayana. Στα ανατολικά αυτών των λόφων τα ρούχα των καθημερινών ανθρώπων είναι από χοντροκομμένα υλικά. Οι κανόνες που τηρούνται από τους μοναχούς, είναι αξιοσημείωτοι, αλλά πολλοί για να τους αναφέρουμε εδώ αναλυτικά. Καθώς πηγαίνετε προς τα εμπρός σε αυτά τα βουνά, τα φυτά, τα δέντρα και τα φρούτα είναι όλα διαφορετικά από εκείνα της γης των Χαν, με εξαίρεση μόνο το μπαμπού, το ρόδι και το ζαχαροκάλαμο.
Από εδώ, οι ταξιδιώτες πήγαν δυτικά προς τη Βόρεια Ινδία, και αφού βρισκόντουσαν στο δρόμο για ένα μήνα, κατάφεραν περάσουν όλο το εύρος των βουνών Κρεμμύδι (Onionmountains). Το χιόνι βρίσκεται πάνω τους τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι. Υπάρχουν επίσης ανάμεσά τους δηλητηριώδεις δράκοι οι οποίοι όταν προκληθούν, φτύνουν από εμπρός δηλητηριώδεις ανέμους, και προκαλούν βροχές από το χιόνι και καταιγίδες άμμου και χαλικιού. Απ’ εκεί δεν γλυτώνει ούτε ένας στους δέκα χιλιάδες. Οι άνθρωποι της χώρας αποκαλούν την περιοχή με το όνομα ''Τα βουνά του Χιονιού''. Όταν οι ταξιδιώτες τα πέρασαν, βρέθηκαν στη Βόρεια Ινδία και αμέσως μετά τα σύνορα σε ένα μικρό βασίλειο που ονομαζόταν T'o-Leih, όπου υπήρχαν πολλοί μοναχοί, όλοι οπαδοί του Hinayana.
Οι ταξιδιώτες συνέχισαν προς τα νότια-δυτικά για δεκαπέντε ημέρες στους πρόποδες των βουνών και ακολουθώντας την πορεία τους. Ο δρόμος ήταν δύσκολος και τραχύς, μια όχθη εξαιρετικά απόκρημνη ήταν μπροστά εκεί, ένας βράχος σαν λόφος, 10.000 πήχεις από τη βάση. Όταν κάποιος πλησίαζε την άκρη του, τα μάτια του γίνονταν ασταθή και αν ήθελε να πάει προς την ίδια κατεύθυνση, δεν υπήρχε μέρος στο οποίο θα μπορούσε να στηρίξει το πόδι του. Από κάτω ήταν τα νερά του ποταμού που ονομαζόταν Ινδός. Σε παλαιότερες εποχές οι άνδρες είχαν δημιουργήσει λαξευμένα μονοπάτια κατά μήκος των βράχων και διένεμαν σκάλες, συνολικά εφτακόσιες, στο κάτω μέρος του οποίου υπήρχε μια κρεμαστή γέφυρα από σχοινιά, μέσω της οποίας μπορούσες να διασχίσεις τον ποταμό που είχε πλάτος ογδόντα βημάτων.
Οι μοναχοί ρώτησαν τον Fa-hien αν θα μπορούσαν να μάθουν, πότε ο βουδισμός πήγε προς τα ανατολικά. Εκείνος απάντησε: ''Όταν ρώτησα τους ανθρώπους αυτών των χωρών γι αυτό, όλοι είπαν ότι τους είχε παραδοθεί από τους πατέρες τους, από παλιά και ότι μετά τη δημιουργία της εικόνας του Μαϊτρέγια Μποντισάτβα, υπήρχαν Ινδοί μοναχοί που διέσχισαν αυτό το ποτάμι, κουβαλώντας μαζί τους σούτρες και Βιβλία Πειθαρχίας''. Τώρα η εικόνα αυτή συστάθηκε περισσότερο από τριακόσια χρόνια μετά την Νιρβάνα του Βούδα, που εντοπίζεται στα χρόνια της βασιλείας του βασιλιά Ping της δυναστείας Chow. Σύμφωνα με αυτό, μπορούμε να πούμε ότι η διάδοση των μεγάλων δογμάτων μας στα ανατολικά ξεκίνησε από τη δημιουργία αυτής της εικόνας.
Γνωρίζουμε μια αλήθεια ότι το άνοιγμα ενός τέτοιου δρόμου και η διάδοση δεν είναι έργο ενός ανθρώπου, κι έτσι το όνειρο του Αυτοκράτορα Ming των Χαν είχε σωστή αιτία και αφορμή ( Εδώ αναφέρεται στην πεποίθηση ότι ένα όνειρο του αυτοκράτορα Χαν το 61 μ.Χ., τον οδήγησε να αναζητήσει το Βουδισμό και να τον καθιερώσει στην Κίνα). Μετά τη διέλευση του ποταμού, οι ταξιδιώτες έφτασαν στο βασίλειο Woo-chang (Udyana, βόρεια του Punjab), τμήμα πράγματι της Βόρειας Ινδίας. Οι άνθρωποι όλοι χρησιμοποιούν τη γλώσσα της Κεντρικής Ινδίας, και Κεντρική Ινδία είναι αυτό που πρέπει να ονομάζουμε ''Μέσο Βασίλειο'' (Middle Kingdom).
Το φαγητό και τα ρούχα των κοινών ανθρώπων είναι τα ίδια με αυτά του Κεντρικού Βασιλείου, ενώ οι αρχές του Βουδισμού, βρίσκονται σε άνθηση. Υπάρχει μια παράδοση ότι όταν ο Βούδας ήρθε στην Βόρεια Ινδία, ήρθε σε αυτόν εδώ τον τόπο, και ότι εδώ άφησε ένα αποτύπωμα του ποδιού του. Οι Hwuy-king, Hwuy-tah καιTao-ching, προχώρησαν προς την κατεύθυνση της πατημασιάς του Βούδα στη χώρα Nagara, αλλά ο Fa-hienκαι οι άλλοι παρέμειναν στο Woo-Chang όλο το καλοκαίρι, κι όταν έφυγαν κατέβηκαν νότια και έφτασαν στη χώρα Soo-ho-na. Σε αυτή τη χώρα επίσης, ο Βουδισμός είναι ανθηρός.
Οι ταξιδιώτες, προχωρώντας κάτω και ανατολικά, μέσα σε πέντε μέρες έφτασαν στη χώρα της Gandhara, ο τόπος όπου βασίλευε ο γιος του Ασόκα (ο μεγάλος προστάτης του Βουδισμού τον τρίτο αιώνα π.Χ.). Λέγεται ότι όταν ο Βούδας ήταν ένας Μποντισάτβα, έδωσε τα μάτια του και για έναν άλλο άνθρωπο εδώ (άλλος ένας μύθος Jataka) και στο σημείο εκείνο έχει ανεγερθεί μια μεγάλη στολισμένη στούπα με στρώματα από πλάκες χρυσού και ασημιού. Οι άνθρωποι της χώρας ήταν κυρίως οπαδοί του Hinayana. Επτά μέρες ταξίδι από αυτό το σημείο προς τα ανατολικά, έφερε τους ταξιδιώτες στο βασίλειο των Τάξιλα (Taxila), που σημαίνει ''το κομμένο κεφάλι'' στη γλώσσα της Κίνας.
Εδώ, όταν ο Βούδας ήταν Μποντισάτβα, έδωσε το κεφάλι του σε έναν άνθρωπο (άλλος μύθος Jataka), και από αυτό το γεγονός, το βασίλειο πήρε το όνομά του.Πηγαίνοντας για δύο ημέρες ανατολικότερα, ήρθαν στον τόπο όπου ο Βούδας έριξε το σώμα του για να ταΐσει ένα πεινασμένο τίγρη (Mahasattva Jataka). Σε αυτά τα δύο μέρη έχουν κατασκευαστεί μεγάλες στούπες, όλες στολισμένες με στρώματα πολύτιμων ουσιών. Οι βασιλείς, οι υπουργοί και οι άνθρωποι των βασιλείων συναγωνίζονται όλοι τριγύρω κάνοντας τις προσφορές τους. Πηγαίνοντας προς τα νότια από την Gandhara, οι ταξιδιώτες σε τέσσερις ημέρες έφτασαν στο βασίλειο του Purushapura (Πεσαβάρ, Peshawar).
Παλαιότερα, όταν ο Βούδας ταξίδευε στη χώρα αυτή με τους μαθητές του, είπε στον Ανάντα: ''Μετά την παρι-νιρβάνα μου, θα υπάρξει ένας βασιλιάς που θα ονομάζεται Kanishka (ο περίφημος Αυτοκράτορας της δυναστείας Kushan, 127 - 151 μ.Χ.), ο οποίος σε αυτό το σημείο θα οικοδομήσει μια στούπα (Στο Βουδισμό, παρι-νιρβάνα είναι η πλήρης νιρβάνα η οποία εμφανίζεται μετά το θάνατο κάποιου στον οποίο έχει επιτευχθεί πλήρης αφύπνιση). Πράγματι απ’ όλες τις στούπες και ναούς που είδαν οι ταξιδιώτες, δεν υπήρχε καμία συγκρίσιμη με αυτή στην ομορφιά, ομορφιά και μεγαλείο.
Σύμφωνα με μια φράση, αυτή είναι η καλύτερη στούπα στη Jambudvipa. Μπορεί να υπάρχουν εκεί περισσότεροι από επτακόσιοι μοναχοί. Κοντά στο μεσημέρι παίρνουν το κύπελλό τους και μαζί με τους κοινούς ανθρώπους κάνουν τις προσφορές κι ύστερα λαμβάνουν το μεσημεριανό γεύμα τους.
Η ΤΡΙΤΗ ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ
Έτσι, οι Σογδιανοί δεν ήταν οι μόνοι ταξιδιώτες κατά μήκος των πολλαπλών μονοπατιών και διακλαδώσεων του Δρόμου του Μεταξιού. Ινδοί, Κινέζοι και ιδιαίτερα Πέρσες χρησιμοποιούσαν επίσης τα δρομολόγια για πολλούς και φυσικά, διαφορετικούς σκοπούς. Αλλά οι Σογδιανοί έπαιξαν τον κυριότερο ρόλο κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων όταν η Κίνα ήταν πολιτικά κατακερματισμένη. Ακόμη και μετά το 589, όταν η Κίνα ήταν και πάλι ενωμένη σε μια ενιαία αυτοκρατορία, οι Σογδιανοί συνέχισαν να είναι σημαντικοί ρυθμιστικοί παράγοντες της κυκλοφορίας κατά μήκος των οδών της Κεντρικής Ασίας.
Πράγματι, προσηλυτίστηκαν γρήγορα σχετικά στο Ισλάμ και αποδείχθηκαν κρίσιμος παράγοντας στην προώθηση της νέας θρησκείας, ώστε αυτή να γίνει σχεδόν οικουμενικά αποδεκτή, παράλληλα βεβαίως και με την ανάπτυξη του ισλαμικού πολιτισμού. Ήταν αυτοί που συνδύασαν έξυπνα το σθένος του Ισλάμ και της Δεύτερης Κινεζικής Αυτοκρατορίας, που οδήγησε τελικά στην επόμενη ή την τρίτη, όπως αποκαλείται, ηρωική εποχή της δραστηριότητας του Δρόμου του Μεταξιού. Η Τρίτη χρυσή εποχή του Δρόμου του Μεταξιού διήρκεσε από το 600 έως το 850 περίπου, μια περίοδος που συνέπεσε περίπου χρονικά με τη δεύτερη Αυτοκρατορία της Κίνας (τη δυναστεία των Sui από 589 έως 618, και τη δυναστεία των Tang από 618 έως 907).
Ήταν, όταν μια επανενωμένη Αυτοκρατορική Κίνα και ένας ταχύτατα αναπτυσσόμενος Ισλαμικός κόσμος, δημιούργησε ένα ολόκληρο σύστημα συνδεδεμένων μεταξύ των οντοτήτων, που εκτεινόταν σε ολόκληρη την Ευρασία και ακόμα τη Βόρεια Αφρική. Ήταν μια εποχή κατά την οποία η Κίνα άνοιξε τον εαυτό της προς τον υπόλοιπο κόσμο, ενώ ο Δρόμος του Μεταξιού διέθετε τους ιεραποστόλους, καθώς και τους εμπόρους με βολικά δρομολόγια προς το Μέσο Βασίλειο. Η Βουδιστική επιρροή συνέχισε να ρέει προς την Κίνα, ειδικά οι μορφές της οι οποίες σήμερα είναι γνωστές ως Μαχαγιάνα Βουδισμός. Η περίοδος από το 600 έως περίπου το 850 μ.Χ., δικαίως αποκαλείται Περίοδος του Κινέζικου Βουδισμού.
Αλλά και άλλες θρησκείες που επίσης υπόσχονταν σωτηρία, καθιερώθηκαν την εποχή εκείνη στην Κίνα, αλλά με πολύ λιγότερο σημαντικούς τρόπους. Ο Μανιχαϊσμός, όπως είδαμε, μια πίστη του μεσανατολικού χώρου η οποία εμφανίστηκε τον τρίτο αιώνα μ.Χ., με ηγέτη τον Πέρση θρησκευτικό μεταρρυθμιστή Μανιχαίο ή Μάνη, συνδύασε και ανάμειξε στο Χριστιανισμό στοιχεία του Ζωροαστρισμού, Ιουδαϊσμού, Χριστιανισμού και του Βουδισμού, και ταξίδεψε στα δυτικό ρου της Κίνας με τη μεσολάβηση κυρίως των Σογδιανών εμπόρων. Το θρησκευτικό σύστημα που εμπνεύστηκε και προώθησε ο Μάνης, έχει περιγραφεί ως μια ''εναλλακτική Χριστιανική εκκλησία, η οποία υπήρξε εν ζωή για περισσότερα από χίλια χρόνια με οπαδούς σε χώρες που εκτείνονταν από τον Ατλαντικό ως τον Ειρηνικό Ωκεανό''.
Έτσι οι Σογδιανοί ήταν αυτοί που επίσης εισήγαγαν τον Μανιχαϊσμό στα διάφορα Τουρκικά φύλα που κατοικούσαν στις πόλεις-οάσεις του Δρόμου του Μεταξιού. Μια Τουρκική φυλή, οι Ουιγούροι, καθιέρωσαν ένα είδος μερικής Μανιχαϊστικής κατάστασης στην πόλη Turfan στα δυτικά σύνορα της Κίνας, και μερικοί ιεραπόστολοι του Μανιχαϊσμού πήγαν στην πρωτεύουσα Chang-an της δυναστείας των Tang (618 - 907), όπου εγκαταστάθηκαν μέσα σε κοινότητες αλλοδαπών, αλλά δεν κατάφεραν τελικά να προσελκύσουν πολλούς πιστούς. Άλλες θρησκείες σωτηρίας, ταξίδεψαν επίσης στην Κεντρική και την Ανατολική Ασία, εκτός από τη Μέση Ανατολή.
Και συγκεκριμένα η αρχαία Περσική θρησκεία του Ζωροαστρισμού, και πάλι χάρη στους Σογδιανούς, και βεβαίως το γνωστό δόγμα του Χριστιανισμού το οποίο είναι γνωστό ως Νεστοριανισμός, σύμφωνα με το οποίο ο Ιησούς Χριστός υπήρξε με τη μορφή δύο προσώπων, ο άνθρωπος Ιησούς και ο Θεϊκός γιος του Θεού, και όχι ως ενιαίο πρόσωπο. Σήμερα οι οπαδοί της θρησκείας αυτής, αναφέρονται ως Συριακή Εκκλησία. Η αρχαιότερη γνωστή Νεστοριανή ιεραποστολή η οποία έφτασε στην Κίνα, ήταν αυτή του έτους 635, στην Chang'an.
Για πολλούς αιώνες οι Νεστοριανοί Χριστιανοί έκτιζαν τις εκκλησίες τους στην Κίνα και απολάμβαναν τα πλεονεκτήματα της Αυτοκρατορικής χορηγίας μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα, όταν η Κίνα έκλεισε μεγάλο αριθμό Βουδιστικών μοναστηριών και βεβαίως μαζί με αυτά και πολλά άλλα ξένα θρησκευτικά ιδρύματα. Αλλά ακριβώς το χρόνο κατά τον οποίο οι Αυτοκράτορες της δυναστείας Τανγκ (Tang) γύριζαν την πλάτη τους σε μια σειρά ξένων θρησκευτικών επιρροών στην Κίνα, οι Κινέζοι ξαφνικά βρέθηκαν να πληροφορούνται οι ίδιοι ότι μια νέα και άκρως δυναμική θρησκεία έκανε την εμφάνισή της στη Δύση, το Ισλάμ, και την οποία επαγγέλονταν οι διάφοροι περιπλανώμενοι έμποροι, περιφερόμενοι ιεραπόστολοι και αποφασιστικοί στρατοί.
Νωρίς στην περίοδο διακυβέρνησης των Tang, το 634 για να είμαστε ακριβείς, το Ισλάμ εξερράγη κυριολεκτικά και σκόρπισε έξω από την Αραβική Χερσόνησο, ενώ οι πιστοί στρατοί του κατελάμβαναν, ταχύτατα και βίαια, εδάφη που έως τότε αποτελούσαν μέρος του δυτικού και κεντρικού τμήματος του Δρόμου του Μεταξιού. Στα 651 μ.Χ. η Αυτοκρατορία των Σασσανιδών της Περσίας έπεσε στα χέρια του Αραβικού στρατού του Ισλάμ, ενώ το 750 οι Μουσουλμάνοι είχαν προχωρήσει και περάσει τη Σογδιανή και την κοιλάδα του Ινδού ποταμού της βορειοδυτικής Ινδίας.
Η διαδικασία εξισλαμισμού των λαών των οποίων τα εδάφη κατακτήθηκαν ήταν πολύ πιο αργή και σταδιακή διαδικασία, αλλά την εποχή που η δυναστεία των Αββασιδών (750 - 1258 μ.Χ.) καθιέρωσε ως πρωτεύουσά του τη Βαγδάτη το 762, το Ισλάμ γινόταν και ήταν οσονούπω μια σημαντικότατη παγκόσμια θρησκεία που περιελάμβανε πολλούς λαούς και εδάφη. Οι Μουσουλμάνοι έμποροι, Άραβες, Σογδιανοί, Πέρσες και Τούρκοι έκαναν την παρουσία τους όλο και πιο συχνά και αριθμητικά σε όλο το μήκος του Δρόμου του Μεταξιού, ενώ οι Ισλαμικές κοινότητες των Αράβων και των Περσών και οι έμποροι, προωθήθηκαν προς τη δυτική και βόρεια Κίνα, καθώς και στις πόλεις-οάσεις πέρα από το διάδρομο της Gansu, όπου η Κίνα είχε κάποια σχετική, αλλά επισφαλή έως τότε, ηγεμονία.
Ακόμη πιο σημαντικό όμως είναι το γεγονός ότι επειδή το Ισλάμ στις αρχές του 8ου αιώνα εκτεινόταν από την Κεντρική Ασία έως και την Ισπανία και τη δυτική Βόρεια Αφρική, η εμβέλεια του Δρόμου του Μεταξιού ήταν σαφώς μεγαλύτερη και συναγωνιζόταν άνετα την εποχή των Χαν της Κίνας και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αν και θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ίσως να ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Στη δυτική Ευρασία, ο Σκανδιναβικός κόσμος των Βίκινγκς και ο Φράγκικος Χριστιανικός κόσμος, ενώθηκαν με το επίκεντρο του Βυζαντινού κόσμου στην Κωνσταντινούπολη, ως αποδέκτες αλλά και ως συνεισφέροντες στην μετακίνηση και τις ανταλλαγές του Δρόμου του Μεταξιού.
Στην ανατολική Ευρασία, η Ιαπωνία η οποία επηρεάστηκε βαθιά από την κουλτούρα της δυναστείας των Tang κατά τη διάρκεια του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα, έγινε επίσης αποδέκτης των επιρροών του Δρόμου του Μεταξιού και βεβαίως όλων των αγαθών. Τα εμπορεύματα που μεταφέρονταν στα σπίτια κατά τη διάρκεια της εποχής της Δεύτερης Κινεζικής Αυτοκρατορίας, ήταν πολλά και ποικίλα. Τα σταφύλια και η τέχνη της οινοποιίας βρήκαν το δρόμο τους έως την Κίνα ως συνέπεια της ταχείας επέκτασης του Μέσου Βασιλείου στα Τουρκικά και Ιρανικά εδάφη της Δύσης. Πράγματι, η οινοποιία έγινε μια νέα βιομηχανία στην Κίνα, και οι σταφίδες, επίσης, έγιναν αναπόσπαστο μέρος της Κινεζικής δίαιτας.
Άλλα νέα τρόφιμα που έφτασαν στην Κίνα εκείνη την περίοδο, συμπεριελάμβαναν το σπανάκι, κάποια είδη από λάχανα, πράσα, φιστίκια, καρύδια, ρόδια, διάφορα πεπόνια, και ενδεχομένως το ζαχαρότευτλο. Από τη Δύση έφτασαν επίσης μερικά φυτά, όπως οι χουρμαδιές και οι κρόκοι σαφράν. Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής, και κυρίως πριν από τα μέσα του 8ου αιώνα, Άραβες, Ινδοί και Πέρσες γιατροί και επιστήμονες, Βραχμάνοι ιερείς, και μουσικοί και χορευτές από την εσωτερική Ασία και πέρα, συνωστίζονταν στο δυτικό τμήμα της Chang-an, όπου σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς πάνω από 5.000 αλλοδαποί ήταν μαζεμένοι και έμεναν σε αυτή την πόλη των σχεδόν δύο εκατομμυρίων κατοίκων.
Οι γνώσεις και οι τέχνες τους, όχι μόνο γονιμοποίησαν την Κινεζική κουλτούρα, αλλά, όπως ήδη ελέχθη, η Κίνα υπηρέτησε ως ενδιάμεσος σταθμός, μεταδίδοντας αυτές τις ξένες επιρροές σε μεγάλο μέρος της υπόλοιπης Ασίας, και ειδικά της Ιαπωνίας. Πολλοί ταξιδιώτες από μακριά επισκέπτονταν την Κίνα, αλλά το Μέσο Βασίλειο είχε επίσης τους δικούς του ταξιδιώτες, με γνωστότερο το Βουδιστή μοναχό, Xuanzang. Μεταξύ του 629 και 645, ο Xuanzang ταξίδεψε περίπου 10.000 χιλιόμετρα από την Chang'an στην Ινδία και πίσω, κατά μήκος των διαφόρων δρομολογίων του Δρόμου του Μεταξιού, εις αναζήτηση ιερών Βουδιστικών κειμένων.
Στο ταξίδι της μετάβασης του, αυτός ο εικοσιεπτάχρονος λόγιος μοναχός ταξίδεψε στο σημερινό Αφγανιστάν, όπου είδε και αντιμετώπισε με δέος και σεβασμό τα δύο κολοσσιαία αγάλματα (53 και 35 μέτρων αντιστοίχως), του Βούδα του Μπαμιγιάν, τα οποία καταστράφηκαν από τους Ταλιμπάν, το Μάρτιο του 2001, ως ''είδωλα''. Τα αγάλματα αυτά, στην κοιλάδα του Μπαμιγιάν στο Αφγανιστάν, ήταν ιερά έργα τέχνης της εποχής του 3ου ως 10ου αιώνα. Βρίσκονταν ψηλά σε υψόμετρο 2.500 μέτρων, λαξεμένα σε βράχους της κοιλάδας Μπαμιγιάν, ενώ ήταν μοναδικά στο είδος τους και αναπαρίσταναν τον Βούδα όρθιο.
Μετά λοιπόν την διαφυγή από ληστές και πολλούς άλλους παρεμφερείς κινδύνους που αντιμετώπισε ο Xuanzang, έφτασε στην Ινδία το φθινόπωρο του 630, μετά από ένα ταξίδι που είχε ήδη διαρκέσει έναν ολόκληρο χρόνο. Όπως όλοι οι ταξιδευτές μακρινών και μεγάλων αποστάσεων στον Δρόμο του Μεταξιού, είχε σπάσει και διαιρέσει το ταξίδι του με αρκετά εκτεταμένες στάσεις και διαμονή στις πόλεις-οάσεις, όπου ξεκουραζόταν και ανακτούσε τις δυνάμεις του ώστε να μπορέσει να συνεχίσει και επιτελέσει την αποστολή του απρόσκοπτα. Μόλις έφτασε στην Ινδία, έλαβε μέρος σε σχετικά προσκυνήματα, σπούδασε, δίδαξε, έγραψε και φυσικά άρχισε να συλλέγει μανιωδώς γραφές.
Σε τρεις ξεχωριστές περιπτώσεις, ο Xuanzang πέρασε εκτεταμένες χρονικές περιόδους στο μοναστήρι Ναλάντα (Nalanda), το πιο διάσημο βουδιστικό μοναστήρι στον κόσμο και ένα φημισμένο κέντρο Βουδιστικών, Ινδουιστικών και κοσμικών μελετών. Το μοναστήρι Ναλάντα βρίσκεται στο Ινδικό κρατίδιο του Μπιχάρ, περίπου 55 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Πάτνα, και ήταν Βουδιστικό κέντρο μάθησης από τον πέμπτο ή έκτο αιώνα μ.Χ. έως το 1197 μ.Χ. οπότε λεηλατήθηκε και καταστράφηκε από Τουρκικής καταγωγής Μουσουλμάνους εισβολείς υπό τον στρατηγό Bakhtiyar Khalji, το 1193.
Η βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Ναλάντα ήταν τόσο μεγάλη, που έχει αναφερθεί ότι έκαιγε συνεχόμενα για τρεις μήνες αφού οι εισβολείς της έβαλαν φωτιά, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα περικλειόμενα μοναστήρια, και οδήγησαν τους μοναχούς έξω και μακριά από αυτή την τοποθεσία. Στη μονή αυτή, η οποία είχε ήδη ιστορία περίπου επτά αιώνων, οι μοναχοί και οι άλλοι σπουδαστές και μελετητές ερχόντουσαν από μακρινές χώρες και μέρη, όπως τη Σουμάτρα, το Θιβέτ, την Κεϋλάνη, την Κίνα, τη Μογγολία και την Ιαπωνία. Εδώ μελετούσαν τις Βουδιστικές γραφές, τα ιερά Ινδουιστικά βιβλία, Σανσκριτική λογοτεχνία, μαθηματικά, αστρονομία και ακόμα μια μεγάλη ποικιλία άλλων θεμάτων.
Τον Απρίλιο του 643,ο Xuanzang άρχισε το ταξίδι της οδυνηρής επιστροφής στην Κίνα, στο οποίο έχασε πενήντα ιερά βιβλία ενώ περνούσε τον Ινδό ποταμό, δραπέτευσε από μια ομάδα ληστών, έχασε έναν ελέφαντα ενώ διέσχιζε ένα πέρασμα στα ψηλά βουνά Παμίρ, και φυσικά υπέστη τα επακόλουθα του ταξιδιού μέσα στην έρημο. Αυτός ο μοναχός, ο οποίος δικαίως μάλλον έχει χαρακτηριστεί ως το ''Κόσμημα της Αυτοκρατορίας'', επέστρεψε στη χώρα του φέρνοντας μαζί του μεγάλο αριθμό ιερών κειμένων, αγαλμάτων και λειψάνων. Εκεί ευθύς αμέσως άρχισε και προχώρησε μαζί με μια ομάδα άλλων μοναχών, στη μετάφραση αυτών των γραφών στα Κινέζικα.
Όλες αυτές οι μεταφρασμένες γραφές στη συνέχεια στεγάστηκαν στην Μεγάλη Παγόδα της Άγριας Χήνας (GreatWild GoosePagoda), στην Chang-an, μια Ινδικής εμπνεύσεως πέτρινη δομή την ανέγερση της οποίας διέταξε ο Αυτοκράτορας Gaozong κατόπιν σχετικού αιτήματος του Xuanzang.
ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΑΞΙΔΙΩΝ ΤΟΥ XUANZANG
Είναι κάπως δύσκολο, μάλλον αδύνατο, σήμερα να εκτιμήσουμε, έστω και κατά προσέγγιση, τις επιπτώσεις που είχαν οι παραπάνω ενέργειες και περιπέτειες του Xuanzang στην ανάπτυξη του κινεζικού Βουδισμού, όπως επίσης και του βιβλίου του ''Μια αναφορά των εδαφών της Δύσης'' (A Record of the Lands of the West), ενός εκ των καλυτέρων ταξιδιωτικών βιβλίων του κόσμου, όλων των εποχών. Επιπλέον δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας, ότι οι περιπέτειες και τα ανδραγαθήματα του Xuanzang, εισήλθαν αργά αλλά σταδιακά και βρήκαν τη δέουσα θέση τους στο δαιδαλώδες σώμα της Κινεζικής λαογραφίας, και έγιναν στην Κίνα ισοδύναμο του Σεβάχ του Αραβικού κόσμου, αποδίδοντας σε αυτόν αναρίθμητες φανταστικές περιπέτειες.
Στα τέλη του 16ου αιώνα, κυκλοφόρησε ένα τεράστιο μυθιστόρημα βασισμένο σε αυτά τα παραμύθια, με τίτλο ''Ταξίδι στη Δύση''.Οι κριτικοί στις μέρες μας, το συγκρίνουν ευνοϊκά με την Οδύσσεια, το Δον Κιχώτη και τις περιπέτειες του Χάκλμπερυ Φιν, ως πραγματικό αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας το οποίο περιστρεφόταν γύρω από ένα επικό ταξίδι. Αλλά και σήμερα ο Xuanzang παραμένει αρκετά δημοφιλής στη σύγχρονη Κίνα, όπου τα κατορθώματά του γιορτάζονται σε όπερα, κόμικς και βεβαίως να μη λησμονήσουμε και την αποτελεσματική στις μέρες μας, τηλεόραση.
Εκτός από τους ταξιδιώτες όμως, κι ένας αριθμός ιδεών και τεχνολογικών συσκευών που κατασκευάζονταν εκεί, εξάγονταν από την Κίνα στη Δύση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι διαδικασίες της μεταφοράς και οι ημερομηνίες άφιξης στη Δύση είναι ασαφείς, αλλά κάποια από αυτά τα γεγονότα είναι αρκούντως σαφή. Πριν από το 730 μ.Χ., η Δύση είχε λάβει τον αναβολέα, μια συσκευή η οποία προφανώς αναπτύχθηκε στο 4ο αιώνα στην Κίνα, ενώ γύρω στα 900 και πιθανώς πολύ πριν από τότε, η Ευρώπη έλαβε τη χειράμαξα και το σκληρό κολάρο του αλόγου.
Ο LynnWhite, στο έργο του ''Μεσαιωνική τεχνολογία και κοινωνικές αλλαγές'' (Medieval Technology and Social Change), προσφέρει την ενδιαφέρουσα υπόθεση ότι η φεουδαρχική τάξη των Ευρωπαίων στον Μεσαίωνα προερχόταν τελικά από τον αναβολέα του αλόγου. Μετά την άφιξη του αναβολέα στην Ευρώπη από τον όγδοο αιώνα και εντεύθεν και την υπεροχή που έδωσε στο άλογο και τις πανοπλίες του στους πολέμους γενικώς, το κράτος προχώρησε σε επιχορηγήσεις γης σε αντάλλαγμα την υπόσχεση να του διατίθενται ιππότες και τα αντίστοιχα άλογα όταν τους χρειαζόταν στις πολεμικές συρράξεις.
Ο ελεύθερος στρατιώτης με τσεκούρι της μάχης, έπαψε πλέον να είναι ο στυλοβάτης της στρατιωτικής δύναμης του κράτους. Το τελικό αποτέλεσμα όλων αυτών των παραμέτρων, ήταν η διανομή της γης στους υποτελείς, και η δημιουργία μιας πολεμικής ελίτ, η οποία επρόκειτο να έχει βαθιά επίδραση στη δυτική κοινωνία και την ιστορία της. Στην Ευρώπη, η εισαγωγή του αναβολέα και της σχετικής τεχνολογίας γύρω από το άλογο και την πανοπλία του, ήταν από τα θέματα άμεσης προτεραιότητας. Αλλά και στην Κίνα, η εμφάνιση του αναβολέα οδήγησε επίσης σε σημαντικές αλλαγές, ιδίως στην μέθοδο του πολέμου και της στρατιωτικής γενικώς οργάνωσης της αυτοκρατορίας.
Λίγο αργότερα, κάποια στιγμή στο 11ο αιώνα, η Ευρώπη δέχτηκε τη βαλλίστρα ή τόξο, το οποίο οι Κινέζοι είχαν αναπτύξει πολλούς αιώνες νωρίτερα για την καταπολέμηση των νομάδων της στέπας. Στα μέσα του 12ου αιώνα οι Ευρωπαίοι έλαβαν ακόμα, μέσω των Μουσουλμάνων, τους οποίους όμως πολέμησαν στις Σταυροφορίες, τον καταπέλτη ή αντισταθμισμένη σφεντόνα πυροβολικού. Σε άλλη μια πάλι περίοδο, δέχτηκαν τη μαγνητική πυξίδα, μέσω όμως μουσουλμάνων μεσαζόντων. Ακόμα πιο αργότερα, στις αρχές του 14ου αιώνα, πήραν και την πυρίτιδα ή μπαρούτι.
Η πυρίτιδα δημιουργήθηκε στην Κίνα, ενδεχομένως, στο 9ο αιώνα και από τον 12ο αιώνα, οι Κινέζοι τη χρησιμοποιούσαν για να δημιουργήσουν βόμβες, χειροβομβίδες και να προχωρήσουν σε ανατινάξεις, κυρίως βραχωδών περιοχών. Στην Ευρώπη, αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1326 - 1327. Αυτά τα δύο τελευταία στοιχεία, η πυξίδα και πυρίτιδα, έγιναν στη συνέχεια επαναστατικές συσκευές στα χέρια των υποψιασμένων Δυτικο- Ευρωπαίων. Η ιδέα για μια τρίτη επαναστατική συσκευή, αυτή της εκτύπωσης, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει προέλθει από την Κίνα, η οποία είχε πιεστήρια για αιώνες πριν αναπτυχθεί η τεχνική στη Δύση γύρω στα 1450, χωρίς όμως να αποκλείεται ότι ο ευρωπαϊκός Τύπος δεν απετέλεσε και ανεξάρτητη εφεύρεση.
Αλλά σίγουρα το χαρτί εισήχθη στην Ευρώπη μέσω του Ισλαμικού κόσμου κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα, περίπου 1.200 χρόνια μετά την εφεύρεσή του στην Κίνα. Βεβαίως μερικές ιδέες και διαδικασίες κινήθηκαν αργά μεταξύ των εμπορικών δρόμων της Ευρασίας. Η τέχνη της κατασκευής χαρτιού, που ήρθε στη Σαμαρκάνδη από την Κίνα μάλλον τον 7ο αιώνα, ήταν από καιρό ξεχασμένη, αλλά αναβίωσε σχετικά πρόσφατα με τη συνδρομή της Ουνέσκο. Σήμερα το περίφημο χαρτί της Σαμαρκάνδης γίνεται και πάλι με τον παραδοσιακό τρόπο σε ένα ειδικά κατασκευασμένο παραδοσιακό μύλο σε μια ιδανική τοποθεσία χάριν της παρουσίας ενός ποταμού δέκα χιλιόμετρα μακριά και ανατολικά από το κέντρο της Σαμαρκάνδης.
Εδώ, όπως και πριν από πολλούς αιώνες, μπορεί κανείς να δει με τα ίδια του τα μάτια την διαδικασία παραγωγής του διάσημου χαρτιού της Σαμαρκάνδης, σύμφωνα με την παλιά τεχνολογία που ξαναήλθε στην επιφάνεια. Για μεγάλο χρονικό διάστημα η Σαμαρκάνδη ήταν διάσημη για τα προϊόντα της, όπως τα χαλιά, την κλωστοϋφαντουργία και το χαρτί. Το πρώτο εργοστάσιο χαρτοποιίας στη μυθική πόλη της Βαγδάτης, εμφανίστηκε μόλις μισό αιώνα μετά την ημερομηνία παραγωγής χαρτιού στη Σαμαρκάνδη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το χαρτί της Σαμαρκάνδης με την υψηλή του ποιότητα, βγαίνοντας στις αγορές, έβγαλε γρήγορα από τη μέση τα ανταγωνιστικά είδη του Αιγυπτιακού χαρτιού και του δέρματος.
Ο συγγραφέας, φιλόσοφος και λόγιος του Ουζμπεκιστάν, Αλισέρ Ναβάι, πρέπει να πούμε με την ευκαιρία, ότι ονόμασε το χαρτί ''φτερά που απλώνονται γύρω από τις σκέψεις των σοφών''. Το βιβλίο εφευρέθηκε από τους Κινέζους μεταξύ του έτους 71 π. Χ. και 21 μ.Χ. Αρχικά χρησιμοποιούνταν ίνες μεταξιού για την παραγωγή χαρτιού οι οποίες ομογενοποιούνταν, έως ότου μετατραπούν σε ενιαία μάζα. Στη συνέχεια η μάζα αυτή υποβαλλόταν σε φιλτράρισμα μέσα από μια λεπτή οθόνη μπαμπού και μόλις στέγνωνε διαμορφωνόταν σε ένα φύλλο χαρτιού. Αυτή είναι η γενική αρχή του χαρτιού που περιγράφεται από τους Κινέζους. Όλες οι παραγωγές χαρτιού μέχρι πρόσφατα, είχαν ως βάση αυτή τη γενική αρχή.
Ήταν επίσης δυνατόν να γίνουν φύλλα χαρτιού από φρέσκα μπαμπού, μουριά, ιτιά, κάνναβη, καθώς και από διάφορα κουρέλια και παλιά δίχτυα αλιείας. Αφού τοποθετηθεί το υλικό σε ένα πέτρινο δοχείο, αναμειγνύεται με νερό έως ότου μετατραπεί σε υγρό πολτό. Ο τελευταίος τοποθετείται σε μια φόρμα και ανακατεύεται σε όλες τις κατευθύνσεις έτσι ώστε οι ίνες να γίνουν ένα και να αποτελέσουν ένα φύλλο χαρτιού. Όταν το νερό στραγγίσει, το υγρό φύλλο χαρτιού αφαιρείται προσεκτικά, τοποθετείται σε ένα πλαίσιο και αποξηραίνεται στον ήλιο. Η δέσμη των φύλλων στη συνέχεια τοποθετείται κάτω από ένα ξύλινο πιεστήριο για να λάβει το απαραίτητο επίπεδο και ευθυγραμμισμένο σχήμα.
Οι συνταγές της χαρτοποιίας παρέμειναν πάντοτε σημαντικά κρατικά μυστικά. Όμως η λεγόμενη βιομηχανική κατασκοπεία υπήρχε ήδη και στην αρχαιότητα. Έτσι, το 610 το μυστικό της χαρτοποιίας μεταφέρθηκε από τους Βουδιστές μοναχούς Donkho και Godzo στην Κορέα και την Ιαπωνία. Το 650 οι στρατιώτες που διέφυγαν της Κινεζικής αιχμαλωσίας, όπου είχαν εργαστεί εκεί σε πρωτόγονα εργοστάσια παραγωγής χαρτιού, ξεκίνησαν να κάνουν το ίδιο και εδώ στη Σαμαρκάνδη. Το χαρτί της Σαμαρκάνδης και της επαρχίας Χορασάν κατασκευαζόταν τόσο πετυχημένα από παλιά χνουδωτά υφάσματα, της Σαμαρκάνδης κυρίως από ίνες μουριάς, ώστε εξοστράκισαν δεόντως από την αγορά, τις άλλες ποικιλίες χαρτιού.
Το άσπρο χαρτί συνήθως κατασκευαζόταν από λευκασμένα κουρέλια με τη συμπλήρωση της απαραίτητης ποσότητας αμύλου. Το έγχρωμο χαρτί φυσικά είχε από τότε μεγάλη ζήτηση. Για παράδειγμα, το σκούρο μπλε χαρτί ήταν το χρώμα της λύπης και της θλίψης αφού χρησιμοποιούνταν για τη αναγραφή των θανατικών ποινών. Το κόκκινο χρώμα σηματοδοτούσε την ευτυχία και την ανθρωπιά, έτσι ώστε όποιος έδειχνε τη συμπόνια του για κάτι, ανέγραφε τις σκέψεις και τα συναισθήματά του σε χαρτί με αυτό το χρώμα. Το κίτρινα βαμμένο χαρτί με σαφράν, δήλωνε ιδιαίτερη τιμή και χρησιμοποιούνταν για την αναγραφή διαταγμάτων και ειδικών παραγγελιών.
Τα έγχρωμα χαρτιά βεβαίως, όπως άλλωστε και σήμερα, χρησιμοποιούνταν για διάφορες διακοσμήσεις. Ο Αμίν Μααλούφ, γνωστός καθολικός Λιβανέζος συγγραφέας, στη δική του ''Σαμαρκάνδη'' ήξερε και γι αυτό άλλωστε έβαλε τον Αμπού Ταχέρ να εξηγεί με ύφος συνήθους πλανόδιου πωλητή προσπαθώντας να κρύψει από τον Ομάρ Καγιάμ την έκδηλη συγκίνησή του: ''Αυτό που βλέπεις είναι Κινέζικο καγκέζ, το καλύτερο χαρτί που βγήκε ποτέ από εργαστήριο της Σαμαρκάνδης. Το έφτιαξε ειδικά για μένα ένας Εβραίος της συνοικίας του Ματουρίντ, σύμφωνα με μια πανάρχαια συνταγή βασισμένη αποκλειστικά στην άσπρη μουριά. Άγγιξέ το, είναι σαν μετάξι''.
Κι ο Ομάρ Καγιάμ ανοίγοντάς το, βλέπει μόνο διακόσιες πενήντα έξι άγραφες σελίδες, χωρίς ακόμα ούτε ζωγραφιές, ούτε ποιήματα, ούτε σχόλια στα περιθώρια και διακοσμητικά σχεδιαγράμματα. Και συνεχίζει ο Αμίν Μααλούφ: ''Φύλαξε τούτο το βιβλίο. Κάθε φορά που ένας στίχος θα σχηματίζεται στο μυαλό σου, που θα πλησιάζει τα χείλη σου προσπαθώντας να ακουστεί, γράφε τον καλύτερα σε αυτές τις σελίδες'', καταλήγοντας: ''Που να ξερε ο καδής πως με αυτά τα λόγια του, θα γινόταν η αιτία να γεννηθεί ένα από τα πιο καλοφυλαγμένα μυστικά στην ιστορία των γραμμάτων; Ότι θα περνούσαν οκτώ αιώνες πριν η ανθρωπότητα ανακαλύψει την υπέροχη ποίηση του Ομάρ Καγιάμ, πριν τιμηθούν τα Ρουμπαγιάτ του σαν ένα από τα πιο πρωτότυπα λογοτεχνικά έργα όλων των αιώνων, πριν μαθευτεί επιτέλους η παράξενη μοίρα του Χειρογράφου της Σαμαρκάνδης''.
Οι Κινέζοι εφηύραν το χαρτί στα 49 π. Χ. και άρχισαν τη χρήση του ως γραφικής ύλης στο 105 μ.Χ. Μέχρι τον έβδομο αιώνα, η χρήση του χαρτιού εξαπλώθηκε ανατολικά στην Ιαπωνία και δυτικά προς τη Σαμαρκάνδη, την εποχή περίπου που το Ισλάμ άρχισε να εξαπλώνεται έξω από τα στενά περιθώρια της Μέσης Ανατολής και της Αραβικής Χερσονήσου. Κάτω από την διακυβέρνηση των Αράβων, η Σαμαρκάνδη έγινε σημαντικό κέντρο παρασκευής χαρτιού. Στη συνέχεια βέβαια πήραν τη σκυτάλη και τη σειρά οι πόλεις της Βαγδάτης, της Δαμασκού κι ακόμα της Αλεξάνδρειας, στις εκβολές του πλούσιου σε πάπυρο, Δέλτα του Νείλου. Η χρήση έτσι του χαρτιού, αργά αλλά σταθερά, βάδιζε προς τα δυτικά.
Χαρτί γινόταν στο Κάιρο από το 10ο αιώνα, στην Τυνησία και στην Ισλαμική Ισπανία από τον 11ο αιώνα. Τα Πυρηναία όρη μάλλον δεν τα διέσχισε στο μεγάλο δρόμο του προς την Ευρώπη, αλλά ακολούθησε τη διαδρομή μέσω της Ισλαμικής Σικελίας προς την Ιταλία, γύρω στα 1268. Και οι δύο γραφές, Εβραϊκή και Ισλαμική, είχαν γίνει σε περγαμηνή και, το σπουδαιότερο, ήταν κάπως απρόθυμες να συνεχίσουν σε κάτι τόσο μικρό, όπως το χαρτί, παρά την διαγνωσμένη του δύναμη και αντοχή. Η ροή του χαρτιού στην Ευρώπη επίσης, πρέπει να πούμε ότι επιβραδύνθηκε από τους Χριστιανούς, οι οποίοι αρχικά θεωρούσαν και αποκάλεσαν την τεχνολογία, άπιστη.
Η Κεντρική Ευρώπη δεν υιοθέτησε το χαρτί μέχρι τον 14ο αιώνα και η Αγγλία μόνο προς το τέλος του 15ου αιώνα. Κάπου στα 1578 είχε φτάσει στη Ρωσία μετά από μακρύ ταξίδι - αγκύλη από την Κίνα, μέσω της Σαμαρκάνδης, στους Άγιους Τόπους, στη Βόρεια Αφρική, στην Ευρώπη και τελικά στη Μόσχα. Λοιπόν, για να επανέλθουμε, και μετά το πέρας της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, η Κίνα συνέχισε να είναι η οικονομική υπερδύναμη του Αφρο-Ευρασιατικού κόσμου, αλλά η συνολική δραστηριότητα κατά μήκος των διαδρομών του Δρόμου του Μεταξιού έγινε λιγότερο σημαντική για ένα μεγάλο μέρος της επόμενης περιόδου της κινεζικής ιστορίας η οποία έμεινε γνωστή ως η εποχή Song (960-1279), η οποία ονομάστηκε έτσι λόγω της δυναστείας Σονγκ, που κυβερνούσε την Κίνα.
Παραδόξως, αυτή η συρρίκνωση της δραστηριότητας κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού συνέβη σε μια στιγμή κατά την οποία η Κίνα με τη βιομηχανική παραγωγή, εμπορική δραστηριότητα και το εξαγωγικό εμπόριο, βρισκόταν σε τόσο υψηλό επίπεδο, που πράγματι θα ζήλευαν άλλες περίοδοι. Η εξήγηση βεβαίως ήταν και είναι μάλλον απλή! Απλώς κατά τη διάρκεια της εποχής των Song, οι Κινέζοι έμποροι αλλά και όσοι ταξίδευαν προς την Κίνα, χρησιμοποιούσαν ολοένα και περισσότερο τις θάλασσες και το θαλάσσιο εμπόριο, αφού αυτό ήταν απείρως ασφαλέστερο και φθηνότερο, σε αντίθεση με τις ημέρες του Faxian.
Το γεγονός ότι η λεγόμενη προσωρινή πρωτεύουσα της Νότιας δυναστείας Σονγκ (1127 - 1279) ήταν το πολύβουο λιμάνι της πόλης της Hangzhou (όταν η μόνιμη πρωτεύουσα στην ενδοχώρα της Kaifeng ξεπεράστηκε, απαξιώθηκε και κατελήφθη από ανθρώπους προερχόμενους από τις στέπες, γνωστοί ως Jurchen), υποδηλώνει τη σημασία του θαλάσσιου εμπορίου στην Κίνα. Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής, η κινεζική ναυτική τεχνολογία οδηγούσε αποφασιστικά τις σχετικές εξελίξεις σε ολόκληρο τον γνωστό κόσμο.
ΤΖΕΚΙΝΣ ΧΑΝ ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΟΓΓΟΛΩΝ 13ος ΑΙΩΝΑΣ μ.Χ.
Η Αυτοκρατορία των Μογγόλων 13ος αιώνας μ.Χ.
· Κατά την πρώτη δεκαετία του 1200 μ.Χ, ο Τζέκινς Χαν νικά τα αντίπαλα γένη των Μογγόλων και εδραιώνει την εξουσία του, καταφέρνει έτσι να επιβάλει την ενοποίηση των Μογγολικών φυλών. Το 1206 μ.Χ, ανακηρύσσεται οικουμενικός ηγεμόνας όλων των Μογγόλων. Ως προσωπικότητα συνδύαζε την ωμή βαρβαρότητα και την αμείλικτη σκληρότητα με την μεγαλοφυή ικανότητα στη στρατιωτική οργάνωση, την δεινότητα ως κυβερνήτης και τη δεξιότητα ως νομοθέτης.
· Διέταξε να καταγράφονται οι νόμοι, ώστε οι δικαστές μελετώντας τους να βοηθούνται στο έργο τους. Οι ηθικοί κανόνες απαγόρευαν: την αυτοδικία, τη μοιχεία, το σοδομισμό, την κλοπή, την ψευδομαρτυρία, την προδοσία, τη μαγεία, την ανυπακοή προς τους ανωτέρους, το πλύσιμο σε τρεχούμενο νερό (ανιμιστική προκατάληψη). Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ποινή που προβλέπονταν ήταν ο θάνατος. Ωστόσο, στα θέματα θρησκείας, οι κανόνες ήταν πιο ελαστικοί και επιεικείς, καθένας μπορούσε να διατηρεί τη δική του πίστη και να ασκεί τη λατρεία της, αρκεί να αναγνώριζε ως υπέρτατη εξουσία το Μεγάλο Χάνο.
· Από το 1207 μ.Χ, η έλλειψη επαρκών εκτάσεων για βοσκότοπους, αποτελεί λόγο της έναρξης επιδρομών. Έτσι, οι Μογγόλοι αρχικά σαρώνουν το γειτονικό βασίλειο Σι-Χία.
· Το 1215 μ.Χ, διασπούν την άμυνα του σινικού τείχους, καταλαμβάνουν την πόλη Τσονγκτού και λεηλατούν τα ανάκτορα. Ακολουθούν τρομερές σφαγές και διάλυση της Αυτοκρατορίας των Τσιν.
· Ο Τζέκινς Χαν, προσλαμβάνει ως σύμβουλο, τον Κινέζο Μογγολικής καταγωγής Γε Λου Τσουτστάι. Αυτός ασκεί θετική επιρροή επάνω του, αποτρέποντάς τον από περιττές καταστροφές και αποθαρρύνοντας τον να μετατρέψει τους ορυζώνες της Κίνας σε βοσκότοπους. Του υποδεικνύει το όφελος της φορολογίας εάν το εμπόριο συνέχιζε να ανθεί. Στα επόμενα 17 έτη, ο στρατηγός του Μουκάλι, κυριαρχεί σε όλη τη βόρεια Κίνα.
· Το 1217 μ.Χ, ο στρατηγός Τζεμπέ, υποτάσσει το βασίλειο Καρά Κιτάυ.
· Κατόπιν, οι Μογγόλοι επιτίθενται με τρομερή αγριότητα στην Αυτοκρατορία Χορασίμ. Όσοι από τους κατοίκους των πόλεων γλίτωναν από τη σφαγή, χρησιμοποιούνταν σαν ασπίδα στην επόμενη πολιορκία. Όσο πιο παρατεταμένη ήταν μια πολιορκία και σθεναρή η αντίσταση των κατοίκων, τόσο πιο μεγάλη ήταν η ωμότητα των εισβολέων, μετά την κατάληψη της πόλης.
· Μετά την κατάληψη της πόλης Νισαπούρ, οι Μογγόλοι έφτιαξαν έξω από την πόλη τρεις διαφορετικές πυραμίδες από κρανία, μία από κρανία αντρών, μία από κρανία γυναικών και μία από κρανία παιδιών.
· Στη συνέχεια κατανικούν Αρμένιους, Γεωργιανούς, Τούρκους Κιπτσάκους και Βούλγαρους του Άνω Βόλγα.
· Το 1223 μ.Χ, σταθεροποιούν τη θέση τους σε Ουκρανία - Κριμαία. Ενώ νικούν συνολικά στρατούς 20 διαφορετικών κρατών.
· 1227 μ.Χ, ο Τζεκινς Χαν πεθαίνει.
· Το 1229 μ.Χ, ο γιός του Τζέκινς Χαν Ουγκεντέι, διαδέχεται τον πατέρα του. Αυτός ολοκληρώνει την κατάκτηση της βόρειας Κίνας και υποτάσσει την Κορέα.
· Ο εγγονός του Τζέκινς Χαν Μπατού εισβάλει στη Ρωσία. Το 1240 μ.Χ, λεηλατεί το Κίεβο.
· Το 1241 μ.Χ, οι Μογγόλοι νικούν τους Πολωνούς, σαρώνουν Σιλεσία και Μοραβία και καταλαμβάνουν την Ουγγαρία.
· Το 1241 μ.Χ, ο θάνατος του Μεγάλου Χάνου Ογκεντέι αναγκάζει τους Μογγόλους να αναβάλουν την εισβολή τους στην κεντρική Ευρώπη και να επιστρέψουν στην Ασία για την εκλογή διαδόχου.
· Το 1251 μ.Χ, ανακηρύσσεται Μεγάλος Χάνος, ο εγγονός του Τζέκινς Χαν Μόνγκε. Αυτός επεκτείνει τα σύνορα της Αυτοκρατορίας τόσο δυτικά όσο και ανατολικά. Ολοκληρώνεται η κατάκτηση της δυτικής Ασίας και εξολοθρεύονται οι Σιίτες Ασσασίνοι.
· Το 1258 μ.Χ, καταλαμβάνεται η Βαγδάτη, ο ιστορικός Μακριζί αναφέρει τον θάνατο 2.000.000 ανθρώπων και ανάμεσα τους του Χαλίφη, ηγέτη του Μουσουλμανικού κόσμου.
· Το 1259 μ.Χ, ο Μεγάλος Χάνος Μόνγκε πεθαίνει.
· Το 1260 μ.Χ, 10.000 Μογγόλοι ηττώνται από υπέρτερες δυνάμεις των Μαμελούκων της Αιγύπτου, υπό τον σουλτάνο Κουτούζ. Αυτή η πρώτη τους στρατιωτική ήττα έχει τεράστια σημασία για τη διάλυση της φήμης των αήττητων Μογγόλων στρατιωτών. Στη συνέχεια οι Μαμελούκοι προσαρτούν τη Συρία, απωθώντας τους Μογγόλους πίσω από τον Ευφράτη. Το 1264 μ.Χ, ο Κουμπλάι Χαν επικρατεί, σε εμφύλιο πόλεμο διαδοχής, του αδελφού του Αρίκ Μπογκ και ανακηρύσσεται Μεγάλος Χάνος. Ωστόσο, τα χανάτα της Χρυσής Ορδής και του Τσαγκατάι, αμφισβητούν ανοιχτά την εξουσία του.
· Ο Κουμπλάι Χαν, έχοντας ανατραφεί με κινέζικη παιδεία, επιδιώκει να δημιουργήσει έναν νέο εκλεπτυσμένο Μογγόλικο πολιτισμό. Επηρεασμένος από τον Κινέζικο πολιτισμό, χτίζει τη χειμερινή του πρωτεύουσα κοντά στα ερείπια της κατεστραμμένης Τσενγκτού. Η πόλη εντυπωσιάζει για τον πλούτο της, τη διακόσμηση και τη ρυμοτομία της.
· Το 1279 μ.Χ, ολοκληρώνει την κατάκτηση της Κίνας, με την κατάλυση της Αυτοκρατορίας των Σονγκ.
· Το 1275 μ.Χ, ο Κουμπλάι Χαν γνωρίζει τον Μάρκο Πόλο και τον κρατά 17 έτη στην υπηρεσία του. Ο Μάρκο Πόλο, εντυπωσιάζεται από την Κίνα και εγκωμιάζει την προσωπικότητα του Κουμπλάι και τη γενναιοδωρία του. Ωστόσο, στα 23 έτη της βασιλείας του οι Κινέζοι έγιναν γενικά φτωχότεροι.
· Η κοινωνική ιεραρχία της Κίνας του Κουμπλάι, είχε ως εξής:
- Στην κορυφή υπήρχε η στρατιωτική ελίτ των Μογγόλων, που ανέρχονταν σε εκατοντάδες χιλιάδες και ήταν απαλλαγμένοι από τη φορολογία.
- Ακολουθούσαν οι προνομιούχοι ξένοι (Πέρσες, Τούρκοι κ.λ.π.), οι οποίοι ήταν έμποροι, επιχειρηματίες, κρατικοί λειτουργοί και ήταν επίσης απαλλαγμένοι από τη φορολογία.
- Οι Κινέζοι υπηκόοι Σονγκ.
Οι 2 τελευταίες τάξεις αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία, με τους Τσιν να κατέχουν μεγαλύτερη εύνοια έναντι των Σονγκ, από τους Μογγόλους.
· Επί Κουμπλάι Χαν, η διαχείριση της Αυτοκρατορίας υπήρξε κακή, καθώς οι νομάδες Μογγόλοι ελάχιστη πείρα είχαν από διοίκηση πόλεων και από σταθερή διαμονή. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν ατυχείς εκστρατείες. Το ιππικό των Μογγόλων αποδείχτηκε αναποτελεσματικό στις ζούγκλες της νοτιοανατολικής Ασίας. Επιπλέον, 2 εκστρατείες εναντίον της Ιαπωνίας απέτυχαν. Ειδικά στη δεύτερη, που πραγματοποιήθηκε το 1281 μ.Χ, δεκάδες χιλιάδες Μογγόλοι σκοτώθηκαν ή υποδουλώθηκαν.
· Το 1294 μ.Χ, ο Κουμπλάι Χαν πεθαίνει, χωρίς να καταφέρει να εκδικηθεί για την καταστροφή στην Ιαπωνία.
· Σε λιγότερο από 100 χρόνια (1368 μ.Χ), οι Μογγόλοι χάνουν την κυριαρχία τους πάνω στην Κίνα.
· Στα τέλη του 13ου μ.Χ αιώνα, έχει ήδη αρχίσει η παρακμή σε όλα τα Μογγολικά χανάτα.
· Στο Ιλχανάτο της Περσίας, οι κατακτητές υποτάχτηκαν στον πολιτισμό των κατακτημένων. Οι Μογγόλοι εξισλαμίστηκαν και το Ιλχανάτο επιβίωσε για 80 χρόνια.
· Το χανάτο της Χρυσής Ορδής, υπήρξε ανθεκτικότερο και γνώρισε σχετική ευημερία. Στο εσωτερικό οι διάφορες τοπικές δυναστείες μπορούσαν να κρατήσουν τους θρόνους τους, καταβάλλοντας φόρους. Το τελευταίο Μογγολικό κράτος στην Κριμαία, διαλύθηκε από τους Ρώσους τον 18ο αιώνα.
· Το χανάτο Τσαγκατάι, εξασθενεί λόγω συγκρούσεων μεταξύ των οπαδών της παράδοσης της Ανατολής και αυτών που ασπάστηκαν τον Μωαμεθανισμό.
· Το 1369 μ.Χ, η εμφάνιση του Ταμερλάνου, που θα κυριαρχήσει στο Τσαγκατάι και τη Χρυσή Ορδή,σηματοδοτεί το τέλος της καθεαυτό Μογγολικής κυριαρχίας.
· Στις αρχές του 15ου αιώνα, οι κατακτητές είχαν αφομοιωθεί σε τέτοιο βαθμό που έπαψαν να υπάρχουν ως ξεχωριστό φύλο.
· Στη Ρωσία, αναμίχθηκαν με Τούρκους, Σλάβους και Φίννους, για να αποτελέσουν ένα Τουρκόφωνο φύλο, που καταχρηστικά αποκαλείται Τάταροι.
· Στην κεντρική Ασία, έπαψαν να ξεχωρίζουν από λαούς Τούρκικης ή Πέρσικης προέλευσης.
· Οι Μογγόλοι, επέβαλαν την κυριαρχία τους στους 2 πιο αναπτυγμένους πολιτισμούς του κόσμου, αλλά η συμβολή τους στη διακυβέρνηση, τις επιστήμες, τις τέχνες ήταν μηδαμινή. Το μόνο που διέδωσαν, ήταν νέες πολεμικές τέχνες.
· Ωστόσο, η απεραντοσύνη της Αυτοκρατορίας τους (η μεγαλύτερη σε έκταση που γνώρισε μέχρι τότε ο κόσμος) επέτρεψε την εκτεταμένη κυκλοφορία των αγαθών, γνώσεων και ιδεών.
· Η Μογγολική κατοχή της Κίνας, επέφερε κύμα ξενοφοβίας και η Κίνα ξανακλείστηκε στον εαυτό της.Όμως, η δύση είχε οριστικά γνωρίσει και θαυμάσει τον πλούτο και τα επιτεύγματα της Ανατολής.
Συμπεράσματα
1. Από τις αρχές του 13ου μ.Χ αιώνα, ο γνωστός κόσμος θα γνωρίσει την επέκταση και την εδραίωση της μεγαλύτερης σε έκταση Αυτοκρατορίας που υπήρξε ποτέ. Ωστόσο, η Μογγολική κυριαρχία πιθανά κατέχει και μια άλλη θλιβερή πρωτιά, αυτή της μαζικής ωμής βίας χωρίς προηγούμενο. Πυραμίδες κρανίων στήνονταν έξω από τις κατακτημένες χώρες, οι αιχμάλωτοι χρησίμευαν απλά σαν ανθρώπινη ασπίδα για την επόμενη επιδρομή. Η μικρή σημασία που έδιναν οι Μογγόλοι για την ανθρώπινη ζωή, αντανακλάται και στο δίκαιο, στο οποίο ο θάνατος ήταν η πιο συχνή καταδίκη για τα περισσότερα αδικήματα. Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελεί η ανεκτικότητά τους στα ζητήματα θρησκείας, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι παρέμενε ανεπηρέαστη η υποταγή στο Μεγάλο Χάνο.
2. Ο άνθρωπος που κατάφερε να ενώσει τις ανυπότακτες νομαδικές φυλές υπό ένα ηγεμόνα και να ξεκινήσουν μια σειρά επιδρομών και κατάλυσης Αυτοκρατοριών, ήταν ο Τζέκινς Χαν. Οι διάδοχοί του, επέκτειναν ακόμα περισσότερο τις κτήσεις τους, αλλά επήλθε η διαίρεση σε 4 μεγάλα χανάτα:
- 2ον του Τσαγκατάι (Μογγολία, κεντρική Ασία)
- 3ον το ιλχανάτο της Περσίας
- 4ον το χανάτο της Χρυσής Ορδής
Συνολικά οι Μογγόλοι επικράτησαν από την Κίνα έως την ανατολική Ευρώπη και από τη Ρωσία έως τον Ευφράτη. Η κεντρική και δυτική Ευρώπη γλύτωσε την κατάκτηση μάλλον συμπτωματικά, από το θάνατο του Μεγάλου Χάνου Ογκεντέι. Σημαντικότατο γεγονός για την αναχαίτιση της επέκτασής τους έπαιξε η πρώτη τους στρατιωτική ήττα από τους Μαμελούκους της Αιγύπτου του Σουλτάνου Κουτούζ το 1260 μ.Χ, όπως και οι 2 αποτυχημένες προσπάθειες του Κουμπλάι Χαν για επέκταση στην Ιαπωνία. Ειδικά στη δεύτερη το 1281 μ.Χ, οι Μογγόλοι γνώρισαν την πανωλεθρία με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και αιχμαλώτους που υποδουλώθηκαν.
3. Ωστόσο και τα 4 χανάτα, σε διάστημα ενός περίπου αιώνα πέρασαν στο στάδιο της παρακμής, με αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις την ενσωμάτωση των κατακτητών και την εξαφάνισή τους ως ξεχωριστό φύλο. Οι κύριοι λόγοι ήταν: Οι Μογγόλοι, που αποτελούσαν συνεχώς μετακινούμενο νομαδικό φύλο, κλήθηκαν να διοικήσουν περιοχές με συντριπτικά ανώτερο πολιτισμό, κάτι που εξάλλου τους ανάγκασε να αλλάξουν τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής τους. Βέβαια επικράτησαν πάνω στους 2 πιο προηγμένους πολιτισμούς της εποχής, της Κίνας και του Ισλάμ.
Η κυριαρχία αυτή όμως εν πολλοίς στηρίχτηκε στην ωμή βία και στην στρατιωτική αποτελεσματικότητα, ενώ από την άλλη η προσφορά τους σε ζητήματα πολιτισμού υπήρξε μηδαμινή. Οι επιπτώσεις του γεγονότος χαρακτηρίστηκαν από μια αμφισημία. Αφενός, οδήγησαν την Κίνα -που η ζωή των κατοίκων της χειροτέρεψε στα χρόνια της διακυβέρνησης του Κουμπλάι Χαν- πίσω στην εσωστρέφεια και στο κλείσιμο στον εαυτό της, αφετέρου η έκταση της Αυτοκρατορίας τους επέτρεψε την εκτεταμένη κυκλοφορία αγαθών, γνώσεων και ιδεών. Ίσως για πρώτη φορά η δύση γνώρισε τόσο καλά τα επιτεύγματα του πολιτισμού της ανατολής.
Η Εμφάνιση του Τζένγκις Χαν στην Ιστορία
Σε ένα έμπορο που ζούσε το 1200 μ.Χ., θα μπορούσε να φαίνεται, εάν το σκεφτόταν για λίγο, ότι το χρυσό αποκορύφωμα των χερσαίων εμπορικών δρόμων στα βάθη της Ασίας, κατά πάσα πιθανότητα, έλαβε οριστικό τέλος. Για να είμαστε όμως κάπως ακριβείς, οι άνθρωποι και τα εμπορεύματα εξακολουθούσαν να μετακινούνται κατά μήκος αυτών των διαδρομών, αλλά όχι στον τεράστιο όγκο και συχνότητα που γινόταν κάποτε.
Ποιος όμως μπορούσε να φανταστεί το 1200, ότι λίγα χρόνια αργότερα, το 1206, ένας Μογγόλος οπλαρχηγός, σπουδαίος πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης, θα ένωνε όλες τις φυλές των Μογγόλων, θα έπαιρνε το όνομα Τζένγκις Χαν (1162 - 1227), που παραπέμπει σε καθολικό και παγκόσμιο κυβερνήτη και θα ξεκινούσε μια σειρά αποστολών που θα οδηγούσε στη δημιουργία της μεγαλύτερης Αυτοκρατορίας στην ιστορία αυτού του πλανήτη, της Αυτοκρατορίας των Μογγόλων (1206 - 1227); Οι Μογγόλοι υπό τον Τζένγκις Χαν και των άμεσων διαδόχων του, απεδείχθησαν αιμοδιψείς προσωπικότητες οι οποίες πολεμούσαν και νικούσαν για τη χαρά της νίκης, αυτής καθεαυτής.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Τεμουζίν, και σε ηλικία δεκατριών χρονών έγινε αρχηγός τριάντα μογγολικών φυλών, μετά το θάνατο του πατέρα του. Συνάντησε βίαιη αντίδραση από το μέρος των υποτελών του φυλών, αλλά όταν παντρεύτηκε την κόρη του μεγάλου Χαν των Κοραϊτών Μογγόλων Ουνγκ και πήρε βοήθεια και υποστήριξη από αυτόν, γρήγορα επιβλήθηκε κι απέδειξε τις έξοχες στρατιωτικές του ικανότητες. Τόση μεγάλη ήταν η δύναμη που απέκτησε, ώστε ο πεθερός του άρχισε να φοβάται για την αρχή του και διέταξε να τον σκοτώσουν. Ο Τζένγκις Χαν όμως δραπέτευσε και κατόρθωσε μετά από πολλές συγκρούσεις να ανακηρυχθεί Χαν και να στραφεί ενάντια στην Κίνα.
Κατέλαβε το Πεκίνο κι ύστερα τη Μπουχάρα και τη Σαμαρκάνδη και έφτασε μέχρι τη Ρωσία. Πέθανε αφού νίκησε ολοκληρωτικά το βασιλιά της βορειοδυτικής Κίνας. Λόγω της έλλειψης γραπτών αρχείων, υπάρχουν λίγα στοιχεία σχετικά με την πρόωρη ζωή του Τεμουζίν. Οι λίγες πηγές που παρέχουν πληροφορίες σε αυτό το χρονικό διάστημα είναι συχνά συγκρουόμενες. Ο Τεμουζίν γεννήθηκε το 1162 ή το 1155 στο Delüün Boldog κοντά στο όρος Burkhan Khaldun και τα ποτάμια Onon και Kherlen στη σύγχρονη βόρεια Μογγολία, που δεν απέχει πολύ από την σημερινή πρωτεύουσα, Ουλάν Μπατόρ. Στο έργο Η Μυστική Ιστορία των Μογγόλων αναφέρεται ότι ο Τεμουζίν γεννήθηκε με έναν θρόμβο αίματος στη γροθιά του, ένα παραδοσιακό σημάδι ότι αυτός έμελλε να γίνει ένας μεγάλος ηγέτης.
Ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος γιος του πατέρα Yesügei, ο μεγάλος επικεφαλής μιας φυλής Μογγόλων της Kiyad και σύμμαχος της Toghrul Khan της φυλής Kerait, και ο μεγαλύτερος γιος της Hoelun, της μητέρας του.Σύμφωνα με τη Μυστική Ιστορία ο Τεμουζίν πήρε το όνομά του από ένα οπλαρχηγό, Temujin-UGG, τον οποίο ο πατέρας του είχε μόλις αιχμαλωτίσει. Το όνομα υποδηλώνει, επίσης, ότι μπορεί να έχουν καταγωγή από οικογένεια σιδηρουργών. Η φυλή του Yesukhei, του πατέρα του, ονομαζόταν Borjigin και η Hoelun, η μητέρα του, ήταν από την φυλή Olkhunut, κλάδο της φυλής Khongirad. Όπως και οι άλλες φυλές, ήταν νομάδες. Επειδή ο πατέρας του ήταν οπλαρχηγός, όπως και οι προκάτοχοί του, ο Τεμουζίν είχε ευγενή καταγωγή.
Αυτή η υψηλότερη κοινωνική θέση κατέστησε ευκολότερο να ζητήσει βοήθεια και τελικά να συγχωνεύσει τις άλλες φυλές Μογγόλων. Ο Τεμουζίν είχε τρία αδέλφια που ονομάζονταν Hasar, Hachiun και Temüge, μια αδελφή που ονομαζόταν Temülen, καθώς και δύο ετεροθαλείς αδελφούς που ονομάζονταν Behter και Belgutei. Όπως για πολλούς από τους νομάδες της Μογγολίας, τα παιδικά χρόνια του Τεμουζίν ήταν δύσκολα. Ο πατέρας του κανόνισε γάμο γι'αυτόν , και σε εννέα ετών, είχε παραδοθεί στην οικογένεια της μελλοντικής του συζύγου Börte, η οποία ήταν μέλος της φυλής Onggirat. Ο Τεμουζίν θα ζούσε εκεί μέχρι να φθάσει στην ηλικία γάμου των 12.
Ενώ κατευθυνόταν στο σπίτι, ο πατέρας του συνάντησε τη γειτονική φυλή, τους Τάταρους, οι οποίοι ήταν από καιρό εχθροί των Μογγόλων, και δηλητηριάστηκε από τα τρόφιμα που του προσέφεραν. Μόλις το έμαθε αυτό ο Τεμουζίν, επέστρεψε στο σπίτι για να διεκδικήσει τη θέση του πατέρα του ως αρχηγός της φυλής. Ωστόσο,η φυλή του πατέρα του αρνήθηκε να καθοδηγείται από ένα αγόρι τόσο νέο. Έτσι εγκατέλειψαν την Hoelun και τα παιδιά της, αφήνοντας τους χωρίς προστασία. Για τα επόμενα χρόνια, η Hoelun και τα παιδιά της ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας, επιβιώνοντας κυρίως με άγρια φρούτα καικουφάρια βοδιών και άλλα μικρά θηράματα τα οποία έπιαναν ο Τεμουζίν και τα αδέρφια του.
Σε μια κυνηγετική εξόρμηση ο δεκατετράχρονος Τεμουζίν σκότωσε τον ετεροθαλή αδελφό του Behter σε τσακωμό που προέκυψε από μια διαφωνία για την μοιρασιά της λείας. Το περιστατικό αυτό εδραίωσε τη θέση του. Σε ένα άλλο περιστατικό, γύρω στο 1177, συνελήφθη σε μια επιδρομή από τους πρώην συμμάχους του πατέρα του και κρατήθηκε αιχμάλωτος. Όμως με την βοήθεια ενός φρουρού (και μελλοντικού στρατηγού) ο Τεμουζίν κατάφερε να δραπετεύσει μέσα στην νύχτα και να κρυφτεί σε έναν ποταμό.Ήταν σε αυτό το διάστημα που οι Jelme και Bo'orchu, δύο από τους μελλοντικούς στρατηγούς του Τζένγκις Χαν, ένωσαν τις δυνάμεις τους μαζί του.
Εκείνη την εποχή, καμία από τις φυλές της Μογγολίας δεν ήταν ενωμένες πολιτικά και γάμοι κανονίζονταν για να δημιουργηθούν προσωρινές συμμαχίες. Ο Τεμουζίν μεγάλωσε παρατηρώντας το σκληρό πολιτικό κλίμα της Μογγολίας, το οποίο περιελάμβανε φυλετικές διαμάχες, κλεψιά, επιδρομές, τη διαφθορά και τις συνεχόμενες πράξεις εκδίκησης που πραγματοποιούνται μεταξύ των διαφόρων φυλών, με όλα να επιδεινώνονται με παρεμβολές από ξένες δυνάμεις, όπως από την Κινέζικη δυναστεία στο νότο. Η μητέρα του Τεμουζίν, η Hoelun, του δίδαξε πολλά μαθήματα για το ασταθές πολιτικό κλίμα της Μογγολίας, ιδιαίτερα για την ανάγκη για συμμαχίες.
Οι Μογγόλοι υπό τον Τζένγκις Χαν και των άμεσων διαδόχων του, από τα μέσα του 13ου αιώνα άρχισαν να εγκαθίστανται και να προσπαθούν κατά κάποιο τρόπο, να κυβερνήσουν την τεράστια Αυτοκρατορία που είχαν δημιουργήσει όλες εκείνες τις δεκαετίες. Αν και μπορεί όμως για πολλούς να φαίνεται ακραία οξύμωρο, από περίπου το 1260 έως περίπου το 1360, η Ευρασία βίωσε ένα φαινόμενο που οι ιστορικοί αποκαλούν Pax Mongolica, όπερ εστί μεθερμηνευόμενο ''Ειρήνητων Μογγόλων''. Για να εξασφαλισθεί όμως η πολυπόθητη ειρήνη, σταθερότητα και η συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων όλων των πολυποίκιλων φυλών που ένωσε, ο Τζένγκις Χαν εγκατέστησε μια στρατιωτική δομή η οποία είχε ως αντικειμενικό σκοπό την ενσωμάτωση όλων των λαών της Αυτοκρατορίας του.
Ο πληθυσμός χωρίστηκε σε μικρότερες μονάδες που ήταν υπεύθυνες για τη διατήρηση ενός ορισμένου αριθμού πολεμιστών έτοιμων ανά πάσα στιγμή ή όταν αυτό κρινόταν απαραίτητο, καταργώντας έτσι κάθε προηγούμενη φυλετική οργάνωση με τους δικούς της, η κάθε μία, άγραφους αλλά αυστηρούς, ως επί το πλείστον, νόμους. Επιπλέον, με διάταγμά του μπήκαν σε ισχύ πολλοί λεπτομερέστεροι νόμοι και δημιουργήθηκε μια αποτελεσματική διοικητική ιεραρχία. Έτσι ο Τζένγκις Χαν δημιούργησε την πιο εξελιγμένη κυβέρνηση από κάθε έθνος της στέπας μέχρι εκείνη την ιστορική στιγμή. Οι ορδές του αποδείχτηκαν οι πιο πειθαρχημένες, οι πιο ισχυρές και πιο φοβερές για τους αντιπάλους μέσα στις στέπες.
Όλα τ’ άλλα βεβαίως ανήκουν στην Ιστορία και λίγο πολύ, είναι γνωστά. Οι μάχες, οι κατακτήσεις εδαφών, οι συλλήψεις, οι θανατώσεις και οι πάσης φύσεως εξευτελισμοί των αντιπάλων, κ.ο.κ. Τον Αύγουστο του 1227, ο Τζένγκις Χαν πέθανε στην ηλικία των εξήντα ετών. Ο λόγος του θανάτου του παραμένει γενικώς άγνωστος, με τις σχετικές θεωρίες που κυμαίνονται από εσωτερικά τραύματα μετά από ένα ατύχημα σε κάποιο κυνήγι, μέχρι και την ελονοσία. Την εποχή του θανάτου του όμως, η Μογγολική Αυτοκρατορία εκτεινόταν από την Κίτρινη μέχρι την Κασπία Θάλασσα. Δεν υπάρχει άλλη Αυτοκρατορία στην ιστορία που να βίωσε τέτοια τρομακτική επέκταση στη διάρκειας ζωής ενός μόνον ανθρώπου.
Ο Τεμουζίν παντρεύτηκε την Μπόρτε όταν ήταν περίπου 16, προκειμένου να παγιώσει την συμμαχία μεταξύ των αντίστοιχων φυλών τους. Λίγο μετά το γάμο,η Börte απήχθη από τους Merkits. Ο Τεμουζίν την έσωσε με τη βοήθεια του φίλου του και μελλοντικού εχθρού του, Jamukha, της φυλής Kerait. Εννέα μήνες αργότερα, γέννησε έναν γιο, τον Jochi (1185 - 1226). Λόγω του γιου της, η Börte θα είναι η μόνο Αυτοκράτειρα του Τεμουζίν, αν και ο ίδιος θα ακολουθήσει την παράδοση με το να έχει πολλές συζύγους. Η Börte είχε τρεις γιους, τον Chagatai (1187 - 1241), τον Ögedei (1189 - 1241), και τον Tolui (1190 - 1232). Ο Τζένγκις Χαν είχε επίσης πολλά άλλα παιδιά με τις άλλες συζύγους του, αλλά αποκλείστηκαν από τη διαδοχή.
Ενώ τα ονόματα των γιων ήταν καταγεγραμμένα, από τις κόρες του δεν ήταν. Τα ονόματα τουλάχιστον έξι κορών είναι γνωστά, και ενώ έπαιξαν σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια της ζωής του, δεν έχουν επιζήσει έγγραφα που παρέχουν οριστικά τον αριθμό ή τα ονόματα από τις κόρες που γεννήθηκαν από τις συζύγους του Τζένγκις Χαν. Ο Τεμουζίν ήταν πιστός πάνω απ 'όλα, αλλά και έδινε αξία στην αδελφότητα. Ο Jamukha ήταν ένας από τους καλύτερους φίλους του Τεμουζίν όταν μεγάλωνε. Αλλά η φιλία τους δοκιμάστηκε αργότερα στη ζωή τους, όταν ο Τεμουζίν πάλευε να γίνει Χαν.Ο Jamukha είπε αυτό στον Τεμουζίν πριν πεθάνει:
"Τι σκοπιμότητα θα είχα να γινόμουν σύντροφός σου; Αντιθέτως, ορκισμένε αδερφέ, στη μαύρη νύχτα θα στοίχειωνα τα όνειρά σου, στη φωτεινή μέρα θα προβλημάτιζα την καρδιά σου. Θα ήμουν η ψείρα στο γιακά σου, θα γινόμουν η σκλήθρα στην πόρτα σου, όπως υπήρχε χώρος μόνο για έναν ήλιο στον ουρανό, υπήρχε χώρος μόνο για έναν Μογγόλο άρχοντα " .
Ήταν ανεξίθρησκος και ενδιαφερόταν να μάθει φιλοσοφικά και ηθικά διδάγματα από άλλες θρησκείες. Για να το καταφέρει, συμβουλεύτηκε Βουδιστές μοναχούς, Μουσουλμάνους, Χριστιανούς ιεραπόστολους, και τον Ταοϊστή μοναχό Qiu Chuji. Η Μυστική Ιστορία των Μογγόλων εξιστορεί τον Τζένγκις να προσεύχεται στο βουνό Burhan Haldun. Το όνειρό του ήταν πάντοτε η κατάκτηση νέων εδαφών και κάθε φορά που οι αντίπαλοί του παραδίνονταν, η αιματοχυσία αποφεύγονταν. Έδειχνε εξαιρετικό σεβασμό σε αυτούς που τον υποστήριζαν, και δεν ήταν ασυνήθιστο για αυτόν να συναναστρέφεται τους εχθρούς του που αυτομόλησαν.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ήταν ένας λαμπρός στρατιωτικός ηγέτης, ένας εξαιρετικά προικισμένος άνθρωπος, από τις πλέον ενδιαφέρουσες προσωπικότητες της Ιστορίας οι οποίες άφησαν το προσωπικό τους στίγμα πάνω στο Μεγάλο Δρόμο του Μεταξιού.
Pax Mongolica
Η τέταρτη χρυσή εποχή του Δρόμου του Μεταξιού, ήταν αυτή η εποχή που ονομάζεται Pax Mongolica, όταν μία μεγάλη Μογγολική Αυτοκρατορία διατηρούσε και παρείχε ένα τεράστιο δίκτυο Ευρασιατικών δομών, που εκτεινόταν από την Κίνα προς τη Ρωσία και που επέτρεψε σε ταξιδιώτες όπως ο Marco Polo, να περιπλανηθούν σε μακρινούς πολιτισμούς και εδάφη. Εκτός από τον Μάρκο Πόλο, τα ταξίδια του οποίου διήρκεσαν από το 1271 έως το 1295, πολλοί άλλοι έμποροι δυτικών χωρών, ιδιαίτερα οι Ιταλοί, ταξίδεψαν και εγκαταστάθηκαν στην Κίνα σε αναζήτηση πλούτου και οτιδήποτε άλλου τους προσέφεραν τα ταξίδια εκείνη την εποχή και σε εκείνα τα εδάφη.
Πράγματι, τα ταξίδια σε μακρινές τοποθεσίες της Κίνας, Cathay όπως χαρακτηριστικά ονομαζόταν, έγιναν αρκετά σημαντικά, έτσι ώστε περίπου στα 1340, ο Francesco Pegolotti, ένας τραπεζίτης της Φλωρεντίας, συνέθεσε ένα εγχειρίδιο για όσους σκοπεύουν να ταξιδέψουν προς την Κίνα, το αποκαλούμενο ''Pratica del la Mercatura'' (Η πρακτική του εμπορίου, The Practice of Commerce). Σ' αυτό το βιβλίο, ο Pegolotti έπαιρνε τον έμπορο που ήθελε να ταξιδέψει στην Κίνα, βήμα προς βήμα μέσα από τη σχετική διαδικασία, εξηγώντας του ποια δρομολόγια ήταν ασφαλέστερα, τις προμήθειες που θα πρέπει να πάρει μαζί του, τι θα μπορούσε να αγοράσει κατά μήκος του δρόμου αυτού.
Τι θα μπορούσε να αναμένει και αντιμετωπίσει και βεβαίως σε ποιες περιοχές, και τέλος τι είδους υπηρέτες και βοηθούς θα έπρεπε να προσλάβει και απασχολήσει όλο το χρονικό αυτό διάστημα. Ο Pegolotti ακόμα έδινε λεπτομερείς πίνακες νομισματικής ισοτιμίας και βαρών, όλα υπολογισμένα σύμφωνα με τα Πρότυπα των Γενουατών. Το εκπληκτικό βεβαίως στην όλη υπόθεση είναι ότι ο Pegolotti, στο βαθμό που γνωρίζουμε, δεν ταξίδεψε ποτέ πέρα από την Ανατολική Μεσόγειο. Η λεπτομερής γνώση του Δρόμου του Μεταξιού που παρουσιάζει στο βιβλίο του, βασίστηκε στις αφηγήσεις των Ευρωπαίων εμπόρων και πάσης φύσεως τυχοδιωκτών οι οποίοι είχαν επισκεφτεί την Κίνα και γύρισαν στη συνέχεια πίσω.
Η ιστορία δέχτηκε όμως στοργικά τις πολυποίκιλες περιπλανήσεις του τις οποίες και φιλοξενεί στα σπλάχνα της. Ο Francesco Balducc Pegolotti (1310 - 1347), ήταν ένας έμπορος της Φλωρεντίας και συνάμα πολιτικός. Ο πατέρας του, Balduccio Pegolotti, εκπροσώπησε την πόλη της Φλωρεντίας στις εμπορικές διαπραγματεύσεις με τη Σιένα, το 1311, και ο αδελφός του, Rinieri di Balduccio, ήταν ύποπτος για συμμετοχή και συνενοχή στην εξαφάνιση μιας αποστολής χρυσού το 1332. Ο Francesco Pegolotti τώρα, ήταν επιχειρηματίας στην υπηρεσία της Compagnia dei Bardi, και με αυτή την ιδιότητα τον βρίσκουμε στην Αμβέρσα από το 1315 ή ίσως και νωρίτερα, μέχρι το έτος 1317.
Ήταν διευθυντής του γραφείου του Λονδίνου το διάστημα 1317 - 1321 όπου είχε καταγραφεί ως Balduch, ενώ είχε άμεση επαφή με τον βασιλιά Edward II. Το διάστημα 1324 - 1327, βρέθηκε στην Κύπρο, και πάλι εκεί λίγα χρόνια αργότερα, το 1335. Το 1324 στην Αμμόχωστο διαπραγματεύτηκε μείωση των δασμών για την εταιρεία του, Compagnia dei Bardi, και για εκείνους που προσδιορίζονταν ως Φλωρεντιανοί έμποροι από τον εκπρόσωπο της Bardi στην προαναφερθείσα πόλη. Το 1335 έλαβε από το βασιλιά της Αρμενίας εγκωμιαστικά προνόμια για εμπόριο της Φλωρεντίας. Το 1331 και ξανά το 1342 ασχολήθηκε με την πολιτική της Φλωρεντίας ως Gonfalionere di Compagnia, ενώ το 1346 κατέλαβε υψηλότερη θέση, την Gonfalionere di Giustizia.
Το 1347, όταν η Compagnia dei Bardi κατέρρευσε, ο Pegolotti ήταν μεταξύ εκείνων που ασχολήθηκαν με τις συνέπειες της πτώχευσης. Μεταξύ 1335 και 1343 σύνταξε το έργο για το οποίο έγινε και έμεινε γνωστός στην ιστορία, αυτού που σήμερα είναι κοινώς γνωστό ως ''Pratica della mercatura''. Ξεκινώντας με ένα γλωσσάριο Ιταλικών και ξένων όρων οι οποίοι τότε ήταν σε χρήση στη γλώσσα του εμπορίου, η Pratica περιγράφει στη συνέχεια σχεδόν όλες τις μεγάλες πόλεις που έως τότε ήταν γνωστές στους Ιταλούς εμπόρους, το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο των διαφόρων περιοχών, τις συνήθεις πρακτικές των επιχειρήσεων που επικρατούσαν στον απαιτητικό κόσμο του εμπορίου σε καθεμία από αυτές τις περιοχές, και τη συγκριτική αξία των βαρών, των νομισμάτων και των μέτρων.
Η πιο μακρινή εμπορική διαδρομή και προορισμοί που περιγράφονται από τον Pegolotti είναι εκείνη από την Αζοφική μέσω του Αστραχάν, η Χίβα, η Otrar και η Kulja στην Κίνα. Η Otrar ή Utrar, είναι σήμερα μια πόλη-φάντασμα της Κεντρικής Ασίας, κάποτε ανθηρή πόλη που βρισκόταν κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού στο Καζακστάν. Ήταν σημαντική πόλη στην ιστορία της Κεντρικής Ασίας, γιατί βρισκόταν στα σύνορα ήδη εγκαταστημένων αλλά και γεωργικών πολιτισμών. Ήταν το κέντρο μιας μεγάλης όασης και πολιτικής περιοχής, που διοικούσε και ήλεγχε ένα σημείο - κλειδί που συνέδεε το Καζακστάν με την Κίνα, την Ευρώπη, την Εγγύς και Μέση Ανατολή και τη Σιβηρία.
Στο βιβλίο του ανέλυσε επίσης τη διαδρομή από την Ayas της Τουρκίας μέσω της Σίβας, Erzingan και Ερζερούμ, προς την Ταμπρίζ της Περσίας. Επιπλέον, μεταξύ του 1245 και του τέλους της δεκαετίας του 14ου αιώνα, Ρωμαίοι καθολικοί μοναχοί που υπηρετούσαν ως διπλωμάτες στον Χαν των Μογγόλων και ως ιεραπόστολοι σε όλους τους μη καθολικούς λαούς τους οποίους συνάντησαν, ταξίδευαν στη Μογγολία, Ινδία και Κίνα κατά μήκος των διαδρομών του Δρόμου του Μεταξιού.
Πράγματι, περίπου στα 1294 μια εκκλησία αποστολής ιδρύθηκε στην Κίνα από τον Friar John του Monte Corvino, ο οποίος κατάφερε να κρατήσει την απαραίτητη επαφή με τους Φραγκισκανούς ανωτέρους του στην Ευρώπη μέσω επιστολών που πήγαιναν και έφερναν οι Ιταλοί έμποροι του Δρόμου αυτού. Στα 1307, ο Πάπας Clement V τοποθέτησε τον Friar John αρχιεπίσκοπο της Κίνας, με κέντρο των δραστηριοτήτων του την πρωτεύουσα των Μογγόλων, Khanbaliq (Η πόλη του Χαν), το σύγχρονο δηλαδή Πεκίνο. Αλλά και άλλοι όμως ιεραπόστολοι εστάλησαν εκεί και ίδρυσαν εκκλησίες στη νότια Κίνα.
Οι περισσότεροι βέβαια από αυτούς που προσηλυτίστηκαν στον Ρωμαιοκαθολικό Χριστιανισμό, φαίνεται ότι προέρχονταν από τις τάξεις των Νεστοριανών Χριστιανών των περιοχών και όχι από τους πληθυσμούς των Κινέζων και των Μογγόλων. Φυσικά αυτοί οι ιεραποστολικοί μοναχοί υπηρετούσαν ταυτόχρονα και τις πνευματικές ανάγκες των Ευρωπαίων εμπόρων που βρίσκονταν για μικρό ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην Κίνα. Παρά την αποδεδειγμένη θέρμη, ικανότητα και ζήλο στο έργο τους, ο μικρός αριθμός και η αντίσταση των γηγενών στα θρησκευτικά τους μηνύματα, η επίδραση και επιπτώσεις που είχαν στην Κινεζική και Μογγολική κουλτούρα, ήταν σχετικά ανεπαίσθητες.
Οι ιεραποστολές αυτές εργάζονταν αργά αλλά σταθερά μέχρι τα τέλη του 14ου ή στις αρχές του 15ου αιώνα, οπότε και εξαφανίστηκαν. Μετά τα μέσα του 14ου αιώνα, αρκετοί πολιτικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, είχαν ως αποτέλεσμα να περιορισθούν τα ταξίδια από τη Δύση προς την Άπω Ανατολή και αντίστροφα, και οι Ευρωπαίοι δεν είχαν πλέον την άμεση επαφή με την Κίνα στο βαθμό που απολάμβαναν κατά τη διάρκεια της Pax Mongolica. Κατά τα μέσα αυτού του αιώνα η μογγολική αυτοκρατορία, κατακερματίστηκε. Το 1368 οι Μογγόλοι εδιώχθησαν από την Κίνα και μια πολύ γνωστή εθνική δυναστεία, αυτή των Μινγκ ανέλαβε τα ηνία της απέραντης χώρας.
Επιπλέον, την ίδια χρονική στιγμή μια δολοφονική ασθένεια πηγαινοερχόταν από το ένα άκρο του Δρόμου του Μεταξιού στο άλλο, που από κάποια άποψη ομοιάζει με τις τελευταίες ημέρες της πρώτης χρυσής εποχής του Δρόμου του Μεταξιού. Ο δολοφόνος τώρα ήταν η πανούκλα, στη βουβωνική και πνευμονική μορφή της. Η επιδημία ίσως φούντωσε στην Κεντρική Ασία το 1331 - 1332, και από εκεί εξαπλώθηκε προς τα έξω σε όλες τις κατευθύνσεις, την Κίνα, την Ινδία και δυτικά προς τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Έφθασε στη νότια Ρωσία το 1345 - 1346, μεταφέρθηκε από τη Μαύρη Θάλασσα στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στην Ιταλία από τους Γενουάτες, το 1347.
Το Μάιο του 1348, έφθασε και στη Σκανδιναβική χερσόνησο. Σύμφωνα με τις καλύτερες εκτιμήσεις μας, μέχρι το έτος 1350 περίπου, ο μισός συνολικά πληθυσμός στην Ευρώπη είχε πεθάνει από την επιδημία, και ακόμα εκτιμάται ότι και τα ποσοστά θνητότητας για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, ήταν κατά πάσα πιθανότητα, περίπου τα ίδια. Αυτή η πανδημία όμως, η οποία έγινε γνωστή στην Ευρώπη ως Μαύρος Θάνατος, δεν έκλεισε εντελώς τις διαδρομές κατά μήκος των οποίων κινείτο. Άλλωστε δεν ήταν ο μοναδικός παράγοντας που επιβράδυνε το εμπόριο και τα ταξίδια κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού. Παρόλα αυτά ήταν ένα σημαντικό πλήγμα για το Δρόμο του Μεταξιού, και ποτέ ξανά ο Δρόμος του Μεταξιού δεν θα γινόταν τόσο σημαντικός, όπως ήταν κάποτε.
Ωστόσο, εάν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, οι Μουσουλμάνοι έμποροι της Εσωτερικής Ασίας συνέχισαν να διακινούν εμπορεύματα από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Περίπου στο γύρισμα της χιλιετίας, δηλαδή στα 1000 μ.Χ., οι πληθυσμοί της δυτικής Κεντρικής Ασίας, ιδίως οι Τουρκικοί λαοί, εγκατέλειπαν τον Βουδισμό και ασπάζονταν μαζικά το Ισλάμ. Το Ισλάμ, καθώς περνούσαν τα χρόνια, ήταν μια παγκόσμια κοινότητα, η οποία ενωνόταν με κοινή πίστη και κοινή ιερή γλώσσα. Οι έμποροι λοιπόν και εδώ στην παγκόσμια καινούργια αυτή κοινότητα, κατείχαν υψηλή θέση στην ισλαμική κοινωνία, εν μέρει ίσως γιατί και ο Προφήτης του Ισλάμ, ο Μωάμεθ, ήταν ένας επιτυχημένος έμπορος.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες ενθάρρυναν τη συνέχιση του εμπορίου μεταξύ των λαών της Κεντρικής Ασίας και των γύρω περιοχών. Επιπλέον υπήρχαν σημαντικές κοινότητες της διασποράς των Ινδών που άσκησαν σημαντικό ρόλο στο εμπόριο, ιδιαίτερα στο εμπόριο των αλόγων της Κεντρικής Ασίας. Παρά το γεγονός αυτής της δραστηριότητας, φαίνεται ότι ο όγκος του χερσαίου εμπορίου κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού μειώθηκε σημαντικά κατά την περίοδο από το 1368 έως το 1500, λόγω της αυξημένης εξάρτησής του από τις θαλάσσιες διαδρομές μέσω του Ινδικού Ωκεανού.
Η επιθυμία της Δυτικής Ευρώπης να ανοίξει εκ νέου άμεσες συνδέσεις με την Ανατολική Ασία, τώρα πλέον μέσω της θάλασσας, ήταν μια σημαντική κινητήρια δύναμη πίσω από τις Πορτογαλικές και Ισπανικές ωκεάνιες αποστολές του 15ου αιώνα που οδήγησαν τελικά στην ανακάλυψη της Αμερικής από τους Ισπανούς, την Πορτογαλική στρογγυλοποίηση της Αφρικής και την πλεύση του Ινδικού Ωκεανού και ακόμα πιο πέρα. Κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα, μόλις οι Πορτογάλοι άνοιξαν άμεσους θαλάσσιους δρόμους που συνέδεαν την Ευρώπη και την Ανατολική Ασία, ο Δρόμος του Μεταξιού και οι πόλεις - οάσεις που τον υποστήριζαν, άρχισαν να χάνουν τη σημασία τους και να οδηγούνται στην παρακμή.
ΤΑ ΚΑΡΑΒΑΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ
Ως καραβάνι γενικώς, θα μπορούσε κάποιος να ορίσει μια μορφή μαζικής και συλλογικής μεταφοράς ανθρώπων, εμπορευμάτων και αγαθών, οργανωμένη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η άμυνα εναντίον τυχόν ένοπλης επίθεσης και η ασφάλεια των παραπάνω, σε προκαθορισμένο βεβαίως δρομολόγιο. Στην Εγγύς Ανατολή τα ζώα που συνηθέστερα χρησιμοποιούνταν ήταν οι καμήλες, αλλά μερικές φορές υπήρχαν και γαϊδούρια, μουλάρια, άλογα και ακόμη τα βόδια. Το καραβάνι αναπτύχθηκε βασικά ως απάντηση σε δύο βασικές απαιτήσεις εκείνων των καιρών.
Πρώτα-πρώτα υπήρχε μεγάλη ζήτηση για μεταφορά εμπορικών προϊόντων σε μεγάλες αποστάσεις και δεύτερον η μεγάλους μήκους χερσαία διαδρομή έπρεπε να περάσει συνήθως από αραιοκατοικημένες περιοχές, ερημικές τοποθεσίες, αφιλόξενες ερήμους, με αποτέλεσμα να καθίσταται επιτακτική η ασφάλεια κατά της ένοπλης ή βίαιης ληστείας, από ορισμένα μέλη του προσωπικού του καραβανιού που έπρεπε απαραιτήτως να είναι οπλισμένα και εκπαιδευμένα στη χρήση των απαραίτητων όπλων.
Εκτός από την ασφάλεια ανθρώπων και αγαθών, εξ ίσου σοβαρή ήταν η καλή κατάσταση των ζώων του καραβανιού και η κατάλληλη πρόβλεψη για τις ζωοτροφές που έπρεπε να κουβαληθούν μαζί ή που θα αγοράζονταν σε μικρές αγορές κατά μήκος της διαδρομής, στις μικρές πόλεις και τις οάσεις που βρίσκονταν κατά μήκος της διαδρομής, όπως επίσης και για νερό. Η κάθε μονάδα, αν μπορούμε να την αποκαλέσουμε έτσι, του καραβανιού, αποτελείτο συνήθως από δέκα έως είκοσι περίπου ζώα συνδεδεμένων μεταξύ τους υπό την επίβλεψη ενός έμπειρου, στις ιδιορρυθμίες της περιοχής, αρχηγού.
Τα μεμονωμένα άτομα, οι ταξιδιώτες και οι περιηγητές οι οποίοι προτιμούσαν να ταξιδέψουν μαζί με το καραβάνι, για λόγους κυρίως ασφάλειας, κατέβαλαν ένα χρηματικό ποσό για κάθε ζώο που χρησιμοποιούσαν, ενώ αποκλειστικό καθήκον του αρχηγού ήταν η προστασία ανδρών και εμπορευμάτων, τα καταλύματα και όλων των σχετικών παραμέτρων. Οι καιρικές συνθήκες του ταξιδιού και η γεωγραφία του δρομολογίου, ήταν οι κυριότερες παράμετροι που καθόριζαν σε γενικές γραμμές τις ώρες του ταξιδιού. Στις ορεινές περιοχές του δυτικού Ιράν και τις παράκτιες περιοχές της Κασπίας Θάλασσας, ήταν σύνηθες να ταξιδεύουν κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Στις δύστροπες στέπες όμως και στις ερημικές περιοχές του κεντρικού Ιράν και της Κεντρικής Ασίας, τα καραβάνια ταξίδευαν τη νύχτα και αναπαύονταν την ημέρα, λόγω φυσικά των ιδιόρρυθμων θερμοκρασιακών κυρίως συνθηκών. Ήταν επίσης σύνηθες και κανόνας να αναπαύονται όλοι, άνθρωποι και ζώα, προσωπικό και προσκολλημένοι ταξιδευτές, μια ημέρα ή κάποιες ώρες αν κρινόταν σκόπιμο από τον αρχηγό, ιδιαίτερα μετά από μια κουραστική και επίπονη διαδρομή. Τα καραβάνια, όπως ήδη είπαμε, ακολουθούσαν πάντα προκαθορισμένη διαδρομή, τα διάφορα στάδια της οποίας καθορίζονταν από το συγκεκριμένο μέρος που θα έβρισκαν νερό, φαγητό, άλλα απαραίτητα αγαθά και κατάλληλους χώρους ανάπαυσης.
Δηλαδή στα πάντοτε φιλόξενα καραβανσεράγια πάνω στις γραμμές του Δρόμου του Μεταξιού. Αυτές οι επιμέρους διαδρομές του Δρόμου του Μεταξιού, θα πρέπει να αναπτύχτηκαν σταδιακά από τις παραδοσιακές συνήθειες των ταξιδιωτών των επιμέρους κοινωνιών και πολιτισμικών ομάδων οι οποίες εμπλέκονταν τόσο στα καραβάνια, όσο και στα εμπορικά κέντρα, τα προϊόντα και τα αγαθά των πόλεων - οάσεων. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές και αρχαιολογικά ευρήματα, από την ύστερη αρχαιότητα, οι πολιτικές αρχές κάθε χώρου τις περισσότερες φορές έπαιρναν την ευθύνη για τη δημιουργία και διατήρηση της καλής λειτουργίας των καραβανιών, κρατώντας τα πηγάδια και τις πηγές νερού σε καλή κατάσταση.
Ιδρύοντας τόπους ανάπαυσης σε αποστάσεις συνήθως μιας ημέρας ταξιδιού, κατασκευάζοντας οχυρωματικά έργα κατά μήκος των δύσκολων διαδρομών με την απαραίτητη παροχή εργατικού δυναμικού και φροντίζοντας για την επάνδρωσή τους με έμπειρους πολεμιστές, την κατασκευή γεφυρών και αναχωμάτων για να συγκρατήσουν τις εποχιακές πλημμύρες και λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα για την ασφαλή διέλευση των καραβανιών από δύσκολα και δυσπρόσιτα ορεινά περάσματα. Σε ιδανικές πάντοτε συνθήκες οι ταξιδιώτες και τα καραβάνια έβρισκαν ένα καραβανσεράι κατά μήκος της διαδρομής τους.
Μετά την καταβολή κάποιου αντιτίμου, είχαν προστασία οι ίδιοι, τα εμπορεύματα και τα ζώα τους από ειδικούς φρουρούς κι ακόμα δωμάτια να κοιμηθούν οι άνθρωποι και στάβλους για τα ζώα, τροφή για όλους και νερό. Επιπλέον, εκεί μερικές φορές γινόντουσαν οι απαραίτητες μικροεπισκευές, ενώ ήταν δυνατόν σε καλύτερα οργανωμένα και μεγαλύτερα καραβανσεράγια να βρουν ακόμα και ιατρική περίθαλψη. Το ενδιαφέρον των αρχών για την προστασία και την ενθάρρυνση της διέλευσης καραβανιών, υποκινήθηκε από την προοπτική της συλλογής διοδίων και φόρων με τη μορφή των δασμών, ιδίως όταν οι δρόμοι των καραβανιών περνούσαν μέσα από πόλεις. Από την εποχή των Αμπασιδών ήδη, η ασφάλεια της κάθε διαδρομής ήταν ευθύνη ενός συγκεκριμένου υπαλλήλου που ονομάζονταν HamiTariq.
Τα εμπορικά καραβάνια αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος αυτών, αλλά στην Περσία υπήρχαν επίσης και άλλα είδη, με πιο ενδιαφέροντα αυτά των Σιιτών προσκυνητών που ταξίδευαν για τις ιερές πόλεις Μασάντ και Κομ, κι ακόμα τέτοια καραβάνια προσκυνητών συχνά διέσχιζαν τα σύνορα με την οθωμανική αυτοκρατορία για να επισκεφτούν τις ιερές πόλεις Νατζάφ και Κερμπάλα στο Ιράκ. Ένας ειδικός τύπος καραβανιού ήταν επίσης σε λειτουργία, για την ''μεταφορά των σορών'', ιδίως στον 19ο αιώνα, αφού το να είναι κανείς θαμμένος στις ιερές πόλεις που βρισκόταν θαμμένοι ο Αλί και ο Χουσεΐν, εθεωρείτο ιδιαίτερα ευλογημένο.
Η πρακτική αυτή είχε αναπτυχθεί παράλληλα με την μακραίωνη συνήθεια των πολύ ευσεβών Μουσουλμάνων που επεδίωκαν να ταφούν στη Μεδίνα, όπου βρίσκεται ο τάφος του ίδιου του Προφήτη. Στην Κεντρική Ασία μέχρι και τη δεκαετία του 1920, οι μουσουλμάνοι ζητούσαν να ταφούν στα νεκροταφεία των παρυφών της Μπουχάρα, όπου βρίσκονταν πολλά μαυσωλεία των Σούφι. Συχνά ήταν απαραίτητο να καταβληθούν μεγάλα χρηματικά ποσά για τους χώρους ταφής αλλά και τις μεταφορές των νεκρών από κάποιο συγκεκριμένο καραβάνι, για την οποία διαδικασία έπρεπε να ακολουθηθούν ειδικοί κανονισμοί διέλευσης από τα σύνορα. Η επιρροή της σύγχρονης πολιτικής και της διοίκησης και ιδιαίτερα η εξελισσόμενη κατανόηση της σημασίας της υγιεινής, οδήγησε στην εξαφάνιση αυτού του τύπου καραβανιού στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Μέχρι την εισαγωγή του δυτικού τραπεζικού συστήματος στην Περσία κατά το δεύτερο ήμισυ του δέκατου ένατου αιώνα, οι μεταφορές χρηματικών ποσών έπρεπε να λάβουν χώρα με τη μεταφορά των πραγματικών κερμάτων-νομισμάτων από το ένα μέρος στο άλλο. Τα ασημένια νομίσματα τοποθετούνταν σε δερμάτινους σάκους και έφταναν στους προορισμούς τους με εξαιρετικά καλά φυλαγμένα καραβάνια που ταξίδευαν σε προδιαγεγραμμένες διαδρομές, αφού ήταν ένας ιδιαίτερα ελκυστικός στόχος για τους ένοπλους ληστές.
Τα καραβάνια από την αρχαιότητα ταξίδευαν σε όλες τις ερήμους και στέπες της Βόρειας Αφρικής, μέσω της Εγγύς Ανατολής στην Ινδία και μέσω του Δρόμου του Μεταξιού σε όλες τις τεράστιες εκτάσεις της Κεντρικής και της Ανατολικής Ασίας που διαχώριζαν τα περσικά οροπέδια από την Κίνα. Η καλή και απρόσκοπτη κίνηση στους Δρόμους του Μεταξιού εξαρτιόταν όχι μόνο από την αποτελεσματικότητα και εγρήγορση των Περσικών πολιτικών αρχών, αλλά και των άλλων περιοχών της Κεντρικής Ασίας από τις οποίες περνούσαν τα καραβάνια, συμπεριλαμβανομένων των επαρχιών οι οποίες τελούσαν υπό Κινεζική διοίκηση.
Αρχίζοντας από το δέκατο αιώνα, η πραγματική δύναμη των διαφόρων κυβερνήσεων θα μπορούσαν να υπολογιστούν με βάση την δυναμικότητα με την οποία παρακολουθούσαν τις διαδρομές των καραβανιών, την επέκταση των διαδρομών τους, την συχνότητα των τόπων ανάπαυσης και των δυνατοτήτων που παρείχαν στους ταξιδιώτες, καθώς και με τη διατήρηση στρατιωτικής ασφάλειας κατά μήκος των δρόμων. Το Περσικό σύστημα διακίνησης καραβανιών, έφτασε στο υψηλότερο σημείο τον ενδέκατο και δωδέκατο αιώνα με τους Σελτζούκους. Η δύναμη των πρώτων κυβερνητών αυτής της δυναστείας επεκτείνονταν όχι μόνο στην Περσία, αλλά και στο Ιράκ, τη Συρία, την κεντρική και ανατολική Ανατολία και ένα μεγάλο μέρος του Αφγανιστάν.
Το Περσικό οροπέδιο έτσι λειτούργησε ως ένα σταυροδρόμι στην κίνηση των καραβανιών μεταξύ της Ισλαμικής Εγγύς Ανατολής, του Βυζαντίου και του Καυκάσου, αφενός και αφετέρου της Κεντρικής Ασίας και της Κίνας. Μέχρι το τέλος της περιόδου των Μογγόλων, η πόλη του Ρέι (Ray), ήταν το σημαντικότερο σημείο αναφοράς και γεωμετρικός τόπος των διαδρομών των καραβανιών, αφού βρισκόταν στο σημείο όπου συνδέονταν η Βαγδάτη και η Μοσούλη με τις πόλεις Σάβα, Χαμαντάν και Κερμανσάχ. Η κύρια διαδρομή συνέχιζε ανατολικά κατά μήκος της βάσης των βουνών Έλμπουρτζ προς τη Νισαπούρ, τη Μέρβ, τη Μπουχάρα και την Σαμαρκάνδη, την Φεργκάνα και στο Ξιάν (Xinjiang) στην Κίνα.
Ένας άλλος δρόμος οδηγούσε από τη Νισαπούρ, μέσω της Μασάντ, προς τη Χεράτ και από εκεί μακρύτερα προς τα ανατολικά είτε με βόρεια ή νότια διαδρομή. Ένας δρόμος από το Ρέυ περνούσε από το Ισφαχάν προς τη Γιαζντ, Κερμάν και τη Μπαμ αφενός, και προς τη Σιράζ αφετέρου. Στα βορειοδυτικά το Ρέυ συνδέονταν με την Ταμπρίζ, από την οποία μια βόρεια σύνδεση οδηγούσε μέσω της Ναχιτσεβάν στην Αρμενία, τη Γεωργία και τον Καύκασο και μια δεύτερη για το Ερζερούμ και την Τραπεζούντα στην Ανατολία. Από την Ταμπρίζ επίσης, ξεκινούσε ένας άλλος δρόμος για την περιοχή του Χαλεπίου, διαδρομή εξαιρετικά σημαντική κατά την περίοδο Σαφαβιδών.
Ως συνέπεια της κατάκτησης της Περσίας από τους Μογγόλους, περίπου στα 1256, η Περσία συνδέθηκε στενότερα με την Κεντρική Ασία και την Κίνα και ο Δρόμος του Μεταξιού συνέχισε να ακμάζει και στην περίοδο των Τιμουριδών που ακολούθησε (1370 - 1500). Οι διαδρομές των καραβανιών πολλαπλασιάστηκαν, και η κίνηση αυξήθηκε. Με την κατάρρευση όμως της Αυτοκρατορίας των Τιμουριδών κατά την έναρξη του 16ου αιώνα και τον κατακερματισμό της πολιτικής εξουσίας στην Περσία, την Τρανσοξανία (Transoxania) και την Κεντρική Ασία, οι διασυνδέσεις μέσω των καραβανιών μεταξύ της Περσίας και Τρανσοξανίας, διαταράχτηκαν, προς όφελος του σύγχρονου Ευρωπαϊκού θαλασσίου εμπορίου μεταξύ του Ινδικού Ωκεανού και του Περσικού Κόλπου.
Στις αρχές του 16ου αιώνα, οι διαδρομές των καραβανιών γίνονταν περισσότερο οργανωμένα, με την έννοια ότι κάθε τόπος και περιφέρεια, σε κάθε μεγάλη αυτοκρατορία διατηρούσε σε λειτουργία το δικό της ξεχωριστό δίκτυο διαδρομών των καραβανιών. Στην Περσία, οι δρόμοι, τα καραβάνια, τα καραβανσεράγια και οι άλλες σχετικές δομές, έφτασαν στο υψηλότερο σημείο ανάπτυξης και ποιότητας συγκριτικά με τις προηγούμενες περιόδους, ιδιαίτερα όταν η πρωτεύουσα μετακινήθηκε στο Ισφαχάν, στα χρόνια 1596 - 1597. Ακόμα κι αν το κέντρο του περσικού εμπορίου μετατοπίστηκε προς τα νότια, από το Ρέυ στο Ισφαχάν, λίγα μόνο νέα δρομολόγια καραβανιών έπρεπε να δημιουργηθούν και δρομολογηθούν εκ νέου.
Την εποχή εκείνη κυρίως βελτιώθηκαν και επεκτάθηκαν ήδη υπάρχοντες δευτερεύοντες δρόμοι και διαδρομές. Στον 17ο αιώνα, το σύστημα καραβανιών των Σαφαβιδών ήταν συνδεδεμένο με εκείνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μόνο σε τρία βασικά σημεία: Την Τραπεζούντα, τη Μοσούλη και από εκεί προς το Χαλέπι, το πιο σημαντικό κέντρο για το εμπόριο της Περσίας με τη Μεσόγειο και τέλος τη Βαγδάτη. Η Ινδία των Μεγάλων Μογγόλων ήταν συνδεδεμένη με το δίκτυο καραβανιών των Σαφαβιδών σχεδόν αποκλειστικά μέσω του Κανταχάρ και λίγο πιο νότια μέσω της διαδρομής Μπαμ - Ζαχεντάν - Κουέτα. Από την Περσία, τα περισσότερα καραβάνια προσκυνητών για το ετήσιο προσκύνημα στη Μέκκα, ταξίδευαν είτε μέσω του Ιράκ, είτε ακολουθούσαν τη διαδρομή μέσω Χαλεπίου και Δαμασκού.
Προς το τέλος του 19ου αιώνα μια παραλλαγή της προηγούμενης διαδρομής έγινε δημοφιλής, αν και ήταν πιο ακριβή. Ακολουθώντας τον καινούργιο αυτοκινητόδρομο που κατασκευάστηκε από τη ρωσική κυβέρνηση, οι προσκυνητές ταξίδευαν από την Ταμπρίζ μέσω του Γιερεβάν και της Τιφλίδας για τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας σε άμαξες με μεγάλους τροχούς, γνωστές ως τάραντας (tarantas). Συνέχιζαν με πλοίο στην Κωνσταντινούπολη, όπου ενώνονταν με τους άλλους προσκυνητές και με τραίνα πήγαιναν στο Χαλέπι και τη Δαμασκό, όπου συναντιόντουσαν με τους άλλους συμπατριώτες τους που ταξίδεψαν εκεί με τον συνήθη γνωστό παραδοσιακό τρόπο.
Μέσα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τα καραβάνια των προσκυνητών στο Μασάντ, είτε από το Ισφαχάν, την Κασάν ή Τεχεράνη ήταν ιδιαίτερα συχνά, αν και έπρεπε να φυλάσσονται επιμελώς από τις επιδρομές των διαφόρων φυλών των Τουρκμένων που αναζητούσαν εναγωνίως αιχμαλώτους για τα απαιτητικά τότε σκλαβοπάζαρα της Χίβα και της Μπουχάρα. Κι αυτό γιατί στη Σουνιτική Κεντρική Ασία, οι Σιίτες θεωρούνταν άπιστοι, κάτι που τους έδινε μερικώς το επιθυμητό άλλοθι να τους συλλάβουν και να τους οδηγήσουν στα σκλαβοπάζαρα.
Προς το τέλος του 19ου αιώνα το εσωτερικό εμπόριο με καραβάνια στη Περσία απομονώθηκε σταδιακά όλο και περισσότερο από εκείνο των γειτονικών χωρών, καθώς η κυβέρνηση άρχισε να αναπτύσσει ένα σύγχρονο σύστημα μεταφορών, παρακάμπτοντας σε μεγάλο βαθμό αυτό των παλιών καραβανιών. Το πρώτο βήμα ήταν να κατασκευάσει αυτοκινητοδρόμους, αρχικά χωματόδρομων και αργότερα ως επί το πλείστον επιστρωμένους με πίσσα, για τη μεταφορά βαρέων οχημάτων μεταφοράς, κυρίως ρωσικής προέλευσης και κατασκευής. Με την είσοδο στον εικοστό αιώνα, οι στρατιωτικές κυρίως ανάγκες της χώρας, οδήγησαν στην εισαγωγή των ελαφρών και βαρέων φορτηγών, χερσαίων οχημάτων παρόμοιων με τζιπ, και τελικώς των λεωφορείων.
Ταυτόχρονα, τα καραβανσεράγια αντικαταστάθηκαν από στάσεις ανάπαυσης για γρήγορο φαγητό των ταξιδιωτών, συνεργεία αυτοκινήτων, καθώς και αποθήκες, ειδικά στα προάστια των πόλεων. Καμήλες και μουλάρια υπάρχουν ακόμα σε χωριά για τη μεταφορά εμπορευμάτων των χωρικών σε μικρές αποστάσεις, αλλά τα καραβάνια με τη μορφή που τα ξέραμε δεν υφίστανται πλέον στο σημερινό Ιράν. Η Σαμαρκάνδη ήταν το κέντρο των δρομολογίων των καραβανιών της Τρανσοξανίας και της Βακτριανής, καθώς και τμημάτων της Χορασάν και της Μπουχάρα μέχρι τη Ρωσική κατάκτηση κατά το δεύτερο εξάμηνο του 19ου αιώνα. Στα νότια συνδεόταν με τη Μέρβ, τη Χεράτ και τη Μπάλκ.
Μια διαδρομή οδηγούσε δυτικά και μια άλλη στις εκβολές του Βόλγα στην Κασπία Θάλασσα. Μαζί με τον εκσυγχρονισμό των Ιρανικών δικτύων δρόμων, ακολούθησαν και οι παραπάνω περιοχές, αλλά κάπως αργότερα. Το 1883 - 1888 ήρθαν οι σιδηρόδρομοι της Κασπίας και το 1930 οι σιδηρόδρομοι Τουρκεστάν - Σιβηρίας. Με την ανάπτυξη της Τασκένδης στο γύρισμα του αιώνα και μπαίνοντας στον εικοστό, η σημασία της Σαμαρκάνδης και της Μπουχάρας έφτασαν σε οριακό επίπεδο, και λόγω των πολιτικών αλλαγών που επισυνέβησαν, όλες οι διασυνδέσεις μεταξύ του ιρανικού οροπεδίου και της Κεντρικής Ασίας κατά μήκος του παλιού Δρόμου του Μεταξιού τελικά σταμάτησαν να υφίστανται και να λειτουργούν.
ΠΟΤΑΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ (1838 - 1903)
Ένας Μεγάλος αλλά Ξεχασμένος Γιατρός - Εξερευνητής
Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα μεγάλο άντρα, ιατρό, γεωγράφο, ιατροφιλόσοφο, περιηγητή και εξερευνητή των νεώτερων Ελληνικών χρόνων, αλλά δυστυχώς ξεχασμένο από την επίσημη πολιτεία. Γεννήθηκε στη Βυτίνα της Αρκαδίας το 1838 και πέθανε στις Νυμφές της Κέρκυρας το 1903. Ανάμεσα στα έτη 1867 και 1883, πραγματοποίησε ταξίδια αρκετά δύσκολα για την εποχή εκείνη. Οι παρατηρήσεις και μελέτες του οι οποίες εκδόθηκαν από τη Γαλλική Ακαδημία, αποτελούν μέχρι σήμερα μια από τις πλέον βασικές και αξιόπιστες πηγές βιβλιογραφίας για τους ιστορικούς, μελετητές και λαογράφους των παραπάνω χωρών. Ίσως ακόμα να είναι ο μόνος Έλληνας ο οποίος δικαιούται να φέρει επάξια τον τίτλο του εξερευνητή.
Πολλοί λίγοι όμως σήμερα στη χώρα μας και δυστυχώς και ελάχιστοι συνάδελφοί του, γνωρίζουν για τον ίδιο και τη μεγάλη, σχεδόν μυθιστορηματική, προσωπικότητά του. Ο Παναγιώτης Ποταγός κυριολεκτικά μόνος του, χωρίς καμία συμπαράσταση ή οικονομική ενίσχυση, κρατική ή ιδιωτική, ξεκίνησε το 1867 από τη γενέτειρά του Βυτίνα και μέχρι το 1883 διέσχισε, με άλογα και πεζός, το μεγαλύτερο τμήμα της Ασίας, περνώντας αρχικά από την Μέση Ανατολή, το Ιράκ, την Περσία, το Αφγανιστάν, την Κίνα και την Μογγολία, φτάνοντας ως τα Ιμαλάια και τη Σιβηρία.
Ακολούθησε η εξερεύνηση της Αφρικής, στα άγνωστα μέχρι τότε βάθη της Μαύρης Ηπείρου και στη ζούγκλα του Κονγκό όπου ανακάλυψε το παραποτάμιο δίκτυο του ποταμού Κόνγκο της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας (1875), ενώ σε ένα άλλο ταξίδι του στο Αφγανιστάν σταμάτησε, με το εγνωσμένο του κύρος, τον εμφύλιο πόλεμο στη χώρα. Αναλυτικότερα, στο πρώτο του ταξίδι, ο Ποταγός ξεκίνησε το 1867 από τη Συρία και διέσχισε το Ιράκ, το μυθικό Ιράν και διέσχισε με άλογο το Αφγανιστάν, όπου φιλοξενήθηκε από τους κρατούντες χαλίφηδες της περιοχής. Έμεινε ενθουσιασμένος από τις συναναστροφές του γιατί ως απόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου έχαιρε από τον ντόπιο πληθυσμό, μεγάλης εκτίμησης.
Στην ένδοξη Χεράτ του Αφγανιστάν, σε αυτή την πόλη που βρίσκεται πάνω στον αρχαίο δρόμο της Μέσης Ανατολής προς το Πακιστάν, την Ινδία και την Κίνα, διαπίστωσε ιδίοις όμασι, ότι στο λεξιλόγιο των κατοίκων της βρισκόντουσαν ακόμα, μεταξύ των άλλων, και κάποιες Ελληνικές λέξεις, που όλα ήταν χειροπιαστή απόδειξη της ελληνικής παρουσίας εκεί, αλλά περισσότερο κάποιων πολιτιστικών στοιχείων που κληροδότησαν στη χώρα και την περιοχή. Πέρασε από τη σημερινή γη των Καλάς, το Καφιριστάν (τη γη των απίστων), περιγράφοντας τις συνήθειες τους που έμοιαζαν τόσο με των αρχαίων Ελλήνων. Από εκεί πέρασε στην οροσειρά του Παμίρ και του Ινδοκαύκασου (Ινδοκούς), για να καταλήξει στις επαρχίες Κασγκάρ και Χάμια της Κίνας.
Κι απ’ εκεί, πάνω στο άλογό του πάντοτε, περνώντας στις αφιλόξενες και δύστροπες ερήμους της Μογγολίας, εξερευνώντας και θαυμάζοντας τα εναλλασσόμενα τοπία των ερήμων και τους σκληροτράχηλους κατοίκους της περιοχής. Κατέληξε στη Σιβηρία, που ήταν το τέλος του ταξιδιού του στην Ασία, αλλά αναχώρησε για την Αγία Πετρούπολη για να καταλήξει στην Κωνσταντινούπολη το 1873, όπου για έναν χρόνο άσκησε την ιατρική. Μετά από αυτή την απίθανη περιπέτεια, το μυαλό του ήταν καθηλωμένο στα ταξίδια και στην περιπέτεια. Έτσι μοιραία σχεδίασε το δεύτερο επικό του ταξίδι.
Αυτό ξεκινάει το 1875 από το Σουέζ της Αιγύπτου, διέσχισε τη Συρία, τη νότιο τμήμα του Ιράν και ξαναπέρασε από το Αφγανιστάν, όπου διάφορες φατρίες ήταν έτοιμες να ξεκινήσουν εμφύλιο πόλεμο, αλλά ο Παναγιώτης Ποταγός χάρις το κύρος του κατάφερε να τον σταματήσει εν τη γενέσει του, συμφιλιώνοντας τις αντίπαλες παρατάξεις. Οι πληροφορίες που μας έδωσε είναι μοναδικές γιατί επισκέφτηκε τις περιοχές εκείνες είκοσι περίπου χρόνια πριν από τον υποχρεωτικό εξισλαμισμό τους που έλαβε χώρα το 1896, ο οποίος πρέπει να πούμε ότι εξαφάνισε δυστυχώς το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στοιχείου που ακόμα, έστω και μερικώς, επιβίωνε.
Ταξίδεψε στην βορειοδυτική Ινδία καταγράφοντας το φυσικό τοπίο και τους ανθρώπους της, κι από εκεί ξαναγύρισε στο Κάιρο, δρομολογώντας το τρίτο του ταξίδι. Στο τρίτο του ταξίδι, με αρχή το Κάϊρο, τον Ιανουάριο του 1876, κατευθύνθηκε νότια προς την αρχαία Νουβία (Σουδάν) και από εκεί έφτασε στο βόρειο Κονγκό (Ζαΐρ) και προχώρησε πιο πέρα από κάθε προηγούμενο εξερευνητή και ανάμεσα σ' όλα τα άλλα ανακάλυψε τον μεγάλο ποταμό Μπόμου το 1877. Η μεγάλη εδώ συμβολή του είναι ότι αυτός παρατήρησε για πρώτη φορά, ότι δεν χύνεται στο Νείλο όπως πιστευόταν έως τότε, αλλά στον ποταμό Κόνγκο ο οποίος τελικά εκβάλλει στον Ατλαντικό Ωκεανό.
Το έργο του Ποταγού μπορεί να μην αναγνωρίστηκε επίσημα από τη χώρα μας, αλλά το έπραξε η Γεωγραφική Εταιρία της Γαλλίας, η σημαντικότερη της εποχής, και η οποία τον κατέταξε δίπλα στους μεγαλύτερους γεωγράφους Stanley και Livingston. Κι όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Φώτης Κόντογλου, ''Ο καινούργιος Οδυσσέας, ο Παναγιώτης Ποταγός - περπατώντας μήνες και χρόνια για να ‘βρει κείνον τον ξεχασμένο Λίθινον Πύργο του Πτολεμαίου, μέσα στα άσπλαχνα Iμαλάγια ή τα όρη της Σελήνης μέσα στο καμίνι της Αφρικής''. Ο ίδιος πέθανε πάμφτωχος στο χωριό Νυμφές της Κέρκυρας, όπου πέρασε τα δεκαεφτά τελευταία χρόνια της ζωής του, προσφέροντας δωρεάν τις ιατρικές του υπηρεσίες στους απλούς ανθρώπους της περιοχής.
Η μοναδική του φωτογραφία βρέθηκε και σώθηκε από τον Φώτη Κόντογλου, ο οποίος και διέσωσε τη μνήμη του γράφοντας σχετικά γι’ αυτόν και ζωγραφίζοντάς τον καθισμένο σταυροπόδι και φορώντας ανατολίτικη φορεσιά, στο βιβλίο του ''Φημισμένοι άντρες και Λησμονημένοι''. Στο βιβλίο αυτό ο Ποταγός περιγράφει τα τρία κύρια ταξίδια του, τα δύο στην Ασία και το τρίτο στην Αφρική:
''Έφιππος επί του ίππου μου Mουνσίμπαση, και ακολουθούμενος υπό του ετέρου μου ίππου Kουσούλ προυχώρουν εν τη λεωφόρω μόνος, προωρισμένος ίνα κολυμβήσω εις κινδύνους, οι κίνδυνοι περιγραφόμενοι δεν έχουσι σκοπόν να τέρψωσιν αναγνώστας. Διότι δεν διεκινδύνευσα χάριν τούτου, αλλά ίνα ανερευνήσω τας αληθείας περιδιαβαίνοντας τας κεντρικάς της Ασίας χώρας και, ει δυνατόν, προς τας περιγραφάς των αρχαίων μας Γεωγράφων''. Το πρωτότυπο έργο του, αποτελείται από εφτακόσιες περίπου σελίδες και φέρει τον τίτλο ''Περίληψις Περιηγήσεων'', γιατί αποτελεί μια συμπυκνωμένη καταγραφή των περιηγήσεων, μελετών και καταγραφών του μεγάλου Παναγιώτη Ποταγού.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, είχε θέσει ως σκοπό και την έκδοση σε τόμους κάποιων άλλων σημειώσεων που είχε κρατήσει με αναλυτικές πληροφορίες για την καθημερινή ζωή, την ιστορία, τα ήθη και έθιμα των λαών τα χώματα των οποίων επισκέφτηκε και εξερεύνησε. Προσέκρουσε στην αδιαφορία του Ελληνικού Κράτους παρά τις επίμονες συστάσεις της Γαλλικής Ακαδημίας προς αυτό, να σταθεί αρωγός στην εκτύπωση του έργου του Ποταγού. Μέσα από τις σελίδες του, μας δίνει ένα βασικό κίνητρο που τον οδήγησε στην απόφαση της πραγματοποίησης των ταξιδιωτικών του περιηγήσεων.
Κι αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο, κατά τα λεγόμενά του πάντοτε, από την ανάγκη φυγής από τη μίζερη Ελληνική πολιτική πραγματικότητα που τον απογοήτευε και τον έθλιβε βαθιά και που δεν έπαψε να καυτηριάζει, με αποκορύφωμα την σκληρή αντιπαλότητά του λίγα χρόνια αργότερα με την κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη και φυσικά τον ίδιο. Πέρα όμως από την αντιπαλότητα με το συγκεκριμένο καθεστώς, έδειχνε και μεγάλη απέχθεια για τον τρόπο που λειτουργούσαν τα πολιτικά κόμματα της εποχής του και βεβαίως για το χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο του λαού.
Όμως δεν μπορούμε να συμπεράνουμε αβίαστα ότι το βαθύ κίνητρο της μετέπειτα ζωής του ήταν η απογοήτευση και η φυγή από την οικτρή Ελληνική πραγματικότητα, ούτε η αναζήτηση της περιπέτειας που παραπέμπει σε άλλες μεθόδους και ενέργειες. Στα κείμενά του, βρίσκεται μεγάλος και σημαντικός όγκος πληροφοριών για τους λαούς που συνάντησε στο διάβα του, την ιστορία, τα ήθη και έθιμά τους. Διασταυρώνει επίμονα τις πληροφορίες πριν τις μεταφέρει και αποτυπώσει στο χαρτί, συμβουλεύεται αρχαίους γεωγράφους, τον Στράβωνα, τον Πλούταρχο, τον Νέαρχο, αλλά και οποιαδήποτε αναφορά υπάρχει στα κείμενα του Ομήρου, του Ησιόδου και άλλων μορφών.
Προεκτείνεται λίγο πιο πέρα από τις περιγραφές του, διεισδύει σε άλλα πεδία, κάνει τις δικές του υποθέσεις, διατυπώνει τις δικές του θεωρίες και εξάγει τα προσωπικά του συμπεράσματα για τον κόσμο και τα φαινόμενα πάνω σε αυτόν τον πλανήτη. Μπορεί και εντοπίζει τον ακριβό χρόνο μιας σειράς μεγάλων ιστορικών γεγονότων, όπως ο Τρωικός πόλεμος, η έξοδος των Ιουδαίων από την Αίγυπτο, με βάση το δικό μας ημερολόγιο, αφού μελετήσει και συσχετίσει ενδελεχώς τα υπάρχοντα, χριστιανικό, ιουδαϊκό κλπ.
Παίρνει πολιτική σίγουρα θέση απέναντι στο σύγχρονο πολιτισμό και τους αποικιοκράτες τους οποίους στηλιτεύει και καταγγέλλει άγρια λέγοντας ότι αντί να εκπολιτίσουν τους πρωτόγονους και υπανάπτυκτους λαούς στα χώματα των οποίων βρέθηκαν απρόσκλητοι, τελικά τους καταδυναστεύουν. Δυστυχώς ο Παναγιώτης Ποταγός μπόρεσε να εκδώσει μόνο τον πρώτο τόμο των ''Περιηγήσεών'' του, που περιλαμβάνει την εξιστόρηση των ταξιδιών του. Ο δεύτερος τόμος εάν υπήρχε σήμερα, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί στον πρόλογο του πρώτου, θα περιείχε πολύτιμες λεπτομέρειες των ηθών, των εθίμων, των θρησκειών και τις ιστορίες των λαών που γνώρισε στις πορείες του.
Άνθρωποι μικρόψυχοι, ανεπαρκέστατοι, ανίδεοι, μικρόνοες, αδιάφοροι, σε καίριες και επιτελικές θέσεις στο δημόσιο μηχανισμό του ελληνικού κράτους, παρά τις επίμονες προσπάθειες τόσο από το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό της χώρας, βρέθηκαν απέναντι σε αυτή την προσπάθεια και στέρησαν από την νεοελληνική βιβλιογραφία κι απ’ όλες τις επόμενες γενιές, έναν πολύτιμο και μοναδικό θησαυρό. Σύμφωνα με τον Φώτη Κόντογλου ο οποίος στο έργο του ''Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι'', επιχείρησε μία βιογραφική προσέγγιση του Ποταγού, τα ανέκδοτα χειρόγραφα που βρίσκονταν στο σπίτι του Ποταγού, στις Νυφές της Κέρκυρας, καταστράφηκαν από τους κληρονόμους του.
''Γύρεψα να βρω τίποτα τετράδια γραμμένα από το χέρι του, μα μου ‘πανε πως δεν υπάρχουνε, γιατί, σα μάθανε οι συγγενείς του από τη Βυτίνα πως πέθανε, πήγανε στις Νυφές για να τον κληρονομήσουνε, και μη βρίσκοντας τα πετράδια και τα πλούτη, που νομίζανε πως είχε κρυμμένα, ξεσκίσανε από τη μανία τους ότι χαρτιά πέσανε στα χέρια τους''. Για την συνολική ανεκτίμητη προσφορά του, τιμήθηκε από Γαλλική κυβέρνηση, τη Γεωγραφική Εταιρεία της Γαλλίας και το βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδο Β', ο οποίος τότε ήταν Πρόεδρος της Παγκόσμιας Γεωγραφικής Εταιρείας.
Ο τελευταίος έδωσε το όνομα ''Λεωφόρος Ποταγού'' σε κεντρική αρτηρία της πόλης Ισίρο (Παουλίς) του Βελγικού Κονγκό, κι όταν του ζήτησε να υπογράψει στη χρυσή βίβλο των περιηγητών, εκείνος έγραψε μόνο δυο λέξεις: ''Εις Έλλην''. Δεν νομίζω να είναι δύσκολο να φαντασθεί κάποιος την κατάσταση της Ελλάδας το χρόνο που γεννήθηκε ο Παναγιώτης Ποταγός. Το 1838, λίγα μόλις χρόνια μετά την επανάσταση του 1821, η Ελλάδα ήταν μικρή και φτωχή χώρα, πλήρως αποδιοργανωμένη και χωρίς βασικές οργανωτικές δομές, καμία σχέση έχουσα, στα μάτια Ελλήνων και ξένων, με την αρχαία της μεγαλοπρέπεια. Έτσι δεν ήταν παράξενο που πολλοί κάτοικοι έφευγαν αλλαχού σε αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Σε εκείνο το περιβάλλον και εποχή γεννήθηκε στην Βυτίνα της Αρκαδίας, ο Παναγιώτης Ποταγός. Μεγάλωσε με τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τα κείμενα των οποίων του έδωσαν τα απαραίτητα κίνητρα για εξερεύνηση άλλων κόσμων και τόπων, μακριά από τον δικό του. Παράλληλα με όλα αυτά αποφάσισε να σπουδάσει και ακολουθήσει την επιστήμη της ιατρικής προσφέροντας τις γνώσεις στους συνανθρώπους του. Οι πανταχού παρούσες πολιτικές έριδες στη νεοσύστατη χώρα οι οποίες αποσκοπούσαν στη νομή της εξουσίας, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε την υπομονή του νεαρού Ποταγού. Η Ελληνική πολιτική πραγματικότητα, μαζί με όλα τα προηγούμενα, τον οδήγησαν στο Παρίσι για σπουδές ιατρικής.
Εκείνη την εποχή στο Παρίσι βρισκόταν σε εξέλιξη επιδημία χολέρας και μοιραία, παράλληλα με τις σπουδές του, ενεπλάκη ενεργά στην αντιμετώπισή της για την οποία προσφορά και βραβεύτηκε. Παρά τη φήμη του ως γιατρός αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα, να ταξιδέψει μακριά στα χνάρια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τολμώντας έτσι το 1867 και σε ηλικία τριάντα περίπου ετών, το πρώτο του ταξίδι στα βάθη της Ασίας. Μετά τα ταξίδια του όπως είπαμε, αποσύρθηκε σ' ένα μικρό χωριουδάκι της Κέρκυρας, στις Νύμφες, όπου άσκησε την ιατρική επί 17 συναπτά έτη και πέθανε το 1903 σε ηλικία 65 ετών, αναλογιζόμενος πάντα την περιπέτεια και τα ταξίδια που είχε κάνει, όπως κι αυτά που δεν πρόλαβε να κάνει.
Όπως έλεγε ο ίδιος για τον λόγο που τον έκανε να ταξιδεύει, ''Διακινδύνευσα την ζωή μου για την τιμή της χώρας μου, που δεν πρέπει να αντιπροσωπεύεται μόνο από το έδαφός μας και τα ένδοξα ερείπιά μας, αλλά από εμάς τους ίδιους στην προσπάθειά μας να γίνουμε αντάξιοι των προγόνων μας''.
ΤΟ ΜΕΤΑΞΙ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Για αρκετούς αιώνες η εκτροφή του µεταξοσκώληκα αποτελούσε παραδοσιακή απασχόληση των κατοίκων της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, παρόλο που µέχρι της αρχές του 19ου αιώνα η σηµασία της για την οικονοµική ζωή της περιοχής ήταν µικρή. Όµως το 1823 - 1824 ένας Αγγλικός εµπορικός οίκος έδειξε ενδιαφέρον για την αγορά του άτεχνα επεξεργασµένου ντόπιου µεταξιού εκτινάζοντας την τιµή του στα ύψη. Ταυτόχρονα εµφανίστηκε η ασθένεια της πιπερίτιδας στη Γαλλία και Ιταλία και η µεγάλη ζήτηση κουκουλιών έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της σηροτροφίας της περιοχής. Στην Ελλάδα µέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα µόνο οικοτεχνίες υπήρχαν στις σηροτροφικές περιοχές.
Γύρω στα 1900 εµφανίζονται τα πρώτα νηµατουργία και υφαντήρια στην Αθήνα, Βόλο και κυρίως στο Σουφλί. Το Σουφλί µέχρι το 1870 δεν περιλαµβάνεται στα σηµαντικότερα σηροτροφικά κέντρα της περιοχής. Όµως στις αρχές της δεκαετίας του 1880 εµφανίζεται, σύµφωνα µε έγγραφα του Ελληνικού προξενείου της Ανδριανούπολης, ως σηµαντικό σηροτροφικό κέντρο που παράγει µόνο του το 40% των χλωρών κουκουλιών της περιοχής του βιλαετίου της Ανδριανούπολης. Έτσι στις αρχές του 20ου αιώνα χτίζονται, στο Σουφλί, οργανωµένες µονάδες - εργοστάσια επεξεργασίας µεταξιού, που απασχολούν αρκετές εργάτριες και εργάτες.
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ ΜΕΤΑΞΙΟΥ (16ος - 19ος ΑΙΩΝΑΣ)
Από τις αρχές του 16ου αιώνα η επεξεργασία του μεταξοσκώληκα και η παραγωγή μεταξιού παίρνει πλέον βιομηχανική μορφή και γνωρίζει μια συνεχή τεχνολογική ανάπτυξη κατά τον 18ο αιώνα. Το μετάξι αποτέλεσε ένα εξαιρετικό Γαλλικό προϊόν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Η Λυών έγινε το βιομηχανικό κέντρο του μεταξιού. Τα σημαντικότερα κέντρα επεξεργασίας και εμπορίας του μεταξιού που υπήρχαν την εποχή αυτή ήταν εκτός της Λυών, η Τουρ και η Αβινιόν της Γαλλίας καθώς και η Γένοβα, η Βενετία, η Φλωρεντία και το Κόμο της Ιταλίας. Το 1822 η παρουσίαση της συνθετικής ίνας στην διεθνή εμπορική έκθεση του Παρισιού αποτέλεσε καθοριστικό γεγονός που μείωσε την παραγωγή μεταξιού στην Ευρώπη τις επόμενες δεκαετίες.
Επίσης στη μείωση της παραγωγής του μεταξιού στη Γαλλία συντέλεσε και η μεγάλη επιδημία της πιπερίτιδας που έπληξε τους μεταξοσκώληκες (1820 - 1825). Αρχικά το ακατέργαστο μετάξι συλλεγόταν στη νότια Γαλλία, μέχρι που σιγά-σιγά το παράγγελναν από την Ιταλία, από την Ισπανία, από την Αυστρία, από τον Καύκασο και από την Ιαπωνία, για την κατασκευή των μεταξωτών προϊόντων. Στο 1875, από πέντε εκατομμύρια κιλά ακατέργαστου μεταξιού, υπήρχαν μόνο τετρακόσιες χιλιάδες κιλά Γαλλικού μεταξιού. Αλλά αν η Λυών χρησιμοποιούσε εισαγόμενο μετάξι, γιατί να μην έκανε το ίδιο και η Ελβετία, η Γερμανία, η Ρωσία; Η ύφανση μεταξιού πράγματι αναπτύχθηκε στα χωριά γύρω από τη Ζυρίχη.
Το Bâle έγινε μεγάλο κέντρο του εμπορίου του μεταξιού. Η Καυκάσια διοίκηση μίσθωσε γυναίκες από τη Μασσαλία και εργάτες από την Λυών για να διδάξουν στους Γεωργιανούς την τέλεια εκτροφή των μεταξοσκωλήκων και την τέχνη της μετατροπής του μεταξιού σε βιομηχανικά προϊόντα στους Καυκάσιους χωρικούς. Η Αυστρία ακολούθησε. Τότε η Γερμανία, με την βοήθεια Λυωνέζων εργατών, έχτισε μεγάλα εργοστάσια μεταξιού. Στις Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν το ίδιο στο Πάτερσον. Το εμπόριο μεταξιού δεν είναι πια Γαλλικό μονοπώλιο. Μεταξωτά φτιάχνονται στη Γερμανία, την Αυστρία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αγγλία.
Το χειμώνα, Καυκάσιοι χωρικοί υφαίνουν μεταξωτά μαντήλια με μισθό που θα σήμαινε πείνα στους υφαντές μεταξιού της Λυών. Στον Ελλαδικό χώρο, όπου ευνοείται η καλλιέργεια της μουριάς, η σηροτροφία αναπτύχθηκε από τον 16ο - 19ο αιώνα από τη Λακωνία ως τη Θράκη, η χρυσή εποχή όμως ήταν η περίοδος 1920 - 1940.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μετάξι, πορσελάνες, γούνες, πολύτιμα μέταλλα, πολύτιμοι λίθοι, μπαχαρικά, γυαλί ταξίδευαν για εκατοντάδες χρόνια στο μεγαλύτερο δίκτυο εμπορικών δρόμων μεταξύ της Κίνας και των περιοχών που βρίσκονται στα δυτικά και στα νότια αυτής. Ο Δρόμος του Μεταξιού άρχισε να δημιουργείται τον 3ο π.Χ. αιώνα. Δύο αιώνες μετά επεκτάθηκε στην Κεντρική Ασία. Έως και το 1453 με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, που το δίκτυο έπεσε σε παρακμή, είχε εξαπλωθεί σε όλη την Ασία. Περνούσε από την Ινδία, την Περσία και κατέληγε στη Μεσόγειο, ενώ μέσω του Ινδικού Ωκεανού έβγαινε στην Ινδοκίνα, στην Αραβική Χερσόνησο και στην ανατολική Αφρική.
Ο καταλυτικός ρόλος που έπαιξε το μετάξι στη θεμελίωση και εδραίωση των πολυδιάστατων σχέσεων Ανατολής - Δύσης οδήγησε στα τέλη του 19ου αιώνα τον Γερμανό γεωλόγο Φερδινάνδο φον Ριχτχόφεν να ονομάσει τον πανάρχαιο εμπορικό άξονα «Δρόμο του Μεταξιού». Όλα ξεκίνησαν την περίοδο της Δυναστείας των Χαν, τον 3ο π.Χ. αιώνα, όταν ο Αυτοκράτορας έστειλε τον ερευνητή Τσανγκ Τσιάν σε μια φυλή της κεντρικής Ασίας. Η φυλή κράτησε αιχμάλωτο τον Τσιάν, ο οποίος τελικά κατάφερε να ελευθερωθεί. Με την επιστροφή του στην Κίνα αναφέρθηκε μεταξύ άλλων, στα υπέροχα Αραβικά άλογα που είχε συναντήσει.
Οι Κινεζικές αρχές ήταν πρόθυμες να αποκτήσουν αυτά τα άλογα και έτσι ξεκίνησαν οι εμπορικές συναλλαγές με τις περιοχές της Κεντρικής Ασίας, που είχαν ήδη έρθει σε επαφή με τον πολιτισμό της Ευρώπης, αρχικά μέσω των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αργότερα μέσω της εξάπλωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ένα Μυστικό Χιλιετιών
Την εποχή εκείνη οι Κινέζοι ήταν οι μόνοι που γνώριζαν, ήδη από την τρίτη χιλιετία π.Χ., πώς να κατασκευάζουν το μετάξι, που είχε μεγάλη ζήτηση στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κι έτσι έγινε ένα από τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα της Κίνας. Σύμβολο κοινωνικής ανωτερότητας και καταξίωσης, το μετάξι αποτελούσε το σημαντικότερο προϊόν διακίνησης του διηπειρωτικού εμπορικού άξονα. Φυσικά δεν ήταν το μόνο αγαθό που διακινούνταν μέσω του εμπορικού δικτύου. Δεκάδες είδη πολυτελείας ταξίδευαν χιλιάδες χιλιόμετρα για να φτάσουν στον προορισμό τους, ενώ από το σημαντικότερο εμπορικό δίκτυο της εποχής πέρασε στην Ευρώπη το χαρτί και η πυρίτιδα.
Ο Δρόμος του Μεταξιού εκτεινόταν σε περίπου 6.500 χιλιόμετρα και πολύ λίγοι είχαν την ευκαιρία να κάνουν ολόκληρο το ταξίδι. Τα αγαθά μεταφέρονταν από ομάδες εμπόρων σε άλλες ομάδες, πάνω σε καμήλες, σε άλογα, σε πλοία, ακόμα και με τα πόδια. Οι δυσκολίες που είχαν να αντιμετωπίσουν οι έμποροι ήταν πολλές: ληστείες, ακραίες κλιματολογικές συνθήκες, εδαφικές ιδιαιτερότητες. Τα καραβάνια περνούσαν μέσα από την έρημο, από βουνά, στέπες, από υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες, χιόνια, βροχές και ό,τι παρεμβάλλεται ανάμεσα στην Κίνα και την Ευρώπη σε εδάφη που σήμερα βρίσκονται το Κιργιστάν, το Ουζμπεκιστάν, το Τουρκμενιστάν, το Ιράν, η Τουρκία, αλλά και το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, η Συρία, ακόμα και το Νεπάλ.
Οι Κινέζοι κράτησαν μυστικό τον τρόπο κατασκευής του μεταξιού και μαζί και το μονοπώλιο έως τον 6ο αιώνα μ.Χ. Εκείνη την εποχή, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έστειλε στην Κίνα δύο μοναχούς, οι οποίοι επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη με μεταξόσπορο, κρυμμένο μέσα στα κούφια μπαστούνια τους. Σταδιακά, η μεταξουργία αναπτύχθηκε σε όλο τον Ελλαδικό χώρο και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που κατά μία εκδοχή ονομάστηκε από τότε Μοριάς -εξαιτίας της καλλιέργειας της μουριάς που προτιμούν οι μεταξοσκώληκες. Τον 8ο αιώνα η μεταξουργία διαδόθηκε στους Άραβες, ύστερα από επιδρομή που έκαναν στην Πελοπόννησο.
Το 1130 διαδόθηκε στη Σικελία και από εκεί στην Ιταλία, όπου δημιουργήθηκαν μεγάλα κέντρα βιοτεχνίας μεταξιού (Φλωρεντία, Βενετία, Γένουα, Λούκα, Μιλάνο). Στην Αβινιόν κατά το 14ο αιώνα η μεταξουργία υποστηρίχτηκε από τους πάπες και γενικά σ' όλα τα κράτη οι ηγεμόνες φρόντισαν να την αναπτύξουν με κάθε τρόπο.
Ο Μάρκο Πόλο στο Πεκίνο
Ο Μάρκο Πόλο στα απομνημονεύματά του (Τα Ταξίδια του Μάρκο Πόλο) κατά την παραμονή του στην Κίνα τον 13ο αιώνα, αναφέρθηκε σε άγνωστους πολιτισμούς με τεράστιο πλούτο και αφθονία αγαθών που θεωρούνταν περιζήτητα από τους εμπόρους της Δύσης. Αν και έχει αμφισβητηθεί ότι όντως έφτασε στην Κίνα -ιστορικοί υποστηρίζουν ότι βασίστηκε σε περιγραφές άλλων- περιγράφει με εκπληκτικό τρόπο μεγαλουπόλεις με αμύθητο πλούτο, καθώς και πρωτόγνωρα έθιμα που ανήκαν σε έναν κόσμο εντελώς άγνωστο για τη Δύση ή γνωστό μόνο μέσα από μύθους και διαδόσεις. Το παλάτι του Μεγάλου Χαν ήταν «το μεγαλύτερο Παλάτι που υπήρξε ποτέ».
«Το κτίριο είναι τόσο τεράστιο, τόσο πλούσιο και τόσο όμορφο ώστε κανένας άνθρωπος πάνω στη γη δεν θα μπορούσε να σχεδιάσει κάτι ανώτερο». Οι τοίχοι του ήταν επενδυμένοι με χρυσάφι και ασήμι, με σκαλισμένους και επιχρυσωμένους δράκους, θηρία και πουλιά, ιππότες και είδωλα. Σε αντίθεση με τα ελικοειδή και δρομάκια της Μεσαιωνικής Ευρώπης, το Χανμπαλίκ (το σημερινό Πεκίνο) είχε τόσο ευθείς και φαρδείς δρόμους, ώστε μπορούσε κανείς να δει από το ένα τείχος της πόλης ως το άλλο.
«Δεν περνάει ούτε μία μέρα το χρόνο που να μην μπαίνουν στην πόλη 1.000 άμαξες φορτωμένες μόνο με μετάξι» γράφει ο Μάρκο Πόλο, σύμφωνα με τον οποίο το λιμάνι Σιντσού, στον ποταμό Γιανγκτσέ, θα πρέπει να είχε εξυπηρετήσει γύρω στα 15.000 πλοία.
Σταυροδρόμι Πολιτισμών
Η μόνιμη εμπορική σχέση της Αυτοκρατορικής Κίνας με την Ευρώπη κράτησε εκατοντάδες χρόνια. Ο «Δρόμος του Μεταξιού» όμως δεν εξυπηρετούσε αποκλειστικά εμπορικούς σκοπούς, αλλά στήριξε έναν μακραίωνο διάλογο πολιτισμών. Αποτέλεσε δίοδο για την εξάπλωση του Βουδισμού στην Κίνα και την Ιαπωνία και του Χριστιανισμού στις ανατολικές περιοχές καθώς και την εξάπλωση του Ισλάμ. Υπήρξε ένας σταυροδρόμι πολιτισμών, γλωσσών, παραδόσεων, εθίμων και ανακαλύψεων. Με την εδραίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρατηρήθηκε απότομη μείωση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η ανάγκη για εμπορική -και όχι μόνο- επέκταση οδήγησε στην ανακάλυψη του Νέου Κόσμου.
Στις μέρες μας πλέον το μετάξι δεν κρύβει κάποιο φοβερό μυστικό. Ωστόσο χαρίζει το όνομά του στο νέο Δρόμο του Μεταξιού, μια ιδέα που είχε πρωτοεμφανιστεί μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Η Κίνα εκείνης της εποχής δεν είχε τη δυνατότητα, τόσο πολιτική όσο κυρίως οικονομική, να προωθήσει ένα τέτοιο εγχείρημα. Σήμερα όπως φαίνεται, τα πράγματα είναι διαφορετικά.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)