216. ΠΑΙΣ ΚΛΕΠΤΗΣ ΚΑΙ ΜΗΤΗΡ [216.1] παῖς ἐκ διδασκαλείου τὴν τοῦ συμφοιτητοῦ δέλτον ἀφελόμενος τῇ μητρὶ ἐκόμισε. τῆς δὲ οὐ μόνον αὐτὸν μὴ ἐπιπληξάσης, ἀλλὰ καὶ ἐπαινεσάσης αὐτὸν ἐκ δευτέρου ἱμάτιον κλέψας ἤνεγκεν αὐτῇ· ἔτι δὲ μᾶλλον ἀποδεξαμένης αὐτῆς προϊὼν τοῖς χρόνοις ὡς νεανίας ἐγένετο, ἤδη καὶ τὰ μείζονα κλέπτειν ἐπεχείρει. ληφθεὶς δέ ποτε ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ καὶ περιαγκωνισθεὶς ἐπὶ τὸν δήμιον ἀπήγετο. τῆς δὲ μητρὸς ἐπακολουθούσης αὐτῷ καὶ στερνοκοπούσης εἶπε βούλεσθαί τι αὐτῇ πρὸς τὸ οὖς εἰπεῖν καὶ προσελθούσης αὐτῆς ταχέως τοῦ ὠτίου ἐπιλαβόμενος καταδήξας ἀφείλετο. τῆς δὲ κατηγορούσης αὐτοῦ δυσσέβειαν, εἴπερ μὴ ἀρκεσθεὶς οἷς ἤδη πεπλημμέληκε καὶ τὴν μητέρα ἐλωβήσατο, ἐκεῖνος ὑπολαβὼν ἔφη· «ἀλλ᾽ ὅτε σοι πρῶτον τὴν δέλτον κλέψας ἤνεγκα, εἰ ἐπέπληξάς μοι, οὐκ ἂν μέχρι τούτου ἐχώρησα καὶ ἐπὶ θάνατον ἠγόμην».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τὸ κατ᾽ ἀρχὰς μὴ κολαζόμενον ἐπὶ μεῖζον αὔξεται.
217. ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ ΔΙΨΩΣΑ
[217.1] περιστερὰ δίψει συνεχομένη ὡς ἐθεάσατο ἔν τινι πίνακι κρατῆρα ὕδατος γεγραμμένον, ὑπέλαβεν ἀληθῆ εἶναι. διόπερ πολλῷ ῥοίζῳ ἐνεχθεῖσα ἔλαθεν ἑαυτὴν τῷ πίνακι ἐντινάξασα. συνέβη οὖν αὐτῇ τῶν πτερῶν περιθραυσθέντων ἐπὶ τὴν γῆν καταπεσοῦσαν ὑπό τινος τῶν παρατυχόντων συλληφθῆναι.
οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων διὰ σφοδρὰς ἐπιθυμίας ἀπερισκέπτως τοῖς πράγμασιν ἐπιχειροῦντες ἑαυτοὺς εἰς ὄλεθρον ἐμβάλλουσιν.
218. ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΚΟΡΩΝΗ
[218.1] περιστερὰ ἔν τινι περιστερεῶνι τρεφομένη ἐπὶ πολυτεκνίᾳ ἐφρυάττετο. κορώνη δὲ ἀκούσασα αὐτῆς τῶν λόγων ἔφη· «ἀλλ᾽, ὦ αὕτη, πέπαυσο ἐπὶ τούτῳ ἀλαζονεύουσα. ὅσῳ γὰρ ἂν πλείονα τέκνα ἔχῃς, τοσούτῳ περισσοτέρᾳ δουλείᾳ στενάξεις».
οὕτω καὶ τῶν οἰκετῶν δυστυχέστεροί εἰσιν, ὅσοι ἐν τῇ δουλείᾳ τεκνοποιοῦσιν.
219. ΠΙΘΗΚΟΣ ΚΑΙ ΑΛΙΕΙΣ
[219.1] πίθηκος ἐπί τινος ὑψηλοῦ δένδρου καθήμενος ὡς ἐθεάσατο ἁλιεῖς ἐπί τινος ποταμοῦ σαγήνην βάλλοντας, παρετηρεῖτο τὰ ὑπ᾽ αὐτῶν πραττόμενα. ὡς δὲ ἐκεῖνοι τὴν σαγήνην ἀνασπάσαντες μικρὸν ἄποθεν ἠρίστουν, καταβὰς ἐπειρᾶτο καὶ αὐτὸς τὰ αὐτὰ πράττειν· φασὶ γὰρ μιμητικὸν εἶναι τὸ ζῷον. ἐφαψάμενος δὲ τῶν δικτύων ὡς συνελήφθη, ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε δίκαια πέπονθα. τί γὰρ ἁλιεύειν μὴ μαθὼν τοῦτο ἐπεχείρουν;»
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ἡ τῶν μὴ προσηκόντων ἐπιχείρησις οὐ μόνον ἀσύμφορος, ἀλλὰ καὶ ἐπιβλαβής ἐστιν.
220. ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ ΒΥΡΣΟΔΕΨΗΣ
[220.1] πλούσιος βυρσέως παραπλησιάζοντος μὴ δυνάμενος τὴν δυσωδίαν φέρειν ἐπέκειτο αὐτῷ, ἵνα μεταβῇ. ὁ δὲ ἀεὶ ἀνεβάλλετο λέγων μετ᾽ ὀλίγον χρόνον μεταβήσεσθαι. τούτου δὲ συνεχῶς γενομένου συνέβη χρόνου διελθόντος τὸν πλούσιον ἐν συνηθείᾳ γενόμενον τῆς δυσωδίας μηκέτι αὐτῷ διενοχλεῖν.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ἡ συνήθεια καὶ τὰ δυσχερῆ τῶν πραγμάτων καταπραΰνει.
***
216. Το κλεφτρόνι και η μάνα του.
[216.1] Ήταν μια φορά ένα σχολιαρόπαιδο που σούφρωσε την πλάκα του συμμαθητή του στο σχολείο και την έφερε στη μάνα του. Εκείνη, που λέτε, όχι μόνο δεν τον μάλωσε αλλά του είπε και μπράβο. Την επόμενη φορά, λοιπόν, ο κλεφταράκος βούτηξε και της πήγε ένα πανωφόρι. Το καλοδέχτηκε και αυτό η μάνα με ακόμη μεγαλύτερους επαίνους. Έτσι, καθώς το παιδί μεγάλωσε με τον καιρό και έγινε νεαρούλης, άρχισε πλέον να καταπιάνεται με πιο χοντρές κλοπές. Έλα όμως που μια μέρα τον έπιασαν στα πράσα: αμέσως τότε του δέσανε τα χέρια πισθάγκωνα και τον τραβούσαν κατευθείαν για τον δήμιο. Όσο για τη μάνα, αυτή ακολουθούσε από πίσω του και βάραγε τα στήθια της θρηνώντας. Σε κάποια στιγμή, λοιπόν, ο νεαρός τής φώναξε πως ήθελε να της ψιθυρίσει κάτι στο αυτί. Μόλις τον πλησίασε εκείνη, τούτος γράπωσε με τα δόντια του το αυτί της, το δάγκασε με όλη του τη δύναμη και της το ξερίζωσε. Η γυναίκα, φυσικά, ξέσπασε σε δριμύ κατηγορητήριο: «Ξεδιάντροπε! Σαν να μη σου έφταναν τα εγκλήματα που έχεις διαπράξει! Τη μάνα σου, βρε, τη μάνα σου τόλμησες να σακατέψεις;». Όμως ο γιος της τής έκοψε τη φόρα και έκραξε: «Γιατί, μωρή, δεν με μάλωσες τότε που έκανα την πρώτη μου κλεψιά και σου έφερα εκείνη την πλάκα; Άμα το είχες κάνει, δεν θα είχα καταντήσει εδώ πέρα τώρα, να με τραβολογάνε για εκτέλεση».
Το δίδαγμα του μύθου: Άμα δεν τιμωρήσεις το κακό από την αρχή, με τον καιρό θα φουντώσει πιο πολύ.
217. Το περιστέρι που διψούσε.
[217.1] Ήταν ένα περιστέρι που το βασάνιζε δίψα, ώσπου σε κάποια στιγμή αντίκρισε μια ζωγραφιά που απεικόνιζε στάμνα με νερό. Το χαζοπούλι, που λέτε, νόμισε πως η μπογιατισμένη στάμνα ήταν αληθινή. Γι᾽ αυτό πήρε πολλή φόρα και πέταξε καταπάνω της· και έτσι, άθελά του, κοπανήθηκε με δύναμη πάνω στη ζωγραφισμένη σανίδα. Φαντάζεστε λοιπόν τί του συνέβη: τα φτερά του τσακίστηκαν γύρω τριγύρω, με αποτέλεσμα το πουλί να πέσει στο έδαφος και να το τσακώσει κάποιος περαστικός.
Έτσι συμβαίνει με μερικούς ανθρώπους: Από τη σφοδρή λαχτάρα τους καταπιάνονται με τη μία ή την άλλη υπόθεση δίχως περίσκεψη, με αποτέλεσμα να ρίχνονται κατευθείαν στον χαμό.
218. Η περιστέρα και η κουρούνα.
[218.1] Ήταν μια περιστέρα που την εξέτρεφαν στον περιστερώνα. Αυτή, που λέτε, όλο καυχιότανε για το πλήθος των τέκνων της. Μια μέρα, όμως, άκουσε τους κομπασμούς της η κουρούνα και την έβαλε στη θέση της: «Σκάσε, μωρή βλαμμένη, πάψε πια να κοκορεύεσαι για αυτό. Δεν το καταλαβαίνεις; Όσο πιο πολλά παιδιά κάνεις, τόσο περισσότεροι θα είναι οι σκλάβοι που θα κλαις τη μοίρα τους».
Το ίδιο ισχύει και για τους δούλους: Όσοι κάνουν παιδιά μέσα στη σκλαβιά είναι πιο δυστυχισμένοι.
219. Ο πίθηκος και οι ψαράδες.
[219.1] Μια φορά ο πίθηκος αναρριχήθηκε και κούρνιασε πάνω σε ψηλό δέντρο. Από εκεί πάνω πήρε το μάτι του κάτι ψαράδες που ρίχνανε το μεγάλο δίχτυ τους μέσα στο ποτάμι. Βάλθηκε λοιπόν να παρατηρεί τί έκαναν. Με τα πολλά, εκείνοι τράβηξαν το δίχτυ τους έξω στην όχθη και αποτραβήχτηκαν λίγο πιο πέρα για να κολατσίσουν. Τότε ο πίθηκος κατέβηκε κάτω και προσπάθησε να κάνει και αυτός την ίδια δουλειά. Βλέπετε, τούτο το ζώο είναι κατεξοχήν μιμητικό, καθώς λένε. Μόλις όμως πήγε να απλώσει χέρι στα δίχτυα, ευθύς μπλέχτηκε και παγιδεύτηκε στα βρόχια τους. Συλλογίστηκε λοιπόν από μέσα του: «Μωρέ καλά να πάθω. Τί μου ήρθε να καταπιαστώ με τέτοια δουλειά, τη στιγμή που είμαι άσχετος με το ψάρεμα;».
Το δίδαγμα του μύθου: Το να καταπιάνεσαι με δουλειές που δεν σου ταιριάζουν δεν είναι μόνο ανώφελο αλλά και επιζήμιο.
220. Ο πλούσιος και ο βυρσοδέψης.
[220.1] Ήταν μια φορά ένας πλούσιος που είχε για γείτονά του έναν ταμπάκη. Λοιπόν, που λέτε, δεν μπορούσε να υποφέρει τη δυσωδία και όλο πίεζε τον ταμπάκη να μετακομίσει. Εκείνος όμως όλο υποσχόταν ότι νά, τώρα σε λίγο καιρό θα τα μαζέψει και θα φύγει, και το πήγαινε από αναβολή σε αναβολή. Έτσι γινόταν συνέχεια, μέχρι που ξέρετε τί συνέβη; Με τον καιρό ο πλούσιος συνήθισε την απαίσια μυρωδιά και πια δεν τον ενοχλούσε.
Το δίδαγμα του μύθου: Η συνήθεια καθιστά υποφερτές ακόμη και τις πιο δύσκολες καταστάσεις.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τὸ κατ᾽ ἀρχὰς μὴ κολαζόμενον ἐπὶ μεῖζον αὔξεται.
217. ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ ΔΙΨΩΣΑ
[217.1] περιστερὰ δίψει συνεχομένη ὡς ἐθεάσατο ἔν τινι πίνακι κρατῆρα ὕδατος γεγραμμένον, ὑπέλαβεν ἀληθῆ εἶναι. διόπερ πολλῷ ῥοίζῳ ἐνεχθεῖσα ἔλαθεν ἑαυτὴν τῷ πίνακι ἐντινάξασα. συνέβη οὖν αὐτῇ τῶν πτερῶν περιθραυσθέντων ἐπὶ τὴν γῆν καταπεσοῦσαν ὑπό τινος τῶν παρατυχόντων συλληφθῆναι.
οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων διὰ σφοδρὰς ἐπιθυμίας ἀπερισκέπτως τοῖς πράγμασιν ἐπιχειροῦντες ἑαυτοὺς εἰς ὄλεθρον ἐμβάλλουσιν.
218. ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΚΟΡΩΝΗ
[218.1] περιστερὰ ἔν τινι περιστερεῶνι τρεφομένη ἐπὶ πολυτεκνίᾳ ἐφρυάττετο. κορώνη δὲ ἀκούσασα αὐτῆς τῶν λόγων ἔφη· «ἀλλ᾽, ὦ αὕτη, πέπαυσο ἐπὶ τούτῳ ἀλαζονεύουσα. ὅσῳ γὰρ ἂν πλείονα τέκνα ἔχῃς, τοσούτῳ περισσοτέρᾳ δουλείᾳ στενάξεις».
οὕτω καὶ τῶν οἰκετῶν δυστυχέστεροί εἰσιν, ὅσοι ἐν τῇ δουλείᾳ τεκνοποιοῦσιν.
219. ΠΙΘΗΚΟΣ ΚΑΙ ΑΛΙΕΙΣ
[219.1] πίθηκος ἐπί τινος ὑψηλοῦ δένδρου καθήμενος ὡς ἐθεάσατο ἁλιεῖς ἐπί τινος ποταμοῦ σαγήνην βάλλοντας, παρετηρεῖτο τὰ ὑπ᾽ αὐτῶν πραττόμενα. ὡς δὲ ἐκεῖνοι τὴν σαγήνην ἀνασπάσαντες μικρὸν ἄποθεν ἠρίστουν, καταβὰς ἐπειρᾶτο καὶ αὐτὸς τὰ αὐτὰ πράττειν· φασὶ γὰρ μιμητικὸν εἶναι τὸ ζῷον. ἐφαψάμενος δὲ τῶν δικτύων ὡς συνελήφθη, ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε δίκαια πέπονθα. τί γὰρ ἁλιεύειν μὴ μαθὼν τοῦτο ἐπεχείρουν;»
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ἡ τῶν μὴ προσηκόντων ἐπιχείρησις οὐ μόνον ἀσύμφορος, ἀλλὰ καὶ ἐπιβλαβής ἐστιν.
220. ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ ΒΥΡΣΟΔΕΨΗΣ
[220.1] πλούσιος βυρσέως παραπλησιάζοντος μὴ δυνάμενος τὴν δυσωδίαν φέρειν ἐπέκειτο αὐτῷ, ἵνα μεταβῇ. ὁ δὲ ἀεὶ ἀνεβάλλετο λέγων μετ᾽ ὀλίγον χρόνον μεταβήσεσθαι. τούτου δὲ συνεχῶς γενομένου συνέβη χρόνου διελθόντος τὸν πλούσιον ἐν συνηθείᾳ γενόμενον τῆς δυσωδίας μηκέτι αὐτῷ διενοχλεῖν.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ἡ συνήθεια καὶ τὰ δυσχερῆ τῶν πραγμάτων καταπραΰνει.
***
216. Το κλεφτρόνι και η μάνα του.
[216.1] Ήταν μια φορά ένα σχολιαρόπαιδο που σούφρωσε την πλάκα του συμμαθητή του στο σχολείο και την έφερε στη μάνα του. Εκείνη, που λέτε, όχι μόνο δεν τον μάλωσε αλλά του είπε και μπράβο. Την επόμενη φορά, λοιπόν, ο κλεφταράκος βούτηξε και της πήγε ένα πανωφόρι. Το καλοδέχτηκε και αυτό η μάνα με ακόμη μεγαλύτερους επαίνους. Έτσι, καθώς το παιδί μεγάλωσε με τον καιρό και έγινε νεαρούλης, άρχισε πλέον να καταπιάνεται με πιο χοντρές κλοπές. Έλα όμως που μια μέρα τον έπιασαν στα πράσα: αμέσως τότε του δέσανε τα χέρια πισθάγκωνα και τον τραβούσαν κατευθείαν για τον δήμιο. Όσο για τη μάνα, αυτή ακολουθούσε από πίσω του και βάραγε τα στήθια της θρηνώντας. Σε κάποια στιγμή, λοιπόν, ο νεαρός τής φώναξε πως ήθελε να της ψιθυρίσει κάτι στο αυτί. Μόλις τον πλησίασε εκείνη, τούτος γράπωσε με τα δόντια του το αυτί της, το δάγκασε με όλη του τη δύναμη και της το ξερίζωσε. Η γυναίκα, φυσικά, ξέσπασε σε δριμύ κατηγορητήριο: «Ξεδιάντροπε! Σαν να μη σου έφταναν τα εγκλήματα που έχεις διαπράξει! Τη μάνα σου, βρε, τη μάνα σου τόλμησες να σακατέψεις;». Όμως ο γιος της τής έκοψε τη φόρα και έκραξε: «Γιατί, μωρή, δεν με μάλωσες τότε που έκανα την πρώτη μου κλεψιά και σου έφερα εκείνη την πλάκα; Άμα το είχες κάνει, δεν θα είχα καταντήσει εδώ πέρα τώρα, να με τραβολογάνε για εκτέλεση».
Το δίδαγμα του μύθου: Άμα δεν τιμωρήσεις το κακό από την αρχή, με τον καιρό θα φουντώσει πιο πολύ.
217. Το περιστέρι που διψούσε.
[217.1] Ήταν ένα περιστέρι που το βασάνιζε δίψα, ώσπου σε κάποια στιγμή αντίκρισε μια ζωγραφιά που απεικόνιζε στάμνα με νερό. Το χαζοπούλι, που λέτε, νόμισε πως η μπογιατισμένη στάμνα ήταν αληθινή. Γι᾽ αυτό πήρε πολλή φόρα και πέταξε καταπάνω της· και έτσι, άθελά του, κοπανήθηκε με δύναμη πάνω στη ζωγραφισμένη σανίδα. Φαντάζεστε λοιπόν τί του συνέβη: τα φτερά του τσακίστηκαν γύρω τριγύρω, με αποτέλεσμα το πουλί να πέσει στο έδαφος και να το τσακώσει κάποιος περαστικός.
Έτσι συμβαίνει με μερικούς ανθρώπους: Από τη σφοδρή λαχτάρα τους καταπιάνονται με τη μία ή την άλλη υπόθεση δίχως περίσκεψη, με αποτέλεσμα να ρίχνονται κατευθείαν στον χαμό.
218. Η περιστέρα και η κουρούνα.
[218.1] Ήταν μια περιστέρα που την εξέτρεφαν στον περιστερώνα. Αυτή, που λέτε, όλο καυχιότανε για το πλήθος των τέκνων της. Μια μέρα, όμως, άκουσε τους κομπασμούς της η κουρούνα και την έβαλε στη θέση της: «Σκάσε, μωρή βλαμμένη, πάψε πια να κοκορεύεσαι για αυτό. Δεν το καταλαβαίνεις; Όσο πιο πολλά παιδιά κάνεις, τόσο περισσότεροι θα είναι οι σκλάβοι που θα κλαις τη μοίρα τους».
Το ίδιο ισχύει και για τους δούλους: Όσοι κάνουν παιδιά μέσα στη σκλαβιά είναι πιο δυστυχισμένοι.
219. Ο πίθηκος και οι ψαράδες.
[219.1] Μια φορά ο πίθηκος αναρριχήθηκε και κούρνιασε πάνω σε ψηλό δέντρο. Από εκεί πάνω πήρε το μάτι του κάτι ψαράδες που ρίχνανε το μεγάλο δίχτυ τους μέσα στο ποτάμι. Βάλθηκε λοιπόν να παρατηρεί τί έκαναν. Με τα πολλά, εκείνοι τράβηξαν το δίχτυ τους έξω στην όχθη και αποτραβήχτηκαν λίγο πιο πέρα για να κολατσίσουν. Τότε ο πίθηκος κατέβηκε κάτω και προσπάθησε να κάνει και αυτός την ίδια δουλειά. Βλέπετε, τούτο το ζώο είναι κατεξοχήν μιμητικό, καθώς λένε. Μόλις όμως πήγε να απλώσει χέρι στα δίχτυα, ευθύς μπλέχτηκε και παγιδεύτηκε στα βρόχια τους. Συλλογίστηκε λοιπόν από μέσα του: «Μωρέ καλά να πάθω. Τί μου ήρθε να καταπιαστώ με τέτοια δουλειά, τη στιγμή που είμαι άσχετος με το ψάρεμα;».
Το δίδαγμα του μύθου: Το να καταπιάνεσαι με δουλειές που δεν σου ταιριάζουν δεν είναι μόνο ανώφελο αλλά και επιζήμιο.
220. Ο πλούσιος και ο βυρσοδέψης.
[220.1] Ήταν μια φορά ένας πλούσιος που είχε για γείτονά του έναν ταμπάκη. Λοιπόν, που λέτε, δεν μπορούσε να υποφέρει τη δυσωδία και όλο πίεζε τον ταμπάκη να μετακομίσει. Εκείνος όμως όλο υποσχόταν ότι νά, τώρα σε λίγο καιρό θα τα μαζέψει και θα φύγει, και το πήγαινε από αναβολή σε αναβολή. Έτσι γινόταν συνέχεια, μέχρι που ξέρετε τί συνέβη; Με τον καιρό ο πλούσιος συνήθισε την απαίσια μυρωδιά και πια δεν τον ενοχλούσε.
Το δίδαγμα του μύθου: Η συνήθεια καθιστά υποφερτές ακόμη και τις πιο δύσκολες καταστάσεις.