Α. Η Ηδονή ως λέξη και ως έννοια
Η λέξη ηδονή είναι παράγωγη από το ρήμα ήδομαι , ένα ρήμα από αυτά που κοσμούν το αρχαίο ελληνικό λεξιλόγιο, με το εύηχο της λέξης και την ουσία του νοήματός του. Είναι ταυτόσημο, το ρήμα αυτό, ή συνώνυμο με μια σειρά ρημάτων, που όλα συνάδουν στη θετική όψη της ζωής , όπως: χαίρομαι, ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, ευαρεστούμαι, αγάλλομαι, τέρπομαι, απολαμβάνω. Ακόμα, οι φράσεις “ηδέως έχω” και “ηδέως διάγω” και “ηδέως ζην” με το επίρρημα ηδέως, επίσης παράγωγο από το ρήμα ήδομαι, είναι ενδεικτικές της ευρείας χρήσεως του στην καθημερινή ζωή των προγόνων μας.
Ηδονή λοιπόν σημαίνει αντίστοιχα την χαρά, την ευχαρίστηση, την ευφροσύνη, την ευαρέσκεια - σωματική και ψυχική - την αγαλλίαση, την τέρψη, την απόλαυση. Μια πλούσια γκάμα σημασιών καλύπτει η λέξη ηδονή, που ξεκινάει από την πιο χυδαία αισθησιακή απόλαυση,την ηδυπάθεια και την φιληδονία, που από μόνες τους παραπέμπουν σε παθογένεια καί νοσηρότητα. Και φθάνει ως την ανώτατη ψυχο-πνευματική κατάσταση: την αγαλλίαση, τη μακαριότητα και τον “γαληνισμό” της ψυχής για τον οποίο μας μιλάει ο Επίκουρος, τελειώνοντας την προς Ηρόδοτο, επιστολή του. Στο Λουκρήτιο επίσης η λέξη “voluptas” έχει εύρος σημασιολογικό: από τη φυσική απόλαυση μέχρι την πιο εκστατική ενατένιση του θείου.
Αυτή ακριβώς η μεγάλη διάσταση σημασιών ,κατέστησε την ηδονή την πιο παρεξηγημένη κι ενοχοποιημένη λέξη της γλώσσας μας. Και μαζί και τη φιλοσοφία του Επίκουρου, που ορίζει την ηδονή “ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΩΣ ΖΗΝ”. Προϋπόθεση, δηλαδή και σκοπό της ευτυχισμένης ζωής.
Β. Η ηδονή στη φιλοσοφία
Ως ψυχοσωματική ευεξία η λέξη ηδονή, απαντά για πρώτη φορά στον ποιητή-επιγραμματοποιό Σιμωνίδη. Ίσως ήταν και ο δημιουργός της. Ένας νεολογισμός της εποχής. Πιθανόν, γι αυτό και η ποιητική της χροιά...
Ως αγαθό όμως, πρωταρχικό και σύμφυτο όλων των έμβιων όντων, την θεώρησε πρώτος ο Εύδοξος, ο περίφημος αστρονόμος και μαθηματικός και ιατρός, συνεργάτης του Πλάτωνα στην Ακαδημία αλλά και αποστάτης αργότερα από αυτήν, λόγω ακριβώς των ιδεών του. Και ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης θεωρούν την ηδονή απαραίτητο συστατικό της ευδαιμονίας, έστω ένα μικρό μέρος της. Στον πλατωνικό διάλογο “Φίληβος” ή “ περί ηδονής” που πραγματεύεται το θέμα, αν το απόλυτο αγαθό για τον άνθρωπο ταυτίζεται με την ηδονή ή τη φρόνηση, αναφέρεται ότι ο Εύδοξος προτείνει ένα φυσιοκρατικό και χονδροκομμένο ηδονισμό. Ο Αρίστιππος, που ανήκε κι αυτός στο Σωκρατικό-πλατωνικό κύκλο, από τον Εύδοξο σίγουρα εμπνεύσθηκε την περί ηδονής φιλοσοφία του. Η επιρροή του Εύδοξου είναι φανερή και στον Αριστοτέλη, παρά τους μύδρους που εξαπολύει εναντίον του. Το συμπέρασμα, τελικά, στο “Φίληβο” είναι ότι ούτε η φρόνηση ούτε η ηδονή αποτελούν, μεμονωμένα, το απόλυτο αγαθό για την ανθρώπινη ζωή, εφόσον δεν έχουν αυτάρκεια και τελειότητα. Η ανάμειξη αυτών των δύο, με γνώμονα το μέτρο, την αλήθεια και το κάλλος οδηγεί στον “Αριστο βίο” τον “ενάρετο βίο” που είναι και ο τελικός σκοπός του ανθρώπου: ένας αυτοσκοπός που απαξιεί τη γήινη ευτυχία του ανθρώπου , καθώς τα μάτια της ψυχής είναι εστραμμένα στον κόσμο των Ιδεών και στη μεταθανάτια ανταμοιβή. Ο Πλάτωνας αποδίδει στον άνθρωπο, μόνο τις κινητικές ηδονές, σωματικές και πνευματικές, ενώ την καταστηματική τη φυλάει για τους θεούς , γιατί κατά τη γνώμη του, μόνο σ'αυτούς προσιδιάζει . Ο Αριστοτέλης αντίθετα, απορρίπτοντας τις κινητικές ηδονές, δέχεται την αξία της καταστηματικής ηδονής, στην οποία οδηγεί μόνο ο θεωρητικός βίος του ανθρώπου, δηλ. η ενασχόληση με την πνευματική του ανέλιξη κι όχι ο πρακτικός, καθημερινός βίος. “ΚΑΙ ΗΔΟΝΗ ΜΑΛΛΟΝ ΕΝ ΗΡΕΜΙΑ ΕΣΤΙΝ Η ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ” Γιατί όπως λέει στα “ηθικά Νικομάχειά του, η ηδονή δεν είναι κίνηση ή γένεση αλλά ολότητα.
Γ. Η ηδονή του Επίκουρου και η σύγκρισή της με την Αριστίππεια ηδονή
Ο Επίκουρος δεν έχει ως μέλημά του την διάκριση ούτε την πρωτοτυπία στη σύλληψη και σύνθεση της δικής του ηδονικής θεωρίας. Σταχυολόγησε , αφού απομάκρυνε κάθε μεταφυσικό στοιχείο, ό,τι θετικό και ουσιαστικό βρήκε στους προκατόχους του:
Από τον Πλάτωνα τις κινητικές ηδονές, ως μέρος της ευδαιμονίας. Από το Σωκράτη τον “μη ανεξέταστο βίο”. Από τον Αριστοτέλη την καταστηματική ηδονή και την ευδαιμονία , ακολουθώντας όμως διαφορετικό δρόμο προς απόκτησή της. Από τον Εύδοξο την θέση ότι η ηδονή είναι το πρωταρχικό και σύμφυτο αγαθό. Από το σοφιστή Αντιφώντα, μαθητή του Γοργία εμπνεύσθηκε τη θεωρία της “αταραξίας” καθότι ο Αντιφών φέρεται να έχει γράψει έργο “Αλυπίας τέχνη”.
Η λογοκρατούμενη όμως φύση του Επίκουρου, καθώς και ο ανθρωπισμός του, τον ώθησαν στην ουσία των πραγμάτων και στην καρδιά του προβλήματος της εποχής του, το οποίο μόνος αυτός επισήμανε, ή καλύτερα, μόνο αυτός επέδειξε τη βούληση να το λύσει. Και αυτό ήταν η δυστυχία που έβλεπε να κυριαρχεί γύρω του. Τα έργα του που σώθηκαν, έστω σπαράγματα αυτών που έγραψε, μιλούν από μόνα τους. Και κραυγάζουν, εντοπίζοντας το πρόβλημα της δυστυχίας των ανθρώπων, στον τρόπο που οι ίδιοι εκλαμβάνουν τα πράγματα. Η ηθική του, όπως λέει ο Antony Long, είναι ένα σύστημα εκπαίδευσης στα μέσα , τα οποία οι άνθρωποι χρησιμοποιώντας τα, θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια ζωή όπου η ηδονική εμπειρία θα υπερισχύει του πόνου. Η μελέτη και υιοθέτηση της επικούρειας φιλοσοφίας που αποβλέπει στην απελευθέρωση από τον σωματικό πόνο και την ψυχική ταραχή , είναι στην ουσία “μια μαθητεία ελευθερίας”, γράφει ο σύγχρονός μας Αβραάμ Κοέν, σοβαρός μελετητής του Επίκουρου στο έργο του, “η φιλοσοφία του Επίκουρου.”
Το αντίδοτο στη δυστυχία , λογικά και πρακτικά, βρίσκεται στην επιδίωξη της ευτυχίας σκέφθηκε ο Επίκουρος. Και η ευτυχία του ανθρώπου ειναι παράγωγο αφενός της γνώσης κι αφετέρου του “φύσει ζην” δηλαδή της υιοθέτησης ενός τρόπου ζωής, σύμφωνα με αυτό που ορίζει η φύση ότι είναι “οικείον” σε κάθε έμβιο ον. Και το οικείον είναι η ηδονή, γιατί η φύση η ίδια επιζητεί την ηδονή και όχι η λογική. Γι αυτό και το “παράδειγμα του λίκνου” όπως το αναφέρει ο επικούρειος Λούκιος Τορκουάτος, στο έργο του Κικέρωνα “de finibus bonorum et malorum”. “Τα μωρά παιδιά, λέει, αλλά και τα άλλα έμβια (έλλογα) όντα, μόλις γεννηθούν και πριν ακόμη αναπτύξουν την λογική, επιδιώκουν την ηδονή ως κάτι οικείο και αποστρέφονται τον πόνο ως κάτι ξένο”.
Η φύση είναι σε θέση να κρίνει , γιατί βιώνει στην κυριολεξία την ηδονή και τον πόνο' και ξέρει πως σ' αυτές τις δυο δυνάμεις οφείλει την ίδια την ύπαρξή της. “Ηδονή και πόνος είναι το δίπολο, που κινεί την ίδια τη ζωή” μας λέει και πάλι ο Αβραάμ Κοέν.
Συμφωνώντας λοιπόν ο Επίκουρος με τον Εύδοξο, σημειώνει ,στην προς Mενοικέα επιστολή του, για την ηδονή: “αγαθόν πρώτον και συγγενικόν” και “πρώτον αγαθόν και σύμφυτον”. Πρωταρχικό λοιπόν Αγαθό η Αρετή, και έμφυτο. Συμφωνεί και με τον Αρίστιππο λέγοντας μαζί με αυτόν: “πάσα ηδονή, δια το φύσιν έχειν οικείαν, αγαθόν” και “ουδεμία ηδονή καθ' εαυτήν κακόν”.
Όμως μέχρις εκεί συμφωνεί μαζί του. Ναι, καθ' εαυτήν, από μόνη της η ηδονή, μιας και είναι κάτι οικείο σε μας και εφόσον δεν έχει συσχετισθεί με αίτια και συνέπειες δηλαδή με παρελθόν και μέλλον, δεν μπορεί να είναι κάτι κακό. Όμως, αυτό τον συσχετισμό θα πρέπει να τον κάνουμε πριν από κάθε μας πράξη ή όχι; Ο Επίκουρος απαντά: ναι, οπωσδήποτε πρέπει. Διαφωνεί λοιπόν μαζί του και εκεί ακριβώς διακρίνεται η υπεροχή της ηδονικής θεωρίας του Επίκουρου έναντι της Αριστίππειας. Είναι το σημείο όπου ο Αρίστιππος λέει: “Μόνον ημέτερον, εστιν το παρόν” όπως μας διασώζει ο Αιλιανός στην “ποικίλη ιστορία “του. Ο Αρίστιππος μιλάει μόνο για τις κινητικές ηδονές, τις ηδονές του παρόντος. Η ικανοποίηση τους, όπως λέει, αποτελεί και το σκοπό της ζωής του ανθρώπου, μάλλον τους σκοπούς του. Γιατί κάθε ηδονή και ένας σκοπός χωρίς καμμιά αναφορά στο χρόνο, στο πριν και το μετά, ή σε κάποια αποτίμηση ποιοτική. Μόνο ποσοτική. Ούτε και σε κάποια συνολική ευδαιμονία. Οι δε διάδοχοί του Αρίστιππου, Ηγησίας ο Πεισιθάνατος και ο Αννίκερις προχωρώντας πιο πέρα, είπαν ότι ο τελικός σκοπός διαφέρει πολύ από την ευδαιμονία. Τελικός σκοπός είναι η επί μέρους ηδονή. Γιατί αυτή , από μόνη της είναι αγαθό επιθυμητό και μη αμφισβητήσιμο.
Αντίθετα, η ευδαιμονία δεν υφίσταται καν από μόνη της αλλά μόνο μέσω των επί μέρους ηδονών. Ο Επίκουρος όμως ενδιαφέρεται για “την του όλου βίου μακαριότητα” όπως λέει στην επιστολή του προς τον Μενοικέα. Εισάγει επομένως ως απαραίτητους όρους στη βιοθεωρία του, αφενός τη μακαριότητα, το ανώτατο δηλ. στάδιο ευτυχίας του ανθρώπου και αφετέρου το χρόνο: Ο όλος βίος σημαίνει παρελθόν, παρόν, μέλλον. Η Ιδέα του μέλλοντος, ιδιαίτερα, ειναι αυτή που θα δώσει μια άλλη διάσταση στην ηδονική θεωρία του Επίκουρου και θα την διαφοροποιήσει από αυτήν του Αρίστιππου.
Η εισαγωγή του χρόνου επιτρέπει την ενότητα των ηδονών, που μία προς μία επιλέχθηκαν στον όλο βίο και επιτρέπει και την επανάληψή τους, μέσω της μνήμης. Ένας παρών πόνος μπορεί να αντισταθμιστεί με την ανάμνηση ηδονής του παρελθόντος ή με την προσμονή μέλλουσας ηδονής. Αυτή η άνεση μετακίνησης μέσα στο χρόνο και η μη προσκόλληση στο παρόν του Αρίστιππου, χαρίζει στον άνθρωπο μια αίσθηση ελευθερίας: ότι μπορεί αυτόνομα, να κάνει τις επιλογές και τις παρεκκλίσεις του, όπως περίπου τις κάνει το άτομο της φυσικής, κινούμενο “ΕΝ ΚΕΝΩΙ”.
Κάθε ηδονή αποτιμάται με το αποτέλεσμα και τις συνέπειες που θα έχει στο μελλον. Γι αυτό, ναι μεν “ΠΑΣΑ ΗΔΟΝΗ ΔΙΑ ΤΟ ΦΥΣΙΝ ΕΧΕΙΝ ΟΙΚΕΙΑΝ, ΑΓΑΘΟΝ” αλλά “ΟΥ ΠΑΣΑ ΜΕΝΤΟΙ ΑΙΡΕΤΗ” γράφει ο Επίκουρος στο Μενοικέα. Δεν ακολουθούμε αδιακρίτως κάθε ηδονή του λέει. Την διάκριση και την επιλογή των ηδονών θα την αναλάβει η φρόνηση που θα κάνει “ΒΛΕΨΙΝ” και “ΣΥΜΜΕΤΡΗΣΙΝ” ΤΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΣΥΜΦΟΡΩΝ” δηλ. εξέταση προσεκτική και σύγκριση και συνυπολογισμό των ηδονών και των πόνων και ανάλογα με την “ωφέλεια” και την χρησιμότητα της, θα γίνει η επιλογή της κάθε ηδονής.
Εισάγει έτσι ο Επίκουρος, πρώτος, μετά την ιδέα του χρόνου και την ιδέα της ωφέλειας και ρίχνει τον σπόρο για μια σημαντική θεωρία που θα ευδοκιμήσει πολύ αργότερα, τον δέκατο όγδοο αιώνα με τον σπουδαίο άγγλο φιλόσοφο και κοινωνιολόγο τον Τζέρεμυ Μπένθαμ. Είναι η θεωρία του ωφελιμισμού, που αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ευτυχίας στον άνθρωπο και σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.
Όπως βλέπουμε, ο ωφελιμισμός, δεν έχει να κάνει με την τρέχουσα σημασία του όρου ,που σημαίνει την επιδίωξη του ιδίου συμφέροντος, εις βάρος των άλλων. Αντίθετα , έχει να κάνει με αυτό που εννοεί ο Επίκουρος στην 29 κύρια δόξα: “Διότι εγώ θα προτιμούσα μελετώντας την φύση να ανακοινώσω με παρρησία αυτά που είναι ωφέλιμα σε όλους τους ανθρώπους παρά να καρπώνομαι τον έπαινο των πολλών...” Έχει να κάνει και με αυτά που έγραψε ο Διογένης ο Οινοανδέας στην πέτρινη επιγραφή του, αποβλέποντας στο να ωφελήσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους: “αφού είναι δίκαιο να βοηθήσω και αυτούς που θα ζήσουν μετά από μένα, γιατί κι αυτοί δικοί μου άνθρωποι είναι, κι ας μην γεννήθηκαν ακόμη αλλά και τους ξένους που έρχονται στην πόλη μας...
Για την μεγάλη σχέση του Επίκουρου με την θεωρία του ωφελιμισμού μιλάει με θέρμη ο γάλλος φιλόσοφος Ζαν-Μαρί Γκυγιώ του οποίου είχαμε την τύχη φέτος να αποκτήσουμε και να διαβάσουμε τις επικούρειες σελίδες, με την εξαιρετική μετάφραση που μας χάρισε ο αγαπητός μας φίλος, ο Λεωνίδας ο Αλεξανδρίδης.
Επιβεβαιώθηκε έτσι ο Χ. Θεοδωρίδης που από τις αρχές του 20ού αι. προέτρεπε τους αναγνώστες του να διαβάσουν τον Γκυγιώ, όσοι αγαπούν τον Επίκουρο... Πραγματικά, τον αγαπήσαμε περισσότερο μέσα από τα κείμενά του Γκυγιώ, που είναι ανεκτίμητα: ένας θησαυρός όχι μόνο για μας τους επικούρειους, αλλά για όλο τον κόσμο, μια και μιλάμε για ωφελιμισμό.
Η ρήση του Μπένθαμ ότι “η φύση έθεσε δύο αφεντάδες- δυνάστες στην ζωή του ανθρώπου, την ευχαρίστηση και τον πόνο “ δείχνει πόσο η θεωρία του έχει επικούρειες ρίζες. Δυνάστης λοιπόν και η ηδονή όταν επιδιώκεται αφρόνως και χωρίς μέτρο. Δεν αρκεί λοιπόν το “ΦΥΣΕΙ ΖΗΝ” απαραίτητο είναι και το “ ΛΟΓΩ ΖΗΝ “ Με την “συμμέτρησιν“ κάποιες ηδονές θα αποφευχθούν, άλλες θα μετατεθούν στο χρόνο και κάποιοι πόνοι θα προτιμηθούν στο παρόν, στο όνομα της μεγαλύτερης ηδονής που θα προκύψει στο μέλλον. Χρησιμοποιούμε μερικές φορές, συμβουλεύει ο Επίκουρος τον Μενοικέα, το αγαθό ως κακό ή αντίθετα το κακό ως αγαθό.
[ΧΡΩΜΕΘΑ ΤΩΙ ΜΕΝ ΑΓΑΘΩΙ ΚΑΤΑ ΤΙΝΑΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΩΣ ΚΑΚΩΙ, ΤΩ ΔΕ ΚΑΚΩΙ ΤΟΥΜΠΑΛΙΝ ΩΣ ΑΓΑΘΩΙ). Κι αυτό γιατί αποβλέπουμε σε μια συνολική ηδονή καθαρή και αμιγή, απαλλαγμένη δηλ. από κάθε ίχνος πόνου. Μια κατάσταση, όπου “ΜΗΤΕ ΑΛΓΕΙΝ ΚΑΤΑ ΣΩΜΑ ΜΗΤΕ ΤΑΡΑΤΤΕΣΘΑΙ ΚΑΤΑ ΨΥΧΗΝ” συνεχίζει ο Επίκουρος στην επιστολή του. Απουσία σωματικού πόνου λοιπόν, και ψυχικής ταραχής. Συνύπαρξη σωματικής ευεξίας και ψυχικής πληρότητας και γαλήνης, για να το πούμε με θετική έκφραση κι όχι αρνητική. Αυτή, λοιπόν, είναι η καταστηματική ηδονή – ευδαιμονία, που αποτελεί το άθροισμα των κινητικών ηδονών, ή καλύτερα την ενότητα των ηδονών, των επιλεγμένων ανάμεσα από πολλές απατηλές ηδονές. Και όπως συμβαίνει σε κάθε ένωση στην φύση, που, σύμφωνα με την αρχή της ανάδυσης, παρουσιάζει καινούριες ιδιότητες από αυτές των στοιχείων που την αποτελούν, το ίδιο συμβαίνει και με τις ηδονές, που ως ψυχικά φαινόμενα και κατ' επέκταση υλικά, ακολουθούν τους φυσικούς νόμους. Έτσι η καταστηματική ηδονή εμφανίζει ιδιαίτερες ιδιότητες έναντι των κινητικών ηδονών: την αταραξία, την καθαρότητα, αφού δεν υπάρχει ανάμειξη πόνου σωματικού ή ψυχικού, την σταθερότητα, την μονιμότητα και την πληρότητα. Η διαφορά τους οφείλεται στο ότι οι μεν κινητικές ηδονές προκαλούνται από αίτια εξωτερικά, ενώ η καταστηματική είναι υπόθεση εσωτερικής διεργασίας. Είναι επομένως διανοητική: μια κατάσταση συνειδητότητας του ανθρώπου και προσωπικής επίγνωσης της φυσικής και ψυχικής του υγείας – ευδαιμονίας. Η κατάσταση αυτή απορρέει από την βούληση και την λογική διάθεση του ατόμου να βάζει τάξη, ομορφιά και ποιότητα στην ζωή του.
Η ιεράρχηση λοιπόν, η τακτοποίηση και συστηματοποίηση και η έλλογη διαχείρηση των ηδονών του παρόντος, θα οδηγήσει στην ποθητή μελλοντική, καταστασιακή ηδονή. Και λέγοντας μελλοντική, δεν έπεται ότι τοποθετείται στο απώτερο μέλλον. Αντίθετα μπορεί ο άνθρωπος να την βιώνει καθημερινά, την κάθε στιγμή, αδιάκοπα, παράλληλα με τις παροδικές κινητικές ηδονές, αρκεί να τις επιλέγει σωστά και να τις κατευθύνει σε μια ενότητα, απαλλαγμένη από κάθε ξένο στοιχείο. Είναι υπέροχη η εικόνα, που χρησιμοποιεί ο Γκυγιώ, σε μετάφραση του Λεωνίδα Αλεξανδρίδη, θέλοντας να περιγράψει ακριβώς αυτή την διαδικασία: “Η ζωή γίνεται ένα είδος πίνακα ,με ακαθόριστα περιγράμματα, στον οποίο ο σοφός αυτός “καλλιτέχνης της ευτυχίας” (Επίκουρος) ομαδοποιεί τις αναμενόμενες συγκινήσεις του. Τοποθετεί τις μεν σε δεύτερο πλάνο, τις δε σε πρώτο πλάνο,φέρνει στο φως αυτές εδώ ,ρίχνει τις άλλες στην λήθη και στο σκοτάδι. Ατενίζει και θαυμάζει το έργο, που είναι συγχρόνως τόσο όμορφο και τόσο ορθολογικό, που δεν έχει καθόλου, όπως τόσα άλλα, τον σκοπό του έξω από αυτό το ίδιο αλλά που αντίθετα είναι ο ίδιος του ο σκοπός και το ίδιο του το αγαθό”.Κα ι προσθέτει ο Γκυγιώ, εντός εισαγωγικών, τα λόγια του Επίκουρου: “Λίγα είναι τα πράγματα που τα φέρνει η τύχη στον σοφό. Η λογική του σκέψη έχει διευθύνει τα μεγαλύτερα και τα πιο σημαντικά “ θέλοντας προφανώς να δείξει ότι η ευδαιμονία – μακαριότητα είναι αποτέλεσμα λογικής διεργασίας και παράγωγο προσωπικής προσπάθειας του ανθρώπου.
Ο συστηματικός Επίκουρος που οργάνωσε την ζωή του με τέτοιο τρόπο, ώστε να μας μιλά για ευδαιμονία και στις πιο δύσκολες στιγμές του, μας συμβουλεύει να τον ακολουθήσουμε εφοδιασμένοι με τον ίδιο εξοπλισμό και τα ίδια εργαλεία που εκείνος χρησιμοποίησε: την γνώση -επιστήμη για την εξάλειψη οποιουδήποτε φόβου και την φρόνηση που είναι από τη μία “ΝΗΦΩΝ ΛΟΓΙΣΜΟΣ”, δηλ. η ξεκάθαρη λογική, εξασκημένη με τον κανόνα, και από την άλλη ΑΡΕΤΗ περιλαμβάνουσα τις υπόλοιπες παραδοσιακές αρετές: σωφροσύνη, εγκράτεια, ανδρεία, δικαιοσύνη. Δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ευχάριστα, χωρίς να ζει με σύνεση, ομορφιά και δικαιοσύνη και το αντίθετο. “ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΗΔΕΩΣ ΖΗΝ ΑΝΕΥ ΤΟΥ ΦΡΟΝΙΜΩΣ ΚΑΙ ΚΑΛΩΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΣ ΟΥΔΕ ΦΡΟΝΙΜΩΣ ΚΑΙ ΚΑΛΩΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΣ ΑΝΕΥ ΤΟΥ ΗΔΕΩΣ ΖΗΝ” λέει ο Επίκουρος στον Μενοικέα και στην 5η Κύρια Δόξα.Και συνεχίζει: ΣΥΜΠΕΦΥΚΑΣΙ ΓΑΡ ΑΙ ΑΡΕΤΑΙ ΤΩ ΖΗΝ ΗΔΕΩΣ, ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΝ ΗΔΕΩΣ ΤΟΥΤΩΝ ΕΣΤΙΝ ΑΧΩΡΙΣΤΟΝ. Γεννήθηκαν μαζί, λέει, οι αρετές με την ευχαρίστηση και δεν μπορούν να υπάρξουν χωριστά: Ηδονή και Αρετή γίνονται ένα πράγμα, το ένα προυπόθεση και συμπλήρωμα του άλλου.
Αν προσθέσουμε εδώ την φιλία και την φιλοσοφία θα έχουμε πλήρη τον επικούρειο εξοπλισμό. Η φιλία, απαραίτητος όρος της ευδαιμονίας. Γι αυτό ο κήπος την καλλιέργησε τόσο πολύ, αναγάγοντάς την σε υπέρτατη αρετή. Και η φιλοσοφία είναι κατά τον Επίκουρο: “ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΛΟΓΟΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙΣ ΤΟΝ ΕΥΔΑΙΜΟΝΑ ΒΙΟΝ ΠΕΡΙΠΟΙΟΥΣΑ” είναι δηλαδή ενέργεια του ανθρώπου που με λογικές σκέψεις και συλλογισμούς, στοχεύει στην ευτυχισμένη ζωή.
Αν η ιδέα του χρόνου και η ιδέα της ωφέλειας- ευτυχίας έχουν προσδώσει στην επικούρεια ηδονή μια ξεχωριστή ποιότητα έναντι των άλλων ηδονικών θεωριών, η ιδέα της στενής σύνδεσης Ηδονής- Αρετής την ανεβάζει στο επίπεδο των μακαρίων Θεών. Γι' αυτό και το” ΜΑΚΑΡΙΩΣ ΖΗΝ” που επαναλαμβάνει ο Επίκουρος.
Το αδιάκριτο και αδιαχώριστο της Αρετής – μέσου και της Ηδονής-σκοπού συντελεί στην δημιουργία εσωτερικής γαλήνης και αρμονίας, απαραίτητης για την ευδαιμονία και μακαριότητα του ανθρώπου. Η αρετή π.χ. της δικαιοσύνης, “πραγματοποιεί, όχι μόνο απ'έξω, αλλά μέσα στο ίδιο το άτομο, ένα είδος αρμονίας και εσωτερικής δικαιοσύνης” μας είπε στην ομιλία του “περί δικαιοσύνης” ο Λεωνίδας Αλεξανδρίδης. Αρετή και αρμονία πάνε μαζί.(είναι και από την ίδια ρίζα -αρ- και ρήμα αραρίσκω που σημαίνει συναρμολογώ, ταιριάζω καλά, συνδέω, εξού και οι λέξεις αρμός, αρμονία, αράχνη=αυτή που συνδέει τον ιστό της, Αρετή=κάτι έξοχο, τέλεια συναρμολογημένο (είναι μία από τις πιθανές ετυμολογίες της λέξεως Αρετή).
Στον Επίκουρο ανήκει η τιμή ότι ανέβασε την ηδονή , παίρνοντάς την από το κατώτατο σκαλί όπου βρίσκεται “ η της γαστρός ηδονή “ και φθάνοντάς την σε τέτοια ύψη. Ο Αθήναιος στο έργο του “δειπνοσοφιστές” βάζει στο στόμα του Επίκουρου την φράση: “Αρχή και ρίζα παντός αγαθού η της γαστρός ηδονή “ Σίγουρα ο Επίκουρος δεν εννοούσε ότι η ευχαρίστηση από την τροφή χαρίζει την ευδαιμονία και την μακαριότητα. Ήθελε μόνο να τονίσει την αναγκαιότητα και την προτεραιότητα της σωματικής ηδονής και μάλιστα αυτής της θρέψης, αφού αφορά στην επιβίωση του ανθρώπου. Χωρίς αυτή την ηδονή ως “αρχή” και “ξεκίνημα” δεν θα φθάσει κανείς ποτέ στο επίπεδο της καταστηματικής ηδονής. Αποτέλεσε όμως η φράση αυτή, ένα καλό επιχείρημα και όπλο στα χέρια των εχθρών του.
Δ. Η πολεμική στον Επίκουρο
Ήταν αποκάλυψη για μένα, όταν για πρώτη φορά διαβάζοντας την προς Μενοικέα επιστολή του Επίκουρου, γραμμένη από το ίδιο του το χέρι, στάθηκα στην περίφημη δήλωσή του: “Οταν λέμε ότι σκοπός μας είναι η ηδονή δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων ή εκείνες των σαρκικών απολαύσεων, όπως νομίζουν μερικοί, που αγνοούν ή διαφωνούν μαζί μας ή είναι κακώς πληροφορημένοι, αλλά το να μην έχουμε σωματικούς πόνους και να μην ταράζεται η ψυχή μας” Και αμέσως μετά: “ Την ευχάριστη ζωή δημιουργεί η νηφάλια σκέψη”. Το αρχαίο κείμενο ξεκάθαρο και πολύ κατανοητό: “ΟΤΑΝ ΟΥΝ ΛΕΓΩΜΕΝ ΗΔΟΝΗΝ ΤΕΛΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙΝ, ΟΥ ΤΑΣ ΤΩΝ ΑΣΩΤΩΝ ΗΔΟΝΑΣ ΚΑΙ ΤΑΣ ΕΝ ΑΠΟΛΑΥΣΕΙ ΚΕΙΜΕΝΑΣ ΛΕΓΟΜΕΝ, ΩΣ ΤΙΝΕΣ ΑΓΝΟΟΥΝΤΕΣ ΚΑΙ ΟΥΧ ΟΜΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ Ή ΚΑΚΩΣ ΕΚΔΕΧΟΜΕΝΟΙ ΝΟΜΙΖΟΥΣΙΝ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΜΗΤΕ ΑΛΓΕΙΝ ΚΑΤΑ ΣΩΜΑ ΜΗΤΕ ΤΑΡΑΖΕΣΘΑΙ ΚΑΤΑ ΨΥΧΗΝ. “ “ ΤΟΝ ΗΔΥΝ ΒΙΟΝ ΓΕΝΝΑ Ο ΝΗΦΩΝ ΛΟΓΙΣΜΟΣ “
Ήξερα ότι ήταν και είναι ο πιο παρεξηγημένος φιλόσοφος της αρχαιότητας, ότι το όνομά του είχε συνδεθεί με κάθε ακολασία και γαστριμαργία και τρυφηλότητα. Δεν είχα όμως ιδέα, μέχρι τότε, ότι υπήρχε η αφοπλιστική αυτή ομολογία του και ακόμα ότι ήταν γνώστης αυτής της παρεξήγησης, πράγμα που δείχνει ότι η κατακραυγή εναντίον του, είχε αρχίσει πολύ νωρίς.
Ξέρουμε ότι σ/ αυτό συνετέλεσε τα μέγιστα ο πρώην τρόφιμος του κήπου Τιμοκράτης, ο οποίος για προσωπικούς λόγους τον είχε κατασυκοφαντήσει. Όμως, αυτοί που πίστεψαν τον Τιμοκράτη, αν είχαν διαβάσει ,προσεκτικά, τα κείμενά του Επίκουρου ιδιαίτερα στην αρχαιότητα που υπήρχαν πολλά, θα άλλαζαν, λογικά, αμέσως γνώμη. Επομένως, για να μη γινει αυτό, σημαίνει ότι τον πίστεψαν, εννοώ τον Τιμοκράτη, αυτοί που ήθελαν να τον πιστέψουν.
Τι έφταιγε σ' αυτό λοιπόν; το ότι αναγνώρισε την ηδονή με παρρησία και χωρίς περιστροφές ως “αρχήν και τέλος του μακαρίως ζην” και υποκαθιστούσε έτσι το “Αγαθόν” του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη;
Και η λέξη ηδονή ήταν και τότε τόσο αρνητικά φορτισμένη και ενοχοποιημένη, όσο είναι και σήμερα που ο χριστιανικός καθωσπρεπισμός μας δεν μας επιτρέπει να εκφέρουμε δυνατά την λέξη ηδονή;
Εάν όμως λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι η Αριστίππεια ηδονή μιλούσε απερίφραστα και μόνο για τις αισθησιακές, κινητικές ηδονές, δημιουργείται εύλογα το ερώτημα: Γιατί τόση εμμονή και τέτοια κατακραυγή και εμπάθεια και δυστυχώς από ανθρώπους καταξιωμένους για την πνευματική τους προσφορά όπως ο Πλούταρχος, ο Κικέρωνας, ο Ποσειδώνιος, ο Επίκτητος, για να αναφερθώ μόνο σε παλαιότερους. Γιατί η επίθεση δεν σταμάτησε εκεί, καθόσον
ο χριστιανισμός έθρεψε σφοδρούς πολέμιους της επικούρειας φιλοσοφίας.
Διαβάζοντας τον Πούταρχο, στο έργο του “ΟΤΙ ΟΥΔΕ ΗΔΕΩΣ ΖΗΝ ΕΣΤΙΝ ΚΑΤ ΕΠΙΚΟΥΡΟΝ”, που σημαίνει “δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ευτυχισμένος ακολουθώντας τον Επίκουρο” και συναντώντας το επικριτικό και απαξιωτικό ύφος, την υβριστική φρασεολογία, τη μικροπρεπή επίθεση και την ειρωνική και σαρκαστική διάθεση, χάνεις κάθε εκτίμηση για τον “αρχιερέα του Απόλλωνα”, αξίωμα το οποίο έφερε ο Πλούταρχος, εκτός των άλλων αξιωμάτων και διακρίσεων.
Σταχυολογώ από το έργο του,ενδεικτικά, μόνο δύο σημεία: το πρώτο λέει: “αποκαλούν τους εαυτούς τους ίσους με τους θεούς και φθάνουν με τα υπερβολικά και ακραία αγαθά σε ένθεη μανία, που τους κάνει να τρέμουν σύγκορμοι και να ουρλιάζουν από ηδονή, επειδή περιφρονώντας όλα τα άλλα, ανακάλυψαν μόνοι αυτοί το θείο αγαθό, του να μην έχουν κανένα πόνο. Επομένως ούτε από χοίρους ούτε από πρόβατα υπολείπονται σε ευδαιμονία . Και η ευδαιμονία τους σημαίνει το να πηγαίνουν τα πράγματα καλά στην σάρκα, και στην ψυχή που ασχολείται με την σάρκα...”.
Το δεύτερο σημείο είναι ακόμη πιο μικρόψυχο και αναξιοπρεπές: “Οι άνθρωποι που διαθέτουν μυαλό δεν υποφέρουν από στραγγουρίες, δυσεντερίες, εξάντληση και υδρωπικίες από τις οποίες υπέφερε ο Επίκουρος και ο Πολύαινος ή και πέθαναν όπως ο Νεοκλής και ο Αγαθόβουλος... Τόση εμπάθεια...
Ίδια γεύση και στον Κικέρωνα. Ειρωνευόμενος τη θέση του Επίκουρου , ότι οι αρετές είναι εργαλεία και μέσα για την απόκτηση της καταστηματικής ηδονής, γράφει: “Η φρόνηση, θεραπαινίδα της ηδονής κατά τον Επίκουρο... Τι φλογερούς έρωτες θα ξεσήκωνε η φρόνηση εάν ήταν ορατή...”
Αναφερόμενος επίσης στη ρήση του Επίκουρου ότι “τα λιτά εδέσματα δίνουν ευδαιμονία, αν τα εχεις όταν τα χρειάζεσαι” ειρωνεύεται λέγοντας ότι, “Ο Επίκουρος, δεν φτάνει που δεν έχει κρίση αλλά δεν έχει και γούστο...”.
Και συμφωνώντας απόλυτα με τον Πλούταρχο αναφωνεί: “Επίκουρε μας, από χοιροστάσιο μάλλον βγήκες παρά από σχολή... “παραφράζοντας και οι δύο, ως λάτρεις του Πλάτωνα, την φράση “ΥΩΝ ΠΟΛΙΣ” που σημαίνει “πόλη των χοίρων”, που τη χρησιμοποιεί στο “ Συμπόσιο” του ο Πλάτωνας, για να χαρακτηρίσει το πρώτο στάδιο κοινωνίας ανθρώπων, υποανάπτυκτων και χορτοφάγων...
Διαπιστώνεις μια τέτοια παραποιημένη εικόνα της επικούρειας σκέψης, που πραγματικά σαστίζεις. Και προβληματίζεσαι, για το τι είναι τελικά αυτό που συντελεί στο να υπάρχουν τόσο μεγάλες ιδεολογικές διαφορές στους ανθρώπους...
Την ίδια περίπου απορία εκφράζει, στο έργο του Κικέρωνα “De natura Deorum “ ο Κόττα, ο ακαδημεικός, στον επικούρειο Βελλήιο: Λυπούμαι ειλικρινά, του λέει, που ένας ευφυής άνθρωπος, όπως εσύ, έχεις ασπαστεί μια τόσο ποταπή φιλοσοφία ...
Την απάντηση στη δική μου απορία την πήρα, εν μέρει, διαβάζοντας Θεοδωρίδη: Για να βρεις, λέει, το μαγικό κλειδί της κάθε φιλοσοφίας, από το Βούδα και το Θαλή ίσαμε το Νίτσε, το Ηusserl ή το Sartre, πρέπει να εξακριβώσεις πρώτα την κοινωνική του θέση -για να το πω πιο χειροπιαστά, να μάθεις ποιον ψηφίζει- Δεν ψηφίζουμε, γιατί έχουμε αυτή ή εκείνη την ιδέα για τον κόσμο, για θεό, πατρίδα, υποχρεώσεις. Αντίθετα, τις ιδέες μας για τον κόσμο,θεό,πατρίδα, υποχρεώσεις, τις αρμονίζουμε με την πολιτική μας στάση...
Και αυτήν όμως από πού; αναρωτιέμαι. Ίσως θα πρέπει να δεχθούμε ότι υπάρχουν (εκ φύσεως;) δύο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων: Η μία πιστεύει ότι κάποιος ή κάποιοι πρέπει να εξουσιάζουν και οι υπόλοιποι να υπακούουν σ'αυτούς ,ως πειθήνια όργανα. Η άλλη κατηγορία είναι αυτή που πιστεύει ότι το κάθε άτομο είναι αυτόνομο κι ελεύθερο να οικοδομήσει την δική του ζωή και όχι να είναι δέσμιο σε ανεξέλεγκτες εξουσιαστικές δυνάμεις. Στην πρώτη ανήκουν σε γενικές γραμμές, οι ιδεαλιστές, οι πυθαγόρειοι, οι στωϊκοί. Στην δεύτερη ανήκουν αυτοί που ακολουθούν τον τρόπο σκέψης του Επίκουρου, του οποίου “το αδέσποτον” του χαρακτήρα του και της φιλοσοφίας του και η παρρησία του να το εκφράζει, είναι που κίνησαν τόσο πόλεμο εναντίον του. Η ηδονή, ίσως, ήταν μόνο το πρόσχημα.
Ε. Συμπέρασμα
“Για να αγαπήσει κανείς τον Επίκουρο πρέπει να διαθέτει ανθρωπισμό” μας λέει κάπου ο Θεοδωρίδης. Γι αυτό τον αγάπησε ένας Τζέφερσον, ένας Γκυγιώ, ένας Τζων Στιούαρτ Μιλλ, ο ίδιος ο Θεοδωρίδης και παλαιότερaα ένας Διογένης Οινοανδέας κι ένας Λουκρήτιος. Γιατί αυτοί κατανόησαν, ότι ο Επίκουρος ήταν πάνω απ'όλα ανθρωπιστής, ότι κύριο μέλημά του ήταν το ανθρώπινο άτομο, η ζωή του, η δράση του, η αξιοπρέπειά του και τελικά η ευτυχία του.
Και την ευτυχία του ανθρώπου ο Επίκουρος την συνέδεε άμεσα με την ελευθερία του. Μόνο με την ελεύθερη βούληση του ο άνθρωπος κι όχι από ανάγκη θα κάνει τις σωστές επιλογές, συνυπολογίζοντας τα φυσικά του όρια και μην υπερβαίνοντας το μέτρο, την παραδοσιακή αρχή της μεσότητας. Κι αυτές πάλι οι σωστές επιλογές θα οδηγήσουν στην απελευθέρωση από κάθε σωματικό πόνο ή ψυχική ταραχή.
Αυτή η κατάσταση συνιστά την υπέρτατη ηδονή: να μην έχεις ανάγκη ούτε περισσότερη σωματική ευεξία απ'αυτήν που νιώθεις, ούτε περισσότερη αταραξία απ' αυτήν που βιώνεις. Εσωτερικό βίωμα επομένως η επικούρεια αταραξία κι' οχι η απάθεια των στωϊκών.
Αυτό ήταν το “επικούρειο όραμα”. Να απελευθερώσει τους συνανθρώπους του από τον πόνο και συγχρόνως να τους εξασφαλίσει την αταραξία, δηλ. την υπέρτατη ευτυχία. Ένα όραμα απαλλαγμένο από κάθε ιδεαλιστική χροιά,
χωρίς καμμία μεταφυσική, σωτηριολογική παρέμβαση.
Πολλοί οι εχθροί και οι επικριτές του Επίκουρου, άλλά εξ ίσου πολλοί και οι οπαδοί του. Ο βιογράφος του, Διογένης Λαέρτιος, μας λέει ότι οι φίλοι του ήταν τόσοι πολλοί στον αριθμό, ώστε δύσκολα μπορούσαν να μετρηθούν απ' όλες τις πόλεις:
“ΟΙ ΤΕ ΦΙΛΟΙ ΤΟΣΟΥΤΟΙ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΩΣ ΜΗΔ' ΑΝ ΠΟΛΕΣΙΝ ΟΛΑΙΣ ΜΕΤΡΕΙΣΘΑΙ ΔΥΝΑΣΘΑΙ.”
Ο Μένανδρος, ο γνωστός και μεγάλος κωμωδιογράφος της αρχαιότητας, μετά τον Αριστοφάνη, ήταν σύγχρονος του Επίκουρου, συμπολίτης του και λέγεται ότι ήταν και φίλος του. Δεν ξέρω γιατί είμαι σίγουρος, ότι τον υπέροχο εκείνο στίχο του: “ΩΣ ΧΑΡΙΕΝ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΟΤΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΗΙ” που σημαίνει “τι εξαίσιο πλάσμα ο άνθρωπος, όταν είναι άνθρωπος”, τον έγραψε για τον Επίκουρο