Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἄλκηστις (861-933)

ΑΔ. ἰώ. στυγναὶ
πρόσοδοι, στυγναὶ δ᾽ ὄψεις χήρων
μελάθρων· ἰώ μοί μοι. αἶ αῖ.
ποῖ βῶ; ποῖ στῶ; τί λέγω; τί δὲ μή;
πῶς ἂν ὀλοίμαν;
865 ἦ βαρυδαίμονα μήτηρ μ᾽ ἔτεκεν.
ζηλῶ φθιμένους, κείνων ἔραμαι,
κεῖν᾽ ἐπιθυμῶ δώματα ναίειν.
οὔτε γὰρ αὐγὰς χαίρω προσορῶν
οὔτ᾽ ἐπὶ γαίας πόδα πεζεύων·
870 τοῖον ὅμηρόν μ᾽ ἀποσυλήσας
Ἅιδῃ Θάνατος παρέδωκεν.

ΧΟ. πρόβα πρόβα· βᾶθι κεῦθος οἴκων. ΑΔ. αἰαῖ. [στρ. α]
ΧΟ. πέπονθας ἄξι᾽ αἰαγμάτων. ΑΔ. ἒ ἔ.
ΧΟ. δι᾽ ὀδύνας ἔβας, σάφ᾽ οἶδα… ΑΔ. φεῦ φεῦ.
ΧΟ. τὰν νέρθε οὐδὲν ὠφελεῖς. ΑΔ. ἰώ μοί μοι.
876 ΧΟ. τὸ μήποτ᾽ εἰσιδεῖν φιλίας ἀλόχου
πρόσωπον ἄντα λυπρόν.

ΑΔ. ἔμνησας ὅ μου φρένας ἥλκωσεν·
τί γὰρ ἀνδρὶ κακὸν μεῖζον, ἁμαρτεῖν
880 πιστῆς ἀλόχου; μή ποτε γήμας
ὤφελον οἰκεῖν μετὰ τῆσδε δόμους.
ζηλῶ δ᾽ ἀγάμους ἀτέκνους τε βροτῶν·
μία γὰρ ψυχή, τῆς ὑπεραλγεῖν
μέτριον ἄχθος·
885 παίδων δὲ νόσους καὶ νυμφιδίους
εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας
οὐ τλητὸν ὁρᾶν, ἐξὸν ἀτέκνους
ἀγάμους τ᾽ εἶναι διὰ παντός.

ΧΟ. τύχα τύχα δυσπάλαιστος ἥκει· ΑΔ. αἰαῖ. [ἀντ. α]
890 ΧΟ. πέρας δέ γ᾽ οὐδὲν ἀλγέων τίθης. ΑΔ. ἒ ἔ.
ΧΟ. βαρέα μὲν φέρειν, ὅμως δὲ… ΑΔ. φεῦ φεῦ.
ΧΟ. τλᾶθ᾽· οὐ σὺ πρῶτος ὤλεσας… ΑΔ. ἰώ μοί μοι.
ΧΟ. γυναῖκα· συμφορὰ δ᾽ ἑτέρους ἑτέρα
πιέζει φανεῖσα θνατῶν.

895 ΑΔ. ὦ μακρὰ πένθη λῦπαί τε φίλων
τῶν ὑπὸ γαίαν.
τί μ᾽ ἐκώλυσας ῥῖψαι τύμβου
τάφρον ἐς κοίλην καὶ μετ᾽ ἐκείνης
τῆς μέγ᾽ ἀρίστης κεῖσθαι φθίμενον;
900 δύο δ᾽ ἀντὶ μιᾶς Ἅιδης ψυχὰς
τὰς πιστοτάτας σὺν ἂν ἔσχεν, ὁμοῦ
χθονίαν λίμνην διαβάντε.

ΧΟ. ἐμοί τις ἦν [στρ. β]
ἐν γένει, ᾧ κόρος ἀξιόθρηνος
905 ὤλετ᾽ ἐν δόμοισιν
μονόπαις· ἀλλ᾽ ἔμπας
ἔφερε κακὸν ἅλις, ἄτεκνος ὤν,
πολιὰς ἐπὶ χαίτας
ἤδη προπετὴς ὢν
910 βιότου τε πόρσω.

ΑΔ. ὦ σχῆμα δόμων, πῶς εἰσέλθω;
πῶς δ᾽ οἰκήσω μεταπίπτοντος
δαίμονος; οἴμοι. πολὺ γὰρ τὸ μέσον·
915 τότε μὲν πεύκαις σὺν Πηλιάσιν
σύν θ᾽ ὑμεναίοις ἔστειχον ἔσω,
φιλίας ἀλόχου χέρα βαστάζων,
πολυάχητος δ᾽ εἵπετο κῶμος,
τήν τε θανοῦσαν κἄμ᾽ ὀλβίζων,
920 ὡς εὐπατρίδαι καὶ ἀπ᾽ ἀμφοτέρων
ὄντες ἀρίστων σύζυγες εἶμεν·
νῦν δ᾽ ὑμεναίων γόος ἀντίπαλος
λευκῶν τε πέπλων μέλανες στολμοὶ
πέμπουσί μ᾽ ἔσω
925 λέκτρων κοίτας ἐς ἐρήμους.

ΧΟ. παρ᾽ εὐτυχῆ [ἀντ. β]
σοι πότμον ἦλθεν ἀπειροκάκῳ τόδ᾽
ἄλγος· ἀλλ᾽ ἔσωσας
βίοτον καὶ ψυχάν.
930 ἔθανε δάμαρ, ἔλιπε φιλίαν·
τί νέον τόδε; πολλοῖς
ἤδη παρέλυσεν
θάνατος δάμαρτας.

***
Αφού έφυγε ο Ηρακλής για να πάει στον τάφο, επιστρέφουν, χωρίς να τον συναντήσουν, ο Άδμητος και ο Χορός.

ΑΔΜ. Αχ, τί στράτα ειν᾽ αυτή προς το σπίτι! Φριχτή
κι η όψη αυτή του ορφανού παλατιού.
Πού να πάω, συφορά μου, και πού να σταθώ;
Τί να πω και σε τί να κρατήσω σιγή;
Πώς να βρω ένα χαμό;
Αχ για μοίρα με γέννησε η μάνα βαριά.
Μες στα σπίτια ποθώ να βρεθώ των νεκρών,
όλοι οι πόθοι μου τώρα γι᾽ αυτούς.
Καμιά γλύκα δεν έχει για μένα της μέρας το φως
κι ούτε θέλω το χώμα της γης να πατώ·
870 τέτοιο ενέχυρο ο Θάνατος μου άρπαξε τώρ᾽ ακριβό
και στα χέρια παράδωσε του Άδη.

ΧΟΡ. Προχώρει μέσα στου σπιτιού τα βάθη. ΑΔΜ. Οϊμέ!
ΧΟΡ. Ναι, η συμφορά σου ειναι για θρήνους. ΑΔΜ. Αχ!
ΧΟΡ. Βαθιά πονείς, βαθιά, το ξέρω… ΑΔΜ. Αλί!
ΧΟΡ. μα κείνη δεν τη σώζεις. ΑΔΜ. Συφορά!
ΧΟΡ. Πικρός καημός, να ξέρεις πως ποτέ
πια δε θα δεις την όψη εκείνης που αγαπάς.

ΑΔΜ. Την πληγή της καρδιάς μου κεντάς· ω, καημός
πιο βαρύς δεν είν᾽ άλλος στον άντρα απ᾽ αυτόν,
880 την πιστή του να χάνει γυναίκα.
Κάλλιο οι δυο μας ζωές να μην είχανε σμίξει ποτέ,
να μην είχαμε ζήσει σε τούτο το σπίτι μαζί.
Κάλλιο ανύπαντρος κι άκληρος να ᾽ναι κανείς·
για μια μόνη ψυχή, τη δική σου, αν πονείς,
το βαστάς· αλλ᾽ αρρώστιες να βλέπεις παιδιών,
και το θάνατο γάμου δεσμούς να συντρίβει, ω αυτό
είν᾽ αβάσταχτος πόνος.
Και γιατί; Αφού μπορείς
δίχως γάμο και δίχως παιδιά να περάσεις.

ΧΟΡ. Μια τέτοια συμφορά δεν πολεμιέται. ΑΔΜ. Οϊμέ!
890 ΧΟΡ. Στον πόνο σου άκρη δε θα βάλεις. ΑΔΜ. Αχ!
ΧΟΡ. Είναι βαρύ, το ξέρω· ωστόσο… ΑΔΜ. Αλί!
ΧΟΡ. θάρρος· δεν είσαι ο πρώτος… ΑΔΜ. Συφορά!
ΧΟΡ. που μένει δίχως ταίρι· το κακό
πολύμορφο χτυπά, συντρίβει τους θνητούς.

ΑΔΜ. Ω, τί απέραντο πένθος, τί θλίψη γι᾽ αυτούς
που αγαπούσες κι η μαύρη τούς σκέπασε γη!
Τί με μπόδισες, μέσα στον τάφο κι εγώ
να ριχτώ, στην ασύγκριτη πλάι, και νεκρός
να ᾽μαι αιώνια κοντά της; Τη χθόνια μαζί
900 θα διαβαίναμε λίμνη, κι αντίς μόνο μια,
δυο ψυχές, μια στην άλλη πιστή,
τότε θα᾽ παιρνε ο Άδης.

ΧΟΡ. Είχα κι εγώ ένα συγγενή
που ᾽χασε μες στο σπίτι του
παιδί μονάκριβο, ένα γιο
που χίλιοι θρήνοι τού άξιζαν·
έκανε ωστόσο υπομονή,
κι ας είχε μείνει πια άκληρος
910 και τα μαλλιά του ας άσπριζαν
κι έγερνε πια στα γερατειά.

ΑΔΜ. Πώς να μπω μες στο σπίτι μου, πώς
εδώ μέσα να ζήσω, που η τύχη μου, οϊμέ,
έχει αλλάξει; Και πόση αλλαγή!
Με συνόδευαν τότε τραγούδια του γάμου και λάμψη δαδιών
από πεύκα του Πήλιου· και βάδιζα εγώ
της καλής μου το χέρι κρατώντας· πολύ
το αχολόι της γαμήλιας πομπής·
καλοτύχιζαν όλοι τη δύστυχη εκείνη κι εμέ,
που μας ένωνε ο γάμος τούς δυο,
920 δυο αρχοντόπαιδα, δυο από μεγάλες γενιές·
αχ, και σήμερα, αντίς
για άσπρους πέπλους, οι μαύρες του πένθους στολές·
θρήνοι, αντίς για τραγούδια του γάμου, αντηχούν,
για να μπω μες στο σπίτι και το έρμο να δω
νυφικό μου κρεβάτι.

ΧΟΡ. Μες στ᾽ αγαθά, μες στη χαρά
κι αμάθητο από συμφορές
πόνος σε χτύπησε σκληρός·
ωστόσο γλίτωσες και ζεις·
έχασες τη γυναίκα σου,
930 έχασες την αγάπη της·
δεν είσαι ο μόνος· άπειρα
ταίρια χωρίζει ο θάνατος.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΠΑΡΘΕΝΟΣ

ΠΑΡΘΕΝΟΣ
(αστερισμός)
 
Παρθένος λεγόταν μια κόρη του Απόλλωνα και της Χρυσόθεμης· τη μεταμόρφωσε ο πατέρας της στον αστερισμό της Παρθένου, γιατί πέθανε νέα. Στον αστερισμό της Παρθένου* άλλοι έβλεπαν την Αστραία, τη Δίκη, την Ηριγόνη, τη Θέσπια, τη Δήμητρα.
-----------------------------------
*Αστερισμός της Παρθένου
 
Ταύτην Ἡσίοδος ἐν Θεογονίᾳ εἴρηκε θυγατέρα Διὸς καὶ Θέμιδος, καλεῖσθαι δὲ αὐτὴν Δίκην· λέγει δὲ καὶ Ἂρατος παρὰ τούτου λαβὼν τὴν ἱστορίαν ὡς οὖσα πρότερον ἀθάνατος καὶ ἐπὶ τῆς γῆς σὺν τοῖς ἀνθρώποις ἦν καὶ ὅτι Δίκην αὐτὴν ἐκάλουν· μεταστάντων δὲ αὐτῶν καὶ μηκέτι τὸ δίκαιον συντηρούντων, οὐκέτι σὺν αὐτοῖς ἦν, ἀλλ' εἰς τὰ ὄρη ὑπεχώρει· εἶτα στάσεων καὶ πολέμων αὐτοῖς ὄντων [διὰ] τὴν παντελῆ αὐτῶν ἀδικίαν ἀπομισήσασαν εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνελθεῖν. λέγονται δὲ καὶ ἕτεροι λόγοι περὶ αὐτῆς πλεῖστοι· οἱ μὲν γὰρ αὐτήν φασιν εἶναι Δήμητρα διὰ τὸ ἔχειν στάχυν, οἱ δὲ Ἲσιν, οἱ δὲ Ἀταργάτιν, οἱ δὲ Τύχην, διὸ καὶ ἀκέφαλον αὐτὴν σχηματίζουσιν.
Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,9

Ο Αριστοτέλης και η αξία ως βάση του πολιτικού δικαίου

Συνεχίζοντας τη διερεύνηση της δικαιοσύνης ο Αριστοτέλης θα αναφερθεί στο ανταποδοτικό δίκαιο διαφωνώντας με τον τρόπο που το όριζαν οι Πυθαγόρειοι: «Μια άλλη μορφή δικαίου είναι το ανταποδοτικό, ασφαλώς όχι όπως το εννοούσαν οι Πυθαγόρειοι. Διότι οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν ότι δίκαιο είναι να πάθει κανείς με τη σειρά του όσα ακριβώς έκανε ο ίδιος» (1194a 33.13).
 
Κι αν η Πυθαγόρεια εκδοχή του ανταποδοτικού δικαίου φαίνεται σκληρή ή εκδικητική, ο Αριστοτέλης θα υψώσει ακόμη περισσότερο τους τόνους: «Διότι δεν είναι δίκαιο, αν ένας έβγαλε το μάτι του άλλου, να πάθει ακριβώς το ίδιο, αλλά πρέπει να υποστεί πολύ περισσότερα, βάσει της αναλογικότητας· διότι αυτός αφενός έκανε την αρχή και αφετέρου διέπραξε το αδίκημα, οπότε υπήρξε διπλά άδικος· κατά συνέπεια, είναι δίκαιο να υποστεί περισσότερα από όσα έκανε ο ίδιος» (1194a 33.14 και 1194b 33.14).

Η άποψη ότι ο αδικών πρέπει να υποστεί περισσότερα από αυτά που διέπραξε δίνει την εντύπωση της αντίθεσης σε σχέση με εκείνα που διατυπώθηκαν στο πέμπτο βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων» αναφορικά με την επιείκεια, η οποία είχε τεθεί ως ανώτερη της δικαιοσύνης: «Είναι το ίδιο πράγμα, λοιπόν, το δίκαιο και το επιεικές, και ενώ είναι και τα δύο καλά, το επιεικές είναι ανώτερο» (Ηθικά Νικομάχεια 1137b 10, 12-13).
 
Αυτό που πρέπει να ξεκαθαριστεί είναι ότι ο Αριστοτέλης είχε παραθέσει την επιείκεια ως πρόταση απονομής δικαιοσύνης για περιπτώσεις που δεν είχαν προβλεφθεί και κατά συνέπεια δεν καθορίζονταν επακριβώς από το γράμμα του νόμου: «Όταν λοιπόν ο νόμος μιλάει γενικά/καθολικά και υπάρξει μια περίπτωση/υπόθεση σχετική με αυτόν, που όμως δεν καλύπτεται από τη γενική/καθολική διατύπωσή του, τότε το σωστό είναι, εκεί που ο νομοθέτης έκανε παράλειψη και έσφαλε εξαιτίας της γενικότητας της διατύπωσής του, να διορθώνεται η παράλειψη με το να ορίζεται αυτό που και ο ίδιος ο νομοθέτης θα όριζε, αν ήταν εκεί παρών, και που θα το είχε ασφαλώς περιλάβει στο νόμο του, αν είχε λάβει γνώση της συγκεκριμένης περίπτωσης/υπόθεσης» (Ηθικά Νικομάχεια 1137b 10, 24-28).
 
Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς καθιστά αδύνατη την πρόβλεψη όλων των παραγόντων που θα συντελέσουν στη διάπραξη ενός αδικήματος επιτρέπει στην επιείκεια να βρεθεί σε θέση νομοθετικού συμπληρώματος για την απόδοση της δικαιοσύνης. Με αυτή την έννοια το επιεικές υπερέχει του δικαίου (ως συμπλήρωμα ή διόρθωσή του) κι όχι ως κάτι από θέση αρχής ανώτερο της δικαιοσύνης στην απόλυτη μορφή της.
 
Η τελική αριστοτελική διατύπωση δεν αφήνει περιθώρια παρανοήσεων: «Γι’ αυτόν λοιπόν το λόγο το επιεικές είναι δίκαιο, και είναι καλύτερο από κάποια συγκεκριμένη μορφή δικαίου – όχι, φυσικά, από το δίκαιο στην απόλυτη μορφή του, αλλά από εκείνο που, λόγω της γενικής/καθολικής διατύπωσης, υπόκειται σε σφάλματα. Και αυτή ακριβώς είναι η φύση του επιεικούς: το επιεικές είναι διόρθωση του νόμου εκεί που αυτός παρουσιάζει κενά λόγω του γενικού/καθολικού χαρακτήρα του» (Ηθικά Νικομάχεια 1137b 10, 28-32).
 
Ο Αριστοτέλης ουδέποτε επικαλέστηκε την επιείκεια ως συγχώρεση που θα μειώσει τις ποινές. Εξάλλου, αυτό είναι αποκλειστικά ζήτημα του νομοθέτη. Η αριστοτελική επιείκεια έχει να κάνει με την ορθότερη εφαρμογή του νόμου, δηλαδή με την πληρέστερη απόδοσή του σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, κι όχι με την ελαστικότητα της ερμηνείας του προς όφελος του παραβάτη.

Από την άλλη, η πεποίθηση που εκφράζεται στα «Ηθικά Μεγάλα», η οποία θέλει την ποινή μεγαλύτερη από το μέγεθος του αδικήματος δεν αφορά την υπέρμετρη αυστηρότητα του νόμου που αποσκοπεί στον τρόμο των πολιτών. Αυτού του είδους οι μεθοδεύσεις αρμόζουν περισσότερο σε αυταρχικά πολιτεύματα. Κι ούτε βέβαια πρέπει να ερμηνευτεί κυριολεκτικά σαν να επρόκειτο στο παράδειγμα εκείνου που βγάζει το μάτι του άλλου, ο Αριστοτέλης να προτείνει ως ποινή να του βγάλουν και τα δύο μάτια. Μια τέτοια εκδοχή θα σηματοδοτούσε την απόλυτη βαρβαρότητα.
 
Ο Αριστοτέλης προτείνει ότι ο άδικος «είναι δίκαιο να υποστεί περισσότερα από όσα έκανε ο ίδιος (1194b 33.14)», όχι με την έννοια του οφθαλμός αντί οφθαλμού, αλλά με την έννοια της απόδοσης δικαίου σε σχέση με την ευθύνη που προκύπτει από τις πράξεις των ανθρώπων. Η κύρια ευθύνη αφορά τον άδικο, που έκανε και την αρχή. Αν, βέβαια, υπάρχουν ελαφρυντικά στην πράξη του, πρέπει να ληφθούν πολύ σοβαρά υπόψη στην απόδοση της ποινής.
 
Εν τέλει, αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι η ανταπόδοση του ισότιμου κακού (μια τέτοια εκδοχή θα ταίριαζε στην αυτοδικία), αλλά της ισάξιας βλάβης. Και η αξία της βλάβης δεν εκλαμβάνεται μόνο από το μέγεθος της ζημιάς που έχει προκαλέσει ο άδικος, αλλά εμπεριέχει και το κόστος της ευθύνης που ενυπάρχει σε κάθε άδικη αυθαιρεσία. Με άλλα λόγια, ο άδικος θα υποστεί αυτό που αξίζει κι όχι αυτό που προξένησε.
 
Κι αυτό που αξίζει είναι ο έλλογος συμψηφισμός του αδικήματος με την αδικία: «“Άδικο” και “αδίκημα” μοιάζει να είναι το ίδιο πράγμα, αλλά δεν είναι: “άδικο” είναι αυτό που έχει ορίσει ως τέτοιο ο νόμος· π.χ., είναι άδικο να οικειοποιηθείς τα περιουσιακά στοιχεία που σου εμπιστεύθηκε κάποιος· ενώ αδίκημα είναι να έχεις διαπράξει κάτι το άδικο. Ομοίως, “δίκαιο” και “δίκαιη πράξη” δεν είναι το ίδιο· “δίκαιο” είναι αυτό που έχει ορίσει ως τέτοιο ο νόμος, ενώ “δίκαιη πράξη” είναι η έμπρακτη εφαρμογή του δικαίου» (1195a 33.22).
 
Η έννοια της αξίας θα σηματοδοτήσει και την έννοια της ισότητας. Το καθαυτό ίσο δε σημαίνει ότι είναι και δίκαιο. Δεν είναι δίκαιο να απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι εξίσου τις τιμές –ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα απαξίωνε την έννοια της τιμής–, αλλά μόνο αυτοί που τις αξίζουν. Δεν είναι δίκαιο να ανταμείβονται όλοι το ίδιο, όταν κάποιοι προσφέρουν περισσότερα. Η ισότητα που δεν συμπεριλαμβάνει την αξία ακυρώνει (δηλαδή αδικεί) τον άξιο.

Με την ίδια λογική ορίζονται και οι ποινές καθιστώντας τες πολλαπλάσιες του αδικήματος. Δεν είναι δίκαιο να υποστεί ο αδικών το ίσο. Εξάλλου, κάτι τέτοιο δε θα λειτουργούσε αποτρεπτικά. Η γνώση ότι η ποινή για τον κλέφτη είναι η ισάξια αποζημίωση αυτών που έκλεψε θα έκανε την κλοπή δελεαστική. Γιατί να μην προσπαθήσει να κλέψει κανείς, όταν ξέρει ότι σε περίπτωση που τον πιάσουν το μόνο που θα συμβεί είναι να επιστρέψει τα κλοπιμαία;
 
Φυσικά, η αναλογία που θα καθορίζει το πολλαπλάσιο της ποινής θα οριοθετείται με γνώμονα τον ορθό λόγο και τη μεσότητα. Οι υπερβολικές ποινές που ξεπερνούν το λογικό μέτρο δεν αποτελούν δικαιοσύνη, αλλά εκφοβισμό και περισσότερο εκτρέφουν παρά εξαλείφουν το έγκλημα. Ο νομοθέτης οφείλει να βρει εκείνη την τομή (δηλαδή το σημείο της μεσότητας) που θα αποδίδει το δίκαιο επακριβώς, ώστε οι ποινές να αντικατοπτρίζουν πλήρως την αξία του αδικήματος. Η υπερβολή των αβάσταχτων ποινών και η έλλειψη που παραπέμπει στην ατιμωρησία δεν καταδεικνύουν μόνο την αποτυχία του νομοθέτη, αλλά καθιστούν προβληματική και τη συνοχή της πόλης, αφού υπονομεύουν την αρμονία της συνύπαρξης.
 
Όμως, η προϋπόθεση της αξίας –πέρα από τις ποινές– για τον Αριστοτέλη πρέπει να καθορίζει και τις σχέσεις των ανθρώπων: «Άλλη, για παράδειγμα, είναι η σχέση δικαίου του δούλου προς τον ελεύθερο, και άλλη η σχέση δικαίου του ελεύθερου προς τον δούλο: αν ο δούλος χτυπήσει τον ελεύθερο, το δίκαιο δεν είναι να υποστεί κι αυτός με τη σειρά του ίδιο πλήγμα αλλά πολλαπλάσιο. Και το δίκαιο της ανταποδοτικότητας διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας. Δηλαδή, όσο ανώτερος είναι ο ελεύθερος από τον δούλο, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ανταπόδοση του αρχικού πλήγματος» (1194a 33.14).
 
Το πολιτικό δίκαιο αφορά τις σχέσεις των ελεύθερων ανθρώπων. Από τη στιγμή που ο δούλος αποτελεί περιουσία του ελεύθερου δεν μπορούν να υπάρχουν μεταξύ τους σχέσεις δικαίου με τον τρόπο που ορίζει το πολιτικό δίκαιο: «η σχέση δούλου προς αφέντη δεν μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη σχέση, ο δούλος αποτελεί τρόπον τινά κτήμα του αφέντη του. Αν, πάντως, θεωρήσουμε πως υπάρχει ανάμεσά τους κάποια σχέση δικαίου, αυτή είναι η οικονομική σχέση δικαίου. Αλλά εμείς δεν ερευνούμε το οικονομικό δίκαιο, αλλά το πολιτικό. Και το πολιτικό δίκαιο φαίνεται σίγουρα να διέπεται από την αρχή της ισότητας και της ομοιότητας» (1194b 33.17).
 
Η θέση του Αριστοτέλη ότι οι δούλοι είναι τέτοιοι από τη φύση τους έχει διατυπωθεί αναλυτικά στο πρώτο βιβλίο από τα «Πολιτικά»: «Όσοι λοιπόν άνθρωποι διαφέρουν από τους άλλους ανθρώπους όσο η ψυχή από το σώμα και ο άνθρωπος από το θηρίο (βρίσκονται δε σ’ αυτήν την κατάσταση όσοι εργάζονται μόνο χειρωνακτικά και αυτό είναι ό,τι καλύτερο μπορούν να προσφέρουν) αυτοί είναι από την ίδια τη φύση τους δούλοι και το καλύτερο γι’ αυτούς είναι να ζουν σύμφωνα μ’ αυτή τη σχέση εξουσίας. Είναι λοιπόν από τη φύση του δούλος εκείνος ο οποίος είναι τόσο μόνο μέτοχος της λογικής δύναμης της ψυχής όσο χρειάζεται για να αντιλαμβάνεται τι είναι και τι δεν είναι λογικό, χωρίς όμως να διαθέτει ο ίδιος επαρκώς την εν λόγω δύναμη» (Πολιτικά 1254b 17-21 και 1254b 22-24).
 
Ο δούλος είναι από τη φύση ο άνθρωπος που κρίνεται κατώτερος στις διανοητικές αρετές, καθώς δε διαθέτει τη λογική δύναμη της ψυχής σε ικανοποιητικό βαθμό παρά μόνο για να αντιλαμβάνεται το λογικό, εφόσον του το υποδείξουν οι άλλοι. Γι’ αυτό κι έχει ανάγκη τον αφέντη του, δηλαδή τον ελεύθερο άνθρωπο, που θα καλύψει αυτό το κενό υποδεικνύοντάς του τι πρέπει να κάνει. Ο ίδιος θα προσφέρει τις σωματικές του δυνάμεις, καθώς η χειρωνακτική εργασία είναι το κύριο πεδίο της δράσης του.

Ο ελεύθερος υπερέχει του δούλου με τον ίδιο τρόπο που η ψυχή υπερέχει του σώματος. Κι εδώ το ζήτημα δεν είναι να κρίνει κανείς αυτές τις απόψεις –έτσι κι αλλιώς η απόσταση των δυόμιση χιλιετηρίδων διευκολύνει την κρίση–, αλλά να κατανοήσει τη σημασία της αξίας, που για τον Αριστοτέλη καθορίζει την ισότητα. Ο ελεύθερος κρίνεται άνθρωπος ανώτερης αξίας κι αυτή η διαφορά οφείλει να καταδειχθεί και μέσα από την αντίληψη του δικαίου. Το αδίκημα του δούλου προς τον ελεύθερο είναι δυο φορές αδίκημα, καθώς η αξία που αντανακλάται και που πρέπει να αποδοθεί είναι πολύ μεγαλύτερη.
 
Το πολιτικό δίκαιο έχει να κάνει με ίσους ανθρώπους. Κι όταν ο Αριστοτέλης λέει ίσους εννοεί ισάξιους. Αυτός είναι και ο λόγος που οι σχέσεις του δούλου με τον ελεύθερο δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στο πολιτικό δίκαιο καθιστώντας το δούλο αντικείμενο ιδιοκτησίας.
 
Με τον ίδιο τρόπο καθορίζονται και οι σχέσεις του πατέρα με το γιο: «Αυτή η μορφή δικαίου μάλλον μόνο το όνομα έχει κοινό με το πολιτικό δίκαιο (το δίκαιο, βέβαια, το οποίο ερευνούμε, είναι το πολιτικό δίκαιο)· διότι το πολιτικό δίκαιο χαρακτηρίζεται κατεξοχήν από την ισότητα (αφού οι συμπολίτες μετέχουν σε κάποιο είδος κοινωνίας, και η φύση τούς επιβάλει την ομοιότητα – μόνο οι τρόποι διαφέρουν), ενώ αντίθετα η σχέση υιού προς πατέρα και δούλου προς αφέντη πολύ δύσκολα θα θεωρούνταν δίκαιη σχέση» (1194b 33.15-16).
 
Ο Αριστοτέλης θα γίνει σαφέστερος: «Το ίδιο δύσκολα θα χαρακτηριζόταν δίκαιη η σχέση η δική μου προς το πόδι μου ή προς το χέρι μου και με τον ίδιο τρόπο προς οποιοδήποτε μέλος μου. Αυτή ακριβώς φαίνεται να είναι η σχέση και του υιού προς τον πατέρα του· διότι ο υιός μπορεί να θεωρηθεί μέλος του πατέρα του» (1194b 33.16).
 
Ασφαλώς, η άποψη αυτή δε σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης ταυτίζει τους γιους με τους δούλους. Στην περίπτωση των γιων η ενηλικίωση θα εξισώσει τις σχέσεις: «Αυτό βέβαια, μέχρις ότου ενηλικιωθεί πια και χωριστεί από τον πατέρα του, οπότε έχει ήδη αποκτήσει σχέση ισότητας και ομοιότητας μαζί του» (1194b 33.16). Αυτή τη σχέση ο δούλος δε θα την αποκτήσει ποτέ.
 
Πιο κοντά στο πολιτικό δίκαιο κρίνεται η σχέση του άντρα με τη γυναίκα: «Οπωσδήποτε εκείνη η μορφή δικαίου που διέπει τη σχέση ανδρός και γυναικός βρίσκεται πολύ κοντά στο πολιτικό δίκαιο· μπορεί η γυναίκα να είναι κατώτερη από τον άνδρα, αλλά του είναι κάτι πολύ οικείο, οπότε αυτή μετέχει σε μια μορφή ισότητας περισσότερο από ό,τι συμβαίνει σε άλλες μορφές δικαίου· ο λόγος είναι ότι η συμβίωση ανδρός και γυναικός είναι παραπλήσια της κοινωνίας των πολιτών· κατά προέκταση και το δίκαιο που διέπει τη σχέση των συζύγων αποτελεί μορφή δικαίου πολύ πλησιέστερη στο πολιτικό δίκαιο από οποιαδήποτε άλλη μορφή δικαίου» (1194b 33.18).
 
Το πολιτικό δίκαιο αφορά τους όμοιους ανθρώπους, δηλαδή τους ελεύθερους πολίτες. Η γυναίκα, αν και κρίνεται κατώτερη από τον άνδρα, βρίσκεται πολύ κοντά στη σχέση που ορίζει το πολιτικό δίκαιο, αφού η συμβίωσή της με τον άντρα «είναι παραπλήσια της κοινωνίας των πολιτών».
 
Το τελικό συμπέρασμα έχει να κάνει με τον ορισμό του πολιτικού δικαίου: «Συμπερασματικά: Αφού το δίκαιο συναντάται στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών, τότε και η δικαιοσύνη και ο δίκαιος με το πολιτικό δίκαιο έχουν να κάνουν» (1194b 33.18).
 
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα, Πολιτικά, Ηθικά Νικομάχεια

Δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν προσπαθώ, άρα δεν θέλω

Μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του ανθρώπου είναι η θέληση. Όταν θέλουμε πολύ να καταφέρουμε κάτι, επιστρατεύουμε όλες τις ικανότητές μας για να το επιτύχουμε. Αυτή η διαδικασία συσσώρευσης των αποθεμάτων ενέργειάς μας σε ένα συγκεκριμένο στόχο είναι παράλληλα κατάσταση εξέλιξής μας.

Αυτό συμβαίνει, διότι η επίτευξη του σκοπού μας γίνεται κίνητρο να πράξουμε πολλές φορές υπερβαίνοντας τις δυνάμεις μας. Τα όρια των ικανοτήτων μας αυξάνονται, αναιρώντας με αυτόν τον τρόπο τη δικαιολογία «δεν μπορώ».

Αν καταφέρουμε να μεταφράσουμε μέσα στο μυαλό μας το «δεν μπορώ» σε «δεν προσπαθώ», θα αντιληφθούμε πως είμαστε εμείς οι ίδιοι που σαμποτάρουμε τον εαυτό μας. Μειώνουμε την αυτοπεποίθησή μας, αποθαρρυνόμαστε και εν τέλει απογοητευόμαστε, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο που χρειάζεται είναι λίγη θέληση.

Ο βασικότερος λόγος που χρησιμοποιούμε το «δεν μπορώ» ως άγκυρα και αρνούμαστε να απομακρυνθούμε από το λιμάνι της βολής μας, είναι ότι δεν είμαστε σίγουροι γι’ αυτό που θέλουμε. Πόσες φορές δισταγμοί, αμφιβολίες, δεύτερες σκέψεις μας κράτησαν πίσω, αφήνοντας όλους τους γύρω μας να πιστεύουν ότι δε θέλαμε αρκετά αυτό που χάσαμε ή δεν τολμήσαμε να διεκδικήσουμε; Το να γνωρίζουμε τι πραγματικά θέλουμε είναι από τις γνώσεις που διδάσκονται μόνο στη σχολή της ζωής.

Από την άλλη πλευρά, δεν αρκεί να γνωρίζουμε τι θέλουμε. Υπάρχουν άλλες δύο παράμετροι που είναι εξίσου σημαντικές για να εξασφαλίσουμε την ευτυχία μας. Η πρώτη είναι να είμαστε βέβαιοι ότι αυτό που θέλουμε είναι και αυτό που χρειαζόμαστε. Η δεύτερη είναι πως αυτό που σκοπεύουμε να κάνουμε δεν επεμβαίνει στην ελευθερία των άλλων. Μα πόσο εύκολο είναι να είμαστε πάντα σίγουροι για τις επιθυμίες και τις ανάγκες μας, αλλά και για την ωφελιμότητα αυτών; Όσο εύκολο είναι να είμαστε σίγουροι για οτιδήποτε σε αυτή τη ζωή, θα έλεγα.

Μέσα στη δυσκολία όμως του κύκλου «επιθυμώ, χρειάζομαι, μπορώ», εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι το «προσπαθώ». Εδώ, λοιπόν, επιστρέφουμε στο θέμα της θέλησης που είναι και ο ακρογωνιαίος λίθος της ύπαρξης μας.

Δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν προσπαθώ, άρα δε θέλω. Μα αν ο άνθρωπος είναι ικανός για τα μεγαλύτερα καλά, δεν είναι κρίμα να επιλέγει να μην τα πράττει; Η τελευταία ερώτηση ας γίνει τροφή για σκέψη.

Ποια η ευθύνη αυτού που δε θέλει, αλλά μπορεί να κάνει κάτι, όταν αυτό θα μπορούσε να είναι ωφέλιμο για όλη την ανθρωπότητα; Από τον μακρόκοσμο στον μικρόκοσμο και το αντίστροφο, η θέληση είναι εκείνο το μικρό ηλεκτρόνιο που δίνει την απαραίτητη ενέργεια για να κινηθεί κάθε ενεργητικό άτομο που προσπαθεί να βρει τη θέση του σε αυτό το σύμπαν.

Όταν αμφιβάλλεις γι’ αυτό που παλεύεις, ψάξε εκείνο το μέρος μέσα σου όπου φωλιάζει το πάθος

Το πάθος είναι ένα συναίσθημα που σας λέει: Αυτό είναι σωστό να κάνω. Τίποτα δεν μπορεί να μου σταθεί εμπόδιο. Δεν έχει καμία σημασία ό,τι κι αν λένε οι άλλοι. Αυτό το συναίσθημα είναι τόσο ωραίο που δεν μπορώ να το αγνοήσω. Θα ακολουθήσω αυτή την αίσθηση μακαριότητας και θα ενεργήσω βάσει αυτής της μεγαλειώδους αίσθησης ευδαιμονίας.

Οι δικαιολογίες, από την άλλη πλευρά, κοινωνούν το αντίθετο μήνυμα: Δεν είναι ανάγκη να το ακολουθήσω μέχρι τέλους – κοίτα, άλλωστε, πόσο ανιαρά είναι όλα τούτα. Δεν είναι και πολύ σημαντικό⋅ αν ήταν, μπορώ πάντοτε να το κάνω αργότερα. Αυτό δεν είναι πραγματικά για μένα⋅ θα το τελειώσω στα γρήγορα και θα ξεμπερδεύω.

Όταν είστε ενθουσιώδεις, τίποτα δεν μοιάζει δύσκολο. Όταν έχετε πάθος, δεν υπάρχουν ρίσκα: τα οικογενειακά δράματα χάνουν τη σημασία τους, τα χρήματα δεν αποτελούν ζήτημα, ξέρετε πως διαθέτετε τη δύναμη και την εξυπνάδα, ενώ οι κανόνες που έθεσαν κάποιοι άλλοι δεν σας αφορούν στο ελάχιστο. Κι αυτό συμβαίνει επειδή απαντάτε στο κάλεσμά σας – και αυτός που απαντά δεν είστε απλώς εσείς, αλλά το ανώτερο μέρος του εαυτού σας.

Η παρουσία πάθους μέσα σας είναι το σπουδαιότερο δώρο που μπορείτε να λάβετε. Όταν βρίσκεται σε αρμονία με το Πνεύμα, να του φερθείτε ως ένα θαύμα, κάντε ό,τι μπορείτε για να το διαφυλάξετε. Έτσι αισθάνομαι για τις δημιουργίες μου. Μέσα στα χρόνια έμαθα ότι, αν πηγαίνω σε εκείνο το μέρος του εαυτού μου όπου φωλιάζει το πάθος, δεν υπάρχει καμία δύναμη στο σύμπαν που να μπορεί να παρέμβει στην ολοκλήρωση του έργου μου. Το ζω και το αναπνέω, κρατάω τα σημειωματάριά μου κοντά μου όταν τρώω, όταν οδηγώ, όταν κάνω γιόγκα, ακόμα κι όταν κοιμάμαι.

Ο ενθουσιασμός που αισθάνομαι φαίνεται πως ωθεί τον κόσμο μου σε μια ατέρμονη προσφορά εμπειριών συνεργασίας και συνδημιουργίας. Οι ιδέες μου έρχονται στον ύπνο μου και ξυπνάω για να κρατήσω σημειώσει στα γρήγορα. Οι ιδέες με κατακλύζουν στο μάθημα της γιόγκα⋅ τις σημειώνω νοερά για να τις καταγράψω στο χαρτί όταν θα έχω τελειώσει την άσκησή μου.

Αν έχετε πάθος, δεν χρειάζεστε τις δικαιολογίες, επειδή ο ενθουσιασμός σας θα αποδειχτεί πιο ισχυρός από οποιαδήποτε συλλογιστική ενδεχομένως επινοήσετε. Ο ενθουσιασμός σας θα σας ωθήσει να ενεργήσετε βάσει αυτού που φανταστήκατε με τόση ζέση, επομένως δεν θα χρειαστείτε κάποια δικαιολογία για ό,τι πάει να μπει εμπόδιο.

Δεν μπορούν οι άλλοι να επουλώσουν τις πληγές μας, μπορούν όμως να είναι δίπλα μας ενώ το κάνουμε εμείς

Πρόσφατα, σκεφτόμουν το φορτίο το οποίο ήθελα να μοιραστώ με τη σχέση μου. Ένα μέρος του αποκαλύφθηκε όταν δεν ήμασταν τυπικά μαζί• ένα άλλο μέρος αναδύθηκε καθώς βρίσκαμε τα θέλω και τις ανάγκες μας μέσα στη σχέση. Αλλά χρόνια αργότερα (και ακόμα στην ίδια σχέση), φαίνεται σχεδόν ότι αυτό το φορτίο δεν έχει πια σημασία.

Φυσικά αυτό δεν είναι εντελώς αλήθεια, επειδή οι παρελθοντικές μας εμπειρίες, τα τραύματα και οι τραγωδίες μας έχουν μια μόνιμη θέση στη ζωή μας. Είναι το δέρμα που καλύπτει μια πληγή τόσο βαθιάς που δεν έχει εξαφανιστεί εντελώς, αλλά όλα γύρω μας λειτουργούν ομαλά.

Το παρελθόν μας δεν μας ορίζει, μας διαμορφώνει. Ο πόνος μου του παρελθόντος δεν με κρατά όμηρο, αλλά υπάρχει ως ένα κομμάτι μου που σπάνια βγαίνει στην επιφάνεια. Οι τραγωδίες της ζωής μας αλλάζουν την οπτική μας. Φέρνουν αλλαγές με σημαντικούς ή μικρούς τρόπους.

Ο πόνος και το τραύμα μένουν στην επιφάνεια για όσο είναι απαραίτητο. Και αυτή είναι η αρχή της επούλωσης. Είναι το σημείο εκείνο που πονάμε στο 100%. Ο μόνος δρόμος προς την έξοδο περνά μέσα από τον πόνο.

Ύστερα έρχεται το σημείο όπου απλά στέκεσαι ακίνητη• όπου δεν πας πίσω, αλλά μόνο μπροστά. Εκεί υπάρχει ακόμα πολύς πόνος, αλλά η ζωή προχωρά. Το επόμενο βήμα είναι η μεταμόρφωση – εκείνο το στάδιο κατά το οποίο δεν πονάμε πολύ, δεν γονατίζουμε. Μπορεί να μην έχουμε θεραπευτεί ακόμα, αλλά είμαστε καλύτερα.

Και τότε ήταν που η σχέση μου είδα ότι μου κρατούσε το χέρι. Βάδιζε μαζί μου μέσα από τον πόνο, χωρίς να με αναγκάζει να αλλάξω. Προσπάθησε να καταλάβει γιατί είχα ακόμη αυτές τις πληγές μετά από τόσα χρόνια. Στάθηκε δίπλα μου καθώς εγώ σκόνταφτα, με σήκωνε όταν γλιστρούσα. Με χειροκροτούσε όταν κατάφερνα να ανέβω μια ανηφόρα με επιτυχία.

Οι άνθρωποι που επιλέγουμε να βάλουμε στη ζωή μας ερωτικά ή πλατωνικά δεν μας γιατρεύουν, δεν σβήνουν τις σκοτεινές ιστορίες της ζωής μας, δεν μας σώζουν. Περπατούν μαζί μας και ακούνε. Μας δείχνουν ευγενικά πόσο πολύ αξίζουμε. Μας βλέπουν.

Δεν πιστεύω ότι θα μπορούσε κάποιος άλλος άνθρωπος να επουλώσει τις πληγές μου. Δεν πιστεύω ότι κάποιος άλλος άνθρωπος γεμίζει το κενό μέσα μας. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι που μας αγαπούν στέκονται δίπλα μας, καθώς εμείς γεμίζουμε τα κενά μας. Πολλές φορές, βλέπουν τη δύναμη μέσα μας, οραματίζονται το μέλλον και μας κρατούν. Αλλά δεν είναι αυτοί που θα μας θεραπεύσουν.

Μεταμορφώνοντας τον πόνο σε μάθημα για τη ζωή

Ο πόνος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, όπως η χαρά ή η απόλαυση. Τείνουμε να θεωρούμε ότι ήρθε το τέλος του κόσμου, αλλά δεν είναι τίποτε άλλο από μια έκφανση της ύπαρξής μας. Συνεπώς, δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πόνο. Κάθε προσπάθεια εναντίον του αποδεικνύεται εξουθενωτική και ανούσια.

Ο πόνος, ο ψυχικός, όπως και η χαρά, μας φέρνει πιο κοντά στην ουσία μας. Και τα δύο μας παρέχουν σημαντικά μαθήματα και μας καθοδηγούν μέσα στη ζωή. Αλλά πολλές φορές μετατρέπουμε τον πόνο σε ένα συνεχές βασανιστήριο, χωρίς να καταφέρνουμε να αποκομίσουμε τίποτα από αυτή μας την εμπειρία;

Δεν είναι κακό ή αρνητικό να νιώθουμε νοσταλγία. Ούτε είναι καλό να θέλουμε να περάσουμε χρόνο μόνοι με τον πόνο μας. Για την ακρίβεια, είναι απαραίτητο να έχουμε και τέτοιες στιγμές.

Μεταμορφώνοντας τον πόνο μας σε μια εμπειρία μάθησης

Όμως, μπορούμε να μετατρέψουμε τον πόνο μας σε μια εμπειρία μάθησης και να αυξήσουμε την εμπειρική μας σοφία. Πώς; Όταν κάποιος έχει συμμετάσχει στην προσωπική διαδικασία μέσα από την οποία τόσα πολλά ανήσυχα μυαλά έχουν ταξιδέψει, φτάνει σε ένα επίπεδο σοφίας, που του αποδεικνύει ξανά και ξανά ότι είναι άνθρωπος και μέρος της ίδιας της ζωής σε αυτό το σύμπαν. Κι όμως, το προσωπικό βασανιστήριο το οποίο προσθέτουμε στον ήδη υπάρχοντα πόνο, μπορούμε να το ξεφορτωθούμε. Πώς;

1. Χρειάζεται να τον αναγνωρίσουμε

Αναγνωρίζουμε αν ο πόνος αυτός μας επηρεάζει ψυχικά, σωματικά, κοινωνικά ή υπαρξιακά. Υπάρχουν διάφορα είδη και χρειάζεται να μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον τύπο του. Να τον κοιτάξουμε καταπρόσωπο και να μείνουμε μαζί του για ένα λεπτό.

2. Διατηρούμε έναν ειλικρινή διάλογο μαζί του

Για να ξεκινήσουμε έναν διάλογο με τον πόνο μας, χρειάζεται να είμαστε ξεκάθαροι. Ο πόνος μας προειδοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά. Κάτι διακόπτει την ψυχική μας ηρεμία. Γι’ αυτό, χρειάζεται να καταλάβουμε από πού προέρχεται ο πόνος και γιατί εμφανίζεται. Απαντώντας σε αυτές τις ερωτήσεις, έχουμε ήδη καταφέρει ένα πελώριο επίτευγμα.

3. Αναλαμβάνουμε την ευθύνη γι’ αυτόν

Αυτό δεν σημαίνει να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας. Η ενοχή επιδεινώνει τον πόνο, δεν τον «λύνει». Αποδεχτείτε την ευθύνη για τον πόνο σας σημαίνει να αναγνωρίσετε τι κάνετε που τον αυξάνει και τον κάνει να επιμένει. Πώς μπορώ να βοηθήσω τον εαυτό μου ή πώς μπορώ να ζητήσω βοήθεια για να το χειριστώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο;

4. Ωριμάζουμε μέσα από αυτόν

Υπαρξιακά, είμαστε μεγαλύτεροι από τον πόνο μας. Δεν είμαστε αυτός, δεν μας προσδιορίζει. Είμαστε κάτι πολύ παραπάνω, διαθέτουμε ισχυρές πηγές που μένουν να τις ανακαλύψουμε και να τις χρησιμοποιήσουμε για να κάνουμε τη μετάβαση. Στο τέλος της ημέρας, είναι το μάθημα που μένει και μπορεί να μας καθοδηγήσει ακόμα και μέσα από τον πόνο.

Οι ψευτομορφωμένοι

Κουλτουριάρηδες είναι οι διανοούμενοι που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γνώση και την πληροφόρηση και λιγότερη στο αίσθημα και το βίωμα. Ότι έμαθαν ή δεν έμαθαν έχει γι' αυτούς μεγαλύτερη αξία από τη σκέψη. Κουλτουριάρηδες βρίσκονται σ” όλες τις εποχές.

Στην αρχαία Ελλάδα τους κοροϊδεύει πολύ άσχημα ο Αριστοφάνης επειδή χρησιμοποιούσαν πάντα καινούριες και παράξενες λέξεις για να ξιπάσουν τον κόσμο. Και οι σοφιστές ήταν ένα είδος κουλτουριάρηδων της εποχής τους, γιατί έδωσαν πολλή σημασία στη γνώση και όχι στη σωστή κρίση.

Αλλά και παλαιότερα όταν λέγαμε «οι διανοούμενοι» ή «οι άνθρωποι των γραμμάτων» νιώθαμε κάτι σαν δυσφορία και ενόχληση, γιατί καταλαβαίναμε ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ξεφύγει πολύ από τη ζωή εν ονόματι δήθεν της τέχνης. Αυτοί νομίζανε ότι, επειδή ήτανε άνθρωποι των γραμμάτων, έπρεπε να μιλούν με ειδικό λεξιλόγιο, να καταλαβαίνονται μεταξύ τους, κι ας μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι.

Σε τελική ανάλυση, οι κουλτουριάρηδες είναι ψευτομορφωμένοι. Μόνο ένας ψευτομορφωμένος μπορεί να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που ξιπάζει και ξαφνιάζει, ή να μεταχειρίζεται ωραίες λέξεις και φράσεις για να κάνει εντύπωση, ενώ καταβάθος δεν κατέχει τη γλώσσα και δεν την χρησιμοποιεί σωστά.

Αυτό που σήμερα αποκαλούμε γλώσσα των κουλτουριάρηδων, είναι ένα κουρκούτι από νεόκοπες λέξεις, από ξένες αμετάφραστες λέξεις και από λέξεις παρμένες από διάφορες επιστήμες, λ.χ. «η μεταστοιχείωση της ντεμί νομενκλατούρας».

Μ' ένα τέτοιο κουρκούτι στο τέλος δε βγάζουν νόημα ούτε αυτοί, ούτε φυσικά κι εμείς. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «δομή» που αναφέρεται στον χώρο, ενώ η λέξη «διαδικασία» αναφέρεται στον χρόνο. Τι θα λέγατε όμως αν ξαφνικά διαβάζατε «δομικές διαδικασίες» ή «διαδικαστικές δομές»;

Ρωτήθηκαν κάποιοι να τις εξηγήσουν, μα δεν μπόρεσε κανείς. Γιατί όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για μπαρούφες. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνουν οι δύο αυτές φράσεις, όταν στην καθεμία το επίθετο αναιρεί το ουσιαστικό; Αλλά τι θα λέγατε αν αυτή η φράση γινόταν ολόκληρη πρόταση;

Διαβάστε λοιπόν: «Όταν οι δομικές διαδικασίες λειτουργούν ανασταλτικά μέσα στον χώρο του μεταμοντέρνου». Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς σ” αυτή τη φράση; Πρώτα πρώτα πόσοι ξέρουν τον όρο «μεταμοντέρνο»; Κι έπειτα, τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον χώρο του «μεταμοντέρνου», εάν λειτουργήσουν ή δε λειτουργήσουν οι «δομικές διαδικασίες»;

Αυτά είναι ακατανόητα και γι' αυτόν που τα γράφει και γι' αυτόν που τα διαβάζει. Είναι αλαμπουρνέζικα. Και σκεφτείτε ότι σαν κι αυτή τη φράση υπάρχουν χιλιάδες, που επαληθεύουν τα τρία χαρακτηριστικά των κουλτουριάρηδων: Πρώτον ότι δεν γνωρίζουν καλά τις λέξεις και τις έννοιές τους (κάποιος έγραφε τη λέξη «ενδιαίτημα» και εννοούσε «ένδυμα»!), δεύτερον θέλουν να ξιπάσουν τους άλλους με διάφορες ακαταλαβίστικες λέξεις και τρίτον, δεν έχουν χωνέψει καλά αυτό που λένε.

Χώρια που δεν τα καταφέρνουν ούτε και με το συντακτικό και μπερδεύονται. Βέβαια το μπέρδεμα υπάρχει πρώτα στο μυαλό. Πάντως μ” αυτά και μ” αυτά, καταφέρνουν να κομπλεξάρουν πολλούς, και καμιά φορά όλους, ενώ συντελούν στο να πάει η γλώσσα μας κατά διαόλου.

θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, ότι αφού αποδεχόμαστε την ερμητική γραφή ορισμένων ποιητών, γιατί να μην αποδεχτούμε και τον δυσνόητο τρόπο γραφής των κουλτουριάρηδων; Από μία άποψη, κι ο ποιητής θα έπρεπε, οποιαδήποτε τεχνοτροπία κι αν ακολουθεί, να γράφει κατά τρόπο κατανοητό, για να μπορεί ο αναγνώστης να τον καταλαβαίνει. Γιατί, τι να την κάνουμε την οποιαδήποτε ποίηση, όταν έχει κοπεί η γέφυρα της επικοινωνίας; Τι να τα κάνουμε τα ερμητικά ποιήματα, όταν δεν τα καταλαβαίνει κανείς; Κι αφού δεν μας λένε τίποτε, πως είναι δυνατόν να μας συγκινήσουν;

Βέβαια ο ποιητής έχει τη δικαιολογία ότι γράφει για να εκφράσει τον εαυτό του, αν και πάλι θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας ποιητής που εκφράζεται ερήμην του αναγνώστη, τι σόι ποιητής είναι; Και αν ο σουρεαλισμός στην πρώτη φράση το παραξύλωσε, τι να πούμε για τους σημερινούς σουρεαλιστές της αρπακόλας, που γράφουν ότι τους κατέβει; Πάντως ο στοχαστής, επειδή δεν έχει καν τη δικαιολογία της έμπνευσης κι επειδή ο στόχος του είναι η συζήτηση με τον αναγνώστη, δεν θα έπρεπε να είναι ακαταλόγιστος σαν τους μοντέρνους ποιητές.

Κάποιοι ισχυρίζονται πως έτσι εμπλουτίζεται η γλώσσα μας, ενώ η απλότητα και η σαφήνεια διατηρούν τη γλώσσα στάσιμη. Αν όμως ο εμπλουτισμός της γλώσσας, γίνεται αιτία για να θριαμβεύσει η ακατανοησία, μήπως θα έπρεπε να προτιμήσουμε κάποιες φυλές τις Αφρικής που συνεννοούνται μόνο με τριακόσιες λέξεις;

Η αιτία του φαινομένου αυτού, οφείλεται όχι μόνο στην ημιμάθεια των περισσότερων κουλτουριάρηδων αλλά και στον εγωισμό τους. Δε θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι αυτοί να ακούνε περισσότερο απ' όσο μιλάνε, να σκέφτονται περισσότερο απ' όσο γράφουν, και να περνούν κάθε πληροφορία από το κόσκινο της κρίσης. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να είναι ταπεινός, να μη νομίζει πως αυτός τα ξέρει όλα και κανείς άλλος. Να μη λέει διαρκώς «εγώ νομίζω», «εγώ πιστεύω», «έχω τη γνώμη», και τα συναφή. Μέσα σ' αυτό το βραχυκύκλωμα ημιμάθειας και εγωισμού χωρούν σχεδόν όλοι .

Συνέχιζε να πηγαίνεις κόντρα στη ¨ροη του κοπαδιού¨ και η δικαίωση σου είναι θέμα ελάχιστου χρόνου

Όταν έρθει ο καιρός που θα νιώσεις ΜΟΝΟΣ ανάμεσα σε πλήθος ανθρώπων και ο κύκλος των φίλων και συγγενών δεν θα σε αγγίζει εσώψυχα…

Όταν έρθει η μέρα που θα νιώσεις ότι ¨πνίγεσαι¨ σε μια θάλασσα ¨άψυχων ανθρώπων¨ και θες να φύγεις ¨μακριά¨…

Όταν έρθει η στιγμή που όλα θα σου φαίνονται ¨άδεια¨ και ανούσια σε ένα κόσμο ψεύτικο και ξένο για σένα…

...τότε ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να μείνεις μόνος με τον Εαυτό σου και να κάνεις ίσως τον πιο καθοριστικό διάλογο της ζωή σου μαζί Του. Εσύ και Αυτός, σαν να μιλάς στο είδωλο σου όταν αντικατοπτρίζεται σε έναν καθρέπτη, μονό που Αυτός είναι ¨πιο αληθινός¨ από εσένα διότι ΕΣΥ είσαι εγκλωβισμένος σε ένα κόσμο σαθρό και εικονικό, ενώ Αυτός ¨δονείται¨σε ανώτερες συχνότητες και γνωρίζει ¨περισσότερη αλήθεια¨. Γι΄ αυτό να Τον ακούσεις προσεκτικά, ¨ίσως¨ προσπαθεί καιρό να σε απομονώσει από το ¨σύστημα¨ για να σου πει ¨λόγια καθοδήγησης¨. Μην περιμένεις να ακούσεις ήχους στα αυτιά σου, ούτε φωνές να κατακλύσουν το Νου σου, περίμενε απλά να ¨πλημμυρήσει¨ η καρδία σου από συναισθήματα, εικόνες, μελωδίες και μυρωδιές!

Ότι πληροφορία φιλτράρεται από την καρδιά σου, αποδέξου την! Ενώ ότι πληροφορία έρχεται από τον Νου ¨φορτωμένη¨ μόνο με ¨απλή λογική¨, τότε δεν ανήκει σε εσένα γι΄αυτό αποδέσμευσέ την!

Η λογική είναι το βασικό ένστικτο επιβίωσης στο γήινο επίπεδο, όμως έξω από αυτό και σε άλλα ενεργειακά επίπεδα η έννοια της λέξης ¨λογική¨ δεν υφίσταται. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που δεν γίνονται αποδεκτές από το ευρύτερο κοινό οι αλλαγές που πλησιάζουν σαν καταιγίδα ολόκληρο τον πλανήτη, αφού τα γεγονότα που έρχονται, ¨μπλοκάρονται¨ από την ¨λογική¨ και δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά και αφομοιώσιμα από τον προγραμματισμένο εγκέφαλο.

Ο εγκέφαλος είναι το όργανο που θα δεχθεί τις περισσότερες ενεργειακές επιθέσεις από τον ¨αόρατο κόσμο¨. Όταν σχεδόν παντού γύρω σου συναντάς τις ενέργειες του θυμού του μίσους, του φόβου, της κακίας, κτλ πρέπει να καταλάβεις ότι όλα αυτά είναι απλά το ορατό αποτέλεσμα κάποιων άλλων αοράτων ενεργειακών συγκρούσεων που βαρβαρίζουν την ψυχική μας ηρεμία! Είναι αρνητικές σκεπτομορφές που επιβιώνουν από τις εκλυόμενες ενέργειες όλων αυτών των αρνητικών συναισθημάτων. Όποτε παρατηρείς ακραίες αντιδράσεις ανθρώπων που η αφορμή της αντίδρασης δεν δικαιολογεί τέτοια συμπεριφορά, τότε μαθέ ότι κάποια σκεπτομορφή βρίσκεται σε ¨μια γωνία¨ και έκανε πολύ καλά την δουλεία της! Εσύ που γνωρίζεις τι συμβαίνει πίσω από το ορατό, οφείλεις να ¨αντιλαμβάνεσαι¨ εκ των προτέρων πότε συντελούνται οι προϋποθέσεις αυτής της ενεργειακής παγίδας και να μεριμνείς προς την αποφυγή της.

Μην περιμένεις οι ¨πολλοί¨ να αποδεχτούν τις απόψεις σου, μάλιστα να αρχίσεις ανησυχείς όταν οι περισσότεροι συμφωνούν μαζί σου. Οι πολλοί ποτέ δεν είχαν δίκιο, ποτέ δεν ακολούθησαν το σωστό μονοπάτι, ήταν και είναι πρόβατα κλεισμένα σε μεγάλα μαντριά. Αντίθετα να χαίρεσαι όταν βαδίζεις σε δύσκολα μονοπάτια, γιατί εκεί θα συναντήσεις λίγους ανθρώπους αλλά θα είναι αληθινοί ¨εργάτες¨ που έχουν την γνώση και την δύναμη να σε καθοδηγήσουν σε νέες ατραπούς.

Όσο μόνος και να νιώσεις, όσο αδικημένος και να αισθανθείς, ένα πράγμα να γνωρίζεις:
¨Είσαι τυχερός που συμβαίνει αυτό σε εσένα γιατί όλα ¨δείχνουν¨ ότι το ίδιο το σύστημα σε έχει καταδικάσει σε εξορία επειδή διαφέρεις και δεν μπορεί να σε ελέγχει¨.

«ΕΣΥ Συνέχιζε να πηγαίνεις κόντρα στην ¨ροή του κοπαδιού¨ και η δικαίωση ΣΟΥ είναι θέμα ελάχιστου χρόνου!».

«Όταν οι Αθηναίοι κορόιδευαν τον Διογένη πως οι Σινωπείς τον είχανε καταδικάσει σε εξορία, αυτός απαντούσε:

“Και εγώ τους καταδίκασα να μείνουν εκεί”».

Όταν ήμασταν παιδιά είχαμε αθωότητα. Τι μας συνέβη, λοιπόν; Τι συνέβη σε όλο τον κόσμο;

Όταν ήμασταν παιδιά, είχαμε αθωότητα και μας ήταν φυσικό να εκφράζουμε αγάπη. Τι μας συνέβη, λοιπόν; Τι συνέβη σε όλο τον κόσμο;

Η απάντηση είναι ότι όταν είμαστε παιδιά, οι ενήλικοι έχουν ήδη την ψυχική ασθένεια, η οποία είναι πολύ μεταδοτική. Πώς μας τη μεταδίδουν; Μας μαθαίνουν να είμαστε σαν εκείνους. Έτσι μεταδίδουμε την ασθένεια στα παιδιά μας και έτσι μας μόλυναν με αυτή οι γονείς, οι δάσκαλοι, τα μεγαλύτερα αδέρφια μας, ολόκληρη η κοινωνία των ασθενών. Μας τράβηξαν την προσοχή και μας έβαλαν πληροφορίες στο μυαλό μέσω της επανάληψης. Έτσι μαθαίνουμε. Έτσι προγραμματίζουμε το ανθρώπινο μυαλό.

Το πρόβλημα είναι το πρόγραμμα, οι πληροφορίες που αποθηκεύσαμε στο μυαλό μας. Τραβώντας την προσοχή τους, μαθαίνουμε στα παιδιά μια γλώσσα και πώς να διαβάζουν, να συμπεριφέρονται και να ονειρεύονται. Τα εξημερώνουμε όπως ακριβώς εξημερώνουμε έναν σκύλο ή οποιοδήποτε άλλο ζώο: μέσω της τιμωρίας και της ανταμοιβής. Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Αυτό που αποκαλούμε διαπαιδαγώγηση δεν είναι τίποτα παραπάνω από εξημέρωση του ανθρώπου.

Φοβόμαστε την τιμωρία, αλλά, αργότερα, φοβόμαστε ότι δεν θα πάρουμε ανταμοιβή, ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί για τους γονείς, τα αδέρφια ή τον δάσκαλό μας. Έτσι γεννιέται η ανάγκη της αποδοχής. Προηγουμένως, δεν μας ενδιέφερε αν μας αποδέχονταν ή όχι. Οι απόψεις των άλλων δεν ήταν σημαντικές, κι αυτό γιατί απλά θέλαμε να παίζουμε και να ζούμε τη στιγμή.

Ο φόβος ότι δεν θα ανταμειφθούμε μετατρέπεται σε φόβο της απόρριψης. Ο φόβος ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί μας ωθεί να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε, να δημιουργήσουμε μια εικόνα του εαυτού μας. Έπειτα προσπαθούμε να παρουσιάσουμε αυτή την εικόνα τού πώς θα ήθελαν οι άλλοι να είμαστε, απλά για να γίνουμε αποδεκτοί, απλά για να πάρουμε την ανταμοιβή. Μαθαίνουμε να προσποιούμαστε ότι είμαστε κάτι που δεν είμαστε και εξασκούμαστε στο να γίνουμε κάτι διαφορετικό, ώστε να είμαστε καλοί για τους γονείς, τον δάσκαλο, τη θρησκεία μας ή οποιονδήποτε άλλο. Εξασκούμαστε συνεχώς και γινόμαστε δεξιοτέχνες στο να είμαστε κάτι άλλο από τον πραγματικό μας εαυτό.

Σύντομα ξεχνάμε ποιοι είμαστε πραγματικά και αρχίζουμε να ζούμε ως εικόνες του εαυτού μας. Δεν δημιουργούμε μόνο μια εικόνα, αλλά πολλές διαφορετικές, αναλόγως με τις κατηγορίες ανθρώπων που συναναστρεφόμαστε. Αρχικά δημιουργούμε μια εικόνα στο σπίτι και μια άλλη στο σχολείο και όταν μεγαλώνουμε δημιουργούμε ακόμη περισσότερες.

Το ίδιο ισχύει και για μια συνηθισμένη σχέση μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας. Η γυναίκα έχει μια εξωτερική εικόνα που προσπαθεί να παρουσιάσει στους άλλους, αλλά όταν είναι μόνη της έχει άλλη εικόνα για τον εαυτό της. Κι ο άντρας έχει μια εξωτερική και μια εσωτερική εικόνα. Όταν είναι πια ενήλικοι, η εσωτερική και η εξωτερική εικόνα. Έτσι, σε μια σχέση μεταξύ άντρα και γυναίκας υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις εικόνες. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να μάθουν πραγματικά ο ένας τον άλλο; Δεν είναι. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να προσπαθήσουν να κατανοήσουν την εικόνα. Όμως, υπάρχουν κι άλλες εικόνες που πρέπει να αναφέρουμε

Όταν ένας άντρας γνωρίζει μια γυναίκα, δημιουργεί μια εικόνα για εκείνη από τη δική του οπτική, και το ίδιο κάνει κι η γυναίκα για τον άντρα. Έπειτα προσπαθούν να βάλουν τον άλλο στο καλούπι της εικόνας που έφτιαξαν για εκείνον. Τώρα υπάρχουν ανάμεσά τους έξι εικόνες που τους χωρίζουν. Φυσικά, λένε ψέματα ο ένας στον άλλο ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούν. Η σχέση τους βασίζεται στον φόβο και στο ψέμα. Δεν βασίζεται στην αλήθεια, επειδή δεν μπορούν να δουν μέσα από την ομίχλη.

Όταν φθάσεις στο διάσελο αλλάζουν αυτά που βλέπεις

Εκεί γύρω στο μέσο της ζωής σου, νιώθεις σαν να φθάνεις σε ένα μεγάλο διάσελο. Είναι κάτι σαν ένα βουνό, που μέχρι τότε το ανεβαίνεις. Δεν βλέπεις το τέλος, παρά μόνο τον ουρανό και την διαδρομή που πρέπει να διανύσεις, που είναι πάντα προς τα πάνω. Και ανεβαίνοντας μαθαίνεις και προσδοκάς. Σκοπός είναι να φθάσεις και μέχρι τότε είσαι αθάνατος.

Και κάποτε πλησιάζεις την κορυφή, το ίσιωμα. Το βουνό που ανεβαίνουμε οι περισσότεροι δεν είναι απότομο. Θυμίζει περισσότερο ένα λόφο, σαν μια καμπάνα, που το ψηλότερο σημείο είναι ένα ήπιο, κυρτό, διάσελο. Στο βάθος υπάρχουν και πανύψηλες κορυφές, για λίγους.

Ζούμε σε ένα κόσμο που οι λίγοι χτίζουν βωμούς στην μοναδικότητά τους. Πιστεύουν ότι έχουν δικαίωμα στην ευτυχία. Και άλλοι, πολλοί, αγωνίζονται για το δικαίωμα να θεωρούνται άνθρωποι και όχι σκύλοι.

Όταν φθάσεις στο διάσελο αλλάζουν αυτά που βλέπεις. Ο ουρανός είναι εκεί αλλά ψηλότερα δεν έχει άλλο. Τώρα ο δρόμος έχει μόνο κάτω, το τέλος το βλέπεις, είσαι θνητός. Το κατέβασμα είναι αλλιώτικο. Αυτά που νόμισες ότι έμαθες πρέπει να τα ξεμάθεις.

Όταν όμως αρχίζεις να ξεμαθαίνεις σε πιάνει θλίψη. Πολλά από αυτά που νομίζεις για σταθερά, παύουν να είναι. Τώρα ξέρω πολύ λιγότερα από αυτά που νόμιζα ότι ήξερα και όταν θυμάμαι τον εαυτό μου που «ήξερε», αλαζόνα και αγέρωχο, ντρέπομαι και στεναχωριέμαι.

Τι συμβαίνει σ’ έναν εγκέφαλο που είναι διαπαιδαγωγημένος μέσα στα προβλήματα;

Δεν μπορεί ποτέ να λύνει προβλήματα, το μόνο που μπορεί είναι να δημιουργεί περισσότερα προβλήματα.

Από την παιδική ηλικία είμαστε εκπαιδευμένοι να ζούμε με προβλήματα κι έτσι, όντας μέσα στα προβλήματα, δεν μπορούμε ποτέ να λύσουμε τελείως ένα πρόβλημα.

Μόνο ένας ελεύθερος εγκέφαλος, που δεν είναι διαμορφωμένος να ζει με προβλήματα, μπορεί να λύσει προβλήματα. Είναι από τα μόνιμα εμπόδιά μας το να έχουμε προβλήματα όλη την ώρα. Οπότε ο εγκέφαλός μας δεν είναι ποτέ ήσυχος, δεν είναι ελεύθερος να παρατηρεί.

Για να βρεις, λοιπόν, έναν τρόπο ζωής όπου θα μπορείς να αντιμετωπίζεις προβλήματα, να τα λύνεις και να μην παγιδεύεσαι μέσα σ αυτά, χρειάζεται πολύ μεγάλη παρατηρητικότητα, προσοχή και επίγνωση για να φροντίζεις να μην εξαπατάς τον εαυτό σου ούτε ένα δευτερόλεπτο.

Κατ’ αρχάς, λοιπόν, πρέπει να υπάρχει τάξη. Και μπαίνει τάξη μόνο όταν δεν υπάρχουν προβλήματα, όταν υπάρχει ελευθερία – όχι ελευθερία να κάνεις ότι σ’ αρέσει, γιατί αυτή δεν είναι ελευθερία. Το να διαλέγεις ανάμεσα στον έναν σοφό και στον άλλον σοφό ή ανάμεσα σε τούτο το βιβλίο και σ’ εκείνο, αυτό είναι μια άλλη μορφή σύγχυσης. Όπου υπάρχει επιλογή δεν υπάρχει ελευθερία. Όταν έχεις καθαρό μυαλό, τότε δεν υπάρχει επιλογή, αλλά άμεση αντίληψη και σωστή δράση.

Ίταλο Καλβίνο: Ποιά βιβλία είναι Κλασικά

«Είναι κλασικό ό,τι εμμένει να υπάρχει ως μακρινός θόρυβος» -Ίταλο Καλβίνο
 
*Κλασικά είναι τα βιβλία για τα οποία ακούμε συνήθως να λένε: «Τα ξαναδιαβάζω…» και ποτέ «Τα διαβάζω…»
*Κλασικά λέγονται τα βιβλία που συνιστούν ένα πλούτο για όποιον τα έχει διαβάσει και αγαπήσει. Συνιστούν όμως εξ ίσου έναν εξ ίσου σημαντικό πλούτο για όποιον κρατάει για τον εαυτό του την τύχη να τα διαβάσει για πρώτη φορά στις καλύτερες για να τα απολαύσει συνθήκες.
*Κλασικά είναι τα βιβλία που ασκούν μια ιδιαίτερη επίδραση τόσο όταν επιβάλλονται ως αλησμόνητα όσο και όταν κρύβονται στις πτυχές της μνήμης με την μορφή του συλλογικού ή ατομικού ασυνείδητου.
*Κάθε νέα ανάγνωση ενός κλασικού βιβλίου είναι μια ανάγνωση ανακάλυψης όπως η πρώτη.
*Σ’ ένα κλασικό βιβλίο κάθε πρώτη ανάγνωση είναι στην πραγματικότητα μια νέα ανάγνωση.
*Κλασικό είναι το βιβλίο που δεν έπαψε ποτέ να λέει όσα έχει να πει.
*Κλασικά είναι τα βιβλία που φτάνουν στα χέρια μας κουβαλώντας τα ίχνη των αναγνώσεων που έχουν προηγηθεί της δικής μας και σέρνουν πίσω τους τα ίχνη που άφησαν στην κουλτούρα ή στις κουλτούρες που διέτρεξαν (ή πιο απλά στην γλώσσα ή στα ήθη)
*Κλασικό είναι το έργο που προκαλεί αδιάκοπα έναν κονιορτό κριτικών αναλύσεων γι’ αυτό, αλλά συνεχώς τον αποτινάζει από πάνω του.
*Κλασικά είναι τα βιβλία που όσο περισσότερο πιστεύουμε ότι τα γνωρίζουμε επειδή τα έχουμε ακουστά, τόσο περισσότερο όταν τα διαβάζουμε μας αποκαλύπτουν νέες, απροσδόκητες, άγνωστες πλευρές τους.
*Αποκαλείται κλασικό ένα βιβλίο που παρουσιάζεται ως ισοδύναμο του σύμπαντος, όπως τα αρχαία φυλαχτά.
*Ο «δικός σου» κλασικός είναι εκείνος που δεν σου είναι αδιάφορος και σου χρησιμεύει για να ορίσεις τον εαυτό σου σε σχέση ή σε αντιπαράθεση με αυτόν.
*Κλασικό είναι ένα βιβλίο που έρχεται πριν από άλλα κλασικά βιβλία. Όποιος όμως έχει διαβάσει πρώτα τα άλλα κι ύστερα διαβάζει αυτό, αναγνωρίζει αμέσως την θέση του στην γενεαλογία.
*Είναι κλασικό ότι τείνει να εκτοπίζει την πραγματικότητα στην θέση ενός μακρινού θορύβου, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αυτόν τον μακρινό θόρυβο.
*Είναι κλασικό ό,τι εμμένει να υπάρχει ως μακρινός θόρυβος ακόμα και όπου κυριαρχεί η πιο παράταιρη επικαιρότητα.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1174a-1175a)

[IV] Τί δ᾽ ἐστὶν ἢ ποῖόν τι, καταφανέστερον γένοιτ᾽ ἂν ἀπ᾽ ἀρχῆς ἀναλαβοῦσιν. δοκεῖ γὰρ ἡ μὲν ὅρασις καθ᾽ ὁντινοῦν χρόνον τελεία εἶναι· οὐ γάρ ἐστιν ἐνδεὴς οὐδενὸς ὃ εἰς ὕστερον γινόμενον τελειώσει αὐτῆς τὸ εἶδος· τοιούτῳ δ᾽ ἔοικε καὶ ἡ ἡδονή. ὅλον γάρ τι ἐστί, καὶ κατ᾽ οὐδένα χρόνον λάβοι τις ἂν ἡδονὴν ἧς ἐπὶ πλείω χρόνον γινομένης τελειωθήσεται τὸ εἶδος. διόπερ οὐδὲ κίνησίς ἐστιν. ἐν χρόνῳ γὰρ πᾶσα κίνησις καὶ τέλους τινός, οἷον ἡ οἰκοδομική, καὶ τελεία ὅταν ποιήσῃ οὗ ἐφίεται. ἢ ἐν ἅπαντι δὴ τῷ χρόνῳ ἢ τούτῳ. ἐν δὲ τοῖς μέρεσι καὶ τῷ χρόνῳ πᾶσαι ἀτελεῖς, καὶ ἕτεραι τῷ εἴδει τῆς ὅλης καὶ ἀλλήλων. ἡ γὰρ τῶν λίθων σύνθεσις ἑτέρα τῆς τοῦ κίονος ῥαβδώσεως, καὶ αὗται τῆς τοῦ ναοῦ ποιήσεως· καὶ ἡ μὲν τοῦ ναοῦ τελεία (οὐδενὸς γὰρ ἐνδεὴς πρὸς τὸ προκείμενον), ἡ δὲ τῆς κρηπῖδος καὶ τοῦ τριγλύφου ἀτελής· μέρους γὰρ ἑκατέρα. τῷ εἴδει οὖν διαφέρουσι, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ὁτῳοῦν χρόνῳ λαβεῖν κίνησιν τελείαν τῷ εἴδει, ἀλλ᾽ εἴπερ, ἐν τῷ ἅπαντι. ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ βαδίσεως καὶ τῶν λοιπῶν. εἰ γάρ ἐστιν ἡ φορὰ κίνησις πόθεν ποῖ, καὶ ταύτης διαφοραὶ κατ᾽ εἴδη, πτῆσις βάδισις ἅλσις καὶ τὰ τοιαῦτα. οὐ μόνον δ᾽ οὕτως, ἀλλὰ καὶ ἐν αὐτῇ τῇ βαδίσει· τὸ γὰρ πόθεν ποῖ οὐ τὸ αὐτὸ ἐν τῷ σταδίῳ καὶ ἐν τῷ μέρει, καὶ ἐν ἑτέρῳ μέρει καὶ ἐν ἑτέρῳ, οὐδὲ τὸ διεξιέναι τὴν γραμμὴν τήνδε κἀκείνην·

[1174b] οὐ μόνον γὰρ γραμμὴν διαπορεύεται, ἀλλὰ καὶ ἐν τόπῳ οὖσαν, ἐν ἑτέρῳ δ᾽ αὕτη ἐκείνης. δι᾽ ἀκριβείας μὲν οὖν περὶ κινήσεως ἐν ἄλλοις εἴρηται, ἔοικε δ᾽ οὐκ ἐν ἅπαντι χρόνῳ τελεία εἶναι, ἀλλ᾽ αἱ πολλαὶ ἀτελεῖς καὶ διαφέρουσαι τῷ εἴδει, εἴπερ τὸ πόθεν ποῖ εἰδοποιόν. τῆς ἡδονῆς δ᾽ ἐν ὁτῳοῦν χρόνῳ τέλειον τὸ εἶδος. δῆλον οὖν ὡς ἕτεραί τ᾽ ἂν εἶεν ἀλλήλων, καὶ τῶν ὅλων τι καὶ τελείων ἡ ἡδονή. δόξειε δ᾽ ἂν τοῦτο καὶ ἐκ τοῦ μὴ ἐνδέχεσθαι κινεῖσθαι μὴ ἐν χρόνῳ, ἥδεσθαι δέ· τὸ γὰρ ἐν τῷ νῦν ὅλον τι. ἐκ τούτων δὲ δῆλον καὶ ὅτι οὐ καλῶς λέγουσι κίνησιν ἢ γένεσιν εἶναι τὴν ἡδονήν. οὐ γὰρ πάντων ταῦτα λέγεται, ἀλλὰ τῶν μεριστῶν καὶ μὴ ὅλων· οὐδὲ γὰρ ὁράσεώς ἐστι γένεσις οὐδὲ στιγμῆς οὐδὲ μονάδος, οὐδὲ τούτων οὐθὲν κίνησις οὐδὲ γένεσις· οὐδὲ δὴ ἡδονῆς· ὅλον γάρ τι.

Αἰσθήσεως δὲ πάσης πρὸς τὸ αἰσθητὸν ἐνεργούσης, τελείως δὲ τῆς εὖ διακειμένης πρὸς τὸ κάλλιστον τῶν ὑπὸ τὴν αἴσθησιν (τοιοῦτον γὰρ μάλιστ᾽ εἶναι δοκεῖ ἡ τελεία ἐνέργεια· αὐτὴν δὲ λέγειν ἐνεργεῖν, ἢ ἐν ᾧ ἐστί, μηθὲν διαφερέτω), καθ᾽ ἑκάστην δὴ βελτίστη ἐστὶν ἡ ἐνέργεια τοῦ ἄριστα διακειμένου πρὸς τὸ κράτιστον τῶν ὑπ᾽ αὐτήν. αὕτη δ᾽ ἂν τελειοτάτη εἴη καὶ ἡδίστη. κατὰ πᾶσαν γὰρ αἴσθησίν ἐστιν ἡδονή, ὁμοίως δὲ καὶ διάνοιαν καὶ θεωρίαν, ἡδίστη δ᾽ ἡ τελειοτάτη, τελειοτάτη δ᾽ ἡ τοῦ εὖ ἔχοντος πρὸς τὸ σπουδαιότατον τῶν ὑπ᾽ αὐτήν· τελειοῖ δὲ τὴν ἐνέργειαν ἡ ἡδονή. οὐ τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον ἥ τε ἡδονὴ τελειοῖ καὶ τὸ αἰσθητόν τε καὶ ἡ αἴσθησις, σπουδαῖα ὄντα, ὥσπερ οὐδ᾽ ἡ ὑγίεια καὶ ὁ ἰατρὸς ὁμοίως αἰτία ἐστὶ τοῦ ὑγιαίνειν. καθ᾽ ἑκάστην δ᾽ αἴσθησιν ὅτι γίνεται ἡδονή, δῆλον (φαμὲν γὰρ ὁράματα καὶ ἀκούσματα εἶναι ἡδέα)· δῆλον δὲ καὶ ὅτι μάλιστα, ἐπειδὰν ἥ τε αἴσθησις ᾖ κρατίστη καὶ πρὸς τοιοῦτον ἐνεργῇ· τοιούτων δ᾽ ὄντων τοῦ τε αἰσθητοῦ καὶ τοῦ αἰσθανομένου, ἀεὶ ἔσται ἡδονὴ ὑπάρχοντός γε τοῦ τε ποιήσοντος καὶ τοῦ πεισομένου. τελειοῖ δὲ τὴν ἐνέργειαν ἡ ἡδονὴ οὐχ ὡς ἡ ἕξις ἐνυπάρχουσα, ἀλλ᾽ ὡς ἐπιγινόμενόν τι τέλος, οἷον τοῖς ἀκμαίοις ἡ ὥρα. ἕως ἂν οὖν τό τε νοητὸν ἢ αἰσθητὸν ᾖ οἷον δεῖ καὶ τὸ κρῖνον ἢ

[1175a] θεωροῦν, ἔσται ἐν τῇ ἐνεργείᾳ ἡ ἡδονή· ὁμοίων γὰρ ὄντων καὶ πρὸς ἄλληλα τὸν αὐτὸν τρόπον ἐχόντων τοῦ τε παθητικοῦ καὶ τοῦ ποιητικοῦ ταὐτὸ πέφυκε γίνεσθαι. πῶς οὖν οὐδεὶς συνεχῶς ἥδεται; ἢ κάμνει; πάντα γὰρ τὰ ἀνθρώπεια ἀδυνατεῖ συνεχῶς ἐνεργεῖν. οὐ γίνεται οὖν οὐδ᾽ ἡδονή· ἕπεται γὰρ τῇ ἐνεργείᾳ. ἔνια δὲ τέρπει καινὰ ὄντα, ὕστερον δὲ οὐχ ὁμοίως διὰ ταὐτό· τὸ μὲν γὰρ πρῶτον παρακέκληται ἡ διάνοια καὶ διατεταμένως περὶ αὐτὰ ἐνεργεῖ, ὥσπερ κατὰ τὴν ὄψιν οἱ ἐμβλέποντες, μετέπειτα δ᾽ οὐ τοιαύτη ἡ ἐνέργεια ἀλλὰ παρημελημένη· διὸ καὶ ἡ ἡδονὴ ἀμαυροῦται. ὀρέγεσθαι δὲ τῆς ἡδονῆς οἰηθείη τις ἂν ἅπαντας, ὅτι καὶ τοῦ ζῆν ἅπαντες ἐφίενται· ἡ δὲ ζωὴ ἐνέργειά τις ἐστί, καὶ ἕκαστος περὶ ταῦτα καὶ τούτοις ἐνεργεῖ ἃ καὶ μάλιστ᾽ ἀγαπᾷ, οἷον ὁ μὲν μουσικὸς τῇ ἀκοῇ περὶ τὰ μέλη, ὁ δὲ φιλομαθὴς τῇ διανοίᾳ περὶ τὰ θεωρήματα, οὕτω δὲ καὶ τῶν λοιπῶν ἕκαστος· ἡ δ᾽ ἡδονὴ τελειοῖ τὰς ἐνεργείας, καὶ τὸ ζῆν δή, οὗ ὀρέγονται. εὐλόγως οὖν καὶ τῆς ἡδονῆς ἐφίενται· τελειοῖ γὰρ ἑκάστῳ τὸ ζῆν, αἱρετὸν ὄν.

Πότερον δὲ διὰ τὴν ἡδονὴν τὸ ζῆν αἱρούμεθα ἢ διὰ τὸ ζῆν τὴν ἡδονήν, ἀφείσθω ἐν τῷ παρόντι. συνεζεῦχθαι μὲν γὰρ ταῦτα φαίνεται καὶ χωρισμὸν οὐ δέχεσθαι· ἄνευ τε γὰρ ἐνεργείας οὐ γίνεται ἡδονή, πᾶσάν τε ἐνέργειαν τελειοῖ ἡ ἡδονή.

***
[4] Τί είναι η ηδονή και ποιά τα χαρακτηριστικά της, όλα αυτά θα γίνουν πιο φανερά, αν ξαναπιάσουμε το θέμα από την αρχή:

Η όραση φαίνεται πως είναι τέλεια σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή· γιατί δεν της λείπει τίποτε που, αν προστεθεί αργότερα, θα ολοκληρώσει την ουσία της. Τέτοιας λογής φαίνεται πως είναι και η ηδονή. Η ηδονή είναι, πράγματι, ένα ενιαίο όλο, και σε καμιά χρονική στιγμή δεν θα μπορούσε κανείς να έχει μια ηδονή που η ουσία της θα τελειοποιούνταν, αν διαρκούσε περισσότερο χρόνο. Αυτός είναι και ο λόγος που η ηδονή δεν είναι κίνηση. Γιατί κάθε κίνηση διεκπεραιώνεται μέσα στον χρόνο, και έχει έναν τελικό στόχο (όπως, επιπαραδείγματι, η οικοδομική διαδικασία), και είναι τέλεια, όταν έχει πραγματοποιήσει αυτό που επιδιώκει. Ή σε όλο λοιπόν το διάστημα του χρόνου ή στη συγκεκριμένη στιγμή τη αποπεράτωσης. Οι επιμέρους όμως κινήσεις που συναποτελούν τα μέρη της συνολικής διάρκειας της κίνησης είναι όλες τους ατελείς, και διαφέρουν —ως προς το είδος— από τη συνολική κίνηση αλλά και η μία από την άλλη. Η συνένωση των λίθων, επιπαραδείγματι, είναι κάτι διαφορετικό από την κατασκευή των ραβδώσεων σε μια κολόνα, και αυτά πάλι είναι κάτι διαφορετικό από την κατασκευή ολόκληρου του ναού· και η μεν κατασκευή του ναού είναι κάτι το τέλειο (γιατί δεν υπάρχει καμιά έλλειψη ως προς τον στόχο που τέθηκε από την αρχή), ενώ η κατασκευή της κρηπίδας ή των τριγλύφων είναι πράγματα ατελή (γιατί και η μία και η άλλη αναφέρονται σε ένα μόνο μέρος από το σύνολο). Διαφέρουν λοιπόν ως προς το είδος, και δεν είναι δυνατό να έχει κανείς σε μια οποιαδήποτε στιγμή του συνολικού χρόνου της κατασκευής μια κίνηση τέλεια ως προς το είδος· αυτό είναι δυνατό μόνο σε σχέση προς τον συνολικό χρόνο που απαιτεί η κατασκευή. Το ίδιο και στην περίπτωση της βάδισης, όπως και όλων των άλλων κινήσεων της ίδιας κατηγορίας. Γιατί αν η μετακίνηση είναι μια κίνηση από έναν τόπο προς έναν άλλον, υπάρχουν και σ᾽ αυτή την περίπτωση διαφορές ως προς το είδος: πέταγμα, βάδιση, πήδημα κ.ο.κ. Και όχι μόνο έτσι, αλλά και στην ίδια τη βάδιση υπάρχουν διαφορές· γιατί η κίνηση από έναν τόπο προς έναν άλλον δεν είναι η ίδια κατά μήκος όλου του σταδίου και σε ένα μέρος του· δεν είναι επίσης η ίδια σε ένα μέρος του και σε ένα άλλο μέρος του· δεν είναι επίσης το ίδιο να περάσει κανείς αυτήν τη γραμμή και να περάσει εκείνην τη γραμμή·

[1174b] γιατί δεν περνάει κανείς απλώς μια γραμμή, αλλά και μια γραμμή που βρίσκεται σε κάποιον τόπο, και αυτή βρίσκεται σε διαφορετικό τόπο από αυτόν στον οποίο βρίσκεται εκείνη. Για την κίνηση μιλήσαμε με πολλές λεπτομέρειες σε άλλη μας πραγματεία, δεν φαίνεται όμως να είναι τέλεια σε μια οποιαδήποτε στιγμή της, αλλά οι πολλές κινήσεις είναι ατελείς και διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το είδος, αν βέβαια το «από πού προς τα πού» είναι αυτό που δίνει στην καθεμιά τους την ξεχωριστή της μορφή. Της ηδονής όμως η μορφή είναι τέλεια σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Είναι λοιπόν φανερό ότι η ηδονή και η κίνηση πρέπει να διαφέρουν η μια από την άλλη, και ότι η ηδονή πρέπει να ανήκει στα πράγματα που αποτελούν ένα ενιαίο όλο και είναι τέλεια. Αυτό μπορεί κανείς να το συμπεράνει και από το ότι, ενώ δεν μπορεί να υπάρχει κίνηση παρά μόνο σε συνάρτηση προς τον χρόνο, ηδονή μπορεί. Γιατί ό,τι πραγματώνεται εδώ και τώρα, είναι ένα ενιαίο όλο.

Όλα αυτά κάνουν φανερό ότι δεν είναι, επίσης, σωστό αυτό που λένε, ότι η ηδονή είναι κίνηση ή, πολύ περισσότερο, «γένεση». Γιατί αυτά δεν λέγονται για όλα τα πράγματα, αλλά μόνο για τα μεριστά και γι᾽ αυτά που δεν είναι ένα ενιαίο όλο· δεν υπάρχει, πράγματι, γένεση ούτε της όρασης, ούτε του μαθηματικού σημείου, ούτε της μονάδας, και ούτε οποιοδήποτε από αυτά είναι κίνηση ή γένεση· ούτε, επομένως, και ενσχέσει με την ηδονή μπορεί κανείς να μιλήσει για κίνηση ή γένεση· γιατί η ηδονή είναι ένα ενιαίο όλο.

Δεδομένου ότι η κάθε αίσθηση ενεργεί ενσχέσει προς αυτό που είναι το αντικείμενό της· δεδομένου επίσης ότι μια αίσθηση που βρίσκεται σε καλή κατάσταση ενεργεί με τέλειο τρόπο ενσχέσει προς το ωραιότερο από τα αντικείμενά της (γιατί αυτό κατά κύριο λόγο είναι, κατά την κοινή αντίληψη, η τέλεια ενέργεια της αίσθησης — και δεν κάνει καμιά απολύτως διαφορά αν πούμε ότι ενεργεί η αίσθηση ή αυτό στο οποίο η αίσθηση έχει την έδρα της), πρέπει να συναγάγουμε ότι στην κάθε επιμέρους περίπτωση η καλύτερη ενέργεια είναι όταν το όργανο που βρίσκεται σε καλή κατάσταση ενεργεί ενσχέσει με το πιο εξαιρετικό από τα αντικείμενα που εμπίπτουν στο πεδίο της. Και αυτή η ενέργεια πρέπει να είναι η πιο τέλεια και η πιο ευχάριστη. Γιατί η κάθε αίσθηση έχει την αντίστοιχή της ηδονή —το ίδιο ισχύει και για τη νόηση και τον στοχασμό—, τη μεγαλύτερη όμως ηδονή τη χαρίζει η πιο τέλεια ενέργεια, και πιο τέλεια είναι αυτή που προέρχεται από το ευρισκόμενο σε καλή κατάσταση όργανο και σχετίζεται με το πιο σημαντικό από τα αντικείμενα που εμπίπτουν στο πεδίο της· και η ηδονή κάνει τέλεια την ενέργεια. Δεν την κάνει όμως τέλεια την ενέργεια η ηδονή με τον ίδιο τρόπο που την κάνουν τέλεια το αντικείμενο της αίσθησης και η ίδια η αίσθηση (όταν, φυσικά, και τα δύο αυτά είναι αξιόλογα και καλά), ακριβώς όπως δεν είναι η υγεία και ο γιατρός με τον ίδιο τρόπο η αιτία τού να είναι κανείς υγιής. Ότι σε κάθε αίσθηση αντιστοιχεί μια ιδιαίτερη ηδονή, είναι φανερό (λέμε, πράγματι, ότι υπάρχουν θεάματα και ακούσματα ευχάριστα)· είναι επίσης φανερό ότι αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο όταν η αίσθηση είναι εξαιρετική και όταν ενεργεί ενσχέσει προς ένα αντίστοιχο αντικείμενο· και αν είναι τέτοιας λογής και το αντικείμενο της αίσθησης και το αισθανόμενο υποκείμενο, θα υπάρχει πάντοτε ηδονή, αφού θα υπάρχουν και το υποκείμενο που ενεργεί και το αντικείμενο που δέχεται την ενέργεια. Η ηδονή κάνει τέλεια την ενέργεια όχι όπως την κάνει τέλεια η αντίστοιχη ενυπάρχουσα έξη, αλλά σαν ένα επιγινόμενο τέλος, ακριβώς όπως στην ακμή της ηλικίας τους επιγίνεται στους ανθρώπους η ομορφιά. Όσο λοιπόν και το αντικείμενο της νόησης ή

[1175a] της αίσθησης και το υποκείμενο που νοεί ή αισθάνεται είναι όπως θα έπρεπε να είναι, θα υπάρχει πάντοτε στην ενέργεια η ηδονή· γιατί όταν το ενεργητικό και το παθητικό στοιχείο παραμένουν τα ίδια και διατηρούν αμετάβλητη τη μεταξύ τους σχέση, προκύπτει, από τη φύση των πραγμάτων, το ίδιο αποτέλεσμα.

Πώς γίνεται λοιπόν κανείς να μην αισθάνεται συνεχώς ηδονή; Μήπως γιατί ο άνθρωπος κουράζεται; Όλες, πράγματι, οι ανθρώπινες λειτουργίες δεν έχουν τη δύναμη να βρίσκονται σε συνεχή ενέργεια. Έτσι λοιπόν και η ηδονή δεν είναι συνεχής, αφού αποτελεί παρακολούθημα της ενέργειας. Ορισμένα, επίσης, πράγματα, μας ευχαριστούν όταν είναι καινούργια, αργότερα όμως δεν μας ευχαριστούν με τον ίδιο τρόπο· ο λόγος είναι ο ίδιος: στην αρχή ο νους βρίσκεται σε διέγερση και ενεργεί με ένταση ενσχέσει με αυτά — ακριβώς όπως συμβαίνει με την όραση των ανθρώπων, όταν στρέφουν με ένταση το βλέμμα τους προς κάπου, ύστερα όμως η ενέργεια δεν είναι το ίδιο έντονη, αλλά πέφτει και χαλαρώνει. Έτσι μειώνεται και η ηδονή.

Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι όλοι οι άνθρωποι επιδιώκουν την ηδονή, επειδή όλοι τους επιθυμούν, επίσης, τη ζωή. Η ζωή, πάντως, είναι ενέργεια, και ο κάθε άνθρωπος ενεργεί ενσχέσει με τα πράγματα και με τη βοήθεια των πραγμάτων που αγαπάει πάρα πολύ· ο μουσικός, π.χ., ενεργεί με τη βοήθεια της ακοής του ενσχέσει με τις μελωδίες, ο φιλομαθής με τη βοήθεια του νου του ενσχέσει με θέματα φιλοσοφικού και επιστημονικού χαρακτήρα κ.ο.κ. Η ηδονή, τώρα, κάνει τέλειες τις ενέργειες, άρα και τη ζωή, που όλοι οι άνθρωποι την επιθυμούν. Είναι εύλογο λοιπόν που οι άνθρωποι επιδιώκουν και την ηδονή, αφού η ηδονή κάνει τέλεια τη ζωή του κάθε ανθρώπου, η οποία είναι κάτι το επιθυμητό και πολύτιμο για τον καθένα. Το ερώτημα, ωστόσο, αν θέλουμε τη ζωή για χάρη της ηδονής ή την ηδονή για χάρη της ζωής, ας το αφήσουμε προς το παρόν έξω από την έρευνά μας· γιατί τα δύο αυτά πράγματα είναι φανερό πως είναι στενά δεμένα μεταξύ τους και δεν επιδέχονται διαχωρισμό, αφού χωρίς ενέργεια δεν υπάρχει ηδονή, και αφού την κάθε ενέργεια την κάνει τέλεια η ηδονή.