ΑΔ. ἰώ. στυγναὶ
πρόσοδοι, στυγναὶ δ᾽ ὄψεις χήρων
μελάθρων· ἰώ μοί μοι. αἶ αῖ.
ποῖ βῶ; ποῖ στῶ; τί λέγω; τί δὲ μή;
πῶς ἂν ὀλοίμαν;
865 ἦ βαρυδαίμονα μήτηρ μ᾽ ἔτεκεν.
ζηλῶ φθιμένους, κείνων ἔραμαι,
κεῖν᾽ ἐπιθυμῶ δώματα ναίειν.
οὔτε γὰρ αὐγὰς χαίρω προσορῶν
οὔτ᾽ ἐπὶ γαίας πόδα πεζεύων·
870 τοῖον ὅμηρόν μ᾽ ἀποσυλήσας
Ἅιδῃ Θάνατος παρέδωκεν.
ΧΟ. πρόβα πρόβα· βᾶθι κεῦθος οἴκων. ΑΔ. αἰαῖ. [στρ. α]
ΧΟ. πέπονθας ἄξι᾽ αἰαγμάτων. ΑΔ. ἒ ἔ.
ΧΟ. δι᾽ ὀδύνας ἔβας, σάφ᾽ οἶδα… ΑΔ. φεῦ φεῦ.
ΧΟ. τὰν νέρθε οὐδὲν ὠφελεῖς. ΑΔ. ἰώ μοί μοι.
876 ΧΟ. τὸ μήποτ᾽ εἰσιδεῖν φιλίας ἀλόχου
πρόσωπον ἄντα λυπρόν.
ΑΔ. ἔμνησας ὅ μου φρένας ἥλκωσεν·
τί γὰρ ἀνδρὶ κακὸν μεῖζον, ἁμαρτεῖν
880 πιστῆς ἀλόχου; μή ποτε γήμας
ὤφελον οἰκεῖν μετὰ τῆσδε δόμους.
ζηλῶ δ᾽ ἀγάμους ἀτέκνους τε βροτῶν·
μία γὰρ ψυχή, τῆς ὑπεραλγεῖν
μέτριον ἄχθος·
885 παίδων δὲ νόσους καὶ νυμφιδίους
εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας
οὐ τλητὸν ὁρᾶν, ἐξὸν ἀτέκνους
ἀγάμους τ᾽ εἶναι διὰ παντός.
ΧΟ. τύχα τύχα δυσπάλαιστος ἥκει· ΑΔ. αἰαῖ. [ἀντ. α]
890 ΧΟ. πέρας δέ γ᾽ οὐδὲν ἀλγέων τίθης. ΑΔ. ἒ ἔ.
ΧΟ. βαρέα μὲν φέρειν, ὅμως δὲ… ΑΔ. φεῦ φεῦ.
ΧΟ. τλᾶθ᾽· οὐ σὺ πρῶτος ὤλεσας… ΑΔ. ἰώ μοί μοι.
ΧΟ. γυναῖκα· συμφορὰ δ᾽ ἑτέρους ἑτέρα
πιέζει φανεῖσα θνατῶν.
895 ΑΔ. ὦ μακρὰ πένθη λῦπαί τε φίλων
τῶν ὑπὸ γαίαν.
τί μ᾽ ἐκώλυσας ῥῖψαι τύμβου
τάφρον ἐς κοίλην καὶ μετ᾽ ἐκείνης
τῆς μέγ᾽ ἀρίστης κεῖσθαι φθίμενον;
900 δύο δ᾽ ἀντὶ μιᾶς Ἅιδης ψυχὰς
τὰς πιστοτάτας σὺν ἂν ἔσχεν, ὁμοῦ
χθονίαν λίμνην διαβάντε.
ΧΟ. ἐμοί τις ἦν [στρ. β]
ἐν γένει, ᾧ κόρος ἀξιόθρηνος
905 ὤλετ᾽ ἐν δόμοισιν
μονόπαις· ἀλλ᾽ ἔμπας
ἔφερε κακὸν ἅλις, ἄτεκνος ὤν,
πολιὰς ἐπὶ χαίτας
ἤδη προπετὴς ὢν
910 βιότου τε πόρσω.
ΑΔ. ὦ σχῆμα δόμων, πῶς εἰσέλθω;
πῶς δ᾽ οἰκήσω μεταπίπτοντος
δαίμονος; οἴμοι. πολὺ γὰρ τὸ μέσον·
915 τότε μὲν πεύκαις σὺν Πηλιάσιν
σύν θ᾽ ὑμεναίοις ἔστειχον ἔσω,
φιλίας ἀλόχου χέρα βαστάζων,
πολυάχητος δ᾽ εἵπετο κῶμος,
τήν τε θανοῦσαν κἄμ᾽ ὀλβίζων,
920 ὡς εὐπατρίδαι καὶ ἀπ᾽ ἀμφοτέρων
ὄντες ἀρίστων σύζυγες εἶμεν·
νῦν δ᾽ ὑμεναίων γόος ἀντίπαλος
λευκῶν τε πέπλων μέλανες στολμοὶ
πέμπουσί μ᾽ ἔσω
925 λέκτρων κοίτας ἐς ἐρήμους.
ΧΟ. παρ᾽ εὐτυχῆ [ἀντ. β]
σοι πότμον ἦλθεν ἀπειροκάκῳ τόδ᾽
ἄλγος· ἀλλ᾽ ἔσωσας
βίοτον καὶ ψυχάν.
930 ἔθανε δάμαρ, ἔλιπε φιλίαν·
τί νέον τόδε; πολλοῖς
ἤδη παρέλυσεν
θάνατος δάμαρτας.
***
Αφού έφυγε ο Ηρακλής για να πάει στον τάφο, επιστρέφουν, χωρίς να τον συναντήσουν, ο Άδμητος και ο Χορός.
ΑΔΜ. Αχ, τί στράτα ειν᾽ αυτή προς το σπίτι! Φριχτή
κι η όψη αυτή του ορφανού παλατιού.
Πού να πάω, συφορά μου, και πού να σταθώ;
Τί να πω και σε τί να κρατήσω σιγή;
Πώς να βρω ένα χαμό;
Αχ για μοίρα με γέννησε η μάνα βαριά.
Μες στα σπίτια ποθώ να βρεθώ των νεκρών,
όλοι οι πόθοι μου τώρα γι᾽ αυτούς.
Καμιά γλύκα δεν έχει για μένα της μέρας το φως
κι ούτε θέλω το χώμα της γης να πατώ·
870 τέτοιο ενέχυρο ο Θάνατος μου άρπαξε τώρ᾽ ακριβό
και στα χέρια παράδωσε του Άδη.
ΧΟΡ. Προχώρει μέσα στου σπιτιού τα βάθη. ΑΔΜ. Οϊμέ!
ΧΟΡ. Ναι, η συμφορά σου ειναι για θρήνους. ΑΔΜ. Αχ!
ΧΟΡ. Βαθιά πονείς, βαθιά, το ξέρω… ΑΔΜ. Αλί!
ΧΟΡ. μα κείνη δεν τη σώζεις. ΑΔΜ. Συφορά!
ΧΟΡ. Πικρός καημός, να ξέρεις πως ποτέ
πια δε θα δεις την όψη εκείνης που αγαπάς.
ΑΔΜ. Την πληγή της καρδιάς μου κεντάς· ω, καημός
πιο βαρύς δεν είν᾽ άλλος στον άντρα απ᾽ αυτόν,
880 την πιστή του να χάνει γυναίκα.
Κάλλιο οι δυο μας ζωές να μην είχανε σμίξει ποτέ,
να μην είχαμε ζήσει σε τούτο το σπίτι μαζί.
Κάλλιο ανύπαντρος κι άκληρος να ᾽ναι κανείς·
για μια μόνη ψυχή, τη δική σου, αν πονείς,
το βαστάς· αλλ᾽ αρρώστιες να βλέπεις παιδιών,
και το θάνατο γάμου δεσμούς να συντρίβει, ω αυτό
είν᾽ αβάσταχτος πόνος.
Και γιατί; Αφού μπορείς
δίχως γάμο και δίχως παιδιά να περάσεις.
ΧΟΡ. Μια τέτοια συμφορά δεν πολεμιέται. ΑΔΜ. Οϊμέ!
890 ΧΟΡ. Στον πόνο σου άκρη δε θα βάλεις. ΑΔΜ. Αχ!
ΧΟΡ. Είναι βαρύ, το ξέρω· ωστόσο… ΑΔΜ. Αλί!
ΧΟΡ. θάρρος· δεν είσαι ο πρώτος… ΑΔΜ. Συφορά!
ΧΟΡ. που μένει δίχως ταίρι· το κακό
πολύμορφο χτυπά, συντρίβει τους θνητούς.
ΑΔΜ. Ω, τί απέραντο πένθος, τί θλίψη γι᾽ αυτούς
που αγαπούσες κι η μαύρη τούς σκέπασε γη!
Τί με μπόδισες, μέσα στον τάφο κι εγώ
να ριχτώ, στην ασύγκριτη πλάι, και νεκρός
να ᾽μαι αιώνια κοντά της; Τη χθόνια μαζί
900 θα διαβαίναμε λίμνη, κι αντίς μόνο μια,
δυο ψυχές, μια στην άλλη πιστή,
τότε θα᾽ παιρνε ο Άδης.
ΧΟΡ. Είχα κι εγώ ένα συγγενή
που ᾽χασε μες στο σπίτι του
παιδί μονάκριβο, ένα γιο
που χίλιοι θρήνοι τού άξιζαν·
έκανε ωστόσο υπομονή,
κι ας είχε μείνει πια άκληρος
910 και τα μαλλιά του ας άσπριζαν
κι έγερνε πια στα γερατειά.
ΑΔΜ. Πώς να μπω μες στο σπίτι μου, πώς
εδώ μέσα να ζήσω, που η τύχη μου, οϊμέ,
έχει αλλάξει; Και πόση αλλαγή!
Με συνόδευαν τότε τραγούδια του γάμου και λάμψη δαδιών
από πεύκα του Πήλιου· και βάδιζα εγώ
της καλής μου το χέρι κρατώντας· πολύ
το αχολόι της γαμήλιας πομπής·
καλοτύχιζαν όλοι τη δύστυχη εκείνη κι εμέ,
που μας ένωνε ο γάμος τούς δυο,
920 δυο αρχοντόπαιδα, δυο από μεγάλες γενιές·
αχ, και σήμερα, αντίς
για άσπρους πέπλους, οι μαύρες του πένθους στολές·
θρήνοι, αντίς για τραγούδια του γάμου, αντηχούν,
για να μπω μες στο σπίτι και το έρμο να δω
νυφικό μου κρεβάτι.
ΧΟΡ. Μες στ᾽ αγαθά, μες στη χαρά
κι αμάθητο από συμφορές
πόνος σε χτύπησε σκληρός·
ωστόσο γλίτωσες και ζεις·
έχασες τη γυναίκα σου,
930 έχασες την αγάπη της·
δεν είσαι ο μόνος· άπειρα
ταίρια χωρίζει ο θάνατος.
πρόσοδοι, στυγναὶ δ᾽ ὄψεις χήρων
μελάθρων· ἰώ μοί μοι. αἶ αῖ.
ποῖ βῶ; ποῖ στῶ; τί λέγω; τί δὲ μή;
πῶς ἂν ὀλοίμαν;
865 ἦ βαρυδαίμονα μήτηρ μ᾽ ἔτεκεν.
ζηλῶ φθιμένους, κείνων ἔραμαι,
κεῖν᾽ ἐπιθυμῶ δώματα ναίειν.
οὔτε γὰρ αὐγὰς χαίρω προσορῶν
οὔτ᾽ ἐπὶ γαίας πόδα πεζεύων·
870 τοῖον ὅμηρόν μ᾽ ἀποσυλήσας
Ἅιδῃ Θάνατος παρέδωκεν.
ΧΟ. πρόβα πρόβα· βᾶθι κεῦθος οἴκων. ΑΔ. αἰαῖ. [στρ. α]
ΧΟ. πέπονθας ἄξι᾽ αἰαγμάτων. ΑΔ. ἒ ἔ.
ΧΟ. δι᾽ ὀδύνας ἔβας, σάφ᾽ οἶδα… ΑΔ. φεῦ φεῦ.
ΧΟ. τὰν νέρθε οὐδὲν ὠφελεῖς. ΑΔ. ἰώ μοί μοι.
876 ΧΟ. τὸ μήποτ᾽ εἰσιδεῖν φιλίας ἀλόχου
πρόσωπον ἄντα λυπρόν.
ΑΔ. ἔμνησας ὅ μου φρένας ἥλκωσεν·
τί γὰρ ἀνδρὶ κακὸν μεῖζον, ἁμαρτεῖν
880 πιστῆς ἀλόχου; μή ποτε γήμας
ὤφελον οἰκεῖν μετὰ τῆσδε δόμους.
ζηλῶ δ᾽ ἀγάμους ἀτέκνους τε βροτῶν·
μία γὰρ ψυχή, τῆς ὑπεραλγεῖν
μέτριον ἄχθος·
885 παίδων δὲ νόσους καὶ νυμφιδίους
εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας
οὐ τλητὸν ὁρᾶν, ἐξὸν ἀτέκνους
ἀγάμους τ᾽ εἶναι διὰ παντός.
ΧΟ. τύχα τύχα δυσπάλαιστος ἥκει· ΑΔ. αἰαῖ. [ἀντ. α]
890 ΧΟ. πέρας δέ γ᾽ οὐδὲν ἀλγέων τίθης. ΑΔ. ἒ ἔ.
ΧΟ. βαρέα μὲν φέρειν, ὅμως δὲ… ΑΔ. φεῦ φεῦ.
ΧΟ. τλᾶθ᾽· οὐ σὺ πρῶτος ὤλεσας… ΑΔ. ἰώ μοί μοι.
ΧΟ. γυναῖκα· συμφορὰ δ᾽ ἑτέρους ἑτέρα
πιέζει φανεῖσα θνατῶν.
895 ΑΔ. ὦ μακρὰ πένθη λῦπαί τε φίλων
τῶν ὑπὸ γαίαν.
τί μ᾽ ἐκώλυσας ῥῖψαι τύμβου
τάφρον ἐς κοίλην καὶ μετ᾽ ἐκείνης
τῆς μέγ᾽ ἀρίστης κεῖσθαι φθίμενον;
900 δύο δ᾽ ἀντὶ μιᾶς Ἅιδης ψυχὰς
τὰς πιστοτάτας σὺν ἂν ἔσχεν, ὁμοῦ
χθονίαν λίμνην διαβάντε.
ΧΟ. ἐμοί τις ἦν [στρ. β]
ἐν γένει, ᾧ κόρος ἀξιόθρηνος
905 ὤλετ᾽ ἐν δόμοισιν
μονόπαις· ἀλλ᾽ ἔμπας
ἔφερε κακὸν ἅλις, ἄτεκνος ὤν,
πολιὰς ἐπὶ χαίτας
ἤδη προπετὴς ὢν
910 βιότου τε πόρσω.
ΑΔ. ὦ σχῆμα δόμων, πῶς εἰσέλθω;
πῶς δ᾽ οἰκήσω μεταπίπτοντος
δαίμονος; οἴμοι. πολὺ γὰρ τὸ μέσον·
915 τότε μὲν πεύκαις σὺν Πηλιάσιν
σύν θ᾽ ὑμεναίοις ἔστειχον ἔσω,
φιλίας ἀλόχου χέρα βαστάζων,
πολυάχητος δ᾽ εἵπετο κῶμος,
τήν τε θανοῦσαν κἄμ᾽ ὀλβίζων,
920 ὡς εὐπατρίδαι καὶ ἀπ᾽ ἀμφοτέρων
ὄντες ἀρίστων σύζυγες εἶμεν·
νῦν δ᾽ ὑμεναίων γόος ἀντίπαλος
λευκῶν τε πέπλων μέλανες στολμοὶ
πέμπουσί μ᾽ ἔσω
925 λέκτρων κοίτας ἐς ἐρήμους.
ΧΟ. παρ᾽ εὐτυχῆ [ἀντ. β]
σοι πότμον ἦλθεν ἀπειροκάκῳ τόδ᾽
ἄλγος· ἀλλ᾽ ἔσωσας
βίοτον καὶ ψυχάν.
930 ἔθανε δάμαρ, ἔλιπε φιλίαν·
τί νέον τόδε; πολλοῖς
ἤδη παρέλυσεν
θάνατος δάμαρτας.
***
Αφού έφυγε ο Ηρακλής για να πάει στον τάφο, επιστρέφουν, χωρίς να τον συναντήσουν, ο Άδμητος και ο Χορός.
ΑΔΜ. Αχ, τί στράτα ειν᾽ αυτή προς το σπίτι! Φριχτή
κι η όψη αυτή του ορφανού παλατιού.
Πού να πάω, συφορά μου, και πού να σταθώ;
Τί να πω και σε τί να κρατήσω σιγή;
Πώς να βρω ένα χαμό;
Αχ για μοίρα με γέννησε η μάνα βαριά.
Μες στα σπίτια ποθώ να βρεθώ των νεκρών,
όλοι οι πόθοι μου τώρα γι᾽ αυτούς.
Καμιά γλύκα δεν έχει για μένα της μέρας το φως
κι ούτε θέλω το χώμα της γης να πατώ·
870 τέτοιο ενέχυρο ο Θάνατος μου άρπαξε τώρ᾽ ακριβό
και στα χέρια παράδωσε του Άδη.
ΧΟΡ. Προχώρει μέσα στου σπιτιού τα βάθη. ΑΔΜ. Οϊμέ!
ΧΟΡ. Ναι, η συμφορά σου ειναι για θρήνους. ΑΔΜ. Αχ!
ΧΟΡ. Βαθιά πονείς, βαθιά, το ξέρω… ΑΔΜ. Αλί!
ΧΟΡ. μα κείνη δεν τη σώζεις. ΑΔΜ. Συφορά!
ΧΟΡ. Πικρός καημός, να ξέρεις πως ποτέ
πια δε θα δεις την όψη εκείνης που αγαπάς.
ΑΔΜ. Την πληγή της καρδιάς μου κεντάς· ω, καημός
πιο βαρύς δεν είν᾽ άλλος στον άντρα απ᾽ αυτόν,
880 την πιστή του να χάνει γυναίκα.
Κάλλιο οι δυο μας ζωές να μην είχανε σμίξει ποτέ,
να μην είχαμε ζήσει σε τούτο το σπίτι μαζί.
Κάλλιο ανύπαντρος κι άκληρος να ᾽ναι κανείς·
για μια μόνη ψυχή, τη δική σου, αν πονείς,
το βαστάς· αλλ᾽ αρρώστιες να βλέπεις παιδιών,
και το θάνατο γάμου δεσμούς να συντρίβει, ω αυτό
είν᾽ αβάσταχτος πόνος.
Και γιατί; Αφού μπορείς
δίχως γάμο και δίχως παιδιά να περάσεις.
ΧΟΡ. Μια τέτοια συμφορά δεν πολεμιέται. ΑΔΜ. Οϊμέ!
890 ΧΟΡ. Στον πόνο σου άκρη δε θα βάλεις. ΑΔΜ. Αχ!
ΧΟΡ. Είναι βαρύ, το ξέρω· ωστόσο… ΑΔΜ. Αλί!
ΧΟΡ. θάρρος· δεν είσαι ο πρώτος… ΑΔΜ. Συφορά!
ΧΟΡ. που μένει δίχως ταίρι· το κακό
πολύμορφο χτυπά, συντρίβει τους θνητούς.
ΑΔΜ. Ω, τί απέραντο πένθος, τί θλίψη γι᾽ αυτούς
που αγαπούσες κι η μαύρη τούς σκέπασε γη!
Τί με μπόδισες, μέσα στον τάφο κι εγώ
να ριχτώ, στην ασύγκριτη πλάι, και νεκρός
να ᾽μαι αιώνια κοντά της; Τη χθόνια μαζί
900 θα διαβαίναμε λίμνη, κι αντίς μόνο μια,
δυο ψυχές, μια στην άλλη πιστή,
τότε θα᾽ παιρνε ο Άδης.
ΧΟΡ. Είχα κι εγώ ένα συγγενή
που ᾽χασε μες στο σπίτι του
παιδί μονάκριβο, ένα γιο
που χίλιοι θρήνοι τού άξιζαν·
έκανε ωστόσο υπομονή,
κι ας είχε μείνει πια άκληρος
910 και τα μαλλιά του ας άσπριζαν
κι έγερνε πια στα γερατειά.
ΑΔΜ. Πώς να μπω μες στο σπίτι μου, πώς
εδώ μέσα να ζήσω, που η τύχη μου, οϊμέ,
έχει αλλάξει; Και πόση αλλαγή!
Με συνόδευαν τότε τραγούδια του γάμου και λάμψη δαδιών
από πεύκα του Πήλιου· και βάδιζα εγώ
της καλής μου το χέρι κρατώντας· πολύ
το αχολόι της γαμήλιας πομπής·
καλοτύχιζαν όλοι τη δύστυχη εκείνη κι εμέ,
που μας ένωνε ο γάμος τούς δυο,
920 δυο αρχοντόπαιδα, δυο από μεγάλες γενιές·
αχ, και σήμερα, αντίς
για άσπρους πέπλους, οι μαύρες του πένθους στολές·
θρήνοι, αντίς για τραγούδια του γάμου, αντηχούν,
για να μπω μες στο σπίτι και το έρμο να δω
νυφικό μου κρεβάτι.
ΧΟΡ. Μες στ᾽ αγαθά, μες στη χαρά
κι αμάθητο από συμφορές
πόνος σε χτύπησε σκληρός·
ωστόσο γλίτωσες και ζεις·
έχασες τη γυναίκα σου,
930 έχασες την αγάπη της·
δεν είσαι ο μόνος· άπειρα
ταίρια χωρίζει ο θάνατος.