O όρος
ρητορική (ενν.
τέχνη) (θηλ. γέν. του αρχαιοελληνικού επιθέτου
ρητορικός, -ή, -όν < ουσ.
ὁ ῥήτωρ) σημαίνει την «τέχνη του λόγου», δηλαδή τη μέθοδο και την τεχνική της σύνθεσης λόγων που έχουν τη δύναμη να πείσουν το κοινό.
(Πρβλ. τον ορισμό της ρητορικής ως πειθοῦς δημιουργοῦ, που αποδίδεται στους αρχαιότερους δασκάλους της ρητορικής, τον Κόρακα και τον Τ(ε)ισία (1ο μισό του 5ου αι. π.Χ.). Βεβαίως, κατά τον συγκεκριμένο ορισμό η ρητορική δεν δίνει στον λόγο απλά τη δύναμη να πείσει, αλλά γεννά με βεβαιότητα πειθώ, ο ρητορικός λόγος πετυχαίνει, με άλλα λόγια, σε κάθε περίπτωση να πείσει το κοινό. Ο Πλάτωνας (428/7-348/7 π.Χ.) τοποθετεί τον συγκεκριμένο ορισμό στο στόμα του Γοργία (Γοργίας 453a2-7), ο Κοϊντιλιανός (περ. 35-100 μ.Χ.) όμως τον αποδίδει στον Ισοκράτη (436-338 π.Χ.) Institutio οratoria 2.15.4).) Η φράση
ρητορική τέχνη απαντά για πρώτη φορά στον
Γοργία του Πλάτωνα (449c9). Μια
τέχνη πρέπει βέβαια να μπορεί να διδαχθεί, νοείται, με άλλα λόγια, ως διδακτή, στην περίπτωση όμως της ρητορικής η συγκεκριμένη ιδιότητα αποτέλεσε κιόλας στην αρχαιότητα αντικείμενο σοβαρής αμφισβήτησης.
Συχνά ο όρος ρητορική συγχέεται με τον όρο ρητορεία. Οι διαφορές όμως είναι ευκρινείς: ο όρος ρητορεία σημαίνει καταρχήν τόσο στα αρχαία όσο και στα νέα ελληνικά την ευγλωττία του ρήτορα, την «έμφυτη ή επίκτητη ικανότητά του να διαμορφώνει τον προφορικό του λόγο με τρόπο ευχάριστο και πειστικό», ή δηλώνει (με ειρωνική διάθεση), στα νέα ελληνικά, τον στομφώδη τρόπο έκφρασης του ομιλητή/συγγραφέα (βλ. για παράδειγμα τη φράση «Άσε τις ρητορείες!», που σημαίνει: «Άσε τις μεγαλοστομίες!», «Άσε τις πομπώδεις και κούφιες νοήματος εκφράσεις!») - κιόλας εδώ διαφαίνεται μια από τις συνήθεις μομφές κατά της τέχνης του λόγου (ότι δηλαδή οδηγεί στην υπερβολική προσήλωση στη μορφή, στο ύφος του λόγου, και επιχειρεί με τεχνάσματα να κερδίσει τις εντυπώσεις του κοινού και να το προσεταιριστεί αποπροσανατολίζοντάς το). Επιπλέον, στο ειδικό πλαίσιο της γραμματολογίας, ο όρος σημαίνει περιεκτικά τους ρήτορες (τα ονόματα και όσα γνωρίζουμε για τον βίο και τη δράση τους) και τους σωζόμενους λόγους τους. Ενώ λοιπόν ο όρος ρητορική αναφέρεται στην τέχνη, στο σύνολο δηλαδή των κανόνων και των αρχών που διέπουν τη σύνθεση του λόγου, ο όρος ρητορεία δηλώνει καταρχήν την ποικιλόμορφη εφαρμογή αυτής της τέχνης, τους λόγους των εκπροσώπων της, ενώ αναφέρεται και σε αυτούς τους ίδιους τους ρήτορες. Βεβαίως, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η μετωνυμική χρήση επιτρέπει επί της ουσίας τη σύγχυση των δύο όρων: ο αφηρημένος όρος («ρητορική») χρησιμοποιείται με τη σημασία του αντίστοιχου συγκεκριμένου («ρητορεία»). Σε κάθε περίπτωση, θεωρία και πράξη αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος· η απόσπαση λοιπόν της μιας από την άλλη και η απομόνωσή τους, όπου αυτή είναι δυνατή, γίνεται επί της ουσίας μόνο για λόγους συστηματοποίησης και μεθόδου.
Οι Ρωμαίοι, από τη μια άνθρωποι μεθοδικοί και πρακτικοί κι από την άλλη ιδιαίτερα καλοί μαθητές των Ελλήνων, διέκριναν τους ρητοροδιδάσκαλους από τους ρήτορες, τους καθαρούς ομιλητές: για τους πρώτους, τους dicendi magistri, επιφύλαξαν κατά κανόνα το όνομα rhetores (rhetor, από το αρχαιοελλ. ῥήτωρ- πιθανόν γιατί οι πρώτοι δάσκαλοι της ρητορικής στη Ρώμη, μέσα στον 2ο αι. π.Χ., ήταν Έλληνες), ενώ τους δεύτερους τους ονόμασαν oratores (orator< λατ. ρ. orare: μιλώ, σύμφωνα με την αρχαία του σημασία). Άλλωστε απόδοση της ελληνικής φράσης ῥητορικὴ (τέχνη) αποτελεί η λατινική ars rhetorica - η συνώνυμη φράση ars oratoria είναι ως προς τα συστατικά της αμιγώς λατινική. Σε αυτές τις ονομασίες παραπέμπουν αντίστοιχοι όροι διάφορων σύγχρονων ευρωπαϊκών γλωσσών (αγγλ. rhetoric, oratory, γαλλ. rhétorique, oratoire, γερμ. Rhetorik, ιταλ. retorica, oratoria).
Η αρχαία ελληνική ρητορική ως μέρος του όλου
Αν η αρχαία ελληνική ρητορεία μπορεί να διακριθεί με σαφήνεια από την αντίστοιχη ρωμαϊκή με βάση και μόνο το κριτήριο της γλώσσας, δεν ισχύει το ίδιο για την αρχαία ελληνική και τη ρωμαϊκή θεωρία για τη σύνθεση του λόγου· κι αυτό, γιατί το ευκρινές αποτύπωμα της αρχαίας ελληνικής ρητορικής, όπως αυτή αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε προς το τέλος του 4ου αι. π.Χ., για να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνόφωνης εκπαίδευσης των νέων σε ολόκληρη την εκπολιτισμένη έκταση της λεκάνης της Μεσογείου, έχει διασωθεί μόνο στα ρητορικά συγγράμματα της ρωμαϊκής αρχαιότητας. Έχουμε λοιπόν λόγους ιστορικούς και μεθοδολογικούς να αναγνωρίζουμε την ελληνική ρητορική ως τμήμα του όλου που συνθέτουν η ελληνική και η ρωμαϊκή ρητορική παράδοση μαζί, και να μελετούμε τη ρωμαϊκή ρητορική και ρητορεία, όχι μόνο στο όνομα της ιδιαίτερης και αυτόνομης επιστημονικής και αισθητικής αξίας τους, αλλά και για να ανασυνθέσουμε και να κατανοήσουμε κατά το δυνατόν σε βάθος τα αντίστοιχα δημιουργήματα του αρχαίου ελληνικού πνεύματος.
Ρητορική και δημαγωγία
Η απόσταση του λόγου από την αλήθεια
Λόγος δυνάστης μέγας ἐστίν, γράφει ο Γοργίας (περ. 480-380 π.Χ.), ένας από τους πρώτους σοφιστές, στο Ἑλένης ἐγκώμιον. Ο λόγος δυναστεύει τους πάντες και τα πάντα: μπορεί να σταματήσει τον φόβο, να σβήσει τη λύπη, να προκαλέσει χαρά, να ενισχύσει τη συμπάθεια. Απέναντί του φαντάζουμε ανυπεράσπιστοι. Αν λοιπόν η Ελένη μαγεύτηκε από τον λόγο του Πάρη, υποστηρίζει ο ρήτορας, τότε δεν μπορεί παρά να της αναγνωρίσει κανείς σοβαρά ελαφρυντικά. Ακολουθώντας το πνεύμα του Γοργία ο μαθητής του ο Ισοκράτης (436-338 π.Χ.) λέει περίπου τα εξής για τον ρητορικό λόγο σε μια από τις πρώτες παραγράφους του Πανηγυρικού: «οι λόγοι έχουν από τη φύση τους τη δύναμη να μιλήσουν με ποικίλους τρόπους για τα ίδια πράγματα, να κάνουν τα σπουδαία μικρά και να δώσουν διαστάσεις μεγάλες στα μικρά και ασήμαντα, να παρουσιάσουν τα παλαιά με τρόπο καινοτόμο και να μιλήσουν με αρχαιοπρέπεια για όσα έγιναν πρόσφατα». Αν θα θέλαμε να ερμηνεύσουμε το περιεχόμενο του αποσπάσματος με όρους της εποχής μας, θα λέγαμε πως ο έντεχνος λόγος έχει τη δύναμη να συνθέσει μια «εικονική» πραγματικότητα στον αντίποδα εκείνης που θα χαρακτήριζε κανείς ως κατεξοχήν αντιληπτή με τη νόηση και τις αισθήσεις, άρα, ως (εν ευρεία εννοία) «αληθινή». Η ρητορική θα μπορούσε, επομένως, να θεωρηθεί όχι απλά και αφηρημένα ως τέχνη της πειθούς, αλλά, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, ως τέχνη της δημαγωγίας, της παραπλάνησης και της απάτης.
Η σκέψη για το περιεχόμενο και τον σκοπό της τέχνης του λόγου, που γεννιέται αυτόματα κάθε φορά που το (σκεπτόμενο) κοινό καλείται να ακολουθήσει τη θέση του ρήτορα, να αναλογιστεί με άλλα λόγια για την αλήθεια της, τη δικαιοσύνη και τη σκοπιμότητά της, οδηγεί αυτόματα σε μια σειρά από ερωτήματα: από πού εκπορεύεται η εκπληκτική δύναμη επιρροής του τεχνικά άρτιου λόγου; Ποιά ακριβώς είναι η φύση της; Είναι η δύναμη του λόγου διδακτή; Είναι με άλλα λόγια τέχνη η ρητορική και ποιό ακριβώς είναι το αντικείμενό της; Ποιά η συμμετοχή και η συμβολή της στον αγώνα του ανθρώπου για την κατάκτηση της γνώσης; Ποιές οι ηθικές διαστάσεις και τα όριά της; Ποιές οι κοινωνικές και πολιτικές συνέπειές της;
Στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, σε μια πόλη-κράτος βαθιά σκεπτόμενων, στην πλειονότητά τους, πολιτών, όπου οι δεινοί ρήτορες προκαλούν για μεγάλο χρονικό διάστημα ενθουσιώδες παραλήρημα στο κοινό, είναι διάχυτη και η δυσπιστία προς τη ρητορεία και την τέχνη της, όπως αποδεικνύουν τραγικοί και κωμικοί χαρακτήρες του αττικού δράματος που αμφισβητούν τα παραπλανητικά και στρυφνά σοφιστικά τεχνάσματα. Η μεγαλύτερη όμως αμφισβήτηση της αξίας της ρητορικής διδασκαλίας των σοφιστών έρχεται από τους φιλοσόφους, ιδιαίτερα από τον Πλάτωνα. Μπορούμε να φανταστούμε αυτή την αντιπαράθεση (σοφιστών και φιλοσόφων) ως ένα παράδειγμα ἀντιλογίας(λεκτικής αντιπαράθεσης στο πλαίσιο μιας αντιδικίας). Σε αυτή την έντονη διαμάχη οι φιλόσοφοι αξιοποιούν τα μέσα της ρητορικής, τις περισσότερες φορές, είναι αλήθεια, όχι για να την πολεμήσουν αλλά για να ανασυντάξουν τους στόχους και τις μεθόδους της με σκοπό, όπως πιστεύουν, να προστατέψουν τους πάντες, και την ίδια αυτή την τέχνη, από τον κίνδυνο να γίνει αντικείμενο κατάχρησης και μέσο παραπλάνησης, και να την αναδείξουν, εν τέλει, σε χρήσιμο όργανο για την ανεύρεση, τη διερεύνηση και την κατάδειξη της αλήθειας. Αιώνες μετά τον Πλάτωνα, στην αρχαία Ρώμη, ο πρώτος «κρατικοδίαιτος» καθηγητής της ρητορικής, ο Κοϊντιλιανός (περ. 35-100 μ.Χ.), θα σχολιάσει με αυστηρότητα την παράδοξη ασυνέπεια κάποιων εχθρών της τέχνης του λόγου (Institutio oratoria 2.16.1): «ορισμένοι πολεμούν τη ρητορική αξιοποιώντας τις δυνάμεις της κι αυτό είναι που τους εκθέτει περισσότερο». Άλλωστε, όπως θα σημειώσει πολλές εκατοντάδες χρόνια αργότερα ο θεωρητικός της γλώσσας και της λογοτεχνίας και διανοητής της σημειωτικής Roland Barthes (1915-1980), ο κόσμος μας είναι απίστευτα γεμάτος από αρχαία ρητορική (Ο Barthes μοιάζει να παραφράζει εδώ τη γνωστή φράση του Wittgenstein «ο κόσμος είναι γλώσσα»). Θα έχει βεβαίως μεσολαβήσει το μεσουράνημα της ρητορικής στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα των ανθρωπιστών και μετά από αυτό η αμφισβήτηση και πάλι της συγκεκριμένης τέχνης από σημαντικούς διαφωτιστές ως μέσου για την έκφραση και διατύπωση της εμπειρικής γνώσης. Μέσα σε αυτή την ιστορική πορεία το δόγμα για την αδιάρρηκτη σύζευξη αρετής και ευγλωττίας (vir bonus dicendi peritus - ἀνὴρ ἀγαθός τε καὶ εὔγλωττος), θέση με καταβολές στην αρχαία Ελλάδα και θερμή προβολή στην αρχαία Ρώμη, θέτει διαχρονικά, παρά τη δική του ιστορική ταυτότητα, το ύψιστο όριο ασφαλείας για τη χρήση της τέχνης του λόγου: η ρητορική είναι καλή και επωφελής μόνο όταν συνδυάζεται με την ηθική ακεραιότητα.
Θέση και σημασία της ρητορικής στην αρχαιότητα
Το αργότερο από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. και μετά οι σοφιστές διδάσκουν -κατά κανόνα αντί εντυπωσιακά υψηλού τιμήματος- πώς μπορεί να χειριστεί κανείς τον λόγο αποτελεσματικά, να προσεταιριστεί με άλλα λόγια το κοινό του με την πειθώ. Απώτερος στόχος της διδασκαλίας είναι μια επιφανής σταδιοδρομία στη δικανική «αρένα» ή/και, κυρίως, στην πολιτική σκηνή.
Ο τεχνικά άρτιος λόγος αναδεικνύεται σε ισχυρό και εντυπωσιακό εργαλείο των πολιτών, που ζητούν να λύσουν τις διαφορές μεταξύ τους, να ρυθμίσουν τις σχέσεις τους με την πολιτεία και να αναδείξουν τις οφειλές και την προσφορά τους προς αυτή, αλλά και να οριοθετήσουν τη συνύπαρξή τους με άλλες πολιτικές κοινότητες. Έτσι ως αντικείμενο της σοφιστικής διδασκαλίας η ρητορική θα διεισδύσει γρήγορα στα διάφορα επίπεδα της κοινωνικής ζωής των αρχαίων Ελλήνων και των ποικίλων εκφάνσεών της. Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι στην αρχαία δημοκρατική Αθήνα κάθε χρόνο 6.000 άρρενες πολίτες κληρώνονταν για να στελεχώσουν τα δικαστήρια της πόλης, αντιλαμβάνεται την τεράστια επιρροή που θα μπορούσαν να ασκήσουν οι λόγοι που εκφωνούνταν στο πλαίσιο των δικανικών αντιπαραθέσεων στις συνειδήσεις, στο πνεύμα, στην ψυχή και στην ομιλία των ακροατών τους, εν τέλει στο σύνολο της πολιτικής κοινότητας και τις ποικίλες δραστηριότητές της.
Η ρητορική αποκτά μάλιστα τη δυναμική μιας «εισαγωγής στον δημόσιο βίο», μια που οι σοφιστές επαγγέλλονται πως προσφέρουν στους μαθητές τους γνώσεις όχι μόνο για το πώς να κατευθύνουν και να επηρεάσουν τους συμπολίτες τους με τον λόγο, αλλά και για το πώς να κατακτήσουν την πολιτική αρετή, στην οποία οι ίδιοι αποδίδουν περιεχόμενο πραγματιστικό, ατομικό και ωφελιμιστικό, καθώς την αντιλαμβάνονται ως κατάκτηση της κορυφής της πολιτικής κοινότητας και επικράτηση πάνω στο σύνολο των υπόλοιπων πολιτών.
Ως αντίβαρο στις θέσεις των σοφιστών γεννιέται μέσα στον 4ο αι. π.Χ. η ιδέα μιας περισσότερο «φιλοσοφικής» και λιγότερο πραγματιστικής ρητορικής. Τέθηκαν με αυτόν τον τρόπο οι προϋποθέσεις για να επιβιώσει η ρητορική και μετά την κατάρρευση των μορφών πολιτικής οργάνωσης που τη γέννησαν. Σε συνδυασμό με τη φιλοσοφία -η σύζευξη εγγυάται την προστασία της ρητορικής τέχνης από την κατάχρησή της ως μέσου δημαγωγίας- η τέχνη του λόγου γίνεται κιόλας στην αρχαιότητα η βάση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος που αναδεικνύεται σε ένα από τα πιο πολύπλευρα και πλούσια σε επιδράσεις στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού - η επιρροή του φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Οι καταβολές του βρίσκονται κιόλας στα έργα του μεγαλύτερου πολέμιου της σοφιστικής ρητορικής, του Πλάτωνα (428/7-348/7 π.Χ.), που αναζητά τη γνήσια ρητορική, τον οδηγό προς την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, και στα κείμενα του μαθητή του τού Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.), που αναλύει τον λόγο περισσότερο με διάθεση επιστημονική παρά από ενδιαφέρον για την πράξη. Το συγκεκριμένο όμως πρόγραμμα εδραιώνεται ουσιαστικά από τον Ισοκράτη (436-338 π.Χ.) -με τη «φιλοσοφία» του, όπως χαρακτήριζε τη ρητορική του διδασκαλία, έδωσε κατευθύνσεις που αφορούσαν τον χαρακτήρα και την ηθική διάπλαση του ατόμου- και φτάνει στην πλήρη ανάπτυξή του στη Ρώμη με τον Κικέρωνα (106-43 π.Χ.) και τον Κοϊντιλιανό (περ. 35-100 μ.Χ.). Βασική ιδέα αυτού του προγράμματος είναι ότι το να μάθει κάποιος να μιλά καλά σημαίνει στην πραγματικότητα να γνωρίζει να σκέφτεται και να ζει ορθά.
Προς τα τέλη λοιπόν του 4ου αι., όταν πια εξαιτίας της κατάρρευσης της πόλης-κράτους το πολιτικό σκηνικό που γέννησε τη ρητορική παύει να υπάρχει, η τέχνη του λόγου, που βεβαίως εξακολουθεί να γοητεύει με τα παράγωγά της στον χώρο της πολιτικής και των δικαστηρίων, γίνεται από τη μια ο ακρογωνιαίος λίθος της εκπαίδευσης των εκλεκτών, ενώ προσφέρει από την άλλη τις κατηγορίες, τις έννοιες και τους όρους για τη συστηματική μελέτη της καθαρής λογοτεχνίας. Άλλωστε στο πλαίσιο της ρητορικής βρίσκουν τη θέση τους κρίσιμες παρατηρήσεις για ειδικά θέματα που αφορούν τη γλώσσα, τη γραμματική, την κριτική, τη μουσική, την παράσταση ενώπιον του κοινού, την ψυχολογία. Εύγλωττα δείγματα ρητορείας αλλά και κείμενα καθαρώς λογοτεχνικά αξιοποιούνται εξάλλου συστηματικά στο πλαίσιο της ρητορικής διδασκαλίας, για να συζητηθεί η εξωραϊστική σκευή του προφορικού και του γραπτού λόγου. Έτσι γεννιέται στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα ένα πρώτο δείγμα αισθητικής του λόγου, μια πρώιμη θεωρία της λογοτεχνίας.