111. ΖΕΥΣ ΚΑΙ ΑΙΣΧΥΝΗ [111.1] Ζεὺς πλάσας ἀνθρώπους τὰς μὲν ἄλλας διαθέσεις εὐθὺς αὐτοῖς ἐνέθηκε, μόνης δὲ αἰσχύνης ἐπελάθετο. διόπερ ἀμηχανῶν, πόθεν αὐτὴν εἰσαγάγῃ, ἐκέλευσεν αὐτὴν διὰ τοῦ ἀρχοῦ εἰσελθεῖν. ἡ δὲ τὸ μὲν πρῶτον ἀντέλεγε καὶ ἀνηξιοπάθει, ἐπεὶ δὲ σφόδρα αὐτῇ ἐπέκειτο, ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε ἐπὶ ταύταις ταῖς ὁμολογίαις εἴσειμι ὡς, ἂν ἕτερόν μοι ἐπεισέλθῃ, εὐθὺς ἐξελεύσομαι». ἀπὸ τούτου καὶ συνέβη πάντας τοὺς πόρνους ἀναισχύντους εἶναι.
τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἄνδρα μάχλον.
112. ΗΡΩΣ
[112.1] ἥρωά τις ἐπὶ τῆς οἰκίας ἔχων τούτῳ πολυτελῶς ἔθυεν. ἀεὶ δὲ αὐτοῦ ἀναλισκομένου καὶ πολλὰ εἰς θυσίας δαπανῶντος ὁ ἥρως ἐπιστὰς αὐτῷ νύκτωρ ἔφη· «ἀλλ᾽, ὦ οὗτος, πέπαυσο τὴν οὐσίαν διαφθείρων· ἐὰν γὰρ πάντα ἀναλώσῃς καὶ πένης γένῃ, ἐμὲ αἰτιάσῃ».
οὕτω πολλοὶ διὰ τὴν ἑαυτῶν ἀβουλίαν δυστυχοῦντες τὴν αἰτίαν ἐπὶ τοὺς θεοὺς ἀναφέρουσιν.
113. ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΠΛΟΥΤΟΣ
[113.1] Ἡρακλῆς ἰσοθεωθεὶς καὶ παρὰ Διὶ ἑστιώμενος ἕνα ἕκαστον τῶν θεῶν μετὰ πολλῆς φιλοφροσύνης ἠσπάζετο. καὶ δὴ τελευταίου εἰσελθόντος τοῦ Πλούτου κατὰ τοῦ ἐδάφους κύψας ἀπεστρέψατο αὐτόν. ὁ δὲ Ζεὺς θαυμάσας τὸ γεγονὸς ἐπυνθάνετο αὐτοῦ τὴν αἰτίαν, δι᾽ ἣν πάντας τοὺς δαίμονας ἀσμένως προσαγορεύσας μόνον τὸν Πλοῦτον ὑποβλέπεται. ὁ δὲ εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε διὰ τοῦτο αὐτὸν ὑποβλέπομαι, ὅτι, παρ᾽ ὃν καιρὸν ἐν ἀνθρώποις ἤμην, ἑώρων αὐτὸν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τοῖς πονηροῖς συνόντα».
ὁ λόγος λεχθείη ἂν ἐπ᾽ ἀνδρὸς πλουσίου μὲν τὴν τύχην, πονηροῦ δὲ τὸν τρόπον.
114. ΜΥΡΜΗΞ ΚΑΙ ΚΑΝΘΑΡΟΣ
[114.1] θέρους ὥρᾳ μύρμηξ περιπατῶν κατὰ τὴν ἄρουραν πυροὺς καὶ κριθὰς συνέλεγεν ἀποθησαυριζόμενος ἑαυτῷ τροφὴν εἰς τὸν χειμῶνα. κάνθαρος δὲ τοῦτον θεασάμενος ἐταλάνιζεν ὡς ἐπιπονώτατον, εἴγε παρ᾽ αὐτὸν τὸν καιρὸν μοχθεῖ, παρ᾽ ὃν τὰ ἄλλα ζῷα πόνων ἀφειμένα ῥαστώνην ἄγει. ὁ δὲ τότε μὲν ἡσύχαζεν, ὕστερον δέ, ὅτε χειμὼν ἐνέστη τῆς κόπρου ὑπὸ τοῦ ὄμβρου ἐκλυθείσης ὁ κάνθαρος ἧκε πρὸς αὐτὸν λιμώττων καὶ τροφῆς μεταλαβεῖν δεόμενος. ὁ δὲ ἔφη πρὸς αὐτόν· «ὦ κάνθαρε, εἰ τότε ἐπόνεις, ὅτε με μοχθοῦντα ὠνείδιζες, οὐκ ἂν νῦν τροφῆς ἐπεδέου».
οὕτως οἱ παρὰ τὰς εὐθηνίας τοῦ μέλλοντος μὴ προνοούμενοι παρὰ τὰς τῶν καιρῶν μεταβολὰς τὰ μέγιστα δυστυχοῦσι.
[114.1b] μύρμηξ καὶ τέττιξ.
ψῦχος ἦν καὶ χειμὼν κατ᾽ Ὀλύμπου. μύρμηξ δὲ πολλὰς συνάξας ἐν ἀμητῷ ἐν ἰδίοις οἴκοις ἀπέθηκε. τέττιξ δὲ ἐπὶ τρώγλης ἐνδύνας ἐξέπνει τῇ πείνῃ λιμῷ κατεχόμενος καὶ ψύχει πολλῷ· ἐδεῖτο οὖν τοῦ μύρμηκος τροφῆς μεταδοῦναι, ὅπως καὶ αὐτὸς πυροῦ τινος γευσάμενος σωθείη. ὁ δὲ μύρμηξ πρὸς αὐτόν· «ποῦ», φησίν, «ἦς τῷ θέρει; πῶς οὐ συνῆξας τροφὰς ἐν ἀμητῷ;» καὶ ὁ τέττιξ φησί· «ᾖδον καὶ ἔτερπον τοὺς ὁδοιποροῦντας». ὁ δὲ μύρμηξ γέλωτα πολὺν ‹αὐτῷ› καταχέας ἔφη· «οὐκοῦν χειμῶνος ὀρχοῦ».
διδάσκει ἡμᾶς ὁ μῦθος, ὅτι οὐδὲν κρεῖττον τοῦ φροντίζειν τῶν ἀναγκαίων τροφῶν καὶ μὴ ἀπασχολεῖσθαι εἰς τέρψιν καὶ κωμασίαν.
115. ΘΥΝΝΟΣ ΚΑΙ ΔΕΛΦΙΣ
[115.1] θύννος διωκόμενος ὑπὸ δελφῖνος καὶ πολλῷ τῷ ῥοίζῳ φερόμενος ἐπειδὴ καταλαμβάνεσθαι ἔμελλεν, ἔλαθεν ὑπὸ σφοδρᾶς ὁρμῆς ἐκβρασθεὶς εἴς τινα ἠϊόνα. ὑπὸ δὲ τῆς αὐτῆς φορᾶς ἐλαυνόμενος καὶ ὁ δελφὶς αὐτῷ συνεξώσθη. καὶ ὁ θύννος ὡς ἐθεάσατο, ἐπιστραφεὶς πρὸς αὐτὸν λειποψυχοῦντα ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατος· ὁρῶ γὰρ καὶ τὸν αἴτιόν μοι θανάτου γενόμενον συναποθνῄσκοντα».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ῥᾳδίως φέρουσι τὰς συμφορὰς οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἴδωσι καὶ τοὺς αἰτίους τούτων γεγονότας δυστυχοῦντας.
***
111. Ο Δίας και η ντροπή.
[111.1] Τον καιρό εκείνο, όταν ο Δίας έπλασε τους ανθρώπους, τοποθέτησε μέσα τους ευθύς εξαρχής όλες τις ψυχικές καταστάσεις εκτός από την ντροπή — τούτη ήταν η μόνη που ξέχασε. Γι᾽ αυτό μετά βρέθηκε σε αμηχανία και δεν ήξερε από πού να την εισαγάγει και αυτήν στον άνθρωπο. Με τα πολλά, της υπέδειξε να μπει μέσα από την τρύπα του πισινού. Στην αρχή η ντροπή έγινε έξω φρενών, θεωρώντας κάτι τέτοιο σαν προσβολή, και αρνούνταν κατηγορηματικά. Όμως ο Δίας την πίεζε επίμονα, και έτσι στο τέλος η ντροπή δήλωσε: «Καλά λοιπόν, θα μπω από εκεί μέσα, αλλά με έναν όρο: Αν οτιδήποτε άλλο εισχωρήσει από την ίδια δίοδο ύστερα από μένα, εγώ αμέσως θα βγω έξω και θα φύγω». Για αυτόν τον λόγο, λοιπόν, συμβαίνει έκτοτε όλοι οι κίναιδοι να είναι ξεδιάντροποι.
Τούτον τον μύθο ταιριάζει να τον χρησιμοποιούμε για κανέναν ακόλαστο άνθρωπο.
112. Το καλό πνεύμα.
[112.1] Ήταν κάποιος άνθρωπος που είχε στο σπίτι του ένα καλό πνεύμα και του πρόσφερε πολυδάπανες θυσίες. Μάλιστα, για αυτόν τον σκοπό ξόδευε ασύστολα χωρίς σταματημό, και του έφευγαν πολλά χρήματα με όλα αυτά που θυσίαζε. Μια νύχτα, λοιπόν, το πνεύμα εμφανίστηκε στον ύπνο του και τον προειδοποίησε: «Σταμάτα πια, άνθρωπέ μου, και μη διασπαθίζεις έτσι την περιουσία σου. Αλλιώς, άμα τα σπαταλήσεις όλα και απομείνεις στην ψάθα, εμένα θα κατηγορείς μετά».
Έτσι συμβαίνει με πολλούς ανθρώπους: Ενώ είναι η δική τους ανοησία που τους οδήγησε στη δυστυχία, αυτοί ρίχνουν το φταίξιμο στους θεούς.
113. Ο Ηρακλής και ο Πλούτος.
[113.1] Μια φορά και έναν καιρό, όταν ο Ηρακλής θεοποιήθηκε, πήρε θέση στο τραπέζι πλάι στον Δία και από εκεί χαιρετούσε έναν-έναν τους άλλους θεούς με μεγάλη ευγένεια. Στο τέλος μπήκε μέσα και ο Πλούτος· τότε όμως ο ήρωας έσκυψε το κεφάλι προς το έδαφος και απέφυγε να τον κοιτάξει. Ο Δίας απόρησε με αυτή τη συμπεριφορά και ζήτησε από τον Ηρακλή τον λόγο: γιατί να χαιρέτισε μια χαρά όλους τους άλλους θεούς και ειδικά τον Πλούτο τον στραβοκοίταξε έτσι; Ο Ηρακλής απάντησε: «Νά, ξέρεις, υπάρχει λόγος που εγώ δεν τον καλοβλέπω αυτόν εδώ. Βλέπεις, τον καιρό που ζούσα με τους ανθρώπους, τον έβλεπα να κάνει παρέα ως επί το πλείστον με τα πιο αχρεία υποκείμενα».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει να ειπωθεί για άνθρωπο που τυχαίνει να είναι πλούσιος αλλά έχει φαύλο χαρακτήρα.
114. Το μυρμήγκι και το σκαθάρι.
[114.1] Ήταν ένας μέρμηγκας που μέσα στο κατακαλόκαιρο τριγυρνούσε εδώ και εκεί στο έδαφος και μάζευε σπυριά σιτάρι και κριθάρι, για να τα αποθηκεύσει και να έχει τροφή τον χειμώνα. Ένα σκαθάρι, που λέτε, τον πρόσεξε και τον ελεεινολόγησε: «Κοίτα τί ζόρι τραβάει, ο άμοιρος, να κοπιάζει και να ιδρώνει τέτοια εποχή, που όλα τα άλλα ζωντανά έχουν παρατήσει τις δουλειές τους και κάνουν διακοπές». Ο μέρμηγκας τότε έμενε σιωπηλός. Μετά από λίγο καιρό, όμως, όταν μπήκε για τα καλά ο χειμώνας, άρχισαν οι βροχές και ξέπλυναν όλες τις κοπριές, με αποτέλεσμα το σκαθάρι να ψοφάει της πείνας. Μια και δυο, λοιπόν, πήγε στον μέρμηγκα και τον παρακαλούσε να του προσφέρει λιγουλάκι φαγητό. Ο μέρμηγκας, εντούτοις, το αποπήρε: «Βρε παλιοσκάθαρο, αν τότε το καλοκαίρι στρωνόσουνα να δουλέψεις, αντί να κάθεσαι και να κάνεις κριτική σε μένα που μοχθούσα, τώρα δεν θα σου έλειπε το φαΐ».
Έτσι συμβαίνει στον κόσμο: Όσοι δεν προνοούν για το μέλλον στον καιρό της αφθονίας, πέφτουν σε τρομακτική δυστυχία άμα αλλάξουν οι περιστάσεις.
Άλλη παραλλαγή: Το μυρμήγκι και το τζιτζίκι
[114.1b] Μια φορά έκανε παγωνιά και έπεφτε βροχή από τον ουρανό. Το μυρμήγκι, που λέτε, είχε συνάξει πολλούς σπόρους από τον καιρό της συγκομιδής και τους είχε αποθηκεύσει μέσα στο σπίτι του. Ο τζίτζικας, όμως, είχε χωθεί μέσα σε μια παλιότρυπα και κόντευε να πεθάνει από την πείνα, τόσο πολύ τον βασάνιζε η έλλειψη τροφής και το τρομερό κρύο. Μια και δυο, λοιπόν, πήγε στο μυρμήγκι και το εκλιπαρούσε να του δώσει λιγουλάκι φαγητό, να μπορέσει και αυτός να βάλει στο στόμα του κανένα σπυρί σιτάρι, μήπως και στυλωθεί. Το μυρμήγκι, ωστόσο, τον πέρασε από ανάκριση: «Καλά, δεν μου λες, πού ήσουν το καλοκαίρι; Πώς και δεν μάζεψες και εσύ προμήθειες τον καιρό της συγκομιδής;». Αποκρίθηκε ο τζίτζικας: «Ξέρεις, εκείνη την εποχή εγώ τραγουδούσα, για να ευχαριστιούνται οι περαστικοί». Το μυρμήγκι τότε έσκασε στα γέλια και πέταξε στον τζίτζικα κατάμουτρα: «Τραγουδούσες, ε; Λοιπόν, τώρα τον χειμώνα ρίξε κανέναν χορό».
Το δίδαγμα του μύθου: Το καλύτερο από όλα είναι να μεριμνούμε για την τροφή που έχουμε ανάγκη, και όχι να σπαταλούμε τον χρόνο μας σε διασκεδάσεις και γλεντοκόπια.
115. Ο τόνος και το δελφίνι.
[115.1] Ήταν μια φορά ένας τόνος που τον καταδίωκε δελφίνι. Που λέτε, καθώς αυτό το τελευταίο τον πλησίαζε για να τον πιάσει, ο τόνος πήρε μεγάλη φόρα και κολυμπούσε, μέχρι που από την πολλή ορμή ξεβράστηκε δίχως να το καταλάβει έξω στο ακρογιάλι. Και το δελφίνι, όμως, είχε πάρει εξίσου μεγάλη φόρα, έτσι όπως του ορμούσε, με αποτέλεσμα να πεταχτεί τελικά έξω στην ακτή και αυτό. Τότε ο τόνος, βλέποντας τον εχθρό του να ξεψυχάει εκεί δίπλα του, στράφηκε προς το μέρος του και του ψιθύρισε: «Λοιπόν, καλόδεχτος ο θάνατος τώρα. Τουλάχιστον πρόφτασα να δω να πεθαίνει μαζί μου εκείνος που προξένησε το τέλος μου».
Το δίδαγμα του μύθου: Οι άνθρωποι υπομένουν πιο εύκολα τα δεινά άμα βλέπουν και εκείνους που τους τα προκάλεσαν να πέφτουν στην ίδια δυστυχία.
τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἄνδρα μάχλον.
112. ΗΡΩΣ
[112.1] ἥρωά τις ἐπὶ τῆς οἰκίας ἔχων τούτῳ πολυτελῶς ἔθυεν. ἀεὶ δὲ αὐτοῦ ἀναλισκομένου καὶ πολλὰ εἰς θυσίας δαπανῶντος ὁ ἥρως ἐπιστὰς αὐτῷ νύκτωρ ἔφη· «ἀλλ᾽, ὦ οὗτος, πέπαυσο τὴν οὐσίαν διαφθείρων· ἐὰν γὰρ πάντα ἀναλώσῃς καὶ πένης γένῃ, ἐμὲ αἰτιάσῃ».
οὕτω πολλοὶ διὰ τὴν ἑαυτῶν ἀβουλίαν δυστυχοῦντες τὴν αἰτίαν ἐπὶ τοὺς θεοὺς ἀναφέρουσιν.
113. ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΠΛΟΥΤΟΣ
[113.1] Ἡρακλῆς ἰσοθεωθεὶς καὶ παρὰ Διὶ ἑστιώμενος ἕνα ἕκαστον τῶν θεῶν μετὰ πολλῆς φιλοφροσύνης ἠσπάζετο. καὶ δὴ τελευταίου εἰσελθόντος τοῦ Πλούτου κατὰ τοῦ ἐδάφους κύψας ἀπεστρέψατο αὐτόν. ὁ δὲ Ζεὺς θαυμάσας τὸ γεγονὸς ἐπυνθάνετο αὐτοῦ τὴν αἰτίαν, δι᾽ ἣν πάντας τοὺς δαίμονας ἀσμένως προσαγορεύσας μόνον τὸν Πλοῦτον ὑποβλέπεται. ὁ δὲ εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε διὰ τοῦτο αὐτὸν ὑποβλέπομαι, ὅτι, παρ᾽ ὃν καιρὸν ἐν ἀνθρώποις ἤμην, ἑώρων αὐτὸν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τοῖς πονηροῖς συνόντα».
ὁ λόγος λεχθείη ἂν ἐπ᾽ ἀνδρὸς πλουσίου μὲν τὴν τύχην, πονηροῦ δὲ τὸν τρόπον.
114. ΜΥΡΜΗΞ ΚΑΙ ΚΑΝΘΑΡΟΣ
[114.1] θέρους ὥρᾳ μύρμηξ περιπατῶν κατὰ τὴν ἄρουραν πυροὺς καὶ κριθὰς συνέλεγεν ἀποθησαυριζόμενος ἑαυτῷ τροφὴν εἰς τὸν χειμῶνα. κάνθαρος δὲ τοῦτον θεασάμενος ἐταλάνιζεν ὡς ἐπιπονώτατον, εἴγε παρ᾽ αὐτὸν τὸν καιρὸν μοχθεῖ, παρ᾽ ὃν τὰ ἄλλα ζῷα πόνων ἀφειμένα ῥαστώνην ἄγει. ὁ δὲ τότε μὲν ἡσύχαζεν, ὕστερον δέ, ὅτε χειμὼν ἐνέστη τῆς κόπρου ὑπὸ τοῦ ὄμβρου ἐκλυθείσης ὁ κάνθαρος ἧκε πρὸς αὐτὸν λιμώττων καὶ τροφῆς μεταλαβεῖν δεόμενος. ὁ δὲ ἔφη πρὸς αὐτόν· «ὦ κάνθαρε, εἰ τότε ἐπόνεις, ὅτε με μοχθοῦντα ὠνείδιζες, οὐκ ἂν νῦν τροφῆς ἐπεδέου».
οὕτως οἱ παρὰ τὰς εὐθηνίας τοῦ μέλλοντος μὴ προνοούμενοι παρὰ τὰς τῶν καιρῶν μεταβολὰς τὰ μέγιστα δυστυχοῦσι.
[114.1b] μύρμηξ καὶ τέττιξ.
ψῦχος ἦν καὶ χειμὼν κατ᾽ Ὀλύμπου. μύρμηξ δὲ πολλὰς συνάξας ἐν ἀμητῷ ἐν ἰδίοις οἴκοις ἀπέθηκε. τέττιξ δὲ ἐπὶ τρώγλης ἐνδύνας ἐξέπνει τῇ πείνῃ λιμῷ κατεχόμενος καὶ ψύχει πολλῷ· ἐδεῖτο οὖν τοῦ μύρμηκος τροφῆς μεταδοῦναι, ὅπως καὶ αὐτὸς πυροῦ τινος γευσάμενος σωθείη. ὁ δὲ μύρμηξ πρὸς αὐτόν· «ποῦ», φησίν, «ἦς τῷ θέρει; πῶς οὐ συνῆξας τροφὰς ἐν ἀμητῷ;» καὶ ὁ τέττιξ φησί· «ᾖδον καὶ ἔτερπον τοὺς ὁδοιποροῦντας». ὁ δὲ μύρμηξ γέλωτα πολὺν ‹αὐτῷ› καταχέας ἔφη· «οὐκοῦν χειμῶνος ὀρχοῦ».
διδάσκει ἡμᾶς ὁ μῦθος, ὅτι οὐδὲν κρεῖττον τοῦ φροντίζειν τῶν ἀναγκαίων τροφῶν καὶ μὴ ἀπασχολεῖσθαι εἰς τέρψιν καὶ κωμασίαν.
115. ΘΥΝΝΟΣ ΚΑΙ ΔΕΛΦΙΣ
[115.1] θύννος διωκόμενος ὑπὸ δελφῖνος καὶ πολλῷ τῷ ῥοίζῳ φερόμενος ἐπειδὴ καταλαμβάνεσθαι ἔμελλεν, ἔλαθεν ὑπὸ σφοδρᾶς ὁρμῆς ἐκβρασθεὶς εἴς τινα ἠϊόνα. ὑπὸ δὲ τῆς αὐτῆς φορᾶς ἐλαυνόμενος καὶ ὁ δελφὶς αὐτῷ συνεξώσθη. καὶ ὁ θύννος ὡς ἐθεάσατο, ἐπιστραφεὶς πρὸς αὐτὸν λειποψυχοῦντα ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατος· ὁρῶ γὰρ καὶ τὸν αἴτιόν μοι θανάτου γενόμενον συναποθνῄσκοντα».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ῥᾳδίως φέρουσι τὰς συμφορὰς οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἴδωσι καὶ τοὺς αἰτίους τούτων γεγονότας δυστυχοῦντας.
***
111. Ο Δίας και η ντροπή.
[111.1] Τον καιρό εκείνο, όταν ο Δίας έπλασε τους ανθρώπους, τοποθέτησε μέσα τους ευθύς εξαρχής όλες τις ψυχικές καταστάσεις εκτός από την ντροπή — τούτη ήταν η μόνη που ξέχασε. Γι᾽ αυτό μετά βρέθηκε σε αμηχανία και δεν ήξερε από πού να την εισαγάγει και αυτήν στον άνθρωπο. Με τα πολλά, της υπέδειξε να μπει μέσα από την τρύπα του πισινού. Στην αρχή η ντροπή έγινε έξω φρενών, θεωρώντας κάτι τέτοιο σαν προσβολή, και αρνούνταν κατηγορηματικά. Όμως ο Δίας την πίεζε επίμονα, και έτσι στο τέλος η ντροπή δήλωσε: «Καλά λοιπόν, θα μπω από εκεί μέσα, αλλά με έναν όρο: Αν οτιδήποτε άλλο εισχωρήσει από την ίδια δίοδο ύστερα από μένα, εγώ αμέσως θα βγω έξω και θα φύγω». Για αυτόν τον λόγο, λοιπόν, συμβαίνει έκτοτε όλοι οι κίναιδοι να είναι ξεδιάντροποι.
Τούτον τον μύθο ταιριάζει να τον χρησιμοποιούμε για κανέναν ακόλαστο άνθρωπο.
112. Το καλό πνεύμα.
[112.1] Ήταν κάποιος άνθρωπος που είχε στο σπίτι του ένα καλό πνεύμα και του πρόσφερε πολυδάπανες θυσίες. Μάλιστα, για αυτόν τον σκοπό ξόδευε ασύστολα χωρίς σταματημό, και του έφευγαν πολλά χρήματα με όλα αυτά που θυσίαζε. Μια νύχτα, λοιπόν, το πνεύμα εμφανίστηκε στον ύπνο του και τον προειδοποίησε: «Σταμάτα πια, άνθρωπέ μου, και μη διασπαθίζεις έτσι την περιουσία σου. Αλλιώς, άμα τα σπαταλήσεις όλα και απομείνεις στην ψάθα, εμένα θα κατηγορείς μετά».
Έτσι συμβαίνει με πολλούς ανθρώπους: Ενώ είναι η δική τους ανοησία που τους οδήγησε στη δυστυχία, αυτοί ρίχνουν το φταίξιμο στους θεούς.
113. Ο Ηρακλής και ο Πλούτος.
[113.1] Μια φορά και έναν καιρό, όταν ο Ηρακλής θεοποιήθηκε, πήρε θέση στο τραπέζι πλάι στον Δία και από εκεί χαιρετούσε έναν-έναν τους άλλους θεούς με μεγάλη ευγένεια. Στο τέλος μπήκε μέσα και ο Πλούτος· τότε όμως ο ήρωας έσκυψε το κεφάλι προς το έδαφος και απέφυγε να τον κοιτάξει. Ο Δίας απόρησε με αυτή τη συμπεριφορά και ζήτησε από τον Ηρακλή τον λόγο: γιατί να χαιρέτισε μια χαρά όλους τους άλλους θεούς και ειδικά τον Πλούτο τον στραβοκοίταξε έτσι; Ο Ηρακλής απάντησε: «Νά, ξέρεις, υπάρχει λόγος που εγώ δεν τον καλοβλέπω αυτόν εδώ. Βλέπεις, τον καιρό που ζούσα με τους ανθρώπους, τον έβλεπα να κάνει παρέα ως επί το πλείστον με τα πιο αχρεία υποκείμενα».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει να ειπωθεί για άνθρωπο που τυχαίνει να είναι πλούσιος αλλά έχει φαύλο χαρακτήρα.
114. Το μυρμήγκι και το σκαθάρι.
[114.1] Ήταν ένας μέρμηγκας που μέσα στο κατακαλόκαιρο τριγυρνούσε εδώ και εκεί στο έδαφος και μάζευε σπυριά σιτάρι και κριθάρι, για να τα αποθηκεύσει και να έχει τροφή τον χειμώνα. Ένα σκαθάρι, που λέτε, τον πρόσεξε και τον ελεεινολόγησε: «Κοίτα τί ζόρι τραβάει, ο άμοιρος, να κοπιάζει και να ιδρώνει τέτοια εποχή, που όλα τα άλλα ζωντανά έχουν παρατήσει τις δουλειές τους και κάνουν διακοπές». Ο μέρμηγκας τότε έμενε σιωπηλός. Μετά από λίγο καιρό, όμως, όταν μπήκε για τα καλά ο χειμώνας, άρχισαν οι βροχές και ξέπλυναν όλες τις κοπριές, με αποτέλεσμα το σκαθάρι να ψοφάει της πείνας. Μια και δυο, λοιπόν, πήγε στον μέρμηγκα και τον παρακαλούσε να του προσφέρει λιγουλάκι φαγητό. Ο μέρμηγκας, εντούτοις, το αποπήρε: «Βρε παλιοσκάθαρο, αν τότε το καλοκαίρι στρωνόσουνα να δουλέψεις, αντί να κάθεσαι και να κάνεις κριτική σε μένα που μοχθούσα, τώρα δεν θα σου έλειπε το φαΐ».
Έτσι συμβαίνει στον κόσμο: Όσοι δεν προνοούν για το μέλλον στον καιρό της αφθονίας, πέφτουν σε τρομακτική δυστυχία άμα αλλάξουν οι περιστάσεις.
Άλλη παραλλαγή: Το μυρμήγκι και το τζιτζίκι
[114.1b] Μια φορά έκανε παγωνιά και έπεφτε βροχή από τον ουρανό. Το μυρμήγκι, που λέτε, είχε συνάξει πολλούς σπόρους από τον καιρό της συγκομιδής και τους είχε αποθηκεύσει μέσα στο σπίτι του. Ο τζίτζικας, όμως, είχε χωθεί μέσα σε μια παλιότρυπα και κόντευε να πεθάνει από την πείνα, τόσο πολύ τον βασάνιζε η έλλειψη τροφής και το τρομερό κρύο. Μια και δυο, λοιπόν, πήγε στο μυρμήγκι και το εκλιπαρούσε να του δώσει λιγουλάκι φαγητό, να μπορέσει και αυτός να βάλει στο στόμα του κανένα σπυρί σιτάρι, μήπως και στυλωθεί. Το μυρμήγκι, ωστόσο, τον πέρασε από ανάκριση: «Καλά, δεν μου λες, πού ήσουν το καλοκαίρι; Πώς και δεν μάζεψες και εσύ προμήθειες τον καιρό της συγκομιδής;». Αποκρίθηκε ο τζίτζικας: «Ξέρεις, εκείνη την εποχή εγώ τραγουδούσα, για να ευχαριστιούνται οι περαστικοί». Το μυρμήγκι τότε έσκασε στα γέλια και πέταξε στον τζίτζικα κατάμουτρα: «Τραγουδούσες, ε; Λοιπόν, τώρα τον χειμώνα ρίξε κανέναν χορό».
Το δίδαγμα του μύθου: Το καλύτερο από όλα είναι να μεριμνούμε για την τροφή που έχουμε ανάγκη, και όχι να σπαταλούμε τον χρόνο μας σε διασκεδάσεις και γλεντοκόπια.
115. Ο τόνος και το δελφίνι.
[115.1] Ήταν μια φορά ένας τόνος που τον καταδίωκε δελφίνι. Που λέτε, καθώς αυτό το τελευταίο τον πλησίαζε για να τον πιάσει, ο τόνος πήρε μεγάλη φόρα και κολυμπούσε, μέχρι που από την πολλή ορμή ξεβράστηκε δίχως να το καταλάβει έξω στο ακρογιάλι. Και το δελφίνι, όμως, είχε πάρει εξίσου μεγάλη φόρα, έτσι όπως του ορμούσε, με αποτέλεσμα να πεταχτεί τελικά έξω στην ακτή και αυτό. Τότε ο τόνος, βλέποντας τον εχθρό του να ξεψυχάει εκεί δίπλα του, στράφηκε προς το μέρος του και του ψιθύρισε: «Λοιπόν, καλόδεχτος ο θάνατος τώρα. Τουλάχιστον πρόφτασα να δω να πεθαίνει μαζί μου εκείνος που προξένησε το τέλος μου».
Το δίδαγμα του μύθου: Οι άνθρωποι υπομένουν πιο εύκολα τα δεινά άμα βλέπουν και εκείνους που τους τα προκάλεσαν να πέφτουν στην ίδια δυστυχία.